26 Νοε 2011

Η μυστηριώδης πόλη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Πέτρα είναι μια αρχαία και ιστορική πόλη στο Ma’an της Ιορδανίας, διάσημη για τη βραχώδη αρχιτεκτονική της και το υδρευτικό της σύστημα μέσω αγωγών. Είναι ένα σύμβολο της Ιορδανίας και το τουριστικό αξιοθέατό της με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα. Βρίσκεται στην πλαγιά του βουνού Ωρ, σε μια κοιλάδα ανάμεσα στα βουνά που σχηματίζουν την ανατολική πλευρά της Αραμπά (Wadi Araba), την επιμήκη κοιλάδα που εκτείνεται από τη Νεκρά Θάλασσα μέχρι τον Κόλπο της Άκαμπα. Η θέση της παρέμενε άγνωστη στον Δυτικό κόσμο μέχρι το 1812, όταν ανακαλύφθηκε από τον Ελβετό εξερευνητή Johann Ludwig Burckhardt.

Η ΠΕΤΡΑ
Στα βουνά του Εδώμ, στην πέτρινη ερημιά, όχι μακριά από την αμμώδη έρημο, εκεί που η Αραβία γειτονεύει με τον μεσογειακό κόσμο, μια πόλη-φρούριο κρύβεται μέσα στους βράχους. Οι Εβραίοι την ονόμαζαν Σελά (Βράχος), οι Έλληνες την ονομάζουν Πέτρα και οι Άραβες Al-Batrā. Είναι χτισμένη μέσα σ’ αυτό το φαράγγι και συμπιέζεται από δυτικά και ανατολικά ανάμεσα στα ψηλά ψαμμιτικά τοιχώματα που φτάνουν μέχρι τα 60 ή 70 μέτρα. Από βορρά και νότο το φαράγγι κλείνουν απότομοι λόφοι που δεν τους διασχίζουν παρά μόνο μερικά στενά περάσματα. Η Πέτρα, 90 χιλιόμετρα νότια της Νεκράς Θάλασσας, που την περιέβαλλαν πανύψηλα βράχια και υδρευόταν από ένα μόνιμο ρεύμα, δεν είχε μόνο τα πλεονεκτήματα ενός φρουρίου, αλλά έλεγχε τους κύριους εμπορικούς δρόμους των καραβανιών που συνέδεαν την Αραβία και την Ερυθρά Θάλασσα με τη Συρία. Περνούσαν μέσα από αυτήν και οδηγούσαν προς τη Γάζα στα δυτικά, προς τη Μπόσρα και τη Δαμασκό στα βόρεια, προς την Άκαμπα στην Ερυθρά Θάλασσα, και μέσα από την έρημο προς τον Περσικό Κόλπο. Τα αρωματικά φυτά, η σμύρνα, η άσφαλτος περνούσαν από εκεί. Τα λιμάνια του Κόλπου της Άκαμπα, ακόμα και αυτά της Μεσογείου, εξαρτιόνταν από το εμπόριό της. Η μεγαλοπρέπεια των τάφων το μαρτυρεί.
Οι κατοικίες και τα δημόσια κτίρια ήταν σκαμμένα στις πετρώδεις κάθετες πλαγιές, και μερικές φορές σε πολύ μεγάλα ύψη. Η συνήθεια αυτή φαίνεται να φτάνει μέχρι την απώτατη αρχαιότητα, επειδή οι αρχαίοι κάτοικοι της χώρας, πριν τους Εδωμίτες, ονομάζονταν Χορραίοι, δηλαδή «τρωγλοδύτες». Η όψη των βράχων έχει πελεκηθεί με συμμετρία και κανονικότητα. Βλέπει κανείς εκεί κολόνες, διαδρόμους, σκάλες ανοιγμένες στο βράχο και πολυάριθμα σπήλαια, όλων των διαστάσεων, που χρησίμευαν ως κατοικίες ή ως τάφοι. Ένα από τα σπήλαια αυτά έχει μήκος 20 μέτρα και ανάλογο πλάτος. Συναντάμε ανασκαφές ύψους 10 μέτρων, με βωμούς, πυραμίδες, στήλες και οβελίσκους. Πολυάριθμες αίθουσες έχουν ανοιχθεί μέσα στην πέτρα. Οι είσοδοι έχουν εξωραϊστεί με ό,τι πιο πλούσιο, ποικίλο και πρωτότυπο μπορούσε να παρουσιάσει ο αρχιτέκτονας.

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
Η τοποθεσία είναι κάτι το ασύλληπτο. Η Ιδουμαία, η χώρα των Εδωμιτών, είναι ένα οροπέδιο που το κόβει μια επιμήκης κοιλάδα από το βορρά μέχρι το νότο, από τη Νεκρά Θάλασσα μέχρι την Ερυθρά. Οι οροσειρές που πλαισιώνουν την κοιλάδα, από ανατολικά και δυτικά, αποτελούνται από γρανιτικούς όγκους, από πορφυρίτη και από ποικιλόχρωμους ψαμμόλιθους. Η δυτική οροσειρά εμφανίζει πλαγιές σχεδόν κατακόρυφες, με βαθιές χαράδρες. Η ανατολική έχει λιγότερο απόκρημνη πρόσβαση, αλλά κι αυτής η φύση είναι τέτοια που παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες. Οι βραχώδεις πλαγιές κατεβαίνουν απότομα σαν πελεκημένες, προς ένα βαθύ ίσωμα, που την εποχή της μεγάλης ακμής (2ος π.Χ.-1ος μ.Χ. αιώνας) είδε να χτίζονται τα πιο σημαντικά οικοδομήματα της πόλης: υπαίθριοι ναοί, ιερές πυραμίδες, ανάκτορα, θέρμες, ακρόπολη, αγορά.
Αν και στην αρχαιότητα μπορούσε κάποιος να προσεγγίσει την Πέτρα από το Νότο, από ένα μονοπάτι που οδηγούσε γύρω από το Jabal Haroun (Βουνό του Ααρών), μέσα από την πεδιάδα της Πέτρας, ή ίσως από το ψηλό οροπέδιο προς το Βορρά, οι περισσότεροι σύγχρονοι επισκέπτες προσεγγίζουν την τοποθεσία από την Ανατολή. Μετά την εντυπωσιακή είσοδο, ο κυριότερος δρόμος που οδηγεί στην πόλη ασκεί κάποια γοητεία. Πάνω από χοντρές πέτρες, που άλλοτε ήταν επιστρωμένες με πλάκες, εισχωρεί κανείς μέσα στο βουνό με τα πόδια ή πάνω σε ζώο, σ’ ένα στενό φαράγγι (μήκους 1,5 χιλιομέτρου). Όσο προχωράει η κατηφοριά, τα πέτρινα τείχη γίνονται πιο απότομα και το φαράγγι σκοτεινό και πιο στενό (σε μερικά σημεία είναι 3-4 μέτρα). Το φαράγγι αυτό ή Siq (φρεάτιο) είναι μια φυσική γεωλογική κατασκευή, που σχηματίζεται από μια βαθιά ρωγμή στους ψαμμιτικούς βράχους. Ονομάζεται Φαράγγι του Μωυσή (Wadi Musa) και είναι ένα βαθύ και στενό πέρασμα, με ολόισα τοιχώματα που συχνά συγκλίνουν και κρύβουν σε μερικές περιπτώσεις τον ουρανό. Δεν πάνε πολλά χρόνια, που μια ομάδα περιηγητών καταλήφθηκε εκεί μέσα από μια ξαφνική και βίαιη θύελλα, με αποτέλεσμα να σαρωθεί αμείλικτα από τους υδάτινους καταρράκτες. Ο θάνατος τους βρήκε μέσα σ’ αυτό το φαράγγι, που αν και φέρει το όνομα του Μωυσή, αυτός, καθώς κατευθυνόταν στη Γη της Υπόσχεσης, δεν πέρασε από εκεί μέσα τον λαό Ισραήλ. Τέλος οι βράχοι παίρνουν ένα φωτεινό ρόδινο χρώμα, οι κάθετες πλαγιές απομακρύνονται και στο τέλος του στενού φαραγγιού ξεπροβάλλει ένας διώροφος ναός από κοκκινωπή πέτρα, το Aλ Χάζνε.

ΑΛ ΧΑΖΝΕ
Το Aλ Χάζνε (γνωστό ως «το θησαυροφυλάκιο»), είναι το πιο περίτεχνο από τα ερείπια της Πέτρας, λαξεμένο στον ψαμμιτικό βράχο. Είναι ένα μνημείο ταφικό, σφηνωμένο στον βράχο, με πλούσια διακοσμημένη πρόσοψη. Το μνημείο χάνει σε μεγαλοπρέπεια μέσα σ’ αυτό το επιβλητικό πλαίσιο, αλλά κερδίζει σε χάρη. Μερικές τούφες από χόρτα, πάνω από το αμμώδες έδαφος, κάνουν αντίθεση με τα χρώματα των βράχων. Μια εκλεπτυσμένη ομορφιά, στην καρδιά αυτών των άγριων βουνών της Ιδουμαίας. Η πύλη του, διακοσμημένη με ανάγλυφες παραστάσεις, αποτελείται από έξι κίονες κορινθιακού ρυθμού. Το διάζωμα και το αέτωμα κοσμούνται και αυτά με παραστάσεις, ενώ στο ανώτερο τμήμα δεσπόζει το σύμβολο της θεάς Ίσιδας, ένας δίσκος ανάμεσα σε δυο κέρατα δαμάλας. Στο δεύτερο πάτωμα ορθώνεται ένας κυκλικός πυργίσκος (ένα είδος ροτόντας), ο οποίος περιβάλλεται από κολόνες, με μια υδρία στην κορυφή του. Στην μπροστινή πλευρά του υπάρχει η αναπαράσταση της Ίσιδας, ενώ στα δυο πλάγια ένα αέτωμα, που στηρίζεται σε κολόνες, αφήνει να φαίνονται στα ενδιάμεσα οι ανάγλυφες φιγούρες δύο Αμαζόνων. Στο εσωτερικό υπάρχει ένα αρκετά ευρύχωρο δωμάτιο, όπου πολύ πιθανόν τελούνταν οι ιεροτελεστίες προς τιμή της Ίσιδας.
Οι άνθρωποι των μακρινών εκείνων χρόνων τιμούσαν περισσότερο τους νεκρούς, παρά τους ζωντανούς. Με τη λεπτή, αλλά και σοβαρή κατασκευή του τιμάει τη μνήμη κάποιου βασιλιά, του μεγαλύτερου βέβαια από τους Ναβαταίους, του Αρέτα Δ', που η κυριαρχία του απλωνόταν, προς βορρά, μέχρι τη Δαμασκό. Ο απόστολος Παύλος όταν εξιστορεί τα όσα υπέφερε χάρη του Ευαγγελίου, αναφέρει την παραμονή του στην πόλη αυτή, με τα εξής λόγια: «Στη Δαμασκό, ο εθνάρχης του βασιλιά Αρέτα φρουρούσε την πόλη των Δαμασκηνών, θέλοντας να με πιάσει» (Β' Κορινθίους 11:32). Μετά από δύο χρόνια, στο 36 μ.Χ., ο Αρέτας βαριά προσβεβλημένος από τον Τετράρχη Ηρώδη, που είχε αποπέμψει την κόρη του για να παντρευτεί την Ηρωδιάδα, τον πολέμησε και τον νίκησε κατά κράτος.

ΑΛ ΝΤΕΪΡ
Η πιο εντυπωσιακή κατασκευή και το μεγαλύτερο μνημείο της Πέτρας είναι το Αλ Ντέιρ (το Μοναστήρι). Χρονολογείται από τον 1ο αιώνα π.Χ., έχει μήκος 50 μέτρα και ύψος 42 μέτρα, και είναι σκαμμένο πάνω σ’ ένα βράχο, στην κορυφή ενός βουνού. Οι επιστήμονες υποθέτουν ότι ήταν αρχικά ναός, αφιερωμένος στον Obodas Α' και πιστεύεται ότι είναι το συμπόσιο του θεού Obodas. Η πληροφορία αυτή είναι χαραγμένη στα ερείπια του Al Deir. Αργότερα όμως χρησιμοποιήθηκε σαν χριστιανική εκκλησία, όπως μαρτυρούν οι σταυροί που είναι χαραγμένοι στους τοίχους.
Στα πρώτα αυτά αρχαία κτίσματα, προστέθηκαν πολλά άλλα κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Ανάμεσα σ’ αυτά βρίσκεται κι ένα τεράστιο θέατρο που λαξεύτηκε μέσα στην πλαγιά του λόφου και μέσα σε μερικούς από τους τάφους κατά τη διάρκεια της κατασκευής του. Σχεδόν γύρω από αυτό στις τρεις πλευρές του υπάρχουν ορεινοί τοίχοι χρώματος ροζ, που χωρίζονται σε ομάδες από βαθιές ρωγμές, και πλαισιωμένες με ρόζους κομμένους από τον βράχο με τη μορφή πύργων. Βρίσκεται λίγο πιο πέρα από το Aλ Χάζνε, στους πρόποδες του όρους που λέγεται en-Nejr και είναι έτσι τοποθετημένο ώστε οι θεατές να μπορούν να βλέπουν όσο πιο πολλούς από τους κοντινούς τάφους. Υπάρχει κι ένας δρόμος με κιονοστοιχίες και από τις δύο πλευρές, καθώς και ένας ναός, το μοναδικό οικοδόμημα της Πέτρας που δεν σκαλίστηκε μέσα στον βράχο και διασώζεται σε καλή κατάσταση μέχρι σήμερα. Στο σημείο όπου η κοιλάδα απλώνεται στην πεδιάδα, η θέση της πόλης αποκαλύπτεται με εντυπωσιακή δύναμη.

ΙΣΤΟΡΙΑ
Τα υπάρχοντα στοιχεία δείχνουν ότι εποικισμοί είχαν αρχίσει μέσα και γύρω από την Πέτρα κατά τη 18η Δυναστεία της Αιγύπτου (1550-1292 π.Χ.). Απαριθμούνται στις αναφορές αιγυπτιακών εκστρατειών και στις επιστολές της Αμάρνα[1] ως Πελ, Σελά ή Σηείρ. Αν και η πόλη ιδρύθηκε σχετικά αργά, υπήρχε εκεί ένα ιερό από πολύ αρχαίους καιρούς. Οι σταθμοί 19 μέχρι 26, που αναφέρονται στον κατάλογο των σταθμών που έκαναν οι Ισραηλίτες μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο, είναι μέρη που σχετίζονται με την Πέτρα (Αριθμοί 33:1-49). Αυτό το τμήμα της χώρας ήταν σύμφωνα με τη Βίβλο δοσμένο στους Χορραίους, τους προκάτοχους των Εδωμιτών (Γένεση 14:6, 36:20–30, Δευτερονόμιο 2:12). Τα έθιμα των αρχικών κατοίκων ίσως επηρέασαν τα έθιμα των Ναβαταίων σχετικά με το θάψιμο των νεκρών και την προσφορά λατρείας σε μισό-ανεσκαμμένες σπηλιές. Αν και η Πέτρα συνήθως ταυτίζεται με τη Σελά, η Βίβλος (Κριτές 1:36; Ησαΐας 16:1, 42:11; Αβδιού 3) αναφέρεται σ’ αυτήν ως «η σχισμή μέσα στον βράχο», μια αναφορά για την είσοδό της. Το Β' Βασιλέων 14:7 φαίνεται να είναι πιο συγκεκριμένο. Στο παράλληλο εδάφιο, όμως, Σελά θεωρείται ότι σημαίνει απλά «ο βράχος» (Β' Χρονικών 25:11-12, δες LXX).
Με την εξουσία του Ιώσηπου (Αρχαιότητες των Εβραίων iv. 7, 1~ 4, 7), ο Ευσέβιος και ο Ιερώνυμος (Onom. sacr. 286, 71. 145, 9; 228, 55. 287, 94) υποστηρίζουν ότι Rekem ήταν το ντόπιο όνομα και η Rekem εμφανίζεται στα χειρόγραφα της Νεκράς Θαλάσσης σαν μια σημαντική τοποθεσία του Εδώμ πολύ κοντά που περιγράφει την Πέτρα και σχετίζεται με το Όρος Σηείρ. Αλλά στις Αραμαϊκές εκδόσεις Rekem είναι το όνομα της Καντές, κάτι που δείχνει ότι ο Ιώσηπος μπέρδεψε τις δύο τοποθεσίες. Μερικές φορές οι Αραμαϊκές εκδόσεις δίνουν τον τύπο Rekem-Geya, που μας θυμίζει το όνομα του χωριού El-ji, ΝΑ της Πέτρας. Το σημιτικό όνομα της πόλης, αν δεν είναι Σελά, τότε παραμένει άγνωστο. Η περικοπή στον Διόδωρο Σικελιώτη (xix. 94-97) που περιγράφει τις εκστρατείες που έκανε ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος (382-301 π.Χ.) κατά των Ναβαταίων το 312 π.Χ., θεωρείται ότι ρίχνει λίγο φως στην ιστορία της Πέτρας, αλλά η λέξη «πέτρα» στην οποία αναφέρεται σαν ένα φυσικό φρούριο και σαν τόπος καταφυγής, δεν μπορεί να είναι ένα κύριο όνομα και η περιγραφεί υποδηλώνει ότι η πόλη δεν υπήρχε ακόμα.
Το όνομα Rekem ήταν χαραγμένο στον βραχώδη τοίχο του Wadi Musa απέναντι από την είσοδο στο Siq, αλλά πριν από 20 σχεδόν χρόνια οι Ιορδανοί έχτισαν μια γέφυρα πάνω από το φαράγγι και η επιγραφή θάφτηκε κάτω από τόνους τσιμέντου.

ΟΙ ΕΔΩΜΙΤΕΣ
Οι απόγονοι του Ησαύ, αδελφού του Ιακώβ, έζησαν εκεί επί αιώνες. Αν και ήταν συγγενείς εξ αίματος με τον Ιακώβ, ο οποίος και τους θεωρούσε αδελφούς, όταν οι Εβραίοι πλησίαζαν να φτάσουν στη Χαναάν, οι Εδωμίτες τους φέρθηκαν εχθρικά. Ίσως γιατί αναλογίζονταν το προνόμιο που ο Ιακώβ με τέχνασμα πήρε από τον πατέρα του και μνησικακούσαν εξαιτίας της θεϊκής υπόσχεσης προς αυτόν. Όταν ο Μωυσής έφτασε στα σύνορα της χώρας τους μαζί με ολόκληρο το λαό του, ζήτησε από τον βασιλιά τους την άδεια να διασχίσει τη χώρα: «Ας περάσουμε, παρακαλώ, μέσα από τη γη σου. Δεν θα περάσουμε μέσα από τα χωράφια ή μέσα από τους αμπελώνες ούτε θα πιούμε νερό από τα πηγάδια. Θα περάσουμε μέσα από τον βασιλικό δρόμο. Δεν θα παρεκκλίνουμε δεξιά ή αριστερά, μέχρις ότου περάσουμε από τα όριά σου». «Δεν θα περάσεις μέσα από τη γη μου», του απάντησε βάναυσα ο βασιλιάς, «ειδεμή, θα βγω με μάχαιρα σε συνάντησή σου» (Αριθμοί 20:17-18).
Αιώνες κύλησαν από τότε. Ο Ισραήλ θέλησε να έχει βασιλιά, όπως και οι άλλοι γειτονικοί λαοί. Η άσκηση της βασιλείας του Θεού πάνω του, εξουσία αόρατη, θαυμαστή, δεν του αρκεί. Εκλέγεται ο Σαούλ, ένας γενναίος πολεμιστής, που κατανικά τους Εδωμίτες.
Ο Δαβίδ, ο διάδοχός του, τους υποτάσσει. Αλλά η διαίρεση του Ισραήλ σε δυο βασίλεια αποκαθιστά την επιρροή τους. Από τη μια συμμαχούν με τον Ιούδα κατά του Μωάβ, από την άλλη όμως επαναστατούν εναντίον του. Κατανικούνται και τιμωρούνται σκληρά. Ο προφήτης Αβδιού το εξαγγέλλει στο βιβλίο του: «Έτσι λέει ο ΚΥΡΙΟΣ ο Θεός για τον Εδώμ... Η υπερηφάνεια της καρδιάς σου σε απάτησε, εσένα που κατοικείς στα κοιλώματα των γκρεμών, του οποίου η κατοικία είναι ψηλή, που στην καρδιά σου λες: Ποιος θα με κατεβάσει στη γη; Αν σταθείς μετέωρος σαν τον αετό, κι αν βάλεις τη φωλιά σου ανάμεσα στα αστέρια, κι από εκεί θα σε κατεβάσω, λέει ο ΚΥΡΙΟΣ» (1, 3-4).
Η εξολόθρευση των Εδωμιτών από τον βασιλιά του Ιούδα, Αμασία, και η άλωση της πρωτεύουσας τους Σελά, που θεωρείτο απόρθητη, δεν τερματίζει τη μακρά αυτή ιστορία. Με τη σειρά του ο Ιούδας απιστεί στον Θεό, οπότε οι Εδωμίτες, έγιναν όργανο της θείας οργής. Κατανικούν τον περιούσιο λαό και απαγάγουν αιχμαλώτους (Β' Χρονικών 28:17).
Η αυστηρότητα του Ιεζεκιήλ απέναντι στους Εδωμίτες είναι δίκαιη: «Επειδή δεν μίσησες το αίμα, αίμα λοιπόν θα σε καταδιώκει και θα παραδώσω σε ολοκληρωτική ερήμωση το βουνό Σηείρ (την Ιδουμαία)» (Ιεζεκιήλ 35:6-7). Αλλά μετατρέπεται σε υπόσχεση: «Και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο ΚΥΡΙΟΣ» (Ιεζεκιήλ 35:9). «Ας ψάλλουν οι κάτοικοι της Σελά (Πέτρας)» (Ησαΐας 42:11), λέει η Βίβλος.
Αφού εγκατέλειψαν τα βουνά τους για να εγκατασταθούν στη γη του Ιούδα, που οι κάτοικοί της είχαν μεταφερθεί αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα, οι Εδωμίτες ήταν επόμενο να συγκρουστούν με τον Ιούδα. Όσοι Εδωμίτες έμειναν στην Πέτρα, έμελλε να διωχθούν από τους Ναβαταίους Άραβες. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23-79 μ.Χ.) και άλλοι συγγραφείς λένε ότι η Πέτρα έγινε η πρωτεύουσα των Ναβαταίων, περίπου τον 6ο αιώνα π.Χ. και το κέντρο του εμπορίου τους.

ΟΙ ΝΑΒΑΤΑΙΟΙ
Δεν είναι γνωστό πότε έγινε η εγκατάσταση των Ναβαταίων στην περιοχή, αλλά δεν προχωράει πέρα από τον 6ο αιώνα π.Χ. Πιο ικανοποιητικά στοιχεία για την ημερομηνία της πρώιμης εγκατάστασης των Ναβαταίων μπορούμε να αποκτήσουμε από μια εξέταση των τάφων. Κατά τον 19ο αιώνα άρχισαν οι πρώτες αρχαιολογικές ανασκαφές, οι οποίες, αν και δεν ήταν συγκροτημένες έφεραν στο φως ένα μεγαλειώδες συγκρότημα τάφων σκαμμένων στο βράχο. Οι τάφοι αυτοί φρουρούν την είσοδο του φαραγγιού, με πυλώνες που αποτελούν επιβλητικά ογκώδη μνημεία. Εκεί απαντάται η πιο μεγάλη νεκρόπολη. Ανάμεσα στους τάφους ξεχωρίζουν δυο τύποι: ο λεγόμενος Ανακτορικός και ο Κορινθιακός. Ο πρώτος τύπος, με πλατιά πρόσοψη, είναι διαμορφωμένος σε τρία επίπεδα. Αρχίζει από έναν απλό τάφο με τέσσερις πόρτες στην είσοδο, που στην κορυφή του έχει ένα στηθαίο κόσμημα, απομίμηση της πρόσοψης μιας κατοικίας. Μετά, αφού περάσουν μέσα από διάφορα επίπεδα, φτάνουμε στον πλήρη ναβαταιικό τύπο, που διατηρεί όλα τα ντόπια στοιχεία και συγχρόνως περιβάλλεται από παραστάσεις που χάραξαν οι Ναβαταίοι, στις οποίες συγχωνεύονται, με μια τεχνοτροπία μοναδική, στοιχεία ελληνικά, αιγυπτιακά και ασσυριακά. Πάνω στις παραστάδες αυτές στηρίζεται ένα τοξωτό αέτωμα, ενώ 18 κίονες σμιλεμένοι στον βράχο δίνουν ακριβώς την εντύπωση του ανακτόρου. Στον τύπο αυτόν υπάρχουν αντιστοιχίες με τους τάφους-πύργους στο el-I~ejr στη βόρεια Αραβία, που φέρουν μακριές επιγραφές στη γλώσσα των Ναβαταίων και δίνουν μια ημερομηνία για τα αντίστοιχα μνημεία στην Πέτρα. Μετά έρχεται μια σειρά από προσόψεις τάφων που τερματίζουν σε μια ημικυκλική αψίδα, ένα χαρακτηριστικό που προέρχεται από τη βόρεια Συρία. Ο δεύτερος τάφος, περίπου της ίδιας κατασκευής, κοσμείται με κίονες κορινθιακού ρυθμού, και οι περίτεχνες προσόψεις του έχουν αντιγραφεί από την πρόσοψη ενός ρωμαϊκού ναού. Όμως, όλα τα ίχνη ντόπιας τεχνοτροπίας έχουν εξαφανιστεί. Οι ακριβείς ημερομηνίες για τα επίπεδα σ’ αυτήν την εξέλιξη δεν μπορούν να καθοριστούν. Μερικές επιγραφές διαφόρων μεγεθών βρέθηκαν στην Πέτρα, πιθανόν επειδή χάθηκαν με τον στόκο ή το τσιμέντο που χρησιμοποιήθηκε πάνω σε πολλά από τα κτίρια. Οι απλοί τάφοι με τις πύλες, που ανήκουν στην προ-ελληνιστική εποχή, βοηθούν σαν απόδειξη για την πρώιμη περίοδο.
Ακολουθεί μια περίοδος όπου ο κυρίαρχος πολιτισμός συνδυάζει ελληνικά, αιγυπτιακά και συριακά στοιχεία, που υποδεικνύουν καθαρά την εποχή των Πτολεμαίων. Προς το τέλος του 2ου αιώνα π.Χ., όταν τα βασίλεια των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών είχαν και τα δύο οικονομική ύφεση, το βασίλειο των Ναβαταίων ήρθε στο προσκήνιο. Υπό τον Αρέτα Γ' τον Φιλέλληνα (π. 85-60 π.Χ.), άρχισαν τα βασιλικά νομίσματα. Το θέατρο ήρθε στο φως πιθανόν την εποχή εκείνη, και η Πέτρα πρέπει να πήρε την όψη μιας ελληνιστικής πόλης. Κατά τη βασιλεία του Αρέτα Δ' του Φιλόπατρι (9 π.Χ.-40 μ.Χ.), πρέπει να χρονολογούνται οι όμορφοι τάφοι του τύπου el-I~ejr, και πιθανόν το μεγάλο ύψωμα.
Επειδή οι κατασκευές αδυνάτησαν με τα χρόνια, πολλοί από τους τάφους έγιναν εύκολη λεία στους κλέφτες, και πολλοί θησαυροί κλάπηκαν. Το 1929, μια τετραμελής ομάδα, αποτελούμενη από τους Βρετανούς αρχαιολόγους Agnes Conway (1885–1950) και George Horsfield (1882-1956), τον γιατρό και ειδικό στη λαογραφία Dr Tawfiq Canaan (1882-1964) και τον Dr Ditlef Nielsen, ένα Δανό μελετητή, έκαναν ανασκαφές και χαρτογράφησαν την Πέτρα.
Οι ανασκαφές έδειξαν ότι η ικανότητα των Ναβαταίων στο να ελέγχουν τον εφοδιασμό του νερού ήταν αυτή που οδήγησε στην άνοδο αυτής της πόλης της ερήμου, δημιουργώντας έτσι μια τεχνητή όαση. Την περιοχή επισκέπτονται γρήγορες πλημμύρες που δημιουργούνται από δυνατές βροχές και αρχαιολογικές μαρτυρίες δείχνουν ότι οι Ναβαταίοι έλεγχαν αυτές τις πλημμύρες με τη χρήση υδατοφρακτών, δεξαμενών και υδάτινων αγωγών. Με τον τρόπο αυτόν αποθήκευαν νερό για περιόδους παρατεταμένης ξηρασίας και έδιναν τη δυνατότητα στην πόλη να ευημερεί με την πώληση νερού.

ΡΩΜΑΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Το 106 μ.Χ., όταν ο Κορνήλιος Πάλμα ήταν κυβερνήτης της Συρίας, αυτό το τμήμα της Αραβίας υπό τη διοίκηση της Πέτρας απορροφήθηκε στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ως τμήμα της Πετραίας Αραβίας (106-390),[2] που έγινε πρωτεύουσα. Η ντόπια δυναστεία τελείωσε, αλλά η πόλη συνέχισε να ανθεί. Έναν αιώνα αργότερα, την εποχή του Αλέξανδρου Σεβήρου (208-235), όταν η πόλη βρισκόταν στο απόγειο της δόξας της, το θέμα της νομισματοκοπίας τέλειωσε. Δεν υπάρχει πλέον χτίσιμο πολυτελών τάφων, που οφείλεται προφανώς σε κάποια ξαφνική καταστροφή, όπως μια εισβολή από τη νέο-Περσική δύναμη υπό την αυτοκρατορία των Σασσανιδών (224-651).[3] Στο μεταξύ, καθώς η Παλμύρα (130-270)[4] μεγάλωνε σε σπουδαιότητα και προσέλκυε το αραβικό εμπόριο μακριά από την Πέτρα, η τελευταία άρχιζε να παρακμάζει. Φαίνεται, όμως, ότι παρέμεινε ως θρησκευτικό κέντρο. Ένας ρωμαϊκός δρόμος κατασκευάστηκε στην τοποθεσία. Ο Επιφάνειος της Σαλαμίνας (περίπου 315-403) γράφει ότι την εποχή του γιόρταζαν εκεί μια γιορτή στις 25 Δεκεμβρίου προς τιμή της παρθένου Chaabou και του απογόνου της Dushara (Ερμηνευτ. 51).

ΠΑΡΑΚΜΗ
Η Πέτρα παρήκμασε γρήγορα κάτω από τη ρωμαϊκή διοίκηση, ως επί το πλείστον λόγω της αναθεώρησης των θαλασσίων εμπορικών οδών. Το 363 ένας σεισμός κατέστρεψε πολλά κτίρια, και σακάτεψε το ζωτικό υδρευτικό της σύστημα. Η παρακμή της, στην οποία συνέβαλλε και η αλλαγή στη διαδρομή των καραβανιών, ολοκληρώθηκε με την αραβική κατάκτηση. Στη διάρκεια της Α' Σταυροφορίας (1096–1099) καταλήφθηκε από τον Baldwin A' (1058-1118), του βασιλείου της Ιερουσαλήμ και σχημάτισε το δεύτερο φέουδο της βαρονίας του Al Karak (στην κυριαρχία της Υπεριορδανίας) με τον τίτλο Château de la Valée de Moise ή Σελά. Παρέμεινε στα χέρια των Φράγκων μέχρι το 1189. Ήδη, τον 13ο αιώνα η σημασία της είχε μειωθεί αισθητά.
Δυο κάστρα από την περίοδο των Σταυροφοριών είναι γνωστά, μέσα και γύρω από την Πέτρα. Το πρώτο είναι το al-Wu'ayra, λίγο πιο βόρεια από το Wadi Musa. Είναι ορατό από το δρόμο που οδηγεί προς τη «Μικρή Πέτρα». Είναι το κάστρο του Valle Moise, το οποίο καταλήφθηκε από μια συμμορία Τούρκων με τη βοήθεια ντόπιων Μουσουλμάνων κι ανακτήθηκε από τους Σταυροφόρους μόνον όταν αυτοί άρχισαν να καταστρέφουν τις ελιές στο Wadi Musa. Η ενδεχόμενη απώλεια των πόρων ζωής οδήγησε τους ντόπιους να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για την παράδοσή τους. Το δεύτερο κάστρο είναι πάνω στην κορυφή του al-Habis, στην καρδιά της Πέτρας και είναι προσβάσιμο μέσω μιας σειράς σκαλοπατιών που αρχίζουν κοντά στο ταφικό συγκρότημα του Al Deir.

T. E. LAWRENCE (LAWRENCE ΤΗΣ AΡΑΒΙΑΣ)
Τον Οκτώβριο του 1917, ο Lawrence, ως μέρος μιας γενικής προσπάθειας να εκτρέψουν τους τουρκικούς στρατιωτικούς πόρους μακριά από τη βρετανική εισβολή στη Βόρεια Αφρική, οδήγησε μια μικρή στρατιωτική δύναμη από Σύριους και Άραβες σε υπεράσπιση της Πέτρας εναντίον μιας πολύ μεγαλύτερης ενωμένης στρατιωτικής δύναμης από Τούρκους και Γερμανούς. Οι γυναίκες των Βεδουίνων που ζούσαν στην περιοχή της Πέτρας και κάτω από την ηγεσία της συζύγου του Σεΐχη Χαλλίλ στρατολογήθηκαν για να πολεμήσουν για την άμυνα της πόλης. Οι αμυνόμενοι μπόρεσαν να καταστρέψουν ολοσχερώς τις τούρκο-γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις.

ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Η Πέτρα ήταν ισχυρή και οι βασιλείς της ένδοξοι. Όπως και στην Αίγυπτο, τους θεοποιούσαν. Οι Ναβαταίοι λάτρευαν τους Άραβες θεούς και θεές των χρόνων πριν από το Ισλάμ, καθώς και λίγους από τους θεοποιημένους βασιλιάδες τους. Ένας από αυτούς, ο Obodas Α', που βασίλευσε από το 96-85 π.Χ., θεοποιήθηκε μετά το θάνατό του.
Η μεγαλοπρέπεια των νεκρικών ναών δεν τιμούσε μόνο τους ενταφιασμένους βασιλείς, αλλά κατά κάποιον ακαθόριστο τρόπο, και τη βασιλική εξουσία του Δημιουργού. Ο άνθρωπος, καθώς περιπλανιέται, ψηλαφεί αναζητώντας την αλήθεια. Ο Θεός που είναι Πνεύμα, του φαίνεται απρόσιτος. Θέλει να τον βλέπει, να τον αγγίζει. Στήνει πέτρες, τις σμιλεύει, τις λατρεύει, φτιάχνει με αυτές ιερούς τόπους, ναούς και μέσα σε όλα αυτά προσπαθεί να δει τον Θεό. Έτσι, στη Μέση Ανατολή, μερικές ειδικές πέτρες τις θεωρούσαν κατοικίες θεών. Απένεμαν στις πέτρες αυτές δύναμη προστατευτική ή και αποκαλυπτική. Τέτοια λατρευτικά αντικείμενα είχαν και οι Ναβαταίοι, όπως και οι άλλοι Άραβες. Ήταν τα «βαιτύλια».
Στην Πέτρα, σε απόσταση μιας ώρας πορείας από την πόλη, δυο τέτοιοι λίθοι είναι αφιερωμένοι στις κύριες θεότητες της χώρας: στον Dushara, αντίστοιχο του Βάκχου, και στην Allat, αντίστοιχη της Αφροδίτης. Ο Dushara ήταν ο κύριος αρσενικός θεός, που συνοδευόταν από τη θηλυκή τριάδα του: την Al Uzzá, την Allat[5] και τη Manāt. Πολλά αγάλματα λαξεμένα στο βράχο απεικονίζουν αυτούς τους θεούς και τις θεές. Πέρα στο βουνό, σε 200 μέτρα ψηλότερα από την πόλη, οι Ναβαταίοι πρόσφεραν τις θυσίες τους. Μετά την τελετουργία έτρωγαν το ζώο επί τόπου σε συμπόσιο.
Ο Χριστιανισμό μεταδόθηκε στην Πέτρα τον 4ο αιώνα μ.Χ., σχεδόν 500 χρόνια μετά την καθιέρωση της Πέτρας σαν εμπορικό κέντρο. Ο Μ. Αθανάσιος (296-373) αναφέρει έναν επίσκοπο της Πέτρας (Anhioch. 10) ονόματι Αστέριος. Τουλάχιστον ένας από τους τάφους χρησιμοποιήθηκε σαν εκκλησία. Μια επιγραφή με κόκκινο χρώμα αναφέρει τα εγκαίνια του ναού «την εποχή του αγιότατου επίσκοπου Ιάσωνος» (447). Μετά την ισλαμική κατάκτηση του 629–632, ο Χριστιανισμός στην Πέτρα, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της Αραβίας, έδωσε τη θέση του στο Ισλάμ.
Σύμφωνα με μια αραβική παράδοση, η Πέτρα ήταν το μέρος όπου ο Μωυσής χτύπησε ένα βράχο με το ραβδί του και βγήκε νερό, και όπου ο αδελφός του Μωυσή, ο Ααρών, θάφτηκε, στο Όρος Ωρ, γνωστό σήμερα ως Jabal Haroun ή «Όρος του Ααρών». Ένα ιερό της αδελφής του Μωυσή, της Μίριαμ, που βρίσκεται στην κορυφή του βουνού το έδειχνα ακόμα στους προσκυνητές την εποχή του Ιερώνυμου, τον 4ο αιώνα, αλλά από τότε η θέση του δεν έχει βρεθεί.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Αλλά η λαμπρή πολιτεία της Πέτρας, το καύχημα των Χορραίων, των Εδωμιτών και των Ναβαταίων, δεν επέζησε. Τα καραβάνια την παρακάμπτουν. Το εμπόριό της έσβησε και η πόλη ξαναγύρισε στη σιωπή της λησμονιάς και στη σκόνη των αιώνων. Ξεχασμένη για αιώνες, ανακαλύφθηκε το 1812, από τον Ελβετό εξερευνητή Johann Ludwig Burckhardt. Και τώρα η Πέτρα μας διηγείται την ιστορία της, αλλά και τις φοβερές επεμβάσεις του Θεού, που επαληθεύουν τον προφητικό λόγο. Τα υπολείμματά της πιστοποιούν το κύρος της Βιβλικής προφητείας.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Είναι ένα αρχείο αλληλογραφίας πάνω σε πήλινες πλάκες, ως επί το πλείστον διπλωματική, μεταξύ της Αιγυπτιακής διοίκησης και των αντιπροσώπων της στη Χαναάν και στην Αμουρρού, στη διάρκεια του Νέου Βασιλείου.
[2] Ονομασία την αρχαιότητα της ΒΔ Αραβίας, περίπου στην επικράτεια της σημερινής Ιορδανίας, που ονομάστηκε έτσι από την πρωτεύουσα του βασιλείου των Ναβαταίων, Πέτρα.
[3] Η τελευταία Περσική αυτοκρατορία πριν από το Ισλάμ.
[4] Σημαντική πόλη της κεντρικής Συρίας που βρίσκεται σε μια όαση 215 χλμ ΒΑ της Δαμασκού.
[5] Ήταν μια προ-ισλαμική αραβική θεά, που ήταν μια από τις τρεις κύριες θεές της Μέκκα. Αναφέρεται στο Κοράνιο (Σούρα 53:19), που δείχνει ότι οι πριν από το Ισλάμ Άραβες τη θεωρούσαν σαν μια από τις κόρες του Allah, μαζί με τη Manāt και την Al Uzzá.

Δεν υπάρχουν σχόλια: