22 Ιαν 2009

Η ανακάλυψη της αρχαίας Έμπλας

«Καταπληκτικό» χαρακτηρίζει συχνά το εμπόριο τα προσφερόμενα είδη. Οι επιστήμονες όμως αποφεύγουν τέτοιες ηχηρές εκφράσεις. Όμως κατ’ εξαίρεση ο επιστημονικός κόσμος δε δίστασε να χαρακτηρίσει ως καταπληκτικά τα όσα έφεραν στο φως οι ανασκαφές της Έμπλας. Τις αποκάλεσαν «η αρχαιολογική ανακάλυψη του αιώνα» ή «αρχαιολογικό γεγονός ισάξιο με την ανεύρεση των κυλίνδρων της Νεκράς Θάλασσας».
Μια αρχαιολογική ανακάλυψη σε τι συνίσταται; Στο να έρθει στο φως κάποιος χαμένος πολιτισμός; Να ανακαλυφθεί μια γλώσσα, ως τώρα άγνωστη; Στο να προωθηθεί η ιστορική γνώση κατά μια χιλιετία πιο πίσω, ώστε να αναγκαστούν οι εκπαιδευτικοί να ξαναγράψουν τα διδακτικά τους βιβλία; Η Έμπλα είναι κάτι πιο πολύ από όλα αυτά μαζί. Οι ανακαλύψεις στη βόρεια Συρία σχετίζονται άμεσα με τους πολιτισμούς και τις γλώσσες των εποχών πριν την Παλαιά Διαθήκη, που όμως σχετίζονται με τον κόσμο της Βίβλου.
Μερικές από τις 16.000 πινακίδες με σφηνοειδή γραφή που ανασκάφτηκαν στην Έμπλα και μεταφράστηκαν, περιέχουν:
- Αναφορά σ’ ένα Θεό, που το όνομά του έχει την ίδια ρίζα με το «ΓΧΒΧ» της Π. Διαθήκης.
- Μνεία διαφόρων βιβλικών πόλεων, όπως Σόδομα, Γόμορρα και Ιερουσαλήμ, πολύ πριν τα αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη.
- Έναν πρόγονο του Αβραάμ, τον Έβερ (Γένεση 10:24-25), ο οποίος δεν πρέπει να ήταν απλώς πρόσωπο ιστορικό, αλλά και βασιλιάς της Έμπλας κατά την εποχή της μεγαλύτερης επέκτασής της.
- Ονόματα όπως Αδάμ, Ισραήλ, Δαβίδ, που εμφανίζονται για πολίτες της Έμπλας, 1.000 χρόνια πριν τα ονόματα αυτά αναφερθούν στην Αγία Γραφή.
Ήδη από το 1964 ένας νεαρός καθηγητής της Αρχαιολογίας της Μέσης Ανατολής στο πανεπιστήμιο της Ρώμης, ο Παύλος Ματτίε, είχε φτάσει στη Συρία με μια μικρή αρχαιολογική ομάδα για να ερευνήσει μια περιοχή που γενικά ήταν απαράδεκτο, γιατί δεν υποσχόταν πολλά: ένα άθροισμα γηλόφων στη ΒΔ Συρία. Βέβαια αυτοί οι λόφοι (ή τελλ, όπως τους λένε εκεί κατά την αραβική ορολογία) υποδηλώνουν την ύπαρξη ερειπίων αρχαίων πολιτισμών. Όμως μεγάλος αριθμός παρόμοιων λόφων στην Αίγυπτο και στη Μεσοποταμία (τα μεγάλα αυτά βασίλεια της Μ. Ανατολής) περίμεναν να ανασκαφούν, ώστε οι συνάδελφοι του απορούσαν για το ενδιαφέρον του Ματίε για τα ΒΔ της «Εύφορης Ημισελήνου».
Ο Ματτίε ξεκίνησε την ανασκαφή από το μεγαλύτερο λόφο, περί τα 30 χλμ. νότια από το Χαλέπι της Συρίας. Οι ντόπιοι τον αποκαλούσαν Τελλ Μαρντίχ και είναι ένα ύψωμα 150 περίπου μέτρων πάνω από τη συριακή πεδιάδα και απλώνεται σε 560 στρέμματα πάνω της. Γιατί αυτός ο γήλοφος ήταν τόσο εκτεταμένος; Πριν από 4.000 χρόνια, εκεί ήταν η μητρόπολη της Έμπλας, πρωτεύουσα ενός τεράστιου κράτους που απλωνόταν από την Αίγυπτο μέχρι την Ασσυρία και ακόμα πιο πέρα. Κατά περίεργο τρόπο, κάθε πληροφορία για την Έμπλα εξαφανίστηκε, έτσι ώστε ο νεαρός Ιταλός αρχαιολόγος δεν ήξερε ούτε το όνομα της αρχαίας τοποθεσίας που ανέσκαπτε.
Ο Τελλ Μαρντίχ με μεγάλη βραδύτητα αποκάλυπτε τα μυστικά του. Μετά από 4 ετήσιες εξορμήσεις η ιταλική αρχαιολογική αποστολή ανακάλυπτε ένα άγαλμα με επιγραφή που έγραφε ότι το αφιέρωνε στην Εστάρ, θεά της γονιμότητας, ο Ίμπιτ-Λιμ, βασιλιάς της Έμπλας. Έτσι επιτέλους διαπιστώθηκε ότι ο Τελλ Μαρντίχ ήταν η αρχαία Έμπλα, πόλη σχεδόν άγνωστη στους αρχαίους ιστορικούς. Σε μερικές σφηνοειδείς επιγραφές, οι Ακκάδιοι (από τα παλαιότερα κράτη της Μεσοποταμίας) καυχιόνταν ότι είχαν καταλάβει ένα μέρος που λεγόταν Έμπλα. Επειδή όμως εκατοντάδες άλλες πινακίδες ανέφεραν την πόλη αυτή παρεμπιπτόντως, είχε σχηματιστεί η εντύπωση ότι δεν επρόκειτο παρά για ένα μεγάλο χωριό.
Τελικά η επιμονή κι η υπομονή των Ιταλών αμείφθηκε. Μετά δεκαετείς ανασκαφές ο Ματτίε και οι συνεργάτες του έφεραν στο φως ευρήματα πολύ πιο σημαντικά από τα συνηθισμένα κεραμικά αντικείμενα, όπως εργαλεία, κοσμήματα κα. Το 1974 συνάντησαν ένα αρχείο από 42 πινακίδες με σφηνοειδείς επιγραφές, δηλαδή με το γραφικό σύστημα που πρώτη φορά αναπτύχθηκε στη Μεσοποταμία. Τον επόμενο χρόνο κατά την ανασκαφή της ακρόπολης ή του ανακτόρου, ανακάλυψαν δυο αίθουσες γεμάτες με 16.000 ενεπίγραφες πινακίδες. Επρόκειτο για τα βασιλικά αρχεία της Έμπλας. Ο αρχαιολογικός αυτός θησαυρός θα απαιτήσει δεκαετίες για να διαβαστεί και να εξηγηθεί.
Πάντως μερικές επιγραφές άρχισαν αμέσως να μεταφράζονται. Ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Ρώμης, Ιωάννης Πεττινάτο, άρχισε να αποκρυπτογραφεί τις πήλινες πινακίδες. Πριν από 100 χρόνια το έργο αυτό θα θεωρείτο αδύνατο. Έχει όμως τόσο πολύ προχωρήσει η γλώσσα μας ως προς τις αρχαίες γλώσσες της Μ. Ανατολής, ώστε ο Πεττινάτο μπόρεσε να διαβάσει τα Σουμεριακά των επιγραφών, δηλαδή την παλαιότερη γραπτή γλώσσα του λαού που ανέπτυξε τον παλαιότερο πολιτισμό που ξέρει η Ιστορία.
Η Έμπλα δεν ήταν ακρόπολη σουμεριακή. Η Σουμερία βρίσκεται 800 χλμ. πιο μακριά, στον κάτω ρου του Ευφράτη. Το ζήτημα όμως γρήγορα διευκρινίστηκε. Στο 20% περίπου των πινακίδων ο Πεττινάτο ανακάλυψε σφηνοειδείς χαρακτήρες που δεν ανήκαν στη γλώσσα των Σουμερίων, αλλά σε μια μέχρι τώρα άγνωστη ΒΔ σημιτική γλώσσα, που την ονόμασε Παλαιοχαναανιτική.[1] Προφανώς οι γραφείς της Έμπλας παρέλαβαν το γραφικό σύστημα που είχε αναπτυχθεί στη Σουμερία, δηλαδή τη σφηνοειδή γραφή, σαν όργανο της δικής τους γλώσσας, όπως το λατινικό αλφάβητο εξυπηρετεί τη γαλλική, τη γερμανική ή την αγγλική γλώσσα.
Εκείνο που δίνει τόσο εξαιρετική σπουδαιότητα στο εύρημα αυτό, δεν είναι τόσο η ανακάλυψη μιας χαμένης αρχαίας γλώσσας, όσο η παλαιότητα της γλώσσας αυτής. Από το αρχαιολογικό στρώμα όπου βρέθηκαν, καθώς και από τις πληροφορίες που οι πινακίδες αυτές παρείχαν, οι Ιταλοί αρχαιολόγοι τις χρονολογούσαν στην Προτεραία Ορειχάλκινη Εποχή IV, δηλαδή το 2400-2250 π.Χ. Προηγούνται λοιπόν του πιο παλαιού κειμένου της Π. Διαθήκης, το λιγότερο κατά 1.000 χρόνια. Όμως κατασκευάστηκαν σε περιοχή που αναφέρεται στη Βίβλο, ώστε να γίνονται φανερές μερικές αντιστοιχίες ανάμεσα σε ονόματα, τόπους και θεσμούς των πινακίδων της Έμπλας και των παλαιότερων βιβλίων της Π. Διαθήκης.
Τι λένε οι πινακίδες;
Οι Ματτίε και Πεττινάτο λένε ότι θα χρειαστούν 200 χρόνια για να ολοκληρωθεί η εξερεύνηση του τελλ Μαρντίχ και των γειτονικών συριακών θέσεων και να μελετηθούν καλά τα ευρήματα. Ήδη έχουν μεταφραστεί αρκετές επιγραφές του βασιλικού αρχείου κι έτσι επιτεύχθηκε η κατάταξη των πινακίδων στις εξής κατηγορίες:

Κείμενα Οικονομικά και Διοικητικά
Είναι πολύ περισσότερα από όσα θα περίμενε κανείς. Αν ο δικός μας πολιτισμός καταστρεφόταν απότομα, ενώ όλα τα γραπτά δεδομένα θα διατηρούνταν ώστε να ανακαλυφθούν έπειτα από χιλιάδες χρόνια, την πιο ογκώδη κατηγορία θα αποτελούσαν η εμπορική αλληλογραφία, τα γράμματα, οι επιταγές, τα λογιστικά βιβλία, οι διαφημίσεις κα. Όμως οι πινακίδες της Έμπλας περιλαμβάνουν καταλόγους συσσιτίων κι απογραφών, φορολογικούς πίνακες, καταμετρήσεις ζώων και συγκομιδής σταριού και κυρίως περίπλοκους υπολογισμούς διεθνούς εμπορίου μετάλλων και υφασμάτων (κυριότερων εξαγώγιμων ειδών της Έμπλας), που δείχνουν τους καταπληκτικά εκτεταμένους εμπορικούς και πολιτικούς ορίζοντες της Έμπλας που έφταναν από το Σινά και τα αιγυπτιακά σύνορα, ΝΔ, μέχρι τη Μεσοποταμία ανατολικά και τις πηγές του Τίγρη στα βόρεια.
Κανείς απ’ τους ιστορικούς που ασχολήθηκαν με τη Μ. Ανατολή δεν είχε φανταστεί τόσο εκτεταμένο εμπόριο σε τόσο αρχαίους χρόνους και μάλιστα από εμπορικό κέντρο που μόλις πριν από 40 χρόνια θεωρείτο ως τόπος που είχε κατοικηθεί μόνο από νομαδικές φυλές. Μια πινακίδα ανεβάζει τον πληθυσμό της Έμπλας την εποχή εκείνη στον απίστευτο αριθμό των 260.000 κατοίκων. Όμως, ο πληθυσμός αυτός πρέπει μάλλον να ήταν απλωμένος σε ολόκληρο το κράτος παρά μόνο στην πόλη.

Κείμενα Επιστημονικά και Γεωγραφικά
Αυτά περιλαμβάνουν σχολικά μαθήματα, καταλόγους κτηνών, ψαριών και πουλιών, καταγραφή τόπων και επαγγελμάτων, καθώς και άλλο υλικό που θυμίζει πολύ παρόμοιους καταλόγους που προέρχονται από τη Μεσοποταμία.

Κείμενα Ιστορικά
Αφορούν πλήθος λεπτομερειακών πληροφοριών για το διοικητικό σύστημα της Έμπλας και τις εξωτερικές σχέσεις της. Είναι φανερό ότι επικεφαλής του κράτους ήταν ένας βασιλιάς και η βασίλισσά του απολάμβανε την ίδια τιμή. Ο πρωτότοκός τους, ο διάδοχος, ασχολείτο με την εσωτερική διοίκηση, ενώ ο δευτερότοκος φρόντιζε για τις εξωτερικές υποθέσεις. Παράλληλα ένα σώμα από δημογέροντες είχε κάποια σημαντική πολιτική ισχύ.
Τα κείμενα αναφέρονται ακόμα στις πιο σημαντικές διαμάχες με τους ανατολικούς γείτονές τους. Αν και οι κάτοικοι της Έμπλας προτιμούσαν να συναλλάσσονται παρά να πολεμούν, ήταν και περιπτώσεις που εμπλέκονταν σε πόλεμο. Κάποτε π.χ. η πόλη Μάρι (επί του Ευφράτη, στα μισά της απόστασης από τη Μεσοποταμία) σταμάτησε να καταβάλει φόρο στην Έμπλα και τότε ο στρατός της εξόρμησε προς τα ανατολικά, μπήκε στη Μάρι και συγκέντρωσε 2.700 κιλά ασήμι μαζί με 400 γραμμάρια χρυσάφι, προφανώς καθυστερούμενους φόρους μαζί με τους τόκους.
Αυτές όμως οι βίαιες ενέργειες ανησύχησαν τον Σαργών, το μεγάλο βασιλιά της Ακκάδ στη Μεσοποταμία, ο οποίος έστειλε τα στρατεύματά του στον Ευφράτη να μπουν στη Μάρι και να τιμωρήσουν την Έμπλα. Η στιγμή για την Έμπλα ήταν δύσκολη, έως ότου ο νέος βασιλιάς της, κάποιος Έμπρουμ ή Έμπριμ, με τολμηρή ενέργεια ανέκτησε τη Μάρι. Ο Έμπρουμ πέτυχε να επεκτείνει το κράτος της Έμπλας σε σημείο που να κάνει φόρου υποτελή και αυτήν την υπεροπτική Ακκάδ, καθιστώντας μεγαλύτερη δύναμη της αρχαίας Μ. Ανατολής των χρόνων εκείνων, την Έμπλα που μέχρι πριν από μερικά χρόνια παρέμενε τελείως άγνωστη.
Τέλος, ένας μεταγενέστερος Ακκάδιος βασιλιάς, ο Ναράμ-Σιμ, πολιόρκησε την Έμπλα, διέρρηξε τα τείχη της και την πυρπόλησε, θέτοντας τέρμα στην ιστορία της πόλης και ολόκληρου του κράτους της, μέχρι το 1968 μ.Χ.

Κείμενα Νομικά
Καλύπτουν πολλούς τόμους από συμβόλαια μέχρι εγκλήματα. Το πρόστιμο για μοιχεία με τη γυναίκα άλλου ήταν τρία βόδια, η απαγωγή όμως κοπέλας επέσυρε το θάνατο. Η πολυγαμία ήταν επιτρεπτή, τουλάχιστον για το βασιλιά κι αναφέρεται ένας βασιλιάς που είχε 38 γιους.

Κείμενα Λογοτεχνικά
Έχουν περιεχόμενο θρησκευτικό ή μυθολογικό, όπως γενικά συμβαίνει με τα παρόμοια αρχαία κείμενα της Μ. Ανατολής. Θεότητες της Μεσοποταμίας, όπως ο Ένκι ή ο θεός της καταιγίδας Ένλιλ, απαντώνται στα κείμενα αυτά, καθώς και 500 άλλες θεότητες, ανάμεσα στις οποίες κι ο Δαγών, που ο ναός του στην Παλαιστίνη γκρεμίστηκε αργότερα από τον Σαμψών (Κριτές 16:23-30). Ιερείς και ιέρειες ιερουργούσαν σε ναούς των σημιτικών θεών της Έμπλας και οι ύμνοι τους βρίσκονται χαραγμένοι στις πινακίδες. Τα λογοτεχνικά κείμενα περιλαμβάνουν και παροιμίες.

Λεξικό με αντιστοιχία λέξεων
Περιλαμβάνει 32 δίγλωσσα λεξικά με μεταφράσεις από τα σουμερικά στη γλώσσα της Έμπλας. Είναι φανερό ότι οι γραφείς της Έμπλας ήταν δίγλωσσοι, όπως και όλος ο πληθυσμός. Τα λεξιλόγια αυτά (τα παλαιότερα από όσα μνημονεύει η Ιστορία) επέτρεψαν στον Πεττινάτο να κάνει γρήγορα μετάφραση της νέας αυτής γλώσσας. Μερικοί όροι έχουν διαφορετικές ρίζες στην καθεμία από τις δυο αυτές σημιτικές γλώσσες. Π.χ. ο «βασιλιάς» στα σουμερικά είναι «εν», ενώ στη γλώσσα της Έμπλας είναι «μαλίκ».[2] Άλλες λέξεις δείχνουν επίδραση των σουμερικών, όπως η «μητέρα» στα σουμερικά είναι «αμάμου» και στη γλώσσα της Έμπλας είναι «αμούμου».

Η Βίβλος και οι πινακίδες
Δεδομένου ότι η Γένεση και άλλα από τα πρώτα βιβλία της Αγίας Γραφής γράφτηκαν τουλάχιστον 1.000 χρόνια αργότερα από αυτές τις πινακίδες, δεν θα περίμενε κανείς μεγάλη σχέση ανάμεσα στις νέες αυτές ανακαλύψεις και στη Βίβλο. Όμως η Π. Διαθήκη εξιστορεί γεγονότα που έγιναν πολύ πριν αναγραφούν σ’ αυτήν. Ο Αβραάμ πρέπει να μετακινήθηκε από τη Μεσοποταμία στη Χαναάν, 3 ή 4 εκατονταετηρίδες μετά την πτώση της Έμπλας.
Οι πινακίδες που ανακαλύφθηκαν στην Έμπλα σχετίζονται πολύ με τις βιβλικές αφηγήσεις, αυξάνοντας σημαντικά το παγκόσμιο ενδιαφέρον γι’ αυτήν την ανακάλυψη. Οι κάτοικοι της Έμπλας ήταν πολυθεϊστές και όχι μονοθεϊστές όπως οι Εβραίοι. Όμως μια από τις θεότητές τους αποκαλείται Ιλ ή Ελ, που είναι και η κύρια ρίζα για τον όρο «θεός». Επιπλέον «ελ» είναι ένας από τους εβραϊκούς όρους για το Θεό.
Το ιερό και μη προφερόμενο εβραϊκό όνομα για το Θεό στην Π. Διαθήκη είναι ΓΧΒΧ και η πιθανή ρίζα του ονόματος αυτού εμφανίζεται στις πινακίδες. Κατά τη βασιλεία του Έμπρουμ, του κατακτητή βασιλιά, η θεότητα Για κυριαρχεί στις πινακίδες, καθώς και ονόματα Ισραήλ (Ισρα-Για) και Μιχαήλ (Μικα-Για), ενώ έως τώρα το γλωσσικό στοιχείο Για ήταν άγνωστο έξω από τον αρχαίο Ισραήλ.
Και άλλα ονόματα πολιτών της Έμπλας εμφανίζονται στις πινακίδες, τα οποία ποτέ δεν είχαν βρεθεί έξω από τη Βίβλο. Αλλά και στην Π. Διαθήκη ένα μόνο πρόσωπο αναφέρεται με το καθένα από τα ονόματα αυτά, όπως: Αδάμ, Αβραάμ, Ησαύ, Σαούλ και Δαβίδ, επιπλέον από αυτά για τα οποία ήδη μιλήσαμε, δηλαδή Ισραήλ και Μιχαήλ.
Αλλά τι έχουμε να πούμε για το βασιλιά Έμπρουμ; Στη γλώσσα της Έμπλας, το όνομά του μπορεί να διαβαστεί με δυο τρόπους. Αν η σωστή ανάγνωση είναι Έμπρουουμ, αυτό μπορεί να συμπίπτει με τον Έβερ (Γένεση 10:24-25, 11:14-17), που ήταν γενάρχης των Εβραίων, πρόγονος του Αβραάμ. Αν πάλι η σωστή ανάγνωση του ονόματος είναι Έμπριουμ, θα πρέπει να σημαίνει Εβραίος. Όπως και να έχει, ορισμένοι αρνητικοί «κριτικοί της Π. Διαθήκης» (που θεωρούσαν συμβολικά ή μυθικά πολλά από τα πρόσωπα των πρώτων 12 κεφαλαίων της Γένεσης) θα πρέπει να επανεξετάσουν τα συμπεράσματά τους. Στο περιοδικό «Time» αναφέρονται (18 Οκτωβρίου 1976) τα εξής λόγια του David Noel Freedman, καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν: «Πάντοτε εκλαμβάναμε τον Έβερ σαν πρόσωπο συμβολικό. Κανείς δεν τον θεωρούσε σαν ιστορικό πρόσωπο, έως ότου βρέθηκαν αυτές οι πινακίδες».
Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η μνημόνευση βιβλικών τοπωνυμίων που η αρνητική κριτική τα θεωρούσε μυθικά. Στις πινακίδες της Έμπλας βρίσκονται για πρώτη φορά τοπωνύμια που ποτέ δεν είχαν απαντηθεί σε κείμενα έξω από τη Βίβλο. Όταν τα Σόδομα και τα Γόμορρα καταστράφηκαν από φωτιά και θειάφι, ο Λωτ κατέφυγε σε μια πόλη που λεγόταν Σηγώρ (στα εβραϊκά Τσαόρ) (Γένεση 19:22), όνομα που απαντάται στις πινακίδες. Το ίδιο και με το όνομα Σαλήμ (την πόλη του Μελχισεδέκ), τη Λαχείς, τη Μεγιδδώ, την Ασώρ, τη Γάζα, τη Δωρ, το Σινά, την Ασταρώθ και την Ιόππη. Αναφέρεται επίσης μια τοποθεσία «Ουρουσαλίμα», που δεν μπορεί παρά να είναι παλαιότερος χαρακτηρισμός για την Ιερουσαλήμ.
Η Ουρ, η περίφημη σουμερική πόλη της Ν. Μεσοποταμίας, όπου έγιναν συστηματικές ανασκαφές, έχει γενικά αναγνωριστεί σαν ο τόπος από όπου ξεκίνησε ο Αβραάμ, παρόλο που μερικοί ερευνητές δέχονταν μια τοποθεσία βορειότερη. Πρέπει να υπήρξαν δυο αρχαίες πόλεις που έφεραν το όνομα Ουρ, επειδή μια από τις πινακίδες της Έμπλας περιγράφει μια Ουρ που βρισκόταν στη Χαρράν, στα βόρεια της Εύφορης Ημισελήνου. Ο Αβραάμ, ταξιδεύοντας για τη Χαναάν, σταμάτησε στη Χαρράν, κοντά στην Έμπλα. Ενδέχεται, λοιπόν, ο Πατριάρχης να καταγόταν από τα βόρεια και όχι από τα νότια της Μ. Ανατολής.
Άλλοι αξιοπρόσεκτοι συσχετισμοί με την Π. Διαθήκη περιλαμβάνουν αναφορά βασιλέων των χρόνων εκείνων που είχαν χριστεί με λάδι, όπως βλέπουμε κατά τις στέψεις, στη Βίβλο. Η περιγραφή της Δημιουργίας στις πινακίδες της Έμπλας αναφέρει τον ουρανό, τη γη, τον ήλιο και τη σελήνη κατά τη βιβλική σειρά, ενώ μια άλλη πινακίδα μαρτυρεί ότι ένας μεγάλος κατακλυσμός εξαπολύθηκε από τον Ένλιλ, το θεό της καταιγίδας και ότι ο κατακλυσμός αυτός πλημμύρισε τη περιοχή βρέχοντας 6 ημέρες.
Αφού το 95% των βασιλικών αρχείων της Έμπλας δεν έχουν ακόμα μεταφραστεί, μπορεί να υποτεθεί, με βάση αυτά που μέχρι τώρα δεδομένα ότι πρέπει να αναμένονται καταπληκτικές αποκαλύψεις από τα μη αποκρυπτογραφημένα σφηνοειδή σημεία των πινακίδων. Πάντως δεν πρέπει να υπερεκτιμώνται τα συριακά αυτά ευρήματα. Οι καθηγητές Ματτίε και Πεττινάτο, όταν ανάγγειλαν τις ανακαλύψεις τους στον Άγιο Λουδοβίκο των Η.Π.Α. μπροστά σε επιστημονικό ακροατήριο, εξήγησαν ότι οι ανασκαφές της Έμπλας δεν πρέπει να θεωρηθούν σαν το οριστικό κλειδί για την απόδειξη της ιστορικότητας ή μη των αφηγήσεων της Π. Διαθήκης. Η διστακτικότητα αυτή ήταν μέτρα πρόνοιας των δύο Ιταλών επιστημόνων, που δεν ήθελαν να προωθήσουν περισσότερο τα συμπεράσματά τους. Επέστρεψαν στο Ίδρυμα Μεσοανατολικών Σπουδών στη Ρώμη και επιδόθηκαν δραστήρια στη μετάφραση των πινακίδων πριν εξορμήσουν ξανά το καλοκαίρι στη Συρία.
Αναμφίβολα η αρχαία ιστορία της Μ. Ανατολής θα περιλάβει ήδη πολλά καινούργια στοιχεία και συγχρόνως η βιβλική έρευνα θα γνωρίσει νέα φάση χάρις στα συριακά ευρήματα. Όταν ο Πεττινάτο, κατά τη διάλεξή του στον Άγιο Λουδοβίκο, ρωτήθηκε κατά πόσο οι πινακίδες της Έμπλας θα συντελέσουν στο να θεωρηθούν απαρχαιωμένες οι θεωρίες που σήμερα ισχύουν σχετικά με την προέλευση και ερμηνεία του πρώτου βιβλίου της Π. Διαθήκης, δεν το αρνήθηκε, αλλά απάντησε «ίσως».
Η απάντηση αυτή έχει κάποια δικαιολογία. Μέχρι τώρα η Μεσοποταμία θεωρείτο το λίκνο του αρχαίου εβραϊκού πολιτισμού. Τώρα αυτό το λίκνο άρχισε να αιωρείται. Στις τέφρες του αρχαίου συριακού κράτους, που άλλοτε στεκόταν ισότιμα με αυτό του Σαργών του Μεγάλου, πινακίδες γραμμένες στην παλαιότερη γνωστή σημιτική γλώσσα ώθησαν τον κόσμο της αρχαιότητας μια χιλιετία πιο πίσω. Αν οι κάτοικοι της Έμπλας υπήρξαν πρόγονοι των Εβραίων, τότε και ο πολιτισμός τους πρέπει να έχει προέλθει από τον πολιτισμό της Έμπλας.
Σωστά έχει διαπιστωθεί ότι τα ευρήματα της Έμπλας αποτελούν τη μεγαλύτερη αρχαιολογική ανακάλυψη της γενιάς μας, αν όχι του περασμένου αιώνα.
από τον Paul Maier
καθηγητή της Ιστορίας στο
πανεπιστήμιο του Δ. Μίσιγκαν

[1] Αν η ονομασία αυτή θα μείνει ή θα παραχωρήσει τη θέση της στον όρο «Εμπλαϊκή», θα το δείξει το μέλλον.
[2] Φανερή ομοιότητα με το μεταγενέστερο εβραϊκό «μέλεχ». Φαίνεται ότι η γλώσσα αυτή ήταν η πιο σημαντική βόρεια σημιτική ρίζα της εβραϊκής γλώσσας.

7 Ιαν 2009

Αύγουστος Κοντ

Στις αρχές του 19ου αιώνα η θετική ιστορική έρευνα φέρνει βαθειά τα ίχνη των επιδράσεων τόσο του Rousseau και του Herder, όσο και των ρομαντικών. Είναι η εποχή που εμφανίζεται ο Αύγουστος Κοντ (Comte), Γάλλος θετικιστής φιλόσοφος, εισηγητής της επιστήμης της Κοινωνιολογίας. Γεννήθηκε σε αυστηρό οικογενειακό κύκλο Καθολικών, στο Μονπελιέ το 1798. Η οικογένειά του ήταν αφοσιωμένη ολόψυχα στο δόγμα των Καθολικών. Τις πρώτες του σπουδές τις ολοκλήρωσε στο Μονπελιέ, όπου σαν παιδί διακρίνεται για τον ανεξάρτητο χαρακτήρα και τη μοναδική του φιλομάθεια.
Στα 14 ακόμα χρόνια του έχει τοποθετηθεί στην ανάγκη μιας ριζικής όσο και παγκόσμιας φιλοσοφικής ανατοποθέτησης (αναγέννησης).
Το 1814, σε ηλικία 16 ετών, έρχεται στο Παρίσι και εγγράφεται στην Πολυτεχνική Σχολή, όπου παραμένει δύο χρόνια. Επεκτείνει τις σπουδές του στη Βιολογία και την Ιστορία και αποκτά ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση. Ωστόσο, μετά τη μάχη του Βατερλό η λειτουργία της Σχολής απαγορεύτηκε λόγω των φιλικών προς τον Ναπολέοντα ιδεών της και ο ίδιος ο Κοντ, που συμμεριζόταν τις ιδέες αυτές, αναγκάζεται να επιστρέψει στο Μονπελιέ. Το βαρύ καθολικό περιβάλλον του σπιτιού του, τον ξαναφέρνει στο Παρίσι. Τώρα όμως είναι χωρίς πόρους και οικονομική βοήθεια. Παραδίδει μαθήματα σε νεαρούς υποψήφιους και κατορθώνει να ζει. Το 1817 ο Κοντ σχετίζεται με το Γάλλο στρατηγό του μηχανικού Bernard, ο οποίος εκτιμά την ιδιοφυία του Κοντ και τον καλεί στην Αμερική, όπου είχε αναλάβει τη στρατιωτική οργάνωση του νεοσύστατου (1776) κράτους. Σε ηλικία 19 ετών ο Κοντ μαθαίνει αγγλικά και προορίζεται για καθηγητής της γεωμετρίας στην εκεί Πολυτεχνική Σχολή. Το Πολυτεχνείο τελικά δεν θα ιδρυθεί. Η μετάβαση του Κοντ στην Αμερική ματαιώνεται. Αλλά θα μείνει το κέρδος της εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας και ο Κοντ θα ριχτεί με μανία στο διάβασμα της πλούσιας αγγλοσαξονικής φιλολογίας σε θέματα πολιτικής και κοινωνιολογίας. Μεγάλο του ίνδαλμα, σαν ήθος και πνευματικό ανάστημα, είναι ο Βενιαμίν Φραγκλίνος.
Την εποχή εκείνη την Ευρώπη, με επίκεντρο το Παρίσι, διατρέχουν οι ιδέες και οι απόψεις του λεγόμενου γαλλικού ουτοπιστικού σοσιαλισμού. Ο Κοντ γνωρίζεται με το συγγραφέα τους και φιλόσοφο Σαιν Σιμόν, με τον οποίον συνεργάζεται (1817-24) και ο οποίος τον παίρνει σαν γραμματέα του το 1822, με μισθό 300 φράγκα το μήνα. Στη νεαρή αυτή ηλικία επιδίδεται στη συγγραφή φιλοσοφικών έργων. Η σειρά αυτή των νεανικών του έργων, που εκδόθηκαν μεταξύ του 1819 - 1826, προδιαγράφει σχεδόν πλήρως την ανάπτυξη των σκέψεών του που ακολούθησε. Το 1822 εκδίδει το σύγγραμμά του με τίτλο «Σύστημα της θετικής πολιτικής», έργο κοινωνικού προσανατολισμού, που αναστατώνει τους φιλελεύθερους και σοσιαλιστές κοινωνιολόγους της εποχής, αφού διδάσκει μια θέση εναντίον της ελευθερίας της συνείδησης και της έκφρασης της λαϊκής θέλησης. Πρόκειται για τις αρχές του Κοντ, που αργότερα θα ονομαστούν «κοινωνική οργανική ισορροπία». Το έργο τον κάνει μεν διάσημο, αλλά ο Σαιν Σιμόν τον απομακρύνει από κοντά του. Μετά τη ρήξη του με τον Σαιν Σιμόν, ο Κοντ ασχολείται αποκλειστικά με την ανάπτυξη των προσωπικών του αντιλήψεων. Το 1824 γράφει ένα σύγγραμμα με τίτλο «Φιλοσοφικές σκέψεις για την επιστήμη και τους επιστήμονες» και το 1826 ένα ακόμα σύγγραμμά του με τον τίτλο «Η πνευματική δύναμη».
Από το 1826 αρχίζει να παραδίδει ιδιωτικά μαθήματα φιλοσοφίας, που αναγκάζεται να διακόψει, επειδή προσβάλλεται από κρίση μελαγχολίας, που τον υποχρεώνει να καταφύγει στον ψυχίατρο Εσκιρόλ, ο οποίος αργότερα έγινε μαθητής του. Μπαίνει για τρεις μήνες σε αναρρωτήριο. Μετά από τρία χρόνια ξαναρχίζει να διδάσκει και την επόμενη χρονιά (1830) δημοσίευσε τον πρώτο τόμο του περίφημου έργου του «Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας» (Cours de Philosophie positive), που συμπληρώθηκε με πέντε ακόμα τόμους τα κατοπινά 12 χρόνια (1842). Ωστόσο, την εποχή εκείνη το έργο αυτό δε σημείωσε καμιά επιτυχία. Μάλιστα, η δημοσίευση του έργου αυτού γίνεται αφορμή να χάσει τη διδακτική του θέση στην Πολυτεχνική Σχολή. Η αίτησή του να γίνει και πάλι δεκτός ως καθηγητής των Μαθηματικών στην Πολυτεχνική Σχολή, απορρίπτεται και το μόνο που κατορθώνει είναι να διοριστεί εξεταστής και επόπτης των επανεξεταζόμενων φοιτητών. Αλλά και από εκεί σε λίγο εκδιώκεται. Βιοποριστικά υποφέρει.
Καθώς τα έργα του δεν είχαν αναγνωριστεί ακόμα, θα ζήσει μέχρι το θάνατό του με δωρεές και ενισχύσεις φίλων του, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλεγόταν και ο Άγγλος φιλόσοφος και οικονομολόγος Τζον Στιούρατ Μιλ, ο ιστορικός Γκροτέ και από τη Γαλλία ο φιλόσοφος Λιτρέ. Μετά το 1848, με την ίδρυση της θετικιστικής Εταιρείας και με τη διδασκαλία του στο Παλέ Ρουαγιάλ, η φήμη του άρχισε να εξαπλώνεται.
Η μελαγχολία τον χτυπά και πάλι. Η σύζυγός του, Καρολίν Μασέν τον εγκαταλείπει. Η ασθένεια κυριολεκτικά τον ταλαιπωρεί.
Το 1845 γνωρίζεται με την κυρία Clotilde de Vaux που πεθαίνει μεν το 1846, αλλά εμπνέει στον Κοντ ένα πολύ βαθύ συναίσθημα μυστικιστικού έρωτα. Ένα μοναδικό έντονο βίωμα που θα καταλάβει ολόκληρο το χώρο στο υποσυνείδητό του, σαν θρησκευτικότητα. Υπό την επίδραση του έρωτα αυτού, καταλαμβάνεται από την τάση να δώσει στη φιλοσοφία του μια μυστικιστική θρησκευτική επένδυση. Η τάση του αυτή φαίνεται στο σύγγραμμά του «Σύστημα της θετικιστικής πολιτικής ή πραγματεία της κοινωνιολογίας» (1851-54).
Ο Κοντ αλλάζει τελείως. Ο αρνητής γίνεται θρήσκος. Αυτός που πίστευε ότι η θρησκεία ανήκει στα ανεξέλικτα στάδια της ανθρώπινης ιστορίας και στους πρωτόγονους σταθμούς της οργανωμένης κοινωνίας, τώρα επικεντρώνεται στο να δημιουργήσει μια καινούργια θρησκεία. Και δημιουργεί πράγματι μια νέα θρησκεία. Την ονομάζει «Λατρεία της Ανθρωπότητας». Τη θέση της λατρείας του Θεού την παίρνει η λατρεία της ανθρωπότητας. Η ανθρωπότητα είναι το Μεγάλο Ον, ο Θεός ας πούμε. Ο τύπος της λατρείας είναι μυστικιστικός. Η νέα θρησκεία του Κοντ δεν έχει δόγματα, έχει όμως αυστηρά καθορισμένους τελετουργικούς τύπους, δικό της ημερολόγιο, δικά της μυστήρια και ιερείς. Διορίζει νέους αγίους, της εκλογής του φυσικά. Η ονομασία των μηνών και των ημερών γίνεται με τα ονόματα σπουδαίων ηρώων της ανθρωπότητας. Η λατρεία δεν είναι απαραίτητη να γίνεται σε κλειστούς χώρους. Ο ίδιος κρατάει για τον εαυτό του το μοναδικό μεγάλο τίτλο και αυτοανακηρύσσεται «Μέγας Αρχιερέας», κάτι σαν τον πάπα της Ρώμης.
Η θρησκεία του Κοντ θα δημιουργήσει θέματα και θα προβληματίσει έντονα, ιδίως τον Καθολικό κόσμο. Μια τάση θα αναφανεί σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό κυρίως χώρο. Ο πουριτανικός κόσμος της Διαμαρτύρησης δεν ταράζεται και πολύ.
Από το τελευταίο του έργο «Υποκειμενική σύνθεση ή γενικό σύστημα των ιδιαζόντων αντιλήψεων στην ανθρωπότητα» πρόφτασε νε τελειώσει μόνον τον 1ο τόμο. Ο θάνατος τον βρίσκει στις 5 Σεπτεμβρίου του 1857, να καταγίνεται έντονα με τη νέα του θρησκεία.
Ο Κοντ είναι ο θεμελιωτής ενός νέου φιλοσοφικού συστήματος, που ονομάζεται «θετικισμός» (Positivismus). Η σκέψη του διέπεται από ιδέες και τάσεις που φαινομενικά παρουσιάζονται αντιφατικές. Αν και είναι θαυμαστής της σκέψης του 18ου αιώνα (του Ντιντερό, του Καντ, των Σκωτσέζων φιλοσόφων και του Χιούμ), ο Κοντ ένιωθε παράλληλα συμπάθεια και πνευματική σύμπνοια με τους μυστικιστές του Μεσαίωνα. Θεωρούσε εκείνη την εποχή ως την τελευταία αρμονική και οργανωμένη περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας, που έπρεπε να χρησιμεύσει ως πρότυπο για την ανασυγκρότηση της κοινωνίας, την οποία είχε αποσυνθέσει η επανάσταση και η κριτική σκέψη. Κατά τη γνώμη του, αυτή η ανασυγκρότηση έπρεπε να επιχειρηθεί με νέες μεθόδους που θα εφαρμόζονταν στην κοινωνική ζωή με βάση τα συστήματα έρευνας της θετικής επιστήμης που, χωρίς να αγνοούν τις παραδοσιακές αξίες, θα χρησιμοποιούσαν τη θετικιστική σκέψη του προηγούμενου αιώνα για μια πρόοδο χωρίς κρίσεις. Έτσι σύμφωνα με τον Κοντ, η ηθική ανάπτυξη της ανθρωπότητας θα πρέπει να βασίζεται στην κοινωνιολογία. Με τον τρόπο αυτό ολοκληρώνεται το τελευταίο στάδιο της μακράς πορείας της ανθρωπότητας, που μεταβαίνει από τη θεολογική στην θετικιστική γνώση.
Οι θεμελιώδεις αντιλήψεις του είναι δύο: Πρώτον, ότι έχουμε μόνο γνώση των φαινομένων και δεύτερον, ότι η γνώση μας για τα φαινόμενα δεν είναι απόλυτη, αλλά σχετική. Η ανθρώπινη σκέψη δεν έχει προορισμό να εξετάζει την «ουσία» των φαινομένων και τις «αληθινές» αιτίες. Έργο της είναι να εξακριβώνει και να διατυπώνει τις μεταξύ των φαινομένων σχέσεις, σύμφωνα με την αλληλεξάρτηση και την ομοιότητά τους. Οι σχέσεις αυτές είναι σταθερές και αν πρόκειται για την αλληλεξάρτηση ονομάζονται «νόμοι», ενώ για την ομοιότητα λέγονται «έννοιες». Σκοπός της επιστημονικής γνώσης είναι να προβλέπουμε τα μελλοντικά γεγονότα που θα συμβούν, με βάση την εξακρίβωση των νόμων (savoir pour prevoir = να γνωρίζουμε για να προβλέπουμε).
Το δεύτερο σημαντικό σημείο της φιλοσοφίας του Κοντ είναι η θεωρία του για την κατανομή της ιστορίας της εξέλιξης του ανθρώπινου γένους σε τρία στάδια.
Το πρώτο στάδιο είναι το θεολογικό. Σύμφωνα με αυτό, η ανθρωπότητα πιστεύει ότι τα φαινόμενα δεν υπακούνε σε φυσικούς νόμους, αλλά ότι συμβαίνουν μετά από ενέργειες που πηγάζουν από θεϊκά όντα. Η πρώτη βαθμίδα του σταδίου αυτού είναι ο φετιχισμός, η δεύτερη ο πολυθεϊσμός και η τρίτη ο μονοθεϊσμός.
Το δεύτερο στάδιο της εξέλιξης είναι το μεταφυσικό. Σύμφωνα με αυτό, τη θέση της βούλησης των θεϊκών όντων καταλαμβάνουν οι «μεταφυσικές δυνάμεις», οι «μυστικές ιδιότητες» που ενυπάρχουν στη φύση, όπως η «θρεπτική δύναμη», η «ζωτική δύναμη» (vis vitalis) κλπ. Η φυσική πτώση των σωμάτων θεωρείται σαν «ορμή» για την επιστροφή του σώματος στο «φυσικό τόπο» του.
Στο τρίτο στάδιο, το θετικιστικό, η ανθρωπότητα καταλαβαίνει ότι οι μεταφυσικές δυνάμεις είναι πλαστές και ανύπαρκτες. Δεν ζητάει την ανακάλυψη της απόκρυφης ουσίας των όντων. Επιδιώκει να βρει, μέσα από την παρατήρηση και το πείραμα, τα φαινόμενα. Ζητάει να μελετηθούν άμεσα τα αίτια σύμφωνα με τους νόμους των σχέσεών τους και να εξακριβώσει κάτω από ποιες προϋποθέσεις συμβαίνει κάθε φαινόμενο.
Σύμφωνα με τον Κοντ, καθένα απ’ τα παραπάνω αναφερόμενα στάδια εξέλιξης της ανθρωπότητας συνδέεται με αντίστοιχες πολιτικές συνθήκες. Και γι’ αυτά ισχύει ο νόμος της τριαδικής εξέλιξης. Κι η κοινωνία περνάει μέσα από το θεολογικό και μεταφυσικό στάδιο και φτάνει στο θετικιστικό στάδιο. Κατά το θεολογικό στάδιο επικρατεί η φεουδαρχία, που στηρίζεται στη θεϊκή προέλευση του δικαιώματος των βασιλιάδων. Στο μεταφυσικό στάδιο, επικρατούν οι αντιλήψεις περί κοινωνικού συμβολαίου, περί ισότητας των ατόμων και περί λαϊκής κυριαρχίας. Η Γαλλική Επανάσταση στηρίχθηκε ακριβώς πάνω στις αντιλήψεις αυτές. Η πάλη μεταξύ φιλελευθερισμού και συντήρησης είναι στην ουσία πάλη μεταξύ θεοκρατικών και μεταφυσικών αντιλήψεων. Το θετικιστικό στάδιο εμπεριέχει μια επιστημονική ή κοινωνιολογική προσέγγιση της πολιτικής πραγματικότητας και οργάνωσης και αρχίζει τη στιγμή που τη διακυβέρνηση της ανθρώπινης κοινωνίας αναλαμβάνει η επιστήμη. Στο τελευταίο αυτό στάδιο, η αναζήτηση του τρόπου αντικαθιστά την αναζήτηση του αιτίου και ο άνθρωπος απελευθερώνει τη γνώση του από κάθε σκιά μυστηρίου. Διαχωρίζοντας τη θέση του από τους υπέρμαχους των δημοκρατικών διαδικασιών και συμφωνώντας με τον Πλάτωνα, ο Κοντ οραματίζεται μια κοινωνία, στην οποία κυρίαρχο ρόλο διακυβέρνησης θα αναλάμβανε μια επιστημονική ελίτ. Αυτοί με την επιστημονική τους γνώση, θα χρησιμοποιούσαν επιστημονικές μεθόδους και θα ασκούσαν ηθική και πνευματική επίδραση για να επιλύσουν τα κοινωνικά κι ανθρώπινα προβλήματα και να εξασφαλίσουν κοινωνική ισορροπία. Στα χέρια τους θα είναι η εκπαίδευση των νέων και ο έλεγχος της κοινής γνώμης. Σύμφωνα με τον Κοντ, η άσκηση της πραγματικής πολιτικής εξουσίας θα βρίσκεται στα χέρια αυτών που διευθύνουν τις μεγάλες οικονομικές επιχειρήσεις. Οι δυο συντελεστές της κοινωνικής προόδου είναι η Επιστήμη και η Οικονομία και η κοινωνική εξέλιξη βαδίζει προς το συνεχή εκβιομηχανισμό της ζωής. Φορέας της προόδου δεν είναι το άτομο, αλλά η κοινωνία και γενικότερα η ανθρωπότητα. Γι’ αυτό το ηθικό χρέος του ατόμου είναι να αφοσιώνεται με τον αλτρουισμό (δηλαδή φιλαλληλία) στην εξυπηρέτηση των κοινών συμφερόντων της ανθρωπότητας.
Αξιοσημείωτη είναι και η νέα ταξινόμηση των επιστημών, που εισήγαγε ο Κοντ. Η ταξινόμησή τους είναι τέτοια, ώστε από ένα επίπεδο αφαίρεσης μεταβαίνει σε ένα επίπεδο συγκεκριμενοποίησης και ολότητας: Μαθηματικά, Αστρονομία, Φυσική, Χημεία, Βιολογία και Κοινωνιολογία. Η ηθική εξαρτάται από την Κοινωνιολογία, η Κοινωνιολογία από τη Βιολογία (που μέρος της αποτελεί η Ψυχολογία), η Βιολογία από τη Χημεία, η Χημεία από τη Φυσική, η Φυσική από την Αστρονομία, η Αστρονομία από τα Μαθηματικά. Ο Κοντ αισθάνεται σαν έλλειψη της ταξινόμησής του την παράλειψη της Ψυχολογίας. Γι’ αυτό προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν μπορεί να υπάρξει η Ψυχολογία σαν ανεξάρτητη επιστήμη, επειδή είναι αδύνατον ο άνθρωπος να παρατηρήσει με ακρίβεια τα ψυχικά φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα του.
Ο Κοντ θεωρείται ιδρυτής της Κοινωνιολογίας (Sociologie). Θεωρεί ότι η επιστήμη αυτή ανακαλύπτει τους νόμους που διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις και ρυθμίζει το ηθικό και πολιτικό μέλλον και την διαιρεί σε στατική ή δυναμική. Η πρώτη εξετάζει την κοινωνία στην κατάσταση ισορροπίας μιας φάσης και ερευνά τους νόμους της συνύπαρξης των κοινωνικών φαινομένων, ενώ η δεύτερη εξετάζει την κοινωνία στην προοδευτική ανάπτυξη όλων των φάσεών της και ερευνά τους νόμους της εξέλιξης των κοινωνικών φαινομένων.
Η ηθική του Κοντ είναι αντι-εγωιστική. Το άτομο εξετάζεται πάντα στο πλαίσιο του κοινωνικού συνόλου, του οποίου αποτελεί μέρος και όχι την κοινωνική μονάδα, γιατί αυτή είναι η οικογένεια. Οι οικογενειακές μονάδες συγκροτούν την κοινωνία, όπως κι ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, που τον απαιτούν η ποικιλία των τάξεων και η ενότητα της κυβέρνησης. Η ατομική ιδιοκτησία είναι αναγκαία για την εξέλιξη της κοινωνίας και οι αντίθετες θέσεις των θεωρητικών του σοσιαλισμού κρίνονται από τον Κοντ ως αφηρημένες. Η κοινωνική δυναμική αφορά όλους τους ανθρώπους του παρόντος, του παρελθόντος και του μέλλοντος, που σχηματίζουν το Μέγα Είναι (Grand Être), του οποίου ο προορισμός ρυθμίζεται από το νόμο των τριών σταδίων. Στο 3ο στάδιο, η θετικιστική ηθική και πολιτική αποκαλύπτουν και πραγματοποιούν χωρίς περιττές απάτες, τις φυσικές αλτρουιστικές[1] και κοινωνικές τάσεις του ανθρώπου, επιβάλλοντας στους ανθρώπους την αγάπη και τον αμοιβαίο σεβασμό. Στο στάδιο αυτό, η μόνη θρησκεία είναι η θρησκεία της ανθρωπότητας, η τελευταία (ύστερα από τη θρησκεία του μονοθεϊσμού) που εκφράζει σε καθαρά ανθρωπιστικούς τύπους και λατρείες το περιεχόμενο της καθολικής πίστης.
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι, ενώ ως προς τη θεμελίωση του θετικιστικού του συστήματος πλησιάζει προς τους Άγγλους φιλοσόφους Χιούμ και Τζον Στιούαρτ Μιλ, αλλά ως προς την κοινωνική φιλοσοφία συμφωνεί σχεδόν τελείως με το Γερμανό Χέγκελ (Hegel) και εν μέρει με τον Φίχτε.
Εκτός από τα αξιόλογα «Μαθήματα», ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα έργα του «Λόγοι περί του θετικού πνεύματος» (1844), «Σύστημα θετικής πολιτικής» (1851-54), «Θετικιστική κατήχηση» (1852), «Γράμματα του Αύγουστου Κοντ στον Τζον Μιλ» (1877) και «Διαθήκη του Αύγουστου Κοντ» (1884). Πρωτότυπο πνεύμα της εποχής του που συστηματοποίησε τη σκέψη της εποχής του, ο Κοντ απέκτησε πολλούς συνεχιστές και μελετητές και τροφοδότησε αρκετές επιστήμες, όπως την ιστοριογραφία (Τεν, Ρενάν), τη λογοτεχνική κριτική και την αισθητική (Σαιν-Μπεθ, Τεν), τη Βιολογία (Μπερνάρ) και την κοινωνιολογία (Λεβί-Μπριλ, Ντιεκέμ).
Κλείνοντας το ιστορικό τούτο σημείωμα, αξίζει να σημειώσουμε ότι οι καινούργιες θρησκευτικές αντιλήψεις του Κοντ θα επηρεάσουν βαθειά το γνωστό Έλληνα Θεόφιλο Καΐρη. Σε απομίμηση του Κοντ, ο Έλληνας φιλόσοφος θα οργανώσει κι αυτός νέα θρησκεία που την ονομάζει Θεοσέβεια. Αλλά δεν θα έχει καμιά απήχηση πέρα από διενέξεις και φιλολογική αρθρογραφία στα έντυπα της εποχής. Σήμερα ο θετικισμός δεν διατηρείται με την αρχική του μορφή. Με τη σύγχρονη μορφή του επιζεί στο λεγόμενο «Κύκλο των στοχαστών της Βιέννης», Κάρναπ κλπ.
Η περίπτωση του Αύγουστου Κοντ δείχνει πόσο βαθειά θρησκευτική είναι η ανθρώπινη ψυχή, ώστε να μη μπορεί να ζήσει χωρίς Θεό, αλλά παράλληλα δείχνει πόσο αληθινά είναι τα λόγια του Κυρίου Ιησού: «Κάθε φυτεία, που δεν τη φύτεψε ο ουράνιος Πατέρας μου, θα ξεριζωθεί» (Ματθ.15:13).
Υπάρχουν, λοιπόν, κίνδυνοι για την Εκκλησία του Χριστού; Μα βέβαια υπάρχουν. Ας μη ψάχνουμε, όμως, να τους βρούμε έξω από το σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Ας τους εντοπίσουμε μέσα σ’ αυτήν, στον εαυτό μας, στο Εγώ μας...

[1] Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Κοντ είναι ο πρώτος που δημιούργησε και χρησιμοποίησε τον όρο αλτρουισμός (Altruismus).

3 Ιαν 2009

Οι ουρανοί διηγούνται...

«Οι ουρανοί διηγούνται ακόμα και σήμερα την ύπαρξη του Θεού». Η φράση αυτή αποτελεί την απάντηση στο πολύ παλιό ερώτημα: «Είναι αυτό το ίδιο το Σύμπαν μια τελική λύση, στοιχείο που ενεργεί και αποφασίζει το ίδιο, ή υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα, η θεότητα, που είναι πάνω και πέρα από αυτό, πριν από αυτό, που το δημιουργεί, το διαμορφώνει και το συντηρεί;»
Σήμερα, ο περισσότερος κόσμος πιστεύει ότι η επιστήμη απαντάει στο ερώτημα με έναν ειδικό τρόπο κι ο Χριστιανισμός με διαφορετικό. Κι όμως, αυτό που πιστεύει ο κόσμος απέχει πολύ από την αλήθεια! Στην πραγματικότητα, η επιστημονική έρευνα, που διεξήχθη στις τρεις περασμένες δεκαετίες, αποκάλυψε τη δημιουργική δραστηριότητα του Θεού, αλλά και απέδειξε την τέλεια αρμονία που υπήρχε πάντα ανάμεσα στα φυσικά φαινόμενα και τη Βιβλική αποκάλυψη των ιδιοτήτων του Θεού.
Μέρος του προβλήματος έγκειται στους επιστήμονες και στις θεωρίες τους, που βασίζονται στην επιστήμη τους ή στη φύση. Ένα άλλο μέρος του προβλήματος έγκειται στο κενό του χρόνου που μεσολαβεί μεταξύ των ευρημάτων της έρευνας και της ανάλυσής τους, καθώς και μεταξύ της ανάλυσης και της αποδοχής, αλλά και μεταξύ της αποδοχής και της μετάδοσης των ευρημάτων στην επιστημονική κοινότητα. Για τα επόμενα 200 χρόνια που ακολούθησαν την έκδοση του βιβλίου του Εμμανουήλ Καντ «Παγκόσμια Φυσική Ιστορία και Θεωρία των Ουρανών» (1755), η προεξέχουσα άποψη που επικρατούσε παγκόσμια, ήταν ότι το Σύμπαν υπήρχε «απείρως παλαιό και απείρως μεγάλο». Μέσα σ’ αυτό το άπειρο Σύμπαν, το ζάρι της πιθανότητας θα μπορούσε να είχε ριχτεί, νοητά, άπειρες φορές και με διαφορετικούς τρόπους. Έτσι, θα μπορούσε να συμβεί ένα εντελώς απίθανο «ατύχημα»: Άτομα να συνευρίσκονται για να αποτελέσουν ένα ανθρώπινο ον. Τότε ποια η ανάγκη ενός Θεού δημιουργού;

Οι εξισώσεις του Αϊνστάιν
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, όταν όλο και μεγαλύτερα και ισχυρότερα τηλεσκόπια εξέταζαν τον ουράνιο θόλο, η θεωρία ενός άπειρου Σύμπαντος, του Καντ, πήρε το πάνω χέρι. Ο πολύς κόσμος εξίσωσε τα δισεκατομμύρια δισεκατομμυρίων άστρων, με ένα άπειρο σε έκταση Σύμπαν.
Αλλά δεν άργησε να έρθει η πρώτη αναταραχή: Η θεωρία της Γενικής Σχετικότητας του Αϊνστάιν. Οι περίφημες εξισώσεις του, που προείπαν με απόλυτη σχεδόν ακρίβεια την τροχιά του Ερμή, απέδειξαν συγχρόνως και τη θεωρία του, ότι το Σύμπαν διαστέλλεται και συστέλλεται, ένα φαινόμενο που προέρχεται από την κοινή έκρηξη. Κατά συνέπεια, πρέπει να υπήρξε μια αρχική έκρηξη! Κι αν το Σύμπαν είχε κάποια αρχή, είναι πολύ φυσικό να βγάλουμε το συμπέρασμα, ότι πρέπει να έχει και μια αρχή.
Αντί όμως να γίνει αποδεκτή αυτή η θεώρηση, ο Αϊνστάιν πρότεινε μια νέα δυναμική άποψη της φυσικής, που ακύρωνε, τουλάχιστον στα γραπτά, αυτή τη διαστολή και συστολή του σύμπαντος. Πρότεινε ένα στατικό κι αιώνιο Σύμπαν.
Ο Αϊνστάιν πρότεινε μια δύναμη, μέσω της οποίας τα αντικείμενα θα απωθούνταν μεταξύ τους, καθώς η απόσταση που τα χώριζε θα μεγάλωνε. Παραδέχτηκε πάντως, ότι αυτή η ακραία θεωρία ήταν ιδεολογική στη βάση της κι όχι επιστημονική.
Ο Edwin Hubble απέδειξε σύντομα, ότι οι Γαλαξίες απομακρύνονταν μεταξύ τους (μετά από παρατήρηση και υπολογισμούς), με βάση τις προηγούμενες εξισώσεις. Ο Αϊνστάιν, όμως, αλλά και άλλοι, επέμεναν στην ανάγκη ύπαρξης μιας αρχής, με συνέπεια την παρουσία μιας ανώτερης λογικής δύναμης.

Κλείσιμο των παγίδων
Μερικοί από τους σοφούς αρνήθηκαν να παραδεχθούν την ανάγκη μιας τέτοιας αρχής κι εργάστηκαν εντατικά για να ξεφύγουν από αυτήν. Ο Sir Arthur Eddington υποστήριξε ότι πρέπει να διήρκεσε σε άπειρη κλίμακα αυτή η αιωνιότητα και αυτό επέτρεψε την εξέλιξη να αναπτυχθεί. Ο Herman Bondi, ο Thomas Gold και ο Fred Hoyle, υποστήριξαν την τυχαία δημιουργία. Σύμφωνα με τη θεωρία τους, το Σύμπαν διαστέλλεται συνεχώς και λαμβάνει μια ανάλλαχτη αιώνια ποιότητα, καθώς τα κενά που αφήνει η διαστολή του, γεμίζουν από την τυχαία συμπλήρωσή τους με νέα ύλη.
Ο Willem de Sitter, ο Richard Tolman και ο Robert Dicke, ξαναζωντάνεψαν την αρχαία ινδική θεωρία, για ένα συνεχώς διαστελλόμενο Σύμπαν.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όλες αυτές οι θεωρίες και οι παραλλαγές τους, θεωρούνταν σαν παύσεις της Δημιουργίας, για να αποφύγουν να ομολογήσουν κάποια Θεότητα - Δημιουργό. Μέσα σ’ αυτήν την περίοδο, έγιναν γνωστές οι θεωρίες για τα όρια του Σύμπαντος, καθώς και άλλα χαρακτηριστικά, όπως η θερμοκρασία του, ο βαθμός διαστολής του και η «εντροπία» του (η τάση για ακαταστασία).
Η υποθετική παύση της Δημιουργίας του Eddington, είναι έξω από κάθε παραδοχή, γιατί το Σύμπαν είναι πολύ μεγαλύτερο από κάθε μοντέλο που θα το επέτρεπε. Η θεωρία της συνεχιζόμενης Δημιουργίας των Bondi, Gold και Hoyle, αποκλείεται τελείως, γιατί το Σύμπαν είναι «πολύ μικρό και πολύ ζεστό». Και η θεωρία για ένα Σύμπαν που αυξομειώνεται, των Sitter, Tolman και Dicke, αποκλείεται, γιατί η «εντροπία» του Σύμπαντος θα απέκλειε την επαναδιαστολή του.
Καθώς οι αστρονόμοι κοιτάζουν πίσω στο χρόνο με τα τηλεσκόπιά τους, βλέπουν ένα Σύμπαν που άλλαξε και αναπτύχθηκε ακριβώς όπως το προείπε το μοντέλο της Μεγάλης Έκρηξης (Big Bang), της θεωρίας της Σχετικότητας.
Κι ενώ συγκεντρώνονταν οι αποδείξεις για την αρχή της ύλης και της ενέργειας, οι αστροφυσικοί Stephen Hawkins, George Ellis και Roger Penrose, ετοίμαζαν ήσυχα, το 1969-1970, δυο μελέτες καταπληκτικής σημασίας: Αποτέλειωσαν τη θεωρία της Γενικής Σχετικότητας του Αϊνστάιν, μέχρι τα λογικά της συμπεράσματα κι απέδειξαν ότι ο χώρος κι ο χρόνος είχαν κι αυτά κάποια προέλευση, κάποια αρχή. Στην πραγματικότητα, ο χώρος, ο χρόνος, η ύλη και η ενέργεια εμφανίστηκαν ταυτόχρονα. Στα χρόνια που δημοσιεύτηκαν αυτά, η θεωρία της Γενικής Σχετικότητας δεν είχε επαληθευτεί τελειωτικά. Αλλά, το 1980 δεν απέμεινε καμιά λογική αμφιβολία.
Η κοινή προέλευση της ύλης, της ενέργειας, του χώρου και του χρόνου, μιλάει για μια πράξη Δημιουργίας, που υπερβαίνει τις διαστάσεις και την ουσία του Σύμπαντος, δηλαδή μια πράξη Δημιουργίας, που μόνον η Βίβλος περιγράφει.
Όσο οι αστρονόμοι και οι φυσικοί ανακαλύπτουν τα στοιχεία του Σύμπαντος, τόσο κι αναγνωρίζουν την απόδειξη ενός θεϊκού σχεδίου. Κάθε παραλλαγή στις σταθερές (αριθμοί που μένουν σταθεροί στο χρόνο και στο χώρο του Κόσμου) της φυσικής επιστήμης, θα μας έδινε έναν κόσμο άδειο από ζωή.
Αν, για παράδειγμα, η δύναμη του ηλεκτρομαγνητισμού ήταν έστω και ελάχιστα μικρότερη, δε θα υπήρχαν ηλεκτρόνια στην τροχιά τους γύρω από τον πυρήνα του ατόμου. Αν ήταν έστω και ελάχιστα μεγαλύτερη αυτή η δύναμη, ένα άτομο δε θα μπορούσε να «μοιραστεί» μια άλλη τροχιά ηλεκτρονίου με άλλα άτομα. Και στις δυο περιπτώσεις δεν θα υπήρχε ζωή πάνω στη Γη.
Περισσότερες από μια δωδεκάδα παράμετροι εξετάστηκαν και βρέθηκε ότι ήταν εξίσου ευαίσθητες. Κάποιος αστροφυσικός παρομοίωσε αυτές τις «συμπτωματικές» ακρίβειες των σταθερών αυτών, με τις πιθανότητες να στηθούν όρθια στις μύτες τους μερικές χιλιάδες καλά ξυσμένα μολύβια και μάλιστα συγχρόνως.
Δείκτες για σχεδιασμό γίνονται εμφανείς και για τον πλανήτη Γη. Το λιγότερο 19 παράμετροι, που επηρεάζουν κρίσιμα τη δυνατότητα ζωής και τη συντήρησή της πάνω στον πλανήτη, έχουν ερευνηθεί. Κι εδώ, σ’ αυτές τις 19 και η πιο ελάχιστη μεταβολή τους πρέπει να κρατηθεί.
Αυτές οι παράμετροι περιλαμβάνουν την επιφανειακή βαρύτητα ενός πλανήτη, τη μάζα του γειτονικού άστρου, το πάχος του φλοιού του και την περιστροφή του πλανήτη. Οι πλανήτες που έχουν πάνω τους ζωή, πρέπει να έχουν, ως ένα βαθμό, ηφαιστειογενή δράση και σεισμούς (ούτε πολλούς, αλλά ούτε και λίγους).
Η θεωρία των πιθανοτήτων καθορίζει ότι δεν πρέπει λογικά να περιμένουμε να βρούμε κάποτε, έστω και έναν πλανήτη στο Σύμπαν μας (που αποτελείται από ένα τρισεκατομμύριο Γαλαξίες), που να εκδηλώνει όλες τις προϋποθέσεις για τη συντήρηση μιας κάποιας ζωής.
Αυτοί οι κατάλογοι των παραμέτρων, που μεγαλώνουν διαρκώς, προμηθεύουν ένα άλλο σώμα πειστικών αποδείξεων για το χέρι του Δημιουργού - Θεού της Βίβλου, που δημιούργησε το Σύμπαν και τη Γη.

Η ζωή: Ένα ακόμα θαύμα
Με τα όρια του Σύμπαντος καθορισμένα και με τη γνώση των επιστημόνων για τη χημεία της ζωής, μπορούμε σήμερα να καθορίσουμε αν το Σύμπαν είναι αρκετά παλαιό κι αρκετά μεγάλο, όσον αφορά τη ζωή, για να αναπτυχθεί μόνο με φυσικές μεθόδους.
Να μερικές από τις ιδιαιτερότητές της: Το Σύμπαν δεν περιλαμβάνει περισσότερα από 1080 πρωτόνια (τα μικρότερα σωματίδια που είναι μέρος του πυρήνα) και υπήρξαν για όχι περισσότερο από 1018 δευτερόλεπτα.
Αυτοί οι αριθμοί καθορίστηκαν μέσω διαφόρων βασικών μεθόδων: Ο αριθμός των πρωτονίων που υπάρχουν στο Σύμπαν υπολογίζεται όταν πολλαπλασιάσουμε τους Γαλαξίες του Σύμπαντος με το μέσο αριθμό των αστέρων ενός Γαλαξία και μετά με τον αριθμό των πρωτονίων ενός ατόμου (αφήνοντας, βέβαια, περιθώρια για το λόγο της αστρικής ύλης προς το σύνολο της ύλης). Αυτός ο υπολογισμός μπορεί ακόμα να επιβεβαιωθεί μέσω της σχετικής αφθονίας των στοιχείων του Σύμπαντος. Η Δημιουργία των 92 και πλέον στοιχείων της φύσης προερχόταν από τη σύντηξη που συνέβη στα 4 πρώτα λεπτά της ύπαρξης του Σύμπαντος. Κι αυτά ήταν δυνατόν να διαμορφωθούν μόνον από ένα Σύμπαν μιας αρκετά ειδικής μάζας ή αριθμού πρωτονίων. Αλλά και άλλες μέθοδοι επιβεβαιώνουν αυτόν τον αριθμό.
Η ηλικία του Σύμπαντος μπορεί να καθοριστεί και με την παρατήρηση: Μπορούμε να κοιτάξουμε στον ουρανό και να μετρήσουμε το μέγεθος του σύμπαντος, καθώς και το βαθμό της διαστολής του. Μετρώντας προς τα πίσω και φτάνοντας στη στιγμή, που ολόκληρο το Σύμπαν δεν ήταν παρά ένα μοναδικό σημείο, μας δίνει κάτι πιο λίγο από 1018 δευτερόλεπτα. Αυτός ο αριθμός επιβεβαιώνεται όταν μετρήσουμε τις υπόλοιπες ποσότητες ραδιενεργών στοιχείων του Σύμπαντος και το βαθμό στον οποίον κατακαίγονται τα άστρα.
Οι επιστήμονες μπορούν να συγκρίνουν αυτούς τους αριθμούς, αν και φαίνονται τόσο τεράστιοι, με τον πολύ μεγαλύτερο αριθμό των παραμέτρων που διέπουν τη διαμόρφωση και του πιο απλού ζωντανού οργανισμού, όπως το χρόνο που χρειάζεται ένα μικρόβιο για να αναπτυχθεί με φυσικές διεργασίες. Κι όταν αυτό το κάνουμε, ανακαλύπτουμε ότι το Σύμπαν είναι λιγότερο από 1010 φορές πιο μικρό και πιο νέο, για να συμμεριστούμε την τυχαία σύναξη των ζωντανών μορίων της ύλης.
Μήπως το Σύμπαν μας έχει κερδίσει μερικές στοιχειώδεις πληροφορίες από κάποιο άλλο Σύμπαν; Πάλι η θεωρία της Σχετικότητας «κλείνει την τρύπα». Οι εξισώσεις της αποδεικνύουν ότι οποιοδήποτε άλλο Σύμπαν, που μπορεί να υπάρχει, πρέπει να μείνει έξω από τη μεταξύ τους επαφή και με το δικό μας. Η μοναδική λογική εξήγηση που απομένει τότε, για την εμφάνιση της ζωής πάνω στη Γη, σε οποιαδήποτε μορφή, είναι η ύπαρξη μιας ανώτερης διάνοιας που την εγκατέστησε.
Εμείς, πάντως, όταν παρατηρούμε το Σύμπαν, βλέπουμε μια πειστική κι αναπόφευκτη απόδειξη του έργου του Θεού. Απλά, δε βλέπουμε μια δύναμη ή κάποιον ημίθεο, που τον έφτιαξαν οι ανθρώπινες θρησκείες, αλλά έναν Υπερέχοντα, προσωπικό, Δημιουργό - Θεό, που υπάρχει πριν και πέρα από το Σύμπαν, αλλά και μέσα σ’ αυτό. Τέτοιος είναι ο Θεός που αποκαλύπτει τον Εαυτό Του μέσα στον κόσμο και τέτοιος είναι ο Θεός που αποκαλύπτει τον Εαυτό Του μέσα στα λόγια της Βίβλου.
Πολλή βοήθεια δίνει αυτή νέα θεώρηση του κόσμου, όταν πρόκειται να κερδίσει τους σκεπτικιστές για την ύπαρξη του Θεού. Τους δείχνει ολοφάνερα ότι η Βιβλική αλήθεια για το Θεό είναι πραγματική αλήθεια κι αξίζει να αποχτήσει κάποιος αυτήν την πίστη.
Η σύγχυση που παρατηρείται με κάτι παράδοξα που περιέχει η Βίβλος (όπως η Τριάδα, ο απόλυτος προορισμός, η ελευθερία επιλογής κλπ.), μπορούν να λυθούν, όταν ο καθένας γίνει κατανοητός μέσα στο πλαίσιο ενός Θεού, που υπάρχει έξω από τις διαστάσεις στις οποίες συνηθίσαμε να ζούμε και να σκεπτόμαστε: μήκος, πλάτος, ύψος και χρόνος. Γιατί, όπως ξέρουμε, ο Θεός βρίσκεται έξω από το χρόνο. Αυτός δημιούργησε το χρόνο, το χώρο, την ενέργεια και την ύλη. Το καθημερινό «βάδισμα» του Χριστιανού (οι αποκρίσεις του στους ανθρώπους, στις περιστάσεις και στον ίδιο το Θεό) μετασχηματίζεται, καθώς αρχίζει να νιώθει ότι ο Σωτήρας του, που δεν τον βλέπει, μπορεί να είναι πιο τρανός και πιο ισχυρός από τη Δημιουργία Του, αλλά και πιο κοντά στην ανάσα του.

Hugh Ross
Dr Αστρονομίας του Πανεπιστημίου του Τορόντο