31 Μαΐ 2012

Ελευθέριος Βενιζέλος (1864-1936)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς πολιτικούς της νεότερης Ελλάδας και αναμφισβήτητα ο κορυφαίος πρωθυπουργός της, με τα σημαντικότερα επιτεύγματα στον τομέα κυρίως της εξωτερικής πολιτικής και των οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Διπλασίασε τα εδαφικά σύνορα της Ελλάδος, πρωταγωνίστησε στην αυτονομία της Κρητικής Πολιτείας και την οριστική ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, συνέβαλε στην απελευθέρωση του μεγαλύτερου μέρους της Μακεδονίας, του μεγαλύτερου τμήματος της Ηπείρου, των νησιών του Αιγαίου και στην οργάνωση της χώρας στα πρότυπα αστικού κράτους διατελώντας πολλές φορές πρωθυπουργός. Υπήρξε επίσης ο άνθρωπος που έστω για λίγο υλοποίησε ένα ασύλληπτο όνειρο των Ελλήνων, τη σύνδεση με τις πατρογονικές εστίες της Μ. Ασίας, με την προσωρινή κατοχή της Σμύρνης κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία.

ΠΡΩΙΜΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε στις Μουρνιές Χανίων στις 23 Αυγούστου 1864 και ήταν το πέμπτο παιδί [1] του Κυριάκου Βενιζέλου [2], εμπόρου, και της Στυλιανής Πλουμιδάκη από τον Θέρισο. Μεγάλωσε στα Χανιά, αλλά λόγω διώξεων του πατέρα του από την οθωμανική διοίκηση πέρασε μέρος των παιδικών του χρόνων στα Κύθηρα και την Ερμούπολη. Περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στα Χανιά, στο λύκειο Αντωνιάδη στην Αθήνα και στο δημόσιο γυμνάσιο Αρρένων Σύρου στην Ερμούπολη, απ’ όπου αποφοίτησε, και εργάστηκε στο κατάστημα του πατέρα του. Αν και ο ίδιος είχε πρόθεση να συνεχίσει τις σπουδές του, ο πατέρας του επέλεξε να τον τοποθετήσει στο κατάστημά του με σκοπό να το αναλάβει. Ύστερα από παρέμβαση του τότε γενικού προξένου της Ελλάδας στα Χανιά, Γ. Ζυγομαλά, ο Κυριάκος πείστηκε να τον στείλει στην Αθήνα για ανώτερες σπουδές. Το 1881 εγγράφηκε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1887. Αφού προσπάθησε ανεπιτυχώς να εκλεγεί δις εφέτης, άνοιξε δικηγορικό γραφείο καταφέρνοντας σε μικρό χρονικό διάστημα να διακριθεί. Το 1888 ανέλαβε μαζί με τους Χ. Πωλογεωργάκη, Κ. Φούμη και Ιάκωβο Μοάτσο την αρχισυνταξία και την έκδοση της εφημερίδας «Λευκά Όρη», που ανήκε στον γαμπρό του Κ. Μητσοτάκη. Από αυτήν αποχώρησε λίγους μήνες αργότερα για προσωπικούς λόγους.
Το 1889, σε νεαρή ηλικία αποφάσισε να θέσει υποψηφιότητα ως αντιπρόσωπος της περιφέρειας Κυδωνίας στις εκλογές για την κρητική βουλή, στις οποίες και εξελέγη με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Στις ίδιες εκλογές εξελέγησαν και αρκετοί συνεργάτες του από την εφημερίδα σχηματίζοντας μια άτυπη ομάδα που έγινε γνωστή με το όνομα Λευκορίτες. Λόγω της τεταμένης πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε στην Κρήτη με την επανάσταση μέρους των πληθυσμών της Κρήτης, στις αρχές Οκτωβρίου του 1889 ο Βενιζέλος με στενούς συνεργάτες και φίλους διέφυγε, με τη βοήθεια του Άγγλου προξένου Bilioti, στην Αθήνα. Ένα μήνα αργότερα ο Σακίρ Πασά ανέστειλε τα κυριότερα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στους Χριστιανούς με την Σύμβαση της Χαλεπάς και άλλαξε τις διατάξεις για την εκλογή αντιπροσώπων στην βουλή. Ο Βενιζέλος τάχθηκε υπέρ της αποχής από τις εκλογές μέχρι να αρθούν οι αυθαιρεσίες της οθωμανικής διοίκησης. Μετά την χορήγηση αμνηστίας, ο Βενιζέλος επέστρεψε στα Χανιά, όπου και παντρεύτηκε το 1890 με την Μαρία Ελευθερίου-Κατελούζου, επιλέγοντας να κατοικήσουν στο οικογενειακό σπίτι της Χαλέπας. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμεινε εκτός πολιτικής απασχολούμενος από την οικογένεια και τη δουλειά. Το 1895 συνεργάστηκε με την εφημερίδα «Αυγή», του Κ. Φούμη και του Ι. Καψάλη. Στην επανάσταση που ξέσπασε λίγο αργότερα υπό την καθοδήγηση της Επιτροπής, πρόεδρος της οποίας ήταν ο Μανούσος Κούνδουρος, και με κύριο αίτημα την αυτονομία, ο Βενιζέλος αντιτάχθηκε καθώς θεωρούσε ότι οι περιστάσεις δεν ευνοούσαν τέτοιου είδους κινήσεις. Για την στάση του αυτή κατηγορήθηκε από συντηρητικούς που ζήτησαν να προσαχθεί σε δίκη.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ

ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Στις 23 Ιανουαρίου 1897 ο Βενιζέλος αποφάσισε να συμπράξει με τους επαναστατημένους στο Ακρωτήρι. Αφορμή γι’ αυτή τη μεταστροφή ήταν η μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε στα Χανιά και είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο Χριστιανών και Μουσουλμάνων και εκτεταμένες σφαγές κατά των πρώτων. Στη διάρκεια αυτών των γεγονότων ο Βενιζέλος περιόδευε στην εκλογική του περιφέρεια και προετοιμαζόταν για τις εκλογές που είχαν προκηρυχθεί. Επιστρέφοντας στα Χανιά είδε από μακριά τους καπνούς που έβγαιναν από την πόλη και αμέσως πήρε την απόφαση να ενωθεί με μια ομάδα ενόπλων στη Μαλάξα. Μαζί τους κατευθύνθηκε προς το Ακρωτήρι, όπου σύντομα ανέλαβε την ηγεσία ο Βενιζέλος. Οι επαναστάτες υπολογίζονται σε 700-2.000. Στις 24 Ιανουαρίου οι εξεγερμένοι αποφάσισαν να κηρύξουν την ένωση με την Ελλάδα και την επόμενη ημέρα εξέδωσαν κείμενο διακήρυξης. Στις 26 Ιανουαρίου επιτροπή αποτελούμενη από σημαντικές μορφές της εξέγερσης, μεταξύ των οποίων και ο Βενιζέλος, παρέδωσε στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων τη διακήρυξη. Την ίδια στιγμή, με απόφαση της κυβέρνηση Δηλιγιάννη, αναχωρούσε ναυτική μοίρα του πολεμικού ναυτικού για να ενισχύσει τους Χριστιανούς της Κρήτης. Στις 31 Ιανουαρίου αποβιβάστηκε σε χωριό των Χανίων ελληνικό στράτευμα αποτελούμενο από 1.300 οπλίτες και 100 αξιωματικούς, υπό την ηγεσία του Τιμολέοντα Βάσσου. Την επόμενη ημέρα οι Μεγάλες Δυνάμεις ανακοίνωσαν ότι θα έθεταν υπό την προστασία τους τις κυριότερες πόλεις της Κρήτης, επιβάλλοντας την κατάπαυση του πυρός ακόμα και με στρατιωτικά μέσα. Μπροστά σε αυτό το φάσμα γενικευμένης σύγκρουσης, ο Βενιζέλος μαζί με τον Μητροπολίτη Χρύσανθο Τσεπετάκη επισκέφθηκαν τον Έλληνα μοίραρχο Αριστείδη Ράινεκ στο πολεμικό Ύδρα ζητώντας του να τους εφοδιάσει με πολεμικό υλικό, κάτι που έπραξε. Στις 7 Ιανουαρίου ο Βενιζέλος μαζί με εξεγερμένους κατέλαβε τον Προφήτη Ηλία. Στις 8 Ιανουαρίου ο στόλος των Μεγάλων Δυνάμεων έπληξε τις θέσεις των επαναστατών δημιουργώντας αντιδράσεις από μερίδα του ευρωπαϊκού τύπου σχετικά με τον απρόκλητο βομβαρδισμό μιας μικρής ομάδας εξεγερμένων. Σημαντική έκταση πήρε το γεγονός της ανύψωσης της ελληνικής σημαίας από τον Σπύρο Καγιαδελάκη στη διάρκεια των βομβαρδισμών. Στη διάρκεια του περιστατικού, ο ίδιος ο Βενιζέλος βρισκόταν στο πολεμικό πλοίο Ύδρα. Ο Βενιζέλος τότε μαζί με τον Φούμη και τον Κοτζάμπαση προχώρησε στη σύνταξη διαμαρτυρίας προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, που προξένησε μεγάλη εντύπωση στην Ευρώπη. Στις 22 Φεβρουαρίου εκλέχτηκε μέλος της εξαμελούς διοικητικής επιτροπής των επαναστατών. Με την ιδιότητα αυτή επισκέφθηκε μαζί με τα άλλα μέλη τους ξένους ναυάρχους αρκετές φορές για να συζητήσουν για το μέλλον της Κρήτης. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους ξέσπασε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 αναγκάζοντας την Ελλάδα να αποσύρει την ναυτική μοίρα από την Κρήτη. Στις αρχές του καλοκαιριού πραγματοποιήθηκε η πρώτη επαναστατική συνέλευση, ενώ στις 26 Ιουνίου πραγματοποιήθηκε η δεύτερη, στους Αρμένους Αποκορώνου, όπου ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξελέγη μέλος της τριμελούς επιτροπής που θα ανακοίνωνε τις αποφάσεις της συνέλευσης στις Μεγάλες Δυνάμεις. Στην τρίτη συνέλευση, στις Αρχάνες εξελέγη πρόεδρός της. Στη συνέλευση αυτή υποστήριξε την άποψη για ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα απορρίπτοντας την ιδέα της αυτονομίας. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη οδηγώντας αρκετές φορές τους συμμετέχοντας σε ακραίες ενέργειες. Η κατάσταση οδηγήθηκε στα άκρα όταν ο Βενιζέλος και οι υποστηρικτές του αρνήθηκαν να υπογράψουν τη διακήρυξης για αυτονομία με αποτέλεσμα να προκληθούν επεισόδια. Αποτέλεσμα ήταν ο Βενιζέλος να διακόψει τη συνεδρίαση και να αποχωρήσει. Για την κίνησή του αυτή τού αφαιρέθηκε η προεδρία και του απαγορεύθηκε η συμμετοχή στις συνεδριάσεις του σώματος. Τελικά η διακήρυξη για αυτονομία ψηφίστηκε.
ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΟΥ
Μετά τα γεγονότα ο Βενιζέλος ταξίδεψε στην Αθήνα, απ’ όπου επέστρεψε μαζί με τον Κρητικό πολιτικό Ιωάννη Σφακιανάκη. Οι Μεγάλες Δυνάμεις στο μεταξύ είχαν αποδεχθεί σχέδιο για αυτονόμηση του νησιού. Το νέο καθεστώς θεωρήθηκε από τον Βενιζέλο και τους οπαδούς του μεταβατικό και προσωρινό. Έλαβε μέρος στη συνέλευση του Μυλοπόταμου, καθώς και στις συνεδριάσεις της εκτελεστικής επιτροπής, που είχε αναλάβει τις διαπραγματεύσεις σχετικά με το σχήμα για αυτονομία. Τελικά αποφασίστηκε η Οθωμανική Αυτοκρατορία να διατηρήσει μια μορφή κυριαρχίας και να διοριστεί ως Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης ο πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδας. Ο τελευταίος διόρισε με τον ερχομό του μια δεκαεξαμελή επιτροπή με κύρια αρμοδιότητα την εκπόνηση νομοθετικής εργασίας που επρόκειτο να ψηφιστεί από τη γενική συνέλευση, όταν αυτή δημιουργείτο. Στην επιτροπή αυτή συμμετείχε κι ο Βενιζέλος. Λόγω της νέας μορφής διοίκησης προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 24 Ιανουαρίου 1898, στις οποίες και εξελέγη ως αντιπρόσωπος Χανίων. Η συμβολή του στη σύνταξη του συντάγματος κρίνεται καθοριστική, κατακρίθηκε όμως για τις ασάφειές του και τον υπερβολική συγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπο του Ύπατου Αρμοστή. Στη συνέχεια διορίστηκε σύμβουλος επί της δικαιοσύνης στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον Απρίλιο του 1901. Στη διάρκεια της θητείας του εκσυγχρόνισε και αναδιοργάνωσε τα δικαστήρια συντάσσοντας κώδικα δικαστηρίων και εισήγαγε νέα συστήματα στην αστυνομία.
Παρά την επιτυχία του στον υπουργικό θώκο σύντομα ήρθε σε ρήξη με τον Ύπατο Αρμοστή πρίγκιπα Γεώργιο. Ο τελευταίος κυβερνούσε σ’ ένα βαθμό αυταρχικά και χειριζόταν μόνος του την εξωτερική πολιτική της Κρητικής Πολιτείας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις συμβουλές και τις απόψεις των υπουργών του. Ο Βενιζέλος θεωρούσε απαραίτητη την ανακήρυξη της Κρήτης σε αυτόνομο πριγκιπάτο, για να επέλθει με πιο θεσμικό τρόπο η ένωση με την Ελλάδα. Επιπλέον με την ανακήρυξη της αυτονομίας η συνέλευση, κατά τον Βενιζέλο, θα έπρεπε να προχωρήσει στην εκλογή ανώτατου άρχοντα τερματίζοντας ταυτόχρονα την κυριαρχία των Μεγάλων Δυνάμεων στο νησί. Αντίθετα, ο Ύπατος Αρμοστής είχε ξεκινήσει ήδη τις επαφές με ξένους ηγέτες, που όμως δεν απέφεραν αποτέλεσμα. Παράλληλα, στον αθηναϊκό τύπο δημοσιεύονταν αιχμηρά άρθρα εναντίον των απόψεων του Βενιζέλου, ο οποίος χαρακτηριζόταν ως ανθενωτικός. Στις 5 Μαρτίου 1901 υπέβαλε την παραίτησή του για λόγους υγείας, που όμως δεν έγινε δεκτή. Στις 18 Μαρτίου υπέβαλε για δεύτερη φορά την παραίτησή του για λόγους που αφορούσαν την κακή σχέση του με τους συναδέλφους και τον Ύπατο Αρμοστή. Ούτε όμως αυτή τη φορά έγινε αποδεκτή. Δύο μέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου με διάταγμα που εκδόθηκε και ήταν βαρύτατα προσβλητικό ο Βενιζέλος απολύθηκε από την θέση του. Σημαντική συμμετοχή στην όλη διαμάχη φαίνεται να είχε ο Α. Παπαδιαμαντόπουλος, γραμματέας του Ύπατου Αρμοστή και το Παλάτι. Ο πρώτος σε μυστική έκθεση προς την κυβέρνηση Γ. Θεοτόκη χαρακτήριζε τον Βενιζέλο όργανο των ξένων δυνάμεων, φρόντιζε συνεχώς να φτάνουν στο υπουργείο εξωτερικών αναφορές που τον παρουσίαζαν ως όργανο των ξένων δυνάμεων, ενώ σταθερά, όπως και το παλάτι, διοχέτευε στον αθηναϊκό τύπο εμπρηστικά άρθρα εναντίον του κρητικού πολιτικού.
Για να αμυνθεί από τις επιθέσεις των αντιπάλων εγκαινίασε μια σειρά άρθρων με τον τίτλο «Γεννηθήτω Φώς» στην εφημερίδα «Κήρυξ Χανίων», όπου περιέγραφε την πολιτική του Ύπατου Αρμοστή. Μεταξύ των επιθέσεων που δέχθηκε ξεχωρίζει αυτή του Μητροπολίτη Κρήτης Ευμένιου, που τον χαρακτήρισε προδότη. Ο Βενιζέλος απάντησε με νέο άρθρο, για το περιεχόμενο του οποίου μηνύθηκε από τον Μητροπολίτη και καταδικάστηκε σε δεκαπενθήμερη φυλάκιση, την οποία και εξέτισε στη φυλακή Ιτζεδίν. Στις εκλογές του 1903, το κόμμα του Βενιζέλου ηττήθηκε αναδεικνύοντας 5 βουλευτές. Μετά από συνεννοήσεις με άλλες ηγετικές μορφές της πολιτικής σκηνής τέθηκε επικεφαλής της «Ηνωμένης Αντιπολίτευσης», η οποία στις 26 Φεβρουαρίου 1905 διακήρυξε την ένωση με την Ελλάδα, και σε περίπτωση αδυναμίας την αυτονομία της νήσου, καθώς και την αναθεώρηση του συντάγματος. Στις 23 Μαρτίου 1905, ο Βενιζέλος μαζί με 1.000 ενόπλους συγκεντρώθηκαν στον Θέρισο. Σύντομα στον Θέρισο κατέφθασαν άλλοι 7.000 πολεμιστές από διάφορα σημεία της Κρήτης.
Ο Βενιζέλος με συνεργάτες στον Θέρισο
Στις 20 Απριλίου, η Συνέλευση κήρυξε την ένωση με την Ελλάδα και ζήτησε από τον Ύπατο Αρμοστή να πληροφορήσει τις Μεγάλες Δυνάμεις γι’ αυτή την εξέλιξη, οι οποίες όμως αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την ανακήρυξη. Τον Μάιο πραγματοποιήθηκαν εκλογές, στις οποίες η παράταξη των Βενιζέλου, Φούμη και Πωλογεωργάκη συγκέντρωσε 33.279 ψήφους αναδεικνύοντας 39 αντιπροσώπους έναντι 78 αντιπροσώπων του πρίγκιπα Γεωργίου. Στις 15 Ιουλίου οι Μεγάλες Δυνάμεις έδωσαν προθεσμία 15 ημερών στους επαναστάτες, τελεσίγραφο που δεν έγινε δεκτό. Όταν έληξε η προθεσμία, οι Μεγάλες Δυνάμεις κήρυξαν στρατιωτικό νόμο. Μετά από συμβουλή του πρωθυπουργού της Ελλάδας Δημητρίου Ράλλη, ο Ύπατος Αρμοστής ζήτησε από τη Συνέλευση να προχωρήσει στην αναθεώρηση του συντάγματος. Στις 2 Νοεμβρίου, ο Βενιζέλος και οι επαναστάτες παρέδωσαν τα όπλα. Παράλληλα οι Μεγάλες Δυνάμεις έστειλαν μια διερευνητική επιτροπή για να αξιολογήσουν την κατάσταση στο νησί. Στις 23 Ιουλίου 1906, αποφασίστηκε η διεθνής δύναμη που βρισκόταν στο νησί να αποχωρήσει, να ανατεθεί σε Έλληνες αξιωματικούς, που θα έπρεπε να αποχωρήσουν από τον ελληνικό στρατό, να οργανωθεί εκ νέου η πολιτοφυλακή, να δοθεί δάνειο 9.300.000 φράγκων στην Κρητική Πολιτεία, να υπάρξει πλήρη ισότητα Χριστιανών και Μουσουλμάνων κ.α. Αν και η ελληνική κυβέρνηση και το παλάτι διαφωνούσαν με τη λύση, ο Βενιζέλος καθώς και ο διάδοχος του ελληνικού θρόνου πρίγκιπας Κωνσταντίνος τάχθηκαν υπέρ αυτού του σχεδίου με αποτέλεσμα ο πρίγκιπας Γεώργιος να παραιτηθεί από τη θέση του Ύπατου Αρμοστή για να διευκολύνει την κατάσταση. Ως αντικαταστάτης του επιλέχθηκε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης.
Στις 12 Οκτωβρίου 1908 η Συνέλευση επικύρωσε τις αλλαγές και όρισε πενταμελή Εκτελεστική Επιτροπή. Σε αυτήν ο Βενιζέλος ανέλαβε τα υπουργεία εξωτερικών και δικαιοσύνης. Στις 29 Ιουλίου 1909 οι δυνάμεις του διεθνούς στρατού αποχώρησαν από την Κρήτη. Στις εκλογές του 1910 εξελέγη πρόεδρος της Συνέλευσης και πρωθυπουργός της Κρητικής Πολιτείας. Τον ίδιο μήνα εκδόθηκε το ψήφισμα για ένωση με την Ελλάδα και αναχώρησε για την Αθήνα για να συναντηθεί με τους ηγέτες του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Τον Μάιο του 1910, οι Χριστιανοί της Κρήτης επανέλαβαν το αίτημά τους για την ένωση με την Ελλάδα. Ο Βενιζέλος, ύστερα από παρότρυνση και της κυβέρνησης Δημητρίου Ράλλη, κατάφερε να ηρεμήσει τους Κρητικούς και να τους πείσει να αποφύγουν τις ακραίες ενέργειες.
ΑΦΙΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος μετά το ξέσπασμα του κινήματός είχε προσεγγίσει τον Δ. Γούναρη για να σχηματίσει κυβέρνηση, μετά όμως την άρνησή του, καθώς και του Ν. Ζορμπά, αναζήτησε νέο πρόσωπο. Μετά από πρόταση κάποιου αξιωματικού [3] αποφασίστηκε να κληθεί στην Ελλάδα ο Βενιζέλος, που ήταν γνωστός για την πολιτική του δράση στην Κρήτη. Ο τελευταίος είχε υποστηρίξει το κίνημα σε μια σειρά 10 άρθρων που δημοσίευσε στην εφημερίδα «Κήρυξ Χανίων». Στις 22 Δεκεμβρίου 1909, ο λοχαγός Ιουλιανός Κονταράτος πήγε στα Χανιά για να του δώσει επιστολή του Στρατιωτικού Συνδέσμου με την οποία τον καλούσε στην Ελλάδα για να αναλάβει την πρωθυπουργία. Ο Βενιζέλος με δική του επιστολή ξεκαθάρισε ότι δεν ενδιαφερόταν για την πρωθυπουργία και ότι θα ερχόταν στην Αθήνα ως πολιτικός σύμβουλος του Συνδέσμου. Στις 28 Δεκεμβρίου έφτασε στον Πειραιά και αμέσως άρχισε επαφές με τα μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου, αλλά και με τους πολιτικούς αρχηγούς των κομμάτων. Βασικές προτάσεις του, που έγιναν αποδεκτές από τον Σύνδεσμο, αλλά και από αρκετούς πολιτικούς, ήταν η (αντισυνταγματική) σύγκληση αναθεωρητικής βουλής, και όχι συντακτικής, μη θέτοντας έτσι πολιτειακό ζήτημα, η διάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου μετά την σύγκληση αναθεωρητικής βουλής, η απομάκρυνση των πριγκίπων από τον στρατό και ο διορισμός νέας κυβέρνησης υπό τον Στέφανο Δραγούμη.
Το συλλαλητήριο που έγινε στην Αθήνα το 1909
Την 1η Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνεδρίαση της Βουλής σχετικά με την ψήφιση της πρότασης για την αναθεώρηση μη θεμελιωδών διατάξεων του συντάγματος, πρόταση που ψηφίστηκε με 150 ψήφους υπέρ και 11 κατά. Στην προεκλογική περίοδο ο Βενιζέλος έλειπε στην Ελβετία και την Ιταλία και επέστρεψε 8 ημέρες μετά τη διεξαγωγή των εκλογών. Στις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 η παράταξη του Βενιζέλου πέτυχε σημαντική νίκη έναντι των συνασπισμένων παλαιών κομμάτων, αποκτώντας ευρεία πλειοψηφία στη Βουλή. Υπολογίσιμο αριθμό αποτελούσαν και οι βουλευτές που είχαν εκλεγεί με ανεξάρτητα ψηφοδέλτια και οι οποίοι υποστήριζαν τη σύγκληση συντακτικής συνέλευσης. Ο ίδιος εξελέγη βουλευτής Αττικοβοιωτίας λαμβάνοντας 32.765 ψήφους σε σύνολο 38.800 ψήφων. Στις 22 Αυγούστου, ο Βενιζέλος ίδρυσε το Κόμμα των Φιλελευθέρων, ενώ στις 3 Σεπτεμβρίου συνήλθε σε πρώτη συνεδρίαση η αναθεωρητική Βουλή. Δύο ημέρες αργότερα ο Βενιζέλος εκφώνησε λόγο σε συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος υποστηρίζοντας την αναγκαιότητα της αναθεωρητικής βουλής. Στις 12 Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση Δραγούμη παραιτήθηκε και λίγες ημέρες αργότερα, στις 6 Οκτωβρίου, ο Βενιζέλος σχημάτισε κυβέρνηση, στην οποία μεταξύ άλλων συμμετείχαν οι Εμ. Ρέπουλης, Ν. Δημητρακόπουλος κ.α., αναλαμβάνοντας παράλληλα τα υπουργεία Στρατιωτικών και Ναυτικών. Αν και η αντιπολίτευση, που είχε συγκεντρώσει 65% των ψήφων, και οι ανεξάρτητοι βουλευτές έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή, υπό την μορφή ανοχής, ο Βασιλιάς, ύστερα από συνεννόηση με τον Βενιζέλο, δημοσίευσε στις 12 Οκτωβρίου διάταγμα διάλυσης της Βουλής και προκήρυξης εκλογών στις 28 Νοεμβρίου. Η αντισυνταγματική,[4] ενέργεια του Βασιλιά προκάλεσε τις σφοδρές αντιδράσεις της αντιπολίτευσης (Ράλλης, Μαυρομιχάλης, Θεοτόκης), η οποία δήλωσε ότι θα απείχε από την εκλογική διαδικασία σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Αντίθετα, οι «Κοινωνιολόγοι» και το νεοσύστατο Λαϊκό Κόμμα υπό την προεδρία του Αλέξ. Παπαναστασίου φάνηκε να είναι θετικοί ως προς τη διάλυση της Βουλής υποστηρίζοντας τις κινήσεις Βενιζέλου. Στις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου το κόμμα των Φιλελευθέρων αναδείχθηκε νικητής συγκεντρώνοντας 307 από τις 362 έδρες.
Ορκομωσία κυβέρνησης Βενιζέλου
Η συζήτηση για το νέο σύνταγμα ολοκληρώθηκε σε 42 συνεδριάσεις της ολομέλειας της Βουλής, από τις οποίες ο Ελευθέριος Βενιζέλος συμμετείχε στις 41. Το νέο σύνταγμα δημοσιεύθηκε την 1η Ιουνίου 1911 και περιλάμβανε σημαντικές μεταρρυθμίσεις που απέβλεπαν στην επιβολή της αρχής της νομιμότητας, στην καθιέρωση της ασφάλειας δικαίου και της ασφάλειας των συναλλαγών. Μαζί με το νέο σύνταγμα ψηφίστηκε και μία σειρά οργανικών νόμων εγκαινιάζοντας έτσι μια σειρά από μεταρρυθμιστικά μέτρα. Συνοπτικά καθιέρωσε μέτρα προστασίας των εργαζομένων, όπως τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας στα εργοστάσια, τεμάχισε τεράστιες εκτάσεις στη Θεσσαλία μοιράζοντάς τις σε 4.000 οικογένειες, βελτίωσε την απονομή δικαιοσύνης, και αναμόρφωσε το φορολογικό σύστημα. Εκτός από τη συνταγματική και διοικητική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Βενιζέλου σημαντικές πρωτοβουλίες καταγράφονται και στον στρατιωτικό τομέα. Μετά από προσωπική του εντολή ζητήθηκε η συνδρομή της Γαλλίας και της Αγγλίας για να εκπαιδεύσουν τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες του ελληνικού στρατού. Αν και το παλάτι προέβαλε αντιστάσεις, λόγω της φιλογερμανικής στάσης που τηρούσε, σχετικά με τον ερχομό αυτής της ομάδας, τελικά η ομάδα ήρθε στις αρχές του 1911. Σε αντάλλαγμα, υπό τη μορφή συμβιβασμού, ο Βενιζέλος κατέθεσε νομοσχέδιο για την επιστροφή των πριγκίπων στον ελληνικό στρατό, νομοσχέδιο που ψηφίστηκε τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Επίσης αύξησε τον αριθμό των στρατιωτών, παράγγειλε τουφέκια και πολεμικό υλικό και αναδιοργάνωσε το Βασιλικό Ναυτικό. Να σημειωθεί ότι μια από τις πρώτες κινήσεις του Βενιζέλου ήταν να διορίσει ως υπασπιστή του τον Ιωάννη Μεταξά.
ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Οι κυβερνήσεις Βενιζέλου ουσιαστικά έφεραν πρωτοπόρες αλλαγές και κατοχύρωσαν μια σειρά λαϊκών δικαιωμάτων σε διαφόρους τομείς, όπως στην εργασία, στην κοινωνική πολιτική, στην υγεία, στην πρόνοια, στην εκπαίδευση και στη γεωργία. Η εργατική πολιτική του Βενιζέλου χωρίζεται σε δύο περιόδους, αυτή του 1910-1920, (που θεωρείται και η σπουδαιότερη επειδή τότε τέθηκαν οι βάσεις της εργατικής πολιτικής για την Ελλάδα) και εκείνη του 1928-1932. Με το Νόμο 281 του 1914 ρυθμίστηκε νομοθετικά ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα. Ακόμα, το 1914 ψηφίστηκε ο Νόμος 551, που κατοχύρωνε την αποζημίωση για εργατικά ατυχήματα. Το 1914, με το Νόμο 271 ρυθμίστηκε ο χρόνος εργασίας στα καταστήματα, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για την εποχή εκείνη. Επιπλέον ο Βενιζέλος δημιούργησε το Υπουργείο Γεωργίας Εμπορίου και Βιομηχανίας που σε συνδυασμό με το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας έβαλαν τις βάσεις για μια σωστή θεσμική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία. Την περίοδο 1914-1915, ο Βενιζέλος δημιούργησε Εμπορικά Βιομηχανικά Επιμελητήρια και Γεωργικούς Συνεταιρισμούς. Στην περίοδο 1917-1920 δημιουργήθηκε η Επιθεώρηση Εργασίας και προβλέφθηκαν ποινικές κυρώσεις για την προστασία των δικαιωμάτων των εργατών. Απαγορεύτηκαν τα μικτά συνδικάτα Εργατών-Εργοδοτών και κατοχυρώθηκαν οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Το 8ωρο της εργασίας εισήχθη σε πολλές ελληνικές βιομηχανίες, οι όροι της παιδικής εργασίας έγιναν πιο αυστηροί και εισήχθη στη νομοθεσία η καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Ακόμα καθιερώθηκε η Πανελλαδική Κυριακάτικη Αργία. Με την ανάπτυξη των Εργατικών Συνεταιρισμών ιδρύεται παράλληλα και ειδικό τμήμα στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Τα ταμεία συντάξεων και αλληλοβοήθειας υποβοηθούνται και ενισχύονται από το κράτος, για να αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν.
ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η αγροτική πολιτική του Βενιζέλου μέσω των μεταρρυθμίσεων της περιόδου 1910–1920 ήταν πραγματικά κάτι ριζοσπαστικό για την εποχή εκείνη. Η αναδιανομή των τσιφλικιών ήταν από τις πρώτες ενέργειες που έγιναν προς αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα στην Θεσσαλία από τα 7.000.000 περίπου στρέμματα εύφορης γης τα 4.800.000 ανήκαν σε 250 μεγαλογαιοκτήμονες, με αποτέλεσμα η γη να βρίσκεται στα χεριά λίγων, ενώ η πλειοψηφία τον αγροτών ήταν ουσιαστικά δουλοπάροικοι. Έτσι ο Βενιζέλος θέσπισε με το άρθρο 17 του Συντάγματος το δικαίωμα της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών από το κράτος.
Την 21η Ιουλίου 1917 η μεταρρύθμιση επικυρώθηκε από τη Βουλή με την ψήφιση των ακόλουθων νομοθετημάτων: α) την αναγκαστική απαλλοτρίωση αγροτικών ακινήτων και β) την παραχώρηση κτημάτων του κράτους σε καλλιεργητές για το σχηματισμό μικρών ιδιοκτησιών. Στα χρόνια του 1910-1932 ο Βενιζέλος ίδρυσε το Υπουργείο Γεωργίας, συνέστησε αγροτικά επιμελητήρια και συνεταιρισμούς, οργάνωσε την γεωργική εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες και τις γεωργικές υπηρεσίες του κράτους και ίδρυσε την Αγροτική Τράπεζα.

ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ
Στον τομέα της υγείας, το 1917 έγινε ένα σημαντικότατο βήμα με την ίδρυση Υπουργείου Περιθάλψεως που αργότερα έγινε υπουργείο Υγείας. Με το Νόμο 4063/1912 καθορίστηκαν οι όροι άσκησης της ιατρικής αλλά και του νοσηλευτικού επαγγέλματος (1914). Η ψήφιση του Νόμου 346 της 01/11/1914 «Περί επιβλέψεως της Δημόσιας Υγείας» κατέστησε το κράτος υπεύθυνο για την Υγεία των Ελλήνων πολιτών αποτελώντας παράλληλα σημαντικό βήμα για τη Δημόσια Υγεία σε εθνική κλίμακα. Την περίοδο εκείνη η Ελλάδα υπέφερε από μεγάλο ποσοστό θνησιμότητας, λόγω διαφόρων ασθενειών. Ο Βενιζέλος μερίμνησε για το θέμα και με Υπουργό Υγείας τον γιατρό Αλέξανδρο Παππά, το 1928 άρχισε τη ριζική αναδιοργάνωση των υγειονομικών υπηρεσιών. Απευθύνθηκε στην Κοινωνία των Εθνών, στο τμήμα Διεθνούς Υγείας και έτσι επιτροπή ξένων εμπειρογνωμόνων επισκέφτηκε τη χώρα μας και στις αρχές του 1929 παρέδωσε την έκθεσή της στην ελληνική κυβέρνηση. Σύμφωνα με τις προτάσεις της Επιτροπής ιδρύθηκαν: α) Αυτοτελές Υπουργείο Υγιεινής, β) Υγειονομικό Κέντρο Αθηνών, γ) Υγειονομικά Κέντρα σε κάθε περιφέρεια της χώρας και δ) Υγειονομική Σχολή Αθηνών.
Αυτές οι πρωτοβουλίες συνέβαλαν σημαντικά ώστε η Ελλάδα να αντιμετωπίσει εν μέρει το πρόβλημα. Την περίοδο 1928-1932 ελήφθησαν πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της υγείας του παιδιού, ενώ δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στον μαθητικό πληθυσμό με ενημερώσεις ιατρικές εξετάσεις κλπ. Επιπλέον συστάθηκαν ιατρικά κέντρα που παρείχαν ιατρική περίθαλψη και εξέταζαν μαθητές, ενώ το 1929 εγκαινιάστηκε ο θεσμός του «Σχολίατρου» και της «Σχολικής Νοσοκόμας». Ο Βενιζέλος ίδρυσε ξεχωριστό Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, ανεξάρτητο από το Υπουργείο Υγιεινής, για να υπάρχει σχολαστική μέριμνα για την Υγεία των Πολιτών και ιδιαίτερα των οικονομικά ασθενέστερων. Όμως, ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα της κυβερνητικής πολίτικης σε αυτόν τον τομέα υπήρξε η προσπάθεια δημιουργίας του θεσμού των Κοινωνικών Ασφαλίσεων με το Νόμο 5733/1932, που όμως ακυρώθηκε και δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί λόγο της ανόδου του Π. Τσαλδάρη στην εξουσία.

ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ
Ακόμα μια σημαντικότατη πτυχή της κοινωνικής πολιτικής του Βενιζέλου ήταν η τροποποίηση της φορολογίας υπέρ των λαϊκών τάξεων. Οι κυβερνήσεις του Βενιζέλου της περιόδου 1910–1920 κατάργησαν όλους του μέχρι τότε ισχύοντες νόμους για τους άμεσους φόρους και εισήγαγαν τολμηρές φορολογικές μεταρρυθμίσεις. Σημαντικότερη ήταν η ψήφιση το 1917 του πολεμικού φόρου επί των έκτακτων κερδών.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Στον τομέα της δημόσιας παιδείας, η κυβέρνηση Βενιζέλου έκανε λαμπρά βήματα, αρχικά με την κατασκευή 3.200 σχόλιων ανά την Ελλάδα. Ακόμα ιδρύθηκαν τα κατώτερα επαγγελματικά σχολεία, γεωργικά, βιοτεχνικά, ναυτικά, εμπορικά, οικοκυρικά. Ταυτόχρονα, ιδρύθηκαν σχολεία για άτομα με ειδικές ανάγκες και νυχτερινές σχολές. Τα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης έγιναν επίσης εξατάξια γυμνάσια, ενώ οργανώθηκαν και πρακτικά λύκεια. Με τους νόμους 4376 και 4605 του 1930 ιδρύθηκαν πειραματικά σχολεία στα Πανεπιστήμια, όπου οι φοιτητές των καθηγητικών σχολών ασκούνταν στη διδακτική. Ακόμα καθιερώθηκε η δημόσια δωρεάν υποχρεωτική Πρωτοβάθμια εκπαίδευση, με παράλληλη προσπάθεια για καλύτερη ποιότητα παιδείας.
ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
Στο μεταξύ, υπήρχαν διπλωματικές επαφές, με στόχο να γίνουν μεταρρυθμίσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη για να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης των εκεί χριστιανικών πληθυσμών. Σε περίπτωση αποτυχίας των μεταρρυθμίσεων, σχεδιαζόταν να εκδιωχθεί η Τουρκία από τα Βαλκάνια. Αυτό το τελευταίο φαινόταν εφικτό, επειδή μετά την εισαγωγή Συντάγματος, ο διοικητικός μηχανισμός της Τουρκίας είχε αποδιοργανωθεί, δεν είχε στόλο για να μεταφέρει δυνάμεις από τη Μ. Ασία στην Ευρώπη και ο ελληνικός στόλος κυριαρχούσε στο Αιγαίο. Ο Βενιζέλος δεν ήθελε να γίνουν άμεσα κινήσεις από τις βαλκανικές χώρες, προκειμένου να αναδιοργανωθεί στρατιωτικά η χώρα (προσπάθεια που είχε ξεκινήσει από την τελευταία κυβέρνηση Γ. Θεοτόκη) και να είναι απολύτως έτοιμη όταν έρθει η ώρα που θα εγκρίνονταν όλα (διέβλεπε τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε σύντομο διάστημα και τον αναπόφευκτο πόλεμο για τη διανομή των εδαφών). Πρότεινε στην Τουρκία να αναγνωρίσει στους Κρητικούς το δικαίωμα να στέλνουν βουλευτές στην ελληνική Βουλή, ούτως ώστε να κλείσει το Κρητικό Ζήτημα. Οι Νεότουρκοι (που είχαν πάρει αέρα μετά τη νίκη της Τουρκίας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897) απειλούσαν ότι θα κάνουν στρατιωτικό περίπατο μέχρι την Αθήνα, αν η τελευταία επέμενε σε τέτοιες αξιώσεις, προκαλώντας την τιμή και τα πληγωμένα από την ήττα του '97 πατριωτικά αισθήματα των Ελλήνων.
Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897
Ήταν λοιπόν μονόδρομος για τον Βενιζέλο η συμμαχία με τις άλλες βαλκανικές χώρες, Σερβία, Βουλγαρία, Μαυροβούνιο. Έπεισε τον διάδοχο Κωνσταντίνο να αντιπροσωπεύσει την Ελλάδα σε κάποια βασιλική γιορτή στη Σόφια και οργάνωσε επίσκεψη στην Αθήνα Βούλγαρων φοιτητών, το 1911, που έγινε σε πολύ καλό κλίμα. Τον Μάιο του 1912 Ελλάδα και Βουλγαρία υπέγραψαν συνθήκη. Αλλά οι σφαγές των Κοτσάνων και της Μπράνας επέσπευσαν τις εξελίξεις. Η Σερβία και η Βουλγαρία που είχαν υπογράψει μεταξύ τους μυστική συνθήκη συμμαχίας, προσκάλεσαν την Ελλάδα τις τελευταίες μέρες του Σεπτεμβρίου 1912 να πάρει μέρος μαζί τους στον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας. Ο Βενιζέλος είχε προσεγγίσει χωρίς αποτέλεσμα τους Τούρκους για το Κρητικό Ζήτημα και επιπλέον, δεν ήθελε να την πάθει η Ελλάδα, όπως το 1877 με το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (τότε παρέμεινε αδρανής, ενώ οι άλλοι βαλκανικοί λαοί πολέμησαν με αποτέλεσμα να μην έχει λόγο μετά στη συνθήκη ειρήνης). Έτσι, στις 30 Σεπτεμβρίου 1912 κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία. Ήταν ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος. Την 1 Οκτωβρίου, συνήλθε σε τακτική σύνοδο η Βουλή, όπου αναγγέλθηκε η κήρυξη του πολέμου, έγιναν δεκτοί οι Κρήτες βουλευτές, τους οποίους προσφώνησε ο ίδιος ο Βενιζέλος και κηρύχθηκε η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Ο ελληνικός λαός υποδέχθηκε τις εξελίξεις αυτές με μεγάλο ενθουσιασμό.
Ο στρατός, με αρχιστράτηγο το διάδοχο Κωνσταντίνο, προέλασε προς τη Μακεδονία, επιτυγχάνοντας αλλεπάλληλες νίκες και στις 26 Οκτωβρίου 1912 κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη. Σ’ αυτή την περίοδο σημειώθηκε και η γνωστή διαφωνία με το διάδοχο Κωνσταντίνο Α', για την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει ο στρατός και ποιες πόλεις θα έπρεπε να απελευθερωθούν πρώτα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, προβλέποντας τα προβλήματα που θα εμφανίζονταν μετά την απελευθέρωση της πόλης στον τομέα της αστυνόμευσής της και γνωρίζοντας ότι οι Βούλγαροι σύμμαχοί μας, αλλά και οι μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, θα προωθούσαν μία εικόνα άναρχης πόλης και μίας Ελληνικής πολιτείας ανίκανης να επιβάλει την τάξη, φρόντισε, από τις 24 Οκτωβρίου, πριν ακόμη απελευθερωθεί η πόλη, να διατάξει τη μεταφορά δύναμης της Κρητικής Χωροφυλακής στη Θεσσαλονίκη.
Είσοδος του Βασιλιά Γεωργίου Α' στη Θεσσαλονίκη
Στις 20 Νοεμβρίου, η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Βουλγαρία υπέγραψαν ανακωχή με την Τουρκία. Η Ελλάδα συνέχιζε τον πόλεμο στο μέτωπο της Ηπείρου. Ακολούθησε συνδιάσκεψη στο Λονδίνο, όπου η Ελλάδα πήρε μέρος αν και δεν είχαν τελειώσει οι επιχειρήσεις στην Ήπειρο. Η συνδιάσκεψη αυτή κατέληξε στη Συνθήκη του Λονδίνου μεταξύ των βαλκανικών συμμάχων και της Τουρκίας, ουσιαστικά σύμφωνα με τις επιθυμίες των Μεγάλων Δυνάμεων.
Την επομένη της νίκης, ο Βούλγαρος πρωθυπουργός Ιβάν Γκέσωφ, ενώ γινόταν δοξολογία στη Σόφια για τη συμμαχική νίκη, έστειλε το παρακάτω τηλεγράφημα στο Βενιζέλο: «Είμαι ευτυχής, αναγγέλλων υμίν τη συγκινητική ταύτη τελετή, κατά την οποίαν η αγία ημών Εκκλησία ευλόγησε γεγονός το οποίο διά πρώτη φορά η ιστορία θα αναγράψει εν τη βαλκανική χερσονήσω και σας παρακαλώ να ευαρεστηθείτε όπως δεχθείτε όλα τα συγχαρητήριά μου και τις ειλικρινείς ευχές, τις οποίες εκφράζω, όπως εν καλό και ευτυχές τέλος επιστέψει το έργο, του οποίου η πρωτοβουλία τα μέγιστα οφείλεται εις την Υμετέρα Εξοχότητα και την Κυβέρνηση, της οποίας προΐστασθε».
Γρήγορα όμως οι Βούλγαροι, οι οποίοι ήθελαν να γίνουν ηγεμονική δύναμη στα Βαλκάνια και να αποκτήσουν διέξοδο στη θάλασσα, πρόβαλλαν υπερβολικές αξιώσεις. Και η Σερβία ζητούσε περισσότερα εδάφη απ’ όσα είχε προσυμφωνήσει με τους Βουλγάρους, επειδή τους βοήθησε στη Θράκη πέρα απ’ όσο είχε συμφωνηθεί. Κι ο Βενιζέλος ξεκαθάρισε στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου ότι η Θεσσαλονίκη ήταν της Ελλάδας, αφού άλλωστε πρώτος την κατέλαβε ο ελληνικός στρατός. Η ρήξη μεταξύ των συμμάχων λόγω της τακτικής των Βουλγάρων και ειδικότερα της τακτικής του πρωθυπουργού τους Στογιάν Δάνεφ, (που είχε στο μεταξύ αντικαταστήσει τον Γκέσωφ), ήταν αναπόφευκτη. Έτσι βρέθηκε η Βουλγαρία απέναντι σ’ ένα ενιαίο μέτωπο Ελλάδας-Σερβίας, που στις 19 Μαΐου 1913 υπέγραψαν σύμφωνο συμμαχίας στη Θεσσαλονίκη. Στις 19 Ιουνίου 1913 κηρύχθηκε ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος. Ο βασιλιάς πλέον Κωνσταντίνος (μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Α') έδιωξε τις βουλγαρικές δυνάμεις από τη Θεσσαλονίκη, και μετά κατήγαγε αλλεπάλληλες νίκες επί του βουλγαρικού στρατού. Νικημένοι από τους Έλληνες και τους Σέρβους κι ενώ ο ρουμανικός στρατός προέλαυνε προς τη Σόφια φτάνοντας σε απόσταση 40 χλμ. από το κέντρο της, οι Βούλγαροι ζήτησαν ανακωχή. Ο Βενιζέλος πήγε στο Χατζή Μπεϊλίκ, έδρα του ελληνικού στρατηγείου, όπου προσδιόρισε μαζί με τον Κωνσταντίνο τις εδαφικές αξιώσεις της Ελλάδας στη συνδιάσκεψη της ειρήνης που θα ακολουθούσε.
Κατόπιν αναχώρησε για το Βουκουρέστι, όπου συνήλθε η συνδιάσκεψη. Στις 28 Ιουνίου 1913 υπογράφτηκε συνθήκη ειρήνης από την Ελλάδα, το Μαυροβούνιο, τη Σερβία και τη Ρουμανία αφενός και από τη Βουλγαρία αφετέρου. Οι αξιώσεις της Ελλάδας έγιναν όλες δεκτές. Ο Βενιζέλος γνωστοποίησε αυθημερόν με τηλεγράφημα στον βασιλιά την υπογραφή της συνθήκης.
Η απάντηση του Κωνσταντίνου ήταν η εξής: «Ευχαριστώ υμάς επί τη αναγγελία της υπογραφής της ειρήνης. Ο Θεός πλουσιοπάροχα ευλόγησε τις προσπάθειες ημών. Εν ονόματι του έθνους και εμού εκφράζω υμίν τις βασιλικές μου ευχαριστίες. Νέα και ένδοξος εποχή διανοίγεται ενώπιον ημών. Εις πίστωση δε της ευγνωμοσύνης και της προς υμάς υπόληψής μου απονέμω υμίν τον Μεγαλόσταυρο του βασιλικού μου Τάγματος του Σωτήρος. Η πατρίς σάς είναι ευγνώμων».
Και η απάντηση του Βενιζέλου: «Βαθύτατα συγκινημένος από το τηλεγράφημα της Υμετέρας Μεγαλειότητας, παρακαλώ αυτήν ευλαβώς να δεχθεί την έκφραση της αναλλοίωτης ευγνωμοσύνης μου διά την επιεική εκτίμηση των υπηρεσιών μου. Με το ευτυχές τέρμα και του δευτέρου πολέμου υπό τον μέγα στρατηλάτη βασιλέα, όστις διά του ξίφους του μεγάλωσε την Ελλάδα, η φιλτάτη πατρίς καταλαμβάνει την ανήκουσα αυτή θέση εν τω κόσμω και με σταθερό βήμα θέλει χωρήσει εις ευρύτατο μέλλον, ασφαλίζουσα το μεγαλείο και την ευημερία αυτής».
Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ξέσπασε το καλοκαίρι του 1914. Μέχρι το 1915 η Ελλάδα παρέμεινε εκτός της σύρραξης. Της ζήτησε όμως η Αντάντ να πάρει μέρος στην εκστρατεία στα Δαρδανέλλια. Ο Βενιζέλος, που ήθελε να μπει η χώρα στον πόλεμο με την Αντάντ, πιστεύοντας στη τελική νίκη της, διαφώνησε με το βασιλιά, υπέβαλε την παραίτησή του και πήγε για ταξίδι ξεκούρασης και αναψυχής στην Αίγυπτο. Η Βουλή διαλύθηκε μετά από βασιλικό διάταγμα κι έγιναν εκλογές στις 31 Μαΐου 1915, με το Βενιζέλο να τις παρακολουθεί από τη Μυτιλήνη, που έδωσαν την πλειοψηφία στο Κόμμα των Φιλελευθέρων. Ο βασιλιάς με βαριά καρδιά και πολύ απογοητευμένος, μιας και πίστευε ότι η πολεμική του δράση θα ανταμειβόταν και στην κάλπη από τον ελληνικό λαό, που τον αποθέωνε δυο χρόνια πριν κατά την επιστροφή από το μέτωπο και εκδήλωνε ακόμα την αγάπη του, έδωσε εντολή στο Βενιζέλο να σχηματίσει κυβέρνηση, από την επόμενη κιόλας μέρα όμως έψαχνε αφορμές για να σύρει τη χώρα σε νέες εκλογές. Ο Κωνσταντίνος είχε αποφασίσει να απαλλαγεί από τον Κρητικό πολιτικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι για δύο ακόμα μήνες μέχρι τον Αύγουστο του 1915, συνέχισε να άρχει της χώρας η ηττημένη εκλογικά πρώην κυβέρνηση του Γούναρη, επειδή ο βασιλιάς προφασιζόταν ασθένεια και καθυστερούσε να προχωρήσει στη σύγκληση της νέας βουλής. Τελικά, όταν συγκλήθηκε η νέα βουλή, ο πρωθυπουργός Βενιζέλος, τόνισε σε κοινοβουλευτική ομιλία του ότι η Ελλάδα θα έμενε ουδέτερη, εκτός αν έκτακτες περιστάσεις την υποχρέωναν ν’ αλλάξει γραμμή πλεύσης, μη θέλοντας σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για τη χώρα να οξύνει περισσότερο τα πράγματα, ελπίζοντας ότι ο βασιλιάς θα έβλεπε το συμφέρον της χώρας καθαρότερα στο μέλλον.
Το Σεπτέμβριο 1915 η Βουλγαρία προσχώρησε στις Κεντρικές Αυτοκρατορίες και κήρυξε επιστράτευση. Ήταν ευκαιρία για τη Βουλγαρία να ξεπλύνει την ήττα του Β' Βαλκανικού Πολέμου και να επεκτείνει τα εδάφη της. Η Ελλάδα κήρυξε επίσης επιστράτευση, αλλά προέκυψε διχογνωμία μεταξύ Κωνσταντίνου-Βενιζέλου σχετικά με τις υποχρεώσεις της χώρας μας απέναντι στη Σερβία από τη συνθήκη που είχαν υπογράψει οι δύο χώρες το 1913, με την οποία η Ελλάδα είχε υποσχεθεί να προστρέξει σε βοήθεια της Σερβίας σε περίπτωση που δεχόταν επίθεση. Ο Βενιζέλος, ευρισκόμενος σε αδιέξοδο και μη μπορώντας να δράσει όπως ήθελε, παραιτήθηκε. Σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, στην οποία συμμετείχαν οι αρχηγοί όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Μετά από λίγο καιρό όμως παραιτήθηκε και η κυβέρνηση Ζαΐμη, καθώς ο βασιλιάς κωλυσιεργούσε να απαντήσει στις δυνάμεις της Αντάντ που πίεζαν για έξοδο της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό τους και σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Στέφανο Σκουλούδη, στην οποία πήραν μέρος όλοι όσοι συνέπραξαν στην προηγούμενη κυβέρνηση (Ζαΐμη).
Η κυβέρνηση του υπέργηρου Σκουλούδη (80 ετών), χωρίς αποτέλεσμα επίσης, διέλυσε τη Βουλή και διεξήγαγε εκλογές στις 6 Δεκεμβρίου 1915, στις οποίες δεν πήρε μέρος το Κόμμα των Φιλελευθέρων, θεωρώντας τις άκυρες. Στην πραγματικότητα ήθελε να στηλιτεύσει την πέρα κάθε ορίου βασιλική ανάμειξη στις πολιτικές υποθέσεις κι επειδή φοβόταν ότι αν ηττηθεί θα υπήρχε λαϊκή νομιμοποίηση της βασιλικής άποψης περί ουδετερότητας, κάτι που δεν ήθελε να συμβεί, επειδή θα περιοριζόταν η αντιπολιτευτική δράση της βενιζελικής παράταξης και τα ερείσματά της στο λαό, με ό,τι συνεπαγόταν και για τις εθνικές υποθέσεις μια τέτοια εξέλιξη. Από πληροφορίες δε, γνώριζαν ότι η μερίδα του Κωνσταντίνου θα εκμεταλλευόταν την επιστράτευση στην οποία βρισκόταν τότε ο ελληνικός στρατός για να φέρει το αποτέλεσμα που ήθελε και να νικήσει (π.χ. οι στρατιώτες, ένας αριθμός 300.000 αντρών, θα ψήφιζαν εντός των στρατοπέδων υποκείμενοι σε πολλές πιέσεις ή εκφοβισμούς, έχοντες και το φάσμα ενός νέου πολέμου μπροστά τους).
Στο μεταξύ, οι σύμμαχοι της Αντάντ, αποβίβασαν στρατό στη Θεσσαλονίκη, υπό τη γενική διοίκηση του αυταρχικού και υπερόπτη Γάλλου στρατηγού Σαράιγ (Maurice Sarrail), ανοίγοντας το Βαλκανικό Μέτωπο. Στα αγγλογαλλικά στρατεύματα προστέθηκαν λίγο αργότερα 130.000 Σέρβοι στρατιώτες που μεταφέρθηκαν με πλοία από την Κέρκυρα, όπου είχαν καταφύγει μαζί με τη σερβική βουλή και κυβέρνηση μετά τη συντριβή του σερβικού στρατού από τη συνδυασμένη επίθεση της Βουλγαρίας, της Αυστροουγγαρίας και της Γερμανίας (την Κέρκυρα είχαν καταλάβει τότε οι Δυνάμεις της Αντάντ για να γλιτώσουν το σερβικό στρατό από την πλήρη καταστροφή, χωρίς να ερωτηθεί καν η ελληνική κυβέρνηση που, μη μπορώντας να αντιδράσει, δέχτηκε το γεγονός).
ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ
Στις 16 Αυγούστου 1916 έγινε συλλαλητήριο των οπαδών του Βενιζέλου στην Αθήνα, όπου με την υποστήριξη του συμμαχικού στρατού, που είχε αποβιβαστεί στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, ο Βενιζέλος ανακοίνωσε στο λαό την πλήρη διαφωνία του με τους χειρισμούς του Στέμματος. Τέθηκε επικεφαλής επανάστασης (Κίνημα Εθνικής Άμυνας) με έδρα τη Θεσσαλονίκη, όπου πήγε και σχημάτισε επαναστατική «Προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας» μαζί με τους ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή, χρησιμοποιώντας την ήδη ευρισκόμενη εκεί Κρητική Χωροφυλακή, αφού προηγουμένως στις 25 Σεπτεμβρίου πέρασε από την Κρήτη, που προσχώρησε κι αυτή στην επανάσταση.
Ο Βενιζέλος διακήρυξε: «δεν στρεφόμαστε εναντίον του Βασιλιά, αλλά εναντίον των Βουλγάρων». Προσχώρησαν επίσης στο Κίνημα και τα άλλα νησιά του Αιγαίου. Η διαφωνία του νόμιμου πρωθυπουργού Βενιζέλου με το γερμανόφιλο βασιλιά Κωνσταντίνο, η παραίτησή του Βενιζέλου και ο σχηματισμός στη Θεσσαλονίκη Προσωρινής Κυβέρνησης (26 Σεπτεμβρίου/9 Οκτωβρίου 1916), που τάχθηκε με το πλευρό των Συμμάχων και κήρυξε έκπτωτο τον Κωνσταντίνο, ήταν η αιτία για την οποία η Εκκλησία της Ελλάδας εναντιώθηκε και τελικά αφόρισε τον Βενιζέλο.
Στην Αθήνα επενέβη η Αντάντ και υποχρέωσε την κυβέρνηση Σκουλούδη να παραιτηθεί. Σχηματίστηκε υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Ν. Καλογερόπουλο και η Βουλή διέκοψε τις εργασίες της (επειδή πλέον ήταν απλώς μεταβατική και διαχειριστική). Τα μέλη της κυβέρνησης Καλογερόπουλου διαφώνησαν μεταξύ τους ως προς την πολιτική που έπρεπε να ακολουθηθεί, οδηγώντας έτσι το κυβερνητικό αυτό σχήμα αυτό σε παραίτηση. Ακολούθησε ο καθηγητής Σπυρίδων Λάμπρου που δέχτηκε την πρόταση του βασιλιά και σχημάτισε κυβέρνηση με μη πολιτικά πρόσωπα. Την κυβέρνηση αυτή, που επίσης δεν είχε κάποιο αποτέλεσμα, διαδέχθηκε νέα υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη (που λόγω χαρακτήρα συχνά καλείτο τις δύσκολες στιγμές).
Οι σύμμαχοι, εκνευρισμένοι από την παρελκυστική πολιτική του βασιλιά, που απλώς κέρδιζε χρόνο, αποφάσισαν να τον απομακρύνουν από το θρόνο και την Ελλάδα, και να τον διαδεχθεί ο δευτερότοκος γιος του Αλέξανδρος, παραμερίζοντας τον πρωτότοκο Γεώργιο. Στις 29 Μαΐου 1917, ο Κωνσταντίνος αναχώρησε από την Ελλάδα και λίγες μέρες μετά, ο Βενιζέλος σχημάτισε κυβέρνηση, συγκλήθηκε η Βουλή, που είχε προκύψει από τις εκλογές της 31 Μαΐου 1915 (θεωρούμενες οι επόμενες βουλές ως αντισυνταγματικές και η οποία ονομάστηκε Βουλή των Λαζάρων λόγω της ανάστασής της μετά από τόσο καιρό). Στις 11/24 Νοεμβρίου 1916 η ολοκληρωμένη Προσωρινή Κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις.
Η συνθήκη των Βερσαλλιών, 1919 (ο Βενιζέλος δεύτερος από αριστερά)
Όταν η Γερμανία υπέγραψε ανακωχή, συνήλθε στο Παρίσι η Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, όπου ο Βενιζέλος παρέστη ως αντιπρόσωπος της Ελλάδας και πρόβαλε τις αξιώσεις της χώρας μας, που έγιναν στο σύνολό τους δεκτές με τις συνθήκες του Νεϊγύ (27 Νοεμβρίου 1919) και των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920). Ως αποτέλεσμα αυτών των συνθηκών η Ελλάδα προσάρτησε (προσωρινά) την Ανατολική Θράκη και την ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης στην εκείθεν του Αιγαίου πλευρά. Όντας στη Γαλλία εκείνο τον καιρό, ο Βενιζέλος εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.
Ενώ όμως επρόκειτο να γυρίσει στην Ελλάδα, έγινε δολοφονική απόπειρα εναντίον του στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών, στο Παρίσι, από δύο απότακτους Έλληνες αξιωματικούς, κατά την οποία τραυματίστηκε από πυρά περιστρόφου. Αφού θεραπεύτηκε από τα τραύματά του, γύρισε το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς στην Αθήνα.

Ο θάνατος του άτυχου βασιλιά Αλέξανδρου είχε ως συνέπεια να ανακηρύξει αντιβασιλέα η Βουλή τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη. Την 1 Νοεμβρίου 1920 έγιναν βουλευτικές εκλογές. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων έλαβε 50,31% του συνόλου των ψήφων, αλλά νικήθηκε από την ενωμένη αντιπολίτευση που είχε λάβει το 49,36% λόγω του εκλογικού νόμου, που οδήγησε τις περισσότερες έδρες στην αντιβενιζελική παράταξη. Είναι φανερό πόσο διχασμένος ήταν τότε ο λαός.

Ο Βενιζέλος παρά το μεγάλο ποσοστό του κόμματός του, δεν εξελέγη καν βουλευτής. Τη μεθεπομένη σχημάτισε κυβέρνηση ο Δημήτριος Ράλλης, παραιτήθηκε ο Κουντουριώτης κι έγινε αντιβασίλισσα η βασιλομήτωρ Όλγα, μέχρι να γίνει δημοψήφισμα, το οποίο θα επανέφερε τον εξόριστο Κωνσταντίνο. Στις 4 Νοεμβρίου ο Βενιζέλος αναχώρησε για το Παρίσι, δηλώνοντας ότι αποσύρεται από την ενεργό πολιτική και σκοπεύει να ιδιωτεύσει, αλλά, αν η χώρα ζητήσει τις υπηρεσίες του στο εξωτερικό, θα είναι στη διάθεσή της. Σύντομα και μετά το δημοψήφισμα της επιστροφής του, την ουσιαστική εξουσία ανέλαβε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, που τέθηκε επικεφαλής του στρατού και οδήγησε, λόγω της πολιτικής του αδεξιότητας, συνεπικουρούμενος από στελέχη της αντιβενιζελικής παράταξης, τη χώρα στη μικρασιατική καταστροφή.
ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επανάσταση του 1922, ο Βενιζέλος δέχθηκε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στη διάσκεψη της Λωζάννης, όπου στις 24 Ιουλίου 1923 υπέγραψε τη συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία. Στις 16 Δεκεμβρίου 1923 έγιναν εκλογές για συντακτική συνέλευση από τις οποίες απείχε η αντιπολίτευση. Ο Βενιζέλος εκλέχθηκε βουλευτής στην Αθήνα και σε άλλες περιοχές (το επέτρεπε το εκλογικό σύστημα) κι επέστρεψε στην Ελλάδα, έγινε δε πρόεδρος της Βουλής με την ψήφο όλων των βουλευτών. Διαφώνησε όμως με την πολιτική παράταξη που είχε ταχθεί στο πολιτειακό υπέρ της Αβασίλευτης Δημοκρατίας (την επομένη των εκλογών απομακρύνθηκε προσωρινά ο βασιλιάς Γεώργιος Β'), παραιτήθηκε από την προεδρία της Βουλής και σχημάτισε κυβέρνηση στις 11 Ιανουαρίου 1924 (Κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου 1924) θέλοντας να συμβιβάσει τα πράγματα. Όμως, η ανάμειξη ξένων στοιχείων στην πολιτική και ένα πρόβλημα στην υγεία του τον υποχρέωσαν να παραιτηθεί στις 4 Φεβρουαρίου, να υποδείξει ως διάδοχό του τον Γ. Καφαντάρη και να φύγει και πάλι στο Παρίσι.

Δεν άκουσε τους οπαδούς του που του ζητούσαν να επανέλθει και να αναλάβει και πάλι την ηγεσία του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Στο Παρίσι επιδόθηκε στη μετάφραση των «Ιστοριών» του Θουκυδίδη. Η μετάφραση αυτή είναι ένα μνημειώδες έργο και αποτελεί λαμπρή συνεισφορά στο εγχείρημα της μεταφοράς των κειμένων της αρχαιότητας στα νέα ελληνικά.

ΝΕΑ ΑΝΟΔΟΣ
Αφού ανέτρεψε τη δικτατορία του Πάγκαλου, ο Γεώργιος Κονδύλης, στις 22 Αυγούστου 1926, ορκίστηκε Πρωθυπουργός και έκανε εκλογές, στις οποίες δεν συμμετείχε ο ίδιος, ούτε ο Βενιζέλος που δεν θέλησε να είναι υποψήφιος. Βοήθησε όμως να σχηματιστεί οικουμενική κυβέρνηση από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη με στόχο τη γεφύρωση των πολιτικών διαφορών και την εθνική συμφιλίωση. Η κυβέρνηση αυτή παραιτήθηκε και σχηματίστηκε νέα στην οποία δεν συμμετείχε το Λαϊκό Κόμμα. Ο Βενιζέλος γύρισε τότε στην Ελλάδα, διαφώνησε όμως με την κυβέρνηση για την ασκούμενη οικονομική πολιτική. Η διαφωνία του οδήγησε στη διάσπαση του Κόμματος των Φιλελευθέρων, του οποίου ανέλαβε την ηγεσία. Στις 5 Ιουλίου 1928 παραιτήθηκε η κυβέρνηση Ζαΐμη. Ο Βενιζέλος έγινε πρωθυπουργός και προκήρυξε εκλογές για τις 19 Αυγούστου 1928. Τις κέρδισε το Κόμμα των Φιλελευθέρων που πήρε τις 228 από 250 έδρες της Βουλής. Ο Βενιζέλος κυβέρνησε μέχρι το 1932.
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 1928-32
Κύριος στόχος του Βενιζέλου την περίοδο αυτή ήταν να αποφύγει την εξάρτηση της Ελλάδας από μία μόνο μεγάλη δύναμη. Προσπάθησε λοιπόν, να δημιουργήσει φιλικές σχέσεις τόσο με τις γειτονικές χώρες, όσο και με αυτές που κυριαρχούσαν στη Μεσόγειο. Έτσι, η πρώτη διπλωματική κίνηση του Βενιζέλου ήταν η υπογραφή συμφώνου φιλίας, συνδιαλλαγής και δικαστικού διακανονισμού με την Ιταλία στις 23 Σεπτεμβρίου 1928.

ΒΑΛΚΑΝΙΑ
Στη συνεχεία, ο Βενιζέλος στράφηκε στη Γιουγκοσλαβία, η οποία από καιρό είχε διεκδικήσεις για μία «ελεύθερη ζώνη» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ο Βενιζέλος αποδέχτηκε ορισμένες από τις γιουγκοσλαβικές απαιτήσεις και αφού απομακρύνθηκε αυτό το εμπόδιο, στις 17 Μαρτίου 1929 υπογράφτηκε το ελληνογιουγκοσλαβικό πρωτόκολλο στη Γενεύη. Με τη Βουλγαρία η κατάσταση ήταν πιο περίπλοκη: οι Βούλγαροι απέρριψαν την προσφορά του Βενιζέλου για δημιουργία «ελεύθερου λιμανιού» στη Θεσσαλονίκη ή την Αλεξανδρούπολη, καθώς διατηρούσαν αλυτρωτικές βλέψεις για τις περιοχές αυτές. Έτσι, ο Βενιζέλος περιορίστηκε στην επανάληψη πλήρων διπλωματικών σχέσεων με τη γείτονα χώρα.
ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Η πιο πολυσυζητημένη όμως, πράξη του Βενιζέλου ήταν η υπογραφή της ελληνοτουρκικής σύμβασης στην Άγκυρα, στις 10 Ιουνίου 1930. Με αυτή τη συμφωνία έκλεισαν οι περισσότερες εκκρεμότητες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η Ελλάδα συμφώνησε να πληρώσει 425.000 λίρες Αγγλίας ως αποζημίωση για τους Τούρκους που έφυγαν από τη χώρα και σε αντάλλαγμα η Τουρκία δεχόταν να αναγνωρίσει τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης ως μόνιμους κατοίκους. Στη συνεχεία, στις 30 Οκτωβρίου υπογράφτηκε στην Άγκυρα το σύμφωνο ελληνοτουρκικής φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας. Η διπλωματική αυτή προσέγγιση άλλαξε άρδην το κλίμα στις δύο χώρες με αποτέλεσμα τόσο ο Βενιζέλος στην Άγκυρα, όσο ο Ισμέτ Ινονού στην Αθήνα, να τύχουν θερμής υποδοχής από τους κατοίκους.
ΕΠΙΚΡΙΣΕΙΣ
Όμως, οι διπλωματικές αυτές κινήσεις του Βενιζέλου συνάντησαν σημαντική αντίδραση, καθώς έβαλε σε δεύτερη μοίρα τις εθνικές βλέψεις της χώρας. Η Ιταλία είχε ακόμα στην κατοχή της τα Δωδεκάνησα και ο Βενιζέλος συνειδητά απέφυγε να ανακινήσει αυτό το ζήτημα για να μη διαταράξει τις σχέσεις των δύο χωρών. Ενόψει μάλιστα της σύναψης του συμφώνου της ελληνοϊταλικής φιλίας στις 23.9.1928, δήλωσε στον Τύπο: «Δεν δύναται και δεν πρέπει η Δωδεκάνησος να εμποδίσει την ανάπτυξη και εμπέδωση των σχέσεων φιλίας και εμπιστοσύνης μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας». Παράλληλα, αποθάρρυνε τις πρωτοβουλίες των Κυπρίων για Ένωση θεωρώντας ότι δεν ήταν κατάλληλες οι περιστάσεις. Όμως αναμφίβολα, το ζήτημα που ακόμα και σήμερα προκαλεί τις περισσότερες συζητήσεις είναι η ελληνοτουρκική προσέγγιση, γιατί με αυτή την κίνηση ο Βενιζέλος έθεσε οριστικά τέρμα στις ελπίδες των Μικρασιατών να επιστρέψουν στις εστίες τους. Αυτό οδήγησε στην εκλογική τους αποξένωση με αποτέλεσμα αρκετοί Μικρασιάτες να στραφούν στο Λαϊκό Κόμμα στις επόμενες εκλογές.
ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΚΑΙ ΕΞΟΡΙΑ
Στις 16 Ιανουαρίου 1933 η κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη ανατράπηκε και, για τελευταία φορά, πρωθυπουργός έγινε ο Βενιζέλος. Στις εκλογές της 5 Μαρτίου όμως τα αντίπαλα κόμματα πλειοψήφησαν. Τότε ο στρατηγός Ν. Πλαστήρας ηγήθηκε πραξικοπήματος υπέρ του Βενιζέλου. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όμως ονόμασε πρώτα πρωθυπουργό τον στρατηγό Οθωναίο για να καταστείλει το πραξικόπημα, και αμέσως μετά έκανε πρωθυπουργό τον Τσαλδάρη. Στις αρχές Μαΐου ο Ιωάννης Μεταξάς κατέθεσε στη Βουλή πρόταση δίωξης του Βενιζέλου. Στις αρχές Ιουνίου αντιβενιζελικοί αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Βενιζέλο στη λεωφόρο Κηφισίας και ακολούθησαν και διώξεις φιλοβενιζελικών αξιωματικών. Στην απόπειρα δολοφονίας εναντίον του τραυματίστηκε η γυναίκα του Έλενα Βενιζέλου, που επέβαινε επίσης στο αυτοκίνητο, και σκοτώθηκαν μέλη της προσωπικής του ασφάλειας.
Το 1935 ενθάρρυνε στρατιωτικό κίνημα που εκδηλώθηκε την 1 Μαρτίου από βενιζελικούς αξιωματικούς. Το κίνημα όμως δεν είχε αρχηγό και αναγκάστηκε να το αναλάβει ο ίδιος. Αυτό είχε σαν αποτελέσματα την αποχώρηση του Γ. Παπανδρέου από το Κόμμα Φιλελευθέρων, την έκδοση νόμων δίωξης των φιλοβενιζελικών και περιορισμού άρθρων του Συντάγματος, και βέβαια την ερήμην καταδίκη σε θάνατο του Βενιζέλου και του Πλαστήρα. Από την κατάσταση αυτή επωφελήθηκαν ο Μεταξάς και ο Κονδύλης θέτοντας ξανά το καθεστωτικό ζήτημα και οδηγώντας στην κατάλυση της Δημοκρατίας και επάνοδο της Μοναρχίας.
Το ζεύγος Βενιζέλου μετά την αποτυχία του κινήματος 1935 αποβιβάζονται σε ακτή των Δωδεκανήσων
Ο Βενιζέλος μετά από μια δήλωση αποχώρησης από την πολιτική ζωή κατέφυγε στο Παρίσι, όπου πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1936. Το σώμα του μεταφέρθηκε και θάφτηκε στο Ακρωτήρι της Κρήτης παρουσία του Διαδόχου Παύλου.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Ήταν παντρεμένος (1890-1894) με τη Μαρία Ελευθερίου Κατελούζου και απέκτησε δύο παιδιά: τον Κυριάκο Βενιζέλο και τον Σοφοκλή Βενιζέλο, βουλευτή, υπουργό και πρωθυπουργό της Ελλάδας. Εγγονός του είναι ο Νικήτας Βενιζέλος. Μετά τον θάνατο της συζύγου του, παντρεύτηκε το 1921 την Έλενα Σκυλίτση.
Στη διάρκεια της ζωής του ο Βενιζέλος διέμενε μεταξύ Χανίων, Αθήνας και εξωτερικού, ιδιαίτερα στο Παρίσι. Στα Χανιά έμενε στην οικογενειακή οικία της Χαλέπας από το 1880 έως το 1910 και κατά διαστήματα από το 1927 μέχρι το 1935, ενώ στην Αθήνα κατοικούσε μεταξύ άλλων στην οικία Ζωγράφου επί των οδών Λυκαβηττού και Πανεπιστημίου,
καθώς και σε Μέγαρο επί της λεωφόρου Β. Σοφίας που ανήκε στην δεύτερη γυναίκα του, Έλενα Σκυλίτση.
Σε ηλικία 27 ετών, έχοντας καταφύγει στην Αθήνα από τις διώξεις των Τούρκων, ξεκίνησε να γράφει για την «Κρητική Επανάσταση του 1889», έργο 146 σελίδων που έμεινε όμως ημιτελές. Ήταν ο πρώτος που μετέφρασε την Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη στην Νέα Ελληνική γλώσσα. Λέγεται ότι λίγο πριν πεθάνει η τελευταία του λέξη ήταν «Ζήτω ο βασιλιάς».
Το όνομά του έχει δοθεί σε πολλούς δρόμους και πλατείες σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Ελλάδας. Ο σταθμός Ταύρου του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου της Αθήνας φέρει το όνομα του («Ελευθέριος Βενιζέλος-Ταύρος»).
Το νέο αεροδρόμιο της Αθήνας στα Σπάτα ονομάστηκε προς τιμή του Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος». Επίσης ο Ελευθέριος Βενιζέλος απεικονίζεται στο ελληνικό κέρμα του 0,50 €.
Προς τιμή του η ναυτιλιακή εταιρία ΑΝΕΚ lines έδωσε το όνομά του σ’ ένα από τα πορθμεία της.
Είχε εκλεγεί μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών (1919). Υποστηρίζεται ότι υπήρξε τέκτονας της Στοάς Αθηνών από το 1898.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Οι γονείς του είχαν αποκτήσει εκτός από τον ίδιο: τον Αγαθοκλή (1861-1896), που ήταν σωματικά και πνευματικά ανάπηρος, την Κατίγκω (1858-1936), σύζυγο του Κ. Μητσοτάκη, την Ευανθία (1870-1942), σύζυγο Β. Σαριδάκη, τη Μαριγώ (1846-1906), σύζυγο του εμπόρου Γ. Γιαννουδάκη και την Ελένη (1852-1910), σύζυγο του λογιστή Ανδρέα Νοστράκη.
[2] Ο Κυριάκος Βενιζέλος (1816-1883) ήταν γεννημένος στις Μουρνιές Χανίων. Σχετικά με την καταγωγή της οικογένειας Βενιζέλου υπάρχει διχογνωμία. Συγκεκριμένα επικρατεί η άποψη ότι πρόγονος του Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν ο Μπενιζέλος Κρεββατάς, γόνος ηγεμονικής οικογένειας του Μυστρά, που για να γλιτώσει τις σφαγές των Τούρκων λόγω της συμμετοχής της οικογένειάς του στα Ορλωφικά (1770) κατέφυγε στα Κύθηρα και από εκεί, αφού παντρεύτηκε, στα Χανιά. Από το όνομα αυτού προήλθε και το επώνυμο «Βενιζέλος». Η συγκεκριμένη άποψη αμφισβητείται από αρκετούς ιστορικούς που υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει σχέση μεταξύ των οικογενειών Βενιζέλου και Κρεββατά. Να σημειωθεί ότι το 1912 ο Κωνσταντίνος Κρεββατάς, πολιτευτής και νομάρχης Μεσσηνίας, αμφισβήτησε την θεωρία περί συγγένειας της οικογένειάς του με αυτή του Βενιζέλου. Δεν αποκλείεται όμως ο παππούς του Ελευθερίου Βενιζέλου να ήταν ο Χατζή-Πέτρος Μπενιζέλος, έμπορος στα Κύθηρα που δεν είχε καμία σχέση με την οικογένεια Κρεββατά.
[3] Το όνομα του αξιωματικού είχε συζητηθεί αρκετές φορές στις συνεδριάσεις του Στρατιωτικού Συνδέσμου χωρίς όμως να είναι εξακριβωμένο ποιος τον πρότεινε. Στο πρωτόκολλο που είχε υπογραφεί μεταξύ των πρώτων μελών του Συνδέσμου αναφερόταν σε συγκεκριμένο άρθρο ότι «μόλις επικρατούσε ο Σύνδεσμος θα ανέθετε στο Βενιζέλο την πρωθυπουργία». Οι Βεντήρης και Ασπρέας υποστηρίζουν ότι προτάθηκε από τον Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη, γεγονός που αμφισβητεί ο Θ. Πάγκαλος, που αναφέρει ότι ο Ζυμβρακάκης ήταν αντίθετος με την πρόσκληση Βενιζέλου. Επίσης υποστηρίζεται ότι προτάθηκε από τον λοχαγό Κ. Σάρρο. Κατά τον Γ. Φιλάρετο ο Βενιζέλος προωθήθηκε στην ελληνική πολιτική σκηνή μετά από συνεργασία του Άγγλου πρέσβη στην Αθήνα Έλλιοτ και του Άγγλου προξένου στα Χανιά.
[4] Σύμφωνα με αυτή δεν τήρησε το άρθρο 107 του Συντάγματος του 1864, το οποίο ζητούσε η πράξη για αναθεώρηση του Συντάγματος να ψηφιστεί σε δύο συνεχείς βουλευτικές περιόδους και όχι σε δύο συνεδριάσεις της Βουλής. Επίσης αν και είχαν καθοριστεί οι διατάξεις που έπρεπε να αναθεωρηθούν, συμπεριλήφθηκαν όλες οι διατάξεις του Συντάγματος του 1864, εκτός από τις θεμελιώδεις, ενώ παραβιάστηκε και η αρμοδιότητα της Βουλής, ως προς την αρμοδιότητα της τελευταίας να έχει την πρωτοβουλία των τροποποιήσεων, καθώς συστήθηκε ειδική επιτροπή, στις συνεδριάσεις της οποίας συμμετείχε ο Βασιλιάς Γεώργιος Α'.
Πηγή
Ελληνική Βικιπαίδεια