6 Οκτ 2012

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821-1881)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι (Fyodor Mikhailovich Dostoevsky, ρωσ. Фёдор Михайлович Достоевский), Ρώσος πεζογράφος και στοχαστής, υπήρξε κορυφαία μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Όπως και ο συμπατριώτης και σύγχρονός του, Λέων Τολστόι, είναι αντιπροσωπευτική προσωπικότητα της εξαιρετικής εκείνης περιόδου που υπήρξε για τη Ρωσία το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, μιας περιόδου κατά την οποία η κίνηση των ιδεών, η ανάπτυξη μιας κοινωνικής συνείδησης ευαίσθητη στις εξελίξεις, η αναζήτηση της αλήθειας και της ομορφιάς, όλα καθρεπτίζονται σε μια λογοτεχνία εξαιρετικά προβληματισμένη και πλούσια σε ανθρωπιά. Σήμερα ο Ντοστογιέφσκι συγκαταλέγεται ανάμεσα στα κορυφαία ονόματα όχι μόνο της ρωσικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Πορτραίτο από τον Βασίλι Περόφ (1872)
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ
Ο πατέρας του Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς ήταν γιος κληρικού, αλλά όχι αριστοκράτης. Σύμφωνα με την παράδοση της εποχής θα έπρεπε να γίνει κι αυτός κληρικός, αλλά μπόρεσε να σπουδάσει ιατρική, έγινε στρατιωτικός γιατρός και με τη σταδιοδρομία του αυτή μπήκε στην κληρονομική αριστοκρατία. Οι σκληρές συνθήκες τον έκαναν άνθρωπο σκληρό, φίλερι, νευρικό και φορτικό. Είχε τρομερές εκρήξεις θυμού, τον διέκρινε η τσιγκουνιά, ενώ υπέφερε από κάποια μορφής αλκοολισμό. Φεύγοντας από τη στρατιωτική υπηρεσία τέλειωσε την καριέρα του ως διευθυντής ενός πτωχοκομείου στη Μόσχα. Η κοινωνική αφετηρία του Ντοστογιέφσκι βρισκόταν κατά κάποιον τρόπο στο σύνορο της αριστοκρατίας και των «Rasnotchinzen» (που κατά λέξη σημαίνει «άνθρωποι από άλλη τάξη»), άτομα του μη αριστοκρατικού μεσαίου στρώματος, με προσωπικές ικανότητες και επιτεύγματα, που μπόρεσαν να αποκτήσουν πρόσβαση στο ανώτερο στρώμα, κυρίως ως καλλιτέχνες, συγγραφείς, δημοσιογράφοι, δάσκαλοι (οικοδιδάσκαλοι), γιατροί, επίσης σε άλλα επαγγέλματα διανοουμένων που ως προϋπόθεση είχαν ένα υψηλότερο πνευματικό επίπεδο.[1] Έτσι, ο πατέρας του ήταν «ευγενής πρώτης γενιάς κι από νομική άποψη ανήκε στα προνομιούχα ανώτερα στρώματα, χωρίς όμως κοινωνικό status». Η μητέρα του, Μαρία Φιοντόροβα Νετσάγιεβα, ήταν το εντελώς αντίθετο. Ευγενική φυσιογνωμία με κλίση προς την τέχνη και τη θρησκεία, αγαπούσε την ποίηση, εκτιμούσε τον Ζουκόφσκι και τον Πούσκιν, διάβαζε μυθιστορήματα, ξεχώριζε για τις μουσικές της γνώσεις, τραγουδούσε ρομαντικά τραγούδια κι έπαιζε κιθάρα στις κοινωνικές της συναναστροφές. Σε όλη της τη ζωή δέχτηκε την αφόρητη ζήλεια του συζύγου της.

ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ο Φιοντόρ ήταν το δεύτερο αγόρι της πολυμελούς αυτής μεσοαστικής οικογένειας (με εφτά συνολικά παιδιά) και γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου του 1821 στη Μόσχα. Έμαθε ανάγνωση από τη μητέρα του, διαβάζοντας μια συλλογή από ιστορίες της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Από όλες τις ιστορίες πιο πολύ τον γοήτευσε το «Βιβλίο του Ιώβ». Στα παιδικά του χρόνια ήταν ευαίσθητος και μοναχικός με κλίση στη λογοτεχνία. Διάβασε τα έργα σπουδαίων συγγραφέων, όπως του Σαίξπηρ, του Ντίκενς, του Μολιέρου, του Θερβάντες, του Σίλερ, του Μπαλζάκ, του Γκόγκολ και του Πούσκιν. Όταν έγινε 10 ετών, ήρθε σε επαφή με τη ρωσική ύπαιθρο, τα ήθη και τις παραδόσεις της. Ήταν τότε που ο πατέρας του θα αγόραζε, το 1831, ένα μεγάλο αγρόκτημα με τρία χωριά στην επαρχία της Τούλας και για να εξασφαλίσει την οικογένειά του και για να έχει πρόσβαση στην αριστοκρατία. Μισό αιώνα μετά, στο τελευταίο του μυθιστόρημα θυμάται το αγρόκτημα των παιδικών του χρόνων, που το τοποθετεί στην ιδιοκτησία του σκληρού κι ακόλαστου Φιοντόρ Καραμαζόφ. Δεν ήταν το μόνο απ’ όσα τον εντυπωσίασαν ή τον συγκίνησαν που έγιναν ήρωες, χώροι δράσης ή το φόντο στις ιστορίες του, στον κόσμο που έπλασε μέσα στα βιβλία του. Ένα άλογο που δέχεται άδικα και βίαια χτυπήματα από τον αγωγιάτη, ο κόσμος των έγκλειστων στο κάτεργο, όπου κι αυτός εξορίστηκε, οι νύχτες που πέρασε τζογάροντας στα καζίνα της Γερμανίας, ένας ονειροπόλος συγγραφέας, όλα γίνονται μέρος των βιβλίων του: «Έγκλημα και τιμωρία», «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων», «Ο παίκτης», «Λευκές νύχτες». Πολλοί από τους ήρωές του ήταν κομμάτια του εαυτού του. Έτσι ο νεαρός Φιοντόρ «δε μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και τη στέρηση» αλλά μέσα σε συνεχείς οικονομικούς υπολογισμούς και παρατηρώντας την πραγματική φτώχεια στους ασθενείς του πτωχοκομείου.

ΧΑΝΕΙ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ
Σε εφηβική ηλικία χάνει και τους δύο γονείς του. Ο Ντοστογιέφσκι έτρεφε μεγάλη αγάπη για τη μητέρα του, που πέθανε νωρίς από φυματίωση, κουβαλώντας τις διαρκείς υποψίες του συζύγου της ότι διαρκώς τον απατά. Η επίδραση της μητέρας του στον χαρακτήρα του διακρίνεται στα κατοπινά μυθιστορήματά του. Θεμέλιο της δημιουργικής σκέψης του έγινε η ηθική, ενώ η μορφή της μητέρας του εξυψώθηκε ως ενσάρκωση του ηθικού κάλλους και του ηθικού αγαθού. Η Μαρία Φιοντόροβα πέθανε την ίδια ημέρα με τον Πούσκιν, το 1837. Ο θάνατός της, σε συνδυασμό με τον τραγικό θάνατο του Πούσκιν σε μονομαχία, προκάλεσαν βαθιά αναστάτωση στον Ντοστογιέφσκι, που ετοιμαζόταν να εισαχθεί μαζί με τον αδελφό του Μιχαήλ στη Στρατιωτική Σχολή Μηχανικού της Αγίας Πετρούπολης. Ο Φιοντόρ ανακοίνωσε στον αδελφό του ότι αν δεν είχαν το οικογενειακό τους πένθος, θα φορούσε μαύρα ρούχα για να πενθήσει τον Πούσκιν. Παρ’ όλα αυτά, δεν έζησε μόνο την ασκητική ζωή ενός εμπνευσμένου και ευαίσθητου δημιουργού. «Ανεξάρτητα από τις απώλειες, αγαπώ τη ζωή πολύ, αγαπώ τη ζωή για τη ζωή και, παράξενο, εξακολουθώ να συνεχίζω να αρχίζω να ζω. Σύντομα θα γίνω 50 ετών, και παρ’ όλα αυτά δεν μπορώ με τίποτα να συνειδητοποιήσω: τελειώνει άραγε η ζωή μου ή, μήπως, απλώς τώρα αρχίζει; Να ποιο είναι το βασικό χαρακτηριστικό του χαρακτήρα μου, μπορεί ίσως, και της δραστηριότητάς μου».
Δύο χρόνια αργότερα, ο πατέρας του, που είχε αποσυρθεί μετά τον θάνατο της μητέρας του στο αγρόκτημά του, θα δολοφονηθεί από τους δουλοπάροικούς του, επειδή ήταν ιδιαίτερα μισητός στους χωρικούς, εξαιτίας του σκληροτράχηλου και αυταρχικού του χαρακτήρα.

ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Ο Ντοστογιέφσκι, ύστερα από την αρχική κατ’ οίκον διδασκαλία, πήγε οικότροφος σε δύο σχολεία στη Μόσχα, ένα από τα οποία γαλλικό. Όταν τέλειωσε το σχολείο, συνέχισε τις σπουδές του στην Αγία Πετρούπολη, στην κρατική στρατιωτική σχολή μηχανικών. Το 1843 αποφοίτησε από τη σχολή μηχανικού κι υπηρέτησε στην Αγία Πετρούπολη, αλλά τον επόμενο χρόνο υπέβαλε την παραίτησή του, αποχωρώντας οριστικά από το επάγγελμα, και πήρε την απόφαση να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη λογοτεχνία. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς πορείας, που ξεκινούσε από τα χρόνια της σχολικής εκπαίδευσής του: σταθερός ήταν ο προσανατολισμός του στη λογοτεχνία. Άρχισε μια διαφορετική ζωή, φτωχή κι ακατάστατη, που δεν έγινε όμως εμπόδιο στα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα (το 1843 μετέφρασε, ανάμεσα στα άλλα, και την Ευγενία Γκραντέ του Μπαλζάκ) και η οποία τον έφερε σε επαφή με το ιδιόρρυθμο, εξαθλιωμένο περιβάλλον των μικροϋπαλλήλων της Αγίας Πετρούπολης. Το περιβάλλον αυτό αποτέλεσε το φόντο των πρώτων αφηγμάτων του, καθώς επίσης και ενός όχι μικρού μέρους των κορυφαίων μυθιστορημάτων του. Εξαθλιωμένοι διανοούμενοι και άποροι κατώτεροι κοινωνικοί λειτουργοί αποτελούν κατά κύριο λόγο τους ήρωες των έργων του.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ
Το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Οι φτωχοί» (1846), επαινέθηκε τόσο από τον μεγάλης επιρροής κριτικό Βισαριάν Μπελίνσκι, που τον ενέταξε στον κύκλο του, όσο κι από τον συνομήλικό του ποιητή Νικολάι Νεκράσοφ. Ιδίως ο Μπελίνσκι το χαρακτήρισε έργο μεγάλης πνοής, αποκάλυψη ενός μεγάλου συγγραφέα και, συγχρόνως, την απαρχή μιας νέας λογοτεχνίας. Οι «φτωχοί», με το συναισθηματικό και ανθρωπιστικό θέμα τους, και «Ο σωσίας» που ακολούθησε αμέσως μετά (1846), με την τραχύτητα ενός κωμικού παράδοξου στοιχείου, πίσω από το οποίο υποβόσκει μια πρωτότυπη προβληματική του διχασμού της ανθρώπινης ψυχής και της αλλοτρίωσης, ήταν οι δυο πόλοι γύρω απ’ τους οποίους για πολλά χρόνια περιστράφηκε με διάφορους τρόπους η δημιουργική φαντασία του Ντοστογιέφσκι. Μεταξύ Ιανουαρίου του 1846 και Δεκεμβρίου του 1849, ο Φιοντόρ εξέδωσε 13 μυθιστορήματα, χωρίς να έχει πάντοτε την επιδοκιμασία του κοινού και της κριτικής, αλλά στα οποία αναπτύχθηκε και διαμορφώθηκε το λογοτεχνικό του ύφος. Ένα κοινό στοιχείο που διατρέχει αφηγήματα τελείως διαφορετικά μεταξύ τους, αν και αρκετά κοντινά ως προς το χρόνο της συγγραφής τους, όπως «Οι φτωχοί» και «Ο σωσίας», ή εντελώς διαφορετικού τόνου, που ανήκουν στον λεγόμενο κύκλο των «ονειροπώλων»: «Η κυρά» (1847), «Λευκές νύχτες» (1848), «Νιέτοτσκα Νιεζβάνοβα» (1849), «Ένας μικρός ήρωας» (1849), και άλλα όπως «Ο κύριος Προχάρτσιν» (1846) και «Μια αδύνατη καρδιά» (1848), είναι η κοινή αναφορά σε μια λογοτεχνική μορφή, τυπική της δεκαετίας του 1840, την αφήγηση της «ιστορίας της ψυχής». Η εμπειρία αυτή απέκτησε κεφαλαιώδη σημασία στα μεγαλύτερης έκτασης μυθιστορήματά του, στα οποία αφοσιώθηκε ολόψυχα στην προσπάθεια να αναλύσει τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του, χωρίς ποτέ να χάσει από την οπτική του την αντικειμενική απεικόνιση ενός πραγματικού κόσμου. Με την έννοια αυτή, ο ρεαλισμός του διαφοροποιείται από τον ρεαλισμό του Γκόγκολ, για παράδειγμα, και των συγγραφέων που συγκαταλέγονται στη λεγόμενη φυσιοκρατική σχολή, από τους οποίους δεν άργησε να απομακρυνθεί.

ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΕΞΟΡΙΑ
Το 1848 ο Ντοστογιέφσκι εντάχθηκε σε μια πολιτικοφιλοσοφική λέσχη, γνωστή ως επαναστατικός κύκλος Πετρασέφσκι ή οι «Πετρασέφσκηδες».[2][3] και πήγαινε στις εβδομαδιαίες συνεδριάσεις στο σπίτι του. Ο Μιχαήλ Πετρασέφσκι ήταν από τους πρώτους Ρώσους ριζοσπάστες σοσιαλιστές και καταφερόταν εναντίον της τυραννικής διακυβέρνησης του τσάρου Νικολάου Α', θεωρώντας ότι πρέπει να μεταλαμπαδευτούν στη Ρωσία οι ιδέες των Γάλλων διαφωτιστών. Και κυρίως των ουτοπιστών σοσιαλιστών, όπως ο Φουριέ. Στις 22 Απριλίου 1849 ο Ντοστογιέφσκι συνελήφθη από την τσαρική αστυνομία, μαζί με άλλους από τον κύκλο του Πετρασέφσκι, με την κατηγορία της συνωμοσίας με σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος, και οδηγήθηκε στις απάνθρωπες φυλακές πολιτικών κρατουμένων της Αγίας Πετρούπολης. Ύστερα από μερικούς μήνες στη φυλακή, πέρασε από έκτακτο στρατοδικείο. Στο δικαστήριο δεν αρνήθηκε ούτε τις φιλελεύθερες πεποιθήσεις του ούτε το ενδιαφέρον του για τον ουτοπικό σοσιαλισμό, ιδιαίτερα για τις ιδέες του Σαρλ Φουριέ ή τη διαμαρτυρία του για πολλά φαινόμενα της ρωσικής πραγματικότητας. Παρουσίασε τον εαυτό του ως έναν «αφελή-έντιμο ανθρωπιστή και λόγιο ο οποίος απέβλεπε στο γενικό καλό της ανθρωπότητας», κυρίως όμως ήθελε μέσα από την πλούσια βιβλιοθήκη των Πετρασέφσκι «να γνωρίσει τα νεότατα λογοτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης». Το δικαστήριο δεν δέχθηκε αυτή του την εξήγηση και «ίσως είχε τους λόγους του να είναι δύσπιστο». Έτσι από μεταγενέστερες μαρτυρίες είναι για παράδειγμα γνωστό ότι συμμετείχε ενεργά στην προσπάθεια λειτουργίας παράνομου τυπογραφείου, ενώ «ευκαιριακά είχε δηλώσει πως ήταν διατεθειμένος να πάρει μέρος εν ανάγκη και σε μια ένοπλη εξέγερση». Στις 16 Νοεμβρίου 1849, αυτός και οι σύντροφοί του καταδικάσθηκαν σε θάνατο. Ακολούθησε ένας πόλεμος νεύρων με εικονικές εκτελέσεις και ατέλειωτες ώρες παραμονής σε μια πλατεία της Πετρούπολης, στις 22 Δεκεμβρίου του 1849, σε αναμονή του εκτελεστικού αποσπάσματος. Κυριολεκτικά λίγο πριν την εκτέλεση της απόφασης, έφτασε η είδηση της απονομής χάρης, και το περιστατικό αυτό άφησε βαθύτατα ίχνη στον Ντοστογιέφσκι. Η θανατική ποινή του μετατράπηκε τελικά σε τετραετή εγκλεισμό σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στο Ομσκ της Σιβηρίας και κατόπιν υποχρεωτική στρατιωτική θητεία για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα (σε όλη του της ζωή ο Ντοστογιέφσκι παρέμεινε υπό αστυνομική επιτήρηση). Το 1850 μεταφέρθηκε στην πόλη Ομσκ της Σιβηρίας, όπου πέρασε τα επόμενα 4 μαρτυρικά χρόνια της ζωής του. Μέσα στην πληθώρα των εξευτελισμών και των βασανιστηρίων ο Ντοστογιέφσκι βρήκε παρηγοριά στην Αγία Γραφή. Δεν ήταν πλέον οι προοδευτικές και επαναστατικές ιδέες που τον ενέπνεαν, αλλά μια βαθιά θρησκευτικότητα και μια στροφή προς την Ορθόδοξη Εκκλησία. Καρπός της τραγικής αυτής εμπειρίας του ήταν «Οι αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων».

ΓΑΜΟΣ
Όταν βγήκε από το κάτεργο, τον Μάρτιο του 1854, με καταπονημένη ηθική και σωματική αντοχή (στα χρόνια αυτά ήταν εξαιρετικά ισχυρές οι κρίσεις επιληψίας που τον βασάνισαν ύστερα σε όλη του τη ζωή), κατατάχθηκε ως απλός στρατιώτης στο 7ο σιβηριανό τάγμα που έδρευε στην πόλη Σεμιπαλάτινσκ (σήμερα Σεμέι του Καζακστάν). Εκεί, στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, θα κάνει τον πρώτο του γάμο: Γνωρίζει τη Μαρίγια Ντμιτρίεβα, που είχε χήρεψε το 1855 και 2 χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1857, την παντρεύεται. Ήταν «μία πραγματικά μορφωμένη και με τον τρόπο της γοητευτική γυναίκα, συνάμα όμως έπασχε από ανίατο πνευμονικό νόσημα, ήταν νευρική και ευερέθιστη, προφανώς υστερική, αν όχι ψυχοπαθής». Ο έρωτας αυτός ήταν πάντα δύσκολος και βασανιστικός, τόσο πριν όσο και μετά τον γάμο τους, μέχρι το 1864 που πέθανε η Ντμιτρίεβα. Το φθινόπωρο του 1855 έγινε υπαξιωματικός και τον επόμενο χρόνο προήχθη σε αξιωματικό. Τον Μάρτιο του 1859, μετά από δέκα χρόνια απουσίας απ’ την πρωτεύουσα, του επιτράπηκε να επιστρέψει στην Ευρωπαϊκή Ρωσία, όχι όμως ακόμα στις μεγάλες πόλεις. Δημοσιεύει δύο σύντομα μυθιστορήματα, «Το όνειρο του θείου» και «Το χωριό Στεπάνκοβα», που εκδόθηκαν και τα δυο το 1859, παρουσιάζουν ελάχιστο ενδιαφέρον από πρώτη άποψη, λόγω του χοντροκομμένου κωμικού στοιχείου τους και δημιουργούν δυσάρεστη εντύπωση στους αναγνώστες, που περίμεναν από τον συγγραφέα τους κάτι αρκετά διαφορετικό, μετά από τόσα χρόνια απουσίας.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ
Ύστερα από 2 χρόνια και πολλές προσπάθειες από την πλευρά του, αποσπά τελικά αμνηστία από τον τσάρο και επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη, το 1861. Λίγους μήνες νωρίτερα, είχε επιμεληθεί το προσχέδιο ενός λογοτεχνικού περιοδικού, με τίτλο Vremya (Χρόνος), που ο αδελφός του, Μιχαήλ, είχε πάρει άδεια να εκδόσει. Στο περιοδικό αυτό διατύπωσε τη θεωρία της αναγκαίας σύνδεσης την πότσβα, το εθνικό έδαφος, προπαγανδίζοντας την άποψη ότι σκοπός όλων των Ρώσων πρέπει να είναι η εθνική σωτηρία της Ρωσίας, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές αντιλήψεις. Εκεί ανάγεται η αρχή της έννοιας της ρωσικής ιδέας, την οποία θα ανέπτυσσε από τότε σε όλη τη ζωή του, τόσο στα μυθιστορήματά του όσο και στη δραστηριότητά του ως θεωρητικού και δημοσιολόγου. Η ρητορική αυτή προκάλεσε τη μεγάλη ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού. Εξάλλου στο περιοδικό δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά, σε συνέχειες, τα μυθιστορήματά του, «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων» (1861-62) και «Ταπεινοί και Καταφρονεμένοι» (1862), που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από τους αναγνώστες. Στο πρώτο, διηγούμενος την ιστορία ενός συζυγοκτόνου καταδικασμένου σε καταναγκαστικά έργα, περιγράφει ουσιαστικά τις δικές του εμπειρίες από την εξορία του στη Σιβηρία και αποτυπώνει με γλαφυρό τρόπο την απελπισία των ανθρώπων που στερούνται την ελευθερία τους. Το βιβλίο, ξεπερνώντας την αρχική πρόθεση του συγγραφέα του, να αποτελέσει μια μελέτη για τη σχέση μεταξύ εγκληματία και εγκλήματος, εξελίχθηκε τελικά σε μια βαθιά ανθρωπιστική μαρτυρία. Στους «Ταπεινούς και καταφρονεμένους», οι ήρωες των οποίων ανήκουν ακόμα στον κόσμο των «ονειριπώλων», ο Ντοστογιέφσκι μετέφερε, ενίοτε και με κάποια ειρωνεία, τις αναμνήσεις των των αρχών της λογοτεχνικής του σταδιοδρομίας.
Αγία Πετρούπολη
ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Ωστόσο, το περιοδικό προκάλεσε πολεμικές και συζητήσεις για τις κατευθύνσεις του σε διάφορους κύκλους και οι αρχές απαγόρευσαν την κυκλοφορία του το 1862, εξαιτίας μιας θέσης που πήρε σχετικά με το πολιτικά φλέγον τότε πολωνικό ζήτημα. Έχοντας συγκεντρώσει κάποια χρήματα από την έκδοση του περιοδικού, τον ίδιο χρόνο έκανε το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό (Παρίσι, Λονδίνο, Κολονία Ελβετία και Ιταλία). Η αρνητική του αντίδραση για τη δυτική Ευρώπη και τον πολιτισμό της καταγράφηκε με έντονα πολεμικό τόνο στις «Χειμερινές σημειώσεις για καλοκαιρινές εντυπώσεις» (1863), το οποίο παρουσιάζει ενδιαφέρον όχι μόνο για τη δριμύτατη κριτική του, αλλά και ως μαρτυρία για την ψυχική κατάσταση του συγγραφέα και την από μέρους του συνειδητοποίηση των προβλημάτων που βασανίζουν τον «άνθρωπο του υπογείου». Το 1863 ταξίδεψε για δεύτερη φορά στο εξωτερικό και συνάντησε στο Παρίσι την Απολινάρια Σουσλόβα, με την οποία είχε ήδη εδώ και δύο χρόνια δεσμό. Ο δύσκολος χαρακτήρας της, του ενέπνευσε την αινιγματική προσωπικότητα της Πολίνα στον «Παίκτη» και αρκετές ηρωίδες των μεγαλύτερων μυθιστορημάτων του.

ΧΑΡΤΟΠΑΙΚΤΗΣ
Το τυχερό παιχνίδι τον τραβάει σαν ένας επικίνδυνος και θανατηφόρος πειρασμός: «Το βασικό είναι το παιχνίδι. Μόνο να ξέρατε πώς σε τραβάει! Όχι, σας ορκίζομαι ότι αυτό δεν είναι απλώς μια ιδιοτέλεια, αν και πριν απ’ όλα χρειαζόμουν χρήματα για τα χρήματα». Στις 8 Σεπτεμβρίου 1863, γράφει στον αδελφό του: «Φίλε μου Μίσα, είμαι στο Βισμπάντεν, έφτιαξα ένα σύστημα παιχνιδιού, το εφάρμοσα στην πράξη και αμέσως κέρδισα 10.000 και αμέσως έχασα. Το απόγευμα επέστρεψα πάλι στο σύστημα και πάλι, με κάθε αυστηρότητα, δίχως κόπο, κέρδισα σε μικρό χρονικό διάστημα 3.000 φράγκα. Πες μου: έπειτα από αυτό πώς θα μπορούσα να μην πέσω με τα μούτρα, πώς θα μπορούσα να μην πιστέψω ότι ακολουθώντας αυστηρά το σύστημά μου έχω την ευτυχία μου στα χέρια μου; Χρειάζομαι χρήματα. Εδώ στ’ αστεία μόνο χάνονται δεκάδες χιλιάδες. Ναι, έφυγα με το σκοπό να μας σώσω όλους, αλλά και τον εαυτό μου από τη συμφορά...».
Το βασικό αστείο είναι ότι όλες οι δυνάμεις, η ενεργητικότητα και η τόλμη του κατευθύνονται στη ρουλέτα. Είναι παίκτης και μάλιστα όχι απλός, είναι σαν τον τσιγκούνη πρίγκιπα του Πούσκιν, δεν είναι απλώς ένας άλλος τσιγκούνης. Είναι κατά κάποιον τρόπο ποιητής, η ουσία όμως είναι ότι ο ίδιος ντρέπεται γι’ αυτήν του την ποιητικότητα, γιατί την αντιμετωπίζει ως κάτι το ευτελές, αν και η ανάγκη για τη διακινδύνευση τον εξευγενίζει στα ίδια του τα μάτια. Όλο το διήγημα είναι μια αφήγηση γι’ αυτόν, έτσι όπως για τρία συνεχή χρόνια παίζει στις ρουλέτες του εξωτερικού. Αυτό είναι το πρώτο σχέδιο του μελλοντικού «Παίκτη».
Το γραφείο του Ντοστογιέφσκι
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ
Όταν επέστρεψε στη Ρωσία, μόνος και έχοντας χάσει πολλά χρήματα από τα τυχερά παιχνίδια, βρήκε τη γυναίκα του βαριά άρρωστη. Στο χρονικό διάστημα που της παραστάθηκε στο κρεβάτι του πόνου, έγραψε το περίφημο «Υπόγειο» (αλλιώς «Αναμνήσεις από το υπόγειο», 1864), αφήγημα που ο ίδιος χαρακτήρισε «τραχύ και παράδοξο». Σ’ αυτό έθεσε για πρώτη φορά το πρόβλημα της σύγκρουσης μεταξύ συναισθήματος και λογικής, που αποκορυφώθηκε στα επόμενα έργα του. Στις αρχές εκείνου του χρόνου προσπάθησε να εκδώσει ένα νέο περιοδικό με τον αδελφό του, με τον τίτλο «Εποχή», που όμως υπήρξε ακόμα πιο βραχύβιο από το προηγούμενο, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Τον Απρίλιο του 1864 πέθανε στη Μόσχα η σύζυγός του και τον Ιούλιο ο αδελφός του, Μιχαήλ. Στα χρέη και στις φροντίδες του για το νέο περιοδικό, ήρθε να προστεθεί ο άτυχος έρωτας για την Άννα Κορβίν-Κρουκόφσκαγια και μια όχι λιγότερο ατυχής πρόταση γάμου στην Απολινάρια Σουσλόβα. Τον Ιούνιο του 1865, ο Φιοντόρ απειλήθηκε με κατάσχεση, γιατί δεν είχε πληρώσει τις συναλλαγματικές του και το περιοδικό ανέστειλε την έκδοση λόγω έλλειψης πόρων. Παρασυρμένος κι από το μεγάλο του πάθος για τη χαρτοπαιξία, είχε χάσει σχεδόν όλα τα χρήματά του.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ
Στο μεταίχμιο αυτό ακριβώς επεξεργάστηκε με μεγάλη επιμέλεια το σχέδιο και την πλοκή του μυθιστορήματος «Έγκλημα και Τιμωρία» (1866), που πολλοί θεωρούν ως το αριστούργημά του. Στο βιβλίο αυτό καταπιάστηκε με ψηλά ηθικά διλήμματα και τα ανέλυσε σε μεγάλο βαθμό, παρασύροντας τον αναγνώστη στον σκοτεινό λαβύρινθο μιας αλλοτριωμένης ψυχής. Το πρόβλημα του κακού τοποθετείται στην πιο ακραία εκδήλωσή του: το έγκλημα. Η τιμωρία δεν επιβάλλεται, αλλά επιζητείται: «ο Ρασκόλνικοφ αναγκάζεται να παραδοθεί στη δικαιοσύνη, γιατί έστω κι αν αυτό του στοιχίσει τον θάνατο στο ικρίωμα, θέλει να ξαναγυρίσει ανάμεσα στους ανθρώπους. Το αίσθημα της απομάκρυνσης και του χωρισμού από τους ανθρώπους, που δοκίμασε αμέσως μετά το έγκλημα, είναι το μαρτύριό του». Το μυθιστόρημα αυτό συνάντησε την εντυπωσιακή υποδοχή από το αναγνωστικό κοινό της εποχής και τους κριτικούς και θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα επιτέυγματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Ο ΠΑΙΚΤΗΣ
Παρά τη μεγάλη επιτυχία του νέου του βιβλίου, ο Φιοντόρ αντιμετώπιζε ακόμα σοβαρές οικονομικές δυσκολίες και κληθηκε από τον εκδότη του, Στελόφσκι, που τον είχε δεσμεύσει με ένα πολύ σκληρό συμβόλαιο, να του παραδώσει μέσα σ’ ένα μήνα ένα ακόμα μυθιστόρημα, γιατί στην αντίθετη περίπτωση (σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου) θα έχανε την κυριότητα όλων των συγγραφικών του δικαιωμάτων για τα έργα που είχε ήδη εκδώσει. Πράγματι, τον Οκτώβριου 1866, ο Ντοστογιέφσκι έγραψε μέσα σε 24 μόλις μέρες τον «Παίκτη». Αρνήθηκε μάλιστα την προσφορά μερικών φίλων του να γράψουν ο καθένας από ένα μέρος του μυθιστορήματος και δέχτηκε μόνο τη βοήθεια της νεαρής στενογράφου, της Άννας Γκριγκόριεβνα Σνίτκινα, που επρόκειτο να γίνει η δεύτερη σύζυγός του, το 1867 και η πιστή σύντροφος της ζωής του.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΓΑΜΟΣ
Ο δεύτερος γάμος αποδείχθηκε πολύ πιο σταθερός κι ευτυχισμένος από τον πρώτο, καθώς η σύζυγός του διακρίθηκε για την αντοχή της τόσο στην αβάσταχτη φτώχεια όσο και στις διαρκείς περιπλανήσεις τους στο εξωτερικό. Μαζί της, ο Ντοστογιέφσκι έφυγε από τη Ρωσία τον Απρίλιο του 1867, τυπικά για λόγους υγείας, αλλά στην ουσία για να ξεφύγει από τις ενοχλήσεις των δανειστών του, και έμεινε 4 χρόνια στο εξωτερικό.
Πρώτος καρπός της περιόδου αυτής ήταν «Ο ηλίθιος» (1868). «Η κύρια ιδέα του μυθιστορήματος», έγραφε ο Ντοστογιέφσκι, «είναι να περιγράψω έναν άνθρωπο απόλυτα καλό». Αυτό το όνειρο υλοποιήθηκε στον ήρωα του βιβλίου, πρίγκιπα Μίσκιν, μια καθαρά χριστιανική μορφή ήρωα, με την απόλυτη ηθική έννοια του καλού. Στη συνέχεια, με τον «Αιώνιο σύζυγο» (1870), το θέμα της ζηλοτυπίας παίρνει τη μορφή μιας τραγικής φάρσας, στην οποία, παρά τη διαφορετική αφηγηματική λύση, ανιχνεύεται μια σχέση «βάθους» με «Το υπόγειο». Το επόμενο έργο του, «Οι δαιμονισμένοι» (1871-72), γράφτηκε υπό συνθήκες εξαθλίωσης και ενώ ο συγγραφέας βρισκόταν στο εξωτερικό. Οι πρώτες νύξεις του Ντοστογιέφσκι για τους «Δαιμονισμένους» είναι σκόρπιες στα γράμματά του, ανάμεσα σε σχεδιάσματα που ανήκουν σ’ έναν ευρύ αφηγηματικό κύκλο που σκόπευε να του δώσει τον τίτλο «Η ζωή ενός μεγάλου αμαρτωλού». Από το αρχικό πολυσύνθετο της πλοκής παρέμειναν ωστόσο ίχνη στην οριστική μορφή του μυθιστορήματος. Ο σκόπιμα «κακόβουλος» χαρακτήρας του έργου και το γεγονός ότι ο Φιοντόρ είχε σκιαγραφήσει πρόσωπα και περιστατικά πραγματικά, μεταμορφώνοντας και παραμορφώνοντάς τα, προκάλεσε αγανάκτηση στους προοδευτικούς εκείνους κύκλους που ο Ντοστογιέφσκι είε την πρόθεση να πλήξει: περισσότερο όμως από το πολιτικό πρόβλημα, τον σύγχρονο αναγνώστη ενδιαφέρει το ηθικό πρόβλημα που βρίσκεται στο κέντρο της υπόθεσης. Κάποια στιγμή, ενώ βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, ο Ντοστογιέφσκι αρνήθηκε να τελειώσει το έργο αν δεν επέστρεφε στην πατρίδα του. Ο εκδότης του φρόντισε για την επιστροφή του και για την προώθηση του βιβλίου, οργανώνοντας δημόσιες αναγνώσεις αποσπασμάτων παλαιότερων έργων του. Παράλληλα, η σύζυγός του οργάνωσε την έκδοση κάποιων από τα έργα του και κατάφερε να εξασφαλίσει ένα ικανοποιητικό εισόδημα.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΞΑΝΑ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ
Αμέσως μετά την επιστροφή του στη Ρωσία, τον Ιούλιο του 1871, γεννήθηκε ο γιος του, Φιόντορ (τα δύο πρώτα του παιδιά, η Σοφία, που πέθανε σε ηλικία 2 μηνών, και η Λιούμποβ, είχαν γεννηθεί στο εξωτερικό, το 1868 και το 1869, αντίστοιχα). Τον Σεπτέμβριο οι εφημερίδες δημοσίευσαν την είδηση της επιστροφής του Ντοστογιέφσκι. Πολύ γρήγορα βρήκε μια σχετική γαλήνη στην εναλλαγή της παραμονής του στην Αγία Πετρούπολη και στην εξοχή της Στάραγια Ρούσα, όπου γεννήθηκε το 1875 ο γιος του, Αλεξέι. Το 1873 ανέλαβε αρχισυντάκτης στη συντηριτική εβδομαδιαία εφημερίδα «Ο πολίτης», από την οποία παραιτήθηκε τον επόμενο χρόνο, λόγω προστριβών του με τον αντιδραστικό εκδότη της.
Το 1875 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Ο έφηβος», για το οποίο κάποιος κριτικός έγραψε ότι περιέχει 10 μυθιστορήματα σ’ ένα. Πράγματι, στην εξέλιξη της αφήγησης παρεμβάλλονται συνεχή ανοίγματα και παρενθέσεις. Πρόκειται για την ιστορία ενός αγώνα για την ελευθερία, αλλά ο πρωταγωνιστής δεν προσεγγίζει «έναν καθορισμένο σκοπό». Και εδώ, όπως αλλού, ο Ντοστογιέφσκι παρέθεσε μάλλον τη συζήτηση των προβλημάτων παρά τη λύση τους. Το 1876 άρχισε να εκδίδει ένα περιοδικό με τον τίτλο «Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα», που εκτός από το ομότιτλο μυθιστόρημα σε συνέχειες, δημοσίευε άρθρα για κοινωνικά, πολιτικά και θρησκευτικά ζητήματα. Το αναγνωστικό κοινό της Ρωσίας έκανε ανάρπαστα τα τεύχη του περιοδικού δίνοντας στον Ντοστογιέφσκι μια από τις τελευταίες χαρές της ζωής του. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, που είχε γίνει πιο ισορροπημένη, σχεδόν γαλήνια, στους κόλπους της οικογένειάς του, ο Ντοστογιέφσκι γνώρισε τη δόξα και την ευρύτερη αναγνώριση, με την εκλογή του ως αντεπιστέλλοντος μέλους της ρωσικής Ακαδημίας (1877), ενώ το 1880 ο πανηγυρικός του λόγος στα αποκαλυπτήρια της προτομής του Πούσκιν συγκλόνισε τα πλήθη που τον άκουγαν να μιλά με δέος για την οικουμενικότητα του ρωσικού πολιτισμού.

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ
Στις αρχές Οκτώβρη του 1878, ο Ντοστογιέφσκι με την οικογένειά του μετακόμισε σ’ ένα διαμέρισμα στην οδό Κουζνέτσνυ αριθ. 5. Η απόφαση να πάει σ’ ένα νέο σπίτι συνδέεται με τον τραγικό θάνατο του μικρότερου γιου του στις 16 Μαΐου του 1878 από επιληψία, αρρώστια που είχε κληρονομήσει από τον ίδιο τον πατέρα του. Το διαμέρισμα αυτό, όπου ο Ντοστογιέφσκι έζησε για 2,5 χρόνια μέχρι το θάνατό του, ήταν στο δεύτερο όροφο με 6 δωμάτια και παράθυρα με θέα στην Εκκλησία του Αγίου Βλαντίμιρ, όπου ο Ντοστογιέφσκι εκκλησιαζόταν στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Εδώ, ο Φιοντόρ έγραψε το τελευταίο μυθιστόρημά του «Αδελφοί Καραμαζόφ» (1878-80), μέσα σε ατμόσφαιρα καθολικής αναγνώρισης από την πλευρά της ρωσικής κοινωνίας στο πρόσωπό του, που θεωρείτο ήδη εθνικός συγγραφέας. Η ντοστογιεφσκική ανησυχία εκφραζόταν πλέον ελεύθερα στον χώρο μιας ζωηρότατης προβληματικής, στην οποία επανέρχονταν ζητήματα που είχαν τεθεί στα έργα της νεανικής του ηλικίας. Το μυθιστόρημα «Αδελφοί Καραμαζόφ» αποτελεί το σημείο συνάντησης όλων των θεμάτων που στο πέρασμα των χρόνων είχαν γοητεύσει και βασανίσει τον συγγραφέα: το ηθικό κακό και η θέληση του κακού στον άνθρωπο.

Στους τελευταίους μήνες πριν το θάνατό του, η δραστηριότητά του αφιερώθηκε στη συνέχιση του «Ημερολογίου ενός συγγραφέα», πρωτότυπου κειμένου σε μορφή δημοσιογραφικού διαλόγου με τους αναγνώστες, πάνω στα πιο επίκαιρα προβλήματα, κοινωνικά, πολιτικά, ηθικά, θρησκευτικά, λογοτεχνικά. Από το έργο, που δεν γράφτηκε αλλά σχεδιάστηκε από τον Ντοστογιέφσκι, παραμένουν μερικές σημειώσεις, οι τίτλοι «Ο άθεος» και «Η ζωή ενός μεγάλου αμαρτωλού» και νύξεις για ένα μεγάλο μυθιστόρημα, όπου ο Αλιόσα Καραμαζόφ θα παρουσιαζόταν «σοσιαλιστής και ριζοσπάστης».

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ
Ο Ντοστογιέφσκι, εκτός από επιληπτικός, υπέφερε σ’ όλη του τη ζωή και από ασθένεια των πνευμόνων. Στις 26 Ιανουαρίου 1881, είχε μια σοβαρή πνευμονική αιμορραγία. Το βράδυ της ίδιας ημέρας κάλεσαν τον ιερέα της Εκκλησίας του Αγίου Βλαντίμιρ κι ο Ντοστογιέφσκι εξομολογήθηκε και δέχτηκε τη Θεία Κοινωνία. Όπως γράφει στο «Ημερολόγιό» της η Άννα Γρηγόριεβνα Ντοστογιέφσκι, όταν διαβεβαίωνε τον Ντοστογιέφσκι ότι θα ζούσε ακόμη για πολλά χρόνια, εκείνος της απάντησε: «Όχι, το ξέρω, θα πεθάνω σήμερα! Άναψε μια λαμπάδα, Άννια, και δώσε μου το Ευαγγέλιο». Στις 28 Ιανουαρίου του 1881, ώρα 8:36 το βράδυ, ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι πέθανε στην Πετρούπολη σε ηλικία 60 ετών, αφήνοντας πίσω του ένα συγγραφικό έργο ανεκτίμητης αξίας, που διαβάζεται ακόμα και σήμερα με ενδιαφέρον από το παγκόσμιο αναγνωβστικό κοινό και αποτελεί αντικείμενο φιλολογικής μελέτης στα πανεπιστήμια και στις ακαδημίες. Τα νέα για το θάνατο του Ντοστογιέφσκι τάραξαν αφάνταστα τους Ρώσους της Αγίας Πετρούπολης. Για δυο συνεχείς ημέρες (29-30 Ιανουαρλιου), το διαμέρισμα της οδού Κουζνέτσνυ κατακλυζόταν από κόσμο, που συνέρρεε για το τελευταίο αντίο (στο ξεσκέπαστο φέρετρο στη μέση του γραφείου του) στον πολυαγαπημένο του συγγραφέα. Όλα τα δωμάτια του σπιτιού ήταν κατάμεστα με κόσμο. Μεγάλες μορφές της ρωσικής λογοτεχνίας συνωστίζονταν γύρω από το φέρετρό του. Το Σάββατο στις 31 Ιανουαρίου, η σορός του μεταφέρθηκε από το σπίτι της οδού Κουζνέτσνυ. Όλη η Αγία Πετρούπολη ακολούθησε τη νεκρική πομπή προς τη Μονή του Αλεξάντερ Νιέφσκι, όπου θα γινόταν η ταφή. Την 1η Φεβρουαρίου 1881, μετά την εξόδιο λειτουργία στην Εκκλησία του Αγίου Πνεύματος της Μονής και με την παρουσία τεράστιου πλήθους ανθρώπων, ο Ντοστογιέφσκι θάφτηκε στο κοιμητήριο Τίχβιν (Tikhvin) του Μοναστηριού, δίπλα στον τάφο του Ρώσου ποιητή Βασίλι Ζουκόφσκι. Στα 1883, σε επιτάφια τελετή, έγιναν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου και της προτομής του Ντοστογιέφσκι, έργο του γλύπτη Ν. Λαβρέτσκυ. Όχι μακριά από τον τάφο του Ντοστογιέφσκι, βρίσκονται και οι τάφοι διάσημων συνθετών της Ρωσίας: Τσαϊκόφσκι, Ρίμσκυ-Κόρσακοφ, Μουσόργκσκι, Μποροντίν και Γκλίνκα.
Ο τάφος του Ντοστογιέφσκι στην Αγία Πετρούπολη
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«Θα μελετήσω τους ανθρώπους, αυτός είναι ο πρώτος μου στόχος και φιλοδοξία»! Σ’ αυτή τη φράση του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, του συγγραφέα που ένιωσε «τη δίψα της ψυχής της ανθρωπότητας», όπως ο ίδιος είπε στο τέλος της ζωής του, συμπυκνώνεται η οπτική με την οποία ο Ντοστογιέφσκι προσέγγιζε τα πάθη των ανθρώπων, τις αναζητήσεις τους, τις ελπίδες τους, τη δύναμη της ψυχής τους, τελικά. Άνθρωπος με έντονα πάθη ο ίδιος, ζούσε κάθε στιγμή μέχρι το μεδούλι. Ερωτεύτηκε, εξορίστηκε, φυλακίστηκε, έφτασε μέχρι το ικρίωμα για να ακούσει τη μετατροπή της ποινής του την τελευταία στιγμή, αγάπησε τον τζόγο και βασανίστηκε σ’ όλη του τη ζωή από ασθένειες, σωματικές και ψυχικές. Μόνη του διέξοδος η γραφή. Και την υπηρέτησε με αφοσίωση, δίνοντας αριστουργήματα.
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ
Oι φτωχοί είναι το πρώτο μυθιστόρημα, του Ντοστογιέφσκι, σύντομο στην έκτασή του, που εκδόθηκε στα τέλη Ιανουαρίου του 1846. Ήρωας του μυθιστορήματος είναι ένας πάμπτωχος κατώτερος υπάλληλος, καταφρονεμένος, καταπιεσμένος, ενώ κάποιες φορές μεθάει. Δεν του λείπουν όμως τα αισθήματα και η συμπόνια. Η σύντροφός του είναι μια ορφανή, φτωχή που κατοικεί στο απέναντι σπίτι από το δικό του. Βρίσκεται σε κατάσταση εξάρτησης από μια ασυνείδητη γυναίκα που ζει από σκοτεινές δουλείες, που δεν προσδιορίζονται πιο συγκεκριμένα. Αυτή κατατυραννάει και εκμεταλλεύεται το κορίτσι επικαλούμενη προηγούμενες ευεργεσίες: την είχε προμηθεύσει σ’ έναν πλούσιο έμπορο. Ο Ντέβουσκιν, όπως λένε τον πάμπτωχο υπάλληλο, είναι ερωτευμένος με την Βάρια, την ορφανή φτωχή σύντροφό του, ανταλλάσουν γράμματα και οι δύο, χωρίς όμως ο Ντέβουσκιν να προχωρά σε κάτι περισσότερο. Όμως η Βάρια αποφασίζει να παντρευτεί τον πρώην αποπλανητή της για να μπορέσει να ξεφύγει από τις αφόρητες συνθήκες της ζωής της. Ο Ντέβουσκιν προσπαθεί να την αποτρέψει και τελικά της γράφει ένα γράμμα σε μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια. Ως προς τη μορφή του είναι ένα «επιστολικό μυθιστόρημα». Το βιβλίο είναι γραμμένο από τα δύο πρόσωπα του μυθιστορήματος. Εξωτερικά τηρείται μια ισορροπία όσον αφορά την ανταλλασσόμενη μεταξύ τους αλληλογραφία: επιστολή προς επιστολή. Ο Ντέβουσκιν όμως είναι το κύριο πρόσωπο του έργου. Η Βάρια δεν κάνει τίποτε άλλο από το να του δίνει την αφορμή για να παρουσιάζει ο ίδιος τον εαυτό του. Ο βασικός τόνος του μυθιστορήματος είναι συναισθηματικός αγγίζοντας τα όρια του μελοδραματικού.
Ο σωσίας (1846)

Η Νιετόσκα Νιεζβάνοβα είναι ένα ημιτελές μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι, που γράφτηκε στα 1849, με υπότιτλο «Η ιστορία μιας γυναίκας». Αποτελείται από τρία μέρη, αν και ο αρχικός σχεδιασμός του προέβλεπε τουλάχιστον έξι. Στο πρώτο μέρος κεντρική μορφή είναι ο πατριός της ηρωίδας, ένας βιολιστής με ταλέντο, από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (ένας «ρασνοτσίνετς»). Αρχικά υποστηρίζεται από διάφορους μαικήνες, αλλά λόγω του ιδιότροπου χαρακτήρα του καταστρέφει την καριέρα του, την οικογένειά του και τον ίδιο τον εαυτό του. Στο δεύτερο επεισόδιο η ηρωίδα, ορφανή πλέον, ζει με μία αριστοκρατική οικογένεια που την έχει πάρει ως συνοδό για τη συνομήλικη της θυγατέρα. Η αρχικά σαδιστική-τυραννική στάση της μικρής κοντέσας προς την ήπια και παθητική-συναισθηματική Νιέτοσκα, μεταβάλλεται σταδιακά σε μια εξίσου τυραννική αγάπη «που αγγίζει τα όρια της λεσβιακής σχέσης». Στο τρίτο επεισόδιο η ηρωίδα βρίσκεται σε μια νέα οικογένεια. Εδώ γίνεται μάρτυρας της τραγωδίας μια γυναίκας που στο παρελθόν είχε παρασυρθεί σε μια σύντομη απιστία. Ο σύζυγος φαινομενικά είχε συγχωρήσει το ολίσθημά της, εκμεταλλεύεται όμως την μεγαλοψυχία του για να βασανίζει ψυχικά τη γυναίκα με πανούργους εκλεπτυσμένους τρόπους. Και στα τρία επεισόδια ο ρόλος της ηρωίδας του τίτλου περιορίζεται κυρίως στο να παρατηρεί τα γεγονότα, να τα ζει από κοντά και να δίνει μια ώθηση στην πλοκή. Δύσκολα όμως η Νιετόσκα, θα χαρακτηριζόταν «πρόσωπο της πλοκής», αφού το κέντρο βάρους δεν εντοπίζεται ούτε στη μορφή ούτε στη ζωή της ηρωίδας. Πρόκειται για τρία διαφορετικά αφηγήματα που «συνδέονται μεταξύ τους μόνο με το ότι το πρόσωπο του τίτλου παίζει και στα τρία ένα ρόλο». Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις στο τέλος του τρίτου επεισοδίου ότι θα ήταν δυνατόν η ηρωίδα του να αναλάβει έναν πρωτεύοντα ρόλο: η Νιετόσκα, που διαθέτει μια πολύ ωραία φωνή, είναι φανερό πως βρίσκεται στην αρχή μιας πολύ μεγάλης καριέρας. Έτσι ο πιο ακριβής υπότιτλος θα ήταν «ιστορίες γύρω από μία γυναίκα». Γράφτηκε τμηματικά και με διακοπές και από την αρχή ως μία έκθεση, ενώ η καθαυτό ιστορία θα ξετυλιγόταν έπειτα από τα αποσπασματικά νεανικά βιώματα. Είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και έχει τη μορφή των απομνημονευμάτων. Ο κύριος λόγος που έμεινε ημιτελής η νουβέλα Νιετόσκα Νιεζβάνοβα είναι η σύλληψη του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι το 1849 και η καταδίκη του με τέσσερα χρόνια φυλακής στη Σιβηρία που ακολούθησαν. Ποτέ αργότερα δεν έκανε λόγο για το ενδεχόμενο να συνεχίσει με τη μία ή την άλλη μορφή το έργο του που βίαια είχε διακοπεί.
Το όνειρο του θείου μου (1859)
Το χωριό Στεπαντσίκοβο και οι κάτοικοί του (1859)
Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων (1860-1862)
Ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι (1861)
Σημειώσεις από το υπόγειο (1864)
Ο παίκτης του Ντοστογιέφσκι γράφτηκε και δημοσιεύτηκε το 1866. Κάτω από την πίεση των πιστωτών του, ο Ντοστογιέφσκι έπρεπε ως την 1η Νοεμβρίου 1866 να παρουσιάσει ένα νέο μυθιστόρημα που θα συμπεριλαμβανόταν στα «Άπαντά» του, που θα εκδίδονταν από τον εκδότη Στελόφσκι. Σε περίπτωση μη τήρησης της συμφωνίας αυτής, το σύνολο των πνευματικών δικαιωμάτων των προγενέστερων και μεταγενέστερων έργων του θα περιέρχονταν στον εκδότη του για 10 χρόνια. Αυτό το γεγονός ανάγκασε τον Ντοστογιέφσκι να διακόψει τη δουλειά του πάνω στο «Έγκλημα και τιμωρία» και να υπαγορεύσει μέσα σ’ ένα μήνα τον «Παίκτη» στην ειδικά προσκεκλημένη στενογράφο Άννα Γκριγκόριεβνα Σνίτκινα, που έγινε αργότερα η δεύτερη γυναίκα του. Το έργο είχε ως αρχικό τίτλο «Ρουλέτενμπουργκ», αλλά άλλαξε ύστερα από την απόφαση του εκδότη για ένα πιο Ρωσικό τίτλο.
• Το Έγκλημα και τιμωρία είναι ένα από τα κορυφαία έργα του Ντοστογιέφσκι. Στην Αγία Πετρούπολη, το 1866, διαπράττεται ένα διπλό φονικό, με θύματα μια γριά τοκογλύφος και την ανυπεράσπιστη αδερφή της. Δράστης είναι ο Ρασκόλνικωφ, ένας πρώην φοιτητής, που διακατέχεται από την ιδεοληψία ότι είναι «υπεράνθρωπος» κι ότι δικαιούται να εγκληματήσει για το καλό της ανθρωπότητας… Η δράση φέρνει αντίδραση και το έγκλημα επισείει τιμωρία. Ποια θα είναι τιμωρία του; Από πού θα προέλθει; Από το νόμο, με εκφραστή τον ανακριτή Πορφύρη, που υποπτεύεται τον ένοχο εξαρχής και τον κυκλώνει με δεξιοτεχνία ήρεμου γηραιού αιλουροειδούς;… ή από τη συνείδησή του, που θα τον καταβάλει όψιμα, μετά τη συνάντησή του με την πόρνη Σόνια, μια αγία αμαρτωλή; Η ομολογία του δράστη θα είναι αυτόβουλη, το αίτημα του παντεπόπτη οφθαλμού για δικαιοσύνη εκπληρώνεται κι επέρχεται η κάθαρση. Αστυνομικό θρίλερ με θρησκευτικές, φιλοσοφικές και κοινωνικές διαστάσεις, αποτελεί την πρώτη από τις μεγάλες μυθιστορηματικές συνθέσεις του Ρώσου συγγραφέα, με τον κεντρικό της ήρωα, τον νεαρό δολοφόνο Ρασκόλνικοφ, να κυριεύεται από τις Ερινύες, παλινδρομώντας ανάμεσα στο ορθό και το άδικο, το παράλογο και τη λογική. Μπορεί στα νιάτα του ο Ντοστογιέφσκι να πέρασε μια σύντομη περίοδο αθεϊσμού, αλλά όταν καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία για ένα ασήμαντο πολιτικό αδίκημα, οι πεποιθήσεις του άλλαξαν. Τα δεινά που υπέστη και η στενή του επαφή με τον απλό λαό, τον έπεισαν για την αναγκαιότητα της πίστης. Να πώς σχολίαζε ο ίδιος το νόημα του έργου του: «Εδώ, αναπτύσσεται η συνολική ψυχολογική διαδικασία του εγκλήματος. Ο δολοφόνος βασανίζεται από άλυτα προβλήματα και απρόσμενα συναισθήματα. Θείοι και ανθρώπινοι νόμοι ζητούν να τους καταβληθεί το οφειλόμενο αντίτιμο. Και τελικά αναγκάζεται να παραδοθεί, ούτως ώστε, παρότι ίσως πεθάνει στη φυλακή, να μπορεί να χαρεί τη συντροφιά των άλλων ανθρώπινων πλασμάτων. Τον οδηγεί σ’ αυτό η αίσθηση ότι απομονώθηκε από την υπόλοιπη ανθρωπότητα». Ο Ντοστογιέφσκι εμπνεύστηκε το «Έγκλημα και τιμωρία» από ένα αληθινό περιστατικό. Στα μέσα της δεκαετίας του 1860, ένας φοιτητής είχε δολοφονήσει έναν γέροντα με κίνητρα παρόμοια με του Ρασκόλνικοφ. Ο τελευταίος παρουσιάζεται στο βιβλίο ως ένας απελπισμένος νέος, διωγμένος από το πανεπιστήμιο, ταπεινής καταγωγής, ο οποίος σκοτώνει μια γριά τοκογλύφο που κανείς δεν πρόκειται να πενθήσει, θεωρώντας ότι θα λύσει τα οικονομικά του προβλήματα απαλλάσσοντας και την κοινωνία από ένα άχρηστο μέλος της. Ο Ρασκόλνικοφ πείθει τον εαυτό του ότι έχει δικαίωμα να σκοτώσει, εάν με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζει μια δυνατότητα να εκπληρώσει τον προορισμό του... Φαινομενικά, ο Ρώσος συγγραφέας μιλούσε για τα προβλήματα των νέων αλλά, όπως σημειώνει ο Κωστής Παπαγιώργης στη μελέτη του «Ντοστογιέφσκι», «στην ουσία πλαγιοκοπούσε τη δεσπόζουσα επαναστατική ιδεολογία της εποχής. Χρησιμοποιώντας τον φόνο σε όλες του τις διαστάσεις (από τη ρεαλιστική περιγραφή μέχρι την αστυνομική έρευνα και τη συντριβή) είχε τη μείζονα ευκαιρία να απαντήσει στα κηρύγματα των αντιπάλων δείχνοντας το εσωτερικό δράμα της ιντελιγκέντσια». Δεξιοτέχνης του υποσυνείδητου σε μια εποχή που ο όρος αυτός δεν είχε ακόμα επινοηθεί, ο Ντοστογιέφσκι θέτει τον Ρασκόλνικοφ σε οριακές συνθήκες, κι εστιάζοντας στον εσωτερικό του κόσμο φτάνει ως τα μύχια της ψυχής του. Το ζωτικό κέντρο του μυθιστορήματός του, άλλωστε, δεν είναι η περιγραφή της αθλιότητας που έβλεπε ο συγγραφέας γύρω του, αλλά η συνείδηση του ήρωα και η ενοχή της.
Ο ηλίθιος: Το πρώτο πράγμα που πρέπει κάποιος να καταλάβει για τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι είναι ότι δεν είναι καθόλου ηλίθιος. Είναι απλά ένας φιλάσθενος άνθρωπος που έχει ιδιαίτερα βαθιά αναπτυγμένο το αίσθημα της καλοσύνης και της ανιδιοτελούς αγάπης για τους συνανθρώπους του. Κάτι περίεργο, ασυνήθιστο και για αυτό ακριβώς το λόγο αποκρουστικό για πολλούς. Και ναι, ίσως και ηλίθιο. Ξενίζει και ξινίζει αυτή η συμπεριφορά μέσα σε ένα κόσμο που έχει μάθει να επιβιώνει με βάση την καχυποψία και το φθόνο. Τι γίνεται όταν ένας αμνός βρίσκεται μέσα σε μια κοινωνία λύκων; Αν και γραμμένος το 1868-69 ο «Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι είναι πιο επίκαιρος από ποτέ και κατατάσσεται χωρίς αμφιβολία στην πρώτη γραμμή της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αποτελώντας ένα από τα σημαντικότερα έργα του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα. Για πολλούς, μάλιστα, το σημαντικότερο. Ο Ντοστογιέφσκι καταπιάνεται με ένα τολμηρό για την εποχή του ζήτημα, που έχει να κάνει με τη θρησκεία και με το πώς ένας αγνός, άφθαρτος, ανυστερόβουλος και ακοινώνητος άνθρωπος εισβάλλει με καταλυτικό τρόπο σε ένα αλλοτριωμένο κοινωνικό περιβάλλον, με δραματικές όμως συνέπειες τόσο για τον ίδιο όσο και για όσους θα συναναστραφεί.
Ο αιώνιος σύζυγος είναι διήγημα του Ντοστογιέφσκι που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1870, στο περιοδικό «Zarja», αφού ολοκληρώθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου του 1869. Ένας γερασμένος άνδρας, άνθρωπος των σαλονιών και γόης, έχει αρχίσει να κάμπτεται και να αισθάνεται τη ζωή ως βάρος. Υποφέρει από βασανιστικές κρίσεις κατάθλιψης, τον καταδιώκουν διαρκώς αναμνήσεις από κάτι κακό από το παρελθόν του. Τότε εμφανίζεται ξαφνικά σ’ αυτόν ένας παλιός γνώριμός του, σύζυγος μιας επαρχιώτισσας κυρίας με την οποία ο πρώτος άνδρας είχε πριν από πολλά χρόνια ερωτική σχέση. Αυτή η γυναίκα, σκληρή και διεφθαρμένη, με πολλούς εραστές, είχε στο μεταξύ πεθάνει. Ο απατημένος σύζυγος προσπαθώντας να επιβάλει στον εραστή την φιλία του, ξυπνάει στον πρώην αντίζηλό του αναμνήσεις από εκείνη την περασμένη εποχή. Ο σύζυγος θέλει να τον εκδικηθεί και για το γεγονός ότι είναι ο πραγματικός πατέρας της κόρης του. Ο εραστής αισθάνεται μια περίεργη έλξη για το βασανιστή του, ταυτόχρονα όμως γεννιέται κάτω από τη μάσκα μιας υποκριτικής φιλίας το αμοιβαίο μίσος. Τελικά ο σύζυγος θα αποπειραθεί να σκοτώσει τον εραστή. Η απόπειρα αποτυγχάνει. Οι δύο άνδρες χωρίζουν και ξανασυναντιούνται ύστερα από πολύ καιρό. Ο «αιώνιος σύζυγος» είναι τώρα ξαναπαντρεμένος, και μάλιστα με μια ασήμαντη γυναίκα, η οποία όμως τον άγει και τον φέρει. Η αφήγηση έχει τρία μέρη, στα οποία η πλοκή αναπτύσσεται «ευσύνοπτα και με λογική συνοχή». Στην αρχή έχουμε την προϊστορία, όπου ο αναγνώστης πληροφορείται πώς ο ήρωας έχασε την ψυχική του ισορροπία και ποια από τα παλιά γεγονότα θα τον επηρεάζουν στη συνέχεια. Ακολουθεί η καθαυτό αφήγηση, που αφορά τη σύγκρουση των δύο αντίπαλων πρωταγωνιστών. Το τρίτο μέρος κλείνει την αφήγηση στρογγυλεύοντάς την. Όπως σχολιάζει ο καθηγητής Σλαβολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γκαίτινγκεν Μαξιμίλιαν Μπράουν, «Ποιός είναι εδώ ουσιαστικά ο βασικός ήρωας; Σύμφωνα με τον τίτλο θα έπρεπε να είναι ο σύζυγος, στη δομή της πλοκής όμως είναι ο πρώην εραστής: Η αφήγηση γίνεται από τη δική του οπτική γωνία σχετικά με αυτό που του συμβαίνει διαμέσου της εμφάνισης και της συμπεριφοράς του συζύγου...». Όμως ο ίδιος ερευνητής επισημαίνει πως τελικά ο χαρακτηρισμός του «αιώνιου» θα ταίριαζε και στους δύο ήρωες, στον χήρο που «δεν μπορεί να απαλλαγεί ποτέ από αναμνήσεις για πράγματα που βίωσε στο γάμο του», αλλά και στον άλλο που «από τη φύση του είναι μόνο ένας σύζυγος, πάντοτε εξαρτημένος από κάποια γυναίκα».
Το υπόγειο (1871-1872)
Oι δαιμονισμένοι (1871-1872)
Ο έφηβος (1875)
• Οι Αδελφοί Καραμαζόφ είναι το τελευταίο από τα μυθιστορήματα του Ρώσου συγγραφέα Ντοστογιέφσκι. Το λογοτεχνικό αυτό έργο ολοκληρώθηκε μέσα σε δύο χρόνια (1879-1880) και δημοσιευόταν σε συνέχειες στο ρωσικό λογοτεχνικό περιοδικό με το όνομα «Русскій Вѣстникъ» (αγγλικά The Russian Messenger). Ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του 1880, ενώ ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι είχε την πρόθεση να το εντάξει ως πρώτο μέρος σε επική τριλογία τιτλοφορούμενη ως «Η Ζωή Ενός Μεγάλου Αμαρτωλού», κάτι που έμελλε να μείνει ανολοκλήρωτο, αφού ο Ντοστογιέφσκι πέθανε το 1881.

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Ο κύριος Προχάρτσιν (1846)
Μυθιστόρημα σε εννέα γράμματα (1847)
Η σπιτονοικοκυρά (1847)
Η γυναίκα ενός άλλου και ο άντρας κάτω απ’ το κρεβάτι (1848)
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο και ο γάμος (1848)
• Οι Λευκές νύχτες (1848) του Ντοστογιέφσκι μας παρουσιάζουν έναν από τους χαρακτηριστικούς τύπους της εποχής, που είχε απασχολήσει ιδιαίτερα τον συγγραφέα: τον ονειροπόλο. Στην Αγία Πετρούπολη του 1847, ο άντρας αυτός που δεν έχει όνομα παρά μόνο ιδιότητα, παραδίδεται στις ονειροφαντασίες του και ζει σ’ ένα δικό του ελκυστικό κόσμο των φαντασιώσεων αρνούμενος να προσγειωθεί στην πραγματικότητα και να αντιμετωπίσει τις αντιξοότητές της. Ως τη στιγμή που εντελώς τυχαία συναντάει την Νάστιενκα και μαζί τον έρωτα. Ο ονειροπόλος εξαναγκάζεται να μπει στον πραγματικό κόσμο, όπου και τελικά συντρίβεται. Η κοπέλα, ερωτευμένη με έναν άλλο άντρα, επίσης χωρίς όνομα, που αποκαλείται ένοικος, γιατί είναι ο ενοικιαστής της γιαγιάς της, θα εκμεταλλευτεί τα φιλικά αισθήματα του ονειροπόλου για να έρθει σε επαφή με τον αγαπημένο της αλλά και για να παρηγορηθεί από τις διαψεύσεις του πάθους της. Όταν όμως επιτέλους ο ένοικος εμφανίζεται, η Νάστιενκα εγκαταλείπει χωρίς δεύτερη σκέψη τον ονειροπόλο για να παραδοθεί στον εραστή της και να φύγει μαζί του. Οι «Λευκές Νύχτες» πλουτίζουν με μια αλλόκοτη ατμόσφαιρα αυτήν την αισθηματική περιπέτεια, προσδίδοντας στο πάθος των ηρώων μια διάσταση μαγείας αλλά και υποδόριας έντασης. Ο συγγραφέας, ιδιαίτερα ονειροπόλος και νευρικός κι ο ίδιος, με ανάλογες ευαισθησίες και ακραίες εμμονές, μεταγγίζει στον ήρωα του πάθη και δυναμικές που ενισχύουν όχι μόνο την νοσηρότητα των ανέλπιδων προσδοκιών και την ματαιότητα του άκρατου ιδεαλισμού αλλά και την βαθιά ανάγκη του νεαρού πλάσματος να ξεφύγει επιτέλους από το καύκαλο του πλαστού κόσμου των ονείρων και να εισχωρήσει στην οδυνηρή πραγματικότητα ώστε να διεκδικήσει το δικαίωμά του για έρωτα και δημιουργία. Καθώς εξελίσσονται οι δράσεις και πληθαίνουν οι συναντήσεις των δύο νέων, μας αποκαλύπτεται επίσης με εξαιρετική διαύγεια και ο γυναικείος χαρακτήρας, μια ελκυστική γυναίκα στην πρώτη της νιότη, που όμως είναι βαθιά προσηλωμένη στον εαυτό της και αδυνατεί να αντιληφθεί σε βάθος το μαρτύριο του νεαρού άντρα του οποίου την αδυναμία εκμεταλλεύεται για να ικανοποιήσει τις δικές της εξίσου ζωτικές ανάγκες.
Πολζούνκωβ (1848)
Mια αδύναμη καρδιά (1848)
Ένας τίμιος κλέφτης (1848)
Ο μικρός ήρωας (γραμμένο το 1849 και δημοσιευμένο το 1857)
Mια αξιοθρήνητη ιστορία (1862)
Ο κροκόδειλος (1865)
Μπόμποκ* (1873)
Μικρές εικόνες* (1873)
Το παιδί στο δένδρο του Χριστού* (1876)
Ένα γλυκό κορίτσι* είναι νουβέλα του Ντοστογιέφσκι που γράφτηκε το 1876, εμπνευσμένη από ένα πραγματικό γεγονός στη Ρωσία. Περιγράφει τη ζωή ενός ενεχυροδανειστή, ο οποίος εξαιτίας μιας ιδιαίτερα τραγικής συγκυρίας έρχεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του, συνειδητοποιώντας την αλήθεια για θεμελιώδη φιλοσοφικά και ηθικά ζητήματα. Όπως και στο «Υπόγειο» του σπουδαίου συγγραφέα, ο αντι-ήρωας της ιστορίας έχει αποστασιοποιηθεί από κάθε τι ανθρώπινο, παρόλο που επιζητεί με έναν δικό του τρόπο την επαφή με τους άλλους.
Ο χωρικός Μάρεϊ* (1876)
Η αιωνόβια* (1876)
Το όνειρο ενός γελοίου* (1877)
Ο παλιάτσος είναι η ιστορία ενός κρατικού υπαλλήλου που απολύεται με πρόσχημα ένα πρωταπριλιάτικο αστείο, ενώ στην πραγματικότητα επειδή αποκάλυψε ένα σκάνδαλο δωροδοκίας. Έτσι ωθείται να κάνει τον «παλιάτσο» στις βεγγέρες των πλούσιων Ρώσων για να επιβιώσει. Ο ήρωάς μας οδηγείται στο περιθώριο. Αλλάζει η ψυχολογία του και καταφεύγει στο όνειρο. Μέσα από αυτό κάνει διαδρομή στο καλό (παράδεισο), στο κακό (κόλαση) και τέλος, λυτρώνεται με την αγάπη. Ο Ντοστογιέφσκι με αυτό το έργο σηματοδοτεί την ανθρώπινη αγωνία για την αλήθεια και την ουσία της ζωής. Ο ήρωας του είναι ξεχωριστός με μια διεισδυτικότητα για το γύρω. Έχει απορριφθεί από το σύνολο. Οι εμπειρίες του τον οδηγούν σε μια ανακατάταξη των πράξεών του, σε μια καινούρια θέαση ενός κόσμου που φθίνει και που αυτός αντιστέκεται. Προφήτης; Μπορεί! Ανεδαφικός; Ίσως! Οπωσδήποτε όμως πιο κοντά στην ανθρώπινη μορφή αυτού που θα έπρεπε να είμαστε.
*Σημ. Δημοσιεύτηκαν μέσα από «Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα»

ΔΟΚΙΜΙΑ
Χειμερινές σημειώσεις σε καλοκαιρινές εντυπώσεις (1863)
Το Ημερολόγιο Ενός Συγγραφέα είναι έργο του Ντοστογιέφσκι και πρόκειται για κείμενα που εκδόθηκαν περιοδικά, ενώ ασχολείτο με το ρωσικό Τύπο. Η δημοσίευση των κειμένων αυτών ξεκίνησε το 1873, ως ξεχωριστά κεφάλαια στο περιοδικό «Πολίτης», εποχή που ο Ντοστογιέφσκι ανέλαβε καθήκοντα διευθυντή σύνταξης σε αυτό. Το πρώτο μέρος του Ημερολογίου σταματάει το Μάρτιο του 1874, όταν ο συγγραφέας αποχωρεί από τη θέση του στο περιοδικό, για να αφιερωθεί στη συγγραφή του μυθιστορήματός «Ο έφηβος». Ο Ντοστογιέφσκι όμως θα συνεχίσει τη συγγραφή του Ημερολογίου τον Ιανουάριου του 1876, που εκδίδεται πλέον ως ανεξάρτητη επιφυλλίδα. Η έκδοσή του ολοκληρώνεται το 1877 και μόνο 3 χρόνια αργότερα, το 1880, θα κυκλοφορήσει το τεύχος, που περιλαμβάνει τον περίφημο «Λόγο για τον Πούσκιν», καθώς και ένα τελευταίο το 1881. «Το Ημερολόγιο Ενός Συγγραφέα» αποτελείται από προσωπικά κείμενα που φέρουν τη χαρακτηριστική σφραγίδα του θερμού ντοστογιεφσκικού ύφους. Άρθρα, δοκίμια, σχόλια, αλλά και διηγήματα που δημοσιεύτηκαν στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο της Ρωσίας, φέρνουν στο φως άγνωστες πτυχές τις πολυδιάστατης προσωπικότητάς του. Μέσα σε αυτά ο Ντοστογιέφσκι επικεντρώνεται σε θέματα της τρέχουσας επικαιρότητας, καταθέτει τις εντυπώσεις και τον προβληματισμό του. Κατακρίνει κακώς κείμενα της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής δραστηριότητας της Ρωσίας στα τέλη του 19ου αιώνα και προβάλει τις δικές του πολιτικές και θρησκευτικές απόψεις. «Το Ημερολόγιο Ενός Συγγραφέα» είναι ένα έργο πολύτιμο για τον μελετητή του Φ. Μ. Ντοστογιέφσκι. Μέσα από αυτό μπορεί να κατανοήσει καλύτερα τη προσωπικότητά του, να ακολουθήσει τη δημιουργική του σκέψη, τις αδυναμίες του, καθώς και τις ιδέες τις οποίες επεξεργάστηκε στο λογοτεχνικό του έργο.
Ο λόγος για τον Πούσκιν (1880)

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
• Oι φτωχοί: Άρης Αλεξάνδρου, «ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ»
• Ο σωσίας: Γ. Κότσικας, «ΤΣΟΓΚΑ»
• Νιετόσκα Νιεζβάνοβα: Αθηνά Σαραντίδη, «ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ»
• Το όνειρο του θείου μου: Κοσμάς Πολίτης, «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ»
• Το χωριό Στεπαντσίκοβο και οι κάτοικοί του: Άρης Δικταίος, «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ»
• Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων: Άρης Αλεξάνδρου, «ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ»
• Ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι: Σωτ. Πατατζής, «ΔΕΛΗΧΡΥΣΟΣ»
• Σημειώσεις από το υπόγειο: Κύρα Σίνου, «ΑΓΚΥΡΑ»
• Ο παίκτης: Τ. Ζόμπολας, «Σ. ΔΑΡΕΜΑΣ»
• Έγκλημα και τιμωρία: Αθηνά Σαραντίδη, «Σ. ΔΑΡΕΜΑΣ» και Σωτήρης Πατατζής, «ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΠΑΠΥΡΟΥ»
• Ο ηλίθιος: Άγγ. Νίκας
• Ο αιώνιος σύζυγος: Μάγδα Καϊναδά, «ΓΑΛΑΞΙΑΣ»
• Οι δαιμονισμένοι: Σωτ. Πατατζής, «ΔΕΛΗΧΡΥΣΟΣ» και Άρης Αλεξάνδρου, «ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ»
• Ο έφηβος: Άρης Δικταίος, «Δ.ΔΑΡΕΜΑΣ»
• Αδελφοί Καραμαζόφ: Δ. Π. Κωστελένος, «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ»
• Λευκές νύχτες - Το χριστουγεννιάτικο δέντρο και ο γάμος - Ένας τίμιος κλέφτης - Ο κροκόδειλος - Ο χωρικός Μάρεϊ - Το όνειρο ενός γελοίου: Κύρα Σίνου, «ΑΓΚΥΡΑ»

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Μαξιμίλιαν Μπράουν, Ντοστογιέφσκι. Η ζωή μέσα από το έργο του, μτφ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα, 2008,σελ. 29-30
[2] Από το όνομα του ιδρυτή και καθοδηγητή της Μιχαήλ Πετρασέφσκι [Mikhail Petrashevsky
[3] Petrashevsky Circle. Επρόκειτο για μια χαλαρή ένωση στην οποία συζητούνταν διάφορα ζητήματα της κοινωνικής και πολιτικής εξέλιξης με πνεύμα ριζοσπαστικό και προοδευτικό. Δεν υπήρχαν οργανωμένα μέλη και οι συγκεντρώσεις δεν ήταν μυστικές κι έτσι είχαν εισχωρήσει στην οργάνωση πράκτορες της αστυνομίας. Από τις εκθέσεις των πρακτόρων οι αρχές συμπέραναν ότι οι Πετρασέφσκι ήταν πολιτικοί συνωμότες που προετοίμαζαν μια επαναστατική ανατροπή. Οι υποκινητές συνελήφθησαν και πέρασαν από έκτακτο στρατοδικείο. Η καταδίκη για τους περισσότερους από αυτούς ήταν πολυετή καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Ν. Ashimbaeva - V. Biron: «The Dostoevsky Museum in Saint Petersburg», Silver Age Publishers, Saint-Petersburg, 2006 (Σχετικά με το σπίτι-μουσείο του Ντοστογιέφσκι στην Αγία Πετρούπολη και τα γεγονότα του θανάτου του).
• Anna Snitkina, «Η ζωή μου με τον Ντοστογιέφσκι», μετάφραση, Αλέξανδρος Βέλιος, εκδ. Ροές, 2009.
• Άννα Γρηγόριεβνα Ντοστογιέφσκι: «Ο Ντοστογιέφσκι κι εγώ», Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 2004.
• Μήτσος Αλεξανδρόπουλος: «Ο Μεγάλος Αμαρτωλός», Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1999.
• Μακρής, Νίκος, «Κόσμος και συνείδηση στο έργο των Ντοστογιέφσκι και Μπερνανός», Εποπτεία, τ/χ. 62 (1981), σελ. 1001-1019.
• Μακράκης, Μιχάλης, «Οι δύο διαστάσεις της ελευθερίας στη φιλοσοφική και θρησκευτική σκέψη του Ντοστογιέφσκι», Εποπτεία 62 (1981), 899-922.
• Μακράκης, Μιχάλης, «Ο Ντοστογιέφσκι και η επανάσταση των νέων», Παρουσία, Αθήνα, 1995.
• Μακράκης Μιχάλης, «Ντοστογιέφσκι, Πάθος και ελευθερία», Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1994.
• Berdiaev, Nicolai, «Ο έρωτας στο έργο του Ντοστογιέφσκι. Εμπόδια και παρεξηγήσεις», Νέα Εστία, 28, 328 (1940), σσ. 1017-1024.
• Μαξιμίλιαν Μπράουν, «Ντοστογιέφσκι, Η ζωή μέσα από το έργο του», μτφ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα, 2008.
• Μπαχτίν Μιχαήλ, «Ζητήματα της ποιητικής του Ντοστογιέφσκι», μτφ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, επιμ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, επίμετρο Δημήτρης Τζιόβας, εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2000.
• Μιχαήλ Μπαχτίν, «Προς μια επανεπεξεργασία του βιβλίου για τον Ντοστογιέφσκι», μτφ.-σημ. Γ. Φαρίνου - Μαλαματάρη, Nέα Εστία τεύχ. 161 (Ιανουάριος 2007), σελ. 20-49.
• Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, «Εγώ, ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Εκμυστηρεύσεις και στοχασμοί», μτφ. Πάνος Σταθόγιαννης, εκδ. Printa, Αθήνα, 2011
• Berdiaeff Nicolas, «Το πνεύμα του Ντοστογιέφσκι», μτφ. Νίκου Ματσούκα, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1999.
• Μακράκης Μιχάλης, «Ο σοσιαλισμός του Ντοστογιέφσκι και η σοβιετική κριτική: Στα χρόνια του Λένιν, του Στάλιν και του Χρουστσόφ», εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 1984.

Δεν υπάρχουν σχόλια: