Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου
Το Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου είναι ένα από τα πιο παλαιά Μουσεία της χώρας και μέχρι σήμερα παραμένει το κεντρικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλίας. Κτίσθηκε το 1909 με χρήματα του Αλέξιου Αθανασάκη από την Πορταριά του Πηλίου. Πρόκειται για ένα ισόγειο νεοκλασικό κτίριο με συνολικό εμβαδόν 870 τ.μ., που περιλαμβάνει 7 χώρους έκθεσης. Βρίσκεται στην παραλία του Βόλου, μέσα στο πάρκο της περιοχής του Αναύρου. Αφορμή και σκοπός της ίδρυσής του ήταν η στέγαση και η έκθεση των γραπτών επιτύμβιων στηλών από το νεκροταφείο της αρχαίας Δημητριάδας, που είχαν έρθει στο φως με τις ανασκαφές του Α. Αρβανιτόπουλου, στις αρχές του 20ου αιώνα. Τον Αύγουστο του 2004 εγκαινιάστηκε η νέα πτέρυγα του Μουσείου, που κατασκευάστηκε σε άμεση επαφή με το παλαιό κτίριο του Μουσείου. Το νέο κτίριο διαθέτει πρόσθετους εκθεσιακούς χώρους, εκτεταμένες αποθήκες με σύγχρονο εξοπλισμό και ελεγχόμενες συνθήκες διατήρησης των αρχαιοτήτων. Μετά την επανέκθεσή του το 2004, το Μουσείο φιλοξενεί αρχαιολογικά ευρήματα από όλη τη Θεσσαλία, από την παλαιολιθική περίοδο έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η έκθεση αναπτύσσεται σε 8 αίθουσες στο ισόγειο του παλαιού και του νέου κτιρίου και περιλαμβάνει ευρήματα από τις αρχαιολογικές έρευνες που άρχισαν στη Θεσσαλία στις αρχές του 20ου αιώνα και συνεχίζονται έως σήμερα. Ενημερωτικά κείμενα, σχέδια και φωτογραφίες εμπλουτίζουν την έκθεση επιτρέποντας στο μη ειδικό κοινό την εμπεριστατωμένη πληροφόρησή του για το είδος και τη χρήση των αρχαιολογικών ευρημάτων, καθώς και για τους αρχαιολογικούς χώρους από τους οποίους τα εκθέματα αυτά προήλθαν.
Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών, είναι ένα από τα πιο σημαντικά του ελληνικού χώρου. Βρίσκεται λίγο πριν την πόλη των Δελφών στη διαδρομή από την Αθήνα, σε συνέχεια του αρχαιολογικού χώρου. Στα εκθέματά του υπάρχουν αντικείμενα από το φημισμένο δελφικό μαντείο, το πιο ξακουστό του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Οι μοναδικές και πλούσιες συλλογές του περιλαμβάνουν κυρίως αρχιτεκτονικά γλυπτά, αγάλματα, αριστουργήματα μικροτεχνίας και αφιερώματα των πιστών στο ιερό, τα οποία ανακλούν τη θρησκευτικό-πολιτική και καλλιτεχνική δραστηριότητά του σε όλη την ιστορική του πορεία, από την ίδρυση του απολλώνιου τεμένους τον 8ο αιώνα π.Χ. έως την παρακμή του στα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας. Στεγάζεται σε διώροφο κτίριο συνολικού εμβαδού 2.270 τ.μ. Η μόνιμη έκθεσή του καταλαμβάνει 14 αίθουσες και οι αποθηκευτικοί χώροι έκταση 558 τ.μ. Η μόνιμη έκθεση του Μουσείου έχει ως κύριο θέμα την ιστορία του δελφικού ιερού και μαντείου και περιλαμβάνει αντικείμενα, που καλύπτουν χρονολογικά πολλούς αιώνες, από τα προϊστορικά χρόνια έως την ύστερη αρχαιότητα. Είναι άριστα ομαδοποιημένα για να έχει ο επισκέπτης τη δυνατότητα να κατανοήσει εύκολα, τις περιόδους ακμής ή κάμψης του ιερού, καθώς και την πλήρη εικόνα της ιστορίας του. Διαθέτει εργαστήριο συντήρησης κεραμικών και μεταλλικών αντικειμένων, καθώς και εργαστήριο αποκατάστασης ψηφιδωτού. Μετά την τελευταία ανακαίνιση του κτιρίου, διαμορφώθηκαν χώροι υποδοχής και εξυπηρέτησης των επισκεπτών, κυλικείο και πωλητήριο εντύπων.
Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου είναι από τα πιο μεγάλα και αξιόλογα Μουσεία στην Ελλάδα και ένα από τα πιο σημαντικά στην Ευρώπη. Η μόνιμη έκθεση του Μουσείου περιλαμβάνει μοναδικά αριστουργήματα της κρητικής τέχνης, που βρέθηκαν σε ανασκαφές, κυρίως στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα του νησιού, και καλύπτουν ιστορία περίπου 5.500 χρόνων, από τη νεολιθική εποχή μέχρι τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Τα σημαντικότερα ανάμεσά τους είναι οι «θεές των όφεων», ρυτά, η τοιχογραφία των ταυροκαθαψίων και το χρυσό δακτυλίδι από τα Ισόπατα. Η συλλογή με τις μινωικές αρχαιότητες είναι η πιο σημαντική στον κόσμο και το μουσείο δίκαια θεωρείται το κατ’ εξοχήν μουσείο του μινωικού πολιτισμού. Τα πιο πολλά ευρήματα χρονολογούνται στα προϊστορικά χρόνια, στη μινωική εποχή, που πήρε το όνομά της από το μυθικό βασιλιά του νησιού, Μίνωα, και περιλαμβάνουν έργα κεραμικής, λιθοτεχνίας, σφραγιδογλυφίας, μικρογλυπτικής, μεταλλοτεχνίας και μνημειακής ζωγραφικής, που προέρχονται από ανάκτορα, επαύλεις, οικισμούς, ταφικά μνημεία, ιερά και σπήλαια. Στο σύγχρονο αντισεισμικό κτίριο, η έκθεση καταλαμβάνει συνολικά 20 αίθουσες, 13 στο ισόγειο και 7 στον όροφο του κτιρίου. Η οργάνωσή της στηρίζεται κατά κύριο λόγο στη χρονολογική παρουσίαση των ευρημάτων, ορισμένες, όμως, σημαντικές θεματικές ενότητες, όπως οι μινωικές τοιχογραφίες, οι μινωικές σαρκοφάγοι και η Συλλογή Γιαμαλάκη, προβάλλονται ξεχωριστά, αποκομμένες από τη συνολική χρονολογική διάταξη. Τα εκθέματα παρουσιάζονται σύμφωνα με τους τόπους που βρέθηκαν, για να δίνουν μια σφαιρική και πλήρη εικόνα του κρητικού πολιτισμού, όπως εκδηλώθηκε σε διάφορες περιοχές και στα σημαντικά του κέντρα. Η έκθεση πλαισιώνεται από επεξηγηματικά κείμενα, εικόνες, σχέδια και προπλάσματα μνημείων.
Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκηνών
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκηνών βρίσκεται εντός του αρχαιολογικού χώρου των Μυκηνών. Είναι διαμορφωμένο για να εξυπηρετεί τόσο τη διαφύλαξη του υλικού που προέρχεται από τις ανασκαφές στην ακρόπολη των Μυκηνών, στην άμεση περιοχή της και στον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο της, όσο και να λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος, για την ενημέρωση των επισκεπτών, συμπληρώνοντας την περιήγηση τους. Το μουσείο στεγάζεται σε σύγχρονο κτίριο, που κτίστηκε στους πρόποδες του λόφου των Μυκηνών και δίπλα στην ακρόπολη. Κτίστηκε με τρόπο που να εξασφαλίζει άμεση επικοινωνία με τα αρχαία κατάλοιπα, τμήματα των οποίων είναι ορατά από τα μεγάλα παράθυρά του και που ο επισκέπτης συναντά στην πορεία του από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου. Είναι κτισμένο σε τρία επίπεδα και καλύπτει μία συνολική επιφάνεια 2.000 τ.μ. Ο εκθεσιακός χώρος καλύπτει περίπου το 1/4 της έκτασης του μουσείου. Διαμορφώθηκε στην ανατολική πτέρυγα του κτιρίου, σε δύο επίπεδα και περιλαμβάνει τρεις αίθουσες. Πριν από το προαύλιο, ο επισκέπτης συναντά το «θολωτό τάφο των Λεόντων». Η είσοδος οδηγεί σ’ έναν ευρύχωρο προθάλαμο, στο κέντρο του οποίου έχει τοποθετηθεί μία μακέτα της ακρόπολης, ενώ πίνακες με κείμενα και εποπτικό υλικό παρουσιάζουν τις συνδεδεμένες με τις Μυκήνες, απεικονίσεις του χώρου από περιηγητές των περασμένων αιώνων, καθώς και το ιστορικό των ανασκαφών. Η έκθεση αναπτύσσεται σε 4 αυτοτελείς ενότητες, ως επί το πλείστον σε μεγάλες περιμετρικές επιτοίχιες προθήκες. Στις ευρύχωρες αποθήκες του Μουσείου στεγάζεται επίσης υλικό που μεταφέρθηκε από το Μουσείο Ναυπλίου και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Εξειδικευμένα εργαστήρια, κεραμικών και μετάλλινων αντικειμένων επιτρέπουν τη συντήρησή του υλικού επί τόπου, ενώ υπάρχουν χώροι γραφείων και βιβλιοθήκη για τη διευκόλυνση των μελετητών, που ενασχολούνται με αυτό.
Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας
Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας, από τα πιο σημαντικά της Ελλάδας, παρουσιάζει τη μακραίωνη ιστορική εξέλιξη ενός από τα πιο λαμπρά ιερά της αρχαιότητας, που ήταν αφιερωμένο στον Δία, και αποτέλεσε την κοιτίδα των Ολυμπιακών Αγώνων. Περιλαμβάνει τη μόνιμη έκθεση ευρημάτων από τις ανασκαφές στο χώρο της Άλτης, που χρονολογούνται από τα προϊστορικά έως και τα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Από το σύνολο των πολύτιμων εκθεμάτων, πιο σημαντική είναι η έκθεση των γλυπτών, για την οποία είναι κυρίως γνωστό το μουσείο, καθώς και η συλλογή χάλκινων αντικειμένων, που είναι η πλουσιότερη στον κόσμο και απαρτίζεται από όπλα, ειδώλια και άλλα αντικείμενα, ενώ ιδιαίτερα σημαντικά είναι και τα ευρήματα της μεγάλης πηλοπλαστικής. Το κτιριακό συγκρότημα του Μουσείου αποτελείται από εκθεσιακούς, βοηθητικούς και αποθηκευτικούς χώρους. Ο εκθεσιακός χώρος περιλαμβάνει τον προθάλαμο και 12 αίθουσες, που όλες φιλοξενούν τη μόνιμη έκθεση ευρημάτων, που προέρχονται από την Άλτη. Το Μουσείο διαθέτει αποθηκευτικούς χώρους, που καταλαμβάνουν τμήμα της ανατολικής πτέρυγας και του υπογείου, καθώς και εργαστήρια συντήρησης πήλινων, χάλκινων, λίθινων αντικειμένων, ψηφιδωτών και μικροευρημάτων. Μέσα από την πληθώρα των ευρημάτων, που παρουσιάζονται στη μόνιμη έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ολυμπίας, ο επισκέπτης παρακολουθεί τη χρονολογική εξέλιξη και την ιστορία του μεγάλου πανελλήνιου ιερού από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού έως και τον 6ο-7ο αιώνα μ.Χ. Εξέχουσα θέση κατέχει ο γλυπτός διάκοσμος του ναού του Δία, τα αετώματα και οι μετόπες, που αποτελούν τα σημαντικότερα δείγματα αυστηρού ρυθμού στην ελληνική τέχνη. Από τα πλέον σημαντικά εκθέματα είναι η Νίκη του Παιωνίου, καθώς και ο Ερμής του Πραξιτέλη. Στο μουσείο φιλοξενείται η πλουσιότερη συλλογή χάλκινων αντικειμένων στον κόσμο.
Εθνικό Ιστορικό Μουσείο
Το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο ανήκει στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, που ιδρύθηκε το 1882 με σκοπό τη συλλογή, διάσωση και προβολή κειμηλίων και μαρτυριών σχετικών με τη νεώτερη ελληνική ιστορία. Είναι το παλαιότερο μουσείο του είδους του και περιλαμβάνει πλούσιες συλλογές που διαφωτίζουν τις πιο αντιπροσωπευτικές ιστορικές φάσεις του Νεώτερου Ελληνισμού, από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) έως τον Πόλεμο του 1940. Η μόνιμη έκθεση του Μουσείου αναπτύσσεται στις περιμετρικές αίθουσες του Μεγάρου της Παλαιάς Βουλής των Ελλήνων, όπου πλέον στεγάζει μόνιμα το Μουσείο. Το κτίριο θεμελιώθηκε το 1858 από τη Βασίλισσα Αμαλία και στέγασε το Ελληνικό Κοινοβούλιο από το 1875 έως το 1935. Η Παλαιά Βουλή είναι αρχιτεκτονικό κόσμημα στο κέντρο της Αθήνας, ενώ η μεγαλόπρεπη Αίθουσα των Συνεδριάσεων αποτελεί χώρο ιστορικής μνήμης, αλλά και κατάλληλη στέγη για σημαντικές εκδηλώσεις πολιτιστικού και ιστορικού περιεχομένου. Μέσα από κειμήλια, έργα τέχνης, όπλα προσωπικά αντικείμενα, ενδυμασίες και χάρτες, ο επισκέπτης παρακολουθεί την πορεία του ελληνικού έθνους στην Τουρκοκρατία και την Ενετοκρατία στον ελλαδικό χώρο, την Ελληνική Επανάσταση του 1821, την ανεξαρτησία και τη διαμόρφωση του νέου ελληνικού κράτους, την επέκταση των συνόρων με τους Βαλκανικούς Πολέμους, την περιπέτεια της Μικρασιατικής εκστρατείας, μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Παράλληλα παρουσιάζονται πτυχές της καθημερινής ζωής και της ελληνικής κοινωνίας μέσα από την πλούσια λαογραφική συλλογή του Μουσείου.
Ενυδρείο Ηρακλείου
Το Ενυδρείο Κρήτης Cretaquarium άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό το Δεκέμβριο 2005. Είναι το πρώτο μεγάλο δημόσιο ενυδρείο στην Ελλάδα και ανήκει στο Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών, το μεγαλύτερο ερευνητικό κέντρο για τη θαλάσσια επιστήμη στην Ανατολική Μεσόγειο και στη χώρα μας. Το Ενυδρείο καταλαμβάνει έκταση 5.000 τ.μ. περίπου και είναι τμήμα του ευρύτερου κτιριακού συγκροτήματος «Θαλασσόκοσμος», συνολικής έκτασης 60.000 τ.μ. Εκτός από το Ενυδρείο, ο «Θαλασσόκοσμος» περιλαμβάνει τις ερευνητικές εγκαταστάσεις που στεγάζουν τις δραστηριότητες θαλασσίων επιστημών, όπως της Ωκεανογραφίας, Θαλάσσιας Βιολογίας και Γενετικής, Αλιευτικής Βιολογίας και των Θαλάσσιων Υδατοκαλλιεργειών. Το Ενυδρείο Κρήτης και ο «Θαλασσόκοσμος» βρίσκονται στη ΒΔ παραλιακή ζώνη της πρώην αμερικανικής βάσης στις Γούρνες Ηρακλείου, 14 χλμ. από την πόλη του Ηρακλείου και πολύ κοντά στην πιο τουριστική περιοχή της Κρήτης που εκτείνεται από τις Γούρνες Ηρακλείου, προς τη Χερσόνησο και τον Αγ. Νικόλαο. Σκοπός του Ενυδρείου είναι η ανάδειξη του θαλάσσιου μεσογειακού κόσμου που είναι ελάχιστα γνωστός στους πολλούς. Το Cretaquarium φιλοξενεί περίπου 4.000 θαλάσσια είδη και οργανισμούς μέσα σε μικρές και μεγάλες δεξαμενές που αντιγράφουν τις συνθήκες του φυσικού θαλάσσιου περιβάλλοντος. Περιπλανώμενοι στο διάδρομο ανάμεσα στις δεξαμενές του ενυδρείου θα νιώσετε, τουλάχιστον, σαν δύτης που κολυμπάει αρμονικά δίπλα σε μικρά και μεγάλα ψάρια και οργανισμούς, αφού όλα είναι τόσο ρεαλιστικά και προσεγμένα.
Μουσείο Αρχαίας Αγοράς
Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας, ή Μουσείο Αρχαίας Αγοράς (Αθηνών), ή Μουσείο Αττάλου δημιουργήθηκε το 1957, και στεγάζεται στον ισόγειο χώρο της Στοάς του Αττάλου, μετά την αναστήλωση της. Στο Μουσείο αυτό στεγάζονται και εκτίθενται ευρήματα που έχουν έλθει στο φως από τις αρχαιολογικές ανασκαφές που έχουν γίνει στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας και μόνον απ’ αυτόν, που εκτείνεται δυτικά και ΝΔ του Μουσείου μέχρι τον αρχαίο ναό του Ηφαίστου. Ο εκθεσιακός χώρος του Μουσείου διακρίνεται στον εσωτερικό, που περιλαμβάνει 4 ενότητες-χώρους, και τον εξωτερικό αίθριο χώρο. Στο πρώτο τμήμα της έκθεσης εκτίθενται αγγεία, πήλινα ειδώλια, κοσμήματα, όπλα, κτερίσματα τάφων της μυκηναϊκής μέχρι και της γεωμετρικής περιόδου, επειδή ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Αγοράς αρχικά ήταν νεκροταφείο πριν μεταφερθεί αυτό δυτικότερα και μεταβληθεί σε κέντρο εμπορικών θρησκευτικών, πολιτικών, πολιτιστικών ακόμη και αθλητικών συναθροίσεων. Στο κεντρικό χώρο του μουσείου περιλαμβάνονται εκθέματα από την πολιτική ζωή και την εμπορική κίνηση της αρχαίας Αθήνας κατά τους κλασικούς χρόνους, όπως όστρακα εξοστρακισμού, κλεψύδρες, χάλκινες ψήφοι των αθηναϊκών δικαστηρίων, μέτρα και σταθμά της περιόδου, συλλογή νομισμάτων και διάφορα ψηφισματοφόρα ανάγλυφα. Στον επόμενο χώρο παρουσιάζονται στον επισκέπτη μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία γνωστών αρχαίων αγγειογράφων καθώς και διάφορα σκεύη του καθημερινού βίου. Την έκθεση του μουσείου συμπληρώνουν μαρμάρινα γλυπτά, θραύσματα επιγραφών, αγαλματίδια της ρωμαϊκής, βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου που προέρχονται κυρίως από πηγάδια του γύρω χώρου. Τέλος στον αίθριο χώρο του ισογείου μεταξύ των κιονοστοιχιών του οικοδομήματος εκτίθενται πολύ αξιόλογα γλυπτά, βάσεις επιγραφών, βωμοί, κιονόκρανα, γλυπτά από το διάκοσμο του Ηφαιστείου, του ναού του Άρεως κλπ.
Μουσείο Ασιατικής τέχνης
Το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης της Κέρκυρας, το μοναδικό Μουσείο στην Ελλάδα που είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στην τέχνη και τις αρχαιότητες της Άπω Ανατολής και της Ινδίας, στεγάζεται στο Ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου. Το κτίριο, εκτός από μία ευρύχωρη κατοικία για τον Αρμοστή, βασικά χρησιμοποιήθηκε ως το βρετανικό διοικητικό κέντρο (Αρμοστεία). Παράλληλα, υπήρξε έδρα της Ιονίου Γερουσίας και, για κάποιο χρονικό διάστημα, της Ιονίου Βουλής, κυρίως, όμως, του Τάγματος των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου, από όπου και πήρε το όνομά του. Σχεδιάστηκε από τον στρατηγό Sir George Whitmore (1775-1862), μηχανικό του αγγλικού στρατού και αρχιτέκτονα. Το 1864, μετά την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, πέρασε στην ιδιοκτησία του ελληνικού κράτους, και από το 1928 στεγάζει το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης. Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου υπέστη πολλές φθορές. Το 1953 αποκαταστάθηκαν οι τρεις Μνημειακές Αίθουσες του πρώτου ορόφου. Το κτίριο συντηρήθηκε ξανά στα τέλη του 1992, για να χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες της Συνόδου Κορυφής των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα το 1994. Το μουσείο αριθμεί περίπου 10.500 αντικείμενα, που προέρχονται από δωρεές ιδιωτικών συλλογών. Τον πυρήνα του Μουσείου, αποτέλεσε η συλλογή του Γρ. Μάνου (1850-1928), που διετέλεσε πρέσβης της Ελλάδας στην Αυστρία. Η σινο-ιαπωνική συλλογή του λειτούργησε ως μαγνήτης προσελκύοντας και άλλες δωρεές, όπως αυτή του πρέσβη Ν. Χατζηβασιλείου, το 1974, που περιλάμβανε 400 έργα από την Ιαπωνία, την Κορέα, το Νεπάλ, το Θιβέτ, το Πακιστάν (Ελληνο-βουδιστικά γλυπτά της Γκαντάρα), την Ινδία, το Σιάμ και την Καμπότζη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει ο αυστηρά σινο-ιαπωνικός χαρακτήρας του μουσείου και να οδηγήσει στην αλλαγή του ονόματός του σε «Μουσείο Ασιατικής Τέχνης». Το 1983 στις συλλογές του Μουσείου προστέθηκε και η δωρεά του Χαρ. Χιωτάκη, που αποτελείται από 380 αντικείμενα κινέζικης, ιαπωνικής και κορεάτικης τέχνης. Μεμονωμένα αντικείμενα δώρισαν επίσης ο Ι. Σινιόσσογλου, ο Π. Αλμανάχος και ο Ι. Κόλλας.
Μουσείο βασιλικών τάφων Αιγών
Με την αποκάλυψη των βασιλικών τάφων των Αιγών, το 1977, άρχισε αμέσως η συντήρηση των περίφημων τοιχογραφιών που τους διακοσμούσαν. Παράλληλα, δημιουργήθηκε επιτόπου εργαστήριο συντήρησης για τη διάσωση κι αποκατάσταση των εξαιρετικά σημαντικών κινητών ευρημάτων που περιείχαν. Για να σωθούν οι βασιλικοί τάφοι των Αιγών και οι θαυμάσιες τοιχογραφίες της αρπαγής της Περσεφόνης και του βασιλικού κυνηγιού, τα μοναδικά πρωτότυπα έργα μεγάλων ζωγράφων της κλασικής αρχαιότητας που έφτασαν ως εμάς, κατασκευάστηκε το 1993 ένα τεράστιο υπόγειο κέλυφος προστασίας που εγκιβωτίζει και προστατεύει τα αρχαία μνημεία, με ηλεκτρονικά συστήματα ελέγχου και κλιματισμού που διατηρούν σταθερές τις συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας στην περιοχή των τάφων, πράγμα απαραίτητο για την διάσωση των τοιχογραφιών. Το κτίσμα εξωτερικά δίνει την εντύπωση αρχαίου ταφικού τύμβου, καθώς είναι καλυμμένο με χώμα, ενώ στο εσωτερικό του εκτίθενται από το Νοέμβριο του 1997 οι θησαυροί που βρέθηκαν μέσα στους βασιλικούς τάφους. Στο υπόγειο κέλυφος, γύρω από τους χώρους όπου εγκιβωτίζονται οι τέσσερις τάφοι (τρεις μακεδονικοί και ένας κιβωτιόσχημος) και τα θεμέλια του υπέργειου «ηρώου», υπάρχουν τέσσερις συνεχιζόμενες πολυγωνικές αίθουσες, η έκταση των οποίων φτάνει τα 1.200 τ.μ. Οι θησαυροί δεν απομακρύνθηκαν από τον τόπο που βρέθηκαν, δίπλα στους τάφους που τους περιείχαν. Η έκθεση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικου, του αρχαιολόγου που έφερε στο φως τους θησαυρούς και είχε τη γνώση και την πνευματική εγρήγορση να τους αναγνωρίσει.
Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας
Το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας ιδρύθηκε το 1964 από τον Άγγελο και τη Νίκη Γουλανδρή με σκοπό «την προώθηση των Φυσικών Επιστημών και την ταυτόχρονη ευαισθητοποίηση του ανθρώπου, ώστε διά της γνώσης να επανέλθει στο σεβασμό της φύσης...». Οι δραστηριότητές του περιλαμβάνουν τόσο την επιστημονική έρευνα σε θέματα σχετικά με το περιβάλλον (φυσικούς πόρους, φυσικοχημικές, βιοχημικές και οικολογικές διαδικασίες που διέπουν το οικοσυστήματα και τους οργανισμούς τους), όσο και την περιβαλλοντική εκπαίδευση, που συνεχίζεται ανελλιπώς από το 1974 και απευθύνεται σε παιδιά όλων των σχολικών βαθμίδων. Η έδρα του Ιδρύματος βρίσκεται στην Κηφισιά. Σε δύο γειτονικά κτίρια, όπου η αρχιτεκτονική αρμονία γεφυρώνει τους αιώνες, φιλοξενούνται οι δύο μεγάλες, ανεξάρτητες μεν αλλά θεματικά αλληλένδετες εκθεσιακές ενότητες: η έκθεση συλλογών Φυσικής Ιστορίας που στεγάζεται στο ιστορικό κτίριο του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας (Λεβίδου 13) και η περιβαλλοντική έκθεση του νέου Κέντρου ΓΑΙΑ (Όθωνος 100). Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας (Λεβίδου 13) στεγάζεται σε ένα κομψό νεοκλασικό κτίριο του 19ου αιώνα (1875) που διαμορφώθηκε και επεκτάθηκε κατά τα 35 χρόνια λειτουργίας του, ώστε να αποτελέσει κατάλληλο χώρο για τις επιστημονικές και εκπαιδευτικές ανάγκες του Ιδρύματος. Οι εκθεσιακοί χώροι παρουσιάζουν: βοτανικά εκθέματα (την εξέλιξη, ανατομία και μορφολογία των φυτών καθώς και φυτικά απολιθώματα), ζωολογικά εκθέματα (αντιπροσωπευτικά είδη από τις πιο σημαντικές ομάδες εντόμων, σπάνια είδη θηλαστικών κατανεμημένα σε ποικίλους βιότοπους ανά τον κόσμο, πουλιά με κύρια έμφαση στην ελληνική ορνιθοπανίδα, ερπετά και αμφίβια ελληνικά και ξένα, μαλάκια με συλλογές ελληνικών και παγκόσμιων κογχυλιών, κοράλλια) και γεωλογικά και παλαιοντολογικά εκθέματα (πλούσια δείγματα ορυκτών, πετρωμάτων και απολιθωμάτων που συνοδεύονται από μακέτες, διαγράμματα, τομές κ.ά.).
Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων
Το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων Φοίβου Ανωγειανάκη-Κέντρο Εθνομουσικολογίας εγκαινιάστηκε στις 6 Ιουνίου του 1991. Βασίζεται στη συλλογή 1.200 ελληνικών λαϊκών μουσικών οργάνων από τον 18ο αιώνα ως τις μέρες μας, καρπό 40χρονης έρευνας και μελέτης του μουσικολόγου Φ. Ανωγειανάκη, ο οποίος το 1978 δώρισε τη συλλογή του στο ελληνικό δημόσιο και με την εποπτεία του άρχισαν οι εργασίες ίδρυσης του Μουσείου, που στεγάζεται σ’ ένα παλαιό αρχοντικό του 1840 στην Πλάκα (οικία Λασσάνη) δίπλα στη Ρωμαϊκή Αγορά. Για την οργάνωση και αποπεράτωση του Μουσείου αρχικά συνεργάστηκαν το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και στη συνέχεια το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα Β. Παπαντωνίου και η Ελληνική Εταιρεία Λαογραφικής Μουσειολογίας. Ο αρχιτέκτονας Κωστής Αδαμόπουλος διαμόρφωσε το κυρίως κτίριο στον εκθεσιακό χώρο, που στεγάζει επίσης την υποδοχή, τη διεύθυνση, τη γραμματεία και τη βιβλιοθήκη του Μουσείου. Οι παλαιοί στάβλοι του αρχοντικού στεγάζουν το Κέντρο Έρευνας και τα αρχεία, τους αποθηκευτικούς χώρους, μια αίθουσα εκδηλώσεων (για 80 άτομα) και το πωλητήριο του Μουσείου όπου διατίθενται βιβλία, δίσκοι και μουσικά όργανα. Εκτίθενται περίπου τα μισά όργανα της συλλογής Ανωγειανάκη, με κριτήριο όχι μόνο την αισθητική και τη διακόσμησή τους, αλλά κυρίως το εθνολογικό και μουσικολογικό τους ενδιαφέρον Τα υπόλοιπα όργανα βρίσκονται στη διάθεση των ερευνητών και αποτελούν υλικό για την κινητή έκθεση του Μουσείου, που περιοδεύει στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ή για εκθέσεις ειδικού ενδιαφέροντος. Η έκθεση καλύπτει 3 ορόφους και περιλαμβάνει 4 ενότητες, όσες και οι οικογένειες των οργάνων που διακρίνει η εθνομουσικολογία, με κριτήριο το υλικό το οποίο πάλλεται για να δώσει τον ήχο: μεμβρανόφωνα, αερόφωνα, χορδόφωνα και ιδιόφωνα.
Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας
Το Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας είναι ένα κατ’ εξοχήν θεματικό μουσείο με ενδυματολογικό περιεχόμενο. Στις συλλογές του περιλαμβάνει περίπου 25.000 αντικείμενα, κυρίως αυθεντικές τοπικές φορεσιές και κοσμήματα του ιστορικού ελληνικού χώρου (τέλη 19ου-αρχές 20ού αιώνα), αντίγραφα μινωικών, αρχαϊκών και βυζαντινών ενδυμάτων, καθώς και 23 πορσελάνινες κούκλες ντυμένες με παραδοσιακές φορεσιές, που αποτελούν δωρεά της Β. Όλγας στο Λύκειο των Ελληνίδων. Σκοπός της ύπαρξής του είναι η συλλογή, η διαφύλαξη, η μελέτη και η προβολή της ιστορίας της ελληνικής τοπικής φορεσιάς. Το Μουσείο στεγάζεται σε διώροφο κτίριο της οδού Δημοκρίτου 7, που χτίστηκε τη δεκαετία του 1920. Η παρουσίαση των θεματικών εκθέσεών του γίνεται σ’ ένα μικρό, αλλά λειτουργικό εκθεσιακό χώρο που βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου. Το Μουσείο δεν έχει μόνιμη έκθεση, αλλά ετήσιες μικρές θεματικές εκθέσεις. Με αυτού του είδους τις εκθέσεις δίνεται η ευκαιρία στο κοινό να γνωρίζει κάθε φορά και ένα τμήμα της πλούσιας συλλογής του. Παράλληλα με τις εκθέσεις, το Μουσείο οργανώνει εκπαιδευτικά προγράμματα, διαλέξεις, σεμινάρια και συνεργασίες με άλλους φορείς με στόχο τον εμπλουτισμό της εκθετικής δραστηριότητάς του και την καλύτερη επικοινωνία του με το κοινό. Στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής του πολιτικής πραγματοποιεί εκπαιδευτικά προγράμματα και ξεναγήσεις μαθητών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με στόχο να γίνει χώρος μάθησης, ανακάλυψης, ψυχαγωγίας και ανάπτυξης της ευαισθησίας των μικρών επισκεπτών. Συμμετέχει σε ενδυματολογικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με στόχο την ανάδειξη του ενδυματολογικού πλούτου της Ελλάδας. Το Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας αποτελεί τμήμα του Λυκείου των Ελληνίδων, σωματείου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που ιδρύθηκε το 1910 από την Καλλιρρόη Παρρέν.
Ναυτικό μουσείο Ελλάδας
Το Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται στο κτίριο της Μαρίνας Ζέας, στη Φρεαττύδα, στον Πειραιά. Είναι το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδας και παρουσιάζει τη δημιουργία, ιστορία και εξέλιξη του Ναυτικού των Ελλήνων από την προϊστορική εποχή ως τις μέρες μας. Σκοποί του Μουσείου είναι η αναζήτηση, περισυλλογή, συγκέντρωση, συντήρηση, διαφύλαξη και έκθεση των αντικειμένων που έχουν σχέση με την επίδοση των Ελλήνων στα θαλάσσια έργα από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα. Στους σκοπούς του περιλαμβάνεται ακόμα η μελέτη και τεκμηρίωση της ναυτικής μας κληρονομιάς και γενικά η καλλιέργεια της αγάπης των νέων για τη θάλασσα, γεγονός που εκπληρώνει την παιδαγωγική αποστολή του Μουσείου. Στις 10 μεγάλες αίθουσες που έχουν συνολική επιφάνεια περίπου 1.850 τ.μ. παρουσιάζεται με ανάγλυφο τρόπο η ναυτική πορεία του Ελληνισμού μέσα στους αιώνες. Στην πρώτη στεγάζεται η Ναυτική Πινακοθήκη, με έργα των πιο σημαντικών θαλασσογράφων του 19ου και 20ου αιώνα (Προσαλέντη-Βολανάκη-Χατζή). Στη συνέχεια παρουσιάζεται η ναυτική δραστηριότητα των Ελλήνων στην προϊστορία, στην αρχαιότητα, στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο ως το τέλος του 18ου αιώνα, στους Βαλκανικούς Πολέμους και από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έως τις μέρες μας. Παράλληλα, δίνεται έμφαση στη μετάβαση από τα ιστιοφόρα στα ατμόπλοια. Οι τελευταίες εκθεσιακές ενότητες αφορούν την ιστορία και εξέλιξη του εμπορικού ναυτικού. Στο Μουσείο υπάρχει επίσης μία μεγάλη συλλογή χαρτών του ελληνικού αλλά και του παγκόσμιου χώρου από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα. Εδώ λειτουργεί και η μοναδική ναυτική βιβλιοθήκη με πάνω από 10.000 τόμους βιβλίων και περιοδικών, οργανωμένη με το σύστημα Dewey. Η βιβλιοθήκη είναι ανοικτή στο κοινό. Δέχεται και εξυπηρετεί πάνω από 2.000 ερευνητές και μαθητές το χρόνο. Το Μουσείο είναι μέλος της Διεθνούς Ένωσης Ναυτικών Μουσείων και συμμετέχει ενεργά σε εθνικά και παγκόσμια συνέδρια καθώς και σε εθνικές και διεθνείς εκθέσεις δανείζοντας υλικό του.
Πολεμικό μουσείο
Δίπλα στο Βυζαντινό Μουσείο, στην οδό Β. Γεωργίου βρίσκεται και λειτουργεί από το 1975 το Πολεμικό Μουσείο Αθήνας. Σκοπός του είναι η συγκέντρωση, παρουσίαση και διαφύλαξη των κάθε είδους πολεμικών κειμηλίων και ενθυμίων της ιστορίας μας, καθώς και η μελέτη-τεκμηρίωση και η προβολή της πολεμικής ιστορίας της χώρας μας. Στο ισόγειό του φιλοξενεί μια από τις πιο σημαντικές συλλογές όπλων από όλο τον κόσμο, δωρεά του Πέτρου Σαρόγλου, αξιωματικού του Πυροβολικού. Τα εκθέματα, από όλο τον κόσμο, χρονολογούνται από τη Νεολιθική εποχή μέχρι το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Η συλλογή διαθέτει 3.000 όπλα, αμυντικά και επιθετικά, όπως πανοπλίες από τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, καυκάσια πιστόλια, μουσουλμανικά, ινδικά και ιαπωνικά όπλα. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αφρικανικά όπλα, από δέρμα ψαριού και όστρακο χελώνας για μικρόσωμους πολεμιστές, καθώς και τα ξύλινα βέλη και οι κεφαλοθραύστες πρωτόγονων λαών. Ιδιαίτερη συλλεκτική αξία έχει η συλλογή που περιλαμβάνει επίχρυσα και επάργυρα όπλα με ημιπολύτιμες πέτρες, κοράλλι και τιρκουάζ, καθώς κι αυτή της Ελληνικής Επανάστασης. Το Μουσείο διαθέτει ένα πλούσιο αρχείο από αρχεία και συλλογές ιστορικού κυρίως περιεχομένου από την Επανάσταση του 1821 μέχρι και τον πόλεμο στην Κορέα, καθώς κι έγγραφα (γνήσια και αντίγραφα) από διάφορες φάσεις της ελληνικής πολεμικής ιστορίας, όπως γνήσια έγγραφα των Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα, Μακρυγιάννη, φύλλα των «Ελληνικών Χρονικών» ή τα αρχεία στρατιωτικών, εφημερίδων και παράνομου Τύπου από την περίοδο της Κατοχής κλπ. Παράλληλα, στο τμήμα του ιστορικού αρχείου φυλάσσεται και η συλλογή με 400 παλιούς χάρτες που ξεκινούν από το 1471 και εξής. Στο πλούσιο φωτογραφικό αρχείο του υπάρχουν πάνω από 20.000 πρωτότυπες φωτογραφίες, με θεματολογία σχετική με την πολεμική ιστορία της Ελλάδας, από το τέλος του 19ου αιώνα έως τη σύγχρονη εποχή. Τέλος, μια πλούσια βιβλιοθήκη, που διαθέτει περίπου 22.000 τίτλους βιβλίων και άλλων έντυπων εκδόσεων, καθώς και ένα άρτια εξοπλισμένο αμφιθέατρο 550 θέσεων συμπληρώνουν τους εσωτερικούς χώρους του Μουσείου. Στον εξωτερικό χώρο του Μουσείου εκτίθενται όπλα που χρησιμοποιήθηκαν στους Βαλκανικούς Πολέμους, καθώς και στον Α' και Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ανάμεσά τους ο «Δαίδαλος», το πρώτο αεροσκάφος της Πολεμικής Αεροπορίας που χρησιμοποιήθηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Το Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου είναι ένα από τα πιο παλαιά Μουσεία της χώρας και μέχρι σήμερα παραμένει το κεντρικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλίας. Κτίσθηκε το 1909 με χρήματα του Αλέξιου Αθανασάκη από την Πορταριά του Πηλίου. Πρόκειται για ένα ισόγειο νεοκλασικό κτίριο με συνολικό εμβαδόν 870 τ.μ., που περιλαμβάνει 7 χώρους έκθεσης. Βρίσκεται στην παραλία του Βόλου, μέσα στο πάρκο της περιοχής του Αναύρου. Αφορμή και σκοπός της ίδρυσής του ήταν η στέγαση και η έκθεση των γραπτών επιτύμβιων στηλών από το νεκροταφείο της αρχαίας Δημητριάδας, που είχαν έρθει στο φως με τις ανασκαφές του Α. Αρβανιτόπουλου, στις αρχές του 20ου αιώνα. Τον Αύγουστο του 2004 εγκαινιάστηκε η νέα πτέρυγα του Μουσείου, που κατασκευάστηκε σε άμεση επαφή με το παλαιό κτίριο του Μουσείου. Το νέο κτίριο διαθέτει πρόσθετους εκθεσιακούς χώρους, εκτεταμένες αποθήκες με σύγχρονο εξοπλισμό και ελεγχόμενες συνθήκες διατήρησης των αρχαιοτήτων. Μετά την επανέκθεσή του το 2004, το Μουσείο φιλοξενεί αρχαιολογικά ευρήματα από όλη τη Θεσσαλία, από την παλαιολιθική περίοδο έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Η έκθεση αναπτύσσεται σε 8 αίθουσες στο ισόγειο του παλαιού και του νέου κτιρίου και περιλαμβάνει ευρήματα από τις αρχαιολογικές έρευνες που άρχισαν στη Θεσσαλία στις αρχές του 20ου αιώνα και συνεχίζονται έως σήμερα. Ενημερωτικά κείμενα, σχέδια και φωτογραφίες εμπλουτίζουν την έκθεση επιτρέποντας στο μη ειδικό κοινό την εμπεριστατωμένη πληροφόρησή του για το είδος και τη χρήση των αρχαιολογικών ευρημάτων, καθώς και για τους αρχαιολογικούς χώρους από τους οποίους τα εκθέματα αυτά προήλθαν.
Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών, είναι ένα από τα πιο σημαντικά του ελληνικού χώρου. Βρίσκεται λίγο πριν την πόλη των Δελφών στη διαδρομή από την Αθήνα, σε συνέχεια του αρχαιολογικού χώρου. Στα εκθέματά του υπάρχουν αντικείμενα από το φημισμένο δελφικό μαντείο, το πιο ξακουστό του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Οι μοναδικές και πλούσιες συλλογές του περιλαμβάνουν κυρίως αρχιτεκτονικά γλυπτά, αγάλματα, αριστουργήματα μικροτεχνίας και αφιερώματα των πιστών στο ιερό, τα οποία ανακλούν τη θρησκευτικό-πολιτική και καλλιτεχνική δραστηριότητά του σε όλη την ιστορική του πορεία, από την ίδρυση του απολλώνιου τεμένους τον 8ο αιώνα π.Χ. έως την παρακμή του στα χρόνια της ύστερης αρχαιότητας. Στεγάζεται σε διώροφο κτίριο συνολικού εμβαδού 2.270 τ.μ. Η μόνιμη έκθεσή του καταλαμβάνει 14 αίθουσες και οι αποθηκευτικοί χώροι έκταση 558 τ.μ. Η μόνιμη έκθεση του Μουσείου έχει ως κύριο θέμα την ιστορία του δελφικού ιερού και μαντείου και περιλαμβάνει αντικείμενα, που καλύπτουν χρονολογικά πολλούς αιώνες, από τα προϊστορικά χρόνια έως την ύστερη αρχαιότητα. Είναι άριστα ομαδοποιημένα για να έχει ο επισκέπτης τη δυνατότητα να κατανοήσει εύκολα, τις περιόδους ακμής ή κάμψης του ιερού, καθώς και την πλήρη εικόνα της ιστορίας του. Διαθέτει εργαστήριο συντήρησης κεραμικών και μεταλλικών αντικειμένων, καθώς και εργαστήριο αποκατάστασης ψηφιδωτού. Μετά την τελευταία ανακαίνιση του κτιρίου, διαμορφώθηκαν χώροι υποδοχής και εξυπηρέτησης των επισκεπτών, κυλικείο και πωλητήριο εντύπων.
Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου είναι από τα πιο μεγάλα και αξιόλογα Μουσεία στην Ελλάδα και ένα από τα πιο σημαντικά στην Ευρώπη. Η μόνιμη έκθεση του Μουσείου περιλαμβάνει μοναδικά αριστουργήματα της κρητικής τέχνης, που βρέθηκαν σε ανασκαφές, κυρίως στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα του νησιού, και καλύπτουν ιστορία περίπου 5.500 χρόνων, από τη νεολιθική εποχή μέχρι τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Τα σημαντικότερα ανάμεσά τους είναι οι «θεές των όφεων», ρυτά, η τοιχογραφία των ταυροκαθαψίων και το χρυσό δακτυλίδι από τα Ισόπατα. Η συλλογή με τις μινωικές αρχαιότητες είναι η πιο σημαντική στον κόσμο και το μουσείο δίκαια θεωρείται το κατ’ εξοχήν μουσείο του μινωικού πολιτισμού. Τα πιο πολλά ευρήματα χρονολογούνται στα προϊστορικά χρόνια, στη μινωική εποχή, που πήρε το όνομά της από το μυθικό βασιλιά του νησιού, Μίνωα, και περιλαμβάνουν έργα κεραμικής, λιθοτεχνίας, σφραγιδογλυφίας, μικρογλυπτικής, μεταλλοτεχνίας και μνημειακής ζωγραφικής, που προέρχονται από ανάκτορα, επαύλεις, οικισμούς, ταφικά μνημεία, ιερά και σπήλαια. Στο σύγχρονο αντισεισμικό κτίριο, η έκθεση καταλαμβάνει συνολικά 20 αίθουσες, 13 στο ισόγειο και 7 στον όροφο του κτιρίου. Η οργάνωσή της στηρίζεται κατά κύριο λόγο στη χρονολογική παρουσίαση των ευρημάτων, ορισμένες, όμως, σημαντικές θεματικές ενότητες, όπως οι μινωικές τοιχογραφίες, οι μινωικές σαρκοφάγοι και η Συλλογή Γιαμαλάκη, προβάλλονται ξεχωριστά, αποκομμένες από τη συνολική χρονολογική διάταξη. Τα εκθέματα παρουσιάζονται σύμφωνα με τους τόπους που βρέθηκαν, για να δίνουν μια σφαιρική και πλήρη εικόνα του κρητικού πολιτισμού, όπως εκδηλώθηκε σε διάφορες περιοχές και στα σημαντικά του κέντρα. Η έκθεση πλαισιώνεται από επεξηγηματικά κείμενα, εικόνες, σχέδια και προπλάσματα μνημείων.
Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκηνών
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκηνών βρίσκεται εντός του αρχαιολογικού χώρου των Μυκηνών. Είναι διαμορφωμένο για να εξυπηρετεί τόσο τη διαφύλαξη του υλικού που προέρχεται από τις ανασκαφές στην ακρόπολη των Μυκηνών, στην άμεση περιοχή της και στον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο της, όσο και να λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος, για την ενημέρωση των επισκεπτών, συμπληρώνοντας την περιήγηση τους. Το μουσείο στεγάζεται σε σύγχρονο κτίριο, που κτίστηκε στους πρόποδες του λόφου των Μυκηνών και δίπλα στην ακρόπολη. Κτίστηκε με τρόπο που να εξασφαλίζει άμεση επικοινωνία με τα αρχαία κατάλοιπα, τμήματα των οποίων είναι ορατά από τα μεγάλα παράθυρά του και που ο επισκέπτης συναντά στην πορεία του από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου. Είναι κτισμένο σε τρία επίπεδα και καλύπτει μία συνολική επιφάνεια 2.000 τ.μ. Ο εκθεσιακός χώρος καλύπτει περίπου το 1/4 της έκτασης του μουσείου. Διαμορφώθηκε στην ανατολική πτέρυγα του κτιρίου, σε δύο επίπεδα και περιλαμβάνει τρεις αίθουσες. Πριν από το προαύλιο, ο επισκέπτης συναντά το «θολωτό τάφο των Λεόντων». Η είσοδος οδηγεί σ’ έναν ευρύχωρο προθάλαμο, στο κέντρο του οποίου έχει τοποθετηθεί μία μακέτα της ακρόπολης, ενώ πίνακες με κείμενα και εποπτικό υλικό παρουσιάζουν τις συνδεδεμένες με τις Μυκήνες, απεικονίσεις του χώρου από περιηγητές των περασμένων αιώνων, καθώς και το ιστορικό των ανασκαφών. Η έκθεση αναπτύσσεται σε 4 αυτοτελείς ενότητες, ως επί το πλείστον σε μεγάλες περιμετρικές επιτοίχιες προθήκες. Στις ευρύχωρες αποθήκες του Μουσείου στεγάζεται επίσης υλικό που μεταφέρθηκε από το Μουσείο Ναυπλίου και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Εξειδικευμένα εργαστήρια, κεραμικών και μετάλλινων αντικειμένων επιτρέπουν τη συντήρησή του υλικού επί τόπου, ενώ υπάρχουν χώροι γραφείων και βιβλιοθήκη για τη διευκόλυνση των μελετητών, που ενασχολούνται με αυτό.
Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας
Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας, από τα πιο σημαντικά της Ελλάδας, παρουσιάζει τη μακραίωνη ιστορική εξέλιξη ενός από τα πιο λαμπρά ιερά της αρχαιότητας, που ήταν αφιερωμένο στον Δία, και αποτέλεσε την κοιτίδα των Ολυμπιακών Αγώνων. Περιλαμβάνει τη μόνιμη έκθεση ευρημάτων από τις ανασκαφές στο χώρο της Άλτης, που χρονολογούνται από τα προϊστορικά έως και τα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Από το σύνολο των πολύτιμων εκθεμάτων, πιο σημαντική είναι η έκθεση των γλυπτών, για την οποία είναι κυρίως γνωστό το μουσείο, καθώς και η συλλογή χάλκινων αντικειμένων, που είναι η πλουσιότερη στον κόσμο και απαρτίζεται από όπλα, ειδώλια και άλλα αντικείμενα, ενώ ιδιαίτερα σημαντικά είναι και τα ευρήματα της μεγάλης πηλοπλαστικής. Το κτιριακό συγκρότημα του Μουσείου αποτελείται από εκθεσιακούς, βοηθητικούς και αποθηκευτικούς χώρους. Ο εκθεσιακός χώρος περιλαμβάνει τον προθάλαμο και 12 αίθουσες, που όλες φιλοξενούν τη μόνιμη έκθεση ευρημάτων, που προέρχονται από την Άλτη. Το Μουσείο διαθέτει αποθηκευτικούς χώρους, που καταλαμβάνουν τμήμα της ανατολικής πτέρυγας και του υπογείου, καθώς και εργαστήρια συντήρησης πήλινων, χάλκινων, λίθινων αντικειμένων, ψηφιδωτών και μικροευρημάτων. Μέσα από την πληθώρα των ευρημάτων, που παρουσιάζονται στη μόνιμη έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ολυμπίας, ο επισκέπτης παρακολουθεί τη χρονολογική εξέλιξη και την ιστορία του μεγάλου πανελλήνιου ιερού από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού έως και τον 6ο-7ο αιώνα μ.Χ. Εξέχουσα θέση κατέχει ο γλυπτός διάκοσμος του ναού του Δία, τα αετώματα και οι μετόπες, που αποτελούν τα σημαντικότερα δείγματα αυστηρού ρυθμού στην ελληνική τέχνη. Από τα πλέον σημαντικά εκθέματα είναι η Νίκη του Παιωνίου, καθώς και ο Ερμής του Πραξιτέλη. Στο μουσείο φιλοξενείται η πλουσιότερη συλλογή χάλκινων αντικειμένων στον κόσμο.
Εθνικό Ιστορικό Μουσείο
Το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο ανήκει στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, που ιδρύθηκε το 1882 με σκοπό τη συλλογή, διάσωση και προβολή κειμηλίων και μαρτυριών σχετικών με τη νεώτερη ελληνική ιστορία. Είναι το παλαιότερο μουσείο του είδους του και περιλαμβάνει πλούσιες συλλογές που διαφωτίζουν τις πιο αντιπροσωπευτικές ιστορικές φάσεις του Νεώτερου Ελληνισμού, από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) έως τον Πόλεμο του 1940. Η μόνιμη έκθεση του Μουσείου αναπτύσσεται στις περιμετρικές αίθουσες του Μεγάρου της Παλαιάς Βουλής των Ελλήνων, όπου πλέον στεγάζει μόνιμα το Μουσείο. Το κτίριο θεμελιώθηκε το 1858 από τη Βασίλισσα Αμαλία και στέγασε το Ελληνικό Κοινοβούλιο από το 1875 έως το 1935. Η Παλαιά Βουλή είναι αρχιτεκτονικό κόσμημα στο κέντρο της Αθήνας, ενώ η μεγαλόπρεπη Αίθουσα των Συνεδριάσεων αποτελεί χώρο ιστορικής μνήμης, αλλά και κατάλληλη στέγη για σημαντικές εκδηλώσεις πολιτιστικού και ιστορικού περιεχομένου. Μέσα από κειμήλια, έργα τέχνης, όπλα προσωπικά αντικείμενα, ενδυμασίες και χάρτες, ο επισκέπτης παρακολουθεί την πορεία του ελληνικού έθνους στην Τουρκοκρατία και την Ενετοκρατία στον ελλαδικό χώρο, την Ελληνική Επανάσταση του 1821, την ανεξαρτησία και τη διαμόρφωση του νέου ελληνικού κράτους, την επέκταση των συνόρων με τους Βαλκανικούς Πολέμους, την περιπέτεια της Μικρασιατικής εκστρατείας, μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Παράλληλα παρουσιάζονται πτυχές της καθημερινής ζωής και της ελληνικής κοινωνίας μέσα από την πλούσια λαογραφική συλλογή του Μουσείου.
Ενυδρείο Ηρακλείου
Το Ενυδρείο Κρήτης Cretaquarium άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό το Δεκέμβριο 2005. Είναι το πρώτο μεγάλο δημόσιο ενυδρείο στην Ελλάδα και ανήκει στο Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών, το μεγαλύτερο ερευνητικό κέντρο για τη θαλάσσια επιστήμη στην Ανατολική Μεσόγειο και στη χώρα μας. Το Ενυδρείο καταλαμβάνει έκταση 5.000 τ.μ. περίπου και είναι τμήμα του ευρύτερου κτιριακού συγκροτήματος «Θαλασσόκοσμος», συνολικής έκτασης 60.000 τ.μ. Εκτός από το Ενυδρείο, ο «Θαλασσόκοσμος» περιλαμβάνει τις ερευνητικές εγκαταστάσεις που στεγάζουν τις δραστηριότητες θαλασσίων επιστημών, όπως της Ωκεανογραφίας, Θαλάσσιας Βιολογίας και Γενετικής, Αλιευτικής Βιολογίας και των Θαλάσσιων Υδατοκαλλιεργειών. Το Ενυδρείο Κρήτης και ο «Θαλασσόκοσμος» βρίσκονται στη ΒΔ παραλιακή ζώνη της πρώην αμερικανικής βάσης στις Γούρνες Ηρακλείου, 14 χλμ. από την πόλη του Ηρακλείου και πολύ κοντά στην πιο τουριστική περιοχή της Κρήτης που εκτείνεται από τις Γούρνες Ηρακλείου, προς τη Χερσόνησο και τον Αγ. Νικόλαο. Σκοπός του Ενυδρείου είναι η ανάδειξη του θαλάσσιου μεσογειακού κόσμου που είναι ελάχιστα γνωστός στους πολλούς. Το Cretaquarium φιλοξενεί περίπου 4.000 θαλάσσια είδη και οργανισμούς μέσα σε μικρές και μεγάλες δεξαμενές που αντιγράφουν τις συνθήκες του φυσικού θαλάσσιου περιβάλλοντος. Περιπλανώμενοι στο διάδρομο ανάμεσα στις δεξαμενές του ενυδρείου θα νιώσετε, τουλάχιστον, σαν δύτης που κολυμπάει αρμονικά δίπλα σε μικρά και μεγάλα ψάρια και οργανισμούς, αφού όλα είναι τόσο ρεαλιστικά και προσεγμένα.
Μουσείο Αρχαίας Αγοράς
Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας, ή Μουσείο Αρχαίας Αγοράς (Αθηνών), ή Μουσείο Αττάλου δημιουργήθηκε το 1957, και στεγάζεται στον ισόγειο χώρο της Στοάς του Αττάλου, μετά την αναστήλωση της. Στο Μουσείο αυτό στεγάζονται και εκτίθενται ευρήματα που έχουν έλθει στο φως από τις αρχαιολογικές ανασκαφές που έχουν γίνει στον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας και μόνον απ’ αυτόν, που εκτείνεται δυτικά και ΝΔ του Μουσείου μέχρι τον αρχαίο ναό του Ηφαίστου. Ο εκθεσιακός χώρος του Μουσείου διακρίνεται στον εσωτερικό, που περιλαμβάνει 4 ενότητες-χώρους, και τον εξωτερικό αίθριο χώρο. Στο πρώτο τμήμα της έκθεσης εκτίθενται αγγεία, πήλινα ειδώλια, κοσμήματα, όπλα, κτερίσματα τάφων της μυκηναϊκής μέχρι και της γεωμετρικής περιόδου, επειδή ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Αγοράς αρχικά ήταν νεκροταφείο πριν μεταφερθεί αυτό δυτικότερα και μεταβληθεί σε κέντρο εμπορικών θρησκευτικών, πολιτικών, πολιτιστικών ακόμη και αθλητικών συναθροίσεων. Στο κεντρικό χώρο του μουσείου περιλαμβάνονται εκθέματα από την πολιτική ζωή και την εμπορική κίνηση της αρχαίας Αθήνας κατά τους κλασικούς χρόνους, όπως όστρακα εξοστρακισμού, κλεψύδρες, χάλκινες ψήφοι των αθηναϊκών δικαστηρίων, μέτρα και σταθμά της περιόδου, συλλογή νομισμάτων και διάφορα ψηφισματοφόρα ανάγλυφα. Στον επόμενο χώρο παρουσιάζονται στον επισκέπτη μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία γνωστών αρχαίων αγγειογράφων καθώς και διάφορα σκεύη του καθημερινού βίου. Την έκθεση του μουσείου συμπληρώνουν μαρμάρινα γλυπτά, θραύσματα επιγραφών, αγαλματίδια της ρωμαϊκής, βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου που προέρχονται κυρίως από πηγάδια του γύρω χώρου. Τέλος στον αίθριο χώρο του ισογείου μεταξύ των κιονοστοιχιών του οικοδομήματος εκτίθενται πολύ αξιόλογα γλυπτά, βάσεις επιγραφών, βωμοί, κιονόκρανα, γλυπτά από το διάκοσμο του Ηφαιστείου, του ναού του Άρεως κλπ.
Μουσείο Ασιατικής τέχνης
Το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης της Κέρκυρας, το μοναδικό Μουσείο στην Ελλάδα που είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στην τέχνη και τις αρχαιότητες της Άπω Ανατολής και της Ινδίας, στεγάζεται στο Ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου. Το κτίριο, εκτός από μία ευρύχωρη κατοικία για τον Αρμοστή, βασικά χρησιμοποιήθηκε ως το βρετανικό διοικητικό κέντρο (Αρμοστεία). Παράλληλα, υπήρξε έδρα της Ιονίου Γερουσίας και, για κάποιο χρονικό διάστημα, της Ιονίου Βουλής, κυρίως, όμως, του Τάγματος των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου, από όπου και πήρε το όνομά του. Σχεδιάστηκε από τον στρατηγό Sir George Whitmore (1775-1862), μηχανικό του αγγλικού στρατού και αρχιτέκτονα. Το 1864, μετά την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, πέρασε στην ιδιοκτησία του ελληνικού κράτους, και από το 1928 στεγάζει το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης. Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου υπέστη πολλές φθορές. Το 1953 αποκαταστάθηκαν οι τρεις Μνημειακές Αίθουσες του πρώτου ορόφου. Το κτίριο συντηρήθηκε ξανά στα τέλη του 1992, για να χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες της Συνόδου Κορυφής των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα το 1994. Το μουσείο αριθμεί περίπου 10.500 αντικείμενα, που προέρχονται από δωρεές ιδιωτικών συλλογών. Τον πυρήνα του Μουσείου, αποτέλεσε η συλλογή του Γρ. Μάνου (1850-1928), που διετέλεσε πρέσβης της Ελλάδας στην Αυστρία. Η σινο-ιαπωνική συλλογή του λειτούργησε ως μαγνήτης προσελκύοντας και άλλες δωρεές, όπως αυτή του πρέσβη Ν. Χατζηβασιλείου, το 1974, που περιλάμβανε 400 έργα από την Ιαπωνία, την Κορέα, το Νεπάλ, το Θιβέτ, το Πακιστάν (Ελληνο-βουδιστικά γλυπτά της Γκαντάρα), την Ινδία, το Σιάμ και την Καμπότζη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει ο αυστηρά σινο-ιαπωνικός χαρακτήρας του μουσείου και να οδηγήσει στην αλλαγή του ονόματός του σε «Μουσείο Ασιατικής Τέχνης». Το 1983 στις συλλογές του Μουσείου προστέθηκε και η δωρεά του Χαρ. Χιωτάκη, που αποτελείται από 380 αντικείμενα κινέζικης, ιαπωνικής και κορεάτικης τέχνης. Μεμονωμένα αντικείμενα δώρισαν επίσης ο Ι. Σινιόσσογλου, ο Π. Αλμανάχος και ο Ι. Κόλλας.
Μουσείο βασιλικών τάφων Αιγών
Με την αποκάλυψη των βασιλικών τάφων των Αιγών, το 1977, άρχισε αμέσως η συντήρηση των περίφημων τοιχογραφιών που τους διακοσμούσαν. Παράλληλα, δημιουργήθηκε επιτόπου εργαστήριο συντήρησης για τη διάσωση κι αποκατάσταση των εξαιρετικά σημαντικών κινητών ευρημάτων που περιείχαν. Για να σωθούν οι βασιλικοί τάφοι των Αιγών και οι θαυμάσιες τοιχογραφίες της αρπαγής της Περσεφόνης και του βασιλικού κυνηγιού, τα μοναδικά πρωτότυπα έργα μεγάλων ζωγράφων της κλασικής αρχαιότητας που έφτασαν ως εμάς, κατασκευάστηκε το 1993 ένα τεράστιο υπόγειο κέλυφος προστασίας που εγκιβωτίζει και προστατεύει τα αρχαία μνημεία, με ηλεκτρονικά συστήματα ελέγχου και κλιματισμού που διατηρούν σταθερές τις συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας στην περιοχή των τάφων, πράγμα απαραίτητο για την διάσωση των τοιχογραφιών. Το κτίσμα εξωτερικά δίνει την εντύπωση αρχαίου ταφικού τύμβου, καθώς είναι καλυμμένο με χώμα, ενώ στο εσωτερικό του εκτίθενται από το Νοέμβριο του 1997 οι θησαυροί που βρέθηκαν μέσα στους βασιλικούς τάφους. Στο υπόγειο κέλυφος, γύρω από τους χώρους όπου εγκιβωτίζονται οι τέσσερις τάφοι (τρεις μακεδονικοί και ένας κιβωτιόσχημος) και τα θεμέλια του υπέργειου «ηρώου», υπάρχουν τέσσερις συνεχιζόμενες πολυγωνικές αίθουσες, η έκταση των οποίων φτάνει τα 1.200 τ.μ. Οι θησαυροί δεν απομακρύνθηκαν από τον τόπο που βρέθηκαν, δίπλα στους τάφους που τους περιείχαν. Η έκθεση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικου, του αρχαιολόγου που έφερε στο φως τους θησαυρούς και είχε τη γνώση και την πνευματική εγρήγορση να τους αναγνωρίσει.
Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας
Το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας ιδρύθηκε το 1964 από τον Άγγελο και τη Νίκη Γουλανδρή με σκοπό «την προώθηση των Φυσικών Επιστημών και την ταυτόχρονη ευαισθητοποίηση του ανθρώπου, ώστε διά της γνώσης να επανέλθει στο σεβασμό της φύσης...». Οι δραστηριότητές του περιλαμβάνουν τόσο την επιστημονική έρευνα σε θέματα σχετικά με το περιβάλλον (φυσικούς πόρους, φυσικοχημικές, βιοχημικές και οικολογικές διαδικασίες που διέπουν το οικοσυστήματα και τους οργανισμούς τους), όσο και την περιβαλλοντική εκπαίδευση, που συνεχίζεται ανελλιπώς από το 1974 και απευθύνεται σε παιδιά όλων των σχολικών βαθμίδων. Η έδρα του Ιδρύματος βρίσκεται στην Κηφισιά. Σε δύο γειτονικά κτίρια, όπου η αρχιτεκτονική αρμονία γεφυρώνει τους αιώνες, φιλοξενούνται οι δύο μεγάλες, ανεξάρτητες μεν αλλά θεματικά αλληλένδετες εκθεσιακές ενότητες: η έκθεση συλλογών Φυσικής Ιστορίας που στεγάζεται στο ιστορικό κτίριο του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας (Λεβίδου 13) και η περιβαλλοντική έκθεση του νέου Κέντρου ΓΑΙΑ (Όθωνος 100). Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας (Λεβίδου 13) στεγάζεται σε ένα κομψό νεοκλασικό κτίριο του 19ου αιώνα (1875) που διαμορφώθηκε και επεκτάθηκε κατά τα 35 χρόνια λειτουργίας του, ώστε να αποτελέσει κατάλληλο χώρο για τις επιστημονικές και εκπαιδευτικές ανάγκες του Ιδρύματος. Οι εκθεσιακοί χώροι παρουσιάζουν: βοτανικά εκθέματα (την εξέλιξη, ανατομία και μορφολογία των φυτών καθώς και φυτικά απολιθώματα), ζωολογικά εκθέματα (αντιπροσωπευτικά είδη από τις πιο σημαντικές ομάδες εντόμων, σπάνια είδη θηλαστικών κατανεμημένα σε ποικίλους βιότοπους ανά τον κόσμο, πουλιά με κύρια έμφαση στην ελληνική ορνιθοπανίδα, ερπετά και αμφίβια ελληνικά και ξένα, μαλάκια με συλλογές ελληνικών και παγκόσμιων κογχυλιών, κοράλλια) και γεωλογικά και παλαιοντολογικά εκθέματα (πλούσια δείγματα ορυκτών, πετρωμάτων και απολιθωμάτων που συνοδεύονται από μακέτες, διαγράμματα, τομές κ.ά.).
Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων
Το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων Φοίβου Ανωγειανάκη-Κέντρο Εθνομουσικολογίας εγκαινιάστηκε στις 6 Ιουνίου του 1991. Βασίζεται στη συλλογή 1.200 ελληνικών λαϊκών μουσικών οργάνων από τον 18ο αιώνα ως τις μέρες μας, καρπό 40χρονης έρευνας και μελέτης του μουσικολόγου Φ. Ανωγειανάκη, ο οποίος το 1978 δώρισε τη συλλογή του στο ελληνικό δημόσιο και με την εποπτεία του άρχισαν οι εργασίες ίδρυσης του Μουσείου, που στεγάζεται σ’ ένα παλαιό αρχοντικό του 1840 στην Πλάκα (οικία Λασσάνη) δίπλα στη Ρωμαϊκή Αγορά. Για την οργάνωση και αποπεράτωση του Μουσείου αρχικά συνεργάστηκαν το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και στη συνέχεια το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα Β. Παπαντωνίου και η Ελληνική Εταιρεία Λαογραφικής Μουσειολογίας. Ο αρχιτέκτονας Κωστής Αδαμόπουλος διαμόρφωσε το κυρίως κτίριο στον εκθεσιακό χώρο, που στεγάζει επίσης την υποδοχή, τη διεύθυνση, τη γραμματεία και τη βιβλιοθήκη του Μουσείου. Οι παλαιοί στάβλοι του αρχοντικού στεγάζουν το Κέντρο Έρευνας και τα αρχεία, τους αποθηκευτικούς χώρους, μια αίθουσα εκδηλώσεων (για 80 άτομα) και το πωλητήριο του Μουσείου όπου διατίθενται βιβλία, δίσκοι και μουσικά όργανα. Εκτίθενται περίπου τα μισά όργανα της συλλογής Ανωγειανάκη, με κριτήριο όχι μόνο την αισθητική και τη διακόσμησή τους, αλλά κυρίως το εθνολογικό και μουσικολογικό τους ενδιαφέρον Τα υπόλοιπα όργανα βρίσκονται στη διάθεση των ερευνητών και αποτελούν υλικό για την κινητή έκθεση του Μουσείου, που περιοδεύει στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ή για εκθέσεις ειδικού ενδιαφέροντος. Η έκθεση καλύπτει 3 ορόφους και περιλαμβάνει 4 ενότητες, όσες και οι οικογένειες των οργάνων που διακρίνει η εθνομουσικολογία, με κριτήριο το υλικό το οποίο πάλλεται για να δώσει τον ήχο: μεμβρανόφωνα, αερόφωνα, χορδόφωνα και ιδιόφωνα.
Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας
Το Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας είναι ένα κατ’ εξοχήν θεματικό μουσείο με ενδυματολογικό περιεχόμενο. Στις συλλογές του περιλαμβάνει περίπου 25.000 αντικείμενα, κυρίως αυθεντικές τοπικές φορεσιές και κοσμήματα του ιστορικού ελληνικού χώρου (τέλη 19ου-αρχές 20ού αιώνα), αντίγραφα μινωικών, αρχαϊκών και βυζαντινών ενδυμάτων, καθώς και 23 πορσελάνινες κούκλες ντυμένες με παραδοσιακές φορεσιές, που αποτελούν δωρεά της Β. Όλγας στο Λύκειο των Ελληνίδων. Σκοπός της ύπαρξής του είναι η συλλογή, η διαφύλαξη, η μελέτη και η προβολή της ιστορίας της ελληνικής τοπικής φορεσιάς. Το Μουσείο στεγάζεται σε διώροφο κτίριο της οδού Δημοκρίτου 7, που χτίστηκε τη δεκαετία του 1920. Η παρουσίαση των θεματικών εκθέσεών του γίνεται σ’ ένα μικρό, αλλά λειτουργικό εκθεσιακό χώρο που βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου. Το Μουσείο δεν έχει μόνιμη έκθεση, αλλά ετήσιες μικρές θεματικές εκθέσεις. Με αυτού του είδους τις εκθέσεις δίνεται η ευκαιρία στο κοινό να γνωρίζει κάθε φορά και ένα τμήμα της πλούσιας συλλογής του. Παράλληλα με τις εκθέσεις, το Μουσείο οργανώνει εκπαιδευτικά προγράμματα, διαλέξεις, σεμινάρια και συνεργασίες με άλλους φορείς με στόχο τον εμπλουτισμό της εκθετικής δραστηριότητάς του και την καλύτερη επικοινωνία του με το κοινό. Στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής του πολιτικής πραγματοποιεί εκπαιδευτικά προγράμματα και ξεναγήσεις μαθητών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με στόχο να γίνει χώρος μάθησης, ανακάλυψης, ψυχαγωγίας και ανάπτυξης της ευαισθησίας των μικρών επισκεπτών. Συμμετέχει σε ενδυματολογικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με στόχο την ανάδειξη του ενδυματολογικού πλούτου της Ελλάδας. Το Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας αποτελεί τμήμα του Λυκείου των Ελληνίδων, σωματείου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που ιδρύθηκε το 1910 από την Καλλιρρόη Παρρέν.
Ναυτικό μουσείο Ελλάδας
Το Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται στο κτίριο της Μαρίνας Ζέας, στη Φρεαττύδα, στον Πειραιά. Είναι το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδας και παρουσιάζει τη δημιουργία, ιστορία και εξέλιξη του Ναυτικού των Ελλήνων από την προϊστορική εποχή ως τις μέρες μας. Σκοποί του Μουσείου είναι η αναζήτηση, περισυλλογή, συγκέντρωση, συντήρηση, διαφύλαξη και έκθεση των αντικειμένων που έχουν σχέση με την επίδοση των Ελλήνων στα θαλάσσια έργα από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα. Στους σκοπούς του περιλαμβάνεται ακόμα η μελέτη και τεκμηρίωση της ναυτικής μας κληρονομιάς και γενικά η καλλιέργεια της αγάπης των νέων για τη θάλασσα, γεγονός που εκπληρώνει την παιδαγωγική αποστολή του Μουσείου. Στις 10 μεγάλες αίθουσες που έχουν συνολική επιφάνεια περίπου 1.850 τ.μ. παρουσιάζεται με ανάγλυφο τρόπο η ναυτική πορεία του Ελληνισμού μέσα στους αιώνες. Στην πρώτη στεγάζεται η Ναυτική Πινακοθήκη, με έργα των πιο σημαντικών θαλασσογράφων του 19ου και 20ου αιώνα (Προσαλέντη-Βολανάκη-Χατζή). Στη συνέχεια παρουσιάζεται η ναυτική δραστηριότητα των Ελλήνων στην προϊστορία, στην αρχαιότητα, στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο ως το τέλος του 18ου αιώνα, στους Βαλκανικούς Πολέμους και από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έως τις μέρες μας. Παράλληλα, δίνεται έμφαση στη μετάβαση από τα ιστιοφόρα στα ατμόπλοια. Οι τελευταίες εκθεσιακές ενότητες αφορούν την ιστορία και εξέλιξη του εμπορικού ναυτικού. Στο Μουσείο υπάρχει επίσης μία μεγάλη συλλογή χαρτών του ελληνικού αλλά και του παγκόσμιου χώρου από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα. Εδώ λειτουργεί και η μοναδική ναυτική βιβλιοθήκη με πάνω από 10.000 τόμους βιβλίων και περιοδικών, οργανωμένη με το σύστημα Dewey. Η βιβλιοθήκη είναι ανοικτή στο κοινό. Δέχεται και εξυπηρετεί πάνω από 2.000 ερευνητές και μαθητές το χρόνο. Το Μουσείο είναι μέλος της Διεθνούς Ένωσης Ναυτικών Μουσείων και συμμετέχει ενεργά σε εθνικά και παγκόσμια συνέδρια καθώς και σε εθνικές και διεθνείς εκθέσεις δανείζοντας υλικό του.
Πολεμικό μουσείο
Δίπλα στο Βυζαντινό Μουσείο, στην οδό Β. Γεωργίου βρίσκεται και λειτουργεί από το 1975 το Πολεμικό Μουσείο Αθήνας. Σκοπός του είναι η συγκέντρωση, παρουσίαση και διαφύλαξη των κάθε είδους πολεμικών κειμηλίων και ενθυμίων της ιστορίας μας, καθώς και η μελέτη-τεκμηρίωση και η προβολή της πολεμικής ιστορίας της χώρας μας. Στο ισόγειό του φιλοξενεί μια από τις πιο σημαντικές συλλογές όπλων από όλο τον κόσμο, δωρεά του Πέτρου Σαρόγλου, αξιωματικού του Πυροβολικού. Τα εκθέματα, από όλο τον κόσμο, χρονολογούνται από τη Νεολιθική εποχή μέχρι το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Η συλλογή διαθέτει 3.000 όπλα, αμυντικά και επιθετικά, όπως πανοπλίες από τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, καυκάσια πιστόλια, μουσουλμανικά, ινδικά και ιαπωνικά όπλα. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αφρικανικά όπλα, από δέρμα ψαριού και όστρακο χελώνας για μικρόσωμους πολεμιστές, καθώς και τα ξύλινα βέλη και οι κεφαλοθραύστες πρωτόγονων λαών. Ιδιαίτερη συλλεκτική αξία έχει η συλλογή που περιλαμβάνει επίχρυσα και επάργυρα όπλα με ημιπολύτιμες πέτρες, κοράλλι και τιρκουάζ, καθώς κι αυτή της Ελληνικής Επανάστασης. Το Μουσείο διαθέτει ένα πλούσιο αρχείο από αρχεία και συλλογές ιστορικού κυρίως περιεχομένου από την Επανάσταση του 1821 μέχρι και τον πόλεμο στην Κορέα, καθώς κι έγγραφα (γνήσια και αντίγραφα) από διάφορες φάσεις της ελληνικής πολεμικής ιστορίας, όπως γνήσια έγγραφα των Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα, Μακρυγιάννη, φύλλα των «Ελληνικών Χρονικών» ή τα αρχεία στρατιωτικών, εφημερίδων και παράνομου Τύπου από την περίοδο της Κατοχής κλπ. Παράλληλα, στο τμήμα του ιστορικού αρχείου φυλάσσεται και η συλλογή με 400 παλιούς χάρτες που ξεκινούν από το 1471 και εξής. Στο πλούσιο φωτογραφικό αρχείο του υπάρχουν πάνω από 20.000 πρωτότυπες φωτογραφίες, με θεματολογία σχετική με την πολεμική ιστορία της Ελλάδας, από το τέλος του 19ου αιώνα έως τη σύγχρονη εποχή. Τέλος, μια πλούσια βιβλιοθήκη, που διαθέτει περίπου 22.000 τίτλους βιβλίων και άλλων έντυπων εκδόσεων, καθώς και ένα άρτια εξοπλισμένο αμφιθέατρο 550 θέσεων συμπληρώνουν τους εσωτερικούς χώρους του Μουσείου. Στον εξωτερικό χώρο του Μουσείου εκτίθενται όπλα που χρησιμοποιήθηκαν στους Βαλκανικούς Πολέμους, καθώς και στον Α' και Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ανάμεσά τους ο «Δαίδαλος», το πρώτο αεροσκάφος της Πολεμικής Αεροπορίας που χρησιμοποιήθηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου