Το Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας είναι ένα κατ’ εξοχήν θεματικό μουσείο με ενδυματολογικό περιεχόμενο. Στις συλλογές του περιλαμβάνει περίπου 25.000 αντικείμενα, κυρίως αυθεντικές τοπικές φορεσιές και κοσμήματα του ιστορικού ελληνικού χώρου (τέλη 19ου - αρχές 20ού αιώνα), αντίγραφα μινωικών, αρχαϊκών και βυζαντινών ενδυμάτων, καθώς και 23 πορσελάνινες κούκλες ντυμένες με παραδοσιακές φορεσιές, που αποτελούν δωρεά της Βασίλισσας Όλγας στο Λύκειο των Ελληνίδων. Σκοπός του Μουσείου είναι η συλλογή, η διαφύλαξη, η μελέτη και η προβολή της ιστορίας της ελληνικής τοπικής φορεσιάς. Βασική του δραστηριότητα αποτελεί η διοργάνωση περιοδικών θεματικών εκθέσεων σε ετήσια βάση. Στόχος των εκθέσεων αυτού του είδους είναι να παρουσιάζουν σφαιρικά και τεκμηριωμένα το αντικείμενο που κάθε φορά πραγματεύονται. Από την ίδρυσή του το Μουσείο έχει οργανώσει 13 θεματικές εκθέσεις για τις ελληνικές τοπικές φορεσιές με βάση τα διακριτικά τους γνωρίσματα, ανάλογα με το γεωγραφικό τους εντοπισμό, τις εθνοπολιτισμικές ομάδες, την τελετουργική τους χρήση και τις αναπαραστάσεις τους στην τέχνη.
Το Μουσείο στεγάζεται σε διώροφο κτίριο της οδού Δημοκρίτου 7, που κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1920. Πρόκειται για κτίσμα που δεν έχει το χαρακτήρα του νεοκλασικού κτιρίου του 19ου αιώνα, καθώς στο όλο οικοδόμημα είναι φανερή η αρχή της διείσδυσης της μοντέρνας αισθητικής αντίληψης στην αρχιτεκτονική, έκφραση του αστικού κτιρίου και της λίγο μεταγενέστερης πολυκατοικίας. Η παρουσίαση των θεματικών εκθέσεών του γίνεται σ’ ένα μικρό, αλλά λειτουργικό εκθεσιακό χώρο, που βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου, του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι τα καθαρά και λιτά σχήματα που κυριαρχούν σε όλη του την επιφάνεια. Γι’ αυτό και το Μουσείο δεν έχει μόνιμη έκθεση, αλλά ετήσιες μικρές θεματικές εκθέσεις. Με αυτού του είδους τις εκθέσεις δίνεται η ευκαιρία στο κοινό να γνωρίζει κάθε φορά και ένα τμήμα της πλούσιας συλλογής του.
Παράλληλα με τις εκθέσεις, το Μουσείο οργανώνει συμπληρωματικές δραστηριότητες, όπως εκπαιδευτικά προγράμματα, διαλέξεις, σεμινάρια και συνεργασίες με άλλους φορείς, με στόχο τον εμπλουτισμό της εκθεσιακής του δραστηριότητας και την καλύτερη επικοινωνία του με το κοινό. Έτσι, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής του πολιτικής πραγματοποιεί εκπαιδευτικά προγράμματα και ξεναγήσεις μαθητών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με στόχο να γίνει χώρος μάθησης, ανακάλυψης, ψυχαγωγίας και ανάπτυξης της ευαισθησίας των μικρών επισκεπτών. Όντας ένας δυναμικός οργανισμός ανοιχτός στις προκλήσεις και τις προσκλήσεις κρατικών και ιδιωτικών φορέων, συμμετέχει σε ενδυματολογικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με στόχο την ανάδειξη του ενδυματολογικού πλούτου της Ελλάδας. Τέλος, εκδίδει επιτραπέζια ημερολόγια με 54 έγχρωμες φωτογραφίες και εισαγωγικά κείμενα, τα οποία τα τελευταία χρόνια αποτελούν ένα είδος καταλόγου των εκθέσεων.
Το Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας αποτελεί τμήμα του Λυκείου των Ελληνίδων, σωματείου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που ιδρύθηκε το 1910 από την Καλλιρρόη Παρρέν. Από το 1997 είναι τακτικό μέλος του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM).
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Το κτίριο του Μουσείου κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1920 από τον πολιτικό μηχανικό Ηλία Οικονόμου για προσωπική του κατοικία. Το εν λόγω κτίριο αγοράστηκε το 1985 από το Λύκειο των Ελληνίδων και με επιδότηση του Υπουργείου Πολιτισμού διαμορφώθηκε κατάλληλα για να φιλοξενήσει τη μουσειακή ενδυματολογική του συλλογή. Οι εργασίες ανακαίνισης του κτιρίου κινήθηκαν σε δύο άξονες: στη διατήρηση, κατά το δυνατό, της μορφής της αστικής οικίας και τη λειτουργική προσθήκη δομικών στοιχείων, ώστε να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία του και το κτίριο να αποκτήσει νέα χρήση. Στο υπόγειο στεγάζεται το πωλητήριο, στο ισόγειο ο εκθεσιακός χώρος όπου και διεξάγονται τα εκπαιδευτικά προγράμματα, στον πρώτο όροφο τα γραφεία και η βιβλιοθήκη με λαογραφικού και ενδυματολογικού ενδιαφέροντος βιβλία και στο δεύτερο οι αποθήκες. Μέσα σ’ αυτό το αρχιτεκτονικό κέλυφος διασώζεται και παρουσιάζεται η ιστορία της ελληνικής ενδυμασίας.
Την επίβλεψη του Μουσείου και τη διαχείριση της συλλογής του αναλαμβάνει η ενδυματολόγος-σκηνογράφος και κατόπιν Έφορος της Ιματιοθήκης επί 4 έτη, Ιωάννα Παπαντωνίου. Ήταν εκείνη που έδωσε πνοή στο Μουσείο και το έκανε ζωντανό οργανισμό, συστήνοντας το 1994 την πρώτη ομάδα εργασίας, αρχικά με τους Ξένια Πολίτου και Βασίλη Ζηδιανάκη και την ιστορικό Νάντια Μαχά-Μπιζούμη από το 1997. Με την επίβλεψή της διοργανώνονται περιοδικές θεματικές εκθέσεις που αφορούν στην παρουσίαση φορεσιών κατά γεωγραφικά διαμερίσματα. Το 2004, το Μουσείο στελεχώνεται με τη μουσειολόγο Τάνια Βελίσκου. Το 2007, ξεκινά η ψηφιοποίηση μέρους της μουσειακής συλλογής του, έργο που χρηματοδοτήθηκε από το Γ’ Κοινοτικό Πακέτο Στήριξης, στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Κοινωνία της Πληροφορίας».
Το Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας φιλοδοξεί να αποτελέσει χώρο επιστημονικής έρευνας και πολιτισμικής δράσης συμμετέχοντας σε ερευνητικά προγράμματα, σε συνεργασία με άλλα μουσεία ανάλογου ενδιαφέροντος.
ΟΙ ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ΟΛΓΑΣ
Το 19ο αιώνα, στην αστική Ευρώπη υπήρχε έντονο ενδιαφέρον για τις κούκλες με παραδοσιακές εθνικές φορεσιές. Τις θεωρούσαν σημαντικό παιγνίδι εκπαιδευτικού χαρακτήρα, κατάλληλο για την ψυχαγωγία και την επιμόρφωση των παιδιών. Οι ευρωπαίοι κατασκευαστές παιγνιδιών έντυναν πολλές κούκλες με παραδοσιακές φορεσιές από διάφορα μέρη του κόσμου. Η περίοδος της Τουρκοκρατίας και της Ελληνικής Επανάστασης ενέπνευσαν πολλούς, με αποτέλεσμα οι ποικιλόμορφες γυναικείες φορεσιές και οι Έλληνες φουστανελάδες να είναι από τα πιο αγαπημένα θέματα. Οι ευρωπαίοι κατασκευαστές κουκλών αντέγραφαν τις ελληνικές φορεσιές κυρίως από τα βιβλία των περιηγητών στην Ελλάδα, οι οποίοι κατέγραφαν ή ζωγράφιζαν φορεσιές από διάφορες περιοχές. Άλλες φορές ανέτρεχαν σε ιστορικά βιβλία ή συμβουλεύονταν ενδυματολόγους και μερικές φορές βιβλία μόδας, τα οποία περιείχαν γκραβούρες ενδυμασιών. Όμως, οι περισσότερες πληροφορίες που αντλούνταν από αυτές τις πηγές ήταν λανθασμένες, με αποτέλεσμα οι φορεσιές που κατασκευάζονταν να είναι κακή απομίμηση των αυθεντικών ενδυμασιών. Προς το τέλος του 19ου αιώνα το ενδιαφέρον για τις κούκλες με τις εθνικές παραδοσιακές ενδυμασίες μειώθηκε αισθητά. Στις αρχές του 20ου αιώνα ξεκίνησε μια προσπάθεια για την αναβίωσή τους, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Το 1908 εκδόθηκε στις ΗΠΑ το πρώτο βιβλίο με θέμα την κούκλα και υπήρχε κεφάλαιο ειδικό για τις κούκλες με εθνικές ενδυμασίες. Στην προσπάθεια αυτή συνέβαλε και μια ελληνική συνήθεια των μεταναστών: κάθε νεαρός μετανάστης έπαιρνε μαζί του ένα ζευγάρι κούκλες ντυμένες νύφη-γαμπρός, αλλά και με άλλες φορεσιές. Οι κούκλες αυτές συμβόλιζαν για το μετανάστη την αγάπη και τον κόπο των μανάδων τους και των γιαγιάδων τους προκειμένου να τις φτιάξουν. Οι Έλληνες μετανάστες, συχνά στη διάρκεια εορταστικών εκδηλώσεων, έκαναν εκθέσεις με αυτές τις κούκλες.
Σύντομα μετά τις ΗΠΑ, ξεκίνησαν και στην Ευρώπη οι προσπάθειες για τη διάσωση της κούκλας, με πρώτη εκδήλωση στο Παρίσι την έκθεση κούκλας με τοπικές ενδυμασίες της Γαλλίας (η συλλογή εκτίθεται και σήμερα στη Γαλλία).
ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΟΥΚΛΕΣ
Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, όταν το αστικό ευρωπαϊκό ένδυμα αρχίζει να αντικαθιστά την εγχώρια ενδυμασία, άνθρωποι με κύρος προσπάθησαν κατά καιρούς να σώσουν τις παραδοσιακές φορεσιές, έστω και με τη χρησιμοποίηση κούκλας.
Η βασίλισσα Όλγα το 1912-1913 έφερε από το Λονδίνο 42 άντυτες κούκλες από πορσελάνη. Με δική της εντολή, η γραμματέας της, Ιουλία Καρόλου, έστειλε τις κούκλες αυτές στα κατά επαρχίες διοικητικά συμβούλια της Χριστιανικής Αδελφότητας ή στους κατά τόπους δημάρχους της Ελλάδας. Παράκληση ήταν να ντυθούν οι κούκλες ανά ζεύγος, με κάθε λεπτομέρεια, με τη νυφιάτικη, τη γιορτινή ή την καθημερινή φορεσιά και να επιστραφούν.
Σημειώνει η Ιουλία Καρόλου: «Πάντοτε εθαύμαζεν (η βασίλισσα) τας κατά τόπους ελληνικάς χωρικάς ενδυμασίας ανδρών και γυναικών και επήλθεν εις την Βασίλισσαν η ιδέα να διασώσει τον ακραιφνή αυτών τύπον, διότι είχε, κατά τας εν Ελλάδι περιοδείας της, παρατηρήσει, ότι αι χωρικαί, λόγω της συχνής μετά των πόλεων επικοινωνίας, είχον αρχίσει να ενδύωνται δήθεν επί το ευρωπαϊκώτερον, προσθέτουσαι εις τας παλαιάς γραφικάς στολάς των νήσων ή των χωρίων γελοία εξαρτήματα τού ευρωπαϊκού συρμού της εποχής και καταστρέφουσαι ούτω την γραφικότητα των εθνικών τοπικών ενδυμασιών, αίτινες διετηρούντο αναλλοίωτοι άλλοτε από γενεάς εις γενεάν».
Το 1914, η βασίλισσα αναγκάστηκε, λόγω του πολέμου, να καταφύγει στη Ρωσία. Από εκεί έστειλε επιστολή στην Ιουλία Καρόλου, με την οποία της ανέθετε να δωρίσει τη συλλογή με τις κούκλες στο Λύκειο των Ελληνίδων.
Γράφει η Ιουλία Καρόλου: «Τας κούκλας αυτάς κατά το 1914, οπότε η θύελλα τού Ευρωπαϊκού πολέμου απέκλεισε την Βασίλισσαν εις Ρωσσίαν, δι’ επιστολής της μοι ανέθηκε να τας δωρήσω εις το Λύκειον των Ελληνίδων, του οποίου προησθάνετο το μέλλον και εξετίμα την εθνικήν δράσιν προς αναγγένησιν και διατήρησιν κάθε ωραίου ελληνικού ιδεώδους. Δαπάναις της κατεσκευάσθη εις το Λύκειον υαλόφρακτος προθήκη, όπου και ετοποθετήθησαν αι κούκλαι της Βασιλίσσης».
Από εκείνες τις 42 κούκλες σώζονται 23, τις οποίες θα έχετε πάντα την ευκαιρία να θαυμάσετε, στο Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας.
Το Μουσείο στεγάζεται σε διώροφο κτίριο της οδού Δημοκρίτου 7, που κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1920. Πρόκειται για κτίσμα που δεν έχει το χαρακτήρα του νεοκλασικού κτιρίου του 19ου αιώνα, καθώς στο όλο οικοδόμημα είναι φανερή η αρχή της διείσδυσης της μοντέρνας αισθητικής αντίληψης στην αρχιτεκτονική, έκφραση του αστικού κτιρίου και της λίγο μεταγενέστερης πολυκατοικίας. Η παρουσίαση των θεματικών εκθέσεών του γίνεται σ’ ένα μικρό, αλλά λειτουργικό εκθεσιακό χώρο, που βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου, του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι τα καθαρά και λιτά σχήματα που κυριαρχούν σε όλη του την επιφάνεια. Γι’ αυτό και το Μουσείο δεν έχει μόνιμη έκθεση, αλλά ετήσιες μικρές θεματικές εκθέσεις. Με αυτού του είδους τις εκθέσεις δίνεται η ευκαιρία στο κοινό να γνωρίζει κάθε φορά και ένα τμήμα της πλούσιας συλλογής του.
Παράλληλα με τις εκθέσεις, το Μουσείο οργανώνει συμπληρωματικές δραστηριότητες, όπως εκπαιδευτικά προγράμματα, διαλέξεις, σεμινάρια και συνεργασίες με άλλους φορείς, με στόχο τον εμπλουτισμό της εκθεσιακής του δραστηριότητας και την καλύτερη επικοινωνία του με το κοινό. Έτσι, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής του πολιτικής πραγματοποιεί εκπαιδευτικά προγράμματα και ξεναγήσεις μαθητών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με στόχο να γίνει χώρος μάθησης, ανακάλυψης, ψυχαγωγίας και ανάπτυξης της ευαισθησίας των μικρών επισκεπτών. Όντας ένας δυναμικός οργανισμός ανοιχτός στις προκλήσεις και τις προσκλήσεις κρατικών και ιδιωτικών φορέων, συμμετέχει σε ενδυματολογικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με στόχο την ανάδειξη του ενδυματολογικού πλούτου της Ελλάδας. Τέλος, εκδίδει επιτραπέζια ημερολόγια με 54 έγχρωμες φωτογραφίες και εισαγωγικά κείμενα, τα οποία τα τελευταία χρόνια αποτελούν ένα είδος καταλόγου των εκθέσεων.
Το Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας αποτελεί τμήμα του Λυκείου των Ελληνίδων, σωματείου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που ιδρύθηκε το 1910 από την Καλλιρρόη Παρρέν. Από το 1997 είναι τακτικό μέλος του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM).
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Το Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας του Λυκείου των Ελληνίδων εγκαινιάστηκε το Μάρτιο του 1988, από την τότε Υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη. Στο Μουσείο αυτό στεγάζεται η ενδυματολογική συλλογή του Λυκείου των Ελληνίδων. Η συλλογή του ενδυματολογικού υλικού του Μουσείου ξεκινά το 1911, όταν η Καλλιρρόη Παρρέν, θέλοντας να παρουσιάσει τις ελληνικές τοπικές ενδυμασίες στις μεγάλες γιορτές του Παναθηναϊκού Σταδίου, ζήτησε και πέτυχε να τις δανείσουν φορεσιές απ’ όλη την Ελλάδα. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό, καθώς άρχισαν να συρρέουν στο Λύκειο των Ελληνίδων δωρεές τοπικών ενδυμασιών. Έτσι δημιουργείται ο πρώτος πυρήνας της τότε Χρηστικής και σημερινής Μουσειακής Ιματιοθήκης του Τμήματος Εθνικών Ενδυμασιών του Λυκείου των Ελληνίδων, που εμπλουτίστηκε αργότερα με αγορές και άλλες πολυάριθμες δωρεές.
Εκτός από τις ελληνικές τοπικές ενδυμασίες και τα κοσμήματα, τη συλλογή συμπληρώνουν και αντίγραφα μινωικών, αρχαϊκών και βυζαντινών ενδυμάτων. Δημιουργός τους είναι μια ομάδα Ελληνίδων, οπαδών ενός ρομαντικού κινήματος για την «επιστροφή στις ρίζες», που κυριάρχησε τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Ανάμεσά τους είναι η Αγγελική Χατζημιχάλη, η Εύα Σικελιανού και η Μαρία Σωτηρίου.
Με την απόκτηση των πρώτων αυτών ενδυμασιών, η Καλλιρρόη Παρρέν θα εκφράσει πρώτη την επιθυμία της (1914) για να δημιουργηθεί «εν είδος μουσείου εθνογραφικού συμπληρούντος το επίσημον του κράτους». Με την πάροδο του χρόνου, η Ιματιοθήκη του Λυκείου των Ελληνίδων συνέχισε να εμπλουτίζεται με φορεσιές από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Κατά τα πρώτα εκείνα χρόνια η συλλογή χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα για να καλύψει τις ενδυματολογικές ανάγκες της Χορευτικής Ομάδας του Λυκείου των Ελληνίδων στις εμφανίσεις της σε πολυάριθμες εκδηλώσεις. Σύντομα, όμως, έγινε αντιληπτή η επιτακτική ανάγκη να χαρακτηριστούν οι φορεσιές αυτές ως μουσειακά αντικείμενα και να μη χρησιμοποιούνται πλέον ως θεατρικά κοστούμια. Η σκέψη αυτή οδήγησε, αρκετά χρόνια αργότερα, στην ίδρυση του Μουσείου Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας. Οι ενδυμασίες που μέχρι τότε φυλάσσονταν στο Κεντρικό κτίριο του Λυκείου των Ελληνίδων, στη Δημοκρίτου 14, μεταφέρθηκαν το 1987 στον ιδιόκτητο χώρο του Μουσείου, στη Δημοκρίτου 7.Το κτίριο του Μουσείου κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1920 από τον πολιτικό μηχανικό Ηλία Οικονόμου για προσωπική του κατοικία. Το εν λόγω κτίριο αγοράστηκε το 1985 από το Λύκειο των Ελληνίδων και με επιδότηση του Υπουργείου Πολιτισμού διαμορφώθηκε κατάλληλα για να φιλοξενήσει τη μουσειακή ενδυματολογική του συλλογή. Οι εργασίες ανακαίνισης του κτιρίου κινήθηκαν σε δύο άξονες: στη διατήρηση, κατά το δυνατό, της μορφής της αστικής οικίας και τη λειτουργική προσθήκη δομικών στοιχείων, ώστε να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία του και το κτίριο να αποκτήσει νέα χρήση. Στο υπόγειο στεγάζεται το πωλητήριο, στο ισόγειο ο εκθεσιακός χώρος όπου και διεξάγονται τα εκπαιδευτικά προγράμματα, στον πρώτο όροφο τα γραφεία και η βιβλιοθήκη με λαογραφικού και ενδυματολογικού ενδιαφέροντος βιβλία και στο δεύτερο οι αποθήκες. Μέσα σ’ αυτό το αρχιτεκτονικό κέλυφος διασώζεται και παρουσιάζεται η ιστορία της ελληνικής ενδυμασίας.
Την επίβλεψη του Μουσείου και τη διαχείριση της συλλογής του αναλαμβάνει η ενδυματολόγος-σκηνογράφος και κατόπιν Έφορος της Ιματιοθήκης επί 4 έτη, Ιωάννα Παπαντωνίου. Ήταν εκείνη που έδωσε πνοή στο Μουσείο και το έκανε ζωντανό οργανισμό, συστήνοντας το 1994 την πρώτη ομάδα εργασίας, αρχικά με τους Ξένια Πολίτου και Βασίλη Ζηδιανάκη και την ιστορικό Νάντια Μαχά-Μπιζούμη από το 1997. Με την επίβλεψή της διοργανώνονται περιοδικές θεματικές εκθέσεις που αφορούν στην παρουσίαση φορεσιών κατά γεωγραφικά διαμερίσματα. Το 2004, το Μουσείο στελεχώνεται με τη μουσειολόγο Τάνια Βελίσκου. Το 2007, ξεκινά η ψηφιοποίηση μέρους της μουσειακής συλλογής του, έργο που χρηματοδοτήθηκε από το Γ’ Κοινοτικό Πακέτο Στήριξης, στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Κοινωνία της Πληροφορίας».
Το Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας φιλοδοξεί να αποτελέσει χώρο επιστημονικής έρευνας και πολιτισμικής δράσης συμμετέχοντας σε ερευνητικά προγράμματα, σε συνεργασία με άλλα μουσεία ανάλογου ενδιαφέροντος.
ΟΙ ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ΟΛΓΑΣ
Το 19ο αιώνα, στην αστική Ευρώπη υπήρχε έντονο ενδιαφέρον για τις κούκλες με παραδοσιακές εθνικές φορεσιές. Τις θεωρούσαν σημαντικό παιγνίδι εκπαιδευτικού χαρακτήρα, κατάλληλο για την ψυχαγωγία και την επιμόρφωση των παιδιών. Οι ευρωπαίοι κατασκευαστές παιγνιδιών έντυναν πολλές κούκλες με παραδοσιακές φορεσιές από διάφορα μέρη του κόσμου. Η περίοδος της Τουρκοκρατίας και της Ελληνικής Επανάστασης ενέπνευσαν πολλούς, με αποτέλεσμα οι ποικιλόμορφες γυναικείες φορεσιές και οι Έλληνες φουστανελάδες να είναι από τα πιο αγαπημένα θέματα. Οι ευρωπαίοι κατασκευαστές κουκλών αντέγραφαν τις ελληνικές φορεσιές κυρίως από τα βιβλία των περιηγητών στην Ελλάδα, οι οποίοι κατέγραφαν ή ζωγράφιζαν φορεσιές από διάφορες περιοχές. Άλλες φορές ανέτρεχαν σε ιστορικά βιβλία ή συμβουλεύονταν ενδυματολόγους και μερικές φορές βιβλία μόδας, τα οποία περιείχαν γκραβούρες ενδυμασιών. Όμως, οι περισσότερες πληροφορίες που αντλούνταν από αυτές τις πηγές ήταν λανθασμένες, με αποτέλεσμα οι φορεσιές που κατασκευάζονταν να είναι κακή απομίμηση των αυθεντικών ενδυμασιών. Προς το τέλος του 19ου αιώνα το ενδιαφέρον για τις κούκλες με τις εθνικές παραδοσιακές ενδυμασίες μειώθηκε αισθητά. Στις αρχές του 20ου αιώνα ξεκίνησε μια προσπάθεια για την αναβίωσή τους, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Το 1908 εκδόθηκε στις ΗΠΑ το πρώτο βιβλίο με θέμα την κούκλα και υπήρχε κεφάλαιο ειδικό για τις κούκλες με εθνικές ενδυμασίες. Στην προσπάθεια αυτή συνέβαλε και μια ελληνική συνήθεια των μεταναστών: κάθε νεαρός μετανάστης έπαιρνε μαζί του ένα ζευγάρι κούκλες ντυμένες νύφη-γαμπρός, αλλά και με άλλες φορεσιές. Οι κούκλες αυτές συμβόλιζαν για το μετανάστη την αγάπη και τον κόπο των μανάδων τους και των γιαγιάδων τους προκειμένου να τις φτιάξουν. Οι Έλληνες μετανάστες, συχνά στη διάρκεια εορταστικών εκδηλώσεων, έκαναν εκθέσεις με αυτές τις κούκλες.
Σύντομα μετά τις ΗΠΑ, ξεκίνησαν και στην Ευρώπη οι προσπάθειες για τη διάσωση της κούκλας, με πρώτη εκδήλωση στο Παρίσι την έκθεση κούκλας με τοπικές ενδυμασίες της Γαλλίας (η συλλογή εκτίθεται και σήμερα στη Γαλλία).
ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΟΥΚΛΕΣ
Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, όταν το αστικό ευρωπαϊκό ένδυμα αρχίζει να αντικαθιστά την εγχώρια ενδυμασία, άνθρωποι με κύρος προσπάθησαν κατά καιρούς να σώσουν τις παραδοσιακές φορεσιές, έστω και με τη χρησιμοποίηση κούκλας.
Η βασίλισσα Όλγα το 1912-1913 έφερε από το Λονδίνο 42 άντυτες κούκλες από πορσελάνη. Με δική της εντολή, η γραμματέας της, Ιουλία Καρόλου, έστειλε τις κούκλες αυτές στα κατά επαρχίες διοικητικά συμβούλια της Χριστιανικής Αδελφότητας ή στους κατά τόπους δημάρχους της Ελλάδας. Παράκληση ήταν να ντυθούν οι κούκλες ανά ζεύγος, με κάθε λεπτομέρεια, με τη νυφιάτικη, τη γιορτινή ή την καθημερινή φορεσιά και να επιστραφούν.
Σημειώνει η Ιουλία Καρόλου: «Πάντοτε εθαύμαζεν (η βασίλισσα) τας κατά τόπους ελληνικάς χωρικάς ενδυμασίας ανδρών και γυναικών και επήλθεν εις την Βασίλισσαν η ιδέα να διασώσει τον ακραιφνή αυτών τύπον, διότι είχε, κατά τας εν Ελλάδι περιοδείας της, παρατηρήσει, ότι αι χωρικαί, λόγω της συχνής μετά των πόλεων επικοινωνίας, είχον αρχίσει να ενδύωνται δήθεν επί το ευρωπαϊκώτερον, προσθέτουσαι εις τας παλαιάς γραφικάς στολάς των νήσων ή των χωρίων γελοία εξαρτήματα τού ευρωπαϊκού συρμού της εποχής και καταστρέφουσαι ούτω την γραφικότητα των εθνικών τοπικών ενδυμασιών, αίτινες διετηρούντο αναλλοίωτοι άλλοτε από γενεάς εις γενεάν».
Το 1914, η βασίλισσα αναγκάστηκε, λόγω του πολέμου, να καταφύγει στη Ρωσία. Από εκεί έστειλε επιστολή στην Ιουλία Καρόλου, με την οποία της ανέθετε να δωρίσει τη συλλογή με τις κούκλες στο Λύκειο των Ελληνίδων.
Γράφει η Ιουλία Καρόλου: «Τας κούκλας αυτάς κατά το 1914, οπότε η θύελλα τού Ευρωπαϊκού πολέμου απέκλεισε την Βασίλισσαν εις Ρωσσίαν, δι’ επιστολής της μοι ανέθηκε να τας δωρήσω εις το Λύκειον των Ελληνίδων, του οποίου προησθάνετο το μέλλον και εξετίμα την εθνικήν δράσιν προς αναγγένησιν και διατήρησιν κάθε ωραίου ελληνικού ιδεώδους. Δαπάναις της κατεσκευάσθη εις το Λύκειον υαλόφρακτος προθήκη, όπου και ετοποθετήθησαν αι κούκλαι της Βασιλίσσης».
Από εκείνες τις 42 κούκλες σώζονται 23, τις οποίες θα έχετε πάντα την ευκαιρία να θαυμάσετε, στο Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου