ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Τις εύφορες πεδιάδες και τις οροσειρές της Μακεδονίας συνένωσαν σε κράτος που επεξέτεινε σταδιακά τα εδάφη του οι Αργεάδες Μακεδόνες. Όλες οι κατακτήσεις βέβαια δεν ενσωματώθηκαν στην καθαυτό Μακεδονία, τη χώρα δηλαδή που αποτελείτο από μακεδονικές κοινότητες, πόλεις ή άλλες ευρύτερες εγκαταστάσεις φύλων. Εκτός από τις τρεις διαδοχικές πρωτεύουσες, τις Αιγές, την Πέλλα και τη Θεσσαλονίκη, στο συνεχώς διευρυνόμενο βασίλειο άκμασαν και άλλες σημαντικές πόλεις, όπως η Αιανή, η Όλυνθος, η Αμφίπολη και η πόλη-ιερό του Δίου. Στην ακμή του μακεδονικού βασιλείου η καθαυτό Μακεδονία περιλάμβανε την περιοχή από την οροσειρά της Πίνδου στα δυτικά μέχρι και την κοιλάδα του Στρυμόνα στα ανατολικά. Από τον Πηνειό και το Αιγαίο πέλαγος στα νότια έφτανε μέχρι περίπου στα σημερινά ελληνικά σύνορα στα βόρεια. Κατά τη Ρωμαιοκρατία τα όρια της επαρχίας της Μακεδονίας εκτείνονταν από την Αδριατική στα δυτικά μέχρι τον Νέστο στα ανατολικά και από την πόλη Βυλάζωρα στα βόρεια μέχρι τον Σπερχειό στα νότια.
Στα δυτικά, νοτιοδυτικά πέρατα της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης, στις βόρειες παρυφές των Πιερίων, ανατολικά του Αλιάκμονα, βρίσκονται η Βεργίνα και τα Παλατίτσια, δύο γειτονικά χωριά που ορίζουν το χώρο της πόλης των Αιγών, μακεδονικής πρωτεύουσας ως τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. και βασιλικής νεκρόπολης. Οι ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1861 από τον Γάλλο αρχαιολόγο L. Heuzey και συνεχίζονται από το 1938 έως τις μέρες μας από το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και την Αρχαιολογική Υπηρεσία έχουν φέρει στο φως τα μνημειώδη ανάκτορα, τμήμα της αρχαίας πόλης και της οχύρωσής της με το θέατρο και τα ιερά αφιερώματα στην Εύκλεια και τη Μητέρα των Θεών, καθώς και πολυάριθμους μακεδονικούς τάφους ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν αυτοί της Μεγάλης Τούμπας. Παράλληλα, στα βόρεια της αρχαίας πόλης έχουν ανασκαφεί τμήματα του Προϊστορικού νεκροταφείου καθώς και ταφές που χρονολογούνται έως και τους πρώιμους κλασικούς χρόνους.
ΠΕΛΛΑ
Στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. η πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου μεταφέρθηκε στην Πέλλα, στις όχθες της Λουδιακής λίμνης που επικοινωνούσε με το Θερμαϊκό κόλπο. Η ευκολία πρόσβασης μέσω της ανοιχτής πεδιάδας βοήθησε στην ανάπτυξη της πόλης. Φυσιογνωμίες του πνεύματος και της τέχνης από τη νότια Ελλάδα συρρέουν στη μακεδονική αυλή σε μια περίοδο διοικητικής και στρατιωτικής αναδιοργάνωσης. Με τον Φίλιππο Β' και τον Αλέξανδρο Γ' η Πέλλα γίνεται μια μεγαλούπολη με επιβλητικό ανακτορικό συγκρότημα και πολυτελείς ιδιωτικές κατοικίες. Η πόλη που απομονώνεται σταδιακά από τη θάλασσα λόγω των προσχώσεων του Αξιού, του Αλιάκμονα και του Λουδία, επεκτείνεται και αναδιοργανώνεται από τον Κάσσανδρο. Η ρυμοτομημένη με το ιπποδάμειο σύστημα Πέλλα έχει ισχυρό πλίθινο τείχος, επιμελημένο υδροδοτικό και αποχετευτικό σύστημα, μεγάλους πλακοστρωμένους δρόμους που καταλήγουν στο λιμάνι, κεντρικό συγκρότημα αγοράς με εργαστήρια παραγωγής και καταστήματα πώλησης προϊόντων αγγειοπλαστικής, κοροπλαστικής, μεταλλικών αντικειμένων και ειδών διατροφής. Στα ιερά της πόλης λατρεύονται η Αθηνά Αλκίδημος, ο Ποσειδώνας, ο Ηρακλής, η Αφροδίτη, η Δήμητρα κ.ά. Αν και η πόλη λεηλατήθηκε από τους Ρωμαίους δεν σταμάτησε να ζει ως τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ., οπότε και καταστρέφεται πιθανόν από σεισμό. Το 30 μ.Χ. οργανώθηκε η ρωμαϊκή αποικία της Πέλλας (Colonia Pellensis) στα δυτικά της πόλης στη θέση της σημερινής Νέας Πέλλας.
ΑΡΧΑΙΑ ΒΕΡΟΙΑ
Στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου, ΝΔ της Πέλλας, βρισκόταν η Βέροια, μία από τις πιο σημαντικές πόλεις της Μακεδονίας κατά τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια. Η θέση κατοικήθηκε συνεχώς τουλάχιστον από τον 5ο αιώνα π.Χ. Οικιστικά κατάλοιπα της κλασικής περιόδου δεν διασώζονται, όμως τα νεκροταφεία με τα πλούσια κτερίσματα στους λακκοειδείς τάφους μαρτυρούν την ύπαρξη μιας πόλης. Μεγάλη ακμή γνώρισε η Βέροια κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Έχουν ανασκαφεί τμήματα ισχυρού τείχους, λείψανα δημόσιων κτιρίων και σταδίου, και νεκροταφεία με λαξευτούς, λακκοειδείς και μακεδονικούς τάφους. Σύμφωνα με τις επιγραφές η πόλη, που ήταν ίσως χτισμένη κατά το ιπποδάμειο σύστημα, διέθετε γυμνάσιο, καθώς και ιερά αφιερωμένα στον Ηρακλή Κυναγίδα, τον Ασκληπιό, την Αθηνά, την Εννοδία κ.ά. Ανθηρά τοπικά εργαστήρια παρήγαν αγγεία και πήλινα ειδώλια υψηλής ποιότητας. Η Βέροια αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, οπότε και έγινε η δεύτερη σε σπουδαιότητα μετά τη Θεσσαλονίκη μακεδονική πόλη. Η ευνοϊκή προς αυτή ρωμαϊκή διοίκηση της απένειμε τιμητικούς τίτλους. Η πόλη ως έδρα του Κοινού των Μακεδόνων αποτελούσε κέντρο της αυτοκρατορικής λατρείας και γνώρισε μεγάλη καλλιτεχνική άνθηση ως το τέλος του 3ου αι. μ.Χ. οπότε προχώρησε σε μία νέα φάση της ιστορικής πορείας της.
Χάλκινη μορφή λουόμενης, η γνωστή ως 'κόρη της Βέροιας', 3ος αι. π.Χ., Μόναχο |
Η Αιανή βρίσκεται νότια της σημερινής Κοζάνης και αποτελούσε στην αρχαιότητα την πρωτεύουσα του βασιλείου της Ελίμειας στην Άνω Μακεδονία. Σε λόφο της περιοχής έχουν ανακαλυφθεί και ανασκάπτονται εκτεταμένα ερείπια μιας πόλης που κατοικήθηκε από τα προϊστορικά χρόνια ως τον 1ο αιώνα π.Χ. Η πόλη που είχε χτιστεί σύμφωνα με το ελεύθερο πολεοδομικό σύστημα, διατασσόταν σε αλλεπάλληλα άνδηρα και περιλάμβανε μεγάλα δημόσια στωικά οικοδομήματα, κυκλική δεξαμενή και άλλες εγκαταστάσεις υδροδότησης καθώς και πολλές κατοικίες. Τα περισσότερα κτίρια διαρθρώνονταν σε πολλαπλά επίπεδα εξαιτίας της διαμόρφωσης του εδάφους. Γύρω από το λόφο απλώνονται εκτεταμένα νεκροταφεία και συστάδες τάφων που χρονολογούνται από την ύστερη εποχή του Χαλκού ως το τέλος της ελληνιστικής περιόδου. Στη νεκρόπολη των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων βρέθηκαν κτιστοί θαλαμωτοί και κιβωτιόσχημοι τάφοι, καθώς και ένα ηρώο, που πρέπει να ανήκαν σε μέλη της ανώτατης κοινωνικής τάξης του βασιλείου της Ελίμειας. Τα πλούσια κτερίσματα των τάφων και τα ευρήματα στην περιοχή της πόλης φανερώνουν την ύπαρξη εμπορικών και πολιτιστικών σχέσεων με τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο και την άνθηση τοπικών εργαστηρίων μεταλλοτεχνίας, κοροπλαστικής και αγγειοπλαστικής. Πρόκειται δηλαδή για μία πλήρως οργανωμένη ήδη από τους κλασικούς χρόνους πόλη, η ανακάλυψη της οποίας ανατρέπει παλαιότερες θεωρίες για πολιτιστική απομόνωση της Άνω Μακεδονίας σε αυτήν την πρώιμη περίοδο.
Πήλινο γυναικείο ειδώλιο από την Αιανή, μέσα 6ου αι. π.Χ. |
Στους βόρειους πρόποδες του Ολύμπου βρισκόταν το θρησκευτικό κέντρο των Μακεδόνων, το Δίον. Εκεί τελούνταν από το τέλος του 5ου ως τον 2ο αιώνα π.Χ. τα «Ολύμπια τα εν Δίω», θεατρικοί και γυμνικοί αγώνες αφιερωμένοι στον Ολύμπιο Δία (Β 132) και τις Πιερίδες Μούσες. Η μικρή σε έκταση πόλη του Δίου περιβαλλόταν από τετράγωνο οχυρωματικό περίβολο και ήταν διαρθρωμένη σύμφωνα με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Στα οικοδομικά τετράγωνα υψώνονταν πολυτελείς οικίες διακοσμημένες με ψηφιδωτά και έργα τέχνης, καταστήματα, θέρμες εργαστήρια. Έξω από τα τείχη της πόλης βρίσκονταν θέατρα, στάδιο και ιερά. Έχουν εντοπιστεί και ανασκάπτονται τα ιερά του Διός και των Μουσών, της Δήμητρας, του Διονύσου και της Ίσιδας καθώς και δύο θέατρα, ένα ελληνιστικό και ένα ρωμαϊκό. Τα νεκροταφεία του Δίου απλώνονται στα βόρεια και δυτικά της πόλης και περιλαμβάνουν ταφές από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. ως τις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. Με διαταγή του Αυγούστου ιδρύθηκε αμέσως μετά το 31 π.Χ. ρωμαϊκή αποικία στο Δίον. Παρά την εγκατάσταση των Ρωμαίων αποίκων η πόλη διατήρησε τον ελληνικό της χαρακτήρα, όπως πιστοποιεί το πλήθος των ελληνικών επιγραφών. Στα πρωτοβυζαντινά χρόνια χτίζονται στην πόλη βασιλικές, ενώ η παρακμή επέρχεται σταδιακά κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ.
Κάτοψη του αρχαιολογικού χώρου του Δίου, 420 π.Χ. - 500 μ.Χ. |
Το 315 π.Χ. ο Κάσσανδρος ίδρυσε κοντά στη Θέρμη την πόλη που έμελλε να αναδειχτεί τρίτη πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου με το όνομα της ετεροθαλούς αδελφής τού Αλέξανδρου Γ’ και συζύγου του Θεσσαλονίκης. Στην περιοχή υπάρχουν ίχνη συνεχούς κατοίκησης από τη Νεολιθική εποχή (Καραμπουρνάκι, Άνω Τούμπα, Σταυρούπολη, κ.ά.), ενώ από τον προϋπάρχοντα οικισμό της Θέρμης στο μυχό του ομώνυμου κόλπου σώζονται αρχιτεκτονικά μέλη από μεγάλο ιωνικό ναό του τέλους του 6ου αιώνα π.Χ. Η ελληνιστική πόλη, αποτέλεσμα του συνοικισμού 26 οικισμών της περιοχής, χτίστηκε σύμφωνα με το ιπποδάμειο σύστημα και ενισχύθηκε με ευρύχωρη ακρόπολη και τείχος. Μετά την ήττα του Περσέα στην Πύδνα (168 π.Χ.) η πόλη γίνεται πρωτεύουσα της «Δευτέρας» από τις τέσσερις μερίδες στις οποίες οι Ρωμαίοι διαίρεσαν τη Μακεδονία. Σε οδικά νευραλγικό σημείο η πόλη αποτελεί το διοικητικό και οικονομικό κέντρο που στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. είναι η πιο πολυάνθρωπη πόλη της Επαρχίας της Μακεδονίας. Από τα ιδρυτικά μέλη του Πανελληνίου που ίδρυσε το 132/131 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Αδριανός, η Θεσσαλονίκη τελεί κάθε τέσσερα χρόνια τους οικουμενικούς αγώνες των Πυθίων και δέχεται τους τιμητικούς τίτλους της «Μητρόπολης» και της «Κολωνίας». Ως έδρα του τετράρχη Γαλέριου γνωρίζει άνθηση, ενώ χάρη στον Μεγάλο Κωνσταντίνο αποκτάει και τεχνητό λιμάνι.
Τοπογραφικό σχέδιο της Θεσσαλονίκης με τα αρχαία μνημεία της πόλης, 315 π.Χ.-324 μ.Χ. |
Στο χώρο όπου ίσως βρισκόταν και η ελληνιστική αγορά, εκτείνονται και τα κτιριακά συγκροτήματα της εποχής των Αντωνίνων και των Σεβήρων (2ος-3ος αιώνας μ.Χ.). Λόγω της κλίσης του εδάφους, ο χώρος οργανώθηκε σε δύο επίπεδα (Άνω και Κάτω Αγορά) που συνδέονταν με λίθινη κλίμακα. Την πλακοστρωμένη τετράγωνη άνω πλατεία περιέβαλλαν στωικά οικοδομήματα με δίτονες κιονοστοιχίες και διακοσμημένα δάπεδα. Στην ανατολική πλευρά της βρισκόταν η βιβλιοθήκη και το ωδείο που στηριζόταν σε καμαροσκέπαστες στοές. Από τη μεγάλη υψομετρική διαφορά με την Κάτω Αγορά (τη Μεγαλοφόρο των Βυζαντινών) διαμορφώθηκε κάτω από τη νότια στοά ένας cryptoporticus που είχε πρόσοψη προς το κατώτερο επίπεδο και χρησίμευε ως αναλημματικός τοίχος της Άνω Αγοράς και τόπος καταφυγής σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Η πρόσοψη του όλου συγκροτήματος του Forum προς τη Via Regia (τη σύγχρονη Εγνατία οδό) ήταν μεγαλοπρεπής, καθώς η δίτονη νότια στοά της Κάτω Αγοράς έφερε ανάγλυφες μορφές Μαινάδας, Διονύσου, Γανυμήδη κ.ά. [οι γνωστές ως Incantadas (=Μαγεμένες) ή Είδωλα, σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου] και εξέδρα στα ΝΑ.
Ανάγλυφη μορφή Διονύσου από τη στοά των Incantadas της αγοράς της Θεσσαλονίκης, 2ος-3ος αι. μ.Χ., Παρίσι, Musee du Louvre |
Στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. ο τετράρχης Γαλέριος επεξέτεινε τα ανατολικά όρια της πόλης που έκανε πρωτεύουσά του για να ανοικοδομήσει μια σειρά κτιρίων για προσωπική του κυρίως χρήση. Διατεταγμένο σε ευθεία με άξονα Β-Ν το Γαλεριανό συγκρότημα περιλάμβανε: τη Ροτόντα (πλινθόκτιστο κυκλικό κτίριο με τρούλο και οπαίο) για μαυσωλείο του Γαλέριου ή Πάνθεον, τη Θριαμβική Αψίδα (Καμάρα) με ανάγλυφες παραστάσεις που μαζί με στεγασμένη αίθουσα διαμόρφωνε μνημειακό πρόπυλο για την πομπική οδό που οδηγούσε στη Ροτόντα, ορθογώνια αταύτιστη ακόμη αίθουσα με τοιχογραφίες και ψηφιδωτό δάπεδο μαζί με δεύτερη συνεχόμενη με ημικυκλική αψίδα, το Ανάκτορο (τετράπλευρο, διώροφο τοιχογραφημένο οικοδόμημα με διάρθρωση παρόμοια εκείνης των ρωμαϊκών στρατοπέδων) με κύρια είσοδο προς τη θάλασσα (την Εκκλησιαστική Σκάλα) και το Οκτάγωνο (οκταγωνικό διώροφο κτίριο με πλούσια διακόσμηση) ίσως η αίθουσα θρόνου του Τετράρχη. Αναπόσπαστο τμήμα του ανακτορικού συγκροτήματος αποτελούσε ο Ιππόδρομος, τμήματα του οποίου έχουν εντοπιστεί κάτω από την ομώνυμη σημερινή πλατεία (διάδρομοι, υποδομή εδράνων). Ο Ιππόδρομος βρισκόταν σε επαφή με το ανακατασκευασμένο ανατολικό σκέλος του οχυρωματικού περιβόλου και είχε έκταση 30.000 τ.μ. Το τέλος της χρησιμοποίησής του σηματοδοτείται από τη σφαγή των συγκεντρωμένων στο χώρο θεατών που διέταξε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος το 390 μ.Χ. με αφορμή εξέγερση πολιτών εναντίον της γοτθικής φρουράς και του αρχηγού της Βουτέριχου.
Το Οκτάγωνο από το ανακτορικό συγκρότημα του Γαλερίου, 305-311 μ.Χ., Θεσσαλονίκη |
Η Όλυνθος, που το προελληνικό όνομά της σημαίνει άγρια συκιά, ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα π.Χ. στη Χαλκιδική από τους Βοττιαίους. Η πόλη χτισμένη σε λόφο σύμφωνα με το ελεύθερο σύστημα, καταστράφηκε από τους Πέρσες το 479 π.Χ. και παραδόθηκε στους Χαλκιδείς. Το 432 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας Περδίκκας Β' έπεισε τις πόλεις της Χαλκιδικής να αποστατήσουν από την Αθηναϊκή Συμμαχία και να συστήσουν το Κοινό των Χαλκιδέων. Οι κάτοικοι των πόλεων αυτών εγκατέλειψαν τις εστίες τους και συνοικίστηκαν στην Όλυνθο. Η πόλη ξαναχτίστηκε σ' ένα λόφο βόρεια της παλιάς φάσης για να δεχτεί τους Χαλκιδείς. Ως έδρα του Κοινού των Χαλκιδέων γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη. Στο τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. αριθμούσε 15.000 κατοίκους και στο α’ μισό του επόμενου αιώνα έγινε η ισχυρότερη πόλη της χερσονήσου. Η κλασική Όλυνθος ήταν οργανωμένη κατά το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα και περιβαλλόταν με τείχος. Οι πλατιές λεωφόροι και οι μεγάλες καλοχτισμένες οικίες που κοσμούνταν με ψηφιδωτά στα δάπεδα και κονιάματα στους τοίχους φανερώνουν την ευημερία της πόλης. Η Όλυνθος που αντιστάθηκε στα επεκτατικά σχέδια του Φιλίππου Β’ καταστράφηκε ολοσχερώς από το Μακεδόνα βασιλιά το 348 π.Χ.
ΑΡΧΑΙΑ ΑΜΦΙΠΟΛΗ
Ανάμεσα στον πλωτό Στρυμόνα και το πλούσιο σε ναυπηγήσιμη ξυλεία και πολύτιμα μέταλλα Παγγαίο, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, στο σταυροδρόμι οδικών αρτηριών, ιδρύθηκε από τους Αθηναίους το 437 π.Χ. η Αμφίπολη. Ισχυρό μακεδονικό φρούριο μετά την κατάληψή της από τον Φίλιππο Β' το 357 π.Χ. και έδρα βασιλικού νομισματοκοπείου αναπτύσσεται σε ισχυρό στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο που συμβάλλει στον εξελληνισμό της Θράκης. Στα ρωμαϊκά χρόνια ως πρωτεύουσα της «Πρώτης» μερίδας, ακμάζει λόγω της διέλευσης της Εγνατίας. Το ελληνιστικό τείχος της παρουσιάζει ενδιαφέρον καθώς διαθέτει σύστημα αποχέτευσης όμβριων υδάτων, ενώ μία ξύλινη γέφυρα ένωνε την μία από τις πέντε πύλες του με την απέναντι όχθη του Στρυμόνα. Λίγα είναι τα ιερά των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων που σώζονται. Ανάμεσα στα δημόσια κτίρια ξεχωρίζει το Γυμνάσιο (πιθανότατα 3ος αιώνας π.Χ.-1ος αιώνας μ.Χ.) με τη μνημειακή κλίμακα, την πλαισιωμένη από στοές αυλή, την παλαίστρα, τις δεξαμενές και το σύστημα υδροδότησής του. Η κοινωνική διαστρωμάτωση (γεωργοί, έμποροι, βιοτέχνες, τεχνίτες) διαφαίνεται εκτός από τις οικίες και από τα εκτός των τειχών νεκροταφεία της πόλης (μακεδονικοί, κιβωτιόσχημοι, κεραμοσκεπείς τάφοι). Έξω από τα τείχη βρίσκεται και ο γνωστός Λέων της Αμφίπολης, ίσως ταφικό μνημείο του ναυάρχου Νεάρχου. Τα ευρήματα όλων των εποχών δείχνουν πλούσια καλλιτεχνική παραγωγή με πολύμορφες επιδράσεις καθώς και λειτουργία ακμαζόντων εργαστηρίων τορευτικής, κοροπλαστικής και πλαστικής.
Άποψη του συγκροτήματος του γυμνασίου της Αμφίπολης, 3ος αι. π.Χ.- 1ος αι. μ.Χ. |
ΑΡΧΑΙΟΙ ΦΙΛΙΠΠΟΙ
Το 360 π.Χ. Θάσιοι άποικοι ίδρυσαν στη θέση των μεταγενέστερων Φιλίππων μία πόλη που ονομάστηκε Κρηνίδες. Η αποικία βρισκόταν πάνω στο δρόμο που οδηγούσε στην ενδοχώρα, διέθετε εύφορη γη, δυνατότητα εύκολης εκμετάλλευσης της ναυπηγήσιμης ξυλείας των δασών και κυρίως ήλεγχε δύο πλούσιες σε χρυσό και άργυρο περιοχές, το Παγγαίο και τον Όρβηλο. Το 356 π.Χ. ο Φίλιππος Β’ κατέκτησε αυτή την εξαιρετικά επίκαιρη θέση και τη μετονόμασε σε Φιλίππους. Η πόλη οχυρώθηκε και δέχτηκε την εγκατάσταση Μακεδόνων αποίκων. Ο εντοπισμός νέας πηγής χρυσού στην περιοχή επιβεβαίωσε τη σημασία των Φιλίππων για το μακεδονικό κράτος. Η ευημερία της πόλης συνεχίστηκε και κατά την ελληνιστική περίοδο. Από τη φάση αυτή δεν σώζονται πολλά μνημεία, καθώς η διαρκής κατοίκηση ως το τέλος των πρωτοβυζαντινών χρόνων κάλυψε τα προγενέστερα κτίρια. Γνωρίζουμε πάντως ότι οι Φίλιπποι ήταν χτισμένοι σύμφωνα με το ιπποδάμειο σύστημα, περιβάλλονταν από τείχη που ξεκινούσαν από την ακρόπολη στην κορυφή του λόφου, και διασχίζονταν από έναν κύριο δρόμο με κατεύθυνση Α-Δ την πορεία του οποίου ακολούθησε αργότερα η Εγνατία οδός. Η πόλη διέθετε επίσης θέατρο και δύο σημαντικά για τη λατρευτική ζωή της ηρώα. Προς το τέλος της ελληνιστικής περιόδου οι Φίλιπποι παρήκμασαν σταδιακά. Γνώρισαν όμως νέα άνθηση κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Χρυσό στεφάνι με φύλλα βαλανιδιάς από μακεδονικό τάφο της περιοχής των Φιλίππων, 2ος αι. π.Χ., Καβάλα, Αρχαιολογικό Μουσείο |
Σημαντικό γεγονός για την ιστορία των Φιλίππων υπήρξε η μάχη που διεξήχθη το 42 π.Χ. έξω από τα τείχη της πόλης ανάμεσα στους Ρωμαίους δημοκρατικούς Βρούτο και Κάσσιο και τους εκδικητές του Ιούλιου Καίσαρα Οκταβιανό και Αντώνιο. Μετά τη μάχη ιδρύθηκε στους Φιλίππους ρωμαϊκή αποικία και εγκαταστάθηκαν εκεί βετεράνοι. Η χρήση των ρωμαϊκών θεσμών και της λατινικής γλώσσας στη διοίκηση δεν εξάλειψε την ελληνική γλώσσα από την πόλη. Η ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων γνώρισε μεγάλη άνθηση στους αιώνες που ακολούθησαν. Την πόλη διέσχιζε διαγώνια η Εγνατία οδός. Στο νότιο τμήμα βρίσκονταν τα δημόσια κτίρια, όπως το forum (αγορά) των Φιλίππων, ναοί της αυτοκρατορικής λατρείας, η βιβλιοθήκη, η εμπορική αγορά, τα λουτρά και η παλαίστρα. Βόρεια της Εγνατίας οδού στις πλαγιές του λόφου της ακρόπολης είχε ανεγερθεί το ιερό των Αιγυπτίων θεών καθώς και μικρά ιερά αφιερωμένα σε διάφορες άλλες θεότητες. Στο ίδιο τμήμα βρισκόταν και το μνημειακό θέατρο των Φιλίππων θεμελιωμένο από τον Φίλιππο Β’. Η ζωή της πόλης των Φιλίππων σημαδεύτηκε από την επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου (49 μ.Χ.), που έθεσε τις βάσεις μιας ακμάζουσας χριστιανικής κοινότητας.
Η περίφημη πόλη της Βέροιας, με συνεχή ιστορία από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία όσο τα σύνορα του μεσαιωνικού ελληνικού κράτους στένευαν. Το 1001 ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ έδωσε τέλος σε μια πρόσκαιρη βουλγάρικη κατοχή της πόλης. Η Βέροια αντιμετώπισε πάλι αναστατώσεις που προξένησαν διάφοροι κατακτητές (Φράγκοι, Βούλγαροι, Σέρβοι) στον 13ο και 14ο αιώνα. Η άλωσή της από τους Τούρκους επήλθε το 1433. Η σπουδαιότητα της Βέροιας στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου φαίνεται και από τη θέση της στην εκκλησιαστική ιεραρχία του πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Η πόλη έγινε αρχιεπισκοπή στα τέλη του 13ου και μητρόπολη στις αρχές του 14ου αιώνα. Σήμερα διατηρούνται σε αυτήν 48 ιστορικοί ναοί, από τους οποίους 39 έχουν τοιχογραφίες χρονολογημένες από το 1200 ως και τον 18ο αιώνα.
Σχέδιο της βυζαντινής Βέροιας με τα εκκλησιαστικά μνημεία της πόλης, 324-1433 |
Η Παλιά Μητρόπολη της Βέροιας κτίστηκε από τον επίσκοπο της πόλης Νικήτα στη δεκαετία 1070-1080. Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους μεσοβυζαντινούς ναούς στο χώρο των Βαλκανίων, με μορφή τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής, που στο σχήμα μιμείται τον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης. Οι τοιχογραφίες, που κοσμούν το εσωτερικό της και αποτελούν ένα από τα σπουδαιότερα έργα βυζαντινής ζωγραφικής, ανάγονται στην περίοδο 1215/6-1224/5, όταν την πόλη της Βέροιας διαφέντευε ο δεσπότης της Ηπείρου και μετέπειτα αυτοκράτορας της Θεσσαλονίκης Θεόδωρος Άγγελος. Υπάρχουν ακόμη και τοιχογραφίες του τέλους του 13ου και των αρχών του 14ου αιώνα, ίσως λίγο μετά το 1320. Οι τελευταίες είναι ενδεικτικές των πιο εκλεπτυσμένων τάσεων της Παλαιολόγειας αναγέννησης.
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΡΟΙΑ
Ο μονόχωρος ναός του Χριστού υπήρξε καθολικό σταυροπηγιακής μονής του 14ου αιώνα. Με έγγραφα του πατριάρχη Νήφωνος και του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β’, του έτους 1314, ο ναός πέρασε στην κυριότητα του μοναχού Ιγνατίου Καλοθέτου, προσωπικού φίλου του Γρηγορίου Παλαμά, ο οποίος ασκήτευε τότε στην κοντινή προς τη Βέροια μονή του Τιμίου Προδρόμου. Ο Ιγνάτιος προσκάλεσε τον Θεσσαλονικιό Γεώργιο Καλλιέργη, τον «άριστο ζωγράφο πάσης Θετταλίας», όπως ο ίδιος ο καλλιτέχνης επιδεικτικά υπογράφει στην κτητορική επιγραφή του ναού, για να διακοσμήσει τη μονή. Το έργο του Καλλιέργη, ένα από τα σπανιότερα επιτεύγματα της Παλαιολόγειας αναγέννησης στη ζωγραφική, προκαλεί και σήμερα το θαυμασμό. Ο ζωγράφος θέλγεται από την πρόκληση του χρώματος, με το οποίο επιζητεί να μεταφέρει στον τοίχο το προσωπικό του όραμα διαποτισμένο από βαθιά θεολογική γνώση, όπως την καλλιέργησαν σύγχρονοί του Θεσσαλονικείς λόγιοι.
Τοιχογραφία του Γ. Καλλιέργη που εικονίζει την Ανάσταση, 1315, Βέροια, Ναός του Χριστού |
Ο ναός των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττας, θαυμάσιο για τον κεραμοπλαστικό του διάκοσμο κτίσμα, ιδρύθηκε στα μέσα του 14ου αιώνα από τον επίσκοπο Μακάριο ως ανδρική μονή της Βέροιας. Το 1395 αμφισβητήθηκε από τον τοπικό μητροπολίτη η σταυροπηγιακή και πατριαρχική ιδιότητα της μονής. Δεν γνωρίζουμε την έκβαση της διαμάχης που ακολούθησε μεταξύ του πατριαρχείου και της μητρόπολης. Πάντως στον 16ο αιώνα η μονή πρέπει να είχε χάσει τη σταυροπηγιακή και πατριαρχική ιδιότητα. Ο ναός επιδέχτηκε ποικίλες επισκευές στη μακραίωνη ιστορία του και διατηρεί τμήμα των αρχικών τοιχογραφιών των μέσων του 14ου αιώνα, άλλες του τέλους του 15ου αιώνα και του 1589. Οι τελευταίες είναι έργο ενός τοπικού ζωγράφου, χωρίς ιδιαίτερη καλαισθησία, ο οποίος διακόσμησε και άλλες εκκλησίες της Βέροιας και της περιοχής της ως το 1607.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Η Θεσσαλονίκη έπαιξε σημαντικό ρόλο στις ιστορικές εξελίξεις της βυζαντινής εποχής. Τα ισχυρά της τείχη αντιστάθηκαν στις ποικίλες ορδές βαρβάρων ενώ αλώθηκαν μόνο τέσσερις φορές σε διάστημα 1000 ετών. Ως διοικητικό κέντρο η Θεσσαλονίκη συγκέντρωσε πολλές υπηρεσίες και στρατιωτικές αρχές, ενώ από το λιμάνι της διακινούνταν τα προϊόντα όλης της Βαλκανικής. Έδρα μητρόπολης από την οποία εξαρτιόνταν δώδεκα επισκοπές κοσμήθηκε από ανθρώπους των γραμμάτων (Ιωάννης 7ος αιώνας, Λέων ο Μαθηματικός 9ος αιώνας, Ευστάθιος 12ος αιώνας, Γρηγόριος Παλαμάς 14ος αιώνας, Συμεών 15ος αιώνας) και ηγήθηκε της προσπάθειας του εκχριστιανισμού των Σλάβων (αδελφοί Κωνσταντίνος-Κύριλλος και Μεθόδιος 9ος αιώνας). Από τους μεσοβυζαντινούς χρόνους και μετά αποκτά έντονη πνευματική κίνηση, αντίστοιχη της Κωνσταντινούπολης, με επιρροή μέχρι τον Άθωνα. Παρά τις θρησκευτικές διαμάχες (Ησυχασμός), τους εμφύλιους πολέμους και τις κοινωνικές αναταραχές (Ζηλωτές) η Θεσσαλονίκη γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της τον 14ο αιώνα που διαπιστώνεται ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική, την αγιογραφία και τη ψηφοθετική. Μετά από την ταραχώδη περίοδο του τέλους του 14ου αιώνα και τη σύντομη βενετική κατοχή (1423-1430) η πόλη με την προσάρτησή της τελικά στο κράτος του Μουράτ Β' (1430) εισέρχεται σε μια νέα περίοδο.
Τοπογραφικό σχέδιο της Θεσσαλονίκης με τα βυζαντινά μνημεία της πόλης, 324-1430 |
Η ιστορία της Καστοριάς άρχισε στον 6ο αιώνα, όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α' αποφάσισε να μεταφέρει σε μια ασφαλή χερσόνησο στη λίμνη της Καστοριάς τον πληθυσμό της παρακείμενης πόλης Διοκλητιανούπολης, που είχε καταστραφεί από επιδρομές βαρβάρων. Η Καστοριά εμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο κατά τη διάρκεια των βουλγαρικών επιδρομών, που αποκρούστηκαν με επιτυχία το 1018. Το 1081 καταλήφθηκε από τους Νορμανδούς για να ελευθερωθεί σύντομα από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α' Κομνηνό. Στον 13ο αιώνα δραστηριοποιήθηκαν στην Καστοριά και την περιοχή της δυνάμεις των Βουλγάρων, του κράτους της Ηπείρου και της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Στον 14ο αιώνα η πόλη πέρασε διαδοχικά στην κατοχή Σέρβων, Αλβανών και Τούρκων (1386).
Η βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Στεφάνου. Κτίστηκε τον 11ο αιώνα |
Η τρίκλιτη βασιλική του Αγίου Στεφάνου είναι ένα από τα παλιότερα εκκλησιαστικά μνημεία στη Βαλκανική χερσόνησο με χαριτωμένο κεραμοπλαστικό διάκοσμο και τοιχογραφίες, από τις οποίες το πρώτο στρώμα ανάγεται στον 9ο αιώνα. Το στρώμα αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό ως δείγμα πρώιμης ζωγραφικής υψηλού εικονογραφικού και καλλιτεχνικού επιπέδου. Η ζωγραφική είναι επίπεδη, αφηρημένη, με παράξενους συνδυασμούς χρωμάτων και γεωμετρική στην οργάνωση των συνθέσεων. Στον 12ο αιώνα χρονολογούνται μερικές σκόρπιες αφιερωματικές ή λειτουργικές παραστάσεις στο νάρθηκα ή στα χαμηλά σημεία των τοίχων του κυρίως ναού. Οι παραστάσεις στην οροφή του κυρίως ναού πρέπει να χρονολογηθούν γύρω στο 1200 και μερικές άλλες στον 13ο και 14ο αιώνα.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ
Ο ναός των Αγίων Αναργύρων, μια τρίκλιτη βασιλική με θαυμάσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο και ενδιαφέρουσες αναλογίες, είναι κτίσμα του 11ου αιώνα με τοιχογραφίες σε δύο στρώματα του 11ου και 12ου αιώνα. Οι αρχικές τοιχογραφίες είναι εμφανείς σε σημεία όπου έχουν καταπέσει οι μεταγενέστερες του 12ου αιώνα και ως πολύ συντηρητικές δεν παρέχουν εκφραστική ζωγραφική. Αντίθετα οι τοιχογραφίες του 12ου αιώνα, με πλούσια εικονογράφηση, αποπνέουν ένα ύφος υψηλής καλλιτεχνικής αξίας, σύμφωνο με το δυναμισμό της κομνήνειας τέχνης. Πανύψηλοι άγιοι με πρόσωπα γεμάτα από έντονη ψυχική έκφραση και ευγενικές, σχεδόν θεατρικές, στάσεις, συνθέτουν με αρμονικά χρώματα παραστάσεις που αποτελούν ένα από τα σπουδαιότερα έργα της βυζαντινής τέχνης. Στο ναό μπορεί να θαυμάσει κανείς, ανάμεσα σε άλλες, τις μορφές του κτήτορα Θεοδώρου Λημνιώτη, της συζύγου του Άννας, του γιου τους Ιωάννου και ενός μοναχού Θεοφίλου Λημνιώτη.
Τοιχογραφία με τον Ενταφιασμό του Χριστού, περ. 1180, Καστοριά, Άγιοι Ανάργυροι. |
Ο Άγιος Νικόλαος του Κασνίτζη είναι ένας μικρός μονόχωρος ναός με τοιχογραφίες του 12ου αιώνα. Ο διάκοσμος παρέχει ένα καθαρό δείγμα για το πώς εικονογραφείται ένας ναός με τέτοιο σχήμα. Η πάνω ζώνη της ζωγραφικής καλύπτεται από σκηνές του Ευαγγελίου και η κάτω από ολόσωμους αγίους στη σειρά. Στο νάρθηκα υπάρχουν σκηνές από το βίο του τιμώμενου αγίου Νικολάου και παραστάσεις των κτητόρων Νικηφόρου Κασνίτζη και της συζύγου του Άννας. Από άποψη τέχνης όλες οι μορφές παρουσιάζουν ομοιογένεια ύφους ως έργο ενός ζωγράφου που ενδιαφέρεται να παρουσιάσει σώματα ψηλά και λυγερά, ευγενικά πρόσωπα και χρώματα απαλά, χωρίς σκληρές μεταβάσεις στους τόνους. Η αρμονία και η απόρριψη κάθε περιττού δημιουργούν μια ατμόσφαιρα μοναδικής εσωτερικής σοβαρότητας, που αντανακλά τις ιδιαίτερες θρησκευτικές ιδέες της περιόδου των Κομνηνών.
Τοιχογραφία με την Κοίμηση της Θεοτόκου, 1170-1180, Καστοριά, Άγιος Νικόλαος του Κασνίτζη |
Ο μονόχωρος ναός με νάρθηκα της Παναγίας της Μαυριώτισσας, καθολικό της ομώνυμης μονής, είναι ίσως κτίσμα του 11ου αιώνα.
Δίπλα του ιδρύθηκε στον 16ο αιώνα παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Ιωάννη το Θεολόγο με τοιχογραφίες του 1552, φιλοτεχνημένες από το ζωγράφο Ευστάθιο Ιακώβου.
Οι σωζόμενες τοιχογραφίες του καθολικού περιορίζονται στο ιερό, στο δυτικό τοίχο του κυρίως ναού και στο νάρθηκα. Το ιδιαίτερο ύφος τους δημιουργεί έντονες επιφυλάξεις για τη χρονολόγησή τους, που κυμαίνεται από τον 11ο ως και τις αρχές του 13ου αιώνα. Πράγματι η τέχνη τους δεν παρέχει στοιχεία που να σχετίζονται με την τοπική παράδοση. Η βιαιότητα και οι παραμορφώσεις στο σχέδιο φθάνουν σε έσχατα σημεία αφαίρεσης. Στον 13ο αιώνα μερικές από τις παλιές αυτές τοιχογραφίες επισκευάστηκαν και νέες κόσμησαν τον εξωτερικό τοίχο του νάρθηκα.
Τοιχογραφία με τη Σταύρωση του Χριστού, περ. 1260, Καστοριά, μονή Μαυριώτισσας, καθολικό |
Η Παναγία Κουμπελίδικη ή Σκουταριώτισσα, μικρός τρίκογχος ναός με τρούλο του 10ου αιώνα, αποτελεί σήμερα το έμβλημα της Καστοριάς. Το μικρό σχήμα του ναού και ο ψηλός τρούλος με την ποικίλη τοιχοδομία απέδωσαν ένα αρχιτεκτονικό κόσμημα στην πόλη. Οι τοιχογραφίες, χρονολογημένες στον 13ο αιώνα, δεν διατηρούνται σε ικανοποιητική κατάσταση. Σήμερα στέκεται κανείς κυρίως στην Κοίμηση της Θεοτόκου στο δυτικό τομέα του κυρίως ναού και στη σπάνια παράσταση της Αγίας Τριάδος στο νάρθηκα. Η ζωγραφική στο σύνολό της τυπική, χωρίς εσωτερικό πνεύμα, υιοθετεί παρόλα αυτά κάποιους νεωτερισμούς προαναγγέλλοντας το φαινόμενο της δημιουργικής έξαρσης που παρατηρούμε στα χρόνια των Παλαιολόγων. Μερικές ακόμη τοιχογραφίες στο νάρθηκα χρονολογούνται στον 17ο αιώνα και οι τοιχογραφίες της πρόσοψης του ναού στο 1496.
Ο ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
Ο Ταξιάρχης Μητροπόλεως, μικρή τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα, που χρονολογείται στον 10ο αιώνα, έχει πολυσήμαντη αξία τόσο για την παλαιότητά του, όσο και για τις αρχικές τοιχογραφίες του. Οι παραστάσεις αυτές, αν και φθαρμένες από την πολυκαιρία, είναι σημαντικές για τη μελέτη της τέχνης της μεσοβυζαντινής περιόδου. Η παλιά τοιχογράφηση επικαλύφθηκε από νέα, του 1359/60, που είναι και η κυρίως ορατή σήμερα. Οι νέες παραστάσεις έχουν ιδιαίτερα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά και δεν ακολουθούν τους εκφραστικούς κανόνες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή στα μεγάλα αστικά κέντρα του Βυζαντίου. Από αυτήν την εποχή και έπειτα διαμορφώθηκε στην Καστοριά ένα τοπικό εργαστήριο ζωγραφικής, που διαπνεόταν από επιχωριάζοντες αισθητικούς κανόνες και παρέμεινε ζωντανό ως τις αρχές του 16ου αιώνα.
ΣΕΡΒΙΑ
Τα Σέρβια, όταν ανασκαφούν κάποτε, θα αποδώσουν τον Μυστρά της Μακεδονίας. Ανάμεσα σε θάμνους και δέντρα διακρίνει κανείς τα ερείπια τειχών, εκκλησιών και σπιτιών, στην κορυφή ενός φυσικά οχυρού λόφου, που κατοπτεύει τον κάμπο της κοιλάδας του Αλιάκμονα. Τα τείχη με την ακρόπολη, κτίσμα του 11ου αιώνα, κατέρχονται κλιμακωτά από την κορυφή και περικλείουν στο εσωτερικό τους ναούς, όπως των Αγίων Θεοδώρων, του Ιωάννου του Προδρόμου και της ερειπωμένης σήμερα Μητρόπολης, που χρονολογούνται όλοι στον 11ο αιώνα. Η Μητρόπολη, μία μεγάλη τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα, ήταν αφιερωμένη στον άγιο Δημήτριο και διατηρεί τοιχογραφίες σε δύο στρώματα. Οι τοιχογραφίες, εκτεθειμένες στη μανία της βροχής και των ανθρώπων, μια και η αναστήλωση του μνημείου είναι από τα δυσκολότερα σήμερα εγχειρήματα, στέκονται μάρτυρες ενός λαμπρού ιστορικού παρελθόντος.
Τοίχος του μεσαίου κλίτους της Μητρόπολης, με υπολείμματα τοιχογραφικού διάκοσμου, 11ος αι., Σέρβια |
18 χλμ. ΒΑ της Έδεσσας, στον κάμπο της Αλμωπίας, ορθώνονται τα τείχη της ιστορικής πόλης των Μογλενών. Η πόλη στα τέλη του 10ου αιώνα πέφτει στα χέρια του τσάρου των Βουλγάρων Σαμουήλ και το 1015 ελευθερώνεται από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνο. Αργότερα, το 1082, καταλαμβάνεται από τους Νορμανδούς του Βοημούνδου, που φρόντισε και για την αποκατάσταση των τειχών. Την ίδια χρονιά ο μέγας δομέστικος Γρηγόριος Πακουριανός απομακρύνει τους Νορμανδούς και καταστρέφει τα τείχη. Μέσα στον περιτειχισμένο χώρο ανασκάφηκε τμήμα μιας μεγάλης τρίκλιτης βασιλικής, μάλλον της Μητρόπολης των Μογλενών. Η Πηνελόπη Δέλτα στο βιβλίο της «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου» αναβιώνει την ιστορία των Μογλενών, αν και ποτέ στη ζωή της δεν είχε δει αυτόν τον άλαλο σήμερα ερειπιώνα.
Άποψη του βυζαντινού κάστρου των Μογλενών, 11ος αιώνας |
Η μικρή μακεδονική κοιλάδα με τις λίμνες των Πρεσπών κρύβει ζηλότυπα τους βυζαντινούς της θησαυρούς, που ο χρόνος θέλησε να φτάσουν στις μέρες μας. Η μεγάλη τρίκλιτη βασιλική του Αγίου Αχιλλείου, στο ομώνυμο νησί της Μικρής Πρέσπας, ορθώνει τα ογκώδη ερείπιά της μέσα σε ένα εξαίσιο φυσικό τοπίο. Ιδρύθηκε γύρω στο 1000. Ο μικρός ναός του Αγίου Γερμανού στο ομώνυμο χωριό, κτίσμα των αρχών του 11ου αιώνα, διατηρεί δεύτερο στρώμα τοιχογραφιών του 1743. Ο ναός του Αγίου Νικολάου κοντά στο χωριό Πύλη (τέλος 13ου ή αρχές 14ου αιώνα) εκπλήσσει με τον πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο των εξωτερικών επιφανειών. Το ασκητήριο της Παναγίας Ελεούσας, μέσα στο στόμιο τεράστιας σπηλιάς στην όχθη της Μεγάλης Πρέσπας, βρίσκεται στο έσχατο όριο της ελληνικής επικράτειας και κοσμείται με τοιχογραφίες του 1410, έργο πρωτόγονης ομορφιάς. Και άλλα μνημεία παρέχουν ζωγραφική του 15ου και 16ου αιώνα.
Ο ναός του Αγίου Αχιλλείου στη Μικρή Πρέσπα |
Η περίφημη πόλη των Σερρών καταστράφηκε από πυρκαγιά που έβαλαν οι Βούλγαροι με την αποχώρησή τους το 1913. Μαζί κάηκαν και τα βυζαντινά μνημεία της, από τα οποία σώζεται μόνον η αναστηλωμένη τρίκλιτη βασιλική των Αγίων Θεοδώρων (11ος αιώνας) για να δηλώνει τον πλούτο και τον πολιτισμό της δεύτερης μετά τη Θεσσαλονίκη σημαντικής πόλης της Μακεδονίας.
Μάρτυρες του μεγέθους των Σερρών στέκονται ακόμη τα κραταιά και συμπαγή τείχη της ακρόπολης. Η πόλη επέδειξε μετά τον 11ο αιώνα δυναμική ιστορική παρουσία και η σημασία της κορυφώθηκε στον 14ο αιώνα κατά τη διαμάχη Βυζαντίου και Σερβικού κράτους. Οι Σέρρες καταλήφθηκαν από τον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Δουσάν το 1345. Το 1371 ο Σέρβος Ιωάννης Ούγγλεσης, ηγέτης τότε της πόλης, ηττήθηκε στην πολύκροτη μάχη του Μαρίτσα (Έβρος) προασπιζόμενος τα δίκαια όλου του ορθόδοξου κόσμου απέναντι στους Τούρκους.
Άποψη του πύργου στην ακρόπολη των Σερρών, 1345 - 1355 |
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΜΦΙΠΟΛΗ
Η διέλευση της Εγνατίας οδού διασφάλισε τη σπουδαιότητα του αστικού κέντρου της Αμφίπολης στα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Μέσω αυτής το 50/49 μ.Χ. ο απόστολος Παύλος κατευθυνόμενος από τους Φιλίππους στη Θεσσαλονίκη πέρασε και δίδαξε το Χριστιανισμό στην πόλη. Μετά την επικράτηση της νέας θρησκείας, η Αμφίπολη έγινε έδρα επισκόπου (έως το 692 μ.Χ.) και αναδείχτηκε σε σημαντικό εκκλησιαστικό κέντρο όπως αποδεικνύουν οι τέσσερις πολυτελείς (ορθομαρμαρώσεις, εντοίχια ψηφιδωτά, ψηφιδωτά δαπέδου, opus sectile) τέσσερις παλαιοχριστιανικές βασιλικές (5ος-6ος αιώνας), το επισκοπικό μέγαρο και κυρίως ο επιβλητικός περίκεντρος (εξαγωνικός) ναός του 6ου αιώνα, ένας από τους λίγους παλαιοχριστιανικούς περίκεντρους ναούς στον ελλαδικό χώρο. Τον 8ο-9ο αιώνα ύστερα από τις επιδρομές των Σλάβων που φαίνεται ότι υπέστη η πόλη, μέρος των κατοίκων της ίδρυσαν στις εκβολές του Στρυμόνα (στη θέση της αρχαίας Ηιόνας) τη τειχισμένη Χρυσούπολη. Οι βυζαντινοί αρχαΐζοντες συγγραφείς συνέχισαν να αναφέρουν το όνομα της Αμφίπολης, που πλέον ονομαζόταν Ποπολία. Η περιοχή διατήρησε τη στρατηγική της σημασία (πέρασμα προς την ενδοχώρα) και υπήρξε μετόχι των μονών του Αγίου Όρους, όπως αποδεικνύεται από την κατασκευή δύο αμυντικών και αποθηκευτικών πύργων εκατέρωθεν του Στρυμόνα (ο ένας κατασκευάστηκε το 1367 από τους ιδρυτές της μονής Παντοκράτορος του Αγίου Όρους).Γενική άποψη της Βασιλικής Δ, β' μισό 5ου αι., Αμφίπολη |
Η επίσκεψη του αποστόλου Παύλου στους Φιλίππους (49 μ.Χ.) έθεσε τις βάσεις μιας διακεκριμένης επισκοπής και μιας ακμάζουσας χριστιανικής κοινότητας (εκτεταμένο χριστιανικό νεκροταφείο με κοιμητηριακή βασιλική (extra muros) του β’ μισού του 4ου αιώνα). Στα μέσα του 4ου αι. διαμορφώνεται από τον επίσκοπο Φιλίππων Πορφύριο (312-342) ως τμήμα του συγκροτήματος Βαπτιστηρίου, επισκοπείου και κρήνης, ευκτήριος οίκος αφιερωμένος στον απόστολο Παύλο, στη θέση όπου τον 5ο αιώνα θα ανοικοδομηθεί το μοναδικό για την Ελλάδα Οκτάγωνο. Αν και οι Φίλιπποι απειλήθηκαν θανάσιμα από τις επιδρομές των Οστρογότθων (473-483), στα τέλη του 5ου αιώνα αποκτούν μία από τις μεγαλύτερες παλαιοχριστιανικές βασιλικές (Βασιλική Α). Στα μέσα του 6ου αιώνα νότια του ρωμαϊκού forum κτίστηκε η μοναδική βασιλική με τρούλο (Βασιλική Β) (που είχε και φορητή κολυμβήθρα). Κτίσμα του 6ου αιώνα είναι και η τρίκλιτη Βασιλική Γ που καταστράφηκε από σεισμό (610-620). Τις επιδρομές των Σλάβων (7ος-8ος αιώνας) θα ακολουθήσουν αυτές των Βουλγάρων (9ος αιώνας) και θα αναγκάσουν τους Βυζαντινούς να οχυρώσουν τους Φιλίππους και την ακρόπολή τους (963-969). Τον 9ο αιώνα στην μητρόπολη Φιλίππων που έλεγχε 6 επισκοπές υπήχθη και η επισκοπή Σμολένων των εξελληνισμένων πια Σλάβων. Με επίνειο τη Χριστούπολη (σημερινή Καβάλα) , οι Φίλιπποι γνωρίζουν έντονη εμπορική κίνηση (τόπος είσπραξης του κομμερκίου λόγω της θέσης τους στην Εγνατία οδό) και ασχολούνται με την αμπελοκαλλιέργεια. Η πόλη ερημώνει σταδιακά μετά την οθωμανική κατάκτηση (1387).
Άποψη της Βασιλικής Β που χτίστηκε δίπλα στο ρωμαϊκό forum της πόλης, μέσα του 6ου αι., Φίλιπποι |
ΝΕΟΤΕΡΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΝΕΟΤΕΡΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΜΕΧΡΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
Μετά την οθωμανική κατάκτηση και τη συνακόλουθη μείωση του χριστιανικού πληθυσμού, η εικόνα της Θεσσαλονίκης άλλαξε. Η απογραφή του 1478 αναφέρει 10 μουσουλμανικές συνοικίες και 10 ελληνικές (μεταξύ των οποίων αυτές του Ιπποδρομίου, της Αχειροποιήτου και του Αγίου Δημητρίου), καθώς και οι κάτοικοι κατανέμονται πλέον γεωγραφικά ανάλογα με το θρήσκευμά τους. Η ρυμοτομία παραμένει σταθερή ανά τους αιώνες διατηρώντας άξονες όπως η βυζαντινή Εγνατία. Με την δημιουργία του εβραϊκού τομέα το 15ο αιώνα οριστικοποιείται η τοπογραφική φυσιογνωμία που η πόλη θα διατηρήσει έως τα τέλη του 19ου αιώνα.
Τοπογραφικό σχέδιο με τις συνοικίες της Θεσσαλονίκης πριν το 1917, υπό Αλμπέρτο Ναρ, 1500-1917, Μουσείο Ισραηλιτικής Κοινότητας |
Περιτριγυρισμένος από τέσσερις πυργίσκους έως το 1904, ο Πύργος κτίσθηκε λίγο μετά την οθωμανική κατάκτηση (1430), πιθανόν από Ενετούς τεχνίτες. Το «Κανλή κουλέ» (πύργος του αίματος) στέγασε τη φρουρά των Γενιτσάρων μέχρι που θανατώθηκαν εκεί ομαδικά το 1826, ενώ παρέμεινε τόπος εκτελέσεων και βασανιστηρίων (η «Βαστίλη της Θεσσαλονίκης»). Στα πλαίσια των εκσυγχρονισμών της Πύλης το 1883, ο Πύργος ασπρίστηκε και μετατράπηκε σε κοινές φυλακές για σύντομο χρονικό διάστημα. Η απελευθέρωση βρήκε το Μπεγιάζ Κουλέ (Λευκό Πύργο), περιτριγυρισμένο από καφενεία και θέατρα. Ο κήπος του Λευκού Πύργου, φημισμένο κέντρο διασκέδασης, κτίσθηκε το 1906 για λογαριασμό του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ.
Ο Κήπος του Λευκού Πύργου με το θέατρο και τα καφενεία, 1906-1912, Θεσσαλονίκη, αρχείο Γ. Μέγα |
Το Μισίρ-τσαρσί (αιγυπτιακή αγορά), η κεντρική αγορά της πόλης, απλωνόταν έξω από τα δυτικά τείχη και μέχρι το λιμάνι, όπου 500 περίπου μαγαζιά εμπορεύονταν ζάχαρη, ρύζι, καφέ, λινάρι και πλήθος εξωτικών προϊόντων. Στην ίδια περιοχή βρίσκονταν επίσης τα βυρσοδεψεία (ταμπάκικα), και το περίφημο Χαλιτζατζιλάρ παζάρι (αγορά χαλιών). Άλλες αγορές ήταν σκορπισμένες στην πόλη, όπως αυτή των Χαλκέων από τα βυζαντινά χρόνια. Στην αγορά της αποβάθρας, γνωστή αργότερα και ως Ιστιρά κυριαρχούσαν οι Εβραίοι έμποροι και κάποιοι Φράγκοι.
ΟΙ ΕΒΡΑΪΚΕΣ ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ
Στα τέλη του 15ου αιώνα η εγκατάσταση δεκάδων χιλιάδων Εβραίων αύξησε σημαντικά το πληθυσμό της Θεσσαλονίκης. Οι εβραϊκές συνοικίες άλλοτε πήραν το όνομά τους από τη συναγωγή που πλαισίωναν και άλλοτε χαρτογραφούσαν τις χαμένες πατρίδες της κοινότητας: Πούλια (Απουλία), Καστίλια, Καλάβρια, Λισμπόν κ.ά. Λιτά κτίρια κάλυπταν τις θρησκευτικές ανάγκες της κοινότητας, ώστε να μη δίνονται αφορμές για διωγμούς. Η παλαιότερη συναγωγή ήταν η «Ετς Χάιμ», ενώ η «Ταλμούδ Τορά» αποτέλεσε εκτός από θρησκευτικό κέντρο και εκπαιδευτικό και κοινοτικό πόλο από το 1520 έως και τις αρχές του αιώνα, φημισμένο σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Οι εβραϊκές συνοικίες της Θεσσαλονίκης πριν το 1917, υπό Αλμπέρτο Ναρ, 1500-1917, Μουσείο Ισραηλιτικής Κοινότητας |
Ο 16ος αιώνα υπήρξε ο χρυσός αιώνας των Εβραίων στη πόλη, που καθιερώθηκε ως κέντρο της ισπανοεβραϊκής διανόησης και οικονομικής ισχύος. Τα σπίτια των εβραϊκών συνοικιών ήταν πυκνοκτισμένα σε στενούς και ακανόνιστους δρόμους. Κατασκευασμένα με ωμές πλίνθους, απλά, μονώροφα ή διώροφα, χρωματισμένα, συνήθως μπλε, μόνο στο εσωτερικό τους, παρουσίαζαν προβλήματα καθαριότητας και υγιεινής, που υποδήλωναν τη δεινή οικονομική κατάσταση μεγάλου μέρους της εβραϊκής κοινότητας. Αν και κανένα κτίσμα της περιόδου δεν έχει διασωθεί, οι απεικονίσεις των «Μαγεμένων» (Los incantadas, «είδωλα» για τους Έλληνες) δίνουν μια εικόνα για τα εβραϊκά σπίτια της εποχής. Σημαντικά ήταν ακόμη τα εβραϊκά λουτρά (Yahudi Hamam) στα σημερινά «Λουλουδάδικα».
Σχέδιο του Cousinery με τη ρωμαϊκή στοά των Incantadas (Μαγεμένων ή Ειδώλων) μέσα στην αυλή εβραϊκού σπιτιού της Θεσσαλονίκης, 19ος αιώνας |
Η σημαντικότερη ομοιογενής μουσουλμανική συνοικία ήταν το Μπαΐρι («πλαγιά») μέσα στα τείχη της Άνω Πόλης, ενώ υπήρχαν και πολλές διάσπαρτες κοντά στην πύλη της Καλαμαριάς και στη σημερινή πλατεία Ναβαρίνου. Το Μπαΐρι, απαλλαγμένο από τον ασφυκτικό συνωστισμό που χαρακτήριζε την υπόλοιπη πόλη και προικισμένο με καλύτερο κλίμα, εντυπωσίαζε τους επισκέπτες για τα καθαρά, πλακοστρωμένα δρομάκια του, τις μεγάλες αυλές με τα κυπαρίσσια, και τη γραφική αρχιτεκτονική του. Τα σπίτια έφεραν διακοσμητικές επιγραφές από το Κοράνι, και ήταν βαμμένα κόκκινα με το κάτω μέρος τους μαύρο, για αποτροπαϊκούς λόγους.
Σχέδιο των μουσουλμανικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης πριν το 1917, υπό Αλμπέρτο Ναρ, 1500-1917, Μουσείο Ισραηλιτικής Κοινότητας |
Στη διάρκεια πέντε αιώνων οθωμανικής κατοχής της Θεσσαλονίκης κατασκευάστηκαν πολυάριθμα θρησκευτικά και δημόσια κτίσματα. Αναγείρονται νέα τζαμιά, όπως το Alaca Imaret που έκτισε το 1484 ο Ishak Paca και το Hamza Bey τζαμί (σημερινό Αλκαζάρ), που κτίστηκε γύρω στα 1468.
Κατασκευάζονται μεσκίτ (μικρά τεμένη προσευχής), μεντρεσέδες (ιεροδιδασκαλεία), μεκτέμπ (σχολεία), τουρμπέδες (μαυσωλεία), τεκέδες (μοναστήρια), όπως το Mevlevihane Tekesi. Ιμαρέτ (πτωχοκομεία), υδραγωγεία, βρύσες, αγορές, καραβάν-σεράι (χάνια) βρίσκονταν διάσπαρτα στις καλύτερες περιοχές. Την καθαριότητα των κατοίκων εξυπηρετούσαν λουτρά, όπως το Bey Hamam, το πρώτο και μεγαλύτερο τουρκικό χαμάμ της πόλης, που έκτισε ο Μουράτ Β' το 1444, το Paca Hamam και το Yeni Hamam.
Διακόσμηση από το Bey Hamam στη Θεσσαλονίκη |
Στην Άνω πόλη, μέσα στα τείχη, κατοικούσαν κυρίως Τούρκοι, εξισλαμισμένοι Εβραίοι, Ντονμέδες από το τέλος του 17ου αιώνα και Τούρκοι πρόσφυγες από τη Βοσνία μετά το 1878. Το χώρο οργάνωναν στενοί δρόμοι, πλατείες αλλά και αδιέξοδα. Μέσα από τις ψηλές μάντρες τα σπίτια, με έναν έως τρείς ορόφους ήταν περιτριγυρισμένα με μπαχτσέδες ή περιέκλειαν εσωτερικές αυλές με πράσινο.
Χαρακτηριστικά ήταν τα «τριώροφα λιθόκτιστα σεράγια» με τα «σαχνισιά» και τα καφασωτά ξύλινα διαφράγματα, όπου, όπως και στα υπόλοιπα τούρκικα σπίτια, υπήρχε σαφής διάκριση ανδρικών και γυναικείων χώρων.
Σπίτι στη συνοικία Ισλαχανέ κοντά στον Άγιο Νικόλαο 'των Ορφανών' στην Άνω πόλη, χαρακτηριστικό δείγμα της αρχιτεκτονικής των τελευταίων χρόνων της Τουρκοκρατίας, 19ος αιώνας |
Το καθεστώς της ξένης κατοχής καθόρισε την φυσιογνωμία των κατοικιών των ραγιάδων: έπρεπε να είναι χαμηλότερες από τις τουρκικές, ενώ οι ελληνικές εκκλησίες απαγορευόταν να έχουν πρόσοψη στο δρόμο. Οι ελληνικές συνοικίες συρρικνώθηκαν σταδιακά καθώς εγκαταστάθηκαν οι Τούρκοι κατακτητές: ενδεικτική είναι η μετακίνηση της συνοικίας της Ροτόντας νοτιότερα το 1591. Η πιο πυκνοκατοικημένη ήταν η συνοικία του Αγίου Αθανασίου, ενώ υπήρχαν και άλλες διάσπαρτες στην πόλη: στη Μονή Βλατάδων (Τσαούς Μοναστίρ), κατά μήκος της Εγνατίας, γύρω από την μητρόπολη του Γρηγορίου του Παλαμά, ανάμεσα στους εβραϊκούς μαχαλάδες. Τα σπίτια, ξύλινα, με «σαχνισιά» και στέγες με κεραμίδια, ακολουθούσαν την βαλκανική αρχιτεκτονική της Τουρκοκρατίας.
Σχέδιο των ελληνικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης πριν το 1917, υπό Αλμπέρτο Ναρ, 1500-1917, Μουσείο Ισραηλιτικής Κοινότητας |
Οι Χριστιανοί ήταν συγκεντρωμένοι στο κάτω μέρος της πόλης, κυρίως στις ενορίες του Αγίου Αθανασίου, του Αγίου Παντελεήμονα, της Λαγουδιανής και στα ανατολικά τμήματα της πόλης, μέχρι την περιοχή του Ιπποδρομίου και της Νέας Παναγίας. Τα σπίτια, με απλή εξωτερική εμφάνιση, διώροφα και μονώροφα, με «σαχνισιά», μικρές αυλές ορθώνονται στα στενά δρομάκια των μεσαιωνικού χαρακτήρα μαχαλάδων. Καθώς οι παλιότερες βυζαντινές εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά, όπως η Αχειροποίητος και ο Άγιος Δημήτριος, κτίζονται εκκλησίες στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής, όπως ο Άγιος Αντώνιος.
Η ΠΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟ 1900
Οι εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις της Πύλης, η συνακόλουθη οικονομική άνθιση καθώς και μια μεγάλη πυρκαγιά το 1890 δίνουν μια καινούργια, «ευρωπαϊκή» πρόσοψη στην πόλη, όπου οι ομοιογενείς θρησκευτικά γειτονιές αρχίζουν να αντικαθίστανται από μια τοπογραφική κατανομή με βάση το εισόδημα. Η καινούργια αποβάθρα, που τώρα ενώνεται με το σιδηροδρομικό σταθμό για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της εμπορικής άνθισης, η προκυμαία και η εντυπωσιακή Boulevard Hamidye κτίζονται με υλικά από την κατεδάφιση του θαλάσσιου και ανατολικού τείχους που αυτή την εποχή γκρεμίζεται. Παράλληλα διανοίγονται φαρδείς δρόμοι, όπως οι περίφημοι Cadde de Vede (σημερινή Αγίας Σοφίας), η Τσιμισκή και η Σααμπρή Πασά (Βενιζέλου).
Σχέδιο της Θεσσαλονίκης πριν την πυρκαγιά του 1917 (δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα 'L' Independant', 1890-1917, Θεσσαλονίκη) |
Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου