Βοτανικό Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών
Το Μουσείο ανήκει στο Τμήμα Βιολογίας. Αυτονομήθηκε το 1868 από το παλαιό Φυσιογραφικό Μουσείο, που φιλοξενούσε τις βοτανικές, ζωολογικές και ορυκτολογικές συλλογές του Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το 1850, και ως πρώτος διευθυντής του ορίστηκε ο καθηγητής της Βοτανικής Θ. Ορφανίδης. Το 1918 ο καθηγητής της Βοτανικής Ι. Πολίτης ασχολήθηκε με την μετεγκατάσταση των συλλογών από το ισόγειο της Νομικής σχολής στον πρώτο όροφο του Χημείου. Επίσης δημιούργησε την πρώτη συλλογή θαλλοφύτων. Το διάστημα 1965–1982 οι συλλογές του Μουσείου στεγάστηκαν στο κτίριο της σημερινής Φοιτητικής Εστίας της Πανεπιστημιούπολης, ενώ με την ολοκλήρωση των νέων κτιρίων της Φυσικομαθηματικής Σχολής, το Μουσείο είναι πια εγκατεστημένο σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο του Τμήματος Βιολογίας. Από τις παλαιές συλλογές του Μουσείου ως πιο σημαντικές θεωρούνται τα αποξηραμένα δείγματα φυτών του T. von Heldreich, Τ.Γ. Ορφανίδη και Β. Τούντα. Σημειώνεται ότι επίσημη και αξιόπιστη καταγραφή των δειγμάτων δεν έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα για τις περισσότερες ομάδες φυτών, το δε πλήθος τους είναι μεγαλύτερο από ό,τι αναγράφεται επίσημα (117.000 δείγματα αναφέρονται στο Index herbariorum). Στις νεώτερες συλλογές του Μουσείου περιλαμβάνονται μυκητολογικό υλικό, καθώς και δείγματα σπερματοφύτων και φυκιών από συνεργαζόμενους βοτανικούς, κυρίως του Τομέα Οικολογίας και Ταξινομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι τελευταίες συλλογές αφορούν σε φυτά του ελλαδικού κυρίως χώρου, αλλά και άλλων περιοχών του κόσμου, τα οποία στην πλειονότητα δεν έχουν μέχρι σήμερα επίσημα καταχωρηθεί και καταγραφεί. Το μουσειακό υλικό εξυπηρετεί ερευνητικές ανάγκες βοτανικών και οικολόγων που ασχολούνται με θέματα Συστηματικής Βοτανικής, Βιογεωγραφίας, Οικολογίας και Προστασίας του Περιβάλλοντος. Συμβάλλει επίσης στην καλύτερη εκπαίδευση φοιτητών κυρίως του Τμήματος Βιολογίας. Στις άμεσες μελλοντικές δραστηριότητες του Βοτανικού Μουσείου είναι και η λειτουργία εκθέσεων, ανοικτών στο ευρύ κοινό, με στόχο την οικολογική και πολιτισμική επιμόρφωση των πολιτών. Το herbarium (συλλογές αποξηραμένων φυτικών δειγμάτων) δεν είναι προσβάσιμο στο ευρύ κοινό.
Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδας
Το Μουσείο ιδρύθηκε το 1977 για να συλλέξει, να διατηρήσει, να ερευνήσει και να εκθέσει τα κατάλοιπα του πολιτισμού των 2.300 χρόνων εβραϊκής παρουσίας στην Ελλάδα. Ως ιστορικό και εθνογραφικό μουσείο εστιάζει το ενδιαφέρον του στην παρουσίαση μιας ζωντανής εικόνας της εβραϊκής ιστορίας και παράδοσης στη διάρκεια αυτών των αιώνων. Η συλλογή του Μουσείου, που εμπλουτίζεται συνεχώς, αποτελείται από 7.500 πρωτότυπα αντικείμενα, έγγραφα, φωτογραφίες και αρχεία και περιλαμβάνει ποικίλο υλικό από την καθημερινή και θρησκευτική ζωή και την ιστορική πορεία των Ελλήνων Εβραίων. Το νέο κτίριο του Μουσείου φιλοξενεί την πλούσια συλλογή του και τις υποδομές για υπηρεσίες προς το κοινό σε συνολικό χώρο 800 τ.μ. Η συνολική έκταση του Μουσείου έχει οργανωθεί σε χώρους μόνιμης έκθεσης της συλλογής, εκθέσεων σύγχρονης τέχνης, περιοδικών εκθέσεων, βίντεο-προβολών, αίθουσα εκπαιδευτικών προγραμμάτων, βιβλιοθήκη, φωτογραφικό αρχείο και εργαστήριο, εργαστήριο συντήρησης και πωλητήριο. Η μόνιμη έκθεση εικονογραφεί θεματικούς κύκλους όπως η συναγωγή και τα λατρευτικά σκεύη, το εορτολόγιο, οι παραδοσιακές ενδυμασίες, το Ολοκαύτωμα, ο κύκλος της ζωής και η ιστορική διαδρομή των Ελλήνων Εβραίων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο εκπαιδευτικό έργο του Μουσείου, και ειδικότερα στη διαπολιτισμική εκπαίδευση και στα προγράμματα για παιδιά και νέους. Το Μουσείο επίσης οργανώνει περιοδικές εκθέσεις και εκδηλώσεις με θέματα που άπτονται της σύγχρονης τέχνης, λογοτεχνίας, ποίησης, μουσικής και γενικά κάθε μορφής ανθρώπινης έκφρασης, με σκοπό να καλύψει ζητήματα πολιτιστικής και καλλιτεχνικής παραγωγής. Πέρα από την παρουσίαση μιας ζωντανής εικόνας του παρελθόντος, το Μουσείο φιλοδοξεί να διερευνήσει το διαχρονικό και πολύπλευρο χαρακτήρα του ελληνικού Εβραϊσμού. Ως χώρος διερεύνησης, γνωριμίας και θετικού διαλόγου ανάμεσα στη μνήμη και στην ιστορία, ανάμεσα στην προσωπική και τη συλλογική ταυτότητα, επιχειρεί να αποτελέσει ενεργό πολιτισμικό κύτταρο, ενισχύοντας αισθήματα κοινότητας και συνέχειας.
Ενυδρείο Ρόδου
Το κτίριο του Υδροβιολογικού Σταθμού Ρόδου κατασκευάστηκε κατά τη χρονική περίοδο 1934-1936. Από το 1937 λειτουργούσε σαν Reale Instituto di Ricerche Biologiche di Rodi. Το 1945 μετονομάστηκε σε Ελληνικό Υδροβιολογικό Ινστιτούτο και λειτουργούσε υπό την εποπτεία της Ακαδημίας Αθηνών. Σήμερα ο Υδροβιολογικός Σταθμός λειτουργεί σαν Μουσείο-Ενυδρείο και ερευνητική μονάδα και ανήκει στο Εθνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών. Σκοπός του είναι η διατήρηση και προβολή ταριχευμένων και ζωντανών εκθεμάτων του θαλασσίου μεσογειακού χώρου. Οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν είδη από Ανθόζωα, Μαλάκια Γαστερόποδα και Κεφαλόποδα, Καρκινοειδή, Εχινόδερμα, Ψάρια των Οικογενειών Dasyatidae, Muraenidae, Serranidae, Mullidae, Sparidae, Centrachantidae, Labridae, Scaridae, Siganidae, Mugilidae, Scorpaenidae, Triglidae, Balistidae, Monacanthidae, και θαλάσσιες χελώνες. Στο Μουσείο παρουσιάζονται εκθέματα όπως Ασπόνδυλα, είδη καρχαριών και άλλων ψαριών, θαλάσσιες χελώνες, Οδοντοκήτη και μεσογειακές φώκιες. Με την ερευνητική υποδομή που έχει ο Υδροβιολογικός Σταθμός και την επιστημονική υποστήριξη του Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών διεξάγει ερευνητικά προγράμματα καλύπτοντας όλο το φάσμα της Ωκεανογραφίας στην ευρύτερη περιοχή της Δωδεκανήσου. Με αυτό τον τρόπο λειτουργεί σαν πρότυπη ερευνητική μονάδα στην Μεσόγειο.
Ζωολογικό Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών
Το Μουσείο έχει ζωή 130 περίπου ετών. Είναι το πρώτο και πληρέστερο του είδους του στην Ελλάδα. Αρχικά, αποτέλεσε τον πυρήνα ενός ευρύτερου Φυσιογραφικού Μουσείου, που εγκαταστάθηκε από τα μέσα του 19ου αιώνα, στο κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου. Αργότερα, αποσπάστηκαν απ’ αυτό οι βοτανικές, παλαιοντολογικές, ορυκτολογικές κι ανθρωπολογικές συλλογές και αυτονομήθηκαν στο Βοτανικό, το Παλαιοντολογικό, το Ορυκτολογικό και το Ανθρωπολογικό Μουσείο. Σήμερα ανήκει στο Τμήμα Βιολογίας της Σχολής Θετικών Επιστημών. Ο προορισμός του Μουσείου είναι η μόρφωση και η ψυχαγωγία του κοινού, ιδίως της νεολαίας. Σε μια εποχή που τα σύγχρονα οπτικοακουστικά ΜΜΕ ήταν ανύπαρκτα, το Μουσείο λειτούργησε ως πόλος έλξης πολυάριθμων επισκεπτών και ως σημαντικός παράγοντας γενικής μόρφωσης στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος και την αναπτυσσόμενη πρωτεύουσά του. Έλληνες και ξένοι ερευνητές της ελληνικής πανίδας, ερασιτέχνες συλλέκτες, κυνηγοί άγριων ζώων και πολλοί άλλοι κατέθεσαν τα ευρήματα, τις συλλογές και τα τρόπαια τους στο Μουσείο και συνέβαλαν στον εμπλουτισμό του με νέο υλικό. Με την ανέγερση του νέου κτιρίου του Βιολογικού Τμήματος, το Ζωολογικό Μουσείο εγκαταστάθηκε οριστικά σε άνετους χώρους και από το 1988 άρχισε να παρουσιάζεται στο κοινό, κυρίως στους μαθητές των σχολείων, μέρος από τα σπάνια και πολύτιμα εκθέματα του, ενώ συνέχισε να εμπλουτίζεται με νέες συλλογές, όπως η πολύ σημαντική συλλογή θηλαστικών και πουλιών, δωρεά της οικογενείας Παπαλιού. Οι συλλογές του Μουσείου περιλαμβάνουν 500 περίπου μικρά και μεγάλα θηλαστικά από όλον τον κόσμο (ταριχευμένα είτε ως σκελετοί), πλούσια συλλογή περίπου 2.500 πτηνών στην οποία περιλαμβάνονται όλα τα είδη της Ελλάδας, συλλογή αυγών και φωλιών πτηνών, μεγάλη συλλογή από 1.000 περίπου ερπετά, αμφίβια και ιχθύες από την παγκόσμια πανίδα, από τα ασπόνδυλα υπάρχουν πολύ μεγάλες συλλογές εντόμων και μαλακίων και σημαντικός αριθμός δειγμάτων άλλων ασπόνδυλων (σπόγγων, κοραλλιών, καρκινοειδών κλπ.), μεγάλο αριθμό ανθρωπολογικών ευρημάτων, κυρίως κρανίων, μερικά από τα οποία έχουν και παλαιοπαθολογικά συμπτώματα.
Μουσείο Βορρέ
Το Μουσείο Βορρέ αποτελείται από ένα συγκρότημα κτιρίων, κήπων και αυλών, σε έκταση 18 στρεμμάτων. Οι συλλογές του, που αριθμούν πάνω από 6.000 αντικείμενα, καλύπτουν 4.000 χρόνια Ελληνικής ιστορίας. Το Μουσείο έχει δωριθεί στο Ελληνικό Κράτος από την οικογένεια Βορρέ, με τη μορφή καλλιτεχνικού και πολιτιστικού ιδρύματος. Πρόκειται ίσως για το μοναδικό παράδειγμα πολιτιστικού χώρου στην Ελλάδα που προσφέρει εκτός των άλλων ηρεμία και οπτική απόλαυση γιατί έχει κατορθώσει με δενδροφυτεύσεις και με την απάλειψη όλων των ενοχλητικών στοιχείων του γύρω δομημένου περιβάλλοντος να αποτελεί νησίδα φυσικής ομορφιάς και αναπόλησης του χαμένου παραδείσου. Το τμήμα που στεγάζει το λαογραφικό Μουσείο, ονομάζεται «Πυργί» κι αποτελείται από ένα συγκρότημα 2 παραδοσιακών χωριάτικων σπιτιών, τα υπολείμματα ενός στάβλου και ένα παλαιό πατητήρι από την εποχή της Τουρκοκρατίας στις αρχές του 19ου αιώνα. Τα εκθέματα που προβάλλονται στο «Πυργί» είναι κυρίως ελληνικά λαϊκά αντικείμενα καθημερινής χρήσης, σπάνια έπιπλα, λαϊκά χαλιά διαφόρων τύπων, χωριάτικες γούρνες, κιούπια, μυλόπετρες, στόμια πηγαδιών, μεγάλη συλλογή κεραμικών, αξιόλογες ελαιογραφίες και γκραβούρες που απεικονίζουν ιστορικά γεγονότα της νεότερης Ελλάδας, καθώς και διάφορα σημαντικά αρχαία ευρήματα.
Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης
Eίναι το κεντρικό κρατικό μουσείο στο οποίο συγκεντρώνονται έργα της νεώτερης πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι πλούσιες συλλογές του περιλαμβάνουν 20.000 περίπου αντικείμενα προερχόμενα από τον ελληνικό χώρο (ηπειρωτικό και νησιωτικό), καθώς και από περιοχές όπου έδρασε ο Ελληνισμός. Οι συλλογές καλύπτουν χρονολογικά την περίοδο από τα μέσα του 17ου αιώνα μέχρι και τον 20ο. Οι μόνιμες εκθέσεις του, με εξαιρετικά δείγματα κεντητικής, υφαντικής, τοπικών ενδυμασιών, μεταμφιέσεων, θεάτρου σκιών, αργυροχοΐας, μεταλλοτεχνίας, κεραμικής, ξυλογλυπτικής, λαϊκής ζωγραφικής και λιθογλυπτικής, αναδεικνύουν τα στοιχεία που διαμόρφωσαν την πολιτιστική ταυτότητα του νεώτερου ελληνισμού. Το Μουσείο περιλαμβάνει 4 παραρτήματα: Το κεντρικό κτίριο (Κυδαθηναίων 17), όπου στεγάζονται οι κύριοι εκθεσιακοί χώροι, οι διοικητικές υπηρεσίες, η βιβλιοθήκη, το τμήμα εκπαιδευτικών προγραμμάτων και η αίθουσα εκδηλώσεων, το τζαμί Τζισδαράκη (Άρεως 1), όπου στεγάζεται η «Συλλογή Κεραμικής του Β. Κυριαζόπουλου», το Λουτρό των Αέρηδων (Κυρρήστου 8), που χρησιμοποιείται ως Μουσείο-Κέντρο Τεκμηρίωσης με θέμα την καθαριότητα, φροντίδα και καλλωπισμό του σώματος σε διαχρονική θεώρηση και το κτίριο (Πανός 22), όπου στεγάζεται η πιο πρόσφατη μόνιμη έκθεση, «Άνθρωποι κι Εργαλεία: Όψεις της Εργασίας στην Προβιομηχανική Κοινωνία», με αντικείμενα από τη δωρεά της Εταιρείας Λαογραφικών Μελετών. Βασικοί στόχοι του Μουσείου είναι η συλλογή, καταγραφή, συντήρηση, μελέτη και προβολή των τεκμηρίων του νεώτερου πολιτισμού της Ελλάδας. Το Μουσείο έχει βιβλιοθήκη, φωτογραφικό αρχείο, εργαστήριο συντήρησης, τμήμα εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αίθουσα εκδηλώσεων, πωλητήριο. Ακολουθώντας τις τάσεις της σύγχρονης Μουσειολογίας, αναπτύσσει ποικίλους τρόπους επικοινωνίας για την προστασία και προβολή της νεώτερης πολιτιστικής κληρονομιάς, με σκοπό τη γνώση, την εκπαίδευση και τη ψυχαγωγία του κοινού. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η οργάνωση περιοδικών εκθέσεων, η πραγματοποίηση εκδόσεων, συνεδρίων, εκδηλώσεων, διαλέξεων, εκπαιδευτικών προγραμμάτων και εργαστηρίων δημιουργικής απασχόλησης, και συνεργασιών με φορείς πολιτισμού και εκπαίδευσης.
Μουσείο Ισλαμικής τέχνης
Το Μουσείο (παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη) στεγάζεται στο νεοκλασικό κτιριακό συγκρότημα, επί των οδών Αγίων Ασωμάτων 22 και Διπύλου 12, στον Κεραμεικό. Οι συλλογές της ισλαμικής τέχνης του Μουσείου Μπενάκη συγκαταλέγονται στις πιο σημαντικές διεθνώς και καλύπτουν 13 αιώνες καλλιτεχνικής δημιουργίας, με πολλά αντιπροσωπευτικά έργα εξαιρετικής ποιότητας και ιστορικής σημασίας. Ξεκίνησαν να συγκροτούνται στην Αίγυπτο, από τον ιδρυτή του Μουσείου, Αντώνη Μπενάκη, στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και σήμερα τα εκθέματά του καλύπτουν γεωγραφικά όλες τις περιοχές όπου άνθισε ο ισλαμικός πολιτισμός. Περιλαμβάνουν όλα τα εξελικτικά στάδια της ισλαμικής τέχνης από τον 7ο έως τον 19ο αιώνα. Πρόκειται για έργα που προέρχονται από το Συροαιγυπτιακό χώρο, (κεραμικά και υφάσματα της φατιμιδικής περιόδου, ορειχάλκινα αντικείμενα με ένθετο ασήμι των Αγιουβιδών και των Μαμελούκων). Από τη μεταγενέστερη περίοδο και το χώρο κυριαρχίας του Ιράν, ξεχωρίζουν τα υφάσματα και μεταλλικά αντικείμενα της περιόδου των Σαβαφιδών και τα κοσμήματα με σμάλτο της εποχής των Καζάρ. Λιγοστά, αλλά εντυπωσιακά, είναι τα έργα που προέρχονται από άλλες περιοχές του Ισλάμ, (υφάσματα της Υεμένης, χρυσά κοσμήματα της Ισπανίας), ενώ ιδιαίτερα σημαντική και πλούσια είναι η ενότητα της οθωμανικής τέχνης με σπάνια έργα, τόσο της περιόδου ακμής του 16ου αιώνα, όσο και της μεταγενέστερης φάσης του 18ου-19ου αιώνα, όταν η δυτικοευρωπαϊκή επίδραση γίνεται αισθητή. Οι πολύτιμες συλλογές της κεραμικής, μεταλλοτεχνίας, χρυσοχοΐας, ξυλογλυπτικής, υαλουργίας και υφαντικής, καθώς και μικρότερες ενότητες με οστέινα ανάγλυφα, επιτύμβιες στήλες και όπλα, κατανέμονται σε 4 μεγάλες αίθουσες 1.000 τ.μ. Συγκεκριμένα, στην πρώτη αίθουσα εκτίθενται έργα της πρώτης ισλαμικής εποχής (7ος-12ος αιώνας). Η δεύτερη είναι αφιερωμένη στην κλασική εποχή της ισλαμικής τέχνης (12ος-16ος αιώνας), ενώ η τρίτη στεγάζει τον περίφημο μαρμαροθετημένο διάκοσμο ενός αρχοντικού του 17ου αιώνα από το Κάιρο, με σιντριβάνι και θησαυρούς από την Τουρκία και το Ιράν. Για την τελευταία αίθουσα έχουν επιλεγεί έργα χρονολογημένα από τον 16ο-19ο αιώνα.
Μουσείο Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αρχαιότητας
Το Μουσείο φιλοξενεί 463 αρχαία έργα, που προέρχονται από το ναό του Διός της Ολυμπίας, αλλά και από άλλα Μουσεία της ελληνικής επικράτειας. Τα εκθέματα καλύπτουν μεγάλο χρονολογικό φάσμα, από το 2000 π.Χ. έως και τον 5ο αιώνα μ.Χ. Τα αρχαία έχουν εκτεθεί κατά θεματικές ενότητες και μέσα από αυτά παρουσιάζεται η υπερχιλιετής ιστορία των Ολυμπιακών αγώνων, του μακροβιότερου θεσμού της αρχαιότητας. Εκτός από τα αρχαία έργα τέχνης ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα λεπτομερειακής πληροφόρησης μέσα από το πλούσιο εποπτικό υλικό. Το κτηριακό συγκρότημα του Μουσείου αποτελείται από τους εκθεσιακούς χώρους του ισογείου και το υπόγειο, όπου σε αυτό λειτουργούν πολυμέσα για πληρέστερη παρουσίαση των Αγώνων, καθώς και εκπαιδευτικά προγράμματα. Ο εκθεσιακός χώρος αποτελείται από τη μεγάλη κεντρική αίθουσα, τον προθάλαμο και 11 μικρές αίθουσες. Τα πιο σημαντικά από τα εκθέματα που φιλοξενούνται στο Μουσείο είναι τα χρυσά δακτυλίδια-σφραγίδες με τις πρώτες απεικονίσεις αγωνισμάτων, αντιπροσωπευτικά δείγματα της μινωικής και μυκηναϊκής τέχνης, τα χάλκινα και πήλινα γεωμετρικά ειδώλια πολεμιστών και αρμάτων που προέρχονται από την Ολυμπία και αποτελούν τις πρώτες παραστάσεις των ιστορικών χρόνων που παραπέμπουν σε αρματοδρομίες, διάφορα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν οι αθλητές, όπως δίσκοι, αλτήρες, αρύβαλλοι κ. ά., καθώς και τα εκθέματα που απαρτίζουν την ενότητα των Ολυμπιακών αγωνισμάτων. Μεταξύ αυτών ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι ενεπίγραφες βάσεις από αγάλματα αθλητών που κοσμούσαν κατά την αρχαιότητα την Άλτη, οι λίθινες και χάλκινες επιγραφές, που αποτελούν ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών, τα χάλκινα ειδώλια αθλητών, αλλά και πολλά αγγεία με παραστάσεις αθλητών. Σκοπός της έκθεσης δεν είναι απλά η παροχή πληροφοριών για τους αγώνες στην αρχαιότητα, αλλά και η μύηση του επισκέπτη στο θεσμό των Ολυμπιακών Αγώνων.
Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
Το Μουσείο ιδρύθηκε το 1986 για να στεγάσει τη συλλογή με έργα Κυκλαδικής και Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης των Νικολάου και Αικατερίνης Γουλανδρή. Στεγάζεται σε ειδικά σχεδιασμένο κτίριο στην οδό Νεόφυτου Δούκα, στο κέντρο της Αθήνας. Το Ίδρυμα Νικολάου Π. Γουλανδρή, στο οποίο ανήκει από το 1985 η συλλογή, είναι αφιερωμένο στη μελέτη και διάδοση του πολιτισμού του Αιγαίου, από την προϊστορική περίοδο μέχρι τους νεώτερους χρόνους. Τα 350 περίπου αντικείμενα Κυκλαδικής τέχνης σε πηλό, μέταλλο και μάρμαρο (3000 π.Χ), που εκτίθενται στον πρώτο όροφο του κεντρικού κτιρίου, αποτελούν μία από τις πιο σημαντικές Κυκλαδικές συλλογές στον κόσμο. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα μαρμάρινα ειδώλια, γυναικείες κυρίως μορφές που έχουν σκαλιστεί στο κυκλαδίτικο μάρμαρο. Το Μέγαρο Σταθάτου, το νεοκλασικό δημιούργημα του Ernst Ziller, χτισμένο το 1895 με σκοπό να αποτελέσει το σπίτι του Όθωνα και της Αθηνάς Σταθάτου, στεγάζει από το 1991 τη νέα πτέρυγα του Μουσείου. Οι ισόγειοι χώροι του, με το κυκλικό θερμοκήπιο, τυπικό χαρακτηριστικό αυτού του τύπου Αθηναϊκής οικίας, διατηρούνται στην αρχική τους μορφή. Ο πρώτος όροφος του κτιρίου έχει διαμορφωθεί σε εκθεσιακό χώρο, όπου φιλοξενούνται περιοδικές εκθέσεις του Μουσείου. Η συλλογή Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης εκτίθεται στο 2ο όροφο του κεντρικού κτιρίου. Στη συλλογή περιλαμβάνονται έργα ελληνικής τέχνης από την εποχή του Χαλκού (2000 π.Χ.) μέχρι την Ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο (4ος αιώνας μ.Χ.). Αντιπροσωπεύονται οι κυριότερες κατηγορίες της ελληνικής τέχνης, όπως η κεραμική, ειδωλοπλαστική και γλυπτική όλων των περιόδων, ενώ περιλαμβάνονται και αντικείμενα διαφόρων περιόδων από χαλκό, γυαλί, πολύτιμα μέταλλα, καθώς και μια χαρακτηριστική συλλογή νομισμάτων από τις Κυκλάδες. Στον 4ο όροφο φιλοξενείται μόνιμα η συλλογή Κάρολου και Ρίτας Πολίτη, δύο σημαντικών Ελλήνων συλλεκτών, που δώρισαν τη συλλογή τους στο Ίδρυμα το 1989. Στα εκθέματα περιλαμβάνονται μαρμάρινα γλυπτά, πήλινα ειδώλια, κοσμήματα και μία εντυπωσιακή συλλογή από αρχαία μετάλλινα κράνη.
Μουσείο της πόλεως των Αθηνών
Το Μουσείο ιδρύθηκε από τον πολιτικό Λάμπρο Ευταξία (1905-1996) και ενισχύθηκε στο έργο του από κληροδότημα που άφησε ο θείος του Αλέξανδρος Βούρος (1871-1959), ανώτατο στέλεχος της ελληνικής διπλωματικής υπηρεσίας. Παράλληλα με την πολιτική, ενδιαφερόταν για θέματα πολιτισμού, ενώ υπήρξε συλλέκτης ολκής. Το Μουσείο (Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία) χτίστηκε το 1973, άνοιξε τις πύλες του στο κοινό το 1980 και τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1990. Ο Λ. Ευταξίας υπήρξε και πρωτεργάτης της δημιουργίας του Μεγάρου των Φίλων της Μουσικής. Το Μουσείο βρίσκεται στην πλατεία Κλαυθμώνος, σε δυο από τα πιο παλαιά κτίρια της πρωτεύουσας, που σήμερα συνδέονται με σκεπαστή γέφυρα και στεγάζει την καλλιτεχνική κι ιστορική συλλογή του ιδρυτή του. Οι συλλογές του περιλαμβάνουν ζωγραφικούς πίνακες, γκραβούρες, χαρακτικά, γλυπτά, έπιπλα, αντικείμενα καθημερινής χρήσης, αλλά και υπολείμματα της μεσαιωνικής και νεότερης Ελληνικής ιστορίας, από την περίοδο της Φραγκοκρατίας έως και τον 19ο αιώνα. Το ένα από τα κτίρια του Μουσείου, με τον αριθμό 7, κατοικήθηκε από τον Όθωνα και την Αμαλία, πρώτους βασιλείς της Ελλάδας, από το 1836 έως το 1843. Έτσι είναι γνωστό κι ως «Παλαιό Παλάτι». Γι’ αυτό, ο πρώτος όροφος αναμορφώθηκε με τη χρήση των αυθεντικών επίπλων από την αίθουσα υποδοχής της Αμαλίας και του Όθωνα, από την αίθουσα του θρόνου κι από το χώρο μελέτης και τη βιβλιοθήκη του Όθωνα. Φιλοξενεί ενδιαφέρουσες συλλογές από πίνακες, υδατογραφίες και έργα χαρακτικής ταξιδιωτών που επισκέφτηκαν την Αθήνα. Η μεγάλη σε διαστάσεις (3Χ5 μ.) ελαιογραφία του Jacques Carrey είναι μια από τις πιο σημαντικές πηγές για την Αθήνα του 17ου αιώνα. Υπάρχει επίσης ένα γύψινο μοντέλο της Αθήνας, όπως ήταν το 1872 και δίνει μια εικόνα της Αθήνας, όταν είχε μόλις 25.000 κατοίκους και μεταβαλλόταν βαθμιαία σε πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους. Κατασκευάστηκε από τον Ιωάννη Τραυλό και το Νίκο Γερασίμοφ, σε κλίμακα 1:1000. Το μοντέλο βασίστηκε σε σχέδιο της πόλης από τον Fr. Stauffert, που κατασκευάστηκε μεταξύ 1836 και 1843, καθώς και σε πολυάριθμες φωτογραφίες, γραπτές πηγές και σχέδια. Το μουσείο συμβάλει στην πολιτιστική ζωή της πόλης μέσα από διαλέξεις, συναυλίες και εκθέσεις.
Το Μουσείο ανήκει στο Τμήμα Βιολογίας. Αυτονομήθηκε το 1868 από το παλαιό Φυσιογραφικό Μουσείο, που φιλοξενούσε τις βοτανικές, ζωολογικές και ορυκτολογικές συλλογές του Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το 1850, και ως πρώτος διευθυντής του ορίστηκε ο καθηγητής της Βοτανικής Θ. Ορφανίδης. Το 1918 ο καθηγητής της Βοτανικής Ι. Πολίτης ασχολήθηκε με την μετεγκατάσταση των συλλογών από το ισόγειο της Νομικής σχολής στον πρώτο όροφο του Χημείου. Επίσης δημιούργησε την πρώτη συλλογή θαλλοφύτων. Το διάστημα 1965–1982 οι συλλογές του Μουσείου στεγάστηκαν στο κτίριο της σημερινής Φοιτητικής Εστίας της Πανεπιστημιούπολης, ενώ με την ολοκλήρωση των νέων κτιρίων της Φυσικομαθηματικής Σχολής, το Μουσείο είναι πια εγκατεστημένο σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο του Τμήματος Βιολογίας. Από τις παλαιές συλλογές του Μουσείου ως πιο σημαντικές θεωρούνται τα αποξηραμένα δείγματα φυτών του T. von Heldreich, Τ.Γ. Ορφανίδη και Β. Τούντα. Σημειώνεται ότι επίσημη και αξιόπιστη καταγραφή των δειγμάτων δεν έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα για τις περισσότερες ομάδες φυτών, το δε πλήθος τους είναι μεγαλύτερο από ό,τι αναγράφεται επίσημα (117.000 δείγματα αναφέρονται στο Index herbariorum). Στις νεώτερες συλλογές του Μουσείου περιλαμβάνονται μυκητολογικό υλικό, καθώς και δείγματα σπερματοφύτων και φυκιών από συνεργαζόμενους βοτανικούς, κυρίως του Τομέα Οικολογίας και Ταξινομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι τελευταίες συλλογές αφορούν σε φυτά του ελλαδικού κυρίως χώρου, αλλά και άλλων περιοχών του κόσμου, τα οποία στην πλειονότητα δεν έχουν μέχρι σήμερα επίσημα καταχωρηθεί και καταγραφεί. Το μουσειακό υλικό εξυπηρετεί ερευνητικές ανάγκες βοτανικών και οικολόγων που ασχολούνται με θέματα Συστηματικής Βοτανικής, Βιογεωγραφίας, Οικολογίας και Προστασίας του Περιβάλλοντος. Συμβάλλει επίσης στην καλύτερη εκπαίδευση φοιτητών κυρίως του Τμήματος Βιολογίας. Στις άμεσες μελλοντικές δραστηριότητες του Βοτανικού Μουσείου είναι και η λειτουργία εκθέσεων, ανοικτών στο ευρύ κοινό, με στόχο την οικολογική και πολιτισμική επιμόρφωση των πολιτών. Το herbarium (συλλογές αποξηραμένων φυτικών δειγμάτων) δεν είναι προσβάσιμο στο ευρύ κοινό.
Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδας
Το Μουσείο ιδρύθηκε το 1977 για να συλλέξει, να διατηρήσει, να ερευνήσει και να εκθέσει τα κατάλοιπα του πολιτισμού των 2.300 χρόνων εβραϊκής παρουσίας στην Ελλάδα. Ως ιστορικό και εθνογραφικό μουσείο εστιάζει το ενδιαφέρον του στην παρουσίαση μιας ζωντανής εικόνας της εβραϊκής ιστορίας και παράδοσης στη διάρκεια αυτών των αιώνων. Η συλλογή του Μουσείου, που εμπλουτίζεται συνεχώς, αποτελείται από 7.500 πρωτότυπα αντικείμενα, έγγραφα, φωτογραφίες και αρχεία και περιλαμβάνει ποικίλο υλικό από την καθημερινή και θρησκευτική ζωή και την ιστορική πορεία των Ελλήνων Εβραίων. Το νέο κτίριο του Μουσείου φιλοξενεί την πλούσια συλλογή του και τις υποδομές για υπηρεσίες προς το κοινό σε συνολικό χώρο 800 τ.μ. Η συνολική έκταση του Μουσείου έχει οργανωθεί σε χώρους μόνιμης έκθεσης της συλλογής, εκθέσεων σύγχρονης τέχνης, περιοδικών εκθέσεων, βίντεο-προβολών, αίθουσα εκπαιδευτικών προγραμμάτων, βιβλιοθήκη, φωτογραφικό αρχείο και εργαστήριο, εργαστήριο συντήρησης και πωλητήριο. Η μόνιμη έκθεση εικονογραφεί θεματικούς κύκλους όπως η συναγωγή και τα λατρευτικά σκεύη, το εορτολόγιο, οι παραδοσιακές ενδυμασίες, το Ολοκαύτωμα, ο κύκλος της ζωής και η ιστορική διαδρομή των Ελλήνων Εβραίων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο εκπαιδευτικό έργο του Μουσείου, και ειδικότερα στη διαπολιτισμική εκπαίδευση και στα προγράμματα για παιδιά και νέους. Το Μουσείο επίσης οργανώνει περιοδικές εκθέσεις και εκδηλώσεις με θέματα που άπτονται της σύγχρονης τέχνης, λογοτεχνίας, ποίησης, μουσικής και γενικά κάθε μορφής ανθρώπινης έκφρασης, με σκοπό να καλύψει ζητήματα πολιτιστικής και καλλιτεχνικής παραγωγής. Πέρα από την παρουσίαση μιας ζωντανής εικόνας του παρελθόντος, το Μουσείο φιλοδοξεί να διερευνήσει το διαχρονικό και πολύπλευρο χαρακτήρα του ελληνικού Εβραϊσμού. Ως χώρος διερεύνησης, γνωριμίας και θετικού διαλόγου ανάμεσα στη μνήμη και στην ιστορία, ανάμεσα στην προσωπική και τη συλλογική ταυτότητα, επιχειρεί να αποτελέσει ενεργό πολιτισμικό κύτταρο, ενισχύοντας αισθήματα κοινότητας και συνέχειας.
Ενυδρείο Ρόδου
Το κτίριο του Υδροβιολογικού Σταθμού Ρόδου κατασκευάστηκε κατά τη χρονική περίοδο 1934-1936. Από το 1937 λειτουργούσε σαν Reale Instituto di Ricerche Biologiche di Rodi. Το 1945 μετονομάστηκε σε Ελληνικό Υδροβιολογικό Ινστιτούτο και λειτουργούσε υπό την εποπτεία της Ακαδημίας Αθηνών. Σήμερα ο Υδροβιολογικός Σταθμός λειτουργεί σαν Μουσείο-Ενυδρείο και ερευνητική μονάδα και ανήκει στο Εθνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών. Σκοπός του είναι η διατήρηση και προβολή ταριχευμένων και ζωντανών εκθεμάτων του θαλασσίου μεσογειακού χώρου. Οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν είδη από Ανθόζωα, Μαλάκια Γαστερόποδα και Κεφαλόποδα, Καρκινοειδή, Εχινόδερμα, Ψάρια των Οικογενειών Dasyatidae, Muraenidae, Serranidae, Mullidae, Sparidae, Centrachantidae, Labridae, Scaridae, Siganidae, Mugilidae, Scorpaenidae, Triglidae, Balistidae, Monacanthidae, και θαλάσσιες χελώνες. Στο Μουσείο παρουσιάζονται εκθέματα όπως Ασπόνδυλα, είδη καρχαριών και άλλων ψαριών, θαλάσσιες χελώνες, Οδοντοκήτη και μεσογειακές φώκιες. Με την ερευνητική υποδομή που έχει ο Υδροβιολογικός Σταθμός και την επιστημονική υποστήριξη του Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών διεξάγει ερευνητικά προγράμματα καλύπτοντας όλο το φάσμα της Ωκεανογραφίας στην ευρύτερη περιοχή της Δωδεκανήσου. Με αυτό τον τρόπο λειτουργεί σαν πρότυπη ερευνητική μονάδα στην Μεσόγειο.
Ζωολογικό Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών
Το Μουσείο έχει ζωή 130 περίπου ετών. Είναι το πρώτο και πληρέστερο του είδους του στην Ελλάδα. Αρχικά, αποτέλεσε τον πυρήνα ενός ευρύτερου Φυσιογραφικού Μουσείου, που εγκαταστάθηκε από τα μέσα του 19ου αιώνα, στο κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου. Αργότερα, αποσπάστηκαν απ’ αυτό οι βοτανικές, παλαιοντολογικές, ορυκτολογικές κι ανθρωπολογικές συλλογές και αυτονομήθηκαν στο Βοτανικό, το Παλαιοντολογικό, το Ορυκτολογικό και το Ανθρωπολογικό Μουσείο. Σήμερα ανήκει στο Τμήμα Βιολογίας της Σχολής Θετικών Επιστημών. Ο προορισμός του Μουσείου είναι η μόρφωση και η ψυχαγωγία του κοινού, ιδίως της νεολαίας. Σε μια εποχή που τα σύγχρονα οπτικοακουστικά ΜΜΕ ήταν ανύπαρκτα, το Μουσείο λειτούργησε ως πόλος έλξης πολυάριθμων επισκεπτών και ως σημαντικός παράγοντας γενικής μόρφωσης στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος και την αναπτυσσόμενη πρωτεύουσά του. Έλληνες και ξένοι ερευνητές της ελληνικής πανίδας, ερασιτέχνες συλλέκτες, κυνηγοί άγριων ζώων και πολλοί άλλοι κατέθεσαν τα ευρήματα, τις συλλογές και τα τρόπαια τους στο Μουσείο και συνέβαλαν στον εμπλουτισμό του με νέο υλικό. Με την ανέγερση του νέου κτιρίου του Βιολογικού Τμήματος, το Ζωολογικό Μουσείο εγκαταστάθηκε οριστικά σε άνετους χώρους και από το 1988 άρχισε να παρουσιάζεται στο κοινό, κυρίως στους μαθητές των σχολείων, μέρος από τα σπάνια και πολύτιμα εκθέματα του, ενώ συνέχισε να εμπλουτίζεται με νέες συλλογές, όπως η πολύ σημαντική συλλογή θηλαστικών και πουλιών, δωρεά της οικογενείας Παπαλιού. Οι συλλογές του Μουσείου περιλαμβάνουν 500 περίπου μικρά και μεγάλα θηλαστικά από όλον τον κόσμο (ταριχευμένα είτε ως σκελετοί), πλούσια συλλογή περίπου 2.500 πτηνών στην οποία περιλαμβάνονται όλα τα είδη της Ελλάδας, συλλογή αυγών και φωλιών πτηνών, μεγάλη συλλογή από 1.000 περίπου ερπετά, αμφίβια και ιχθύες από την παγκόσμια πανίδα, από τα ασπόνδυλα υπάρχουν πολύ μεγάλες συλλογές εντόμων και μαλακίων και σημαντικός αριθμός δειγμάτων άλλων ασπόνδυλων (σπόγγων, κοραλλιών, καρκινοειδών κλπ.), μεγάλο αριθμό ανθρωπολογικών ευρημάτων, κυρίως κρανίων, μερικά από τα οποία έχουν και παλαιοπαθολογικά συμπτώματα.
Μουσείο Βορρέ
Το Μουσείο Βορρέ αποτελείται από ένα συγκρότημα κτιρίων, κήπων και αυλών, σε έκταση 18 στρεμμάτων. Οι συλλογές του, που αριθμούν πάνω από 6.000 αντικείμενα, καλύπτουν 4.000 χρόνια Ελληνικής ιστορίας. Το Μουσείο έχει δωριθεί στο Ελληνικό Κράτος από την οικογένεια Βορρέ, με τη μορφή καλλιτεχνικού και πολιτιστικού ιδρύματος. Πρόκειται ίσως για το μοναδικό παράδειγμα πολιτιστικού χώρου στην Ελλάδα που προσφέρει εκτός των άλλων ηρεμία και οπτική απόλαυση γιατί έχει κατορθώσει με δενδροφυτεύσεις και με την απάλειψη όλων των ενοχλητικών στοιχείων του γύρω δομημένου περιβάλλοντος να αποτελεί νησίδα φυσικής ομορφιάς και αναπόλησης του χαμένου παραδείσου. Το τμήμα που στεγάζει το λαογραφικό Μουσείο, ονομάζεται «Πυργί» κι αποτελείται από ένα συγκρότημα 2 παραδοσιακών χωριάτικων σπιτιών, τα υπολείμματα ενός στάβλου και ένα παλαιό πατητήρι από την εποχή της Τουρκοκρατίας στις αρχές του 19ου αιώνα. Τα εκθέματα που προβάλλονται στο «Πυργί» είναι κυρίως ελληνικά λαϊκά αντικείμενα καθημερινής χρήσης, σπάνια έπιπλα, λαϊκά χαλιά διαφόρων τύπων, χωριάτικες γούρνες, κιούπια, μυλόπετρες, στόμια πηγαδιών, μεγάλη συλλογή κεραμικών, αξιόλογες ελαιογραφίες και γκραβούρες που απεικονίζουν ιστορικά γεγονότα της νεότερης Ελλάδας, καθώς και διάφορα σημαντικά αρχαία ευρήματα.
Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης
Eίναι το κεντρικό κρατικό μουσείο στο οποίο συγκεντρώνονται έργα της νεώτερης πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι πλούσιες συλλογές του περιλαμβάνουν 20.000 περίπου αντικείμενα προερχόμενα από τον ελληνικό χώρο (ηπειρωτικό και νησιωτικό), καθώς και από περιοχές όπου έδρασε ο Ελληνισμός. Οι συλλογές καλύπτουν χρονολογικά την περίοδο από τα μέσα του 17ου αιώνα μέχρι και τον 20ο. Οι μόνιμες εκθέσεις του, με εξαιρετικά δείγματα κεντητικής, υφαντικής, τοπικών ενδυμασιών, μεταμφιέσεων, θεάτρου σκιών, αργυροχοΐας, μεταλλοτεχνίας, κεραμικής, ξυλογλυπτικής, λαϊκής ζωγραφικής και λιθογλυπτικής, αναδεικνύουν τα στοιχεία που διαμόρφωσαν την πολιτιστική ταυτότητα του νεώτερου ελληνισμού. Το Μουσείο περιλαμβάνει 4 παραρτήματα: Το κεντρικό κτίριο (Κυδαθηναίων 17), όπου στεγάζονται οι κύριοι εκθεσιακοί χώροι, οι διοικητικές υπηρεσίες, η βιβλιοθήκη, το τμήμα εκπαιδευτικών προγραμμάτων και η αίθουσα εκδηλώσεων, το τζαμί Τζισδαράκη (Άρεως 1), όπου στεγάζεται η «Συλλογή Κεραμικής του Β. Κυριαζόπουλου», το Λουτρό των Αέρηδων (Κυρρήστου 8), που χρησιμοποιείται ως Μουσείο-Κέντρο Τεκμηρίωσης με θέμα την καθαριότητα, φροντίδα και καλλωπισμό του σώματος σε διαχρονική θεώρηση και το κτίριο (Πανός 22), όπου στεγάζεται η πιο πρόσφατη μόνιμη έκθεση, «Άνθρωποι κι Εργαλεία: Όψεις της Εργασίας στην Προβιομηχανική Κοινωνία», με αντικείμενα από τη δωρεά της Εταιρείας Λαογραφικών Μελετών. Βασικοί στόχοι του Μουσείου είναι η συλλογή, καταγραφή, συντήρηση, μελέτη και προβολή των τεκμηρίων του νεώτερου πολιτισμού της Ελλάδας. Το Μουσείο έχει βιβλιοθήκη, φωτογραφικό αρχείο, εργαστήριο συντήρησης, τμήμα εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αίθουσα εκδηλώσεων, πωλητήριο. Ακολουθώντας τις τάσεις της σύγχρονης Μουσειολογίας, αναπτύσσει ποικίλους τρόπους επικοινωνίας για την προστασία και προβολή της νεώτερης πολιτιστικής κληρονομιάς, με σκοπό τη γνώση, την εκπαίδευση και τη ψυχαγωγία του κοινού. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η οργάνωση περιοδικών εκθέσεων, η πραγματοποίηση εκδόσεων, συνεδρίων, εκδηλώσεων, διαλέξεων, εκπαιδευτικών προγραμμάτων και εργαστηρίων δημιουργικής απασχόλησης, και συνεργασιών με φορείς πολιτισμού και εκπαίδευσης.
Μουσείο Ισλαμικής τέχνης
Το Μουσείο (παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη) στεγάζεται στο νεοκλασικό κτιριακό συγκρότημα, επί των οδών Αγίων Ασωμάτων 22 και Διπύλου 12, στον Κεραμεικό. Οι συλλογές της ισλαμικής τέχνης του Μουσείου Μπενάκη συγκαταλέγονται στις πιο σημαντικές διεθνώς και καλύπτουν 13 αιώνες καλλιτεχνικής δημιουργίας, με πολλά αντιπροσωπευτικά έργα εξαιρετικής ποιότητας και ιστορικής σημασίας. Ξεκίνησαν να συγκροτούνται στην Αίγυπτο, από τον ιδρυτή του Μουσείου, Αντώνη Μπενάκη, στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και σήμερα τα εκθέματά του καλύπτουν γεωγραφικά όλες τις περιοχές όπου άνθισε ο ισλαμικός πολιτισμός. Περιλαμβάνουν όλα τα εξελικτικά στάδια της ισλαμικής τέχνης από τον 7ο έως τον 19ο αιώνα. Πρόκειται για έργα που προέρχονται από το Συροαιγυπτιακό χώρο, (κεραμικά και υφάσματα της φατιμιδικής περιόδου, ορειχάλκινα αντικείμενα με ένθετο ασήμι των Αγιουβιδών και των Μαμελούκων). Από τη μεταγενέστερη περίοδο και το χώρο κυριαρχίας του Ιράν, ξεχωρίζουν τα υφάσματα και μεταλλικά αντικείμενα της περιόδου των Σαβαφιδών και τα κοσμήματα με σμάλτο της εποχής των Καζάρ. Λιγοστά, αλλά εντυπωσιακά, είναι τα έργα που προέρχονται από άλλες περιοχές του Ισλάμ, (υφάσματα της Υεμένης, χρυσά κοσμήματα της Ισπανίας), ενώ ιδιαίτερα σημαντική και πλούσια είναι η ενότητα της οθωμανικής τέχνης με σπάνια έργα, τόσο της περιόδου ακμής του 16ου αιώνα, όσο και της μεταγενέστερης φάσης του 18ου-19ου αιώνα, όταν η δυτικοευρωπαϊκή επίδραση γίνεται αισθητή. Οι πολύτιμες συλλογές της κεραμικής, μεταλλοτεχνίας, χρυσοχοΐας, ξυλογλυπτικής, υαλουργίας και υφαντικής, καθώς και μικρότερες ενότητες με οστέινα ανάγλυφα, επιτύμβιες στήλες και όπλα, κατανέμονται σε 4 μεγάλες αίθουσες 1.000 τ.μ. Συγκεκριμένα, στην πρώτη αίθουσα εκτίθενται έργα της πρώτης ισλαμικής εποχής (7ος-12ος αιώνας). Η δεύτερη είναι αφιερωμένη στην κλασική εποχή της ισλαμικής τέχνης (12ος-16ος αιώνας), ενώ η τρίτη στεγάζει τον περίφημο μαρμαροθετημένο διάκοσμο ενός αρχοντικού του 17ου αιώνα από το Κάιρο, με σιντριβάνι και θησαυρούς από την Τουρκία και το Ιράν. Για την τελευταία αίθουσα έχουν επιλεγεί έργα χρονολογημένα από τον 16ο-19ο αιώνα.
Μουσείο Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αρχαιότητας
Το Μουσείο φιλοξενεί 463 αρχαία έργα, που προέρχονται από το ναό του Διός της Ολυμπίας, αλλά και από άλλα Μουσεία της ελληνικής επικράτειας. Τα εκθέματα καλύπτουν μεγάλο χρονολογικό φάσμα, από το 2000 π.Χ. έως και τον 5ο αιώνα μ.Χ. Τα αρχαία έχουν εκτεθεί κατά θεματικές ενότητες και μέσα από αυτά παρουσιάζεται η υπερχιλιετής ιστορία των Ολυμπιακών αγώνων, του μακροβιότερου θεσμού της αρχαιότητας. Εκτός από τα αρχαία έργα τέχνης ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα λεπτομερειακής πληροφόρησης μέσα από το πλούσιο εποπτικό υλικό. Το κτηριακό συγκρότημα του Μουσείου αποτελείται από τους εκθεσιακούς χώρους του ισογείου και το υπόγειο, όπου σε αυτό λειτουργούν πολυμέσα για πληρέστερη παρουσίαση των Αγώνων, καθώς και εκπαιδευτικά προγράμματα. Ο εκθεσιακός χώρος αποτελείται από τη μεγάλη κεντρική αίθουσα, τον προθάλαμο και 11 μικρές αίθουσες. Τα πιο σημαντικά από τα εκθέματα που φιλοξενούνται στο Μουσείο είναι τα χρυσά δακτυλίδια-σφραγίδες με τις πρώτες απεικονίσεις αγωνισμάτων, αντιπροσωπευτικά δείγματα της μινωικής και μυκηναϊκής τέχνης, τα χάλκινα και πήλινα γεωμετρικά ειδώλια πολεμιστών και αρμάτων που προέρχονται από την Ολυμπία και αποτελούν τις πρώτες παραστάσεις των ιστορικών χρόνων που παραπέμπουν σε αρματοδρομίες, διάφορα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν οι αθλητές, όπως δίσκοι, αλτήρες, αρύβαλλοι κ. ά., καθώς και τα εκθέματα που απαρτίζουν την ενότητα των Ολυμπιακών αγωνισμάτων. Μεταξύ αυτών ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι ενεπίγραφες βάσεις από αγάλματα αθλητών που κοσμούσαν κατά την αρχαιότητα την Άλτη, οι λίθινες και χάλκινες επιγραφές, που αποτελούν ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών, τα χάλκινα ειδώλια αθλητών, αλλά και πολλά αγγεία με παραστάσεις αθλητών. Σκοπός της έκθεσης δεν είναι απλά η παροχή πληροφοριών για τους αγώνες στην αρχαιότητα, αλλά και η μύηση του επισκέπτη στο θεσμό των Ολυμπιακών Αγώνων.
Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
Το Μουσείο ιδρύθηκε το 1986 για να στεγάσει τη συλλογή με έργα Κυκλαδικής και Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης των Νικολάου και Αικατερίνης Γουλανδρή. Στεγάζεται σε ειδικά σχεδιασμένο κτίριο στην οδό Νεόφυτου Δούκα, στο κέντρο της Αθήνας. Το Ίδρυμα Νικολάου Π. Γουλανδρή, στο οποίο ανήκει από το 1985 η συλλογή, είναι αφιερωμένο στη μελέτη και διάδοση του πολιτισμού του Αιγαίου, από την προϊστορική περίοδο μέχρι τους νεώτερους χρόνους. Τα 350 περίπου αντικείμενα Κυκλαδικής τέχνης σε πηλό, μέταλλο και μάρμαρο (3000 π.Χ), που εκτίθενται στον πρώτο όροφο του κεντρικού κτιρίου, αποτελούν μία από τις πιο σημαντικές Κυκλαδικές συλλογές στον κόσμο. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα μαρμάρινα ειδώλια, γυναικείες κυρίως μορφές που έχουν σκαλιστεί στο κυκλαδίτικο μάρμαρο. Το Μέγαρο Σταθάτου, το νεοκλασικό δημιούργημα του Ernst Ziller, χτισμένο το 1895 με σκοπό να αποτελέσει το σπίτι του Όθωνα και της Αθηνάς Σταθάτου, στεγάζει από το 1991 τη νέα πτέρυγα του Μουσείου. Οι ισόγειοι χώροι του, με το κυκλικό θερμοκήπιο, τυπικό χαρακτηριστικό αυτού του τύπου Αθηναϊκής οικίας, διατηρούνται στην αρχική τους μορφή. Ο πρώτος όροφος του κτιρίου έχει διαμορφωθεί σε εκθεσιακό χώρο, όπου φιλοξενούνται περιοδικές εκθέσεις του Μουσείου. Η συλλογή Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης εκτίθεται στο 2ο όροφο του κεντρικού κτιρίου. Στη συλλογή περιλαμβάνονται έργα ελληνικής τέχνης από την εποχή του Χαλκού (2000 π.Χ.) μέχρι την Ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο (4ος αιώνας μ.Χ.). Αντιπροσωπεύονται οι κυριότερες κατηγορίες της ελληνικής τέχνης, όπως η κεραμική, ειδωλοπλαστική και γλυπτική όλων των περιόδων, ενώ περιλαμβάνονται και αντικείμενα διαφόρων περιόδων από χαλκό, γυαλί, πολύτιμα μέταλλα, καθώς και μια χαρακτηριστική συλλογή νομισμάτων από τις Κυκλάδες. Στον 4ο όροφο φιλοξενείται μόνιμα η συλλογή Κάρολου και Ρίτας Πολίτη, δύο σημαντικών Ελλήνων συλλεκτών, που δώρισαν τη συλλογή τους στο Ίδρυμα το 1989. Στα εκθέματα περιλαμβάνονται μαρμάρινα γλυπτά, πήλινα ειδώλια, κοσμήματα και μία εντυπωσιακή συλλογή από αρχαία μετάλλινα κράνη.
Μουσείο της πόλεως των Αθηνών
Το Μουσείο ιδρύθηκε από τον πολιτικό Λάμπρο Ευταξία (1905-1996) και ενισχύθηκε στο έργο του από κληροδότημα που άφησε ο θείος του Αλέξανδρος Βούρος (1871-1959), ανώτατο στέλεχος της ελληνικής διπλωματικής υπηρεσίας. Παράλληλα με την πολιτική, ενδιαφερόταν για θέματα πολιτισμού, ενώ υπήρξε συλλέκτης ολκής. Το Μουσείο (Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία) χτίστηκε το 1973, άνοιξε τις πύλες του στο κοινό το 1980 και τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1990. Ο Λ. Ευταξίας υπήρξε και πρωτεργάτης της δημιουργίας του Μεγάρου των Φίλων της Μουσικής. Το Μουσείο βρίσκεται στην πλατεία Κλαυθμώνος, σε δυο από τα πιο παλαιά κτίρια της πρωτεύουσας, που σήμερα συνδέονται με σκεπαστή γέφυρα και στεγάζει την καλλιτεχνική κι ιστορική συλλογή του ιδρυτή του. Οι συλλογές του περιλαμβάνουν ζωγραφικούς πίνακες, γκραβούρες, χαρακτικά, γλυπτά, έπιπλα, αντικείμενα καθημερινής χρήσης, αλλά και υπολείμματα της μεσαιωνικής και νεότερης Ελληνικής ιστορίας, από την περίοδο της Φραγκοκρατίας έως και τον 19ο αιώνα. Το ένα από τα κτίρια του Μουσείου, με τον αριθμό 7, κατοικήθηκε από τον Όθωνα και την Αμαλία, πρώτους βασιλείς της Ελλάδας, από το 1836 έως το 1843. Έτσι είναι γνωστό κι ως «Παλαιό Παλάτι». Γι’ αυτό, ο πρώτος όροφος αναμορφώθηκε με τη χρήση των αυθεντικών επίπλων από την αίθουσα υποδοχής της Αμαλίας και του Όθωνα, από την αίθουσα του θρόνου κι από το χώρο μελέτης και τη βιβλιοθήκη του Όθωνα. Φιλοξενεί ενδιαφέρουσες συλλογές από πίνακες, υδατογραφίες και έργα χαρακτικής ταξιδιωτών που επισκέφτηκαν την Αθήνα. Η μεγάλη σε διαστάσεις (3Χ5 μ.) ελαιογραφία του Jacques Carrey είναι μια από τις πιο σημαντικές πηγές για την Αθήνα του 17ου αιώνα. Υπάρχει επίσης ένα γύψινο μοντέλο της Αθήνας, όπως ήταν το 1872 και δίνει μια εικόνα της Αθήνας, όταν είχε μόλις 25.000 κατοίκους και μεταβαλλόταν βαθμιαία σε πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους. Κατασκευάστηκε από τον Ιωάννη Τραυλό και το Νίκο Γερασίμοφ, σε κλίμακα 1:1000. Το μοντέλο βασίστηκε σε σχέδιο της πόλης από τον Fr. Stauffert, που κατασκευάστηκε μεταξύ 1836 και 1843, καθώς και σε πολυάριθμες φωτογραφίες, γραπτές πηγές και σχέδια. Το μουσείο συμβάλει στην πολιτιστική ζωή της πόλης μέσα από διαλέξεις, συναυλίες και εκθέσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου