24 Απρ 2012

Τα Παλαιά Ανάκτορα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα Παλαιά Ανάκτορα είναι σήμερα η έδρα της Βουλής των Ελλήνων. Πρόκειται για νεοκλασικό κτήριο, σχεδιασμένο από τον αξιόλογο Βαυαρό αρχιτέκτονα της Βασιλικής Αυλής της Βαυαρίας Friedrich von Gärtner (1792-1847) και βρίσκεται στην Πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα. Χρησιμοποιήθηκε ως ανάκτορα από τον Όθωνα και στη συνέχεια από τον Γεώργιο Α' μέχρι το 1910, όπου εγκαταστάθηκε σε νεότερα, στην οδό Ηρώδου του Αττικού, γι’ αυτό και η ονομασία τους Παλαιά Ανάκτορα. Στη δυτική πλευρά του κτιρίου διαμορφώθηκε ο χώρος σε Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, ενώ οι εξωτερικοί χώροι τόσο της ανατολικής όσο και της νότιας πλευράς από την αρχή διαμορφώθηκαν σε μεγάλο ενιαίο εθνικό κήπο, που υπάρχει μέχρι και σήμερα.
Η ΑΝΕΓΕΡΣΗ
Το κτίριο κατασκευάστηκε στο διάστημα 1836-1847, για να γίνει ανάκτορο του Όθωνα, μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους από το Ναύπλιο στην Αθήνα το 1834. Ανεγέρθηκε με έξοδα του βασιλιά Λουδοβίκου Α' της Βαυαρίας, ως προσωπικό δάνειο προς τον Όθωνα.
Η τελική επιλογή του χώρου για την ανέγερση των παλαιών ανακτόρων έγινε από τον ίδιο τον Gärtner στα τέλη του 1835, μετά την απόρριψη των προτάσεων των Κλεάνθη, Schaubert, Klenze και Schinkel που προέβλεπαν στις θέσεις Ομόνοια, Κεραμεικό και Ακρόπολη αντίστοιχα, όπου στη τελευταία είχε αντιδράσει και ο ίδιος ο Λουδοβίκος, ο πατέρας του Όθωνα.
Ειδικότερα η περιοχή ανέγερσης που πρότεινε ο Gärtner ήταν η συνέχεια της διασταύρωσης των οδών Σταδίου, (περιφερειακής οδού τότε) και Ερμού, πάνω στον αυχένα που σχηματίζεται μεταξύ των λόφων Λυκαβηττού και Ακρόπολης, που εκτός του πιο υγιεινού κλίματος που παρουσίαζε, δέσποζε και της τότε Αθήνας στο ανατολικότερο άκρο της, κοντά στην πύλη της «Μπουμπουνίστρας». Έτσι δόθηκε εντολή στον Gärtner να εκπονήσει τα σχέδια του κτιρίου, κάτι που έγινε σε πολύ ελάχιστο διάστημα, κατά τον μικρό χρόνο παραμονής του στην Αθήνα, (από τον Δεκέμβριο του 1835 μέχρι τον Μάρτιο του 1836), όπου και αποτέλεσε κατόρθωμα που μόνο η μεγάλη συγκέντρωση των ικανοτήτων του μπορούσε να φέρει σε πέρας.
Η θεμελίωση του κτιρίου έγινε στις 25 Ιανουαρίου (παλαιό ημερ.) / 6 Φεβρουαρίου (νέο ημερ.) του 1836, παρουσία του Λουδοβίκου Α' και των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων. Τον Μάρτιο, ο Gärtner επέστρεψε στο Μόναχο αφήνοντας τη διεύθυνση της ανέγερσης της οικοδομής στους Βαυαρούς ανθυπολοχαγούς Σλότερ και Χος. Ο Gärtner, στο γραφείο του στο Μόναχο, αποπεράτωσε την εκπόνηση μελετώντας όλες τις λεπτομέρειες φθάνοντας τον αριθμό των 247 σχεδίων που αφορούσαν μόνο το κτίριο των ανακτόρων Αθηνών. Σήμερα τα σχέδια αυτά περιλαμβάνονται στη μεγάλη συλλογή Moniger του Μονάχου, ενώ ένας πολύ μικρός αριθμός εξ αυτών δόθηκε στο μουσείο της Βουλής που αποδεικνύουν την επιμέλεια της κάθε λεπτομέρειας.
Βασικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην ανέγερση του κτιρίου ήταν πέτρα, μάρμαρο και ξύλα που προέρχονταν, η μεν πέτρα κυρίως από τον Υμηττό, τον Λυκαβηττό και από την περιοχή «Πινακωτά», περιοχή της Αθήνας δίπλα στο λόφο Στρέφη, τα δε μάρμαρα προέρχονταν κυρίως από την Πεντέλη, λίγα από τον Υμηττό, επίσης λίγα από την Τήνο, την Πάρο και τη Νάξο και κάποια ελάχιστα από την Καρράρα και τη Γένοβα της Ιταλίας και τέλος τα ξύλα προέρχονταν από την Εύβοια. Συγκινητική υπήρξε η προσέλευση πολλών κατοίκων και ιδίως νησιωτών που ζητούσαν να εργαστούν αφιλοκερδώς στην ανέγερση των ανακτόρων, όπως Τηνιακοί, Σιφναίοι, Παριανοί, Ναξιώτες κ.ά.
Τελικά μόλις ολοκληρώθηκαν τα κτίσματα των τοίχων, τον Νοέμβριο του 1840, ο Gärtner επέστρεψε στην Αθήνα για να επιβλέψει τη συνέχεια της οικοδόμησης καθώς και τη ζωγραφική διακόσμηση των εσωτερικών χώρων φέρνοντας επί τούτου μαζί του τους περίφημους ζωγράφους ιστορικών παραστάσεων της εποχής, Johann Schraudolf, Urlich Halbreiter και Josef Kranzburger οι οποίοι και ανέλαβαν τις μεγάλες τοιχογραφίες με παραστάσεις από την ελληνική μυθολογία, και την ελληνική επανάσταση του 1821, ειδικά στην αίθουσα των τροπαίων. Μετά από τρίμηνη παραμονή ο Gärtner επέστρεψε και πάλι στο Μόναχο αφήνοντας αυτή τη φορά στη θέση του τον μηχανικό Riedel, για την αποπεράτωση του κτιρίου. Η εγκατάσταση του βασιλικού ζεύγους Όθωνα και Αμαλίας έγινε στις 25 Ιουλίου (παλαιό ημερ.) / 6 Αυγούστου (νέο ημερ.) του 1843 (μόλις ένα μήνα περίπου πριν το νέο κτίριο αποτελέσει για πρώτη (αλλά όχι και τελευταία) φορά, το σκηνικό ενός δραματικού γεγονότος στην ελληνική πολιτική ιστορία, της επανάστασης της Γ' Σεπτεμβρίου. Αρκετές εργασίες ωστόσο συνεχίστηκαν μέχρι το 1847 (π.χ. το μεγάλο κλιμακοστάσιο), ενώ ορισμένες δεν ολοκληρώθηκαν παρά δέκα χρόνια αργότερα (όπως ο ζωγραφικός διάκοσμος).
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΤΙΡΙΟΥ
Τα Παλαιά Ανάκτορα, σύμφωνα με τα σχέδια του Gärtner, αποτελεί ένα μάλλον λιτό (παρά τον όγκο του) ορθογώνιο τριώροφο νεοκλασικό κτίριο, με το ισόγειο, με δύο άξονες συμμετρίας από τους οποίους ο μεν κύριος άξονας Ανατολής - Δύσης ταυτίζεται με τον άξονα της οδού Ερμού, της μεγαλύτερης σε μήκος της τότε Αθήνας, ο δε δευτερεύων άξονας κάθετος στο κέντρο του προηγουμένου κατά Βορρά - Νότο ταυτίζεται με τη διεύθυνση δυτικής πλαγιάς του Λυκαβηττού με στύλους του Ολυμπίου Διός. Το κτίριο φέρει τέσσερις περιμετρικές πτέρυγες (μία ανά πλευρά) και μία εσωτερική κεντρική κατά τον κύριο άξονα εκατέρωθεν της οποίας φέρονται δύο εσωτερικά αίθρια (αυλές).
Περιβάλλεται από δωρικές κιονοστοιχίες (ανατολικά και νότια) και προπύλαια (προς τη δύση) και διατηρεί ακόμη και σήμερα την επιβλητικότητά του. Η κεντρική πτέρυγα που έφερε δίκλινη κεραμοσκεπή επεκτείνονταν των προσόψεων, ανατολική και δυτική, κατά 0.58 εκατοστά, δημιουργώντας στις άκρες δύο αετώματα. Τα δε κεντρικά τμήματα της βορινής και νότιας (μεσημβρινής) πτέρυγας δημιουργούν εσοχή περίπου 3,80 μ. από τις άκρες της ανατολικής και δυτικής πρόσοψης. Οι εξοχές της κεντρικής πτέρυγας και οι παραπάνω εσοχές των πλευρικών πτερύγων δημιουργούν μια ιδιαίτερη πλαστικότητα σε βαρύ κλασικό τόνο που κάνει το κτίριο να ξεχωρίζει για την αρχιτεκτονική του μοναδικότητα. Η ανατολική και δυτική πρόσοψη έχουν μήκος έκαστη περίπου 90 μέτρα, ενώ οι δύο άλλες προσόψεις περίπου 80 μ. η κάθε μία.

Βόρεια πτέρυγα, 1896

Όλο το κτίριο φέρεται υπερυψωμένο κατά 1,5 μ. από τον περιβάλλοντα χώρο. Όλες οι εξωτερικές πτέρυγες έχουν ισόγειο και δύο υπερκείμενους ορόφους. Το ύψος του ισογείου είναι 7,16 μ. (μικτό), του πρώτου ορόφου 7,11 μ. (μικτό), ενώ το ύψος του δεύτερου ορόφου έχει ύψος 5,5 μ. Αντίθετα η μεσαία πτέρυγα είχε υπόγειο, ισόγειο με ύψος το αυτό των άλλων πτερύγων και μόνο ένα υπερκείμενο όροφο με ύψος 14,20 μ. (μεγαλύτερο δηλαδή από τα ύψη των 1ου και 2ου ορόφων μαζί, των άλλων πτερύγων). Στον χώρο αυτό ήταν οι επίσημες αίθουσες υποδοχής, η αίθουσα «δεξιώσεων - χορού - παιγνιδιών» και της μεγάλης τραπεζαρίας. Ήταν ο πλουσιότερα διακοσμημένος χώρος των ανακτόρων σε τοιχογραφίες, ζωγραφικούς πίνακες, χάρτες, αλλά και σε επίπλωση και άλλες διακοσμήσεις.

Νότια πτέρυγα, 1896
 ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΟΨΕΙΣ
Για τις εξωτερικές όψεις των πτερύγων του κτιρίου ο Gärtner είχε εκπονήσει πολλά σχέδια με πλούσιες διακοσμήσεις, από τα οποία τα περισσότερα αφορούσαν τη δυτική όψη της αντίστοιχης πτέρυγας που ήταν και η πιο επίσημη.
Υποβάλλοντας τα σχέδια προς επιλογή στον Βασιλιά Λουδοβίκο, που ήταν και ο χρηματοδότης του κτιρίου, για λόγους οικονομίας αφενός και λόγους εκτροπής της κλασικής λιτότητας σε αναγεννησιακό ρυθμό δεν τα ενέκρινε. Στο σημείο δε αυτό όπως αναφέρει και ο Oswald Hederer στο βιβλίο του Friedrich von Gärtner: «...όταν ο Βασιλιάς Λουδοβίκος (της Βαυαρίας) διέγραψε με κόκκινο μολύβι όλα τα εξωτερικά διακοσμητικά στοιχεία των όψεων φέρεται ο Gärtner να είπε με κάποια αγανάκτηση: Ε! τώρα Μεγαλειότατε απομένει ένας στρατώνας!».
Παρά τη λιτότητα όμως που του επιβλήθηκε, ο Gärtner κατάφερε, με κάποια λίγα σχετικά στοιχεία, πλην όμως σωστά επιλεγμένα, που χρησιμοποίησε, να δώσει στο ογκώδες κτίριο μια επιβλητική και γαλήνια εμφάνιση. Με δύο ταινίες ως νημάτια ένωσε τις ποδιές όλων των παραθύρων περιμετρικά ανά όροφο σπάζοντας έτσι την μονοτονία των μεγάλων εξωτερικών επιφανειών των πτερύγων, ενώ με τα διάφορα δωρικά πρόπυλα των εισόδων του κτιρίου εκτός της μεσημβρινής πλευράς που είναι ιωνικά, τόνισε ακόμα περισσότερο το αρχιτεκτονικό νεοκλασικό ύφος αυτού.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Τα Παλαιά Ανάκτορα αποτέλεσαν την έδρα της βασιλικής εξουσίας επί 7 σχεδόν δεκαετίες, στη διάρκεια των οποίων υπέστησαν τις συνέπειες δύο σοβαρών πυρκαγιών. Η πρώτη, το 1884, κατέκαψε τον 2ο όροφο της βόρειας πτέρυγας, ενώ στη δεύτερη, το 1909, πολύ καταστρεπτικότερη, αποτεφρώθηκαν το σύνολο της κεντρικής πτέρυγας και τμήματα της ανατολικής και δυτικής.
Το 1910 έπαψαν να χρησιμοποιούνται ως ανάκτορα και παράλληλα επίσημη κατοικία της βασιλικής οικογένειας, η οποία εγκαταστάθηκε τότε προσωρινά στα θερινά ανάκτορα του Τατοΐου, ενώ, μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Α' (Μάιος 1913), τα ανάκτορα του (μέχρι τότε διαδόχου και ήδη βασιλιά) Κωνσταντίνου, επί της οδού Ηρώδου Αττικού, κατέστησαν η νέα βασιλική έδρα.
Στο επόμενο χρονικό διάστημα, τα Παλαιά Ανάκτορα είχαν διάφορες χρήσεις (κατοικία της βασιλομήτορος Όλγας, ιδίως όταν ασκούσε την αντιβασιλεία, Νοσοκομείο στη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας, κέντρο υποδοχής και περίθαλψης των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, κ.ά.).
Το 1929 αποφασίστηκε από την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, η εγκατάσταση εκεί του Ελληνικού Κοινοβουλίου, που προηγουμένως στεγαζόταν στο Βουλευτήριο της οδού Σταδίου (σήμερα γνωστό σαν Παλιά Βουλή), και της Γερουσίας. Για την εφαρμογή αυτής της απόφασης, πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ετών 1930-1935 ευρύτατης έκτασης επέμβαση (βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή, απόφοιτου του Πολυτεχνείου του Μονάχου και εκφραστή ενός νεοακαδημαϊκού εκλεκτικισμού), στη διάρκεια της οποίας η μισοερειπωμένη κεντρική πτέρυγα κατεδαφίστηκε μέχρις θεμελίων και στη θέση της οικοδομήθηκαν τα αμφιθέατρα συνεδριάσεων των δύο νομοθετικών σωμάτων (με χρήση οπλισμένου σκυροδέματος στα πατώματα και σιδηροκατασκευών με γυαλί στην επιστέγαση), ενώ αναγέρθηκε στη βόρεια όψη νεοκλασικό πρόπυλο με έξι δωρικούς κίονες (συμπληρώνοντας κατά κάποιο τρόπο τις αντίστοιχες κιονοστοιχίες των υπολοίπων όψεων). Στις 25 Μαρτίου 1932 έγιναν και τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, που άρχισε να κατασκευάζεται το 1929.
Τα εγκαίνια της Γερουσίας έγιναν τον Αύγουστο του 1934 και της Βουλής τον Ιούλιο του 1935 (και τα δυο σώματα καταργήθηκαν ένα χρόνο μετά την εγκατάστασή τους εκεί, η μεν Γερουσία οριστικά, η δε Βουλή για μια δεκαετία, λόγω της δικτατορίας Μεταξά και της Κατοχής). Στο διάστημα 1934-1989, είχε την έδρα του εκεί και το Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ κατά καιρούς στεγάζονταν και διάφορες άλλες υπηρεσίες (μεταξύ των ετών 1936-1944 το Υπουργείο Ασφαλείας, το 1940-1941 και το 1945-1951 το Γενικό Επιτελείο Στρατού, κ.ά.). Από το 1946, ωστόσο, χρησιμοποιείται κυρίως ως έδρα της Βουλής των Ελλήνων (με εξαίρεση το διάστημα της δικτατορίας 1967-1974), αλλά και του Υπουργικού Συμβουλίου. Στο διάστημα αυτό πραγματοποιήθηκε πλήθος επεμβάσεων, κυρίως στην εσωτερική διαρρύθμιση, ενώ μεταξύ των ετών 1996-2000 κατασκευάστηκε (κάτω από το προαύλιο) υπόγειος χώρος στάθμευσης και φύλαξης αυτοκινήτων και βρεφονηπιακός σταθμός.
Σήμερα είναι έδρα του ελληνικού κοινοβουλίου, της Βουλής των Ελλήνων. Στεγάζει την αίθουσα του Κοινοβουλίου, της Γερουσίας και των Επιτροπών, τα Γραφεία του Προέδρου της Βουλής και των Αντιπροέδρων, μέρος του Αρχείου της Βουλής, γραφεία των κοινοβουλευτικών ομάδων των κομμάτων, το τηλεοπτικό κανάλι της Βουλής των Ελλήνων, καθώς και διοικητικές υπηρεσίες.
Άλλα κτίρια της Βουλής είναι το Καπνεργοστάσιο, στην οδό Λένορμαν (Βιβλιοθήκη και το υπόλοιπο Αρχείο της Βουλής), το κτίριο της Λεωφόρου Αμαλίας (διοικητικές υπηρεσίες), τα κτίριο της οδού Βουλής 4 και Μητροπόλεως 2 (όπου βρίσκονται τα γραφεία των Βουλευτών επαρχίας και το Εκθετήριο του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων), μέρος του Μεγάρου Αρβανίτη (διοικητικές υπηρεσίες) και το κτίριο επί της οδού Σέκερη 1Α (διοικητικές υπηρεσίες).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κ. Η. Μπίρης, Τα πρώτα σχέδια των Αθηνών, Αθήνα 1933.
Κ. Η. Μπίρης, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20ον αιώνα, Αθήνα 1η έκδ. 1966, 3η έκδ. 1996.
Ν. Μακρυγιάννης, Ιστορία του μεγάρου της Βουλής, Αθήνα 1979.
Δ. Φιλιππίδης (επιμ.), Νεοελληνική Αρχιτεκτονική, Αθήνα 1984.
Αικατερίνη Δεμενεγή-Βιριράκη, Παλαιά Ανάκτορα των Αθηνών, 1836-1986, Αθήνα 1994.

23 Απρ 2012

Ο αρχαιολογικός χώρος του Διμηνίου

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ
Στις ΒΔ παρυφές του σημερινού χωριού Διμήνι, 5 χιλ. από την πόλη του Βόλου, πάνω σε χαμηλό λόφο με εξαιρετική θέα προς τον Παγασητικό κόλπο, βρίσκεται ο μεγάλος και καλά οργανωμένος προϊστορικός οικισμός του Διμηνίου. Πρόκειται για έναν από τους πιο γνωστούς οικισμούς της Ελλάδας και για τον πιο σημαντικό οικισμό της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου. Μαζί με το Σέσκλο, είναι οι πιο συστηματικά ανασκαμμένες νεολιθικές θέσεις της Θεσσαλίας, που μας προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για την αρχιτεκτονική και οικονομική οργάνωση των προϊστορικών οικισμών. Σήμερα ο χώρος απέχει 3 χιλ. από την παραλία, αλλά την 5η χιλιετία π.Χ. η θάλασσα βρισκόταν σε απόσταση μόλις 1 χλμ.. Πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό του Διμηνίου αποτελεί η συνέχεια της κατοίκησης από τη Νεότερη Νεολιθική έως το τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, γεγονός που αποδεικνύει ότι η πρόσβαση σε πεδινές εκτάσεις κατάλληλες για γεωργική καλλιέργεια και κτηνοτροφία, καθώς και στις θαλάσσιες οδούς του κεντρικού Αιγαίου αποτελούσαν τις κύριες προϋποθέσεις για την αδιάκοπη κατοίκηση των προϊστορικών θέσεων.
Η πρώτη εγκατάσταση στο λόφο χρονολογείται στο τέλος της 5ης χιλιετίας π.Χ., στη Νεότερη Νεολιθική περίοδο. Ήταν μία οργανωμένη κοινότητα 200-300 ατόμων, που ζούσαν σε 30-40 σπίτια και ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, αλλά και με την αλιεία, λόγω της μικρής απόστασης από τη θάλασσα. Το Διμήνι ξεχωρίζει από τους άλλους νεολιθικούς οικισμούς γιατί εμφανίζει ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό στοιχείο, τους 6 λιθόκτιστους περιβόλους, που είχαν οικοδομηθεί γύρω από τον οικισμό κατά ζεύγη, πολύ πιθανόν για να στηρίζουν το έδαφος και να ορίζουν το χώρο. Ανάμεσά τους ήταν κτισμένα τα σπίτια, ενώ στο κέντρο βρισκόταν μία ευρύχωρη αυλή. Η κεραμική, που βρέθηκε στον οικισμό, γνωστή ως κεραμική «Διμηνίου», χαρακτηρίζεται από αγγεία με σκούρα διακόσμηση από γεωμετρικά μοτίβα, που καλύπτει όλη την ανοιχτόχρωμη επιφάνειά τους. Βρέθηκε και μεγάλος αριθμός εργαλείων από οψιανό, πυριτόλιθο, πέτρα και οστό, ειδώλια και κοσμήματα. Οι ταφικές συνήθειες των κατοίκων δεν είναι γνωστές. Μέσα στον οικισμό βρέθηκαν λίγες ταφές μικρών παιδιών τοποθετημένες σε αγγεία.
Η κατοίκηση συνεχίστηκε στο Διμήνι και στην Πρώιμη και Μέση Εποχή του Χαλκού, αλλά μεταφέρθηκε στην πεδινή περιοχή, πιο νότια και ανατολικά του λόφου. Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η έκταση του οικισμού ούτε αν υπήρξε διακοπή στην κατοίκηση μέχρι τη μυκηναϊκή εποχή. Στη Μέση Εποχή του Χαλκού, ο λόφος χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο, από όπου έχουν αποκαλυφθεί 16 κιβωτιόσχημοι τάφοι.
Στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού, στην πεδιάδα προς τη θάλασσα, ΝΑ του λόφου, αναπτύχθηκε ανακτορικό κέντρο και σημαντικός οικισμός, που ίσως ταυτίζεται με τη μυκηναϊκή Ιωλκό, την πόλη απ’ όπου ξεκίνησε η μυθική Αργοναυτική εκστρατεία. Ο οικισμός ιδρύθηκε στα μέσα του 15ου αιώνα π.Χ. και γνώρισε μεγάλη ακμή στο 14ο και 13ο αιώνα π.Χ. Περιλάμβανε σπίτια και εργαστήρια δεξιά και αριστερά από έναν μεγάλο δρόμο, στα οποία διαπιστώθηκαν προσθήκες και ανακαινίσεις χώρων, που αντιστοιχούν σε 3 κύριες αρχιτεκτονικές φάσεις. Στην πρώτη αρχιτεκτονική φάση, που χρονολογείται στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Α2 περίοδο, οικοδομήθηκαν ένας μεγάλος κεραμικός κλίβανος στο άκρο του οικισμού, καθώς και οι δύο μεγάλοι θολωτοί τάφοι που έχουν αποκαλυφθεί στην περιοχή και πιθανότατα ήταν η μεταθανάτια κατοικία των τοπικών ηγεμόνων. Στις αρχές του 13ου αιώνα π.Χ. (Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β1 περίοδος) ιδρύθηκε το ανακτορικό κέντρο, μοναδικό στην περιοχή, όπου κατοικούσε μία άρχουσα τάξη που συγκέντρωνε διοικητική, θρησκευτική και οικονομική εξουσία, και είχε επαφές με όλο το γνωστό μυκηναϊκό κόσμο μέσω ενός ανεπτυγμένου συστήματος εμπορικών ανταλλαγών. Το ανάκτορο αποτελείται από δύο μεγάλα μέγαρα που πλαισιώνονται από άλλα μικρότερα κτίρια και συνδέονται με μία εσωτερική αυλή. Το κτίριο καταστράφηκε ολοσχερώς από ισχυρή πυρκαγιά στο τέλος του 13ου-αρχές 12ου αιώνα π.Χ., ενώ στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ. (Πρώιμη Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Γ) όλα τα κτίρια του οικισμού εγκαταλείφθηκαν χωρίς να σημειωθεί καταστροφή. Η θέση ερημώθηκε και ξανακατοικήθηκε μόνο στα νεότερα χρόνια.
ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ
Οι πρώτες ανασκαφές στο χώρο έγιναν από τους Β. Στάη και Χ. Τσούντα στις αρχές του 20ού αιώνα. Το 1901 ανασκάφηκε από τον Β. Στάη ο θολωτός τάφος πάνω στο λόφο, ενώ ο δεύτερος θολωτός τάφος, γνωστός ως «Λαμιόσπιτο», είχε ανασκαφεί το 1886 από τους Lolling και Wolters. Στη δεκαετία 1950 ο Ν. Βερδελής πραγματοποίησε εργασίες συντήρησης των νεολιθικών λειψάνων του οικισμού, που συνεχίσθηκαν και το 1974-1977, όταν ο Γ. Χουρμουζιάδης πραγματοποίησε ανασκαφικές έρευνες στο νεολιθικό οικισμό με σκοπό να επαναπροσδιορίσει την αρχιτεκτονική του και κυρίως τη χρήση των περιβόλων. Το 1980 ξεκίνησε από τη Β. Αδρύμη-Σισμάνη η ανασκαφή του μυκηναϊκού οικισμού στην πεδιάδα ανατολικά του λόφου, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Στα τελευταία χρόνια έχουν γίνει εργασίες στερέωσης τοίχων και θεμελίων του νεολιθικού οικισμού και διαμορφώσεις του αρχαιολογικού χώρου για τη διευκόλυνση των επισκεπτών.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ
Ο αρχαιολογικός χώρος του Διμηνίου περιλαμβάνει το νεολιθικό οικισμό, στην κορυφή του λόφου και τα λείψανα του μεταγενέστερου προϊστορικού οικισμού στην πεδινή έκταση προς τα ανατολικά και ΝΑ. Από το νεολιθικό οικισμό σώζονται σήμερα μόνο τα λίθινα θεμέλια των οικοδομημάτων, που καταλαμβάνουν έκταση όχι μεγαλύτερη από 30 στρέμματα και δίνουν την εικόνα μιας οργανωμένης κοινότητας. Ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό στοιχείο αποτελούν οι 6 ομόκεντροι λίθινοι περίβολοι, που κτίστηκαν σταδιακά κατά ζεύγη γύρω από το λόφο, αρχικά οι 3 γύρω από την κεντρική αυλή και αργότερα οι υπόλοιποι. Οι περίβολοι τέμνονται από ισάριθμους, ακτινωτά τοποθετημένους στενούς διαδρόμους, που χωρίζουν τον οικισμό σε 4 τμήματα. Ανάμεσα στα ζεύγη των περιβόλων κτίστηκαν τα σπίτια, που είχαν λίθινα θεμέλια, πλίνθινη ανωδομή και ήταν όλα αρκετά ευρύχωρα, περίπου ίδια σε μέγεθος και εξοπλισμό. Αποτελούνταν από 2 ή 3 κύρια δωμάτια και βοηθητικούς χώρους, ενώ σε όλα υπήρχαν ιδιαίτεροι χώροι για την προετοιμασία της τροφής και την αποθήκευση των καρπών. Ένα μεγάλο μονόχωρο σπίτι, γνωστό ως Οικία Ν ξεχωρίζει για την ιδιαίτερη οργάνωση του εσωτερικού του χώρου. Μέσα σ’ αυτό βρέθηκαν χώροι για την προετοιμασία της τροφής (εστίες) και ένας αποθηκευτικός χώρος, διαμορφωμένος σ’ ένα μικρό ιδιαίτερο χώρισμα, που περιείχε πιθάρια γεμάτα απανθρακωμένα σιτηρά και μικρά αγγεία με απανθρακωμένα σύκα. Στην κορυφή του λόφου, οι δύο πρώτοι περίβολοι ορίζουν την κεντρική αυλή, διαστάσεων 30Χ25 μ., σημείο αναφοράς όλων των δραστηριοτήτων του οικισμού. Στο ΒΑ άκρο της κεντρικής αυλής, στο τέλος της νεολιθικής περιόδου (τέλος 4ης χιλιετίας π.Χ.), κτίστηκε ένα μεγάλο μέγαρο που αποτελείται από δύο δωμάτια και ένα πρόδομο.
Στο λόφο σώζονται, ακόμη, 16 κιβωτιόσχημοι τάφοι της Μέσης Εποχής του Χαλκού (2η χιλιετία π.Χ.), ενώ στη ΝΔ γωνία της κεντρικής αυλής του νεολιθικού οικισμού σώζονται τα θεμέλια ενός μυκηναϊκού μεγάρου, για την κατασκευή των οποίων έχουν χρησιμοποιηθεί λίθινες πλάκες από κιβωτιόσχημους τάφους. Από το μέγαρο αυτό δε σώθηκε κανένα εύρημα.
Περίπου 150 μ. νότια και ΝΔ του λόφου, σε έκταση πάνω από 100 στρέμματα, σώζονται τα πιο σημαντικά λείψανα του μυκηναϊκού οικισμού και του ανακτορικού κέντρου της περιοχής, που πιθανόν να ταυτίζεται με την αρχαία Ιωλκό. Ο οικισμός περιλάμβανε ορθογώνια «μεγαροειδή» σπίτια, κτισμένα με ενιαίο προσανατολισμό, δεξιά και αριστερά από ένα φαρδύ δρόμο με κατεύθυνση Β-Ν και πλάτος 4,5 μ., που σώζεται σε μήκος 45 μ. Ο δρόμος περιβαλλόταν από 2 ψηλούς μαντρότοιχους, που δεν επέτρεπαν άμεση πρόσβαση από τα σπίτια. Τα σπίτια περιείχαν χώρους διαμονής κι αποθήκευσης, σχεδόν όλα είχαν πήλινους λουτήρες, ενώ σε ορισμένα διακρίνονται και ίχνη συστήματος αποχέτευσης. Στα όρια του οικισμού προς τα ανατολικά, σώζεται ένας κεραμικός κλίβανος και ένα δεύτερο εργαστήριο. Ο οικισμός χρονολογείται στον 15ο-12ο αιώνα π.Χ. και στη διάρκεια της ζωής του διαπιστώθηκαν προσθήκες και ανακαινίσεις χώρων, που αντιστοιχούν σε τρεις κύριες αρχιτεκτονικές φάσεις (Υστεροελλαδική ΙΙ-Β έως Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Α και Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β έως Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Γ).
Στην περιοχή ανάμεσα στο λόφο και το συγκρότημα των σπιτιών που χωρίζονται από το δρόμο, βρισκόταν το ανακτορικό συγκρότημα, που ιδρύθηκε στις αρχές του 13ου αιώνα π.Χ. (Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β1 περίοδος) κι αποτελείται από δύο μέγαρα, μικρότερα κτίσματα και μία εσωτερική αυλή. Φαίνεται ότι θεμελιώθηκε πάνω σε παλιότερο μέγαρο του 14ου αιώνα π.Χ. και εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. (Πρώιμη Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Γ περίοδος).
Στα ΒΔ του λόφου με το νεολιθικό οικισμό σώζεται ένας θολωτός μυκηναϊκός τάφος, που χρονολογείται στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β2 περίοδο (β’ μισό του 13ου αιώνα π.Χ.). Είναι αρκετά μεγάλος, καλοκτισμένος, με ανακουφιστικό τρίγωνο και κτιστή λάρνακα στο εσωτερικό του, αλλά λείπει το άνω μέρος του, που έχει καταρρεύσει. Περίπου 300 μ. δυτικά του λόφου σώζεται σε καλύτερη κατάσταση ένας δεύτερος θολωτός μυκηναϊκός τάφος, γνωστός ως «Λαμιόσπιτο», που χρονολογείται στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Α2 περίοδο (β' μισό του 14ου αιώνα π.Χ.). Αν και συλημένος είχε αρκετά πλούσια ευρήματα, όπως χρυσά κοσμήματα, χάντρες και περιδέραια από υαλόμαζα, ελεφαντοστέινα εξαρτήματα και χάλκινα όπλα.
ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΔΙΜΗΝΙΟΥ
Το ανάκτορο του Διμηνίου αποτελεί το σημαντικότερο μυκηναϊκό μνημείο της Θεσσαλίας. Είναι το μοναδικό ανακτορικό κέντρο στην περιοχή και, σε συνδυασμό με την ύπαρξη θολωτών τάφων, αποδεικνύει ότι στο Διμήνι κατοικούσε μία άρχουσα τάξη που συγκέντρωνε διοικητικές, θρησκευτικές και οικονομικές λειτουργίες, όπως συνέβαινε και σε άλλα μυκηναϊκά κέντρα της νότιας και κεντρικής Ελλάδας. Το κέντρο αυτό είχε επαφές με όλο το γνωστό μυκηναϊκό κόσμο και την ανατολική Μεσόγειο και διέθετε ανεπτυγμένο σύστημα εμπορικών ανταλλαγών και προμήθειας πρώτων υλών. Ίσως τις επαφές αυτές να απηχεί η Αργοναυτική εκστρατεία, η πρώτη μεγάλη πανελλήνια ναυτική εξόρμηση που οργανώθηκε από την Ιωλκό, την οποία η μυθολογική παράδοση τοποθετεί στο μυχό του Παγασητικού κόλπου και πιθανότατα τα ερείπιά της είναι αυτά που αποκαλύπτονται στο Διμήνι. Το ανάκτορο βρίσκεται ανατολικά του λόφου, με το νεολιθικό οικισμό, ανάμεσα σε αυτόν και στο κυρίως τμήμα του οικισμού των μυκηναϊκών χρόνων, όπου σώζεται και ο κεντρικός δρόμος. Το συγκρότημα ιδρύθηκε στις αρχές του 13ου αιώνα π.Χ. (Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β1 περίοδος). Φαίνεται ότι θεμελιώθηκε πάνω σε παλιότερο μέγαρο του 14ου αιώνα π.Χ. και εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. (πρώιμη Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Γ περίοδος). Η πρόσβαση στο ανάκτορο γινόταν μέσω ενός πρόπυλου από το δρόμο. Το συγκρότημα αποτελείται από δύο μεγάλα μέγαρα που πλαισιώνονται από άλλα μικρότερα κτήρια και συνδέονται με μία εσωτερική αυλή.
Το πρώτο ονομάσθηκε Μέγαρο Α, έχει προσανατολισμό Α-Δ και η είσοδός του βρίσκεται στην ανατολική πλευρά. Αποτελείται από δύο πτέρυγες δωματίων που συνδέονται μεταξύ τους με διάδρομο. Στη βόρεια πτέρυγα βρίσκονται οι κύριοι χώροι διαμονής, ενώ στη νότια πτέρυγα οι βοηθητικοί και εργαστηριακοί χώροι. Σε έναν από τους εργαστηριακούς χώρους αποκαλύφθηκε λίθινο σταθμίο με 3 εγχάρακτα σύμβολα Γραμμικής Β γραφής, ενώ στο διάδρομο βρέθηκαν λίθινες μήτρες και άλλα εργαλεία που σχετίζονται με τη μεταλλουργία. Οι τοίχοι του Μεγάρου Α σώζονται αρκετά καλά, σε ικανό ύψος και είναι επιχρισμένοι, όπως και τα δάπεδα, με λευκό ασβεστοκονίαμα. Προς τα βόρεια και προς τα νότια του κτιρίου υπάρχουν δύο ανεξάρτητες πτέρυγες αποθηκών. Το Μέγαρο Α καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε από τους ενοίκους του στο τέλος του 13ου-αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. Στα μεγάλα δωμάτια της βόρειας πτέρυγας και στο χώρο των εργαστηρίων έγιναν επισκευές και φαίνεται ότι οι χώροι αυτοί ξανακατοικήθηκαν, ωστόσο, στην τελική φάση χρήσης του κτιρίου αξιοποιήθηκαν μόνο τα μεγάλα δωμάτια της βόρειας πτέρυγας.
Το δεύτερο κτίριο ονομάσθηκε Μέγαρο Β και περιλάμβανε επίσης δύο πτέρυγες δωματίων που χωρίζονταν από διάδρομο. Και αυτό το κτίριο καταστράφηκε τελείως από ισχυρή πυρκαγιά στο τέλος του 13ου-αρχές 12ου αιώνα π.Χ., αλλά μετά την καταστροφή του κανένας χώρος του δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ ξανά. Οι τοίχοι του ήταν καλυμμένοι με επάλειψη πηλού που διατηρήθηκε άριστα σε ορισμένα σημεία λόγω της φωτιάς, ενώ το δάπεδό του ήταν κατασκευασμένο από παχύ στρώμα πηλού με ενίσχυση από ασβέστη και χαλίκια. Στις αποθήκες του βρέθηκε μεγάλη ποσότητα κεραμικής και απανθρακωμένα βοτανικά κατάλοιπα, που πιστοποιούν την αποθήκευση δημητριακών (σιταριού και κριθαριού), ελιών και σταφυλιών, ενώ στον πρόδομο αποκαλύφθηκε ένας πήλινος υπερυψωμένος βωμός.
Η έρευνα του ανακτόρου άρχισε το 1997. Μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί εργασίες για την αποκατάσταση των τοίχων των δύο μεγάρων καθώς και των συμπληρωματικών κατασκευών (αποθηκών και εργαστηρίων) και έχει γίνει στερέωση-συντήρηση των κονιαμάτων στους τοίχους και στα δάπεδα. Έχει γίνει έρευνα με μαγνητικές και ηλεκτρικές διασκοπήσεις γύρω από το ανάκτορο, διερευνητικές τομές για την έδραση μελλοντικού στεγάστρου του μνημείου, καθώς και επέκταση του υφιστάμενου στεγάστρου προστασίας μέχρι το πρόπυλο του ανακτόρου.
ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ «ΤΟΥΜΠΑ»
Ο επιβλητικός θολωτός τάφος, που είναι γνωστός και ως «Τούμπα», βρίσκεται στο Διμήνι, στις δυτικές παρυφές του λόφου με τα νεολιθικά ερείπια. Μαζί με το δεύτερο, μικρότερο θολωτό τάφο, που φέρει την ονομασία «Λαμιόσπιτο», αποτελούν σπουδαία μνημεία στην περιοχή και αποδίδονται χωρίς καμία αμφιβολία στους βασιλείς του μυκηναϊκού οικισμού του Διμηνίου. Σύμφωνα με την αρχιτεκτονική του μορφή, αλλά και με βάση τα ελάχιστα δείγματα κεραμικής που βρέθηκαν κατά τον καθαρισμό του δρόμου του, ο τάφος «Τούμπα» χρονολογείται λίγο αργότερα από τον τάφο «Λαμιόσπιτο», στο 13ο αιώνα π.Χ. (Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β περίοδος).
Το μνημείο είναι μεγάλο σε διαστάσεις και αποτελείται από το μακρύ δρόμο, το στόμιο και τη θόλο. Ο δρόμος έχει μήκος 16,5 μ. και πλάτος 2,30 μ. και οι άκρες του συγκρατούνται από λιθόκτιστους αναλημματικούς τοίχους, που συγκλίνουν ελαφρά προς το στόμιο. Στη συμβολή τους με τη θόλο έχουν ύψος 4 μ. και σώζονται σε άριστη κατάσταση. Στο τέλος του δρόμου σώζεται ο τοίχος φραγής του τάφου. Η είσοδος στη θόλο του τάφου γινόταν μέσω ενός στομίου με μήκος 3,25 μ., ύψος 3,15 μ. και πλάτος 1,60 μ., που καλύπτεται από 3 μεγάλες λαξευμένες πέτρες πάχους 0,45 μ., που αποτελούν το υπέρθυρό του. Η τελευταία προς τη θόλο πέτρα είναι λαξευμένη στην εσωτερική όψη για να ακολουθεί την καμπύλη της θόλου. Πάνω από το υπέρθυρο διαμορφώνεται το ανακουφιστικό τρίγωνο. Η είσοδος του στομίου είναι κτισμένη από μεγάλους λαξευμένους λίθους, που δημιουργούν υποδοχές για θύρα, πιθανότατα ξύλινη. Η θόλος έχει καταρρεύσει στο ανώτερο τμήμα. Το σωζόμενο ύψος της είναι 3,80 μ. και η διάμετρός της 8,30 μ. Έχει κατασκευασθεί με το εκφορικό σύστημα, από μικρές ασβεστολιθικές πέτρες χωρίς συνδετικό υλικό, ενώ στη βάση της έχουν χρησιμοποιηθεί μεγάλες πέτρες, λαξευμένοι κυβόλιθοι, θεμελιωμένοι πάνω στον ασβεστολιθικό βράχο, που έχει ισοπεδωθεί για να αποτελέσει το δάπεδο του ταφικού θαλάμου. Στη βόρεια πλευρά της θόλου υπάρχει ορθογώνιο κτίσμα (μήκος 3,62 μ., πλάτος 1,40 μ. και σωζόμενο ύψος 1,08 μ.). Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του ανασκαφέα, Β. Στάη, το κτίσμα σκεπαζόταν με λίθινες πλάκες που στηρίζονταν στους πλαϊνούς τοίχους και σε μία ξύλινη δοκό, που πατούσε στο μέσο των στενών πλευρών του. Πρόκειται για κτιστή λάρνακα, που χρησιμοποιήθηκε για την τοποθέτηση της νεκρικής κλίνης. Ο τάφος βρέθηκε συλημένος, αλλά μερικά σπουδαία ευρήματα, κυρίως μικρά χρυσά και γυάλινα κοσμήματα, διέφυγαν της προσοχής των αρχαιοκαπήλων και σήμερα εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα.
Ο θολωτός τάφος «Τούμπα» ανασκάφηκε το 1892 από το Β. Στάη. Οι εργασίες για την ανάδειξη του μνημείου (δενδροφύτευση, διάδρομοι πρόσβασης, ενημερωτικές πινακίδες) εντάσσονται στις εργασίες ανάδειξης, που αφορούν ολόκληρο τον αρχαιολογικό χώρο του Διμηνίου.
ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ «ΛΑΜΙΟΣΠΙΤΟ»
Ο μικρότερος και αρχαιότερος από τους δύο σημαντικούς μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους που έχουν βρεθεί στο Διμήνι είναι ο λεγόμενος «Λαμιόσπιτο». Βρίσκεται 300 μ. δυτικά του λόφου με τα ερείπια του νεολιθικού οικισμού, κτισμένος σε επικλινή βουνοπλαγιά. Με βάση την αρχιτεκτονική του μορφή χρονολογείται στο 14ο αιώνα π.Χ. (Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Α2 περίοδος).
Η πρόσβαση στον τάφο γινόταν μέσω ενός ελαφρώς κατηφορικού δρόμου, με μήκος 14,50 μ. και πλάτος 3,30 μ. Οι παρειές του δρόμου συγκρατούνται από λιθόκτιστους αναλημματικούς τοίχους πλάτους 1 μ., που συγκλίνουν ελαφρώς προς το στόμιο του τάφου και στη συμβολή τους με τη θόλο φθάνουν τα 5,70 μ. σε ύψος. Το τέλος του δρόμου, μετά την ταφή φρασσόταν με λιθόκτιστο τοίχο, πλάτους 2,00 μ. Η είσοδος στη θόλο γινόταν μέσω του στομίου (ύψους 3 μ., μήκους 2,20 μ. και πλάτους 1,90 μ.), που στενεύει εσωτερικά και καλύπτεται με τέσσερις μεγάλες πλάκες, που αποτελούν το υπέρθυρό του, επάνω από το οποίο υπήρχε το ανακουφιστικό τρίγωνο. Η θόλος, με διάμετρο 8,20 μ. και ύψος 8,10 μ., έχει κατασκευασθεί με το εκφορικό σύστημα, πιθανώς με τη χρήση ξυλοτύπων, τα ίχνη των οποίων δεν είναι ορατά. Είναι κτισμένη με μικρές ακανόνιστες ασβεστολιθικές πέτρες χωρίς συνδετικό υλικό, οι οποίες στη βάση της είναι ιδιαίτερα ενισχυμένες. Το δάπεδο έχει διαμορφωθεί με ισοπέδωση του ασβεστολιθικού βράχου. Το άνω τμήμα της θόλου έφρασσε μεγάλη στρογγυλή πλάκα, «το κλειδί», που είχε καταρρεύσει παλαιότερα στο δάπεδο και το οποίο πρόσφατα τοποθετήθηκε ξανά στη θέση του. Αν και ο τάφος βρέθηκε συλημένος, απέδωσε λίγα αλλά σπουδαία ευρήματα, κυρίως γυάλινα κοσμήματα, ελεφάντινα αντικείμενα και χάλκινα όπλα, τα οποία μεταφέρθηκαν και εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Σύμφωνα με τους πρώτους ανασκαφείς του μνημείου, P. Wolter και H. Lolling, αμέσως δεξιά της εισόδου, στο εσωτερικό της θόλου, υπήρχε χαμηλό θρανίο, ύψους 0,55 μ. και πλάτους 0,50 μ. που περιέτρεχε τον τοίχο της θόλου και ήταν κτισμένο από πέντε σειρές ωμών πλίνθων. Το θρανίο αυτό δε σώζεται σήμερα ούτε υπάρχει σχέδιό του. Ο Χρ. Τσούντας θεωρούσε ότι η κατασκευή αυτή αποτελούσε χώρο εναπόθεσης του νεκρού και των κτερισμάτων. Κάτω από το θρανίο, κατά τον πρόσφατο καθαρισμό του δαπέδου, βρέθηκε ένα διπλό λάξευμα βάθους 0,60 μ. με διαμορφωμένο αναβαθμό, όπου είχαν ταφεί τέσσερα σκυλιά.
Στη ρωμαϊκή εποχή, στην κορυφή του τύμβου και σε επαφή με τη λιθοδομή της θόλου κατασκευάσθηκε μία ασβεστοκάμινος για τις ανάγκες του ρωμαϊκού αγωγού ύδρευσης, που μετέφερε νερό στην αρχαία Δημητριάδα. Η ασβεστοκάμινος αποκαλύφθηκε κατά τις πρόσφατες εργασίες στερέωσης της θόλου και επικαλύφθηκε με χώμα, αφού πρώτα έγιναν εργασίες στεγανοποίησης. Είναι πιθανόν να ευθύνεται αυτή για τις φθορές του τάφου με τη διέλευση όμβριων υδάτων στο χώρο της θόλου.

Το μνημείο ερευνήθηκε αρχικά το 1886 με πρωτοβουλία του τότε νομάρχη Μαγνησίας Ι. Κονδάκη και του γυμνασιάρχη Ε. Κούση, και με τη συνεργασία των αρχαιολόγων Π. Καββαδία, P. Wolter και H. Lolling. Για την ανάδειξή του έχουν γίνει κατά καιρούς διάφορες εργασίες στερέωσης και αναστήλωσης.
ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΟΛΟΥ
Το Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου είναι ένα από τα παλαιότερα Μουσεία της χώρας και μέχρι σήμερα παραμένει το κεντρικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλίας. Κτίσθηκε το 1909 με χρήματα που διέθεσε ο Αλέξιος Αθανασάκης από την Πορταριά του Πηλίου. Πρόκειται για ένα ισόγειο νεοκλασικό κτήριο με συνολικό εμβαδόν 870 τ.μ. που περιλαμβάνει επτά χώρους έκθεσης. Το αρχικό σχέδιο κατασκευής εκπόνησε ο μηχανικός της Αρχαιολογικής Εταιρείας Α. Αγγελίδης και το υλοποίησε ο αρχιτέκτονας Ι.Π. Σκούταρης. Βρίσκεται στην παραλία του Βόλου, μέσα στο πάρκο της περιοχής του Αναύρου. Αφορμή και σκοπός της ίδρυσής του υπήρξε η στέγαση και η έκθεση των γραπτών επιτύμβιων στηλών από το νεκροταφείο της αρχαίας Δημητριάδας, που είχαν έρθει στο φως με τις ανασκαφές του Α. Αρβανιτόπουλου στις αρχές του 20ου αιώνα.
Ο τεράστιος πλούτος των αρχαιολογικών ευρημάτων της συλλογής του Μουσείου και η παράλληλη έλλειψη επαρκών εκθεσιακών χώρων και αποθηκών έκαναν επιτακτική την ανάγκη επέκτασης του κτηρίου. Το μακροχρόνιο αυτό αίτημα, αν και είχε διατυπωθεί από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, υλοποιήθηκε μόλις το 2004. Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο του 2004 εγκαινιάστηκε η νέα πτέρυγα του Μουσείου Βόλου, που κατασκευάστηκε σε άμεση επαφή με το παλαιό κτήριο του Μουσείου. Το νέο κτήριο διαθέτει πρόσθετους εκθεσιακούς χώρους, εκτεταμένες αποθήκες με σύγχρονο εξοπλισμό και ελεγχόμενες συνθήκες διατήρησης των αρχαιοτήτων, ενώ παράλληλα στεγάζει τα γραφεία της ΙΓ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών αρχαιοτήτων. Η κατασκευή του νέου κτηρίου πραγματοποιήθηκε παράλληλα με τις εργασίες ανακαίνισης του παλιού, νεοκλασικού κτηρίου, ενώ και τα δύο έργα εντάχθηκαν στο Γ' Κοινοτικό Πλαίσιο στήριξης, στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Πολιτισμός με καταληκτική ημερομηνία το Δεκέμβριο του 2006.
Μετά την επανέκθεση του 2004, το Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου φιλοξενεί αρχαιολογικά ευρήματα από όλη τη Θεσσαλία, από την παλαιολιθική περίοδο έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η έκθεση αναπτύσσεται σε οκτώ αίθουσες στο ισόγειο του παλιού και νέου κτηρίου και περιλαμβάνει ευρήματα από τις αρχαιολογικές έρευνες που άρχισαν στη Θεσσαλία στις αρχές του 20ου αιώνα και συνεχίζονται έως σήμερα. Ενημερωτικά κείμενα, σχέδια και φωτογραφίες εμπλουτίζουν την έκθεση επιτρέποντας στο μη ειδικό κοινό την εμπεριστατωμένη πληροφόρησή του για το είδος και τη χρήση των αρχαιολογικών ευρημάτων, καθώς και για τους αρχαιολογικούς χώρους από τους οποίους τα εκθέματα αυτά προήλθαν.
Το Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βόλου ανήκει οργανικά στην ΙΓ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Βόλου, η οποία αποτελεί περιφερειακή Υπηρεσιακή μονάδα του Υπουργείου Πολιτισμού με αρμοδιότητα στις Προϊστορικές και Κλασικές αρχαιότητες του Νομού Μαγνησίας.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Η πρώτη έκθεση πραγματοποιήθηκε από τον Α. Αρβανιτόπουλο, με κύριο στόχο την ανάδειξη των γραπτών επιτύμβιων στηλών της αρχαίας Δημητριάδας. Το 1913-14 ο ίδιος προχώρησε σε αναδιάταξη της έκθεσης των στηλών, ενώ παράλληλα δημιούργησε στον προθάλαμο του Μουσείου την αναπαράσταση ενός ταφικού μνημείου με αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη.
Το 1940 το Μουσείο κλείνει λόγω του πολέμου και οι αρχαιότητες απομακρύνονται και φυλάσσονται σε ασφαλές μέρος. Μετά το τέλος του πολέμου το Μουσείο επαναλειτούργησε αμέσως, όμως και πάλι έκλεισε το 1955-56, καθώς είχε υποστεί σημαντικές ζημιές από τους σεισμούς που έπληξαν εκείνη την περίοδο την πόλη του Βόλου. Με ενέργειες του τότε εφόρου Δ.Ρ. Θεοχάρη πραγματοποιήθηκαν εργασίες στερέωσης, αναστήλωσης και ανακαίνισης του κτιρίου, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το 1959-60.
Η επανέκθεση από το Δ.Ρ. Θεοχάρη στόχευε στην παρουσίαση χαρακτηριστικών αντικειμένων του πολιτισμού που αναπτύχθηκε στη Θεσσαλία από τους προϊστορικούς ως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η έκθεση περιορίστηκε σε τέσσερις αίθουσες. Στις αίθουσες 2 και 4 τοποθετήθηκαν οι γραπτές στήλες της Δημητριάδας, ευρήματα μυκηναϊκής, γεωμετρικής, αρχαϊκής, κλασικής και ελληνιστικής περιόδου από διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας. Η επόμενη αίθουσα ήταν αφιερωμένη στην πλαστική των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων της Θεσσαλίας, σε χάλκινα μικροτεχνήματα της Γεωμετρικής και Αρχαϊκής περιόδου από το ιερό της Φίλιας στην Καρδίτσα και το ναό του Θαυλίου Διός στις Φερές. Η τέταρτη αίθουσα περιελάμβανε κυρίως ανάγλυφα και γλυπτά Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων.
Το 1975-76 ο καθηγητής Γ.Χ. Χουρμουζιάδης ολοκλήρωσε την έκθεση στις υπόλοιπες αίθουσες του Μουσείου. Η βασική ιδέα του τρόπου έκθεσης που ακολουθήθηκε σε αυτή την προσπάθεια ήταν ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας της έκθεσης, που επιτεύχθηκε με την τοποθέτηση των αντικειμένων κατά θεματικές ενότητες, ελεύθερα στο χώρο, χωρίς προθήκες, μέσα σε κόγχες και πάνω σε ράφια που κατασκευάστηκαν με υλικά ανάλογα της εποχής στην οποία αναφερόταν η έκθεση. Έτσι, με τον πρωτοποριακό για την εποχή τρόπο, δημιουργήθηκαν δύο νέες εκθέσεις, η πρώτη για τον Νεολιθικό πολιτισμό στην αίθουσα 3 και η δεύτερη για τα ταφικά έθιμα στην αρχαιότητα στην αίθουσα 6.
Τη δεκαετία του 1980 καθιερώθηκε στο Μουσείο του Βόλου ο θεσμός των περιοδικών εκθέσεων. Αρχικά, για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιήθηκε ο προθάλαμος του Μουσείου, αίθουσα 1, και αργότερα μια νέα ξεχωριστή μικρή αίθουσα, η αίθουσα 8. Στις αίθουσες των περιοδικών εκθέσεων φιλοξενήθηκαν κατά καιρούς ευρήματα από σωστικές ανασκαφές της Εφορείας, αφιερώματα σε προσωπικότητες της περιοχής, όπως ο λαογράφος Κίτσος Μακρής, καθώς και η ιδιωτική συλλογή του κ. Αγγ. Μπάστη, που αριθμεί 2500 αντικείμενα και δωρίθηκε το 1994 από τον συλλέκτη στο Μουσείο του Βόλου.
Μέχρι το τέλος του 2002, η έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Βόλου περιείχε αρχαιότητες που προέρχονται από ολόκληρη τη Θεσσαλία και χρονολογούνται από την παλαιολιθική εποχή έως και τους όψιμους ρωμαϊκούς χρόνους. Από τις αρχές του 2003, το Μουσείο έκλεισε με σκοπό την ανακαίνιση του υπάρχοντος κτιρίου και την κατασκευή νέας πτέρυγας, όπου υπάρχει επιπλέον εκθεσιακός χώρος, καθώς και χώρος για τα γραφεία της ΙΓ' Ε.Π.Κ.Α., τις αποθήκες και τα εργαστήρια.
Σήμερα πλέον το Μουσείο λειτουργεί με δύο εκθέσεις, τη μόνιμη έκθεση που περιλαμβάνει αρχαιότητες που χρονολογούνται από την παλαιολιθική εποχή έως τη ρωμαϊκή περίοδο και προέρχονται από ολόκληρη τη Θεσσαλία, και την περιοδική έκθεση με θέμα «Αγώνες και Αθλήματα στην Αρχαία Θεσσαλία». Παράλληλα με τα πλούσια και ποικίλα εκθέματα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βόλου παρουσιάζει ο τρόπος έκθεσης της αίθουσας των νεολιθικών αντικειμένων και της αίθουσας με τις αναπαραστάσεις των τάφων, που δίνουν τη δυνατότητα στον επισκέπτη να έχει πιο άμεση επαφή με τα αρχαία και να κατανοεί με ευκολία τη λειτουργία.
ΕΚΘΕΣΕΙΣ
Η έκθεση οργανώθηκε με βάση την προϋπάρχουσα έκθεση του Μουσείου και με προσθήκες νέων ενοτήτων. Έτσι διατηρήθηκαν οι αίθουσες του Νεολιθικού πολιτισμού και των ταφικών εθίμων τις οποίες είχε επιμεληθεί ο κ. Γ.Χ. Χουρμουζιάδης στις αρχές της δεκαετίας του 1980 με πρωτοποριακό για την εποχή τρόπο έκθεσης. Προστέθηκε η αίθουσα των ευρημάτων από τα μεγάλα δημόσια έργα που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια στη Μαγνησία με σκοπό να αναδειχθεί η πληθώρα των νέων στοιχείων που προέκυψαν από αυτές τις έρευνες και να αποδοθούν το συντομότερο δυνατό στο κοινό οι πληροφορίες αυτές. Τέλος οργανώθηκε από την αρχή μια αίθουσα που περιλαμβάνει τις επιτύμβιες γραπτές στήλες της αρχαίας Δημητριάδος, οι οποίες αποτελούν γενικότερα μοναδικό εύρημα και μας δίνουν πολλές πληροφορίες για την αρχαία πόλη. Η ανάγκη στέγασης και προβολής αυτών των στηλών υπήρξε στην αρχή του 20ου αιώνα η αφορμή για την ανέγερση του Αρχαιολογικού Μουσείου Βόλου. Σε δύο αίθουσες του Μουσείου πραγματοποιούνται κατά διαστήματα περιοδικές εκθέσεις. Την περίοδο αυτή εκτίθεται η συλλογή νεολιθικών αντικειμένων από ολόκληρη τη Θεσσαλία, του Βολιώτη Συλλογέα Άγγελου Μπάστη, που δωρίθηκε στο Μουσείο. Επίσης λειτουργεί έκθεση με τα νέα αποκτήματα του Μουσείου που προέρχονται από τις πρόσφατες ανασκαφές στην περιοχή της Μαγνησίας και της Καρδίτσας. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου εφαρμόζεται ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές του Δημοτικού σχολείου που έχει σαν θέμα: «Νεολιθικός πολιτισμός: Μια φορά κι’ έναν καιρό στο Σέσκλο και στο Διμήνι».
ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ
1) Νεολιθικός Πολιτισμός (αίθουσα Γ.Χ. Χουρμουζιάδη): Αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, κατάλοιπα διατροφής (σπόροι, οστά ζώων), εργαλεία, αγγεία, ειδώλια, κοσμήματα.
2) Δωρεά συλλογής Αγγ. Μπάστη: Νεολιθικά ευρήματα της συλλογής που δώρισε ο Αγγ. Μπάστης στο Μουσείο.
3) Ανασκαφές μεγάλων έργων: Ευρήματα από διάφορες θέσεις που ανασκάφηκαν στα πλαίσια μεγάλων δημόσιων έργων που πραγματοποιήθηκαν στο Νομό Μαγνησίας.
4) Γραπτές επιτύμβιες στήλες Δημητριάδος: Ευρήματα από την πόλη και τα νεκροταφεία, με έμφαση στις γραπτές επιτύμβιες στήλες.
5) Χθόνιες θεότητες, κτερίσματα τάφων: Ευρήματα από νεκροταφεία της περιοχής.
6) Ταφικά έθιμα: Τάφοι μεταφερμένοι αυτούσιοι στο Μουσείο.
ΑΙΘΟΥΣΑ 1
Εκτίθενται συλλογή Παλαιολιθικών ευρημάτων από τις νεότερες ανασκαφικές έρευνες σε παραθαλάσσιους προϊστορικούς οικισμούς (Πετρομαγούλα), σε ταφικούς τύμβους (5ος αιώνας π.Χ.) και σε ταφικά ιερά (5ος-3ος αιώνας π.Χ.) από όλη τη Θεσσαλία.
ΑΙΘΟΥΣΑ 2
Τα κύρια εκθέματά της είναι γραπτές επιτύμβιες στήλες από την αρχαία Δημητριάδα, θαυμάσια δείγματα ελληνιστικής ζωγραφικής (3ος αιώνας π.Χ.), και ακόμη αγγεία με γραπτή διακόσμηση και κοσμήματα από τη μυκηναϊκή εποχή (2η χιλιετία π.Χ.) και την εποχή του Σιδήρου (1η χιλιετία π.Χ.).
ΑΙΘΟΥΣΑ 3
Τα εκθέματα της δίνουν πληροφορίες για την εξέλιξη του ανθρώπου στη νεολιθική εποχή και τις δραστηριότητες του σε κύριους τομείς, όπως η κατασκευή οικιών (υλικά δομής), η παραγωγή τροφής (εργαλεία, αγγεία, σκεύη) και οι εξωπαραγωγικές δραστηριότητες (ειδώλια, κοσμήματα).
ΑΙΘΟΥΣΑ 4
Εκτίθενται ανάγλυφες επιτύμβιες και αναθηματικές στήλες από την αρχαία Δημητριάδα μαζί με αγγεία, πήλινα ειδώλια, χρυσά κοσμήματα και γλυπτά των ελληνιστικών και των ρωμαϊκών χρόνων (3ος αιώνας π.Χ.-4ος αιώνας μ.Χ.).
ΑΙΘΟΥΣΑ 5
Παρουσιάζονται σχεδιαστικές αναπαραστάσεις ταφών που πληροφορούν για την εξέλιξη των ταφικών μνημείων από τα προϊστορικά έως τα ελληνιστικά χρόνια (3η χιλιετία-3ος αιώνας π.Χ.).
ΑΙΘΟΥΣΑ 6
Τάφοι μεταφερμένοι αυτούσιοι από το χώρο της ανασκαφής μαζί με το σκελετό του νεκρού και τα αφιερώματα γύρω του, δίνουν πληροφορίες για τα έθιμα ταφής.
ΑΙΘΟΥΣΑ 7
Εκτίθενται αντιπροσωπευτικά δείγματα θεσσαλικής πλαστικής αρχαϊκών και κλασικών χρόνων (6ος και 5ος αιώνας π.Χ.), κι ακόμη χάλκινα αφιερώματα από το πανθεσσαλικό ιερό της Ιτωνίας Αθήνας στη Φίλια Καρδίτσας. Εκτίθεται ακόμη ενδεικτικό υλικό από την παλαιολιθική και τη μεσολιθική εποχή από τη θεσσαλική πεδιάδα και τις όχθες του Πηνειού ποταμού.
ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΕΚΘΕΜΑΤΑ
Δείγμα από το μεγάλο σύνολο πήλινων νεολιθικών ειδωλίων (6500-4500 π.Χ.) που εκτίθεται στο Μουσείο Βόλου.

Φιάλη με γραπτή διακόσμηση της Μέσης Νεολιθικής περιόδου από τη Τζάνη Μαγούλα στην περιοχή της Καρδίτσας (περίπου 5800-5300 π.Χ.).

Όστρακα μυκηναϊκής περιόδου με παραστάσεις πολύκωπων πλοίων (περίπου 1550 π.Χ.).

Πήλινο μυκηναϊκό ομοίωμα άρματος με γραπτή διακόσμηση από το Μεγάλο Μοναστήρι της Λάρισας, 13ος αιώνας π.Χ.

Αναπαράσταση τάφου της πρωτογεωμετρικής περιόδου (1050-900 π.Χ.).

Ανάγλυφη επιτύμβια στήλη του Κινέα και της Φρασιμήδας από τις Φερές (5ος αιώνας π.Χ.).

Αναθηματική ανάγλυφη στήλη της Εστίας και του Συμμάχου από τα Φάρσαλα (4ος αιώνας π.Χ.).

Παναθηναϊκός αμφορέας από το Σωρό Βόλου (4ος αιώνας π.Χ.).

Χρυσά κοσμήματα από τάφο στο Ομόλιο (3ος αιώνας π.Χ.).

Η στήλη των πολεμιστών (Αρ. Μουσείου Λ 235). Δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ. Ένα από τα σπουδαιότερα δείγματα της συλλογής των γραπτών επιτύμβιων στηλών από τη Δημητριάδα.

Χρυσό περιδέραιο από το αρχαίο Πελινναίο, στην περιοχή των Τρικάλων (3ος-2ος αιώνας π.Χ.).

Πηγή:
Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου,
Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού,
ΙΓ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.