Υδροβιότοποι είναι περιοχές που συνδυάζουν το υδάτινο με το χερσαίο περιβάλλον δίνοντας τη δυνατότητα συνύπαρξης σε πολλούς διαφορετικούς οργανισμούς. Σαν υδροβιότοποι αναφέρονται, σύμφωνα με τη σύμβαση Ramsar, «εκτάσεις που καλύπτονται φυσικά ή τεχνητά, μόνιμα ή εποχιακά από στάσιμα ή ρέοντα γλυκά, υφάλμυρα ή αλμυρά νερά, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι εκτάσεις που καλύπτονται από θαλάσσιο νερό, του οποίου το βάθος δεν υπερβαίνει τα 6 μέτρα κατά την άμπωτη». Η οικολογική σημασία των υδροβιοτόπων αναγνωρίστηκε παγκόσμια με τη σύμβαση που υπογράφτηκε το 1971, στο Ramsar του Ιράν, και από την Ελλάδα. Με αυτή καθορίστηκαν οι υγρότοποι διεθνούς σημασίας και το πλαίσιο προστασίας τους. Ένα από τα στοιχεία που κάνουν εξαιρετική τη σημασία των υδροβιοτόπων της χώρας μας είναι το ότι αποτελούν σταθμούς στο ταξίδι των αποδημητικών πουλιών ή τόπους όπου ξεχειμάζουν. Τα μέρη αυτά εμπλουτίζονται με υλικά που μεταφέρουν τα ποτάμια και οι παλίρροιες της θάλασσας και ευνοούν την ανάπτυξη πλούσιας βλάστησης που δίνει τη δυνατότητα επιβίωσης σε πλήθος οργανισμών. Επιπρόσθετα, οι υγρότοποι ρυθμίζουν την υδρομηχανική ισορροπία και το κλίμα της περιοχής (μετριάζοντας τον καύσωνα και το υπερβολικό ψύχος). Από τη σύμβαση Ramsar προστατεύονται 11 υγρότοποι στη χώρα μας, που τους παρουσιάζουμε παρακάτω. Εκτός από αυτούς υπάρχουν και τουλάχιστον 20 άλλοι υγρότοποι εξαιρετικής σημασίας στη χώρα μας, όπως το Δέλτα των ποταμών Αχελώου, Λούρου και Άραχθου και η λίμνη Βεγορίτιδα.
Αμβρακικός κόλπος
Ο υδροβιότοπος του Αμβρακικού είναι ο μεγαλύτερος κόλπος της Δυτικής Ελλάδας με έκταση περίπου 405 τ.χ. Αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες περιοχές της χώρας μας που έχει υπαχθεί σε καθεστώς προστασίας, σε εφαρμογή της διεθνούς σύμβασης Ramsar. Η περιοχή αποτελεί σημαντικό βιότοπο τόσο για τα υδρόβια και παρυδάτια πουλιά που διαχειμάζουν και αναπαράγονται στην περιοχή όσο και για σημαντικά είδη χλωρίδας και πανίδας. Στον Αμβρακικό εκβάλλουν ο Λούρος και ο Άραχθος, μεταφέροντας, μαζί με τα άφθονα νερά τους, σημαντικές ποσότητες φερτών υλών. Στο βόρειο τμήμα του σχηματίζονται οι λιμνοθάλασσες Λογαρού, Τσουκαλιό, Ροδιά και ο Όρμος της Κόπραινας. Οι δύο λιμνοθάλασσες (Τσουκαλιό και Ροδιά) επικοινωνούν μεταξύ τους και διαχωρίζονται από τη Λογαρού με στενή λωρίδα γης. Οι παράκτιες λιμνοθάλασσες είναι αυτόνομα δυναμικά οικοσυστήματα με υψηλή παραγωγική ικανότητα και παρουσιάζουν ιδιαίτερα μορφολογικά και οικολογικά χαρακτηριστικά. Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτών των συστημάτων είναι οι συχνές μεταβολές των περιβαλλοντικών παραμέτρων που προκαλούν σημαντικές μεταβολές στην αφθονία και την κατανομή των οργανισμών. Τον χειμώνα, ο Αμβρακικός είναι από τις πιο πλούσιες περιοχές της χώρας σε υδρόβια πουλιά. Στις λιμνοθάλασσες Λογαρού, Τσουκαλιό και Ροδιά ξεχειμωνιάζει το 20-30% του συνολικού πληθυσμού των υδρόβιων πουλιών της Ελλάδας. Εδώ φωλιάζουν οι αργυροπελεκάνοι (Pelecanus crispus), από τα πιο απειλούμενα είδη του κόσμου, λευκοτσικνιάδες, κρυπτοτσικνιάδες, νυχτοκόρακες και σταχτοτσικνιάδες. Στους βάλτους, μέσα στους καλαμιώνες, αναπαράγονται οι πορφυροτσικνιάδες, οι νανομουγκάνες, χαλκόκοτες και χουλιαρομύτες. Συναντάμε επίσης βαλτόπαπιες, κυνηγόπαπιες και βουτηχτάρια, γλαρόνια, νεροχελίδονα, αβοκέτες, καλαμοκανάδες, ασημόγλαροι, θαλασσοσφυριχτήδες, σφυριχτάρια, φλυαρόπαπιες, κιρκίρια, σουβλόπαπιες, κυνηγόπαπιες, βαλτόπαπιες, ενώ σπάνια εμφανίζονται η τσικνόπαπια, ο λοφοπρίστης, η βαρβάρα και η χήνα. Κοντά στο χωριό Πέτρα, κατά μήκος του Λούρου, υπάρχει μια αποικία από Ερωδιούς. Στην ευρύτερη περιοχή του υδροβιότοπου, φωλιάζουν τα αρπακτικά ποντικοβαρβακίνα, ξεφτέρι, διπλοσάινο, όρνια, φιδαετοί και χρυσαετοί, ενώ παλαιότερα φώλιαζαν και οι θαλασσαετοί (Haliaetus albicilla), που σήμερα εμφανίζονται συχνά μόνο τον χειμώνα. Ο Αμβρακικός είναι πλούσιος σε αλιεύματα, με κυριότερα ψάρια: το κεφαλόπουλο, το λαυκίνο, το λαβράκι, την τσιπούρα, το μυξυνάρι, τον γωβιό, τα χέλια κ.ά. Λόγω της μεγάλης ποικιλίας των οικοσυστημάτων στην περιοχή, υπάρχει επίσης ένας μεγάλος αριθμός από αμφίβια και θηλαστικά.
Δέλτα Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα
Στην περιοχή που εκβάλει ο Αξιός σχηματίζεται ένα Δέλτα με συνολική έκταση 22.000 στρέμματα. Στην ευρύτερη περιοχή εκβάλλουν και οι ποταμοί Λουδίας, Αλιάκμονας και Γαλλικός και μαζί με τις αλυκές Κίτρους δημιουργούν έναν υδροβιότοπο μεγάλης έκτασης και σημασίας, που προστατεύεται από τις συμβάσεις Ramsar και Βέρνης. Στην περιοχή υπάρχουν σημαντικοί πληθυσμοί υδρόβιων πτηνών όπως ερωδιοί, χαλκόκοτες, νεροχελίδονα, γαλιάντρες κ.α. Μαζί με τα είδη που καταφθάνουν την εποχή της μετανάστευσης ξεπερνάνε τα 200. Μεταξύ των ειδών αυτών υπάρχουν και αρπακτικά όπως ο θαλασσαετός, ενώ ορισμένες φορές παρατηρούνται και διάφορα σπάνια για την περιοχή είδη. Οι όχθες του ποταμού περιβάλλονται από δάση με λεύκες, οξιές και πλατάνια, ενώ όσο πλησιάζουμε στις εκβολές κυριαρχούν τα αλμυρίκια και οι θάμνοι. Στο Δέλτα του Αξιού εκτρέφονται περίπου 60 νεροβούβαλοι και 50 περίπου άλογα ζουν ελεύθερα στην περιοχή. Τα δάση του φιλοξενούν λύκους, τσακάλια, αγριόγατες, βίδρες κ.α. Ο υδροβιότοπος αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα «επιβίωσης» εξαιτίας της αλόγιστης ανθρώπινης δραστηριότητας. Τα βιομηχανικά και αστικά απόβλητα και τα λιπάσματα που μολύνουν τα ύδατα, η αμμοληψία, η λαθροθηρία και η υπεράντληση των υδάτων για άρδευση είναι μερικοί από τους κινδύνους που απειλούν τον υδροβιότοπο. Οι συγκεντρώσεις νιτρικών, νιτρωδών, αμμωνιακών αλάτων και ολικού φωσφόρου είναι εξαιρετικά υψηλές
Δέλτα Έβρου
Αποτελεί υδροβιότοπο διεθνούς σημασίας, που προστατεύεται από τη σύμβαση Ramsar. Οι φυσικές ή τεχνητές περιοχές αποτελούμενες από έλη είναι μονίμως ή προσωρινώς κατακλυσμένες με νερό, που είναι στάσιμο ή ρέον, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό. Η ευνοϊκή γεωγραφική θέση του Δέλτα σε σχέση με τους άξονες μετανάστευσης των πουλιών και με το ήπιο κλίμα της περιοχής, καθώς και η μέχρι πριν από λίγα χρόνια απομόνωση και δυσκολία προσπέλασης, συντέλεσαν στη μεγάλη βιοποικιλότητα, που σήμερα παρουσιάζει. Στην περιοχή απαντώνται όλοι οι τυπικοί σχηματισμοί και οι μονάδες βλάστησης ενός μεσογειακού Δέλτα. Έχουν καταγραφεί τόσο σ’ αυτό, όσο και στη ζώνη κατά μήκος του ποταμού, περισσότερα από 350 φυτικά είδη. Η κατά τόπους βλάστηση εξαρτάται από παράγοντες, όπως η σύσταση του εδάφους, η υγρασία και η αλατότητα. Αλλά και η πανίδα της περιοχής είναι εξίσου πλούσια: έχουν βρεθεί 46 είδη ψαριών, 7 είδη αμφιβίων, 21 είδη ερπετών και περισσότερα από 40 είδη θηλαστικών. Αναμφίβολα όμως, η μεγάλη αξία του Δέλτα συνίσταται κυρίως στην πλούσια ορνιθοπανίδα του. Στην ευρύτερη περιοχή του Δέλτα, έχουν επισημανθεί 304 είδη πουλιών από τα 423 είδη, που απαντούν σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Δέλτα Νέστου
Βρίσκεται στα νότια σύνορα των νομών Καβάλας και Ξάνθης με συνολική έκταση περίπου 500.000 στρέμματα. Αποτελεί τμήμα του Εθνικού Πάρκου Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης και είναι ένας από τους σημαντικότερους υδροβιότοπους της χώρας, αλλά και της Ευρώπης, λόγω της έκτασης και της ποικιλίας των βιοτόπων του. Το Πάρκο περιλαμβάνει τις προστατευόμενες περιοχές των υδροβιότοπων Δέλτα Νέστου, λίμνης Βιστονίδας, λίμνης Ισμαρίδας και της ευρύτερης περιοχής τους, με χερσαία και υδάτινη συνολική έκταση 726.000 στρέμματα περίπου. Το υδροβιοτοπικό σύμπλεγμα του Πάρκου είναι ένα από τα πιο σημαντικά της χώρας, λόγω της μεγάλης έκτασης και της βιολογικής, αισθητικής, γεωμορφολογικής, επιστημονικής και παιδαγωγικής του αξίας. Οι υδροβιότοποι του Δέλτα Νέστου παρουσιάζουν μια εξαιρετική ποικιλία και συνθέτουν ένα μωσαϊκό που ευνοεί την άγρια ζωή. Οι πιο διακριτοί είναι: η λιμνοθάλασσα Ερατεινού, η λιμνοθάλασσα Αγιάσματος, η λιμνοθάλασσα Κοκάλας, η λιμνοθάλασσα Χαϊδευτού, η λιμνοθάλασσα Κεραμωτής, η λιμνοθάλασσα Μοναστηριακιού, η λιμνοθάλασσα Μαγγάνων και το παραποτάμιο Μεγάλο Δάσος (Κοτζά-Ορμάν).
Λίμνη Βιστονίδα και λιμνοθάλασσα Πόρτο Λάγος
Η λίμνη Βιστονίδα είναι από τους πιο όμορφους υδροβιότοπους της Ελλάδας, με λιμνοθαλάσσια και λιμναία χαρακτηριστικά. Εκτείνεται στους νομούς Ξάνθης και Ροδόπης, με έκταση 42.400 στρέμματα και μέσο βάθος 2,5 μέτρα. Η κυριότητά της ανήκει στη μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους. Το όνομα της λίμνης οφείλεται στους Βίστωνες, αρχαία θρακική φυλή. Η περιοχή ήταν γνωστή από την αρχαιότητα, με την ακμή των πόλεων Άβδηρα και Δίκαια. Στη Ρωμαϊκή εποχή περνούσε από εδώ η Εγνατία οδός που ένωνε την Αδριατική με το Βόσπορο. Μέσα στη λιμνοθάλασσα ανήκει και το γραφικό νησάκι του Αγίου Νικολάου με το ομώνυμο εκκλησάκι, μέσα στη λιμνοθάλασσα. Η πρόσβαση γίνεται με μία ξύλινη στενή γέφυρα, μήκους περίπου 50 μ., που στηρίζεται σε πασσάλους πάνω από το νερό. Η ιδιαιτερότητα της λίμνης, βρίσκεται στο γεγονός, ότι στο βόρειο τμήμα της έχει γλυκό νερό, ενώ στο νότιο αλμυρό ή υφάλμυρο. Αυτό συνεπάγεται μεγάλη ποικιλία σε είδη χλωρίδας και πανίδας. Από τα θηλαστικά ξεχωρίζει η παρουσία της βίδρας, αλλά και του τσακαλιού, του λύκου, της αλεπούς, του λαγού και της αγριόγατας. Τη λίμνη περιβάλλουν αλμυρίκια, καλαμώνες, καθώς και έλη αλμυρού και γλυκού νερού. Μέχρι σήμερα στη λίμνη έχουν καταγραφεί 21 είδη ψαριών, που μαζί με αυτά που εισέρχονται από τη θάλασσα φτάνουν τα 37. Από αυτά που ζουν σε γλυκά νερά, τα πιο χαρακτηριστικά είναι το γριβάδι, η κοκκινοφτέρα και η θρίτσα, ενώ στα αλμυρά μπορούμε να συναντήσουμε χέλια, λαβράκια, επτά είδη κεφαλιών κ.ά. Στην περιοχή έχουν καταμετρηθεί μέχρι σήμερα 326 είδη πουλιών, που χωρίζονται σε 3 βασικές κατηγορίες. Τα είδη που επισκέπτονται την περιοχή για αναπαραγωγή, τα μεταναστευτικά και εκείνα που διαχειμάζουν. Ανάμεσα τους, πορφυροτσικνιάδες, κρυπτοτσικνιάδες, σταχτοτσικνιάδες, αργυροτσικνιάδες, λευκοτσικνιάδες, κορμοράνοι, λεπτομύτες, καλαμοκανάδες, χουλιαρομύτες, κεφαλούδια, κύκνοι, ερωδιοί, πελεκάνοι, οι σπάνιες σταχτόχηνες και οι νανόχηνες που απειλούνται παγκοσμίως. Τα τελευταία χρόνια ζει εδώ ένας μεγάλος αριθμός φοινικόπτερων. Μαζί με τη λίμνη Κερκίνη, είναι ο πιο σημαντικός στην Ευρώπη τόπος διαχείμασης των αργυροπελεκάνων. Στον υδροβιότοπο συναντάμε και άλλα μεταναστευτικά πουλιά, όπως ερωδιοί, πελαργοί, χαλκόκοτες, αρπακτικά.
Η λιμνοθάλασσα Πόρτο Λάγος βρίσκεται ΝΑ της λίμνης Βιστονίδας και ανάμεσα στα χωριά Λάγος και Φανάρι, στο μέσο περίπου της διαδρομής Ξάνθης-Κομοτηνής. Στα δυτικά σχηματίζονται οι μικρές λιμνοθάλασσες Λάφρη και Λαφρούδα ενώ στα ανατολικά οι λιμνοθάλασσες Ξηρολίμνη, Καρατζά, Αλυκή, Πτελέα. Ο υδροβιότοπος Βιστονίδας - Πόρτο Λάγος είναι παράκτιος, θεωρείται ενιαίος και εμφανίζει μεγάλο ενδιαφέρον από πλευράς χλωρίδας και πανίδας, αλλά κυρίως για το πλήθος και την ποικιλία των πουλιών που φιλοξενεί. Η λιμνοθάλασσα του Πόρτο Λάγος έχει κυρίως αλμυρό νερό και σε αυτή υπάρχει μια έκταση που έχει αναδασωθεί με Pinus maritima. Στον υδροβιότοπο έχουν καταγραφεί 61 είδη ψαριών με σπουδαιότερα από εμπορική άποψη τον κέφαλο, τα χέλια και την αθερίνα. Η θρίτσα, ενδημικό είδος που υπήρχε παλαιότερα, σήμερα έχει εξαφανιστεί λόγω αύξησης της αλατότητας των νερών της. Υπάρχουν άφθονα πουλιά όλες τις εποχές του έτους. Μια αποικία ερωδιών έχει εγκατασταθεί μέσα σε μια αναδάσωση με πεύκα στο Πόρτο Λάγος και μια άλλη, του γένους Nycticorax, βρίσκεται μέσα στους καλαμώνες. Οι γειτονικοί λόφοι έχουν σημαντικούς πληθυσμούς αρπακτικών πτηνών. Από το 1983, στο Πόρτο Λάγος, έχει παρατηρηθεί αυξανόμενος πληθυσμός από φοινικόπτερα. Εκεί διαχειμάζει και ο αργυροπελεκάνος. Άλλα είδη ζώων που ζουν στην περιοχή είναι: Lutra lutra, Triturus cristatus, Bombina variegata, Testudo hermanni, Testudo graeca, Elaphe quatuorlineata, Elaphe situla, Emys orbicularis, Mauremys caspica, Alosa fallax, Rhodeus sericeus amarus, Chalcalburnus chalcoides, Cobitis taenia, Aphanius fasciatus, Lucanus cervus.
Λίμνη Βόλβη και Κορώνεια
Η περιοχή είναι σημαντικός υδροβιότοπος για τα μεταναστευτικά και διαχειμάζοντα υδρόβια είδη: Aythya nyroca (τουλάχιστον 43 άτομα ξεχειμωνιάζουν), Oxyura leucocephala (ξεχειμωνιάζει), Haliaeetus albicilla (ξεχειμωνιάζει), Falco naumanni (μετανάστευση). Στην περιοχή ξεχειμωνιάζουν σε τακτική βάση πάνω από 20.000 υδρόβια (συμπεριλαμβανομένων 6.279 Podiceps cristatus, 8.029 Aythya ferina, 1.361 Aythya fuligula και 12.736 Fulica atra). Η περιοχή περιλαμβάνει δύο λίμνες γλυκού νερού (Βόλβη και Κορώνεια) και το φαράγγι της Ρεντίνας, ενώ 163.880 στρέμματα αποτελούν ζώνη ειδικής προστασίας σύμφωνα με τη σύμβαση Ramsar.
Η λίμνη Βόλβη βρίσκεται στο νομό Θεσσαλονίκης, στη λεκάνη της Μυγδονίας, στην επαρχία Λαγκαδά, ανατολικά από τη λίμνη Κορώνεια, ενώ από τη βόρεια πλευρά της περνά η Εγνατία Οδός. Στα ανατολικά της βρίσκονται τα στενά της Ρεντίνας ή αλλιώς Μακεδονικά Τέμπη. Εκατομμύρια χρόνια πριν, οι δύο λίμνες και όλη τη λεκάνη της Μυγδονίας αποτελούσαν μία μεγάλη λίμνη. Οι γειτονικές αυτές λίμνες είναι ό,τι απέμεινε από τότε. Η Βόλβη είναι η δεύτερη μεγαλύτερη λίμνη της Ελλάδας, με έκταση περίπου 68,6 τ.χ. και μέγιστο βάθος στα 23,50 μ. Η περιοχή της λίμνης αποτελεί έναν από τους 10 ελληνικούς υδροβιότοπους με διεθνή σημασία, που προστατεύεται από τη σύμβαση Ramsar. Η ιχθυοπανίδα της περιοχής περιλαμβάνει 23 είδη ψαριών, τρία από τα οποία είναι μοναδικά στον κόσμο (η λιπαριά, η γκελάρτσα, το λακόψαρο ή τυλινάρι), 19 είδη αμφιβίων κι ερπετών (πιθανολογείται η παρουσία και άλλων), 34 είδη θηλαστικών (είναι πιθανή η παρουσία και άλλων 16). Επιπλέον, εδώ βρίσκουν καταφύγιο 200 είδη πουλιών, που διαχειμάζουν στην περιοχή, όπως βουτηχτάρια, πάπιες, γλάροι και φαλαρίδες. Έχουν παρατηρηθεί οι μεγαλύτεροι στην Ελλάδα αριθμοί από σκουφοβουτηχτάρια, κυνηγόπαπιες και τσικνόπαπιες, κραυγαετούς, ερωδιούς κ.ά. Τέλος, αποτελεί ένα σπάνιο οικοσύστημα με καλαμιώνες, υγρά λιβάδια, υδρόφιλα φυτά και δέντρα.
Η λίμνη Κορώνεια είναι ρηχή και μολυσμένη. Ανήκει στο δήμο Κορώνειας του νομού Θεσσαλονίκης και βρίσκεται πολύ κοντά στη λίμνη Βόλβη. Έχει περίμετρο 52 χμ. και κάποτε κάλυπτε 45.000 στρέμματα, ενώ το βάθος της έφτανε τα 12 μέτρα. Ανάλογα με τον τρόπο δημιουργίας, τη μορφολογία του πυθμένα και την τροφοδοσία της, η λίμνη χαρακτηρίζεται τεκτονικής προέλευσης. Έχει σκαφοειδές σχήμα και σχηματίστηκε από παραμορφώσεις του φλοιού της Γης. Πριν από κάποια χρόνια ήταν ένας υδροβιότοπος που έσφυζε από ζωντάνια, με σπάνια είδη ψαριών, φυτών και πουλιών. Ζούσαν 10 διαφορετικά είδη ψαριών και εύρισκαν καταφύγιο πολλά είδη πουλιών. Υπήρχε μια ισορροπία της χλωρίδας και της πανίδας της λίμνης. Η καταστροφή άρχισε σιγά-σιγά από τα τέλη του ’80. Η υπεράντληση των νερών (από τους αγρότες για τις καλλιέργειες τους και από τις γύρω βιομηχανίες που τότε υπήρχαν), η μείωση των βροχών και η αύξηση της θερμοκρασίας, είχαν ως αποτέλεσμα την πτώση της στάθμης των νερών της λίμνης. Ένας ακόμα παράγοντας που επέφερε το θάνατο της λίμνης γρηγορότερα ήταν τα τοξικά λύματα και τα απόβλητα που έπεφταν στη λίμνη. Έτσι η οικολογική καταστροφή ήταν πλέον αναπόφευκτη και δεν άργησε να συμβεί λίγα χρόνια αργότερα (2004), καθώς χιλιάδες πουλιά βρέθηκαν νεκρά στις όχθες της λίμνης. Ανάμεσα τους 250 αργυροπελεκάνοι, είδος παγκόσμια απειλούμενο. Λίγο μετά ήρθε η σειρά των ψαριών που κατά χιλιάδες έπλεαν νεκρά στην επιφάνεια και στις όχθες της λίμνης.
Λίμνη Ισμαρίδα και το σύμπλεγμα λιμνοθαλασσών Θράκης
Η λίμνη Ισμαρίδα ή Μητρικού είναι η μοναδική λίμνη γλυκού νερού στη Θράκη, νότια του νομού Ροδόπης, με έκταση περίπου 2.524 στρέμματα και μέσο βάθος 1,5 μέτρα. Βρίσκεται σε απόσταση 18 χλμ. από την Κομοτηνή και 3 χλμ. βόρεια του όρμου Ανοικτό, μεταξύ της λίμνης Βιστονίδας και του όρους Ίσμαρου Είναι ένας από τους πιο σημαντικούς τακτικούς σταθμούς στην Ελλάδα για διάφορα είδη πτηνών. Μεγάλο μέρος της καλύπτεται από νούφαρα και στο ΒΑ τμήμα της απλώνονται εκτεταμένοι καλαμώνες. Στα δυτικά της Ισμαρίδας υπάρχει ένα σύμπλεγμα υδροβιοτόπων, που το αποτελούν κυρίως οι λιμνοθάλασσες Έλος (ή Καρατζαλή), Πτελέα, Αλυκή (ή Μέση), Καρατζά (ή Αρωγή) και Ξηρολίμνη (ή Φαναριού). Τα συστήματα αυτά μαζί με τη λίμνη Βιστονίδα λειτουργούν ως ένα ενιαίο οικοσύστημα ιδιαίτερης οικολογικής αξίας, που παρουσιάζει πολύ πλούσια χλωρίδα (θαμνώδες εκτάσεις από αρμυρίκια, παρόχθια βλάστηση, ελόβια, λειμώνες κι επιπλέουσα βλάστηση) και πανίδα (θηλαστικά, ερπετά), με χαρακτηριστική την παρουσία σπάνιων πουλιών που απειλούνται με εξαφάνιση, όπως αργυροτσικνιά, χουλιαρομύτα, χαλκόκοτα και το μουστακογλάρονο. Η οικονομική προσφορά της λίμνης στην περιοχή είναι αξιόλογη, καθώς έχει αλιευτικό πλούτο και συνεισφέρει στη γεωργία και κτηνοτροφία.
Λίμνη Κερκίνη
Είναι τεχνητή λίμνη και βρίσκεται στο ΒΔ τμήμα του νομού Σερρών. Είναι ένας από τους ελληνικούς υδροβιότοπους διεθνούς σημασίας που προστατεύεται από τη σύμβαση Ramsar. Η λίμνη δημιουργήθηκε το 1932, με τη κατασκευή φράγματος στον ποταμό Στρυμόνα, κοντά στο χωριό Λιθότοπο. Η λίμνη δημιουργήθηκε για την ανάσχεση και συγκράτηση των πλημμυρών του Στρυμόνα, τη συγκράτηση των φερτών υλών και την άρδευση της πεδιάδας των Σερρών. Στη θέση που έγινε, υπήρχε μία μικρή λίμνη και έλη. Μια σειρά συνθηκών, που άλλες τεχνητές λίμνες δεν εκπληρώνουν, κάνουν τη λίμνη Κερκίνη ένα τόσο σημαντικό οικοσύστημα. Το μικρό σχετικό βάθος, οι ήπιες κλίσεις στο βόρειο και ΒΑ τμήμα της, η υψηλή παραγωγικότητα που οφείλεται στην περιοδική κατάκλυση με νερό και στον εμπλουτισμό της με θρεπτικά στοιχεία, η θέση της σε σχέση με τους διαδρόμους μετανάστευσης των πουλιών καθώς και η ύπαρξη παλαιότερα στον ίδιο τόπο μιας μεγάλης υδροβιοτοπικής έκτασης, είναι από τους παράγοντες που συνέλαβαν στη διατήρηση αυτού του πλούσιου υδροβιότοπου. Έχουν παρατηρηθεί τουλάχιστον 300 είδη πουλιών στη λίμνη και στα γύρω βουνά. Συνολικά 10 είδη πουλιών φωλιάζουν σε μικτές αποικίες στο παραποτάμιο δάσος, σε σημαντικούς αριθμούς. Τα είδη αυτά είναι: ο κορμοράνος, o λευκοτσικνιάς, ο αργυροτσικνιάς, ο πορφυροτσικνιάς, ο σταχτοτσικιάς, ο κρυπτοτσικνιάς, ο νυχτοκόρακας, η χουλιαρομύτα, η λαγγόνα και η χαλκόκοτα. Επίσης, το σκουφοβουτηχτάρι και το νανοβουτηχτάρι κατασκευάζουν επιπλέουσες φωλιές. Δύο είδη γλαρονιών (μουστακόγλαρο και μαυρογλάρονο) κατασκευάζουν τις φωλιές τους πάνω στα φύλλα των νούφαρων. Άλλα σημαντικά είδη είναι: ο μαυροπελαργός, ο λευκοπελεκάνος, ο πετρίτης, ο φιδαετός, ο κραυγαετός και ο θαλασσαετός.
Λίμνη Μικρή Πρέσπα
Στο ΒΔ άκρο της Ελλάδας, μέσα σε μια πελώρια βουνίσια αγκαλιά φυλάσσεται η ομορφιά της Μικρής και Μεγάλης Πρέσπας, δύο λίμνες που χωρίζονται από μια λωρίδα γης μήκους 4 χλμ. Η Μεγάλη Πρέσπα εκτείνεται ανάμεσα στην Ελλάδα, τη F.Y.R.O.M. και την Αλβανία, είναι η μεγαλύτερη λίμνη των Βαλκανίων, βρίσκεται σε υψόμετρο 853 μ. και έχει μέγιστο βάθος 50 μ. Καλύπτει έκταση 288 τ.χ., από τα οποία τα 37 ανήκουν στη χώρα μας. Η Μικρή Πρέσπα, ή Βρυγηίδα, σύμφωνα με την αρχαία ονομασία, με έκταση 44 τ.χ., ανήκει κυρίως στην Ελλάδα και ένα μικρό της τμήμα στην Αλβανία. Η πλούσια χλωρίδα και πανίδα του τόπου, η εντυπωσιακή βιοποικιλότητά του είχαν ως αποτέλεσμα να ανακηρυχθεί η περιοχή ως Εθνικός Δρυμός από το 1974. Μάλιστα, τα παραλίμνια χωριά Ψαράδες και Άγιος Γερμανός αποτελούν προστατευόμενους παραδοσιακούς οικισμούς του Δρυμού. Η Μικρή Πρέσπα είναι ένας μοναδικός υδροβιότοπος, που προστατεύεται από τη σύμβαση Ramsar και ένας από τους 11 ελληνικούς υδροβιότοπους διεθνούς σημασίας. Στο δάσος που την περιβάλλει και στους καλαμώνες του Δρυμού υπολογίζεται ότι υπάρχουν πάνω από 1.300 είδη φυτών, όπως βελανιδιές, οξιές, σημύδες αλλά και δέντρα μοναδικά στον ελληνικό χώρο, όπως η κενταύρια Πρέσπα και το δάσος αρκεύθου, καθώς και μια συστάδα υπεραιωνόβιων βουνοκυπάρισσων. Υπάρχουν και 15 είδη ψαριών, 11 είδη αμφιβίων, 40 θηλαστικών και 260 είδη πτηνών. Όσον αφορά στην πτηνοπανίδα σημαντικότερη θεωρείται η παρουσία των πελεκάνων και συγκεκριμένα του αργυροπελεκάνου, που θεωρείται αρκετά παγκοσμίως είδος υπό εξαφάνιση (1.000 ζεύγη έχουν απομείνει σ’ όλο τον κόσμο, από τα οποία 150 ζουν στη περιοχή). Επίσης θα συναντήσετε ερωδιούς, κορμοράνους, χήνες, αρπακτικά, όπως σταυραετούς, χρυσαετούς, φιδαετούς, πετρίτες, αρκετά είδη βατράχων και φρύνων. Το νησί που υπάρχει στο κέντρο της, ο Άγιος Αχίλλειος, με τους περίπου 20 κατοίκους, είναι περισσότερο γνωστό για την υπέροχη βασιλική του 10ου αιώνα, χτισμένη από τον τσάρο Σαμουήλ. Το νησί ήταν για μικρό χρονικό διάστημα πρωτεύουσα του Βουλγαρικού Βασιλείου. Εδώ και χρόνια αποτελεί το κέντρο των εκδηλώσεων «Πρέσπεια», με σημαντικές συναυλίες.
Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου
Είναι η μεγαλύτερη λιμνοθάλασσα της Ελλάδας και αποτελεί ένα άβαθο μέρος της θάλασσας από τις προσχώσεις του Αχελώου. Πρόκειται για μια παραθαλάσσια λίμνη, πριν από το Μεσολόγγι, με θαλάσσιο νερό που εκτείνεται από την Άκρα Μπαμπακούλα, στις εκβολές του Εύηνου, μέχρι τους πρόποδες του όρους Κατσιλάρη προς το Ιόνιο Πέλαγος και σε βάθος μέχρι του ιχθυοτροφείου του Αιτωλικού. Χωρίζεται από την ανοικτή θάλασσα του Πατραϊκού Κόλπου από ένα παράκτιο διάζωμα, ύψους μέχρι 80 εκατοστά, που δημιούργησαν οι προσχώσεις των ποταμών Εύηνου και Αχελώου. Έχει μέγιστο μήκος περίπου 27.300 μ. και μέγιστο πλάτος 14.800 μ. Το μεγαλύτερο βάθος της φτάνει τα 5-6 μ., αλλά το μεγαλύτερο μέρος της έχει βάθος που δεν ξεπερνάει το μισό μέτρο. Κοντά στις ακτές το βάθος φτάνει τα 10 εκ. και γι’ αυτό είναι πρόσφορος τόπος για αλυκές. Περίφημο είναι το αβγοτάραχό της που βγαίνει από ένα είδος κεφαλόπουλου που λέγεται μπάφα. Ο Στράβωνας την ονόμαζε Κυνία λίμνη. Το 1930 ξεκίνησαν τα πρώτα έργα εκβάθυνσης με βυθοκόρους και ανοίχθηκε δίαυλος από την ανοικτή θάλασσα μεταξύ Τουρλίδας και Βασιλάδι μήκους 6 χλμ., πλάτους 50 μ. και μέσου βάθους περίπου 4,80 μ. Ο δίαυλος αυτός καταλήγει στη κυρίως λεκάνη της λιμνοθάλασσας που παρουσιάζει ρομβοειδές σχήμα με μήκος πλευράς 300 μ. και βάθος το αυτό του διαύλου. Μέσα στη λιμνοθάλασσα υπάρχουν οκτώ ιστορικά νησάκια που τα περισσότερα αναφέρονται στην ιστορία της πολιορκίας του Μεσολογγίου κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, όπου αναδείχθηκαν τόποι ηρωισμών. Αυτές είναι: το Βασιλάδι, η Θολή, η Κλείσοβα, το Κόμμα, η Μαρμαρού, η Πλώσταινα, ο Προκοπάνιστος και ο Σχοινιάς. Η λιμνοθάλασσα προστατεύεται από την γνωστή συνθήκη Ramsar και αποτελεί περιβαλλοντικό πάρκο και οικοσύστημα. Κοντά στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου βρίσκεται και η λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού.
Λιμνοθάλασσα Κοτύχι και δάσος Στροφυλιάς
Ο υδροβιότοπος αυτός βρίσκεται στο νομό Ηλείας, ΒΑ της κωμόπολης των Λεχαινών κι επικοινωνεί με το Ιόνιο πέλαγος διαμέσου μικρού σχετικά ανοίγματος, πλάτους περίπου 8 μέτρων. Εξαιτίας της επικοινωνίας με τη θάλασσα το νερό είναι υφάλμυρο. Το μεγαλύτερο βάθος της λιμνοθάλασσας είναι περίπου 40 εκατοστά και το μικρότερο 30 εκατοστά. Το Κοτύχι υδροδοτείται κυρίως από ρέματα που χύνονται στη νότια και ανατολική πλευρά της λιμνοθάλασσας. Στην υδροδότηση της λιμνοθάλασσας συμβάλλουν επίσης και οι βροχοπτώσεις. Το παραθαλάσσιο δάσος της Στροφυλιάς βρίσκεται βόρεια της λιμνοθάλασσας και σε απόσταση 1.000 περίπου μέτρων από τον πυρήνα της. Η λίμνη μαζί με τις λιμνοθάλασσες του Προκόπου, τη λίμνη-έλος Λάμια και του Πάπα (Καλόγριας) προστατεύεται από τη σύμβαση Ramsar. Στη λιμνοθάλασσα Κοτύχι βρίσκουν καταφύγιο και τροφή πολλές αγριόπαπιες αλλά και παρυδάτια πουλιά όπως βουτηχτάρια, νανογλάρονα, τσικνιάδες, φαλαρίδες, αλκυόνες. Η ιχθυοπανίδα της λιμνοθάλασσας αποτελείται από λαβράκια (Dicentrarchus labrax), κέφαλους (Mugil cephalus), τσιπούρες (Sparus auratus) και χέλια (Anguilla anguilla). Το Κοτύχι είναι σημαντικός τόπος ξεκούρασης για πολλά αποδημητικά πουλιά, όπως Ερωδιοί, Χαλκόκοτες, Χελιδόνια, Τσαλαπετεινοί, Γεράκια, Τρυγόνια, Γλαρόνια κ.ά. H μακροχλωριδική σύνθεση της περιοχής περιλαμβάνει τα εξής αντιπροσωπευτικά είδη: αλμυρίκι, άγρια σπανάκια, ήμερος φλωμός, αλειχηνόχορτο, βούρλο, κρίνος της θάλασσας, άσπρος κρίνος, αγριοκάλαμος, καλαμίθι, μαχαιρίδα, ξιφάρα, λάχαρι, αλμυρίκι, κρίθμος, καλιά, θαλασσόχορτο και βρίγκα.
Αμβρακικός κόλπος
Ο υδροβιότοπος του Αμβρακικού είναι ο μεγαλύτερος κόλπος της Δυτικής Ελλάδας με έκταση περίπου 405 τ.χ. Αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες περιοχές της χώρας μας που έχει υπαχθεί σε καθεστώς προστασίας, σε εφαρμογή της διεθνούς σύμβασης Ramsar. Η περιοχή αποτελεί σημαντικό βιότοπο τόσο για τα υδρόβια και παρυδάτια πουλιά που διαχειμάζουν και αναπαράγονται στην περιοχή όσο και για σημαντικά είδη χλωρίδας και πανίδας. Στον Αμβρακικό εκβάλλουν ο Λούρος και ο Άραχθος, μεταφέροντας, μαζί με τα άφθονα νερά τους, σημαντικές ποσότητες φερτών υλών. Στο βόρειο τμήμα του σχηματίζονται οι λιμνοθάλασσες Λογαρού, Τσουκαλιό, Ροδιά και ο Όρμος της Κόπραινας. Οι δύο λιμνοθάλασσες (Τσουκαλιό και Ροδιά) επικοινωνούν μεταξύ τους και διαχωρίζονται από τη Λογαρού με στενή λωρίδα γης. Οι παράκτιες λιμνοθάλασσες είναι αυτόνομα δυναμικά οικοσυστήματα με υψηλή παραγωγική ικανότητα και παρουσιάζουν ιδιαίτερα μορφολογικά και οικολογικά χαρακτηριστικά. Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτών των συστημάτων είναι οι συχνές μεταβολές των περιβαλλοντικών παραμέτρων που προκαλούν σημαντικές μεταβολές στην αφθονία και την κατανομή των οργανισμών. Τον χειμώνα, ο Αμβρακικός είναι από τις πιο πλούσιες περιοχές της χώρας σε υδρόβια πουλιά. Στις λιμνοθάλασσες Λογαρού, Τσουκαλιό και Ροδιά ξεχειμωνιάζει το 20-30% του συνολικού πληθυσμού των υδρόβιων πουλιών της Ελλάδας. Εδώ φωλιάζουν οι αργυροπελεκάνοι (Pelecanus crispus), από τα πιο απειλούμενα είδη του κόσμου, λευκοτσικνιάδες, κρυπτοτσικνιάδες, νυχτοκόρακες και σταχτοτσικνιάδες. Στους βάλτους, μέσα στους καλαμιώνες, αναπαράγονται οι πορφυροτσικνιάδες, οι νανομουγκάνες, χαλκόκοτες και χουλιαρομύτες. Συναντάμε επίσης βαλτόπαπιες, κυνηγόπαπιες και βουτηχτάρια, γλαρόνια, νεροχελίδονα, αβοκέτες, καλαμοκανάδες, ασημόγλαροι, θαλασσοσφυριχτήδες, σφυριχτάρια, φλυαρόπαπιες, κιρκίρια, σουβλόπαπιες, κυνηγόπαπιες, βαλτόπαπιες, ενώ σπάνια εμφανίζονται η τσικνόπαπια, ο λοφοπρίστης, η βαρβάρα και η χήνα. Κοντά στο χωριό Πέτρα, κατά μήκος του Λούρου, υπάρχει μια αποικία από Ερωδιούς. Στην ευρύτερη περιοχή του υδροβιότοπου, φωλιάζουν τα αρπακτικά ποντικοβαρβακίνα, ξεφτέρι, διπλοσάινο, όρνια, φιδαετοί και χρυσαετοί, ενώ παλαιότερα φώλιαζαν και οι θαλασσαετοί (Haliaetus albicilla), που σήμερα εμφανίζονται συχνά μόνο τον χειμώνα. Ο Αμβρακικός είναι πλούσιος σε αλιεύματα, με κυριότερα ψάρια: το κεφαλόπουλο, το λαυκίνο, το λαβράκι, την τσιπούρα, το μυξυνάρι, τον γωβιό, τα χέλια κ.ά. Λόγω της μεγάλης ποικιλίας των οικοσυστημάτων στην περιοχή, υπάρχει επίσης ένας μεγάλος αριθμός από αμφίβια και θηλαστικά.
Δέλτα Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα
Στην περιοχή που εκβάλει ο Αξιός σχηματίζεται ένα Δέλτα με συνολική έκταση 22.000 στρέμματα. Στην ευρύτερη περιοχή εκβάλλουν και οι ποταμοί Λουδίας, Αλιάκμονας και Γαλλικός και μαζί με τις αλυκές Κίτρους δημιουργούν έναν υδροβιότοπο μεγάλης έκτασης και σημασίας, που προστατεύεται από τις συμβάσεις Ramsar και Βέρνης. Στην περιοχή υπάρχουν σημαντικοί πληθυσμοί υδρόβιων πτηνών όπως ερωδιοί, χαλκόκοτες, νεροχελίδονα, γαλιάντρες κ.α. Μαζί με τα είδη που καταφθάνουν την εποχή της μετανάστευσης ξεπερνάνε τα 200. Μεταξύ των ειδών αυτών υπάρχουν και αρπακτικά όπως ο θαλασσαετός, ενώ ορισμένες φορές παρατηρούνται και διάφορα σπάνια για την περιοχή είδη. Οι όχθες του ποταμού περιβάλλονται από δάση με λεύκες, οξιές και πλατάνια, ενώ όσο πλησιάζουμε στις εκβολές κυριαρχούν τα αλμυρίκια και οι θάμνοι. Στο Δέλτα του Αξιού εκτρέφονται περίπου 60 νεροβούβαλοι και 50 περίπου άλογα ζουν ελεύθερα στην περιοχή. Τα δάση του φιλοξενούν λύκους, τσακάλια, αγριόγατες, βίδρες κ.α. Ο υδροβιότοπος αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα «επιβίωσης» εξαιτίας της αλόγιστης ανθρώπινης δραστηριότητας. Τα βιομηχανικά και αστικά απόβλητα και τα λιπάσματα που μολύνουν τα ύδατα, η αμμοληψία, η λαθροθηρία και η υπεράντληση των υδάτων για άρδευση είναι μερικοί από τους κινδύνους που απειλούν τον υδροβιότοπο. Οι συγκεντρώσεις νιτρικών, νιτρωδών, αμμωνιακών αλάτων και ολικού φωσφόρου είναι εξαιρετικά υψηλές
Δέλτα Έβρου
Αποτελεί υδροβιότοπο διεθνούς σημασίας, που προστατεύεται από τη σύμβαση Ramsar. Οι φυσικές ή τεχνητές περιοχές αποτελούμενες από έλη είναι μονίμως ή προσωρινώς κατακλυσμένες με νερό, που είναι στάσιμο ή ρέον, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό. Η ευνοϊκή γεωγραφική θέση του Δέλτα σε σχέση με τους άξονες μετανάστευσης των πουλιών και με το ήπιο κλίμα της περιοχής, καθώς και η μέχρι πριν από λίγα χρόνια απομόνωση και δυσκολία προσπέλασης, συντέλεσαν στη μεγάλη βιοποικιλότητα, που σήμερα παρουσιάζει. Στην περιοχή απαντώνται όλοι οι τυπικοί σχηματισμοί και οι μονάδες βλάστησης ενός μεσογειακού Δέλτα. Έχουν καταγραφεί τόσο σ’ αυτό, όσο και στη ζώνη κατά μήκος του ποταμού, περισσότερα από 350 φυτικά είδη. Η κατά τόπους βλάστηση εξαρτάται από παράγοντες, όπως η σύσταση του εδάφους, η υγρασία και η αλατότητα. Αλλά και η πανίδα της περιοχής είναι εξίσου πλούσια: έχουν βρεθεί 46 είδη ψαριών, 7 είδη αμφιβίων, 21 είδη ερπετών και περισσότερα από 40 είδη θηλαστικών. Αναμφίβολα όμως, η μεγάλη αξία του Δέλτα συνίσταται κυρίως στην πλούσια ορνιθοπανίδα του. Στην ευρύτερη περιοχή του Δέλτα, έχουν επισημανθεί 304 είδη πουλιών από τα 423 είδη, που απαντούν σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Δέλτα Νέστου
Βρίσκεται στα νότια σύνορα των νομών Καβάλας και Ξάνθης με συνολική έκταση περίπου 500.000 στρέμματα. Αποτελεί τμήμα του Εθνικού Πάρκου Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης και είναι ένας από τους σημαντικότερους υδροβιότοπους της χώρας, αλλά και της Ευρώπης, λόγω της έκτασης και της ποικιλίας των βιοτόπων του. Το Πάρκο περιλαμβάνει τις προστατευόμενες περιοχές των υδροβιότοπων Δέλτα Νέστου, λίμνης Βιστονίδας, λίμνης Ισμαρίδας και της ευρύτερης περιοχής τους, με χερσαία και υδάτινη συνολική έκταση 726.000 στρέμματα περίπου. Το υδροβιοτοπικό σύμπλεγμα του Πάρκου είναι ένα από τα πιο σημαντικά της χώρας, λόγω της μεγάλης έκτασης και της βιολογικής, αισθητικής, γεωμορφολογικής, επιστημονικής και παιδαγωγικής του αξίας. Οι υδροβιότοποι του Δέλτα Νέστου παρουσιάζουν μια εξαιρετική ποικιλία και συνθέτουν ένα μωσαϊκό που ευνοεί την άγρια ζωή. Οι πιο διακριτοί είναι: η λιμνοθάλασσα Ερατεινού, η λιμνοθάλασσα Αγιάσματος, η λιμνοθάλασσα Κοκάλας, η λιμνοθάλασσα Χαϊδευτού, η λιμνοθάλασσα Κεραμωτής, η λιμνοθάλασσα Μοναστηριακιού, η λιμνοθάλασσα Μαγγάνων και το παραποτάμιο Μεγάλο Δάσος (Κοτζά-Ορμάν).
Λίμνη Βιστονίδα και λιμνοθάλασσα Πόρτο Λάγος
Η λίμνη Βιστονίδα είναι από τους πιο όμορφους υδροβιότοπους της Ελλάδας, με λιμνοθαλάσσια και λιμναία χαρακτηριστικά. Εκτείνεται στους νομούς Ξάνθης και Ροδόπης, με έκταση 42.400 στρέμματα και μέσο βάθος 2,5 μέτρα. Η κυριότητά της ανήκει στη μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους. Το όνομα της λίμνης οφείλεται στους Βίστωνες, αρχαία θρακική φυλή. Η περιοχή ήταν γνωστή από την αρχαιότητα, με την ακμή των πόλεων Άβδηρα και Δίκαια. Στη Ρωμαϊκή εποχή περνούσε από εδώ η Εγνατία οδός που ένωνε την Αδριατική με το Βόσπορο. Μέσα στη λιμνοθάλασσα ανήκει και το γραφικό νησάκι του Αγίου Νικολάου με το ομώνυμο εκκλησάκι, μέσα στη λιμνοθάλασσα. Η πρόσβαση γίνεται με μία ξύλινη στενή γέφυρα, μήκους περίπου 50 μ., που στηρίζεται σε πασσάλους πάνω από το νερό. Η ιδιαιτερότητα της λίμνης, βρίσκεται στο γεγονός, ότι στο βόρειο τμήμα της έχει γλυκό νερό, ενώ στο νότιο αλμυρό ή υφάλμυρο. Αυτό συνεπάγεται μεγάλη ποικιλία σε είδη χλωρίδας και πανίδας. Από τα θηλαστικά ξεχωρίζει η παρουσία της βίδρας, αλλά και του τσακαλιού, του λύκου, της αλεπούς, του λαγού και της αγριόγατας. Τη λίμνη περιβάλλουν αλμυρίκια, καλαμώνες, καθώς και έλη αλμυρού και γλυκού νερού. Μέχρι σήμερα στη λίμνη έχουν καταγραφεί 21 είδη ψαριών, που μαζί με αυτά που εισέρχονται από τη θάλασσα φτάνουν τα 37. Από αυτά που ζουν σε γλυκά νερά, τα πιο χαρακτηριστικά είναι το γριβάδι, η κοκκινοφτέρα και η θρίτσα, ενώ στα αλμυρά μπορούμε να συναντήσουμε χέλια, λαβράκια, επτά είδη κεφαλιών κ.ά. Στην περιοχή έχουν καταμετρηθεί μέχρι σήμερα 326 είδη πουλιών, που χωρίζονται σε 3 βασικές κατηγορίες. Τα είδη που επισκέπτονται την περιοχή για αναπαραγωγή, τα μεταναστευτικά και εκείνα που διαχειμάζουν. Ανάμεσα τους, πορφυροτσικνιάδες, κρυπτοτσικνιάδες, σταχτοτσικνιάδες, αργυροτσικνιάδες, λευκοτσικνιάδες, κορμοράνοι, λεπτομύτες, καλαμοκανάδες, χουλιαρομύτες, κεφαλούδια, κύκνοι, ερωδιοί, πελεκάνοι, οι σπάνιες σταχτόχηνες και οι νανόχηνες που απειλούνται παγκοσμίως. Τα τελευταία χρόνια ζει εδώ ένας μεγάλος αριθμός φοινικόπτερων. Μαζί με τη λίμνη Κερκίνη, είναι ο πιο σημαντικός στην Ευρώπη τόπος διαχείμασης των αργυροπελεκάνων. Στον υδροβιότοπο συναντάμε και άλλα μεταναστευτικά πουλιά, όπως ερωδιοί, πελαργοί, χαλκόκοτες, αρπακτικά.
Η λιμνοθάλασσα Πόρτο Λάγος βρίσκεται ΝΑ της λίμνης Βιστονίδας και ανάμεσα στα χωριά Λάγος και Φανάρι, στο μέσο περίπου της διαδρομής Ξάνθης-Κομοτηνής. Στα δυτικά σχηματίζονται οι μικρές λιμνοθάλασσες Λάφρη και Λαφρούδα ενώ στα ανατολικά οι λιμνοθάλασσες Ξηρολίμνη, Καρατζά, Αλυκή, Πτελέα. Ο υδροβιότοπος Βιστονίδας - Πόρτο Λάγος είναι παράκτιος, θεωρείται ενιαίος και εμφανίζει μεγάλο ενδιαφέρον από πλευράς χλωρίδας και πανίδας, αλλά κυρίως για το πλήθος και την ποικιλία των πουλιών που φιλοξενεί. Η λιμνοθάλασσα του Πόρτο Λάγος έχει κυρίως αλμυρό νερό και σε αυτή υπάρχει μια έκταση που έχει αναδασωθεί με Pinus maritima. Στον υδροβιότοπο έχουν καταγραφεί 61 είδη ψαριών με σπουδαιότερα από εμπορική άποψη τον κέφαλο, τα χέλια και την αθερίνα. Η θρίτσα, ενδημικό είδος που υπήρχε παλαιότερα, σήμερα έχει εξαφανιστεί λόγω αύξησης της αλατότητας των νερών της. Υπάρχουν άφθονα πουλιά όλες τις εποχές του έτους. Μια αποικία ερωδιών έχει εγκατασταθεί μέσα σε μια αναδάσωση με πεύκα στο Πόρτο Λάγος και μια άλλη, του γένους Nycticorax, βρίσκεται μέσα στους καλαμώνες. Οι γειτονικοί λόφοι έχουν σημαντικούς πληθυσμούς αρπακτικών πτηνών. Από το 1983, στο Πόρτο Λάγος, έχει παρατηρηθεί αυξανόμενος πληθυσμός από φοινικόπτερα. Εκεί διαχειμάζει και ο αργυροπελεκάνος. Άλλα είδη ζώων που ζουν στην περιοχή είναι: Lutra lutra, Triturus cristatus, Bombina variegata, Testudo hermanni, Testudo graeca, Elaphe quatuorlineata, Elaphe situla, Emys orbicularis, Mauremys caspica, Alosa fallax, Rhodeus sericeus amarus, Chalcalburnus chalcoides, Cobitis taenia, Aphanius fasciatus, Lucanus cervus.
Λίμνη Βόλβη και Κορώνεια
Η περιοχή είναι σημαντικός υδροβιότοπος για τα μεταναστευτικά και διαχειμάζοντα υδρόβια είδη: Aythya nyroca (τουλάχιστον 43 άτομα ξεχειμωνιάζουν), Oxyura leucocephala (ξεχειμωνιάζει), Haliaeetus albicilla (ξεχειμωνιάζει), Falco naumanni (μετανάστευση). Στην περιοχή ξεχειμωνιάζουν σε τακτική βάση πάνω από 20.000 υδρόβια (συμπεριλαμβανομένων 6.279 Podiceps cristatus, 8.029 Aythya ferina, 1.361 Aythya fuligula και 12.736 Fulica atra). Η περιοχή περιλαμβάνει δύο λίμνες γλυκού νερού (Βόλβη και Κορώνεια) και το φαράγγι της Ρεντίνας, ενώ 163.880 στρέμματα αποτελούν ζώνη ειδικής προστασίας σύμφωνα με τη σύμβαση Ramsar.
Η λίμνη Βόλβη βρίσκεται στο νομό Θεσσαλονίκης, στη λεκάνη της Μυγδονίας, στην επαρχία Λαγκαδά, ανατολικά από τη λίμνη Κορώνεια, ενώ από τη βόρεια πλευρά της περνά η Εγνατία Οδός. Στα ανατολικά της βρίσκονται τα στενά της Ρεντίνας ή αλλιώς Μακεδονικά Τέμπη. Εκατομμύρια χρόνια πριν, οι δύο λίμνες και όλη τη λεκάνη της Μυγδονίας αποτελούσαν μία μεγάλη λίμνη. Οι γειτονικές αυτές λίμνες είναι ό,τι απέμεινε από τότε. Η Βόλβη είναι η δεύτερη μεγαλύτερη λίμνη της Ελλάδας, με έκταση περίπου 68,6 τ.χ. και μέγιστο βάθος στα 23,50 μ. Η περιοχή της λίμνης αποτελεί έναν από τους 10 ελληνικούς υδροβιότοπους με διεθνή σημασία, που προστατεύεται από τη σύμβαση Ramsar. Η ιχθυοπανίδα της περιοχής περιλαμβάνει 23 είδη ψαριών, τρία από τα οποία είναι μοναδικά στον κόσμο (η λιπαριά, η γκελάρτσα, το λακόψαρο ή τυλινάρι), 19 είδη αμφιβίων κι ερπετών (πιθανολογείται η παρουσία και άλλων), 34 είδη θηλαστικών (είναι πιθανή η παρουσία και άλλων 16). Επιπλέον, εδώ βρίσκουν καταφύγιο 200 είδη πουλιών, που διαχειμάζουν στην περιοχή, όπως βουτηχτάρια, πάπιες, γλάροι και φαλαρίδες. Έχουν παρατηρηθεί οι μεγαλύτεροι στην Ελλάδα αριθμοί από σκουφοβουτηχτάρια, κυνηγόπαπιες και τσικνόπαπιες, κραυγαετούς, ερωδιούς κ.ά. Τέλος, αποτελεί ένα σπάνιο οικοσύστημα με καλαμιώνες, υγρά λιβάδια, υδρόφιλα φυτά και δέντρα.
Η λίμνη Κορώνεια είναι ρηχή και μολυσμένη. Ανήκει στο δήμο Κορώνειας του νομού Θεσσαλονίκης και βρίσκεται πολύ κοντά στη λίμνη Βόλβη. Έχει περίμετρο 52 χμ. και κάποτε κάλυπτε 45.000 στρέμματα, ενώ το βάθος της έφτανε τα 12 μέτρα. Ανάλογα με τον τρόπο δημιουργίας, τη μορφολογία του πυθμένα και την τροφοδοσία της, η λίμνη χαρακτηρίζεται τεκτονικής προέλευσης. Έχει σκαφοειδές σχήμα και σχηματίστηκε από παραμορφώσεις του φλοιού της Γης. Πριν από κάποια χρόνια ήταν ένας υδροβιότοπος που έσφυζε από ζωντάνια, με σπάνια είδη ψαριών, φυτών και πουλιών. Ζούσαν 10 διαφορετικά είδη ψαριών και εύρισκαν καταφύγιο πολλά είδη πουλιών. Υπήρχε μια ισορροπία της χλωρίδας και της πανίδας της λίμνης. Η καταστροφή άρχισε σιγά-σιγά από τα τέλη του ’80. Η υπεράντληση των νερών (από τους αγρότες για τις καλλιέργειες τους και από τις γύρω βιομηχανίες που τότε υπήρχαν), η μείωση των βροχών και η αύξηση της θερμοκρασίας, είχαν ως αποτέλεσμα την πτώση της στάθμης των νερών της λίμνης. Ένας ακόμα παράγοντας που επέφερε το θάνατο της λίμνης γρηγορότερα ήταν τα τοξικά λύματα και τα απόβλητα που έπεφταν στη λίμνη. Έτσι η οικολογική καταστροφή ήταν πλέον αναπόφευκτη και δεν άργησε να συμβεί λίγα χρόνια αργότερα (2004), καθώς χιλιάδες πουλιά βρέθηκαν νεκρά στις όχθες της λίμνης. Ανάμεσα τους 250 αργυροπελεκάνοι, είδος παγκόσμια απειλούμενο. Λίγο μετά ήρθε η σειρά των ψαριών που κατά χιλιάδες έπλεαν νεκρά στην επιφάνεια και στις όχθες της λίμνης.
Λίμνη Ισμαρίδα και το σύμπλεγμα λιμνοθαλασσών Θράκης
Η λίμνη Ισμαρίδα ή Μητρικού είναι η μοναδική λίμνη γλυκού νερού στη Θράκη, νότια του νομού Ροδόπης, με έκταση περίπου 2.524 στρέμματα και μέσο βάθος 1,5 μέτρα. Βρίσκεται σε απόσταση 18 χλμ. από την Κομοτηνή και 3 χλμ. βόρεια του όρμου Ανοικτό, μεταξύ της λίμνης Βιστονίδας και του όρους Ίσμαρου Είναι ένας από τους πιο σημαντικούς τακτικούς σταθμούς στην Ελλάδα για διάφορα είδη πτηνών. Μεγάλο μέρος της καλύπτεται από νούφαρα και στο ΒΑ τμήμα της απλώνονται εκτεταμένοι καλαμώνες. Στα δυτικά της Ισμαρίδας υπάρχει ένα σύμπλεγμα υδροβιοτόπων, που το αποτελούν κυρίως οι λιμνοθάλασσες Έλος (ή Καρατζαλή), Πτελέα, Αλυκή (ή Μέση), Καρατζά (ή Αρωγή) και Ξηρολίμνη (ή Φαναριού). Τα συστήματα αυτά μαζί με τη λίμνη Βιστονίδα λειτουργούν ως ένα ενιαίο οικοσύστημα ιδιαίτερης οικολογικής αξίας, που παρουσιάζει πολύ πλούσια χλωρίδα (θαμνώδες εκτάσεις από αρμυρίκια, παρόχθια βλάστηση, ελόβια, λειμώνες κι επιπλέουσα βλάστηση) και πανίδα (θηλαστικά, ερπετά), με χαρακτηριστική την παρουσία σπάνιων πουλιών που απειλούνται με εξαφάνιση, όπως αργυροτσικνιά, χουλιαρομύτα, χαλκόκοτα και το μουστακογλάρονο. Η οικονομική προσφορά της λίμνης στην περιοχή είναι αξιόλογη, καθώς έχει αλιευτικό πλούτο και συνεισφέρει στη γεωργία και κτηνοτροφία.
Λίμνη Κερκίνη
Είναι τεχνητή λίμνη και βρίσκεται στο ΒΔ τμήμα του νομού Σερρών. Είναι ένας από τους ελληνικούς υδροβιότοπους διεθνούς σημασίας που προστατεύεται από τη σύμβαση Ramsar. Η λίμνη δημιουργήθηκε το 1932, με τη κατασκευή φράγματος στον ποταμό Στρυμόνα, κοντά στο χωριό Λιθότοπο. Η λίμνη δημιουργήθηκε για την ανάσχεση και συγκράτηση των πλημμυρών του Στρυμόνα, τη συγκράτηση των φερτών υλών και την άρδευση της πεδιάδας των Σερρών. Στη θέση που έγινε, υπήρχε μία μικρή λίμνη και έλη. Μια σειρά συνθηκών, που άλλες τεχνητές λίμνες δεν εκπληρώνουν, κάνουν τη λίμνη Κερκίνη ένα τόσο σημαντικό οικοσύστημα. Το μικρό σχετικό βάθος, οι ήπιες κλίσεις στο βόρειο και ΒΑ τμήμα της, η υψηλή παραγωγικότητα που οφείλεται στην περιοδική κατάκλυση με νερό και στον εμπλουτισμό της με θρεπτικά στοιχεία, η θέση της σε σχέση με τους διαδρόμους μετανάστευσης των πουλιών καθώς και η ύπαρξη παλαιότερα στον ίδιο τόπο μιας μεγάλης υδροβιοτοπικής έκτασης, είναι από τους παράγοντες που συνέλαβαν στη διατήρηση αυτού του πλούσιου υδροβιότοπου. Έχουν παρατηρηθεί τουλάχιστον 300 είδη πουλιών στη λίμνη και στα γύρω βουνά. Συνολικά 10 είδη πουλιών φωλιάζουν σε μικτές αποικίες στο παραποτάμιο δάσος, σε σημαντικούς αριθμούς. Τα είδη αυτά είναι: ο κορμοράνος, o λευκοτσικνιάς, ο αργυροτσικνιάς, ο πορφυροτσικνιάς, ο σταχτοτσικιάς, ο κρυπτοτσικνιάς, ο νυχτοκόρακας, η χουλιαρομύτα, η λαγγόνα και η χαλκόκοτα. Επίσης, το σκουφοβουτηχτάρι και το νανοβουτηχτάρι κατασκευάζουν επιπλέουσες φωλιές. Δύο είδη γλαρονιών (μουστακόγλαρο και μαυρογλάρονο) κατασκευάζουν τις φωλιές τους πάνω στα φύλλα των νούφαρων. Άλλα σημαντικά είδη είναι: ο μαυροπελαργός, ο λευκοπελεκάνος, ο πετρίτης, ο φιδαετός, ο κραυγαετός και ο θαλασσαετός.
Λίμνη Μικρή Πρέσπα
Στο ΒΔ άκρο της Ελλάδας, μέσα σε μια πελώρια βουνίσια αγκαλιά φυλάσσεται η ομορφιά της Μικρής και Μεγάλης Πρέσπας, δύο λίμνες που χωρίζονται από μια λωρίδα γης μήκους 4 χλμ. Η Μεγάλη Πρέσπα εκτείνεται ανάμεσα στην Ελλάδα, τη F.Y.R.O.M. και την Αλβανία, είναι η μεγαλύτερη λίμνη των Βαλκανίων, βρίσκεται σε υψόμετρο 853 μ. και έχει μέγιστο βάθος 50 μ. Καλύπτει έκταση 288 τ.χ., από τα οποία τα 37 ανήκουν στη χώρα μας. Η Μικρή Πρέσπα, ή Βρυγηίδα, σύμφωνα με την αρχαία ονομασία, με έκταση 44 τ.χ., ανήκει κυρίως στην Ελλάδα και ένα μικρό της τμήμα στην Αλβανία. Η πλούσια χλωρίδα και πανίδα του τόπου, η εντυπωσιακή βιοποικιλότητά του είχαν ως αποτέλεσμα να ανακηρυχθεί η περιοχή ως Εθνικός Δρυμός από το 1974. Μάλιστα, τα παραλίμνια χωριά Ψαράδες και Άγιος Γερμανός αποτελούν προστατευόμενους παραδοσιακούς οικισμούς του Δρυμού. Η Μικρή Πρέσπα είναι ένας μοναδικός υδροβιότοπος, που προστατεύεται από τη σύμβαση Ramsar και ένας από τους 11 ελληνικούς υδροβιότοπους διεθνούς σημασίας. Στο δάσος που την περιβάλλει και στους καλαμώνες του Δρυμού υπολογίζεται ότι υπάρχουν πάνω από 1.300 είδη φυτών, όπως βελανιδιές, οξιές, σημύδες αλλά και δέντρα μοναδικά στον ελληνικό χώρο, όπως η κενταύρια Πρέσπα και το δάσος αρκεύθου, καθώς και μια συστάδα υπεραιωνόβιων βουνοκυπάρισσων. Υπάρχουν και 15 είδη ψαριών, 11 είδη αμφιβίων, 40 θηλαστικών και 260 είδη πτηνών. Όσον αφορά στην πτηνοπανίδα σημαντικότερη θεωρείται η παρουσία των πελεκάνων και συγκεκριμένα του αργυροπελεκάνου, που θεωρείται αρκετά παγκοσμίως είδος υπό εξαφάνιση (1.000 ζεύγη έχουν απομείνει σ’ όλο τον κόσμο, από τα οποία 150 ζουν στη περιοχή). Επίσης θα συναντήσετε ερωδιούς, κορμοράνους, χήνες, αρπακτικά, όπως σταυραετούς, χρυσαετούς, φιδαετούς, πετρίτες, αρκετά είδη βατράχων και φρύνων. Το νησί που υπάρχει στο κέντρο της, ο Άγιος Αχίλλειος, με τους περίπου 20 κατοίκους, είναι περισσότερο γνωστό για την υπέροχη βασιλική του 10ου αιώνα, χτισμένη από τον τσάρο Σαμουήλ. Το νησί ήταν για μικρό χρονικό διάστημα πρωτεύουσα του Βουλγαρικού Βασιλείου. Εδώ και χρόνια αποτελεί το κέντρο των εκδηλώσεων «Πρέσπεια», με σημαντικές συναυλίες.
Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου
Είναι η μεγαλύτερη λιμνοθάλασσα της Ελλάδας και αποτελεί ένα άβαθο μέρος της θάλασσας από τις προσχώσεις του Αχελώου. Πρόκειται για μια παραθαλάσσια λίμνη, πριν από το Μεσολόγγι, με θαλάσσιο νερό που εκτείνεται από την Άκρα Μπαμπακούλα, στις εκβολές του Εύηνου, μέχρι τους πρόποδες του όρους Κατσιλάρη προς το Ιόνιο Πέλαγος και σε βάθος μέχρι του ιχθυοτροφείου του Αιτωλικού. Χωρίζεται από την ανοικτή θάλασσα του Πατραϊκού Κόλπου από ένα παράκτιο διάζωμα, ύψους μέχρι 80 εκατοστά, που δημιούργησαν οι προσχώσεις των ποταμών Εύηνου και Αχελώου. Έχει μέγιστο μήκος περίπου 27.300 μ. και μέγιστο πλάτος 14.800 μ. Το μεγαλύτερο βάθος της φτάνει τα 5-6 μ., αλλά το μεγαλύτερο μέρος της έχει βάθος που δεν ξεπερνάει το μισό μέτρο. Κοντά στις ακτές το βάθος φτάνει τα 10 εκ. και γι’ αυτό είναι πρόσφορος τόπος για αλυκές. Περίφημο είναι το αβγοτάραχό της που βγαίνει από ένα είδος κεφαλόπουλου που λέγεται μπάφα. Ο Στράβωνας την ονόμαζε Κυνία λίμνη. Το 1930 ξεκίνησαν τα πρώτα έργα εκβάθυνσης με βυθοκόρους και ανοίχθηκε δίαυλος από την ανοικτή θάλασσα μεταξύ Τουρλίδας και Βασιλάδι μήκους 6 χλμ., πλάτους 50 μ. και μέσου βάθους περίπου 4,80 μ. Ο δίαυλος αυτός καταλήγει στη κυρίως λεκάνη της λιμνοθάλασσας που παρουσιάζει ρομβοειδές σχήμα με μήκος πλευράς 300 μ. και βάθος το αυτό του διαύλου. Μέσα στη λιμνοθάλασσα υπάρχουν οκτώ ιστορικά νησάκια που τα περισσότερα αναφέρονται στην ιστορία της πολιορκίας του Μεσολογγίου κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, όπου αναδείχθηκαν τόποι ηρωισμών. Αυτές είναι: το Βασιλάδι, η Θολή, η Κλείσοβα, το Κόμμα, η Μαρμαρού, η Πλώσταινα, ο Προκοπάνιστος και ο Σχοινιάς. Η λιμνοθάλασσα προστατεύεται από την γνωστή συνθήκη Ramsar και αποτελεί περιβαλλοντικό πάρκο και οικοσύστημα. Κοντά στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου βρίσκεται και η λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού.
Λιμνοθάλασσα Κοτύχι και δάσος Στροφυλιάς
Ο υδροβιότοπος αυτός βρίσκεται στο νομό Ηλείας, ΒΑ της κωμόπολης των Λεχαινών κι επικοινωνεί με το Ιόνιο πέλαγος διαμέσου μικρού σχετικά ανοίγματος, πλάτους περίπου 8 μέτρων. Εξαιτίας της επικοινωνίας με τη θάλασσα το νερό είναι υφάλμυρο. Το μεγαλύτερο βάθος της λιμνοθάλασσας είναι περίπου 40 εκατοστά και το μικρότερο 30 εκατοστά. Το Κοτύχι υδροδοτείται κυρίως από ρέματα που χύνονται στη νότια και ανατολική πλευρά της λιμνοθάλασσας. Στην υδροδότηση της λιμνοθάλασσας συμβάλλουν επίσης και οι βροχοπτώσεις. Το παραθαλάσσιο δάσος της Στροφυλιάς βρίσκεται βόρεια της λιμνοθάλασσας και σε απόσταση 1.000 περίπου μέτρων από τον πυρήνα της. Η λίμνη μαζί με τις λιμνοθάλασσες του Προκόπου, τη λίμνη-έλος Λάμια και του Πάπα (Καλόγριας) προστατεύεται από τη σύμβαση Ramsar. Στη λιμνοθάλασσα Κοτύχι βρίσκουν καταφύγιο και τροφή πολλές αγριόπαπιες αλλά και παρυδάτια πουλιά όπως βουτηχτάρια, νανογλάρονα, τσικνιάδες, φαλαρίδες, αλκυόνες. Η ιχθυοπανίδα της λιμνοθάλασσας αποτελείται από λαβράκια (Dicentrarchus labrax), κέφαλους (Mugil cephalus), τσιπούρες (Sparus auratus) και χέλια (Anguilla anguilla). Το Κοτύχι είναι σημαντικός τόπος ξεκούρασης για πολλά αποδημητικά πουλιά, όπως Ερωδιοί, Χαλκόκοτες, Χελιδόνια, Τσαλαπετεινοί, Γεράκια, Τρυγόνια, Γλαρόνια κ.ά. H μακροχλωριδική σύνθεση της περιοχής περιλαμβάνει τα εξής αντιπροσωπευτικά είδη: αλμυρίκι, άγρια σπανάκια, ήμερος φλωμός, αλειχηνόχορτο, βούρλο, κρίνος της θάλασσας, άσπρος κρίνος, αγριοκάλαμος, καλαμίθι, μαχαιρίδα, ξιφάρα, λάχαρι, αλμυρίκι, κρίθμος, καλιά, θαλασσόχορτο και βρίγκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου