31 Μαρ 2012

Το Μουσείο Ασιατικής τέχνης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Συνήθως οι Γιαπωνέζοι έρχονται στην Ελλάδα για να επισκεφθούν τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς μας χώρους. Στην Κέρκυρα, όμως, έχουν και έναν επιπλέον λόγο: να ανακαλύψουν και δικά τους, σπάνια αριστουργήματα που φυλάσσονται στο Μουσείο Ασιατικής Τέχνης.
Λίγα μέτρα από το Λιστόν, στη βόρεια πλευρά της Σπιανάδας, στα Ανάκτορα των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου, όπου στεγάζεται το πρωτότυπο αυτό μουσείο (ένα από τα λιγοστά στο είδος του στην Ευρώπη), δε θα βρείτε μόνο πανοπλίες Σαμουράι, ιαπωνικές μάσκες και περίτεχνα πολεμικά σπαθιά, αλλά και έργα του Sharaku, φημισμένου καλλιτέχνη της Ιαπωνίας. Και μάλιστα ανεκτίμητης αξίας, επειδή τα περισσότερα ζωγραφικά του έργα έχουν χαθεί. Το παράδοξο είναι ότι ένα, από τα μόλις δύο που έχουν διασωθεί διεθνώς, εκτίθεται στην Κέρκυρα. Και, ακόμα πιο παράδοξο είναι ότι η ζωγραφισμένη στο χέρι βεντάλια του Sharaku ταξίδεψε τώρα, μαζί με άλλα σπάνια έργα, ως την Ιαπωνία. Το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης δάνεισε 150 έργα από τις συλλογές και τις αποθήκες του στο Μουσείο Edo του Τόκιο.
Υπάρχει λόγος που οι Γιαπωνέζοι θεωρούν σημαντικό γεγονός το ταξίδι των έργων του Sharaku πίσω στη χώρα τους. Ο καλλιτέχνης διέπρεψε στον τομέα των θεατρικών χαρακτικών κι εμπνεύστηκε τις συνθέσεις του από διάσημους ηθοποιούς του θεάτρου Kabuki. Σήμερα σώζονται κυρίως ξυλογραφίες του, που βέβαια πωλούνται πανάκριβα. Εκτός από την Κέρκυρα, το δεύτερο ζωγραφικό έργο του, που έχει διασωθεί, είναι στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Τα έργα του, που βρίσκονται στο Μουσείο Ασιατικής Τέχνης, έχουν φιλοτεχνηθεί τα έτη 1794-95, όμως οι δυτικοί συλλέκτες τον ανακάλυψαν 100 χρόνια αργότερα. Για πολλούς, είναι ο πρώτος καλλιτέχνης μοντέρνας τέχνης στην Ιαπωνία. Όλα αυτά δε σημαίνουν ότι το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης της Κέρκυρας απογυμνώθηκε από τους θησαυρούς του. Εκατοντάδες άλλα κομμάτια περιμένουν τον επισκέπτη. Όσοι βρεθούν στο νησί, θα πάρουν μια καλή γεύση Άπω Ανατολής. Μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα έργα που διαθέτει το Μουσείο είναι: οι Μάσκες του περίφημου Ιαπωνικού Θεάτρου ΝΟ, από την περίοδο Έντο (1615-1868), οι ξυλογραφίες του Ιάπωνα Kitagawa Utamaro (1753-1806), που απεικονίζουν αισθησιακές γυναικείες μορφές, κινέζικης προέλευσης πορσελάνες της «πράσινης ομάδας» της περιόδου Kang-hsi (1662-1722), τα μπρούτζινα λατρευτικά αγγεία της Δυναστείας Shang (130-1028 μ.Χ.), τα ελληνοβουδιστικά γλυπτά από σχιστόλιθο της Gadara (2ος αιώνας μ.Χ.), τα κινέζικα ειδώλια Tang (7ος-8ος αιώνας μ.Χ.), ένα τμήμα από πανοπλία Σαμουράι (Δυναστεία Chan, 206 π.Χ.-202 μ.Χ.), τα ινδικά ξυλόγλυπτα του 17ου και 19ου αιώνα, καθώς και τα κινέζικα αντικείμενα από νεφρίτη (Δυναστεία Ching, 1644-1912). Υπάρχουν επίσης ζωγραφισμένα παραβάν, κοσμήματα, περίτεχνες θήκες σπαθιών και λεπτοδουλεμένοι κύαθοι (μικρά αγγεία) του σακέ. Όσο για το Μουσείο του Τόκιο, που δέχεται περίπου 2.000.000 επισκέπτες το χρόνο, με την αφορμή της έκθεσης θα προβάλει με διάφορους τρόπους και το νησί της Κέρκυρας στην Ιαπωνία.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης της Κέρκυρας, το μοναδικό μουσείο στην Ελλάδα που είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στην τέχνη και τις αρχαιότητες της Άπω Ανατολής και της Ινδίας, στεγάζεται στο Ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου.
Το νεοκλασικό αυτό κτίριο είναι κατασκευασμένο από πωρόλιθο Μάλτας και κτίστηκε ανάμεσα στα 1818 και 1823 επί Sir Thomas Maitland (1759-1824), πρώτου Αρμοστή των Ιονίων Νήσων, περίοδο κατά την οποία η Κέρκυρα τελούσε υπό βρετανική κατοχή (1814-1864). Ο Maitland ήταν παράλληλα Μέγας Μάγιστρος του Τάγματος των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου. Στο Τάγμα αυτό οφείλει το όνομά του το Ανάκτορο. Το κτίριο, εκτός από μία ευρύχωρη κατοικία για τον Αρμοστή, χρησιμοποιήθηκε βασικά ως το βρετανικό διοικητικό κέντρο (Αρμοστεία). Παράλληλα, υπήρξε έδρα της Ιονίου Γερουσίας και, για κάποιο χρονικό διάστημα, της Ιονίου Βουλής, κυρίως, όμως, του Τάγματος των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου. Το Ανάκτορο σχεδιάστηκε από τον στρατηγό Sir George Whitmore (1775-1862), μηχανικό του αγγλικού στρατού και αρχιτέκτονα. Το 1864, μετά την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, πέρασε στην ιδιοκτησία του ελληνικού κράτους, και από το 1928 στεγάζει το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης. Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου υπέστη πολλές φθορές. Το 1953 αποκαταστάθηκαν οι τρεις Μνημειακές Αίθουσες του πρώτου ορόφου. Το κτίριο συντηρήθηκε ξανά στα τέλη του 1992, για να χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες της Συνόδου Κορυφής των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα το 1994.
Το Ανάκτορο αποτελείται από ένα τριώροφο οικοδόμημα σε σχήμα «Π», που ενώνεται, μέσω του εξωτερικού δωρικού περιστυλίου και δύο αψίδων, με δύο πλαϊνές πτέρυγες.
Η κύρια είσοδος του Ανακτόρου οδηγεί στο ισόγειο,
όπου επισκέψιμες είναι οι τρεις αίθουσες των περιοδικών εκθέσεων του Μουσείου, η αίθουσα προβολών, και μία πέμπτη, η Αίθουσα των Συνεδριάσεων της Ιονίου Γερουσίας, με την αυθεντική της επίπλωση.
Στον πρώτο όροφο κυριαρχούν
η Αίθουσα του Θρόνου,
η Αίθουσα των Συμποσίων
και η Κυκλική Αίθουσα υποδοχής, που τις ενώνει (Ροτόντα).
Παράλληλα στις δύο πτέρυγες του πρώτου ορόφου αναπτύσσονται οι μόνιμοι εκθεσιακοί χώροι του Μουσείου. Στην ανατολική ή ονομαζόμενη Κινέζικη Πτέρυγα Γρηγορίου Μάνου εκτίθεται τμήμα της κινέζικης συλλογής, και στη δυτική, γνωστή ως πτέρυγα Νικολάου Χατζηβασιλείου, παρουσιάζονται εκθέματα από την Ινδία, τη Gadara (αρχαίο Πακιστάν), την Καμπότζη, το Σιάμ (Ταϊλάνδη), το Νεπάλ, το Θιβέτ και την Ιαπωνία. Οι εκθεσιακοί χώροι του Μουσείου καταλαμβάνουν και το δεύτερο όροφο. Ήδη η Ιαπωνική συλλογή αναπτύσσεται στη Δυτική Πτέρυγα. Επίσης δημιουργήθηκε προθήκη με οπλισμό Σαμουράι, που έχει τοποθετηθεί στο περιστύλιο του Α' ορόφου.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης, αριθμεί περίπου 10.500 αντικείμενα που προέρχονται από δωρεές ιδιωτικών συλλογών. Τον πυρήνα του Μουσείου, αποτέλεσε η συλλογή του Γρηγορίου Μάνου (1850-1928), ο οποίος διετέλεσε πρέσβης της Ελλάδας στην Αυστρία. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα αγόρασε σε δημοπρασίες έργων τέχνης στη Βιέννη και κυρίως στο Παρίσι, έργα κινέζικης, κορεάτικης και ιαπωνικής τέχνης ξοδεύοντας όλη του τη περιουσία. Έτσι, κατάφερε και δημιούργησε μια σπάνια συλλογή από 9.500 περίπου έργα. Το 1919 δώρισε τη συλλογή του στο ελληνικό κράτος με σκοπό τη στέγασή της στο Ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου και την ίδρυση μουσείου. Το 1924 η συλλογή μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα και την ταξινόμηση και καταγραφή της έκανε ο ίδιος ο συλλέκτης. Το 1927 αποφασίστηκε επίσημα η ίδρυση του Μουσείου με την επωνυμία «Μουσείο Σινοϊαπωνικής Τέχνης». Τα εγκαίνια έγιναν το 1928 και πρώτος ισόβιος διευθυντής ορίστηκε ο Γρ. Μάνος, ο οποίος πέθανε τον ίδιο χρόνο μέσα στο Μουσείο πάμπτωχος, αφού είχε ξοδέψει όλη του την περιουσία για τη συλλογή του.
Η συλλογή του Μάνου λειτούργησε ως μαγνήτης προσελκύοντας και άλλες δωρεές. Έτσι, το 1974 ενισχύθηκε από τη δωρεά ενός άλλου διπλωμάτη, του Ν. Χατζηβασιλείου, υπηρέτησε στην Ινδία, Κορέα και Ιαπωνία από το 1954 μέχρι το 1962. Δώρισε κι εκείνος μέρος της δικής του συλλογής, που περιλάμβανε 450 έργα από την Ιαπωνία, την Κορέα, το Νεπάλ, το Θιβέτ, ορισμένα καλά διατηρημένα αγάλματα της ελληνοβουδιστικής τέχνης της Gadara (αρχαίο Πακιστάν), την Ινδία, το Σιάμ και την Καμπότζη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει ο αυστηρά σινοϊαπωνικός χαρακτήρας του μουσείου και να οδηγήσει στην αλλαγή του ονόματός του σε «Μουσείο Ασιατικής Τέχνης». Από τότε, το Μουσείο έχει διοργανώσει σημαντικές περιοδικές εκθέσεις. Μοναδικά κομμάτια του Μουσείου στάλθηκαν στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας, για να εμπλουτίσουν την έκθεση «Αυτοκρατορικοί Θησαυροί από την Κίνα», που έλαβε μέρος στη διάρκεια της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας Αθήνα 2004.
Το 1983, στις συλλογές του Μουσείου προστέθηκε και η δωρεά του Χαρίλαου Χιωτάκη, που χάρισε τη συλλογή των 341 έργων, που είχε συλλέξει στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και η οποία αποτελείται από αντικείμενα κινέζικης, ιαπωνικής και κορεάτικης τέχνης. Ακόμα, μεμονωμένα αντικείμενα δώρισαν ο διπλωμάτης Ιωάννης Κόλλας και ο επίσης διπλωμάτης Ιορδάνης Σινιόσογλου, που κληροδότησε τη συλλογή του στο Μουσείο, το 1952 μέσω της διαθήκης του. Τέλος, ο Πέτρος Αλμανάχος δώρισε με τον ίδιο τρόπο και τη δική του συλλογή, το 1969.

ΜΟΝΙΜΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ

ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΠΤΕΡΥΓΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΜΑΝΟΥ
Η Κινέζικη Πτέρυγα Γρηγορίου Μάνου καταλαμβάνει τις 7 αίθουσες της Ανατολικής Πτέρυγας του A' ορόφου του Μουσείου, όπου παρουσιάζεται τμήμα της κινέζικης συλλογής. Οι πρώτες 4 αίθουσες ακολουθούν χρονολογική διάταξη, ενώ οι επόμενες 3 έχουν θεματική διάταξη, επιτρέποντας την εμβάθυνση σε ορισμένους, ιδιαίτερους, τομείς της Κινέζικης Τέχνης, όπως η μικροτεχνία, η ζωγραφική και οι πορσελάνες εξαγωγής. Η κινέζικη συλλογή του Μουσείου Ασιατικής Τέχνης περιλαμβάνει έργα κεραμικής, πορσελάνες, ορειχάλκινα έργα, γλυπτά από λίθο, περίκλειστα σμάλτα, αντικείμενα από λάκα και ελεφαντοστό, μικροτεχνία και ζωγραφικά έργα. Τα περισσότερα αντικείμενα προέρχονται από τη συλλογή Γρ. Μάνου, ενώ ορισμένες πορσελάνες (16ου-18ου αιώνα) από τη συλλογή Χ. Χιωτάκη. Ένα τμήμα της κινεζικής συλλογής του Μουσείου ήταν εκτεθειμένο στην ανατολική πτέρυγα του πρώτου ορόφου μέχρι το 1992. Μετά τη Σύνοδο Κορυφής του 1994 και την αποκατάσταση του Ανακτόρου για τις ανάγκες του Μουσείου, και συγκεκριμένα μετά από το 2002, άρχισε και πάλι η έκθεση των σημαντικότερων έργων των δωρεών Μάνου και Χιωτάκη. Τα έργα αυτά συνθέτουν ένα «πανόραμα» της κινεζικής τέχνης από τη Δυναστεία Shang (11ος αιώνας π.Χ.) μέχρι και τη Δυναστεία Ching (17ος-19ος αιώνας μ.Χ.). Η επανέκθεση συγχρηματοδοτήθηκε από το Γ' Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων.

Ενότητες της έκθεσης
Αίθουσα 1: Στην αίθουσα αυτή, στην οποία έχουν αποκατασταθεί πλήρως οι τοιχογραφίες και οι οροφογραφίες, που μιμούνται γύψινα ανάγλυφα («grisailles»), παρουσιάζεται η τέχνη από το τέλος της Δυναστείας των Shang (11ος αιώνας π.Χ.) μέχρι τη Δυναστεία των Tang (618-907 μ.Χ.).


Αίθουσα 2: Εδώ παρουσιάζονται έργα από τις Δυναστείες Shong (960-1279 μ.Χ) και Juan (1271-1368 μ.Χ.).

Αίθουσα 3: Στην αίθουσα αυτή εκτίθενται έργα της Δυναστείας των Ming (1368-1644 μ.Χ.).
Αίθουσα 4: Στην αίθουσα φιλοξενούνται έργα της Δυναστείας των Ching (1644-1912 μ.Χ.).

Αίθουσα 5: Η αίθουσα περιλαμβάνει έργα κινέζικης μικροτεχνίας (18ος-19ος αιώνας μ.Χ.).
Αίθουσα 6: Η αίθουσα περιλαμβάνει ζωγραφισμένους Κυλίνδρους Ανάρτησης σε χαρτί και μετάξι (14ος-18ος αιώνας μ.Χ.), καθώς και νομίσματα.
Αίθουσα 7: Στην αίθουσα αυτή παρουσιάζονται πορσελάνες εξαγωγής της συλλογής Χιωτάκη (18ος-19ος αιώνας μ.Χ.).


Σημαντικότερα εκθέματα της έκθεσης
1. Τριποδικό αγγείο τύπου Chueh: Χαρακτηριστικό κινεζικό τελετουργικό σκεύος, από ορείχαλκο με εγχάρακτο και ανάγλυφο συμβολικό διάκοσμο (μάσκα ταοτιέ), που χρονολογείται στα τέλη της Δυναστείας Shang (16ος-11ος αιώνας π.Χ.). Πρόκειται για εντυπωσιακό προϊστορικό τριποδικό αγγείο κρασιού του τύπου Chueh, που χρησιμοποιείτο σε επίσημες θρησκευτικές τελετές. Έχει τρία ψηλά και λεπτά πόδια με κωνική απόληξη, σχετικά στενό σώμα και ιδιαίτερα πεπλατυσμένο στόμιο με προχοή. Στην εξωτερική του επιφάνεια κοσμείται με εγχάρακτες και ανάγλυφες σχηματοποιημένες μορφές ζώων. Το αγγείο ανήκε στη μεγάλη κινεζική συλλογή του Γρηγορίου Μάνου.
2. Βούδας σε στάση διαλογισμού: Μικρό, αλλά γεμάτο χάρη και ηρεμία ειδώλιο του Βούδα, χαρακτηριστικό έργο της τέχνης της Gadara, που χαρακτήρισε μια ολόκληρη εποχή στην Κίνα. Πρόκειται για πρώιμο κινέζικο βουδιστικό γλυπτό (περίπου 6ος αιώνας μ.Χ.). Είναι σκαλισμένο σε συμπαγή λίθο και φέρει χρώματα απολεπισμένα. Ο Βούδας εικονίζεται καθισμένος πάνω σε σχηματοποιημένο λωτό. Οι πτυχώσεις του ενδύματός του, που αφήνει ακάλυπτο το λαιμό, καθώς και οι σχηματοποιημένοι βόστρυχοι των μαλλιών του είναι δάνεια από την ελληνιστική τέχνη που, μέσω των λαών της κεντρικής Ασίας, πέρασε έμμεσα και στην τέχνη της βόρειας Κίνας. Το ειδώλιο ανήκε στη μεγάλη συλλογή του Γρηγορίου Μάνου.
3. Αγγείο τύπου Σελαντόν: Ψαμμόλιθος με υαλώδες επίχρισμα και ανάγλυφο-εγχάρακτο φυτικό διάκοσμο. (περίπου 13ος αιώνας μ.Χ.).
4. Αγγείο με λαβές-κρίκους: Ορείχαλκος με περίκλειστα σμάλτα σε κάμπο τουρκουάζ και πολύχρωμο φυτικό διάκοσμο. Δυναστεία Ming (1368-1644 μ.Χ.).
5. Αγγείο της «πράσινης οικογένειας»: Εντυπωσιακό πορσελάνινο σφαιρικό αγγείο με πώμα, που χρονολογείται στη δυναστεία Ching (1644-1911 μ.Χ.) και μάλιστα στην περίοδο της βασιλείας του Kang-hsi (1662-1722 μ.Χ.). Φέρει πλούσιο διάκοσμο, που αποτελείται από φυτικά μοτίβα, αραβουργήματα και παραστάσεις με μορφές σε τοπίο. Οι κινεζικές πορσελάνες κατατάσσονται ανάλογα με το χρώμα που επικρατεί στο διάκοσμό τους. Το συγκεκριμένο αγγείο φέρει πολύχρωμο διάκοσμο, στον οποίο επικρατεί το πράσινο χρώμα και γι’ αυτό κατατάσσεται στη λεγόμενη «πράσινη οικογένεια». Το έργο ανήκε στη μεγάλη συλλογή του Γρηγορίου Μάνου.
6. Τριποδικό αγγείο τύπου Li: Ενδιαφέρον κινεζικό αγγείο από τη μεγάλη συλλογή του Γρηγορίου Μάνου. Ανήκει στον τύπο Li, που αποτελεί εξέλιξη τύπου μαγειρικών σκευών αρκετά συνηθισμένου στην κεραμική της Ευρασίας και χρονολογείται στα τέλη της δυναστείας Shang (16ος-11ος αιώνας π.Χ.). Το αγγείο έχει στρογγυλεμένο σώμα και μεγάλο ανοιχτό χείλος και φέρει τρία χαμηλά μαστοειδή πόδια με μυτερά άκρα. Είναι κατασκευασμένο από καστανόγκριζο πηλό και καλύπτεται με μαύρο επίχρισμα, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι είναι ορειχάλκινο, ενώ η εξωτερική επιφάνειά του φέρει εγχάρακτο κτενωτό διάκοσμο με κατακόρυφες ραβδώσεις. Τα αγγεία Li ήταν τα πιο συνηθισμένα μαγειρικά σκεύη κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού στη βόρεια Κίνα, ενώ σπανιότερα χρησιμοποιούνταν και ως κτερίσματα σε τάφους.
7. Ομοίωμα αγροικίας: Όμορφο ομοίωμα, που αναπαριστά τον τύπο μιας απλής κινεζικής αγροικίας με αποθήκες. Είναι κατασκευασμένο από πηλό, που φέρει γκρι-μαύρο υαλώδες επίχρισμα. Με λεπτομέρεια αποδίδονται τα κεραμίδια στις στέγες, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εγχάρακτοι κύκλοι με στιγμές στο κέντρο, που διακοσμούν τον ακάλυπτο διάδρομο της αγροικίας και αναπαριστούν τις σφραγίδες των πλίνθων, από τις οποίες ήταν κατασκευασμένος. Στους τοίχους υπάρχουν μικρές οπές ανάρτησης, ενώ στο κάτω τμήμα της αγροικίας υπάρχουν μεγάλες κυκλικές οπές, ορατές μόνο όταν αυτή είναι αναρτημένη. Είναι πιθανό οι οπές αυτές να γέμιζαν με τροφή-προσφορά στο νεκρό και να έκλειναν με πώμα, που σήμερα δεν σώζεται. Το ομοίωμα συνόδευε το νεκρό στη μεταθανάτια ζωή του μαζί με πλήθος άλλων ομοιωμάτων ζώων, αντικειμένων καθημερινής χρήσης, εργαλείων και οικοσκευής. Χρονολογικά εντάσσεται στην περίοδο της δυναστείας Chan (206 π.Χ.-220 μ.Χ.) και ανήκε στη μεγάλη συλλογή του Γρηγορίου Μάνου.

ΠΤΕΡΥΓΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Η πτέρυγα Ν. Χατζηβασιλείου αναπτύσσεται στις 4 πρώτες αίθουσες της Δυτικής Πτέρυγας του Α' ορόφου του Μουσείου και οφείλει το όνομά της στο δωρητή. Οι υπόλοιπες αίθουσες της πτέρυγας περιλαμβάνουν εκθέματα ιαπωνικής τέχνης.
Ενότητες της έκθεσης
Αίθουσα 1: Η αίθουσα είναι αφιερωμένη στην τέχνη της Ινδίας (2ος-19ος αιώνας μ.Χ.) και εκτίθενται έργα που έχουν άμεση σχέση με τις τρεις κυρίαρχες θρησκείες, τον Βουδισμό, τον Ινδουισμό και τον Τζαϊνισμό.
Αίθουσα 2: Στην αίθουσα παρουσιάζονται λίθινα γλυπτά της Gadara (αρχαίο Πακιστάν) (1ος αιώνας π.Χ.-4ος αιώνας μ.Χ.), όπου άνθισε ιδιαίτερα η ελληνοβουδιστική τέχνη, αποτέλεσμα της παραμονής του Μ. Αλεξάνδρου και των Σελευκιδών στην περιοχή (4ος αιώνας π.Χ.), καθώς και της δημιουργίας (3ος-2ος αιώνας π.Χ.) του ελληνιστικού Βασιλείου της Βακτριανής.
Αίθουσα 3: Στην αίθουσα εκτίθενται ορειχάλκινα ειδώλια από το Σιάμ (Ταϊλάνδη) (12ος-19ος αιώνας μ.Χ.). Παράλληλα στην αίθουσα παρουσιάζονται λίθινα εκθέματα από τη Καμπότζη (12ος-13ος αιώνας μ.Χ.), που ήταν το σημαντικότερο πολιτιστικό κέντρο της ΝΑ Ασίας, από τον 9ο μέχρι το 13ο αιώνα.
Αίθουσα 4: Στην αίθουσα παρουσιάζονται ειδώλια από ορείχαλκο, καθώς και ζωγραφισμένα λάβαρα (τάνκες) (14ος-19ος αιώνας) από το Θιβέτ και το Νεπάλ.
Σημαντικότερα εκθέματα της έκθεσης
1. Ειδώλιο ινδουιστικής θεάς από διάκοσμο ναού (Ψαμμόλιθος, Ινδικός Μεσαίωνας, 11ος αιώνας μ.Χ.).
2. Προτομή Βούδα: Γκρίζος σχιστόλιθος με κυανές αποχρώσεις (Gadara, 1ος αιώνας μ.Χ.).
3. Κεφαλή Βούδα με τα ανατομικά χαρακτηριστικά της φυλής των Χμέρ (Λίθος, Καμπότζη, 12ος-13ος αιώνας μ.Χ.).
4. Σπάνιο ταντρικό σύμπλεγμα (Ορείχαλκος επίχρυσος, Νεπάλ, 18ος-19ος αιώνας μ.Χ.).
5. Σπάνιο εξάπτυχο πτυσσόμενο παραβάν με άλογα που τρέχουν και ξεκουράζονται. Καλλιτέχνης Kano Shanraku (περίπου 1600 μ.Χ.).

ΙΑΠΩΝΙΚΗ ΠΤΕΡΥΓΑ (ΣΥΛΛΟΓΗ ΙΑΠΩΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ)
Το Μουσείο κατέχει μία πλούσια συλλογή ιαπωνικών έργων τέχνης. Η ιαπωνική συλλογή του Μουσείου περιλαμβάνει περίπου 6.200 αντικείμενα, από τα οποία τα περισσότερα χρονολογούνται από το 14ο ως το 19ο μ.Χ. αιώνα. Τα εκθέματα περιλαμβάνουν οπλισμό και ορειχάλκινα αντικείμενα των Σαμουράι, ξυλογραφίες και κυλίνδρους ζωγραφικής (18ου-19ου αιώνα) διάσημων Ιαπώνων καλλιτεχνών, κεραμικά έργα και πορσελάνες, ξυλόγλυπτα, μουσικά όργανα, διακοσμητικά αντικείμενα, inro και netsuke, μάσκες του θεάτρου «ΝΟ», κουτιά για γράψιμο (Suzuribaco), σκεύη από λάκα, ζωγραφισμένα Makemono και Kakemono, καθώς επίσης και ζωγραφισμένα παραβάν. Μέσα από τα αντικείμενα αυτά επιδιώκεται να γίνει κατανοητή η καθημερινή ζωή και οι νοοτροπίες που διαμορφώνουν την ιδιαιτερότητα του ιαπωνικού πολιτισμού. Η νεότερη περίοδος της ιαπωνικής τέχνης, γνωστή ως εποχή Edo (17ος-19ος αιώνας), παρουσιάζεται μέσα από τις περίφημες πορσελάνες Αρίτα (Arita) ή Ιμάρι (Imari), γλυπτά λαϊκών ή βουδιστικών ειδωλίων, λάκκες, μουσικά όργανα και αντικείμενα εσωτερικής διακόσμησης, όπως τα παραβάν, και προσωπικά, όπως τα μικροσκοπικά inro και τα netsuke.
Σημαντικό τμήμα της συλλογής αποτελούν τα 1.600 τυπώματα του ukiyo-e. Αυτές οι «εικόνες του επιπλέοντος κόσμου» (αυτό σημαίνει το ukiyo-e, εικόνες ενός κόσμου που ρέει κι αλλάζει συνεχώς), συγκεντρώθηκαν από τον Γρηγόριο Μάνο, με τις πιο πολλές να έχουν αγοραστεί στο Παρίσι. Ο Suzuki Harunobu ήταν αυτός που πρώτος διέδωσε το τύπωμα σε πολλά χρώματα. Οι εξαιρετικής λεπτότητας προσωπογραφίες γυναικών του, και τα mitate-e, τα τυπώματα που παρωδούν παλαιότερα έργα, γνώρισαν τεράστια επιτυχία.

Ομάδες με ραδινές γυναικείες μορφές που μοιάζουν να αποσπώνται από το φυσικό τοπίο χαρακτηρίζουν το έργο του Torii Kiyonaga.
Και ο Κitagawa Utamaro παρουσίαζε μία εξιδανικευμένη εικόνα των καλλονών της εποχής του.

Γύρω στο 1792-3, ο εκδότης Tsutaya Juzabaro δημοσιεύει πορτραίτα γυναικών σε gros plan (okubi-e), των οποίων οι τολμηρές συνθέσεις και το εκλεπτυσμένο στυλ του εξασφάλισαν μεγάλη φήμη.
Σαν διάτων αστέρας, εμφανίζεται ξαφνικά το 1794, στο μέσον της εποχής του ukiyo-e, ο Toshusai Sharaku με μία έκδοση που περιλάμβανε 28 πορτραίτα-καρικατούρες ηθοποιών του θεάτρου kabuki. Η σύντομη καριέρα του τελείωσε μόλις 10 μήνες αργότερα. Μία από τις μεγάλες ανακαλύψεις αυτής της έκθεσης είναι μία σπανιότατη βεντάλια ζωγραφισμένη με ηθοποιούς του kabuki από αυτόν τον μυστηριώδη καλλιτέχνη.


O Utagawa Toyokuni ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής για τα έργα του με ηθοποιούς και καλλονές που αντικατοπτρίζουν τα ήθη της εποχής.
Ενεργός για περισσότερα από 70 χρόνια, o Katsushika Hokusai ήταν εξαιρετικός σε κάθε μία από τις πολλές θεματικές ενότητες που διαπραγματευόταν, και ειδικότερα στα τοπία.

Ο άλλος μεγάλος τοπιογράφος του τέλους της εποχής Edo είναι ο Utagawa Hiroshige, του οποίου η πληθωρική παραγωγή αποτελείται από πολλές χιλιάδες τυπώματα.
Τέλος, αν και ο Utagawa Kuniyoshi ειδικεύτηκε στις απεικονίσεις πολεμιστών, το ταλέντο του εκφράζεται εξίσου στα πορτραίτα γυναικών.

Η έκθεση καταλαμβάνει αίθουσες του Β' ορόφου του Μουσείου και την αίθουσα Χατζηβασιλείου. Είναι οργανωμένη σε θεματικές ενότητες και τα εκθέματα ομαδοποιούνται κατά είδος.

Ενότητες της Έκθεσης
Αίθουσα 1: Εκτίθεται οπλισμός και διακοσμητικά εξαρτήματα του οπλισμού των Σαμουράι (14ος-18ος αιώνας), σπαθιά, αντικείμενα μικροτεχνίας, το άνω τμήμα πανοπλίας Σαμουράι και ένα παραβάν με έφιππους Σαμουράι σε χρυσό φόντο.


Αίθουσα 2: Η αίθουσα αυτή είναι αφιερωμένη στον ιαπωνικό «Ρέοντα κόσμο» (Ukiyo-e), με ξυλογραφίες των μεγαλύτερων Ιαπώνων χαρακτών, όπως οι Moronobu, Harunobu, Sukenobu, Toyokuni, Utamaro, Hiroshige και ο Hokusai. Οι ξυλογραφίες αυτές, εντυπωσιακά έργα, αλλά καθαρά λαϊκά, όταν διαδόθηκαν στη Δύση τον 19ο αιώνα, εντυπωσίασαν την ευρωπαϊκή και αμερικανική τέχνη ασκώντας καταλυτική επίδραση στους δημιουργούς, από τους ιμπρεσιονιστές ως το σύγχρονο κόμικ! Η συλλογή ξυλογραφιών του Μουσείου Ασιατικής Τέχνης είναι από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη και περιλαμβάνει έργα που αντιπροσωπεύουν σχεδόν όλα τα ρεύματα που παρουσιάσθηκαν από το 17ο έως το 19ο αιώνα.

Αίθουσες 3-4: Παρουσιάζεται η άνθιση των τεχνών στη διάρκεια της περιόδου Έντο (1615-1868). Εκτίθενται λεπτότοιχες πορσελάνες διαφόρων εργαστηρίων, όπως του Kyoto, της Arita, του Seto, του Kutani και της περιοχής της Satsuma, θρησκευτικά ξυλόγλυπτα και πολλά διακοσμητικά αντικείμενα από ορείχαλκο, ελεφαντόδοντο, λάκα και ξύλο.
Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι μάσκες του θεάτρου ΝΟ,
οι κύαθοι του σακέ με ένθετο και ζωγραφισμένο διάκοσμο, τα netsuke, τα ξύλινα κουτιά για γράψιμο (Suzuribaco) κλπ.
Αίθουσα 5: Στην αίθουσα αυτή επιχειρείται η αναπαράσταση της ατμόσφαιρας μίας ιαπωνικής «αίθουσας τσαγιού». Η «αίθουσα» είναι διακοσμημένη με παραδοσιακά έπιπλα, σκεύη τσαγιού, ένα μικρό ζωγραφισμένο παραβάν και ένα κατακόρυφο μεταξωτό κύλινδρο με το θεό της μακροβιότητας και παιδιά σε τοπίο. Την αίθουσα διακόσμησε ξανά πρόσφατα ο ειδικευμένος σε θέματα της τελετής του τσαγιού, Ιάπωνας καθηγητής Isao Kumakura, κατά την επίσκεψή του στο μουσείο.
Αίθουσα Χατζηβασιλείου: Εκτίθενται έξι ωραιότατα ζωγραφισμένα ιαπωνικά παραβάν μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας (17ος-18ος αιώνας), από τη συλλογή Χατζηβασιλείου, στον οποίο, άλλωστε, είναι αφιερωμένη ολόκληρη η δυτική πτέρυγα του μουσείου, που φέρει το όνομά του.

Σημαντικότερα εκθέματα της έκθεσης
1. Ξυλογραφία Oban Tatejie: Χαρακτηριστικό δείγμα της δημοφιλούς, καθαρά λαϊκής τέχνης της ξυλογραφίας, που γνώρισε μεγάλη ακμή στην περίοδο Edo. Το εντυπωσιακό αυτό έργο, σε σχήμα Oban, είναι δημιούργημα του Kitagawa Utamaro (1753-1806), του πιο διάσημου από τους Ιάπωνες ζωγράφους τυπωμάτων. Απεικονίζεται μια γκέισα που καπνίζει, καθισμένη με άνεση και φορώντας την παραδοσιακή ιαπωνική ενδυμασία. Το κιμονό της είναι επιβλητικό, με σκούρο κόκκινο χρώμα και διακόσμηση από λουλούδια, ενώ η κίνηση των χεριών της αποδίδεται με ιδιαίτερη χάρη και λεπτότητα. Η παράσταση πλαισιώνεται από μία βεντάλια επάνω αριστερά, και επιγραφές. Ο Utamaro έγινε γνωστός κι ως «ο ζωγράφος των ωραίων γυναικών», αφού συνήθιζε να ζωγραφίζει γυναίκες της εποχής του και διακρίθηκε για το πάθος του όσον αφορά στη γυναικεία ομορφιά. Το έργο αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της λεγόμενης «ζωγραφικής του ρέοντος κόσμου» και ανήκει στη συλλογή του Γρηγορίου Μάνου.

2. Πανοπλία Σαμουράι: Το ανώτερο τμήμα από εντυπωσιακή πανοπλία Σαμουράι, που διακρίνεται για τη μορφή και την περίτεχνη διακόσμησή της. Προέρχεται από την Ιαπωνία και ανήκει στη συλλογή του Γρηγορίου Μάνου. Είναι κατασκευασμένη από ορείχαλκο και διάφορα ημιπολύτιμα υλικά και τμήματά της είναι χειροποίητα, ενώ άλλα έχουν κατασκευασθεί με μήτρα. Περιλαμβάνει κράνος με περιλαίμιο, προστατευτικό θώρακα, εξαρτήματα των άνω άκρων, δύο σπαθιά και βεντάλια. Το κράνος και ο θώρακας φέρουν εντυπωσιακή διακόσμηση από ανάγλυφα θέματα και από πρόσθετα ημιπολύτιμα υλικά. Χρονολογικά η πανοπλία τοποθετείται στην περίοδο Edo (1615-1868), που θεωρείται η τελευταία αξιόλογη φάση του παραδοσιακού ιαπωνικού πολιτισμού.
3. Παραβάν με παράσταση Κινέζου αυτοκράτορα: Εντυπωσιακό ιαπωνικό παραβάν, που ανήκει στη συλλογή Ν. Χατζηβασιλείου. Χρονολογείται στην περίοδο Momoyama (1573-1615) και έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι πρόκειται για έργο του Kano Eitoku (1543-1590). Αποτελείται από 6 μέρη και διακοσμείται με παράσταση Κινέζου αυτοκράτορα, που περιστοιχίζεται από τους αυλικούς του μέσα σε κήπο των ανακτόρων. Ένα μεγάλο τμήμα του καλύπτεται με φύλλο χρυσού, αποδεικνύοντας την πλούσια διακόσμησή του. Το φύλλο χρυσού χρησιμοποιείται στα παραβάν γιατί, με την ανάκλαση του ηλιακού φωτός επάνω σε αυτό, δημιουργείται επιπρόσθετο φως και ατμόσφαιρα χαλάρωσης στο εσωτερικό του δωματίου. Στην απόδοση των μορφών και των δένδρων διακρίνεται η επίδραση της κινεζικής ζωγραφικής. Τα παραβάν αποτελούν εντυπωσιακά έργα τέχνης της Ιαπωνίας, και πολλές φορές διακοσμούνται με ενδιαφέρουσες και όμορφες παραστάσεις.
4. Ειδώλιο του Bodisatwa Jizo: Εντυπωσιακό ιαπωνικό ειδώλιο του Bodisatwa Jizo Bosatsu (Ksitigarba, στα σανσκριτικά), της περιόδου Kamakura ή της περιόδου Muromahi (1185-1573). Στο Βουδισμό, Bodisatwa είναι εκείνος, που αν και έχει φθάσει στη «φώτιση», παραμένει στη γη για να σώσει τους ανθρώπους από τη δυστυχία. Κατά την περίοδο Kamakura (1185-1333) έντονη ήταν η πεποίθηση ότι ο Jizo, για να βοηθήσει τους ανθρώπους να κατακτήσουν τον «Παράδεισο της Αμόλυντης Γης», κατεβαίνει ακόμα και στην Κόλαση. Το συγκεκριμένο ειδώλιο παρουσιάζει το Jizo ως προστάτη των ταξιδιωτών. Απεικονίζεται φαλακρός και φοράει ποδήρες μοναστικό ένδυμα με λεπτά σχέδια από μαύρο χρώμα, που μιμούνται μοτίβα μπροκάρ μεταξωτού υφάσματος, ενώ στο κέντρο του στήθους φέρει σβάστικα-βουδιστικό σύμβολο. Από το ειδώλιο δεν σώζεται το φωτοστέφανο, το σκήπτρο και η ιερή πέρλα, που στηριζόταν στη μικρή βάση που κρατάει ο άνδρας με το προτεταμένο του χέρι. Το πολύ όμορφο γλυπτό ανήκε στη μεγάλη συλλογή ιαπωνικής τέχνης του Γρηγορίου Μάνου.
5. Κύαθος με δαντελωτό χείλος: Πολύ μικρός ιαπωνικός κύαθος (είδος αγγείου) με δαντελωτό χείλος, εντυπωσιακός τόσο για τη μορφή του όσο και τη διακόσμησή του. Είναι κατασκευασμένος από λευκή πορσελάνη με εφυάλωση και φέρει πλούσιο διάκοσμο από πολύχρωμο σμάλτο. Πρόκειται για αξιόλογο δείγμα της τεχνοτροπίας Αρίτα (Arita) ή Ιμάρι (Imari). Αρίτα είναι η επαρχία, όπου, στις αρχές του 17ου αιώνα, οι Ιάπωνες ανακάλυψαν ένα φυσικό μίγμα πηλού και πορσελάνης και ίδρυσαν εργαστήριο κεραμικής. Ιμάρι είναι το λιμάνι, από όπου οι πορσελάνες του εργαστηρίου της Αρίτα εξάγονταν στη Δύση. Από το 1750 ως το 1890 οι κεραμείς της Αρίτα κατασκεύαζαν πολύ λεπτά αγγεία, που φημίζονταν για την ποιότητα της πορσελάνης και τη λεπτότητα της διακόσμησής τους, στην οποία χρησιμοποιούνταν λίγα χρώματα. Ο συγκεκριμένος κύαθος κοσμείται εσωτερικά με φράχτες, άνθη, ανθισμένο δένδρο και πτηνά από πράσινο, κόκκινο, κίτρινο και μπλε σμάλτο πάνω από την εφυάλωση, ενώ εσωτερικά του χείλους φέρει ταινία με άνθη από πολύχρωμο σμάλτο. Το αγγείο ανήκε στη μεγάλη συλλογή του Γρηγορίου Μάνου.
6. Κύαθος της τεχνοτροπίας Nabeshima: Όμορφος, μικρός και ρηχός ιαπωνικός κύαθος (είδος αγγείου) με εντυπωσιακή διακόσμηση, από τη μεγάλη συλλογή του Γρηγορίου Μάνου. Είναι κατασκευασμένος από λευκή πορσελάνη και διακοσμείται με άνθη από πολύχρωμο σμάλτο της τεχνοτροπίας της Nabeshima. Οι ιαπωνικές πορσελάνες χωρίζονται σε ομάδες ανάλογα με τον τόπο ή το εργαστήριο κατασκευής τους. Το 1628 ο ηγεμόνας της Nabeshima ίδρυσε εργαστήριο κεραμικής, η παραγωγή του οποίου προοριζόταν αποκλειστικά για τους ηγεμόνες της περιοχής αυτής. Χαρακτηριστικό για την τεχνοτροπία της Nabeshima είναι το λαμπρό μπλε σμάλτο, που τοποθετείται σε λεπτή στρώση κάτω από την εφυάλωση, καθώς και μία γκάμα σμάλτων σε ιδιαίτερες αποχρώσεις (πράσινο, μπλε, τυρκουάζ κ.ά.), που τοποθετούνται πάνω από την εφυάλωση. Ο συγκεκριμένος κύαθος αποτελεί εξαιρετικό δείγμα της τεχνοτροπίας αυτής, καθώς εξωτερικά φέρει άνθη από μπλε σμάλτο, και εσωτερικά φύλλα και άνθη από πράσινο, μπλε, κίτρινο, και πορτοκαλί σμάλτο.