ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Β' ΚΑΙ ΑΝΤΙΓΟΝΟΣ ΔΩΣΩΝ
Με την άνοδό του στο μακεδονικό θρόνο (239 π.Χ.) ο Δημήτριος Β' [20] είχε να αντιμετωπίσει στο «Δημητριακό πόλεμο» τις δύο ισχυρές Συμπολιτείες των Αιτωλών και των Αχαιών, που υποστηρίζονταν από τον Πτολεμαίο Γ’ της Αιγύπτου. Ο θάνατός του 10 χρόνια αργότερα (229 π.Χ.), άφηνε τη μακεδονική επιρροή σημαντικά εξασθενημένη στην κεντρική Ελλάδα, τη νοτιότερη Θεσσαλία στα χέρια των Αιτωλών, τους Δαρδάνους να απειλούν τη Μακεδονία από το Βορρά και ως διάδοχό του ένα ανήλικο παιδί. Τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ένας ξάδελφος του Δημητρίου, ο Αντίγονος, ο επονομαζόμενος Δώσων,[21] αρχικά ως επίτροπος κι αργότερα, σε αναγνώριση των επιτυχιών του, ως βασιλέας. Ο Δώσων απώθησε τους βαρβάρους, αποκατέστησε την επικυριαρχία των Μακεδόνων στη Θεσσαλία και την επιρροή τους στην κεντρική Ελλάδα και έθεσε υπό μακεδονικό έλεγχο μεγάλο τμήμα της Καρίας στη Μ. Ασία. Η μεγαλύτερη όμως επιτυχία του ήταν ότι υποχρέωσε τους Αχαιούς να συμμαχήσουν μαζί του, να του παραχωρήσουν τον Ακροκόρινθο και να συμπράξουν μαζί του στην οργάνωση της Ελληνικής Συμμαχίας (224 π.Χ.), στην οποία συμμετείχαν οι Ηπειρώτες, οι Φωκείς, οι Βοιωτοί, οι Ακαρνάνες, οι Θεσσαλοί, οι Αχαιοί και οι Μακεδόνες. Το 222 π.Χ. στη μάχη της Σελλασίας, ο Αντίγονος ως «ηγεμών» της Ελληνικής Συμμαχίας νίκησε το μεταρρυθμιστή Σπαρτιάτη βασιλιά Κλεομένη Γ', εξασφαλίζοντας την υπεροχή του μακεδονικού βασιλείου στη νοτιότερη Ελλάδα. Πεθαίνοντας το 221 π.Χ. άφησε στο μακεδονικό θρόνο τον 17χρονο Φίλιππο Ε' να αντιμετωπίσει τη νέα επίθεση των Ιλλυρών.[22]
Η υπαγωγή της Μακεδονίας στο ρωμαϊκό κράτος εγκαινίασε μια νέα εποχή, τοποθετώντας την περιοχή σε ελάσσονα θέση, καθώς ο φυσικός της πλούτος δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί αυτόν των επαρχιών της Μ. Ασίας και της Δύσης. Οι Μακεδόνες όφειλαν να καταβάλλουν κεφαλικό φόρο (επικεφάλαιο) στους Ρωμαίους και να επωμίζονται τις δαπάνες συντήρησης των οδών και λειτουργίας των επικοινωνιών (cursus publicus). Επίσης, το δημόσιο ταμείο του ρωμαϊκού δήμου προσποριζόταν έσοδα από τις εκμισθώσεις των δημοσίων γαιών (ager publicus), που αποτελούνταν από τις δημευμένες βασιλικές. Μεγάλη ώθηση στην οικονομική ζωή έδωσαν η κατασκευή της Εγνατίας οδού,[34] η εγκατάσταση Ρωμαίων εμπόρων στις πόλεις και η ίδρυση ρωμαϊκών αποικιών. Η αυτοκρατορική περίοδος υπήρξε περίοδος ευημερίας κι ασφάλειας, καθώς οι καλοί δρόμοι και το δικαιότερο σύστημα διοίκησης οδήγησαν σε οικονομική άνθηση από την οποία ωφελήθηκαν και οι Ρωμαίοι ιθύνοντες και τα λαϊκά στρώματα. Στη δουλοκρατική κοινωνία με τις μεγάλες αρόσιμες γαίες και τους πλούσιους βοσκοτόπους εμφανίζονται εκτός από τις μικρές περιουσίες των αγροτικών πληθυσμών και άλλες τεράστιες μεγάλων οικογενειών της Θεσσαλονίκης, της Βέροιας και των Φιλίππων. Η βελτίωση των όρων διαβίωσης των παραγωγικών τάξεων οδήγησε στην αύξηση του αριθμού των άμεσων παραγωγών και τη διεύρυνση της οικονομικής βάσης, καθώς ένα πλήθος επαγγελματιών (λιθοξόοι, μεταλλωρύχοι, σιδηρουργοί κ.ά.) και απελεύθερων ασχολούνταν με πάσης φύσεως εμπορικές ασχολίες και τη βιοτεχνία.
Πηγή:
Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[12] Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις μεταξύ Αθηναίων και Φιλίππου Β' συνομολογήθηκε το 346 π.Χ. η Φιλοκράτειος ειρήνη. Συμβαλλόμενοι ήταν από τη μία πλευρά ο Φίλιππος και από την άλλη οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους. Τα δύο μέρη θα διατηρούσαν τα εδάφη που κατείχαν κατά την επικύρωση της συμφωνίας, θα παρείχαν αμοιβαία βοήθεια σε περίπτωση επίθεσης και θα συνεργάζονταν εναντίον των πειρατών. Μετά τη σύναψη της Φιλοκρατείου ειρήνης και το τέλος του Γ' Ιερού Πολέμου η Αμφικτιονία αποφάσισε την τιμωρία των ιερόσυλων Φωκέων, που εκδιώχθηκαν από το συνέδριο και υποχρεώθηκαν να καταβάλουν μεγάλη αποζημίωση για τις καταστροφές και τις καταχρήσεις που είχαν διαπράξει. Τη θέση των Φωκέων στο αμφικτιονικό συνέδριο πήρε ο Φίλιππος που μαζί με τις ψήφους των Θεσσαλών, είχε πια την πλειοψηφία.
Η Μακεδονία κατοικήθηκε ήδη από την Παλαιολιθική εποχή. Τα πρώτα ίχνη ελληνικής παρουσίας εμφανίζονται στην Ύστερη Χαλκοκρατία, ενώ όπως απέδειξαν πρόσφατες ανασκαφές, ο μυκηναϊκός κόσμος εκτεινόταν ως και την Πιερία και τον μέσο ρου του Αλιάκμονα. Αποφασιστική καμπή στην ιστορία της Μακεδονίας ήταν η κατάκτηση τον 7ο αιώνα π.Χ. από τους Αργεάδες [1] Μακεδόνες της κεντρικής μακεδονικής πεδιάδας και η ίδρυση βασιλείου με κέντρο τις Αιγές. Υπό την ηγεσία χαρισματικών βασιλέων, όπως ο Αλέξανδρος Α',[2] ο Αρχέλαος Α' [3] και ο Φίλιππος Β', οι Μακεδόνες επικράτησαν σ’ όλη τη βόρεια Ελλάδα προσαρτώντας ιθαγενή φύλα και νοτιοελλαδικές αποικίες. Με την πολιτική τους, η Μακεδονία αναδείχτηκε σε προπύργιο κατά των βαρβάρων και μείζονα πολιτιστική εστία της ελληνικού κόσμου. Από αυτήν, χάρη στις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου Γ', γεννήθηκε ο ελληνιστικός κόσμος. Ως ρωμαϊκή επαρχία, η Μακεδονία αποτέλεσε τον ενδιάμεσο σταθμό Ανατολής-Δύσης και μεταλαμπάδευσε ζωντανή την ελληνική παράδοση στο Βυζάντιο.
Μακεδονική ασπίδα με το άστρο των Αργεάδων |
ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΠΡΩΙΜΑ ΧΡΟΝΙΑ
Η Μακεδονία κατοικήθηκε ήδη από την Παλαιολιθική εποχή. Οι εγκαταστάσεις της Νεολιθικής εποχής και της Χαλκοκρατίας άφησαν πολλά ίχνη. Ωστόσο, μόνο από την Ύστερη Χαλκοκρατία αρχίζει να γίνεται δυνατή η ταύτιση των εγκαταστάσεων αυτών με ομάδες γνωστές από τη φιλολογική παράδοση: Μυκηναίοι στην Πιερία και στον μέσο ρου του Αλιάκμονα, Έλληνες στην οροσειρά της Πίνδου, Βρύγοι (Φρύγες) στο Βέρμιο, Βοττιαίοι στην Κεντρική πεδιάδα και Παίονες στην κοιλάδα του Αξιού. Αποφασιστική ήταν η εγκατάσταση στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. των Αργεαδών Μακεδόνων στις παρυφές της κεντρικής πεδιάδας και η ίδρυση των Αιγών [4] υπό την ηγεσία του βασιλικού οίκου των Τημενιδών. Παράλληλα, στην Άνω (σημερινή Δυτική) Μακεδονία αναδύονται τα βασίλεια των Ελιμειωτών με έδρα την Αιανή και των Λυγκηστών, πιθανώς με έδρα τη Φλώρινα. Τον 6ο αιώνα π.Χ., την εποχή του Σιδήρου, διαδέχεται μία περίοδος που χαρακτηρίζεται ως αρχαϊκή, και η Μακεδονία περνά στους ιστορικούς χρόνους, χάρη στην εμφάνιση των πρώτων γραπτών μαρτυριών.
ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΤΙΜΕΝΙΔΩΝ
Η Μακεδονία κατοικήθηκε ήδη από την Παλαιολιθική εποχή. Οι εγκαταστάσεις της Νεολιθικής εποχής και της Χαλκοκρατίας άφησαν πολλά ίχνη. Ωστόσο, μόνο από την Ύστερη Χαλκοκρατία αρχίζει να γίνεται δυνατή η ταύτιση των εγκαταστάσεων αυτών με ομάδες γνωστές από τη φιλολογική παράδοση: Μυκηναίοι στην Πιερία και στον μέσο ρου του Αλιάκμονα, Έλληνες στην οροσειρά της Πίνδου, Βρύγοι (Φρύγες) στο Βέρμιο, Βοττιαίοι στην Κεντρική πεδιάδα και Παίονες στην κοιλάδα του Αξιού. Αποφασιστική ήταν η εγκατάσταση στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. των Αργεαδών Μακεδόνων στις παρυφές της κεντρικής πεδιάδας και η ίδρυση των Αιγών [4] υπό την ηγεσία του βασιλικού οίκου των Τημενιδών. Παράλληλα, στην Άνω (σημερινή Δυτική) Μακεδονία αναδύονται τα βασίλεια των Ελιμειωτών με έδρα την Αιανή και των Λυγκηστών, πιθανώς με έδρα τη Φλώρινα. Τον 6ο αιώνα π.Χ., την εποχή του Σιδήρου, διαδέχεται μία περίοδος που χαρακτηρίζεται ως αρχαϊκή, και η Μακεδονία περνά στους ιστορικούς χρόνους, χάρη στην εμφάνιση των πρώτων γραπτών μαρτυριών.
Χάρτης Αρχαίας Μακεδονίας |
ΑΙΓΕΣ (ΒΕΡΓΙΝΑ)
Στα δυτικά, ΝΔ πέρατα της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης, στις βόρειες παρυφές των Πιερίων, ανατολικά του Αλιάκμονα, βρίσκονται η Βεργίνα και τα Παλατίτσια, δύο γειτονικά χωριά που ορίζουν το χώρο της πόλης των Αιγών, μακεδονικής πρωτεύουσας ως τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. και βασιλικής νεκρόπολης. Οι ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1861 από τον Γάλλο αρχαιολόγο L. Heuzey και συνεχίζονται από το 1938 έως τις μέρες μας από το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και την Αρχαιολογική Υπηρεσία έχουν φέρει στο φως τα μνημειώδη ανάκτορα, τμήμα της αρχαίας πόλης και της οχύρωσής της με το θέατρο και τα ιερά αφιερώματα στην Εύκλεια και τη Μητέρα των Θεών, καθώς και πολυάριθμους μακεδονικούς τάφους ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν αυτοί της Μεγάλης Τούμπας. Παράλληλα, στα βόρεια της αρχαίας πόλης έχουν ανασκαφεί τμήματα του Προϊστορικού νεκροταφείου καθώς και ταφές που χρονολογούνται έως και τους πρώιμους κλασικούς χρόνους.
ΠΕΛΛΑ
Στα δυτικά, ΝΔ πέρατα της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης, στις βόρειες παρυφές των Πιερίων, ανατολικά του Αλιάκμονα, βρίσκονται η Βεργίνα και τα Παλατίτσια, δύο γειτονικά χωριά που ορίζουν το χώρο της πόλης των Αιγών, μακεδονικής πρωτεύουσας ως τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. και βασιλικής νεκρόπολης. Οι ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1861 από τον Γάλλο αρχαιολόγο L. Heuzey και συνεχίζονται από το 1938 έως τις μέρες μας από το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και την Αρχαιολογική Υπηρεσία έχουν φέρει στο φως τα μνημειώδη ανάκτορα, τμήμα της αρχαίας πόλης και της οχύρωσής της με το θέατρο και τα ιερά αφιερώματα στην Εύκλεια και τη Μητέρα των Θεών, καθώς και πολυάριθμους μακεδονικούς τάφους ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν αυτοί της Μεγάλης Τούμπας. Παράλληλα, στα βόρεια της αρχαίας πόλης έχουν ανασκαφεί τμήματα του Προϊστορικού νεκροταφείου καθώς και ταφές που χρονολογούνται έως και τους πρώιμους κλασικούς χρόνους.
Αρχαιολογικός χώρος Αιγών |
Στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. η πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου μεταφέρθηκε στην Πέλλα, στις όχθες της Λουδιακής λίμνης που επικοινωνούσε με τον Θερμαϊκό κόλπο. Η ευκολία πρόσβασης μέσω της ανοιχτής πεδιάδας βοήθησε στην ανάπτυξη της πόλης. Φυσιογνωμίες του πνεύματος και της τέχνης από τη νότια Ελλάδα συρρέουν στη μακεδονική αυλή σε μια περίοδο διοικητικής και στρατιωτικής αναδιοργάνωσης. Με τον Φίλιππο Β' και τον Αλέξανδρο Γ' η Πέλλα γίνεται μια μεγαλούπολη με επιβλητικό ανακτορικό συγκρότημα και πολυτελείς ιδιωτικές κατοικίες. Η πόλη που απομονώνεται σταδιακά από τη θάλασσα λόγω των προσχώσεων του Αξιού, του Αλιάκμονα και του Λουδία, επεκτείνεται και αναδιοργανώνεται από τον Κάσσανδρο. Η ρυμοτομημένη με το ιπποδάμειο σύστημα Πέλλα έχει ισχυρό πλίθινο τείχος, επιμελημένο σύστημα υδροδότησης και αποχέτευσης, μεγάλους πλακοστρωμένους δρόμους που καταλήγουν στο λιμάνι, κεντρικό συγκρότημα αγοράς με εργαστήρια παραγωγής και καταστήματα πώλησης προϊόντων αγγειοπλαστικής, κοροπλαστικής, μεταλλικών αντικειμένων και ειδών διατροφής. Στα ιερά της πόλης λατρεύονται η Αθηνά Αλκίδημος, ο Ποσειδώνας, ο Ηρακλής, η Αφροδίτη, η Δήμητρα κ.ά. Αν και η πόλη λεηλατήθηκε από τους Ρωμαίους δεν σταμάτησε να ζει ως τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ., οπότε και καταστρέφεται πιθανόν από σεισμό. Το 30 μ.Χ. οργανώθηκε η ρωμαϊκή αποικία της Πέλλας (Colonia Pellensis) στα δυτικά της πόλης στη θέση της σημερινής Νέας Πέλλας.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ Α' ΕΩΣ ΤΟΝ ΦΙΛΙΠΠΟ Β'
Στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., ο Αλέξανδρος Α' επωφελήθηκε από την επέκταση των Περσών στην Ευρώπη και από την ήττα τους στους μηδικούς πολέμους. Έτσι, υπερδιπλασίασε την επικράτειά του επεκτείνοντας τα όρια του βασιλείου από τον Αξιό μέχρι τον Στρυμόνα κι επιβάλλοντας την επικυριαρχία του στους βασιλείς της Άνω (σημερινής Δυτικής) Μακεδονίας. Συνέβαλε επίσης στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και της κοινωνίας κόβοντας νόμισμα και προσελκύοντας διάσημους ανθρώπους του πνεύματος και χιλιάδες απλούς πολίτες από τη νότια Ελλάδα. Ο αθηναϊκός επεκτατισμός κι ο Πελοποννησιακός πόλεμος έφεραν συχνά σε δύσκολη θέση τον διάδοχό του Περδίκκα Β' (454-413 π.Χ.). Όμως, ο γιος του, ο Αρχέλαος (413-399 π.Χ.), εκμεταλλεύθηκε την αδυναμία των Αθηναίων και συνέχισε το μεταρρυθμιστικό έργο. Το θάνατό του ακολουθεί περίοδος δυναστικών κρίσεων, βαρβαρικών εισβολών και ξένων επεμβάσεων, που με δυσκολία αντιμετωπίζουν οι βασιλείς Αμύντας Γ' (394-370 π.Χ.) και Περδίκκας Γ' (365-360 π.Χ.). Η ήττα και ο θάνατος του τελευταίου στο πεδίο της μάχης, σήμανε την αρχή της ανάκαμψης, με την άνοδο στην εξουσία του νεότερου αδελφού του, Φιλίππου Β'.
Στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., ο Αλέξανδρος Α' επωφελήθηκε από την επέκταση των Περσών στην Ευρώπη και από την ήττα τους στους μηδικούς πολέμους. Έτσι, υπερδιπλασίασε την επικράτειά του επεκτείνοντας τα όρια του βασιλείου από τον Αξιό μέχρι τον Στρυμόνα κι επιβάλλοντας την επικυριαρχία του στους βασιλείς της Άνω (σημερινής Δυτικής) Μακεδονίας. Συνέβαλε επίσης στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και της κοινωνίας κόβοντας νόμισμα και προσελκύοντας διάσημους ανθρώπους του πνεύματος και χιλιάδες απλούς πολίτες από τη νότια Ελλάδα. Ο αθηναϊκός επεκτατισμός κι ο Πελοποννησιακός πόλεμος έφεραν συχνά σε δύσκολη θέση τον διάδοχό του Περδίκκα Β' (454-413 π.Χ.). Όμως, ο γιος του, ο Αρχέλαος (413-399 π.Χ.), εκμεταλλεύθηκε την αδυναμία των Αθηναίων και συνέχισε το μεταρρυθμιστικό έργο. Το θάνατό του ακολουθεί περίοδος δυναστικών κρίσεων, βαρβαρικών εισβολών και ξένων επεμβάσεων, που με δυσκολία αντιμετωπίζουν οι βασιλείς Αμύντας Γ' (394-370 π.Χ.) και Περδίκκας Γ' (365-360 π.Χ.). Η ήττα και ο θάνατος του τελευταίου στο πεδίο της μάχης, σήμανε την αρχή της ανάκαμψης, με την άνοδο στην εξουσία του νεότερου αδελφού του, Φιλίππου Β'.
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β'
Με τον Φίλιππο Β'[5] το μακεδονικό βασίλειο εισέρχεται στην περίοδο της ακμής του. Η αντιμετώπιση των γειτονικών φυλών που λυμαίνονταν περιοχές της επικράτειάς του, η υποταγή των Θρακών,[6] και η κατάληψη της Αμφίπολης και της Χαλκιδικής, οδήγησαν στην παγίωση ενός ενιαίου μακεδονικού βασιλείου από την Πίνδο ως τον Στρυμόνα. Οι πολιτικές και στρατιωτικές ενέργειές του είχαν ως αποτέλεσμα την κυριαρχία του και στο βορειότερο τμήμα της Χερσονήσου του Αίμου. Το 337 π.Χ. συνένωσε τους νοτιότερους Έλληνες σε συμμαχία κατά των Περσών. Η δολοφονία του το 336 π.Χ. έδωσε τη σκυτάλη στο γιο του Αλέξανδρο Γ'.
ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Με την άνοδό του στο θρόνο (360 π.Χ.) ο Φίλιππος είχε να αντιμετωπίσει πολλούς εξωτερικούς αλλά και εσωτερικούς εχθρούς. Αφού εξουδετέρωσε τους 5 δελφίνους του θρόνου, κυρίως τον Αργαίο, που υποστήριζαν οι Αθηναίοι, ο Φίλιππος συνέτριψε τους Παίονες[7] και τους Ιλλυριούς και μετέτρεψε οριστικά την Άνω (σημερινή Δυτική) Μακεδονία σε επαρχία του βασιλείου του. Η συμμαχία με τους Αλευάδες της Λάρισας και η προσέγγιση των Μολοσσών,[8] που κατείχαν τμήμα της Ορεστίδας, οδήγησαν στη διαμόρφωση ενός ενιαίου μακεδονικού κράτους, που τα δυτικά σύνορά του έφταναν ως την Πίνδο και τη Λυχνίτιδα λίμνη (σημερινή Αχρίδα). Παράλληλα η κατάληψη των συμμαχικών της Αθήνας πόλεων Ποτίδαιας, Πύδνας και Μεθώνης και η νίκη του Φιλίππου επί της συμμαχίας των αντιπάλων του επέκτειναν τα ανατολικά σύνορα του βασιλείου ως τον ποταμό Στρυμόνα. Η επανίδρυση των Φιλίππων (παλιές Κρηνίδες) εξασφάλισε στον Φίλιππο τον έλεγχο των μεταλλείων χρυσού και αργύρου του Παγγαίου.[9] Επίσης, απέκτησε νέα δάση ναυπηγήσιμης ξυλείας που εκτείνονταν μέχρι το Νέστο.
Με την άνοδό του στο θρόνο (360 π.Χ.) ο Φίλιππος είχε να αντιμετωπίσει πολλούς εξωτερικούς αλλά και εσωτερικούς εχθρούς. Αφού εξουδετέρωσε τους 5 δελφίνους του θρόνου, κυρίως τον Αργαίο, που υποστήριζαν οι Αθηναίοι, ο Φίλιππος συνέτριψε τους Παίονες[7] και τους Ιλλυριούς και μετέτρεψε οριστικά την Άνω (σημερινή Δυτική) Μακεδονία σε επαρχία του βασιλείου του. Η συμμαχία με τους Αλευάδες της Λάρισας και η προσέγγιση των Μολοσσών,[8] που κατείχαν τμήμα της Ορεστίδας, οδήγησαν στη διαμόρφωση ενός ενιαίου μακεδονικού κράτους, που τα δυτικά σύνορά του έφταναν ως την Πίνδο και τη Λυχνίτιδα λίμνη (σημερινή Αχρίδα). Παράλληλα η κατάληψη των συμμαχικών της Αθήνας πόλεων Ποτίδαιας, Πύδνας και Μεθώνης και η νίκη του Φιλίππου επί της συμμαχίας των αντιπάλων του επέκτειναν τα ανατολικά σύνορα του βασιλείου ως τον ποταμό Στρυμόνα. Η επανίδρυση των Φιλίππων (παλιές Κρηνίδες) εξασφάλισε στον Φίλιππο τον έλεγχο των μεταλλείων χρυσού και αργύρου του Παγγαίου.[9] Επίσης, απέκτησε νέα δάση ναυπηγήσιμης ξυλείας που εκτείνονταν μέχρι το Νέστο.
ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Η εμπλοκή του Φιλίππου στον Γ' Ιερό Πόλεμο, με αφορμή την έκκληση των Θεσσαλών συμμάχων του για βοήθεια, οδήγησε στην οριστική επικράτηση των Μακεδόνων στη Θεσσαλία.[10] Ο Φίλιππος αναγορεύτηκε ισόβιος «άρχων» του Θεσσαλικού Κοινού κι εξασφάλισε τον έλεγχο των άφθονων πρώτων υλών και του φημισμένου ιππικού της χώρας. Παράλληλα, μία επιτυχημένη εκστρατεία του στη Θράκη ανάγκασε τους Αμάδοκο και Κερσεβλέπτη, βασιλείς των Θρακών, να αναγνωρίσουν τη μακεδονική επικυριαρχία. Μετά την εξουδετέρωση των πόλεων του Κοινού των Χαλκιδέων και την ενσωμάτωσή τους στη Μακεδονία το 348 π.Χ., ο Φίλιππος ήταν πια κυρίαρχος όλης της βόρειας Ελλάδας.
Η εμπλοκή του Φιλίππου στον Γ' Ιερό Πόλεμο, με αφορμή την έκκληση των Θεσσαλών συμμάχων του για βοήθεια, οδήγησε στην οριστική επικράτηση των Μακεδόνων στη Θεσσαλία.[10] Ο Φίλιππος αναγορεύτηκε ισόβιος «άρχων» του Θεσσαλικού Κοινού κι εξασφάλισε τον έλεγχο των άφθονων πρώτων υλών και του φημισμένου ιππικού της χώρας. Παράλληλα, μία επιτυχημένη εκστρατεία του στη Θράκη ανάγκασε τους Αμάδοκο και Κερσεβλέπτη, βασιλείς των Θρακών, να αναγνωρίσουν τη μακεδονική επικυριαρχία. Μετά την εξουδετέρωση των πόλεων του Κοινού των Χαλκιδέων και την ενσωμάτωσή τους στη Μακεδονία το 348 π.Χ., ο Φίλιππος ήταν πια κυρίαρχος όλης της βόρειας Ελλάδας.
Επιτύμβια στήλη με παράσταση Θεσσαλού ιππέα (Λούβρο) |
ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΣΤΗ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ
Μετά την επίσημη λήξη του Γ' Ιερού Πολέμου [11] με την υπογραφή της Φιλοκρατείου Ειρήνης,[12] ο Φίλιππος έστρεψε την προσοχή του στα βόρεια και ανατολικά σύνορα του κράτους του. Αφού μετέτρεψε τη Θράκη σε μακεδονική επαρχία, ανέλαβε μία εκστρατεία κατά των Σκύθων στη περιοχή του Ίστρου (Δούναβη). Με στρατιωτικές νίκες, αλλά και με τη σύναψη συμμαχιών, κατόρθωσε να κυριαρχήσει στους λαούς της περιοχής. Το 339 π.Χ., ο Φίλιππος αναμείχθηκε στον Δ' Ιερό Πόλεμο, ενώ οι Αθηναίοι [13] με πρωτοβουλία του Δημοσθένη [14] προσπαθούσαν να οργανώσουν μία συμμαχία κατά των Μακεδόνων. Η τελική σύγκρουση στη Χαιρώνεια, το 338 π.Χ., έληξε με νίκη των δυνάμεων του Φιλίππου κατά του συμμαχικού στρατού των πόλεων της νότιας Ελλάδας.
Μετά την επίσημη λήξη του Γ' Ιερού Πολέμου [11] με την υπογραφή της Φιλοκρατείου Ειρήνης,[12] ο Φίλιππος έστρεψε την προσοχή του στα βόρεια και ανατολικά σύνορα του κράτους του. Αφού μετέτρεψε τη Θράκη σε μακεδονική επαρχία, ανέλαβε μία εκστρατεία κατά των Σκύθων στη περιοχή του Ίστρου (Δούναβη). Με στρατιωτικές νίκες, αλλά και με τη σύναψη συμμαχιών, κατόρθωσε να κυριαρχήσει στους λαούς της περιοχής. Το 339 π.Χ., ο Φίλιππος αναμείχθηκε στον Δ' Ιερό Πόλεμο, ενώ οι Αθηναίοι [13] με πρωτοβουλία του Δημοσθένη [14] προσπαθούσαν να οργανώσουν μία συμμαχία κατά των Μακεδόνων. Η τελική σύγκρουση στη Χαιρώνεια, το 338 π.Χ., έληξε με νίκη των δυνάμεων του Φιλίππου κατά του συμμαχικού στρατού των πόλεων της νότιας Ελλάδας.
Το μακεδονικό βασίλειο στα χρόνια της βασιλείας του Φιλίππου Β', 360-336 π.Χ. |
ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ Ο Φίλιππος είχε αρχίσει αρκετά νωρίς να διαμορφώνει σχέδιο για την κατάκτηση της Μ. Ασίας, που έμοιαζε αρκετά με ανάλογα προγράμματα που είχαν υποστηρίξει και ρήτορες της εποχής. Το πρώτο σκέλος του σχεδίου αφορούσε τον τερματισμό των εμφυλίων πολέμων μεταξύ των Ελλήνων. Αυτό είχε πια επιτευχθεί, καθώς ο Φίλιππος μετά τη μάχη της Χαιρώνειας ήλεγχε όλο τον ελλαδικό χώρο. Το 337 π.Χ. κάλεσε τις ελληνικές πόλεις να συνάψουν συνθήκη ειρήνης στον Ισθμό της Κορίνθου. Λίγο αργότερα οργανώθηκε και μία επιθετική συμμαχία με στόχο τη συνένωση των Ελλήνων και την προετοιμασία της εκστρατείας κατά της Περσίας. Ως αιτία της επιθετικής αυτής κίνησης προβλήθηκε η τιμωρία των Περσών για την καταστροφή ελληνικών ιερών. Στην πραγματικότητα όμως ο Φίλιππος απέβλεπε στην εδραίωση της ηγεμονικής του θέσης μεταξύ των Ελλήνων.
ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Για να αντιμετωπίσει ο Φίλιππος Β' το οξύ πρόβλημα της ενοποίησης διαφόρων κατακτημένων περιοχών σ’ ένα βασίλειο, κατέφυγε σε μία σειρά νέων μέτρων. Στη Θράκη επέβαλε καθεστώς εξωτερικής επαρχίας υπό Μακεδόνα στρατηγό. Με μετακινήσεις πληθυσμών κι αποστολή αποίκων από το Παλαιό Βασίλειο κατόρθωσε να μετασχηματίσει τις παλιές ανεξάρτητες πόλεις και κώμες σε πόλεις του βασιλείου και να τις συγχωνεύσει σ’ ένα έθνος. Γενικά, ο Φίλιππος υιοθέτησε θεσμούς του Κοινού των Θεσσαλών και των Χαλκιδέων.[15] Υποδιαίρεσε το βασίλειο σε χώρες πόλεων που αποτελούσαν και στρατολογικές περιφέρειες και δημιούργησε πολιτειακά όργανα όπου δεν υπήρχαν. Επίσης χώρισε τη χώρα σε 4 διοικητικά τμήματα και ενίσχυσε σε μεγάλο βαθμό τη θέση του βασιλιά.
ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Για να αντιμετωπίσει ο Φίλιππος Β' το οξύ πρόβλημα της ενοποίησης διαφόρων κατακτημένων περιοχών σ’ ένα βασίλειο, κατέφυγε σε μία σειρά νέων μέτρων. Στη Θράκη επέβαλε καθεστώς εξωτερικής επαρχίας υπό Μακεδόνα στρατηγό. Με μετακινήσεις πληθυσμών κι αποστολή αποίκων από το Παλαιό Βασίλειο κατόρθωσε να μετασχηματίσει τις παλιές ανεξάρτητες πόλεις και κώμες σε πόλεις του βασιλείου και να τις συγχωνεύσει σ’ ένα έθνος. Γενικά, ο Φίλιππος υιοθέτησε θεσμούς του Κοινού των Θεσσαλών και των Χαλκιδέων.[15] Υποδιαίρεσε το βασίλειο σε χώρες πόλεων που αποτελούσαν και στρατολογικές περιφέρειες και δημιούργησε πολιτειακά όργανα όπου δεν υπήρχαν. Επίσης χώρισε τη χώρα σε 4 διοικητικά τμήματα και ενίσχυσε σε μεγάλο βαθμό τη θέση του βασιλιά.
ΘΕΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Οι πρόσφατες πρόοδοι της αρχαιολογίας, ιδίως της επιγραφικής και νομισματικής, επιτρέπουν το σχηματισμό μιας σαφούς εικόνας της Μακεδονικής πολιτείας. Το κυρίαρχο στοιχείο του πολιτεύματος είναι ο βασιλιάς, αρχιερέας, αρχιδικαστής και αρχιστράτηγος. Η ελευθερία των κινήσεών του περιορίζεται από το νόμο, το εθιμικό δίκαιο που καθορίζει τις σχέσεις του με το έθνος και ιδίως με τα άλλα μέλη της δυναστείας και τους εταίρους του, τους αυλικούς δηλαδή αξιωματούχους με τη βοήθεια των οποίων κυβερνά. Η κυρίαρχη θέση του βασιλιά οφείλεται στην αίγλη της ηρωικής καταγωγής και των κτήσεων του ίδιου και των προγόνων του, καθώς και στον πλούτο που του αποφέρει η χώρα που διαχειρίζεται. Ο εκσυγχρονισμός της οικονομίας με τη συνακόλουθη ανάπτυξη των αστικών κέντρων και οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του 4ου αιώνα π.Χ. θα αναδείξουν τόσο τις πόλεις του βασιλείου, όσο και την «εκκλησία του έθνους» σε σημαντικά στοιχεία του πολιτικού βίου στη Μακεδονία.
Οι πρόσφατες πρόοδοι της αρχαιολογίας, ιδίως της επιγραφικής και νομισματικής, επιτρέπουν το σχηματισμό μιας σαφούς εικόνας της Μακεδονικής πολιτείας. Το κυρίαρχο στοιχείο του πολιτεύματος είναι ο βασιλιάς, αρχιερέας, αρχιδικαστής και αρχιστράτηγος. Η ελευθερία των κινήσεών του περιορίζεται από το νόμο, το εθιμικό δίκαιο που καθορίζει τις σχέσεις του με το έθνος και ιδίως με τα άλλα μέλη της δυναστείας και τους εταίρους του, τους αυλικούς δηλαδή αξιωματούχους με τη βοήθεια των οποίων κυβερνά. Η κυρίαρχη θέση του βασιλιά οφείλεται στην αίγλη της ηρωικής καταγωγής και των κτήσεων του ίδιου και των προγόνων του, καθώς και στον πλούτο που του αποφέρει η χώρα που διαχειρίζεται. Ο εκσυγχρονισμός της οικονομίας με τη συνακόλουθη ανάπτυξη των αστικών κέντρων και οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του 4ου αιώνα π.Χ. θα αναδείξουν τόσο τις πόλεις του βασιλείου, όσο και την «εκκλησία του έθνους» σε σημαντικά στοιχεία του πολιτικού βίου στη Μακεδονία.
Αγαλμάτιο έφιππου νεαρού Μακεδόνα |
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Η νομαδική κτηνοτροφία είναι από την αρχή μέχρι τα τέλη της αρχαιότητας μία από τις κυριότερες οικονομικές δραστηριότητες των Μακεδόνων, όπως βεβαιώνουν τα φιλολογικά κείμενα, οι επιγραφές και τα νομίσματα. Στα προσχωματικά εδάφη της Πιερίας και της Βοττίας αναπτύσσεται παράλληλα, από πολύ νωρίς, η γεωργία, που ευνοείται από τα έργα αποξήρανσης των ελών και παροχέτευσης των υδάτων που αναλαμβάνει ο Φίλιππος Β'. Οι μετοικεσίες που οργανώνει συμβάλλουν στην αξιοποίηση καλλιεργήσιμων γαιών. Η εκμετάλλευση των ορυχείων (χαλκού, χρυσού, σιδήρου, αργύρου), που ήταν αποκλειστικά βασιλική ιδιοκτησία, μαζί με εκείνη των βασιλικών δασών, αποτελούσε τις δύο βάσεις της υλικής δύναμης της μοναρχίας. Η ανάπτυξη των δραστηριοτήτων μεταποίησης των πρώτων αυτών υλών και η εμπορευματοποίησή τους οδήγησε στην επέκταση των αστικών οικισμών και στην ακμή του εμπορίου. Ως το 352 π.Χ. περίπου ο Φίλιππος εκδίδει αργυρά μόνο νομίσματα και επιτρέπει στις πόλεις που καταλαμβάνει, χωρίς να τις ενσωματώνει στη Μακεδονία (π.χ. Φίλιπποι), να εκδίδουν τα δικά τους. Μετά το 352 π.Χ., αρχίζει να κόβει χρυσούς στατήρες (δίδραχμα), που ονομάστηκαν «φιλιππικοί» κι ακολουθούν τον αττικό κανόνα περί σταθμών. Καθώς είχαν υψηλή περιεκτικότητα σε χρυσό, γρήγορα έγιναν περιζήτητοι στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών, όσο και οι «δαρεικοί».
Η νομαδική κτηνοτροφία είναι από την αρχή μέχρι τα τέλη της αρχαιότητας μία από τις κυριότερες οικονομικές δραστηριότητες των Μακεδόνων, όπως βεβαιώνουν τα φιλολογικά κείμενα, οι επιγραφές και τα νομίσματα. Στα προσχωματικά εδάφη της Πιερίας και της Βοττίας αναπτύσσεται παράλληλα, από πολύ νωρίς, η γεωργία, που ευνοείται από τα έργα αποξήρανσης των ελών και παροχέτευσης των υδάτων που αναλαμβάνει ο Φίλιππος Β'. Οι μετοικεσίες που οργανώνει συμβάλλουν στην αξιοποίηση καλλιεργήσιμων γαιών. Η εκμετάλλευση των ορυχείων (χαλκού, χρυσού, σιδήρου, αργύρου), που ήταν αποκλειστικά βασιλική ιδιοκτησία, μαζί με εκείνη των βασιλικών δασών, αποτελούσε τις δύο βάσεις της υλικής δύναμης της μοναρχίας. Η ανάπτυξη των δραστηριοτήτων μεταποίησης των πρώτων αυτών υλών και η εμπορευματοποίησή τους οδήγησε στην επέκταση των αστικών οικισμών και στην ακμή του εμπορίου. Ως το 352 π.Χ. περίπου ο Φίλιππος εκδίδει αργυρά μόνο νομίσματα και επιτρέπει στις πόλεις που καταλαμβάνει, χωρίς να τις ενσωματώνει στη Μακεδονία (π.χ. Φίλιπποι), να εκδίδουν τα δικά τους. Μετά το 352 π.Χ., αρχίζει να κόβει χρυσούς στατήρες (δίδραχμα), που ονομάστηκαν «φιλιππικοί» κι ακολουθούν τον αττικό κανόνα περί σταθμών. Καθώς είχαν υψηλή περιεκτικότητα σε χρυσό, γρήγορα έγιναν περιζήτητοι στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών, όσο και οι «δαρεικοί».
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Γ'
Η δολοφονία του Φιλίππου Β', το φθινόπωρο του 336 π.Χ., έφερε στο θρόνο της Μακεδονίας τον γιο του Αλέξανδρο Γ'. Χάρη στην ταχύτητα των κινήσεών του κατόρθωσε μέσα σε λίγες εβδομάδες να αναγνωριστεί ως άρχων των Θεσσαλών, ηγεμόνας του Κοινού των Αμφικτυόνων στις Θερμοπύλες, καθώς και ηγεμόνας και στρατηγός αυτοκράτωρ της Συμμαχίας της Κορίνθου (336 π.Χ.). Αφού εξασφάλισε τα βόρεια σύνορα του βασιλείου του, αντιμετώπισε τις αντιμακεδονικές ενέργειες των νοτιοελλαδικών πόλεων με την καταστροφή της Θήβας και την εγκατάσταση μακεδονικών φρουρών στις εχθρικές πόλεις. Αφήνοντας τον γηραιό στρατηγό Αντίπατρο ως τοποτηρητή του, την άνοιξη του 334 π.Χ., ο Αλέξανδρος ξεκίνησε την πανελλήνια εκστρατεία του για τιμωρία των Περσών και απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων στα παράλια της Μ. Ασίας, από τον περσικό ζυγό. Με στρατιά πολυάριθμη για τα μέτρα της εποχής, κατέλυσε το αχανές περσικό κράτος και έφτασε μέχρι τον Ινδό ποταμό. Οργάνωσε την αυτοκρατορία του διατηρώντας ανάμεσα στα άλλα την παλαιά διοίκηση, κόβοντας ισχυρό νόμισμα και εισάγοντας την ελληνική παιδεία και γλώσσα. Με τις παράλληλες εξερευνητικές αποστολές που πραγματοποίησε πρόσφερε πολύτιμες νέες γνώσεις για τη μορφή του κόσμου. Με την καθιέρωση των αρχών της ισοπολιτείας, ο Αλέξανδρος έθεσε τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η μετέπειτα ανάπτυξη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και η διάδοση του χριστιανισμού. Έχοντας αλλάξει τη μορφή και την πορεία του κόσμου ο Αλέξανδρος Γ' πέθανε στα 33 χρόνια, αφού έμεινε στην ιστορία ως Μέγας, αν και δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το μεγαλόπνοο έργο του.[16]
Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Γ'
Σύμφωνα με τον αρχαίο ιστορικό Αρριανό, στο έργο του «Αλεξάνδρου ανάβαση», ο Αλέξανδρος το 324 στην πόλη Ώπι, απευθύνεται στους στρατιώτες του και λέει: «Ξεκινώντας από τη χώρα αυτή, που ούτε εσάς έτρεφε με επάρκεια, άνοιξα αμέσως για χάρη σας τα στενά του Ελλησπόντου, μολονότι εκείνη την εποχή τον έλεγχο της θάλασσας κατείχαν οι Πέρσες. Αφού στη συνέχεια νίκησα με το ιππικό μου τους σατράπες του Δαρείου πρόσθεσα ολόκληρη την Ιωνία στη δική σας εξουσία. Ακόμη ολόκληρη την Αιολίδα και τις δύο Φρυγίες και τους Λυδούς, ενώ κυρίευσα τη Μίλητο με πολιορκία. Και σας έδωσα να απολαμβάνετε τις προσόδους από όλες τις άλλες χώρες που θεληματικά υποτάχτηκαν στη δύναμή μου. Σε σας ανήκουν και όλα τα αγαθά από την Αίγυπτο και την Κυρήνη που κατέκτησα αμαχητί. Δικά σας κτήματα είναι η κοίλη Συρία, η Παλαιστίνη και η Μεσοποταμία. Δικές σας και η Βαβυλώνα, η Βακτρία και τα Σούσα. Δικά σας και ο πλούτος των Λυδών και οι θησαυροί των Περσών και τα αγαθά της Ινδίας και του ωκεανού». Ο Αρριανός παρουσιάζει όλη την έκταση της χερσαίας εκστρατείας που έκαναν οι Μακεδόνες στρατιώτες του Αλέξανδρου. Ακόμη, στο ναύαρχο Νέαρχο ανέθεσε ο Αλέξανδρος την πολύ σπουδαία αποστολή της εξερεύνησης των ακτών του Ινδικού Ωκεανού και του Περσικού κόλπου.
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΑ ΚΡΑΤΗ
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΘΕΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Στα ελληνιστικά κράτη που διαμορφώθηκαν στην Ανατολή, μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, εμφανίστηκε ένας νέος τύπος πολιτεύματος, η ελληνιστική μοναρχία. Κύρια χαρακτηριστικά της ήταν ο προσωπικός χαρακτήρας της εξουσίας του μονάρχη, η αρχή της κληρονομικής διαδοχής και η λατρεία του ηγεμόνα. Αυτές οι εξελίξεις επηρέασαν βέβαια, αλλά δεν μετέβαλαν ουσιαστικά το πολίτευμα του μακεδονικού κράτους των Αντιγονιδών, που διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά της κλασικής περιόδου. Το μακεδονικό κράτος συνίσταται από το «έθνος» των Μακεδόνων και τον βασιλιά, που στη Μακεδονία δεν θεοποιήθηκε, όπως συνέβη στις ελληνιστικές μοναρχίες της Ανατολής. Οι εταίροι της βασιλικής αυλής αποκαλούνται τώρα «φίλοι» του βασιλέα και εξακολουθούν να επηρεάζουν την άσκηση της εξουσίας. Από την άλλη πλευρά η άνθηση του αστικού βίου θα οδηγήσει στην ενίσχυση του ρόλου των πόλεων και στην εξέλιξη της πολιτικής ζωής στο εσωτερικό τους. Όμως παρά την αστικοποίηση της χώρας και την ανάπτυξη δευτερογενών και τριτογενών δραστηριοτήτων (στοιχεία νεωτερικά για την εποχή) η τάξη των μικρών γαιοκτημόνων διατήρησε την ισχύ της κι οι έμποροι και βιοτέχνες δεν κατόρθωσαν να προαχθούν κοινωνικά ή πολιτικά.
Στα ελληνιστικά κράτη που διαμορφώθηκαν στην Ανατολή, μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, εμφανίστηκε ένας νέος τύπος πολιτεύματος, η ελληνιστική μοναρχία. Κύρια χαρακτηριστικά της ήταν ο προσωπικός χαρακτήρας της εξουσίας του μονάρχη, η αρχή της κληρονομικής διαδοχής και η λατρεία του ηγεμόνα. Αυτές οι εξελίξεις επηρέασαν βέβαια, αλλά δεν μετέβαλαν ουσιαστικά το πολίτευμα του μακεδονικού κράτους των Αντιγονιδών, που διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά της κλασικής περιόδου. Το μακεδονικό κράτος συνίσταται από το «έθνος» των Μακεδόνων και τον βασιλιά, που στη Μακεδονία δεν θεοποιήθηκε, όπως συνέβη στις ελληνιστικές μοναρχίες της Ανατολής. Οι εταίροι της βασιλικής αυλής αποκαλούνται τώρα «φίλοι» του βασιλέα και εξακολουθούν να επηρεάζουν την άσκηση της εξουσίας. Από την άλλη πλευρά η άνθηση του αστικού βίου θα οδηγήσει στην ενίσχυση του ρόλου των πόλεων και στην εξέλιξη της πολιτικής ζωής στο εσωτερικό τους. Όμως παρά την αστικοποίηση της χώρας και την ανάπτυξη δευτερογενών και τριτογενών δραστηριοτήτων (στοιχεία νεωτερικά για την εποχή) η τάξη των μικρών γαιοκτημόνων διατήρησε την ισχύ της κι οι έμποροι και βιοτέχνες δεν κατόρθωσαν να προαχθούν κοινωνικά ή πολιτικά.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Η κατάκτηση της Ανατολής από τον Αλέξανδρο δημιούργησε έναν ενιαίο οικονομικό χώρο που εκτεινόταν από τα παράλια του Ιονίου ως τα ανατολικά σύνορα της Περσίας και από τη Χερσόνησο του Αίμου ως την Κυρηναϊκή, την Αίγυπτο και τον Περσικό Κόλπο. Το ελληνικό στοιχείο δραστηριοποιήθηκε έντονα και εκμεταλλεύτηκε τις νέες προοπτικές που ανοίχτηκαν στο εμπόριο, τη βιοτεχνία και τις τραπεζικές υπηρεσίες. Στην οικονομία της Μακεδονίας εισέρρευσε μεγάλο μέρος του πλούτου που έφεραν μαζί τους οι στρατιώτες του Αλεξάνδρου που επέστρεφαν στη χώρα τους. Οι λεηλασίες όμως των ηπειρωτικών στρατευμάτων και αργότερα των Γαλατών επέφεραν ισχυρό πλήγμα στην οικονομική ζωή της Μακεδονίας, που μπήκε σε μία φάση ανάκαμψης επί Αντιγόνου Γονατά. Ο χαρακτήρας της μακεδονικής οικονομίας των ελληνιστικών χρόνων δεν μεταβλήθηκε ριζικά σε σχέση με την κλασική περίοδο. Βάση της εξακολουθούν να αποτελούν η γεωργία και η κτηνοτροφία, ενώ γίνονται εξαγωγές σιδήρου και χαλκού, καθώς και άλλων προϊόντων, όπως ξυλείας, ρητίνης, πίσσας, καννάβεως και λιναριού. Παράλληλα όμως στα αστικά κέντρα αναπτύσσονται δευτερογενείς και τριτογενείς οικονομικές δραστηριότητες. Πηγή πλούτου αποτελούν επίσης τα λιμάνια της χώρας, το Δίον, η Πέλλα, η Θεσσαλονίκη, η Κασσάνδρεια και η Νεάπολη.
Η κατάκτηση της Ανατολής από τον Αλέξανδρο δημιούργησε έναν ενιαίο οικονομικό χώρο που εκτεινόταν από τα παράλια του Ιονίου ως τα ανατολικά σύνορα της Περσίας και από τη Χερσόνησο του Αίμου ως την Κυρηναϊκή, την Αίγυπτο και τον Περσικό Κόλπο. Το ελληνικό στοιχείο δραστηριοποιήθηκε έντονα και εκμεταλλεύτηκε τις νέες προοπτικές που ανοίχτηκαν στο εμπόριο, τη βιοτεχνία και τις τραπεζικές υπηρεσίες. Στην οικονομία της Μακεδονίας εισέρρευσε μεγάλο μέρος του πλούτου που έφεραν μαζί τους οι στρατιώτες του Αλεξάνδρου που επέστρεφαν στη χώρα τους. Οι λεηλασίες όμως των ηπειρωτικών στρατευμάτων και αργότερα των Γαλατών επέφεραν ισχυρό πλήγμα στην οικονομική ζωή της Μακεδονίας, που μπήκε σε μία φάση ανάκαμψης επί Αντιγόνου Γονατά. Ο χαρακτήρας της μακεδονικής οικονομίας των ελληνιστικών χρόνων δεν μεταβλήθηκε ριζικά σε σχέση με την κλασική περίοδο. Βάση της εξακολουθούν να αποτελούν η γεωργία και η κτηνοτροφία, ενώ γίνονται εξαγωγές σιδήρου και χαλκού, καθώς και άλλων προϊόντων, όπως ξυλείας, ρητίνης, πίσσας, καννάβεως και λιναριού. Παράλληλα όμως στα αστικά κέντρα αναπτύσσονται δευτερογενείς και τριτογενείς οικονομικές δραστηριότητες. Πηγή πλούτου αποτελούν επίσης τα λιμάνια της χώρας, το Δίον, η Πέλλα, η Θεσσαλονίκη, η Κασσάνδρεια και η Νεάπολη.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΚΟΠΙΑ (480-168 π.Χ.)
Η νομισματοκοπία των Μακεδόνων βασιλέων ξεκίνησε στις Αιγές γύρω στο 480 π.Χ., όταν βασίλευε ο Αλέξανδρος Α'. Οι κανόνες περί σταθμών και τα μέταλλα που χρησιμοποιούνταν (αρχικά άργυρος, αργότερα χρυσός και χαλκός), οι περιοχές όπου έφθασαν τα νομίσματα, αλλά και οι παραστάσεις και οι επιγραφές τους, υποδηλώνουν τη δύναμη κάθε βασιλιά, τις απόψεις του για το θεσμό της βασιλείας και το εύρος των εμπορικών σχέσεων που είχε το κράτος του. Εκτός από τα νομίσματα του Αλεξάνδρου Α', εκείνα των κατοπινών βασιλέων ως τον Φίλιππο Β', δεν κυκλοφόρησαν έξω από τα όρια του κράτους εξαιτίας της αστάθειας που χαρακτήριζε τη ζωή του βασιλείου. Μεγάλη διάδοση γνώρισε το χρήμα του Φιλίππου Β' και του Αλεξάνδρου Γ'. Μάλιστα, τα αργυρά νομίσματα του τελευταίου υπήρξαν τα δημοφιλέστερα της αρχαιότητας. Η κυκλοφορία της νομισματικής παραγωγής των ελληνιστικών βασιλέων περιορίστηκε πάλι στα όρια του μακεδονικού βασιλείου και στην κεντρική Ελλάδα. Κατά την κλασική περίοδο τα υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας βασιλικά νομίσματα κοσμούνται με θέματα παραδοσιακά αλλά και νεωτερικά που φανερώνουν την προσπάθεια των εκδοτών τους να αναγάγουν την καταγωγή τους στο μυθικό γενάρχη της δυναστείας. Κατά την ελληνιστική περίοδο τα θέματα έχουν σαφέστερο προπαγανδιστικό χαρακτήρα ενώ εισάγεται και το στοιχείο του ρεαλιστικού πορτραίτου του μονάρχη. Οι Διάδοχοι θα καθιερώσουν και την αναγραφή στα νομίσματα του βασιλικού τίτλου, που απουσίαζε από τις νομισματικές παραγωγές προγενέστερων βασιλέων.
Η νομισματοκοπία των Μακεδόνων βασιλέων ξεκίνησε στις Αιγές γύρω στο 480 π.Χ., όταν βασίλευε ο Αλέξανδρος Α'. Οι κανόνες περί σταθμών και τα μέταλλα που χρησιμοποιούνταν (αρχικά άργυρος, αργότερα χρυσός και χαλκός), οι περιοχές όπου έφθασαν τα νομίσματα, αλλά και οι παραστάσεις και οι επιγραφές τους, υποδηλώνουν τη δύναμη κάθε βασιλιά, τις απόψεις του για το θεσμό της βασιλείας και το εύρος των εμπορικών σχέσεων που είχε το κράτος του. Εκτός από τα νομίσματα του Αλεξάνδρου Α', εκείνα των κατοπινών βασιλέων ως τον Φίλιππο Β', δεν κυκλοφόρησαν έξω από τα όρια του κράτους εξαιτίας της αστάθειας που χαρακτήριζε τη ζωή του βασιλείου. Μεγάλη διάδοση γνώρισε το χρήμα του Φιλίππου Β' και του Αλεξάνδρου Γ'. Μάλιστα, τα αργυρά νομίσματα του τελευταίου υπήρξαν τα δημοφιλέστερα της αρχαιότητας. Η κυκλοφορία της νομισματικής παραγωγής των ελληνιστικών βασιλέων περιορίστηκε πάλι στα όρια του μακεδονικού βασιλείου και στην κεντρική Ελλάδα. Κατά την κλασική περίοδο τα υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας βασιλικά νομίσματα κοσμούνται με θέματα παραδοσιακά αλλά και νεωτερικά που φανερώνουν την προσπάθεια των εκδοτών τους να αναγάγουν την καταγωγή τους στο μυθικό γενάρχη της δυναστείας. Κατά την ελληνιστική περίοδο τα θέματα έχουν σαφέστερο προπαγανδιστικό χαρακτήρα ενώ εισάγεται και το στοιχείο του ρεαλιστικού πορτραίτου του μονάρχη. Οι Διάδοχοι θα καθιερώσουν και την αναγραφή στα νομίσματα του βασιλικού τίτλου, που απουσίαζε από τις νομισματικές παραγωγές προγενέστερων βασιλέων.
ΟΙ ΔΙΑΔΟΧΟΙ
Ο αιφνίδιος θάνατος του Αλεξάνδρου Γ' το 323 π.Χ. προκάλεσε αλλεπάλληλες κρίσεις και κλυδωνισμούς στην αυτοκρατορία του, που τελικά οδήγησαν στη διάλυσή της. Το θέμα της διαδοχής διευθετήθηκε με την αναγόρευση του Φιλίππου Γ' Αρριδαίου και του αγέννητου τότε ακόμη Αλεξάνδρου Δ' ως συμβασιλέων. Η αδυναμία των συμβασιλέων να ασκήσουν την εξουσία κατέστησε απαραίτητη την ανάληψή της από ομάδα στρατηγών. Τις κυριότερες θέσεις κατείχαν ο Περδίκκας, επιμελητής της βασιλείας, δηλαδή ουσιαστικός κηδεμόνας των βασιλέων και κύριος των βασιλικών δυνάμεων της Ασίας, και ο Αντίπατρος, στρατηγός της Ευρώπης με εξουσίες αντιβασιλέα στη Μακεδονία. Μεταξύ των τοπικών διοικητών πιο σημαντικοί αναδείχτηκαν ο Λυσίμαχος, κύριος της στρατηγικά επίκαιρης Θράκης, και ο Πτολεμαίος Α', της εύφορης και πλούσιας Αιγύπτου. Ο διακανονισμός αυτός δεν διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ο Αλέξανδρος Γ' είχε πεθάνει πριν προλάβει να δημιουργήσει τις συνεκτικές εκείνες δομές που θα διατηρούσαν την αυτοκρατορία του ενωμένη εξομαλύνοντας τις πολιτιστικές, θρησκευτικές, κοινωνικές και οικονομικές διαφορές ανάμεσα στους λαούς της. Οι επονομαζόμενοι Διάδοχοι επιδόθηκαν σε συνεχείς αγώνες στο διπλωματικό και στρατιωτικό πεδίο με στόχο τον έλεγχο της αυτοκρατορίας. Ο Περδίκκας αρχικά και αργότερα ο Αντίγονος Α' Μονόφθαλμος αγωνίστηκαν για να εξασφαλίσουν τη μονοκρατορία.Έτσι, μετά από 50 σχεδόν χρόνια συνεχών αναμετρήσεων, όπου στη διάρκειά τους έχασαν τη ζωή τους οι νόμιμοι βασιλείς, αλλά κι ορισμένοι από τους Διαδόχους, τα κράτη που διαμορφώθηκαν στο χώρο της αυτοκρατορίας του Μ. Αλεξάνδρου ήταν τα εξής: το μακεδονικό κράτος που περιλάμβανε τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και κτήσεις στη νότια Ελλάδα υπό τους απογόνους του Αντιπάτρου πρώτα και του Αντιγόνου αργότερα, το κράτος του Σέλευκου στην Ανατολή και το κράτος του Πτολεμαίου Α' στην Αίγυπτο.
Ο αιφνίδιος θάνατος του Αλεξάνδρου Γ' το 323 π.Χ. προκάλεσε αλλεπάλληλες κρίσεις και κλυδωνισμούς στην αυτοκρατορία του, που τελικά οδήγησαν στη διάλυσή της. Το θέμα της διαδοχής διευθετήθηκε με την αναγόρευση του Φιλίππου Γ' Αρριδαίου και του αγέννητου τότε ακόμη Αλεξάνδρου Δ' ως συμβασιλέων. Η αδυναμία των συμβασιλέων να ασκήσουν την εξουσία κατέστησε απαραίτητη την ανάληψή της από ομάδα στρατηγών. Τις κυριότερες θέσεις κατείχαν ο Περδίκκας, επιμελητής της βασιλείας, δηλαδή ουσιαστικός κηδεμόνας των βασιλέων και κύριος των βασιλικών δυνάμεων της Ασίας, και ο Αντίπατρος, στρατηγός της Ευρώπης με εξουσίες αντιβασιλέα στη Μακεδονία. Μεταξύ των τοπικών διοικητών πιο σημαντικοί αναδείχτηκαν ο Λυσίμαχος, κύριος της στρατηγικά επίκαιρης Θράκης, και ο Πτολεμαίος Α', της εύφορης και πλούσιας Αιγύπτου. Ο διακανονισμός αυτός δεν διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Αργυρό τετράδραχμο Πτολεμαίου Α' |
ΠΙΝΑΚΑΣ ΔΙΑΔΟΧΩΝ
Year (BC)
|
KINGDOM OF MACEDONIA
|
SELEUCID KINGDOM
|
KINGDOM OF THE PTOLEMIES
|
325
|
Philip III Arrhidaios
(323-317 BC) + Alexander IV (323-308/7? BC) | ||
315
|
Seleukos I Nikator
(312-281 BC) | ||
305
|
Cassander
(305-297 BC) Philip IV (297 BC) Antipater I (297-294 BC) + Alexander V (297-294 BC) |
Ptolemy I Soter
(305-282 BC) | |
295
|
Demetrios I Poliorketes
(294-287 BC) Pyrrhos (287-285 BC) | ||
285
|
Lysimachos
(285-281 BC) Ptolemy Keraunos (281-279 BC) [Sosthenes] (279-276 BC) Antigonos Gonatas (276-240/39 BC) |
Antiochos I Soter
(281-261 BC) |
Ptolemy II Philadelphos
(282-246 BC) |
275
| |||
265
|
Antiochos II Theos
(261-246 BC) | ||
255
|
Seleukos II Kallinikos
(246-225 BC) |
Ptolemy III Euergetes I
(246-222 BC) | |
245
|
Demetrios II Aitolikos
(239-229 BC) | ||
235
|
Antigonos Doson
(229-221 BC) | ||
225
|
Philip V
(221-179 BC) |
Seleukos III Soter
(225-223 BC) Antiochos III the Great (223-187 BC) |
Ptolemy IV Philopator I
(222-205 BC) |
215
| |||
205
|
Ptolemy V Epiphanes
(204-180 BC) | ||
195
|
Seleukos IV Philopator
(187-174 BC) | ||
185
|
Perseus
(179-168 BC) |
Ptolemy VI Philometor
(180-145 BC) + Ptolemy VII Philometor (180-145 BC) | |
175
|
Antiochos IV Epiphanes
(174-164 BC) | ||
165
|
Antiochos V Eupator
(163-162 BC) Demetrios I Soter (162-150 BC) | ||
155
|
Alexander Balas
(150-145 BC) | ||
145
|
Demetrios II Nikator
(145-140 BC) + Antiochos VI Epiphanes (145-142 BC) Antiochos VII Sidetes (138-129 BC) |
Ptolemy VIII Physkon
(145-116 BC) | |
135
|
Demetrios II Nikator
(129-125 BC) + Cleopatra Thea (126-121 BC) | ||
125
|
Antiochos VIII Grypos
(125-96 BC) + Seleukos V (125 BC) | ||
115
|
Antiochos IX Kyzikenos
(115-95 BC) |
Cleopatra III
(116-101 BC) + Ptolemy IX Lathyros (116-107 BC) | |
105
|
Ptolemy X Alexander I
(107-88 BC) | ||
95
|
Seleukos VI Epiphanes
(96-95 BC) Demetrios III Philopator (95-88 BC) + Antiochos X Eusebes (95-83 BC) Antiochos XI Philadelphos (94 BC) Philip I Philadelphos (94-83 BC) Antiochos XII Dionysos (87-84 BC) |
Ptolemy XI Soter II
(88-81 BC) | |
85
|
Tigranes
(83-69 BC) |
Ptolemy XII Auletes
(80-58 BC) | |
75
|
Antiochos XIII Asiatikos
(69-64 BC) | ||
65
|
Philip II
(65-64 BC) | ||
60
|
Berenice
(58-55 BC) | ||
55
|
Ptolemy XII Auletes
(55-51 BC) Cleopatra VII (51-30 BC) + Ptolemy XIII (51-47 BC) Ptolemy XIV (47-44 BC) | ||
45
|
Ptolemy XV (Caesarion)
(44-30 BC) |
ΑΝΤΙΓΟΝΙΔΕΣ
Οι πολιτικές ανακατατάξεις και οι εδαφικές διεκδικήσεις της εποχής των Διαδόχων δεν άφησαν ανεπηρέαστη και την περιοχή της Μακεδονίας. Μετά από αλλεπάλληλες εδαφικές αυξομειώσεις το βασίλειο της Μακεδονίας υπό τη διοίκηση των Αντιγονιδών γνώρισε μία περίοδο οικονομικής και δημογραφικής ανάπτυξης διατηρώντας τη στρατιωτική υπεροχή του έναντι της νοτιότερης Ελλάδας. Τα πολιτικά προσόντα των ηγεμόνων του προσέδωσαν στο μακεδονικό βασίλειο τη σπουδαιότητα που είχε επί Φιλίππου Β', χωρίς όμως τελικά να κατορθώσουν να αποτρέψουν τη ρωμαϊκή επέκταση στην ελληνική ανατολή.
Οι πολιτικές ανακατατάξεις και οι εδαφικές διεκδικήσεις της εποχής των Διαδόχων δεν άφησαν ανεπηρέαστη και την περιοχή της Μακεδονίας. Μετά από αλλεπάλληλες εδαφικές αυξομειώσεις το βασίλειο της Μακεδονίας υπό τη διοίκηση των Αντιγονιδών γνώρισε μία περίοδο οικονομικής και δημογραφικής ανάπτυξης διατηρώντας τη στρατιωτική υπεροχή του έναντι της νοτιότερης Ελλάδας. Τα πολιτικά προσόντα των ηγεμόνων του προσέδωσαν στο μακεδονικό βασίλειο τη σπουδαιότητα που είχε επί Φιλίππου Β', χωρίς όμως τελικά να κατορθώσουν να αποτρέψουν τη ρωμαϊκή επέκταση στην ελληνική ανατολή.
ΑΝΤΙΓΟΝΟΣ ΓΟΝΑΤΑΣ
Με τον Αντίγονο Γονατά [17] αρχίζει ουσιαστικά η δυναστεία που ιδρύθηκε από τον παππού του Αντίγονο Α' Μονόφθαλμο.[18] Μετά τις καταστροφικές γαλατικές επιδρομές (279-276 π.Χ.), ο Αντίγονος εκμεταλλεύτηκε νίκη του επί των Γαλατών κοντά στη Λυσιμάχεια της Θράκης, για να αναγνωριστεί βασιλιάς στη Μακεδονία. Στόχος του ήταν η δημογραφική και οικονομική ανάρρωση του μακεδονικού βασιλείου και η διασφάλιση των κτήσεών του στη νοτιότερη Ελλάδα (Δημητριάδα, Χαλκίδα, Κόρινθο, ίσως και Πειραιά). Αφού αντιμετώπισε τον Πύρρο της Ηπείρου και συμφιλιώθηκε με τη Σπάρτη, νίκησε τους συνασπισμένους Αθηναίους, Σπαρτιάτες, μερικά πελοποννησιακά κράτη και τον Πτολεμαίο Β' στο Χρεμωνίδειο πόλεμο (267-261 π.Χ.). Χάρη στις νίκες του στις ναυμαχίες της Άνδρου και της Κω απέσπασε από τους Πτολεμαίους τη ναυτική υπεροχή στο Αιγαίο. Ωστόσο δεν κατόρθωσε να εμποδίσει την Αχαϊκή Συμπολιτεία [19] να ενισχύσει της θέσεις της και να προσαρτήσει την Κόρινθο μαζί με τη στρατιωτικής σημασίας ακρόπολή της. Ο Αντίγονος Γονατάς πέθανε λίγο αργότερα (240 ή 239 π.Χ.), χωρίς να μπορέσει να την ανακαταλάβει.
Με τον Αντίγονο Γονατά [17] αρχίζει ουσιαστικά η δυναστεία που ιδρύθηκε από τον παππού του Αντίγονο Α' Μονόφθαλμο.[18] Μετά τις καταστροφικές γαλατικές επιδρομές (279-276 π.Χ.), ο Αντίγονος εκμεταλλεύτηκε νίκη του επί των Γαλατών κοντά στη Λυσιμάχεια της Θράκης, για να αναγνωριστεί βασιλιάς στη Μακεδονία. Στόχος του ήταν η δημογραφική και οικονομική ανάρρωση του μακεδονικού βασιλείου και η διασφάλιση των κτήσεών του στη νοτιότερη Ελλάδα (Δημητριάδα, Χαλκίδα, Κόρινθο, ίσως και Πειραιά). Αφού αντιμετώπισε τον Πύρρο της Ηπείρου και συμφιλιώθηκε με τη Σπάρτη, νίκησε τους συνασπισμένους Αθηναίους, Σπαρτιάτες, μερικά πελοποννησιακά κράτη και τον Πτολεμαίο Β' στο Χρεμωνίδειο πόλεμο (267-261 π.Χ.). Χάρη στις νίκες του στις ναυμαχίες της Άνδρου και της Κω απέσπασε από τους Πτολεμαίους τη ναυτική υπεροχή στο Αιγαίο. Ωστόσο δεν κατόρθωσε να εμποδίσει την Αχαϊκή Συμπολιτεία [19] να ενισχύσει της θέσεις της και να προσαρτήσει την Κόρινθο μαζί με τη στρατιωτικής σημασίας ακρόπολή της. Ο Αντίγονος Γονατάς πέθανε λίγο αργότερα (240 ή 239 π.Χ.), χωρίς να μπορέσει να την ανακαταλάβει.
Μακεδονική φάλαγγα |
Με την άνοδό του στο μακεδονικό θρόνο (239 π.Χ.) ο Δημήτριος Β' [20] είχε να αντιμετωπίσει στο «Δημητριακό πόλεμο» τις δύο ισχυρές Συμπολιτείες των Αιτωλών και των Αχαιών, που υποστηρίζονταν από τον Πτολεμαίο Γ’ της Αιγύπτου. Ο θάνατός του 10 χρόνια αργότερα (229 π.Χ.), άφηνε τη μακεδονική επιρροή σημαντικά εξασθενημένη στην κεντρική Ελλάδα, τη νοτιότερη Θεσσαλία στα χέρια των Αιτωλών, τους Δαρδάνους να απειλούν τη Μακεδονία από το Βορρά και ως διάδοχό του ένα ανήλικο παιδί. Τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε ένας ξάδελφος του Δημητρίου, ο Αντίγονος, ο επονομαζόμενος Δώσων,[21] αρχικά ως επίτροπος κι αργότερα, σε αναγνώριση των επιτυχιών του, ως βασιλέας. Ο Δώσων απώθησε τους βαρβάρους, αποκατέστησε την επικυριαρχία των Μακεδόνων στη Θεσσαλία και την επιρροή τους στην κεντρική Ελλάδα και έθεσε υπό μακεδονικό έλεγχο μεγάλο τμήμα της Καρίας στη Μ. Ασία. Η μεγαλύτερη όμως επιτυχία του ήταν ότι υποχρέωσε τους Αχαιούς να συμμαχήσουν μαζί του, να του παραχωρήσουν τον Ακροκόρινθο και να συμπράξουν μαζί του στην οργάνωση της Ελληνικής Συμμαχίας (224 π.Χ.), στην οποία συμμετείχαν οι Ηπειρώτες, οι Φωκείς, οι Βοιωτοί, οι Ακαρνάνες, οι Θεσσαλοί, οι Αχαιοί και οι Μακεδόνες. Το 222 π.Χ. στη μάχη της Σελλασίας, ο Αντίγονος ως «ηγεμών» της Ελληνικής Συμμαχίας νίκησε το μεταρρυθμιστή Σπαρτιάτη βασιλιά Κλεομένη Γ', εξασφαλίζοντας την υπεροχή του μακεδονικού βασιλείου στη νοτιότερη Ελλάδα. Πεθαίνοντας το 221 π.Χ. άφησε στο μακεδονικό θρόνο τον 17χρονο Φίλιππο Ε' να αντιμετωπίσει τη νέα επίθεση των Ιλλυρών.[22]
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Ε' ΚΑΙ ΠΕΡΣΕΑΣ
Ο Φίλιππος Ε' [23] ήταν προικισμένος με μεγάλες πολιτικές αρετές και στρατιωτικές ικανότητες που τις απέδειξε τόσο στους πολέμους του εναντίον των Αιτωλών, των Ρωμαίων και των συμμάχων τους (Συμμαχικός πόλεμος 220-217 π.Χ., Α' Μακεδονικός πόλεμος 215-205 π.Χ., Β' Μακεδονικός πόλεμος 200-197 π.Χ., Αντιοχικός πόλεμος 192-189 π.Χ.), όσο και με σαρωτικές μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό του βασιλείου. Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν, η άνοδος της Ρώμης δεν επέτρεπε πια στη Μακεδονία να διαδραματίσει τον παραδοσιακό ηγεμονικό της ρόλο στην ελληνική χερσόνησο. Όταν ο Φίλιππος Ε' συνειδητοποίησε τη νέα κατάσταση, μετά την ήττα του στον Β' Μακεδονικό πόλεμο, ακολούθησε αμυντική πολιτική με αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση της μακεδονικής ανεξαρτησίας. Την ίδια πολιτική συνέχισε και ο γιος και διάδοχός του Περσέας.[24] Αλλά η ανεξαρτησία της Μακεδονίας δεν ήταν πλέον ανεκτή για τη Ρώμη, η οποία με έωλα προσχήματα κήρυξε τον πόλεμο στη Μακεδονία (Γ' Μακεδονικός πόλεμος, 171-168 π.Χ.). Μετά από 4 χρόνια σθεναρής αντίστασης, οι Μακεδόνες συντρίφτηκαν στην Πύδνα (168 π.Χ.) από τον Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο, ο Περσέας μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην Ιταλία, όπου και πέθανε, ενώ η Μακεδονία μεταβλήθηκε σε ομοσπονδία 4 ημιαυτόνομων κρατιδίων («μερίδων»).
Ο Φίλιππος Ε' [23] ήταν προικισμένος με μεγάλες πολιτικές αρετές και στρατιωτικές ικανότητες που τις απέδειξε τόσο στους πολέμους του εναντίον των Αιτωλών, των Ρωμαίων και των συμμάχων τους (Συμμαχικός πόλεμος 220-217 π.Χ., Α' Μακεδονικός πόλεμος 215-205 π.Χ., Β' Μακεδονικός πόλεμος 200-197 π.Χ., Αντιοχικός πόλεμος 192-189 π.Χ.), όσο και με σαρωτικές μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό του βασιλείου. Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν, η άνοδος της Ρώμης δεν επέτρεπε πια στη Μακεδονία να διαδραματίσει τον παραδοσιακό ηγεμονικό της ρόλο στην ελληνική χερσόνησο. Όταν ο Φίλιππος Ε' συνειδητοποίησε τη νέα κατάσταση, μετά την ήττα του στον Β' Μακεδονικό πόλεμο, ακολούθησε αμυντική πολιτική με αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση της μακεδονικής ανεξαρτησίας. Την ίδια πολιτική συνέχισε και ο γιος και διάδοχός του Περσέας.[24] Αλλά η ανεξαρτησία της Μακεδονίας δεν ήταν πλέον ανεκτή για τη Ρώμη, η οποία με έωλα προσχήματα κήρυξε τον πόλεμο στη Μακεδονία (Γ' Μακεδονικός πόλεμος, 171-168 π.Χ.). Μετά από 4 χρόνια σθεναρής αντίστασης, οι Μακεδόνες συντρίφτηκαν στην Πύδνα (168 π.Χ.) από τον Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο, ο Περσέας μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην Ιταλία, όπου και πέθανε, ενώ η Μακεδονία μεταβλήθηκε σε ομοσπονδία 4 ημιαυτόνομων κρατιδίων («μερίδων»).
ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ
Η ήττα του τελευταίου βασιλιά του μακεδονικού βασιλείου Περσέα στη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) από τον Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο [25] σηματοδότησε την αρχή της μακρόχρονης ρωμαϊκής κατοχής. Μετά από μια περίοδο «ανεξαρτησίας» ιδρύθηκε η ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας (provincia Macedonia), η οποία γνώρισε επιδρομές ποικιλώνυμων βαρβαρικών φύλων, έγινε θέατρο των εμφύλιων ρωμαϊκών συγκρούσεων της περιόδου της Δημοκρατίας για να απολαύσει την οικονομική της ανάκαμψη που πρόσφερε η «σεβαστή ειρήνη» (Pax Augusta), πριν τις πολιτικές ταλαντεύσεις που έληξαν με την άνοδο του Διοκλητιανού.[26] Το νέο σύστημα της Τετραρχίας, οι διοικητικές αναδιοργανώσεις, η διάδοση και αναγνώριση του Χριστιανισμού έθεσαν τις βάσεις μιας νέας ιστορικής περιόδου, που στο πρόσωπο του Μ. Κωνσταντίνου βρήκε τον επίσημο εκφραστή της.
«ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ»
Μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) οι Ρωμαίοι δεν προχώρησαν σε άμεση επιβολή της κυριαρχίας τους. Αφού απογύμνωσαν το βασίλειο των Αντιγονιδών από τις εξωτερικές του κτήσεις, το διαίρεσαν σε 4 διοικητικές περιφέρειες («μερίδες»), ανάμεσα στους κατοίκους των οποίων απαγορεύτηκε η κτήση γης και οι επιγαμίες. Ταυτόχρονα η Ρώμη πρόσφερε «ελευθερία», από το βασιλικό θεσμό και τη ρωμαϊκή κηδεμονία, ανακηρύσσοντας τους Μακεδόνες «ελεύθερους». Τόσο η διοικητική αυτή διαίρεση, όσο κι η αποδυνάμωση του μακεδονικού στρατού, που ήταν πλέον επιφορτισμένος μόνο με την απόκρουση των βαρβαρικών επιδρομών, οδήγησαν σε εσωτερικές αναταραχές κατά της Ρώμης, με αποκορύφωμα την επανάσταση του Ανδρίσκου (149-148 π.Χ.).[27] Η ρωμαϊκή κατάκτηση έχοντας οξύνει τις διαφορές ανάμεσα στις ανώτερες φιλορωμαϊκές και τις φτωχές λαϊκές τάξεις βοήθησε στην ανακήρυξη από τις τελευταίες του Ανδρίσκου ως βασιλιά το 149 π.Χ. στην Πέλλα, με το όνομα Φίλιππος. Η νέα επέμβαση της Ρώμης έθεσε τέρμα στην κατάσταση της ελεύθερης πολιτείας. Η Μακεδονία ενσωματώθηκε στο ρωμαϊκό κράτος ως επαρχία (provincia Macedonia) που εκτεινόταν πλέον μέχρι το Ιόνιο πέλαγος περιλαμβάνοντας και τη νότια Ιλλυρία.
Μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) οι Ρωμαίοι δεν προχώρησαν σε άμεση επιβολή της κυριαρχίας τους. Αφού απογύμνωσαν το βασίλειο των Αντιγονιδών από τις εξωτερικές του κτήσεις, το διαίρεσαν σε 4 διοικητικές περιφέρειες («μερίδες»), ανάμεσα στους κατοίκους των οποίων απαγορεύτηκε η κτήση γης και οι επιγαμίες. Ταυτόχρονα η Ρώμη πρόσφερε «ελευθερία», από το βασιλικό θεσμό και τη ρωμαϊκή κηδεμονία, ανακηρύσσοντας τους Μακεδόνες «ελεύθερους». Τόσο η διοικητική αυτή διαίρεση, όσο κι η αποδυνάμωση του μακεδονικού στρατού, που ήταν πλέον επιφορτισμένος μόνο με την απόκρουση των βαρβαρικών επιδρομών, οδήγησαν σε εσωτερικές αναταραχές κατά της Ρώμης, με αποκορύφωμα την επανάσταση του Ανδρίσκου (149-148 π.Χ.).[27] Η ρωμαϊκή κατάκτηση έχοντας οξύνει τις διαφορές ανάμεσα στις ανώτερες φιλορωμαϊκές και τις φτωχές λαϊκές τάξεις βοήθησε στην ανακήρυξη από τις τελευταίες του Ανδρίσκου ως βασιλιά το 149 π.Χ. στην Πέλλα, με το όνομα Φίλιππος. Η νέα επέμβαση της Ρώμης έθεσε τέρμα στην κατάσταση της ελεύθερης πολιτείας. Η Μακεδονία ενσωματώθηκε στο ρωμαϊκό κράτος ως επαρχία (provincia Macedonia) που εκτεινόταν πλέον μέχρι το Ιόνιο πέλαγος περιλαμβάνοντας και τη νότια Ιλλυρία.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η περίοδος από το 148 π.Χ. έως και την εποχή του Αυγούστου υπήρξε μία από τις πιο δύσκολες για την επαρχία της Μακεδονίας. Λεηλασίες, βιαιοπραγίες, ερημώσεις ήταν οι συνέπειες των ρωμαϊκών επιχειρήσεων στο χώρο. Μέχρι το 84 π.Χ., κύριο μέλημα των διοικητών της Μακεδονίας ήταν η απώθηση των διαφόρων βαρβαρικών επιδρομών (Σκορδίσκοι, Βησσοί, Σιντοί, Μαίδοι, Δενθηλήτες, Δάρδανοι), ενώ αργότερα επιδόθηκαν σε επεκτατικές εκστρατείες εναντίον των εκτός των συνόρων θρακικών φύλων. Κύριο θέατρο εχθροπραξιών στην περίοδο της Δημοκρατίας, η Μακεδονία υπήρξε έδρα της εξόριστης δημοκρατικής κυβέρνησης και χώρος συγκέντρωσης των στρατευμάτων του Πομπήιου.[28] Μετά τη μάχη των Φαρσάλων (48 π.Χ.) η επαρχία περιήλθε στη δικαιοδοσία του Καίσαρα,[29] ενώ από το 44 π.Χ. την προσεταιρίστηκε (μαζί με τις επαρχίες Ιλλυρίας και Ελλάδας) ο Βρούτος στη δημοκρατική παράταξη έως το 42 π.Χ., οπότε μετά τη μάχη των Φιλίππων περιήλθε στον Μάρκο Αντώνιο.[30] Οι εκστρατείες του Μάρκου Λικίνιου Κράσου, ύστερα από τη ναυμαχία στο Άκτιο (31 π.Χ.), ολοκλήρωσαν την εγκαθίδρυση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην περιοχή από το Δούναβη μέχρι τον Αίμο θέτοντας τις βάσεις για την ειρηνική περίοδο της αυτοκρατορίας του Οκταβιανού Αυγούστου.[31]
Η περίοδος από το 148 π.Χ. έως και την εποχή του Αυγούστου υπήρξε μία από τις πιο δύσκολες για την επαρχία της Μακεδονίας. Λεηλασίες, βιαιοπραγίες, ερημώσεις ήταν οι συνέπειες των ρωμαϊκών επιχειρήσεων στο χώρο. Μέχρι το 84 π.Χ., κύριο μέλημα των διοικητών της Μακεδονίας ήταν η απώθηση των διαφόρων βαρβαρικών επιδρομών (Σκορδίσκοι, Βησσοί, Σιντοί, Μαίδοι, Δενθηλήτες, Δάρδανοι), ενώ αργότερα επιδόθηκαν σε επεκτατικές εκστρατείες εναντίον των εκτός των συνόρων θρακικών φύλων. Κύριο θέατρο εχθροπραξιών στην περίοδο της Δημοκρατίας, η Μακεδονία υπήρξε έδρα της εξόριστης δημοκρατικής κυβέρνησης και χώρος συγκέντρωσης των στρατευμάτων του Πομπήιου.[28] Μετά τη μάχη των Φαρσάλων (48 π.Χ.) η επαρχία περιήλθε στη δικαιοδοσία του Καίσαρα,[29] ενώ από το 44 π.Χ. την προσεταιρίστηκε (μαζί με τις επαρχίες Ιλλυρίας και Ελλάδας) ο Βρούτος στη δημοκρατική παράταξη έως το 42 π.Χ., οπότε μετά τη μάχη των Φιλίππων περιήλθε στον Μάρκο Αντώνιο.[30] Οι εκστρατείες του Μάρκου Λικίνιου Κράσου, ύστερα από τη ναυμαχία στο Άκτιο (31 π.Χ.), ολοκλήρωσαν την εγκαθίδρυση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην περιοχή από το Δούναβη μέχρι τον Αίμο θέτοντας τις βάσεις για την ειρηνική περίοδο της αυτοκρατορίας του Οκταβιανού Αυγούστου.[31]
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Η εγκαθίδρυση της ηγεμονίας, μετά τη νίκη του Οκταβιανού στο Άκτιο το 31 π.Χ., σηματοδότησε και για τη Μακεδονία την αρχή μιας περιόδου ειρήνης, τάξης και ευημερίας. Συγκλητική επαρχία σύμφωνα με τη διανομή των επαρχιών μεταξύ Οκταβιανού Αυγούστου και Συγκλήτου (27 π.Χ.), η Μακεδονία, εκκενώθηκε από τα ρωμαϊκά στρατεύματα για να γίνει «άοπλη επαρχία» (provincia inermis). Με τη δημιουργία της επαρχίας της Μυσίας (15 π.Χ.), τα εδάφη της Μακεδονίας επανήλθαν στα προηγούμενά τους όρια. Την περίοδο 15 π.Χ.-44 μ.Χ. μετατράπηκε σε αυτοκρατορική επαρχία υπό τη διοίκηση πρεσβευτή και αντιστράτηγου. Οι συνεχείς μεταρρυθμίσεις της διοίκησης απέβησαν τόσο σε βάρος της εξουσίας της Συγκλήτου, όσο και της αυτονομίας των πόλεων και προς όφελος του αυτοκράτορα και των απεσταλμένων του. Οι βαρβαρικές επιδρομές του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ. (Κοστωβώκοι, Κάρποι, Γότθοι, Ερούλοι), και οι εσωτερικές αναταραχές προκάλεσαν πολύπλευρη ύφεση (οικονομική, κοινωνική, πολιτική).
Η εγκαθίδρυση της ηγεμονίας, μετά τη νίκη του Οκταβιανού στο Άκτιο το 31 π.Χ., σηματοδότησε και για τη Μακεδονία την αρχή μιας περιόδου ειρήνης, τάξης και ευημερίας. Συγκλητική επαρχία σύμφωνα με τη διανομή των επαρχιών μεταξύ Οκταβιανού Αυγούστου και Συγκλήτου (27 π.Χ.), η Μακεδονία, εκκενώθηκε από τα ρωμαϊκά στρατεύματα για να γίνει «άοπλη επαρχία» (provincia inermis). Με τη δημιουργία της επαρχίας της Μυσίας (15 π.Χ.), τα εδάφη της Μακεδονίας επανήλθαν στα προηγούμενά τους όρια. Την περίοδο 15 π.Χ.-44 μ.Χ. μετατράπηκε σε αυτοκρατορική επαρχία υπό τη διοίκηση πρεσβευτή και αντιστράτηγου. Οι συνεχείς μεταρρυθμίσεις της διοίκησης απέβησαν τόσο σε βάρος της εξουσίας της Συγκλήτου, όσο και της αυτονομίας των πόλεων και προς όφελος του αυτοκράτορα και των απεσταλμένων του. Οι βαρβαρικές επιδρομές του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ. (Κοστωβώκοι, Κάρποι, Γότθοι, Ερούλοι), και οι εσωτερικές αναταραχές προκάλεσαν πολύπλευρη ύφεση (οικονομική, κοινωνική, πολιτική).
ΤΕΤΡΑΡΧΙΑ
Η άνοδος του Διοκλητιανού στο θρόνο (284) αποτέλεσε σταθμό για την ιστορία του ρωμαϊκού κράτους και αφετηρία για μια νέα ιστορική εποχή. Η πολιτική κρίση αντιμετωπίστηκε με την εισαγωγή του συστήματος της Τετραρχίας,[32] ενώ η διοικητική αναδιοργάνωση και η διαίρεση του κράτους σε μικρότερες επαρχίες και διοικήσεις βοήθησαν στην οικονομική ανόρθωση. Η μεταφορά της πρωτεύουσας του ενός από τους τετράρχες Γαλέριου (306-311) [33] στη Θεσσαλονίκη, καθώς και το νέο διοικητικό σύστημα των «επαρχοτήτων» ή «υπαρχιών» του Μ. Κωνσταντίνου (305-337) θα οδηγήσουν, σε συνδυασμό με την επικράτηση του Χριστιανισμού, στην προοδευτική υποχώρηση της λατινικότητας και τον εξελληνισμό του ανατολικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Η άνοδος του Διοκλητιανού στο θρόνο (284) αποτέλεσε σταθμό για την ιστορία του ρωμαϊκού κράτους και αφετηρία για μια νέα ιστορική εποχή. Η πολιτική κρίση αντιμετωπίστηκε με την εισαγωγή του συστήματος της Τετραρχίας,[32] ενώ η διοικητική αναδιοργάνωση και η διαίρεση του κράτους σε μικρότερες επαρχίες και διοικήσεις βοήθησαν στην οικονομική ανόρθωση. Η μεταφορά της πρωτεύουσας του ενός από τους τετράρχες Γαλέριου (306-311) [33] στη Θεσσαλονίκη, καθώς και το νέο διοικητικό σύστημα των «επαρχοτήτων» ή «υπαρχιών» του Μ. Κωνσταντίνου (305-337) θα οδηγήσουν, σε συνδυασμό με την επικράτηση του Χριστιανισμού, στην προοδευτική υποχώρηση της λατινικότητας και τον εξελληνισμό του ανατολικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
ΘΕΣΜΟΙ ΣΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Η ρωμαϊκή επικυριαρχία προσπαθώντας να αποτρέψει αναβίωση της δύναμής του, διαίρεσε το κυρίως μακεδονικό βασίλειο σε 4 «μερίδες». Οι ημιανεξάρτητες αυτές διοικητικές μονάδες είχαν τα διοικητικά τους κέντρα (Αμφίπολη, Θεσσαλονίκη, Πέλλα, Πελαγονία), όπου συγκέντρωναν τους φόρους και συνέρχονταν οι πολίτες για να εκλέξουν τους κοινούς άρχοντες. Η τυπική μετατροπή της χώρας σε ρωμαϊκή επαρχία (148 π.Χ.) δεν επέφερε μεγάλες πολιτειακές μεταβολές, εκτός από την παρουσία του Ρωμαίου διοικητή των λεγεώνων. Οι τακτικές εισφορές δεν ήταν πολύ επαχθείς. Η εξουσία του ανώτατου διοικητικού, στρατιωτικού και δικαστικού άρχοντα ήταν απέραντη στην εποχή της ελεύθερης πολιτείας. Την επαρχία, εκτός την περίοδο 15 π.Χ.-44 μ.Χ., διοικούσαν συγκλητικοί διοικητές. Εντούτοις, οι παρεμβάσεις, τόσο του αυτοκράτορα, όσο και των αυτοκρατορικών υπαλλήλων, γίνονταν ολοένα και πιο έντονες. Η ένταξη των Μακεδόνων στη ρωμαϊκή οικουμένη διευκολύνθηκε από την ύπαρξη πόλεων και αυτόνομων εθνικών κοινών. Οι ρωμαϊκές αποικίες (Δίον, Πέλλα, Φίλιπποι, Κασσάνδρεια) ήταν απαλλαγμένες από την άμεση φορολογία. Οι ελληνικές πόλεις είχαν δικούς τους νόμους κι άρχοντες, αν και οι πιο πολλές ήταν φόρου υποτελείς. Ωστόσο μερικές από αυτές, όπως η Θεσσαλονίκη, η Αμφίπολη και η Σκοτούσσα απολάμβαναν το προνομιακό καθεστώς της ελεύθερης πόλης (civitates liberae). Οι πόλεις και τα έθνη της Μακεδονίας διατήρησαν όπως και κατά τους ελληνιστικούς χρόνους μία κοινή οργάνωση, που ευνοήθηκε από τους Ρωμαίους. Το Κοινό των Μακεδόνων, συνομοσπονδία των μακεδονικών κοινοτήτων με κέντρο την αυτοκρατορική λατρεία και έδρα τη Βέροια, οργάνωνε αγώνες, έκοβε νομίσματα και μπορούσε να αποτείνεται απευθείας στον αυτοκράτορα για την επίλυση ζητημάτων μακεδονικού ενδιαφέροντος.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΗ ρωμαϊκή επικυριαρχία προσπαθώντας να αποτρέψει αναβίωση της δύναμής του, διαίρεσε το κυρίως μακεδονικό βασίλειο σε 4 «μερίδες». Οι ημιανεξάρτητες αυτές διοικητικές μονάδες είχαν τα διοικητικά τους κέντρα (Αμφίπολη, Θεσσαλονίκη, Πέλλα, Πελαγονία), όπου συγκέντρωναν τους φόρους και συνέρχονταν οι πολίτες για να εκλέξουν τους κοινούς άρχοντες. Η τυπική μετατροπή της χώρας σε ρωμαϊκή επαρχία (148 π.Χ.) δεν επέφερε μεγάλες πολιτειακές μεταβολές, εκτός από την παρουσία του Ρωμαίου διοικητή των λεγεώνων. Οι τακτικές εισφορές δεν ήταν πολύ επαχθείς. Η εξουσία του ανώτατου διοικητικού, στρατιωτικού και δικαστικού άρχοντα ήταν απέραντη στην εποχή της ελεύθερης πολιτείας. Την επαρχία, εκτός την περίοδο 15 π.Χ.-44 μ.Χ., διοικούσαν συγκλητικοί διοικητές. Εντούτοις, οι παρεμβάσεις, τόσο του αυτοκράτορα, όσο και των αυτοκρατορικών υπαλλήλων, γίνονταν ολοένα και πιο έντονες. Η ένταξη των Μακεδόνων στη ρωμαϊκή οικουμένη διευκολύνθηκε από την ύπαρξη πόλεων και αυτόνομων εθνικών κοινών. Οι ρωμαϊκές αποικίες (Δίον, Πέλλα, Φίλιπποι, Κασσάνδρεια) ήταν απαλλαγμένες από την άμεση φορολογία. Οι ελληνικές πόλεις είχαν δικούς τους νόμους κι άρχοντες, αν και οι πιο πολλές ήταν φόρου υποτελείς. Ωστόσο μερικές από αυτές, όπως η Θεσσαλονίκη, η Αμφίπολη και η Σκοτούσσα απολάμβαναν το προνομιακό καθεστώς της ελεύθερης πόλης (civitates liberae). Οι πόλεις και τα έθνη της Μακεδονίας διατήρησαν όπως και κατά τους ελληνιστικούς χρόνους μία κοινή οργάνωση, που ευνοήθηκε από τους Ρωμαίους. Το Κοινό των Μακεδόνων, συνομοσπονδία των μακεδονικών κοινοτήτων με κέντρο την αυτοκρατορική λατρεία και έδρα τη Βέροια, οργάνωνε αγώνες, έκοβε νομίσματα και μπορούσε να αποτείνεται απευθείας στον αυτοκράτορα για την επίλυση ζητημάτων μακεδονικού ενδιαφέροντος.
Η υπαγωγή της Μακεδονίας στο ρωμαϊκό κράτος εγκαινίασε μια νέα εποχή, τοποθετώντας την περιοχή σε ελάσσονα θέση, καθώς ο φυσικός της πλούτος δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί αυτόν των επαρχιών της Μ. Ασίας και της Δύσης. Οι Μακεδόνες όφειλαν να καταβάλλουν κεφαλικό φόρο (επικεφάλαιο) στους Ρωμαίους και να επωμίζονται τις δαπάνες συντήρησης των οδών και λειτουργίας των επικοινωνιών (cursus publicus). Επίσης, το δημόσιο ταμείο του ρωμαϊκού δήμου προσποριζόταν έσοδα από τις εκμισθώσεις των δημοσίων γαιών (ager publicus), που αποτελούνταν από τις δημευμένες βασιλικές. Μεγάλη ώθηση στην οικονομική ζωή έδωσαν η κατασκευή της Εγνατίας οδού,[34] η εγκατάσταση Ρωμαίων εμπόρων στις πόλεις και η ίδρυση ρωμαϊκών αποικιών. Η αυτοκρατορική περίοδος υπήρξε περίοδος ευημερίας κι ασφάλειας, καθώς οι καλοί δρόμοι και το δικαιότερο σύστημα διοίκησης οδήγησαν σε οικονομική άνθηση από την οποία ωφελήθηκαν και οι Ρωμαίοι ιθύνοντες και τα λαϊκά στρώματα. Στη δουλοκρατική κοινωνία με τις μεγάλες αρόσιμες γαίες και τους πλούσιους βοσκοτόπους εμφανίζονται εκτός από τις μικρές περιουσίες των αγροτικών πληθυσμών και άλλες τεράστιες μεγάλων οικογενειών της Θεσσαλονίκης, της Βέροιας και των Φιλίππων. Η βελτίωση των όρων διαβίωσης των παραγωγικών τάξεων οδήγησε στην αύξηση του αριθμού των άμεσων παραγωγών και τη διεύρυνση της οικονομικής βάσης, καθώς ένα πλήθος επαγγελματιών (λιθοξόοι, μεταλλωρύχοι, σιδηρουργοί κ.ά.) και απελεύθερων ασχολούνταν με πάσης φύσεως εμπορικές ασχολίες και τη βιοτεχνία.
Μιλιάριο Εγνατίας οδού |
Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Αργεάδες ονομάζονται οι Μακεδόνες που στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. αποσχίστηκαν από τους ομοεθνείς τους. Υπό την ηγεσία του βασιλικού οίκου των Τημενιδών, που κατά την παράδοση είλκυαν την καταγωγή τους από τους Ηρακλείδες του Άργους, κατέλαβαν την Έδεσσα, στις παρυφές της πεδιάδας του Αλιάκμονα, τη μετονόμασαν σε Αιγές και εγκατέστησαν εκεί την έδρα του κράτους τους. Οι Τημενίδες θεωρούσαν τον Ηρακλή γενάρχη της δυναστείας τους και απεικόνιζαν τον ίδιο και το ρόπαλό του στα νομίσματά τους. Το βασιλικό σύμβολο του ακτινωτού ήλιου συνδέεται με το θρύλο σύμφωνα με τον οποίο η κατάκτηση της Μακεδονίας ήταν το αποτέλεσμα της ιδιοποίησης από τον βασιλιά Περδίκκα Α' ενός κομματιού γης που φώτιζε ο ήλιος.
[2] Αλέξανδρος Α' ο «Φιλέλληνας» (;-περίπου 442), διάδοχος του Αμύντα Α', αν και υποτελής των Περσών βοήθησε τους νοτιότερους Έλληνες κατά τους Μηδικούς πολέμους. Γι’ αυτό τιμήθηκε με «πολιτεία και ατέλεια» από τους Αθηναίους. Μετά την αποχώρηση των Περσών ο Αλέξανδρος επεξέτεινε το βασίλειο έως τον Στρυμόνα και συνέβαλε στην πολιτική και οικονομική του άνοδο και γενικότερα στον εκσυγχρονισμό του. Έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες (ίσως του 496 π.Χ.) στο αγώνισμα του σταδίου. Στην αυλή του έζησαν ποιητές, όπως ο Πίνδαρος, ο Βακχυλίδης και ο Σιμωνίδης.
[3] Ο Αρχέλαος (;-399 π.Χ.), αναδιοργανωτής του μακεδονικού βασιλείου, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Τημενίδες βασιλείς. Γιος του Περδίκκα Β' και της Σιμίχης διαδέχτηκε τον πατέρα του, πιθανόν ως επίτροπος του νόμιμου διαδόχου. Εδραίωσε την εξουσία του, αντιμετώπισε με επιτυχία την εξέγερση της Πύδνας και υποστήριξε τους φίλους του Αλευάδες της Λάρισας. Το όνομά του συνδέθηκε με τις μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό του βασιλείου του, όπου έκτισε οχυρά, άνοιξε δρόμους, έκοψε ισχυρό νόμισμα και οργάνωσε το στρατό. Εκτός από ικανός διπλωμάτης και νεωτεριστής στρατιωτικός αρχηγός, υπήρξε λάτρης των γραμμάτων και των τεχνών. Στην αυλή του φιλοξενήθηκαν καλλιτέχνες όπως ο Χοιρίλος, ο Τιμόθεος, ο Αγάθων και ο Ευριπίδης που δίδαξε τις τραγωδίες «Αρχέλαος» και «Βάκχες». Το 399 π.Χ., μετά τη δολοφονία του Αρχέλαου από ένα «βασιλικό παίδα», το μακεδονικό βασίλειο εισήλθε σε περίοδο δυναστικών ερίδων.
[4] Οι Αιγές (Βεργίνα) αποτέλεσαν από τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. την πρωτεύουσα των Αργεαδών Μακεδόνων. Σύμφωνα με την παράδοση, χρησμός του μαντείου των Δελφών συμβούλεψε τον Τημενίδη Περδίκκα να ακολουθήσει ένα κοπάδι αιγών (κατσικιών) για να εντοπίσει την κατάλληλη τοποθεσία για την πρωτεύουσα του βασιλείου του. Έτσι, ο Περδίκκας έφτασε στους πρόποδες των Πιερίων πάνω από τη μεγάλη πεδιάδα που διατρέχει ο Αλιάκμονας, όπου και ίδρυσε τις Αιγές προς τιμήν των αιγών που του υπέδειξαν τη θέση. Αργότερα, μετά τη μεταφορά της μακεδονικής πρωτεύουσας στην Πέλλα, στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., οι Αιγές παρέμειναν η ιερή πρωτεύουσα και η μοναδική βασιλική νεκρόπολη, όπου οι Τημενίδες βασιλείς επέστρεφαν για να τελέσουν τις επίσημες τελετές και για να θάψουν τους νεκρούς της βασιλικής οικογένειας.
[5] Ο Φίλιππος Β' (περίπου 383-336 π.Χ.), δημιουργός της μακεδονικής ακμής, υπήρξε μία από τις σημαντικότερες πολιτικές και στρατιωτικές προσωπικότητες της κλασικής αρχαιότητας. Νεότερος γιος του Αμύντα Γ’ και της Ευρυδίκης έζησε για δύο χρόνια όμηρος στη Θήβα πριν διοριστεί τοπάρχης σε κάποια περιοχή της Μακεδονίας. Μετά το θάνατο του αδελφού του Περδίκκα Γ' ανέβηκε στο μακεδονικό θρόνο (360 π.Χ.) αρχικά ως επίτροπος του ανήλικου ανιψιού του Αμύντα Δ'. Με τη διπλωματική του ευστροφία και τη στρατιωτική του δράση κατόρθωσε να παγιώσει τα σύνορα ενός ενιαίου μακεδονικού βασιλείου διοικητικά και στρατιωτικά αναδιοργανωμένου. Οι επιγαμίες, οι συμμαχίες και οι εκστρατείες που διενήργησε τον μετέτρεψαν σε κυρίαρχο της Βαλκανικής χερσονήσου. Έχοντας αναγορευτεί «στρατηγός αυτοκράτωρ» (337 π.Χ.) όλων των Ελλήνων ετοιμαζόταν να πραγματοποιήσει την πανελλήνια εκστρατεία εναντίον των Περσών, όταν δολοφονήθηκε στις Αιγές το 336 π.Χ.
[6] Αρχαίος ινδοευρωπαϊκός λαός της χερσονήσου του Αίμου που στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. κυριαρχούσε από το Στρυμόνα μέχρι τον Εύξεινο Πόντο και από το Δούναβη μέχρι την πόλη του Βυζαντίου. Οι φημισμένοι Θράκες πολεμιστές άλλοτε παρενοχλούσαν με επιδρομές και λεηλασίες και άλλοτε διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με τη γειτονική τους Μακεδονία. Η πλήρης κατάκτηση της νότιας Θράκης από το Φίλιππο Β' οροθέτησε μια περίοδο ηρεμίας και προοδευτικού εξελληνισμού των Θρακών που είναι εμφανής τόσο στην τέχνη όσο και στη γλώσσα.
[7] Οι Παίονες, έθνος πιθανόν συγγενές με τους Φρύγες, αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο. Τον 5ο αιώνα π.Χ. συγκεντρώνονται στις βόρειες περιοχές του Αξιού διατηρώντας την ανεξαρτησία τους. Σπουδαίο ρόλο έπαιξαν στους πολέμους του Φιλίππου Β' ως σύμμαχοι των Θρακών και των Ιλλυριών εναντίον των μακεδονικών στρατευμάτων. Με τις νίκες του Φιλίππου Β' εναντίον των βασιλέων τους Άγη και Λύκπειου οι Παίονες έγιναν φόρου υποτελείς του μακεδονικού βασιλείου. Έλαβαν μέρος στην εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου με λογχοφόρους ιππείς, ενώ το 249 π.Χ. υποτάχτηκαν στον Αντίγονο Γονατά και αργότερα στους Ρωμαίους.
[8] Ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά φύλα της Ηπείρου, που κατοικούσε στην περιοχή από τον άνω Αώο μέχρι την κεντρική Ήπειρο και τη Δωδώνη. Η γεωγραφική απομόνωσή τους και η αντιμετώπιση των συνεχών επιθέσεων των γειτονικών βαρβαρικών φύλων του Βορρά οδήγησαν στη διατήρηση της βασιλείας και μιας προαστικής μορφής οικονομίας. Τον 5ο αιώνα π.Χ. ήρθαν σε επαφή με τους νοτιότερους Έλληνες και επηρεάστηκαν από τον αθηναϊκό πολιτισμό. Το 357 π.Χ. η συμμαχία τους με τον Φίλιππο Β' σφραγίστηκε με το γάμο του με την κόρη τού Μολοσσού βασιλιά Νεοπτόλεμου Ολυμπιάδα. Μέσω αυτής της προσέγγισης οι Μολοσσοί κατόρθωσαν (342 π.Χ.) να αποκτήσουν τον έλεγχο των ηπειρωτικών παραλίων προσαρτώντας τις εκεί νοτιοελλαδικές αποικίες.
[9] Τα μεταλλεία του όρους Παγγαίου, η σημαντικότερη πηγή χρυσού της βόρειας Ελλάδας, αναφέρεται ότι ανακαλύφθηκε από το βασιλιά των Θηβών Κάδμο ή από το βασιλιά της περιοχής Ρήσο που πήγε στην Τροία με όλα του τα χρυσά πελώρια όπλα. Ο τύραννος των Αθηνών Πεισίστρατος, το γ' τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ. πλούτισε, ανάμεσα σε άλλους, από τα χρυσωρυχεία που κατείχε στην περιοχή. Αργότερα, το 357/6 π.Χ. ο Φίλιππος Β' κατέλαβε την περιοχή και επανίδρυσε την πόλη των Φιλίππων για να ελέγχει τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου. Με την ετήσια παραγωγή των 1000 περίπου ταλάντων των χρυσωρυχείων του Παγγαίου, ο χρυσός φιλίππειος εκτόπισε τον δαρεικό και διευκόλυνε τη δράση του Φιλίππου.
[10] Η Θεσσαλία κατοικούνταν ήδη από τα προϊστορικά χρόνια. Τον 8ο αιώνα π.Χ. η χώρα κατακτήθηκε από τους Θεσσαλούς, που ως τότε κατοικούσαν στην Πίνδο, και της έδωσαν το όνομά τους. Οι κατακτητές διαίρεσαν τη Θεσσαλία σε τέσσερις διοικητικές ενότητες και σε στρατιωτικούς κλήρους. Σε περίπτωση πολέμου το έθνος διέθετε ενιαίο στρατό και κοινό ανώτατο στρατιωτικό ηγέτη, τον ταγό. Βάση της θεσσαλικής οικονομίας υπήρξε η καλλιέργεια σιτηρών και η ιπποτροφία. Το πολίτευμα των πόλεων ήταν ολιγαρχικό. Στην πραγματικότητα τη Θεσσαλία κυβερνούσαν λίγες πλούσιες οικογένειες. Οι διαμάχες ανάμεσα σ’ αυτές τις οικογένειες σχετικά με την κατάληψη του αξιώματος του ταγού έδωσαν την ευκαιρία στον Φίλιππο Β' να αναμιχθεί στα θεσσαλικά πράγματα. Το 352 π.Χ. αναγνωρίστηκε ισόβιος «άρχων» του Κοινού των Θεσσαλών. Τυπικά οι Θεσσαλοί παρέμειναν αυτόνομοι, στην πραγματικότητα όμως η χώρα ελεγχόταν από τον Φίλιππο Β'. Η επικυριαρχία των Μακεδόνων βασιλέων στη Θεσσαλία διήρκεσε, με μικρές διαλείψεις, έως τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. Μετά τον Β' Μακεδονικό πόλεμο ιδρύθηκε ανεξάρτητο Κοινό των Θεσσαλών και ορισμένες πόλεις γνωρίζουν κάποια άνθηση. Ωστόσο οι περισσότερες πόλεις παρακμάζουν. Στο τέλος του 3ου αιώνα π.Χ. το Κοινό των Θεσσαλών διαλύεται.
[11] Σε πολύ πρώιμη εποχή ιδρύθηκε με κέντρο το ιερό των Δελφών η Αμφικτιονία, ένα συμβούλιο όπου συμμετείχαν εκπρόσωποι δώδεκα φύλων της Θεσσαλίας και της Στερεάς. Οι αρμοδιότητές του ήταν αρχικά μόνο θρησκευτικές, αργότερα έγιναν και πολιτικές. Σε περίπτωση προσβολής των συμφερόντων της Αμφικτιονίας ή του Ιερού τα μέλη του συμβουλίου μπορούσαν να κηρύξουν Ιερό Πόλεμο. Το 356 π.Χ. οι Αμφικτύονες κήρυξαν Ιερό Πόλεμο εναντίον των Φωκέων που είχαν καταλάβει το δελφικό ιερό. Στη διαμάχη ενεπλάκησαν στην πλευρά των Φωκέων οι τύραννοι των Φερών, οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι και από την άλλη πλευρά οι Βοιωτοί και οι Θεσσαλοί. Ο Γ’ Ιερός Πόλεμος διήρκεσε περίπου δέκα χρόνια και έδωσε στον Φίλιππο Β’ την αφορμή να επέμβει στα πράγματα της Νότιας Ελλάδας.
[13] Η Αθήνα αναδεικνύεται ήδη από τα τέλη της αρχαϊκής περιόδου ως ένα από τα εκτενέστερα πόλεις-κράτη της Ελλάδας. Οι Μηδικοί πόλεμοι αναδεικνύουν τους Αθηναίους ως ηγεμόνες των συνασπισμένων Ελλήνων (Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία) και ως το λαμπρότερο πολιτιστικό κέντρο του ελληνικού κόσμου. Παρά την ήττα τους στον Πελοποννησιακό πόλεμο, οι Αθηναίοι επανακτούν σύντομα τη θέση τους μεταξύ των ηγεμονίδων πόλεων της Ελλάδας και διατηρούν τις φιλοδοξίες τους στα θρακομακεδονικά παράλια, όπου κατέχουν την Πύδνα, τη Μεθώνη και την Ποτίδαια και εποφθαλμιούν την Αμφίπολη. Η σύγκρουση με την ανερχόμενη δύναμη της Μακεδονίας έγινε αναπόφευκτη, καθώς οι Αθηναίοι, υπό την επιρροή του Δημοσθένη, απορρίπτουν άμεσα ή έμμεσα συμβιβαστικές λύσεις και οδηγούνται, μαζί με τους συμμάχους τους στη μάχη και την ήττα της Χαιρώνειας (338 π.Χ.).
[14] Ο Δημοσθένης (384-322 π.Χ.), ο διασημότερος ρήτορας της αρχαίας Ελλάδας, καταγόταν από πλούσια οικογένεια ενός αττικού δήμου. Μαθήτευσε κοντά στον δικανικό ρήτορα Ισαίο και διακρίθηκε γρήγορα ως λογογράφος. Από το 30στό έτος της ηλικίας του αφιερώθηκε στην πολιτική και συνέθεσε εξαιρετικές πολιτικές δημηγορίες. Ο πολιτικός αγώνας του Δημοσθένη στράφηκε κυρίως εναντίον του Φιλίππου Β'. Ο ρήτορας προσπαθούσε να συσπειρώσει τους Έλληνες σε κοινό αγώνα για την προστασία της πόλης και του δημοκρατικού πολιτεύματος από τις επεκτατικές διαθέσεις του Φιλίππου Β'. Κατά τη βασιλεία του Μ. Αλεξάνδρου, οι Αθηναίοι του απένειμαν το «χρυσό στεφάνι» για τη μεγάλη προσφορά του προς την Αθήνα. Ο Δημοσθένης αυτοκτόνησε το 322 π.Χ. στην Καλαύρεια (Πόρο) για να αποφύγει τη σύλληψη από τους Μακεδόνες που τον είχαν καταδικάσει ως πρωταίτιο ανταρσίας των ελληνικών πόλεων εναντίον του Αντιπάτρου.
[15] Η χερσόνησος της Χαλκιδικής κατοικούνταν από μη ελληνικά φύλα και αποίκους από τη νοτιότερη Ελλάδα, που κατά τον 7ο και τον 6ο αιώνα π.Χ. είχαν ιδρύσει πολυάριθμες πόλεις στα παράλια. Μετά τους Μηδικούς πολέμους, οι πόλεις της Χαλκιδικής προσχώρησαν στην Α' Αθηναϊκή Συμμαχία. Το 432 π.Χ. οι Χαλκιδείς αποστάτησαν από την Αθηναϊκή Συμμαχία μετά από προτροπή του βασιλιά της Μακεδονίας Περδίκκα Β'. Για λόγους ασφαλείας εγκατέλειψαν τις πόλεις τους και συνοικίστηκαν στην Όλυνθο. Η Όλυνθος έγινε πρωτεύουσα της πολιτικής ένωσης των πόλεων της Χαλκιδικής, του Κοινού των Χαλκιδέων. Την περίοδο αυτή ξεκίνησε και η κοπή νομίσματος στο όνομα του Κοινού αυτού. Η Χαλκιδική ενδιέφερε πάντα τους Μακεδόνες βασιλείς. Τα λιμάνια των παραλιακών πόλεων αποτελούσαν σημαντικά κέντρα διαμετακομιστικού εμπορίου και η περιοχή ήταν πλούσια σε ξυλεία. Οι σχέσεις μεταξύ Μακεδόνων και Χαλκιδέων πέρασαν από αλλεπάλληλες φάσεις συνεργασίας και συγκρούσεων. Η τελική αναμέτρηση με το Φίλιππο Β' έληξε το 348 π.Χ. με την υποταγή των χαλκιδικών πόλεων στο μακεδονικό κράτος και την ολοκληρωτική καταστροφή της Ολύνθου.
[16] Ο Αλέξανδρος Γ' ο Μέγας (Πέλλα, 356-Βαβυλώνα, Ιούνιος 323), ο μεγαλύτερος κατακτητής της παγκόσμιας ιστορίας, κατόρθωσε να ανατρέψει την όψη του κόσμου. Γιος του Φιλίππου Β' και της Ολυμπιάδας είχε ως δάσκαλό του τον Αριστοτέλη, που τον εισήγαγε στην ελληνική διανόηση. Διδάχτηκε την πολεμική τέχνη από τον πατέρα του και πολύ νωρίς αναμείχθηκε στη διοίκηση του μακεδονικού βασιλείου. Το 336 π.Χ. με την ανάρρησή του στο μακεδονικό θρόνο ανέλαβε και την πραγματοποίηση του σχεδίου του πατέρα του για την κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας. Με την πολυάριθμη στρατιά του έφτασε (334-324 π.Χ.) μέχρι και τον Ινδό ποταμό πραγματοποιώντας παράλληλα εξερευνητικές επιστημονικές αποστολές. Η προσέγγιση των κατακτημένων λαών μέσα από τις νέες συνθήκες της ισοπολιτείας που καθιέρωσε ο Αλέξανδρος και η κοινή ελληνική γλώσσα και παιδεία αποτέλεσαν τον συνεκτικό δεσμό του αχανούς κράτους του. Με τον πρόωρο θάνατό του ο Αλέξανδρος άφησε την αυτοκρατορία του χωρίς διάδοχο. Ο γιος του από τη Βακτριανή Ρωξάνη Αλέξανδρος Δ', πέθανε σε νεαρή ηλικία. Ο κατακερματισμός του κράτους του από τους Διαδόχους δεν επηρέασε τη γόνιμη συνύπαρξη του ελληνικού με τους αρχαίους πολιτισμούς της Εγγύς και Μέσης Ανατολής που οδήγησε στη διαμόρφωση του ελληνιστικού πολιτισμού.
[17] Ο Αντίγονος Γονατάς (319-239 π.Χ.), γιος του Δημητρίου Α' του Πολιορκητή και της Φίλας, βασίλευσε στη Μακεδονία από το 277 ως το 239 π.Χ. Για να εδραιώσει τη θέση του στο μακεδονικό θρόνο αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τον Λυσίμαχο, τον Πύρρο, τον Πτολεμαίο Κεραυνό αλλά και το Σελευκίδη βασιλιά Αντίοχο Α', που εποφθαλμιούσαν τη Μακεδονία. Μετά από αγώνες χρόνων και την περιφανή νίκη του εναντίον των Γαλατών στη Λυσιμάχεια το 277 π.Χ. ο Αντίγονος Γονατάς αναγνωρίστηκε βασιλιάς στη Μακεδονία. Κατά τη διάρκεια της σχεδόν σαραντάχρονης βασιλείας του κατέστησε τη Μακεδονία ισχυρό κράτος και προσπάθησε να επιβάλει την επιρροή της στη νότια Ελλάδα. Εξαιρετικά μορφωμένος ο ίδιος, καλούσε στην αυλή του επιφανείς ανθρώπους των γραμμάτων.
[18] Αντίγονος Α' ο Μονόφθαλμος ή Κύκλωψ (περίπου 382-301 π.Χ.), στρατηγός των συμμαχικών δυνάμεων του πεζικού στην εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στην Ασία. Υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες λόγω των στρατηγικών και οργανωτικών ικανοτήτων του. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου Γ' αναδείχτηκε σε ηγετική φυσιογνωμία, ενώ το 321 π.Χ. διορίστηκε διοικητής των επαρχιών της Φρυγίας, της Παμφυλίας και της Λυκίας καθώς και «στρατηγός» της Ασίας. Υπήρξε υποστηρικτής της ενότητας της αυτοκρατορίας του Μ. Αλεξάνδρου υπό τη δική του όμως ηγεσία, ενώ επιθυμούσε την ενσωμάτωση των ελληνικών πόλεων-κρατών με την ταυτόχρονη διατήρηση της αυτονομίας τους. Μετά το θάνατο του Αντιπάτρου (319 π.Χ.) ήρθε σε σύγκρουση με τους άλλους Διαδόχους. Από το 318 ως το 314 π.Χ. ο Αντίγονος εδραίωσε τη κυριαρχία του στην Ασία, απέσπασε από τον Πτολεμαίο τη Συρία και την Κύπρο και επεξέτεινε τις επιχειρήσεις του στην Ελλάδα, όπου διακήρυξε μαζί με το γιο του Δημήτριο Α’ Πολιορκητή την ελευθερία των ελληνικών πόλεων και ίδρυσε το Κοινό των Νησιωτών. Μετά το 312 π.Χ. ο Αντίγονος έχασε την παραλία της Συρίας και της Φοινίκης, αναγκάστηκε να εξοντώσει την αδελφή του Μ. Αλεξάνδρου Κλεοπάτρα (309/308 π.Χ.) χάνοντας έτσι και το τελευταίο τυπικό έρεισμα για τη διατήρηση της ενότητας της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου Γ'. Απέτυχε στην εκστρατεία του στην Αίγυπτο (306 π.Χ.) και στην πολιορκία της Ρόδου (305/304 π.Χ.) που έδωσε και την προσωνυμία του Πολιορκητή στο γιο του Δημήτριο. Το 301 π.Χ. ηττήθηκε και πέθανε στο πεδίο της μάχης της Ιψού σε ηλικία 81 ετών έχοντας ανακηρύξει (από το 306 π.Χ.) τον εαυτό του μαζί με το γιο και διάδοχό του Δημήτριο βασιλιά.
[19] Συμπολιτείες ή κοινά ονομάζονται συμβατικά στην εξελιγμένη μορφή τους τα κράτη της αρχαίας Ελλάδας που, αντίθετα από τις «πόλεις», δεν συνίσταντο σ’ ένα αστικό κέντρο και τη γύρω ύπαιθρο, αλλά σ’ ένα «έθνος», ένα σύνολο δηλαδή πληθυσμού κατανεμημένου σε πολλούς μικρούς ή μεγάλους οικισμούς, πόλεις ή κώμες, εκτεινόμενους συνήθως σε σημαντική εδαφική επικράτεια. Κατά την ελληνιστική εποχή οι κυριότερες συμπολιτείες ήταν το Κοινό των Αιτωλών και το Κοινό των Αχαιών, οι οποίες κατόρθωσαν να επεκταθούν πολύ πέρα από τα αρχικά όρια των αντίστοιχων «εθνών», προσελκύοντας, προσαρτώντας άλλα μικρότερα «έθνη» ή πόλεις-κράτη. Η επιτυχία του πολιτειακού αυτού σχήματος οφείλεται στην ικανότητά του να συνδυάζει την αυτονομία και αυτοδιοίκηση των τοπικών μονάδων με ισχυρή και αποτελεσματική κεντρική εξουσία. Οι συγκρουόμενες όμως φιλοδοξίες των δύο μεγάλων συμπολιτειών και η εχθρότητά τους προς τη Μακεδονία κατέστησαν τους Ρωμαίους επιδιαιτητές πρώτα και κατακτητές έπειτα της Ελλάδας.
[20] Δημήτριος Β' ο Αιτωλικός (περίπου 276-229 π.Χ.), γιος και διάδοχος του Αντιγόνου Γονατά. Αναγορεύτηκε βασιλιάς της Μακεδονίας μετά το θάνατο του Αντιγόνου το 239 π.Χ. όταν οι ηγέτες των υποταγμένων στη Μακεδονία νοτιοελλαδικών πόλεων πίστευαν ότι μπορούσαν να ανεξαρτητοποιηθούν. Παρόλο που ο Δημήτριος δεν είχε την πείρα και το κύρος του πατέρα του, κατόρθωσε να αποτρέψει το σχέδιο των αντιπάλων του. Στο λεγόμενο «Δημητριακό πόλεμο» (239-229 π.Χ.) οι Αιτωλοί, οι Αχαιοί και οι Ηπειρώτες στράφηκαν κατά της Μακεδονίας. Ο Δημήτριος νίκησε την Αχαϊκή Συμπολιτεία, υπέταξε τη Βοιωτία και απάλλαξε το ιερό των Δελφών από την αιτωλική επιρροή. Επιπλέον, αύξησε και εδραίωσε το μακεδονικό γόητρο στην Πελοπόννησο και πέτυχε να στρέψει τους Ιλλυριούς εναντίον των Αιτωλών. Από την τελευταία αυτή ενέργεια ονομάστηκε «Αιτωλικός». Όμως οι επιθέσεις των Δαρδάνων από τα βόρεια κλόνισαν τη μακεδονική δύναμη. Ο Δημήτριος ηττήθηκε, τραυματίστηκε βαριά και μετά από λίγους μήνες πέθανε. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο ανήλικος γιος του Φίλιππος Ε'.
[21] Αντίγονος Γ' ο Δώσων (263-221 π.Χ.), ανιψιός του Αντιγόνου Γονατά. Μετά το θάνατο του Δημητρίου Β' (229 π.Χ.), ο Αντίγονος ανέλαβε την επιτροπεία του ανήλικου Φιλίππου Ε’. Επειδή αντιμετώπισε αποτελεσματικά τις επιδρομές των Δαρδάνων και αναχαίτισε τους Αιτωλούς που υποκινούσαν σε εξέγερση τους Θεσσαλούς, αναγορεύτηκε βασιλιάς. Μετά το γάμο του με τη χήρα του Δημητρίου Β' Χρυσηίδα υιοθέτησε τον ανήλικο Φίλιππο (γιο του Δημητρίου από τη Φθία). Εδραίωσε την τάξη στο εσωτερικό της χώρας καταστέλλοντας την αντίδραση ολιγάριθμης ομάδας Μακεδόνων που τον θεωρούσαν άδικα σφετεριστή του θρόνου (απ’ όπου προήλθε και ο ειρωνικός χαρακτηρισμός «Δώσων»). Περιόρισε την επιρροή του Πτολεμαίου Γ' της Αιγύπτου στο Αιγαίο και μετά από έκκληση της Αχαϊκής Συμπολιτείας (παίρνοντας ως αντάλλαγμα τον Ακροκόρινθο) νίκησε τους Σπαρτιάτες στη μάχη της Σελλασίας (222 π.Χ.), εκδίωξε το βασιλιά Κλεομένη Γ' και αποκατέστησε το παλαιό κοινωνικο-πολιτικό καθεστώς στη Σπάρτη. Έχοντας αντιμετωπίσει τους Ιλλυριούς λίγους μήνες πριν, ο Αντίγονος Δώσων πέθανε το 221 π.Χ. αφήνοντας στον Φίλιππο Ε' ένα ισχυρότατο κράτος που ήταν επικεφαλής της Ελληνικής Συμμαχίας, η οποία είχε ιδρυθεί το 324 π.Χ. και περιλάμβανε τα σημαντικότερα ελληνικά κράτη εκτός από την Αιτωλία και την Αθήνα.
[22] Οι Ιλλυριοί κατοικούσαν ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. στο ΒΔ τμήμα της Βαλκανικής κατά μήκος των ακτών της Αδριατικής. Από τον 7ο αιώνα ως και τα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. διενεργούσαν συνεχείς φονικές επιδρομές εναντίον του μακεδονικού βασιλείου. Επί Αμύντα Γ' (396-370 π.Χ.) κατέλαβαν την Λυγκιστίδα, ενώ επί Περδίκκα Γ' (365-360 π.Χ.) επεκτάθηκαν και στην Ορεστίδα και την Τυμφαία, που ήταν τμήματα του μακεδονικού βασιλείου. Με τον Φίλιππο Β' (359-336 π.Χ.) καθώς και με το γιο του Αλέξανδρο Γ' (336-323 π.Χ.) το μακεδονικό βασίλειο ανέκτησε τα εδάφη του επαναφέροντας τα δυτικά σύνορά του στη Λυχνίτιδα λίμνη (σημερινή λίμνη Αχρίδας) και ανέκοψε τις επεκτατικές προς βορρά κινήσεις των Ιλλυριών.
[23] Φίλιππος Ε' (238-179 π.Χ.), γιος του Δημητρίου Β’ και βασιλιάς των Μακεδόνων (221-179 π.Χ.), που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις της εποχής του. Σε ηλικία 17 ετών, ως βασιλιάς του ισχυρού μακεδονικού κράτους και αρχηγός της Ελληνικής Συμμαχίας είχε να αντιμετωπίσει την αιτωλική επιθετικότητα. Μετά το Συμμαχικό πόλεμο εναντίον των Αιτωλών ο Φίλιππος εισέβαλε και κατέλαβε μέρος της Ιλλυρίας, που οι Ρωμαίοι είχαν θέσει υπό την προστασία τους. Η συμφωνία που συνήψε με τον Αννίβα μάλλον τον έβλαψε αφού οδήγησε στον Α' Μακεδονικό πόλεμο (215-205.Χ.), από τον οποίο είχε μικρά οφέλη (υποταγή Ατιντάνων). Οι πειρατικές επιδρομές του στόλου του και οι καταστροφές που διέπραξε (205-200 π.Χ.) οδήγησαν τους αντιπάλους του Πέργαμο, Αθήνα, Αιτωλούς και Ροδίους σε αναζήτηση βοήθειας από τους Ρωμαίους. Οι τελευταίοι προθυμοποιήθηκαν (Β' Μακεδονικός πόλεμος) φοβούμενοι από κοινού επίθεση του Φιλίππου και του Αντίοχου Γ' και κατόρθωσαν να απομονώσουν τον Φίλιππο αξιώνοντας να σταματήσει τον πόλεμο εναντίον των ελληνικών πόλεων και να δεχτεί διαιτητικό δικαστήριο. Τελικά, ο Φίλιππος ηττήθηκε από τον Ρωμαίο ύπατο Τίτο Φλαμινίνο στις Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας (197 π.Χ.), χάνοντας έτσι τη μακεδονική Ορεστίδα καθώς και όλες τις εκτός Μακεδονίας κτήσεις των Αντιγονιδών, συμπεριλαμβανομένης και της Θεσσαλίας, και υποχρεούμενος να καταβάλει πολεμική αποζημίωση καθώς και να στείλει το δευτερότοκο γιο του Δημήτριο όμηρο στη Ρώμη. Η βοήθεια που πρόσφερε στους Ρωμαίους στον πόλεμό τους με τον Σελευκίδη βασιλιά Αντίοχο Γ' (191-189 π.Χ.) βελτίωσε τη θέση του. Προετοίμαζε τη χώρα του για αποτελεσματικότερη άμυνα, αναδιοργανώνοντας το στρατό και το κράτος, αυξάνοντας τα έσοδα, μετακινώντας πληθυσμούς από τη Θράκη στη Μακεδονία και παραχωρώντας το δικαίωμα κοπής νομισμάτων σε διάφορες πόλεις. Μετά το οικογενειακό δράμα που προκάλεσε η απόπειρα των Ρωμαίων να επιβάλουν το δευτερότοκο γιο του Δημήτριο ως διάδοχο αντί του πρωτότοκου Περσέα (180 π.Χ.), ο Φίλιππος πέθανε στην Αμφίπολη το 179 π.Χ., περιμένοντας νέα επέμβαση των Ρωμαίων.
[24] Περσέας (περίπου 212-165 ή 162 π.Χ.), πρωτότοκος γιος του Φιλίππου Ε' και τελευταίος βασιλιάς των Μακεδόνων (179-168 π.Χ.). Μετά το θάνατο του πατέρα του (179 π.Χ.) ανέβηκε στο θρόνο χωρίς να εκδηλωθεί ανοικτή ρωμαϊκή αντίδραση. Προσπάθησε να βελτιώσει τις σχέσεις του με τη Ρώμη και να αποκαταστήσει την ηρεμία στο εσωτερικό του κράτους του λαμβάνοντας φιλολαϊκά μέτρα. Θέλησε να ενισχύσει την επιρροή του στη νότια Ελλάδα γιατί πίστευε ότι μόνο με συνασπισμένους τους Έλληνες θα μπορούσε να εμποδιστεί η ρωμαϊκή επέκταση. Μετά από παρελκυστικές διπλωματικές ενέργειες της Συγκλήτου και στρατιωτικές προετοιμασίες, η Ρώμη κήρυξε τον πόλεμο (Γ' Μακεδονικός πόλεμος, 171-168 π.Χ.) εναντίον των Μακεδόνων. Παρά την γενναία αντίσταση έναντι πολύ ισχυρότερων εχθρών, οι Ρωμαίοι κατόρθωσαν τελικά να εισβάλουν στη Μακεδονία και να συντρίψουν τα μακεδονικά στρατεύματα κοντά στην Πύδνα (168 π.Χ.). Ο Περσέας, αφού μάταια επιχείρησε να συνεχίσει τον πόλεμο στην ανατολική Μακεδονία, κατέφυγε στη Σαμοθράκη. Τελικά αναγκάστηκε να παραδοθεί άνευ όρων και να διαπομπευτεί στο θρίαμβο του Αιμίλιου Παύλου στη Ρώμη (167 π.Χ.). Πέθανε το 165 ή 162 π.Χ. από πείνα φυλακισμένος στο «κάρκανο» της Άλβας.
[25] Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος (περίπου 228-160 π.Χ.), Ρωμαίος στρατιωτικός και πολιτικός που κατέλυσε το βασίλειο της Μακεδονίας. Η νίκη του επί του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα στην Πύδνα (168 π.Χ.) έκρινε ουσιαστικά την τύχη του ελληνικού κόσμου. Τιμώρησε σκληρά τους Ηπειρώτες για τη φιλομακεδονική στάση τους το 167 π.Χ., όταν ως ανθύπατος και μέλος της συγκλητικής επιτροπής ήρθε στη Μακεδονία και τη νότια Ελλάδα για να εφαρμόσει τη ρωμαϊκή πολιτική. Επισκέφτηκε τους Δελφούς όπου και στήθηκε ανδριάντας του, ενώ τα πλούσια λάφυρα και τον χρυσό που έφερε από τη Μακεδονία τα παρέδωσε στο δημόσιο ταμείο κρατώντας για τον εαυτό του μόνο τα βιβλία της βιβλιοθήκης του Περσέα. Η ευρεία ελληνική του παιδεία δεν τον εμπόδισε να εφαρμόσει τη σκληρή ρωμαϊκή πολιτική απέναντι στους Έλληνες (Γ' Μακεδονικός πόλεμος 171-168 π.Χ.), ούτε να μεταφέρει από την Ελλάδα πλήθος έργων τέχνης που κόσμησαν ναούς και δημόσια κτίρια της Ρώμης. Τέσσερα χρόνια μετά τη θητεία του ως τιμητή (164 π.Χ.) πέθανε ύστερα από μακροχρόνια ασθένεια.
[26] Διοκλητιανός, Γάιος Αυρήλιος Βαλέριος (περίπου 230-313/316), Ρωμαίος αυτοκράτορας (284-305) που εισήγαγε (285) το σύστημα της τετραρχίας στη διακυβέρνηση του ρωμαϊκού κράτους. Γόνος άσημης οικογένειας από την Ιλλυρία έφτασε στις ανώτερες βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας και μετά τη δολοφονία του αυτοκράτορα Νουμεριανού ανακηρύχτηκε από το στρατό αυτοκράτορας (284) στη Νικομήδεια της Βιθυνίας. Επί των χρόνων του Διοκλητιανού (284-305) ενισχύθηκε η συνοχή της αυτοκρατορίας και η αυτοκρατορική εξουσία πήρε το χαρακτήρα της δεσποτικής βασιλείας της Ανατολής. Οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις με την αύξηση των επαρχιών και την οργάνωση του συστήματος συλλογής των φόρων από νέα σώματα υπαλλήλων στηρίζονταν κυρίως στην καταπίεση και οδήγησαν στην απώλεια της προσωπικής ελευθερίας. Η προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό με τη χρήση καθαρότερου νομίσματος και να ενοποιήσει νομισματικά την αυτοκρατορία δεν έφερε σημαντικά αποτελέσματα. Καταργήθηκαν οι πραιτοριανοί και δημιουργήθηκαν καινούργια σώματα στον κυρίως μισθοφορικό στρατό (ιππείς) στα πλαίσια της ενίσχυσης του στρατού ως ρυθμιστικού παράγοντα σταθερότητας. Οι προσπάθειες του Διοκλητιανού για τη διάδοση του ρωμαϊκού δικαίου και της λατινικής γλώσσας μαζί με την ενίσχυση της πατροπαράδοτης λατρείας και τους διωγμούς των χριστιανών και των μανιχαϊστών απέτυχαν. Το 313 ή το 316 ο Διοκλητιανός πέθανε (είχε παραιτηθεί από την εξουσία το 305) στο Σπαλάτο έχοντας μεθοδικά και αποφασιστικά υποτάξει την ελευθερία και την ευημερία των πολιτών στα συμφέροντα, τη σταθερότητα και τη γαλήνη της αυτοκρατορίας.
[27] Ανδρίσκος ή «Ψευδοφίλιππος» (;-146 π.Χ.), επαναστάτης της Μακεδονίας και βασιλιάς της (149-148 π.Χ.). Ισχυριζόταν ότι ήταν γιος του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα και της Λαοδίκης, αδελφής του Σελευκίδη βασιλιά Δημητρίου Α’. Ανατράφηκε στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας και το 151 π.Χ. ζήτησε από τον «θείο» του τη συνδρομή του για να απελευθερώσει τη Μακεδονία από τους Ρωμαίους. Ο Δημήτριος όμως παρέδωσε τον Ανδρίσκο σιδηροδέσμιο στους Ρωμαίους. Εκείνος, αφού δραπέτευσε, έφτασε στη Μίλητο και τη Θράκη όπου αναγνωρίστηκε η «βασιλική» του καταγωγή και με τη βοήθεια ενός ηγεμόνα της Θράκης εκστράτευσε στη Μακεδονία και ανακηρύχθηκε βασιλιάς στην Πέλλα (149 π.Χ.) με το όνομα Φίλιππος. Κατόρθωσε να αντιμετωπίσει με επιτυχία την πρώτη επίθεση των ρωμαϊκών λεγεώνων στα σύνορα της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Όμως οι λεηλασίες των βάρβαρων στρατιωτών του και η τυραννική συμπεριφορά του προκάλεσαν την εχθρότητα μεγάλου μέρους του πληθυσμού της Μακεδονίας. Ο νέος ρωμαϊκός στρατός υπό την ηγεσία του Κοΐντου Καικιλίου Μετέλλου και με τη σύμπραξη του βασιλιά της Περγάμου Άτταλου Β’ νίκησε τελικά τον Ανδρίσκο που κατέφυγε στη Θράκη. Τον επόμενο χρόνο (147 π.Χ.) ο Ανδρίσκος επιχείρησε να εισβάλει και πάλι στη Μακεδονία αλλά προδόθηκε, παραδόθηκε στους Ρωμαίους και, αφού κόσμησε το θρίαμβο του Μετέλλου στη Ρώμη (146 π.Χ.), εκτελέστηκε.
[28] Πομπήιος, Γναίος Μάγνος (106-48 π.Χ.), εξέχων στρατιωτικός και πολιτικός που υπήρξε ο κύριος αντίπαλος του Ιούλιου Καίσαρα. Το 60 π.Χ. ίδρυσε μαζί με τον Καίσαρα και τον Κράσσο τον πολιτικό σύνδεσμο που λέγεται «Πρώτη Τριανδρία», αλλά ο ολοένα στενότερος δεσμός του με τη Σύγκλητο οδήγησε σε στρατιωτική αναμέτρηση με τον Καίσαρα. Ο Πομπήιος εγκατέλειψε την Ιταλία και κατέφυγε στο Δυρράχιο (αρχαία Επίδαμνος) προετοιμάζοντας στρατό και στόλο. Όμως ο Καίσαρας κατόρθωσε να σπάσει το ναυτικό αποκλεισμό της Ιταλίας και αποβιβάστηκε στην Ήπειρο. Στη μάχη των Φαρσάλων της Θεσσαλίας ο Πομπήιος, αν και διέθετε αριθμητικά σχεδόν διπλάσια στρατεύματα από αυτά του Καίσαρα, ηττήθηκε (Αύγουστος 48 π.Χ.) και μετά από περιπλάνηση σε διάφορες επαρχίες της Ανατολής κατέφυγε στην Αίγυπτο όπου και δολοφονήθηκε από δύο παλαιούς αξιωματικούς του.
[29] Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος (100-44 π.Χ.), Ρωμαίος στρατηγός, πολιτικός, συγγραφέας, δικτάτορας (49-44 π.Χ.) της Ρώμης και μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες του αρχαίου κόσμου. Ήταν απόγονος μίας από τις παλαιότερες οικογένειες πατρικίων. Υπηρέτησε στις επαρχίες Ασίας και Κιλικίας, όπου εμπόδισε την προσχώρηση των ελληνικών πόλεων στον Μιθριδάτη ΣΤ'. Το 59 π.Χ. ως ύπατος ήρθε σε συνεννόηση με τον Πομπήιο και το 60 π.Χ. προχώρησε μαζί και με τον Κράσσο στην ίδρυση της λεγόμενης «Πρώτης Τριανδρίας». Από το 59 ως το 49 π.Χ. ο Καίσαρας βρισκόταν μακριά από τη Ρώμη διοικώντας τρεις δυτικές επαρχίες. Μετά τη συνάντηση της Τριανδρίας στη Λούκα (56 π.Χ.) και παρά τις αποφάσεις που έλαβε, η διογκούμενη τρομοκρατία οδήγησε τη Σύγκλητο σε προσεταιρισμό του Πομπήιου. Η σύγκρουση του τελευταίου με τον Καίσαρα ήταν αναμενόμενη καθώς αυτός, μετά τις νίκες του στη Γαλατία, ήταν πλέον ο ισχυρότερος άνδρας της αυτοκρατορίας. Ο εμφύλιος πόλεμος, που ακολούθησε την κήρυξη του κράτους σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης από τη Σύγκλητο, διεξήχθη πρώτα στην Ιταλία και την Ισπανία και τελικά στην Ελλάδα. Στη μάχη των Φαρσάλων της Θεσσαλίας (48 π.Χ.) ο Πομπήιος νικήθηκε και κατέφυγε στην Αίγυπτο όπου και δολοφονήθηκε. Ο Καίσαρας παρέμεινε δέκα μήνες στην Αίγυπτο πολεμώντας υπέρ της Κλεοπάτρας Ζ' και το 47 π.Χ. επέστρεψε στη Ρώμη όπου αναγορεύτηκε δικτάτωρ. Ύστερα από την εκστρατεία του στην Ιβηρική Χερσόνησο (45 π.Χ.) του απονεμήθηκαν θεϊκές τιμές ανάμεσα στις οποίες και αυτή του ισόβιου δικτάτορα. Το 44 π.Χ. η δολοφονία του Καίσαρα από τον Βρούτο δεν οδήγησε στην πολυπόθητη αποκατάσταση της ελευθερίας αλλά μακροπρόθεσμα στην εδραίωση της μοναρχίας από τον Οκταβιανό Αύγουστο. Το έργο του Καίσαρα δεν περιορίστηκε σε ρυθμίσεις που απέβλεπαν στην εδραίωση της εξουσίας. Η ίδρυση αποικιών, η απόδοση του τίτλου του Ρωμαίου πολίτη, οι νόμοι για την εκλογή αρχόντων και τα μέτρα κατά της πολυτέλειας και του περιορισμού των δούλων μαζί με τις μεταρρυθμίσεις στο ποινικό δίκαιο και τη θέσπιση του νέου «Ιουλιανού» ημερολογίου καταδεικνύουν την πολιτική μεγαλοφυΐα και την πολύπλευρη δράση του Καίσαρα που επέφερε τη βαθύτερη τομή στη ρωμαϊκή ιστορία.
[30] Αντώνιος, Μάρκος (82-30 π.Χ.), Ρωμαίος στρατιωτικός και πολιτικός, μέλος της Δεύτερης Τριανδρίας και αντίπαλος του Οκταβιανού Αυγούστου. Καταγόμενος από επιφανή οικογένεια της Ρώμης αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει λόγω των πολλών χρεών του και να καταφύγει στην Ελλάδα το 58 π.Χ. Ως διοικητής του ιππικού της επαρχίας Συρίας διακρίθηκε για το θάρρος και τις ηγετικές του ικανότητες. Προσχώρησε στον Ιούλιο Καίσαρα (54 π.Χ.) που τον διόρισε διοικητή του ιππικού, αξίωμα αμέσως κατώτερο από αυτό του δικτάτορα. Συνύπατος με τον Καίσαρα (44 π.Χ.) αρνήθηκε να συμμετάσχει στη συνωμοσία εναντίον του και έγινε κύριος της κατάστασης μετά τη δολοφονία του Καίσαρα από το Βρούτο. Εκμεταλλευόμενος το αξίωμά του ως ύπατος και τη διαχείριση της προσωπικής περιουσίας και του πολιτικού γραφείου του Καίσαρα κατόρθωσε να αυξήσει το γόητρο και τα έσοδά του. Ήρθε σε συνεννόηση με τον αντίπαλό του Οκταβιανό και μέσα στα πλαίσια της Τριανδρίας (Αντώνιος, Οκταβιανός, Λέπιδος) διενήργησαν προγραφές για την εξόντωση των αντιπάλων τους και των δολοφόνων του Καίσαρα, Βρούτου και Κάσσιου. Παρόλο που μετά τη μάχη των Φιλίππων (42 π.Χ.) ο Αντώνιος βγήκε ενισχυμένος έναντι του Οκταβιανού, δεν εκμεταλλεύτηκε την υπεροχή του και άφησε τον τελευταίο να διενεργήσει προπαγάνδα εναντίον του χρησιμοποιώντας τις μεγάλες απώλειες του ρωμαϊκού στρατού εναντίον των Πάρθων και τη σχέση του με τη βασίλισσα της Αιγύπτου Κλεοπάτρα Ζ'. Η τελική σύγκρουση επήλθε στη ναυμαχία στο Άκτιο (2 Σεπτεμβρίου 31 π.Χ.) με νίκη του Οκταβιανού. Ο Αντώνιος διέφυγε στην Αίγυπτο όπου προσπάθησε να διαπραγματευτεί μαζί του. Μετά τη ψευδή είδηση της αυτοκτονίας της Κλεοπάτρας ο Αντώνιος αυτοκτόνησε (30 π.Χ.), ενώ το όνομά του διαγράφηκε από τους καταλόγους των Ρωμαίων αρχόντων.
[31] Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός (63π.Χ.-14 μ.Χ.), Ρωμαίος πολιτικός, πρώτος αυτοκράτορας της Ρώμης (27 π.Χ.-14 μ.Χ.) και μία από τις σημαντικότερες πολιτικές προσωπικότητες της παγκόσμιας ιστορίας. Γιος του Οκτάβιου υιοθετήθηκε από τον Καίσαρα (45 π.Χ.) και εμφανίστηκε στην πολιτική μετά τη δολοφονία του θετού του πατέρα (44 π.Χ.) από τον Βρούτο. Το 43 π.Χ. η Σύγκλητος παρά το νεαρό της ηλικίας του τον αναγνώρισε ως στρατηγό και μέλος της Συγκλήτου επιφορτίζοντάς τον με την τιμωρία των δολοφόνων του Καίσαρα. Ο Οκταβιανός σε συνεννόηση με τον Μάρκο Αντώνιο και τον Λέπιδο (Δεύτερη Τριανδρία) επιτέθηκε εναντίον του Βρούτου και του Κάσσιου. Μετά τη νικηφόρα μάχη των Φιλίππων (42 π.Χ.) με εδραιωμένη τη θέση του στην Ιταλία, ο Οκταβιανός στράφηκε εναντίον του Αντώνιου, τον νίκησε στα ανοικτά του Ακτίου (31 π.Χ.) και καταλαμβάνοντας την Αίγυπτο το 30 π.Χ. κατόρθωσε σε ηλικία 33 ετών να γίνει ο πανίσχυρος άνδρας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το 27 π.Χ. φέροντας τον τίτλο του Σεβαστού (Augoustus) περιόρισε την ανεξαρτησία των συγκλητικών και παρουσίασε τον εαυτό του ως υπερασπιστή των εθνικών ιδανικών της Ρώμης. Παρόλο που παραιτήθηκε όλες τις έκτακτες εξουσίες του, άφησε τους Ρωμαίους να του απέδωσαν τιμές και αξιώματα (αυτοκράτωρ, ύπατος, ανθύπατος, αρχιερέας μέγιστος, δήμαρχος κ.ά.). Στα πλαίσια της «εθνικής προπαγάνδας» που ανέλαβε προβλήθηκαν οι παλαιές ρωμαϊκές αρετές, αναβίωσαν παλαιές θρησκευτικές γιορτές και εισήχθη, αρχικά στις ανατολικές επαρχίες, η λατρεία του αυτοκράτορα. Αναδιοργανώθηκε το σύστημα είσπραξης των φόρων καθώς και ο στρατός για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικότερα η ασφάλεια των συνόρων. Το 13 μ.Χ. ανέθεσε τη διοίκηση του στρατού στο θετό του γιο Τιβέριο και το 14 μ.Χ. πέθανε στη Νόλα της Καμπανίας έχοντας φέρει και εγγυηθεί την ειρήνη μέσω του αυτοκρατορικού καθεστώτος που εγκαθίδρυσε, το οποίο διατηρήθηκε για τους δύο επόμενους αιώνες.
[32] Ο θεσμός της Τετραρχίας περιλάμβανε τον καταμερισμό της εξουσίας μεταξύ δύο «Αυγούστων» (Διοκλητιανός και Μαξιμιανός) του δυτικού και του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας αντίστοιχα. Επιπλέον, για να εξασφαλιστεί η ομαλή διαδοχή ορίστηκαν και δύο «καίσαρες» (Κωνστάντιος Χλωρός και Γαλέριος), στρατιωτικοί ηγέτες που υιοθετήθηκαν από τους αυτοκράτορες, οι οποίοι θα τους διαδέχονταν σε περίπτωση θανάτου ή ανικανότητας λόγω προχωρημένης ηλικίας. Έτσι, η διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας κατανεμήθηκε σε τέσσερις ηγεμόνες (επικεφαλής όλων παρέμενε ο Διοκλητιανός, ενώ οι «Αύγουστοι» ήταν ουσιαστικά προϊστάμενοι των «καισάρων») που ο καθένας τους είχε δική του πρωτεύουσα, στρατό και εκτελεστικά όργανα, καθώς και έναν έπαρχο του πραιτορίου ως κύριο συνεργάτη. Το σύστημα της Τετραρχίας εφαρμόστηκε βασικά όλο τον 4ο αιώνα και οι μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε συντέλεσαν αποφασιστικά στην αποκατάσταση της ομαλότητας.
[33] Γαλέριος (Γάιος Γαλέριος Βαλέριος Μαξιμιανός) (περίπου 250-311 μ.Χ.), Ρωμαίος καίσαρας (293-305) και αυτοκράτορας (305-311). Γεννήθηκε κοντά στη Σερδική (σημερινή Σόφια) από γονείς ταπεινής καταγωγής. Μετά από σταδιοδρομία στο στρατό κέρδισε τη συμπάθεια του Διοκλητιανού που το 293 τον ονόμασε «καίσαρα» στην Ανατολή. Ως μέλος της τετραρχίας ο Γαλέριος ανέλαβε την ευθύνη των βαλκανικών επαρχιών με έδρα το Σίρμιο (σημερινή Μητροβίτσα). Πολέμησε εναντίον των Γότθων, των Σαρματών και εξουδετέρωσε τον κίνδυνο των Περσών συνάπτοντας μαζί τους ευνοϊκή για τους Ρωμαίους ειρήνη (298). Συμμεριζόμενος τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του Διοκλητιανού συνεργάστηκε στενά μαζί του στους διωγμούς των χριστιανών (από το 303). Με την αναγόρευσή του ως «Αυγούστου» της Ανατολής το 305 ο Γαλέριος έκτισε στο ΝΑ τμήμα της έδρας του Θεσσαλονίκης το λεγόμενο Γαλεριανό συγκρότημα (Ανάκτορο, Θριαμβική αψίδα, Οκτάγωνο, Ιππόδρομος). Δεν κατόρθωσε να επικρατήσει στους δυναστικούς αγώνες που οδήγησαν στη μονοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Λίγο πριν πεθάνει το 311, ύστερα από βαριά ασθένεια, εξέδωσε διάταγμα ανοχής προς τη χριστιανική θρησκεία.
[34] Ένα από τα μεγαλύτερα έργα που πραγματοποίησαν οι Ρωμαίοι στη Μακεδονία υπήρξε η ανακατασκευή, πιθανόν πάνω σε προϋπάρχουσα βασιλική οδό, ενός δρόμου που διέσχιζε την επαρχία από τα δυτικά ως τα ανατολικά, επιτρέποντας την προώθηση των στρατευμάτων από την Ιταλία (Βρινδήσιο). Η κατασκευή της Εγνατίας συστηματοποιήθηκε από τον ανθύπατο Γναίο Εγνάτιο και συνέδεε το Δυρράχιο (αρχαία Επίδαμνος) και την Απολλωνία με τα Κύψελα επί του Έβρου περνώντας από τη Λυχνιδό και την Πέλλα. Αργότερα, η Εγνατία επεκτάθηκε προς τα ανατολικά ως τον Ελλήσποντο. Ως το τέλος της ελεύθερης πολιτείας η Εγνατία είχε καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα, δηλαδή βρισκόταν υπό την επίβλεψη στρατευμάτων ή τουλάχιστον είχε κατά διαστήματα φυλάκια. Δέχτηκε επανειλημμένες επισκευές από την εποχή του Τραϊανού έως και την Τετραρχία. Παράλληλα, επειδή η χερσόνησος του Αίμου είχε μεγάλη σημασία για τους Ρωμαίους, προστέθηκε στην Εγνατία και ένα πλήθος δευτερευόντων δρόμων που εξυπηρετούσε την ενδοχώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου