ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πανύψηλα βουνά με κορφές χιονισμένες τους 9 μήνες του χρόνου, εύφορες πεδιάδες φωλιασμένες ανάμεσά τους και τοπία σχεδόν τροπικά στα παράλια του Λιβυκού όπου ξεχειμωνιάζουν τα χελιδόνια. Η Κρήτη, ένας κόσμος συναρπαστικός, όπου κατακτητές και κατακτημένοι ύφαναν ιστορίες ξεχωριστές, αλλά και παράλληλες, σε διαρκή διάλογο μεταξύ τους, αφήνοντας πίσω τους ένα ιστορικό τοπίο πλούσιο και γοητευτικό, γεμάτο αντιθέσεις, όπως και ο ίδιος ο τόπος. Τα κάστρα της, πέτρινα κελύφη αλαζονικής εξουσίας, που άλλαξαν χέρια στα γυρίσματα του χρόνου και των καιρών, είναι τα ορατά σήμερα σημάδια της ανθρώπινης επιδίωξης για δύναμη. Το οδοιπορικό στο χρόνο και στο χώρο των κρητικών οχυρώσεων ακολουθεί τις εξελίξεις και τις περιπέτειες της πολιτικής ιστορίας του νησιού.
Η Κρήτη στην αρχαιότητα δεν απειλήθηκε από εξωτερικούς εχθρούς. Οι πρώτοι εχθροί που γνώρισε το νησί ήταν οι Ρωμαίοι. Επομένως, μέχρι τότε, η οχύρωση των πόλεων δεν αφορούσε εξωτερικούς, αλλά εσωτερικούς εχθρούς. Μετά το τέλος της Ρωμαϊκής περιόδου (67 π.Χ.-330 μ.Χ.) τα πράγματα άλλαξαν ριζικά. Η Κρήτη εντάχθηκε στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, που εξελίχθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και αποτέλεσε Θέμα, δηλαδή Επαρχία της. Παράλληλα, γύρω από τη Μεσόγειο αναπτύχθηκαν κι άλλοι πολιτισμοί. Έτσι, η Κρήτη, λόγω της φυσικής και γεωπολιτικής της θέσης, απέκτησε ιδιαίτερη σημασία και έγινε «μήλο της έριδος» για τους λαούς της Μεσογείου, οι οποίοι άρχισαν να την εποφθαλμιούν, για τους δικούς του λόγους ο καθένας.
Για την Α' βυζαντινή περίοδο (330-824) πολύ λίγα μαθαίνουμε από τις πηγές, ενώ υπάρχει ένα πλήθος μνημείων από τα οποία ελάχιστα έχουν μελετηθεί. Οι κίνδυνοι δεν φαίνονται ακόμη καθαρά. Για το λόγο αυτό, αλλά και λόγω άλλων εσωτερικών κι εξωτερικών προβλημάτων της Αυτοκρατορίας, το νησί βρισκόταν στο περιθώριο του βυζαντινού ενδιαφέροντος. Οι πειρατικές επιδρομές άρχισαν να πυκνώνουν και τα παραθαλάσσια μοναστήρια του νησιού οχυρώθηκαν για να προστατευτούν. Στις συνθήκες αυτές δεν άργησε να ξεσπάσει η πρώτη θύελλα στο νησί. Πρώτοι οι Σαρακηνοί πειρατές βρήκαν την Κρήτη σχεδόν ανοχύρωτη και την κατέλαβαν εύκολα. Εγκαταστάθηκαν για 140 χρόνια, ως το 961μΧ, οχυρώνοντας την πιο σημαντική πόλη της, δηλαδή το σημερινό Ηράκλειο. Η περίοδος της Αραβοκρατίας, που ακολούθησε, είναι εντελώς σκοτεινή, καθώς άφησε ελάχιστα κατάλοιπα.
Μετά από συνεχείς αποτυχημένες προσπάθειες, ο Νικηφόρος Φωκάς κατάφερε να απελευθερώσει το νησί από τους πειρατές (961). Η ανάκτηση του νησιού από τους Βυζαντινούς αποτελεί νέα αφετηρία ανάπτυξης. Η Κρήτη οργανώνεται πολιτικά, θρησκευτικά και στρατιωτικά. Τα δυο μεγάλα αστικά κέντρα, ο Χάνδακας και τα Χανιά, πιθανόν και το Ρέθυμνο, ξαναχτίζονται και οχυρώνονται. Ένα σύστημα από οχυρωματικά έργα αναπτύσσεται στα παράλια και την ενδοχώρα, και καταφέρνουν να κρατήσουν τους εισβολείς μακριά για λίγους αιώνες.
Το 1206, η Κρήτη πέρασε στα χέρια των Γενουατών, που αμέσως έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στην οχύρωση του νησιού. Μέσα σε λίγα χρόνια οχύρωσαν 3 κάστρα και 12 φρούρια, αλλά οι Ενετοί κατάφεραν να καταλάβουν το νησί το 1209. Τότε μια νέα περίοδος εισάγεται, στην οποία κυριαρχούν οι επαναστάσεις κι η αντιπαράθεση του ορθόδοξου πληθυσμού με τους καθολικούς κατακτητές. Η Ενετοκρατία στην Κρήτη κράτησε 4,5 αιώνες και βασίστηκε κυρίως στα κολοσσιαία οχυρωματικά έργα που κατασκεύασαν σπουδαίοι μηχανικοί, με σπουδαιότερο το μεγάλο κάστρο του Χάνδακα (Ηράκλειο). Ένα πρώτο οχυρωματικό σύστημα συνδέεται κυρίως με την ανάγκη προστασίας από το εχθρικό ντόπιο στοιχείο. Τους τελευταίους αιώνες της Ενετοκρατίας, όταν το Βυζάντιο δεν υπάρχει πια και κοινός εχθρός είναι πλέον οι Τούρκοι, οι κατακτητές αμβλύνουν τη στάση τους απέναντι στους Κρητικούς. Την ίδια εποχή οι πόλεις της Κρήτης αναδιοργανώνονται με νέες οχυρώσεις από επώνυμους αρχιτέκτονες, ενώ ένα νέο οχυρωματικό σύστημα αποσκοπεί στην προστασία των παραλίων από τον αναμενόμενο εξωτερικό εχθρό και συνεχίζεται μέχρι και το χρόνο της τουρκικής επίθεσης.
Όταν οι Τούρκοι κατάφεραν να καταλάβουν το Χάνδακα το 1669, μετά από 22 χρόνια πολιορκίας, ισχυροποίησαν την παρουσία τους βελτιώνοντας τα ενετικά τείχη και κατασκευάζοντας πολλά μικρά φρούρια σε όλη την κρητική επικράτεια, τους Κουλέδες. Οι Τούρκοι συντηρούσαν τις οχυρώσεις τους μέχρι το τέλος της παρουσίας τους στο νησί. Ακόμη και σήμερα, ο επισκέπτης μπορεί να πάρει μια ιδέα για το πώς ήταν οχυρωμένες οι μεγάλες πόλεις της Κρήτης, καθώς τα τείχη τους διατηρούνται σε άριστη κατάσταση. Τα εντυπωσιακά κάστρα στα Χανιά, στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο και τα απόρθητα φρούρια στα νησιά της Σούδας, της Γραμβούσας και της Σπιναλόγκα, είναι μόνο μερικά δείγματα.
Οι Βυζαντινοί επεδίωξαν την επιστροφή της Κρήτης στα χέρια τους, λόγω της γεωστρατηγικής σημασίας της, αλλά και για να εξοντώσουν τους πειρατές που θέριζαν στις θάλασσες. Ωστόσο, η σπουδαία οχύρωση του Χάνδακα, κράτησε τους Βυζαντινούς μακριά για πολύ καιρό από τους στόχους τους. Μετά από πολλές συνεχόμενες αποτυχημένες προσπάθειες, ο Νικηφόρος Φωκάς το 961 μ.Χ., κατάφερε και απελευθέρωσε την Κρήτη. Φοβούμενος πιθανή επιστροφή των Αράβων, ο Φωκάς κατέστρεψε την οχύρωση της τάφρου και έκτισε το φρούριο Ρόκκα στο Κανλί Καστέλι (Προφήτης Ηλίας). Σε λίγο καιρό ο Χάνδακας ξαναγέμισε με κόσμο και οι Βυζαντινοί ξανάκτισαν ισχυρή οχύρωση. Τα τείχη αυτά κτίστηκαν πάνω στα αραβικά, ενώ μια πύλη τους κτίστηκε στο σημείο του κτιρίου Ακτάρικα (δίπλα στα λιοντάρια), που έγινε γνωστή με το όνομα Μεγάλη Καμάρα (Voltone) από τους Ενετούς. Μετά την ανάκτηση της Κρήτης, οι Βυζαντινοί ασχολήθηκαν πιο προσεκτικά με την άμυνά της, κατασκευάζοντας κι άλλα οχυρωματικά έργα στα παράλια του νησιού. Συγχρόνως εγκατέστησαν μόνιμες στρατιωτικές φρουρές με στρατιώτες απ’ όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία για να αποκρούουν τις πειρατικές επιδρομές. Οι φρουροί αυτοί δημιούργησαν μικρούς οικισμούς, που τα ονόματά τους, ακόμη και σήμερα, προδίδουν την ιστορία τους (Αρμένιοι, Βάρβαροι, Σκλάβοι, κ.α.).
Οι Τούρκοι κατέλαβαν το Μεγάλο Κάστρο το 1669, ύστερα από περίπου 22 χρόνια πολιορκίας (29 Μαΐου 1648–18 Σεπτεμβρίου 1669), μετά από την προδοσία του Ενετού συνταγματάρχη Ανδρέα Μπαρότσι, μπαίνοντας από τον προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα. Η πολιορκία του Κάστρου ήταν μάλιστα η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί στην παγκόσμια ιστορία. Αφού το κατέλαβαν, χρησιμοποίησαν το οχυρωματικό σύστημα τω Ενετών για την εδραίωσή τους απέναντι στον Κρητικό λαό. Επισκεύασαν το τείχος και τα φρούρια τριγύρω, τα συμπλήρωσαν και τα προσάρμοσαν στις ανάγκες τους. Συγχρόνως, άλλαξαν τις ονομασίες, τις οποίες μετέφεραν στη γλώσσα τους. Έτσι, ο προμαχώνας Μαρτινέγκο ονομάστηκε Γιουκσέκ Τάπια, τα Orecchione ονομάστηκαν Μπούρτζι, ο προμαχώνας του Αγίου Ανδρέα ονομάστηκε Γιουρούς Καπισί (πύλη της εφόδου), η Πύλη του Ιησού ονομάστηκε Γενί Καπού (Καινούργια Πόρτα), η Πύλη του Δερματά ονομάστηκε Κουμ Καπί, το φρούριο της θάλασσας ονομάστηκε Κούλες, κ.α. Την οχύρωση του Ηρακλείου, σε περιόδους ειρήνης, φαίνεται ότι οι κατακτητές την παραμελούσαν. Εντούτοις, ο οχυρωματικός περίβολος του Ηρακλείου και το φρούριο του Κούλε σώζονται σήμερα σε άριστη κατάσταση και αποτελούν τα καλύτερα διατηρημένα Ενετικά έργα στην Ευρώπη.
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ
Τα Χανιά είναι η σπουδαιότερη πόλη της δυτικής Κρήτης, κτισμένη στον ανατολικό μυχό του κόλπου Κυδωνίας, στη θέση της Αρχαίας Κυδωνίας. Η πόλη υπήρχε μέχρι το τέλος της Πρωτοβυζαντινής περιόδου, οπότε την κατέστρεψαν οι Σαρακηνοί (828 μ.Χ.). Μετά την εκδίωξη των Αράβων ο οικισμός ξανακτίστηκε, αλλά παρέμεινε μια μικρή και ασήμαντη πόλη. Λόγω όμως της οχυρής θέσης της και εξαιτίας των γεγονότων με τους Σαρακηνούς, οι Βυζαντινοί έκτισαν ένα φρούριο στο λόφο που ονόμασαν Καστέλι.
• Από τον προμαχώνα Santa Luccia, το τείχος στρέφεται βόρεια, προς τη θάλασσα, όπου υπάρχει ο προμαχώνας Sabbionara ή Monecigo με τον επιπρομαχώνα Revelino Michel. Ο προμαχώνας διατηρεί μέχρι σήμερα το ανάλογο τουρκικό όνομα Κουμ - Καπί (Kum Kapisi = Πύλη της Άμμου), βρίσκεται στη ΒΑ γωνιά των ενετικών οχυρώσεων και είναι εξολοκλήρου κτισμένος μέσα στη θάλασσα. Στο μέτωπο του προμαχώνα σώζεται κυκλικό έμβλημα με το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου και οικόσημα. Η πύλη είναι η μοναδική που σώζεται σήμερα, τροποποιημένη ως προς την εξωτερική της όψη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οπότε μειώθηκαν οι διαστάσεις της.
Οι προμαχώνες συνδέονταν μεταξύ τους με ισχυρά μεσοπύργια. Το μεσοπύργιο της νότιας πλευράς, επειδή ήταν μακρύ, χωρίστηκε με μια piattaforma σε δύο μέρη, που βρισκόταν εκεί που σήμερα είναι το μέγαρο του Φιλολογικού Συλλόγου «ο Χρυσόστομος». Η piattaforma αυτή βρισκόταν ανάμεσα στους επιπρομαχώνες Della Mantona και τον San Giovanni. Από την πλευρά της θάλασσας δεν υπήρχε τείχος, γιατί η πόλη προστατευόταν από τον λιμενοβραχίονα που είχε μήκος 337 μ. Οι επιχωματώσεις που χρειάσθηκαν έγιναν από τον ρετούρη Leonardo Loredan και κτίστηκε η πύλη Retimiota (του Ρεθύμνου) στη δυτική πλευρά της piattaforma, και ονομάστηκε έτσι γιατί από εδώ ξεκινούσε ο δρόμος για το Ρέθυμνο. Μια άλλη πύλη υπήρχε στην ανατολική πλευρά του τείχους. Ήταν η πύλη της Άμμου (sabionera), ενώ στη δυτική πλευρά του υπήρχε το Porto San Salvatore. Και οι τρεις πύλες άνοιγαν κατευθείαν προς τα έξω, χωρίς προστασία από τους προμαχώνες, όπως συνέβαινε στον Χάνδακα. Το Κάστρο των Χανίων, 15 χρόνια πριν την άλωσή του από τους Τούρκους (1630), είχε 319 κανόνια, 30.695 μπάλες και 413.274 λίμπρες μπαρούτι. Παρά την ισχυρή αυτή οχύρωση, ο στρατηγός Del Monte το 1591 έκρινε ότι η πόλη ήταν ανίσχυρη και πρότεινε να εγκαταλειφθεί και να μεταφερθεί στη θέση της αρχαίας Άπτερας, στο λόφο του Παλαιόκαστρου. Κατά τον Del Monte, οι αδυναμίες της οχύρωσης της πόλης ήταν οι πολύ οξείες γωνίες του τείχους που άφηναν ακάλυπτες πλευρές, οι στενές επιχωματώσεις και οι μικροί επιπρομαχώνες. Η πρόταση αυτή δεν έγινε ποτέ αποδεκτή. Οι Τούρκοι κατέλαβαν τα Χανιά στις 22 Αυγούστου 1645, ανοίγοντας ρήγμα στο τείχος, στο προμαχώνα Shiavo. Αμέσως αναστήλωσαν τα κατεστραμμένα τείχη και μετά τα ανακαίνισαν, τα εκσυγχρόνισαν και τα εφοδίασαν με όσες εγκαταστάσεις χρειάζονταν. Μετονόμασαν την πύλη της αμμουδιάς σε Κουμ Καπί και τη Retimiota σε Καλέ Καπισί (πόρτα φρουρίου). Από τη μέσα μεριά της Retimiota έκτισαν το τζαμί Χουσεΐν Πασά, από τον μιναρέ του οποίου δινόταν η διαταγή για το κλείσιμο της πόρτας. Από αυτή την πύλη έφυγε και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης των Χανίων στις 3 Νοεμβρίου του 1898. Μπροστά στην πύλη Καλέ Καπισί υπήρχε μια πλατεία, αυτή που σήμερα λέγεται Κοτζάμπαση, σε μια μουριά της οποίας οι Τούρκοι κρεμούσαν τους Χριστιανούς. Εδώ κρέμασαν τον επίσκοπο Κισάμου Μελχισεδέκ το 1821. Τα τείχη του κάστρου των Χανίων ήταν σε καλή κατάσταση μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν άρχισαν να γκρεμίζονται για να πάρουν τη θέση τους σπίτια και πολυκατοικίες. Σήμερα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα από τη νότια πλευρά τους, ενώ μπορείτε να δείτε μερικά τμήματα τους στη δυτική πλευρά τους (προμαχώνας Shiavo, επιπρομαχώνας Lando, προμαχώνας San Salvatore ή Φιρκάς).
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ
Στη θέση του σημερινού Ρεθύμνου υπήρχε μικρός και ασήμαντος οικισμός από την εποχή της Πρωτοβυζαντινής Περιόδου. Ο οικισμός αυτός καταλήφθηκε από τους Άραβες, αλλά άρχισε να γίνεται πολιτεία μόνον κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας. Οι Ενετοί, λαός θαλασσινός που ασχολούνταν κυρίως με το μεταπρατικό εμπόριο, χρειάζονταν ένα λιμάνι, έστω και μικρό, ανάμεσα στα Χανιά και στο Ηράκλειο, για να καταφεύγουν σε αυτό οι γαλέρες τους, που περιέπλεαν τα βόρεια παράλια. Για το λόγο αυτό διασκεύασαν κατάλληλα το μικρό όρμο Μανδράκι, ανατολικά από τον βραχώδη λόφο του ακρωτηρίου της, που σήμερα λέγεται Φορτέτσα. Γύρω από το λιμάνι αυτό άρχισε να αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς η πόλη, που οι Ενετοί έκαναν διοικητικό κέντρο της περιοχής, έδρα του ρετούρη (νομάρχη). Στη νέα πόλη κατοίκησαν κυρίως Έλληνες, ώστε να έχει πιο έντονο το ελληνικό χρώμα από τα Χανιά και το Ηράκλειο. Το 1583 η αναλογία Ενετών και Ελλήνων ήταν 1 προς 3 περίπου. Οι πιο πολλοί Έλληνες κάτοικοι της πόλης ήταν ευγενείς αρχοντορωμαίοι. Έτσι το Ρέθυμνο ήταν μια πόλη υψηλής κοινωνικής στάθμης.
Αυτή την πόλη, οι Ενετοί δεν μπορούσαν να την αφήσουν ανοχύρωτη. Η οχύρωση της μάλιστα είχε ήδη γίνει, από το 1303, αλλά δεν ήταν ικανή να προστατεύσει το Ρέθυμνο από την επιδρομή του τρομερού Μπαρμπαρόσα το 1538. Έτσι, αμέσως μετά την επίθεση αυτή, η πόλη οχυρώθηκε πιο αποτελεσματικά (1540), με σχέδια του γνωστού στρατιωτικού μηχανικού των Ενετών Michel Sammicheli, που στη συνέχεια υπέστησαν σημαντικές τροποποιήσεις. Η οχύρωση περιελάμβανε ένα τείχος πάχους 12 ποδιών σε ευθεία γραμμή, που ξεκινούσε από την άμμο της ανατολικής παραλίας, όπου βρισκόταν ο προμαχώνας της Αμμουδιάς (Sabionera) ή της Αγίας Βαρβάρας, και συνέχιζε προς τη δυτική παραλία του Κουμπέ, παράλληλα μιας τάφρου. Το τείχος είχε ακόμα δύο πύλες, τη Μεγάλη Πόρτα (Porta guora), που σώζεται ακόμη και σήμερα στην αρχή της οδού Εθνικής Αντιστάσεως και τη Porta dello squero στη μέση του δυτικού τμήματος του μεσοπυργίου, απέναντι από το σημερινό δημοτικό κήπο. Το τείχος είχε ενισχυθεί με δύο ακόμη προμαχώνες, της Αγίας Παρασκευής στη Μεγάλη Πόρτα και του Καλλέργη στη δυτική άκρη του τείχους, όπου αργότερα ανοίχθηκε μια ακόμη πόρτα, του Αγίου Αθανασίου. Αλλά και αυτή η οχύρωση ήταν αδύνατη και ελλιπής, γιατί δεν είχε τείχος από τη μεριά της θάλασσας. Έτσι, όταν ο Ολούτς Αλή επιτέθηκε κατά του Ρεθύμνου το 1567, το κατέστρεψε ολοσχερώς. Έτσι, αποδείχτηκε ότι το τείχος ήταν άχρηστο, γι’ αυτό εγκαταλείφθηκε και ερειπώθηκε. Τότε αποφασίστηκε να κτιστεί το εντυπωσιακό φρούριο της Φορτέτσας πάνω στο λόφο Παλαιόκαστρο, για να ασφαλιστεί η πόλη.
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΣΗΤΕΙΑΣ
Η Σητεία, ως οικισμός, κατά την αρχαιότητα δεν είναι βέβαιο ότι βρισκόταν στη θέση που είναι σήμερα, αν και έχουν βρεθεί μεσομινωικοί και υστερομινωικοί τάφοι, γεωμετρικά και ελληνικά ειδώλια, όστρακα, ρωμαϊκά κτίρια και μια παλαιοχριστιανική Βασιλική. Βέβαιο είναι όμως ότι υπήρχε στην Πρωτοβυζαντινή, την Αραβική, τη Β’ Βυζαντινή και την Ενετική Περίοδο. Ο βυζαντινός οικισμός της Σητείας περιβαλλόταν από τείχη, ήταν δηλαδή κάστρο. Έχουν βρεθεί ενετικοί χάρτες που αποτυπώνουν τα βυζαντινά τείχη, τμήματα των οποίων έχουν εντοπιστεί κατά καιρούς. Τα τείχη αυτά, σχηματίζοντας ένα ισοσκελές τρίγωνο, τη βάση του οποίου αποτελούσε η παραθαλάσσια πλευρά του, άρχιζαν λίγο πιο πέρα από το τελωνείο της πόλης, όπου βρίσκονταν οι ρωμαϊκές ιχθυοδεξαμενές, κι έφταναν ως την Καζάρμα, όπου σχηματιζόταν η γωνία του τριγωνικού περίβολου, με τον ανατολικό βραχίονά τους. Στην κορυφή του κάστρου ήταν κτισμένο το φρούριό του, η σημερινή «Καζάρμα». Τα τείχη και το φρούριο επισκεύασε το 1204, μετά την κατάληψη της πόλης, ο Γενουάτης αρχιπειρατής Ερρίκος Πεσκατόρε. Επισκευές όμως έγιναν κι από τους Ενετούς σε διάφορα χρονικά διαστήματα. Μια τέτοια επισκευή ήταν που έγινε το 1508 μετά από καταστροφικό σεισμό. Κατά την επιδρομή του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα το 1538, τα τείχη του κάστρου υπέστησαν τεράστιες καταστροφές και οι Ενετοί κυβερνήτες Παραβιτσίνι και Σαβοργκάν ζήτησαν την κατεδάφιση τους. Για να μην γίνει αυτό, οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να συμβάλουν οικονομικά με 1.500 δουκάτα για την επιδιόρθωση όλου του οχυρωματικού συστήματος της πόλης. Αλλά η πλευρά του τείχους προς τη θάλασσα αργότερα, λόγω των μεγάλων ζημιών που είχε υποστεί, δεν μπορούσε να επιδιορθωθεί και ζητήθηκε και πάλι η κατεδάφιση του κάστρου. Η αντίδραση όμως των Βάιλων της Σητείας, Bemb και Gongara, απέτρεψε αυτό το ενδεχόμενο. Το 1626, λίγα χρόνια πριν τον Κρητικό Πόλεμο, η πόλη θεωρήθηκε «ανοχύρωτη». Το 1630 σε έκθεση που υπέβαλε ο στρατιωτικός αρχιτέκτονας Fr. Basilicata, προς τον υπεύθυνο για την άμυνα του νησιού γενικό κυβερνήτη Pietro Giustiniano ανέφερε ότι η θέση της πόλης είναι ακατάλληλη για οχύρωση και ασφάλεια, αλλά πρέπει να προφυλαχτεί, καθώς η μεταφορά της ήταν αδύνατη. Στάλθηκαν τότε μηχανικοί και χρήματα για την επισκευή των τειχών και του φρουρίου, οι οποίοι κατεδάφισαν τα τείχη για να τα ξανακτίσουν ισχυρότερα. Ωστόσο, δεν πρόλαβαν καθώς εμφανίστηκαν στην Κρήτη οι Τούρκοι. Οι κάτοικοι απομακρύνθηκαν από την πόλη και μεταφέρθηκαν στο «Μεγάλο Κάστρο», το Ηράκλειο, και η μικρή φρουρά που έμεινε, άντεξε μέχρι το 1651. Τα τείχη της Σητείας δεν ξανακτίσθηκαν ποτέ και η πόλη έκτοτε έπαψε να υπάρχει για δύο ολόκληρους αιώνες, μέχρι το 1869 που ξαναχτίστηκε με σχέδια του Αυνή Πασά, που γι’ αυτό και οι Τούρκοι την ονόμασαν «Αυνιέ», ονομασία που ποτέ δεν επικράτησε. Σήμερα τα τείχη δεν είναι ορατά και μόνο το φρούριο της Καζάρμα έχει μείνει για να θυμίζει ότι η Σητεία ήταν κάποτε ένα από τα κάστρα της Κρήτης.
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΙΕΡΑΠΕΤΡΑΣ
Η Ιεράπετρα δεν είχε οχυρωθεί από τους Βυζαντινούς ή τους Ενετούς. Αντίθετα, οι πρώτοι που την οχύρωσαν ήταν οι Τούρκοι, καθώς αισθάνονταν ανασφαλείς από την πίεση του τοπικού πληθυσμού. Το τείχος αυτό ήταν χαμηλό και περιέβαλε την πόλη μόνο από τη μεριά της στεριάς, το σχέδιο του οποίου διασώθηκε από τον Άγγλο περιηγητή Spratt. Το τείχος άρχιζε από την προκυμαία, ανατολικά από το μουσείο της πόλης και προχωρώντας την πλατεία Κοθρή και την πλατεία Τζαμιού κατέληγε στην περιοχή Σαρακήνα. Το κάστρο είχε δύο πύλες, μια στη βόρεια πλευρά, στην πλατεία του Δημαρχείου και μια δεύτερη στη δυτική πλευρά, στην πλατεία Τζαμιού. Το τείχος εξωτερικά περιβαλλόταν με τάφρο γεμάτη νερό (πλάτος 2,5 μ. και βάθος 1,5 μ.), που οι ντόπιοι ονόμαζαν χεντέκι. Τα τείχη της Ιεράπετρας επισκευάστηκαν το 1823 και το 1829. Όταν το 1898 εκδιώχθηκαν οι Τούρκοι από την Κρήτη, τα τείχη γκρεμίσθηκαν, για λόγους αισθητικούς και πολιτικούς, με την παρουσία του Γάλλου ναυάρχου Potier, που έδωσε το σύνθημα της κατεδάφισης με μια σκαλίδα σε 1.500 κατοίκους της πόλης, οι οποίοι κατέστρεψαν τα τείχη που θύμιζαν τον Τούρκο τύραννο. Ίχνη των τειχών υπάρχουν ακόμη κοντά στην πλατεία του Δημαρχείου.
ΚΑΣΤΡΟ ΣΤΑ ΣΚΑΛΙΑ ΣΗΤΕΙΑΣ
Ένα μικρό κάστρο υπήρχε κοντά στο χωριό Σίτανος της Επαρχίας Σητείας, στα Σκαλιά. Τα Σκαλιά ήταν ένα μικρό χωριό λίγων κατοίκων κτισμένο στην κορυφή μιας μικρής πλαγιάς, κατά τρόπο που οι εξωτερικοί τοίχοι των σπιτιών του αποτελούσαν το τείχος που περικύκλωνε τον οικισμό, από τη βόρεια μεριά του οποίου μάλιστα υπήρχε προστατευτικός γκρεμός. Οι κάτοικοι των Σκαλιών είχαν αναπτύξει πλούσια αντιστασιακή δράση κατά των Τούρκων, γι’ αυτό η Υψηλή Πύλη αποφάσισε στα μέσα του 18ου αιώνα την εξόντωσή τους. Αποβίβασε λοιπόν στην Κάτω Ζάκρο 2.000 άντρες και με οδηγό έναν ντόπιο, που με τη βία επιστράτευσαν, βάδισαν εναντίον των Σκαλιών. Επειδή όμως νύχτωσε, σταμάτησαν να κοιμηθούν στη θέση «Μαύρα Χώματα». Τότε βρήκε την ευκαιρία ο Έλληνας οδηγός τους κι έτρεξε να ενημερώσει τους Σκαλιώτες. Αυτοί πριν ξημερώσει έτρεξαν στο τούρκικο στρατόπεδο κι έσφαξαν όλο το εκστρατευτικό σώμα. Οι Τούρκοι, προσεταιρίστηκαν τον προδότη παπά Δράκο ή Φραγκιά της Ζήρου, που κάλεσε τους Σκαλιώτες για να τους κοινωνήσει στο ναό της Αγίας Παρασκευής, αφού τους ζήτησε να αφήσουν τα όπλα τους έξω από την Εκκλησία. Οι Τούρκοι, που καιροφυλακτούσαν, εισόρμησαν και έσφαξαν όλους, εκτός από τον Σκαλιωτογιάννη. Σήμερα τα Σκαλιά είναι ερείπια (σώζεται μόνο η Εκκλησία του Αγ. Γεωργίου κι ένα σπίτι) ενώ ο επισκέπτης μπορεί να διακρίνει ακόμη το τείχος του χωριού. Επίσης, κάθε χρόνο στην εορτή της Αγ. Παρασκευής στη Ζήρο, γίνονται εκδηλώσεις μνήμης και κατάθεση στεφανιών στο μνημείο των Σκαλιωτών στρατιωτών.
Πανύψηλα βουνά με κορφές χιονισμένες τους 9 μήνες του χρόνου, εύφορες πεδιάδες φωλιασμένες ανάμεσά τους και τοπία σχεδόν τροπικά στα παράλια του Λιβυκού όπου ξεχειμωνιάζουν τα χελιδόνια. Η Κρήτη, ένας κόσμος συναρπαστικός, όπου κατακτητές και κατακτημένοι ύφαναν ιστορίες ξεχωριστές, αλλά και παράλληλες, σε διαρκή διάλογο μεταξύ τους, αφήνοντας πίσω τους ένα ιστορικό τοπίο πλούσιο και γοητευτικό, γεμάτο αντιθέσεις, όπως και ο ίδιος ο τόπος. Τα κάστρα της, πέτρινα κελύφη αλαζονικής εξουσίας, που άλλαξαν χέρια στα γυρίσματα του χρόνου και των καιρών, είναι τα ορατά σήμερα σημάδια της ανθρώπινης επιδίωξης για δύναμη. Το οδοιπορικό στο χρόνο και στο χώρο των κρητικών οχυρώσεων ακολουθεί τις εξελίξεις και τις περιπέτειες της πολιτικής ιστορίας του νησιού.
Η Κρήτη στην αρχαιότητα δεν απειλήθηκε από εξωτερικούς εχθρούς. Οι πρώτοι εχθροί που γνώρισε το νησί ήταν οι Ρωμαίοι. Επομένως, μέχρι τότε, η οχύρωση των πόλεων δεν αφορούσε εξωτερικούς, αλλά εσωτερικούς εχθρούς. Μετά το τέλος της Ρωμαϊκής περιόδου (67 π.Χ.-330 μ.Χ.) τα πράγματα άλλαξαν ριζικά. Η Κρήτη εντάχθηκε στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, που εξελίχθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και αποτέλεσε Θέμα, δηλαδή Επαρχία της. Παράλληλα, γύρω από τη Μεσόγειο αναπτύχθηκαν κι άλλοι πολιτισμοί. Έτσι, η Κρήτη, λόγω της φυσικής και γεωπολιτικής της θέσης, απέκτησε ιδιαίτερη σημασία και έγινε «μήλο της έριδος» για τους λαούς της Μεσογείου, οι οποίοι άρχισαν να την εποφθαλμιούν, για τους δικούς του λόγους ο καθένας.
Για την Α' βυζαντινή περίοδο (330-824) πολύ λίγα μαθαίνουμε από τις πηγές, ενώ υπάρχει ένα πλήθος μνημείων από τα οποία ελάχιστα έχουν μελετηθεί. Οι κίνδυνοι δεν φαίνονται ακόμη καθαρά. Για το λόγο αυτό, αλλά και λόγω άλλων εσωτερικών κι εξωτερικών προβλημάτων της Αυτοκρατορίας, το νησί βρισκόταν στο περιθώριο του βυζαντινού ενδιαφέροντος. Οι πειρατικές επιδρομές άρχισαν να πυκνώνουν και τα παραθαλάσσια μοναστήρια του νησιού οχυρώθηκαν για να προστατευτούν. Στις συνθήκες αυτές δεν άργησε να ξεσπάσει η πρώτη θύελλα στο νησί. Πρώτοι οι Σαρακηνοί πειρατές βρήκαν την Κρήτη σχεδόν ανοχύρωτη και την κατέλαβαν εύκολα. Εγκαταστάθηκαν για 140 χρόνια, ως το 961μΧ, οχυρώνοντας την πιο σημαντική πόλη της, δηλαδή το σημερινό Ηράκλειο. Η περίοδος της Αραβοκρατίας, που ακολούθησε, είναι εντελώς σκοτεινή, καθώς άφησε ελάχιστα κατάλοιπα.
Μετά από συνεχείς αποτυχημένες προσπάθειες, ο Νικηφόρος Φωκάς κατάφερε να απελευθερώσει το νησί από τους πειρατές (961). Η ανάκτηση του νησιού από τους Βυζαντινούς αποτελεί νέα αφετηρία ανάπτυξης. Η Κρήτη οργανώνεται πολιτικά, θρησκευτικά και στρατιωτικά. Τα δυο μεγάλα αστικά κέντρα, ο Χάνδακας και τα Χανιά, πιθανόν και το Ρέθυμνο, ξαναχτίζονται και οχυρώνονται. Ένα σύστημα από οχυρωματικά έργα αναπτύσσεται στα παράλια και την ενδοχώρα, και καταφέρνουν να κρατήσουν τους εισβολείς μακριά για λίγους αιώνες.
Το 1206, η Κρήτη πέρασε στα χέρια των Γενουατών, που αμέσως έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στην οχύρωση του νησιού. Μέσα σε λίγα χρόνια οχύρωσαν 3 κάστρα και 12 φρούρια, αλλά οι Ενετοί κατάφεραν να καταλάβουν το νησί το 1209. Τότε μια νέα περίοδος εισάγεται, στην οποία κυριαρχούν οι επαναστάσεις κι η αντιπαράθεση του ορθόδοξου πληθυσμού με τους καθολικούς κατακτητές. Η Ενετοκρατία στην Κρήτη κράτησε 4,5 αιώνες και βασίστηκε κυρίως στα κολοσσιαία οχυρωματικά έργα που κατασκεύασαν σπουδαίοι μηχανικοί, με σπουδαιότερο το μεγάλο κάστρο του Χάνδακα (Ηράκλειο). Ένα πρώτο οχυρωματικό σύστημα συνδέεται κυρίως με την ανάγκη προστασίας από το εχθρικό ντόπιο στοιχείο. Τους τελευταίους αιώνες της Ενετοκρατίας, όταν το Βυζάντιο δεν υπάρχει πια και κοινός εχθρός είναι πλέον οι Τούρκοι, οι κατακτητές αμβλύνουν τη στάση τους απέναντι στους Κρητικούς. Την ίδια εποχή οι πόλεις της Κρήτης αναδιοργανώνονται με νέες οχυρώσεις από επώνυμους αρχιτέκτονες, ενώ ένα νέο οχυρωματικό σύστημα αποσκοπεί στην προστασία των παραλίων από τον αναμενόμενο εξωτερικό εχθρό και συνεχίζεται μέχρι και το χρόνο της τουρκικής επίθεσης.
Όταν οι Τούρκοι κατάφεραν να καταλάβουν το Χάνδακα το 1669, μετά από 22 χρόνια πολιορκίας, ισχυροποίησαν την παρουσία τους βελτιώνοντας τα ενετικά τείχη και κατασκευάζοντας πολλά μικρά φρούρια σε όλη την κρητική επικράτεια, τους Κουλέδες. Οι Τούρκοι συντηρούσαν τις οχυρώσεις τους μέχρι το τέλος της παρουσίας τους στο νησί. Ακόμη και σήμερα, ο επισκέπτης μπορεί να πάρει μια ιδέα για το πώς ήταν οχυρωμένες οι μεγάλες πόλεις της Κρήτης, καθώς τα τείχη τους διατηρούνται σε άριστη κατάσταση. Τα εντυπωσιακά κάστρα στα Χανιά, στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο και τα απόρθητα φρούρια στα νησιά της Σούδας, της Γραμβούσας και της Σπιναλόγκα, είναι μόνο μερικά δείγματα.
ΚΑΣΤΡΑ
Οι Βυζαντινοί ονόμαζαν κάστρα, τις πόλεις που περιβάλλονταν από τείχη. Με αυτή την έννοια κι εδώ, παρουσιάζουμε τις πόλεις που ήταν οχυρωμένες με τείχη, με σπουδαιότερη το μεγάλο κάστρο του Χάνδακα. Άλλες οχυρωμένες πόλεις ήταν τα Χανιά, το Ρέθυμνο, η Σητεία και η Ιεράπετρα.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΧΑΝΔΑΚΑ
Η πόλη του Ηρακλείου, ως οικισμός, υπήρχε από το 1000-950 π.Χ., γύρω από το σημερινό ενετικό λιμάνι. Ο οικισμός αυτός, που λεγόταν Ηράκλειο, ήταν επίνειο της Κνωσού. Πολύ αργότερα, στη Βυζαντινή περίοδο, ο οικισμός εξακολουθούσε να υπάρχει και ονομαζόταν Κάστρο, λόγω της οχύρωσής του με τείχος. Έχουν βρεθεί ίχνη του βυζαντινού τείχους κοντά στο λιμάνι του Ηρακλείου. Το 824 μ.Χ., το βυζαντινό Κάστρο έπεσε στα χέρια των Σαρακηνών Αράβων του Αμπού Χαφς Ομάρ ή Απόχαψη. Η μέχρι τότε πρωτεύουσα της Κρήτης, η Γόρτυνα, καταστράφηκε, καθώς δεν ήταν παραθαλάσσια και δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες των πειρατών Σαρακηνών. Αντίθετα το μικρό κάστρο του Ηρακλείου θεωρήθηκε ότι μπορούσε να αποτελέσει τη νέα βάση για τις ληστρικές τους επιδρομές στη Μεσόγειο. Αφού μετέφεραν την πρωτεύουσα στο Κάστρο, την οχύρωσαν ισχυρά. Η αραβική οχύρωση του Ηρακλείου είναι σήμερα γνωστή. Ξεκινούσε από το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, ακολουθούσε την εξωτερική γραμμή των οδών Δαιδάλου και Χάνδακα και κατέληγε στη θάλασσα. Το τείχος ήταν χτισμένο με άψητους πλίνθους, φτιαγμένους από τρίχες αιγών και χοίρων και ήταν αρκετά πλατύ, ώστε να μπορούν να περνούν ταυτόχρονα δύο άμαξες. Από την έξω μεριά είχε ανοιχτεί βαθειά τάφρος, στην οποία μπορούσε να διοχετευθεί νερό από τη θάλασσα και να περικυκλώσει την πόλη σε μια ώρα. Λόγω της τάφρου αυτής, οι Άραβες ονόμασαν το Ηράκλειο «φρούριο της Τάφρου» (Rabadh el Khandaq), ονομασία που έμεινε για αιώνες (εξελληνισμένα Χάνδακας).
Το 1206, μετά από 2,5 περίπου αιώνες βυζαντινής παρουσίας στο νησί, οι Γενουάτες με τον κόμη της Μάλτας Ερρίκο Πεσκατόρε και με τη βοήθεια του φίλου του Αλαμάνο ντα Κόστα κατέλαβαν ένα μεγάλο μέρος της κεντρικής Κρήτης. Έπειτα οχύρωσαν τα 3 μεγάλα φρούρια του Χάνδακα, της Σητείας και του Ρεθύμνου και 12 άλλα μικρότερα σε επίκαιρες θέσεις. Την άνοιξη του 1209, οι Ενετοί κατάφεραν να εκπορθήσουν το φρούριο Παλιόκαστρο στα Ληνοπεράματα και τον Μάιο του 1217 κατάφεραν να εκδιώξουν εντελώς τους Γενουάτες. Έτσι πλέον η Κρήτη ήταν στα χέρια τους για ακόμη 4,5 αιώνες. Οι Ενετοί βρήκαν τον Χάνδακα οχυρωμένο με τα βυζαντινά τείχη. Τα επισκεύασαν και τα προσάρμοσαν στις απαιτήσεις της πολεμικής τέχνης της εποχής, που στηριζόταν στη λόγχη, στο ξίφος, το δόρυ, το τόξο (ατομικά) και στις πολιορκητικές μηχανές, τον κριό, τον καταπέλτη, τη βαλλίστρα, τους πύργους ή χελώνες, και το υγρό πυρ (ομαδικά). Στο αναμορφωμένο αυτό τείχος ενσωματώθηκαν και πολλά τμήματα του βυζαντινού. Το ενετικό τείχος, όπως τελικά διαμορφώθηκε, είχε ευθύγραμμες πλευρές με πύργους κατά αποστάσεις και ξεκινώντας από το Μπεντενάκι ακολουθούσε τις οδούς Χάνδακα και Δαιδάλου, με την πύλη Voltone, όπως είπαμε, ενδιάμεσα. Ύστερα συνέχιζε στην οδό Μποφώρ κι έφτανε στο λιμάνι. Έξω από τα τείχη αυτά απλωνόταν ακτινωτά οι δρόμοι προς τα διάφορα μέρη της Κρήτης. Τους πρώτους αιώνες της Ενετοκρατίας, ο κίνδυνος για τους Ενετούς ήταν εσωτερικός, δηλαδή ο κρητικός λαός που δεν ανεχόταν τη δουλεία. Μετά την καταστολή, το 1367, της επανάστασης των αδερφών Καλλέργη (που άρχισε το 1364), οι σχέσεις Ενετών- Κρητικών εξομαλύνθηκαν.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο νέος κίνδυνος που ανέτειλε ήταν ο Τουρκικός. Έτσι, οι Ενετοί ξεκίνησαν να προετοιμάζουν την άμυνα τους, κτίζοντας δεκάδες φρούρια στο νησί. Ο Χάνδακας μεγάλωνε συνεχώς και οι συνοικισμοί κτίζονταν άναρχα έξω από τα τείχη, με τον πληθυσμό εκτός τειχών να είναι 4 φορές μεγαλύτερος από αυτόν μέσα στο κάστρο. Επίσης, μετά την ανακάλυψη της πυρίτιδας και τη χρήση της στα τηλεβόλα όπλα τον 15ο αιώνα, η κατασκευή ενός μεγαλύτερου και ισχυρότερου ενετικού κάστρου, που θα προστάτευε όλη την πόλη, ήταν μονόδρομος. Η ανοικοδόμηση των νέων τειχών (τα σημερινά τείχη του Ηρακλείου) ξεκίνησε το 1462 και διήρκησε πάνω από έναν αιώνα. Τα αρχικά σχέδια ήταν του μηχανικού Καμποφρεγκόζο, αλλά στην πορεία χρησιμοποιήθηκαν σχέδια του ικανού μηχανικού Michel Sammicheli. Η δαπάνη της ανοικοδόμησης βάρυνε τα ταμεία της Βενετίας και του βασιλείου της Κρήτης, τον κρητικό λαό, την Εκκλησία και τους Εβραίους. Όλοι οι Κρητικοί 14-60 χρονών, ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν κάθε χρόνο αγγαρεία μιας βδομάδας, μαζί με τα ζώα τους, χωρίς αμοιβή και διατροφή. Τα υλικά μεταφέρονταν από τα λατομεία του Κατσαμπά, το Τηγάνι Χερσονήσου και τα ερείπια της Κνωσού. Γύρω από τα τείχη ανοίχτηκε βαθειά τάφρος, που μετέτρεψε την πόλη σ’ ένα απόρθητο κάστρο. Το τείχος αποτελούσε την τελευταία λέξη της οχυρωματικής τέχνης της εποχής, εξασφαλίζοντας πλήρη ασφάλεια στην πόλη. Ήταν σχήματος τριγωνικού με βάση την παραθαλάσσια πλευρά του, συνολικού μήκους 3 χλμ. Η τάφρος, που είχε ανοιχτεί γύρω του, ήταν μεγάλου πλάτους, και βάθους. Από την έξω μεριά της είχαν υψωθεί προτειχίσματα ή αντερείσματα, καθώς και μικρά εξωτερικά φρούρια (Revelini) για να καθιστούν δυσκολότερη την προσέγγιση των τειχών από τους εχθρούς. Τα τείχη είχαν εφτά πύλες (από τις οποίες οι τρεις ήταν κύριες) και εφτά προμαχώνες.
Στο τείχος και, κατά κανόνα, πίσω από τους προμαχώνες είχαν κατασκευαστεί τετράγωνα οικοδομήματα, με χοντρούς τοίχους και θολωτές στέγες, που προορίζονταν για οπλαποθήκες. Για τη συμπλήρωση της οχύρωσης της πόλης, οι Ενετοί κατεδάφισαν το μικρό παλιό φρούριο στην είσοδο του λιμανιού και έκτισαν μέσα σε 17 χρόνια το νέο φρούριο Rocca al mare (φρούριο της θάλασσας), τον γνωστό μας Κούλε, που δεσπόζει ακόμη στο παλιό λιμάνι. Στις παραμονές του Κρητικού Πολέμου (1630), οι Ενετοί είχαν εξοπλίσει το Κάστρο και το φρούριο με 428 τηλεβόλα διαφόρων διαμετρημάτων. Η πραγματικά άριστη οχύρωση του Ηρακλείου από τους Ενετούς, ήταν η αιτία που ο Χάνδακας ονομάστηκε Μεγάλο Κάστρο.Οι Τούρκοι κατέλαβαν το Μεγάλο Κάστρο το 1669, ύστερα από περίπου 22 χρόνια πολιορκίας (29 Μαΐου 1648–18 Σεπτεμβρίου 1669), μετά από την προδοσία του Ενετού συνταγματάρχη Ανδρέα Μπαρότσι, μπαίνοντας από τον προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα. Η πολιορκία του Κάστρου ήταν μάλιστα η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί στην παγκόσμια ιστορία. Αφού το κατέλαβαν, χρησιμοποίησαν το οχυρωματικό σύστημα τω Ενετών για την εδραίωσή τους απέναντι στον Κρητικό λαό. Επισκεύασαν το τείχος και τα φρούρια τριγύρω, τα συμπλήρωσαν και τα προσάρμοσαν στις ανάγκες τους. Συγχρόνως, άλλαξαν τις ονομασίες, τις οποίες μετέφεραν στη γλώσσα τους. Έτσι, ο προμαχώνας Μαρτινέγκο ονομάστηκε Γιουκσέκ Τάπια, τα Orecchione ονομάστηκαν Μπούρτζι, ο προμαχώνας του Αγίου Ανδρέα ονομάστηκε Γιουρούς Καπισί (πύλη της εφόδου), η Πύλη του Ιησού ονομάστηκε Γενί Καπού (Καινούργια Πόρτα), η Πύλη του Δερματά ονομάστηκε Κουμ Καπί, το φρούριο της θάλασσας ονομάστηκε Κούλες, κ.α. Την οχύρωση του Ηρακλείου, σε περιόδους ειρήνης, φαίνεται ότι οι κατακτητές την παραμελούσαν. Εντούτοις, ο οχυρωματικός περίβολος του Ηρακλείου και το φρούριο του Κούλε σώζονται σήμερα σε άριστη κατάσταση και αποτελούν τα καλύτερα διατηρημένα Ενετικά έργα στην Ευρώπη.
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ
Τα Χανιά είναι η σπουδαιότερη πόλη της δυτικής Κρήτης, κτισμένη στον ανατολικό μυχό του κόλπου Κυδωνίας, στη θέση της Αρχαίας Κυδωνίας. Η πόλη υπήρχε μέχρι το τέλος της Πρωτοβυζαντινής περιόδου, οπότε την κατέστρεψαν οι Σαρακηνοί (828 μ.Χ.). Μετά την εκδίωξη των Αράβων ο οικισμός ξανακτίστηκε, αλλά παρέμεινε μια μικρή και ασήμαντη πόλη. Λόγω όμως της οχυρής θέσης της και εξαιτίας των γεγονότων με τους Σαρακηνούς, οι Βυζαντινοί έκτισαν ένα φρούριο στο λόφο που ονόμασαν Καστέλι.
Οι Ενετοί ανοικοδόμησαν κι εποίκησαν τη πόλη το 1252. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στο βυζαντινό Καστέλι, κτίζοντας την Μητρόπολή τους Santa Maria, το παλάτι του ρετούρη (νομάρχη) και τις κατοικίες των αξιωματούχων, ενώ στους πρόποδες του λόφου άρχισαν να σχηματίζονται οι πρώτοι βούργοι, δηλαδή συνοικίες πολιτών με διάφορα επαγγέλματα. Αυτούς τους κατέστρεψαν το 1266 οι Γενουάτες με αρχηγό τον Obertino Doria. Έτσι, η ανάγκη να οχυρωθεί η πόλη, πέρα από την οχύρωση του Καστελιού, ήταν ολοφάνερη. Οι φεουδάρχες ζητούσαν από την Κεντρική εξουσία της Βενετίας να χτιστεί ένα περίβολος τειχών που να περιλαμβάνει όλη την πόλη, όπως είχε αναπτυχθεί ως τότε. Η οχύρωση τελικά αποφασίστηκε το 1336 και τα έργα άρχισαν αμέσως, για να ολοκληρωθούν μέσα σε 20 χρόνια. Αυτά ήταν τα πρώτα τείχη των La Canea, δηλαδή των Χανίων. Φαίνεται όμως ότι και τα τείχη αυτά δεν πρόσφεραν πλήρη ασφάλεια στην πόλη, επειδή ήταν χαμηλά και γι’ αυτό τροποποιήθηκαν αργότερα. Αλλά και αυτές οι παρεμβάσεις ελάχιστα βελτίωσαν την αμυντική ικανότητα των Χανίων έως το 1536, όταν έφτασε στην πόλη ο μηχανικός των Ενετών Michel Sammicheli και εκπόνησε σχέδια για την κατασκευή νέων τειχών γύρω από τα παλιά.
Η κατασκευή των νέων τειχών άρχισε το 1536 και ολοκληρώθηκε σε 32 χρόνια (1568), έπειτα από κάποιες προσθήκες των Savorgnan και του Capital General Renier (1563). Για να κτιστούν τα τείχη απαιτήθηκαν 13.936 αγγαρείες. Κάθε αγγαρεία ήταν 12 και 18 ημέρες για όσους κατάγονταν από ορεινές και πεδινές περιοχές, αντίστοιχα. Οι εργάτες στην αρχή πληρώνονταν με 4-8 σολτίνια, ενώ αργότερα δεν έπαιρναν τίποτα, τρώγοντας μόνο ελιές, χαρούπια και νερό. Η συνολική δαπάνη των τειχών, μαζί με τη δαπάνη της ανέγερσης του φρουρίου της Θόδωρου, ανήλθε στα 87.000 δουκάτα. Τα τείχη, με σχήμα σχεδόν τετράγωνο, εκτείνονταν σε μια περίμετρο 3.085 μ., ενώ μια τάφρος μήκους 1.942 μ., βάθους 10 και πλάτους 50 μ., εκτεινόταν παράλληλα με τα τείχη. Επίσης, υπήρχαν 4 προμαχώνες στις γωνιές του τείχους, με έναν επιπρομαχώνα σε κάθε έναν από αυτούς.
• Στη ΒΔ γωνία υπήρχε ο προμαχώνας San Salvatore ή Venier ή Griti με τον επιπρομαχώνα Revelino San Salvatore. Σε επαφή με το Φιρκά, σώζεται το μισό περίπου ενός κυκλικού πύργου από την αρχική οχύρωση του λιμανιού, που κατασκευάστηκε από τους Γενοβέζους στις αρχές του 13ου αιώνα. Ο πύργος ενσωματώθηκε στις μεταγενέστερες οχυρώσεις. Στη συνέχεια του πύργου υπάρχει ο ναός και η Μονή San Salvatore που έδωσε και το όνομα στο τμήμα αυτό των οχυρώσεων. Ο επιπρομαχώνας κάλυπτε μαζί με το Φρούριο Φιρκά την περιοχή της θάλασσας και ένα τμήμα της δυτικής πλευράς των οχυρώσεων.
• Στη ΝΔ γωνία των ενετικών οχυρώσεων υπήρχε ο προμαχώνας Schiavo ή San Dimitrio με τον επιπρομαχώνα Lando. Ο προμαχώνας αυτός πήρε το όνομά του από την ομώνυμη ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου που υπήρχε στην περιοχή «Κρύο Βρυσάλι». Ο ομώνυμος κυκλικός επιπρομαχώνας, διατηρείται εξολοκλήρου με αρκετές ανακατασκευές και στην κορυφή του αποκαλύφθηκε μετά από ανασκαφική έρευνα το parapetto και οι κανονιοθυρίδες.
• Στη ΝΑ γωνία βρίσκεται ο προμαχώνας Santa Lucia με τον επιπρομαχώνα Santa Lucia. Κατασκευάστηκε το 1568, είναι ημικυκλικός, κι ένα μέρος σώζεται στην οδό Μίνωος. Το τμήμα της Cortina ανατολικά της Piatta Forma καταλήγει στον καρδιόσχημο αυτό προμαχώνα που πήρε το όνομα του από την εκκλησία της Αγίας Φωτεινής (Luccia), που βρίσκεται στη σημερινή οδό Μίνωος. Ο προμαχώνας κάλυπτε το ανατολικό μέρος της νότιας πλευράς και το νότιο της ανατολικής πλευράς των οχυρώσεων, σε ανταπόκριση με τους προμαχώνες Piatta Forma και Sabbionara αντίστοιχα.
• Στη ΝΑ γωνία βρίσκεται ο προμαχώνας Santa Lucia με τον επιπρομαχώνα Santa Lucia. Κατασκευάστηκε το 1568, είναι ημικυκλικός, κι ένα μέρος σώζεται στην οδό Μίνωος. Το τμήμα της Cortina ανατολικά της Piatta Forma καταλήγει στον καρδιόσχημο αυτό προμαχώνα που πήρε το όνομα του από την εκκλησία της Αγίας Φωτεινής (Luccia), που βρίσκεται στη σημερινή οδό Μίνωος. Ο προμαχώνας κάλυπτε το ανατολικό μέρος της νότιας πλευράς και το νότιο της ανατολικής πλευράς των οχυρώσεων, σε ανταπόκριση με τους προμαχώνες Piatta Forma και Sabbionara αντίστοιχα.
Άποψη της πόλης των Χανίων από τον προμαχώνας Santa Lucia |
Οι προμαχώνες συνδέονταν μεταξύ τους με ισχυρά μεσοπύργια. Το μεσοπύργιο της νότιας πλευράς, επειδή ήταν μακρύ, χωρίστηκε με μια piattaforma σε δύο μέρη, που βρισκόταν εκεί που σήμερα είναι το μέγαρο του Φιλολογικού Συλλόγου «ο Χρυσόστομος». Η piattaforma αυτή βρισκόταν ανάμεσα στους επιπρομαχώνες Della Mantona και τον San Giovanni. Από την πλευρά της θάλασσας δεν υπήρχε τείχος, γιατί η πόλη προστατευόταν από τον λιμενοβραχίονα που είχε μήκος 337 μ. Οι επιχωματώσεις που χρειάσθηκαν έγιναν από τον ρετούρη Leonardo Loredan και κτίστηκε η πύλη Retimiota (του Ρεθύμνου) στη δυτική πλευρά της piattaforma, και ονομάστηκε έτσι γιατί από εδώ ξεκινούσε ο δρόμος για το Ρέθυμνο. Μια άλλη πύλη υπήρχε στην ανατολική πλευρά του τείχους. Ήταν η πύλη της Άμμου (sabionera), ενώ στη δυτική πλευρά του υπήρχε το Porto San Salvatore. Και οι τρεις πύλες άνοιγαν κατευθείαν προς τα έξω, χωρίς προστασία από τους προμαχώνες, όπως συνέβαινε στον Χάνδακα. Το Κάστρο των Χανίων, 15 χρόνια πριν την άλωσή του από τους Τούρκους (1630), είχε 319 κανόνια, 30.695 μπάλες και 413.274 λίμπρες μπαρούτι. Παρά την ισχυρή αυτή οχύρωση, ο στρατηγός Del Monte το 1591 έκρινε ότι η πόλη ήταν ανίσχυρη και πρότεινε να εγκαταλειφθεί και να μεταφερθεί στη θέση της αρχαίας Άπτερας, στο λόφο του Παλαιόκαστρου. Κατά τον Del Monte, οι αδυναμίες της οχύρωσης της πόλης ήταν οι πολύ οξείες γωνίες του τείχους που άφηναν ακάλυπτες πλευρές, οι στενές επιχωματώσεις και οι μικροί επιπρομαχώνες. Η πρόταση αυτή δεν έγινε ποτέ αποδεκτή. Οι Τούρκοι κατέλαβαν τα Χανιά στις 22 Αυγούστου 1645, ανοίγοντας ρήγμα στο τείχος, στο προμαχώνα Shiavo. Αμέσως αναστήλωσαν τα κατεστραμμένα τείχη και μετά τα ανακαίνισαν, τα εκσυγχρόνισαν και τα εφοδίασαν με όσες εγκαταστάσεις χρειάζονταν. Μετονόμασαν την πύλη της αμμουδιάς σε Κουμ Καπί και τη Retimiota σε Καλέ Καπισί (πόρτα φρουρίου). Από τη μέσα μεριά της Retimiota έκτισαν το τζαμί Χουσεΐν Πασά, από τον μιναρέ του οποίου δινόταν η διαταγή για το κλείσιμο της πόρτας. Από αυτή την πύλη έφυγε και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης των Χανίων στις 3 Νοεμβρίου του 1898. Μπροστά στην πύλη Καλέ Καπισί υπήρχε μια πλατεία, αυτή που σήμερα λέγεται Κοτζάμπαση, σε μια μουριά της οποίας οι Τούρκοι κρεμούσαν τους Χριστιανούς. Εδώ κρέμασαν τον επίσκοπο Κισάμου Μελχισεδέκ το 1821. Τα τείχη του κάστρου των Χανίων ήταν σε καλή κατάσταση μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν άρχισαν να γκρεμίζονται για να πάρουν τη θέση τους σπίτια και πολυκατοικίες. Σήμερα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα από τη νότια πλευρά τους, ενώ μπορείτε να δείτε μερικά τμήματα τους στη δυτική πλευρά τους (προμαχώνας Shiavo, επιπρομαχώνας Lando, προμαχώνας San Salvatore ή Φιρκάς).
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ
Στη θέση του σημερινού Ρεθύμνου υπήρχε μικρός και ασήμαντος οικισμός από την εποχή της Πρωτοβυζαντινής Περιόδου. Ο οικισμός αυτός καταλήφθηκε από τους Άραβες, αλλά άρχισε να γίνεται πολιτεία μόνον κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας. Οι Ενετοί, λαός θαλασσινός που ασχολούνταν κυρίως με το μεταπρατικό εμπόριο, χρειάζονταν ένα λιμάνι, έστω και μικρό, ανάμεσα στα Χανιά και στο Ηράκλειο, για να καταφεύγουν σε αυτό οι γαλέρες τους, που περιέπλεαν τα βόρεια παράλια. Για το λόγο αυτό διασκεύασαν κατάλληλα το μικρό όρμο Μανδράκι, ανατολικά από τον βραχώδη λόφο του ακρωτηρίου της, που σήμερα λέγεται Φορτέτσα. Γύρω από το λιμάνι αυτό άρχισε να αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς η πόλη, που οι Ενετοί έκαναν διοικητικό κέντρο της περιοχής, έδρα του ρετούρη (νομάρχη). Στη νέα πόλη κατοίκησαν κυρίως Έλληνες, ώστε να έχει πιο έντονο το ελληνικό χρώμα από τα Χανιά και το Ηράκλειο. Το 1583 η αναλογία Ενετών και Ελλήνων ήταν 1 προς 3 περίπου. Οι πιο πολλοί Έλληνες κάτοικοι της πόλης ήταν ευγενείς αρχοντορωμαίοι. Έτσι το Ρέθυμνο ήταν μια πόλη υψηλής κοινωνικής στάθμης.
Αυτή την πόλη, οι Ενετοί δεν μπορούσαν να την αφήσουν ανοχύρωτη. Η οχύρωση της μάλιστα είχε ήδη γίνει, από το 1303, αλλά δεν ήταν ικανή να προστατεύσει το Ρέθυμνο από την επιδρομή του τρομερού Μπαρμπαρόσα το 1538. Έτσι, αμέσως μετά την επίθεση αυτή, η πόλη οχυρώθηκε πιο αποτελεσματικά (1540), με σχέδια του γνωστού στρατιωτικού μηχανικού των Ενετών Michel Sammicheli, που στη συνέχεια υπέστησαν σημαντικές τροποποιήσεις. Η οχύρωση περιελάμβανε ένα τείχος πάχους 12 ποδιών σε ευθεία γραμμή, που ξεκινούσε από την άμμο της ανατολικής παραλίας, όπου βρισκόταν ο προμαχώνας της Αμμουδιάς (Sabionera) ή της Αγίας Βαρβάρας, και συνέχιζε προς τη δυτική παραλία του Κουμπέ, παράλληλα μιας τάφρου. Το τείχος είχε ακόμα δύο πύλες, τη Μεγάλη Πόρτα (Porta guora), που σώζεται ακόμη και σήμερα στην αρχή της οδού Εθνικής Αντιστάσεως και τη Porta dello squero στη μέση του δυτικού τμήματος του μεσοπυργίου, απέναντι από το σημερινό δημοτικό κήπο. Το τείχος είχε ενισχυθεί με δύο ακόμη προμαχώνες, της Αγίας Παρασκευής στη Μεγάλη Πόρτα και του Καλλέργη στη δυτική άκρη του τείχους, όπου αργότερα ανοίχθηκε μια ακόμη πόρτα, του Αγίου Αθανασίου. Αλλά και αυτή η οχύρωση ήταν αδύνατη και ελλιπής, γιατί δεν είχε τείχος από τη μεριά της θάλασσας. Έτσι, όταν ο Ολούτς Αλή επιτέθηκε κατά του Ρεθύμνου το 1567, το κατέστρεψε ολοσχερώς. Έτσι, αποδείχτηκε ότι το τείχος ήταν άχρηστο, γι’ αυτό εγκαταλείφθηκε και ερειπώθηκε. Τότε αποφασίστηκε να κτιστεί το εντυπωσιακό φρούριο της Φορτέτσας πάνω στο λόφο Παλαιόκαστρο, για να ασφαλιστεί η πόλη.
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΣΗΤΕΙΑΣ
Η Σητεία, ως οικισμός, κατά την αρχαιότητα δεν είναι βέβαιο ότι βρισκόταν στη θέση που είναι σήμερα, αν και έχουν βρεθεί μεσομινωικοί και υστερομινωικοί τάφοι, γεωμετρικά και ελληνικά ειδώλια, όστρακα, ρωμαϊκά κτίρια και μια παλαιοχριστιανική Βασιλική. Βέβαιο είναι όμως ότι υπήρχε στην Πρωτοβυζαντινή, την Αραβική, τη Β’ Βυζαντινή και την Ενετική Περίοδο. Ο βυζαντινός οικισμός της Σητείας περιβαλλόταν από τείχη, ήταν δηλαδή κάστρο. Έχουν βρεθεί ενετικοί χάρτες που αποτυπώνουν τα βυζαντινά τείχη, τμήματα των οποίων έχουν εντοπιστεί κατά καιρούς. Τα τείχη αυτά, σχηματίζοντας ένα ισοσκελές τρίγωνο, τη βάση του οποίου αποτελούσε η παραθαλάσσια πλευρά του, άρχιζαν λίγο πιο πέρα από το τελωνείο της πόλης, όπου βρίσκονταν οι ρωμαϊκές ιχθυοδεξαμενές, κι έφταναν ως την Καζάρμα, όπου σχηματιζόταν η γωνία του τριγωνικού περίβολου, με τον ανατολικό βραχίονά τους. Στην κορυφή του κάστρου ήταν κτισμένο το φρούριό του, η σημερινή «Καζάρμα». Τα τείχη και το φρούριο επισκεύασε το 1204, μετά την κατάληψη της πόλης, ο Γενουάτης αρχιπειρατής Ερρίκος Πεσκατόρε. Επισκευές όμως έγιναν κι από τους Ενετούς σε διάφορα χρονικά διαστήματα. Μια τέτοια επισκευή ήταν που έγινε το 1508 μετά από καταστροφικό σεισμό. Κατά την επιδρομή του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα το 1538, τα τείχη του κάστρου υπέστησαν τεράστιες καταστροφές και οι Ενετοί κυβερνήτες Παραβιτσίνι και Σαβοργκάν ζήτησαν την κατεδάφιση τους. Για να μην γίνει αυτό, οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να συμβάλουν οικονομικά με 1.500 δουκάτα για την επιδιόρθωση όλου του οχυρωματικού συστήματος της πόλης. Αλλά η πλευρά του τείχους προς τη θάλασσα αργότερα, λόγω των μεγάλων ζημιών που είχε υποστεί, δεν μπορούσε να επιδιορθωθεί και ζητήθηκε και πάλι η κατεδάφιση του κάστρου. Η αντίδραση όμως των Βάιλων της Σητείας, Bemb και Gongara, απέτρεψε αυτό το ενδεχόμενο. Το 1626, λίγα χρόνια πριν τον Κρητικό Πόλεμο, η πόλη θεωρήθηκε «ανοχύρωτη». Το 1630 σε έκθεση που υπέβαλε ο στρατιωτικός αρχιτέκτονας Fr. Basilicata, προς τον υπεύθυνο για την άμυνα του νησιού γενικό κυβερνήτη Pietro Giustiniano ανέφερε ότι η θέση της πόλης είναι ακατάλληλη για οχύρωση και ασφάλεια, αλλά πρέπει να προφυλαχτεί, καθώς η μεταφορά της ήταν αδύνατη. Στάλθηκαν τότε μηχανικοί και χρήματα για την επισκευή των τειχών και του φρουρίου, οι οποίοι κατεδάφισαν τα τείχη για να τα ξανακτίσουν ισχυρότερα. Ωστόσο, δεν πρόλαβαν καθώς εμφανίστηκαν στην Κρήτη οι Τούρκοι. Οι κάτοικοι απομακρύνθηκαν από την πόλη και μεταφέρθηκαν στο «Μεγάλο Κάστρο», το Ηράκλειο, και η μικρή φρουρά που έμεινε, άντεξε μέχρι το 1651. Τα τείχη της Σητείας δεν ξανακτίσθηκαν ποτέ και η πόλη έκτοτε έπαψε να υπάρχει για δύο ολόκληρους αιώνες, μέχρι το 1869 που ξαναχτίστηκε με σχέδια του Αυνή Πασά, που γι’ αυτό και οι Τούρκοι την ονόμασαν «Αυνιέ», ονομασία που ποτέ δεν επικράτησε. Σήμερα τα τείχη δεν είναι ορατά και μόνο το φρούριο της Καζάρμα έχει μείνει για να θυμίζει ότι η Σητεία ήταν κάποτε ένα από τα κάστρα της Κρήτης.
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΙΕΡΑΠΕΤΡΑΣ
Η Ιεράπετρα δεν είχε οχυρωθεί από τους Βυζαντινούς ή τους Ενετούς. Αντίθετα, οι πρώτοι που την οχύρωσαν ήταν οι Τούρκοι, καθώς αισθάνονταν ανασφαλείς από την πίεση του τοπικού πληθυσμού. Το τείχος αυτό ήταν χαμηλό και περιέβαλε την πόλη μόνο από τη μεριά της στεριάς, το σχέδιο του οποίου διασώθηκε από τον Άγγλο περιηγητή Spratt. Το τείχος άρχιζε από την προκυμαία, ανατολικά από το μουσείο της πόλης και προχωρώντας την πλατεία Κοθρή και την πλατεία Τζαμιού κατέληγε στην περιοχή Σαρακήνα. Το κάστρο είχε δύο πύλες, μια στη βόρεια πλευρά, στην πλατεία του Δημαρχείου και μια δεύτερη στη δυτική πλευρά, στην πλατεία Τζαμιού. Το τείχος εξωτερικά περιβαλλόταν με τάφρο γεμάτη νερό (πλάτος 2,5 μ. και βάθος 1,5 μ.), που οι ντόπιοι ονόμαζαν χεντέκι. Τα τείχη της Ιεράπετρας επισκευάστηκαν το 1823 και το 1829. Όταν το 1898 εκδιώχθηκαν οι Τούρκοι από την Κρήτη, τα τείχη γκρεμίσθηκαν, για λόγους αισθητικούς και πολιτικούς, με την παρουσία του Γάλλου ναυάρχου Potier, που έδωσε το σύνθημα της κατεδάφισης με μια σκαλίδα σε 1.500 κατοίκους της πόλης, οι οποίοι κατέστρεψαν τα τείχη που θύμιζαν τον Τούρκο τύραννο. Ίχνη των τειχών υπάρχουν ακόμη κοντά στην πλατεία του Δημαρχείου.
ΚΑΣΤΡΟ ΣΤΑ ΣΚΑΛΙΑ ΣΗΤΕΙΑΣ
Ένα μικρό κάστρο υπήρχε κοντά στο χωριό Σίτανος της Επαρχίας Σητείας, στα Σκαλιά. Τα Σκαλιά ήταν ένα μικρό χωριό λίγων κατοίκων κτισμένο στην κορυφή μιας μικρής πλαγιάς, κατά τρόπο που οι εξωτερικοί τοίχοι των σπιτιών του αποτελούσαν το τείχος που περικύκλωνε τον οικισμό, από τη βόρεια μεριά του οποίου μάλιστα υπήρχε προστατευτικός γκρεμός. Οι κάτοικοι των Σκαλιών είχαν αναπτύξει πλούσια αντιστασιακή δράση κατά των Τούρκων, γι’ αυτό η Υψηλή Πύλη αποφάσισε στα μέσα του 18ου αιώνα την εξόντωσή τους. Αποβίβασε λοιπόν στην Κάτω Ζάκρο 2.000 άντρες και με οδηγό έναν ντόπιο, που με τη βία επιστράτευσαν, βάδισαν εναντίον των Σκαλιών. Επειδή όμως νύχτωσε, σταμάτησαν να κοιμηθούν στη θέση «Μαύρα Χώματα». Τότε βρήκε την ευκαιρία ο Έλληνας οδηγός τους κι έτρεξε να ενημερώσει τους Σκαλιώτες. Αυτοί πριν ξημερώσει έτρεξαν στο τούρκικο στρατόπεδο κι έσφαξαν όλο το εκστρατευτικό σώμα. Οι Τούρκοι, προσεταιρίστηκαν τον προδότη παπά Δράκο ή Φραγκιά της Ζήρου, που κάλεσε τους Σκαλιώτες για να τους κοινωνήσει στο ναό της Αγίας Παρασκευής, αφού τους ζήτησε να αφήσουν τα όπλα τους έξω από την Εκκλησία. Οι Τούρκοι, που καιροφυλακτούσαν, εισόρμησαν και έσφαξαν όλους, εκτός από τον Σκαλιωτογιάννη. Σήμερα τα Σκαλιά είναι ερείπια (σώζεται μόνο η Εκκλησία του Αγ. Γεωργίου κι ένα σπίτι) ενώ ο επισκέπτης μπορεί να διακρίνει ακόμη το τείχος του χωριού. Επίσης, κάθε χρόνο στην εορτή της Αγ. Παρασκευής στη Ζήρο, γίνονται εκδηλώσεις μνήμης και κατάθεση στεφανιών στο μνημείο των Σκαλιωτών στρατιωτών.
1 σχόλιο:
Πάρα πολύ ενδιαφέρον, μέσα από το "Οδοιπορικό στα κάστρα της Κρήτης" έμαθα πληροφορίες που δεν τις είχα διαβάσει πουθενά αλλού. Ευχαριστώ που μας μεταβιβάζετε την γνώση σας. Να είστε καλά. Φιλικά, Μπριγκίτε.
Δημοσίευση σχολίου