ΕΝΕΤΙΚΑ ΦΡΟΥΡΙΑ ΚΑΙ ΚΑΣΤΕΛΙΑ
Η Κρήτη είναι ένα μεγάλο νησί με πολλά σημεία, από τα οποία μπορεί κάποιος να επιβιβαστεί στο νησί. Έτσι οι διάφοροι κατακτητές της, κυρίως οι Ενετοί, φρόντιζαν να κατασκευάσουν δεκάδες φρούρια σε νευραλγικές θέσεις του νησιού και σε νησίδες που βρίσκονται γύρω από αυτό, που τα χρησιμοποιούσαν για να ελέγχουν την τριγύρω περιοχή και τα περάσματα. Τα Καστέλια, όπως λέγονται τα Ενετικά φρούρια, βρίσκονταν σε όλο το νησί. Μάλιστα πολλά χωριά σήμερα λέγονται Καστέλι, προφανώς λόγω παλαιότερων φρουρίων, που σήμερα δεν υπάρχουν. Ακόμη και σήμερα οι Κρητικοί όταν τσακώνονται λένε τη χαρακτηριστική φράση «
Θα μας ακούσουν τα δώδεκα Καστέλια» (δηλαδή,
θα μας ακούσει όλη η Κρήτη), αναφερόμενοι προφανώς σε δώδεκα ομώνυμα χωριά σε όλη την Κρήτη που είχαν κάποιο φρούριο.
ΦΡΟΥΡΙΟ ΣΟΥΔΑΣ
Η Σούδα είναι ένα μικρό νησί που στέκει σαν φύλακας στην είσοδο του κόλπου της Σούδας, ένα φυσικό λιμάνι που προστατεύεται από τα υψηλά βουνά ανατολικά των Χανίων, στη ΒΑ πλευρά του λιμανιού τους. Στη ΒΔ πλευρά του, σε πολύ μικρή απόσταση, είναι το νησάκι Λέων, σχεδόν στρογγυλό που αναφέρεται στους χάρτες των Ενετών ως «Νησί των κουνελιών». Στην αρχαιότητα τα δύο νησιά λέγονταν Λευκαί, όπως αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος. Το όνομά τους προέρχεται από την αρχαία ελληνική μυθολογία στην οποία λέγεται ότι οι Σειρήνες ηττήθηκαν από τις μούσες, που τις συναγωνίσθηκαν σε κάποιο μουσικό αγώνα και στεναχωρήθηκαν τόσο που τα φτερά τους, έπεσαν από τους ώμους, έγιναν λευκές και μπήκαν στη θάλασσα, δημιουργώντας έτσι τα νησάκια Λευκαί. Πριν να οχυρωθεί, στο νησάκι ήταν ένα μοναστήρι του Αγ. Νικολάου και γι’ αυτό λεγόταν Φραρονήσι (Φράροι ή Φλώροι είναι οι καθολικοί μοναχοί). Ύστερα από την οχύρωση του, πήρε το όνομα Σούδα από το όνομα του κόλπου. Από τον 14ο αιώνα υπήρχε φρούριο στο νησί. Το ενετικό φρούριο (η Φορτέτσα) άρχισε να κτίζεται από τους Ενετούς το 1573, σε μια προσπάθεια να ενισχύσουν την άμυνα του λιμανιού της Σούδας και να ελέγχουν την είσοδο του κόλπου. Το έργο από μόνο του δεν έλυνε το πρόβλημα της ασφάλειας, γι’ αυτό οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες είχαν ζητήσει να εκτελεσθούν και άλλα συμπληρωματικά έργα άμυνας σε επίκαιρες θέσεις, που όμως λόγω υψηλού κόστους δεν ξεκίνησαν ή δεν ολοκληρώθηκαν. Αρχιτέκτονας και επιβλέπων των εργασιών ήταν ο μηχανικός οχυρώσεων Latino Orsini. Το έργο εκτελέστηκε πολύ γρήγορα και μέσα σ’ ένα χρόνο τοποθετήθηκαν και τα πρώτα κανόνια.
Η Φορτέτσα από τεχνικής άποψης αποτέλεσε ένα άριστο οχυρωματικό έργο που, εκμεταλλευόμενο τη μορφολογία του εδάφους του νησιού, έδινε λύσεις στους πιθανούς κινδύνους από την έναντι ξηρά ή την προσέγγιση πλοίων. Αναφέρεται ότι ο οπλισμός του φρουρίου το 1630 ήταν 44 κανόνια διαφόρων διαμετρημάτων και 9185 μπάλες. Τα τείχη περιέβαλαν όλη την έκταση του νησιού της Σούδας. Στο βόρειο μέρος ήταν οι προμαχώνες Martinengo και Μichiel. Ανάμεσά τους μια μικρή πόρτα οδηγούσε στο χαμηλότερο κομμάτι του νησιού της Σούδας, όπου ήταν το νεκροταφείο, ο επιπρομαχώνας Mocenigo και μια δεξαμενή. Στην ανατολική πλευρά ήταν οι στρατώνες και μπροστά τους βρίσκονταν 3 δεξαμενές, αποθήκες, ο κήπος και το εκκλησάκι της Παναγίας (La Madonnina), ενώ στη ΝΔ πλευρά ήταν ο προμαχώνας Orsino και η πύλη του φρουρίου. Στη δυτική πλευρά βρίσκονταν 3 δεξαμενές και αποθήκες πυρομαχικών και πολεμοφοδίων, το πεδίο ασκήσεων και ο ανεμόμυλος. Εκτός από τους χώρους αυτούς, υπήρχε νοσοκομείο, φυλακή και πολλά καταλύματα για λαϊκούς. Στα επόμενα χρόνια μέχρι την απόβαση των Τούρκων στην Κρήτη το 1645, εκτελούνταν μόνο συμπληρωματικές εργασίες συντήρησης και βελτίωσής του. Σε αυτά εντάσσεται και η κατασκευή (1585) του κεντρικού ναού (που διατηρείται και σήμερα αναλλοίωτος), όπου λειτουργούσαν ιερείς του τάγματος του Αγ. Αυγουστίνου, καθώς προϋπήρχε μονή Αυγουστινιανών μοναχών.
Η Φορτέτσα, μετά την κατάληψη των Χανίων από τους Τούρκους το 1646 δέχθηκε σφοδρή επίθεση από ξηρά και θάλασσα. Οι υπερασπιστές της όμως, παρόλο που ήταν ολιγάριθμοι, κατάφεραν να αποκρούσουν. Μετά την κατάληψη του Χάνδακα (1669) και τη συνθηκολόγηση που ακολούθησε, το νησί παρέμεινε ελεύθερο υπό Ενετική διοίκηση, μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου του 1715, οπότε παραδόθηκε στους Τούρκους μετά από πολιορκία και ηρωική αντίσταση 72 ημερών. Οι Τούρκοι κατείχαν τη νησίδα μέχρι το 1898 οπότε και αποχώρησαν οι στρατιωτικές δυνάμεις από την Κρήτη. Την περίοδο αυτή, εκτός από τη μετατροπή του ναού σε τζαμί αφιερωμένο στον Σουλτάνο Γαζή Αχμέτ Χαν, δεν πρόσθεσαν τίποτα ουσιαστικό στην οχύρωσή του. Το νησί είναι συνδεδεμένο με την Κρητική ιστορία και τους αγώνες των Κρητικών για την απελευθέρωσή τους, επειδή σ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, που το νησί βρισκόταν υπό Βενετική διοίκηση, αποτελούσε καταφύγιο των διωκόμενων επαναστατών. Πάνω σ’ αυτό υψώθηκε για πρώτη φορά η ελληνική σημαία, την 1η Φεβρουαρίου του 1913 (πριν την επίσημη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα). Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο βρίσκεται υπό τον έλεγχο του ελληνικού πολεμικού ναυτικού στα πλαίσια του ευρύτερου αμυντικού σχεδιασμού του λιμένα. Το νησί, που στερείτο παντελούς βλάστησης, δενδροφυτεύτηκε το 1966 από το Πολεμικό Ναυτικό. Η Σούδα ακόμα και σήμερα χρησιμοποιείται ως ναυτική βάση. Γι’ αυτό στη βάση της Σούδας δεν επιτρέπονται οι επισκέπτες και η λήψη εικόνων. Μετά από αρκετά χρόνια επίμονων και μεθοδευμένων προσπαθειών, υλοποιήθηκε ένα πάγιο αίτημα της τοπικής κοινωνίας και η νησίδα της Σούδας αποδεσμεύτηκε απ’ τη στρατιωτική επιτήρηση. Την άνοιξη του 2007, επετράπη η ενεργοποίηση της επισκεψιμότητας σε συνεργασία με το Ναύσταθμο Κρήτης, την 28η εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και του Δήμου Σούδας, δύο φορές την εβδομάδα. Η μεταφορά γίνεται από την προβλήτα της Σούδας και η επιστροφή σ' αυτή.
ΦΡΟΥΡΙΟ ΙΝΤΖΕΔΙΝ
Το φρούριο Ιντζεδίν, το μοναδικό τουρκικό φρούριο της Κρήτης, βρίσκεται στο ύψωμα Καλάμι, 15 χλμ. ανατολικά της πόλης των Χανίων και δεσπόζει στην είσοδο του κόλπου της Σούδας. Κτίστηκε το 1872 από το Ρεούφ Πασά, στην ίδια θέση που το 1646 οι πρώτοι Τούρκοι, διώχνοντας τους Ενετούς, έχτισαν Πύργο. Αποτελούσε το κυριότερο αμυντικό έργο του λιμανιού και ονομάσθηκε έτσι προς τιμή του πρωτότοκου γιου του Σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ Ιντζεδίν. Στα μεταγενέστερα χρόνια χρησιμοποιήθηκε κυρίως σαν φυλακή πολιτικών κρατουμένων, κρατουμένων του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά και θανατοποινιτών.
Την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας (1903) ο Ελευθέριος Βενιζέλος γνώρισε για 15 ημέρες το αφιλόξενο περιβάλλον των φυλακών του φρουρίου, μετά από καταδίκη του για εξύβριση, έπειτα από μήνυση που του υπέβαλλε ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευμένιος, που ήταν οπαδός του πρίγκιπα Γεωργίου. Στην περίοδο της δικτατορίας του Θ. Πάγκαλου, το 1924, κρατήθηκε στις φυλακές μεγάλος αριθμός πολιτικών αντιφρονούντων, ενώ μετά τη πτώση της δικτατορίας, με αντιπραξικόπημα (1926), φυλακίστηκε για 2 χρόνια και ο ίδιος ο Πάγκαλος. Στην περίοδο της γερμανικής κατοχής και στα πρώτα χρόνια του εμφυλίου οι φυλακές δε λειτούργησαν. Τα τελευταία όμως χρόνια του εμφυλίου και μετά, το κάτεργο του Ιντζεδίν άνοιξε και πάλι.
Το 1948, οι πρώτοι κομμουνιστές πολιτικοί κρατούμενοι μεταφέρθηκαν από τη Γυάρο στις φυλακές του Ιντζεδίν, όπου γίνονταν και εκτελέσεις. Από τα σκοτεινά κι ανήλια μεσαιωνικά μπουντρούμια του τις επόμενες δεκαετίες πέρασαν δεκάδες πολιτικοί κρατούμενοι, κυρίως κομμουνιστές, αλλά στην περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών και πολιτικοί ασχέτως ιδεολογίας. Ο ρόλος του φρουρίου, ως χώρος φυλάκισης πολιτικών κρατουμένων, που με την αντίστασή τους πάλεψαν για τις δημοκρατικές τους ιδέες, στάθηκε αφορμή για να περάσει στην ιστορία της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου. Οι ταινίες «Μέρες του 36» και «Τα πέτρινα χρόνια» έχουν βασικές αναφορές και πλάνα από το χώρο του Ιντζεδίν.
ΦΡΟΥΡΙΑ ΠΟΛΗΣ ΧΑΝΙΩΝ
Στην πόλη των Χανίων υπάρχουν δύο μεσαιωνικά φρούρια, που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην Ιστορία της πόλης και συνδέθηκαν με κορυφαίες στιγμές ολόκληρου του νησιού, καθώς κι ένα άλλο μικρότερο και λιγότερο σημαντικό νότια της. Τα φρούρια αυτά είναι το φρούριο της Κυδωνίας, το φρούριο Φιρκάς και το φρούριο στον Κάστελο Αγίας Κυριακής:
1) ΚΑΣΤΕΛΛΙ ΚΥΔΩΝΙΑΣ
Είναι το φρούριο που χτίστηκε αρχικά από τους Βυζαντινούς πάνω στην ακρόπολη της αρχαίας Κυδωνίας, σ’ ένα ύψωμα στην περιοχή της σημερινής παλιάς πόλης. Το σημείο αυτό ήταν το ψηλότερο που δέσποζε στην περιοχή, δεξιά κατεβαίνοντας προς το λιμάνι. Σχέδιο αυτού του φρουρίου δε σώθηκε. Όταν οι Ενετοί κατέλαβαν την Κρήτη, εγκαταστάθηκαν στο Καστέλι, το διαμόρφωσαν, το συμπλήρωσαν, το προσάρμοσαν στις ανάγκες τους και το οχύρωσαν. Γύρω από το φρούριο γρήγορα αναπτύχθηκαν μικροί οικισμοί, οι βούργοι. Το φρούριο επικοινωνούσε με την πόλη με τρεις πύλες. Η ανατολική πύλη, απομεινάρια της οποίας υπάρχουν και σήμερα, οδηγούσε στις συνοικίες Χιόνες και Σπλάντζια. Η δυτική γκρεμίστηκε το 1928 και η τρίτη οδηγούσε στην κάτω πόλη. Οι Ενετοί έκτισαν στο φρούριο πολλά κτίρια, που τα πιο πολλά είναι αξιοθαύμαστα έργα αρχιτεκτονικής τέχνης. Στο εσωτερικό του έκτισαν και τη νέα μητρόπολη Santa Maria, το παλάτι του ρετούρη (νομάρχη), τις κατοικίες των αρχόντων, κ.α. Ο Gerola αναφέρει πολλά κτίρια με γοτθική και αναγεννησιακή αρχιτεκτονική, επιβλητικές εισόδους παλατιών Ενετών αρχόντων, όπως των Τζαγκαρόλων, των Πρεμαρίνων και των Δαμολίνων, με επιγραφές, οικόσημα και λέοντες. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο εντυπωσιακό Palazzo του Άγγελου Πρεμαρίνου, που χτίστηκε το 1598. Ένας κεντρικός δρόμος, η σημερινή οδός Κανεβάρο, διέσχιζε το Καστέλι από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν το φρούριο με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή για την εγκατάσταση των αρχόντων της πόλης. Έτσι εδώ υπήρχε το παλάτι του Πασά και οι κατοικίες των Μπέηδων, ενώ τα υπόλοιπα κτήρια στέγασαν τις δημόσιες υπηρεσίες. Σε όλες τις επαναστάσεις των Κρητικών, το Καστέλι ήταν το έρεισμα τους. Σήμερα τα λείψανα του φρουρίου είναι ελάχιστα.
2) ΦΡΟΥΡΙΟ ΦΙΡΚΑ
Απέναντι από το Καστέλι, στην άλλη μεριά του λιμανιού, δεσπόζει ακόμη το φρούριο Φιρκάς, κτισμένο σε χαμηλό ύψωμα, στο οποίο στεγάζεται σήμερα το Ναυτικό Μουσείο Κρήτης. Η ονομασία Φιρκάς είναι τούρκικη και σημαίνει μεραρχία, καθώς το φρούριο ήταν η έδρα της Τούρκικης Μεραρχίας. Ο Φιρκάς είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά ενετικά φρούρια. Αποτελούσε τον κύριο ενετικό στρατώνα της πόλης και ήταν κτισμένο σε καίρια θέση, προστατεύοντας την είσοδο του λιμανιού. Έξω από την κεντρική πύλη υπήρχε στερεωμένος ισχυρός σιδερένιος κρίκος (ο κέρκελος), όπου δενόταν μια αλυσίδα που έφραζε την είσοδο του λιμανιού, καθώς στερεωνόταν σ’ έναν άλλο κέρκελο στην άλλη μεριά της εισόδου, τον φάρο. Στο φρούριο υπήρχαν υπόγειες στοές, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως φυλακές. Στο φρούριο Φιρκάς γράφτηκε η πιο ένδοξη σελίδα της σύγχρονης Κρήτης, καθώς την 1η Δεκεμβρίου 1913, ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ύψωσαν την ελληνική σημαία σ’ ένα πυργίσκο του φρουρίου, μετά από δεκάδες αιώνες σκλαβιάς, σφραγίζοντας την Ένωση της Κρητικής Πολιτείας με το κράτος της Ελλάδας. Ένα άλλο ιστορικό γεγονός που συνδέεται με τον Φιρκά είναι η αποκοπή του ιστού της Ελληνικής Σημαίας, που είχαν υψώσει οι Κρήτες στις 18 Αυγούστου 1908, μετά το ψήφισμα της Κρητικής Συνέλευσης για την Ένωση. Τη σημαία έκοψαν τα αγήματα των Μεγάλων Δυνάμεων, που δεν ήθελαν τότε την ένωση. Έτσι, ο Φιρκάς αποτελεί για τους Κρητικούς το σύμβολο των σκληρών αγώνων τους για την απελευθέρωση του νησιού.
ΚΑΣΤΕΛΛΙ ΚΙΣΣΑΜΟΥ
Το Καστέλι της Κισσάμου, που από το 1966 μετονομάστηκε σε Κίσσαμο, είναι μια μικρή γραφική κωμόπολη η οποία απλώνεται στον μυχό του Κόλπου Μυρτίλος ή Κισσάμου, ανάμεσα στις χερσονήσους της Γραμβούσας και της Σπάθας. Το όνομά της το οφείλει στο ενετικό φρούριο που ήταν κτισμένο εκεί. Το φρούριο καταρχήν κτίστηκε από τον Γενουάτη Ερρίκο Πεσκατόρε στη θέση της αρχαίας Κισάμου, στις αρχές του 13ου αιώνα κι ήταν ένα από τα 15 φρούρια που οχύρωσε αμέσως με την κατάληψη της Κρήτης το 1204. Όταν οι Ενετοί εξεδίωξαν τους Γενουάτες, το φρούριο περιήλθε στην κατοχή τους. Έτσι, το επισκεύασαν και το έκαναν αμυντικό στρατιωτικό κέντρο της περιοχής. Το σχήμα του ήταν ασύμμετρο πεντάγωνο και, όπως όλα τα ενετικά φρούρια, είχε χώρους στρατωνισμού, φυλακές, εκκλησάκι και πηγάδι. Από τις πρώτες κιόλας εναντιώσεις των Κρητικών στην ενετική κατοχή, το φρούριο του Καστελιού Κισάμου έγινε στόχος των εξεγερμένων. Όταν το 1262 οι Κρητικοί, με τη βοήθεια του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, επαναστάτησαν κατά των Ενετών, το φρούριο δέχτηκε σφοδρή επίθεση, αλλά δεν έπεσε. Την περίοδο των επαναστάσεων του 1333 και 1341, οι Ενετοί κατέστρεψαν τον οικισμό που είχε αναπτυχθεί γύρω από το φρούριο, ενώ αργότερα αποφάσισαν την ανοικοδόμησή του. Από τότε και μετά, ο συνοικισμός ονομάστηκε Καστέλι, όπως όλοι οι βούργοι του νησιού. Το 1538, το φρούριο καταστράφηκε από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και το 1554 επιδιορθώθηκε ριζικά. Το 1583, το Castel Chissamo είχε 845 κατοίκους και το 1630 είχε 35 κανόνια. Το 1595 καταστράφηκε ολοσχερώς από σεισμό, αλλά κατασκευάστηκε ξανά το 1635 από τον Lorenzo Contarini.
Το 1646 οι Τούρκοι πολιόρκησαν το φρούριο, το οποίο έπεσε μετά την προδοσία του φρούραρχου Giovani Medici, ο οποίος είχε απελπιστεί καθώς το φρούριο είχε υποστεί πολλές ζημιές και οι στρατιώτες είχαν αποδεκατιστεί από την πανώλη. Οι Τούρκοι το επισκεύασαν αμέσως. Το 1692, που σημειώθηκε η πρώτη Κρητική επανάσταση με υποκινητή τον Ενετό ναύαρχο Αλοΐσιο Μοτσενίγο, οι επαναστάτες κατέλαβαν το φρούριο, αλλά οι Τούρκοι το κατέλαβαν και πάλι. Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το φρούριο υπήρξε θέατρο πολλών επαναστατικών δράσεων. Το 1821, στο φρούριο φυλακίστηκε ο επίσκοπος Κισσάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκης. Από εκεί ο τουρκικός όχλος τον έσυρε, την ημέρα της Αναλήψεως, στον τόπο απαγχονισμού του. Όταν η επανάσταση γενικεύτηκε, οι 1800 Τούρκοι της Κισάμου βρήκαν καταφύγιο στο φρούριο, το οποίο πολιορκούσαν οι επαναστάτες και δύο υδραίικα πλοία. Τον Φεβρουάριο του 1823, στα πλαίσια της προετοιμασίας για την αποβίβαση του νέου Γενικού Αρχηγού του αγώνα στην Κρήτη Εμμανουήλ Τομπάζη, οργανώθηκε η εκκαθάριση των επαρχιών Κισσάμου και Σελίνου, αναγκάζοντας τους Τούρκους να ταμπουρωθούν στο φρούριο. Έτσι, έφτασε στο λιμάνι του Δραπανιά η γαλέτα Τερψιχόρη, που μετέφερε τον Τομπάζη, ο οποίος αντικατέστησε τον Μιχαήλ Αφεντούλιεφ και 600 Έλληνες εθελοντές από την Ήπειρο. Οι Έλληνες πολιόρκησαν το φρούριο ως τις 25 Μαΐου, όταν οι Τούρκοι παρέδωσαν το φρούριο και τον οπλισμό τους. Η ελληνική σημαία υψώθηκε μετά από αιώνες στην Κρήτη, αλλά για λίγο καιρό.
Οι Τούρκοι μεταφέρθηκαν στα Χανιά, όπου ανασυγκροτήθηκαν και επέστρεψαν στην Κίσσαμο. Μετά από σφοδρές μάχες, κατάφεραν να το ανακαταλάβουν. Το 1825 το φρούριο ξανάπεσε στα χέρια 900 Ελλήνων επαναστατών, που ήρθαν από τη Μονεμβάσια. Αρχικά κατευθύνονταν προς τη Γραμβούσα, αλλά ο κακός καιρός και η πληροφορία ότι στην Κίσσαμο υπήρχαν μόλις 20 φρουροί, τους οδήγησε στην πολιορκία του φρουρίου στο Καστέλι. Ωστόσο, μετά από 3-4 μέρες, 2.000 Τούρκοι κατέφτασαν στο Καστέλι και ανακατέλαβαν το φρούριο, αναγκάζοντας τους Έλληνες να υποχωρήσουν στη Γραμβούσα. Στη μεγάλη επανάσταση του 1866, το φρούριο υπήρξε και πάλι στόχος των επαναστατών, αρχηγός των οποίων ήταν ο Σκαλίδης. Το φρούριο πολιορκήθηκε υπό τον συνταγματάρχη Βυζάντιο και τον ταγματάρχη Φρουδαράκη, αλλά η πολιορκία λύθηκε όταν ο τελευταίος σκοτώθηκε. Το 1897-8, η ιστορία επαναλήφθηκε, αλλά οι Τούρκοι, διασώθηκαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Σήμερα, τα λείψανα του φρουρίου, τα περισσότερα από τα οποία είναι υπολείμματα τουρκικών κυρίως κτιρίων, στέκουν ακόμη σε μερικά σημεία, θυμίζοντας το έντονο παρελθόν τους.
ΦΡΟΥΡΙΟ ΓΡΑΜΒΟΥΣΑΣ
Το όνομα Γραμβούσα προέρχεται από τη βενετσιάνικη λέξη Garabuse, ενώ στην αρχαιότητα λεγόταν Κώρυκο. Στη Γραμβούσα νησί βρίσκονται τα ερείπια ενετικού κάστρου, που χτίστηκε το 1579-84, σε ύψος 137 μέτρων πάνω απ
' το φυσικό λιμάνι του νησιού. Η θέση του κάστρου ήταν στρατηγική, καθώς προστάτευε όλη τη ΒΑ Κρήτη. Το μέγεθός του εξακολουθεί να εντυπωσιάζει, καθώς έχει τριγωνικό σχήμα, με κάθε πλευρά του να ξεπερνά το ένα χιλιόμετρο. Παρά το μέγεθός του και τη μεγάλη του χωρητικότητα, φαίνεται ότι οι Ενετοί δεν το χρησιμοποίησαν σε κάποια σημαντική μάχη.
Το φρούριο παραδόθηκε στους Τούρκους το 1892, ύστερα από δωροδοκία των Τούρκων στον Ενετό φρούραρχο. Όταν το πήραν ξανά οι Κρητικοί Επαναστάτες, το 1825, το φρούριο έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην έκβαση του αγώνα για την απελευθέρωση, καθώς έγινε έδρα της Επαναστατικής Επιτροπής Κρήτης. Το νησί χρησιμοποιήθηκε σαν ορμητήριο για 3 χρόνια από 3.000 επαναστάτες, οι οποίοι λόγω έλλειψης τροφής στον τόπο αναγκάστηκαν να επιδοθούν σε πειρατεία. Το νησί τότε απέκτησε αρνητική φήμη σε όλη την Ευρώπη και το 1830, με επέμβαση του Ιωάννη Καποδίστρια, το νησί απελευθερώθηκε. Ύστερα από το πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830) η Κρήτη, μαζί και το φρούριο, παραδόθηκε στους Τούρκους.
ΦΡΑΓΚΟΚΑΣΤΕΛΟ
Μικρό, καλοδιατηρημένο, ακουμπισμένο στην άκρη μιας έρημης πεδιάδας στην παραλία του Λιβυκού Πελάγους, ΝΔ των Σφακίων, το Φραγκοκάστελο ξετυλίγει ακόμη το κουβάρι της ιστορίας του, μιας ιστορίας γεμάτης θύμησες και μυστήρια. Το κάστρο των Δροσουλιτών χτίστηκε από τους Ενετούς την περίοδο 1371-1374, για προστασία από τους πειρατές και για τον έλεγχο των ανυπότακτων Σφακιανών, που έχοντας τότε επικεφαλής τους 6 αδελφούς Πατσούς, παρενοχλούσαν συνεχώς τους κατακτητές και δεν τους άφηναν να ολοκληρώσουν το έργο. Άλλοι Ενετοί παρέσυραν και εξόντωσαν με προδοσία τα 6 αδέλφια, ενώ για να κερδίσουν χρόνο χρησιμοποίησαν για την ανέγερση του φρουρίου τις έτοιμες λαξευμένες πέτρες από τη διπλανή ερειπωμένη αρχαία πόλη Νικήτα. Στο χώρο της παλιάς πόλης σώζεται από τότε (1371) το εκκλησάκι του Αγίου Νικήτα, όπου τελούνται ακόμη κάθε 15 Σεπτέμβρη αθλητικοί αγώνες, ονομαστοί σ’ όλη την Κρήτη και υμνημένοι από τη δημοτική μας μούσα. Το φρούριο αποκλήθηκε αρχικά «καστέλο του Αγίου Νικήτα», αλλά οι Σφακιανοί, ταυτίζοντας τους Ενετούς με τους Φράγκους, το ονόμασαν «Φραγκοκάστελο», που τελικά επικράτησε ως ονομασία ακόμη και από τους Ενετούς (Castel franco). Παρά τη στρατηγική του σημασία και τις επισκευές που έγιναν (π.χ. το 1593-7 από το Γενικό Προβλεπτή Nicolo Dona), το φρούριο δεν φαίνεται να διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα ιστορία και ίσως να εγκαταλείφθηκε στο τέλος της Ενετοκρατίας(1669). Πάντως, εδώ εγκατέστησαν οι Τούρκοι το στρατηγείο τους στην τελευταία φάση της επανάστασης του Σφακιανού οπλαρχηγού Δασκαλογιάννη και εδώ τον οδήγησαν, όταν αποφάσισε να παραδοθεί για να εξασφαλίσει, όπως νόμιζε, την ανεξαρτησία της ιδιαίτερης πατρίδας του, το 1770.
Η σημερινή μορφή του Κάστρου δε διαφέρει πολύ από την αρχική. Αποτελείται από 4 τετράγωνους πύργους, που συνδέονται μεταξύ τους με τείχος, σχηματίζοντας ένα ορθογώνιο φρούριο. Πάνω στους πύργους υπήρχαν ντουφεκίστριες, από όπου πολεμούσαν οι στρατιώτες. Υπάρχει μια μικρή, τοξωτή είσοδος στην ανατολική πλευρά, ενώ η κύρια πύλη, στα νότια, είναι διακοσμημένη με σκαλιστά οικόσημα των ευγενών οικογενειών. Πάνω από την είσοδο βρίσκεται το φτερωτό λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, το έμβλημα της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας. Ο ΝΔ πύργος είναι μεγαλύτερος από τους υπόλοιπους. Ήταν ο πιο σημαντικός γιατί ήταν η τελευταία θέση της άμυνας, εάν πολιορκούσαν το κάστρο και επειδή προστάτευε την κύρια πύλη. Κατά μήκος του εσωτερικού των τοίχων υπάρχουν ορθογώνια κτίρια, τα οποία χρησίμευαν ως στάβλοι, αποθήκες, στρατώνες κ.α. Το Μάιο του 1828, ο Ηπειρώτης οπλαρχηγός Χατζημιχάλης Νταλιάνης οχυρώθηκε στο κάστρο και έδωσε μάχη με υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις, βρίσκοντας ηρωικό θάνατο μαζί με 338 συμπολεμιστές του. Στη συνείδηση των ντόπιων οι θρυλικοί Δροσουλίτες, που εμφανίζονται να κινούνται στον αέρα ορισμένες φορές στα τέλη του Μαΐου, ταυτίζονται με τις ψυχές των χαμένων αγωνιστών.
ΦΟΡΤΕΤΣΑ ΡΕΘΥΜΝΟΥ
Το φρούριο της Φορτέτσας δεσπόζει στο λόφο του Παλαίκαστρου, δίπλα στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα φρούρια των Ενετών. Στο λόφο αυτόν ήταν χτισμένη η ακρόπολη της αρχαίας Ρίθυμνας και ο ναός της Ροκκαίας Αρτέμιδας, που δεν σώζονται. Το μεγαλοπρεπές πενταγωνικό φρούριο άρχισε να χτίζεται το 1573 και έχει περίμετρο 1300 μέτρα. Κατά μήκος του τείχους υπάρχουν 4 προμαχώνες (Αγίου Λουκά, Αγ. Ηλία, Αγ. Παύλου, Αγ. Νικολάου), που εξυπηρετούσαν την άμυνα στον εχθρό. Το φρούριο είναι τόσο μεγάλο που μπορούσε να αποτελέσει καταφύγιο για όλη την πόλη. Στο εσωτερικό υπάρχουν στρατώνες, μια εκκλησία, ένα νοσοκομείο και αποθήκες. Η κύρια Πύλη βρίσκεται ανάμεσα στους προμαχώνες του Αγίου Νικολάου και Αγίου Νικολάου, στο σημείο που η πρόσβαση στην πόλη ήταν ευκολότερη. Η πύλη είναι μια μεγάλη στοά, που επέτρεπε την άνετη διέλευση αμαξών και οπλισμού. Δίπλα στην είσοδο, υπάρχει η οπλαποθήκη, η οποία είναι ένα μεγάλο διώροφο κτίριο με καμάρες στο εσωτερικό, που σήμερα φιλοξενεί πολιτιστικές εκδηλώσεις κι εκθέσεις.
|
1. η ανατολική πύλη της Φορτέτζας, 2. η αποθήκη του πυροβολικού, 3. ο προμαχώνας της Παναγίας,
4. το θέατρο Ερωφίλη, ο προμαχώνας του Αγίου Ηλία, 5. ο προμαχώνας του Αγίου Λουκά,
6. η δυτική πύλη, 7. η Αγία Αικατερίνη, 8. Το τζαμί της Φορτέτζας, 9. η οικία του Ρέκτορα,
10. η κατοικία των συμβούλων, 11. οι αποθήκες, 12. η πυραμιδόσχημη πυριτιδαποθήκη,
13. ο Αγιος Θεόδωρος, 14. έξοδος από τη Φορτέτζα.
|
Βαδίζοντας προς τον προμαχώνα του Αγίου Ηλία, θα δείτε μια από τις πολλές δεξαμενές του φρουρίου, καθώς και το θέατρο της Ερωφίλης που φιλοξενεί εκδηλώσεις κάθε καλοκαίρι. Υπάρχουν και δύο πυριτιδαποθήκες σε καλά προστατευμένα σημεία. Περίπου στο κέντρο του φρουρίου, ορθώνεται το τζαμί του Ιμπραήμ Χαν, ο οποίος αρχικά ήταν Χριστιανός. Κοντά βρίσκεται κι ο σύγχρονος ναός της Αγ. Αικατερίνης. Επίσης, υπάρχουν λίγα απομεινάρια από την κατοικία του κυβερνήτη, αλλά και από πολλές κατοικίες πολιτών. Μπορείτε ακόμη να δείτε την κατοικία του ενός απ’ τους δύο συμβούλους, αλλά και τις αποθήκες στο βόρειο τοίχο, που βρίσκεται σε πολύ ψηλό σημείο. Παρά το γεγονός ότι αποτελεί ένα τεράστιο οχυρωματικό έργο, δεν φαίνεται να έχει διαδραματίσει κάποιον ιδιαίτερο ρόλο, ειδικά συγκρινόμενο με άλλα εξίσου μεγάλα οχυρωματικά έργα, όπως π.χ. τον Χάνδακα του Ηρακλείου. Η εύκολη μάλιστα παράδοση στους Τούρκους το 1645, αποδίδεται στην απουσία τάφρου, αλλά και σε επιδημία χολέρας στο κάστρο. Στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας (1898-1913), η ρωσική δύναμη προστασίας του Ρεθύμνου κατάστρεψε ολόκληρη τη νότια πλευρά του τείχους της Φορτέτσας. Στη διάρκεια της Κατοχής, οι Γερμανοί κατέστρεψαν όσα από τα βενετσιάνικα κτίρια παρέμεναν όρθια στο εσωτερικό του τείχους και στη ΒΑ πλευρά έβαλαν πυροβόλα. Το φρούριο χρησιμοποιήθηκε ως φυλακές για τους αγωνιστές της Αντίστασης, πολλοί από τους οποίους ξεψύχησαν εκεί.
ΦΡΟΥΡΙΟ ΚΟΥΛΕΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Στην αρχή του δυτικού λιμενοβραχίονα του λιμανιού του Ηρακλείου στέκει ακόμη επιβλητικό το μεσαιωνικό φρούριο
Κούλες. Το πραγματικό του όνομα είναι Rocca al Mare, όπως τον έλεγαν οι ιδρυτές του Ενετοί. Ο Κούλες, ή μεγάλος Κούλες δεν ήταν ο μοναδικός άρχοντας του λιμανιού. Απέναντί του, στη σημερινή Μαρίνα, υπήρχε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ένα δεύτερο μικρότερο φρούριο, ο μικρός Κούλες, που γκρεμίστηκε για να φτιαχτεί η αποβάθρα. Ο Κούλες είναι κτισμένος στη θέση ενός άλλου στρογγυλού πύργου με επάλξεις.
Είναι γνωστό ότι στη Μινωική εποχή η Κρήτη δεν διέτρεχε καμιά απειλή από εξωτερικούς εχθρούς, άρα δεν υπήρχε η ανάγκη οχύρωσης των λιμανιών της. Η ίδια κατάσταση επικρατούσε ως τη ρωμαϊκή εποχή και τη Α’ Βυζαντινή περίοδο. Η κατάσταση αυτή άρχισε να ανατρέπεται όταν εμφανίστηκαν στη Μεσόγειο οι πειρατές. Από τότε γεννήθηκε η ανάγκη οχύρωσης των πόλεων και των λιμανιών τους. Αυτό όμως δεν έγινε στο βαθμό που έπρεπε από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι ήταν απασχολημένοι με τα εσωτερικά προβλήματα και τον κίνδυνο των Τούρκων. Έτσι η Κρήτη σύντομα (824μΧ) έπεσε στα χέρια των Αράβων, που λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τα φρούρια. Οι Άραβες οχύρωσαν το Ηράκλειο με τείχος και τράφο, το έκαναν κέντρο των πειρατικών τους επιδρομών και τότε η πόλη ονομάστηκε Χάνδακας. Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, οι Βυζαντινοί πήραν και πάλι τον Χάνδακα με τον Νικηφόρο Φωκά το 961, ενώ μετά από 250 χρόνια το Ηράκλειο κατακτήθηκε από τους Γενουάτες και μετά από λίγα χρόνια από τους Ενετούς. Οι Ενετοί έφτιαξαν νέα επιβλητικά τείχη και ο Χάνδακας ονομάστηκε Μεγάλο Κάστρο. Για τη μεγαλύτερη ασφάλεια του λιμανιού, κατασκεύασαν το περίφημο φρούριο Rocca al Mare, δηλαδή το Φρούριο της Θάλασσας, που αρχικά ήταν ένας μικρός πύργος. Γρήγορα όμως οι Ενετοί αντιλήφθηκαν ότι η οχύρωση του λιμανιού με τον πύργο ήταν άχρηστη, όταν ανακαλύφθηκε η πυρίτιδα και κατασκευάστηκαν τα τηλεβόλα όπλα. Έτσι αποφάσισαν την κατασκευή ενός νέου μεγαλύτερου φρουρίου, που θα ανταποκρινόταν στις ανάγκες τους. Εκτός από αυτά, το μικρό Καστέλι που υπήρχε ήδη είχε υποστεί μεγάλες ζημιές από σεισμό του 1303, οι οποίες δεν επισκευάστηκαν επαρκώς. Έτσι, το παλιό φρούριο κρίθηκε κατεδαφιστέο το 1500, για να ανεγερθεί μεγαλύτερο στη θέση του. Η απόφαση πάρθηκε το 1523 από το αρμόδιο συμβούλιο, που το αποτελούσαν ο Δούκας Μάρκος Μίνιος, ο Καπιτάνος Θωμάς Μοτσενίγκος, ο μηχανικός Σαρακίνης κι ο Καπιτάνος του πεζικού Ντακόμο. Η απόφαση εγκρίθηκε από τη Βενετία και αμέσως άρχισε η κατεδάφιση του παλιού και η ανέγερση του νέου.
Η κατασκευή ολοκληρώθηκε το 1540, ενώ το υπέρογκο κόστος της κατασκευής του βάρυνε τα ταμεία της Βενετίας και του Χάνδακα. Οι συνθήκες ανέγερσης δεν ήταν ευνοϊκές, καθώς τον χειμώνα οι εργασίες διακόπτονταν λόγω των τρικυμιών και των χαμηλών θερμοκρασιών. Επίσης, για τα θεμέλια και τα κρηπιδώματα χρησιμοποιήθηκαν οι ογκόλιθοι του Μινωικού λιμανιού, ενώ οι υπόλοιπες ποσότητες οικοδομικών υλικών μεταφέρθηκαν από τη νήσο Ντία και τον όρμο των Φρασκιών. Για να κατασκευαστούν οι προστατευτικοί κυματοθραύστες, φόρτωναν με λίθους παλιά καράβια και τα βύθιζαν στη θάλασσα. Όταν το φρούριο τέλειωσε, ήταν ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα, αλλά κι ένα σύγχρονο οχυρωματικό έργο, που σε συνεργασία με το φρούριο του Παλιόκαστρου, εξασφάλιζε την ασφάλεια ολόκληρου του κόλπου του Ηρακλείου. Το φρούριο ήταν διώροφο και το ισόγειο ήταν χωρισμένο σε 26 διαμερίσματα για διάφορες χρήσεις (αποθήκες τροφίμων, αποθήκες πολεμοφοδίων, δεξαμενές όμβριων υδάτων και φυλακές). Όλα τα διαμερίσματα φωτίζονταν με μεγάλους φωταγωγούς, τα sospirali lucernai ή ανηφοράδες, από τη θολωτή στέγη. Στο φρούριο υπήρχε επίσης φούρνος, μύλος και μια μικρή εκκλησία. Στον όροφο υπήρχαν χώροι στρατωνισμού της φρουράς, ενώ στη βόρεια γωνία του ήταν ο φάρος. Στους τρεις τοίχους του κτιρίου (νότιο, βόρειο και ανατολικό), πάνω σε λευκό μάρμαρο υπήρχε το έμβλημα της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας, με τα φτερωτά λιοντάρια. Τα λιοντάρια υπάρχουν ακόμη και σήμερα, αλλά έχουν φθαρεί από το χρόνο και την αλμύρα. Ο Basilicata αναφέρει ότι στο ισόγειο ήταν τοποθετημένα 18 κανόνια, ενώ στις επάλξεις 25 και υπήρχαν 300 κιβώτια πυρίτιδα και 6144 μπάλες διαφόρων μεγεθών. Το φρούριο είχε σκοπό την προστασία του ενετικού λιμανιού, που ήταν ο πολεμικός ναύσταθμός των Ενετών και ο κύριος εμπορευματικός σταθμός της Κρήτης. Στην αποβάθρα του λιμανιού, εκεί που σήμερα βρίσκεται η παραλιακή οδός και η Περιφέρεια Κρήτης, υπήρχαν τα νεώρια, τμήμα των οποίων σώζεται και σήμερα. Παρόλη τη μεγάλη τέχνη και φροντίδα με την οποία κτίσθηκε, το φρούριο εμφάνιζε αρκετά προβλήματα και χρειαζόταν συνεχώς επισκευές. Τα προβλήματα οφείλονταν κυρίως στη διάβρωση των βόρειων τοίχων. Οι επισκευές γίνονταν ως το 1669, όταν και άλωσαν τον Χάνδακα οι Τούρκοι. Οι Τούρκοι εξακολούθησαν να επισκευάζουν τον Κούλε, όπως ονόμασαν το φρούριο στα τούρκικα. Στο εσωτερικό του Κούλε έκτισαν επάλξεις και σκοπιές. Το 1719, τμήμα της ΒΔ πλευράς του Κούλε κατέρρευσε από θαλασσοταραχή, αλλά επισκευάστηκε άμεσα με διάθεση χρημάτων από τον φόρο λαδιού 5000 «ασλανίων γροσιών». Στις φυλακές του Κούλε φυλακίζονταν οι επαναστάτες Κρητικοί. Εδώ φυλάκισαν οι Τούρκοι τους 70 Σφακιανούς που έλαβαν μέρος στην επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770, οι οποίοι όμως απέδρασαν με τη βοήθεια του κρυπτοχριστιανού Μιχαήλ Κουρμούλη. Σήμερα ο Κούλες είναι επισκέψιμος, ενώ χρησιμοποιείται και για πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μετά το 2000, έγινε η υποστήριξη στη νότια πλευρά του, καθώς η θάλασσα είχε δημιουργήσει υποθαλάσσια σπηλιά. Ανά περιόδους εκτελούνται εργασίες αναστήλωσης και το φρούριο μένει κλειστό για το κοινό.
ΦΡΟΥΡΙΟ ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ
Η Σπιναλόγκα είναι ένα μικρό νησί που βρίσκεται στην είσοδο της λιμνοθάλασσας της Ελούντας και βόρεια του κόλπου του Μιραμπέλου. Έχει έκτασή 85 στρέμματα και το μέγιστο ύψος της είναι 53 μέτρα. Η ιστορία του νησιού εξακολουθεί να προκαλεί δέος. Υπήρξε ενετικό οχυρό, καστροπολιτεία, καταφύγιο επαναστατών, τόπος εξορίας λεπρών και κρίκος επικοινωνίας με το Κάιρο επί κατοχής. Το νησί οχυρώθηκε άριστα από τους Ενετούς κατά την παρουσία τους στην Κρήτη. Τόσο από κατασκευαστική και αρχιτεκτονική άποψη, όσο και από αισθητική του όλου τοπίου, το νησί ακόμη διατηρεί την αξεπέραστη ομορφιά του. Το αρχικό της όνομα ήταν Καλυδωνία, αλλά οι Ενετοί την ονόμασαν Σπιναλόγκα από την ενετική λέξη Spina-Longa, που σημαίνει μακρύ αγκάθι.
Κατά την ελληνιστική περίοδο ή τα μινωικά χρόνια, στο νησί υπήρχε το φρούριο των Ολουνιτών, που χτίστηκε για να προστατεύει το λιμάνι της αρχαίας πολιτείας Ολούντας. Η Ολούς, αποτελούσε την αρχαία πόλη της Ελούντας, που σήμερα βρίσκεται βυθισμένη στο σχίσμα που ενώνει την Ελούντα με τη χερσόνησο της Κολοκύθας. Στην Ολούντα υπήρξε ένα σημαντικό ιερό και λιμάνι. Η Σπιναλόγκα ανήκε στην Ολούντα, η οποία ήκμασε μέχρι τον 8ο αιώνα, όταν ο φόβος για τους Άραβες πειρατές, ανάγκασε τους κατοίκους της να την μεταφέρουν μακριά από την παραλία. Από τον 8ο αιώνα ως και την Ενετοκρατία, η πόλη δεν φαίνεται να είχε κάποια σημαντική πορεία.
Η Σπιναλόγκα άρχισε να οχυρώνεται το 1574, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κύπρο. Οι Ενετοί, προβλέποντας Τουρκική επέκταση προς τη Δύση, αποφάσισαν να χτίσουν ένα οχυρό στο νησί, που να προστατεύει όλη την λιμνοθάλασσα της Ελούντας. Έτσι θα μπορούσαν να διαφυλάξουν στον κόλπο της Ελούντας τα πλοία τους από τους Τούρκους και τους πειρατές, αλλά και να εξασφαλίσουν τις αλυκές της. Από τις αλυκές θα μπορούσαν να παίρνουν το αλάτι για να το εξάγουν στην κεντρική Ευρώπη, ειδικά έχοντας χάσει και τις αλυκές που εκμεταλλεύονταν ως τότε στην Κύπρο. Έτσι, οι Ενετοί έκτισαν πάνω στα ερείπια του αρχαίου φρουρίου ένα νέο ισχυρό φρούριο, που σχεδιάστηκε σύμφωνα με την οχυρωματική πρακτική του προμαχωνικού συστήματος, από τον Genese Bressani και τον Latino Orsini. H πρώτη φάση οικοδόμησης του φρουρίου διήρκεσε από το 1579 και έως το 1586. Επισκευές και μετατροπές στο φρούριο έγιναν πριν και κατά τη διάρκεια του Κρητικού πολέμου (1645-1669), ενώ παράλληλα χτίστηκαν και οι ναοί του Αγίου Παντελεήμονα και του Αγίου Γεωργίου. Το οχυρό είχε διπλές σειρές από τείχη και πύργους, ενώ είχε συνολικά 35 κανόνια. Την περίοδο του Κρητικού πολέμου (1645-1669) κατέφυγαν στη Σπιναλόγκα πρόσφυγες και επαναστάτες (χαΐνηδες), που έχοντας σαν βάση τη νησίδα παρενοχλούσαν τους Τούρκους. Η δράση τους διήρκεσε όσο οι Ενετοί κατείχαν το φρούριο, αφού με τη συνθήκη παράδοσης του Χάνδακα το 1669, η Σπιναλόγκα παρέμεινε στην κυριότητα της Βενετίας. Η Ενετοί, προσπάθησαν να κρατήσουν το στρατηγικής σημασίας αυτό φρούριο, όπως και τα φρούρια της Γραμβούσας και της Σούδας, ελπίζοντας να ανακαταλάβουν την Κρήτη.
Ωστόσο, το νησί παραδόθηκε με νέα συνθήκη στους Τούρκους το 1715, δίνοντας οριστικό τέλος στην κυριαρχία των Ενετών στην Μεσόγειο. Κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας το φρούριο περιθωριοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας κι απομόνωσης. Αργότερα, στη Σπιναλόγκα διαμορφώθηκε σταδιακά ένας οικισμός αμιγώς οθωμανικός, καθώς το νησί παρείχε απόλυτη ασφάλεια στις οικογένειες. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο ρόλος του λιμανιού της Σπιναλόγκας αναβαθμίστηκε καθώς απέκτησε άδεια εξαγωγικού εμπορίου. Στα μέσα του 19ου αιώνα, στη νησίδα συγκεντρώθηκε μεγάλος αριθμός κατοίκων, στην πλειονότητά τους έμποροι και ναυτικοί, που επωφελούμενοι από την ασφάλεια του οχυρωμένου οικισμού εκμεταλλεύτηκαν τους εμπορικούς δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου. Υπολογίζεται ότι το 1834 κατοικούσαν στη Σπιναλόγκα περίπου 80 οικογένειες, ενώ το 1881, ο αριθμός αυτός ανέβηκε στις 227. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν κτίρια από την περίοδο της καστροπολιτείας, όπως διώροφες κατοικίες με ψηλούς μαντρότοιχους και εμπορικά καταστήματα με μεγάλες πόρτες και τζαμαρίες. Η ζωή του οικισμού διακόπηκε απότομα λόγω των πολιτικών εξελίξεων που έλαβαν χώρα στην Κρήτη στα τελευταία έτη του 19ου αιώνα. Από το 1897 στο νησί και για ένα έτος περίπου στη Σπιναλόγκα εγκαταστάθηκαν Γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η ανασφάλεια που επικράτησε ανάμεσα στους Οθωμανούς της Κρήτης, λόγω της επαναστατικής δράσης των Χριστιανών, ανάγκασε την πλειονότητα των κατοίκων της Σπιναλόγκας να μεταναστεύσουν. Ως το 1903, όλοι οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το νησί.
ΛΕΠΡΟΚΟΜΕΙΟ
Το 1903 η Κρητική Πολιτεία μάζεψε όλους τους λεπρούς του νησιού που ζούσαν εξαθλιωμένοι σε οικισμούς (Μεσκίνια) έξω από τις μεγάλες πόλεις της Κρήτης, και τους συγκέντρωσε στη Σπιναλόγκα. Έτσι, το νησί μετατράπηκε σε λεπροκομείο για τους Κρητικούς ασθενείς της νόσου του Χάνσεν, της γνωστής λέπρας και αργότερα για λεπρούς από όλη την Ελλάδα. Μια ιστορία γεμάτη πόνο, κραυγές και θάνατο θα κυρίευε το νησί για μισό αιώνα. Αρχικά η ζωή των λεπρών ήταν άθλια. Το νησί ήταν μια απέραντη τρώγλη, ένα νεκροταφείο υπό προθεσμία, χωρίς την παραμικρή οργάνωση, χωρίς φαρμακευτική αγωγή για τους ασθενείς, χωρίς ελπίδα. Αργότερα το λεπροκομείο αναβαθμίστηκε. Διέθετε διευθυντή ιατρό, νοσηλευτικό προσωπικό, επιστάτη, καθαριστές, οικονομική υπηρεσία κι ιερέα. Οι άρρωστοι κατοικούσαν στα κτίρια του τουρκικού οικισμού, αλλά και σε σύγχρονα κτίρια που κατασκευάστηκαν στη δεκαετία του ’30. Μεγάλα τμήματα του ενετικού τείχους καταστράφηκαν το 1939, με δυναμίτιδα για να ανοιχθεί ο περιμετρικός δρόμος, που υπάρχει σήμερα στη νησίδα. Με αφορμή την ίδρυση του λεπροκομείου, οι κάτοικοι της απέναντι παραλίας στην Πλάκα, έχτισαν το σημερινό ομώνυμο οικισμό, για να εξυπηρετούν τους λεπρούς που έμεναν στο νησί. Στην περίοδο της Ιταλογερμανικής κατοχής οι κατακτητές δεν τολμούσαν να αφήσουν ελεύθερους τους λεπρούς, ενώ έπρεπε να τους τροφοδοτούν οι ίδιοι, επειδή το απέναντι χωριό Πλάκα το είχαν εκκενώσει και είχαν διώξει τους κατοίκους σ’ άλλα χωριά. Επίσης, όλη την παραθαλάσσια περιοχή της Ελούντας την είχαν οχυρώσει με πολυβολεία, υπόγειες στοές, ναρκοπέδια, από φόβο πιθανής απόβασης των Άγγλων στο μέρος αυτό. Ποτέ δεν μπήκε στο νησάκι Ιταλός ή Γερμανός κι αυτό βοήθησε να λειτουργήσουν παράνομα ραδιόφωνα, ενώ ο γιατρός Διευθυντής Γραμματικάκης αντέγραφε τις ειδήσεις του Λονδίνου και του Καΐρου και τις μοίραζε ως δελτία ειδήσεων στους κατοίκους. Τελικά το 1957, με την ανακάλυψη των αντιβιοτικών και την ίαση των λεπρών, το λεπροκομείο έκλεισε και το νησί ερημώθηκε. Μόνο ένας ιερέας έμεινε στο νησί ως το 1962, για να μνημονεύει τους λεπρούς μέχρι 5 χρόνια μετά τον θάνατο τους.
ΣΗΜΕΡΑ
Μετά το 1957, γι’ αρκετά δεκαετίες το νησί έμεινε αναξιοποίητο. Με το ενδιαφέρον των πολυάριθμων τουριστών να αυξάνεται, άρχισε τη δεκαετία του ’70 να γίνεται συστηματική αναστήλωση κι επισκευή των παλιών κτισμάτων, των οχυρωματικών ενετικών τειχών, των παλιών οικιών, των δρόμων, ενώ γκρεμίστηκαν και τα κτίρια του λεπροκομείου. Οι εργασίες συνεχίζονται ακατάπαυστα από τότε, βελτιώνοντας συνέχεια την κατάσταση των κτιρίων. Σήμερα το φρούριο κι η καστροπολιτεία της Σπιναλόγκας διατηρούνται, στο μεγαλύτερο μέρος τους, σε καλή κατάσταση και το νησί θεωρείται από τα πιο σημαντικά θαλάσσια οχυρά της Μεσογείου. Πάνω από 300.000 επισκέπτες επισκέπτονται κάθε χρόνο τη Σπιναλόγκα με καραβάκια που ξεκινούν από τον Άγιο Νικόλαο, την Ελούντα και την Πλάκα, που απέχει μόλις 800 μ. Έτσι το νησί κατατάσσεται μέσα στους 5 πρώτους βυζαντινούς-μεταβυζαντινούς αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας. Τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια από τους τοπικούς φορείς να ενταχθεί η Σπιναλόγκα στα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Το 2005, η συγγραφέας Βικτόρια Χίσλοπ έγραψε ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τη Σπιναλόγκα με τίτλο «Το Νησί», που το 2007 απέσπασε το βρετανικό βραβείο του Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα. Το βιβλίο κυριάρχησε για 24 εβδομάδες στο βρετανικό top 10 και έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 15 γλώσσες, κάνοντας τη Σπιναλόγκα και την ιστορία της πασίγνωστη σε όλο το κόσμο.
|
Η συγγραφέας Βικτόρια Χίσλοπ με πρώην λεπρό της Σπιναλόγκα |
ΦΡΟΥΡΙΟ ΚΑΖΑΡΜΑ
Το κάστρο της Καζάρμα (Casa di Arma) βρίσκεται σε ένα λόφο δίπλα στο λιμάνι της Σητείας, θυμίζοντας ακόμη τις παλιές εποχές που προστάτευε την πόλη. Το φρούριο αποτελεί το μόνο διασωζόμενο τμήμα των παλιών τειχών της πόλης, που καταστράφηκαν από τους Ενετούς. Το φρούριο, που λειτούργησε ως στρατώνας ή διοικητήριο, δεν είναι ενετικό καθώς κτίστηκε κατά τη Βυζαντινή Περίοδο, όπως και τα τείχη της Σητείας. Οι Ενετοί αργότερα κατεδάφισαν τα τείχη για να τα ξανακτίσουν πιο ισχυρά, κάτι που δεν έγινε ποτέ. Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας τα τείχη δεν ξανακτίστηκαν, αλλά η Καζάρμα αναστηλώθηκε και προστέθηκαν κάποια νέα στοιχεία. Σήμερα η Καζάρμα χρησιμοποιείται για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις Κορνάρεια. Το φρούριο είναι διώροφο, με εσωτερικές σκάλες που οδηγούν στους ορόφους και στις πολεμίστρες.
ΦΡΟΥΡΙΟ ΚΑΛΕΣ
Το Φρούριο Καλές κτίστηκε από τους Ενετούς τον 13ο αιώνα, για να προστατεύει τη πόλη της Ιεράπετρας από τους εχθρούς της. Το 1508 καταστράφηκε από σεισμό και από επιδρομές των Τούρκων. Οι ζημιές του κάστρου δεν επιδιορθώθηκαν εντελώς, ίσως γιατί ήταν πολύ σοβαρές και δεν υπήρχε οικονομική δυνατότητα. Όταν η Ιεράπετρα έπεσε στα χέρια των Τούρκων το 1647, το κάστρο επιδιορθώθηκε και χρησιμοποιήθηκε για την άμυνα της πόλης. Από την περίοδο αυτή κρατάει και το όνομά της Καλές, που αποτελεί παραφθορά του τούρκικου «Κουλές», που σημαίνει πύργος. Όλα αυτά τα χρόνια ο Καλές στέκεται επιβλητικός στην είσοδο του παλιού λιμανιού της Ιεράπετρας, μαρτυρώντας την ιστορία της πόλης. Σήμερα μπορείτε να επισκεφτείτε το φρούριο και να παρακολουθήσετε τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που διοργανώνει ο Δήμος.