24 Μαΐ 2012

Σύντομη ιστορία της Μακεδονίας (Γ' Μέρος)

ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1821-1870
Η αποτυχημένη για το βορειοελλαδικό χώρο επανάσταση του 1821-1822 αποτελεί οριακό σημείο για την ιστορία της Μακεδονίας. Για περισσότερο από 50 χρόνια οι κοινωνικές εξελίξεις αποσυνδέθηκαν από αυτές της νότιας Ελλάδας, όπου οικοδομούνταν στη θεωρία και την πράξη ένα νέο εθνικό κράτος. Η Μακεδονία θεωρείτο από την ελληνική πολιτική ηγεσία αδιαμφισβήτητη ιστορική κληρονομιά. Στην πράξη όμως δινόταν προτεραιότητα στην ενίσχυση των επαναστατικών απελευθερωτικών κινημάτων που σχεδιάζονταν στις γειτονικές προς το Ελληνικό βασίλειο οθωμανικές επαρχίες της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, καθώς και στην Κρήτη. Αλλά, οι Μακεδόνες πρόσφυγες και αγωνιστές που είχαν καταφύγει στο Βασίλειο δεν έπαυαν να ασκούν πιέσεις για την τύχη της ιδιαίτερής τους πατρίδας. Στην ίδια την Μακεδονία, τουλάχιστον ως τις μεταρρυθμίσεις του 1856 (Χαττ-ι-Χουμαγιούν), η κοινωνία παρέμεινε παραδοσιακή, διατηρώντας στενότερες σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο παρά με το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος. Η οικονομία δεχόταν για πρώτη φορά σοβαρές προκλήσεις ενσωμάτωσης στη διεθνή αγορά. Παράλληλα, ο αγροτικός πληθυσμός πύκνωνε στην ενδοχώρα, καθώς κύματα προσφύγων έφταναν απ' όλες τις κατευθύνσεις.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Αν και επιφανείς αρματολοί και κληρικοί της Μακεδονίας (Γεωργάκης Ολύμπιος, Ιωάννης Φαρμάκης, μητροπολίτης Σερρών Χρύσανθος) μυήθηκαν πριν από το 1820 στις δραστηριότητες της Φιλικής Εταιρείας, ωστόσο η επαναστατική προετοιμασία υπήρξε ατελής, ιδιαίτερα μάλιστα στη δυτική Μακεδονία. Η τακτική διέλευση τουρκικού στρατού, λόγω της πολιορκίας του Αλή-πασά στην Ήπειρο, και η απουσία από την περιοχή των περισσότερων τοπικών ηγετών (βρίσκονταν με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες) την άνοιξη του 1821 περιόριζαν τις πιθανότητες επιτυχίας. Το βάρος του κινήματος έπεσε στον Σερραίο μεγαλέμπορο Εμμανουήλ Παπά, θερμό πατριώτη αλλά άπειρο στρατιωτικό. Η εξέγερση, που ξέσπασε τελικά το Μάιο του 1821 στον Άθω, έσβησε μέσα σε σφαγές και λεηλασίες το ίδιο φθινόπωρο, ενώ σκληρά αντίποινα επιβλήθηκαν στα αστικά κέντρα και κυρίως στη Θεσσαλονίκη. Παρόμοια τύχη είχε τον επόμενο χρόνο (άνοιξη 1822) η εξέγερση στον Όλυμπο και το Βέρμιο, παρά τη συστράτευση αρκετών έμπειρων Κλεφτών, Αρματολών και τοπικών προυχόντων.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Οι οργανωμένες επιχειρήσεις των Ελλήνων επαναστατών στη Χαλκιδική δεν κράτησαν περισσότερο από ένα μήνα. Ο Εμμανουήλ Παπάς είχε την υποστήριξη των μοναχών του Άθωνα, των Κασσανδρινών, των Πολυγυρινών και των Μαδεμοχωριτών. Το στοιχείο του αιφνιδιασμού όμως, δύο μήνες (μέσα Μαΐου 1821) μετά το ξέσπασμα της επανάστασης στην Πελοπόννησο, είχε χαθεί οριστικά. Παρ’ όλα αυτά στις αρχές Ιουνίου οι επαναστάτες βρέθηκαν πρόσκαιρα έξω από τη Θεσσαλονίκη. Είχαν όμως να αντιμετωπίσουν το στρατό του ικανού Μπαϊράμ-πασά (και αργότερα τις δυνάμεις του τρομερού Μεχμέτ Εμίν-πασά) χωρίς ουσιαστική συνεργασία με τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου και της δυτικής Μακεδονίας. Σύντομα οι επιχειρήσεις μεταβλήθηκαν σε συνεχή υποχώρηση και τυπικά έσβησαν με την καταστροφή της Κασσάνδρας (Οκτώβριος 1821) και τη φυγή του Εμμανουήλ Παπά στην Ύδρα (Νοέμβριος 1821). Πολυάριθμοι πρόσφυγες κατέφυγαν τότε στις Βόρειες Σποράδες.
Εμμανουήλ Παπάς (Σχέδιο Κ. Παλαιολόγου, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΟΛΥΜΠΟ ΚΑΙ ΤΟ ΒΕΡΜΙΟ
Με εξαίρεση την περιοχή του Ολύμπου, όπου οι οπλαρχηγοί είχαν μακρόχρονη επαναστατική πείρα, η δυτική Μακεδονία στερούνταν το ανθρώπινο δυναμικό και τα απαραίτητα εφόδια που θα εξασφάλιζαν μια επιτυχημένη επανάσταση. Οι προσπάθειες του τοπικού ηγέτη, μέλους της Φιλικής Εταιρείας, Νικολάου Κασομούλη για εξεύρεση βοήθειας στη νότια Ελλάδα είχαν ελάχιστα αποτελέσματα. Οι Αρματολοί του Ολύμπου, χωρίς καμία οργάνωση, μαζί με συμβολική δύναμη που είχε τελικά φτάσει από τη νότια Ελλάδα κράτησαν τον αγώνα για λίγες μόνον εβδομάδες (τέλη Μαρτίου - αρχές Απριλίου 1822). Οι Αρματολοί του Ολύμπου ενώθηκαν λίγο αργότερα με τους Έλληνες επαναστάτες που είχαν ήδη οργανώσει εξέγερση στη Νάουσα και είχαν καταλάβει θέσεις μάχης από τις 19 Φεβρουαρίου. Παρά τα αποθέματα πυρομαχικών και οπλισμού που διέθετε η πόλη και παρά τους αγώνες του Ναουσαίου πρόκριτου Ζαφυράκη Θεοδοσίου και των καπεταναίων Τάσου Καρατάσου και Αγγελή Γάτσου η Νάουσα αλώθηκε στις 13 Απριλίου από τον Μεχμέτ-Εμίν πασά. Δύο χιλιάδες Χριστιανοί σφαγιάστηκαν, ενώ οι περισσότεροι καπεταναίοι συνέχισαν τον αγώνα στη νότια Ελλάδα.
Τάσος Καρατάσος (1822, Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ (1830-1870)
Οι Κλέφτες και οι Αρματολοί υπήρξαν ο βασικότερος επαναστατικός μοχλός στη Μακεδονία. Τις πρώτες δεκαετίες μετά την επανάσταση του 1821 πρωταγωνιστές της ιδέας της άμεσης απελευθέρωσης της Μακεδονίας υπήρξαν ο Τσάμης Καρατάσος, γιος του επαναστάτη της Νάουσας και συντονιστής όλων των Μακεδόνων προσφύγων, και ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Ωστόσο, οι μικροκινήσεις που οργάνωσαν οι επαναστατικές εταιρείες την περίοδο 1839-1841 δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Μεγαλύτερο σε διάρκεια και ένταση αλλά τραγικό στα αποτελέσματα ήταν το κίνημα που εκδηλώθηκε με αρχηγό και πάλι τον Τσάμη Καρατάσο τον Απρίλιο του 1854, κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1856). Το 1866 στη Χαλκιδική εκδηλώθηκε μια ακόμη απόπειρα εξέγερσης με ηγέτη τον Λεωνίδα Βούλγαρη. Όμως, την εποχή εκείνη η μεγάλη Κρητική Επανάσταση (1866-1869) είχε στρέψει όλες τις προσπάθειες του Ελληνισμού προς τη Μεγαλόνησο κι η προσπάθεια του ρομαντικού αυτού καπετάνιου ήταν καταδικασμένη να καταλήξει σε αποτυχία χωρίς ουσιαστική βοήθεια από το ελεύθερο Ελληνικό κράτος. Τελικά, οι Τούρκοι έως τον Ιούνιο κατάφεραν να συλλάβουν τον Βούλγαρη και τους περισσότερους άνδρες του.
Τσάμης Καρατάσος (1854, Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)
ΤΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ 1854
Όπως συνέβη και σε παλαιότερες περιπτώσεις επαναστατικών κινήσεων στη Μακεδονία, η επανάσταση του 1854 εκδηλώθηκε σε δύο σκέλη. Το πρώτο, στη νότια Μακεδονία όπου οι Ολύμπιοι οπλαρχηγοί (με τη συμβολή πολεμιστών που έσπευσαν από την ελεύθερη Ελλάδα και τα επαναστατικά κινήματα της Θεσσαλίας και Μαγνησίας) κατέλαβαν πρόσκαιρα τα Τέμπη και μερικά σημεία της Πιερίας. Παράλληλα, ο οπλαρχηγός Θεόδωρος Ζιάκας κατέλαβε τη δυτική Πίνδο και από εκεί εξαπέλυε επιδρομές στην περιοχή των Γρεβενών. Κάτω όμως από την πίεση του πολυάριθμου τουρκικού στρατού και του δυσμενούς διπλωματικού σκηνικού συμφωνήθηκε ανακωχή με μεσολάβηση των προξένων Βρετανίας και Γαλλίας και οι εχθροπραξίες διακόπηκαν τον Ιούνιο του 1854, οπότε οι οπλαρχηγοί επέστρεψαν στο Ελληνικό βασίλειο. Το δεύτερο σκέλος της επανάστασης εκδηλώθηκε στη Χαλκιδική. Παράτολμες ήταν εκεί οι ενέργειες του ίδιου του Τσάμη Καρατάσου που είχε αποβιβαστεί στη Σιθωνία τον Απρίλιο του 1854. Παρά το γενικό ενθουσιασμό των Χαλκιδιωτών, οι Αγιορείτες μοναχοί δεν υποστήριξαν το κίνημα. Τελικά, κάτω από τις διπλωματικές αλλά και τις στρατιωτικές πιέσεις (αποβίβαση αγγλογαλλικών δυνάμεων στον Πειραιά) και οι τελευταίοι επαναστάτες επανήλθαν στη νότια Ελλάδα με γαλλικό ατμόπλοιο αποσείοντας έτσι τον κίνδυνο της εισβολής τον Τούρκων στον Άθω και της καταστροφής του.
Έλληνες κλεφταρματολοί (1830-1870, Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Σύμφωνα με τις οθωμανικές στατιστικές, κατά τον 19ο αιώνα η Μακεδονία ήταν μια από τις πλέον πυκνοκατοικημένες από Μουσουλμάνους ευρωπαϊκές επαρχίες (41,7%). Παρά τις απόπειρες της Πύλης (Χαττ-ι-Σερίφ του Γκιουλχανέ, 1839) για μεταβολή του κοινωνικού καθεστώτος (κατοχύρωση βασικών δικαιωμάτων των Οθωμανών υπηκόων ανεξάρτητα από το θρήσκευμα), οι Μουσουλμάνοι δεν μπορούσαν να αποδεχτούν την ουσιαστική εξίσωσή τους με τους «απίστους».
Αυτό το γεγονός παρέτεινε και βάθυνε το κοινωνικό χάσμα σε συνδυασμό και με τη σταδιακή ανάπτυξη της ελληνικής εθνικής εκπαίδευσης στα κεντρικά εκπαιδευτήρια της Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη, Μοναστήρι, Αχρίδα, Έδεσσα, Βέροια κ.α.). Στο πλαίσιο των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων του 1856 (Χαττ-ι-Χουμαγιούν) όλες οι θρησκευτικές κοινότητες της αυτοκρατορίας ανέλαβαν τη σύνταξη «εθνικών (ή γενικών) κανονισμών» που τέθηκαν σε ισχύ τη δεκαετία του 1860 και επέφεραν σημαντικές κοινωνικές μεταβολές στα επόμενα χρόνια.
Άποψη του Μοναστηρίου (19ος αιώνας)

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Η αποτυχία της Ελληνικής επανάστασης (1821-1822) στη Μακεδονία και οι βιαιοπραγίες που ακολούθησαν ανέστειλαν τις προοπτικές ανάπτυξης που είχαν δημιουργηθεί στις αρχές του 19ου αι. Η ερήμωση των αστικών κέντρων (ειδικά ο αποδεκατισμός της ελληνικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης αλλά και άλλων ελληνικών κέντρων του βορειοελλαδικού χώρου) έπληξε το εμπόριο, ενώ εξίσου σοβαρές ήταν οι αρνητικές επιπτώσεις και στην αγροτική οικονομία. Την κατάσταση αυτή παρέτεινε για περισσότερο από 20 χρόνια η συνεχιζόμενη κακοδιοίκηση του οθωμανικού κράτους. Στα μέσα του αιώνα ο Κριμαϊκός πόλεμος (1853-1856) και ο Αμερικανικός Εμφύλιος πόλεμος (1861-1865) δημιούργησαν σοβαρές προοπτικές για την εντατικοποίηση της γεωργίας καθώς περιορίστηκε το εμπόριο δημητριακών από τη Μαύρη Θάλασσα λόγω των πολεμικών επιχειρήσεων και η εξαγωγή βαμβακιού από την Αμερική. Η βιομηχανία όμως δεν μπόρεσε να ακολουθήσει και να εκμεταλλευτεί αυτήν την ανάπτυξη της γεωργίας, επειδή βρισκόταν ακόμη σε υποτυπώδη μορφή λόγω των άλυτων και σοβαρών συγκοινωνιακών προβλημάτων.
Άποψη Θεσσαλονίκης (αρχές 20ού αιώνα, αρχείο Θ. Τσινόπουλου)
ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ
Τον 19ο αιώνα η ιδιοκτησία του μεγαλύτερου μέρους της γης βρισκόταν στα χέρια μουσουλμάνων μεγαλοϊδιοκτητών που δεν προωθούσαν τον εκσυγχρονισμό των μακεδονικών τσιφλικιών. Η αποκατάσταση της διεθνούς ισορροπίας μετά τη λήξη των Ναπολεόντειων πολέμων (1815) επηρέασε τη γεωργική παραγωγή. Έτσι, το άνοιγμα της αιγυπτιακής αγοράς περιόρισε δραστικά στο α’ μισό του 19ου αιώνα την καλλιέργεια βαμβακιού στη Μακεδονία. Αργότερα, οι εχθροπραξίες του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856) στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας (σιτοπαραγωγικής κατεξοχήν περιοχής) προκάλεσαν έλλειψη δημητριακών στη δυτική Ευρώπη (πενταπλασιάστηκαν οι τιμές). Την έλλειψη προσπάθησε να καλύψει η μακεδονική παραγωγή που αυξήθηκε πρόσκαιρα για το σκοπό αυτό. Ο Αμερικανικός Εμφύλιος (1861-1865) αναπροσανατόλισε τη γεωργική παραγωγή της Μακεδονίας. Η καλλιέργεια του βαμβακιού αυξήθηκε (σε βάρος των σιτηρών) και πολύ σύντομα δεκαπλασιάστηκε, χάρη και στην ενθάρρυνση των Βρετανών που αναζητούσαν πρώτες ύλες. Η επαναλειτουργία όμως της αμερικάνικης αγοράς βαμβακιού σηματοδότησε τη σταδιακή εγκατάλειψη της βαμβακοκαλλιέργειας που αντικαταστάθηκε από την καλλιέργεια των σιτηρών και του καπνού. Η έλλειψη, όμως, αγροτικής υποδομής στερούσε από τη Μακεδονία την ανταγωνιστικότητα κάτω από ομαλές συνθήκες αγοράς.
Καπνοκαλλιεργητές (αρχές 20ου αιώνα, Καβάλα)

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ
Μετά την αναστάτωση που προκάλεσαν οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι (1815) και η επανάσταση των Ελλήνων στη Μακεδονία (1821-1822), το εμπόριο της περιοχής βρήκε δύσκολα το ρυθμό του. Μόλις μετά το 1840 παρατηρήθηκε βελτίωση της εμπορικής κίνησης, που όμως διακοπτόταν σε περιόδους αστάθειας που προκαλούσαν οι αναταραχές στην ενδοχώρα και οι κακές σοδειές. Η Βρετανία την περίοδο αυτή κυριαρχούσε στο εισαγωγικό εμπόριο με τα βαμβακερά και τα σιδηρικά, όμως τη θέση που κατείχε έως τότε η Γαλλία είχε πλέον καταλάβει η Αυστροουγγαρία. Η ζήτηση σιτηρών και βαμβακιού τις δεκαετίες 1850 και 1860 αντίστοιχα ζωντάνεψε τις εμποροπανηγύρεις και αύξησε την κίνηση στα λιμάνια της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας, όπου νέες ακτοπλοϊκές εταιρείες έκαναν την εμφάνισή τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εξαγωγή βαμβακιού από την Καβάλα αυξήθηκε πάνω από 30 φορές.
Βοϊδάμαξα της Θεσσαλονίκης (τέλος 19ου αιώνα, αρχείο Γ. Μέγα)

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
Τον 19ο αιώνα πολλές από τις παραδοσιακές εμποροπανηγύρεις που λειτουργούσαν τους προηγούμενους αιώνες στη Μακεδονία έχασαν τη βαρύτητά τους, ενώ η διάρκεια άλλων μειώθηκε σε μία με τρεις εβδομάδες. Η διαμόρφωση των βαλκανικών κρατών, η σταδιακή ανάπτυξη των αστικών κέντρων μετά το 1850 μετέβαλλαν σταδιακά τη δομή της αγοράς. Έτσι, το εμπορικό δίκτυο της Θεσσαλονίκης από τα μέσα του 19ου αι. στηριζόταν περισσότερο πλέον στις συναλλαγές με περιφερειακές πανηγύρεις της μακεδονικής, αλβανικής και βουλγαρικής ενδοχώρας καθώς η ελεύθερη ναυσιπλοΐα του Δούναβη (1835 κ.ε.) μείωσε τη σημασία του λιμανιού της. Οι βασικότερες εμποροπανηγύρεις τον αιώνα αυτό ήταν των Σερρών (τον Φεβρουάριο) και του Περλεπέ (τον Αύγουστο), όπου διακινούνταν το μεγαλύτερο μέρος της ετήσιας εμπορικής κίνησης που έφτανε από τα λιμάνια της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας. Το 1859 η εβδομαδιαία κίνηση από τη Θεσσαλονίκη προς τις αγορές του εσωτερικού ήταν 2000-3000 φορτώματα αλόγων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των αλλαγών της εποχής είναι η αγορά της αναπτυσσόμενης πόλης του Μοναστηρίου, που αρχικά περιόρισε και σταδιακά υποκατέστησε την εμποροπανήγυρη του Περλεπέ.
Εμποροπανήγυρη στον Άγιο Μάμα Χαλκιδικής (β' μισό 19ου αιώνα, Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1870-1913
Από την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) έως και τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) το Ανατολικό Ζήτημα διέρχεται την τελευταία και πιο περίπλοκη φάση του. Το ζήτημα της διαδοχής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στις ευρωπαϊκές της επαρχίες ταυτίζεται σχεδόν με την τύχη της Μακεδονίας. Στους παλαιούς διεκδικητές του χώρου, Ρώσους και Αυστριακούς, προστέθηκαν τα νεότευκτα βαλκανικά κράτη (Βουλγαρία, Σερβία) που διεκδίκησαν δυναμικά από την Ελλάδα αυτά που θεωρούσε εκείνη ως ιστορική της κληρονομιά.
Την εποχή αυτή, η δυναμική διείσδυση ευρωπαϊκών κεφαλαίων στη Μακεδονία (σε αναζήτηση πρώτων υλών και ανταποδοτικών επενδύσεων) ταύτισε αναπόφευκτα τα ευρωπαϊκά οικονομικά συμφέροντα με τη διατήρηση της οθωμανικής κυριαρχίας και ήρθε σε ρήξη με τα αναπτυσσόμενα εθνικά κινήματα. Παράλληλα, η ισχυροποίηση των εθνικών αισθημάτων στη Μακεδονία, αρχικά των ελληνικών και έπειτα των βουλγαρικών, συνδέθηκε άρρηκτα με τις κοινωνικές και δημογραφικές μεταβολές καθώς και με τον εκχρηματισμό της αγροτικής κοινωνίας της Μακεδονίας που η ίδια η Ευρώπη αποζητούσε για τη διοχέτευση των προϊόντων της.
Ανεφοδιασμός Ελλήνων ανταρτών στο Ρουμλούκι (1904-1908, Αθήνα, συλλογή Ι.Κ. Μαζαράκη-Αινιάνος)

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Η τύχη της Μακεδονίας αποτελούσε κομβικό σημείο της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, ιδιαίτερα της Αυστροουγγαρίας και της Ρωσίας. Η διατήρηση της οθωμανικής κατοχής στην περιοχή αυτή συνδεόταν άμεσα με την διατήρηση των λεπτών βαλκανικών ισορροπιών που εγγυούνταν την ευρωπαϊκή ειρήνη.
Η πίεση της Αυστροουγγαρίας και της Ρωσίας στον Σουλτάνο (1903, αρχείο Ι. Τσατσά)
ΑΠΟ ΤΟ 1870 ΕΩΣ ΤΟ 1897
Στα πλαίσια ευρύτερων κινητοποιήσεων στα Βαλκάνια,[1] η ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) και η συνακόλουθη ρήξη της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο (1872) σηματοδότησε την έναρξη των βουλγαρικών διεκδικήσεων στο μακεδονικό χώρο. Οι διεκδικήσεις αυτές εκδηλώθηκαν αρχικά με τη μορφή του εκκλησιαστικού προσηλυτισμού που απέβλεπε στην απομάκρυνση των αγροτικών πληθυσμών από το ελληνορθόδοξο πατριαρχείο. Αυτόματη υπήρξε η ελληνική αντίδραση υπό μορφή ευρύτατης και, σε σημαντικό βαθμό, επιτυχημένης εκπαιδευτικής εκστρατείας. Μετά την ίδρυση της αυτόνομης ηγεμονίας της Βουλγαρίας (1878) και την ταυτόχρονη αποτυχία της ελληνικής εξέγερσης [2] οι βουλγαρικές βλέψεις εντάθηκαν και στις αρχές της δεκαετίας του 1890 οδήγησαν στη σύμπηξη δύο βουλγαρικών επαναστατικών επιτροπών (κομιτάτων). Παρά τη διαφοροποίηση των σχεδίων τους, κοινός σκοπός των κομιτάτων ήταν η διεύρυνση των βουλγαρικών ερεισμάτων στη Μακεδονία με δυναμικότερα μέσα. Στα 1895 για πρώτη φορά βουλγαρικές ανταρτικές ομάδες ανέλαβαν να επιταχύνουν την προσχώρηση των χωριών της Μακεδονίας στο βουλγαρικό εξαρχικό στρατόπεδο.
Ο πατριάρχης Γρηγόριος ΣΤ' (1850-1880, Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)
ΑΠΟ ΤΟ 1897 ΕΩΣ ΤΟ 1903
Η Κρητική εξέγερση του 1896 ενεργοποίησε για μια ακόμη φορά τον ελληνικό αλυτρωτισμό. Το 1896 και πολύ πιο οργανωμένα το 1897 η «Εθνική Εταιρεία» οργάνωσε επαναστατικά κινήματα [3] που τελικά, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στην Κρήτη οδήγησαν στον ταπεινωτικό για την Ελλάδα πόλεμο του 1897. Οι Βούλγαροι επωφελήθηκαν από την ήττα της Ελλάδας και την επιδείνωση των οικονομικών της για να εντατικοποιήσουν τις δραστηριότητές τους στη Μακεδονία. Το 1902 το Ανώτατο Κομιτάτο δοκίμασε ανεπιτυχώς να υποκινήσει εξέγερση κυρίως στην ανατολική Μακεδονία. Λίγο αργότερα, με πολλές υποσχέσεις περί αυτονομίας και αναδασμού της γης, αλλά και έντονες πιέσεις, η Ε.Μ.Ε.Ο. κατάφερε να κινητοποιήσει μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού, κυρίως της δυτικής και βόρειας Μακεδονίας, στην εξέγερση του Ίλιντεν (20.7.1903).
Στρατηγικά η εξέγερση απέτυχε και οδήγησε σε σκληρά τουρκικά αντίποινα σε βάρος των Χριστιανών. Πολιτικά όμως, υπήρξε νίκη της Βουλγαρίας που κατάφερε αφενός να διεθνοποιήσει τις απόψεις της για το Μακεδονικό Ζήτημα, αφετέρου να οδηγήσει τους Ευρωπαίους σε ανοιχτή επέμβαση με σκοπό την εφαρμογή κοινωνικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία.
Βουλγαρικό ανταρτικό σώμα (1902, Λονδίνο, The Illustrated London News)

ΑΠΟ ΤΟ 1904 ΕΩΣ ΤΟ 1908
Το βουλγαρικό κίνημα του Ίλιντεν (20.7.1903) σήμανε συναγερμό στην Αθήνα που αντιλήφθηκε, έστω κι αργά, ότι τα πολλά σχολεία δεν ήταν ο καταλληλότερος τρόπος εξισορρόπησης των δυναμικών βουλγαρικών κομιτάτων. Η εκκίνηση του ελληνικού ένοπλου αμυντικού αγώνα αποδίδεται στις πρωτοβουλίες του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, του διπλωμάτη του προξενείου του Μοναστηρίου Ίωνα Δραγούμη και του Μακεδονικού Κομιτάτου (οργάνωσης τυπικά ιδιωτικής αλλά με ουσιαστική κρατική υποστήριξη) που έδρευε στην Αθήνα. Η ενεργοποίηση ένοπλων ελληνικών ομάδων, επανδρωμένων με Μακεδόνες αρματολούς και εθελοντές από την Ελλάδα και την Κρήτη, οδήγησε σε έναν ακήρυκτο και ανορθόδοξο τετραετή πόλεμο που ανέτρεψε την ισορροπία δυνάμεων προς όφελος της Ελλάδας, αλλά προκάλεσε ταυτόχρονα σωρεία ευρωπαϊκών επεμβάσεων. Παράλληλα, ένα άλλο μέτωπο ανοίχτηκε στη βόρεια Μακεδονία μεταξύ σερβικών και βουλγαρικών σωμάτων. Οι συγκρούσεις έληξαν τυπικά με το κίνημα των Νεότουρκων (1908), αξιωματικών του στρατού που πραξικοπηματικά πέτυχαν την παραχώρηση συντάγματος (1909) για τη διακυβέρνηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των λαών της.
Γερμανός Καραβαγγέλης (1904-1908, Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΗ Δ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Το μεγαλύτερο μέρος του ένοπλου Μακεδονικού Αγώνα διεξήχθη στην ορεινή δυτική Μακεδονία, από όπου κατάγονταν τα πιο δραστήρια στελέχη του ελληνικού κομιτάτου αλλά και της Ε.Μ.Ε.Ο. Στην Καστοριά, όπως και σε άλλες περιφέρειες της Μακεδονίας, ο σλαβόφωνος πληθυσμός ήταν μοιρασμένος ανάμεσα στους οπαδούς του ελληνορθόδοξου Οικουμενικού Πατριαρχείου (πατριαρχικούς) και τους οπαδούς της βουλγαρικής εξαρχίας (εξαρχικούς). Ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης προώθησε και εφάρμοσε πρώτος την ιδέα της ένοπλης αντεπίθεσης με τη χρήση εντόπιων πατριαρχικών οπλαρχηγών, (ελληνόφωνων, βλαχόφωνων και σλαβόφωνων) με την πίστη ότι τα ερείσματα της Ε.Μ.Ε.Ο. στον πατριαρχικό πληθυσμό δεν ήταν ιδιαίτερα στέρεα. Ο αξιωματικός Παύλος Μελάς προκάλεσε την συμμετοχή και εθελοντών μαχητών από την Ελλάδα, αφού με το θάνατό του στη Σιάτιστα (σημ. χωριό Μελάς) της Καστοριάς (10.1904) δημοσιοποίησε το μακεδονικό πρόβλημα στην Ελλάδα. Ο αγώνας όμως ήταν ιδιαίτερα βαρύς και για τις ορεινές αγροτικές και κτηνοτροφικές κοινωνίες που για τέσσερα χρόνια όχι μόνον ανέλαβαν τη συντήρηση εκατοντάδων ενόπλων, αλλά συχνά πλήρωσαν με αίμα την προσκόλλησή τους στο ένα ή το άλλο στρατόπεδο.
Παύλος Μελάς (πίνακας Γ. Ιακωβίδη, 1904-1908, Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΟ ΒΑΛΤΟ ΤΩΝ ΓΙΑΝΙΤΣΩΝ
Τα νερά του πλημμυρισμένου Λουδία σχημάτιζαν στη νότια κεντρική Μακεδονία, στο προσχωσιγενές έδαφος μεταξύ του Αλιάκμονα και του Αξιού, εκτεταμένο έλος. Στα χρόνια του ένοπλου ελληνοβουλγαρικού αγώνα το έλος αυτό, προσιτό πριν μόνον στους ψαράδες της περιοχής, αναδείχτηκε σε πεδίο ομηρικών μαχών μεταξύ των ενόπλων σωμάτων. Η ασφαλής πρόσβαση στις καλαμώδεις εκτάσεις του σήμαινε σίγουρο κρησφύγετο, έλεγχο της γύρω πεδιάδας και των οδικών συγκοινωνιών προς τη βόρεια και τη δυτική Μακεδονία. Η διαβίωση μέσα στα βαλτώδη νερά σε συνθήκες πολέμου είχε πολλές ιδιαιτερότητες και ακόμη περισσότερες δυσκολίες ικανές να κάμψουν και τους πλέον σκληροτράχηλους μαχητές.
Καλύβα στο βάλτο των Γιανιτσών (1904-1908, Αθήνα, συλλογή Ι.Κ. Μαζαράκη - Αινιάνος)

ΑΠΟ ΤΟ 1908 ΕΩΣ ΤΟ 1912
Παρά τις υποσχέσεις του Νεοτουρκικού Κομιτάτου και τις ελπίδες όλων των ενδιαφερόμενων μερών για ισονομία και ισοπολιτεία, σύντομα οι επιδιώξεις του νέου καθεστώτος στράφηκαν στη δημιουργία ενός εθνικού τουρκικού κράτους. Η εξέλιξη αυτή, η οποία ουσιαστικά εκμηδένιζε τον παρεμβατικό ρόλο της Ευρώπης και τις φιλοδοξίες των βαλκανικών κρατών καθώς και του ανατέλλοντος αλβανικού εθνικισμού, οδήγησε σε μια βεβιασμένη αντιτουρκική βαλκανική συμμαχία που ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 1912 και η οποία προχώρησε στην κήρυξη πολέμου τον Οκτώβριο του 1912 εναντίον της Τουρκίας. Έως την άνοιξη του 1913 Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι και Μαυροβούνιοι είχαν καταλύσει τυπικά την οθωμανική κυριαρχία στα ευρωπαϊκά εδάφη. Οι εξελίξεις επικυρώθηκαν με τη Συνθήκη του Λονδίνου (17.5.1913). Το μέλλον όμως της Μακεδονίας δεν είχε ακόμη κριθεί. Το μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής Μακεδονίας βρισκόταν πλέον υπό ελληνικό έλεγχο, όμως ο βουλγαρικός στρατός κατείχε τη βόρεια και ανατολική Μακεδονία και ο σερβικός τη βορειοδυτική.
Τα Βαλκάνια μετά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο
Β' ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (1913)
Ύστερα από 30 χρόνια φιλόδοξων σχεδίων και αγώνων για την τύχη της Μακεδονίας, η Βουλγαρία είχε κάθε λόγο να μην είναι ευχαριστημένη για την εξέλιξη των επιχειρήσεων του Α' Βαλκανικού πολέμου. Η υπογραφή ελληνοσερβικής συμμαχίας το Μάιο του 1913 και η αιφνιδιαστική βουλγαρική επίθεση εναντίον Σέρβων και Ελλήνων στα μέσα του Ιουνίου οδήγησε στο Β' Βαλκανικό πόλεμο (1913). Μέσα σε ένα μήνα, μετά από σειρά φονικότατων μαχών στην οροσειρά του Μπέλες και την κοιλάδα του Στρυμόνα, ο βουλγαρικός στρατός αναγκάστηκε να αφήσει την ανατολική Μακεδονία στους Έλληνες και ορισμένα τμήματα της βόρειας στους Σέρβους. Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28.7/10.8.1913) επισφράγησε οριστικά τη νέα τάξη πραγμάτων στη Μακεδονία και τα Βαλκάνια.[4]

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ (1870-1913)
Από τους σωζόμενους ελληνικούς κοινοτικούς κανονισμούς, (Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου, Βέροιας, Καβάλας, Έδεσσας, Κρουσόβου κ.α.) που εκπονήθηκαν στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του 1856 (Χάττ-ι-Χουμαγιούν),[5] γίνεται εμφανές ότι η τυποποίηση των αρχών διοίκησης συνέβαλε στη θεσμοθέτηση της συμμετοχής των λαϊκών (μη κληρικών) στα κοινά, δηλαδή στο σχετικό εκδημοκρατισμό της διοίκησης των κοινοτήτων. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την επέκταση των προνομίων αυτοδιοίκησης κατά τη δεκαετία του 1890 και τον εκχρηματισμό της οικονομίας τον οποίο εκμεταλλεύτηκε η ελληνική τάξη των εμπόρων, προσδιόρισαν και την τελική έκβαση της ελληνοβουλγαρικής διαμάχης για τη Μακεδονία. Απέτρεψε δηλαδή το νομότυπο πέρασμα στην Εξαρχία λόγω της κοινωνικής και οικονομικής ενίσχυσης και ανασυγκρότησης του Ελληνισμού μέσα από την ίδρυση πολυάριθμων εκπαιδευτηρίων (γύρω στο 1900) και άλλων ευαγών ιδρυμάτων. Η ταύτιση όμως της κοινοτικής ευταξίας με τα συμφέροντα του Ελληνισμού ήταν επόμενο να προσδώσει μετά το 1870 (ίδρυση βουλγαρικής Εξαρχίας) στις κοινοτικές αντιπαραθέσεις εθνική χροιά και να αποτρέψει έτσι τον ενοποιητικό χαρακτήρα που είχαν καταρχήν οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις.
Τα «Τσούφλεια Εκπαιδευτήρια» Γευγελής (1890-1913, Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)

ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ (1870-1913)
Βασικό δημογραφικό πρόβλημα της περιόδου αποτελεί ο ακριβής προσδιορισμός της πληθυσμιακής ποσόστωσης των κατοίκων της Μακεδονίας κατά εθνότητα. To ζητούμενο, όμως, είναι ανέφικτο, λόγω των διοικητικών μεταβολών και των σκόπιμων χαλκεύσεων από μέρους απογραφέων και απογραφομένων. Στις αρχές του 20ού αι. οι Χριστιανοί (ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι, αλβανόφωνοι και βλαχόφωνοι) φαίνεται ότι αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού της Μακεδονίας (που συνολικά ξεπερνούσε το 1,5 εκ.), αλλά το ποσοστό τους μειωνόταν διαρκώς λόγω της μετανάστευσης στη Βουλγαρία και την Αμερική (κυρίως σλαβόφωνων). Το συνολικό όμως ποσοστό των Μουσουλμάνων της Μακεδονίας εξακολούθησε να συρρικνώνεται, παρά τη συνεχή εγκατάσταση ομοθρήσκων τους προσφύγων που προέρχονταν από τα βόρεια Βαλκάνια εξαιτίας εδαφικών απωλειών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Την ίδια περίοδο, λόγω των αναταραχών στην ύπαιθρο και της βιομηχανικής ανάπτυξης, συνεχίστηκε με υψηλούς ρυθμούς η αστυφιλία, ιδίως προς τα διοικητικά κέντρα αλλά και κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών. Στα μέρη αυτά, όπως και στη γεωγραφική ζώνη νότια της νοητής γραμμής που ενώνει την Καστοριά με την Έδεσσα και τις Σέρρες, η κυριαρχία της ελληνικής γλώσσας ήταν πλήρης.
Η βίλα Αλλατίνι (αρχιτέκτονας V. Posseli, 1896, σημερινή Νομαρχία Θεσσαλονίκης)

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ (1870-1913)
Η περίοδος 1870-1913 συμπίπτει με τη δεύτερη φάση της βιομηχανικής επανάστασης και με τη σταθερή άνοδο των επενδύσεων στην περιφέρεια της Ευρώπης. Στα πλαίσια αυτά η βελτίωση των συγκοινωνιών και του δανειοπιστωτικού συστήματος αναμενόταν να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της μακεδονικής οικονομίας, της οποίας το δυναμικό ήταν αδιαμφισβήτητο. Όμως, ποικίλοι παράγοντες μετέβαλλαν ριζικά την πορεία των εξελίξεων. Η άνοδος της βιομηχανικής παραγωγής, αισθητή ήδη πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους, υπήρξε αποτέλεσμα κυρίως του εκχρηματισμού και του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας (που απορροφούσε ολοένα και περισσότερα αγαθά), παρά της βελτιωμένης ανταγωνιστικότητας των εντόπιων προϊόντων. Η εμπορευματοποίηση της γεωργίας και η συστηματική εξόρυξη μεταλλευμάτων είχαν περιορισμένα και περιοδικά μόνον αποτελέσματα. Τελικά, η ρευστότητα παρέμεινε συναρτημένη κυρίως με το μεταπρατικό εμπόριο και τα εμβάσματα των αποδήμων και μόνο κατά δεύτερο λόγο με τα κεφάλαια που διοχέτευαν οι εθνικές προπαγάνδες.
Σιδηροδρομικός σταθμός Μητροβίτσας

ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ (1870-1913)
Η έναρξη και η βαθμιαία ανάπτυξη των σιδηροδρομικών συγκοινωνιών [6] σύντομα οδήγησε στην επέκταση των καλλιεργειών, ιδιαίτερα των σιτηρών. Όμως τα υψηλά σιδηροδρομικά κόμιστρα, το απαρχαιωμένο οδικό δίκτυο, τα αυξανόμενα ημερομίσθια λόγω έλλειψης εργατικών χεριών, τα πρωτόγονα μέσα παραγωγής και οι παραδοσιακές μέθοδοι καλλιέργειας (αγρανάπαυση) σε συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές των αντίστοιχων υπερατλαντικών προϊόντων παρεμπόδιζαν την επιτυχή διάθεση των αποθεμάτων στις διεθνείς αγορές. Από τη δεκαετία του 1890, πραγματοποιήθηκε εκ των πραγμάτων στροφή προς την καλλιέργεια καπνού, βαμβακιού και οπίου, που διοχετεύονταν ευκολότερα είτε στην εντόπια είτε τη διεθνή βιομηχανία (αυξημένη ζήτηση των μακεδονικών καπνών από αμερικάνικες εταιρείες στις αρχές του 20ού αιώνα). Ωστόσο, το βασικότερο εμπόδιο της γεωργίας ήταν η δυσλειτουργία του φορολογικού συστήματος, που περιόριζε τις αναπτυξιακές δυνατότητες και καθιστούσε τη Μακεδονία περιστασιακό μόνον εφοδιαστή της διεθνούς αγοράς. Παράλληλα, η σηροτροφία, που γνώρισε τη χρυσή της εποχή από το 1850, έλαβε εντυπωσιακές διαστάσεις ιδιαίτερα στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα εφοδιάζοντας τόσο την εντόπια μεταξουργία, όσο και εξάγοντας τεράστιες ποσότητες κουκουλιών.
Λιμάνι Καβάλας (1850-1913)

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ (1870-1913)
Πριν από τα τέλη της πολεμικής δεκαετίας του 1870 η βιομηχανική πρόοδος ήταν ορατή μόνο στη Θεσσαλονίκη, όπου η αύξηση της χρήσης του ατμού ήταν απαραίτητη για την κάλυψη των διογκούμενων αστικών και στρατιωτικών αναγκών. Ωστόσο, η εντατικοποίηση της βιοτεχνικής και βιομηχανικής (λίγες επιχειρήσεις χαρακτηρίζονταν ως τέτοιες) παραγωγής συνδέεται με τη σιδηροδρομική σύνδεση με την κεντρική Ευρώπη (1888) και το συνακόλουθο αγώνα των επιχειρήσεων για επιβίωση έναντι των εισαγόμενων κεντροευρωπαϊκών προϊόντων.
Στη δεκαετία του 1890 αναπτύχθηκε η νηματουργία και η υφαντουργία στη δυτική Μακεδονία (Βέροια, Νάουσα, Έδεσσα). Στα επόμενα χρόνια η διάνοιξη της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου (1895), η αύξηση των εισαγωγικών δασμών (1908), η απελευθερωμένη από δασμούς εισαγωγή μηχανημάτων (1908) και βέβαια η χρήση της ενέργειας των υδατοπτώσεων έδωσαν νέα ώθηση στον επιχειρηματικό κόσμο. Για παράδειγμα, από το 1891 ως το 1906 η παραγωγή βαμβακερού νήματος στη Νάουσα υπερδιπλασιάστηκε και στα υπόλοιπα έξι χρόνια της Τουρκοκρατίας πήρε ένα επιπρόσθετο 80%.
Οι αλευρόμυλοι Αλλατίνι (1898-1917, Θεσσαλονίκη, αρχείο Γ. Μέγα)

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ (1870-1913)
Η δημιουργία νέων βαλκανικών εθνικών κρατών, η κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών καθώς και η οικονομική άνοδος των γερμανικών χωρών μετέβαλλαν στην περίοδο από το 1870 έως τους Βαλκανικούς πολέμους τα μερίδια των Ευρωπαίων στη μακεδονική αγορά. Διαδοχικά η Γαλλία και η Βρεταννία έχασαν μέρος της μακεδονικής αγοράς προς όφελος της Αυστροουγγαρίας αλλά και άλλων κεντρικών και βορείων ευρωπαϊκών χωρών (Βέλγιο, Γερμανία). Παράλληλα, η βελτίωση του δανειοπιστωτικού συστήματος, η ίδρυση νέων τραπεζών και η μεταβολή ολόκληρου του εμπορικού δικτύου συνέβαλαν στη διόγκωση των εισαγωγών (παρά την αύξηση των δασμών), ιδιαίτερα την περίοδο 1900-1912 σε όλες τις πόλεις και τις κωμοπόλεις, κυρίως όμως στα λιμάνια της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας.
Το τελωνείο της Θεσσαλονίκης (έργο του αρχιτέκτονα Ε. Μοδιάνο, 1910, Θεσσαλονίκη)

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ (1870-1913)
Μετά το 1890 παρατηρήθηκε στη Μακεδονία σημαντική επέκταση του δικτύου των τραπεζικών καταστημάτων με κορύφωση την ίδρυση της Banque de Salonique το 1888, λόγω της άνθησης του εμπορίου και της επιδίωξης μεγιστοποίησης των κερδών από τα ευρωπαϊκά κράτη. Η ίδρυση τραπεζικών καταστημάτων (1899 «Τράπεζα Μυτιλήνης», 1906 «Τράπεζα Ανατολής», 1908 «Beogradska Zadruga») και η σταδιακή βελτίωση των όρων δανεισμού σε συνδυασμό με τη λειτουργία των σιδηροδρόμων άλλαξαν ριζικά τη δομή της εντόπιας αγοράς. Οι εμποροπανηγύρεις υποβαθμίστηκαν και έδωσαν τη θέση τους στα εμπορικά καταστήματα που κατέκτησαν τις πόλεις και τις κωμοπόλεις. Τα καραβάνια λόγω των υψηλών τιμών τους (σε σχέση με τα σιδηροδρομικά τιμολόγια) αλλά και τη διαμόρφωση των συνόρων των νέων βαλκανικών κρατών άλλαξαν τα προαιώνια δρομολόγιά τους ή εξαφανίστηκαν. Αντίθετα οι σιδηροδρομικοί σταθμοί αναδείχτηκαν σε διαμετακομιστικά κέντρα και βάσεις εμπορικών πρακτόρων. Έτσι, χωριά εξελίχθηκαν σε νέα εμπορικά κέντρα (π.χ. Γευγελή) ενώ παλαιά κέντρα έχασαν την παραδοσιακή πελατεία τους (π.χ. οι Σέρρες) λόγω της μεταβολής της εμπορικής ροής.
Η Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα (1864, Θεσσαλονίκη)
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (1913-1994)
Μετά το 1913, η ελληνική Μακεδονία, η οποία μαζί με το μεγαλύτερο τμήμα της Ηπείρου και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου ενσωματώνεται στο ελληνικό κράτος, επηρεάζεται από τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που το διέπουν, αλλά και αυτή με τη σειρά της συμβάλλει στην κοινωνική και οικονομική ανασυγκρότησή του. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, η ελληνική Μακεδονία μετατράπηκε σε πεδίο μαχών, ενώ το ανατολικό της τμήμα περιήλθε, για δεύτερη φορά, υπό βουλγαρική κατοχή. Μετά τη σύναψη της Συνθήκης της Λωζάννης, το 1923, η Ελλάδα επεδίωξε την οικονομική της ανάπτυξη και την κατοχύρωση της σταθερότητας στα Βαλκάνια. Τη διαμόρφωση αυτών των επιδιώξεων επέτρεψαν και οι ευρείες οικονομικές δυνατότητες της Μακεδονίας. Μέχρι το 1939, πάντως, η επίτευξη των φιλόδοξων για τα βαλκανικά δεδομένα νέων στόχων της χώρας αποδείχθηκε αδύνατη εξαιτίας της γενικότερης αστάθειας στην Ευρώπη. Στη δεκαετία του 1940, ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος, η Κατοχή, η εμφύλια σύγκρουση, η έναρξη του Ψυχρού πολέμου έφεραν νέα δεινά στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην ελληνική Μακεδονία. Μόλις μετά το 1950 κατάφερε η Ελλάδα να προχωρήσει στο δρόμο της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα καθώς, μέχρι τη γιουγκοσλαβική κρίση του 1991-95, η διεθνής συγκυρία επέτρεπε τη διατήρηση κλίματος σταθερότητας στα Βαλκάνια.
Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό (αρχείο Γ. Μέγα)

Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (1914-1918)
Μετά την έκρηξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου, η ελληνική Μακεδονία βρέθηκε αμέσως στη δίνη της κρίσης, καθώς και οι δύο εμπόλεμες πλευρές [οι Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία) και η Αντάντ (αρχικά Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία)] τη χρησιμοποιούσαν ως δέλεαρ για τον προσεταιρισμό της Βουλγαρίας.Μετά την έξοδο στον Πόλεμο, στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1914 και της Βουλγαρίας το 1915, οι Συμμαχικές Δυνάμεις αποβίβασαν στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη. To 1916, η Σόφια, η οποία έφερε βαρέως τις απώλειές της στη Μακεδονία στη Συνδιάσκεψη του Βουκουρεστίου, κατέλαβε την ανατολική και τμήμα της σερβικής Μακεδονίας.Ταυτόχρονα, εκδηλώθηκε στην Ελλάδα ο Εθνικός Διχασμός, με αφορμή τη ρήξη ανάμεσα στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο [7] και το βασιλέα Κωνσταντίνο για την έξοδο της Ελλάδας στον Πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ. Ο Διχασμός κορυφώθηκε με τη δημιουργία δύο ελληνικών κρατών: της Αθήνας υπό τον Κωνσταντίνο και του κράτους της Θεσσαλονίκης [8] υπό τον Βενιζέλο. Η χώρα ενώθηκε ξανά το 1917, με την επικράτηση του δεύτερου, και συμμετείχε στις επιχειρήσεις στο «Μακεδονικό μέτωπο». Το 1919-20, η Ελλάδα έλαβε σημαντικά εδαφικά οφέλη στη Θράκη και τη Μικρά Ασία, που όμως, με εξαίρεση τη δυτική Θράκη, δεν μπόρεσε τελικά να διατηρήσει.
Επιθεώρηση ελληνικών μονάδων από Ε.Βενιζέλο και Π.Κουντουριώτη, 1918 (Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)

ΤΟ ΝΕΟ ΕΔΑΦΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ (1919-1923)
Το 1919 υπογράφτηκε στο Νεϊγύ η Συνθήκη Ειρήνης με τη Βουλγαρία, που αποκατάστησε τα προπολεμικά σύνορα, με εξαιρέσεις την παραχώρηση από τη Βουλγαρία της Στρώμνιτσας στη Σερβία, και της δυτικής Θράκης στην Ελλάδα.Το 1920, η Συνθήκη των Σεβρών έδωσε (θεωρητικά) τέλος στον πόλεμο με την Τουρκία: η Ελλάδα αποκτούσε την κυριαρχία και στην ανατολική Θράκη και τον έλεγχο της Ζώνης της Σμύρνης στα μικρασιατικά παράλια. Η «Μεγάλη Ελλάδα», ωστόσο, αποδείχθηκε εφήμερη και ως το 1923 τα δεδομένα είχαν πλήρως ανατραπεί. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή τον Αύγουστο 1922,[9] την απώλεια της Σμύρνης και της ανατολικής Θράκης, τη σύναψη της Συνθήκης της Λωζάννης, και τις δύο ανταλλαγές πληθυσμών, την ελληνοβουλγαρική [10] και την ελληνοτουρκική,[11] η Ελλάδα απώλεσε τους Έλληνες της Μ. Ασίας και της Βαλκανικής, που ήλθαν να εγκατασταθούν πρόσφυγες στο ελεύθερο ελληνικό κράτος. Μετατράπηκε όμως από εθνολογική άποψη στο πιο ομοιογενές κράτος της ανατολικής Ευρώπης και σε υποστηρικτή της πολιτικής διατήρησης του μεταπολεμικού εδαφικού καθεστώτος. Στο νέο προσανατολισμό της χώρας σημαντικό ρόλο έπαιξε η ενσωμάτωση της Μακεδονίας, που έδινε στο ελληνικό κράτος τη δυνατότητα της ανάπτυξης στα πλαίσια των υπαρχόντων συνόρων.
Χάρτης κατανομής προσφύγων στη Μακεδονία μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης, 1923

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ (1914-1923)
Η έκρηξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου αμέσως μετά την Απελευθέρωση, ανέστειλε την προσπάθεια οικονομικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού. Η διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων, η βουλγαρική κατοχή στην ανατολική Μακεδονία και η μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε τη Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο 1917, δημιούργησαν δυσμενείς οικονομικές συνθήκες παρά τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Βενιζέλου το 1917-18. Έτσι, η οικονομία, κατεξοχήν αγροτική, εξακολούθησε να στηρίζεται σε υπανάπτυκτες μεθόδους καλλιέργειας, που εφαρμόζονταν είτε από οικογένειες με σχετικά μικρό κλήρο, είτε από τσιφλίκια, κατάλοιπα της οθωμανικής περιόδου και αιτίες κοινωνικής εξαθλίωσης των χωρικών. Κύρια προϊόντα ήταν το σιτάρι, το βαμβάκι, το κριθάρι και ο καπνός. Η βιομηχανική παραγωγή εντοπιζόταν στη Θεσσαλονίκη, ενώ η βιοτεχνική (καπνομάγαζα στην Καβάλα, γουναράδικα στην Καστοριά, υφαντουργεία στη Νάουσα και τη Βέροια) δεν ήταν μεγάλη. Το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού της υπαίθρου ήταν χαμηλό (το κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν το μισό αυτού της υπόλοιπης Ελλάδας) και οι συνθήκες υγιεινής άθλιες (πολλά ήταν τα θύματα της ελονοσίας).
Η πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης το 1917
ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΣ (1923-1940)
Η περίοδος του Μεσοπολέμου άρχισε για την Ελλάδα αργότερα από ό,τι για την υπόλοιπη Ευρώπη, εξαιτίας του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-22. Αναπόφευκτα καθώς μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η χώρα δεν προσανατολιζόταν πια στην προσάρτηση νέων εδαφών, ως κύριες επιλογές της αναδύονταν αφενός η προστασία της εδαφικής ακεραιότητάς της (και ιδίως των μακεδονικών και θρακικών της εδαφών, επί των οποίων υπήρχαν διεκδικήσεις γειτονικών χωρών), και αφετέρου η οικονομική της ανάπτυξη. Στην περίοδο αυτή έγιναν μεγάλα βήματα για τον οικονομικό και κοινωνικό εκσυγχρονισμό της χώρας και ιδιαίτερα των μακεδονικών της περιοχών. Ωστόσο, η συνέχιση της αβεβαιότητας γύρω από το Μακεδονικό ζήτημα, έμελε να υποθηκεύσει την ομαλή εξέλιξη των διεθνών σχέσεων στην περιοχή.
Χάρτης νοτίων Βαλκανίων μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Μετά το 1923, η εγκατάσταση στη Μακεδονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, αλλά και των Ελλήνων από τη σερβική Μακεδονία και τη Βουλγαρία, δημιούργησε προβλήματα στέγασης και συντήρησής τους. Αλλά η ποιότητα της εργασίας τους και η ιδιαίτερη αξιοσύνη τους είχαν ευεργετικό αντίκτυπο στην οικονομία της περιοχής. Ταυτόχρονα εκτελέστηκαν εγγειοβελτιωτικά έργα, απαραίτητα και για την αποκατάσταση των προσφύγων. Έτσι, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις, σε συνδυασμό με την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και τμήματος της μοναστηριακής περιουσίας, όχι μόνο για την αύξηση της παραγωγής, αλλά για μια πραγματική αγροτική επανάσταση στην περιοχή. Η εισαγωγή νέων μεθόδων καλλιέργειας, η ίδρυση συνεταιρισμών, η αύξηση του εργατικού δυναμικού (μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών) και η πολιτική δασμολογικής προστασίας που ακολούθησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις, οδήγησαν στην αύξηση της παραγωγής και έδωσαν ώθηση στη βιομηχανική δραστηριότητα και στο εμπόριο, εσωτερικό και εξωτερικό. Για την ανάπτυξή τους σπουδαίο ρόλο έπαιξε η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης, που άνοιξε τις πύλες της το 1926. Ωστόσο, καίριο πλήγμα δέχτηκε η οικονομία από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Τα εγγειοβελτιωτικά έργα, εξαφανίζοντας τα έλη, επέφεραν βελτίωση της υγείας του πληθυσμού και κυρίως τον περιορισμό της ελονοσίας. Ωστόσο, παρά τη γοργή οικονομική ανάπτυξη, οι κλήροι ήταν μικροί και, συνακόλουθα, τα γεωργικά εισοδήματα δεν ήταν σημαντικά. Έτσι, η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929-33 που έπληξε ιδιαίτερα τις εξαγωγές καπνού, προϊόν από το οποίο εξαρτιόνταν μεγάλοι πληθυσμοί της Μακεδονίας, και η αυξανόμενη ανεργία των καπνεργατών προκάλεσαν κοινωνική ένταση. Κατά το βενιζελικό κίνημα του 1935, η Μακεδονία, με τους μεγάλους φιλοβενιζελικούς προσφυγικούς πληθυσμούς της, έγινε πεδίο συγκρούσεων μεταξύ των φιλοβενιζελικών και φιλοβασιλικών. Το Μάιο του 1936 σημειώθηκαν ταραχές από απεργίες των καπνεργατών, τα σωματεία των οποίων ελέγχονταν από το ΚΚΕ στη Θεσσαλονίκη και στην Καβάλα, γεγονός που χρησίμευσε και ως πρόσχημα για την κήρυξη της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά.
Οικισμός προσφύγων Χαρμάκιοϊ (Νέο Κορδελιό) 1925

ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Μετά τη Συνθήκη του Νεϊγύ (1919), το Μακεδονικό ζήτημα συντηρήθηκε εξαιτίας των αλληλοσυγκρουόμενων βλέψεων της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας. Οι σλαβικοί πληθυσμοί της νότιας Γιουγκοσλαβίας διατηρούσαν ισχυρό τον προσανατολισμό τους στη βουλγαρική εθνική ιδέα, παρά τη σκληρή πολιτική εκσερβισμού που προωθούσε το Βελιγράδι. Η Βουλγαρία, οι κυβερνήσεις της οποίας βρίσκονταν υπό την επιρροή της ΕΜΕΟ, απέρριπτε το εδαφικό καθεστώς στα νότια Βαλκάνια και επιζητούσε επέκταση στη σερβική Μακεδονία και έξοδο στο Αιγαίο. Η ΕΜΕΟ, μάλιστα, προέβαινε σε επιθέσεις εναντίον κυρίως των γιουγκοσλαβικών, αλλά δευτερευόντως και των ελληνικών εδαφών. Η οργάνωση αυτή έδρευε στην περιοχή του Πιρίν (βουλγαρική Μακεδονία) και στελεχωνόταν κυρίως από Βουλγαρομακεδόνες πρόσφυγες από τη Σερβία και την Ελλάδα, οι οποίοι διακατέχονταν από έντονο εθνικιστικό ρεβανσισμό. Ταυτόχρονα, δυσμενείς αποφάσεις για την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία στο Μακεδονικό πήρε και το κομμουνιστικό κίνημα, που εκφραζόταν μέσω της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν).[12]
Το εμπορικό λιμάνι της Θεσσαλονίκης (1923-1940, αρχείο Γ. Μέγα)
ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΚΕΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ (1923-1928)
Προβλήματα για την Ελλάδα δεν δημιουργούνταν μόνο από την αναθεωρητική πολιτική της Σόφιας. Ηγεμονικές διαθέσεις εκδήλωσε και η Γιουγκοσλαβία, που το 1924-29 επεδίωξε να αποκτήσει κυριαρχικά δικαιώματα στη σερβική ζώνη του λιμανιού της Θεσσαλονίκης και στη σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης-Γευγελής, καθώς και να διεισδύσει και στους σλαβόφωνους που είχαν απομείνει στην Ελλάδα μετά την ανταλλαγή πληθυσμών. Αν οι γιουγκοσλαβικές αυτές απαιτήσεις γίνονταν δεκτές, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην υποθήκευση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μακεδονία. Οπωσδήποτε, το κύριο πρόβλημα για την Ελλάδα ήταν οι βουλγαρικές αξιώσεις, που αφορούσαν άμεση αλλαγή των συνόρων. Διπλωματικά απομονωμένη μετά την ήττα του 1922 στη Μικρά Ασία, η Ελλάδα αδυνατούσε να απεμπλακεί από το λαβύρινθο των βουλγαρικών και των γιουγκοσλαβικών πιέσεων. Έτσι, η Αθήνα φάνηκε να βρίσκεται σε διπλωματικό αδιέξοδο [13] προσπαθώντας να διασφαλίσει τα κατοχυρωμένα από τις Συνθήκες δικαιώματά της στη Μακεδονία.
Θεόδωρος Πάγκαλος (1925-1926)
ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ (1928-1941)
Οι πιέσεις κατά της ελληνικής Μακεδονίας μετριάσθηκαν χάρη στην αναβάθμιση του κύρους της χώρας, κατά την τελευταία πρωθυπουργία του Ε. Βενιζέλου το 1928-32. Με επιδέξιους διπλωματικούς χειρισμούς, ο Βενιζέλος κατάφερε να αδρανοποιήσει τις γιουγκοσλαβικές διεκδικήσεις και να συνάψει, το Μάρτιο 1929, Συνθήκη με το Βελιγράδι, χωρίς να τεθεί θέμα αμφισβήτησης της κυριαρχίας της Ελλάδας στα μακεδονικά της εδάφη.
Η προσέγγιση της Ελλάδας με την Τουρκία το 1928-30, οι ελληνοτουρκικές συνθήκες συμμαχίας του 1933 και 1938 και η συμμετοχή της χώρας στο Βαλκανικό Σύμφωνο του 1934, απέβλεπαν στην αποτροπή του βουλγαρικού επεκτατισμού, που εύλογα αναμενόταν να εκδηλωθεί με την πρώτη διεθνή κρίση στην κατεύθυνση της Μακεδονίας και της δυτικής Θράκης. Στον ίδιο στόχο απέβλεπε και η οργάνωση στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο της «γραμμής Μεταξά», εκτεταμένων αμυντικών έργων, στα τέλη της δεκαετίας του 1930.
Αντιαρματική οχύρωση στο Μπέλες-Νέστος (μέρους της «γραμμής Μεταξά», 1938-1941, Αθήνα, Πολεμικό Μουσείο)

ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1940
Η επέκταση του Πολέμου στα Βαλκάνια πυροδότησε νέα φάση αναταραχών στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο. Η ελληνική Μακεδονία δέχθηκε το 1940-41 την επίθεση της Ιταλίας (μέλος του Άξονα) και τη γερμανοβουλγαρική εισβολή τον Απρίλιο 1941. Γνώρισε την τριπλή Κατοχή ως το 1944, υπέστη τεράστιες καταστροφές λόγω της σθεναρής αντίστασης που πρόβαλε στους κατακτητές, και έγινε ένα από τα κύρια πεδία μάχης στον ελληνικό Εμφύλιο πόλεμο, το 1946-49. Από το 1943, επιπλέον, οι νέοι ηγέτες της Γιουγκοσλαβίας, με επικεφαλής τον Ιωσήφ Μπροζ Τίτο, πρόβαλαν εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος της ελληνικής Μακεδονίας. Μόλις στα τέλη της δεκαετίας, η Ελλάδα, που έβγαινε από τον Εμφύλιο πόλεμο, κατάφερε να ξεπεράσει το πρόβλημα των γιουγκοσλαβικών βλέψεων κατά της ελληνικής Μακεδονίας.
Ο Χίτλερ με τον βασιλιά της Βουλγαρίας Μπόρις
Β' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΗ (1940-1944)
Παρά την αρχική επιτυχία της στον πόλεμο κατά της Ιταλίας, το 1940-41, η Ελλάδα υπέκυψε στη γερμανική εισβολή. Το 1941 η ελληνική Μακεδονία τριχοτομήθηκε μεταξύ των Γερμανών, που έλεγχαν την κεντρική Μακεδονία και ιδίως την περιοχή της Θεσσαλονίκης (την εβραϊκή κοινότητα της οποίας εξόντωσαν), των Ιταλών, που κατέλαβαν ολόκληρη τη δυτική Ελλάδα καθώς και τμήμα της δυτικής Μακεδονίας και των Βουλγάρων.
Η Σόφια κατόρθωσε να λάβει από τον Χίτλερ, ως αντάλλαγμα για την προσχώρησή της στον Άξονα, το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής δυτικής Θράκης και την ανατολική Μακεδονία. Αργότερα, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας (1943) επέκτεινε τον έλεγχό της και σε τμήματα της κεντρικής Μακεδονίας. Παράλληλα παρέλαβε από τους Γερμανούς και το μεγαλύτερο τμήμα της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας και τμήμα της ανατολικής Σερβίας. Η βουλγαρική κατοχή στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα σκληρή, καθώς επιδίωκε την εκδίωξη του ελληνικού πληθυσμού και την αντικατάστασή του από Βουλγάρους εποίκους. Πολλοί Έλληνες εκτελέσθηκαν από τις βουλγαρικές αρχές, ενώ άλλοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στις γερμανοκρατούμενες και ιταλοκρατούμενες περιοχές.
Εβραίοι της Θεσσαλονίκης στέλνονται στα στρατόπεδα του θανάτου

ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ (1941-1944)
Η διάθεση των Ελλήνων Μακεδόνων να αντισταθούν στις δυνάμεις του Άξονα, αλλά και στις πολλαπλές απόπειρες κατακερματισμού της ελληνικής Μακεδονίας έγινε,[14] όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, έκδηλη αμέσως. Ιδίως η βουλγαρική κατοχή συνάντησε τη σθεναρή αντίδραση του πληθυσμού. Η πρώτη πράξη εξέγερσης κατά του Άξονα στην κατεχόμενη Ευρώπη έλαβε χώρα στην ανατολική Μακεδονία, στην περιοχή της Δράμας, το Σεπτέμβριο 1941, αλλά καταπνίγηκε από τους Βουλγάρους με εξαιρετική σκληρότητα. Ως πιο ισχυρή αντιστασιακή οργάνωση αναδύθηκε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, καθοδηγούμενο από το ΚΚΕ. Ταυτόχρονα, εμφανίστηκαν και άλλες αντιστασιακές οργανώσεις, που δυσπιστούσαν προς το ΚΚΕ: η ΠΑΟ (στη γερμανική ζώνη), οι δυνάμεις του Αντών Τσαούς (Αντώνη Φωστερίδη - στην ανατολική Μακεδονία).
Το 1943, το βρετανικό στρατηγείο Μέσης Ανατολής προσπάθησε να συντονίσει τη δράση αυτών των κινημάτων. Η απόπειρα απέτυχε, καθώς προς το τέλος της Κατοχής ο ΕΛΑΣ εξουδετέρωσε τις άλλες οργανώσεις και κυριάρχησε στην ελληνική Μακεδονία.
Συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη μετά την απελευθέρωση, 1944 (Αθήνα, αρχείο Κ. Μεγαλοοικονόμου)

ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (1946-1949)
Μετά την Απελευθέρωση, οι εσωτερικές ελληνικές διενέξεις οδήγησαν στον Εμφύλιο πόλεμο. Ιδιαίτερα η βόρεια Ελλάδα (Μακεδονία, Ήπειρος, Θράκη), λόγω της γεωγραφικής της διαμόρφωσης και της γειτνίασής της με τις κομμουνιστικές χώρες, υπήρξε το κέντρο της αντιπαράθεσης. Οι καταστροφές εντοπίζονταν κυρίως στη δυτική και κεντρική Μακεδονία, ενώ μεγάλος αριθμός πολιτών μετακινήθηκε από την πολεμική ζώνη προς τα αστικά κέντρα ως εσωτερικοί πρόσφυγες. Ταυτόχρονα, οι παλαιοί μαχητές του ΣΝΟΦ (τμημάτων φιλικών προς τον Τίτο, που είχαν εξαναγκαστεί από τον ΕΛΑΣ να αποχωρήσουν από την Ελλάδα) συγκρότησαν, υπό την καθοδήγηση των Γιουγκοσλάβων, νέα οργάνωση (ΝΟΦ), επέστρεψαν στην Ελλάδα και συντάχθηκαν με τις κομμουνιστικές δυνάμεις. Η ρήξη Μόσχας-Βελιγραδίου το 1948, η σύνταξη του ΚΚΕ με τη Μόσχα και η παύση της γιουγκοσλαβικής βοήθειας προς αυτό, η απόφαση του ΚΚΕ, τον Ιανουάριο 1949, να υποστηρίξει, στην ουσία, τη σύσταση «ενιαίας Μακεδονίας» στα πλαίσια μιας ελεγχόμενης από τη Μόσχα βαλκανικής ομοσπονδίας, σε συνδυασμό με τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, οδήγησαν στην ήττα των κομμουνιστικών δυνάμεων. Μετά το 1949, οι οπαδοί του ΝΟΦ, μαζί με σημαντικό τμήμα του σλαβόφωνου πληθυσμού των παραμεθόριων νομών, διέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία. Έτσι αποχώρησε από την Ελλάδα εκείνο το τμήμα του σλαβόφωνου πληθυσμού που δεν είχε ελληνική συνείδηση.

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ (1941-1949)
Η αρχική επέκταση της Βουλγαρίας στο μακεδονικό χώρο, το 1941-44, πυροδότησε μια νέα φάση του Μακεδονικού ζητήματος, που δεν έληξε με την ήττα του Άξονα. Από το 1942, νέες εξελίξεις κυοφορούνταν στους κόλπους του γιουγκοσλαβικού και του βουλγαρικού αντιστασιακού κινήματος, που ελέγχονταν από τους κομμουνιστές. Η μακρόχρονη διαμάχη μεταξύ Σόφιας και Βελιγραδίου για την πρωτοκαθεδρία στα Βαλκάνια και έλεγχο του μακεδονικού χώρου εκδηλώθηκε και με τον ανταγωνισμό των δύο κομμουνιστικών κομμάτων στη διάρκεια της Κατοχής και αμέσως μετά. Το γεγονός ότι η επίσημη Βουλγαρία είχε ταχθεί στο πλευρό του Χίτλερ λειτούργησε υπέρ των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων που προσπάθησαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους το αντιστασιακό κίνημα και στα τρία τμήματα της Μακεδονίας. Όπως και στο Μεσοπόλεμο, η ελληνική Μακεδονία (και Θράκη) βρέθηκαν και πάλι στο στόχαστρο των βλέψεων και των δύο σλαβικών χωρών για τον έλεγχο των ακτών του Αιγαίου.
Η ενιαία Μακεδονία (Χάρτης της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας με τη Θεσσαλονίκη, 1946)
ΒΟΥΛΓΑΡΟ-ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΚΗ ΔΙΑΜΑΧΗ (1943-1948)
Το 1941 οι Βούλγαροι έγιναν δεκτοί ως ελευθερωτές από τους Σλάβους κατοίκους της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, αλλά οι ενέργειες των οργάνων της Σόφιας γρήγορα απογοήτευσαν τον πληθυσμό, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στη δράση των γιουγκοσλαβικών αντιστασιακών κινημάτων. Ο Γιουγκοσλάβος ηγέτης Ι. Μπροζ Τίτο κατάφερε τελικά με τη νέα πολιτική του [15] και με την έγκριση του Στάλιν, να αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων στο Μακεδονικό ζήτημα, να επικρατήσει των Βουλγάρων και να ελέγξει τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, δημιουργώντας ένα «μακεδονικό» ομόσπονδο κράτος στα πλαίσια της μεταπολεμικής γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας. Ταυτόχρονα, ο Τίτο, ο οποίος προωθούσε πολιτική ηγεμονίας στα Βαλκάνια, επεδίωξε τη διαμόρφωση μιας νέας «μακεδονικής» συνείδησης στο νότο της Γιουγκοσλαβίας και στη βουλγαρική περιοχή του Πιρίν, αλλά και στους Έλληνες σλαβόφωνους. Η πολύπλοκη αυτή φάση του Μακεδονικού φάνηκε να εκτονώνεται μόνο μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν (1948) [16] και το θάνατο του Στάλιν (1953).

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1950-1994)
Η Ελλάδα λόγω του Εμφυλίου πολέμου πέρασε στη Μεταπολεμική εποχή με σημαντική καθυστέρηση στην ανασυγκρότησή της, μόλις το 1950 και προσχώρησε στο ΝΑΤΟ το 1951. Στη συνέχεια, όμως, η ιλιγγιώδης οικονομική της ανάπτυξη, κυρίως το 1953-67, της επέτρεψε να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Η ένταξη στην ΕΟΚ ήταν επιλογή και επίτευγμα του Μακεδόνα πολιτικού Κ. Καραμανλή.[17] Η ανάπτυξη των τεράστιων δυνατοτήτων της Μακεδονίας έπαιξε σημαντικό ρόλο στη βελτίωση των οικονομικών προοπτικών της Ελλάδας και, συνακόλουθα, στην ενσωμάτωσή της στο δυτικοευρωπαϊκό σύστημα. Παράλληλα, μέχρι το 1989-90, το Μακεδονικό ζήτημα πέρασε σε μια φάση ύφεσης, γεγονός που υποβοήθησε την ανάπτυξη του βόρειου τμήματος της χώρας.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ (1949-1960)
Μετά τον Εμφύλιο πόλεμο και τις καταστροφές της δεκαετίας του 1940, η εκτεθειμένη γεωπολιτική θέση της χώρας και η διεθνής ένταση στις αρχές του Ψυχρού πολέμου, διαμόρφωσαν αρνητικές συνθήκες για την πραγματοποίηση επενδύσεων και την ανάπτυξη της περιοχής. Έτσι δημιουργήθηκε κύμα μετανάστευσης από τις ορεινές περιοχές της Μακεδονίας αλλά και της υπόλοιπης Ελλάδας, στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Η μετανάστευση είχε, με τη σειρά της, ακόμη πιο δυσμενείς συνέπειες στην τοπική οικονομία. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, πάντως, βελτιώθηκε το συγκοινωνιακό δίκτυο της περιοχής, αποκαταστάθηκαν οι ζημιές στα εγγειοβελτιωτικά έργα, και επεκτάθηκαν ανάλογες βελτιώσεις με σκοπό την αύξηση της παραγωγής. Ταυτόχρονα, πέτυχε η απόπειρα να συστηματοποιηθεί η κτηνοτροφική παραγωγή, ενώ η ίδρυση γεωργικών επιχειρήσεων και βιομηχανιών (ψυγεία, κονσερβοποιεία, εργοστάσια ζωοτροφών κλπ) έδωσε προοπτική και στους δύο κλάδους της οικονομίας, αυξάνοντας το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων σε αυτούς.
Το φράγμα του ποταμού Αξιού (1958)

ΜΕΤΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (1960-1994)
Η τεχνολογική εξέλιξη, η βιομηχανική ανάπτυξη και η συνακόλουθη μείωση της ζήτησης εργατικών χεριών επέφερε τη συνέχιση της μετανάστευσης ως και τη δεκαετία του 1970, με αποτέλεσμα, για μερικά χρόνια, τη μείωση του πληθυσμού της περιοχής. Πρόβλημα επίσης δημιουργήθηκε και στην καπνοκαλλιέργεια, ήδη από τη δεκαετία του 1950, καθώς οι ποικιλίες ανατολικού τύπου, που παράγονταν στη Μακεδονία, έτειναν να εκτοπισθούν στην παγκόσμια αγορά από τις αμερικανικές. Ήδη, ο καπνός υποσκελίσθηκε από άλλα προϊόντα, όπως τα φρούτα, ως κύριο εξαγωγικό προϊόν της Μακεδονίας. Έτσι, και παρά την αύξηση της γεωργικής παραγωγής, η ανάπτυξη της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, ιδίως μετά την προσχώρηση της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1981, επέφερε μια μεταλλαγή στην οικονομία της χώρας, αλλά ιδιαίτερα της Μακεδονίας, που απέκτησε πλέον χαρακτηριστικά οικονομίας μιας δυτικοευρωπαϊκής περιοχής. Ωστόσο, από το 1991 η γιουγκοσλαβική κρίση, που διατάραξε την ομαλή από ξηρά επικοινωνία της χώρας με τη Δ. Ευρώπη, δημιούργησε σοβαρό πρόβλημα για τις εξαγωγές της περιοχής.

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ (1957-1994)
Μετά τον Πόλεμο, η Μακεδονία, με κοιτάσματα λιγνιτών, πετρελαίου, φυσικών αερίων και μεγάλες υδατοπτώσεις, έγινε μια πραγματική ενεργειακή αποθήκη για την Ελλάδα. Ως συνέπεια του εξηλεκτρισμού, η βιομηχανική παραγωγή της Μακεδονίας σημείωσε κατακόρυφη άνοδο.
Η βιομηχανική περιοχή της Θεσσαλονίκης έγινε η μεγαλύτερη της χώρας συγκεντρώνοντας και πολλές επενδύσεις από το εξωτερικό. Στην Πτολεμαΐδα ιδρύθηκαν εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Η Νάουσα ανέκτησε την παλιά θέση της ως μεγάλο κέντρο κλωστοϋφαντουργίας, και στην κεντρική Μακεδονία εγκαταστάθηκαν πολλές ελαφρές βιομηχανίες τροφίμων. Στην Καβάλα, τέλος, παρά την παρακμή των καπνομάγαζων, η δημιουργία του μεγάλου εργοστασίου λιπασμάτων, αλλά και η ανακάλυψη, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, κοιτασμάτων πετρελαίου στη Θάσο, των μόνων στην Ελλάδα, επέτρεψε την επέκταση της βιομηχανικής δραστηριότητας. Σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις αυτές έπαιξε η δραστηριότητα του λιμανιού της Θεσσαλονίκης καθώς και της Διεθνούς Έκθεσης.
Τα διυλιστήρια Πετρελαίου ΕΚΟ ((πρώην ESSO Pappas), στη βιομηχανική ζώνη της Θεσσαλονίκης.)

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ (1950-1994)
Η αναταραχή του πρώτου μισού του αιώνα άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της και μετά το 1949. Η γιουγκοσλαβική εθνοποιητική πολιτική της δημιουργίας ενός «μακεδονικού» έθνους,[18] η προπαγάνδα των Σκοπίων και η συνέχιση της βουλγαρο-γιουγκοσλαβικής διαμάχης για το γιουγκοσλαβικό νότο, δημιουργούσε ρευστότητα στα νότια Βαλκάνια, που αφορούσε και την ελληνική Μακεδονία. Σε αυτές τις συνθήκες, η Ελλάδα όφειλε να κάνει τις επιλογές εκείνες που θα κατοχύρωναν την εδαφική της ακεραιότητα και θα βοηθούσαν την εμπέδωση της σταθερότητας στην περιοχή, ιδιαίτερα μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 και την προβολή από την Άγκυρα διεκδικήσεων στο Αιγαίο. Εξάλλου η κατοχύρωση της ασφάλειας στα Βαλκάνια ήταν απαραίτητη για τη δημιουργία του αναγκαίου ψυχολογικού κλίματος, που θα βοηθούσε και την οικονομία της Μακεδονίας. Ενδεικτική της ελληνικής πολιτικής ήταν η προώθηση, το 1975-88, της διαβαλκανικής συνεργασίας,[19] μετά από πρωτοβουλία του Κ. Καραμανλή το 1975, την οποία ενστερνίστηκε ο Α. Παπανδρέου [20] στην επόμενη δεκαετία.
Σκοπιανή καρτ-ποστάλ της «ενιαίας Μακεδονίας» με βουλγαρικά και ελληνικά εδάφη, 1989-1994

ΕΛΛΗΝΟ-ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ (1950-1989)
Μετά το 1950, η Ελλάδα επέμενε ότι για την ίδια μακεδονικό πρόβλημα δεν υπήρχε, αφού η κυριαρχία της στην ελληνική Μακεδονία, κατοχυρωμένη με διεθνείς Συνθήκες, είχε επιβεβαιωθεί και από την αίσια έκβαση των πολέμων της δεκαετίας του 1940. Την εποχή εκείνη, το Μακεδονικό ζήτημα αφορούσε περισσότερο τη διαμάχη μεταξύ Σόφιας και Βελιγραδίου για το γιουγκοσλαβικό νότο και την περιοχή Πιρίν της Βουλγαρίας.
Η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία διατήρησαν φιλικές σχέσεις και μάλιστα συμμετείχαν μαζί με την Τουρκία στα Βαλκανικά Σύμφωνα του 1953-54. Ωστόσο μεταξύ Αθηνών-Βελιγραδίου προέκυπταν τριβές, όποτε τα Σκόπια προσπαθούσαν να δημιουργήσουν θέμα «μακεδονικής» μειονότητας, ή να προωθήσουν επεκτατικές βλέψεις κατά της Ελλάδας. Η «χρυσή εποχή» των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων (1954-60) συμπίπτει με την περίοδο κατά την οποία οι Γιουγκοσλάβοι επίσημοι απέφευγαν τις προκλητικές δηλώσεις για τον ελληνικό βορρά. Αντίθετα, μόλις οι Γιουγκοσλάβοι παραβίασαν αυτήν την αρχή το 1961, ακολούθησε σοβαρή κρίση στις διμερείς σχέσεις. Όσο, πάντως, ζούσε ο Τίτο, το Βελιγράδι κατάφερνε να διατηρεί τις ισορροπίες και να επαναφέρει τα Σκόπια στη γραμμή της μετριοπάθειας, όταν αυτά εκτρέπονταν στην προβολή επεκτατικών οραματισμών.
Κ. Καραμανλής και Τίτο (Μάρτιος 1959, Αθήνα, Ίδρυμα «Κ. Γ. Καραμανλής»)

ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΣΚΟΠΙΩΝ (1960-1990)
Η προπαγάνδα της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» ήταν ασύμβατη με τις αρχές της σταθερότητας. Από τη δεκαετία του 1960, μάλιστα, ένας ακόμη παράγοντας προστέθηκε στους ήδη πολλούς που επιδρούσαν στο Μακεδονικό: οι Σλαβομακεδόνες της διασποράς, στην Αμερική, τον Καναδά και την Αυστραλία, άρχισαν εντατικές προπαγανδιστικές εκστρατείες, για να προωθήσουν ισχυρισμούς περί υπάρξεως ενός ιστορικά ανιχνεύσιμου «μακεδονικού» έθνους, καθώς και «υπόδουλων Μακεδόνων» στη Βουλγαρία και την Ελλάδα. Εάν η προπαγάνδα αυτή των Σκοπίων απλώς περιοριζόταν στην αξίωση των Σλαβομακεδόνων να θεωρούν τους εαυτούς τους ξεχωριστό έθνος, δεν θα υπήρχε πρόβλημα για την Ελλάδα. Αλλά η επιμονή τους να διεκδικούν την ελληνική κληρονομιά και να συνδέουν την ύπαρξη του νέου έθνους με επέκτασή του στην ελληνική Μακεδονία (αυτό ακριβώς ήταν το νόημα της χρησιμοποίησης από μέρους τους των όρων «Μακεδονία» και «μακεδονικό έθνος»), δεν μπορούσε να μην βρει αντίθετη την Ελλάδα. Παρόλα αυτά, η προπαγάνδα των Σκοπίων κατάφερε να κερδίσει διεθνώς έδαφος, καθώς συνδεόταν και με τους παράγοντες του Ψυχρού πολέμου.[21]
Αφίσα των Σκοπιανών στον Καναδά, με την ελληνική Μακεδονία ως αλύτρωτο έδαφος της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας», 1960-1989
ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΗΜΕΡΑ (1990-2012)
Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, τα Σκόπια, απαλλαγμένα από την ανασταλτική επιρροή του Βελιγραδίου, και αντιμετωπίζοντας το φάσμα της υπονόμευσής τους από τη μεγάλη αλβανική τους μειονότητα, επιζήτησαν τη διεθνή αναγνώρισή τους ως ανεξάρτητο κράτος με την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Πρόβαλαν διατάξεις με επεκτατικές βλέψεις στο νέο τους Σύνταγμα και προώθησαν την προπαγάνδα τους, με τη χρήση ελληνικών μακεδονικών συμβόλων, με την έκδοση χαρτών της μελλοντικής «ενιαίας» Μακεδονίας με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, και μέσω της ψευδοαλυτρωτικής και αναθεωρητικής προπαγάνδας των νέων τους σχολικών βιβλίων. Η Ελλάδα δήλωσε ότι επιθυμούσε την επιβίωση του νέου κράτους, απέρριπτε όμως τη χρήση από αυτό του όρου «Μακεδονία», που θα μπορούσε να οδηγήσει σε επικίνδυνες συγχύσεις με αποτέλεσμα την υποθήκευση της σταθερότητας στην περιοχή. Το 1992, απέτυχε μια μεσολαβητική απόπειρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ το 1993, μετά την εισδοχή των Σκοπίων στον ΟΗΕ με το προσωρινό όνομα «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας», απέτυχαν οι διαπραγματεύσεις μέσω του διεθνούς οργανισμού. Το Φεβρουάριο 1994, μετά τη σκλήρυνση της στάσης των Σκοπίων, η Ελλάδα επέβαλε εμπάργκο στα Σκόπια, με σκοπό την επιτάχυνση των διαδικασιών, που είχαν αποτελματωθεί, για την εξεύρεση λύσης στο θέμα.






















Πηγή
Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Οι εξεγέρσεις στις οθωμανικές επαρχίες της Ερζεγοβίνης (1875) και της Βουλγαρίας (1876) καθώς και οι πιεστικές παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων στα εσωτερικά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας οδήγησαν αλυσιδωτά στον Σερβοτουρκικό πόλεμο (1876-77) και στο μεγάλο Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1877-78). Στον τελευταίο η νικήτρια Ρωσία επέβαλε στον Άγιο Στέφανο, προάστιο της Κωνσταντινούπολης, συνθήκη (3.3.1878) η οποία προέβλεπε την ανεξαρτησία της Ρουμανίας, του Μαυροβουνίου και της Σερβίας καθώς και τη δημιουργία μεγάλου βουλγαρικού κράτους, το οποίο θα συμπεριλάμβανε και τα περισσότερα μακεδονικά εδάφη (εκτός από τμήματα της επαρχίας Θεσσαλονίκης και τη Χαλκιδική). Οι όροι της συνθήκης μεταβλήθηκαν, υπό την πίεση των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων, πριν τεθούν σε εφαρμογή, το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς στο Συνέδριο του Βερολίνου (13.7.1878), όπου αντί της μεγάλης Βουλγαρίας δημιουργήθηκαν η αυτόνομη ηγεμονία της Βουλγαρίας και η αυτόνομη επαρχία (υπό τον Σουλτάνο) της Ανατολικής Ρωμυλίας, ενώ η Μακεδονία και η νότια Θράκη παρέμεναν οθωμανικές επαρχίες. Η εξέλιξη αυτή, παρά την αποτυχία της ελληνικής εξέγερσης του 1878, κράτησε ζωντανές τις ελληνικές βλέψεις στο μακεδονικό χώρο.
[2] Το Φεβρουάριο του 1878, καθώς ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του, στο Λιτόχωρο συγκροτήθηκε «Προσωρινή Κυβέρνηση της Μακεδονίας» υπό τον Ευάγγελο Κοροβάγγο. Επρόκειτο για την υλοποίηση επαναστατικών σχεδίων που είχαν δρομολογηθεί το 1877 και κορυφώθηκαν με την αποβίβαση ελληνικού ανταρτικού σώματος στα παράλια της Πιερίας. Όμως η υποστήριξη του επισκόπου Κίτρους Νικολάου, των οπλαρχηγών του Ολύμπου, των Βλάχων του Βερμίου, της κοινωνίας της Κοζάνης και των πολυάριθμων άτακτων ορεσίβιων της δυτικής Μακεδονίας δεν ήταν αρκετή για να επιβιώσει το ελληνικό αυτό κίνημα. Μετά την πυρπόληση του Λιτόχωρου από τους Τούρκους, το κίνημα εξασθένισε και τυπικά έκλεισε τον κύκλο του με το τέλος του καλοκαιριού του 1878. Την ίδια περίπου εποχή που οι Έλληνες αποσύρονταν, εκκινούσε βουλγαρική εξέγερση στην περιοχή της Κρέσνας και του Ράζλογκ στη βορειοανατολική Μακεδονία. Παρά την παρουσία του ρωσικού στρατού στην περιοχή το κίνημα καταπνίγηκε από τον τουρκικό στρατό. Όμως, ο δρόμος για δυναμικότερη βουλγαρική επέμβαση στη Μακεδονία είχε ανοίξει.
[3] Η πανίσχυρη «Εθνική Εταιρεία», οργάνωση αντίστοιχη των βουλγαρικών κομιτάτων, ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1894 από αξιωματικούς και ηγετικές προσωπικότητες της ελληνικής κοινωνίας. Το 1896 απέστειλε στη Μακεδονία ένοπλα σώματα που απαρτίζονταν τις περισσότερες φορές από πρόσφυγες και εποχιακούς εργάτες των Αθηνών από τη Μακεδονία. Δραστήριοι καπετάνιοι, όπως ο Αθανάσιος Μπρούφας, ο Βράκας, ο Λαχτάρας, ο Βερβέρας, ο Γκρούτας, ο Σπανός μαζί με μερικούς ανήσυχους αξιωματικούς του στρατού ηγήθηκαν των επιχειρήσεων, χωρίς όμως να πετύχουν γενική κινητοποίηση. Κορυφαία μορφή αναδείχθηκε ο Αθανάσιος Μπρούφας, που με το σώμα του αποβιβάστηκε στην Πιερία και διείσδυσε μέχρι την περιοχή του Μοριχόβου, όπου και σκοτώθηκε.
[4] Η διπλωματική ικανότητα του πρωθυπουργού της Ελλάδας, Ελευθερίου Βενιζέλου, παρέκαμψε στα τέλη Ιουλίου 1913 το αδιέξοδο που δημιουργούσαν οι ευρωπαϊκές πιέσεις για άμεση ανακωχή και η εμμονή του βασιλιά Κωνσταντίνου για συνέχιση των επιχειρήσεων. Έτσι, στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913 με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου καθορίστηκαν τα σύνορα της Βουλγαρίας με την Ελλάδα, τη Σερβία και τη Ρουμανία. Παρά τη στρατιωτική ήττα της Βουλγαρίας, η διπλωματική διευθέτηση του θέματος χρειάστηκε την καθοριστική παρέμβαση της Γερμανίας υπέρ των ελληνικών θέσεων, για να εξισορροπήσει τις αυστρορωσικές προτάσεις για παραχώρηση της Καβάλας στη Βουλγαρία. Τα ανατολικά σύνορα της Ελλάδας έφταναν πλέον στον ποταμό Νέστο και η έκταση της χώρας, μετά την ένωση της Κρήτης και των νησιών του Βορείου Αιγαίου, είχε σχεδόν διπλασιαστεί. Στη Μακεδονία είχε λήξει οριστικά η Τουρκοκρατία μετά από πέντε αιώνες.
[5] Η έκδοση του Χαττ-ι-Χουμαγιούν (διάταγμα του Σουλτάνου) στις 18.2.1856 και η ανακοίνωσή του στο Συνέδριο του Παρισιού εγκαινίασε περίοδο μεταρρυθμίσεων για την Οθωμανική αυτοκρατορία, γνωστή ως «Τανζιμάτ». Στις μεταρρυθμίσεις αυτές περιλαμβάνονταν η σύνταξη ποινικού κώδικα, η θεσμοθέτηση Συμβουλίου Επικρατείας και Αρείου Πάγου, η ίδρυση της Αυτοκρατορικής Οθωμανικής Τράπεζας και ο νόμος περί Βιλαετιών (διοικήσεων), που καθόριζε το πλαίσιο διοίκησης της αυτοκρατορίας. Οι μεταρρυθμίσεις συνέβαλαν στη μετάλλαξη των μιλλέτ (θρησκευτικών ομάδων) σε εθνικές ομάδες, αλλά λόγω των εξόδων που συνεπάγονταν υπονόμευσαν τη δημοσιονομική κατάσταση της αυτοκρατορίας.
[6] Η κατασκευή των σιδηροδρομικών γραμμών στη Μακεδονία έγινε με ευρωπαϊκά κεφάλαια και με όρους κατασκευής επαχθείς για το οθωμανικό δημόσιο. Η γραμμή Θεσσαλονίκης-Σκοπίων-Μητροβίτσας, έργο του βαρόνου Μωρίς Χιρς, κατασκευάστηκε μεταξύ 1871 και 1874 αλλά μόνον το 1888 ενώθηκε μέσω Βράνιας με το δίκτυο της Σερβίας και της Αυστροουγγαρίας. Η γραμμή Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου, με χρηματοδότηση της Deutsche Bank, ολοκληρώθηκε μεταξύ 1891 και 1894, ενώ μεταξύ 1893 και 1896 κατασκευάστηκε η σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε τη Θεσσαλονίκη με την Κωνσταντινούπολη μέσω ανατολικής Μακεδονίας. Λόγω των βαρύτατων εγγυήσεων που συμφώνησε να καταβάλει η Πύλη οι σιδηρόδρομοι, αν και προκάλεσαν πλήθος αλυσιδωτών μεταβολών που άλλαξαν ριζικά την οργάνωση της αγοράς, δεν κατόρθωσαν να καταστήσουν ανταγωνιστική την τοπική οικονομία.
[7] Μεγάλος πολιτικός και πρωθυπουργός της Ελλάδας. Ηγήθηκε της εξέγερσης του Θερίσου στην αυτόνομη Κρήτη το 1905, που οδήγησε στην απομάκρυνση του ύπατου αρμοστή, πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδας. Το 1910, μετά την επανάσταση στο Γουδί, κλήθηκε στην Ελλάδα για να αναλάβει την πρωθυπουργία. Ίδρυσε το κόμμα των Φιλελευθέρων και συνέδεσε το όνομά του με κοινωνικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις και με την απελευθέρωση της Ηπείρου και της Μακεδονίας κατά τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13). Πρωταγωνίστησε στον Εθνικό Διχασμό μαζί με τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α’, με τον οποίο ήρθε σε σύγκρουση για τη στάση της χώρας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1916, μετά από συνεχείς αντικοινοβουλευτικές παρεμβάσεις του Στέμματος εναντίον της πολιτικής του, ο Βενιζέλος προχώρησε, μαζί με το στρατηγό Π. Δαγκλή και το ναύαρχο Π. Κουντουριώτη, στη δημιουργία του κράτους της Θεσσαλονίκης, που συμμετείχε στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Μετά την επικράτηση του Βενιζέλου (και την επανένωση της χώρας) τον Ιούνιο 1917 και ως την ήττα του στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, η Ελλάδα συμμετείχε στις διασκέψεις της Ειρήνης, αποκομίζοντας εδαφικά κέρδη στη Θράκη, δυτική και ανατολική, και στη Μ. Ασία. Μετά την εκλογική του αποτυχία αυτοεξορίστηκε στο εξωτερικό. Κατά την τελευταία του πρωθυπουργία, το 1928-32, ο Βενιζέλος έριξε το βάρος του στην κατοχύρωση της ελληνικής ασφάλειας και στην ομαλή ανάπτυξη της χώρας στα πλαίσια των υπαρχόντων συνόρων. Αναμίχθηκε στο αποτυχημένο κίνημα του Μαρτίου 1935 και αυτοεξορίστηκε ξανά στη Γαλλία.
[8] Τον Αύγουστο του 1916, μετά τη βουλγαρική εισβολή στην ανατολική Μακεδονία, εκδηλώθηκε στη Θεσσαλονίκη το κίνημα της «Εθνικής Αμύνης» υπό την ηγεσία των βενιζελικών Α. Ζάννα, Π. Αργυρόπουλου, Κ. Αγγελάκη και Δ. Δίγκα. Ξεπερνώντας τους αρχικούς δισταγμούς του, καθώς μάλιστα φοβόταν ότι οι Γάλλοι θα εγκαθιστούσαν σερβικές αρχές στη Θεσσαλονίκη, ο Ελευθέριος Βενιζέλος τέθηκε επικεφαλής του κινήματος. Εγκατέστησε στη Θεσσαλονίκη κυβέρνηση, συνεργαζόμενος με το ναύαρχο Π. Κουντουριώτη και το στρατηγό Π. Δαγκλή, με σκοπό την ανάληψη πολεμικών επιχειρήσεων κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών και των συμμάχων τους. Η διαμάχη μεταξύ του «Κράτους των Αθηνών», υπό τον Κωνσταντίνο, και του «Κράτους της Θεσσαλονίκης», υπό το Βενιζέλο, έληξε τον Ιούνιο 1917, με την επικράτηση του δεύτερου, χάρη και στην υποστήριξή του από τους Συμμάχους. Η συνακόλουθη οργάνωση αξιόμαχου ελληνικού στρατού στη Μακεδονία και η ανάληψη επιθετικής δράσης στο Μακεδονικό Μέτωπο στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, με κορύφωση τη συντριπτική νίκη των ελληνικών δυνάμεων επί των Βουλγάρων στη μάχη του Σκρα, το 1918.
[9] Η εκδίωξη του ελληνικού πληθυσμού, από τη Μικρά Ασία (τόσο από τα δυτικά μικρασιατικά παράλια, όσο και από τον Πόντο) μετά την ήττα του ελληνικού στρατού τον Αύγουστο 1922 από τις δυνάμεις του Μουσταφά Κεμάλ. Η Καταστροφή συνοδεύθηκε από σφαγές του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας, την πυρπόληση της Σμύρνης και την απώλεια της ανατολικής Θράκης. Το δραματικό τέλος της τρισχιλιετούς ελληνικής παρουσίας στην Ασία και η έλευση 1.500.000 Ελλήνων στην Ευρώπη μετέτρεψε την Ελλάδα στο εθνολογικά πιο ομοιογενές κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Σηματοδοτήθηκε, ταυτόχρονα, το τέλος της Μεγάλης Ιδέας και άρχισε μια νέα εξόρμηση για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του συνόλου της διευρυμένης, εδαφικά και πληθυσμιακά, ελληνικής επικράτειας.
[10] Στα πλαίσια της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης υπογράφηκε και η ελληνοβουλγαρική Συμφωνία για την εθελούσια ανταλλαγή των πληθυσμών, η οποία αποσκοπούσε να διευκολύνει τη μετακίνηση αυτών που είχαν εκατέρωθεν δυσαρεστηθεί από τη χάραξη των συνόρων. Χάρη στη συμφωνία αυτή, 46.000 Έλληνες από τη Βουλγαρία ανταλλάχθηκαν με 92.000 Βουλγάρους από την Ελλάδα. Το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων προσφύγων εγκαταστάθηκε στην ελληνική Μακεδονία και τη δυτική Θράκη. Η ανταλλαγή έγινε παρά την αντίδραση της βουλγαρικής ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση), που επιχείρησε να εμποδίσει βίαια τη μετανάστευση των Βουλγάρων από την Ελλάδα, με προφανή σκοπό να τους χρησιμοποιήσει αργότερα για να ανακινήσει εδαφικές διεκδικήσεις. Οπωσδήποτε, η ελληνοβουλγαρική συμφωνία έπαιξε σημαντικό ρόλο στη σαφή ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου νότια των συνόρων και, αντίστοιχα, του βουλγαρικού στα βόρεια.
[11] Οι εθνολογικές ανακατατάξεις στη νότια Βαλκανική ολοκληρώθηκαν με τη γιγαντιαίας κλίμακας ελληνοτουρκική υποχρεωτική ανταλλαγή του 1923, που οδήγησε στην αναχώρηση των μουσουλμάνων από την Ελλάδα -- εκτός της δυτικής Θράκης -- και στην αντικατάστασή τους από τους ελληνικούς πληθυσμούς, που εκδίωξε από την Τουρκία το κεμαλικό καθεστώς. Περίπου 700.000 Έλληνες της Ασίας εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία, όπου βρίσκονταν περίπου τα τρία τέταρτα των γαιών που διατέθηκαν για την αποκατάσταση των προσφύγων. Το έργο της αποκατάστασης ήταν τιτάνιο και, παρά τις αδυναμίες της ελληνικής διοίκησης, ήλθε σε πέρας χάρη και στην εργατικότητα των ίδιων των προσφύγων. Χαρακτηριστικά για τη νέα εθνολογική πραγματικότητα είναι τα στοιχεία της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων του 1926, σύμφωνα με τα οποία οι Έλληνες ανέρχονταν στο 89% του πληθυσμού της ελληνικής Μακεδονίας, ενώ οι «Βούλγαροι» στο 5% (77.000 σε συνολικό πληθυσμό 1,5 εκατ.).
[12] Η επικράτηση του Κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση έδωσε νέα δυναμική στην επιρροή της ιδεολογίας αυτής στα Βαλκάνια. Η ηττημένη και δυσαρεστημένη Βουλγαρία διέθετε ένα ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα υπό την καθοδήγηση σημαντικών ηγετών, όπως του Γκεόργκι Δημητρώφ, που διατέλεσε και γ. γραμματέας της Κομιντέρν. Έτσι, η Κομιντέρν υιοθέτησε τις αναθεωρητικές αντιλήψεις των Βουλγάρων στο Μακεδονικό ζήτημα, προσπαθώντας να βοηθήσει το κομμουνιστικό κόμμα της χώρας αυτής να επεκτείνει την επιρροή του. Το 1922-5 η Κομιντέρν και η ομοσπονδία των βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων τάχθηκαν υπέρ της δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους (ουσιαστικά υπό βουλγαρική επιρροή) στη Μακεδονία και στη Θράκη, απαρτιζόμενου από τμήματα της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας. Η απόφαση έγινε δεκτή με ιδιαίτερη απροθυμία από τα κόμματα της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας. Για το ΚΚΕ η εξέλιξη αυτή συνοδεύθηκε από αποχωρήσεις στελεχών και τεράστια εκλογική απώλεια στην ελληνική Μακεδονία, από την οποία δεν συνήλθε πλήρως το κόμμα, ακόμη και μετά την αναθεώρηση της απόφασης το 1935. Η γραμμή της Κομιντέρν, το 1922-35, δεν αποδεχόταν ύπαρξη ξεχωριστής «μακεδονικής» εθνότητας. Ωστόσο, η πρότασή της για δημιουργία νέου κράτους στην περιοχή αυτή θα χρησιμοποιηθεί αργότερα από τους Γιουγκοσλάβους κομμουνιστές, για την προώθηση των δικών τους διαφορετικών επιδιώξεων.
[13] Το 1924, συνομολογήθηκε η ελληνοβουλγαρική συμφωνία Πολίτη-Καλφώφ, που αναφερόταν στην προστασία των εκατέρωθεν μειονοτήτων και αναγνώριζε τους Έλληνες σλαβόφωνους ως βουλγαρική μειονότητα. H ελληνική Κυβέρνηση όμως υπό την πίεση της κοινής γνώμης δεν υιοθέτησε τη Συμφωνία. Παράλληλα, το Βελιγράδι κατήγγειλε την ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας του 1913, καθώς φοβόταν ότι, μετά την ελληνοβουλγαρική συμφωνία, θα δεχόταν και αυτό πιέσεις να αναγνωρίσει τους Σλάβους της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας ως Βουλγάρους. Η ακύρωση της συμφωνίας Πολίτη-Καλφώφ οδήγησε σε ένταση Αθηνών-Σόφιας, που κορυφώθηκε το 1925 με το συνοριακό επεισόδιο του Πετριτσίου. Το 1926, το καθεστώς Πάγκαλου σύναψε με τη Γιουγκοσλαβία συμφωνία, που πράγματι δημιουργούσε προβλήματα στην ελληνική κυριαρχία στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Όμως η συμφωνία αυτή απορρίφθηκε από την ελληνική Βουλή μετά την πτώση του Πάγκαλου και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, χωρίς ποτέ να τεθεί σε ισχύ.
[14] Η Κατοχή στην κεντρική και τη δυτική Μακεδονία δημιούργησε μια ιδιάζουσα κατάσταση, καθώς συνδυάσθηκε και με τις περιπλοκές που αφορούσαν τις παλιές βλέψεις γειτονικών χωρών για έξοδο στο Αιγαίο. Οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι επεδίωξαν να κατακερματίσουν πολιτικά την περιοχή, ενθαρρύνοντας αυτονομιστικές ή αποσχιστικές διαθέσεις στους σλαβόφωνους. Η προσπάθεια του Άξονα συνάντησε τη σθεναρή αντίσταση των Ελλήνων, τόσο της Μακεδονίας όσο και της υπόλοιπης Ελλάδας. Ειδικότερα οι σλαβόφωνοι της ελληνικής Μακεδονίας χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες: α) Σε αυτούς που έγιναν όργανα της ιταλικής και της βουλγαρικής πολιτικής, αργότερα, μετά την ήττα του Άξονα, πολλοί από αυτούς ταυτίστηκαν με τη γιουγκοσλαβική πολιτική. β) Σε αυτούς που παρέμειναν, με βαρύτατο προσωπικό κόστος, πιστοί στην ελληνική εθνική ιδέα και γ) σε αυτούς που ακολουθούσαν τη γραμμή του βουλγαρικού ή του γιουγκοσλαβικού κομμουνιστικού αντιστασιακού κινήματος. Οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές, από την πλευρά τους, πίεσαν το ΕΑΜ να δεχθεί τη δημιουργία τμημάτων υπό γιουγκοσλαβική διοίκηση και απαρτιζόμενων από σλαβόφωνους με σλαβική συνείδηση. Το ΕΑΜ δεν δέχθηκε την απαίτηση, αλλά επέτρεψε τη δημιουργία χωριστής πολιτικής οργάνωσης, της ΣΝΟΦ (Σλαβομακεδονικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Προς το τέλος της Κατοχής δέχθηκε τη σύσταση χωριστών σλαβομακεδονικών τμημάτων μέσα στις μεγάλες μονάδες του ΕΛΑΣ. Τα τμήματα αυτά, που στην ουσία εκτελούσαν εντολές των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων, προσπάθησαν να πάρουν υπό τον έλεγχό τους μέρος της δυτικής Μακεδονίας, αλλά ο ΕΛΑΣ τα ανάγκασε εγκαίρως να αποσυρθούν στη Γιουγκοσλαβία.
[15] Ο Ιωσήφ Μπροζ Τίτο ήταν, το 1944-48, ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες της ανατολικής Ευρώπης και ο ισχυρότερος σύμμαχος της Μόσχας στην περιοχή. Η προβολή από μέρους του μιας «μακεδονικής» εθνότητας στα Βαλκάνια εντασσόταν στην προσπάθειά του να αποκτήσει τον έλεγχο των βορείων ακτών του Αιγαίου, αλλά και να εξουδετερώσει τις βουλγαρικές βλέψεις κατά του γιουγκοσλαβικού νότου. Άλλωστε, μια τέτοια «μακεδονική» εθνότητα θα μπορούσε να προωθήσει βλέψεις κατά της ίδιας της βουλγαρικής Μακεδονίας. Στα πλαίσια αυτά, η υιοθέτηση του γεωγραφικού όρου «Μακεδονία» ως εθνικού προσδιορισμού αποδείχθηκε ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια της νέας ηγετικής μερίδας της Γιουγκοσλαβίας. Την εποχή εκείνη οι Γιουγκοσλάβοι ήταν αρκετά ισχυροί, ώστε να επιβάλουν την πολιτική τους στην ηττημένη Σόφια. Για να εξασφαλίσουν, μάλιστα, την ανοχή των Βουλγάρων, υποστήριξαν τις βουλγαρικές διεκδικήσεις επί της δυτικής Θράκης. Ο φαινομενικός θρίαμβος της πολιτικής του Τίτο ήλθε με τις συμφωνίες με το Βούλγαρο ηγέτη Γκ. Δημητρώφ, το καλοκαίρι και φθινόπωρο του 1947. Σύμφωνα με αυτές, η Βουλγαρία θα εκχωρούσε την περιοχή του Πιρίν στη γιουγκοσλαβική «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας», ενώ η τύχη της ελληνικής Μακεδονίας θα καθοριζόταν ανάλογα με την έκβαση του ελληνικού Εμφύλιου πολέμου.
[16] Το καλοκαίρι του 1948, καθώς η Μόσχα προσπαθούσε να ενισχύσει τον έλεγχό της στην ανατολική Ευρώπη, εκδηλώθηκε η ρήξη Τίτο-Στάλιν. Η ρήξη σηματοδότησε εξελίξεις που οδήγησαν και στην έξαρση της διαμάχης Σόφιας-Βελιγραδίου, με συνέπεια τη μείωση των πιέσεων κατά της ελληνικής Μακεδονίας. Καθώς, μετά το 1948, η Σόφια αναδύθηκε ως ο κυριότερος σύμμαχος των Σοβιετικών στην περιοχή, και καθώς η Αθήνα και το Βελιγράδι δεν εμπιστεύονταν τη Βουλγαρία λόγω της στενής εξάρτησής της από τη Μόσχα. Η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία ξεκίνησαν μια διαδικασία προσέγγισης. Η ελληνική πλευρά διατηρούσε μεγάλες επιφυλάξεις για την εθνοποιητική πολιτική του Βελιγραδίου στο γιουγκοσλαβικό νότο, που πρόβαλλε μια «μακεδονική» εθνότητα με διεκδικήσεις επί της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς στη Μακεδονία. Αλλά αφού ο Τίτο δεν διέθετε πλέον τη σοβιετική υποστήριξη (και αντίθετα αντιμετώπιζε απειλή από τη Μόσχα και τη Σόφια στο μακεδονικό γιουγκοσλαβικό χώρο) η προσέγγιση Αθήνας-Βελιγραδίου ήταν φυσιολογική. Με τον τρόπο αυτό εξουδετερώνονταν, στο μέτρο του δυνατού, και οι πιέσεις εναντίον της ελληνικής Μακεδονίας.
[17] Πρωθυπουργός της Ελλάδας και πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Γόνος Μακεδονομάχου, εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Σερρών το 1935 με το Λαϊκό κόμμα, αλλά η πολιτική του σταδιοδρομία διακόπηκε λόγω της δικτατορίας του Μεταξά. Στην περίοδο 1946-55 ανέλαβε πολλά υπουργεία, ενώ το 1955, μετά το θάνατο του Α. Παπάγου, έγινε πρωθυπουργός. Παρέμεινε στην αρχή ως το 1963, κερδίζοντας τις εκλογές του 1956, 1958 και 1961 και συνέδεσε το όνομά του με την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, την ανακήρυξη ανεξάρτητου κυπριακού κράτους το 1959-60, και τη σύνδεση με την ΕΟΚ το 1961. Μετά την εκλογική του ήττα το 1963 αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι. Επανήλθε τον Ιούλιο του 1974, με την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Διατήρησε την εξουσία μέχρι το 1980, κερδίζοντας δύο νέες εκλογικές αναμετρήσεις, το 1974 και το 1977. Υπό την ηγεσία του η «μεταπολίτευση», η οποία φέρει την προσωπική του σφραγίδα, ήταν επιτυχής και αναίμακτη, και η εδραίωση των δημοκρατικών θεσμών πλήρης. Το 1979 υπέγραψε τη Συνθήκη Προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας το 1980-85 και το 1990-1995 ο Καραμανλής υπήρξε ο πρώτος μεγάλος Έλληνας πολιτικός ηγέτης που έτυχε καθολικής αναγνώρισης, με την ολοκλήρωση της πολιτικής του σταδιοδρομίας.
[18] Το καθεστώς Τίτο εκμεταλλεύτηκε τις δυνατότητες ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, προσπαθώντας να δημιουργήσει μια νέα «μακεδονική» εθνότητα στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Συγκεκριμένα χρησιμοποίησε μια σειρά μέτρων όπως: Τη χρήση του γεωγραφικού όρου «Μακεδονία» ως εθνικού. Τη μετάλλαξη του σλαβικού πληθυσμού της ομόσπονδης γιουγκοσλαβικής «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» σε «Μακεδόνες» κατά την εθνική συνείδηση και όχι απλώς κατά τη γεωγραφική έννοια, την οποία ως τότε χρησιμοποιούσαν απλά ως δηλωτική της εντοπιότητάς τους. Την παρουσίαση της δυτικής βουλγαρικής διαλέκτου (υπό χρήση στην περιοχή) ως «μακεδονικής» γλώσσας. Τη δημιουργία αυτοκέφαλης «Μακεδονικής» Εκκλησίας. Την παραχάραξη της ιστορίας, ελληνικής και βουλγαρικής, με τη συγγραφή «επιστημονικών» βιβλίων που αναδείκνυαν «μακεδονικό» έθνος από το Μεσαίωνα. Την προβολή βλέψεων επί της βουλγαρικής και της ελληνικής Μακεδονίας, που θα μπορούσαν, χάρη στην ύπαρξη επεκτατικών στόχων, να συσπειρώσουν όλους τους Γιουγκοσλάβους, και ιδιαίτερα τους «Μακεδόνες».
[19] Κύρια προτεραιότητα της Ελλάδας ήταν η διατήρηση της σταθερότητας στα Βαλκάνια, που θα επέτρεπε μεταξύ άλλων και την αποτελεσματικότερη προστασία της ελληνικής Μακεδονίας, καθώς και τη συνέχιση της ανάπτυξης της χώρας. Στα πλαίσια αυτά εντασσόταν και η πρωτοβουλία του Κ. Καραμανλή, το 1975, για τη θεσμοθέτηση διαβαλκανικής συνεργασίας στον οικονομικό και τεχνικό τομέα. Ήταν η πρώτη φορά που μια πολυμερής συνεργασία δεν στρεφόταν εναντίον άλλης βαλκανικής δύναμης. Παρόλο ότι δεν σημειώθηκαν εντυπωσιακά αποτελέσματα (κυρίως λόγω της καχυποψίας της Μόσχας αλλά και της Άγκυρας) οι προσπάθειες συνεχίστηκαν και στη δεκαετία του 1980, καθώς η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου συνέχισε την πολιτική αυτή, προσπαθώντας μάλιστα να την επεκτείνει και στο πολιτικό πεδίο. Η ελληνική Μακεδονία ήταν μια από τις περιοχές όπου εντοπίσθηκε η συνεργασία, ιδιαίτερα στους τομείς της οικονομίας και βασικών συγκοινωνιακών και τηλεπικοινωνιακών δικτύων.
[20] Πρωθυπουργός της Ελλάδας. Συμμετείχε σε αριστερές οργανώσεις την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά, οπότε και συνελήφθη. Διέφυγε στις ΗΠΑ, όπου διέπρεψε ως καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ. Εξελέγη βουλευτής το 1964 με την Ένωση Κέντρου, υπό την ηγεσία του πατέρα του Γεωργίου, χρημάτισε υπουργός και αναδείχθηκε ως ηγέτης της αριστερής πτέρυγας του κόμματος, ιδιαίτερα μετά την πτώση της κυβέρνησης της ΕΚ το 1965. Συνελήφθη κατά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Μετά την απελευθέρωσή του το 1968, αναμίχθηκε στην αντίσταση κατά της δικτατορίας, επικεφαλής του Πανελλήνιου Αντιστασιακού Κινήματος (ΠΑΚ). Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την πτώση της δικτατορίας και ίδρυσε το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ), με το οποίο κέρδισε τις εκλογές του 1981 και του 1985. Παρά την αρχική του αντίθεση στην ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, ο Α. Παπανδρέου αποδέχθηκε τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας και προσπάθησε με τη διαβαλκανική συνεργασία να διασφαλίσει τη σταθερότητα στα βόρεια ελληνικά σύνορα, ενόψει της τουρκικής απειλής στο Αιγαίο και την Κύπρο. Στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής προχώρησε σε μέτρα αναδιανομής του εισοδήματος. Μετά την ήττα του στις εκλογές του 1989 και 1990, ο Α. Παπανδρέου επανήλθε στην κυβέρνηση κερδίζοντας τις εκλογές του 1993.
[21] Οι Σλαβομακεδόνες, επιμένοντας ότι δεν ήταν Βούλγαροι, αρνούνταν έμμεσα την επέκταση της επιρροής του ανατολικού συνασπισμού στη Γιουγκοσλαβία, και μείωναν τις δυνατότητες της Σόφιας (και της Μόσχας) να αποσταθεροποιήσει τον Τίτο. Έτσι, πολλοί στο δυτικό κόσμο ήταν πρόθυμοι, από αντιπαλότητα προς τη Μόσχα, να υποδεχθούν ευνοϊκά τις θεωρίες των Σκοπίων, μη αντιλαμβανόμενοι στις περισσότερες περιπτώσεις ότι, εκτός από αντιβουλγαρική, η προπαγάνδα αυτή είχε και μια θεμελιωδώς ανθελληνική υφή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: