23 Οκτ 2012

Ιστορικά μοναστήρια της Κρήτης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Tα πιο πολλά μοναστήρια της Κρήτης διαδραμάτισαν σπουδαίο ιστορικό ρόλο στη διάρκεια των μεγάλων αγώνων των Κρητικών για ελευθερία. Σε πολλά από αυτά θα βρείτε εκκλησίες με υπέροχες τοιχογραφίες, που εκφράζουν την εξέλιξη και τις τάσεις της αναγεννησιακής Σχολής της Κρητικής Ζωγραφικής. Στις μεγάλες ιστορικές δοκιμασίες του, ο κρητικός λαός δε διέθετε στρατιωτικά φρούρια και εγκαταστάσεις για να αντιμετώπισει τους εχθρούς του. Γι’ αυτό χρησιμοποίησε τα σπήλαια, τα ψηλά δυσπρόσιτα βουνά και τα φαράγγια του νησιού. Πέρα όμως από αυτά, είχε σαν υποκατάστατό τους τα μοναστήρια, που από κέντρα πνευματικών αγώνων τα μετέτρεψε σε φρούρια άμυνας και πολεμικών επιχειρήσεων. Έτσι κι αυτός είχε τους δικούς του τόπους άμυνας και στρατιωτικών εξορμήσεων.
Μετά την άλωση της Κρήτης από τους Τούρκους (1669) πολλά μοναστήρια, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, μεταβλήθηκαν σε τζαμιά, στρατώνες, αποθήκες κλπ., ενώ ο ιερός μουσουλμανικός νόμος (σαρία) δεν επέτρεπε την ίδρυση νέων χριστιανικών ιδρυμάτων. Από την άλλη, ακόμα και για τη συντήρηση των παλιών και αναγνωρισμένων από τις αρχές μοναστηριών ήταν απαραίτητο να χορηγείται σχετική άδεια, που στοίχιζε πολλαπλάσια από την προβλεπόμενη δαπάνη. Ωστόσο η μακρόχρονη περίοδος ειρήνης κατά την πρώιμη Τουρκοκρατία (1669-1821) συνετέλεσε στην οικονομική ανάπτυξη των μοναστηριών που επιβίωσαν και στην αύξηση του μοναχικού πληθυσμού. Στα μοναστήρια, όπου έβρισκαν καταφύγιο οι καταδιωκόμενοι Χριστιανοί, αναπτύχθηκε ο χαϊνισμός (αντάρτικο) και οργανώθηκε ο Μεγάλος Ξεσηκωμός του 1821. Οι αγώνες μέσα από τα μοναστήρια, κατά των εχθρών της πατρίδας, ήταν αγώνες και για την πίστη, καθώς οι Μουσουλμάνοι δεν ήταν μόνον εχθροί της πατρίδας, αλλά και του Χριστιανισμού. Γι’ αυτό, όλες οι μονές του νησιού έγιναν κέντρα επαναστατικών δράσεων. Δεν είναι συνεπώς υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι χωρίς τα μοναστήρια του νησιού, θα απέβαινε ίσως χωρίς αποτέλεσμα ο μεγάλος απελευθερωτικός αγώνας του 1821 στην Κρήτη. Κατά τη δεύτερη περίοδο της Τουρκοκρατίας (1821-1898) συνεχίστηκε η επαναστατική δράση σε πολλά μοναστήρια. Με τις συνεχείς επαναστάσεις και τη βαθμιαία κατάκτηση δικαιωμάτων καταργήθηκαν και οι παλαιότερες απαγορεύσεις για ανακαινίσεις ή και ιδρύσεις νέων μονών. Αυτό έγινε ιδιαίτερα με το Χάτι Χουμαγιούν (1856) και τον Οργανικό Νόμο (1868), αλλά παγιώθηκε με το Χάρτη της Χαλέπας (1878) και την πλήρη αναγνώριση της θρησκευτικής ελευθερίας στο νησί.
Μερικά από τα μνημεία της Κρήτης έχουν να διηγηθούν ιστορίες σχεδόν χθεσινές, γι’ αυτό το λόγο ίσως και πιο συγκινητικές. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, τα μοναστήρια γίνονται κέντρα της Αντίστασης. Στην Τοπλού, ο τότε ηγούμενος Γεννάδιος Συλλιγνάκης βοήθησε στην εγκατάσταση ασυρμάτου στην περιοχή, με τον οποίο μεταδίδονταν μηνύματα στο συμμαχικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Η Αγ. Τριάδα Τζαγκαρόλων, στη διάρκεια της επανάστασης του 1896-1897, είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο των επαναστατών και «στρατηγείο της όλης κινήσεως». Τον 20ο αιώνα, μετά την κατάρρευση του αλβανικού μετώπου, μεταφέρθηκαν στην περιοχή εφόδια και πυρομαχικά του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Οι Γερμανοί, προσπαθώντας να τα εντοπίσουν, προξένησαν νέες καταστροφές στα ιστορικά κτίρια της μονής, ενώ από το Φεβρουάριο του 1944, το μοναστήρι έγινε τόπος στρατωνισμού της φρουράς. Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς, Άγγλοι, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί και Κρητικοί μαχητές της Μάχης της Κρήτης συγκεντρώνονται στο μοναστήρι του Πρέβελη και από την απομονωμένη παραλία του επιβιβάζονται σε υποβρύχια που είχαν προορισμό τη Μέση Ανατολή. Σε ανάμνηση της φιλοξενίας που τους παρασχέθηκε στις δύσκολες εκείνες εποχές, Αυστραλοί στρατιώτες έχτισαν στην πατρίδα τους έναν πρότυπο οικισμό που τον ονόμασαν Πρέβελη.
Γνωρίζω ότι υπάρχουν πολλά μοναστήρια με ιστορική δράση, εδώ όμως αναφέρω 15 από αυτά. Τα πιο πολλά μοναστήρια είναι επισκέψιμα, αλλά συνήθως υπάρχουν συγκεκριμένες ώρες για το κοινό. Σε πολλά από αυτά δεν επιτρέπεται η φωτογράφηση.
ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΤΩΝ ΤΖΑΓΚΑΡΟΛΩΝ
Η Σταυροπηγιακή[1] Μονή της Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων ή Μουρτάρων είναι ένα από τα πλουσιότερα και ομορφότερα μοναστήρια της Κρήτης. Είναι χτισμένη κοντά στο αεροδρόμιο Χανίων, στη θέση «Τζομπόμυλος» του ακρωτηρίου Μελέχα και στους πρόποδες της Οροσειράς του Σταυρού. Απέχει από τα Χανιά μόλις 15 χλμ. και πιθανόν να οικοδομήθηκε σε θέση που υπήρχε παλαιότερος ναός. Πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά μοναστήρια της Κρήτης και χρονολογείται στα τέλη της Ενετοκρατίας, με πλούσια προσφορά στην ιστορία και την παιδεία του νησιού.
Σύμφωνα με την παράδοση, που επιβεβαιώνεται από αρχειακά έγγραφα του μοναστηριού και των αρχείων της Βενετίας, οι εργασίες για την ανέγερση του μοναστηριού άρχισαν τα τελευταία χρόνια του 16ου αιώνα, αλλά ο σχεδιασμός των μεγαλόπρεπων οικοδομημάτων του συνδέεται με την περίοδο ηγουμενίας των αδελφών Ιερεμία και Λαυρέντιο Τσαγκαρόλου (1610-1634), που κατάγονταν από μεγάλη ενετοκρητική οικογένεια και είχαν ισχυρή επιρροή τόσο στον Ορθόδοξο πληθυσμό όσο και στους Καθολικούς Ενετούς. Ο Ιερεμίας ήταν γνωστός λόγιος της εποχής με σπουδαία μόρφωση, πολύ καλός φίλος του μεγάλου Πατριάρχη Αλεξάνδρειας Μελετίου Πηγά και υποψήφιος ο ίδιος για το θρόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ήταν κάτοχος της ελληνικής και λατινικής παιδείας, όπως φαίνεται από τα γραπτά του, αλλά και τις δίγλωσσες επιγραφές που σώζονται σε μεγάλο αριθμό στα κτίσματα της Μονής. Η παιδεία του και οι γνώσεις του πάνω στη σύγχρονη Ευρωπαϊκή Αρχιτεκτονική της εποχής του είναι φανερές από το ίδιο το συγκρότημα που σχεδίασε και έκτισε και όπου έχουν εντοπιστεί συγκεκριμένες επιδράσεις από το Βερονέζο αρχιτέκτονα του 16ου αιώνα Sebastiano Serlio.
Στη θέση της Αγίας Τριάδος υπήρχε μικρό μοναστήρι που ανήκε στον ιερομόναχο Ιωακείμ Σοφιανό και το οποία ήταν σε παρακμή μετά το θάνατό του. Για το λόγο αυτό ανατέθηκε από τις Βενετσιάνικες αρχές στον ιερομόναχο της Μονής της Αγίας Κυριακής Ιερεμία Τζαγκαρόλο η ανασυγκρότησή της το 1611. Ο Ιερεμίας ξεκινάει το 1612 την ανοικοδόμηση ενός πολύ μεγάλου συγκροτήματος, που θα συνεχίσει ο αδελφός του Λαυρέντιος μετά το θάνατό του, γύρω στα 1634. Στα 1645, εμφανίστηκαν στο Ακρωτήρι οι Οθωμανοί και τα Χανιά πέφτουν στα χέρια των Τούρκων. Οι οικοδομικές εργασίες, που είχαν φτάσει στη βάση του μεγάλου τρούλου, διακόπτονται για δύο αιώνες, δηλαδή μέχρι το 1834, οπότε επιτράπηκε στους μοναχούς του η αποπεράτωση του. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η μονή είναι γνωστή ως Selvili Manastir (το Μοναστήρι με τα κυπαρίσσια) και βρίσκεται συχνά σε δύσκολη θέση, όπως μας πληροφορούν τα έγγραφα και οι περιηγητές.
Στη διάρκεια της επανάστασης του 1821, οι μοναχοί εγκαταλείπουν το μοναστήρι χωρίς όμως να προλάβουν να πάρουν ή να κρύψουν τα πολύτιμα κειμήλια και τα έγγραφα, τα οποία είτε καίγονται από την πυρπόλησή της, είτε αρπάζονται από τους κατακτητές. Μετά το τέλος της επανάστασης το μοναστήρι ανασυγκροτείται, ολοκληρώνονται οι οικοδομικές εργασίες και παίρνει τη σημερινή του μορφή. Στα χρόνια αυτά είχε αποκτήσει μεγάλη κτηματική περιουσία κι είχε πολλά (μετόχια), ακόμη και στη Σμύρνη.
Στο μοναστήρι έχει διαμορφωθεί ένα μικρό μουσείο με διάφορες εικόνες και σκεύη. Από αυτά ξεχωρίζει χειρόγραφο ειλητό (ύφασμα που καλύπτει την αγία τράπεζα με την εικόνα του Πανάγιου Τάφου) του 12ου αιώνα, εικόνες του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου (16ος αιώνας), του Αγίου Νικολάου (17ος αιώνας), και οι εικόνες του Ένθρονου Χριστού, της Ζωοδόχου πηγής και της Δευτέρας Παρουσίας (1635 - 1645). Σήμερα, μετά από πολλές ιστορικές περιπέτειες, το μοναστήρι συνεχίζει να παίζει σημαντικό ρόλο στη θρησκευτική και οικονομική ανάπτυξη της Κρήτης και κάθε χρόνο το επισκέπτονται πλήθη πιστών. Ο επισκέπτης εδώ θα δει ένα απίθανα καλοδιατηρημένο και ολοζώντανο που παράγει και εξάγει μοναδικής ποιότητας βιολογικό ελαιόλαδο, κρασί, μέλι, ξύδι και σαπούνι από ελαιόλαδο.
Το Συγκρότημα
Το συγκρότημα της μονής είναι τετράπλευρο, με ορθογώνια οχύρωση κι εσωτερική πλακόστρωτη αυλή, ενώ στο κέντρο του δεσπόζει ο ναός της Αγίας Τριάδας. Στο συγκρότημα υπάρχουν διάφοροι βοηθητικοί χώροι όπως ελαιοτριβείο, πατητήρι, κάβα, δεξαμενή αποθήκευσης βρόχινου νερού, στάβλοι. Επίσης, υπάρχει μεγάλη αίθουσα τραπεζαρίας, βιβλιοθήκη με σπουδαία βιβλία (παλιό ηγουμενείο), τα κελιά των μοναχών, το νεώτερο ηγουμενείο, οστεοφυλάκιο κι ένα παρεκκλήσι του Χριστού. Η είσοδος της μονής είναι επιβλητική και σε αυτή οδηγεί ένας δρόμος με τεράστια κυπαρίσσια. Στο τέλος του δρόμου θα δείτε μια μεγαλοπρεπή σκάλα και την είσοδο του μοναστηριού. Η πρόσοψη είναι κτισμένη με αυστηρή γεωμετρική διάταξη, με στοιχεία Αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής και μεταγενέστερες προσθήκες.
1. Κύρια είσοδος 2. Καθολικό 3. Ναός Σωτήρος Χριστού 4. Ηγουμενείο 5. Οστεοφυλάκιο
6. Παλαιά εκκλησιαστική σχολή 7. Βιβλιοθήκη 8. Κελιά μοναχών 9. Γραφεία Ι. Μονής
10. Κελάρια κρασιού 11. Παλαιό Ελαιουργείο 12. Μουσείο 13. Έκθεση προϊόντων
Το Καθολικό
Το πιο εντυπωσιακό κτίριο της μονής είναι σίγουρα ο ναός της Αγίας Τριάδας, στο κέντρο της αυλής. Ανήκει στον τύπο του τρίκογχου με τρούλο και παρεκκλήσια στο ισόγειο και τον όροφο. Η κάτοψη της ακολουθεί την αγιορείτικη παράδοση, ενώ τα υπόλοιπα στοιχεία συνδέονται με τη Δυτική Αρχιτεκτονική. Από τον αρχικό διάκοσμο σώζονται τα τέμπλα των ισόγειων παρεκκλησιών, ενώ το τέμπλο, οι εικόνες και γενικά ο εξοπλισμός του ναού, χρονολογείται γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα. Το ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον λόγω της προσεκτικής κατασκευής που ακολουθεί την Κρητική παράδοση της εποχής του, με στοιχεία λαϊκού Μπαρόκ. Οι περισσότερες εικόνες του τέμπλου είναι δημιουργίες του ζωγράφου Μερκούριου από τη Σαντορίνη.
1. Κεντρική είσοδος 2. Πρόσοψη 3. Παρεκκλήσιο Ζωοδόχου Πηγής 4. Παρεκκλήσιο
Αγ. Ιωάννη Θεολόγου 5. Μικρή Δεξαμενή 6. Τέμπλο 7. Ιερό 8. Κυρίως ναός 9. Ιερή
Πρόθεση και Διακονικό 10. Εξωτερική σκάλα προς τον επάνω όροφο
ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΕΠΑΝΩΣΗΦΗ
Η Μονή του Αγίου Γεωργίου του Απανωσήφη ή Επανωσήφη βρίσκεται περίπου 30 χλμ. νότια του Ηρακλείου, κοντά στο Μεταξοχώρι Μονοφατσίου. Είναι η μεγαλύτερη ανδρική μονή στην Κρήτη σε αριθμό μοναχών. Η πνευματική και κοινωνική προσφορά της Μονής στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας είναι ανεκτίμητη, καθώς βοηθούσε το δοκιμαζόμενο λαό της Κρήτης.
Η μονή κτίστηκε στο τέλος της Ενετοκρατίας κι αμέσως απέκτησε μεγάλη φήμη. Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες, η μονή ιδρύθηκε από έναν μοναχό της Μονής Απεζανών που κάποτε ξεκίνησε για τη Μονή Αγκαράθου. Κατά την πορεία του, διανυκτέρευσε στην Εκκλησία του Άη Γιώργη που βρισκόταν στα κτήματα της οικογένειας Λαγγουβάρδου. Ο μοναχός έπεισε τον φεουδάρχη Λαγγουβάρδο να κτίσει τη μονή εδώ. Η ονομασία Επανωσήφης δόθηκε από ίδιο τον Λαγγουβάρδο, ο οποίος είχε δύο βοσκούς με το ίδιο όνομα, Σήφης. Για να τους ξεχωρίζει έδωσε τα ονόματα Επάνω-Σήφης και Κάτω-Σήφης. Έτσι επικράτησε η προσωνυμία, Άγιος Γεώργιος του Επανωσήφη, καθώς εδώ υπήρχε το μιτάτο του Άνω Σήφη.
Το 1821, οι Τούρκοι σκοτώνουν 18 μοναχούς, που τιμούνται ως Νεομάρτυρες και οι υπόλοιποι φεύγουν στα Σφακιά. Ο Υδραίος Μανώλης Τομπάζης παίρνει πολλά κειμήλια από τις μονές και τα μεταφέρει στην Ύδρα, όπου τα πουλάει για την αγορά όπλων. Κατά την επανάσταση του 1866, οι μοναχοί κατατάσσονται στα επαναστατικά σώματα και οι γεροντότεροι εγκαταλείπουν τη μονή μεταφέροντας τα κειμήλιά της στη μονή Απεζανών. Οι Τούρκοι καταστρέφουν και λεηλατούν τη μονή, αλλά αυτή ανακάμπτει γρήγορα. Το 1941-44, οι μοναχοί παίρνουν μέρος στη Μάχη της Κρήτης. Το ηγουμενείο μετατρέπεται σε νοσοκομείο και πολλές οικογένειες καταφεύγουν στη μονή. Οι Γερμανοί σε αντίποινα λεηλατούν αρκετές φορές το μοναστήρι.
Η μονή του Επανωσήφη έχει πολλά μετόχια, όπως τη μονή Αϊστράτηγος, ΒΔ της μονής, της οποίας σώζεται η εκκλησία και μερικά ισόγεια σπίτια. Επίσης, στον Επανωσήφη ανήκουν οι μονές του Αγίου Αντωνίου, των Ξερών Ξύλων στο Μιραμπέλο και άλλες πολλές εκκλησίες. Στο μοναστήρι υπάρχουν σήμερα πολύτιμα κειμήλια, ευαγγέλια, σταυροί με ξυλόγλυπτες παραστάσεις, ένα αργυρό δισκοπότηρο του 1842, η εικόνα του Αγίου Γεωργίου της μονής των Ξερών Ξύλων (που «κτυπούσε» όταν έσβηνε το καντήλι της) άμφια και λείψανα 21 Αγίων. Στη μονή στεγάζεται και η Ανωτέρα Εκκλησιαστική Σχολή, σε κτίριο που παλαιότερα ήταν ορφανοτροφείο. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου πανηγυρίζει στις 23 Απριλίου και στις 3 Νοεμβρίου.
ΜΟΝΗ ΑΓΚΑΡΑΘΟΥ
Η Μονή Αγκαράθου βρίσκεται στην επαρχία Πεδιάδος, περίπου 25 χλμ. ΝΑ από το Ηράκλειο κι είναι χτισμένη με φρουριακή αρχιτεκτονική σε υψόμετρο 538 μ. κοντά στην Επισκοπή Πεδιάδος, σ’ ένα πετρώδες κατάφυτο ύψωμα, που εκεί πιθανότατα υπήρχε και η παλιά Μονή. Το όνομά της οφείλεται στο φυτό αγκαραθιά (Phlomis fruticosa), τοπική ονομασία της φασκομηλιάς. Σύμφωνα με την παράδοση η εικόνα της Παναγίας που βρέθηκε εκεί, ήταν τοποθετημένη κάτω από μια φασκομηλιά, στο σημείο όπου κτίστηκε αργότερα η Εκκλησία. Μπροστά στο ιερό του ναού υπάρχει σήμερα μια ροδιά κάτω από την οποία οι μοναχοί κρατούν αναμμένο στον κορμό της ένα καντήλι. Η ροδιά λέγεται ότι είναι η αρχική αγκαραθιά την οποία μπόλιασαν οι μοναχοί της εποχής, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε δένδρο. Το ανδρικό μοναστήρι είναι από τα αρχαιότερα στην Κρήτη, χωρίς να είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία της ίδρυσής του, αλλά εικάζεται ότι έγινε τον 15ο αιώνα και ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας Καλλέργη. Το 1504, τα παιδιά του Ματθαίου Καλλέργη, στον οποίον ανήκε η μονή, την παραχωρούν στον μοναχό Νήφωνα Νοταρά, ο οποίος αναδεικνύει το διαλυμένο μοναστήρι σε μεγάλη κοινοβιακή μονή και γι’ αυτό θεωρείται ο ιδρυτής της.
Το μοναστήρι, ειδικά την περίοδο της Ενετοκρατίας ήταν σημαντικό πνευματικό κέντρο, όπου σπούδασαν επιστήμονες και πνευματικοί άνθρωποι της εποχής, ενώ οι πιο πολλοί μοναχοί του κατάγονταν από τα Κύθηρα. Πολλές προσωπικότητες συνέδεσαν το όνομά τους με την Αγκάραθο. Ανάμεσα τους ήταν ο Μελέτιος Πηγάς (Πατριάρχης Αλεξανδρείας), ο Κύριλλος Λούκαρης (Οικουμενικός Πατριάρχης), ο Γεράσιμος Παλαιοκάπας (Επίσκοπος Κρήτης) και ο λόγιος Ιωσήφ Βρυέννιος. Ήταν από τα πλουσιότερα στην Κρήτη με αποτέλεσμα να αποκτήσει ως μετόχια πολλές μικρές και μεγάλες μονές. Ακόμη θεωρείται πρώτο στη ιεραρχία των μοναστηριών του νησιού. Το 1646, ο ηγούμενος Αθανάσιος Χριστόφορος συμμετέχει στον αγώνα των Ενετών και των Κρητικών κατά των Τούρκων. Ο Αχμέτ Κιοπρουλής αποφασίζει να καταστρέψει τη μονή, αλλά ο φίλος του μητροπολίτης Νεόφυτος Πατελάρος μεσολαβεί, παραχωρώντας μια πτέρυγα ως αναρρωτήριο Τούρκων, και ο πασάς αλλάζει γνώμη. Ο Αθανάσιος φεύγει για Ιταλία, παίρνοντας μαζί του αρκετά κειμήλια.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τα κινήματα εναντίον των Τούρκων. Το 1821, οι μοναχοί της μονής συνεργάζονται με τον Επίσκοπο Χερσονήσου για την προετοιμασία της Επανάστασης. Οι Τούρκοι καταλαμβάνουν το μοναστήρι, βάζουν φωτιά και σφάζουν όσους μοναχούς δεν πρόλαβαν να ξεφύγουν. Το 1896, ο επαναστάτης Αντώνιος Τρυφίτσος ή Τρυφόπουλος χρησιμοποιεί την Αγκάραθο ως ορμητήριο κατά των Τούρκων, οι οποίοι μανιασμένοι καταστρέφουν τη μονή, η οποία αργότερα επισκευάζεται.
Ο ναός χτίστηκε από την αρχή και τα εγκαίνια έγιναν το 1894. Είναι δίκλιτος, με το ένα κλίτος αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου και το άλλο στον Άγιο Μηνά. Οι επισκέπτες μπορούν να φιλοξενηθούν στον ξενώνα και στην τράπεζα της μονής, αλλά και να δουν τη βιβλιοθήκη με τα χειρόγραφα βιβλία. Έξω από το μοναστήρι υπάρχει ο παλιός ναός του Αγίου Ραφαήλ.
ΜΟΝΗ ΑΠΕΖΑΝΩΝ (ΑΝΤΙΣΚΑΡΙ)
Η Μονή του Αγίου Αντωνίου Απεζανών είναι κτισμένη σε βραχώδες υψίπεδο των Αστερουσίων Όρεων, σε υψόμετρο 440 μ., περίπου 63 χλμ. νότια του Ηρακλείου. Από το σημείο αυτό ξεκινάει η μεγάλη κοιλάδα του Αντισκαρίου που καταλήγει στα Πλατειά Περάματα. Η πρόσβαση στο μοναστήρι γίνεται με χωματόδρομο, είτε από την Πλώρα είτε στρίβοντας από το δρόμο που οδηγεί στους Καλούς Λιμένες (ξεκινήστε από την Πόμπια). Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει σχετική πινακίδα.
Λειτουργεί ως ανδρικό μοναστήρι κι είναι από τα παλαιότερα στην Κρήτη. Ήταν κτισμένο με φρουριακή αρχιτεκτονική, αν και ο φρουριακός του χαρακτήρας έχει υποστεί μεγάλες αλλοιώσεις από τις άστοχες παρεμβάσεις των αρχών του 20ου αιώνα. Το φρούριο ήταν ορθογώνιο και σχηματιζόταν από τους εξωτερικούς τοίχους των κτιρίων. Επίσης, προστατευόταν από πύργους με κανόνια και γι’ αυτό μάλιστα ονομαζόταν Τοπλού Μοναστήρ από τους Τούρκους (τοπ = κανόνι), όπως και η Μονή Παναγίας Ακρωτηριανής στη Σητεία.
Το καθολικό του μοναστηριού, που βρίσκεται στην άκρη του περιβόλου (κι όχι στο κέντρο του όπως συνηθίζεται) είναι τρίκλιτο, κτισμένο στη θέση παλαιότερου ναού του Αγίου Αντωνίου. Τα τρία κλίτη είναι αφιερωμένα στον Άγιο Αντώνιο, στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και στους Τρείς Ιεράρχες. Το υπέροχο ξυλόγλυπτο τέμπλο της εκκλησίας αντανακλάει τον πλούτο που είχε κάποτε το μοναστήρι, ενώ πιστεύεται ότι μια εικόνα του ανήκει στο Δομήνικο Θεοτοκόπουλο (El Greco). Στο μοναστήρι ανήκει και η εικόνα του Αγίου Αντωνίου, έργο του Μιχαήλ Δαμασκηνού.
Δίπλα στο ναό βρίσκεται το εντυπωσιακό διώροφο ηγουμενείο, που κτίστηκε αρχικά για να στεγάσει την Επισκοπή Αρκαδίας, πράγμα που δεν κατέστη δυνατόν. Επίσης, τριγύρω θα δείτε τα κελιά των μοναχών, τον ξενώνα, την τράπεζα και το πηγάδι 25 μ. από όπου υδρεύεται το μοναστήρι. Στο μοναστήρι σώζονται πολύτιμα εκκλησιαστικά κειμήλια, όπως παλαιά άμφια, χρυσοί κι ασημένιοι σταυροί, εικόνες, ευαγγέλια κλπ. Το μοναστήρι ήταν το μεγαλύτερο ανθενωτικό-αντιπαπικό κέντρο της Κρήτης κατά την Ενετοκρατία. Υπήρξε κέντρο γραμμάτων και Θεολογίας, αλλά από την εποχή της Τουρκοκρατίας έγινε αγροτικού χαρακτήρα. Γύρω από το μοναστήρι θα δείτε τον μικρό αγροτικό οικισμό που αναπτύχθηκε παράλληλα με το μοναστήρι. Επίσης, το μοναστήρι είναι συνδεδεμένο με την ίδρυση της Μονής του Αγίου Γεωργίου Απανωσήφη.
ΜΟΝΗ ΑΡΕΤΙΟΥ (ΚΑΡΥΔΙ ΝΕΑΠΟΛΗΣ)
Η Μονή της Αγίας Τριάδας Αρετίου βρίσκεται κοντά στο χωριό Καρύδι (Νεάπολης), σε μια ξηρή και απομονωμένη περιοχή της επαρχίας Μιραμπέλου. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα μοναστήρια της Κρήτης, με μεγάλη περιουσία. Μάλιστα κατάφερε να αγοράσει 7 άλλα μοναστήρια της περιοχής. Σήμερα έχει αναστηλωθεί και κατοικείται από μοναχούς. Ως προς την ονομασία του μοναστηριού έχουν διατυπωθεί διάφορες εκδοχές. Κατά τον Λογαριαστάκη, η ονομασία οφείλεται στην αδελφή του κτήτορα Μάρκου Παπαδόπουλου, Αρετή, που πέθανε πρόωρα. Κατά τον Γ. Κουρμούλη, το μοναστήρι πήρε το όνομα από τον κτήτορά της ή τον πρώτο οικιστή, ενώ κατά τον Σπανάκη το μοναστήρι πήρε το όνομά του από το γνωστό κατά της Ενετοκρατία όνομα Αρέτης.
Από μακριά το μοναστήρι θυμίζει μικρή πόλη με φρούριο, καθώς μέρος του είναι περιτειχισμένο από τείχος. Η είσοδος σε αυτό γίνεται μέσω στοάς, που οδηγεί στις μεγάλες θολωτές αποθήκες, το στάβλο και την πύλη της εσωτερικής αυλής. Στον κυρίως περίβολο εσωκλείονται δεξαμενές και τα περισσότερα ενδιαιτήματα. Στις διώροφες πτέρυγες βρίσκονται τα κελιά, το μαγειρείο, το αρτοποιείο, η τράπεζα, οι αποθήκες, το σιδηρουργείο κι άλλες εγκαταστάσεις. Έξω από τον κλειστό περίβολο βρίσκονται δύο μεγάλες ανοιχτές δεξαμενές, το ελαιοτριβείο και το τυροκομείο. Το καθολικό της μονής βρίσκεται στο κέντρο του περιβόλου, είναι ναός μονόχωρος καμαροσκέπαστος με οξυκόρυφη καμάρα και λιθανάγλυφο θύρωμα. Το κωδωνοστάσιο φέρει καμπάνα με επιγραφή 1618. Στον περίβολο βρίσκεται και δεύτερος ναός της Ενετοκρατίας, ο Άγιος Λάζαρος, με ταφικό χαρακτήρα. Είναι μονόχωρος καμαροσκέπαστος με επίσης λιθανάγλυφο θύρωμα. Τέλος, πρόσφατα εγκαινιάστηκε μέσα σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο της μονής ο ναΐσκος του Οσίου Μακαρίου του Αιγυπτίου.
ΜΟΝΗ ΑΡΚΑΔΙΟΥ
Η Μονή Αρκαδίου βρίσκεται 23 χλμ. από το Ρέθυμνο και είναι ένα από τα πιο ιστορικά και πιο ένδοξα μοναστήρια της Ελλάδος για το ολοκαύτωμα που έγινε εκεί στην Τουρκοκρατία. Μια εκδοχή λέει ότι πήρε το όνομα της από τον ιδρυτή της Αρκάδιο τη Β' Βυζαντινή περίοδο. Μια άλλη εκδοχή λέει για μια επιγραφή που υπάρχει στο καμπαναριό της εκκλησίας και αναφέρει ότι χτίστηκε τον 16ο αιώνα, δηλαδή κατά την Ενετοκρατία.
Η Μονή Αρκαδίου από την πρώτη κιόλας στιγμή της Κρητικής Επανάστασης του 1866 υπήρξε το επίκεντρο του αγώνα. Την 1η Μαΐου του 1866, 1500 επαναστάτες από όλη την Κρήτη συγκεντρώθηκαν με αρχηγό τον Χατζή Μιχάλη Γιάνναρη, όπου εξέλεξαν πληρεξουσίους για τις διάφορες επαρχίες της Κρήτης. Πρόεδρος της Επιτροπής Ρεθύμνης εξελέγη ο ηγούμενος της μονής, Γαβριήλ Μαρινάκης. Στις 24 Σεπτεμβρίου αποβιβάστηκε στο Μπαλί ο Πάνος Κορωναίος και πήγε αμέσως στο Αρκάδι, όπου ανακηρύχθηκε Γενικός Αρχηγός Ρεθύμνου. Οργάνωσε τη στρατιωτική άμυνα και παρατήρησε ότι το Αρκάδι δεν προσφέρεται για άμυνα. Ο ηγούμενος και οι μοναχοί είχαν αντίθετη γνώμη, κι έτσι αφού ορίστηκε ως φρούραρχος ο Ιωάννης Δημακόπουλος, ο Κορωναίος έφυγε.
Στις αρχές Νοεμβρίου μέσα στο Αρκάδι υπήρχαν 964 ψυχές. Οι 325 ήταν άνδρες, από τους οποίους 259 είχαν όπλα και οι υπόλοιποι γυναικόπαιδα. Το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου 1866, ξεκίνησε από το Ρέθυμνο τακτικός στρατό με 6.000 πεζούς, 200 ιππείς, 1.200 Αλβανούς και 30 κανόνια. Τα ξημερώματα της 8ης Νοεμβρίου, όλος αυτός ο στρατός με αρχηγό το γαμπρό του Μουσταφά Πασά, Σουλεϊμάν Μπέη, βρέθηκε μπροστά στο Αρκάδι και κάλεσε από το λόφο Κορέ τους Κρήτες πολεμιστές να παραδοθούν. Την απάντηση την έδωσαν τα όπλα των πολιορκημένων και το υψωμένο λάβαρο (που φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο της Μονής). Η μάχη συνεχίστηκε όλη τη μέρα με πολλές απώλειες των Τούρκων. Στη διάρκεια της νύχτας, οι Τούρκοι έφεραν από το Ρέθυμνο δύο βαριά κανόνια. Οι πολιορκημένοι αποφασίζουν να στείλουν κρυφά τον παπά Κρανιώτη και τον Αδάμ Παπαδάκη να ζητήσουν βοήθεια από τον Κορωναίο και τους άλλους καπετάνιους του Αμαρίου. Οι δύο άνδρες ενημερώνουν τους αρχηγούς, αλλά οι ενισχύσεις δεν μπόρεσαν να φτάσουν. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Αδάμ Παπαδάκης κατάφερε να γυρίσει στο Αρκάδι, όπου τον περίμενε σίγουρος θάνατος.
Τα ξημερώματα της 9ης Νοεμβρίου η μάχη συνεχίζεται. Οι κανονιές τράνταζαν το μοναστήρι και η δυτική πύλη κατέρρευσε. Ο ηγούμενος διέταξε όταν θα μπουν οι Τούρκοι, όσοι ζουν να τρέξουν στην πυριτιδαποθήκη, στην Καστρινή πόρτα, για να βάλουν φωτιά στο μπαρούτι για να μη πιαστούν ζωντανοί και να σκοτωθούν όσο πιο πολλοί Τούρκοι γίνεται. Οι Τούρκοι αποκρούστηκαν με μεγάλες απώλειες και οι αμυνόμενοι σκοτώνονταν ο ένας μετά από τον άλλο. Σε όσους πολεμιστές είχαν τελειώσει τα πολεμοφόδια, κατέβαιναν στην αυλή και μάχονταν σώμα με σώμα με τους πρώτους Τούρκους που είχαν καταφέρει να μπουν στον περίβολο. Κάποια στιγμή δόθηκε το σύνθημα της γενικής εφόδου με αποτέλεσμα ο περίβολος να γεμίσει από Τούρκους. Ο Δημακόπουλος κι άλλοι πολεμιστές που τότε βρίσκονταν στις θέσεις τους, όρμησαν με τα ξίφη και σκότωσαν πολλούς Τούρκους απ’ όσους ήταν στην αυλή. Όσοι πολεμιστές δεν είχαν σκοτωθεί κλείστηκαν στα Μεσοκούμια (νοσοκομείο). Είχε πια βραδιάσει και τα πιο πολλά γυναικόπαιδα συγκεντρώθηκαν στην πυριτιδαποθήκη. Ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης, με την πιστόλα στο χέρι, διέταξε όποιον ήθελε να απομακρυνθεί, καθώς θα έβαζε φωτιά στο μπαρούτι. Στην είσοδο της πυριτιδαποθήκης είχαν συγκεντρωθεί εκατοντάδες Τούρκοι και προσπαθούσαν να μπουν μέσα. Ο Γιαμπουδάκης, αφού περίμενε να έρθουν κι άλλοι Τούρκοι στην είσοδο, σημάδευσε τα βαρέλια. Μια μεγάλη λάμψη φάνηκε κι ένας τεράστιος κρότος ακούστηκε. Πέτρες, κορμιά, κεφάλια, βαρέλια και χώματα βρέθηκαν σ’ ένα παράξενο ανακάτωμα και οι ψυχές των Κρητικών πέρασαν στην ιστορία για πάντα.
Μετά την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης ο Δημακόπουλος συνέχισε να μάχεται κατά των Τουρκαλβανών στον περίβολο της Μονής. Ο ίδιος αποφάσισε να παραδοθεί στον τακτικό τουρκικό στρατό, όταν έλαβε εγγυήσεις για τη ζωή των τελευταίων υπερασπιστών που μάχονταν μέσα από τα ερείπια. Την επομένη όμως εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό, τόσο αυτός όσο και οι περισσότεροι αιχμάλωτοι. Ακόμη και σήμερα φαίνονται τα σημάδια του αποκεφαλισμού από τα γιαταγάνια στα τραπέζια της τραπεζαρίας. Το αποτέλεσμα του ολοκαυτώματος του Αρκαδίου ήταν 114 άνδρες και γυναίκες αιχμάλωτοι, 864 Κρητικοί νεκροί και 1500 περίπου νεκροί Τούρκοι.
Αργότερα η Μονή ανοικοδομήθηκε κι αναστηλώθηκε στην πρώτη της μορφή. Τα μόνα που μαρτυρούν την τραγωδία και το αίμα που χύθηκε πριν από περίπου 145 χρόνια είναι το μισοκαμένο τέμπλο και μια μπάλα κανονιού που είχε σφηνώσει στο αιωνόβιο κυπαρίσσι έξω από την εκκλησία. Τα ψηλά της τείχη θυμίζουν φρούριο και η εκκλησία που έχει μια μπαρόκ πρόσοψη, θεωρείται μια από τις πιο όμορφες στη Κρήτη. Ο δίκλιτος αυτός ναός σε σχήμα βασιλικής έχει το βόρειο κλίτος αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, ενώ το νότιο στους Αγίου Κωνσταντίνο και Ελένη. Στη νότια πτέρυγα της Μονής βρίσκεται το μουσείο που περιέχει συλλογή μεταβυζαντινών εικόνων, κειμήλιο και οστεοφυλάκιο των ηρώων του ολοκαυτώματος. Το Αρκάδι έχει χαρακτηριστεί από την UNESCO ως Ευρωπαϊκό Μνημείο Ελευθερίας.
ΜΟΝΗ ΒΡΟΝΤΗΣΙΟΥ
Η Μονή Βροντησίου βρίσκεται στην επαρχία Καινουρίου, 50 χλμ. ΝΔ του Ηρακλείου, κοντά στο Βοριζιανό φαράγγι, ανάμεσα στα χωρία Ζαρός και Βορίζια, σε μια περιοχή με πανοραμική θέα στα Βορίζια και στον κάμπο της Μεσαράς. Είναι ένα από τα πιο παλιά μοναστήρια στην Κρήτη κι αρχικά θεωρείται ότι αποτελούσε μετόχι της γειτονικής μονής Βαρσαμόνερου. Αργότερα, όμως, έγινε τόσο πλούσια που εξελίχτηκε σ’ ένα από τα πιο σπουδαία μοναστικά κέντρα της Κρήτης, ξεπερνώντας κατά πολύ σε πλούτο την μητρική της μονή. Η ονομασία του ίσως προήλθε από τον ιδρυτή του, μιας και σε παλιό έγγραφο αναφέρονται ιερείς με το όνομα Βροντίσης. Ιδρύθηκε το 1400, αν και δεν έχει επιβεβαιωθεί η ακριβής ημερομηνία ίδρυσής του. Στην είσοδο του μοναστηριού σώζεται μια θαυμάσια κρήνη.
Το μοναστήρι άνθισε το 1500 όταν, όπως φαίνεται, εγκαταλείφθηκε αυτό του Βαρσαμόνερου. Ήταν ένα πνευματικό κέντρο κι η παράδοση θέλει τον Μιχαήλ Δαμασκηνό και τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Κρητικής Σχολής Αγιογραφίας, να έχουν ζήσει στο Βροντήσι. Μάλιστα 6 εικόνες του Δαμασκηνού που εκτίθενται σήμερα στο Μουσείο Αγιογραφίας στην Αγία Αικατερίνη βρίσκονταν στη Μονή Βροντησίου. Οι τοιχογραφίες που έχουν σωθεί στο καθολικό είναι του 14ου αιώνα, δείχνουν επιρροές από την παλαιολόγια Αναγέννηση και αναδεικνύουν την ποιότητα της καλλιτεχνικής έκφρασης που είχε αναπτυχθεί στο μοναστήρι. Κατά την Κρητική επανάσταση του 1866-69, η μονή προσφέρει καταφύγιο στον Μιχαήλ Κόρακα, αρχηγό των επαναστατών της Μεσαράς, και από εδώ δίνεται το εναρκτήριο σύνθημα της Επανάστασης. Οι Τούρκοι σφάζουν 4 μοναχούς, καταστρέφουν το μοναστήρι και ο Αδιά Αγάς το μετατρέπει σε μάντρα αιγοπροβάτων. Η βιβλιοθήκη με τα αρχαία χειρόγραφα και οι περισσότερες τοιχογραφίες του ναού καταστρέφονται. Στις 27 Αυγούστου 1943, το μοναστήρι γίνεται μάρτυρας της σφαγής των κατοίκων και της ισοπέδωσης του χωριού των Βοριζίων. Σήμερα, από τη μονή θα δείτε το χωριό Βόριζα και τον εγκαταλελειμμένο οικισμό Νέα Βόριζα. Τα Νέα Βόριζα κτίστηκαν από το κράτος για να στεγάσουν τους επιζώντες, αλλά τελικά οι κάτοικοι προτίμησαν να ξαναχτίσουν το χωριό τους.
Το καθολικό είναι δίκλιτος ναός αφιερωμένος στον Άγιο Αντώνιο (17 Ιανουάριου) και στον Άγιο Θωμά (πρώτη Κυριακή μετά το Πάσχα). Το κωδωνοστάσιο με τον πύργο αποτελεί ανεξάρτητο οικοδόμημα κτισμένο με ενετική αρχιτεκτονική. Στο νότιο κλίτος διασώζονται τοιχογραφίες με το Δείπνο στους Εμμαούς, την Κοινωνία των Αποστόλων, τις παραστάσεις των Μηνολογίων και τον Άγιο Συμεών του Θεοδόχου που κρατά στην αγκαλιά του τον Ιησού. Στο ναό φυλάσσεται και η εικόνα της «Αμπέλου» του 16ου αιώνα έργο του κρητικού ζωγράφου Αγγέλου.
Το μοναστήρι είχε φρουριακή αρχιτεκτονική, αλλά σήμερα το τείχος του έχει κατεδαφιστεί για χάρη της «εκσυγχρονισμού» του. Το πιο εντυπωσιακό κτίσμα, που αντανακλάει την αλλοτινή αίγλη του μοναστηριού είναι η ανάγλυφη κρήνη του 15ου αιώνα που αναπαριστά τον Αδάμ και την Εύα. Στα πόδια του βρίσκονται 4 φιγούρες που ρέουν με νερό και συμβολίζουν τους 4 ποταμούς της Εδέμ. Η κρήνη θεωρείται το ωραιότερο δείγμα επαρχιακής κρήνης στην Κρήτη και γι’ αυτό οι Τούρκοι ονόμαζαν το Βροντήσι ως Σαντριβανλί μοναστίρ. Το μοναστήρι έχει υποστεί αρκετές καταστροφές και αλλαγές ανά καιρούς, όπως η κατεδάφιση του φρουρίου και η ανέγερση νέων κτιρίων, όμως παραμένει ένα από τα πιο όμορφα και επιβλητικά μοναστήρια. Η Πεδιάδα της Μεσαράς και το Λιβυκό Πέλαγος από τη μια πλευρά, και τα πανύψηλα βουνά του Ψηλορείτη από την άλλη, χαρίζουν καταπληκτική θέα σε όσους επισκεφθούν τη Μονή Βροντησίου. Σήμερα στη μονή στεγάζεται το Διεθνές Χωριό Κρητικής Νεολαίας.
ΜΟΝΗ ΓΟΡΓΟΛΑΪΝΗ
Η Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου του Γοργολεήμονος, ή αλλιώς όπως είναι γνωστή Μονή Γοργολαΐνη, βρίσκεται κοντά στο χωριό Κάτω Ασίτες, 24 χλμ. νότια του Ηρακλείου. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 480 μ., μέσα σ’ έναν καταπράσινο χώρο με τεράστιες βελανιδιές, πλατάνια και κυπαρίσσια. Μάλιστα ένα κυπαρίσσι κι ένα πλατάνι της μονής έχουν ανακηρυχτεί διατηρητέα φυσικά μνημεία από το ελληνικό κράτος. Πρόκειται για ένα από τα πιο παλιά και σημαντικά μοναστήρια της Κρήτης, με πλούσια ιστορία και συμβολή. Ως ιδρυτής του αναφέρεται ο αρχιερέας Σιλβέστρος, ενώ η παλαιότερη αναφορά που έχει γίνει για το μοναστήρι είναι τον 13ο αιώνα. Το τοπωνύμιο Γοργολαΐνης σημαίνει «αυτός που γεμίζει τα λαγήνια (στάμνες) γρήγορα», προφανώς λόγω του ότι η περιοχή έχει πολλές πηγές. Κατά μία άλλη εκδοχή το όνομα είναι Γοργολεήμονος, που σημαίνει «αυτός που προσφέρει γρήγορη ελεημοσύνη».
Το ανδρικό μοναστήρι, από τα αρχαιότερα στην Κρήτη, επέζησε από πολλές καταστροφές κατά την Τουρκοκρατία, καθώς αποτελούσε ορμητήριο επαναστατών. Το 1822, γίνεται μάχη ανάμεσα σε 5.000 επαναστάτες και 22.000 Τούρκους στην περιοχή, κατά την οποία οι Τούρκοι προκαλούν πολλές ζημιές στο μοναστήρι. Το 1866, ο οπλαρχηγός Μιχαήλ Κόρακας συγκαλεί συνέλευση επαναστατών στη μονή και οι Τούρκοι επιτίθενται στη μονή, αλλά νικιούνται κατά κράτος. Την επόμενη χρονιά οι επαναστάτες χάνουν σε μάχη από τους Τούρκους και εγκαταλείπουν τον Άγιο Γεώργιο. Το 1868 σκοτώνεται ο οπλαρχηγός Φραγκιός Μαστραχάς σε μάχη κατά των Τούρκων στους Ασίτες. Θάβεται στο μοναστήρι, όπου ακόμα και σήμερα θα δείτε τον τάφο και τον ανδριάντα του.
Το μοναστήρι διατηρεί την αυθεντικότητα του παρελθόντος, γεγονός που ενισχύεται από την απουσία μεγαφώνων και ηλεκτρικού ρεύματος στις λειτουργίες. Ο ναός του μοναστηριού είναι αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο κι έχει ένα υπέροχο ξυλόγλυπτο τέμπλο. Παρόλο που ο ναός είναι πολύ παλιός, τα τριγύρω κελιά των μοναχών είναι νεώτερα. Εντύπωση προκαλεί και η ενετική κρήνη, στην οποία υπήρχε ένα υπέροχο μαρμάρινο λιοντάρι ως το 1990, όταν κλάπηκε. Αξίζει να επισκεφθείτε το μοναστήρι και να νιώσετε γαλήνη και ηρεμία μέσα στο χώρο αυτό και την πλούσια χλωρίδα της περιοχής. Σήμερα εδώ στεγάζεται η Εκκλησιαστική Οικοκυρική Σχολή.
ΜΟΝΗ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ
Η Μονή Οδηγήτριας είναι ανδρικό μοναστήρι, παλαιότερα σταυροπηγιακό, που βρίσκεται στο δυτικό όριο των Αστερουσίων Ορέων, σε οχυρή θέση, στα νότια του νομού Ηρακλείου. Η θέση του είναι σε υψόμετρο 250 μ. και η πρόσβαση σε αυτό είναι εφικτή κι από το χωριό Σίβα Πυργιωτίσσης. Υπάρχει διακλάδωση από Μοίρες- Πετροκεφάλι-Σίβα ή από Φαιστό-Άγιο Ιωάννη-Σίβα, κοντά στο χωριό Σίβας. Χτίστηκε τον 14ο αιώνα και περιβαλλόταν από τείχος, του οποίου σώζονται κάποια μέρη, όπως η βόρεια πύλη, που γράφει τη χρονολογία 1568 και ο ψηλός Πύργος του Ξωπατέρα, όπου εκτυλίχθηκε το δράμα του γενναίου ιερωμένου του οποίου το όνομα είναι συνδεδεμένο με το μοναστήρι. Εξαιτίας της οχυρής θέσης της, η Μονή αποτέλεσε τόπο καταφυγίου για τους επαναστάτες της Κρήτης. Το 1866, ο Μιχαήλ Κόρακας είχε φέρει στο μοναστήρι τρία από τα παιδιά του, τα οποία κατάφεραν να περάσουν απαρατήρητα από τους Τούρκους, με το να κρυφτούν εκεί.
Το μοναστήρι έχει όμως συνδεθεί κυρίως με τον θρυλικό ήρωα Ξωπατέρα. Αυτός γεννήθηκε το 1788 στον οικισμό Μανουσανά, που σήμερα δεν υπάρχει. Το κατά κόσμο όνομά του ήταν Ιωάννης Μαρκάκης. Χειροτονήθηκε στο μοναστήρι και πήρε το όνομα Ιωάσαφ. Σύντομα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το μοναστήρι, επειδή σκότωσε έναν γενίτσαρο. Ο λόγος ήταν ότι εκείνος είχε προσβάλει την τιμή της οικογένειάς του. Καθαιρέθηκε από το Μητροπολίτη και έτσι τον ονόμασαν Ξωπατέρα, Ξεπατέρα ή Ξώπαπα. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, καθαιρέθηκε επειδή απέκτησε εξώγαμο παιδί με μια γυναίκα που την είχε ερωτευτεί και συζούσαν. Ο ίδιος έγινε φίλος του Δημητρίου Κουρμούλη από τον Κουσέ, με τον οποίο υπήρξαν συμπολεμιστές. Με καταφύγιο το μοναστήρι, ο Ξωπατέρας και οι υπόλοιποι αγωνιστές έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των γενιτσάρων. Τα τελευταία χρόνια της Επανάστασης του ’21, κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Τούρκων στα Αστερούσια, ο Ξωπατέρας επέλεξε να κλειστεί στο μοναστήρι, μαζί με τη γυναίκα του, ένα παιδί και άλλους συγγενείς, αρνούμενος να ακολουθήσει τους υπόλοιπους επαναστάτες, που διέφυγαν σε λημέρια. Ακολούθησε, το Μάιο του 1828, τριήμερη πολιορκία του πύργου του μοναστηριού και σκοτώθηκαν οι συμπολεμιστές του. Ο Ξωπατέρας άνοιξε την πόρτα του πύργου σε μια προσπάθεια να φύγει η γυναίκα του με το παιδί, αλλά κατακρεουργήθηκαν από τους Τούρκους. Ο ίδιος απέμεινε μοναχός με την αδερφή του και τα πολεμοφόδια τελείωσαν. Τότε ο αγωνιστής άνοιξε την πόρτα του πύργου κάνοντας απόπειρα διαφυγής και με το σπαθί του όρμησε στους Τούρκους, σκοτώνοντας αρκετούς. Στο τέλος όμως βρήκε και ο ίδιος το θάνατο. Οι Τούρκοι αποκεφάλισαν τον Ξωπατέρα και ανάγκασαν την αδερφή του να μεταφέρει το κεφάλι του στο Μουσταφά Πασά.
Ο ναός του μοναστηριού, που παλαιότερα ήταν μικτό (ανδρικό και γυναικείο), βρισκόταν στο κέντρο της περιβόλου, ήταν δίκλιτος, καθιερωμένος στη Γένεση της Θεοτόκου και στους Αγίους Αποστόλους και μέσα του σώζονται αγιογραφίες, ιερά άμφια, το τέμπλο κ.ά. Σήμερα υπάγεται στα Πηγαϊδάκια. Το 2001 στο μοναστήρι απογράφηκαν 90 άτομα. Στην περιοχή του μοναστηριού βρίσκουμε τον κατάγραφο ναό του Αγίου Ευτυχιανού, με ίχνη τοιχογραφιών και του Αγίου Ανδρέα σε παλιό χωριό, που δεν υπάρχει σήμερα. Σώζονται τοιχογραφίες. Επίσης, στην ίδια περιοχή συναντάμε και τον κατάγραφο ναό του Αγίου Ιωάννη. Αν τελικά επισκεφθείτε το μοναστήρι, μην παραλείψετε να κολυμπήσετε στην απίστευτη παραλία Μάρτσαλο που βρίσκεται πολύ κοντά ή να περάσετε το Αγιοφάραγγο που θα σας οδηγήσει σε μια όμορφη παραλία, όπου το βράδυ μπορείτε να κατασκηνώσετε. Από εδώ μπορείτε να επισκεφθείτε και την παραλία Βαθύ με την απαράμιλλη ομορφιά.
ΜΟΝΗ ΠΑΛΙΑΝΗΣ
Η Μονή Παλιανής είναι ένα γυναικείο μοναστήρι σε υψόμετρο 280 μ. Θεωρείται ένα από τα παλαιότερα βυζαντινά μοναστήρια της Κρήτης και βρίσκεται 20 χλμ. βόρεια του Ηρακλείου, δίπλα στο χωρίο Βενεράτο. Το μοναστήρι γιορτάζει την Κοίμηση της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου. Η ακριβής χρονολογία της ίδρυσής του δεν είναι γνωστή, αλλά υπάρχουν αναφορές γι’ αυτό από το 668 (Α' Βυζαντινή περίοδος). Το όνομα του συνδέεται με την ονομασία Παλιά Μονή, που με το πέρασμα των αιώνων έγινε μοναστήρι. Ωστόσο, υπάρχει μια δεύτερη εκδοχή, κατά την οποία το όνομα Παλιανή συνδέεται με την Απολλωνία, μια αρχαία πόλη που βρισκόταν πολύ κοντά. Το μοναστήρι υπήρξε πατριαρχικό και ανά περιόδους είχε τεράστια περιουσία και πολλά μετόχια. Στις 24 Ιουνίου του 1821, οι Τούρκοι καταστρέφουν ολοκληρωτικά το μοναστήρι και το λεηλατούν. Σκοτώνουν ή στέλνουν σε χαρέμια 67 μοναχές, μόνο 3 γλιτώνουν. Το 1826, η μοναχή Παρθενία Νεονάκη, που επέζησε, επιστρέφει στην Παλιανή και την ανοικοδομεί ως το 1842, γνωρίζοντας μεγάλη άνθηση και έκτοτε ανήκει στα πλουσιότερα μοναστήρια της Κρήτης. Το 1866, ο Καπετάν Μιχάλης Κόρακας καταφεύγει στη μονή, αφού σκοτώνει τον Τούρκο Αλήκο. Οι Τούρκοι καταστρέφουν τη μονή, αρπάζουν τις εικόνες και οι μοναχές αρχίζουν τις επισκευές.
Ο ναός που υπάρχει σήμερα εκεί, χτίστηκε το 1826 στη θέση του παλιού και είναι τρίκλιτη βασιλική με τα τρία κλίτη αφιερωμένα στην Κοίμηση της Θεοτόκου, στους Τρεις Ιεράρχες και στον Άγιο Παντελεήμονα. Υπάρχει κι ένα μικρό παρεκκλήσι των Αγίων Αποστόλων. Ο ναός υποστηριζόταν από κίονες Βυζαντινού Ρυθμού με φύλλα άκανθας, μέρη από τους οποίους υπάρχουν διάσπαρτα στο μοναστήρι. Γενικά, παντού υπάρχουν μαρμάρινα τμήματα της Βυζαντινής εποχής ενώ η μορφή του μοναστηριού έχει αλλοιωθεί αρκετά.
Γύρω από το ναό υπάρχουν τα κελιά και οι βοηθητικοί χώροι, ενώ ο επισκέπτης μπορεί ακόμη να διακρίνει ίχνη του φρουριακού τείχους που προστάτευε παλαιότερα το μοναστήρι. Στη Παλιανή ανήκει και ο βυζαντινός ναός του Αγίου Ιωάννου με τις τοιχογραφίες του 14ου αιώνα. Στο μοναστήρι λειτουργεί και μουσείο με εικόνες, ιερά κειμήλια και διάφορα βιβλία μεγάλης ιστορικής και αρχαιολογικής αξίας. Πρόκειται για ένα από τις πιο πολυσύχναστα μοναστήρια της Κρήτης. Το μοναστήρι είναι ανοικτό από την ανατολή έως τη δύση του ήλιου και όποιος θέλει μπορεί να το επισκεφτεί. Ο επισκέπτης μπορεί να επισκεφθεί το μουσείο του μοναστηριού και να θαυμάσει το πολύ παλιό και σημαντικό αρχειακό υλικό που εκτίθεται εκεί.
ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ (ΓΩΝΙΑΣ)
Η Μονή της Παναγίας Οδηγήτριας βρίσκεται στη χερσόνησο της Σπάθας, περίπου 26 χλμ. δυτικά από τα Χανιά και 2,5 χλμ. βόρεια από το Κολυμπάρι, δίπλα στη θάλασσα. Το μοναστήρι ιδρύθηκε στη θέση αυτή τον 17ο αιώνα κι αμέσως άκμασε, καθώς στη Σπάθα είχε αναπτυχθεί πλούσια ασκητική παράδοση και οι μοναχοί γρήγορα συνοικίστηκαν στη Μονή Γωνιάς. Η Μονή Γωνιάς διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην τοπική ιστορία. Ήταν πάντα εστία αντίστασης σε όλους τους κατακτητές της Κρήτης και γι’ αυτό καταστράφηκε πολλές φορές. Το 1822, στη διάρκεια της Μεγάλης Επανάστασης, ο ηγούμενος Παρθένιος Ρασπάνης μυείται στη Φιλική Εταιρεία, συλλαμβάνεται από τους Τούρκους και φυλακίζεται. Τα κειμήλια της μονής φυγαδεύονται στην ελεύθερη Ελλάδα και η μονή ερημώνει. Το 1850, ο Παρθένιος Πιερίδης, γνωστός ως Καπετάν Παπάς, εγκαθίσταται στη μονή. Είναι ο πρωτουργός της Επανάστασης του 1866 στη δυτική Κρήτη και γίνεται πρόεδρος της Γενικής Συνέλευσης των Κρητικών. Πρωταγωνιστεί σε όλα τα κινήματα μέχρι το 1905, οπότε πεθαίνει στη Σύρο, αφορισμένος από την Ιερά Σύνοδο, επειδή ήταν με το μέρος του Βενιζέλου. Το 1867 οι Τούρκοι καταστρέφουν το μοναστήρι ξανά. Το καρφωμένο βόλι που βλέπουμε στο ανατολικό τείχος της μονής σήμερα, προέρχεται από τότε. Η τελευταία επανάσταση πριν την αυτονόμηση της Κρήτης, το 1898, ξεκινάει από την παραλία της μονής Γωνιάς. Εδώ αποβιβάζονται 1.500 άντρες του Τιμολέοντα Βάσσου και κηρύττουν την κατάληψη της Κρήτης «εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων». Πριν την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς, διαμένουν στη μονή Άγγλοι τεχνικοί του αεροδρομίου του Μάλεμε. Οι μοναχοί συμμετέχουν στη Μάχη της Κρήτης. Το 1941-44, οι Γερμανοί επιτάσσουν το μοναστήρι. Οι μοναχοί φυλακίζονται στα Χανιά, καθώς βρέθηκε όπλο σε παρεκκλήσι της μονής, και το μοναστήρι λεηλατείται.
Ο αρχικός ναός του 14ου αιώνα βρίσκεται σε κοιμητήριο, κοντά στο σημερινό μοναστηριακό συγκρότημα. Το συγκρότημα είναι περιτριγυρισμένο από ψηλό τείχος, θυμίζοντας Ενετικό κάστρο. Ο ναός είναι αφιερωμένος στη Θεοτόκο την Οδηγήτρια, έχει παρεκκλήσια και τριγύρω υπάρχουν τα υπόλοιπα κτίρια του μοναστηριού (κελιά, ηγουμενείο, τράπεζα, αποθήκες, κελάρια, κλπ). Στις εκτάσεις τους μοναστηριού στεγάζεται η Ορθόδοξος Ακαδημία της Κρήτης, γυμναστήριο, κολυμβητήριο, οικοτροφείο, σχολεία, ειρηνοδικείο, κλπ. Στο μουσείο της μονής φυλάσσονται παλιές εικόνες (όπως του Κωνσταντίνου Παλαιοκάπα). Στη μονή υπήρξαν ηγούμενοι σπουδαίες προσωπικότητες. Ανάμεσα τους ο Μισαήλ Αποστολίδης, δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας του βασιλιά Όθωνα και πρώτος πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Άλλοι είναι ο Ιωακείμ Τζαγκαρόλος, ο Παρθένιος Κελαϊδής κι ο Παρθένιος Πιερίδης.
ΜΟΝΗ ΠΡΕΒΕΛΗΣ
Η Σταυροπηγιακή και Πατριαρχική Μονή Πρέβελης (Αγίου Ιωάννη Θεολόγου) βρίσκεται σε απόσταση 37 χλμ. νότια του Ρεθύμνου, σε μια πανέμορφη φυσική τοποθεσία δυτικά από τις εκβολές του ποταμού Κουρταλιώτη και υπάγεται στην Επισκοπή Λάμπης και Σφακίων. Περιλαμβάνει δύο ξεχωριστά μοναστήρια που βρίσκονται σε απόσταση 1,7 χλμ. μεταξύ τους, την Κάτω Μονή του Προδρόμου και την Πίσω Μονή του Θεολόγου. Το μοναστήρι έχει πλούσια ιστορία κι ένδοξο παρελθόν, λόγω του σημαντικού ρόλου που έπαιξε στους απελευθερωτικούς αγώνες της Κρήτης. Γι’ αυτό είναι από τα πιο γνωστά και αξιοσέβαστα μοναστήρια της Κρήτης. Ο δρόμος, 2 χλμ. από το μοναστήρι, οδηγεί στο ποτάμι με τα Φοινικόδεντρα, που κυλάει μέσα από το Κουρταλιώτικο φαράγγι, ένα μέρος με πυκνή βλάστηση και απότομα ψηλά τείχη, ένα από τα ομορφότερα αξιοθέατα της Κρήτης. Το όνομά του το πήρε από τους κρότους που δημιουργούνται όταν πέφτουν πέτρες από τον αέρα και κάνουν σαν κούρταλα (κρόταλα). Μην αμελήσετε να επισκεφθείτε την ξακουστή και πανέμορφη παραλία της Πρέβελης, όπου φθάνετε με τα πόδια μετά την έξοδο από το φαράγγι. Το τοπίο μοιάζει τροπικό και σίγουρα είναι μια εξόρμηση που θα σας γεμίσει έκπληξη.
Δεν είναι γνωστό το πότε ακριβώς χτίστηκε το μοναστήρι, αλλά υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι ο πρώτος πυρήνας της Μονής οργανώθηκε στο κτιριακό συγκρότημα του Κάτω Μοναστηριού του Προδρόμου, κατά τη Β' βυζαντινή περίοδο της Κρήτης, περί το τέλος του 10ου ή τις αρχές του 11ου αιώνα, τότε που τα νότια παράλια της Κρήτης γέμισαν με μικρά και μεγάλα μοναστήρια. Είναι το πρώτο συγκρότημα, που συναντάει ο επισκέπτης όταν έρχεται από το Ρέθυμνο, το οποίο είναι ερειπωμένο. Βρίσκεται κοντά στο Μεγάλο Ποταμό και την καμαρωτή γέφυρα της περιοχής. Είναι ένα ακανόνιστο σύνολο κτιρίων με μια κεντρική αυλή, που στο κέντρο της βρίσκεται ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, ενώ τριγύρω υπάρχουν η τράπεζα, το μαγειρείο, το ηγουμενείο, τα κελιά, διάφορα εργαστήρια, ελαιοτριβείο, αποθήκες, κ.α. Το μοναστήρι χρησιμοποιείτο παλαιότερα σχεδόν όλο το χρόνο, καθώς οι τριγύρω εκτάσεις ήταν ιδανικές για καλλιέργεια και κτηνοτροφία. Ωστόσο εγκαταλείφθηκε, καθώς καταστράφηκε και λεηλατήθηκε επανειλημμένα από τους διάφορους κατακτητές.
Αντίθετα με την Κάτω Μονή, η Πίσω Μονή του Θεολόγου λειτουργεί κανονικά ως ανδρικό μοναστήρι και είναι επισκέψιμη. Είναι κτισμένη στο πετρώδες φρύδι του υψώματος Μεσοκορφή σε υψόμετρο 170 μ. και έχει υπέροχη θέα στη θάλασσα. Το συγκρότημα είναι κτισμένο σε σχήμα Π και στο κέντρο υπάρχει ο δίκλιτος ναός της μοναστηριού με το υπέροχο τέμπλο, αφιερωμένος στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο και στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Γύρω από τον ναό υπάρχουν τα κτίσματα του μοναστηριού με το ηγουμενείο, την τράπεζα, το φουρνόσπιτο, το σκευοφυλάκιο, την πλούσια βιβλιοθήκη, το τυροκέλι, το κηροκέλι, τα κελιά των μοναχών, το κοιμητήριο και άλλοι χώροι. Πολλά από τα κειμήλια και εικόνες εκτίθενται σε ένα καλαίσθητο μουσείο. Σώζεται μεγάλος αριθμός εικόνων (16ος–20ος αιώνας) από την Πίσω Μονή, την Κάτω Μονή και τα διάφορα εξωκκλήσια του μοναστηριού.
Η παλαιότερη χρονολογία που σχετίζεται με το μοναστήρι είναι του έτους 1594, και είναι χαραγμένη σε μια καμπάνα του μοναστηριού. Η πρώτη ονομασία του μοναστηριού (πριν το 1700), σύμφωνα με την παλαιά ορειχάλκινη σφραγίδα της είναι: «του Μεγάλου Ποταμού κατά την νήσον Κρήτην». Για τη σημερινή ονομασία υπάρχουν πολλές ντόπιες παραδόσεις. Το πιο πιθανό είναι ότι ένας ιερομόναχος με το επώνυμο Πρέβελης, από τη μεγάλη οικογένεια των Πρεβέληδων, υπήρξε ο ανακαινιστής της μονής, στον οποίο οφείλεται και η ονομασία της. Η παράδοση διέσωσε τα ονόματα των πρώτων ηγουμένων, του Μεθοδίου, του Ακακίου Πρέβελη, του Ιακώβου Πρέβελη, του Ακακίου Μοάτζου και του Εφραίμ, του οποίου η μακρά ηγουμενία (1769-1803) υπήρξε πολύ σημαντική για την ιστορία της μονής. Ο Εφραίμ ήταν γιος του ιερέα Αλεβίζου Πρέβελη, από τον Άρδακτο Αγίου Βασιλείου. Το Μάρτιο του 1789 και μετά από αίτημά του, εκδόθηκε Πατριαρχικό σιγίλιο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε', με το οποίο αναγνωρίζεται η σταυροπηγιακή αξία της μονής.
Η Πρέβελη έχει συνδέσει το όνομα της με την συμμετοχή των μοναχών της στους εκάστοτε απελευθερωτικούς αγώνες της Κρήτης, γεγονός που το πλήρωσε πολύ ακριβά πολλές φορές. Μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Κρήτης ήταν κι ο Μελχισεδέκ Τσουδερός (1803-1823), ηγούμενος της Μονής, που η μορφή του δεσπόζει κατά τα δύο πρώτα χρόνια της Επαναστάσεως του 1821. Ο ηρωικός Μελχισεδέκ μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και οργάνωσε πρώτος την επανάσταση του 1821 στην Κρήτη. Αφού πήρε μέρος σε πολλές μάχες, πληγώθηκε θανάσιμα στο Πολεμάρχι Κισσάμου (5-2-1823), κατά την τουρκική επιδρομή του Ψαροσμαήλη, ο οποίος κατέστρεψε το Πρέβελη. Ακολούθησε ο Νείλος Μοσχοβίτης, στην ηγουμενία του οποίου (1823-1862) κτίσθηκε το νέο Καθολικό της Μονής, καθώς και οι δύο περίτεχνες γέφυρες, του Μ. Ποταμού και του Μπουρτζούκου. Αναδιοργανώθηκε επίσης το παλαιό σχολείο της Μονής και η ονομαστή σχολή του Αγίου Πνεύματος στο ομώνυμο μικρό μοναστήρι.
Μετά τη κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς, με τεράστιο κίνδυνο των μοναχών, στο μοναστήρι βρήκαν φιλοξενία πολεμιστές της Μάχης της Κρήτης που είχαν αποκλειστεί (Έλληνες, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί και Άγγλοι), για να διασωθούν τελικά με υποβρύχια στη Μέση Ανατολή από τη περιοχή της Λίμνης και με ενέργειες του ηγούμενου Αγαθαγγέλου. Μάλιστα, κοντά στο Perth της Αυστραλίας υπάρχει τουριστικό χωριό και μοναστήρι με το όνομα Πρέβελη (Prevelly), αφιερωμένο από τον επιζήσαντα και ευγνώμονα βετεράνο Αυστραλό στρατιώτη Geoffrey Edwards. Στις 25-8-1941 οι Γερμανοί κατέστρεψαν το μοναστήρι και πολλοί μοναχοί οδηγήθηκαν στις φυλακές των Χανίων.
Στα τέλη του 1943, η Μονή είχε αναλάβει τις δυνάμεις της και μπορούσε να ανταποκριθεί και πάλι στο έργο της. Σήμερα στο μοναστήρι υπάρχει μια νέα μοναστική Αδελφότητα που λειτουργεί με τον Κοινοβιακό θεσμό του μοναχισμού. Στο μοναστήρι λειτουργεί επίσης Μουσείο με αρκετό αρχειακό υλικό, εκκλησιαστικά έγγραφα, άμφια κ.ά.
ΜΟΝΗ ΤΟΠΛΟΥ
Στη πιο ΒΑ γωνιά της Κρήτης, στη βάση του Ακρωτηρίου Σίδερο, περίπου 10 χλμ. ανατολικά από τη Σητεία και 6 χλμ. βόρεια από το Παλαίκαστρο, στο δρόμο προς το φοινικόδασος Βάι, είναι χτισμένη η Μονή της Παναγίας Ακρωτηριανής ή Μονή Τοπλού, όπως λέγεται σήμερα. Είναι ένα από τα πιο σημαντικά και ιστορικά και σίγουρα από τα πιο πλούσια μοναστήρια στην Κρήτη και χρονολογείται από τον 15ο αιώνα. Μια επίσκεψη σε αυτό αξίζει, αν και απέχει 2,5 ώρες από το Ηράκλειο, καθώς μπορείτε να τη συνδυάσετε με μια βόλτα στις γύρω πανέμορφες παραλίες, στην Αρχαία Ίτανο και το κοντινό φοινικόδασος Βάι. Το μοναστήρι εντυπωσιάζει από μακριά, καθώς μοιάζει μ’ ένα μικρό φρούριο, είναι τριώροφο και περιβάλλεται από έναν ψηλό τοίχο ύψους 10 μ. περίπου.
Στέκει επιβλητικό με το καμπαναριό του (ύψους 33 μ.) μέσα σε μια περιοχή είναι από τις πιο άνυδρες και αφιλόξενες της Κρήτης, ενώ ο έντονος αέρας τροφοδοτεί τις ανεμογεννήτριες που λειτουργούν σ’ ένα από τα μεγαλύτερα αιολικά πάρκα στην Κρήτη. Στα πρώτα χρόνια λειτουργίας είχε την ονομασία Παναγία η Ακρωτηριανή, επειδή βρίσκεται στο ακρωτήριο Σίδερο. Ονομάστηκε Τοπλού στη περίοδο της Τουρκοκρατίας επειδή είχε κανόνι, που στα τουρκικά λέγεται «τοπ». Το 1612, ένας σεισμός προκαλεί μεγάλες ζημιές και η παλιά μονή κατεδαφίζεται και χτίζεται νέα με τείχος, με έξοδα των Ενετών στα πλαίσια της προώθησης του Χριστιανισμού, για να ισχυροποιήσουν οι Χριστιανοί Ενετοί τη θέση τους απέναντι στην αναδυόμενη απειλή των Μουσουλμάνων Τούρκων. Τότε η μονή παίρνει τη σημερινή της μορφή, ενώ οι αγιογραφίες στους τοίχους μαρτυρούν ότι υπήρχε από τον 14ο αιώνα. Στη Γερμανική Κατοχή (1941), στη μονή λειτουργεί ασύρματος για την επικοινωνία με τους Συμμάχους στο Κάιρο. Ο ηγούμενος και οι μοναχοί συλλαμβάνονται και εκτελούνται στις φυλακές της Αγιάς, ενώ η περιουσία του μοναστηριού δεσμεύεται.
Το μοναστήρι έχει έκταση 800 τ.μ. και είναι τριώροφο, έχοντας τετράγωνο σχήμα, 40 αίθουσες και ένα επιβλητικό καμπαναριό 33 μ., ενώ σύμφωνα με την παράδοση έχει 100 πόρτες, αλλά βρέθηκαν οι 99. Στο κέντρο υπάρχει πηγάδι που εξασφάλιζε νερό στους μοναχούς στη διάρκεια των διάφορων πολιορκιών από Τούρκους και πειρατές. Απέναντι από το πηγάδι είναι η δίκλιτη, βασιλική εκκλησία, αφιερωμένη στη Γέννηση της Θεοτόκου και στον Ιωάννη το Θεολόγο. Η είσοδος βρίσκεται στη δυτική πλευρά του και η πανίσχυρη πόρτα της κυλιόταν πάνω σε τροχούς. Πάνω από την κεντρική είσοδο υπάρχει ακόμη μια τρύπα, ο «φονιάς», από την οποία έριχναν πέτρες ή καυτό υγρό σε όποιον επιχειρούσε να παραβιάσει την πόρτα. Μέσα στο μοναστήρι υπάρχει μια μικρή εκκλησία. Πριν μπούμε στην εκκλησία μας εντυπωσιάζει η μεγάλη επιγραφή του 132 π.Χ., η «Διαιτησία των Μαγνητών», που αναφέρεται στη διαμάχη ανάμεσα στις πόλεις Ίτανο και Ιεράπυτνα (αρχαία Ιεράπετρα), και βρέθηκε στα ερείπια της (κοντινής) αρχαίας Ιτάνου. Η διαμάχη είχε ως αντικείμενο τη διεκδίκηση της νήσου Λεύκης (σημερινό Κουφονήσι), που ήταν σπουδαίο κέντρο παραγωγής της κόκκινης βαφής, της πορφύρας και τελικά αποδόθηκε στην Ίτανο.
Εδώ φυλάσσονται πολύ σπουδαίες και παμπάλαιες εικόνες, όπως η «Μέγας ει Κύριε» του Ιωάννη Κορνάρου (1770), το «Ρόδον το Αμάραντο» (1771), της Αγίας Αναστασίας και της Παναγίας (που βρέθηκε σε κοντινή σπηλιά όπου τρέχει νερό), ενώ υπάρχουν και αρκετές καλοδιατηρημένες τοιχογραφίες του 14ου αιώνα. Εκτός από τις εικόνες, στο μοναστήρι λειτουργεί μουσείο Χαλκογραφιών και Ελληνικών Λαϊκών Χαρακτικών από τους Μοναχούς του Αγίου Όρους του 18ου-19ου αιώνα. Επίσης εκτίθενται αντικείμενα Εκκλησιαστικής Τέχνης όπως Ευαγγέλια, σταυροί, Πατριαρχικά σιγίλια, σουλτανικά φιρμάνια, σφραγίδες, επαναστατικά λάβαρα, αρχιερατικά άμφια και άλλα. Σίγουρα είναι ένα από τα πιο επιβλητικά μοναστήρια και ακόμη και σήμερα του ανήκουν αρκετές και μεγάλες εκτάσεις της περιοχής. Το μοναστήρι γιορτάζει στις 26 Σεπτεμβρίου όπου γίνεται μεγάλο πανηγύρι με πλήθος προσκυνητών. Τέλος, οι μοναχοί παράγουν και πωλούν εξαιρετικά προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας όπως κρασί, λάδι και ρακί.

ΜΟΝΗ ΧΑΛΕΠΑΣ (ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΣ)
Η Μονή Σωτήρος Χριστού Χαλέπας ή Χαλεπά είναι κτισμένη σε ψηλό λόφο κοντά στα χωριά Τσαχιανά και Βενί, 46 χλμ. ανατολικά του Ρεθύμνου. Η θέα προς την κοιλάδα του Μυλοπόταμου από το σημείο αυτό είναι πανοραμική. Παρότι πριν από το 2000 το μοναστήρι ήταν ένα σύνολο από ερείπια, η αναστηλωμένη πλέον μονή λειτουργεί κανονικά και αποτελεί ένα από τα ωραιότερα μοναστήρια στην Κρήτη. Η περιοχή γύρω από το μοναστήρι είναι κατάφυτη από αμπέλια και ελιές, ενώ σε ορισμένα σημεία υπάρχουν δάση από πουρνάρια και δρυάδες. Δεν είναι γνωστό το πότε ακριβώς χτίστηκε το μοναστήρι, αλλά σίγουρα είναι από τα παλαιότερα στην Κρήτη και η ίδρυση του ανάγεται στην Ενετική Περίοδο. Το 1555, η μονή Χαλέπας αναφέρεται σε νοταριακό πληρεξούσιο, άρα σίγουρα υπήρχε ήδη (στη θέση της Αγίας Μαρίνας) και λειτουργούσε ως γυναικεία μονή. Το 1646, οι Τούρκοι, μετά την άλωση της Δυτικής Κρήτης, καταστρέφουν τις μονές του Μυλοπόταμου, ισοπεδώνουν τη γυναικεία μονή της Χαλέπας και βιάζουν τις μοναχές. Το 1673, ο Ιερεμίας Σγουρός ιδρύει το ανδρικό πλέον μοναστήρι του Χαλεπά στη σημερινή του θέση και γίνεται μετόχι της μονής Βωσάκου.
Η Μονή Χαλέπας, λόγω της θέσης και τις ισχυρής οικονομικής της αυτοτέλειας, αποτέλεσε αρκετές φορές σημείο μαχών κατά την Τουρκοκρατία. Το 1821, ο ηγούμενος Νέστορας Κοκκινίδης συμμετέχει στην Επανάσταση και ο Αιγύπτιος Ασήμ Αγάς λεηλατεί τη μονή και καταστρέφει τα κελιά. Την επόμενη χρονιά, ο Τούρκος Χασάν Πασάς με 1.500 πολεμιστές στρατοπεδεύει στη μονή και την ώρα της ξεκούρασης, οι άνδρες του Χούδρου και του Ανδράκου χτυπούν τους Τούρκους και προξενούν μεγάλη ζημιά. Οι Τούρκοι αντεπιτίθενται και σκοτώνουν 25 Κρητικούς. Το 1823 ο Χασάν Πασάς σφάζει τους μοναχούς (σώζονται μόνον ο ηγούμενος και άλλοι δύο μοναχοί). Το 1824 επικηρύσσεται ο Νέστωρ Κοκκινίδης, αλλά ο Χασάν του χαρίζει τη ζωή γιατί κατόρθωσε να εισχωρήσει νύχτα στη σκηνή του, χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Στην Αιγυπτιοκρατία (1831-41), ο ηγούμενος Νέστωρ Κοκκινίδης ανοικοδομεί τη μονή Χαλέπας. Το 1866, φιλοξενείται στη μονή ο πρωτοκαπετάνιος της δυτικής Κρήτης Χατζή Μιχάλης Γιάνναρης. Γίνεται η μάχη στην Τύλισσο, που είναι μετόχι της μονής Χαλέπας. Συλλαμβάνεται στο Αρκάδι ο ηγούμενος Γεράσιμος Στρατήγης, αλλά απελευθερώνεται. Το 1867, λίγο μετά το δράμα του Αρκαδίου, πραγματοποιείται συνάντηση των οπλαρχηγών της Κρήτης στη Χαλέπα και αποφασίζουν να χτυπήσουν τον Ρεσίτ Πασά, όταν περάσει από το Μυλοπόταμο. Στην Επανάσταση του 1866-69, οι Ομέρ και Ρεσίτ Πασάς ενώνουν τις δυνάμεις τους για να κυριαρχήσουν τον Μυλοπόταμο. Όμως στη θέση «Αράπη Σπήλιος», κοντά στη μονή, οι οπλαρχηγοί Πετρουλάκης, Νιώτης, Σκουλάς και Ξετρύπης χτυπούν την οπισθοφυλακή του Ρεσίτ και προξενούν πανωλεθρία. Ο Ρεσίτ καταστρέφει τη μονή κι αποσύρεται στο Πέραμα, απ’ όπου μαζί με τον Ομέρ πασά προσπαθεί να καταλάβει το Μυλοπόταμο, αλλά μάταια. Με τη μάχη αυτή ο Μυλοπόταμος περνάει στα χέρια των Ελλήνων.
Η εκκλησία του μοναστηριού είναι δίκλιτη βασιλική χωρίς θόλο, αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα και στη Γέννηση του Χριστού. Στο μοναστήρι βρίσκεται μια παλιά κρήνη με τις ανάγλυφες παραστάσεις. Έξω από το μοναστήρι βρίσκεται σε απόσταση 300 μ. η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας με τις παλιές τοιχογραφίες. Η εκκλησία φέρει το οικόσημο της οικογένειας Καλλέργη, μιας από τις σπουδαιότερες οικογένειες της Ενετικής Περιόδου, γεγονός που υποδηλώνει ότι η περιοχή ήταν δικό της φέουδο. Η οικογένεια αυτή ήταν τόσο ισχυρή που είχε αποσπάσει προνόμια που δεν είχαν άλλες οικογένειες της Κρήτης.
ΜΟΝΗ ΧΡΥΣΟΣΚΑΛΙΤΙΣΣΑΣ
Η Μονή της Παναγίας της Χρυσοσκαλίτισσας βρίσκεται 76 χλμ. ΝΔ από τα Χανιά, πολύ κοντά στο περίφημο Ελαφονήσι με τις άσπρες αμμουδιές του. Είναι γυναικείο μοναστήρι με μορφή φρουρίου, χτισμένο σε βράχο ύψους 35 μ. με απεριόριστη θέα στο Λιβυκό πέλαγος. Η παράδοση λέει ότι το τελευταίο σκαλί, από τα 90 που έχει το μοναστήρι, ήταν χρυσό, γι’ αυτό και ονομάστηκε Μονή Χρυσοσκαλίτισσας. Ωστόσο, μια άλλη εκδοχή θέλει το σκαλοπάτι να έχει πωληθεί από το Πατριαρχείο για να αντιμετωπιστούν τα οικονομικά προβλήματα της μονής. Δυστυχώς δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία ίδρυσής του. Το 1637, αναφέρεται σε ενετική απογραφή των μοναστηριών ως Παναγία Γουνοσκαλίτισσα και ο ναός της ήταν χτισμένος στο βράχο. Ο ναός είναι δίκλιτος με τα κλίτη του αφιερωμένα στην Κοίμηση της Θεοτόκου και στην Αγία Τριάδα. Κοντά σε αυτήν υπήρχε η μονή του Αγίου Νικολάου, που λειτουργούσε κατά την Τουρκοκρατία. Στην παραλία, κοντά στο μοναστήρι, ανακαλύφθηκε μικρός οικισμός ψαράδων της Μεσομινωϊκής Περιόδου. Στο χώρο του μοναστηριού θάφτηκε το 1527, κατά την παράδοση, ο επαναστάτης Γεώργιος Καντανολέων και ο γιος του Πέτρος, για τους οποίους γράφτηκαν οι Κρητικοί Γάμοι από τον Ζαμπέλιο. Επίσης σε κοντινή απόσταση από τη μονή, στο Ελαφονήσι, ο Αιγύπτιος Ιμπραήμ Πασάς σφαγιάζει 600 γυναικόπαιδα και 40 επαναστάτες την Κυριακή του Πάσχα, το 1824. Την περίοδο της Κατοχής, οι μοναχές εκδιώκονται κι εγκαθίσταται γερμανικό φυλάκιο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μ.Γ. Ανδριανάκης, Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά Μνημεία της Κρήτης, Κρητολογικά Γράμματα 17 (2001)
Μ.Γ. Ανδριανάκης, Το Φραγκοκάστελο των Σφακίων, ΤΑΠ, Αθήνα, 1998
Σ.Γ. Σπανάκης, Κρήτη, Ι-ΙΙ, Ηράκλειο, 1968
Ι. Στεργιώτου, Η Φορτέτσα του Ρεθύμνου, ΤΑΠ, Αθήνα, 1989
Ν. Ψιλάκης, Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης, Ηράκλειο 1994.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Μια μονή λέγεται Σταυροπηγιακή όταν η διαχείρισή της γίνεται άμεσα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: