ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στο κτήμα του Τατοΐου, που απέχει 15 χλμ. βόρεια της Αθήνας, βρίσκεται το θερινό ανάκτορο της πρώην ελληνικής βασιλικής οικογένειας. Το αρχαίο και σημερινό επίσημο όνομα της περιοχής είναι Δεκέλεια. Το Τατόι είναι ο τόπος γέννησης του Γεωργίου Β'. Η ιστορία του Τατοΐου είναι ο άθλος της, σχεδόν από το μηδέν, δημιουργίας και, στη συνέχεια, διατήρησης ενός από τα πιο ωραία δάση της Αττικής στους πρόποδες της Πάρνηθας. Το Τατόι έχει την προϊστορία του, που ξεκινά από την αρχαία Δεκέλεια και καταλήγει στα τρία οθωμανικά τσιφλίκια Τατόι, Μαχούνια και Λιόπεσι, που ενώθηκαν το 1835 στα χέρια του Σκαρλάτου Σούτσου και για δεκαετίες μετά ήταν κρησφύγετα ληστών. Όμως, η πραγματική του ιστορία αρχίζει το 1872, με την αγορά του από τον Γεώργιο Α'.
ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΔΟΜΗ
Το πρώτο σπίτι, που τέλειωσε το 1874, ήταν ένα απλό διώροφο σπίτι ελληνοελβετικού ρυθμού, με δίρρικτη στέγη, που παραδόξως προοριζόταν όχι ως ανάκτορο, αλλά ως βασιλικός ξενώνας, χρήση για την οποία ουδέποτε διατέθηκε. Πάνω από το ήδη χαραγμένο περιβόλι, για το οποίο επιλέγηκαν φυτά απ’ όλη τη Μεσόγειο, άρχισε να οικοδομείται από τον αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη, το 1884, το κυρίως ανάκτορο, μιμούμενο μια έπαυλη του συγκροτήματος των ανακτόρων του Πέτερχοφ, στην Αγία Πετρούπολη, που ανήκε στον τσάρο Αλέξανδρο Β', θείο της βασίλισσας Όλγας.
Το νέο σπίτι πρωτοκατοικήθηκε από τον Γεώργιο Α' το 1889, αμέσως δηλαδή μετά τον γάμο του Διαδόχου Κωνσταντίνου, στον οποίον αφέθηκε η χρήση του παλιού σπιτιού. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, το Τατόι έχει αποκτήσει δύο ναούς, ένα υπασπιστήριο, δυο τρεις οικίες για αυλικούς υπηρεσίας, ένα τηλεγραφείο, την κατοικία του διευθυντή, τρία συγκροτήματα εργατόσπιτων, ένα οινοποιείο, ένα βουτυροκομείο, τρεις στάβλους, αποθήκες, εργαστήρια και καταλύματα για τη Φρουρά. Ο παλιός ανεμόμυλος μετατράπηκε σε πύργο, που στο εσωτερικό του διαρρυθμίστηκε ένα αρχαιολογικό μουσείο με τα ευρήματα των μικροανασκαφών στην περιοχή.
Το Τατόι είχε επίσης αποκτήσει 400 χλμ. οδικού δικτύου (αλέες), γέφυρες, άρτιο σύστημα υδροδότησης και πυρασφάλειας, καθώς και δύο μικρές τεχνητές λίμνες. Επειδή το διέσχιζε ο δημόσιος δρόμος της Χαλκίδας, το κτήμα είχε το χάνι του για τους περαστικούς. Θα αποκτήσει επίσης ένα ξενοδοχείο, που διαφημίζεται στους ευρωπαϊκούς τουριστικούς οδηγούς της εποχής. Αρχιτέκτονας της περιόδου αυτής είναι ο Αναστάσιος Μεταξάς. Στα 1880, ο λόφος του Παλαιόκαστρου θα δεχθεί το πρώτο του μνήμα (της Πριγκίπισσας Όλγας, που πέθανε σε ηλικία έξι μηνών), 33 χρόνια πριν ενταφιασθεί εκεί ο Γεώργιος Α'.
20ος ΑΙΩΝΑΣ
Την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα θα κτισθούν οι πέτρινοι στρατώνες, και στα 1913/14, επί Κωνσταντίνου Α', το κτίριο του προσωπικού. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι παράλληλα με τον εξελληνισμό της Δυναστείας, το Τατόι χάνει την αρχική αισθητική του ομοιογένεια και όλο και πιο πολύ, τον βόρειο χαρακτήρα του.
Η μεγάλη πυρκαγιά του 1916 σηματοδοτεί το τέλος της χρυσής εποχής. Καίγονται το μεγαλύτερο μέρος του δάσους, εκατοντάδες ελάφια που ο Γεώργιος είχε εισάγει από την Ουγγαρία, οι ανακτορικοί στάβλοι, ο ναός του Προφήτη Ηλία, το μουσείο και το παλιό ανάκτορο.
Η ταραγμένη πολιτικά περίοδος που ακολουθεί δεν επιτρέπει την άμεση ανασυγκρότηση. Αυτή θα πραγματοποιηθεί στα χρόνια της Α' Αβασίλευτης Δημοκρατίας, χάρη στη φροντίδα όλων των διαδοχικών κυβερνήσεων και χάρη στην επίβλεψη και την ικανότητα του νέου διευθυντή Β. Δρούβα (1925-1961). Γύρω στο 1930, κτίζεται το συγκρότημα κατοικιών κι εργαστηρίων, γνωστό ως μάνδρα, όπως και ο σταθμός χωροφυλακής. Η παλινόρθωση θα προσθέσει μεν στο κτήμα το κομψό διευθυντήριο, το μαυσωλείο και τα διάσπαρτα πέτρινα φυλάκια της Φρουράς, θα τραυματίσει όμως βάναυσα την ίδια την έπαυλη, στη μεγάλη επισκευή των ετών 1937-39. Αρχιτέκτονες της περιόδου αυτής, ο Α. Μεταξάς, ο Εμ. Λαζαρίδης κι ο Κ. Σακελάριος.
Ακολουθούν τα δύσκολα χρόνια της κατοχής, όπου ο Δρούβας ακροβατεί ανάμεσα στον κατακτητή και το αντάρτικο της Πάρνηθας για να σώσει το κτήμα. Η πίεση του «βουνού» αυξάνεται το καλοκαίρι του 1944. Στο διάστημα του φθινοπώρου οι λεηλασίες πληθαίνουν, ώσπου καταλύεται στο Τατόι κάθε αρχή. Στη διάρκεια των Δεκεμβριανών, το κτήμα και η έπαυλη λεηλατούνται πλήρως και η μικρή κοινωνία του θρηνεί τα δικά της θύματα του Εμφυλίου που ξεκινούσε. Το καλοκαίρι του 1945 το κτήμα καίγεται ξανά. Τα κίνητρα ήσαν σαφώς πολιτικά.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Το κτήμα περιήλθε στο δημόσιο τρεις φορές (1924, 1973 και 1994). Πάντα, μετά από καθεστωτικές αλλαγές, είτε δινόταν αποζημίωση στην τέως βασιλική οικογένεια, είτε δημευόταν αυθαίρετα όλη η περιουσία.
Το 1924, με την ανακήρυξη της Β' Ελληνικής Δημοκρατίας, κατασχέθηκε το σύνολο της βασιλικής περιουσίας (δημόσια και ιδιωτική), υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Για την ιδιωτική περιουσία επιδικάσθηκε αποζημίωση, που ποτέ δεν εισέπραξε η τότε τέως βασιλική οικογένεια.
Το 1973 η Χούντα των Συνταγματαρχών κατάργησε τη μοναρχία και δήμευσε όλη την περιουσία, επιδικάζοντας πάλι μια μικρή αποζημίωση, που ποτέ δεν εισέπραξε και πάλι η τέως βασιλική οικογένεια.
Το 1994, 20 χρόνια μετά το Δημοψήφισμα του 1974, η ελληνική κυβέρνηση ουσιαστικά δήμευσε όλη τη βασιλική περιουσία χωρίς καμία αποζημίωση. Αυτή η δήμευση κρίθηκε παράνομη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η επιχειρηματολογία του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου στράφηκε στην αξίωση ότι η εν λόγω ιδιοκτησία αποκτήθηκε από τους προκατόχους του με νόμιμα μέσα και επομένως υπόκειτο στην κανονική προσωπική κληρονομιά. Το ελληνικό κράτος υποστήριξε ότι η ιδιοκτησία αυτή παρακολουθούσε το θεσμό της μοναρχίας και επομένως, μόλις καταργήθηκε η μοναρχία, η ιδιοκτησία έπρεπε να επανέλθει στο δημόσιο αυτόματα.
Το δικαστήριο αποφάσισε ότι η περιουσία που παρακολουθούσε το θεσμό της μοναρχίας είχε ήδη περιέλθει αυτόματα στο ελληνικό κράτος (Ανάκτορα Αθηνών στη οδό Ηρώδου Αττικού, η έπαυλη Ψυχικού, το ανάκτορο στο Καραμπουρνάκι κ.α.) το 1974 και ότι το κτήμα Τατοΐου, το κτήμα Πολυδένδρι και το Μον Ρεπό αποτελούσαν ιδιωτική περιουσία και η Ελληνική Δημοκρατία έπρεπε να πληρώσει εύλογη αποζημίωση στη τέως βασιλική οικογένεια, αν ήθελε να διατηρήσει στην ιδιοκτησία της αυτά τα ακίνητα και τις εκτάσεις.
Η τέως βασιλική οικογένεια τελικά αποζημιώθηκε. Τον Μάρτιο του 2003 το Τατόι περιήλθε στην κυριότητα του κράτους και τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους κηρύχθηκε διατηρητέο από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, μετά από εισήγηση της Ελληνικής Εταιρείας για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Τον Ιούνιο του 2007 η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε ότι σκοπεύει να μετατρέψει το κτήμα σε μουσείο. Αναμένεται να ανοίξει το 2012.
Στο κτήμα του Τατοΐου, που απέχει 15 χλμ. βόρεια της Αθήνας, βρίσκεται το θερινό ανάκτορο της πρώην ελληνικής βασιλικής οικογένειας. Το αρχαίο και σημερινό επίσημο όνομα της περιοχής είναι Δεκέλεια. Το Τατόι είναι ο τόπος γέννησης του Γεωργίου Β'. Η ιστορία του Τατοΐου είναι ο άθλος της, σχεδόν από το μηδέν, δημιουργίας και, στη συνέχεια, διατήρησης ενός από τα πιο ωραία δάση της Αττικής στους πρόποδες της Πάρνηθας. Το Τατόι έχει την προϊστορία του, που ξεκινά από την αρχαία Δεκέλεια και καταλήγει στα τρία οθωμανικά τσιφλίκια Τατόι, Μαχούνια και Λιόπεσι, που ενώθηκαν το 1835 στα χέρια του Σκαρλάτου Σούτσου και για δεκαετίες μετά ήταν κρησφύγετα ληστών. Όμως, η πραγματική του ιστορία αρχίζει το 1872, με την αγορά του από τον Γεώργιο Α'.
Θερινή οικία οικογένειας Σούτσου |
Το 1898, μετά από διαδοχικές αγορές, αλλά και με την παραχώρηση στον Γεώργιο Α' από τη Βουλή, ως ιδιωτική περιουσία, τού πρώην εθνικού κτήματος Μπάφι, το Τατόι απέκτησε τη μεγαλύτερη έκτασή του (47.427 στρ.). Σε σχέση με τα 250.000 στρ. που κατείχαν οι Σούτσοι και τα 300.000 του Α. Συγγρού, το βασιλικό κτήμα δεν ήταν το μεγαλύτερο στην Αττική. Αντίθετα, ως κτήμα αναψυχής ήταν το πρώτο στην Ελλάδα.
Παράλληλα με τη στρεμματική του μεγέθυνση, προχωράει δραστήρια η οργάνωση της διαχείρισής του και η ανάπτυξη της υποδομής του. Στα έργα αυτά, πρωτοπόρα στην Ελλάδα της εποχής, προΐσταται ο Λουδοβίκος Μύντερ (Ludwich Münder) (1873-1892), Δανός δασολόγος και φιλέλληνας, και, στη συνέχεια, ο διάδοχός του στη διεύθυνση του κτήματος Ότο Βάισμαν (1893-1914). Πρώτα απ’ όλα, όμως, το Τατόι είναι το προσωπικό δημιούργημα του Γεωργίου Α', που το σχεδίασε ως ένα κτήμα αναψυχής, όπου κύριο λόγο θα έχει το δάσος και δευτερεύοντα τα οικοδομήματα, προς μεγάλη απογοήτευση του Ερνέστου Τσίλερ (Ernst Ziller), που αρχικά θεώρησε τον Γεώργιο ως έναν άλλο Λουδοβίκο της Βαυαρίας, και που ήταν ο αρχιτέκτονας της πρώτης βασιλικής κατοικίας.Το πρώτο σπίτι, που τέλειωσε το 1874, ήταν ένα απλό διώροφο σπίτι ελληνοελβετικού ρυθμού, με δίρρικτη στέγη, που παραδόξως προοριζόταν όχι ως ανάκτορο, αλλά ως βασιλικός ξενώνας, χρήση για την οποία ουδέποτε διατέθηκε. Πάνω από το ήδη χαραγμένο περιβόλι, για το οποίο επιλέγηκαν φυτά απ’ όλη τη Μεσόγειο, άρχισε να οικοδομείται από τον αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη, το 1884, το κυρίως ανάκτορο, μιμούμενο μια έπαυλη του συγκροτήματος των ανακτόρων του Πέτερχοφ, στην Αγία Πετρούπολη, που ανήκε στον τσάρο Αλέξανδρο Β', θείο της βασίλισσας Όλγας.
Το νέο σπίτι πρωτοκατοικήθηκε από τον Γεώργιο Α' το 1889, αμέσως δηλαδή μετά τον γάμο του Διαδόχου Κωνσταντίνου, στον οποίον αφέθηκε η χρήση του παλιού σπιτιού. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, το Τατόι έχει αποκτήσει δύο ναούς, ένα υπασπιστήριο, δυο τρεις οικίες για αυλικούς υπηρεσίας, ένα τηλεγραφείο, την κατοικία του διευθυντή, τρία συγκροτήματα εργατόσπιτων, ένα οινοποιείο, ένα βουτυροκομείο, τρεις στάβλους, αποθήκες, εργαστήρια και καταλύματα για τη Φρουρά. Ο παλιός ανεμόμυλος μετατράπηκε σε πύργο, που στο εσωτερικό του διαρρυθμίστηκε ένα αρχαιολογικό μουσείο με τα ευρήματα των μικροανασκαφών στην περιοχή.
Το Τατόι είχε επίσης αποκτήσει 400 χλμ. οδικού δικτύου (αλέες), γέφυρες, άρτιο σύστημα υδροδότησης και πυρασφάλειας, καθώς και δύο μικρές τεχνητές λίμνες. Επειδή το διέσχιζε ο δημόσιος δρόμος της Χαλκίδας, το κτήμα είχε το χάνι του για τους περαστικούς. Θα αποκτήσει επίσης ένα ξενοδοχείο, που διαφημίζεται στους ευρωπαϊκούς τουριστικούς οδηγούς της εποχής. Αρχιτέκτονας της περιόδου αυτής είναι ο Αναστάσιος Μεταξάς. Στα 1880, ο λόφος του Παλαιόκαστρου θα δεχθεί το πρώτο του μνήμα (της Πριγκίπισσας Όλγας, που πέθανε σε ηλικία έξι μηνών), 33 χρόνια πριν ενταφιασθεί εκεί ο Γεώργιος Α'.
Γεώργιος Α' και Όλγα |
20ος ΑΙΩΝΑΣ
Την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα θα κτισθούν οι πέτρινοι στρατώνες, και στα 1913/14, επί Κωνσταντίνου Α', το κτίριο του προσωπικού. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι παράλληλα με τον εξελληνισμό της Δυναστείας, το Τατόι χάνει την αρχική αισθητική του ομοιογένεια και όλο και πιο πολύ, τον βόρειο χαρακτήρα του.
Η μεγάλη πυρκαγιά του 1916 σηματοδοτεί το τέλος της χρυσής εποχής. Καίγονται το μεγαλύτερο μέρος του δάσους, εκατοντάδες ελάφια που ο Γεώργιος είχε εισάγει από την Ουγγαρία, οι ανακτορικοί στάβλοι, ο ναός του Προφήτη Ηλία, το μουσείο και το παλιό ανάκτορο.
Η ταραγμένη πολιτικά περίοδος που ακολουθεί δεν επιτρέπει την άμεση ανασυγκρότηση. Αυτή θα πραγματοποιηθεί στα χρόνια της Α' Αβασίλευτης Δημοκρατίας, χάρη στη φροντίδα όλων των διαδοχικών κυβερνήσεων και χάρη στην επίβλεψη και την ικανότητα του νέου διευθυντή Β. Δρούβα (1925-1961). Γύρω στο 1930, κτίζεται το συγκρότημα κατοικιών κι εργαστηρίων, γνωστό ως μάνδρα, όπως και ο σταθμός χωροφυλακής. Η παλινόρθωση θα προσθέσει μεν στο κτήμα το κομψό διευθυντήριο, το μαυσωλείο και τα διάσπαρτα πέτρινα φυλάκια της Φρουράς, θα τραυματίσει όμως βάναυσα την ίδια την έπαυλη, στη μεγάλη επισκευή των ετών 1937-39. Αρχιτέκτονες της περιόδου αυτής, ο Α. Μεταξάς, ο Εμ. Λαζαρίδης κι ο Κ. Σακελάριος.
Ακολουθούν τα δύσκολα χρόνια της κατοχής, όπου ο Δρούβας ακροβατεί ανάμεσα στον κατακτητή και το αντάρτικο της Πάρνηθας για να σώσει το κτήμα. Η πίεση του «βουνού» αυξάνεται το καλοκαίρι του 1944. Στο διάστημα του φθινοπώρου οι λεηλασίες πληθαίνουν, ώσπου καταλύεται στο Τατόι κάθε αρχή. Στη διάρκεια των Δεκεμβριανών, το κτήμα και η έπαυλη λεηλατούνται πλήρως και η μικρή κοινωνία του θρηνεί τα δικά της θύματα του Εμφυλίου που ξεκινούσε. Το καλοκαίρι του 1945 το κτήμα καίγεται ξανά. Τα κίνητρα ήσαν σαφώς πολιτικά.
Έτσι το Τατόι ξεκίνησε το 1946 και πάλι από το σημείο μηδέν. Για να αντισταθμίσει την απώλεια εσόδων από την καταστροφή του δάσους, ο Δρούβας θα δώσει έμφαση στην παραγωγή κρασιού και στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Το 1952 κτίζεται το κομψό νέο βουστάσιο, τα προϊόντα του οποίου, όπως γενικά τα προϊόντα του κτήματος, πωλούνται σε ξενοδοχεία, νοσοκομεία, ιδρύματα και στρατόπεδα. Αρχιτέκτονες της περιόδου αυτής: ο Κ. Γκίνης και ο Αλ. Μπαλτατζής.
Από το τέλος του 1948 εγκαθίσταται στην έπαυλη μόνιμα η βασιλική οικογένεια, που θα την κατοικήσει αδιάλειπτα ως το πρωί του Κινήματος κατά της Χούντας, στις 13 Δεκεμβρίου 1967.ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Ως χώρος αυστηρά ιδιωτικός, το Τατόι κατάφερε σε γενικές γραμμές να παραμείνει έξω από τη μεγάλη Ιστορία. Ωστόσο, προσωπικότητες μυθικές στην εποχή τους, όπως ο τσάρος Νικόλαος Β' της Ρωσίας, η Ελισάβετ της Αυστροουγγαρίας, οι βασιλείς του Ηνωμένου Βασιλείου Εδουάρδος Ζ' και Αλεξάνδρα, τα τελευταία χρόνια η βασίλισσα Ελισάβετ Β' του Ηνωμένου Βασιλείου, η Τζάκι Κέννεντι και άλλοι το επισκέφθηκαν ή φιλοξενήθηκαν σ' αυτό.
Το Τατόι υπήρξε επίσης το θέατρο σκηνών μεγάλης δραματικής έντασης, όπως η έξωση του Κωνσταντίνου (1917), η αγωνία κι ο θάνατος του βασιλιά Αλέξανδρου, ο θάνατος του βασιλιά Παύλου. Άπειρες ήσαν οι επίσημες ή ανεπίσημες συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν εκεί και που επηρέασαν την πορεία των εθνικών και πολιτικών πραγμάτων: ιδιαίτερα σημαντικές ήσαν οι διαβουλεύσεις του θέρους του 1915, καθώς και οι συσκέψεις εν όψει της γερμανικής επίθεσης τον χειμώνα του 1941 ή λόγω της κατάρρευσης του μετώπου τον επόμενο τραγικό Απρίλιο. Τρεις κυβερνήσεις ορκίσθηκαν στο Τατόι: του Ελευθερίου Βενιζέλου (Αύγουστο του 1915), του Δημητρίου Ράλλη (Νοέμβριο του 1920), και του Γεωργίου Παπανδρέου (Φεβρουάριο του 1964).
Η ΤΥΧΗ ΤΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΣΤο κτήμα περιήλθε στο δημόσιο τρεις φορές (1924, 1973 και 1994). Πάντα, μετά από καθεστωτικές αλλαγές, είτε δινόταν αποζημίωση στην τέως βασιλική οικογένεια, είτε δημευόταν αυθαίρετα όλη η περιουσία.
Το 1924, με την ανακήρυξη της Β' Ελληνικής Δημοκρατίας, κατασχέθηκε το σύνολο της βασιλικής περιουσίας (δημόσια και ιδιωτική), υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Για την ιδιωτική περιουσία επιδικάσθηκε αποζημίωση, που ποτέ δεν εισέπραξε η τότε τέως βασιλική οικογένεια.
Το 1973 η Χούντα των Συνταγματαρχών κατάργησε τη μοναρχία και δήμευσε όλη την περιουσία, επιδικάζοντας πάλι μια μικρή αποζημίωση, που ποτέ δεν εισέπραξε και πάλι η τέως βασιλική οικογένεια.
Το 1994, 20 χρόνια μετά το Δημοψήφισμα του 1974, η ελληνική κυβέρνηση ουσιαστικά δήμευσε όλη τη βασιλική περιουσία χωρίς καμία αποζημίωση. Αυτή η δήμευση κρίθηκε παράνομη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η επιχειρηματολογία του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου στράφηκε στην αξίωση ότι η εν λόγω ιδιοκτησία αποκτήθηκε από τους προκατόχους του με νόμιμα μέσα και επομένως υπόκειτο στην κανονική προσωπική κληρονομιά. Το ελληνικό κράτος υποστήριξε ότι η ιδιοκτησία αυτή παρακολουθούσε το θεσμό της μοναρχίας και επομένως, μόλις καταργήθηκε η μοναρχία, η ιδιοκτησία έπρεπε να επανέλθει στο δημόσιο αυτόματα.
Το δικαστήριο αποφάσισε ότι η περιουσία που παρακολουθούσε το θεσμό της μοναρχίας είχε ήδη περιέλθει αυτόματα στο ελληνικό κράτος (Ανάκτορα Αθηνών στη οδό Ηρώδου Αττικού, η έπαυλη Ψυχικού, το ανάκτορο στο Καραμπουρνάκι κ.α.) το 1974 και ότι το κτήμα Τατοΐου, το κτήμα Πολυδένδρι και το Μον Ρεπό αποτελούσαν ιδιωτική περιουσία και η Ελληνική Δημοκρατία έπρεπε να πληρώσει εύλογη αποζημίωση στη τέως βασιλική οικογένεια, αν ήθελε να διατηρήσει στην ιδιοκτησία της αυτά τα ακίνητα και τις εκτάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου