Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών, είναι ένα από τα πιο σημαντικά του ελληνικού χώρου. Στα εκθέματά του υπάρχουν αντικείμενα από το φημισμένο δελφικό μαντείο, το πιο ξακουστό στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Οι μοναδικές και πλούσιες συλλογές του περιλαμβάνουν κυρίως αρχιτεκτονικά γλυπτά, αγάλματα, αριστουργήματα μικροτεχνίας και αφιερώματα των πιστών στο ιερό, που αντανακλούν τη θρησκευτική, πολιτική και κοινωνική δραστηριότητά του σε όλη την ιστορική του πορεία, από την ίδρυσή του, τον 8ο αιώνα π.Χ. μέχρι τα χρόνια του Βυζαντίου, έως τότε δηλαδή που οδηγήθηκε σε πλήρη παρακμή.
Σήμερα το μουσείο στεγάζεται σε ένα πλήρως ανακαινισμένο διώροφο κτίριο με συνολικό εμβαδόν 2.270 τ.μ. Η μόνιμη έκθεσή του καταλαμβάνει 14 αίθουσες και οι αποθηκευτικοί χώροι έκταση 558 τ.μ. Στο χώρο του λειτουργεί εργαστήριο συντήρησης κεραμικών και μεταλλικών αντικειμένων, καθώς και εργαστήριο αποκατάστασης ψηφιδωτών. Ύστερα από την τελευταία ανακαίνιση του κτιρίου, διαμορφώθηκαν σύγχρονοι χώροι υποδοχής και εξυπηρέτησης του κοινού, και λειτουργεί κυλικείο και πωλητήριο διαφόρων κατατοπιστικών εντύπων και βιβλίων, καθώς επίσης και αναμνηστικών. Υπάρχει πρόβλεψη για την πρόσβαση στο μουσείο των ατόμων με αναπηρία, με ειδικά διαμορφωμένες ράμπες και ανελκυστήρα. Ράμπα και σχετικός ηλεκτροκίνητος μηχανισμός υπάρχει και μέσα στο Μουσείο, προς την αίθουσα Ηνιόχου.
Το αρχαιολογικό μουσείο Δελφών βρίσκεται λίγο πριν την πόλη των Δελφών, στη διαδρομή από την Αθήνα, σε συνέχεια του αρχαιολογικού χώρου. Το μουσείο εποπτεύει η Ι' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Ιστορικό
Το πρώτο κτίριο που στέγασε το μουσείο στους Δελφούς, κατασκευάστηκε το 1903 με δωρεά του Ανδρέα Συγγρού σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Tournaire και διέθετε δύο αίθουσες με τα εξαιρετικά ευρήματα της μεγάλης ανασκαφής, που είχε ξεκινήσει το 1892, από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Κατά τους χρόνους του Μεσοπολέμου, μετά από τις ανάγκες για ορθότερη έκθεση των εκθεμάτων, έγιναν εκτεταμένες επισκευές και επέκταση (1935-1936), και επαναλειτούργησε το 1938. Οι δύο πρώτες εκθέσεις έγιναν με τη συνεργασία Γάλλων κι Ελλήνων αρχαιολόγων. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής τα περισσότερα γλυπτά κρύφτηκαν για να μην τα αρπάξουν οι κατακτητές. Το 1956 έγιναν ορισμένες βελτιώσεις με την κατασκευή αποθήκης για τις επιγραφές. Το 1958 προγραμματίστηκαν και άρχισαν τα έργα για την πλήρη ανακαίνισή του, σύμφωνα με νέα φιλοσοφία, βασισμένη στις σύγχρονες αντιλήψεις περί μουσείων. Τα έργα άρχισαν το καλοκαίρι του 1958, βασισμένα σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Ταυτόχρονα με την ανακαίνιση έγιναν και σοβαρές επεκτάσεις και μετατροπές εσωτερικών και εξωτερικών χώρων. Το μουσείο απέκτησε δύο νέες αίθουσες, αυτές των μεταλλικών μικροαντικειμένων και του Ηνιόχου, και παράλληλα μετασκευάσθηκαν οι τρεις ήδη υπάρχουσες. Πρώην αποθηκευτικοί χώροι διαρρυθμίστηκαν σε γραφεία, ξενώνα και αποθήκη, ενώ μπροστά από τα γραφεία διαμορφώθηκε στοά, όπου εκτέθηκαν αγάλματα ελληνιστικής εποχής (η στοά φράχθηκε το 1980 χάριν επέκτασης των γραφείων της Εφορείας). Δίπλα στο μουσείο οικοδομήθηκαν εργαστήρια αποθήκες και γλυπτών, αγγείων και αρχιτεκτονικών μελών. Το μουσείο λειτούργησε ξανά στις αρχές της δεκαετίας του ’60, από το 1960 ως το 1963.
Το 1975, τμήμα του τότε εργαστηρίου και της αποθήκης γλυπτών μετατράπηκε σε αίθουσα για την έκθεση του ταύρου και των χρυσελεφάντινων αντικειμένων από την ανασκαφή του αποθέτη (λάκου) της Ιεράς οδού. Η αίθουσα αποπερατώθηκε και εγκαινιάσθηκε το 1978, ενώ το Δεκέμβριο του 1979 οικοδομήθηκε δεύτερη σκάλα καθόδου των επισκεπτών στην είσοδο του κτιρίου. Η τελευταία επέκταση και εκσυγχρονισμός του μουσείου ολοκληρώθηκε το 1999. Έγινε ανακαίνιση των υπαρχόντων εκθεσιακών χώρων, αναβάθμιση και κατασκευή νέων εργαστηριακών χώρων, κατασκευή αποθήκης και γραφείων, διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, βελτιωτικές επεμβάσεις στο αρχιτεκτονικό κέλυφος του κτιρίου, στη στέγη και στα δάπεδα, κατασκευή χώρων υποδοχής, κυλικείου και πωλητηρίου εντύπων. Παράλληλα, υλοποιήθηκε η επανέκθεση ολόκληρης της συλλογής του μουσείου, στο πλαίσιο της οποίας δημιουργήθηκαν χώροι εξυπηρέτησης του κοινού, εργαστηριακοί χώροι και αποθήκες, αναδείχθηκαν τα εκθέματα κι εμπλουτίσθηκαν με νέα, δημιουργήθηκε υπόβαθρο για εποπτικό υλικό σύγχρονης τεχνολογίας, βελτιώθηκαν οι εκθετικές δυνατότητες και έγινε αναδιαρρύθμιση των εκθεμάτων σύμφωνα με τη νέα μουσειολογική αντίληψη.
Μόνιμη έκθεση
Η μόνιμη έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Δελφών έχει ως κύριο θέμα την ιστορία του δελφικού ιερού και περιλαμβάνει ευρήματα που χρονολογούνται από την 2η χιλιετία π.Χ. και φτάνουν έως τους Ύστερους Ρωμαϊκούς χρόνους. Τα περισσότερα είναι προσφορές των πιστών στο ιερό και χρονολογούνται στην περίοδο ακμής του, από την αρχαϊκή έως τη ρωμαϊκή εποχή. Βασικός ιστός της παρουσίασής τους είναι αφενός η τήρηση του χρονολογικού πλαισίου μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η ανάπτυξη του ιερού και αφετέρου η ανάδειξη συνόλων ευρημάτων με κοινή προέλευση είτε τοπογραφική (ιερό Προναίας, αποθέτης Ιεράς οδού) είτε κτιριακή (ναός Απόλλωνα, θησαυρός Σιφνίων).
Τα εκθέματα ομαδοποιούνται και εντάσσονται σε ευρύτερες εκθεσιακές ενότητες που βοηθούν τον επισκέπτη να αντιληφθεί την πορεία του ιερού στον χρόνο και να προσεγγίσει με απτό τρόπο τις περιόδους ακμής και παρακμής του μέσα από τα αφιερώματα πλουσίων ιδιωτών, ή και ολόκληρων πόλεων. Σημαντικός παράγοντας στην οργάνωση της έκθεσης είναι η φύση των εκθεμάτων: οι πλαστικές και αρχιτεκτονικές δημιουργίες από την αρχαϊκή έως τη ρωμαϊκή περίοδο απαιτούν ευρυχωρία για την ανάδειξή τους, ενώ παράλληλα υπάρχουν τα έργα μικροτεχνίας.
Στην έκθεση εξαίρεται η τέχνη της αρχαϊκής εποχής και τα μεταλλικά ή μαρμάρινα αναθήματα και οι μνημειακές συνθέσεις έναντι των κεραμικών. Υπερτερούν οι μνημειακές συνθέσεις αρχιτεκτονικής και πλαστικής έναντι των οικιστικών ή ταφικών συνόλων, ενώ ορισμένα εντυπωσιακά ευρήματα εκτίθενται μεμονωμένα, όπως ο περίφημος Ηνίοχος. Η συμβατική τοποθέτηση των εκθεμάτων καθορίζεται από τις σύγχρονες αρχές μουσειογραφίας και κυρίως από το σεβασμό προς τον επισκέπτη. Με τη βοήθεια εποπτικού υλικού (κειμένων και προπλασμάτων, σχεδιαστικών ή ψηφιακών αναπαραστάσεων και χαρτών) διευκρινίζεται το γνήσιο περιβάλλον-πλαίσιο των αντικειμένων.
Παρουσιάζονται αναθήματα και άλλα ευρήματα από τους πρώτους χρόνους του ιερού. Και από την εποχή προ της λατρείας του θεού Απόλλωνα, αλλά και από τα μεταβατικά χρόνια προς την εποχή του Απόλλωνα. Τα παλαιότερα ευρήματα και εκθέματα είναι πήλινα μυκηναϊκά ειδώλια όρθιων ή καθιστών μορφών, με τα χέρια τους ανοικτά ή κλειστά, ένα μινωικό ρυτό από πέτρα, σε σχήμα κεφαλής λιονταριού και ακολουθούν χάλκινοι τρίποδες, που αποτελούν και τα πρώτα αφιερώματα στη νέα λατρεία του Απόλλωνα. Η Εποχή του Χαλκού αντιπροσωπεύεται επίσης από κυπριακές ασπίδες, φοινικικές φιάλες, πόρπες από την Φρυγία και σειρήνες από την Συρία. Η πρώτη αίθουσα τελειώνει με τα αναθήματα με ανδρικές μορφές από τους Γεωμετρικούς χρόνους.
Η δεύτερη αίθουσα περιέχει όλα τα χάλκινα αφιερώματα από τον 8ο και τον 7ο π.Χ. αιώνα, αρκετά ζωόμορφα ειδώλια, πολλά κοσμήματα, περικεφαλαίες και το κόσμημα της αίθουσας ο χάλκινος «δαιδαλικός κούρος» μικρών διαστάσεων που προαναγγέλλει τα επιτεύγματα της πλαστικής τέχνης των επόμενων αιώνων. Την πρώτη θέση στα αφιερώματα έχει ο νέος τύπος του λέβητα που στηρίζεται σε χωριστό τριποδικό στήριγμα από χυτές ράβδους και στο χείλος του διακοσμείται με ταυροκεφαλές ή προτομές από φανταστικά τέρατα, γρύπες και σειρήνες. Μια σειρά ευρημάτων (οι ασπίδες με την έκτυπη διακόσμηση και τα τετράπλευρα στηρίγματα σκευών με τα περίτμητα ανάγλυφα, ή το πόδι του λιονταριού με την κυπριακή επιγραφή) φανερώνουν τις σχέσεις με τα δύο νησιά, όπου διασταυρώνονται οι πολιτισμοί της Ελλάδας και της Ανατολής. Τους προνομιακούς δεσμούς του δελφικού ιερού με την Κρήτη απηχεί και ο ομηρικός ύμνος του Απόλλωνα, που μας πληροφορεί ότι ο θεός στρατολόγησε τους πρώτους ιερείς του ναού του από Κρήτες ναυτικούς. Βρέθηκαν επίσης χάλκινα ομοιώματα ζώων με αφιερωματικό χαρακτήρα, που χρονολογούνται στον 8ο αιώνα π.Χ. Διακρίνουμε άλογα, βοοειδή, κριάρια, χοίρους, που συνήθως στέκονταν σε πλακοειδείς βάσεις διάτρητες ή συμπαγείς. Ο μικρός χοίρος πρωτογεωμετρικής εποχής είναι πρωιμότερος όλων, ενώ ύστερος είναι ο ταύρος του τέλους του 7ου αιώνα π.Χ., που «βαδίζει» πάνω σε πλάκα. Δίπλα στο τετράποδο με κυρτά κέρατα, που πατά επίσης σε πλάκα, σώζεται τμήμα του ποδιού από κάποιο ανθρωπόμορφο ειδώλιο, πιθανώς του βοσκού. Το γεωμετρικής εποχής άλογο σώζει τις λεπτομέρειες κεφαλιού και χαίτης αποδοσμένες εγχάρακτα.
Αίθουσα ΙΙΙ: Οι πρώιμοι αρχαϊκοί χρόνοι
Στην αίθουσα δεσπόζει το σύμπλεγμα των δίδυμων κούρων και πίσω τους επιλεγμένα χάλκινα αντικείμενα τέχνης και εργαλεία της ίδιας περιόδου, συμπληρώνουν το περιεχόμενο της αίθουσας. Απέναντι εκτίθεται η πώρινη ζωφόρος από το θησαυρού των Σικυωνίων.
Πώρινες μετόπες με ανάγλυφη διακόσμηση βρέθηκαν στα θεμέλια του θησαυρού των Σικυωνίων και προέρχονται από μικρό ορθογώνιο κτήριο που είχε δωρική κιονοστοιχία (πτερόν) στεγασμένη χωρίς εσωτερικούς τοίχους, και γι’ αυτό αποκαλείται «μονόπτερο». Μία δωρική ζωφόρος με μετόπες και τρίγλυφα διακοσμούσε το επάνω μέρος του. Χρονολογείται στο 560 π.Χ. Οι Θησαυροί ήταν μικρά οικοδομήματα-αφιερώματα στο θεό, και ο χώρος στο εσωτερικό τους χρησιμοποιείτο για τη φύλαξη πολύτιμων αναθημάτων της πόλης-δωρήτριας. Τα γλυπτά αυτού του Θησαυρού αποτελούν εξαιρετικό δείγμα της ξακουστής στην αρχαιότητα αρχαϊκής τέχνης της Σικυώνας, όπου ο ζωγραφικός χαρακτήρας με τα ακριβή περιγράμματα και τις λεπτομέρειες των μορφών κυριαρχεί έναντι του πλαστικού. Οι ανάγλυφες μετόπες με το σπάνιο μακρόστενο σχήμα και τα ζωηρά άλλοτε χρώματα έδιναν την εντύπωση ζωγραφικών πινάκων.
Αίθουσα IV: Οι «αποθέτες» με τα χρυσελεφάντινα
Πρόκειται για το περιεχόμενο των αποθετών της Ιεράς οδού, που παρουσιάζει μια εικόνα των χρυσελεφάντινων αρχαϊκών αναθημάτων των πόλεων της ανατολικής Ελλάδας. Από τα υπόλοιπα εκθέματα εξέχουσα θέση κατέχουν η Απολλώνια τριάδα και ο αργυρός ταύρος.
Στις μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων, κυρίως του Ηροδότου, για τα μυθικής αξίας δώρα που χάρισαν στον Απόλλωνα πλούσιοι ηγεμόνες της Ανατολής, όπως ο Γύγης και ο Κροίσος της Λυδίας ή ο Μίδας της Φρυγίας, ήλθε να προστεθεί το 1939, πολλά χρόνια μετά το τέλος της «μεγάλης ανασκαφής» του ιερού, ένα ανέλπιστο ανασκαφικό εύρημα. Κάτω από τις πλάκες της «ιεράς οδού», μπροστά από τη στοά των Αθηναίων, βρέθηκαν από τους Γάλλους αρχαιολόγους δύο λάκκοι, γεμάτοι με αντικείμενα από πολύτιμα υλικά (χρυσό, ελεφαντόδοντο, ασήμι, χαλκό), που χρονολογούνταν από τον 8ο-5ο αιώνα π.Χ.: θραύσματα από τρία τουλάχιστον χρυσελεφάντινα αγάλματα, πολυάριθμα ελάσματα από ένα σφυρήλατο ασημένιο ταύρο σε φυσικό μέγεθος, άπειρα ανάγλυφα πλακίδια από ελεφαντόδοντο, τρία έξοχα έργα της μικρής χαλκοπλαστικής του 5ου αιώνα π.Χ., αλλά και ταπεινά αναθήματα όπλων και αγγείων βρέθηκαν ανακατεμένα με χώμα, κάρβουνα και στάχτες. Η ανασκαφή έδειξε ότι όλα τα ευρήματα προέρχονταν από αφιερώματα που είχαν θαφτεί, αφού είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές από την καταστροφή του οικοδομήματος όπου φυλάσσονταν ως τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με τα ήθη της εποχής, τα αφιερώματα, αντίθετα με τα συμβαίνοντα σήμερα, δεν επιτρεπόταν με κανένα τρόπο να καταστραφούν, να διαχωριστούν σε «ποιοτικά» ή «κατώτερης ποιότητας», να μετατραπούν σε πολύτιμο μέταλλο, ή να απομακρυνθούν από το ιερό, γι’ αυτό οι ιερείς τα έθαψαν μέσα στον χώρο του Μαντείου.
Ύστερα από πολύχρονες συντηρήσεις τα χιλιάδες θραύσματα των δύο λάκκων-«αποθετών» ανασυγκροτήθηκαν στη μορφή των σημερινών εκθεμάτων που μας δίνουν μια εικόνα του πλούτου των αναθημάτων του ιερού στα αρχαϊκά και τα πρώιμα κλασικά χρόνια. Τα περισσότερα είναι έργα ιωνικών εργαστηρίων και φαίνεται ότι προέρχονται από τις πλούσιες πόλεις της Ιωνίας (Μίλητο, Έφεσο, Σάμο). Τα υπολείμματα των χρυσελεφάντινων αγαλμάτων, αν και δεν διατηρούν την αρχική τους όψη, αποτελούν σχεδόν μοναδικά δείγματα μιας σπάνιας τεχνικής της γλυπτικής που συνδύαζε το γλυπτό ελεφαντόδοντο και το σφυρήλατο χρυσό στερεωμένα σε ξύλινο πυρήνα και που, όπως γνωρίζουμε από τις αρχαίες φιλολογικές πηγές, χρησιμοποίησαν οι γλύπτες τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ. για τα λατρευτικά αγάλματα, όπως ο Φειδίας για την Αθηνά στον Παρθενώνα και το Δία στην Ολυμπία.
Από τους δύο αποθέτες συλλέχθηκαν περίπου 2.000 οστέινα θραύσματα, που μετά από πολύχρονη και επίπονη εργασία συγκολλήθηκαν και αποκαταστάθηκαν σε μεμονωμένες μορφές ή συνθέσεις. Η επεξεργασία της πίσω όψης τους δείχνει ότι προέρχονται από τη διακοσμητική επένδυση ξύλινων και χάλκινων κιβωτίων ή επίπλων, ίσως κάποιου θρόνου. Ήταν δηλαδή αφιερώματα που το ευαίσθητο υλικό τους επέβαλε τη φύλαξη τους σε κάποιον από τους θησαυρούς του ιερού. Πιο παλιό είναι το αγαλμάτιο ενός θεού ή ήρωα, που έχει δαμάσει ένα άγριο ζώο. Είναι άριστο δείγμα της τέχνης της Μικράς Ασίας με έντονες ανατολικές επιδράσεις, που κατασκευάστηκε από Έλληνα τεχνίτη, όπως δείχνει το μοτίβο του μαιάνδρου στη βάση της μορφής. Για τη χρονολόγηση του έχουν διατυπωθεί προτάσεις που κυμαίνονται μεταξύ του 8ου και του 6ου αιώνα.
Οι μικρογραφικές συνθέσεις σχηματίζονται από σκαλιστές μορφές, που πατούν σε λεπτή ταινία και είναι κομμένες στο περίγραμμα τους (τεχνική ajouré). Σε μερικές αναγνωρίζουμε σπάνιες μυθολογικές σκηνές, όπως το επεισόδιο από την Αργοναυτική εκστρατεία με τους Βορεάδες και τις Άρπυιες, που συγκροτήθηκε από 40 περίπου θραύσματα. Στο ταξίδι τους για τη μακρινή Κολχίδα, ο Ιάσων και οι σύντροφοι του προσορμίστηκαν σε μια ακτή της Θράκης, επειδή συνάντησαν αντίθετους ανέμους ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, επειδή ήθελαν να πάρουν πληροφορίες για το δρόμο τους. Στον τόπο αυτό βασίλευε ένας γέρος βασιλιάς, ο Φινέας, που οι θεοί τον είχαν τιμωρήσει για κάποια ανόσια πράξη του τυφλώνοντας τον και καταδικάζοντας τον σε ένα διαρκές μαρτύριο, να μη χαίρεται το φαγητό του. Δύο φοβερές φτερωτές γυναίκες, οι Άρπυιες, άρπαζαν ή ρύπαιναν την τροφή του τυφλού βασιλιά. Ανάμεσα στους ήρωες της Αργοναυτικής εκστρατείας βρίσκονταν και οι δύο Βορεάδες, οι γιοι του Βορέα, επίσης φτερωτοί. Κυνήγησαν τις Άρπυιες και απάλλαξαν έτσι τον Φινέα από το μαρτύριο του, ο οποίος, ως ανταπόδοση, κατάφερε να κάνει να φυσήξουν ευνοϊκοί άνεμοι και έδωσε συμβουλές στους Αργοναύτες πώς θα διασχίσουν τις Συμπληγάδες. Στη σκηνή του πλακιδίου εικονίζεται η δίωξη των Αρπυιών από τους Βορεάδες. Η σκηνή της αναχώρησης του πολεμιστή είναι θέμα αγαπητό στην αρχαία τέχνη, κυρίως στην αγγειογραφία. Μερικές φορές ο πολεμιστής συνοδεύεται με το όνομα του, συχνότερα όμως είναι ανώνυμος. Εδώ ο πολεμιστής, ίσως ο Αμφιάραος, ο μυθικός βασιλιάς που πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, ανεβαίνει στο άρμα του, όπου ήδη βρίσκεται ο ηνίοχος, ενώ οι σύντροφοι του είναι έτοιμοι να τον ακολουθήσουν.
Εξήντα ασημένια φύλλα που βρέθηκαν τσαλακωμένα και φθαρμένα στον αποθέτη, μας χάρισαν, μετά από επίπονη και μακρόχρονη εργασία ικανότατων συντηρητών, το πρώτο παράδειγμα αγάλματος σε μεγάλες διαστάσεις από σφυρήλατο ασήμι: το άγαλμα ταύρου από τρία φύλλα ασημιού συνδεδεμένα με ταινίες από επαργυρωμένο χαλκό, που τις στερέωναν καρφιά ασημένια ή χάλκινα. Υπάρχουν ίχνη ξύλινου πυρήνα που δεν καταλάμβανε όλο το χώρο εσωτερικά: τα φύλλα, σφυρηλατημένα στην πίσω όψη, πρέπει να ακουμπούσαν σε κάποιο εύπλαστο υλικό, άργιλο, κερί ή γύψο. Τα κέρατα, τα αυτιά, το μέτωπο, οι οπλές και άλλα σημεία του σώματος ήταν επιχρυσωμένα. Με τη συντήρηση έγινε δυνατή η αποκατάσταση των εκατοντάδων θραυσμάτων των φύλλων, όμως η αρχική πλαστικότητα και ο όγκος δεν μπόρεσαν να αποδοθούν. Επιπλέον οι διαστάσεις του αγάλματος έχουν αλλοιωθεί σε σχέση με το αρχικό συνολικό του μήκος, που ήταν περίπου 2,30 μ. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σωζόμενο παράδειγμα της λεγόμενης σφυρήλατης τεχνικής, που αντικαταστάθηκε από την τεχνική του χυτού μετάλλου. Η τέχνη του, ιδιαίτερα το κεφάλι και τα δυνατά καλοπλασμένα πόδια του, μιλούν εύγλωττα για τις ικανότητες του Ίωνα μεταλλοτεχνίτη και φανερώνουν τη δύναμη, τον πλούτο και το πολιτιστικό επίπεδο της ανθηρής πόλης και του μεγιστάνα αξιωματούχου, ενός πραγματικού Κροίσου, που πρόσφερε στον Απόλλωνα ένα τέτοιο δώρο το πρώτο μισό του 6ου αιώνα π.Χ.! Ο συνειρμός με τις πλούσιες προσφορές του βασιλιά της Λυδίας Κροίσου είναι αναπόφευκτος.
Αίθουσα V: Ο θησαυρός των Σιφνίων
Συμπληρωματικά, εκτίθενται η σφίγγα των Ναξίων μαζί με στοιχεία αρχιτεκτονικής πλαστικής από άλλα κτίσματα του ιερού. Γύρω στο 560 π.Χ., προτού οι Σίφνιοι κτίσουν τον πολυτελή θησαυρό τους, ένα άλλο πλούσιο νησί των Κυκλάδων, η Νάξος, στέλνει μεγαλειώδη προσφορά στους Δελφούς. Είναι το άγαλμα της μυθικής Σφίγγας που, με το κολοσσιαίο μέγεθος, την επιβλητική μορφή και θέση της στο ιερό (κοντά στο βράχο της Σίβυλλας και μπροστά από τον Πολυγωνικό Τοίχο του ανδήρου του ναού) μας θυμίζει την πολιτική και καλλιτεχνική υπεροχή της Νάξου στην αρχαϊκή εποχή. Το αποτρόπαιο δαιμονικό πλάσμα με το γυναικείο πρόσωπο και το αινιγματικό χαμόγελο, το σώμα λιονταριού και τα φτερά πτηνού, καθόταν πάνω στο κιονόκρανο πανύψηλου ιωνικού κίονα που θεωρείται το αρχαιότερο στοιχείο ιωνικού ρυθμού στους Δελφούς. Συνολικά το ύψος του αναθήματος έφθανε τα 12,50 μέτρα. Το κολοσσιαίο μέγεθός της και το ύψος, απ’ όπου έλεγχε το δελφικό τοπίο, πρέπει να ασκούσε δέος στους προσκυνητές της Αρχαϊκής περιόδου και να πρόσθετε στη φήμη της Νάξου εκείνη την εποχή. Λαξευμένη σ’ ένα μεγάλο κομμάτι ναξιακού μαρμάρου η Σφίγγα συνδυάζει τη στερεότητα της κατασκευής με μία διακοσμητική διάθεση στην απόδοση των μαλλιών, του στήθους και των φτερών, που πετυχαίνει να εκλεπτύνει τον όγκο της μορφής. Όπως πληροφορούμαστε από την εγχάρακτη επιγραφή του 4ου αιώνα π.Χ. στη βάση του κίονα, οι ιερείς του Απόλλωνα τίμησαν τους πολίτες της Νάξου με το προνόμιο της προμαντείας, δηλαδή της προτεραιότητας στη σειρά των πιστών που ζητούσαν χρησμό.
Δίπλα στα αυστηρά δωρικά οικοδομήματα που έκτισαν στο ιερό των Δελφών οι πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, ο θησαυρός των Σιφνίων εκπροσωπεί την τεχνοτροπία της ανατολικής νησιωτικής Ελλάδας και τον πλούσιο σε διακόσμηση ιωνικό ρυθμό. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα επιτρέπουν τη λεπτομερή αναπαράστασή του. Είναι από τα λίγα μνημεία που η χρονολόγησή τους προσδιορίζεται με ακρίβεια, μιας και η ανέγερσή του συνδέεται μ’ ένα μαρτυρημένο από τον Ηρόδοτο ιστορικό γεγονός, που είχε προβλέψει η Πυθία στο χρησμό της προς τους Σίφνιους. Το 524 π.Χ., η Σίφνος λεηλατήθηκε από Σάμιους φυγάδες, μετά την ανεπιτυχή επανάστασή τους κατά του τυράννου Πολυκράτη. Ο θησαυρός πρέπει να είχε ιδρυθεί αμέσως πριν τη λεηλασία. Η οικοδόμησή του εξ ολοκλήρου από μάρμαρο ήταν μια ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον Απόλλωνα εκ μέρους του μικρού Κυκλαδίτικου νησιού που την εποχή εκείνη γνώριζε εξαιρετική οικονομική άνθηση χάρη στα ορυχεία χρυσού και αργύρου. Ήταν όμως και μια ένδειξη πολυτέλειας, που δηλώνεται επίσης με τον υπερβολικά πλούσιο πλαστικό διάκοσμο που περιέτρεχε το κτίριο από τη βάση ως τη στέγη. Ζώνες ανάγλυφες με περίτεχνα διακοσμητικά θέματα (κυμάτια, ανθέμια, άνθη λωτών, ρόδακες), μαρμάρινες λεοντοκεφαλές στην υδρορροή, γλυπτές μορφές στη ζωφόρο, τα αετώματα και τα ακρωτήρια, το καταστόλιστο πλαίσιο της θύρας, όλα συμβάλλουν σε μια φανταχτερή έκφραση του ιωνικού ρυθμού. Στην πρόσοψη, η κυριαρχία των πλαστικών μορφών που αντικαθιστούν τα γεωμετρικά μοτίβα φθάνει στο απόγειο της: αντί δύο κιόνων σε παράσταση, εδώ το επιστύλιο υποστηρίζουν δύο Κόρες, όμοιες με τις ιωνικής καταγωγής Κόρες της Ακρόπολης. Έτσι, περί το 525 π.Χ. οι καρυάτιδες των Σιφνίων προαναγγέλλουν την πρόσταση του Ερεχθείου.
Την πρώτη θέση μέσα στο ιερό είχε ο ναός, η κατοικία του θεού και έδρα του μαντείου του. Όταν τον 6ο αιώνα π.Χ. η φήμη του ιερού εξαπλώθηκε σε όλο τον γνωστό κόσμο, ο ναός έπρεπε να έχει μορφή αντάξια της οικουμενικής του αίγλης. Γι’ αυτό, μετά την πυρκαγιά του 548 π.Χ. που κατέστρεψε τον πρώτο πέτρινο ναό του ιερού (αυτόν που ο ομηρικός ύμνος λέει ότι θεμελιώθηκε από τον ίδιο τον Απόλλωνα), οι υπεύθυνοι του ιερού άρχισαν να χτίζουν έναν πολύ πιο μεγάλο και πιο πολυτελή. Για το σκοπό αυτό διεύρυναν το πλάτωμα, όπου θα εδραζόταν το νέο κτίριο, και, για να συγκρατήσουν τα χώματα, έχτισαν έναν τεράστιο τοίχο από πολυγωνικούς λίθους με καμπύλους αρμούς. Το μεγάλο χρηματικό ποσό που χρειάστηκε για την οικοδόμηση συγκεντρώθηκε από τις γενναιόδωρες προσφορές ελληνικών πόλεων και αποικιών, αλλά και ξένων ηγεμόνων, και οι εργασίες κράτησαν πολλά χρόνια.
Ο νέος περίπτερος δωρικός ναός, τα ερείπια του οποίου βλέπουμε σήμερα, εγκαινιάστηκε το 330 π.Χ., και στα αετώματα στήθηκαν οι γλυπτές παραστάσεις με τον Απόλλωνα ανάμεσα στις Μούσες στην ανατολική πλευρά και τον Διόνυσο ανάμεσα στις Θυιάδες (Μαινάδες) στη δυτική, ενώ στις μετόπες του προσηλώθηκαν οι περσικές ασπίδες, λάφυρα των Αθηναίων από τον Μαραθώνα.
Οι ανασκαφές δεν μπόρεσαν να πλουτίσουν τις λιγοστές πληροφορίες των αρχαίων για το εσωτερικό του ναού, αφού η καταστροφή του ήταν σχεδόν ολοκληρωτική. Στο σηκό του (το κεντρικό τμήμα του ναού) υπήρχε σε εξέχουσα θέση το λατρευτικό επιχρυσωμένο άγαλμα του Απόλλωνα και στον πρόναο ήταν χαραγμένα τα περίφημα ρητά των 7 σοφών και το αινιγματικό γράμμα Ε. Τίποτα δεν σώθηκε από το «μαντικό άδυτο» όπου ετελείτο η χρησμοδοσία. Η τελευταία Πυθία φαίνεται ότι πήρε μαζί της το μυστικό της μαντικής της τέχνης και δεν μας άφησε κανένα από τα σύμβολα του προφήτη, που θα πρέπει να βρίσκονταν κάτω από το δάπεδο του σηκού: τον μαντικό τρίποδα, όπου καθόταν η ιέρεια του Απόλλωνα, για να έρθει σε επαφή με τη Γη και τις χθόνιες δυνάμεις της, και τον ομφαλό, που τον θεωρούσαν τάφο του Πύθωνα ή του Διονύσου.
Τα τελευταία χρόνια η συστηματική επανεξέταση μιας σειράς γλυπτών που παρέμεναν παραμελημένα στις αποθήκες του Μουσείου τους ξανάδωσε τη χαμένη τους εδώ και πολλούς αιώνες ταυτότητα, καθώς οδήγησε στην απρόσμενη ταύτιση τους με τα αγάλματα των δύο αετωμάτων που, προηγουμένως, πιστεύαμε ότι τα είχαν αρπάξει οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Η σπουδαία αυτή ανακάλυψη επιβεβαίωσε την περιγραφή των αετωμάτων από τον Παυσανία που είχε δει τα γλυπτά στη θέση τους τον 2ο αιώνα μ.Χ., αλλά μας χάρισε και μια σχεδόν ακριβή εικόνα των δύο συνθέσεων που παρουσιάζονται για πρώτη φορά, έστω και αποσπασματικά, στην έκθεση.
Έργα Αθηναίων καλλιτεχνών, δεν έχουν τη μεγαλοπρέπεια και τη δύναμη των Αρχαϊκών αετωμάτων του προηγούμενου ναού, όμως παρουσιάζουν ενδιαφέρουσες εικονογραφικές καινοτομίες. Η παρουσίαση των δύο θεών στο ίδιο μνημείο και η μοναδική παράσταση του Διονύσου στον τύπο του κιθαρωδού, αποκτά συμβολική σημασία: ο Απόλλων παραχωρεί το δυτικό αέτωμα του ναού του και δανείζει στον Διόνυσο το αγαπημένο του μουσικό όργανο, την κιθάρα. Ο νεωτερισμός φαίνεται πως δεν ήταν άσχετος με την επίσημη αναγνώριση της Διονυσιακής λατρείας στο Δελφικό ιερό, με την υποστήριξη του ιερατείου κατά την εποχή της κατασκευής των αετωμάτων.
Στο ανατολικό αέτωμα του ναού παριστάνεται ο Απόλλωνας με τη μητέρα του Λητώ και την αδελφή του Άρτεμη ανάμεσα στις Μούσες. Στο κέντρο ο Απόλλωνας, φορώντας ιμάτιο που αφήνει ακάλυπτο το στήθος, κάθεται πάνω σε τρίποδα και κρατάει κλαδί δάφνης και φιάλη και εικονίζεται ως κύριος του μαντείου του. Οι Μούσες, άλλες όρθιες κι άλλες καθιστές σ’ ένα τοπίο με βράχους, συνδέουν τον θεό με τον κόσμο των τεχνών και του πνεύματος.
Στο δυτικό αέτωμα του ναού παριστάνεται ο Διόνυσος ανάμεσα στις Μαινάδες (γυναίκες από την ακολουθία του Διονύσου). Στο κέντρο στέκεται ο Διόνυσος στον σπάνιο τύπο του κιθαρωδού. Φοράει χιτώνα ζωσμένο κάτω από το στήθος, ιμάτιο ριγμένο στους ώμους και στο μέτωπο τη χαρακτηριστική ταινία {μύρα) των μυημένων. Η κιθάρα που κρατάει στο αριστερό του χέρι τον εξομοιώνει με τον θεό της μουσικής, τον Απόλλωνα, και συμβιβάζει τους διαφορετικούς κόσμους των δύο θεών που απεικονίζονται στον ίδιο ναό.
Αίθουσες VII-VIII: Ο θησαυρός των Αθηναίων
Εκτίθεται ο γλυπτός διάκοσμος του θησαυρού των Αθηναίων. Στην αίθουσα VII παρουσιάζονται η ζωφόρος και οι μετόπες και στην αίθουσα VIII τα δύο σωζόμενα ακρωτήρια με τις παραστάσεις των εφίππων Αμαζόνων, τμήματα από τα αετώματα του μνημείου, καθώς και οι ύμνοι προς τον Απόλλωνα, που χαράχτηκαν στο κτίσμα σε μεταγενέστερη εποχή.
Αίθουσα IX: Αναθήματα του 5ου π.Χ. αιώνα
Εκτίθενται δείγματα από τον γλυπτό και τον γραπτό πήλινο διάκοσμο των δύο θησαυρών του ναού της Αθηνάς Προναίας, αυτού των Μασσαλιωτών
και του «Δωρικού», ακρωτήρια από τα υπόλοιπα κτίρια του ιερού, καθώς και χαρακτηριστικές σίμες και ακροκέραμα κτιρίων και από τα δύο ιερά.
Σε περίοπτη θέση εκτίθενται τα τρία χάλκινα αγαλμάτια του αποθέτη της αίθουσας IV, δηλαδή η πεπλοφόρος με το θυμιατήρι, ο αυλητής και το σύμπλεγμα με τους δύο αθλητές. Στο τέλος της αίθουσας, μια γυναικεία κεφαλή από το ιερό της Αθηνάς Προναίας μας προετοιμάζει για τη μετάβαση στην τέχνη του 4ο π.Χ. αιώνα.
Οι ανασκαφές στους Δελφούς έφεραν στο φως πολλές πήλινες κεραμώσεις, ακροκέραμα από τα μέτωπα ηγεμόνων κεραμίδων και σίμες, που προέρχονται από τις στέγες οικοδομημάτων των ιερών του Απόλλωνα και της Αθηνάς Προναίας. Πολλές από αυτές αποδίδονται σε συγκεκριμένα μνημεία, κυρίως θησαυρούς και στοές, που γνωρίζουμε από τις πηγές ή από τις ανασκαφές, ενώ άλλες ανήκουν σε αταύτιστα κτήρια. Φέρουν όλες πλούσια πλαστική και ζωγραφική διακόσμηση.
Αίθουσα X: Η θόλος του ιερού της Αθηνάς Προναίας
Η αίθουσα είναι αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στο χαρακτηριστικό κυκλικό κτίριο του ναού της Προναίας, τη περίφημη Θόλο. Εδώ εκτίθενται αρχιτεκτονικά μέλη του κτιρίου και πολλά τμήματα του γλυπτού του διακόσμου. Σημαντικότερα δείγματα είναι δύο κιονόκρανα, ένα δωρικό και ένα κορινθιακό, οι μετόπες και οι δυο ζωφόροι του.
Το πιο εντυπωσιακό μνημείο στο Ιερό της Αθηνάς Προναίας, η Θόλος, διακρίνεται εύκολα χάρη στο ασυνήθιστο κυκλικό σχήμα αλλά και τη μερική αναστήλωσή της. Στο βιβλίο του «Περί Αρχιτεκτονικής» ο Βιτρούβιος αναφέρει ως αρχιτέκτονα της Θόλου το Θεόδωρο από τη Φώκαια ή τη Φωκίδα. Στο οικοδόμημα συνθέτονται επιτυχημένα όλοι οι ρυθμοί του κλασικού σχεδιασμού. Οι 20 κίονες του εξωτερικού δωρικού επιστυλίου επιστέφονται από ζωφόρο με ανάγλυφες μετόπες. Ο κυκλικός σηκός, κεντρικός χώρος του κτηρίου με συμπαγείς τοίχους, επίσης επιστέφεται από δωρική ζωφόρο με τρίγλυφα και ανάγλυφες μετόπες, μικρότερου όμως μεγέθους. Την εσωτερική περιφέρεια του σηκού περιέτρεχαν 10 ημικίονες κορινθιακού ρυθμού εφαπτόμενοι στον τοίχο. Για το κτίριο χρησιμοποιήθηκε λευκό μάρμαρο από τα λατομεία της Πεντέλης και της Πάρου (ιδίως για τις ανάγλυφες μετόπες), καθώς και σκούρος ασβεστόλιθος από την Ελευσίνα για τονισμό κάποιων δομικών λεπτομερειών. Μαρμάρινη ήταν και η οροφή που η μορφή της αποτέλεσε θέμα συζητήσεων, ιδίως αφ’ ότου αποδόθηκαν σ’ αυτή δύο σειρές σίμης, και αποκαθίσταται ως κωνική ή οκταγωνική. Τα άκρα της ήταν διακοσμημένα με ακρωτήρια-αγάλματα που απεικόνιζαν γυναίκες σε ζωηρή έως χορευτική κίνηση. Η Θόλος, ένα από τα ωραιότερα οικοδομήματα της αρχαιότητας, χρονολογείται στα 380 π.Χ., όμως δεν γνωρίζουμε την πραγματική λειτουργία της, για την οποία έχουν διατυπωθεί πάμπολλες υποθέσεις: έχει συσχετισθεί με χθόνια λατρεία και ερμηνευθεί ως ηρώο, ναός, οπλοθήκη κ.ά. Πάντως ο Παυσανίας δεν μνημονεύει τη Θόλο ως ναό, και στην περιήγησή του την παραλείπει εντελώς.
Στις εξωτερικές μεγάλες μετόπες της Θόλου αναπτύσσονταν θέματα Αμαζονομαχίας και Κενταυρομαχίας, των οποίων η πλαστικότητα εντυπωσιάζει. Με τη συστροφή των σωμάτων ο γλύπτης πετυχαίνει να δώσει την αίσθηση της στιγμιαίας κίνησης, ενώ η τεχνοτροπία και ενδυμασία των πολεμιστών θυμίζουν τα ανάγλυφα των ναών του Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας και του Ασκληπιού στην Επίδαυρο.
Οι εσωτερικές μικρές μετόπες της Θόλου ίσως αναπαριστούσαν σκηνή συνέλευσης θεών, όπου αποδίδονται οι στατικές ή αδρανείς μορφές, και σκηνή μάχης, όπου ανήκουν οι πιο δραστήριες μορφές. Οι γλύπτες των μετοπών επέδειξαν αξεπέραστη δεξιότητα στην επεξεργασία του μαρμάρου και την απόδοση των λεπτομερειών. Το έξεργο ανάγλυφο, η ελευθερία των κινήσεων και η ένταση της δράσης ζωντανεύουν τις σκηνές ενώ παράλληλα εισάγουν ένα πρωτοποριακό καλλιτεχνικό ρεύμα στην εικονογραφική παράδοση του 4ου αιώνα π.Χ., που ανταγωνίζεται την ολόγλυφη πλαστική.
Αίθουσα XI: Υστεροκλασικοί-ελληνιστικοί χρόνοι
Εδώ κυριαρχεί το σύμπλεγμα του Δαόχου, ενώ στον ίδιο χώρο τοποθετείται και ο ομφαλός, φημισμένο σύμβολο του δελφικού μαντείου, δίπλα στον ακανθωτό κίονα την παράσταση με τις χορεύτριες. Η έκθεση συμπληρώνεται με υστεροκλασικά και ελληνιστικά αγάλματα, που δίνουν την εικόνα του πλήθους των αφιερωμάτων του ιερού.
Σημειώστε πως η ιδιότητα κάθε προσώπου διαφοροποιείται με τη στάση, την ανατομία, την ενδυμασία. Οι πολιτικοί αξιωματούχοι (ο Ακνόνιος και ο Δάοχος Α') φορούν το εθνικό ένδυμα των Μακεδόνων και των Θεσσαλών, η ενδυμασία και η κίνηση του Σίσυφου του Α' αποδίδουν την ιδιότητα του στρατιωτικού που δίνει εντολές, ενώ η γυμνότητα των τριών αθλητών, του Αγία, του Τηλέμαχου και του Αγέλαου, αναδεικνύουν τις σωματικές τους ικανότητες. Με τα χαρακτηριστικά αυτά οι εικονιζόμενοι δεν αποδίδονται ως εξατομικευμένες προσωπικότητες αλλά ως ιδεαλιστικές αναπαραστάσεις ενός κοινωνικού τύπου με την ιδιότητα που τον χαρακτηρίζει.
Αίθουσα XIII: Ο Ηνίοχος
Στην αίθουσα παρουσιάζεται το χάλκινο σύμπλεγμα του Ηνιόχου, ενός από τα πλέον αναγνωρίσιμα έργα τέχνης που σώθηκαν από την Αρχαία Ελλάδα, ένα πραγματικό κόσμημα του μουσείου. Ο Ηνίοχος θεωρείται ως ένα από τα τελειότερα δημιουργήματα της αρχαίας ελληνικής χαλκοπλαστικής. Αυτό το άγαλμα, που είναι σε φυσικό μέγεθος, αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές του 1896, από τους Γάλλους αρχαιολόγους που τις είχαν αναλάβει. Το άγαλμα στήθηκε στους Δελφούς το 474 π.Χ., σε ανάμνηση της νίκης του ιδιοκτήτη του άρματος και του ηνίοχού του σε μία αρματοδρομία στους Πυθικούς Αγώνες, που γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια προς τιμήν του Πυθίου Απόλλωνα. Ο Ηνίοχος αποτελούσε μέρος μιας μεγαλύτερης σύνθεσης χαλκοπλαστικής, που παρίστανε τέθριππο άρμα. Όταν ήταν στη θέση του, πριν καταστραφεί, θα πρέπει να ήταν ένα από τα πιο εντυπωσιακά έργα γλυπτικής σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο. Κοντά του βρέθηκαν δύο πίσω πόδια αλόγων, μια ουρά, κομμάτια από το ζυγό του άρματος κι ένα παιδικό χέρι με υπολείμματα ηνίων. Για την αναπαράσταση της όλης σύνθεσης δεν υπάρχει μέχρι σήμερα ομόφωνη άποψη μεταξύ των ερευνητών. Τέσσερα άλογα σύρουν το άρμα που οδηγεί ο Ηνίοχος, ενώ ένα παιδί στο πλάι (ή δύο παιδιά εκατέρωθεν) κρατούν τα ηνία των εξωτερικών αλόγων. Η αρματοδρομία έχει τελειώσει και ο Ηνίοχος φοράει στο κεφάλι την ταινία του νικητή και παρελαύνει μπροστά από το κοινό που χειροκροτεί. Η επιγραφή στην πώρινη βάση του αγάλματος λέει πως παραγγέλθηκε από τον Πολύζαλο, τύραννο της Γέλας, ελληνικής αποικίας στην Σικελία, και ανατέθηκε στον Απόλλωνα για τη νίκη του άρματός του στα Πύθια.
Οι πόλεις της Σικελίας ήταν πολύ πλούσιες, συγκρινόμενες με τις περισσότερες πόλεις στην κυρίως Ελλάδα, και οι άρχοντές τους είχαν την οικονομική επιφάνεια να κάνουν τα πιο εντυπωσιακά αφιερώματα στους θεούς, όπως και να επιλέγουν τους πιο εκλεκτούς ίππους και αρματοδρόμους. Δεν πρέπει όμως το άγαλμα να προέρχεται από την Σικελία. Το όνομα του γλύπτη είναι άγνωστο, αλλά οι μελετητές θεωρούν πως πρέπει να ανήκει στην αθηναϊκή σχολή. Ο Ηνίοχος μοιάζει αρκετά με το άγαλμα «Ο Απόλλων του Πειραιώς», που είναι γνωστό ότι προέρχεται από την Αθήνα.
Ο ίδιος ο Ηνίοχος, εκτός από το αριστερό του χέρι που λείπει, είναι άθικτος. Τα αγάλματα χύνονταν σε κομμάτια που μετά συνενώνονταν. Όταν ανακαλύφθηκε ο Ηνίοχος, ήταν σε τρία κομμάτια, το κεφάλι με το πάνω μέρος του κορμού, το κάτω μέρος του κορμού και το δεξί χέρι. Ο αριστερός βραχίονας είχε αποκολληθεί και χαθεί πριν το άγαλμα ταφεί. Υπάρχουν δύο απόψεις για τον ενταφιασμό του αγάλματος: Η μία άποψη θεωρεί πως το άγαλμα σκεπάστηκε από τα χώματα της κατολίσθησης που προκάλεσε ο σεισμός του 373 π.Χ., η άλλη ότι θάφτηκε από τους ιερείς όταν το σύμπλεγμα, του οποίου ήταν μέρος, καταστράφηκε από την κατολίσθηση, για να το προστατεύσουν από τους ιερόσυλους μετά το κλείσιμο του Μαντείου. Έτσι θαμμένο διέφυγε τη σύληση και τον αφανισμό. Από τα υπόλοιπα μεγάλης κλίμακας χάλκινα συμπλέγματα του δελφικού ιερού, που περιγράφουν οι φιλολογικές και επιγραφικές πηγές, δεν έχει σωθεί κανένα. Κάποια ίσως καταστράφηκαν, ενώ άλλα πρέπει να αρπάχθηκαν κατά τον Γ’ ιερό πόλεμο (356-346 π.Χ.), όταν οι Φωκείς έγιναν κύριοι του ιερού και μεταποίησαν πολύτιμα αναθήματα για να αντιμετωπίσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες. Όσα έργα γλύτωσαν τη μεταφορά στη Ρώμη, από Ρωμαίους αυτοκράτορες, πρέπει να χυτεύθηκαν ξανά σε μεταγενέστερες εποχές από τους κατοίκους της περιοχής που χρειάζονταν μέταλλο για να κατασκευάσουν χρηστικά σκεύη. Η αποκάλυψη του Ηνιόχου κατά τη Μεγάλη Ανασκαφή του 1896 προκάλεσε ενθουσιασμό, αφού ως τότε δεν είχε βρεθεί άλλο χάλκινο άγαλμα κλασικής εποχής και μάλιστα σε φυσικό μέγεθος. Πολλά χρόνια αργότερα βρέθηκαν στο βυθό της θάλασσας οι πολεμιστές του Riace και ο Ποσειδώνας του Αρτεμισίου, χάλκινα αγάλματα σύγχρονα και ανάλογα σε καλλιτεχνική αξία με τον Ηνίοχο. Παρόλο που οι μεγάλοι γλύπτες της κλασικής Ελλάδας ήταν κυρίως χαλκουργοί, τα έργα τους γνωρίζουμε κυρίως από μαρμάρινα αντίγραφα, προϊόντα της ρωμαϊκής εποχής.
Το άγαλμα ανήκει στα ελάχιστα ελληνικά χάλκινα έργα που διατηρούν τους ένθετους οφθαλμούς από σμάλτο και όνυχα. Έχει επίσης ένθετες βλεφαρίδες. Η ταινία στα μαλλιά του, τεκμήριο της νίκης του, είναι διακοσμημένη με εμπίεστο ασήμι και δένεται στο πίσω μέρος του κεφαλιού, για να πέσει μετά ελεύθερη στον αυχένα. Πιθανόν να είχε και πολύτιμους λίθους που αφαιρέθηκαν μετά.
Οι ηνίοχοι που συμμετείχαν στους πανελλήνιους αγώνες ήταν έφηβοι ευγενούς καταγωγής, όπως άλλωστε αριστοκράτες ήταν και οι ιδιοκτήτες των αρμάτων και αλόγων. Τέτοιος έφηβος και ο Ηνίοχος των Δελφών. Η μορφή του Ηνίοχου ανήκει σε πολύ νέο άνδρα, όπως δηλώνουν οι απλές μπούκλες στους κροτάφους. Όπως και σήμερα, οι αναβάτες των ίππων και οι αρματοδρόμοι επιλέγονταν για το μικρό τους βάρος, αλλά οι τελευταίοι έπρεπε να είναι ψηλοί (ο Ηνίοχος έχει ύψος 1,80 μ.) Είναι ντυμένος με μία «ξύστη», που φορούσαν όλοι οι αρματοδρόμοι κατά την διάρκεια του αγώνα. Πέφτει ελεύθερα μέχρι τους αστράγαλούς του, δεμένη με πλατιά απλή ζώνη ψηλότερα από τη μέση του. Οι δύο ταινίες (τιράντες) που δένουν χιαστί στην πλάτη του το πάνω μέρος της ξύστης ήταν απαραίτητες για να μην «φουσκώνει» το επάνω μέρος της στολής του από τον άνεμο στη διάρκεια της κούρσας.
Στιλιστικά, ο Ηνίοχος ανήκει στον Πρώιμο Κλασικό ή Αυστηρό ρυθμό. Είναι πιο νατουραλιστικός από τους Κούρους της Αρχαϊκής περιόδου, αλλά η στάση του είναι ακόμα πολύ «άκαμπτη» σε σύγκριση με έργα της Κλασικής περιόδου. Διαφοροποιείται από το Αρχαϊκό στιλ, με την ελαφριά στροφή του κεφαλιού προς τη μία πλευρά και από την ανεπαίσθητα αντίθετη κλίση του σώματος προς την «κίνηση» της ξύστης που φοράει. Η πιστή απόδοση των γυμνών ποδιών του θαυμάστηκε πολύ ήδη από την αρχαιότητα. Το κάτω μέρος του αγάλματος θα ήταν σχεδόν αόρατο, μέσα στο άρμα και πάνω στο ψηλό του βάθρο, παρ’ όλα αυτά ο καλλιτέχνης φρόντισε και τις πολύ μικρές λεπτομέρειες κι απέδωσε με φυσικότητα κάθε ανατομικό χαρακτηριστικό του. Το άγαλμα διαφέρει από τα αρχαϊκά και στην απόδοση της μορφής του Ηνίοχου. Η εσωτερικότητα του προσώπου, η έλλειψη του αρχαϊκού μειδιάματος, η ταπεινότητα που την χαρακτηρίζει ακόμα και αυτή τη στιγμή του θριάμβου, η ματιά του προς το κενό, υποδεικνύοντας την ανάτασή του, εξαιτίας της νίκης του, το Ήθος του Αθλητή που προβάλλεται, ιδεώδες της εποχής του, είναι όλα δείγματα μεγάλης τέχνης.
Αίθουσα XIV: Το τέλος του ιερού
Ο επίλογος της δελφικής ιστορίας γράφεται σε αυτή την αίθουσα, με επιγραφές και πορτραίτα της εποχής των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, καθώς και με αρχιτεκτονικά μέλη και λυχνάρια με πλήθος χριστιανικά σύμβολα, που εκφράζουν το πέρασμα στη νέα θρησκεία, τον Χριστιανισμό.
Σήμερα το μουσείο στεγάζεται σε ένα πλήρως ανακαινισμένο διώροφο κτίριο με συνολικό εμβαδόν 2.270 τ.μ. Η μόνιμη έκθεσή του καταλαμβάνει 14 αίθουσες και οι αποθηκευτικοί χώροι έκταση 558 τ.μ. Στο χώρο του λειτουργεί εργαστήριο συντήρησης κεραμικών και μεταλλικών αντικειμένων, καθώς και εργαστήριο αποκατάστασης ψηφιδωτών. Ύστερα από την τελευταία ανακαίνιση του κτιρίου, διαμορφώθηκαν σύγχρονοι χώροι υποδοχής και εξυπηρέτησης του κοινού, και λειτουργεί κυλικείο και πωλητήριο διαφόρων κατατοπιστικών εντύπων και βιβλίων, καθώς επίσης και αναμνηστικών. Υπάρχει πρόβλεψη για την πρόσβαση στο μουσείο των ατόμων με αναπηρία, με ειδικά διαμορφωμένες ράμπες και ανελκυστήρα. Ράμπα και σχετικός ηλεκτροκίνητος μηχανισμός υπάρχει και μέσα στο Μουσείο, προς την αίθουσα Ηνιόχου.
Το αρχαιολογικό μουσείο Δελφών βρίσκεται λίγο πριν την πόλη των Δελφών, στη διαδρομή από την Αθήνα, σε συνέχεια του αρχαιολογικού χώρου. Το μουσείο εποπτεύει η Ι' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Ιστορικό
Το πρώτο κτίριο που στέγασε το μουσείο στους Δελφούς, κατασκευάστηκε το 1903 με δωρεά του Ανδρέα Συγγρού σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Tournaire και διέθετε δύο αίθουσες με τα εξαιρετικά ευρήματα της μεγάλης ανασκαφής, που είχε ξεκινήσει το 1892, από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Κατά τους χρόνους του Μεσοπολέμου, μετά από τις ανάγκες για ορθότερη έκθεση των εκθεμάτων, έγιναν εκτεταμένες επισκευές και επέκταση (1935-1936), και επαναλειτούργησε το 1938. Οι δύο πρώτες εκθέσεις έγιναν με τη συνεργασία Γάλλων κι Ελλήνων αρχαιολόγων. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής τα περισσότερα γλυπτά κρύφτηκαν για να μην τα αρπάξουν οι κατακτητές. Το 1956 έγιναν ορισμένες βελτιώσεις με την κατασκευή αποθήκης για τις επιγραφές. Το 1958 προγραμματίστηκαν και άρχισαν τα έργα για την πλήρη ανακαίνισή του, σύμφωνα με νέα φιλοσοφία, βασισμένη στις σύγχρονες αντιλήψεις περί μουσείων. Τα έργα άρχισαν το καλοκαίρι του 1958, βασισμένα σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Ταυτόχρονα με την ανακαίνιση έγιναν και σοβαρές επεκτάσεις και μετατροπές εσωτερικών και εξωτερικών χώρων. Το μουσείο απέκτησε δύο νέες αίθουσες, αυτές των μεταλλικών μικροαντικειμένων και του Ηνιόχου, και παράλληλα μετασκευάσθηκαν οι τρεις ήδη υπάρχουσες. Πρώην αποθηκευτικοί χώροι διαρρυθμίστηκαν σε γραφεία, ξενώνα και αποθήκη, ενώ μπροστά από τα γραφεία διαμορφώθηκε στοά, όπου εκτέθηκαν αγάλματα ελληνιστικής εποχής (η στοά φράχθηκε το 1980 χάριν επέκτασης των γραφείων της Εφορείας). Δίπλα στο μουσείο οικοδομήθηκαν εργαστήρια αποθήκες και γλυπτών, αγγείων και αρχιτεκτονικών μελών. Το μουσείο λειτούργησε ξανά στις αρχές της δεκαετίας του ’60, από το 1960 ως το 1963.
Το 1975, τμήμα του τότε εργαστηρίου και της αποθήκης γλυπτών μετατράπηκε σε αίθουσα για την έκθεση του ταύρου και των χρυσελεφάντινων αντικειμένων από την ανασκαφή του αποθέτη (λάκου) της Ιεράς οδού. Η αίθουσα αποπερατώθηκε και εγκαινιάσθηκε το 1978, ενώ το Δεκέμβριο του 1979 οικοδομήθηκε δεύτερη σκάλα καθόδου των επισκεπτών στην είσοδο του κτιρίου. Η τελευταία επέκταση και εκσυγχρονισμός του μουσείου ολοκληρώθηκε το 1999. Έγινε ανακαίνιση των υπαρχόντων εκθεσιακών χώρων, αναβάθμιση και κατασκευή νέων εργαστηριακών χώρων, κατασκευή αποθήκης και γραφείων, διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, βελτιωτικές επεμβάσεις στο αρχιτεκτονικό κέλυφος του κτιρίου, στη στέγη και στα δάπεδα, κατασκευή χώρων υποδοχής, κυλικείου και πωλητηρίου εντύπων. Παράλληλα, υλοποιήθηκε η επανέκθεση ολόκληρης της συλλογής του μουσείου, στο πλαίσιο της οποίας δημιουργήθηκαν χώροι εξυπηρέτησης του κοινού, εργαστηριακοί χώροι και αποθήκες, αναδείχθηκαν τα εκθέματα κι εμπλουτίσθηκαν με νέα, δημιουργήθηκε υπόβαθρο για εποπτικό υλικό σύγχρονης τεχνολογίας, βελτιώθηκαν οι εκθετικές δυνατότητες και έγινε αναδιαρρύθμιση των εκθεμάτων σύμφωνα με τη νέα μουσειολογική αντίληψη.
Μόνιμη έκθεση
Η μόνιμη έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Δελφών έχει ως κύριο θέμα την ιστορία του δελφικού ιερού και περιλαμβάνει ευρήματα που χρονολογούνται από την 2η χιλιετία π.Χ. και φτάνουν έως τους Ύστερους Ρωμαϊκούς χρόνους. Τα περισσότερα είναι προσφορές των πιστών στο ιερό και χρονολογούνται στην περίοδο ακμής του, από την αρχαϊκή έως τη ρωμαϊκή εποχή. Βασικός ιστός της παρουσίασής τους είναι αφενός η τήρηση του χρονολογικού πλαισίου μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η ανάπτυξη του ιερού και αφετέρου η ανάδειξη συνόλων ευρημάτων με κοινή προέλευση είτε τοπογραφική (ιερό Προναίας, αποθέτης Ιεράς οδού) είτε κτιριακή (ναός Απόλλωνα, θησαυρός Σιφνίων).
Τα εκθέματα ομαδοποιούνται και εντάσσονται σε ευρύτερες εκθεσιακές ενότητες που βοηθούν τον επισκέπτη να αντιληφθεί την πορεία του ιερού στον χρόνο και να προσεγγίσει με απτό τρόπο τις περιόδους ακμής και παρακμής του μέσα από τα αφιερώματα πλουσίων ιδιωτών, ή και ολόκληρων πόλεων. Σημαντικός παράγοντας στην οργάνωση της έκθεσης είναι η φύση των εκθεμάτων: οι πλαστικές και αρχιτεκτονικές δημιουργίες από την αρχαϊκή έως τη ρωμαϊκή περίοδο απαιτούν ευρυχωρία για την ανάδειξή τους, ενώ παράλληλα υπάρχουν τα έργα μικροτεχνίας.
Στην έκθεση εξαίρεται η τέχνη της αρχαϊκής εποχής και τα μεταλλικά ή μαρμάρινα αναθήματα και οι μνημειακές συνθέσεις έναντι των κεραμικών. Υπερτερούν οι μνημειακές συνθέσεις αρχιτεκτονικής και πλαστικής έναντι των οικιστικών ή ταφικών συνόλων, ενώ ορισμένα εντυπωσιακά ευρήματα εκτίθενται μεμονωμένα, όπως ο περίφημος Ηνίοχος. Η συμβατική τοποθέτηση των εκθεμάτων καθορίζεται από τις σύγχρονες αρχές μουσειογραφίας και κυρίως από το σεβασμό προς τον επισκέπτη. Με τη βοήθεια εποπτικού υλικού (κειμένων και προπλασμάτων, σχεδιαστικών ή ψηφιακών αναπαραστάσεων και χαρτών) διευκρινίζεται το γνήσιο περιβάλλον-πλαίσιο των αντικειμένων.
Εκθεσιακές ενότητες
Αίθουσες Ι-ΙΙ: Η αρχή του ιερού και τα πρώιμα αναθήματαΠαρουσιάζονται αναθήματα και άλλα ευρήματα από τους πρώτους χρόνους του ιερού. Και από την εποχή προ της λατρείας του θεού Απόλλωνα, αλλά και από τα μεταβατικά χρόνια προς την εποχή του Απόλλωνα. Τα παλαιότερα ευρήματα και εκθέματα είναι πήλινα μυκηναϊκά ειδώλια όρθιων ή καθιστών μορφών, με τα χέρια τους ανοικτά ή κλειστά, ένα μινωικό ρυτό από πέτρα, σε σχήμα κεφαλής λιονταριού και ακολουθούν χάλκινοι τρίποδες, που αποτελούν και τα πρώτα αφιερώματα στη νέα λατρεία του Απόλλωνα. Η Εποχή του Χαλκού αντιπροσωπεύεται επίσης από κυπριακές ασπίδες, φοινικικές φιάλες, πόρπες από την Φρυγία και σειρήνες από την Συρία. Η πρώτη αίθουσα τελειώνει με τα αναθήματα με ανδρικές μορφές από τους Γεωμετρικούς χρόνους.
Η δεύτερη αίθουσα περιέχει όλα τα χάλκινα αφιερώματα από τον 8ο και τον 7ο π.Χ. αιώνα, αρκετά ζωόμορφα ειδώλια, πολλά κοσμήματα, περικεφαλαίες και το κόσμημα της αίθουσας ο χάλκινος «δαιδαλικός κούρος» μικρών διαστάσεων που προαναγγέλλει τα επιτεύγματα της πλαστικής τέχνης των επόμενων αιώνων. Την πρώτη θέση στα αφιερώματα έχει ο νέος τύπος του λέβητα που στηρίζεται σε χωριστό τριποδικό στήριγμα από χυτές ράβδους και στο χείλος του διακοσμείται με ταυροκεφαλές ή προτομές από φανταστικά τέρατα, γρύπες και σειρήνες. Μια σειρά ευρημάτων (οι ασπίδες με την έκτυπη διακόσμηση και τα τετράπλευρα στηρίγματα σκευών με τα περίτμητα ανάγλυφα, ή το πόδι του λιονταριού με την κυπριακή επιγραφή) φανερώνουν τις σχέσεις με τα δύο νησιά, όπου διασταυρώνονται οι πολιτισμοί της Ελλάδας και της Ανατολής. Τους προνομιακούς δεσμούς του δελφικού ιερού με την Κρήτη απηχεί και ο ομηρικός ύμνος του Απόλλωνα, που μας πληροφορεί ότι ο θεός στρατολόγησε τους πρώτους ιερείς του ναού του από Κρήτες ναυτικούς. Βρέθηκαν επίσης χάλκινα ομοιώματα ζώων με αφιερωματικό χαρακτήρα, που χρονολογούνται στον 8ο αιώνα π.Χ. Διακρίνουμε άλογα, βοοειδή, κριάρια, χοίρους, που συνήθως στέκονταν σε πλακοειδείς βάσεις διάτρητες ή συμπαγείς. Ο μικρός χοίρος πρωτογεωμετρικής εποχής είναι πρωιμότερος όλων, ενώ ύστερος είναι ο ταύρος του τέλους του 7ου αιώνα π.Χ., που «βαδίζει» πάνω σε πλάκα. Δίπλα στο τετράποδο με κυρτά κέρατα, που πατά επίσης σε πλάκα, σώζεται τμήμα του ποδιού από κάποιο ανθρωπόμορφο ειδώλιο, πιθανώς του βοσκού. Το γεωμετρικής εποχής άλογο σώζει τις λεπτομέρειες κεφαλιού και χαίτης αποδοσμένες εγχάρακτα.
Αίθουσα ΙΙΙ: Οι πρώιμοι αρχαϊκοί χρόνοι
Στην αίθουσα δεσπόζει το σύμπλεγμα των δίδυμων κούρων και πίσω τους επιλεγμένα χάλκινα αντικείμενα τέχνης και εργαλεία της ίδιας περιόδου, συμπληρώνουν το περιεχόμενο της αίθουσας. Απέναντι εκτίθεται η πώρινη ζωφόρος από το θησαυρού των Σικυωνίων.
Τα δύο όμοια αγάλματα, αφιερωμένα από το Άργος, μεγαλύτερα από το φυσικό μέγεθος, είναι το παλαιότερο (6ος αιώνας π.Χ.) μνημειακό ανάθημα των Δελφών κι ένα από τα πρώτα δείγματα της «μεγάλης» αρχαϊκής πλαστικής. Αποτελούν ένα πραγματικό ζευγάρι, πράγμα σπάνιο για την ελληνική τέχνη. Όταν ανακαλύφθηκαν, το πρώτο από τα αγάλματα ταυτίστηκε με αρχαϊκό Απόλλωνα, αλλά αμέσως μετά την εύρεση και του ζευγαριού του ταυτίσθηκαν με δύο ρωμαλέα κι ευσεβή αδέλφια από το Άργος, τον Κλέοβι και το Βίτωνα, που για να τα τιμήσουν οι Αργείοι έστησαν αγάλματά τους στους Δελφούς. Άλλοι μελετητές αναγνωρίζουν στα δύο αγάλματα τους Διόσκουρους, που η λατρεία τους ήταν διαδεδομένη στην Πελοπόννησο.
Θεοί ή ηρωοποιημένοι θνητοί οι δύο Κούροι με την υπογραφή του Αργείου γλύπτη [Πολυ]μήδους στο βάθρο τους, μας άφησαν ένα χαρακτηριστικό έργο της πλαστικής του Άργους στις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα, στους χρόνους δηλαδή της μετάβασης από τη δαιδαλική στην πρώιμη αρχαϊκή τέχνη. Ο Ηρόδοτος μας διηγείται τις λεπτομέρειες στο κείμενο που ακολουθεί, δίνοντάς μας και στοιχεία για την ταυτοποίηση των κούρων: «... Αυτοί (ο Kλέοβις και ο Βίτων) κατάγονταν από το Άργος και είχαν αρκετή περιουσία και ακόμη σωματική δύναμη. Ήταν και οι δύο νικητές και μάλιστα διηγούνται την εξής ιστορία: στο Άργος γιόρταζαν τη γιορτή της Ήρας και ήταν απόλυτη ανάγκη η μητέρα τους να πάει με την άμαξά της στο Ιερό της Θεάς. Τα βόδια που θα την έσερναν δεν ήλθαν έγκαιρα από το χωράφι. Επειδή οι νέοι ανησυχούσαν με το πέρασμα της ώρας, ζεύτηκαν οι ίδιοι και έσυραν την άμαξα με τη μητέρα τους και την οδήγησαν στο Ιερό σε απόσταση σαρανταπέντα σταδίων... Και η μητέρα τους, γεμάτη χαρά γι’ αυτό που έκαναν και για τους επαίνους, στάθηκε μπροστά από το άγαλμα και παρακαλούσε τη θεά να δώσει στα παιδιά της, τον Κλέοβι και το Βίτωνα, που τόσο πολύ την τίμησαν, ό,τι καλύτερο μπορεί να έχει ο άνθρωπος. Και μετά τη γιορτή, αφού θυσίασαν και δείπνησαν καλά, κοιμήθηκαν μέσα στο Ιερό και οι δύο νέοι δεν σηκώθηκαν πλέον, αλλά βρήκαν εκεί το τέλος της ζωής τους. Και οι Apγείοι έκαναν τα αγάλματα τους και τα αφιέρωσαν στους Δελφούς γιατί πίστευαν ότι υπήρξαν άριστοι άνδρες» (Ηρόδοτος I, 31).
Πώρινες μετόπες με ανάγλυφη διακόσμηση βρέθηκαν στα θεμέλια του θησαυρού των Σικυωνίων και προέρχονται από μικρό ορθογώνιο κτήριο που είχε δωρική κιονοστοιχία (πτερόν) στεγασμένη χωρίς εσωτερικούς τοίχους, και γι’ αυτό αποκαλείται «μονόπτερο». Μία δωρική ζωφόρος με μετόπες και τρίγλυφα διακοσμούσε το επάνω μέρος του. Χρονολογείται στο 560 π.Χ. Οι Θησαυροί ήταν μικρά οικοδομήματα-αφιερώματα στο θεό, και ο χώρος στο εσωτερικό τους χρησιμοποιείτο για τη φύλαξη πολύτιμων αναθημάτων της πόλης-δωρήτριας. Τα γλυπτά αυτού του Θησαυρού αποτελούν εξαιρετικό δείγμα της ξακουστής στην αρχαιότητα αρχαϊκής τέχνης της Σικυώνας, όπου ο ζωγραφικός χαρακτήρας με τα ακριβή περιγράμματα και τις λεπτομέρειες των μορφών κυριαρχεί έναντι του πλαστικού. Οι ανάγλυφες μετόπες με το σπάνιο μακρόστενο σχήμα και τα ζωηρά άλλοτε χρώματα έδιναν την εντύπωση ζωγραφικών πινάκων.
Αίθουσα IV: Οι «αποθέτες» με τα χρυσελεφάντινα
Πρόκειται για το περιεχόμενο των αποθετών της Ιεράς οδού, που παρουσιάζει μια εικόνα των χρυσελεφάντινων αρχαϊκών αναθημάτων των πόλεων της ανατολικής Ελλάδας. Από τα υπόλοιπα εκθέματα εξέχουσα θέση κατέχουν η Απολλώνια τριάδα και ο αργυρός ταύρος.
Στις μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων, κυρίως του Ηροδότου, για τα μυθικής αξίας δώρα που χάρισαν στον Απόλλωνα πλούσιοι ηγεμόνες της Ανατολής, όπως ο Γύγης και ο Κροίσος της Λυδίας ή ο Μίδας της Φρυγίας, ήλθε να προστεθεί το 1939, πολλά χρόνια μετά το τέλος της «μεγάλης ανασκαφής» του ιερού, ένα ανέλπιστο ανασκαφικό εύρημα. Κάτω από τις πλάκες της «ιεράς οδού», μπροστά από τη στοά των Αθηναίων, βρέθηκαν από τους Γάλλους αρχαιολόγους δύο λάκκοι, γεμάτοι με αντικείμενα από πολύτιμα υλικά (χρυσό, ελεφαντόδοντο, ασήμι, χαλκό), που χρονολογούνταν από τον 8ο-5ο αιώνα π.Χ.: θραύσματα από τρία τουλάχιστον χρυσελεφάντινα αγάλματα, πολυάριθμα ελάσματα από ένα σφυρήλατο ασημένιο ταύρο σε φυσικό μέγεθος, άπειρα ανάγλυφα πλακίδια από ελεφαντόδοντο, τρία έξοχα έργα της μικρής χαλκοπλαστικής του 5ου αιώνα π.Χ., αλλά και ταπεινά αναθήματα όπλων και αγγείων βρέθηκαν ανακατεμένα με χώμα, κάρβουνα και στάχτες. Η ανασκαφή έδειξε ότι όλα τα ευρήματα προέρχονταν από αφιερώματα που είχαν θαφτεί, αφού είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές από την καταστροφή του οικοδομήματος όπου φυλάσσονταν ως τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με τα ήθη της εποχής, τα αφιερώματα, αντίθετα με τα συμβαίνοντα σήμερα, δεν επιτρεπόταν με κανένα τρόπο να καταστραφούν, να διαχωριστούν σε «ποιοτικά» ή «κατώτερης ποιότητας», να μετατραπούν σε πολύτιμο μέταλλο, ή να απομακρυνθούν από το ιερό, γι’ αυτό οι ιερείς τα έθαψαν μέσα στον χώρο του Μαντείου.
Ύστερα από πολύχρονες συντηρήσεις τα χιλιάδες θραύσματα των δύο λάκκων-«αποθετών» ανασυγκροτήθηκαν στη μορφή των σημερινών εκθεμάτων που μας δίνουν μια εικόνα του πλούτου των αναθημάτων του ιερού στα αρχαϊκά και τα πρώιμα κλασικά χρόνια. Τα περισσότερα είναι έργα ιωνικών εργαστηρίων και φαίνεται ότι προέρχονται από τις πλούσιες πόλεις της Ιωνίας (Μίλητο, Έφεσο, Σάμο). Τα υπολείμματα των χρυσελεφάντινων αγαλμάτων, αν και δεν διατηρούν την αρχική τους όψη, αποτελούν σχεδόν μοναδικά δείγματα μιας σπάνιας τεχνικής της γλυπτικής που συνδύαζε το γλυπτό ελεφαντόδοντο και το σφυρήλατο χρυσό στερεωμένα σε ξύλινο πυρήνα και που, όπως γνωρίζουμε από τις αρχαίες φιλολογικές πηγές, χρησιμοποίησαν οι γλύπτες τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ. για τα λατρευτικά αγάλματα, όπως ο Φειδίας για την Αθηνά στον Παρθενώνα και το Δία στην Ολυμπία.
Τα χρυσελεφάντινα αγάλματα αποτελούσαν μια σύνθεση μορφών που απέδιδε τη δηλιακή τριάδα (Απόλλων, Άρτεμις, Λητώ). Τα πρόσωπα, παρά τη συμπλήρωση μεγάλου τμήματος με κερί, διατηρούν τα χαρακτηριστικά τους: αμυγδαλωτά μάτια και τοξωτά φρύδια που αποδίδονταν με βαθιές εγχαράξεις κι ένθετο υλικό, έντονα ζυγωματικά και σαρκώδη χείλη. Στον κορμό του αγάλματος στερεώνονταν χρυσά ή επίχρυσα ελάσματα με σφυρήλατη διακόσμηση που απέδιδαν τα μαλλιά, το ένδυμα, τα κοσμήματα και άλλες λεπτομέρειες, ενώ τα γυμνά μέρη του σώματος ήταν από ελεφαντοστό. Οι δύο χρυσές σφυρήλατες ταινίες με τις ανάγλυφες παραστάσεις στόλιζαν το ρούχο της καθιστής μορφής (έχει διατυπωθεί η άποψη πως μπορεί να ανήκαν στο άγαλμα της Άρτεμης, μια και η διακόσμηση των ταινιών είναι αποκλειστικά βασισμένη σε ζώα, πραγματικά ή φανταστικά). Στερεώνονταν στον πυρήνα του αγάλματος με ασημένια καρφιά, που η κεφαλή του σχημάτιζε επιχρυσωμένο ρόδακα γεμισμένο με σμάλτο. Θεωρούνται έργα ιωνικών εργαστηρίων του 6ου π.Χ. αιώνα
Από τους δύο αποθέτες συλλέχθηκαν περίπου 2.000 οστέινα θραύσματα, που μετά από πολύχρονη και επίπονη εργασία συγκολλήθηκαν και αποκαταστάθηκαν σε μεμονωμένες μορφές ή συνθέσεις. Η επεξεργασία της πίσω όψης τους δείχνει ότι προέρχονται από τη διακοσμητική επένδυση ξύλινων και χάλκινων κιβωτίων ή επίπλων, ίσως κάποιου θρόνου. Ήταν δηλαδή αφιερώματα που το ευαίσθητο υλικό τους επέβαλε τη φύλαξη τους σε κάποιον από τους θησαυρούς του ιερού. Πιο παλιό είναι το αγαλμάτιο ενός θεού ή ήρωα, που έχει δαμάσει ένα άγριο ζώο. Είναι άριστο δείγμα της τέχνης της Μικράς Ασίας με έντονες ανατολικές επιδράσεις, που κατασκευάστηκε από Έλληνα τεχνίτη, όπως δείχνει το μοτίβο του μαιάνδρου στη βάση της μορφής. Για τη χρονολόγηση του έχουν διατυπωθεί προτάσεις που κυμαίνονται μεταξύ του 8ου και του 6ου αιώνα.
Οι μικρογραφικές συνθέσεις σχηματίζονται από σκαλιστές μορφές, που πατούν σε λεπτή ταινία και είναι κομμένες στο περίγραμμα τους (τεχνική ajouré). Σε μερικές αναγνωρίζουμε σπάνιες μυθολογικές σκηνές, όπως το επεισόδιο από την Αργοναυτική εκστρατεία με τους Βορεάδες και τις Άρπυιες, που συγκροτήθηκε από 40 περίπου θραύσματα. Στο ταξίδι τους για τη μακρινή Κολχίδα, ο Ιάσων και οι σύντροφοι του προσορμίστηκαν σε μια ακτή της Θράκης, επειδή συνάντησαν αντίθετους ανέμους ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, επειδή ήθελαν να πάρουν πληροφορίες για το δρόμο τους. Στον τόπο αυτό βασίλευε ένας γέρος βασιλιάς, ο Φινέας, που οι θεοί τον είχαν τιμωρήσει για κάποια ανόσια πράξη του τυφλώνοντας τον και καταδικάζοντας τον σε ένα διαρκές μαρτύριο, να μη χαίρεται το φαγητό του. Δύο φοβερές φτερωτές γυναίκες, οι Άρπυιες, άρπαζαν ή ρύπαιναν την τροφή του τυφλού βασιλιά. Ανάμεσα στους ήρωες της Αργοναυτικής εκστρατείας βρίσκονταν και οι δύο Βορεάδες, οι γιοι του Βορέα, επίσης φτερωτοί. Κυνήγησαν τις Άρπυιες και απάλλαξαν έτσι τον Φινέα από το μαρτύριο του, ο οποίος, ως ανταπόδοση, κατάφερε να κάνει να φυσήξουν ευνοϊκοί άνεμοι και έδωσε συμβουλές στους Αργοναύτες πώς θα διασχίσουν τις Συμπληγάδες. Στη σκηνή του πλακιδίου εικονίζεται η δίωξη των Αρπυιών από τους Βορεάδες. Η σκηνή της αναχώρησης του πολεμιστή είναι θέμα αγαπητό στην αρχαία τέχνη, κυρίως στην αγγειογραφία. Μερικές φορές ο πολεμιστής συνοδεύεται με το όνομα του, συχνότερα όμως είναι ανώνυμος. Εδώ ο πολεμιστής, ίσως ο Αμφιάραος, ο μυθικός βασιλιάς που πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, ανεβαίνει στο άρμα του, όπου ήδη βρίσκεται ο ηνίοχος, ενώ οι σύντροφοι του είναι έτοιμοι να τον ακολουθήσουν.
Εξήντα ασημένια φύλλα που βρέθηκαν τσαλακωμένα και φθαρμένα στον αποθέτη, μας χάρισαν, μετά από επίπονη και μακρόχρονη εργασία ικανότατων συντηρητών, το πρώτο παράδειγμα αγάλματος σε μεγάλες διαστάσεις από σφυρήλατο ασήμι: το άγαλμα ταύρου από τρία φύλλα ασημιού συνδεδεμένα με ταινίες από επαργυρωμένο χαλκό, που τις στερέωναν καρφιά ασημένια ή χάλκινα. Υπάρχουν ίχνη ξύλινου πυρήνα που δεν καταλάμβανε όλο το χώρο εσωτερικά: τα φύλλα, σφυρηλατημένα στην πίσω όψη, πρέπει να ακουμπούσαν σε κάποιο εύπλαστο υλικό, άργιλο, κερί ή γύψο. Τα κέρατα, τα αυτιά, το μέτωπο, οι οπλές και άλλα σημεία του σώματος ήταν επιχρυσωμένα. Με τη συντήρηση έγινε δυνατή η αποκατάσταση των εκατοντάδων θραυσμάτων των φύλλων, όμως η αρχική πλαστικότητα και ο όγκος δεν μπόρεσαν να αποδοθούν. Επιπλέον οι διαστάσεις του αγάλματος έχουν αλλοιωθεί σε σχέση με το αρχικό συνολικό του μήκος, που ήταν περίπου 2,30 μ. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σωζόμενο παράδειγμα της λεγόμενης σφυρήλατης τεχνικής, που αντικαταστάθηκε από την τεχνική του χυτού μετάλλου. Η τέχνη του, ιδιαίτερα το κεφάλι και τα δυνατά καλοπλασμένα πόδια του, μιλούν εύγλωττα για τις ικανότητες του Ίωνα μεταλλοτεχνίτη και φανερώνουν τη δύναμη, τον πλούτο και το πολιτιστικό επίπεδο της ανθηρής πόλης και του μεγιστάνα αξιωματούχου, ενός πραγματικού Κροίσου, που πρόσφερε στον Απόλλωνα ένα τέτοιο δώρο το πρώτο μισό του 6ου αιώνα π.Χ.! Ο συνειρμός με τις πλούσιες προσφορές του βασιλιά της Λυδίας Κροίσου είναι αναπόφευκτος.
Αίθουσα V: Ο θησαυρός των Σιφνίων
Ο θησαυρός των Σιφνίων προσφέρει μια σχεδόν ολοκληρωμένη εικόνα με τμήματα αρχιτεκτονικής και αρκετά δείγματα πλαστικής διακόσμησης, μεταξύ των οποίων η ζωφόρος, το ανατολικό αέτωμα, το περίθυρο και οι Καρυάτιδες.
Δίπλα στα αυστηρά δωρικά οικοδομήματα που έκτισαν στο ιερό των Δελφών οι πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, ο θησαυρός των Σιφνίων εκπροσωπεί την τεχνοτροπία της ανατολικής νησιωτικής Ελλάδας και τον πλούσιο σε διακόσμηση ιωνικό ρυθμό. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα επιτρέπουν τη λεπτομερή αναπαράστασή του. Είναι από τα λίγα μνημεία που η χρονολόγησή τους προσδιορίζεται με ακρίβεια, μιας και η ανέγερσή του συνδέεται μ’ ένα μαρτυρημένο από τον Ηρόδοτο ιστορικό γεγονός, που είχε προβλέψει η Πυθία στο χρησμό της προς τους Σίφνιους. Το 524 π.Χ., η Σίφνος λεηλατήθηκε από Σάμιους φυγάδες, μετά την ανεπιτυχή επανάστασή τους κατά του τυράννου Πολυκράτη. Ο θησαυρός πρέπει να είχε ιδρυθεί αμέσως πριν τη λεηλασία. Η οικοδόμησή του εξ ολοκλήρου από μάρμαρο ήταν μια ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον Απόλλωνα εκ μέρους του μικρού Κυκλαδίτικου νησιού που την εποχή εκείνη γνώριζε εξαιρετική οικονομική άνθηση χάρη στα ορυχεία χρυσού και αργύρου. Ήταν όμως και μια ένδειξη πολυτέλειας, που δηλώνεται επίσης με τον υπερβολικά πλούσιο πλαστικό διάκοσμο που περιέτρεχε το κτίριο από τη βάση ως τη στέγη. Ζώνες ανάγλυφες με περίτεχνα διακοσμητικά θέματα (κυμάτια, ανθέμια, άνθη λωτών, ρόδακες), μαρμάρινες λεοντοκεφαλές στην υδρορροή, γλυπτές μορφές στη ζωφόρο, τα αετώματα και τα ακρωτήρια, το καταστόλιστο πλαίσιο της θύρας, όλα συμβάλλουν σε μια φανταχτερή έκφραση του ιωνικού ρυθμού. Στην πρόσοψη, η κυριαρχία των πλαστικών μορφών που αντικαθιστούν τα γεωμετρικά μοτίβα φθάνει στο απόγειο της: αντί δύο κιόνων σε παράσταση, εδώ το επιστύλιο υποστηρίζουν δύο Κόρες, όμοιες με τις ιωνικής καταγωγής Κόρες της Ακρόπολης. Έτσι, περί το 525 π.Χ. οι καρυάτιδες των Σιφνίων προαναγγέλλουν την πρόσταση του Ερεχθείου.
Οι πρώτοι μελετητές του θησαυρού παρατήρησαν μικροδιαφορές στην τεχνική λάξευσης της ζωφόρου, γι’ αυτό και τη θεώρησαν έργο δύο ομάδων τεχνιτών με επικεφαλής δύο διαφορετικούς γλύπτες. Ο υπεύθυνος της βόρειας και της ανατολικής ζωφόρου είχε επηρεαστεί από τα προοδευτικά εργαστήρια της Χίου και της Αττικής, ενώ ο αρχιτεχνίτης της δυτικής και νότιας ζωφόρου ήταν συντηρητικός και πρέπει να είχε μαθητεύσει σ’ ένα από τα καλλιτεχνικά κέντρα της μικρασιατικής ακτής της Ιωνίας.
Απεριόριστη ποικιλία χαρακτηρίζει το πλάσιμο μορφών, κυρίως στις σκηνές συμπλοκής ή μονομαχίας. Η δραματοποίηση του έπους και η αφήγηση του μύθου στην μαρμάρινη επιφάνεια δεν είναι καθόλου μονότονη χάρη στην ευρηματική διαφοροποίηση ενδυμάτων, κινήσεων, στάσεων και στην αποφυγή των επαναλήψεων. Σ’ αυτό συντελούσαν τα επιχρωματισμένα μέρη της ζωφόρου, καθώς και οι ένθετες μεταλλικές λεπτομέρειες (π.χ. όπλα) που έδιναν λάμψη στην όλη σύνθεση. Γραμμένα με χρώμα στο βάθος της ανάγλυφης επιφάνειας ήταν και τα ονόματα μερικών από τις εικονιζόμενες μορφές.
Ανατολική πλευρά |
Ο Θησαυρός είχε μορφή πρόστυλου ναού και δύο κόρες υποβάσταζαν το επιστύλιο. Δεν έχουν σωθεί πολλά από αυτό το μνημείο, όμως οι αρχαιολόγοι μπορούν, βασισμένοι στα σπαράγματα και τις περιγραφές των αρχαίων ταξιδιωτών, να αναπαραστήσουν επακριβώς τις λεπτομέρειες αυτού του αρχιτεκτονήματος. Το ανατολικό αέτωμα, το μόνο που σώθηκε, είναι διακοσμημένο με τη μορφή του Ηρακλή να προσπαθεί να κλέψει τον δελφικό τρίποδα από τον Απόλλωνα, ενώ ο Δίας προσπαθεί να παρέμβει ειρηνευτικά.
Αυτός ο Θησαυρός ήταν επίσης το πρώτο κτήριο της αρχαιότητας όπου χρησιμοποιήθηκαν πεσμένες ή γερτές μορφές για τη διακόσμηση των άκρων του αετώματος.
Βόρεια πλευρά |
Οι γλυπτές ζωφόροι που διακοσμούσαν όλες τις πλευρές του κτηρίου περιείχαν διάφορες σκηνές από την ελληνική Μυθολογία. Η νότια πλευρά περιλαμβάνει σκηνές συμπληρωματικές της παράστασης που διακοσμεί την ανατολική πλευρά, όπου οι θεοί παρακολουθούν τους Έλληνες να επιτίθενται στην Τροία.
Η δυτική πλευρά δείχνει την διήγηση για την Κρίση του Πάρη και περιλαμβάνει τρεις ομάδες αρμάτων (που σχετίζονται με την Αθηνά, την Αφροδίτη και την Ήρα).
Η βόρεια πλευρά εικονογραφεί την Γιγαντομαχία.
Αίθουσα VI: Ο ναός του Απόλλωνα
Εκτίθενται αρχιτεκτονικά μέλη από τον ναό του Απόλλωνα, καθώς επίσης και οι εναέτιες συνθέσεις από τον Αρχαϊκό και τον Κλασικό ναό.Την πρώτη θέση μέσα στο ιερό είχε ο ναός, η κατοικία του θεού και έδρα του μαντείου του. Όταν τον 6ο αιώνα π.Χ. η φήμη του ιερού εξαπλώθηκε σε όλο τον γνωστό κόσμο, ο ναός έπρεπε να έχει μορφή αντάξια της οικουμενικής του αίγλης. Γι’ αυτό, μετά την πυρκαγιά του 548 π.Χ. που κατέστρεψε τον πρώτο πέτρινο ναό του ιερού (αυτόν που ο ομηρικός ύμνος λέει ότι θεμελιώθηκε από τον ίδιο τον Απόλλωνα), οι υπεύθυνοι του ιερού άρχισαν να χτίζουν έναν πολύ πιο μεγάλο και πιο πολυτελή. Για το σκοπό αυτό διεύρυναν το πλάτωμα, όπου θα εδραζόταν το νέο κτίριο, και, για να συγκρατήσουν τα χώματα, έχτισαν έναν τεράστιο τοίχο από πολυγωνικούς λίθους με καμπύλους αρμούς. Το μεγάλο χρηματικό ποσό που χρειάστηκε για την οικοδόμηση συγκεντρώθηκε από τις γενναιόδωρες προσφορές ελληνικών πόλεων και αποικιών, αλλά και ξένων ηγεμόνων, και οι εργασίες κράτησαν πολλά χρόνια.
Ο νέος ναός συνδέθηκε με το όνομα των Αλκμεωνιδών, της αθηναϊκής αριστοκρατικής οικογένειας που ζούσε εξόριστη από τον τύραννο της Αθήνας Πεισίστρατο. Σ’ αυτούς ανέθεσαν οι Αμφικτύωνες, οι εκπρόσωποι των πόλεων της Στερεάς Ελλάδας που ρύθμιζαν τις υποθέσεις του ιερού, την αποπεράτωση του κτιρίου και τη διακόσμησή του, γύρω στο 510 π.Χ. Οι Αλκμεωνίδες, για να κερδίσουν την εύνοια του θεού αλλά και τη συμμαχία άλλων ελληνικών πόλεων στον αγώνα κατά των πολιτικών τους αντιπάλων, έκαναν, όπως παραδίδει ο Ηρόδοτος, την πρόσοψη του ναού από μάρμαρο, αντί του πωρόλιθου που προέβλεπε η σύμβασή τους, κι ανέθεσαν τον γλυπτό διάκοσμο σε σπουδαίο γλύπτη από την Αθήνα, πιθανόν τον Αντήνορα. Στον ίδιο καλλιτέχνη, μετά την κατάλυση της τυραννίας των Πεισιστρατιδών και την επιστροφή των Αλκμεωνιδών, που εκπροσωπούσαν τη δημοκρατική παράταξη, θα εμπιστευθούν οι Αθηναίοι τη δημιουργία του χάλκινου συμπλέγματος των Τυραννοκτόνων, των δύο πολιτών που θανάτωσαν τον τύραννο Ίππαρχο.
Τα αποτελέσματα ήταν πραγματικά εντυπωσιακά, όπως επιβεβαιώνουν τα αγάλματα των δύο αετωμάτων, πώρινα του δυτικού και μαρμάρινα του ανατολικού, που βρέθηκαν στην ανασκαφή και παρά την αποσπασματικότητα τους μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε τις συνθέσεις που αναπτύσσονταν στα μεγάλα τύμπανα. Η αυστηρή μεγαλοπρέπεια των θεμάτων και των μορφών εναρμονίζεται με την αυστηρότητα του δωρικού ρυθμού του ναού. Η δόξα που επιφυλάχθηκε στους Αλκμεωνίδες και τους Αθηναίους, οι μυθικοί πρόγονοι των οποίων εικονίζονταν στο ανατολικό αέτωμα, ήταν μεγάλη, αφού ο ναός τους υμνήθηκε από μεγάλους κλασικούς ποιητές και θαυμάστηκε από τους προσκυνητές του πανελλήνιου ιερού για περισσότερο από έναν αιώνα.
Ο ναός των Αλκμεωνιδών μεταβλήθηκε σε ερείπια από το πέσιμο των βράχων που ακολούθησε τον μεγάλο σεισμό του 373 π.Χ. (τον ίδιο που καταπλάκωσε με χώματα και το άγαλμα του Ηνιόχου). Για την ανοικοδόμησή του οι Αμφικτύωνες, οι εκπρόσωποι των πόλεων της Στερεάς Ελλάδας που διοικούσαν το ιερό, κατέφυγαν και πάλι σε πανελλήνιο έρανο. Μεγάλο όμως μέρος του κολοσσιαίου χρηματικού ποσού πληρώθηκε από το πρόστιμο που είχε επιβληθεί στους Φωκείς για τις λεηλασίες που είχαν διαπράξει εις βάρος του ιερού κατά τον δεκάχρονο τρίτο ιερό πόλεμο. Μια μοναδική τεκμηρίωση για την οικονομική διαχείριση, τα σχέδια και τις τεχνικές μεθόδους του τεράστιου εργοταξίου που είχε οργανωθεί κάτω από τη διεύθυνση ειδικών αρχόντων (των «ναοποιών») μας προσφέρουν οι επιγραφές των λίθινων στηλών που βρέθηκαν στις ανασκαφές.Ο νέος περίπτερος δωρικός ναός, τα ερείπια του οποίου βλέπουμε σήμερα, εγκαινιάστηκε το 330 π.Χ., και στα αετώματα στήθηκαν οι γλυπτές παραστάσεις με τον Απόλλωνα ανάμεσα στις Μούσες στην ανατολική πλευρά και τον Διόνυσο ανάμεσα στις Θυιάδες (Μαινάδες) στη δυτική, ενώ στις μετόπες του προσηλώθηκαν οι περσικές ασπίδες, λάφυρα των Αθηναίων από τον Μαραθώνα.
Οι ανασκαφές δεν μπόρεσαν να πλουτίσουν τις λιγοστές πληροφορίες των αρχαίων για το εσωτερικό του ναού, αφού η καταστροφή του ήταν σχεδόν ολοκληρωτική. Στο σηκό του (το κεντρικό τμήμα του ναού) υπήρχε σε εξέχουσα θέση το λατρευτικό επιχρυσωμένο άγαλμα του Απόλλωνα και στον πρόναο ήταν χαραγμένα τα περίφημα ρητά των 7 σοφών και το αινιγματικό γράμμα Ε. Τίποτα δεν σώθηκε από το «μαντικό άδυτο» όπου ετελείτο η χρησμοδοσία. Η τελευταία Πυθία φαίνεται ότι πήρε μαζί της το μυστικό της μαντικής της τέχνης και δεν μας άφησε κανένα από τα σύμβολα του προφήτη, που θα πρέπει να βρίσκονταν κάτω από το δάπεδο του σηκού: τον μαντικό τρίποδα, όπου καθόταν η ιέρεια του Απόλλωνα, για να έρθει σε επαφή με τη Γη και τις χθόνιες δυνάμεις της, και τον ομφαλό, που τον θεωρούσαν τάφο του Πύθωνα ή του Διονύσου.
Τα τελευταία χρόνια η συστηματική επανεξέταση μιας σειράς γλυπτών που παρέμεναν παραμελημένα στις αποθήκες του Μουσείου τους ξανάδωσε τη χαμένη τους εδώ και πολλούς αιώνες ταυτότητα, καθώς οδήγησε στην απρόσμενη ταύτιση τους με τα αγάλματα των δύο αετωμάτων που, προηγουμένως, πιστεύαμε ότι τα είχαν αρπάξει οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Η σπουδαία αυτή ανακάλυψη επιβεβαίωσε την περιγραφή των αετωμάτων από τον Παυσανία που είχε δει τα γλυπτά στη θέση τους τον 2ο αιώνα μ.Χ., αλλά μας χάρισε και μια σχεδόν ακριβή εικόνα των δύο συνθέσεων που παρουσιάζονται για πρώτη φορά, έστω και αποσπασματικά, στην έκθεση.
Έργα Αθηναίων καλλιτεχνών, δεν έχουν τη μεγαλοπρέπεια και τη δύναμη των Αρχαϊκών αετωμάτων του προηγούμενου ναού, όμως παρουσιάζουν ενδιαφέρουσες εικονογραφικές καινοτομίες. Η παρουσίαση των δύο θεών στο ίδιο μνημείο και η μοναδική παράσταση του Διονύσου στον τύπο του κιθαρωδού, αποκτά συμβολική σημασία: ο Απόλλων παραχωρεί το δυτικό αέτωμα του ναού του και δανείζει στον Διόνυσο το αγαπημένο του μουσικό όργανο, την κιθάρα. Ο νεωτερισμός φαίνεται πως δεν ήταν άσχετος με την επίσημη αναγνώριση της Διονυσιακής λατρείας στο Δελφικό ιερό, με την υποστήριξη του ιερατείου κατά την εποχή της κατασκευής των αετωμάτων.
Στο ανατολικό αέτωμα του ναού παριστάνεται ο Απόλλωνας με τη μητέρα του Λητώ και την αδελφή του Άρτεμη ανάμεσα στις Μούσες. Στο κέντρο ο Απόλλωνας, φορώντας ιμάτιο που αφήνει ακάλυπτο το στήθος, κάθεται πάνω σε τρίποδα και κρατάει κλαδί δάφνης και φιάλη και εικονίζεται ως κύριος του μαντείου του. Οι Μούσες, άλλες όρθιες κι άλλες καθιστές σ’ ένα τοπίο με βράχους, συνδέουν τον θεό με τον κόσμο των τεχνών και του πνεύματος.
Στο δυτικό αέτωμα του ναού παριστάνεται ο Διόνυσος ανάμεσα στις Μαινάδες (γυναίκες από την ακολουθία του Διονύσου). Στο κέντρο στέκεται ο Διόνυσος στον σπάνιο τύπο του κιθαρωδού. Φοράει χιτώνα ζωσμένο κάτω από το στήθος, ιμάτιο ριγμένο στους ώμους και στο μέτωπο τη χαρακτηριστική ταινία {μύρα) των μυημένων. Η κιθάρα που κρατάει στο αριστερό του χέρι τον εξομοιώνει με τον θεό της μουσικής, τον Απόλλωνα, και συμβιβάζει τους διαφορετικούς κόσμους των δύο θεών που απεικονίζονται στον ίδιο ναό.
Αίθουσες VII-VIII: Ο θησαυρός των Αθηναίων
Εκτίθεται ο γλυπτός διάκοσμος του θησαυρού των Αθηναίων. Στην αίθουσα VII παρουσιάζονται η ζωφόρος και οι μετόπες και στην αίθουσα VIII τα δύο σωζόμενα ακρωτήρια με τις παραστάσεις των εφίππων Αμαζόνων, τμήματα από τα αετώματα του μνημείου, καθώς και οι ύμνοι προς τον Απόλλωνα, που χαράχτηκαν στο κτίσμα σε μεταγενέστερη εποχή.
Ο θησαυρός που αφιέρωσαν οι Αθηναίοι στους Δελφούς αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα των αναθηματικών κτιρίων που αναπαρήγαν σε πολύ μικρότερη κλίμακα τη μορφή ναού, με γλυπτή διακόσμηση στα ψηλότερα μέρη του κτιρίου (μετόπες, αετώματα, ακρωτήρια). Οι τοίχοι του θησαυρού των Αθηναίων επιστέφονταν από δωρική ζωφόρο με 30 μετόπες, από τις οποίες σώθηκαν αρκετές. Κάθε μακρά πλευρά έφερε 9 μετόπες εναλλασσόμενες με 10 τρίγλυφα, ενώ κάθε στενή είχε 6 μετόπες και 7 τρίγλυφα. Ολόκληρο το κτίριο, όπως και ο γλυπτός του διάκοσμος ήταν από λευκό μάρμαρο Πάρου. Αναστηλώθηκε το 1903 και είναι το μοναδικό κτήριο που υψώνεται στις πραγματικές του διαστάσεις στο χώρο των Δελφών.
Οι ανάγλυφες μετόπες του θησαυρού αφηγούνταν σκηνές από την ελληνική μυθολογία και συγκεκριμένα τα κατορθώματα του ημίθεου Ηρακλή και του «εθνικού» ήρωα των Αθηναίων, Θησέα. Επικρατεί η άποψη ότι ο κύκλος του Θησέα δέσποζε στη νότια πλευρά, που έβλεπαν οι προσκυνητές στη διαδρομή τους προς το ναό, ενώ οι άθλοι του Ηρακλή κατελάμβαναν τη βόρεια πλευρά, η μάχη με το Γηρυόνη τη δυτική, και η Αμαζονομαχία την πρόσοψη. Οι μεγάλες σκηνές, όπως το επεισόδιο της Γηρυονομαχίας ή των Αμαζόνων που μάχονται εναντίον Ελλήνων, εκτυλίσσονται σε αλλεπάλληλες μετόπες, αντί να περιορίζονται σε μία πλάκα. Οι στάσεις ορισμένων μορφών είναι υπερβολικές, μη ρεαλιστικές. Ο ήρωας μοιάζει να ίπταται πάνω από το θηρίο που δαμάζει. Παρά τις τολμηρές και ελεύθερες κινήσεις, χαρακτηριστικές της αρχαϊκής εποχής όπως και το μειδίαμα, οι αναλογίες είναι ισορροπημένες και οι μορφές καλοζυγισμένες. Η ανατομία των σωμάτων διαγράφεται με πλαστικότητα ενώ οι ενδυματολογικές λεπτομέρειες δηλώνονται με καθαρές γραμμές.
Στο ύφος και την τεχνοτροπία των μετοπών οι μελετητές διακρίνουν δύο τάσεις: μια συντηρητική, αρχαϊκής εποχής, και μια προχωρημένη, αυστηρού ρυθμού στο μεταίχμιο αρχαϊκής-κλασικής εποχής. Έτσι η ζωφόρος χρονολογείται μεταξύ 510 και 480 π.Χ. και ο θησαυρός ερμηνεύεται αντίστοιχα ως μνημείο είτε της εγκαθίδρυσης της Αθηναϊκής Δημοκρατίας είτε της μάχης του Μαραθώνα. Έχει θεωρηθεί ότι στη ζωφόρο δούλεψαν τουλάχιστον δύο Αθηναίοι γλύπτες, που αντιπροσωπεύουν δύο καλλιτεχνικές τάσεις ή δύο γενεές. Τη «μονοτονία» του μαρμάρου διέκοπτε ο χρωματισμός ορισμένων επιφανειών των μετοπών, καθώς και τα ένθετα μεταλλικά διακοσμητικά στοιχεία.Αίθουσα IX: Αναθήματα του 5ου π.Χ. αιώνα
Εκτίθενται δείγματα από τον γλυπτό και τον γραπτό πήλινο διάκοσμο των δύο θησαυρών του ναού της Αθηνάς Προναίας, αυτού των Μασσαλιωτών
και του «Δωρικού», ακρωτήρια από τα υπόλοιπα κτίρια του ιερού, καθώς και χαρακτηριστικές σίμες και ακροκέραμα κτιρίων και από τα δύο ιερά.
Σε περίοπτη θέση εκτίθενται τα τρία χάλκινα αγαλμάτια του αποθέτη της αίθουσας IV, δηλαδή η πεπλοφόρος με το θυμιατήρι, ο αυλητής και το σύμπλεγμα με τους δύο αθλητές. Στο τέλος της αίθουσας, μια γυναικεία κεφαλή από το ιερό της Αθηνάς Προναίας μας προετοιμάζει για τη μετάβαση στην τέχνη του 4ο π.Χ. αιώνα.
Οι ανασκαφές στους Δελφούς έφεραν στο φως πολλές πήλινες κεραμώσεις, ακροκέραμα από τα μέτωπα ηγεμόνων κεραμίδων και σίμες, που προέρχονται από τις στέγες οικοδομημάτων των ιερών του Απόλλωνα και της Αθηνάς Προναίας. Πολλές από αυτές αποδίδονται σε συγκεκριμένα μνημεία, κυρίως θησαυρούς και στοές, που γνωρίζουμε από τις πηγές ή από τις ανασκαφές, ενώ άλλες ανήκουν σε αταύτιστα κτήρια. Φέρουν όλες πλούσια πλαστική και ζωγραφική διακόσμηση.
Αίθουσα X: Η θόλος του ιερού της Αθηνάς Προναίας
Η αίθουσα είναι αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στο χαρακτηριστικό κυκλικό κτίριο του ναού της Προναίας, τη περίφημη Θόλο. Εδώ εκτίθενται αρχιτεκτονικά μέλη του κτιρίου και πολλά τμήματα του γλυπτού του διακόσμου. Σημαντικότερα δείγματα είναι δύο κιονόκρανα, ένα δωρικό και ένα κορινθιακό, οι μετόπες και οι δυο ζωφόροι του.
Το πιο εντυπωσιακό μνημείο στο Ιερό της Αθηνάς Προναίας, η Θόλος, διακρίνεται εύκολα χάρη στο ασυνήθιστο κυκλικό σχήμα αλλά και τη μερική αναστήλωσή της. Στο βιβλίο του «Περί Αρχιτεκτονικής» ο Βιτρούβιος αναφέρει ως αρχιτέκτονα της Θόλου το Θεόδωρο από τη Φώκαια ή τη Φωκίδα. Στο οικοδόμημα συνθέτονται επιτυχημένα όλοι οι ρυθμοί του κλασικού σχεδιασμού. Οι 20 κίονες του εξωτερικού δωρικού επιστυλίου επιστέφονται από ζωφόρο με ανάγλυφες μετόπες. Ο κυκλικός σηκός, κεντρικός χώρος του κτηρίου με συμπαγείς τοίχους, επίσης επιστέφεται από δωρική ζωφόρο με τρίγλυφα και ανάγλυφες μετόπες, μικρότερου όμως μεγέθους. Την εσωτερική περιφέρεια του σηκού περιέτρεχαν 10 ημικίονες κορινθιακού ρυθμού εφαπτόμενοι στον τοίχο. Για το κτίριο χρησιμοποιήθηκε λευκό μάρμαρο από τα λατομεία της Πεντέλης και της Πάρου (ιδίως για τις ανάγλυφες μετόπες), καθώς και σκούρος ασβεστόλιθος από την Ελευσίνα για τονισμό κάποιων δομικών λεπτομερειών. Μαρμάρινη ήταν και η οροφή που η μορφή της αποτέλεσε θέμα συζητήσεων, ιδίως αφ’ ότου αποδόθηκαν σ’ αυτή δύο σειρές σίμης, και αποκαθίσταται ως κωνική ή οκταγωνική. Τα άκρα της ήταν διακοσμημένα με ακρωτήρια-αγάλματα που απεικόνιζαν γυναίκες σε ζωηρή έως χορευτική κίνηση. Η Θόλος, ένα από τα ωραιότερα οικοδομήματα της αρχαιότητας, χρονολογείται στα 380 π.Χ., όμως δεν γνωρίζουμε την πραγματική λειτουργία της, για την οποία έχουν διατυπωθεί πάμπολλες υποθέσεις: έχει συσχετισθεί με χθόνια λατρεία και ερμηνευθεί ως ηρώο, ναός, οπλοθήκη κ.ά. Πάντως ο Παυσανίας δεν μνημονεύει τη Θόλο ως ναό, και στην περιήγησή του την παραλείπει εντελώς.
Στις εξωτερικές μεγάλες μετόπες της Θόλου αναπτύσσονταν θέματα Αμαζονομαχίας και Κενταυρομαχίας, των οποίων η πλαστικότητα εντυπωσιάζει. Με τη συστροφή των σωμάτων ο γλύπτης πετυχαίνει να δώσει την αίσθηση της στιγμιαίας κίνησης, ενώ η τεχνοτροπία και ενδυμασία των πολεμιστών θυμίζουν τα ανάγλυφα των ναών του Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας και του Ασκληπιού στην Επίδαυρο.
Οι εσωτερικές μικρές μετόπες της Θόλου ίσως αναπαριστούσαν σκηνή συνέλευσης θεών, όπου αποδίδονται οι στατικές ή αδρανείς μορφές, και σκηνή μάχης, όπου ανήκουν οι πιο δραστήριες μορφές. Οι γλύπτες των μετοπών επέδειξαν αξεπέραστη δεξιότητα στην επεξεργασία του μαρμάρου και την απόδοση των λεπτομερειών. Το έξεργο ανάγλυφο, η ελευθερία των κινήσεων και η ένταση της δράσης ζωντανεύουν τις σκηνές ενώ παράλληλα εισάγουν ένα πρωτοποριακό καλλιτεχνικό ρεύμα στην εικονογραφική παράδοση του 4ου αιώνα π.Χ., που ανταγωνίζεται την ολόγλυφη πλαστική.
Αίθουσα XI: Υστεροκλασικοί-ελληνιστικοί χρόνοι
Εδώ κυριαρχεί το σύμπλεγμα του Δαόχου, ενώ στον ίδιο χώρο τοποθετείται και ο ομφαλός, φημισμένο σύμβολο του δελφικού μαντείου, δίπλα στον ακανθωτό κίονα την παράσταση με τις χορεύτριες. Η έκθεση συμπληρώνεται με υστεροκλασικά και ελληνιστικά αγάλματα, που δίνουν την εικόνα του πλήθους των αφιερωμάτων του ιερού.
Ο κίονας με τις «χορεύτριες» είναι σύμπλεγμα που, σύμφωνα με την επιγραφή της βάσης του, αφιέρωσαν οι Αθηναίοι γύρω στο 330 π.Χ., ίσως στο πλαίσιο της γιορτής που τελέστηκε κατά την άφιξη της πομπής των Αθηναίων προσκυνητών (Πυθαΐδος). Οι τρεις κοπέλες πήραν το όνομα τους από τη χορευτική εντύπωση που έδινε η στάση τους και είχαν ερμηνευθεί ως Θυιάδες (τοπική ονομασία των Μαινάδων). Σήμερα όμως πιστεύεται ότι πρόκειται για τις τρεις κόρες του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Κέκροπα, που προσφέρουν στον Απόλλωνα το αγαπημένο του σύμβολο, τον τρίποδα. Η τελευταία αποκατάσταση του μνημείου τοποθετεί στην κορυφή του τον ομφαλό, ως κάλυμμα του ιερού τρίποδα που συμπληρώνει τη συμβολική σημασία του αθηναϊκού αναθήματος.
Το οικογενειακό ανάθημα είναι ένα σύνταγμα μαρμάρινων αγαλμάτων που αφιέρωσε στον Απόλλωνα ο Δάοχος Β', Θεσσαλός αξιωματούχος από τα Φάρσαλα που διετέλεσε αντιπρόσωπος του έθνους του στη Δελφική Αμφικτιονία (336-332 π.Χ.), όπου εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των Μακεδόνων. Πάνω στο επίμηκες βάθρο στέκονταν 9 αγάλματα: του Απόλλωνα (δεν σώθηκε) και 8 διάσημων για τις ανδραγαθίες τους στην πολιτική, στο στρατό και στον αθλητισμό εκπροσώπων του ισχυρού θεσσαλικού γένους του αναθέτη (των προγόνων του, του εαυτού του και του γιου του). Τα ονόματα και τις ένδοξες πράξεις των εικονιζόμενων ανδρών τα γνωρίζουμε από τα επιγράμματα που είναι χαραγμένα στην πρόσοψη του βάθρου. Αν και παρατακτικά τοποθετημένες, οι μορφές ξεχωρίζουν με τις διαφορετικές στάσεις και ενδυμασίες, αλλά και συνδέονται μεταξύ τους με συμμετρικές και αντιθετικές ανταποκρίσεις στην κίνηση των σωμάτων, στις χειρονομίες και στις στροφές των κεφαλιών.
Τα αγάλματα εκπροσωπούσαν κατά γενεαλογική σειρά έξι γενιές μιας οικογένειας Θεσσαλών γαιοκτημόνων που από τις αρχές του 5ου αιώνα προετοίμασαν με τα κατορθώματά τους το μεγαλείο του αναθέτη, του Δαόχου Β'. Καλύτερα διατηρημένο και σημαντικό για την ιστορία της τέχνης είναι το άγαλμα του Αγία, προπάππου του Δαόχου, όχι μόνον εξαιτίας της καλλιτεχνικής ποιότητας αλλά και του συσχετισμού του με την τέχνη του Λυσίππου. Ο μεγάλος Σικυώνιος γλύπτης είχε φιλοτεχνήσει ένα χάλκινο ανδριάντα του ξακουστού τον 5ο αιώνα παγκρατιαστή Αγία, και η επιγραφή του, που βρέθηκε στα Φάρσαλα, είναι όμοια με την επιγραφή στο δελφικό βάθρο του Αγία. Ο συσχετισμός αυτός έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις για τον δημιουργό του ανδριάντα του Αγία, που θεωρήθηκε έργο ή αντίγραφο ενός πρωτότυπου χάλκινου έργου του Λυσίππου, καθώς και για την τεχνοτροπία των υπόλοιπων αγαλμάτων του αναθήματος. Σήμερα πιστεύεται ότι ο Αγίας των Δελφών, ακόμη και αν δεν αντιγράφει πιστά το πρωτότυπο άγαλμα του Λυσίππου, ανήκει στο εργαστήριό του και ως έργο του 4ου π.Χ. αιώνα μάς φωτίζει για τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του.Σημειώστε πως η ιδιότητα κάθε προσώπου διαφοροποιείται με τη στάση, την ανατομία, την ενδυμασία. Οι πολιτικοί αξιωματούχοι (ο Ακνόνιος και ο Δάοχος Α') φορούν το εθνικό ένδυμα των Μακεδόνων και των Θεσσαλών, η ενδυμασία και η κίνηση του Σίσυφου του Α' αποδίδουν την ιδιότητα του στρατιωτικού που δίνει εντολές, ενώ η γυμνότητα των τριών αθλητών, του Αγία, του Τηλέμαχου και του Αγέλαου, αναδεικνύουν τις σωματικές τους ικανότητες. Με τα χαρακτηριστικά αυτά οι εικονιζόμενοι δεν αποδίδονται ως εξατομικευμένες προσωπικότητες αλλά ως ιδεαλιστικές αναπαραστάσεις ενός κοινωνικού τύπου με την ιδιότητα που τον χαρακτηρίζει.
Αίθουσα XII: Υστεροελληνιστικοί-ρωμαϊκοί χρόνοι
Στην αίθουσα ξεκινάει με τη ζωφόρο του αναθήματος του Αιμιλίου Παύλου, που εγκαινιάζει τη σειρά των μνημείων της ρωμαϊκής ιστορίας στο ιερό, και συνεχίζει με αρκετά εκθέματα των Ρωμαϊκών χρόνων.
Τα εκθέματα συμπληρώνονται με αρκετά έργα Ύστερης Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής εποχής, μεταξύ των οποίων ο κυκλικός βωμός από την Προναία, ο Αντίνοος, το πορτραίτο του «Φλαμινίνου», καθώς και αντιπροσωπευτικά ρωμαϊκά έργα μεταλλοτεχνίας.
Αίθουσα XIII: Ο Ηνίοχος
Στην αίθουσα παρουσιάζεται το χάλκινο σύμπλεγμα του Ηνιόχου, ενός από τα πλέον αναγνωρίσιμα έργα τέχνης που σώθηκαν από την Αρχαία Ελλάδα, ένα πραγματικό κόσμημα του μουσείου. Ο Ηνίοχος θεωρείται ως ένα από τα τελειότερα δημιουργήματα της αρχαίας ελληνικής χαλκοπλαστικής. Αυτό το άγαλμα, που είναι σε φυσικό μέγεθος, αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές του 1896, από τους Γάλλους αρχαιολόγους που τις είχαν αναλάβει. Το άγαλμα στήθηκε στους Δελφούς το 474 π.Χ., σε ανάμνηση της νίκης του ιδιοκτήτη του άρματος και του ηνίοχού του σε μία αρματοδρομία στους Πυθικούς Αγώνες, που γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια προς τιμήν του Πυθίου Απόλλωνα. Ο Ηνίοχος αποτελούσε μέρος μιας μεγαλύτερης σύνθεσης χαλκοπλαστικής, που παρίστανε τέθριππο άρμα. Όταν ήταν στη θέση του, πριν καταστραφεί, θα πρέπει να ήταν ένα από τα πιο εντυπωσιακά έργα γλυπτικής σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο. Κοντά του βρέθηκαν δύο πίσω πόδια αλόγων, μια ουρά, κομμάτια από το ζυγό του άρματος κι ένα παιδικό χέρι με υπολείμματα ηνίων. Για την αναπαράσταση της όλης σύνθεσης δεν υπάρχει μέχρι σήμερα ομόφωνη άποψη μεταξύ των ερευνητών. Τέσσερα άλογα σύρουν το άρμα που οδηγεί ο Ηνίοχος, ενώ ένα παιδί στο πλάι (ή δύο παιδιά εκατέρωθεν) κρατούν τα ηνία των εξωτερικών αλόγων. Η αρματοδρομία έχει τελειώσει και ο Ηνίοχος φοράει στο κεφάλι την ταινία του νικητή και παρελαύνει μπροστά από το κοινό που χειροκροτεί. Η επιγραφή στην πώρινη βάση του αγάλματος λέει πως παραγγέλθηκε από τον Πολύζαλο, τύραννο της Γέλας, ελληνικής αποικίας στην Σικελία, και ανατέθηκε στον Απόλλωνα για τη νίκη του άρματός του στα Πύθια.
Οι πόλεις της Σικελίας ήταν πολύ πλούσιες, συγκρινόμενες με τις περισσότερες πόλεις στην κυρίως Ελλάδα, και οι άρχοντές τους είχαν την οικονομική επιφάνεια να κάνουν τα πιο εντυπωσιακά αφιερώματα στους θεούς, όπως και να επιλέγουν τους πιο εκλεκτούς ίππους και αρματοδρόμους. Δεν πρέπει όμως το άγαλμα να προέρχεται από την Σικελία. Το όνομα του γλύπτη είναι άγνωστο, αλλά οι μελετητές θεωρούν πως πρέπει να ανήκει στην αθηναϊκή σχολή. Ο Ηνίοχος μοιάζει αρκετά με το άγαλμα «Ο Απόλλων του Πειραιώς», που είναι γνωστό ότι προέρχεται από την Αθήνα.
Ο ίδιος ο Ηνίοχος, εκτός από το αριστερό του χέρι που λείπει, είναι άθικτος. Τα αγάλματα χύνονταν σε κομμάτια που μετά συνενώνονταν. Όταν ανακαλύφθηκε ο Ηνίοχος, ήταν σε τρία κομμάτια, το κεφάλι με το πάνω μέρος του κορμού, το κάτω μέρος του κορμού και το δεξί χέρι. Ο αριστερός βραχίονας είχε αποκολληθεί και χαθεί πριν το άγαλμα ταφεί. Υπάρχουν δύο απόψεις για τον ενταφιασμό του αγάλματος: Η μία άποψη θεωρεί πως το άγαλμα σκεπάστηκε από τα χώματα της κατολίσθησης που προκάλεσε ο σεισμός του 373 π.Χ., η άλλη ότι θάφτηκε από τους ιερείς όταν το σύμπλεγμα, του οποίου ήταν μέρος, καταστράφηκε από την κατολίσθηση, για να το προστατεύσουν από τους ιερόσυλους μετά το κλείσιμο του Μαντείου. Έτσι θαμμένο διέφυγε τη σύληση και τον αφανισμό. Από τα υπόλοιπα μεγάλης κλίμακας χάλκινα συμπλέγματα του δελφικού ιερού, που περιγράφουν οι φιλολογικές και επιγραφικές πηγές, δεν έχει σωθεί κανένα. Κάποια ίσως καταστράφηκαν, ενώ άλλα πρέπει να αρπάχθηκαν κατά τον Γ’ ιερό πόλεμο (356-346 π.Χ.), όταν οι Φωκείς έγιναν κύριοι του ιερού και μεταποίησαν πολύτιμα αναθήματα για να αντιμετωπίσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες. Όσα έργα γλύτωσαν τη μεταφορά στη Ρώμη, από Ρωμαίους αυτοκράτορες, πρέπει να χυτεύθηκαν ξανά σε μεταγενέστερες εποχές από τους κατοίκους της περιοχής που χρειάζονταν μέταλλο για να κατασκευάσουν χρηστικά σκεύη. Η αποκάλυψη του Ηνιόχου κατά τη Μεγάλη Ανασκαφή του 1896 προκάλεσε ενθουσιασμό, αφού ως τότε δεν είχε βρεθεί άλλο χάλκινο άγαλμα κλασικής εποχής και μάλιστα σε φυσικό μέγεθος. Πολλά χρόνια αργότερα βρέθηκαν στο βυθό της θάλασσας οι πολεμιστές του Riace και ο Ποσειδώνας του Αρτεμισίου, χάλκινα αγάλματα σύγχρονα και ανάλογα σε καλλιτεχνική αξία με τον Ηνίοχο. Παρόλο που οι μεγάλοι γλύπτες της κλασικής Ελλάδας ήταν κυρίως χαλκουργοί, τα έργα τους γνωρίζουμε κυρίως από μαρμάρινα αντίγραφα, προϊόντα της ρωμαϊκής εποχής.
Το άγαλμα ανήκει στα ελάχιστα ελληνικά χάλκινα έργα που διατηρούν τους ένθετους οφθαλμούς από σμάλτο και όνυχα. Έχει επίσης ένθετες βλεφαρίδες. Η ταινία στα μαλλιά του, τεκμήριο της νίκης του, είναι διακοσμημένη με εμπίεστο ασήμι και δένεται στο πίσω μέρος του κεφαλιού, για να πέσει μετά ελεύθερη στον αυχένα. Πιθανόν να είχε και πολύτιμους λίθους που αφαιρέθηκαν μετά.
Οι ηνίοχοι που συμμετείχαν στους πανελλήνιους αγώνες ήταν έφηβοι ευγενούς καταγωγής, όπως άλλωστε αριστοκράτες ήταν και οι ιδιοκτήτες των αρμάτων και αλόγων. Τέτοιος έφηβος και ο Ηνίοχος των Δελφών. Η μορφή του Ηνίοχου ανήκει σε πολύ νέο άνδρα, όπως δηλώνουν οι απλές μπούκλες στους κροτάφους. Όπως και σήμερα, οι αναβάτες των ίππων και οι αρματοδρόμοι επιλέγονταν για το μικρό τους βάρος, αλλά οι τελευταίοι έπρεπε να είναι ψηλοί (ο Ηνίοχος έχει ύψος 1,80 μ.) Είναι ντυμένος με μία «ξύστη», που φορούσαν όλοι οι αρματοδρόμοι κατά την διάρκεια του αγώνα. Πέφτει ελεύθερα μέχρι τους αστράγαλούς του, δεμένη με πλατιά απλή ζώνη ψηλότερα από τη μέση του. Οι δύο ταινίες (τιράντες) που δένουν χιαστί στην πλάτη του το πάνω μέρος της ξύστης ήταν απαραίτητες για να μην «φουσκώνει» το επάνω μέρος της στολής του από τον άνεμο στη διάρκεια της κούρσας.
Στιλιστικά, ο Ηνίοχος ανήκει στον Πρώιμο Κλασικό ή Αυστηρό ρυθμό. Είναι πιο νατουραλιστικός από τους Κούρους της Αρχαϊκής περιόδου, αλλά η στάση του είναι ακόμα πολύ «άκαμπτη» σε σύγκριση με έργα της Κλασικής περιόδου. Διαφοροποιείται από το Αρχαϊκό στιλ, με την ελαφριά στροφή του κεφαλιού προς τη μία πλευρά και από την ανεπαίσθητα αντίθετη κλίση του σώματος προς την «κίνηση» της ξύστης που φοράει. Η πιστή απόδοση των γυμνών ποδιών του θαυμάστηκε πολύ ήδη από την αρχαιότητα. Το κάτω μέρος του αγάλματος θα ήταν σχεδόν αόρατο, μέσα στο άρμα και πάνω στο ψηλό του βάθρο, παρ’ όλα αυτά ο καλλιτέχνης φρόντισε και τις πολύ μικρές λεπτομέρειες κι απέδωσε με φυσικότητα κάθε ανατομικό χαρακτηριστικό του. Το άγαλμα διαφέρει από τα αρχαϊκά και στην απόδοση της μορφής του Ηνίοχου. Η εσωτερικότητα του προσώπου, η έλλειψη του αρχαϊκού μειδιάματος, η ταπεινότητα που την χαρακτηρίζει ακόμα και αυτή τη στιγμή του θριάμβου, η ματιά του προς το κενό, υποδεικνύοντας την ανάτασή του, εξαιτίας της νίκης του, το Ήθος του Αθλητή που προβάλλεται, ιδεώδες της εποχής του, είναι όλα δείγματα μεγάλης τέχνης.
Αίθουσα XIV: Το τέλος του ιερού
Ο επίλογος της δελφικής ιστορίας γράφεται σε αυτή την αίθουσα, με επιγραφές και πορτραίτα της εποχής των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, καθώς και με αρχιτεκτονικά μέλη και λυχνάρια με πλήθος χριστιανικά σύμβολα, που εκφράζουν το πέρασμα στη νέα θρησκεία, τον Χριστιανισμό.
1 σχόλιο:
Το άρθρο σας είναι πολύ καλό και ιδιαίτερα κατατοπιστικό. Αν όμως υπήρχαν και λεζάντες στο πλούσιο φωτογραφικό υλικό θα ήταν ακόμη καλύτερα.
Γιάννης Παπαθανασίου
Δημοσίευση σχολίου