ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Μακεδονικός αγώνας ήταν ένας ανορθόδοξος πόλεμος στις αρχές του 20ου αιώνα που διήρκεσε περίπου 4 χρόνια (1904-1908) και διεξήχθη στη Μακεδονία (που τότε ήταν μέρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας) μεταξύ κυρίως ελληνικών και βουλγαρικών ενόπλων σωμάτων, ακόμα και Σέρβων και Ρουμάνων, από τη στιγμή που έγινε αντιληπτό ότι η σημαντική αυτή επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θα ήταν η επόμενη εδαφική απώλεια του Μεγάλου Ασθενούς. Ξεκίνησε από την περιοχή της Καστοριάς και περί το τέλος του είχε επεκταθεί σ’ όλη τη σημερινή Μακεδονία μέχρι και των περιοχών του Μοναστηρίου, Γευγελής, Δοϊράνης κλπ. Σκοπός των ελληνικών σωμάτων ήταν να περιφρουρήσουν το εθνικό φρόνημα των χωριών, να αποκαταστήσουν την τάξη σε όσα χωριά είχαν σημειωθεί αποσκιρτήσεις μετά από πιέσεις των αντιπάλων, να εξουδετερώσουν τις ένοπλες ομάδες και να περιορίσουν τη δράση των ληστρικών σωμάτων, τα οποία κινούνταν μεταξύ παρανομίας και εθνικού αγώνα, ταλαιπωρώντας τους αγροτικούς πληθυσμούς. Ο αγώνας αυτός άρχισε ουσιαστικά το 1903 και πήρε τέλος το 1908, όταν θεσπίστηκε το τουρκικό σύνταγμα με το κίνημα των Νεοτούρκων. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, δύο ήταν οι κυριότεροι εχθροί του ελληνικού στοιχείου: οι Βούλγαροι κομιτατζήδες και οι Τούρκοι σωβινιστές. Παρά τον διμέτωπο αγώνα, εναντίον Βουλγάρων και Τούρκων, τα ελληνικά σώματα κατόρθωσαν σταδιακά να περιορίσουν τα βουλγαρικά ερείσματα και να αποκαταστήσουν την εθνολογική ισορροπία. Ιδιαίτερα σκληρός ήταν ο αγώνας στην ελώδη λίμνη των Γιαννιτσών, σημείο στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο των οδικών αρτηριών, ενώ πολλές φονικές μάχες έγιναν στα βουνά της Δ. Μακεδονίας για την τελική επικράτηση σε διαφιλονικούμενα σλαβόφωνα χωριά. Από το 1906 ο τουρκικός στρατός ανέλαβε σημαντικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και περιόρισε αισθητά τη δράση των ενόπλων ομάδων, ελληνικών και βουλγαρικών. Πάντως τη διετία 1907-1908 τα ελληνικά σώματα είχαν κερδίσει σημαντικό έδαφος σε όλη την έκταση της Μακεδονίας και είχαν διασφαλίσει είτε την παραμονή, είτε την επανασύνδεση με το Πατριαρχείο πολυάριθμων ελληνικών κοινοτήτων. Η τακτική των Βουλγάρων που χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο για να κάνουν τη Μακεδονία βουλγαρική, αφύπνισε τους Έλληνες, ανάμεσά τους Μανιάτες και Κρητικούς, που απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος έτρεξαν εθελοντές, για να βοηθήσουν τους Έλληνες Μακεδόνες στο σκληρό και άνισο αγώνα τους.
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Ο αγώνας για την ανεξαρτησία της Μακεδονίας είχε αρχίσει συγχρόνως με την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Οι εξεγέρσεις όμως του Εμμανουήλ Παπά στη Χαλκιδική και εκείνη της Νάουσσας με το Ζαφειράκη Θεοδοσίου το 1822 είχαν καταπνιγεί από τους Τούρκους. Με την ίδρυση του μικρού Ελληνικού Κράτους, μόνιμη επιδίωξη των Ελλήνων ήταν η τύχη των υπόδουλων που ήταν κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό και για δεκαετίες παρέμεναν αποκομμένοι από την ελεύθερη Ελλάδα. Το Ελληνικό κράτος είχε να αντιμετωπίσει μια σειρά από εμπόδια, όπως τη γεωγραφική απόσταση και την αρνητική διπλωματική συγκυρία. Οι επαναστατικές κινήσεις των ετών 1839-1840, 1854 και 1866 ναυάγησαν, γιατί η ελληνική πλευρά πίστευε ότι θα εκβίαζε την ενσωμάτωση της Μακεδονίας, αν την ενέτασσε στις διεθνείς κρίσεις της περιόδου, όπως τον Τουρκοαιγυπτιακό και Κριμαϊκό πόλεμο και την Κρητική Επανάσταση, με σύμμαχο την ομόδοξη Ρωσία. Τον Μάιο του 1876, εξαιτίας του αναβρασμού που είχε προκαλέσει στους Τούρκους η εξέγερση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, που οδήγησε στη γνωστή μεγάλη κρίση του Ανατολικού ζητήματος και κατέληξε στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1877-78), στη Θεσσαλονίκη σημειώθηκε η σφαγή των προξένων της Γαλλίας και της Γερμανίας, γεγονός που προκάλεσε τρομερή αναστάτωση στον πληθυσμό της μακεδονικής πρωτεύουσας. Στο μεταξύ, το βουλγαρικό σχίσμα (1870), που είχε σαν στόχο όλη τη Β. Ελλάδα, έγινε η αφετηρία σοβαρών αναστατώσεων στον μακεδονικό κόσμο.
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
Γνωρίζοντας ότι το ελληνικό στοιχείο δεν θα υπόκυπτε εύκολα, έριξαν το σύνθημα «η Μακεδονία για τους Μακεδόνες», ζητώντας και τη συνδρομή των Ελλήνων γι’ αυτόν τον «κοινό αγώνα». Παράλληλα (και επίσημα) οι Βούλγαροι αναλάμβαναν έντονη και συστηματική προπαγάνδα στην Ευρώπη. Οργάνωσαν μικρά ευέλικτα σώματα που είχαν δυο στόχους: να εισπράττουν χρήματα με αναγκαστικές εισφορές και να εξοντώνουν όποιον αντιστεκόταν στο βουλγαρικό κομιτάτο. Η επίσημη στάση της Ελλάδας, ιδιαίτερα μετά τον ατυχή της πόλεμο του 1897, ήταν χαλαρή και αυτό βοήθησε την επιτυχία της βουλγαρικής προπαγάνδας.
Η ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΙΤΑΤΖΗΔΩΝ
Το 1900 ο αγώνας έγινε ένοπλος. Κύριοι αντίπαλοι των ελληνικών ενόπλων σωμάτων ήταν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες, οπλισμένοι αντάρτες, που στάλθηκαν στη Μακεδονία ως εκπρόσωποι του βουλγαρικού κομιτάτου και εργάστηκαν έντονα και σκληρά για τη βίαιη επικράτηση των βουλγαρικών απόψεων. Δυο απόπειρες όμως των ένοπλων αυτών ομάδων να παρασύρουν τον πληθυσμό της Μακεδονίας σε φιλοβουλγαρική επανάσταση (1902 και 20 Ιουλίου 1903, Ίλιντεν) απέτυχαν. Η διαδικασία του εκβουλγαρισμού ήταν μεθοδική και είχε προσεκτικά σχεδιαστεί ώστε να κλιμακωθεί σταδιακά, με πρώτο στάδιο τον εξαναγκασμό του χριστιανικού πληθυσμού (που είχε ρευστή εθνική συνείδηση) να εκκλησιάζεται σε εκκλησίες που θα υπάγονταν στην Εξαρχική (Βουλγαρική) εκκλησία, αντί στις υπάρχουσες, που υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Γι’ αυτό ιδρύθηκαν σε όλη τη Μακεδονία πολυάριθμες Εξαρχικές εκκλησίες, στις οποίες ο εκκλησιασμός γίνονταν στη βουλγαρική γλώσσα και τα ονόματα των βαπτιζομένων ήταν βουλγαρικά. Σε δεύτερη φάση το κομιτάτο άρχισε να ιδρύει πολυάριθμα σχολεία όπου τα παιδιά θα διδάσκονταν τη βουλγαρική γλώσσα και θα κατηχούνταν πλέον εθνικά. Η δράση του κομιτάτου αρχικά είχε κάποια επιτυχία, αλλά σύντομα έγιναν αντιληπτά τα πραγματικά του κίνητρα, όταν ένοπλες ομάδες του (κομιτατζήδες), στη διάρκεια της ολιγόμηνης βουλγαρικής κατοχής της Α. Μακεδονίας, άρχισαν να εκτελούν και να βασανίζουν ιερείς, δασκάλους, τοπικές προσωπικότητες, αλλά και απλούς πολίτες που αρνούνταν το συγκεκαλυμμένο αυτό εκβουλγαρισμό, υπό την πλήρη ανοχή των επίσημων βουλγαρικών αρχών και του τακτικού βουλγαρικού στρατού, ο οποίος και τις εξόπλιζε, όπως η καταστροφή των Σερρών και του Δοξάτου (ήταν η πρώτη φορά).
Τον Απρίλιο του 1903, ομάδες κομιτατζήδων πραγματοποιούν στη Θεσσαλονίκη τρομοκρατικές ενέργειες και η πόλη αναστατώνεται από βομβιστικές επιθέσεις κατά της Μητρόπολης και άλλων κτιρίων ελληνικών ιδιοκτησιών, την ανατίναξη της Οθωμανικής Τράπεζας, την καταστροφή των εγκαταστάσεων αεριόφωτος και την πυρπόληση του μεγάλου γαλλικού εμπορικού πλοίο Γκουανταλκιβίρ. Οι ενέργειες αυτές προκάλεσαν την αντίδραση των Σέρβων και των Ελλήνων και η αιματηρή αναμέτρηση των αντιπάλων, ανάμεσα στους οποίους παρενέβαιναν (για να επιδεινώσουν την κατάσταση) και τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις, έδωσε την αφορμή να επέμβουν οι κυβερνήσεις των τότε Μεγάλων Δυνάμεων της Αυστρίας και της Ρωσίας (1903), με σκοπό να επιβάλουν στον σουλτάνο κάποιες διοικητικές μεταρρυθμίσεις στο καθεστώς της Μακεδονίας. Έτσι τους πρώτους μήνες του 1904 σχηματίστηκε στους 3 νομούς Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Σκοπίων, σώμα χωροφυλάκων με διοικητή Ιταλό στρατηγό που είχε στις διαταγές του πέντε ανώτερους Ευρωπαίους αξιωματικούς. Όμως καθεμιά από τις δυνάμεις απέβλεπε σε δικούς της σκοπούς. Έτσι, τίποτα δεν άλλαξε, ενώ το κομιτάτο συνέχιζε με περισσότερη ένταση τη δράση του, εξαφανίζοντας Έλληνες πρόκριτους (γιατρούς, δασκάλους, ιερείς κλπ.) και σφάζοντας άοπλους χωρικούς στις πλατείες των χωριών, μπροστά στα μάτια των συγχωριανών τους. Οι κομιτατζήδες διατήρησαν μια υποτυπώδη δραστηριότητα μετά το 1908, αλλά επανεμφανίστηκαν δυναμικά στους Βαλκανικούς Πολέμους ως παραστρατιωτικές ομάδες υποστηρίζοντας τον βουλγαρικό στρατό στις επιχειρήσεις του.
ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ
Το βουλγαρικό κίνημα του 1903 σήμανε συναγερμό στην Αθήνα και αφύπνισε την κοινή γνώμη στην Ελλάδα που αντιλήφθηκε (έστω και αργά) ότι τα πολλά σχολεία δεν ήταν ο πιο κατάλληλος τρόπος για να εξισορροπήσει το δυναμισμό των βουλγαρικών κομιτάτων. Πολυάριθμοι, κυρίως νεαροί, Έλληνες αξιωματικοί προσφέρθηκαν να παραιτηθούν από τον Ελληνικό στρατό και να τεθούν επικεφαλής των ανταρτικών ομάδων και των επαναστατικών σωμάτων για την προστασία του ελληνικού πληθυσμού. Η εκκίνηση του ελληνικού ένοπλου αμυντικού αγώνα αποδίδεται στις πρωτοβουλίες του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, του διπλωμάτη Ίωνα Δραγούμη από το προξενείο της Ελλάδας στο Μοναστήρι, του Λάμπρου Κορομηλά από το προξενείο της Θεσσαλονίκης και του Μακεδονικού Κομιτάτου, υπό τη διεύθυνση του Δημήτριου Καλαποθάκη, οργάνωσης τυπικά ιδιωτικής αλλά με ουσιαστική κρατική υποστήριξη, που έδρευε στην Αθήνα. Την άνοιξη του 1903 σχηματίζεται η πρώτη επιτροπή, η Μακεδονική Φιλική Εταιρεία από τον Αργύριο Ζάχο, τον Θεόδωρο Μόδη και τον Θεόδωρο Καπετανόπουλο. Σκοπός ήταν να πειστεί η Ελληνική κυβέρνηση να ενισχύσει την ένοπλη άμυνα των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας. Έτσι, την άνοιξη του 1904 έρχονται στη Μακεδονία για να εξετάσουν την κατάσταση και να υποδείξουν πρακτικά μέτρα οι λοχαγοί Αναστάσιος Παπούλας και Αλέξανδρος Κοντούλης και οι ανθυπολοχαγοί Γ. Κολοκοτρώνης και Π. Μελάς.
Από το Σεπτέμβριο του 1904, με την ανάληψη της αρχηγίας των ελληνικών σωμάτων από τον Παύλο Μελά, και ακόμα περισσότερο μετά το θάνατό του, οι Έλληνες άρχισαν να επικρατούν σε όλη σχεδόν τη Μακεδονία ακόμα και στις περιοχές όπου η βουλγαρική επιρροή προηγουμένως ήταν τόσο έντονη ώστε να έχει εξελιχθεί σε κράτος εν κράτει (Καστοριά, Φλώρινα και Έδεσσα-Γιαννιτσά). Η επάνδρωση ελληνικών ομάδων με Μακεδόνες αρματολούς και εθελοντές από την Ελλάδα και την Κρήτη οδήγησε σε έναν 4ετή ακήρυκτο κι ανορθόδοξο πόλεμο που ανέτρεψε την ισορροπία δυνάμεων προς όφελος της Ελλάδας, αλλά προκάλεσε και πολλές ευρωπαϊκές επεμβάσεις. Στις μνήμες των περισσότερων ο Μακεδονικός Αγώνας συνδέεται με τον αγώνα του Τέλλου Άγρα στην Λίμνη των Γιαννιτσών μέσα από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις της Πηνελόπης Δέλτα στο βιβλίο της «Στα Μυστικά του Βάλτου». Ο αγώνας των Μακεδονομάχων κράτησε μέχρι το 1908, οδηγώντας σε αποτυχία τα βουλγαρικά σχέδια για το βίαιο εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας. Οι συγκρούσεις στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία έληξαν τυπικά με την επικράτηση του κινήματος των Νεότουρκων, αξιωματικών του τουρκικού στρατού, οι οποίοι πραξικοπηματικά πέτυχαν την παραχώρηση συντάγματος για τη διακυβέρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συγχρόνως απέτρεψαν με αυστηρότητα το αντάρτικο μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων.
ΕΝΟΠΛΗ ΔΡΑΣΗ
Οι ελληνικές απώλειες και η αδυναμία των Τούρκων να επιβάλουν την τάξη οδήγησαν στην ενεργή (αν και ανεπίσημη) ελληνική ανάμειξη. Πρώτος και πιο σπουδαίος θιασώτης της ιδέας εκείνης στάθηκε ο Ίων Δραγούμης, που ήδη το 1903 σχημάτισε στο Μοναστήρι την πρώτη ελληνική επιτροπή, που αποτέλεσε αργότερα τον πυρήνα της Μακεδονικής Φιλικής Εταιρείας, της οποίας ενεργά όργανα στάθηκαν στην αρχή δύο οπλαρχηγοί της δυτικής Μακεδονίας, ο καπετάν Βαγγέλης (από το Στρέμπενο της Καστοριάς) και ο καπετάν Κώττας (από τα Κορέστια).
Τον Φεβρουάριο του 1904 μπήκαν στη Μακεδονία οι πρώτοι Έλληνες αξιωματικοί, μεταξύ των οποίων και ο Παύλος Μελάς (1870-194), αξιωματικός του πυροβολικού και γαμπρός επ’ αδελφή του Ίωνα Δραγούμη. Έλαβε μέρος στον πόλεμο του 1897 και μπήκε μυστικά για πρώτη φορά στη Μακεδονία τον Φεβρουάριο του 1904, μαζί με τον Κοντούλη, τον Παπούλα και τον Κολοκοτρώνη. Επέστρεψε τον Ιούλιο για δεύτερη φορά, ως δήθεν ζωέμπορος με το όνομα Πέτρος Δέδες.
Στις 18 Αυγούστου του 1904, για τρίτη και τελευταία φορά, πέρασε τα σύνορα από τη μεριά της Κοζάνης επικεφαλής 35 ανδρών από Μακεδόνες, Κρητικούς, Λάκωνες κλπ., ως αρχηγός των Σωμάτων Μοναστηρίου–Καστοριάς. Έδρασε στη Μακεδονία με το ψευδώνυμο καπετάν Μίκης Ζέζας, σύνθεση των ονομάτων των παιδιών του. Στις 13 Οκτωβρίου 1904 προδόθηκε στους Τούρκους και σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τουρκικά στρατεύματα στη Στάτιστα Καστοριάς (το σημερινό Μελά). Ο θάνατός του γενίκευσε τη συμμετοχή Ελλήνων ενόπλων στον Μακεδονικό αγώνα, γεγονός που αναπτέρωσε τις ελπίδες των Μακεδόνων κι ανέκαψε το έργο των βουλγαρικών κομιτάτων. Ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης έλεγε σε γνωστό του: «Όπου να ’ναι φτάνουν από κάτω και ελληνικά σώματα. Κρητικοί και Μανιάτες. Θα δεις κάθε κλαδί και παλικάρι». Και πραγματικά δεν διαψεύσθηκε. Στο μακροχρόνια και σκληρό εκείνο αγώνα, εθελοντές ξεκίνησαν από όλα τα μέρη της ελεύθερης Ελλάδας, μετά την πανελλήνια συγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατος του Μελά, και είναι αναρίθμητες οι πράξεις ηρωισμού κι αυτοθυσίας ενός αγώνα που παρατάθηκε ως το καλοκαίρι του 1908, οπότε θεσπίστηκε το νέο τουρκικό Σύνταγμα.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Το μεγαλύτερο μέρος του ένοπλου Μακεδονικού Αγώνα διεξήχθη στην ορεινή Δ. Μακεδονία, απ’ όπου κατάγονταν τα πιο δραστήρια στελέχη του ελληνικού κομιτάτου, αλλά και της «Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης», γνωστής σαν IMRO. Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης είχε αρχίσει ήδη να οργανώνει τοπικά τμήματα αυτοάμυνας σε Καστοριά και Φλώρινα. Πρώτος προώθησε και εφάρμοσε την ιδέα της ένοπλης αντεπίθεσης με τη χρήση ντόπιων Πατριαρχικών οπλαρχηγών με την πεποίθηση ότι τα ερείσματα της IMRO στο σλαβόφωνο Πατριαρχικό πληθυσμό δεν ήταν στέρεα. Ενδεικτικό για τις συνθήκες που επικρατούσαν είναι ότι ίδιος ο Μητροπολίτης είχε αναγκαστεί να περιέρχεται τους ναούς των χωριών της περιφέρειάς του και να εκκλησιάζει με το όπλο του παραπόδα (λόγω των αλλεπάλληλων απειλών κατά της ζωής του), σε μια προσπάθεια να τονώσει το ηθικό των τρομοκρατημένων πιστών. Βασικός πυρήνας της οργάνωσης του Καραβαγγέλη ήταν η ομάδα του ντόπιου οπλαρχηγού Κώτα Χρήστου. Ο αξιωματικός Παύλος Μελάς εγκαινίασε την είσοδο εθελοντών μαχητών από την Ελλάδα, αφού με το θάνατό του στη Στάτιστα της Καστοριάς δημοσιοποίησε το Μακεδονικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Ο αγώνας όμως ήταν ιδιαίτερα βαρύς και για τις ορεινές αγροτικές και κτηνοτροφικές κοινωνίες. Για 4 χρόνια όχι μόνον υπέμειναν τη συντήρηση εκατοντάδων ενόπλων, αλλά συχνά πλήρωσαν με αίμα την προσκόλλησή τους στο ένα ή το άλλο στρατόπεδο.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΟ ΒΑΛΤΟ ΤΩΝ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ
Τα νερά του πλημμυρισμένου Λουδία σχημάτιζαν στη νότια κεντρική Μακεδονία, στο προσχωσιγενές έδαφος μεταξύ του Αλιάκμονα και του Αξιού, εκτεταμένο έλος. Στα χρόνια του ένοπλου ελληνοβουλγαρικού αγώνα το έλος αυτό, προσιτό πριν μόνο στους ψαράδες της περιοχής, αναδείχτηκε σε πεδίο ομηρικών μαχών μεταξύ των ενόπλων σωμάτων. Η ασφαλής πρόσβαση στις καλαμώδεις εκτάσεις του σήμαινε σίγουρο κρησφύγετο, έλεγχο της γύρω πεδιάδας και των οδικών συγκοινωνιών προς τη Βόρεια και τη Δυτική Μακεδονία. Η διαβίωση, όμως, μέσα στα βαλτώδη νερά όπου ενδημούσε η ελονοσία και συνάμα σε συνθήκες πολέμου είχε πολλές ιδιαιτερότητες και ακόμη περισσότερες δυσκολίες, ικανές να κάμψουν και τους πιο σκληροτράχηλους μαχητές. Οι θρυλικές μορφές του καπετάν Άγρα και του καπετάν-Νικηφόρου, πλαισιωμένες από μερικούς ντόπιους οδηγούς, ταυτίστηκαν με τον αγώνα στις υγρές ελώδεις εκτάσεις κι αναδείχτηκαν σε κεντρικές μορφές του γνωστού μυθιστορήματος της Πηνελόπης Δέλτα.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Για λόγους γεωγραφικούς η διεξαγωγή για τους Έλληνες του Αγώνα στην Ανατολική Μακεδονία ήταν δυσχερέστερη από ό,τι αλλού. Ουσιαστικά η ένοπλη ελληνική αντεπίθεση άρχισε μόλις το 1906 και στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά σε ονομαστούς ντόπιους καπεταναίους. Στην περιοχή του Μπέλες και του Μελενίκου δρουν ο Θανάσης Χατζηπανταζής και ο Στέργιος Βλάχμπεης. Στην περιοχή της Νιγρίτας κυριαρχούν ο καπετάν-Γιαγκλής και ο ιερέας καπετάν-Ανδρούτσος. Η περιοχή της Ζίχνας και του Παγγαίου είναι ο χώρος επιχειρήσεων δύο θρυλικών μορφών, του Δούκα Ζέρβα και του Μητρούση Γκογκουλάκη. Η επιτελική εργασία βρισκόταν στα χέρια του προσωπικού των Προξενείων Σερρών και Καβάλας. Τη διακίνηση των πληροφοριών και των όπλων διεκπεραίωσε αποτελεσματικά πλήθος πατριωτών οργανωμένων σε εθνικούς συλλόγους και σωματεία. Κανένας όμως αγωνιστής της ανατολικής Μακεδονίας δεν ξεπέρασε στην προσφορά, αλλά και στην αίγλη, τον Μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη. Το 1907, η ανοιχτή συνεργασία του με το ελληνικό στρατόπεδο του στοίχισε τη μητρόπολή του, όμως 15 χρόνια αργότερα, με το βίαιο θάνατό του στη Σμύρνη, πλήρωσε με υψηλό επιτόκιο τους εθνικούς του αγώνες.
Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ
Η Θεσσαλονίκη, το φυσικό επίνειο και διοικητικό κέντρο όλης της Μακεδονίας, αποτέλεσε το επιτελικό κέντρο του Μακεδονικού Αγώνα. Η εξέλιξη αυτή συνδέθηκε κυρίως με δύο πρόσωπα: τον Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας Λάμπρο Κορομηλά και τον Ανθυπολοχαγό Αθανάσιο Σουλιώτη. Ο πρώτος, από το 1904 ως το 1907, οργάνωσε και διηύθυνε μέσα από το νεοκλασικό κτίριο του Προξενείου το ελληνικό δίκτυο πληροφοριών και επέβλεπε τις επιχειρήσεις των σωμάτων στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία. Πολύτιμους βοηθούς του είχε ομάδα ειδικών γραφέων, δηλαδή ειδικά εκπαιδευμένων αξιωματικών, που αποτέλεσαν τους διοικητικούς τομεάρχες του Αγώνα. Ανάμεσά τους ξεχώρισαν για την εμπειρία τους ο Δημήτριος Κάκκαβος (Ζώης) και ο Αθανάσιος Εξαδάκτυλος (Αντωνίου). Την ασφάλεια των δραστηριοτήτων του Προξενείου και την εθνική συστράτευση της ελληνικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης ανέλαβε ο Σουλιώτης (Νικολαΐδης) στο διάστημα 1905-1907. Συγκαλύπτοντας την κατασκοπική του δράση με την ιδιότητα του εμπόρου, πέτυχε με συστηματικές προσπάθειες να δημιουργήσει ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό δίκτυο πληροφοριών και συγκαλυμμένων επιχειρήσεων. Στο δίκτυο αυτό εντάχθηκαν κάθε κοινωνικής τάξης επαγγελματίες κι εργαζόμενοι της Θεσσαλονίκης που εξασφάλισαν τη συλλογή και την προώθηση μηνυμάτων, την εκτέλεση αντιποίνων, αλλά και τη διεξαγωγή ενός επιτυχημένου οικονομικού πολέμου σε βάρος της εξαρχικής κοινότητας.
ΤΑ ΚΟΜΙΤΑΤΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Οι μακεδονικές επιτροπές των Αθηνών ήταν αποτέλεσμα των πρωτοβουλιών που αναπτύχθηκαν στους κύκλους των ανήσυχων προσφύγων από τη Μακεδονία. Μετά τη διάλυση της Εθνικής Εταιρείας (1900) τα πρώην μέλη της (Παύλος Μελάς, Κώστας Μαζαράκης, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος κ.α.) συνέχισαν να αδημονούν για την τύχη της Μακεδονίας, απ’ όπου κατέφθαναν συνεχώς εκκλήσεις για βοήθεια. Το κενό κάλυπταν προσωρινά και στο μέτρο των δυνατοτήτων τους η Εταιρεία «Ελληνισμός» του Νεοκλή Καζάζη και η «Επιτροπή προς Ενίσχυση της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας» των Βικέλα, Στρέιτ και Μπαλτατζή. Το 1902 εμφανίζεται δυναμικά στο προσκήνιο ο Κεντρικός Μακεδονικός Σύλλογος των αδελφών Θεοχάρη και Μαυρουδή Γερογιάννη από τη Χαλκιδική. Μετά τα δραματικά γεγονότα του 1903 οι προσπάθειες όλων, κράτους και ιδιωτών, συγκλίνουν σε πιο δυναμικές επιλογές. Μετά από δραματικές εκκλήσεις του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού, ιδρύεται στην Αθήνα, στις 22 Μαΐου 1904, το Μακεδονικό Κομιτάτο, στα γραφεία της εφημερίδας «Εμπρός», από λόγιους και δημοσιογράφους με σκοπό τη συλλογή χρημάτων, εφοδίων και όπλων για τις ανάγκες των Ελλήνων ανταρτών της Μακεδονίας. Στο Κομιτάτο συσπειρώνονται οι παλαίμαχοι της Εθνικής Εταιρείας, ο δραστήριος κύκλος του Μακεδόνα πολιτικού Στέφανου Δραγούμη, μέλη των άλλων επιτροπών και συλλόγων καθώς και εκπρόσωποι του κράτους. Εμπνευστής, ιδρυτής, αλλά και πρόεδρος του κομιτάτου ήταν ο διευθυντής της εφημερίδας Δημήτρης Καλαποθάκης (1862-1921) από την Αρεόπολη και μέλος της πρώτης οργανωτικής επιτροπής ο Πέτρος Κανελλίδης (1846-1911) από το Κουτήφαρι της Έξω Μάνης, διευθυντής της εφημερίδας «Καιροί». Το κομιτάτο, μέλη του οποίου είναι οι Ν. Πολίτης, καθηγητής πανεπιστημίου, Ιωάννης Ράλλης, Πέτρος Σαρόγλου κλπ. αποφασίζει να δράσει άμεσα στέλνοντας ένοπλα σώματα και οπλισμό στους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας. Ο Καλαποθάκης, που ως δημοσιογράφος κι ως άνθρωπος είχε την καθολική εκτίμηση κράτους και λαού, κρατάει ουσιαστικά στα χέρια του το σχεδιασμό του Αγώνα στο κέντρο. Οργανώνει τα αντάρτικα σώματα και τα στέλνει στη Μακεδονία, αλληλογραφεί και συντονίζει, ενημερώνει το κράτος για τον Αγώνα και τον άξιο πρόξενο της Θεσσαλονίκης, τον Λάμπρο Κορομηλά. Στο γραφείο του γίνονται οι στρατολογήσεις και η οργάνωση των εθελοντών. Σε όλα τα ελληνικά προξενεία αποσπάστηκαν αξιωματικοί του στρατού και δημιούργησαν ένα δίκτυο συνεργατών και αγωνιστών. Στόχος τους ήταν η εξουδετέρωση της βουλγαρικής και ρουμανικής προπαγάνδας, η εμπιστευτική αλληλογραφία, η κατασκοπεία, η μεταφορά τραυματιών, η τροφοδοσία των Ελλήνων ανταρτών και γενικά η υπεράσπιση του ελληνικού στοιχείου. Μέχρι την άνοιξη του 1908, οπότε απέβαλε ουσιαστικά τον ιδιωτικό του χαρακτήρα, το Μακεδονικό Κομιτάτο διεύθυνε και διεκπεραίωνε τον ένοπλο αγώνα στη Δυτική Μακεδονία. Η επιτυχία του στηρίχθηκε κυρίως στη διοργάνωση μιας παράλληλης εσωτερικής οργάνωσης εντός της Μακεδονίας, που ενσωμάτωσε όλες τις τοπικές επιτροπές, τους εθνικούς συλλόγους και τα δίκτυα πληροφοριών. Ένοπλες πρωτοβουλίες μικρότερης κλίμακας στην Κεντρική Μακεδονία ανέλαβαν και οι αδελφοί Γερογιάννη.
ΠΑΝΕΛΛΗΝΕΣ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ
Ευθύμιου Καούδη,
Μανώλη Κατσίγαρη (Καραμανώλης)
και Γιάννη Βολάνη
πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στη Δ. Μακεδονία και αναδείχθηκαν σε σύμβολα πολεμικής δεινότητας και αυτοθυσίας.
Ο ελληνοβουλγαρικός ανταγωνισμός διήρκεσε έως το καλοκαίρι του 1908, οπότε η κήρυξη του συντάγματος που επέβαλαν στην Υψηλή Πύλη οι Νεότουρκοι διασφάλιζε (όπως θεωρήθηκε για ένα σύντομο διάστημα) τη συναδελφοσύνη και την ελευθερία όλων των εθνοτήτων που ζούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία και ειδικά στη Μακεδονία. Η επανάσταση των Νεότουρκων ξέσπασε στις 23 Ιουλίου 1908 στη Θεσσαλονίκη και επικράτησε μέσα σε γενική επιδοκιμασία. Δόθηκε αμνηστία και οι ένοπλοι που δρούσαν στα ορεινά (Έλληνες και Βούλγαροι) κατέβηκαν από τα κρυσφύγετά τους στις μακεδονικές πόλεις. Οι αντιδράσεις των οπαδών του παλιού οθωμανικού καθεστώτος της Κωνσταντινούπολης εξουδετερώθηκαν (1909) και ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β’ εξορίστηκε στη Θεσσαλονίκη, σε περιορισμό στη Βίλα Αλατίνι.
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ
Οι αψιμαχίες μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, αλλά και του καθενός ξεχωριστά με τους Νεότουρκους συνεχίστηκαν σε πολύ μικρότερη ένταση. Το 1912, μετά την επιτυχία της Αλβανικής επανάστασης οι Σέρβοι επειγόμενοι να προλάβουν τη δημιουργία μίας μεγάλης Αλβανίας υποχώρησαν στις βουλγαρικές απαιτήσεις για τη διανομή της Μακεδονίας και προχώρησαν μαζί στη δημιουργία της Βαλκανικής Συμμαχίας (Λίγκας). Η επιτακτική ανάγκη παρουσίας στόλου στο Αιγαίο οδήγησε λίγο αργότερα και στην είσοδο της Ελλάδας στη συμμαχία, ολοκληρώνοντας έτσι το σκηνικό του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Με την έκρηξή του, ένα μεγάλο μέρος της Μακεδονίας μαζί με τη Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό. Το 1913, οι Βούλγαροι, αν και υποτιθέμενα σύμμαχοι, επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και χωρίς προηγούμενη κήρυξη πολέμου κατά των Ελλήνων και των Σέρβων προσπαθώντας να καταλάβουν για λογαριασμό τους τα μόλις απελευθερωθέντα από αυτούς εδάφη της Μακεδονίας, αλλά απωθήθηκαν (Β' Βαλκανικός Πόλεμος). Μετά τη συντριβή που ακολούθησε, η Βουλγαρία αναγκάστηκε να παραχωρήσει και το ανατολικό τμήμα (Σέρρες, Δράμα και Καβάλα) στην Ελλάδα, η οποία ολοκλήρωσε έτσι τους εθνικούς της στόχους στη Μακεδονία.
• 1903 Οργανώνεται στην Αθήνα το Μακεδονικό Κομιτάτο υπό τον δημοσιογράφο Δημήτριο Καλαποθάκη κατόπιν εκκλήσεων του Μητροπολίτη Γερμανού. Κρητικοί εθελοντές στη Μακεδονία. Πρώτος νεκρός του Αγώνα ο κρητικός οπλαρχηγός Γεώργιος Σεϊμένης στο Λέχοβο που κατακρεουργείται αν και καθηλωμένος στο κρεβάτι από τους κομιτατζήδες.
• 1904 ο Λάμπρος Κορομηλάς τοποθετείται πρόξενος στη Θεσσαλονίκη με νέες προβολές των ελληνικών επιδιώξεων. Σκοτώνεται σε μάχη στη Στάτιστα (σημερινό όνομα «Μελάς») των Κορεστίων ο Παύλος Μελάς. Ελληνικό στρατιωτικό τμήμα διέρχεται τη μεθόριο. Οι ελληνικές αρχές της Θεσσαλονίκης ενισχύουν και εξοπλίζουν τα ελληνικά ανταρτικά σώματα.
• 1905 τα ελληνικά σώματα αποκρούουν σθεναρά βουλγαρικές επιθέσεις ακολουθώντας την τακτική των κλεφτών.
• 1906 ο Κορομηλάς επιζητεί την επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας με αποστολή στρατού. Τέσσερα ελληνικά ανταρτικά σώματα σε σύγκρουση με τον οθωμανικό στρατό διαλύονται.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Τιμώταν ως εθνικός ήρωας στη Βουλγαρία μέχρι το 1946, όταν με την αλλαγή της πολιτικής της Βουλγαρίας στο Μακεδονικό, το μουσείο του έκλεισε και τα περιεχόμενα του μαζί με τα οστά του μεταφέρθηκαν στα Σκόπια της νεοϊδρυθείσας ΓΔΜ.
Ο Μακεδονικός αγώνας ήταν ένας ανορθόδοξος πόλεμος στις αρχές του 20ου αιώνα που διήρκεσε περίπου 4 χρόνια (1904-1908) και διεξήχθη στη Μακεδονία (που τότε ήταν μέρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας) μεταξύ κυρίως ελληνικών και βουλγαρικών ενόπλων σωμάτων, ακόμα και Σέρβων και Ρουμάνων, από τη στιγμή που έγινε αντιληπτό ότι η σημαντική αυτή επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θα ήταν η επόμενη εδαφική απώλεια του Μεγάλου Ασθενούς. Ξεκίνησε από την περιοχή της Καστοριάς και περί το τέλος του είχε επεκταθεί σ’ όλη τη σημερινή Μακεδονία μέχρι και των περιοχών του Μοναστηρίου, Γευγελής, Δοϊράνης κλπ. Σκοπός των ελληνικών σωμάτων ήταν να περιφρουρήσουν το εθνικό φρόνημα των χωριών, να αποκαταστήσουν την τάξη σε όσα χωριά είχαν σημειωθεί αποσκιρτήσεις μετά από πιέσεις των αντιπάλων, να εξουδετερώσουν τις ένοπλες ομάδες και να περιορίσουν τη δράση των ληστρικών σωμάτων, τα οποία κινούνταν μεταξύ παρανομίας και εθνικού αγώνα, ταλαιπωρώντας τους αγροτικούς πληθυσμούς. Ο αγώνας αυτός άρχισε ουσιαστικά το 1903 και πήρε τέλος το 1908, όταν θεσπίστηκε το τουρκικό σύνταγμα με το κίνημα των Νεοτούρκων. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, δύο ήταν οι κυριότεροι εχθροί του ελληνικού στοιχείου: οι Βούλγαροι κομιτατζήδες και οι Τούρκοι σωβινιστές. Παρά τον διμέτωπο αγώνα, εναντίον Βουλγάρων και Τούρκων, τα ελληνικά σώματα κατόρθωσαν σταδιακά να περιορίσουν τα βουλγαρικά ερείσματα και να αποκαταστήσουν την εθνολογική ισορροπία. Ιδιαίτερα σκληρός ήταν ο αγώνας στην ελώδη λίμνη των Γιαννιτσών, σημείο στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο των οδικών αρτηριών, ενώ πολλές φονικές μάχες έγιναν στα βουνά της Δ. Μακεδονίας για την τελική επικράτηση σε διαφιλονικούμενα σλαβόφωνα χωριά. Από το 1906 ο τουρκικός στρατός ανέλαβε σημαντικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και περιόρισε αισθητά τη δράση των ενόπλων ομάδων, ελληνικών και βουλγαρικών. Πάντως τη διετία 1907-1908 τα ελληνικά σώματα είχαν κερδίσει σημαντικό έδαφος σε όλη την έκταση της Μακεδονίας και είχαν διασφαλίσει είτε την παραμονή, είτε την επανασύνδεση με το Πατριαρχείο πολυάριθμων ελληνικών κοινοτήτων. Η τακτική των Βουλγάρων που χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο για να κάνουν τη Μακεδονία βουλγαρική, αφύπνισε τους Έλληνες, ανάμεσά τους Μανιάτες και Κρητικούς, που απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος έτρεξαν εθελοντές, για να βοηθήσουν τους Έλληνες Μακεδόνες στο σκληρό και άνισο αγώνα τους.
Η σημαία της Μακεδονίας κατά τον Μακεδονικό αγώνα |
Ο αγώνας για την ανεξαρτησία της Μακεδονίας είχε αρχίσει συγχρόνως με την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Οι εξεγέρσεις όμως του Εμμανουήλ Παπά στη Χαλκιδική και εκείνη της Νάουσσας με το Ζαφειράκη Θεοδοσίου το 1822 είχαν καταπνιγεί από τους Τούρκους. Με την ίδρυση του μικρού Ελληνικού Κράτους, μόνιμη επιδίωξη των Ελλήνων ήταν η τύχη των υπόδουλων που ήταν κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό και για δεκαετίες παρέμεναν αποκομμένοι από την ελεύθερη Ελλάδα. Το Ελληνικό κράτος είχε να αντιμετωπίσει μια σειρά από εμπόδια, όπως τη γεωγραφική απόσταση και την αρνητική διπλωματική συγκυρία. Οι επαναστατικές κινήσεις των ετών 1839-1840, 1854 και 1866 ναυάγησαν, γιατί η ελληνική πλευρά πίστευε ότι θα εκβίαζε την ενσωμάτωση της Μακεδονίας, αν την ενέτασσε στις διεθνείς κρίσεις της περιόδου, όπως τον Τουρκοαιγυπτιακό και Κριμαϊκό πόλεμο και την Κρητική Επανάσταση, με σύμμαχο την ομόδοξη Ρωσία. Τον Μάιο του 1876, εξαιτίας του αναβρασμού που είχε προκαλέσει στους Τούρκους η εξέγερση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, που οδήγησε στη γνωστή μεγάλη κρίση του Ανατολικού ζητήματος και κατέληξε στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1877-78), στη Θεσσαλονίκη σημειώθηκε η σφαγή των προξένων της Γαλλίας και της Γερμανίας, γεγονός που προκάλεσε τρομερή αναστάτωση στον πληθυσμό της μακεδονικής πρωτεύουσας. Στο μεταξύ, το βουλγαρικό σχίσμα (1870), που είχε σαν στόχο όλη τη Β. Ελλάδα, έγινε η αφετηρία σοβαρών αναστατώσεων στον μακεδονικό κόσμο.
Ανεφοδιασμός Ελλήνων ανταρτών (εκβολές Αλιάκμονα, 1904-1908) |
Πρώτα άρχισε η προπαγανδιστική αναμέτρηση Ελλήνων και Βουλγάρων. Πρώτη συστηματική εξόρμηση των Σλάβων ήταν να πετύχουν την ψυχική και γλωσσική αφομοίωση του ελληνικού πληθυσμού, ώστε να έχουν να επικαλεστούν στοιχεία ενισχυτικά των επιδιώξεών τους. Η αναμέτρηση εντάθηκε μετά την κατάκτηση της Α. Ρωμυλίας (1885) και οδήγησε σε αιματηρό ανταγωνισμό μεταξύ του ελληνισμού και του βουλγαρικού επεκτατισμού, μια αναμέτρηση που έμεινε στην ιστορία ως Μακεδονικός αγώνας. Η πραξικοπηματική προσάρτηση στη Βουλγαρία της Α. Ρωμυλίας τους ενίσχυσε, ώστε να στραφούν απερίσπαστοι στην απόσπαση του μακεδονικού χώρου.
Στη Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε η «Εσωτερική Επαναστατική Μακεδονική Οργάνωση (IMRO)» με επίσημο σκοπό το συντονισμό των προσπαθειών των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας για την απελευθέρωσή τους από τον Οθωμανικό ζυγό. Η οργάνωση αναφερόταν γενικά στα δικαιώματα του «Μακεδονικού λαού» χωρίς εθνικές ή δογματικές διακρίσεις, δηλώνοντας «σταθερά ενωτική» και «μαχητικά αντισωβινιστική». Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν μία βουλγαρική εθνικιστική οργάνωση με κρυφή ατζέντα τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και την απόσχισή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ενδιάμεσο στάδιο πριν την τελική ένωσή της με τη Βουλγαρία. Το «Μακεδονικό» Κομιτάτο είχε από νωρίς οργανώσει ένα δίκτυο από παραστρατιωτικές ομάδες, οι άντρες των οποίων είχαν επιδοθεί σε όργιο βίας και τρομοκρατίας του ελληνικού και όχι μόνο στοιχείου της Μακεδονίας. Ο όρος «κομιτατζήδες» στη Μακεδονία χρησιμοποιείτο για να χαρακτηρίσει τους εξαρχικούς ελληνικής καταγωγής που μεταστράφηκαν και υπηρετούσαν τους σκοπούς της Βουλγαρίας, διαχωρίζοντάς τους έτσι από τους καθεαυτού Βούλγαρους. Σημαντικά στελέχη των Κομιτατζήδων ήταν ο ιδρυτής τους Γκότσε Ντέλτσεφ,[1] ο Αποστόλ Πέτκωφ, ο Νίκολα Κάρεφ, ο Γιάνε Σαντάνσκι κ.α.Γνωρίζοντας ότι το ελληνικό στοιχείο δεν θα υπόκυπτε εύκολα, έριξαν το σύνθημα «η Μακεδονία για τους Μακεδόνες», ζητώντας και τη συνδρομή των Ελλήνων γι’ αυτόν τον «κοινό αγώνα». Παράλληλα (και επίσημα) οι Βούλγαροι αναλάμβαναν έντονη και συστηματική προπαγάνδα στην Ευρώπη. Οργάνωσαν μικρά ευέλικτα σώματα που είχαν δυο στόχους: να εισπράττουν χρήματα με αναγκαστικές εισφορές και να εξοντώνουν όποιον αντιστεκόταν στο βουλγαρικό κομιτάτο. Η επίσημη στάση της Ελλάδας, ιδιαίτερα μετά τον ατυχή της πόλεμο του 1897, ήταν χαλαρή και αυτό βοήθησε την επιτυχία της βουλγαρικής προπαγάνδας.
Βουλγαρικό ανταρτικό σώμα (Κομιτατζήδες) (1902, Λονδίνο, The Illustrated London News) |
Το 1900 ο αγώνας έγινε ένοπλος. Κύριοι αντίπαλοι των ελληνικών ενόπλων σωμάτων ήταν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες, οπλισμένοι αντάρτες, που στάλθηκαν στη Μακεδονία ως εκπρόσωποι του βουλγαρικού κομιτάτου και εργάστηκαν έντονα και σκληρά για τη βίαιη επικράτηση των βουλγαρικών απόψεων. Δυο απόπειρες όμως των ένοπλων αυτών ομάδων να παρασύρουν τον πληθυσμό της Μακεδονίας σε φιλοβουλγαρική επανάσταση (1902 και 20 Ιουλίου 1903, Ίλιντεν) απέτυχαν. Η διαδικασία του εκβουλγαρισμού ήταν μεθοδική και είχε προσεκτικά σχεδιαστεί ώστε να κλιμακωθεί σταδιακά, με πρώτο στάδιο τον εξαναγκασμό του χριστιανικού πληθυσμού (που είχε ρευστή εθνική συνείδηση) να εκκλησιάζεται σε εκκλησίες που θα υπάγονταν στην Εξαρχική (Βουλγαρική) εκκλησία, αντί στις υπάρχουσες, που υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Γι’ αυτό ιδρύθηκαν σε όλη τη Μακεδονία πολυάριθμες Εξαρχικές εκκλησίες, στις οποίες ο εκκλησιασμός γίνονταν στη βουλγαρική γλώσσα και τα ονόματα των βαπτιζομένων ήταν βουλγαρικά. Σε δεύτερη φάση το κομιτάτο άρχισε να ιδρύει πολυάριθμα σχολεία όπου τα παιδιά θα διδάσκονταν τη βουλγαρική γλώσσα και θα κατηχούνταν πλέον εθνικά. Η δράση του κομιτάτου αρχικά είχε κάποια επιτυχία, αλλά σύντομα έγιναν αντιληπτά τα πραγματικά του κίνητρα, όταν ένοπλες ομάδες του (κομιτατζήδες), στη διάρκεια της ολιγόμηνης βουλγαρικής κατοχής της Α. Μακεδονίας, άρχισαν να εκτελούν και να βασανίζουν ιερείς, δασκάλους, τοπικές προσωπικότητες, αλλά και απλούς πολίτες που αρνούνταν το συγκεκαλυμμένο αυτό εκβουλγαρισμό, υπό την πλήρη ανοχή των επίσημων βουλγαρικών αρχών και του τακτικού βουλγαρικού στρατού, ο οποίος και τις εξόπλιζε, όπως η καταστροφή των Σερρών και του Δοξάτου (ήταν η πρώτη φορά).
Τον Απρίλιο του 1903, ομάδες κομιτατζήδων πραγματοποιούν στη Θεσσαλονίκη τρομοκρατικές ενέργειες και η πόλη αναστατώνεται από βομβιστικές επιθέσεις κατά της Μητρόπολης και άλλων κτιρίων ελληνικών ιδιοκτησιών, την ανατίναξη της Οθωμανικής Τράπεζας, την καταστροφή των εγκαταστάσεων αεριόφωτος και την πυρπόληση του μεγάλου γαλλικού εμπορικού πλοίο Γκουανταλκιβίρ. Οι ενέργειες αυτές προκάλεσαν την αντίδραση των Σέρβων και των Ελλήνων και η αιματηρή αναμέτρηση των αντιπάλων, ανάμεσα στους οποίους παρενέβαιναν (για να επιδεινώσουν την κατάσταση) και τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις, έδωσε την αφορμή να επέμβουν οι κυβερνήσεις των τότε Μεγάλων Δυνάμεων της Αυστρίας και της Ρωσίας (1903), με σκοπό να επιβάλουν στον σουλτάνο κάποιες διοικητικές μεταρρυθμίσεις στο καθεστώς της Μακεδονίας. Έτσι τους πρώτους μήνες του 1904 σχηματίστηκε στους 3 νομούς Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Σκοπίων, σώμα χωροφυλάκων με διοικητή Ιταλό στρατηγό που είχε στις διαταγές του πέντε ανώτερους Ευρωπαίους αξιωματικούς. Όμως καθεμιά από τις δυνάμεις απέβλεπε σε δικούς της σκοπούς. Έτσι, τίποτα δεν άλλαξε, ενώ το κομιτάτο συνέχιζε με περισσότερη ένταση τη δράση του, εξαφανίζοντας Έλληνες πρόκριτους (γιατρούς, δασκάλους, ιερείς κλπ.) και σφάζοντας άοπλους χωρικούς στις πλατείες των χωριών, μπροστά στα μάτια των συγχωριανών τους. Οι κομιτατζήδες διατήρησαν μια υποτυπώδη δραστηριότητα μετά το 1908, αλλά επανεμφανίστηκαν δυναμικά στους Βαλκανικούς Πολέμους ως παραστρατιωτικές ομάδες υποστηρίζοντας τον βουλγαρικό στρατό στις επιχειρήσεις του.
Ερείπια σπιτιών στο Γραδεμπόρι από τους κομιτατζήδες (1903-1908) |
Το βουλγαρικό κίνημα του 1903 σήμανε συναγερμό στην Αθήνα και αφύπνισε την κοινή γνώμη στην Ελλάδα που αντιλήφθηκε (έστω και αργά) ότι τα πολλά σχολεία δεν ήταν ο πιο κατάλληλος τρόπος για να εξισορροπήσει το δυναμισμό των βουλγαρικών κομιτάτων. Πολυάριθμοι, κυρίως νεαροί, Έλληνες αξιωματικοί προσφέρθηκαν να παραιτηθούν από τον Ελληνικό στρατό και να τεθούν επικεφαλής των ανταρτικών ομάδων και των επαναστατικών σωμάτων για την προστασία του ελληνικού πληθυσμού. Η εκκίνηση του ελληνικού ένοπλου αμυντικού αγώνα αποδίδεται στις πρωτοβουλίες του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, του διπλωμάτη Ίωνα Δραγούμη από το προξενείο της Ελλάδας στο Μοναστήρι, του Λάμπρου Κορομηλά από το προξενείο της Θεσσαλονίκης και του Μακεδονικού Κομιτάτου, υπό τη διεύθυνση του Δημήτριου Καλαποθάκη, οργάνωσης τυπικά ιδιωτικής αλλά με ουσιαστική κρατική υποστήριξη, που έδρευε στην Αθήνα. Την άνοιξη του 1903 σχηματίζεται η πρώτη επιτροπή, η Μακεδονική Φιλική Εταιρεία από τον Αργύριο Ζάχο, τον Θεόδωρο Μόδη και τον Θεόδωρο Καπετανόπουλο. Σκοπός ήταν να πειστεί η Ελληνική κυβέρνηση να ενισχύσει την ένοπλη άμυνα των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας. Έτσι, την άνοιξη του 1904 έρχονται στη Μακεδονία για να εξετάσουν την κατάσταση και να υποδείξουν πρακτικά μέτρα οι λοχαγοί Αναστάσιος Παπούλας και Αλέξανδρος Κοντούλης και οι ανθυπολοχαγοί Γ. Κολοκοτρώνης και Π. Μελάς.
Τέλος Αγαπηνός (Άγρας) στους βάλτους των Γιαννιτσών |
Τέλος Αγαπηνός, Ιωάννης Δεμέστιχας (καπετάν Νικηφόρος), Κωνσταντίνος Σάρρος (καπετάν Κάλας) |
Οι ελληνικές απώλειες και η αδυναμία των Τούρκων να επιβάλουν την τάξη οδήγησαν στην ενεργή (αν και ανεπίσημη) ελληνική ανάμειξη. Πρώτος και πιο σπουδαίος θιασώτης της ιδέας εκείνης στάθηκε ο Ίων Δραγούμης, που ήδη το 1903 σχημάτισε στο Μοναστήρι την πρώτη ελληνική επιτροπή, που αποτέλεσε αργότερα τον πυρήνα της Μακεδονικής Φιλικής Εταιρείας, της οποίας ενεργά όργανα στάθηκαν στην αρχή δύο οπλαρχηγοί της δυτικής Μακεδονίας, ο καπετάν Βαγγέλης (από το Στρέμπενο της Καστοριάς) και ο καπετάν Κώττας (από τα Κορέστια).
Ο καπετάν Κώτας συνεργάστηκε με τον Γερμανό Καραβαγγέλη 1900 |
Ο Παύλος Μελάς (πίνακας Γ. Ιακωβίδη, 1904-1908, Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο) |
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Το μεγαλύτερο μέρος του ένοπλου Μακεδονικού Αγώνα διεξήχθη στην ορεινή Δ. Μακεδονία, απ’ όπου κατάγονταν τα πιο δραστήρια στελέχη του ελληνικού κομιτάτου, αλλά και της «Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης», γνωστής σαν IMRO. Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης είχε αρχίσει ήδη να οργανώνει τοπικά τμήματα αυτοάμυνας σε Καστοριά και Φλώρινα. Πρώτος προώθησε και εφάρμοσε την ιδέα της ένοπλης αντεπίθεσης με τη χρήση ντόπιων Πατριαρχικών οπλαρχηγών με την πεποίθηση ότι τα ερείσματα της IMRO στο σλαβόφωνο Πατριαρχικό πληθυσμό δεν ήταν στέρεα. Ενδεικτικό για τις συνθήκες που επικρατούσαν είναι ότι ίδιος ο Μητροπολίτης είχε αναγκαστεί να περιέρχεται τους ναούς των χωριών της περιφέρειάς του και να εκκλησιάζει με το όπλο του παραπόδα (λόγω των αλλεπάλληλων απειλών κατά της ζωής του), σε μια προσπάθεια να τονώσει το ηθικό των τρομοκρατημένων πιστών. Βασικός πυρήνας της οργάνωσης του Καραβαγγέλη ήταν η ομάδα του ντόπιου οπλαρχηγού Κώτα Χρήστου. Ο αξιωματικός Παύλος Μελάς εγκαινίασε την είσοδο εθελοντών μαχητών από την Ελλάδα, αφού με το θάνατό του στη Στάτιστα της Καστοριάς δημοσιοποίησε το Μακεδονικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Ο αγώνας όμως ήταν ιδιαίτερα βαρύς και για τις ορεινές αγροτικές και κτηνοτροφικές κοινωνίες. Για 4 χρόνια όχι μόνον υπέμειναν τη συντήρηση εκατοντάδων ενόπλων, αλλά συχνά πλήρωσαν με αίμα την προσκόλλησή τους στο ένα ή το άλλο στρατόπεδο.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΟ ΒΑΛΤΟ ΤΩΝ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ
Τα νερά του πλημμυρισμένου Λουδία σχημάτιζαν στη νότια κεντρική Μακεδονία, στο προσχωσιγενές έδαφος μεταξύ του Αλιάκμονα και του Αξιού, εκτεταμένο έλος. Στα χρόνια του ένοπλου ελληνοβουλγαρικού αγώνα το έλος αυτό, προσιτό πριν μόνο στους ψαράδες της περιοχής, αναδείχτηκε σε πεδίο ομηρικών μαχών μεταξύ των ενόπλων σωμάτων. Η ασφαλής πρόσβαση στις καλαμώδεις εκτάσεις του σήμαινε σίγουρο κρησφύγετο, έλεγχο της γύρω πεδιάδας και των οδικών συγκοινωνιών προς τη Βόρεια και τη Δυτική Μακεδονία. Η διαβίωση, όμως, μέσα στα βαλτώδη νερά όπου ενδημούσε η ελονοσία και συνάμα σε συνθήκες πολέμου είχε πολλές ιδιαιτερότητες και ακόμη περισσότερες δυσκολίες, ικανές να κάμψουν και τους πιο σκληροτράχηλους μαχητές. Οι θρυλικές μορφές του καπετάν Άγρα και του καπετάν-Νικηφόρου, πλαισιωμένες από μερικούς ντόπιους οδηγούς, ταυτίστηκαν με τον αγώνα στις υγρές ελώδεις εκτάσεις κι αναδείχτηκαν σε κεντρικές μορφές του γνωστού μυθιστορήματος της Πηνελόπης Δέλτα.
Έλληνες ένοπλοι στο βάλτο των Γιαννιτσών (1904-1908)ς |
Για λόγους γεωγραφικούς η διεξαγωγή για τους Έλληνες του Αγώνα στην Ανατολική Μακεδονία ήταν δυσχερέστερη από ό,τι αλλού. Ουσιαστικά η ένοπλη ελληνική αντεπίθεση άρχισε μόλις το 1906 και στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά σε ονομαστούς ντόπιους καπεταναίους. Στην περιοχή του Μπέλες και του Μελενίκου δρουν ο Θανάσης Χατζηπανταζής και ο Στέργιος Βλάχμπεης. Στην περιοχή της Νιγρίτας κυριαρχούν ο καπετάν-Γιαγκλής και ο ιερέας καπετάν-Ανδρούτσος. Η περιοχή της Ζίχνας και του Παγγαίου είναι ο χώρος επιχειρήσεων δύο θρυλικών μορφών, του Δούκα Ζέρβα και του Μητρούση Γκογκουλάκη. Η επιτελική εργασία βρισκόταν στα χέρια του προσωπικού των Προξενείων Σερρών και Καβάλας. Τη διακίνηση των πληροφοριών και των όπλων διεκπεραίωσε αποτελεσματικά πλήθος πατριωτών οργανωμένων σε εθνικούς συλλόγους και σωματεία. Κανένας όμως αγωνιστής της ανατολικής Μακεδονίας δεν ξεπέρασε στην προσφορά, αλλά και στην αίγλη, τον Μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη. Το 1907, η ανοιχτή συνεργασία του με το ελληνικό στρατόπεδο του στοίχισε τη μητρόπολή του, όμως 15 χρόνια αργότερα, με το βίαιο θάνατό του στη Σμύρνη, πλήρωσε με υψηλό επιτόκιο τους εθνικούς του αγώνες.
Χάρτης του βάλτου των Γιανιτσών, όπου έγιναν επιχειρήσεις του Μακεδονικού Αγώνα, 1905-1908 |
Η Θεσσαλονίκη, το φυσικό επίνειο και διοικητικό κέντρο όλης της Μακεδονίας, αποτέλεσε το επιτελικό κέντρο του Μακεδονικού Αγώνα. Η εξέλιξη αυτή συνδέθηκε κυρίως με δύο πρόσωπα: τον Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας Λάμπρο Κορομηλά και τον Ανθυπολοχαγό Αθανάσιο Σουλιώτη. Ο πρώτος, από το 1904 ως το 1907, οργάνωσε και διηύθυνε μέσα από το νεοκλασικό κτίριο του Προξενείου το ελληνικό δίκτυο πληροφοριών και επέβλεπε τις επιχειρήσεις των σωμάτων στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία. Πολύτιμους βοηθούς του είχε ομάδα ειδικών γραφέων, δηλαδή ειδικά εκπαιδευμένων αξιωματικών, που αποτέλεσαν τους διοικητικούς τομεάρχες του Αγώνα. Ανάμεσά τους ξεχώρισαν για την εμπειρία τους ο Δημήτριος Κάκκαβος (Ζώης) και ο Αθανάσιος Εξαδάκτυλος (Αντωνίου). Την ασφάλεια των δραστηριοτήτων του Προξενείου και την εθνική συστράτευση της ελληνικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης ανέλαβε ο Σουλιώτης (Νικολαΐδης) στο διάστημα 1905-1907. Συγκαλύπτοντας την κατασκοπική του δράση με την ιδιότητα του εμπόρου, πέτυχε με συστηματικές προσπάθειες να δημιουργήσει ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό δίκτυο πληροφοριών και συγκαλυμμένων επιχειρήσεων. Στο δίκτυο αυτό εντάχθηκαν κάθε κοινωνικής τάξης επαγγελματίες κι εργαζόμενοι της Θεσσαλονίκης που εξασφάλισαν τη συλλογή και την προώθηση μηνυμάτων, την εκτέλεση αντιποίνων, αλλά και τη διεξαγωγή ενός επιτυχημένου οικονομικού πολέμου σε βάρος της εξαρχικής κοινότητας.
ΤΑ ΚΟΜΙΤΑΤΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Οι μακεδονικές επιτροπές των Αθηνών ήταν αποτέλεσμα των πρωτοβουλιών που αναπτύχθηκαν στους κύκλους των ανήσυχων προσφύγων από τη Μακεδονία. Μετά τη διάλυση της Εθνικής Εταιρείας (1900) τα πρώην μέλη της (Παύλος Μελάς, Κώστας Μαζαράκης, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος κ.α.) συνέχισαν να αδημονούν για την τύχη της Μακεδονίας, απ’ όπου κατέφθαναν συνεχώς εκκλήσεις για βοήθεια. Το κενό κάλυπταν προσωρινά και στο μέτρο των δυνατοτήτων τους η Εταιρεία «Ελληνισμός» του Νεοκλή Καζάζη και η «Επιτροπή προς Ενίσχυση της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας» των Βικέλα, Στρέιτ και Μπαλτατζή. Το 1902 εμφανίζεται δυναμικά στο προσκήνιο ο Κεντρικός Μακεδονικός Σύλλογος των αδελφών Θεοχάρη και Μαυρουδή Γερογιάννη από τη Χαλκιδική. Μετά τα δραματικά γεγονότα του 1903 οι προσπάθειες όλων, κράτους και ιδιωτών, συγκλίνουν σε πιο δυναμικές επιλογές. Μετά από δραματικές εκκλήσεις του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού, ιδρύεται στην Αθήνα, στις 22 Μαΐου 1904, το Μακεδονικό Κομιτάτο, στα γραφεία της εφημερίδας «Εμπρός», από λόγιους και δημοσιογράφους με σκοπό τη συλλογή χρημάτων, εφοδίων και όπλων για τις ανάγκες των Ελλήνων ανταρτών της Μακεδονίας. Στο Κομιτάτο συσπειρώνονται οι παλαίμαχοι της Εθνικής Εταιρείας, ο δραστήριος κύκλος του Μακεδόνα πολιτικού Στέφανου Δραγούμη, μέλη των άλλων επιτροπών και συλλόγων καθώς και εκπρόσωποι του κράτους. Εμπνευστής, ιδρυτής, αλλά και πρόεδρος του κομιτάτου ήταν ο διευθυντής της εφημερίδας Δημήτρης Καλαποθάκης (1862-1921) από την Αρεόπολη και μέλος της πρώτης οργανωτικής επιτροπής ο Πέτρος Κανελλίδης (1846-1911) από το Κουτήφαρι της Έξω Μάνης, διευθυντής της εφημερίδας «Καιροί». Το κομιτάτο, μέλη του οποίου είναι οι Ν. Πολίτης, καθηγητής πανεπιστημίου, Ιωάννης Ράλλης, Πέτρος Σαρόγλου κλπ. αποφασίζει να δράσει άμεσα στέλνοντας ένοπλα σώματα και οπλισμό στους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας. Ο Καλαποθάκης, που ως δημοσιογράφος κι ως άνθρωπος είχε την καθολική εκτίμηση κράτους και λαού, κρατάει ουσιαστικά στα χέρια του το σχεδιασμό του Αγώνα στο κέντρο. Οργανώνει τα αντάρτικα σώματα και τα στέλνει στη Μακεδονία, αλληλογραφεί και συντονίζει, ενημερώνει το κράτος για τον Αγώνα και τον άξιο πρόξενο της Θεσσαλονίκης, τον Λάμπρο Κορομηλά. Στο γραφείο του γίνονται οι στρατολογήσεις και η οργάνωση των εθελοντών. Σε όλα τα ελληνικά προξενεία αποσπάστηκαν αξιωματικοί του στρατού και δημιούργησαν ένα δίκτυο συνεργατών και αγωνιστών. Στόχος τους ήταν η εξουδετέρωση της βουλγαρικής και ρουμανικής προπαγάνδας, η εμπιστευτική αλληλογραφία, η κατασκοπεία, η μεταφορά τραυματιών, η τροφοδοσία των Ελλήνων ανταρτών και γενικά η υπεράσπιση του ελληνικού στοιχείου. Μέχρι την άνοιξη του 1908, οπότε απέβαλε ουσιαστικά τον ιδιωτικό του χαρακτήρα, το Μακεδονικό Κομιτάτο διεύθυνε και διεκπεραίωνε τον ένοπλο αγώνα στη Δυτική Μακεδονία. Η επιτυχία του στηρίχθηκε κυρίως στη διοργάνωση μιας παράλληλης εσωτερικής οργάνωσης εντός της Μακεδονίας, που ενσωμάτωσε όλες τις τοπικές επιτροπές, τους εθνικούς συλλόγους και τα δίκτυα πληροφοριών. Ένοπλες πρωτοβουλίες μικρότερης κλίμακας στην Κεντρική Μακεδονία ανέλαβαν και οι αδελφοί Γερογιάννη.
Ο Τσόντος με τους οπλαρχηγούς του (1904-1908) |
Η επιτυχής έκβαση κάθε ανορθόδοξου πολέμου βασίζεται στην αποτελεσματική συνεργασία του ντόπιου πληθυσμού. Η συνθήκη αυτή, που επαληθεύτηκε στην περίπτωση του Μακεδονικού Αγώνα, δεν πρέπει να οδηγήσει στην υποτίμηση της συμβολής εκατοντάδων εθελοντών από την ελεύθερη Ελλάδα, την Κρήτη, την Ήπειρο, τα νησιά του Αιγαίου, ακόμη και από την Κύπρο. Πέρα από την αυτόνομη προσχώρηση ιδιωτών στον ένοπλο αγώνα, η ένταξη εθελοντών στα σώματα ακολούθησε κυρίως δύο δρόμους: Ιδιώτες οπλαρχηγοί και αξιωματικοί του ελληνικού στρατού πλαισιώνονταν είτε από άνδρες των μονάδων τους, ιδιαίτερα των παραμεθορίων ευζωνικών μονάδων, είτε από συμπατριώτες τους με πολεμικές εμπειρίες. Καθώς οι Κρητικοί και οι Μανιάτες αξιωματικοί αποτελούσαν το πιο ανήσυχο μέρος του στρατεύματος, ήταν επόμενο μεγάλη μερίδα των Μακεδονομάχων να προέλθει από τις δύο αυτές περιοχές. Ιδιαίτερα οι Κρήτες μαχητές, γνωστοί για τον ενθουσιώδη χαρακτήρα τους και τις πολεμικές αρετές τους, αναδείχθηκαν στην πολυτιμότερη δύναμη κρούσης του Αγώνα. Τα σώματα των Κρητικών Γιάννη Καραβίτη,
Το αντάρτικο σώμα του Ι. Καραβίτη |
Μανώλη Κατσίγαρη (Καραμανώλης)
και Γιάννη Βολάνη
Το αντάρτικο σώμα του Γ. Βολάνη (1906-1908) |
Οι Κριτικοί αρχηγοί Δ. Μακεδονίας (Γ. Δικώνυμος-Μακρής, Ι. Καραβίτης, Γ. Βολάνης) 1903-1908 |
Έλληνες αντάρτες και Τούρκοι αξιωματικοί μετά την επικράτηση την Νεότουρκων και το τέλος του αγώνα |
Οι αψιμαχίες μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, αλλά και του καθενός ξεχωριστά με τους Νεότουρκους συνεχίστηκαν σε πολύ μικρότερη ένταση. Το 1912, μετά την επιτυχία της Αλβανικής επανάστασης οι Σέρβοι επειγόμενοι να προλάβουν τη δημιουργία μίας μεγάλης Αλβανίας υποχώρησαν στις βουλγαρικές απαιτήσεις για τη διανομή της Μακεδονίας και προχώρησαν μαζί στη δημιουργία της Βαλκανικής Συμμαχίας (Λίγκας). Η επιτακτική ανάγκη παρουσίας στόλου στο Αιγαίο οδήγησε λίγο αργότερα και στην είσοδο της Ελλάδας στη συμμαχία, ολοκληρώνοντας έτσι το σκηνικό του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Με την έκρηξή του, ένα μεγάλο μέρος της Μακεδονίας μαζί με τη Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό. Το 1913, οι Βούλγαροι, αν και υποτιθέμενα σύμμαχοι, επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και χωρίς προηγούμενη κήρυξη πολέμου κατά των Ελλήνων και των Σέρβων προσπαθώντας να καταλάβουν για λογαριασμό τους τα μόλις απελευθερωθέντα από αυτούς εδάφη της Μακεδονίας, αλλά απωθήθηκαν (Β' Βαλκανικός Πόλεμος). Μετά τη συντριβή που ακολούθησε, η Βουλγαρία αναγκάστηκε να παραχωρήσει και το ανατολικό τμήμα (Σέρρες, Δράμα και Καβάλα) στην Ελλάδα, η οποία ολοκλήρωσε έτσι τους εθνικούς της στόχους στη Μακεδονία.
Ηρώο αφιερωμένο στους Κρήτες εθελοντές του Μακεδονικού Αγώνα |
ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
Η επικράτηση των ελληνικών αντάρτικων σωμάτων δεν επέφερε ως άμεσο κέρδος τη Μακεδονία, επειδή μεσολάβησε το Νεοτουρκικό κίνημα του 1908, το οποίο μετά την επικράτησή του οδήγησε στην απώλεια πολλών κεκτημένων των μειονοτήτων, εμπόδισε όμως να χαθούν οι περιοχές που αποτέλεσαν αργότερα την Ελληνική Μακεδονία. Η χαμένη αυτοπεποίθηση των Ελλήνων αξιωματικών από τον πόλεμο του 1897 ανακτήθηκε.
Γιάννης Ράμναλης (οπλαρχηγός του Λαγκαδά) και νεότουρκος αξιωματικός (1908-1909) |
ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ
• 1900 Ενθρόνιση του επισκόπου Γερμανού Καραβαγγέλη στη Μητρόπολη Καστοριάς, όπου και δραστηριοποιείται στην περιοχή.
• 1902 Ο Ίων Δραγούμης τοποθετείται υποπρόξενος στο Μοναστήρι, όπου και προωθεί τα ελληνικά συμφέροντα στη περιοχή.• 1903 Οργανώνεται στην Αθήνα το Μακεδονικό Κομιτάτο υπό τον δημοσιογράφο Δημήτριο Καλαποθάκη κατόπιν εκκλήσεων του Μητροπολίτη Γερμανού. Κρητικοί εθελοντές στη Μακεδονία. Πρώτος νεκρός του Αγώνα ο κρητικός οπλαρχηγός Γεώργιος Σεϊμένης στο Λέχοβο που κατακρεουργείται αν και καθηλωμένος στο κρεβάτι από τους κομιτατζήδες.
• 1904 ο Λάμπρος Κορομηλάς τοποθετείται πρόξενος στη Θεσσαλονίκη με νέες προβολές των ελληνικών επιδιώξεων. Σκοτώνεται σε μάχη στη Στάτιστα (σημερινό όνομα «Μελάς») των Κορεστίων ο Παύλος Μελάς. Ελληνικό στρατιωτικό τμήμα διέρχεται τη μεθόριο. Οι ελληνικές αρχές της Θεσσαλονίκης ενισχύουν και εξοπλίζουν τα ελληνικά ανταρτικά σώματα.
• 1905 τα ελληνικά σώματα αποκρούουν σθεναρά βουλγαρικές επιθέσεις ακολουθώντας την τακτική των κλεφτών.
• 1906 ο Κορομηλάς επιζητεί την επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας με αποστολή στρατού. Τέσσερα ελληνικά ανταρτικά σώματα σε σύγκρουση με τον οθωμανικό στρατό διαλύονται.
• 1907 η Αγγλία ασκεί πολιτική πίεση απαιτώντας την περιστολή των ελληνικών δράσεων στη περιοχή. Η Ελληνική Κυβέρνηση σε δίλημμα. Η Τουρκία απαιτεί την απομάκρυνση του Λ. Κορομηλά από το Προξενείο της Θεσσαλονίκης. Απομακρύνεται, αλλά το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών τον διορίζει Γενικό Επιθεωρητή των προξενείων της διευκολύνοντας με αυτό τον τρόπο ακόμα περισσότερο τη δράση του.
• 1908 Με την επανάσταση των Νεοτούρκων το Οθωμανικό κράτος παραχωρεί σύνταγμα και ίσα δικαιώματα σε όλους τους πολίτες. Ολοκληρώνεται ο Μακεδονικός Αγώνας με επιτυχία καταφέρνοντας να διατηρήσει τη συνοχή του Ελληνισμού της Μακεδονίας.
Πηγές
Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα
Ελληνική Βικιπαίδεια
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Τιμώταν ως εθνικός ήρωας στη Βουλγαρία μέχρι το 1946, όταν με την αλλαγή της πολιτικής της Βουλγαρίας στο Μακεδονικό, το μουσείο του έκλεισε και τα περιεχόμενα του μαζί με τα οστά του μεταφέρθηκαν στα Σκόπια της νεοϊδρυθείσας ΓΔΜ.
1 σχόλιο:
πολύτιμες πληροφορίες, περιεκτικές και σημαντικότατες. οριακά σχεδόν γλίτωσε τον εκβουλγαρισμό η περιοχή, και εντυπωσιακή η γρήγορη επικράτηση του ελληνικού στοιχείου που δείχνει τη προϋπάρχουσα και επίμονη διατήρηση της ελληνικής συνείδησης και τη θέληση της πλειοψηφίας του ντόπιου πληθυσμού.
Δημοσίευση σχολίου