23 Οκτ 2011

1453: Η άλωση της Κωνσταντινούπολης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Με την κατάκτηση της Πόλης το 1204, κατά την Δ' Σταυροφορία, αρχίζει η κατάρρευση του Βυζαντίου, που μετά το 1430 περιλαμβάνει μόνο την ίδια την πρωτεύουσα με τα περίχωρά της και το Δεσποτάτο του Μορέως. Οι προσπάθειες του Ιωάννη Παλαιολόγου για βοήθεια από τη Δύση, μέσω της ένωσης των Εκκλησιών, δημιουργεί τρομερές αντιθέσεις στην Κωνσταντινούπολη, μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών. Την ίδια εποχή, η αναρρίχηση στον οθωμανικό θρόνο του αδιάλλακτου Μωάμεθ, στη θέση του διαλλακτικού πατέρα του, Μουράτ, σημαίνει εφαρμογή της έμμονης ιδέας του πρώτου, που είναι η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Κάτι που καταφέρνει μετά από πολιορκία 55 ημερών. Η άλωση της Πόλης γίνεται την Τρίτη 29 Μαΐου 1453.

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Τον 10ο και τον 11ο αιώνα, οι συγκρούσεις με τους εκχριστιανισμένους, ήδη από το 864, Βουλγάρους, έδειξαν στην ηγεσία της αυτοκρατορίας ότι η κοινή θρησκεία δεν αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα συγκρούσεων. Το οριστικό σχίσμα, μάλιστα, ανάμεσα στην Εκκλησία της Ρώμης και αυτής της Κωνσταντινούπολης, το 1054, διέρρηξε ακόμα περισσότερο τους δεσμούς ανάμεσα στα χριστιανικά κράτη. Από εδώ και πέρα, η Δύση άρχισε να αντιμετωπίζει το Βυζάντιο ως κράτος μη φιλικό, ενώ και η αυτοκρατορία ήταν ιδιαίτερα καχύποπτη απέναντι στη Ρώμη.

Το 1204 οι Δυτικοί, με τις ευλογίες του Πάπα Ιννοκέντιου Γ', και υπό την αρχηγία του Ιταλού Βονιφάτιου Μομφερατικού, οργάνωσαν την Δ' Σταυροφορία. Ο Δόγης της Βενετίας, Δάνδολος, μετέφερε με τα πλοία της Βενετίας 40.000 πολεμιστές πλιατσικολόγους μπροστά από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι έκαναν την τελική τους επίθεση στις 12 Απριλίου 1204. Η κατάληψη της πρωτεύουσας από τους Φράγκους συνοδεύτηκε από ένα απίστευτο κύμα λεηλασιών και σφαγών, τέτοιας έκτασης ώστε να αναγκαστεί ο Πάπας Παύλος Β', 800 και πλέον χρόνια αργότερα, στη διάρκεια της επίσημης επίσκεψής του στην Ελλάδα, να ζητήσει δημοσίως συγγνώμη από τους Ορθόδοξους. Το πλιάτσικο που έγινε ήταν άνευ προηγουμένου και ό,τι αξιόλογο μπορούσε να μεταφερθεί, από τα 4 άλογα που τοποθετήθηκαν στην πρόσοψη της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου και πολύτιμα ιερά σκεύη που επίσης υπάρχουν στην ίδια εκκλησία, μέχρι το τεράστιο σε βάρος μαρμάρινο λιοντάρι που υπάρχει στην είσοδο του Arsenale, έχουν μεταφερθεί από την Κωνσταντινούπολη.

Η ανακατάληψη της πρωτεύουσας από τις δυνάμεις του Μιχαήλ Η' του Παλαιολόγου, σήμαινε ανάμεσα στα άλλα και την εγκατάλειψη της Μικράς Ασίας στα χέρια των τουρκικών φυλών. Γύρω στο 1340, λίγες μόνον παραλιακές πόλεις κοντά στην Κωνσταντινούπολη παρέμεναν υπό βυζαντινό έλεγχο. Οι Οθωμανοί έβαλαν πόδι στην Ευρώπη με τον εποικισμό της Καλλίπολης, που έγινε το 1354 και αποκάλυψε τις αληθινές τους προθέσεις. Έτσι, όταν το 1368 κατέλαβαν την Αδριανούπολη, ο Σουλτάνος Μουράτ Α' την κάνει πρωτεύουσά του, στη θέση της Προύσσας. Ο Ιωάννης Η' ανέβηκε στο θρόνο το 1425, όταν το Βυζάντιο είχε φτάσει στον έσχατο βαθμό κατάπτωσης. Το 1430, η Θεσσαλονίκη, μετά από σκληρή πολιορκία, καταλαμβάνεται και ο πληθυσμός της εξανδραποδίζεται ή φονεύεται. Την ίδια χρονιά, τα Ιωάννινα παραδίδονται από τους κατοίκους τους για να αποφύγουν αυτά που υπέστησαν οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης.

Κι ενώ αυτά συμβαίνουν στο Βορρά, το Δεσποτάτο του Μορέως, στο Νότο, έχει φέρει ξανά στο Βυζάντιο σχεδόν ολόκληρη την Πελοπόννησο. Πρωταγωνιστής ήταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ένας από τους δεσπότες του Μυστρά και αδελφός του αυτοκράτορα Ιωάννη. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η' ήταν βέβαιος ότι η επιβίωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, έστω και σε αυτό το ισχνό της μέγεθος, θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με βοήθεια από τη Δύση. Γι’ αυτό και αποφάσισε να πιέσει για την ένωση των Εκκλησιών, η οποία, όπως ήλπιζε, θα οδηγούσε στη δημιουργία μιας νέας Σταυροφορίας κατά των Οθωμανών. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις, ο Πάπας Ευγένιος Δ' κάλεσε τον αυτοκράτορα να φέρει από την Κωνσταντινούπολη στην Ιταλία μια αντιπροσωπεία για τη Σύνοδο των δύο Εκκλησιών. Ο Ιωάννης, αν και θα προτιμούσε η Σύνοδος να γίνει στην Κωνσταντινούπολη, δέχτηκε να πάνε στην Ιταλία. Έτσι, με χρηματοδότηση του Κοζίμου των Μεδίκων, άρχισαν στις 9 Απριλίου 1438 στη Φεράρα, οι συζητήσεις ανάμεσα στις αντιπροσωπείες του Πάπα Ευγένιου Δ' και της Ανατολικής Εκκλησίας. Ο αυτοκράτορας, για να βελτιώσει το επίπεδο της αντιπροσωπείας των Βυζαντινών, προώθησε σε θέσεις μητροπολιτών τρεις μορφωμένους μοναχούς: τον Βησσαρίωνα από την Τραπεζούντα, ονόμασε μητροπολίτη Νικαίας, τον Ισίδωρο, μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ρωσίας, και τον Μάρκο Ευγενικό, μητροπολίτη Εφέσου. Σ’ αυτούς πρόσθεσε τρεις κοσμικούς φιλόσοφους: τον Γεώργιο Σχολάριο, τον Γεώργιο Αμιρούτζη και τον Πλήθωνα Γεμιστό. Στις αρχές του 1439, οι εργασίες της Συνόδου μεταφέρθηκαν στη Φλωρεντία, όπου, μετά από μακρές και δύσκολες συζητήσεις, υπογράφηκε η ένωση των Εκκλησιών και διαβάστηκαν τα σχετικά έγγραφα στον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας, λατινικά με τον καρδινάλιο Τσεζαρίνι και ελληνικά από τον αρχιεπίσκοπο Νικαίας Βησσαρίωνα.
Το 1448, πέθανε ο Ιωάννης Η' και στο βυζαντινό θρόνο τον διαδέχτηκε ο αδελφός του, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, 45 ετών, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν στον Μυστρά. Εκεί, στις 6 Ιανουαρίου του 1449, έγινε η στέψη στη Μητρόπολη από τον τοπικό μητροπολίτη, κάτι που είχε να γίνει εκτός της πρωτεύουσας και χωρίς τον Πατριάρχη, για μια περίοδο 1.000 ετών. Όταν έφτασε με τις γαλέρες του στην Κωνσταντινούπολη ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ήταν 12 Μαρτίου. Παρά τις αναμφισβήτητες ικανότητές του, ήταν αδύνατο να κατορθώσει τη σωτηρία της πόλης, απέναντι από την οποία, στο Πέραν, υπήρχε μια αποικία της Γένοβας, που είχε παραμείνει ουδέτερη. Οι προσπάθειες του Κωνσταντίνου να πετύχει βοήθεια από τον Πάπα, σε εφαρμογή των αποφάσεων της Συνόδου της Φλωρεντίας, συνάντησαν πολύ σκληρή άρνηση από τη μεριά των ανθενωτικών, οι οποίοι απροκάλυπτα δήλωναν ότι ήταν προτιμότερο να δουν στη μέση του δρόμου τούρκικο φακιόλι, παρά λατινική καλύπτρα.

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΩΑΜΕΘ ΣΤΟ ΘΡΟΝΟ
Ο θάνατος του Σουλτάνου, Μουράτ A', στην Αδριανούπολη, το Φεβρουάριο του 1451, βρήκε τον ικανό και φιλόδοξο διάδοχο του θρόνου, Μωάμεθ Β', στη Μαγνησία. Μόλις διέσχισε τα Δαρδανέλλια, σταμάτησε για δυο μέρες στην Καλλίπολη, για να του οργανωθεί η κατάλληλη υποδοχή. Ο νέος Σουλτάνος έδειξε αμέσως τις προθέσεις του. Πρώτος και μεγαλύτερος στόχος ήταν η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Το χειμώνα του 1451, έστειλε διαταγές σε όλες τις κτήσεις του να συγκεντρώσουν 1.000 έμπειρους οικοδόμους και αντίστοιχο αριθμό εργατών, οι οποίοι θα έπρεπε να βρίσκονται στο στενότερο σημείο του Βοσπόρου, από την ευρωπαϊκή πλευρά. Εκεί, άρχισε να γκρεμίζει εκκλησίες και μοναστήρια για να χρησιμοποιήσει τα οικοδομικά υλικά για την κατασκευή ενός κάστρου. Οι εργασίες ανέγερσης άρχισαν την άνοιξη του 1452 και ολοκληρώθηκαν τέλη Αυγούστου του 1452. Χτίζοντας το Ρουμελί Χισάρ πέτυχε και τον πραγματικό αποκλεισμό της Πόλης από τον έξω κόσμο. Ο Μωάμεθ μελέτησε, στη συνέχεια, αυτοπροσώπως την οχύρωση της Κωνσταντινούπολης. Στο μεταξύ, διέταξε κάθε πλοίο, που θα διέσχιζε το Βόσπορο, να σταματά στο κάστρο για επιθεώρηση. Όποιο δε σταματούσε, θα το βύθιζαν. Μάλιστα, για να είναι πιο εύκολη η πραγματοποίηση της απειλής του, τοποθέτησε και τρία μεγάλα κανόνια. Στις αρχές του Νοεμβρίου, δύο βενετσιάνικα πλοία που ερχόντουσαν από τη Μαύρη Θάλασσα, αρνήθηκαν να σταματήσουν. Αν και προσπάθησαν να τα βυθίσουν, αυτά διέφυγαν. Κάτι που δεν κατάφερε, μετά από 15 μέρες, ένα άλλο βενετσιάνικο πλοίο, το οποίο βυθίστηκε και όλο το πλήρωμά του μεταφέρθηκε στο Διδυμότειχο. Εκεί έμενε εκείνη την εποχή ο Σουλτάνος, ο οποίος διέταξε να αποκεφαλιστούν όλοι, εκτός από τον πλοίαρχο, που καταδικάστηκε σε ανασκολοπισμό. Οι προσπάθειες των Βυζαντινών να πετύχουν κάποια δέσμευση των Δυτικών και την αποστολή βοηθητικών σωμάτων για την άμυνα της Πόλης, οι οποίες μάλιστα είχαν την υποστήριξη του Πάπα Νικολάου Ε', που διαδέχτηκε το 1447 τον Ευγένιο Δ', συνεχίστηκαν αμείωτες σε όλη τη διάρκεια του 1452, με λίγα όμως αποτελέσματα. Τελικά, μόνον ο ελληνικής καταγωγής, πρώην μητροπολίτης Κιέβου και τώρα καρδινάλιος της Καθολικής Εκκλησίας, Ισίδωρος, μ’ εντολή του Πάπα, επισκέφτηκε τα νησιά του Αιγαίου, καλώντας τους κατοίκους τους να συμμετάσχουν στα εθελοντικά σώματα. Το σώμα που κατάφερε με πολλούς κόπους να σχηματίσει, 200 όλοι και όλοι άντρες, έφτασε στο τέλος του Οκτωβρίου 1452 στην Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας, με τη συναίνεση του Πατριάρχη Γρηγορίου, στις 12 Δεκεμβρίου, οργάνωσε μια λειτουργία στην Αγία Σοφία, στη διάρκεια της οποίας ακούστηκε: « Νικολάου Πάπα και Πατριάρχου Ρώμης, πολλά τα έτη». Το γεγονός αυτό εξόργισε τους ανθενωτικούς, οι οποίοι υπό την ηγεσία του Λουκά Νοταρά και του Γεωργίου Σχολαρίου, που είχε γίνει πλέον μοναχός με το όνομα Γεννάδιος και κλείστηκε σ’ ένα κελί στο μοναστήρι του Παντοκράτορα, έφτασαν σε ακρότητες. Αρνούνταν ακόμα και την τέλεση μυστηρίων στους ιερείς που πήραν μέρος στη λειτουργία της 12ης Δεκεμβρίου. Το κλίμα που επικρατούσε στην Κωνσταντινούπολη, στις αρχές του 1453, ήταν ένα κλίμα βαθιάς διαίρεσης κι έλλειψης πατριωτισμού και πολιτικής σοφίας, ανάμεσα στα μέλη των τάξεων των ευγενών και των πλουσίων. Ο αυτοκράτορας άρχισε να προετοιμάζει την πόλη για την πολιορκία. Στις κρατικές αποθήκες συγκεντρώθηκαν προμήθειες όλων των ειδών και οι εκκλήσεις προς χριστιανούς ηγεμόνες για βοήθεια, συνεχίστηκαν. Σε ό,τι αφορά τα αποθέματα νερού δεν υπήρχε σοβαρό πρόβλημα, γιατί η Πόλη είχε πολλές υπόγειες δεξαμενές, όπως αυτή που είναι δίπλα στην Αγία Σοφία κι η οποία αναφέρεται ως βυθισμένο ανάκτορο, επειδή στηρίζεται σε εκατοντάδες κίονες, που έχουν μεταφερθεί από αρχαίους ναούς.
Η Κωνσταντινούπολη είναι πάνω σε μια χερσόνησο με τριγωνικό σχήμα. Τα χερσαία τείχη, που εκτείνονται από τη συνοικία των Βλαχερνών, στον Κεράτιο, μέχρι τη συνοικία του Στουδίου, στην Προποντίδα, και το μήκος τους είναι περίπου 7 χιλιόμετρα, περιβάλλονται από εξωτερική τάφρο και διακρίνονται σε εσωτερικό και εξωτερικό τείχος. Τα τείχη κατά μήκος του Κεράτιου ήταν μονά, είχαν μήκος 5,5 χιλιόμετρα και έφταναν μέχρι το ακρωτήριο της Ακρόπολης, κάτω από το σημερινό Τοπ-Καπί. Από το σημείο αυτό, στην είσοδο του Κερατίου, και κατά μήκος της Προποντίδας, μήκους περίπου 9 χιλιομέτρων, ήταν και πάλι μονά. Έφταναν κατακόρυφα σχεδόν μέχρι τη θάλασσα και είχαν δύο οχυρωμένα λιμάνια και 11 πύλες. Στη συνέχεια στρατολογήθηκαν όλοι οι άντρες που θα μπορούσαν να λάβουν μέρος στην άμυνα. Συγχρόνως, επειδή το κρατικό θησαυροφυλάκιο ήταν άδειο, ο Κωνσταντίνος προχώρησε σε αναγκαστικό δάνειο από τις εκκλησίες και τα μοναστήρια. Τέλος, τον Μάρτιο του 1453, έκλεισε με αλυσίδα τον Κεράτιο κόλπο, για να αποτρέψει την είσοδο οθωμανικών πλοίων σ’ αυτόν. Στο διάστημα μέχρι τον Απρίλιο, έφτασαν στην Πόλη αρκετοί εθελοντές υπερασπιστές. Ήδη από τις 26 Ιανουαρίου, είχε φτάσει κατευθείαν από τη Χίο ο περίφημος θαλασσινός ήρωας και μέτοχος της γενοβέζικης μαούνας που διοικούσε τη Χίο, Ιωάννης Ιουστινιάνης, με δύο πλοία και 800 μαχητές, εφοδιασμένους και εξοπλισμένους με δικά του έξοδα. Αρκετοί Λατίνοι εθελοντές από την Αγκώνα, Βενετοί και Έλληνες από την Κρήτη, πέντε βενετσιάνικα πλοία εξοπλισμένα με χρήματα της βενετικής κοινότητας της Πόλης, μέλη της γενοβέζικης και καταλανικής κοινότητας, βρέθηκαν εκείνες τις τρομερές ημέρες στα χερσαία και στα θαλάσσια τείχη της Κωνσταντινούπολης. Οι υπερασπιστές της Πόλης ποτέ δεν ξεπέρασαν τις 8.000.

ΑΡΧΙΖΕΙ Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ
Από τη μεριά των Οθωμανών, οι πληροφορίες των πηγών είναι αλληλοσυγκρουόμενες. Το πιο πιθανόν είναι ότι ο συνολικός τους αριθμός έφτανε τους 160.000 άντρες. Τα πλοία τους ήταν 150, ενώ ο στόλος των Βυζαντινών έφτανε τα 25, επανδρωμένα όμως με ιδιαίτερα έμπειρα πληρώματα. Εκεί όμως που οι Τούρκοι υπερείχαν απολύτως, ήταν στο πυροβολικό. Στα μέσα του Φεβρουαρίου του 1453, ο Μωάμεθ Β' διέταξε σώμα 10.000 αντρών, κυρίως ιππέων, να συνοδεύσει μέχρι την Κωνσταντινούπολη το τεράστιο πυροβόλο που είχε κατασκευάσει ο Ουρβανός, μετά από διαταγή του. Το τεράστιο σε μέγεθος όπλο ξεπερνούσε σε μήκος τα 8 μέτρα και το βάρος του πλησίαζε τους 20 τόνους. Για τη μεταφορά του χρησιμοποιήθηκαν 60 ζεύγη βοδιών και 400 άντρες, 200 σε κάθε πλευρά του κάρου, για να το υποβαστάζουν. Το πυροβόλο έφτασε μπροστά από την πόλη στις αρχές του Απριλίου.
Λίγες μέρες πριν, στις 23 Μαρτίου, είχε ξεκινήσει και ο Σουλτάνος με 12.000 γενίτσαρους και πολυάριθμους ιππείς με κατεύθυνση την Κωνσταντινούπολη. Στις μονάδες που έφταναν περιλαμβάνονταν και μονάδες Σέρβων, Ούγγρων, ακόμα και Ελλήνων και παρατάσσονταν με βάση το λεπτομερές σχέδιο που είχε συντάξει ο ίδιος ο Σουλτάνος. Στη δεξιά πτέρυγα της τουρκικής παράταξης βρίσκονταν στρατιώτες από τη Μικρά Ασία υπό τη διοίκηση του Μουσταφά πασά. Την αριστερή πτέρυγα σχημάτιζαν στρατιώτες από τα Βαλκάνια υπό τις διαταγές του Τουραχάν Μπεϊλέρμπεη της Ρούμελης. Πίσω από το κέντρο της παράταξης, υπήρχε ισχυρότατη εφεδρεία, ενώ στην περιοχή γύρω από τον Γαλατά, τοποθετήθηκαν μονάδες πεζικού και πυροβολικού υπό τους Ζαγανό πασά και Καρατζά μπέη.
Τον Μάρτιο του 1453, πλοία κάθε είδους άρχισαν να συγκεντρώνονται στην Καλλίπολη. Τα περισσότερα ήταν νέα που είχαν, που είχαν ναυπηγηθεί βιαστικά σε ναυπηγία του Αιγαίου. Υπήρχαν και παλιά που είχαν επισκευαστεί. Επικεφαλής του στόλου ορίστηκε ο βουλγαρικής καταγωγής εξωμότης κυβερνήτης της Καλλίπολης, Σουλεϊμάν Μπατόγλου.

Στις 5 Απριλίου 1453, άρχισε η πολιορκία. Η σκηνή του Σουλτάνου τοποθετήθηκε στα δεξιά της πύλης του Αγίου Ρωμανού, απέναντι από την οποία τοποθετήθηκε το τεράστιο πυροβόλο του Ουρβανού. Τα υπόλοιπα πυροβόλα του, περίπου 70, τοποθετήθηκαν σε 14 άλλα σημεία και άρχισαν αμέσως το έργο της κατεδάφισης των τειχών. Απέναντι από τον Σουλτάνο παρατάχθηκε ο Ιουστινιάνης, με 3.000 άντρες και εκεί κοντά εγκατέστησε το στρατηγείο του και ο αυτοκράτορας. Τις πρώτες μέρες της πολιορκίας, οι Οθωμανοί λεηλάτησαν και ορισμένες περιπτώσεις κατέστρεψαν τα χωριά που βρίσκονταν κοντά στην Πόλη, όπως τα Θεραπιά και τη Σηλυβρία. Στο μεταξύ, ο στόλος του Μπατόγλου βάλθηκε να καταλάβει τα Πριγκιποννήσια. Τα τρία πρώτα, η Πρώτη, η Αντιγόνη και η Χάλκη παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση. Στην Πρίγκηπο, μετά από πολιορκία, κατέλαβαν το φρούριό της, του οποίου οι μόλις 30 ηρωικοί υπερασπιστές κατεσφάγησαν.
Στις 12 Απριλίου, ο τουρκικός στόλος εισήλθε στο Βόσπορο και στάθμευσε στο Διπλοκιόνι, εκεί που σήμερα υπάρχει το ανάκτορο του Ντολμά Μπαχτσέ. Την ίδια μέρα αρχίζει η δράση του οθωμανικού πυροβολικού. Οι τεράστιες λίθινες σφαίρες εκσφενδονίζονταν από μικρή απόσταση και μέσα σε πυκνό καπνό διέσχιζαν το αέρα πριν πέσουν στα τείχη, όπου και διαλύονταν σε χιλιάδες κομμάτια. Από την άλλη πλευρά των τειχών, συνεργεία των υπερασπιστών, συνεπικουρούμενα από τον άμαχο πληθυσμό, εργάζονταν αδιάκοπα για την επισκευή τους. Παρά την ηρωική προσπάθεια των υπερασπιστών, ήταν αδύνατο να αποτραπεί η καταστροφή των τειχών και έτσι στις 18 Απριλίου, μέρος του εξωτερικού τείχους και δύο πύργοι του εσωτερικού, στο μέρος της κοιλάδας του Λύκου ποταμού, κατέρρευσαν. Η κατακρήμνιση αυτή, έδωσε στον Μωάμεθ την εντύπωση ότι θα μπορούσε να κυριεύσει την πόλη με έφοδο. Δύο ώρες μετά τη δύση του ηλίου, της 18ης Απριλίου, έδωσε διαταγή για γενική επίθεση. Παρά την ορμή των επιτιθεμένων, η επίθεση απέτυχε και κατέληξε στην άτακτη οπισθοχώρησή τους, με αρκετές απώλειες. Οι υπερασπιστές αναθάρρησαν και επιδόθηκαν με μεγαλύτερο ζήλο στην επισκευή των τειχών.

ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Στις αρχές Απριλίου, ο άνεμος ήταν βόρειος. Οι τρεις γενοβέζικες γαλέρες, που είχε μισθώσει ο Πάπας και τις είχε γεμίσει με όπλα και άλλα εφόδια, ήταν αποκλεισμένες στη Χίο. Όταν στα μέσα Απριλίου, ο άνεμος άλλαξε σε νότιο, απέπλευσαν για την Κωνσταντινούπολη. Στο δρόμο συνάντησαν ένα αυτοκρατορικό πλοίο φορτωμένο με στάρι από τη Σικελία, με κυβερνήτη τον Φλαντανελά. Μιας και τα Δαρδανέλια ήταν αφύλακτα, επειδή όλος ο τουρκικός στόλος ήταν στην Κωνσταντινούπολη, έπλευσαν γρήγορα στην Προποντίδα και το πρωί της 20ης Απριλίου έφτασαν κοντά στην Πόλη. Αμέσως, το σύνολο σχεδόν του τουρκικού στόλου απέπλευσε από το Διπλοκιόνιο με στόχο να καταστρέψει ή να συλλάβει τα τέσσερα πλοία. Ο άνεμος ήταν αντίθετος για τους Τούρκους. Η συντριπτική τους, όμως, αριθμητική υπεροχή, έκανε σχεδόν βέβαιη την επιτυχία τους. Η νότια αύρα έφερνε ολοένα και πιο κοντά τα τέσσερα πλοία στην πόλη και στον τουρκικό στόλο. Η υπερασπιστές της πρωτεύουσας και οι πολίτες ανέβηκαν στα τείχη για να παρακολουθήσουν τον άνισο αγώνα. Το ίδιο έκανε και ο Σουλτάνος. Την ίδια στιγμή σταμάτησε ο άνεμος και τα τουρκικά τα περικύκλωσαν, ζητώντας να κατεβάσουν τα ιστία και να παραδοθούν. Ο Φλαντανελάς απάντησε με κατάρες και αμέσως άρχισε μια φονική πεζομαχία, μιας και τα πλοία είχαν κολλήσει το ένα πάνω στο άλλο. Ο ιστορικός Κριτόπουλος γράφει: «Και πρώτα μεν με μεγάλους αμφορείς, γεμάτους με νερό, κρεμασμένους με σχοινιά, έσβηναν τις πυρκαγιές, αλλά και σκότωναν πολλούς που βρίσκονταν στο διάβα τους. Την ίδια στιγμή κάποιοι άλλοι έριχναν ακόντια, δόρατα και ξυστά σ’ αυτούς που έκαναν επίθεση και τους φόνευαν, ενώ άλλοι εκτόξευαν λίθους, άλλοι έκοβαν με μπαλτάδες τα χέρια αυτών που προσπαθούσαν να μπουν στα πλοία ή με ρόπαλα συνέθλιβαν τα κεφάλια των Τούρκων». Για πολλές ώρες συνεχίστηκε η μάχη, με μεγάλες απώλειες για τους Τούρκους και σχετικά μικρές για τους Έλληνες και Γενουάτες. Ο Σουλτάνος ήταν τόσο εξοργισμένος με τα πληρώματά του, ώστε έφτασε μέχρι το σημείο να μπει μέσα στη θάλασσα έφιππος, για να τους εμφυσήσει επιθετικό πνεύμα. Μάταια, όμως, γιατί τα τέσσερα πλοία, εκμεταλλευόμενα τον ούριο άνεμο που στο μεταξύ άρχισε να πνέει και πάλι, και τον αντιπερισπασμό που δημιούργησαν τρία πλοία που βγήκαν από τον Κεράτιο, κατόρθωσαν να εισέλθουν στο λιμάνι της πόλης. Την επομένη, στις 21 Απριλίου, ο εξοργισμένος Σουλτάνος καθαίρεσε το ναύαρχο και τον τιμώρησε με 100 ραβδισμούς.

Ο Σουλτάνος επιζητούσε τρόπους να περιορίσει τη δράση του ναυτικού των πολιορκημένων και συγχρόνως να κάνει πιο στενή την πολιορκία. Αποφάσισε να σύρει από το Βόσπορο στον Κεράτιο κόλπο αρκετά πλοία, ώστε να αχρηστεύσει την αλυσίδα που έφραζε τον κόλπο και να κάνει πιο στενή την πολιορκία, προσβάλλοντας την Κωνσταντινούπολη από όλες τις πλευρές. Η προσπάθεια του τουρκικού στόλου να επιτεθεί στην αλυσίδα που έφραζε τον Κεράτιο κόλπο, απέτυχε. Η μεταφορά πλοίων από το Βόσπορο στον Κεράτιο, ήταν δύσκολο εγχείρημα. Αλλά, ο Μωάμεθ δεν είχε πρόβλημα ούτε ανθρώπινου δυναμικού ούτε υλικών.
Έτσι έφτιαξε μια δίολκο από σανίδες, αλειμμένες με λίπος και τη νύχτα της 22ης Απριλίου τράβηξαν τα πλοία στην ξηρά με τροχαλίες. Στη συνέχεια, μπροστά από κάθε πλοίο ζεύτηκαν ομάδες από βόδια, ενώ ομάδες αντρών βοηθούσαν στα δυσκολότερα σημεία της διαδρομής. Με τον τρόπο αυτόν μετέφερε 70 πλοία από το Διπλοκιόνιο στον Κεράτιο. Στη Κωνσταντινούπολη, ο κυβερνήτης μιας γαλέρας από την Τραπεζούντα, ο Τζιάκομο Κόκκο, πρότεινε να γίνει αμέσως απόπειρα πυρπόλησης των πλοίων τη νύχτα, και αναλάμβανε ο ίδιος την επιχείρηση. Δυστυχώς, η αναβλητικότητα που υπήρξε και η ενημέρωση που έκαναν στους Γενοβέζους του Πέραν, αποκάλυψαν το σχέδιο στους Τούρκους, οι οποίοι περίμεναν την επίθεση το βράδυ της 28ης Απριλίου. Και έτσι, το πλοίο του Κόκκο βυθίστηκε, και οι περισσότεροι, συμπεριλαμβανομένου και του Κόκκο, χάθηκαν. Τώρα, ο Σουλτάνος με τα πλοία του στον Κεράτιο να τον προστατεύουν, αποφάσισε και κατασκεύασε μια γέφυρα πάνω από το λιμάνι, που έφτανε ακριβώς στα τείχη. Ήταν πλωτή και είχε γίνει από 100 κρασοβάρελα, δεμένα σφιχτά μεταξύ τους. Τα κανόνια του, πλέον, μπορούσαν να βάλλουν εναντίον της συνοικίας των Βλαχερνών, από άλλη γωνία.
Στις 7 Μαΐου, γύρω στις 11 το βράδυ, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση κατά των τειχών και χρησιμοποιώντας σκάλες, προσπάθησαν να φτάσουν στο εσωτερικό τείχος. Η επίθεση κράτησε τρεις περίπου ώρες και τελικά αποκρούστηκε με μεγάλες απώλειες για τους επιτιθέμενους.
Στις 12 Μαΐου, τα μεσάνυχτα, νέα επίθεση κοντά στα ανάκτορα καταλήγει σε αποτυχία. Ο Μωάμεθ, στη συνέχεια, προχώρησε στο να υπονομεύσει τα τείχη της πόλης, με υπονόμους που κατασκεύαζαν Αλβανοί και Σέρβοι και κυρίως αργυρορύχοι. Ο Γερμανός όμως υπονομευτής, Ιωάννης Γκραντ, με ανθυπονόμους και με τη χρήση υγρού πυρός, γέμισε τους 7 υπονόμους, που είχαν προλάβει να κατασκευάσουν οι Τούρκοι, με 2.000, σύμφωνα με τις πηγές, νεκρούς, αναγκάζοντας τον Σουλτάνο να εγκαταλείψει την προσπάθεια.
Συγχρόνως, ο Σουλτάνος έκανε χρήση άλλης μίας επινόησης. Το πρωί της 18ης Μαΐου, οι αμυνόμενοι έφριξαν βλέποντας έναν μεγάλο ξύλινο πύργο με τροχούς να στέκεται έξω από τα τείχη. Μόνον, που το ίδιο βράδυ, μερικοί αμυνόμενοι κατάφεραν και το ανατίναξαν, αχρηστεύοντάς το. Από τα μέσα του περασμένου Απριλίου, κυκλοφορούσε ανάμεσα στον πληθυσμό της Πόλης η φήμη ότι μεγάλη αρμάδα με πλοία της Βενετίας πλησίαζε στα στενά του Ελλησπόντου με σκοπό να λύσει την πολιορκία. Ο Κωνσταντίνος έστειλε στις αρχές Μαΐου ένα ταχύπλοο αυτοκρατορικό πλοίο για να συναντηθεί με το βενετσιάνικο στόλο και να μεταφέρει στον επικεφαλής του χρήσιμες πληροφορίες. Η επιστροφή του πλοίου, στις 23 του μήνα, γέμισε με απογοήτευση τους πολιορκούμενους. Από πουθενά στο Αιγαίο δεν υπήρχε πλοίο της Βενετίας. Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας, είχε πλέον απομείνει μονάχη.

Η ΤΕΛΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ
Εκείνη τη χρονική στιγμή, ο Μωάμεθ απέστειλε προτάσεις ειρήνης στον βυζαντινό αυτοκράτορα, με τις οποίες τον καλούσε να παραδώσει ειρηνικά την πόλη, «απερχόμενος όπου βούλεσαι με τα σων αρχόντων και των υπαρχόντων αυτοίς». Στην περίπτωση, όμως, που ο Κωνσταντίνος αποφάσιζε να αγωνιστεί μέχρις εσχάτων, τότε, σημείωνε εμφατικά ο Σουλτάνος, «συ και οι μετά σου θέλετε απωλέσει συν τη ζωή, τα υπάρχοντα, οι δε άλλοι κάτοικοι αιχμαλωτισθέντες, θέλουσι διασπαρεί εν πάση τη γη». Ο αυτοκράτορας, με τη σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου, διεμήνυσε στον Σουλτάνο, ανάμεσα στα άλλα, και τα εξής: «Ως προς το να σου παραδώσω την πόλη, ούτε δική μου είναι ούτε κανενός άλλου που κατοικεί σ’ αυτήν. Αποφασίσαμε από κοινού να πεθάνουμε με τη θέλησή μας». Η αδυναμία των Τούρκων, παρά τις εκτεταμένες καταστροφές που είχαν επιφέρει στα τείχη της πόλης, να επιτύχουν το αποφασιστικό χτύπημα εναντίον των πολιορκούμενων, η γενναία απάντηση του αυτοκράτορα, αλλά και φήμες για την επικείμενη δήθεν άφιξη ισχυρής βοήθειας από τη Δύση, είχαν αρνητικές επιπτώσεις στο ηθικό των πολιορκητών.
Η δύσκολη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο Σουλτάνος, φαίνεται στο κλίμα που επικράτησε στο συμβούλιο στρατηγών και συμβούλων που συγκάλεσε στις 27 Μαΐου 1453. Ο γηραιός βεζίρης Χαλίλ πασάς συμβούλευσε τον Μωάμεθ να λύσει την πολιορκία και να επιστρέψει στην Αδριανούπολη. Αντίθετα, ο Ζαγανός πασάς και οι περισσότεροι στρατηγοί πρότειναν τη συνέχιση της πολιορκίας μέχρι να επιτύχουν την άλωση της πόλης. Μετά από δισταγμούς, ο Μωάμεθ συντάχθηκε με την άποψη της φιλοπόλεμης μερίδας. Καθόρισε την 29η Μαΐου ως ημέρα γενικής επιθέσεως και διέταξε να μεταδοθεί στο στράτευμα το διάγγελμα και υποσχέθηκε τριήμερη λεηλασία. Στις 28 Μαΐου, ο Σουλτάνος επιθεώρησε τις δυνάμεις του, για την επίθεση της επομένης, ενώ ο ήχος χιλιάδων τυμπάνων και οι αλαλαγμοί των δερβίσηδων δεν άφηναν αμφιβολίες για το τι θα συμβεί μέσα στις ώρες που θα ακολουθούσαν.
Κι ενώ αυτά συνέβαιναν στο στρατόπεδο των Τούρκων, ο αυτοκράτορας και οι συμπολεμιστές του προσπαθούσαν να επιδιορθώσουν τα τείχη, κυρίως στην περιοχή του Αγίου Ρωμανού, χρησιμοποιώντας λίθους, ξύλα, ακόμα και χόρτα αναμεμιγμένα με πηλό. Στη συνέχεια, ο Κωνσταντίνος συμμετείχε σε πάνδημη λιτανεία για την ενίσχυση του φρονήματος του λαού και των πολεμιστών, επικεφαλής της οποίας ήταν η εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, μετά το πέρας της οποίας απευθύνθηκε προς τους υπερασπιστές του, που απάντησαν με ένα στόμα: «Αποθανώμεν υπέρ της του Χριστού πίστεως και της πατρίδος ημών». Από εκεί, κατευθύνθηκε προς την Αγία Σοφία, όπου μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων. Επόμενη στάση υπήρξε το ανάκτορο των Βλαχερνών, όπου ο αυτοκράτορας ζήτησε συγχώρεση από τους οικείους του, για να καταλήξει στη συνέχεια στα τείχη, κοντά στους συμπολεμιστές του.

Η επίθεση άρχισε 3-4 ώρες πριν ξημερώσει η 29η Μαΐου 1453, οπότε η Πόλη δέχτηκε επίθεση και από τις τρεις μεριές. Η έφοδος άρχισε με τα σώματα των άτακτων, των βασιβουζούκων. Αρκετοί από αυτούς ήταν τυχοδιώκτες και πλατσικολόγοι, Γερμανοί και Ούγγροι Χριστιανοί, που προσδοκούσαν κέρδη από τη λαφυραγώγηση. Ο Μωάμεθ επεδίωκε να κουράσει τους ολιγάριθμους αμυνόμενους με τη χρήση αναλώσιμων Χριστιανών, κρατώντας για την τελική επίθεση τα εμπειρότερα και γενναιότερα ασιατικά του στρατεύματα. Οι άτακτοι στερέωσαν χιλιάδες σκάλες στα εξωτερικά τείχη και οι πιο τολμηροί άρχισαν να ανεβαίνουν. Οι υπερασπιστές, όμως, έριχναν τις σκάλες, εκτόξευαν τα βέλη τους, πυροδοτούσαν τα μουσκέτα τους, ενώ δεν παρέλειπαν να αδειάζουν πάνω στα κεφάλια των επιτιθέμενων μεγάλες ποσότητες από πέτρες. Οι μεγάλες απώλειες που είχαν οι άτακτοι και η σκληρή αντίσταση που συνάντησαν, τους έκανε να σκέπτονται την υποχώρηση. Όσοι, όμως, αποπειράθηκαν να αποσυρθούν συνάντησαν μπροστά τους τσαούσηδες που τους περίμεναν με ρόπαλα, έτοιμοι να τους συνετίσουν και να τους επαναφέρουν στη μάχη. Έτσι, η μάχη παρατάθηκε για 1-2 ώρες ακόμα, πριν οι άτακτοι εξαναγκαστούν να υποχωρήσουν, μετά από διαταγή του ίδιου του Σουλτάνου, αυτή τη φορά. Οι αμυνόμενοι, προς στιγμή, νόμισαν ότι η επίθεση απέτυχε κι έτσι θα μπορούσαν να ξεκουραστούν, έστω για λίγο. Ήταν εξαντλημένοι από την πολυήμερη πολιορκία και τη συνεχή και σκληρή εργασία.
Γρήγορα, όμως, και ενώ δεν είχε ακόμα ξημερώσει, αντιλήφθηκαν να εξορμούν προς το λόφο της πύλης του Αγίου Ρωμανού, μονάδες Τούρκων του τακτικού στρατού, οι οποίοι και πάλι προσπάθησαν να τοποθετήσουν σκάλες στο εξωτερικό τείχος, τις οποίες όμως οι υπερασπιστές έσπρωξαν προς τα κάτω. Όσοι από τους Τούρκους βρίσκονταν στη βάση του τείχους δέχονταν βροχή από πέτρες, διαφόρων σχημάτων και μεγεθών ώστε, όπως αναφέρει ο Μπάρμπαρο στο ημερολόγιό του, σκοτώθηκαν περισσότεροι Τούρκοι από όσο θα μπορούσε κανείς να πιστέψει. Την ίδια ακριβώς στιγμή, μια βολή πυροβόλου κατέστρεψε μέρος του πρόχειρου προτειχίσματος και του εξωτερικού τείχους. Υπό την κάλυψη της σκόνης και του μαύρου καπνού, από την ανάφλεξη της πυρίτιδας, 300 περίπου Τούρκοι, αποφασισμένοι ή να νικήσουν ή να πεθάνουν για τον προφήτη, κατόρθωσαν να εισέλθουν στα παρατείχιο, αλλά αποκρούστηκαν. Βλέποντας και αυτήν την έφοδο των στρατευμάτων του να αποτυγχάνει, ο Μωάμεθ αποφάσισε να χρησιμοποιήσει όλες τις δυνάμεις του, ακόμα και τη σωματοφυλακή και τις εφεδρείες του για μια αποφασιστική επίθεση στην περιοχή όπου αμύνονταν ο αυτοκράτορας και ο Ιουστινιάνης.
Η νέα επίθεση άρχισε με την αυγή. Ο ίδιος ο Σουλτάνος τέθηκε επικεφαλής των 12.000 γενιτσάρων του, τους οποίους οδήγησε μέχρι την τάφρο. «Τα βλήματα έπεφταν σαν βροχή», επισημαίνει ο Κριτόπουλος στην «Ιστορία» του, «προκαλώντας σύγχυση στους αμυνόμενους». Αυτή τη σύγχυση προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν οι γενίτσαροι για να καταλάβουν το εξωτερικό τείχος εξαπίνης. Ο Ιουστινιάνης και το μικρό σώμα των υπερασπιστών που τον περιβάλλει, δέχτηκαν τους επιτιθέμενους με λόγχες, πέλεκες, ακόντια και ξίφη. Η μάχη, σε σύντομο διάστημα, μετατράπηκε σε σύγκρουση σώμα με σώμα.
Την ίδια στιγμή, βορειότερα της πύλης της Αδριανούπολης, κοντά στο ανάκτορο του Πορφυρογέννητου, όπου το τείχος γινόταν ουσιαστικά μονό και χωρίς τάφρο, μια μικρή πύλη, σχεδόν υπόγεια, η οποία συνέδεε την πόλη με τον περίβολο του τείχους, είχε μείνει στη διάρκεια της επίθεσης αφύλακτη. Ήταν η Κερκόπορτα. Από αυτήν μπήκε ένας μικρός αριθμός γενιτσάρων στο χώρο ανάμεσα στα δύο τείχη που επιτέθηκαν από τα νώτα στους υπερασπιστές του εξωτερικού τείχους και τους αιφνιδίασαν. Σύντομα, ο αριθμός τους αυξήθηκε, και οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν και προς την πύλη της Αδριανούπολης. Τα αυτοκρατορικά και βενετσιάνικα λάβαρα που βρίσκονταν στους προμαχώνες αντικαταστάθηκαν από τουρκικά. Οι λίγοι Τούρκοι, όμως, που είχαν εισέλθει από εκείνο το σημείο στην πόλη και κατευθύνονταν προς το παλάτι των Βλαχερνών, αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία από το στρατιωτικό σώμα των αδελφών Μποκιάρτι, οι οποίοι κατάφεραν να ανακτήσουν τον έλεγχο της περιβόλου.
Ο αυτοκράτορας, μόλις πληροφορήθηκε το παραπάνω γεγονός, ήταν έτοιμος να σπεύσει προς τα εκεί για να αντιμετωπίσει την κατάσταση, όταν τραυματίστηκε ο Ιουστινιάνης. Το γεγονός αυτό και στη συνέχεια, η αποχώρησή του από το πεδίο της μάχης, παρά τις εκκλήσεις του Κωνσταντίνου να παραμείνει, δημιούργησε, σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές, αναστάτωση στους αμυνόμενους στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ δεν ήταν λίγοι οι Γενοβέζοι συμπολεμιστές του Ιουστινιάνη, οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία, μόλις άνοιξε η μικρή πύλη που συνέδεε την περίβολο με την πόλη, να διαφύγουν μαζί του προς το λιμάνι. Η άμυνα χαλάρωσε, πράγμα που το αντιλήφθηκε ο Μωάμεθ, ο οποίος αμέσως διέταξε μαζική επίθεση στα κατεστραμμένα τείχη.
Η κατάσταση χειροτέρεψε, όταν κάποιοι, βλέποντας τα τουρκικά λάβαρα να ανεμίζουν στην πύλη της Αδριανούπολης, άρχισαν να φωνάζουν: «η πόλις εάλω», ενώ στην πραγματικότητα δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Η κραυγή, όμως, αποθάρρυνε τους πιο πολλούς υπερασπιστές, οι οποίοι πλέον κατά δεκάδες προσπαθούσαν να διαφύγουν προς την πόλη από την πύλη που είχε αφήσει ανοικτή, κατά την αποχώρησή του, ο Ιουστινιάνης. Ο περίβολος κατακλύσθηκε από χιλιάδες Τούρκους. Στις 8 το πρωί, της 29ης Μαΐου, η περιοχή της πύλης του Αγίου Ρωμανού, όπου μαχόταν ο αυτοκράτορας, δέχτηκε επίθεση από τα νώτα. Όταν αντιλήφθηκε ότι ήταν περικυκλωμένος από τους Τούρκους, ακούστηκε να λέει: «Ουκ έστι τις των Χριστιανών λαβείν την κεφαλήν εμού;». Λίγο μετά, έπεφτε νεκρός, άγνωστος ανάμεσα στις εκατοντάδες των πεσόντων, ο Κωνσταντίνος Δραγάτσης, ο έβδομος των Παλαιολόγων, ο έσχατος των Ελλήνων αυτοκρατόρων, ο υπερασπιστής της πόλης του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η κραυγή ότι η πόλη είχε χαθεί, αντήχησε στους δρόμους.

Η ΠΟΛΗ ΕΑΛΩ
Κατά μήκος του τμήματος των χερσαίων τειχών, νότια της κοιλάδας του Λύκου, οι Χριστιανοί είχαν αποκρούσει όλες τις τουρκικές επιθέσεις, αλλά τώρα, το ένα σύνταγμα μετά το άλλο έμπαιναν μέσα από τα ανοίγματα του φράκτη και απλώνονταν και προς τις δύο πλευρές για να ανοίξουν όλες τις πύλες. Οι στρατιώτες πάνω στα τείχη βρέθηκαν περικυκλωμένοι και πολλοί σκοτώθηκαν ή συνελήφθηκαν αιχμάλωτοι. Ο Σουλτάνος διατήρησε τον έλεγχο μερικών συνταγμάτων, για να του χρησιμεύσουν ως συνοδεία, αλλά τα περισσότερα στρατεύματά του ήδη διψούσαν να αρχίσουν τη λεηλασία, ιδιαίτερα οι ναύτες, επειδή φοβόντουσαν ότι οι στρατιώτες θα τους προλάβαιναν. Ελπίζοντας ότι τα φράγμα θα εμπόδιζε τα χριστιανικά πλοία να ξεφύγουν από τον Κεράτιο κόλπο, εγκατέλειψαν τα πλοία τους για να βγουν στη στεριά. Η απληστία τους έσωσε πολλές χριστιανικές ζωές.
Όταν διαπίστωσε ότι η πόλη είχε πέσει, ο Βενετός Αλβίζο Ντιέντο, ως διοικητής του στόλου, έπλευσε με μια μικρή βάρκα στο Πέραν. Υποσχέθηκε ότι τα βενετσιάνικα πλοία του θα συμμορφώνονταν με οποιαδήποτε απόφαση έπαιρνε ο Ποντεστά, που είχε κλειδώσει τις πύλες του Πέραν. Ο Ντιέντο, μαζί με τον οποίον ήταν ο χρονογράφος Μπάρμπαρο, δεν μπορούσε να επιστρέψει στα πλοία του. Αλλά οι Γενοβέζοι ναύτες των πλοίων που είχαν αγκυροβολήσει κάτω από τα τείχη του Πέραν, έκαναν γνωστή την πρόθεσή τους να αποπλεύσουν και επιθυμούσαν να έχουν την υποστήριξη των Βενετών. Μετά από επιμονή τους, επιτράπηκε στον Ντιέντο να φύγει με το πλοιάριό του. Εκείνος πήγε κατευθείαν στο φράγμα που ήταν ακόμα κλειστό και δύο ναύτες του έκοψαν με τσεκούρια τα λουριά που το συγκρατούσαν. Εκείνο παρασύρθηκε από τους πλωτήρες του. Έτσι ο Ντιέντο απέπλευσε και επτά γενοβέζικα πλοία έπλευσαν πίσω του. Λίγο αργότερα, συνενώθηκαν μαζί τους, τα περισσότερα βενετσιάνικα πλοία, 4-5 από τις γαλέρες του αυτοκράτορα και 1-2 γενοβέζικα πολεμικά πλοία. Αφού πέρασε το φράγμα, ολόκληρος ο στολίσκος παρέμεινε για μια ώρα περίπου στην είσοδο του Βοσπόρου μέχρι να δει αν θα ξέφευγαν άλλα πλοία. Έπειτα, εκμεταλλεύτηκαν τον ισχυρό βοριά που φυσούσε, για να διαπλεύσουν την Προποντίδα και μέσω των Δαρδανελλίων προς την ελευθερία. Ο Ντιέντο κατάφερε να φτάσει στη Βενετία, όπου υπήρχε και το παλάτι της οικογένειάς του. Ο τάφος του βρίσκεται στην Εκκλησία των Αγίων Ιωάννη και Παύλου.
Η γενοβέζικη γαλέρα, στην οποία είχε μεταφερθεί ο τραυματισμένος Ιουστινιάνης, ήταν μία από εκείνες που κατόρθωσαν να διαφύγουν από τον Κεράτιο κόλπο. Ο Ιουστινιάνης αποβιβάστηκε στη Χίο και πέθανε 1-2 μέρες αργότερα. Στη βιασύνη τους για λαφυραγωγία, οι Οθωμανοί ναύτες είχαν εγκαταλείψει τόσα πολλά από τα πλοία τους, ώστε ο Τούρκος ναύαρχος ήταν ανίσχυρος να σταματήσει τη φυγή του στόλου του Ντιέντο. Με όσα πλοία του ήταν ακόμα επανδρωμένα έπλευσε μέσα από το σπασμένο φράγμα στον Κεράτιο. Εκεί στο λιμάνι, παγίδευσε τα πλοία που είχαν παραμείνει: άλλες 4-5 αυτοκρατορικές γαλέρες, 2-3 γενοβέζικες γαλέρες και άοπλα εμπορικά βενετσιάνικα πλοία.
Οι Κρητικοί ναύτες στους τρεις πύργους κοντά στην είσοδο του Κερατίου, εξακολουθούσαν να αντιστέκονται. Νωρίς το απόγευμα, όμως, παραδόθηκαν υπό τον όρο ότι η ζωή και η περιουσία θα παρέμεναν άθικτες. Τα δύο πλοία τους ήταν αραγμένα κάτω από τους πύργους. Ανενόχλητοι από τους Τούρκους, των οποίων είχαν κερδίσει τον θαυμασμό, τα καθέλκυσαν και απέπλευσαν για την Κρήτη.

ΛΕΗΛΑΣΙΑ-ΣΦΑΓΗ-ΣΚΛΑΒΙΑ
Ο Σουλτάνος Μωάμεθ είχε υποσχεθεί στους στρατιώτες του τις τρεις ημέρες της λαφυραγωγίας, στις οποίες είχαν δικαίωμα. Εκείνοι ξεχύθηκαν μέσα στην πόλη. Στην αρχή δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι η άμυνα είχε τελειώσει. Έσφαζαν όποιον συναντούσαν στους δρόμους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, αδιάκριτα. Το αίμα έτρεχε σε ποτάμια. Αλλά σύντομα, η δίψα για αίμα κατευνάστηκε. Κατάλαβαν ότι οι αιχμάλωτοι και τα πολύτιμα αντικείμενα θα τους πρόσφεραν μεγαλύτερο κέρδος.

Μπαίνοντας από την Κερκόπορτα, πολλοί στράφηκαν να λεηλατήσουν το αυτοκρατορικό παλάτι στις Βλαχέρνες. Άλλοι κατευθύνθηκαν στις μικρές, αλλά υπέροχες εκκλησίες κοντά στα τείχη (τον Άγιο Γεώργιο, κοντά στη Χαρίσια πύλη, τον Άγιο Ιωάννη στην Πέτρα και τη χαριτωμένη εκκλησία της Μονής του Σωτήρα στη Χώρα), για να τις απογυμνώσουν από τα άφθονα καλύμματά τους, τα άμφια και ό,τι άλλο ήταν δυνατόν να αφαιρεθεί από αυτές. Στη Χώρα άφησαν απείραχτα τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες, αλλά κατέστρεψαν την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, της ιερότερης εικόνας σε όλο το Βυζάντιο, την οποία, όπως έλεγαν οι άνθρωποι, την είχε ζωγραφίσει ο ίδιος ο Άγιος Λουκάς. Οι ναύτες από τα πλοία στον Κεράτιο είχαν ήδη εισέλθει από την Πλατεία πύλη και άδειαζαν τις αποθήκες κατά μήκος των τειχών. Άλλοι ανέβηκαν στον λόφο για να συνενωθούν με τους στρατιώτες από τα χερσαία τείχη, στην απογύμνωση της τριπλής εκκλησίας του Παντοκράτορα και των μοναστικών κτισμάτων που ήταν προσαρτημένα σ’ αυτό.

Έπειτα, οι ναύτες κι από τους δύο στόλους και τα πρώτα στίφη στρατιωτών από τα χερσαία τείχη, συνέκλιναν προς τη μεγαλύτερη εκκλησία του Βυζαντίου, την Αγία Σοφία. Η εκκλησία ήταν ακόμα γεμάτη με κόσμο. Με τις φωνές και τις φασαρίες απέξω, οι μεγάλες πόρτες του κτιρίου έκλεισαν. Μέσα το εκκλησίασμα προσευχόταν για το θαύμα, που μόνον αυτό μπορούσε να τους σώσει. Όμως το θαύμα δεν έγινε και οι πόρτες παραβιάστηκαν. Μερικοί από τους γέρους και τους ανήμπορους σκοτώθηκαν επί τόπου, αλλά οι περισσότεροι αλυσοδέθηκαν μαζί. Πολλές από τις ωραιότερες κοπέλες και νέους σχεδόν κατασπαράχθηκαν καθώς οι δεσμώτες τους τσακώνονταν γι’ αυτούς. Σύντομα μια μακριά πομπή συρόταν προς τους καταυλισμούς των στρατιωτών. Όποιος κατέρρεε από αδυναμία σφαζόταν μαζί με έναν αριθμό παιδιών που θεωρήθηκαν ότι δεν είχαν αξία.
Ο ίδιος ο Σουλτάνος μπήκε στην πόλη αργά το απόγευμα. Συνοδευόμενος από τους γενίτσαρους της φρουράς του, προχώρησε αργά μέσα από τους δρόμους προς την εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Μπροστά από τις πόρτες της αφίππευσε και έσκυψε να πάρει μια χούφτα χώμα, το οποίο έχυσε επάνω από το σαρίκι του. Με την περιοδεία του Σουλτάνου μέσα από την πόλη, η τάξη αποκαταστάθηκε. Ο στρατός του είχε κορεστεί από λάφυρα και η στρατονομία του μερίμνησε ώστε οι άντρες να επιστρέψουν στους καταυλισμούς τους.
Μεταξύ των Ελλήνων αιχμαλώτων ανακάλυψε τον Λουκά Νοταρά, τον Μέγα Δούκα, καθώς και περίπου εννέα άλλους υπουργούς του αυτοκράτορα. Τους απελευθέρωσε ο ίδιος. Πολλοί, όμως, από τους άλλους αξιωματούχους του Κωνσταντίνου, μεταξύ των οποίων και ο Φραντζής, δεν αναγνωρίστηκαν και παρέμειναν στην αιχμαλωσία. Η καλοσύνη που είχε επιδείξει ο Μωάμεθ στους επιζώντες υπουργούς του αυτοκράτορα, είχε μικρή διάρκεια. Η γενναιοδωρία του πάντοτε ελαττωνόταν από καχυποψία και κάποιοι σύμβουλοι τον προειδοποίησαν να μην εμπιστεύεται τον Μέγα Δούκα. Κάποιες μέρες αργότερα, τον αποκεφάλισε μαζί με το γιο του. Και το ίδιο έκανε με εννέα άλλους Έλληνες ευγενείς, που στάθηκαν στο ικρίωμα. Οι γυναίκες τους περιέπεσαν στην αιχμαλωσία και αποτέλεσαν τμήμα της μακράς πομπής των αιχμαλώτων που συνόδεψε την αυλή κατά την επιστροφή της στις 29 Ιουνίου στην Αδριανούπολη. Η χήρα του Νοταρά πέθανε καθ’ οδόν στο χωριό Μεσσήνη. Ο Φραντζής ήταν σκλάβος επί 18 μήνες στον επικεφαλής των αλόγων του Σουλτάνου, προτού κατορθώσει να απελευθερώσει τον εαυτό του και τη γυναίκα του.

Ο Μωάμεθ γνώριζε καλά τις δυσκολίες της Εκκλησίας και τώρα μπορούσε να ενημερωθεί πλήρως για τις λεπτομέρειες. Έμαθε ότι ο ενωτικός Πατριάρχης, ο Γρηγόριος Μάμας, είχε διαφύγει από την πόλη το 1451 και έπρεπε να εκλεγεί ένας νέος Πατριάρχης. Όταν έπεσε η Πόλη, ο Γεώργιος Σχολάριος βρισκόταν στο κελί του, στο μοναστήρι του Παντοκράτορα. Όταν ο Σουλτάνος έστειλε να φέρουν μπροστά του τον Γεώργιο, δεν μπορούσαν να τον βρουν. Τελικά ανακάλυψαν ότι τον είχε αγοράσει ένας πλούσιος Τούρκος της Αδριανούπολης. Μετά από κάποιες συζητήσεις, ο Γεώργιος Σχολάριος πείστηκε να αποδεχθεί το πατριαρχικό αξίωμα. Όσοι επίσκοποι μπόρεσαν να βρεθούν, συγκεντρώθηκαν για να αποτελέσουν την Ιερά Σύνοδο και κατά απαίτηση του Σουλτάνου, εξέλεξαν επίσημα τον Γεώργιο στον Πατριαρχικό θρόνο, υπό το μοναστικό του όνομα Γεννάδιος. Μετά από διαμονή κάποιων μηνών, στο Ναό των Αγίων Αποστόλων, που στη συνέχεια μετατράπηκε σε τζαμί, ο Γεννάδιος ζήτησε την άδεια για να μεταφέρει την έδρα του. Αφού συγκέντρωσε όλους τους θησαυρούς και τα λείψανα που είχαν διασωθεί στην Εκκλησία, τα μετέφερε στη συνοικία του Φαναριού, στην εκκλησία της γυναικείας Μονής της Παμμακάριστου. Η Παμμακάριστος παρέμεινε η έδρα του Πατριαρχείου για περισσότερο από έναν αιώνα.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όπως και να έχει το πράγμα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει αυτό που περιγράφει ο Στήβεν Ράνσιμαν για τον Μωάμεθ, ο οποίος καθώς περνούσε μέσα από τους δρόμους είχε συγκινηθεί μέχρι δακρύων: «Τι πόλη παραδώσαμε στη λεηλασία και στην καταστροφή», μουρμούρισε.

22 Οκτ 2011

Μέγας Αλέξανδρος: ο άντρας πέρα από τον θρύλο

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Μέγας Αλέξανδρος είναι ένας από τους πιο λαμπρούς, αλλά και από τους πιο αινιγματικούς στρατηλάτες όλων των εποχών. Σε ηλικία 30 ετών, κυβερνούσε μια από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες του κόσμου. Από τους ελαιώνες της Ελλάδας μέχρι τα παλάτια της Ινδίας, ο Αλέξανδρος ένωσε την Ανατολή με τη Δύση και άλλαξε για πάντα τον αρχαίο κόσμο. Είναι σοφός και δολοφόνος, τρελός και μεγαλοφυής. Ο Αλέξανδρος είναι τα πάντα. Είναι όλα αυτά μαζί και ίσως τίποτε από αυτά. Ας αναζητήσουμε λοιπόν μαζί τους λόγους που ώθησαν τον Αλέξανδρο στην κατάκτηση μακρινών τόπων. Ήταν στρατιωτική ιδιοφυία ή αιμοδιψής τύραννος; Οι πράξεις του έγιναν μύθος. Όμως, μήπως η μανία του για εξουσία έγινε τελικά ο πιο επικίνδυνος εχθρός του; Για να πάρουμε κάποιες απαντήσεις θα πρέπει να ανατρέξουμε στη συγκλονιστική ιστορία του.

Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β'
Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στην Πέλλα, στη Βόρεια Ελλάδα, το 356 π.Χ. Ο χρυσός αιώνας της Ελλάδας είχε τελειώσει εδώ και πολύ καιρό. Η Ελλάδα δεν ήταν παρά μια σειρά από ανίσχυρες και διαιρεμένες πόλεις-κράτη σε παρακμή. Εύκολη λεία για τον πατέρα του Αλέξανδρου, τον Φίλιππο. Ο Μακεδόνας βασιλιάς ήταν ένας σκληροτράχηλος στρατιώτης, που είχε αδυναμία στις γυναίκες. Ήταν γερό ποτήρι, σκληρός πολεμιστής και το ίνδαλμα των βετεράνων στρατιωτών του. Ο στρατός του ήταν ένας από τους καλύτερους του αρχαίου κόσμου. Ο ίδιος όμως ήταν και ένας αδίστακτος πολιτικός. Δημιούργησε το κράτος της Μακεδονίας, υποτάσσοντας τις ανυπότακτες φυλές της περιοχής. Το κατόρθωμά του ήταν σίγουρα εκπληκτικό. Ο πιο υποτιμημένος άνθρωπος της αρχαιότητας, είναι αυτός που οργάνωσε τον πιο ισχυρό στρατό. Με διπλωματία και απροκάλυπτη βία, ο Φίλιππος κατέκτησε σχεδόν ολόκληρη την Ελλάδα. Από τον πατέρα του, ο Αλέξανδρος πήρε τις στρατιωτικές και ηγετικές ικανότητες.

Η ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ
Αλλά και η μητέρα του, η Ολυμπιάδα, άσκησε εξίσου ισχυρή επίδραση πάνω του. Από εκείνη κληρονόμησε τη συναισθηματική και παθιασμένη του φύση. Η επιρροή της πάνω στον Αλέξανδρο ήταν τεράστια. Η Ολυμπιάδα υπήρξε δυναμική γυναίκα και ιδιαίτερα μυστηριώδης. Συμμετείχε σε θρησκευτικές λατρείες, ιδιαίτερα αυτή του Διονύσου, του θεού του κρασιού και του πάθους. Πίστευε ότι έπαιρνε μέρος στις οργιαστικές τελετές προς τιμή του θεού, χορεύοντας και πέφτοντας σε έκσταση. Με τον τρόπο της, ήταν τόσο εντυπωσιακή κι επιβλητική, όσο κι ο άντρας της. Ήταν ιδιαίτερα ευφυής, διέθετε οξεία πολιτική κρίση και ήταν σκληρή σαν ατσάλι. Ήταν ιδιαίτερα κτητική με το γιο της. Αναμφισβήτητα τον αγαπούσε βαθιά και περιφρουρούσε άγρυπνα τα συμφέροντά του. Η Ολυμπιάδα διέδωσε τη φήμη ότι την είχε αφήσει έγκυο ο Δίας, ο βασιλιάς των θεών, μεταμορφωμένος σε φίδι. Σε όλη του τη ζωή, ο Αλέξανδρος γοητευόταν από τη σκέψη ότι ίσως ήταν κάτι παραπάνω από κοινός θνητός.

Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Το νεαρό αγόρι δεν επηρεάστηκε μόνον από τους γονείς του. Μεγάλη ήταν και η επίδραση του δασκάλου του, του περίφημου Έλληνα φιλοσόφου, του Αριστοτέλη. Μέσα από αυτόν ο Αλέξανδρος μυήθηκε στα θαύματα του ελληνικού πολιτισμού, ιδιαίτερα στην ελληνική μυθολογία. Ο Αριστοτέλης του εμφύσησε την αγάπη για την Ιλιάδα, την ιστορία του Τρωικού πολέμου. Στην Ιλιάδα, οι ήρωες με την επική τους δύναμη και τις πράξεις τους κερδίζουν δύναμη και δόξα. Ένας από αυτούς τους ήρωες είναι ο Αχιλλέας, το αρχέτυπο του Έλληνα πολεμιστή. Όταν του προσφέρθηκε η δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα σε μια μακρόχρονη άδοξη ζωή και σε μια σύντομη, αλλά δοξασμένη ζωή στο πεδίο της μάχης, ο Αχιλλέας προτίμησε τον πρόωρο θάνατο και την αιώνια φήμη. Δύσκολο να υποτιμηθεί το μέγεθος της επίδρασης του Αχιλλέα στον Αλέξανδρο. Πίστευε ότι ο Αχιλλέας, σύμφωνα με το μύθο, ήταν πρόγονός του από την πλευρά της μητέρας του. Από πολύ μικρή ηλικία, ο Αλέξανδρος συνειδητοποίησε ότι ο Αχιλλέας αποτελούσε το ιδανικό πρότυπο για κάποιον που στοχεύει να είναι πάντα ο πρώτος ανάμεσα στους καλύτερους. Ένα πρότυπο που έπρεπε όχι μόνο να μιμηθεί, αλλά και να ξεπεράσει. Έτσι, ό,τι έκανε ο Αχιλλέας, ο Αλέξανδρος έπρεπε να το κάνει καλύτερα. Ο Αλέξανδρος έφυγε για να μαθητεύσει κοντά στον Αριστοτέλη τρία χρόνια.

Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ
Όταν επέστρεψε, σε ηλικία 16 ετών, το άλλο του πρότυπο, ο πατέρας του ο Φίλιππος, είχε ξαναπαντρευτεί. Και το χειρότερο ήταν ότι γεννήθηκε ακόμα ένας γιος, που απειλούσε τη θέση του ως διαδόχου του θρόνου, κάτι που εξαγρίωσε τον Αλέξανδρο. Πατέρας και γιος συγκρούστηκαν με σφοδρότητα. Αυτό μπορεί να πίκρανε τον Αλέξανδρο και να αποτέλεσε το έναυσμα για το δυσάρεστο κλίμα του έντονου ανταγωνισμού του γιου, που προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεπεράσει τον πατέρα, κάτι που είναι σύμφυτο με την ανθρώπινη φύση. Η αντιπαλότητα πατέρα και γιου έγινε τόσο έντονη, που ο Αλέξανδρος προτίμησε να αυτοεξοριστεί. Τελικά συμφιλιώθηκαν, αλλά η ανακωχή δεν κράτησε πολύ.

ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ
Μια καλοκαιριάτικη νύχτα του 336 π.Χ., ο Φίλιππος και η βασιλική οικογένεια συγκεντρώνονται για να γιορτάζουν τον γάμο της κόρης του. Ο βασιλιάς σταματά στην είσοδο για να χαιρετήσει το πλήθος. Κάποιος ορμάει και τον τραυματίζει θανάσιμα. Ο Φίλιππος πέθανε ακαριαία. Ο δολοφόνος σκοτώθηκε επί τόπου, πριν τον βασανίσουν και του αποσπάσουν τα ονόματα των υψηλά ισταμένων συνεργών του. Ενήργησε μόνος του, ή επρόκειτο για συνωμοσία; Μερικοί ιστορικοί πιστεύουν ότι το φόνο θα μπορούσε να είχε οργανώσει η Ολυμπιάδα, η μητέρα του Αλέξανδρου. Ο Φίλιππος άλλωστε την είχε εγκαταλείψει για μια νεότερη γυναίκα. Θεωρώ πιθανό το να ήταν αναμειγμένη. Στο κάτω-κάτω είχε εκτοπιστεί από μια τιμητική θέση, δε θα καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα. Τίποτα δεν συγκρίνεται με την οργή μιας γυναίκας περιφρονημένης. Όσο για τον Αλέξανδρο, έπαιξε άραγε κάποιο ρόλο στο θάνατο του πατέρα του; Όσο για το ποιον ωφελούσε περισσότερο η δολοφονία του Φίλιππου, η απάντηση είναι ότι ευνοούσε κυρίως τον Αλέξανδρο. Επειδή, ο Φίλιππος, την εποχή της δολοφονίας του, σχεδίαζε μεγάλη εκστρατεία για να κατακτήσει την Ασία. Ο Αλέξανδρος δεν συμμετείχε σ’ αυτήν την ιστορία. Θα έμενε πίσω, πιθανόν ως αντιβασιλέας, αλλά δεν θα αποκτούσε τη δόξα της συμμετοχής σε μια τέτοια εκστρατεία. Και η δόξα ήταν αυτό που ο Αλέξανδρος ήθελε πάνω από όλα. Κάθε υποψία θα εξαγρίωνε τους Μακεδόνες ευγενείς, την υποστήριξη των οποίων χρειαζόταν, και τελικά κέρδισε.

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Σε ηλικία 20 ετών, ο Αλέξανδρος στέφεται βασιλιάς. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, η κληρονομιά του Αλέξανδρου ήταν ένας μεγάλος στρατός αλλά και μια εξίσου μεγάλη πολιτική αστάθεια. Του πήρε ένα χρόνο για να καταπνίξει μια επανάσταση στην Ελλάδα και να εδραιώσει την εξουσία του. Για τον Αλέξανδρο, όμως, η Μακεδονία δεν ήταν αρκετή. Η ανυπομονησία και η φιλοδοξία του τον έκαναν να διψά για περισσότερα. Ο στόχος του ήταν ο παλιός εχθρός των Ελλήνων, οι Πέρσες. Η Περσική αυτοκρατορία απλωνόταν από τη Μικρά Ασία μέχρι το Πακιστάν. Πριν από 150 χρόνια, οι Πέρσες είχαν πυρπολήσει την Αθήνα και είχαν καταστρέψει τους ναούς της. Αυτό το έγκλημα πολέμου δεν είχε ποτέ ξεχαστεί. Πριν δολοφονηθεί ο πατέρας του Αλέξανδρου, ο Φίλιππος, σκόπευε να εισβάλει στην Περσία. Τώρα ήταν η σειρά του Αλέξανδρου να πάρει εκδίκηση. Θα έλεγα ότι η μανιώδης φιλοδοξία του Αλέξανδρου πυροδοτείται από την τεράστια επιτυχία του πατέρα του. Ο Αλέξανδρος είναι ο σπινθήρας που άναψε ο Φίλιππος. Και κάτι περισσότερο: μια φλόγα που καταβροχθίζει τα πάντα. Αυτή η φλόγα λίγο έλειψε να καταβροχθίσει και τον ίδιο τον Αλέξανδρο. Το φάντασμα του Φίλιππου τον στοίχειωνε σε όλη τη σύντομη ζωή του, εξωθώντας τον σε όλο και μεγαλύτερα κατορθώματα, για να αποδείξει ότι ήταν εξίσου καλός, ή μάλλον καλύτερος από τον πατέρα του. Με το φάντασμα του Φίλιππου να τον στοιχειώνει, ο Αλέξανδρος ξεκινά το δρόμο για τη δόξα.

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΣΙΑ
Το 334 π.Χ., ο Αλέξανδρος διαπλέει τον Ελλήσποντο με το στρατό του. Ξεκινάει ένα απαράμιλλο εντεκάχρονο ταξίδι κατακτήσεων και φιλοδοξίας, που επρόκειτο να αλλάξει για πάντα τη μορφή του αρχαίου κόσμου. Πρώτη στάση τα ερειπωμένα τείχη της Τροίας, ένα προσκύνημα στον Αχιλλέα, τον παιδικό του ήρωα. Σαν τον μεγάλο μυθικό ήρωα του Τρωικού πολέμου, έτσι και ο Αλέξανδρος ετοιμάζεται για τη δική του επική μάχη. Αντίπαλός του, ένας από τους πιο πλούσιους και πιο ισχυρούς ανθρώπους στη Γη, ο βασιλιάς Δαρείος Γ'. Ο Πέρσης μονάρχης δεν είχε ιδέα για τη δύναμη που θα αντιμετωπίσει. Ο Αλέξανδρος διαθέτει μια μοναδική κληρονομιά από τον πατέρα του: έναν από τους καλύτερα εκπαιδευμένους και πιο πειθαρχημένους στρατούς του αρχαίου κόσμου. Ο νεαρός βασιλιάς ξεπερνά τον Φίλιππο και αποδεικνύεται ένας χαρισματικός και εμπνευσμένος ηγέτης. Το μυστικό της στρατιωτικής ιδιοφυίας του Αλέξανδρου είναι ότι είναι εξαιρετικά αποφασιστικός, τολμηρός και φαίνεται να είναι ατρόμητος, σχεδόν παράτολμος μερικές φορές, ότι ποτέ, μα ποτέ, δε διστάζει να ορμήσει στη δράση.

Η ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΙΣΣΟ
Οι εισβολείς προελαύνουν νότια προς την Ισσό, στη σημερινή Τουρκία. Ο στρατός του Δαρείου υπερέχει αριθμητικά, σε σχέση με τον στρατό του Αλέξανδρου. Αλλά αυτές είναι ακριβώς οι προκλήσεις που λατρεύει ο Αλέξανδρος. Η προσαρμοστικότητά του είναι αυτό που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο στρατηγό. Αυτήν την ικανότητα διαθέτουν οι μεγαλύτεροι στρατηλάτες στην ιστορία. Μπορούσε με μια ματιά να αντιληφθεί την κατάσταση και έβρισκε ένα σχέδιο για να ξεπεραστούν τα εμπόδια, που άλλοι διοικητές θα θεωρούσαν ανυπέρβλητα. Ο Αλέξανδρος υπολογίζει γρήγορα το μέγεθος του εχθρού. Το πεζικό υποστηρίζεται από τοξότες, σίγουρο σημάδι ότι ο Δαρείος δεν εμπιστεύεται τους πεζικάριούς του. Ο Αλέξανδρος κάνει την πρώτη του κίνηση, χρησιμοποιώντας ένα από τα πιο ισχυρά όπλα του οπλοστασίου του, τον φόβο. Ο απόλυτος τρόμος: κτυπούν τις ασπίδες τους, κραδαίνουν τα κοντάρια τους και προελαύνουν με πολεμικές ιαχές, που παγώνουν το αίμα των εχθρών. Ο Αλέξανδρος επιτίθεται διασχίζοντας το ποτάμι και βγαίνει στην απέναντι όχθη. Στο χάος που ακολουθεί, η αριστερή πτέρυγα των Περσών καταρρέει. Αυτή η μνημειώδης μάχη απεικονίζεται, με φωτογραφικό σχεδόν τρόπο, σ’ ένα μωσαϊκό της Πομπηίας. Θεωρείται πιστό αντίγραφο ζωγραφικού έργου του 4ου αιώνα π.Χ. Όταν ο Αλέξανδρος έρχεται τελικά αντιμέτωπος με τον Δαρείο, λογχίζει πρώτα τον σωματοφύλακά του. Γύρω από τον Αλέξανδρο βρίσκονται Πέρσες στρατιώτες πανικόβλητοι και φοβισμένοι. Αντιμέτωπος μ’ έναν ακατάβλητο μαχητή, ο Δαρείος επιλέγει τη φυγή. Όταν ο περσικός στρατός βλέπει τον βασιλιά του να φεύγει, πώς μπορεί να αντιδράσει; Οι ψυχολογικές συνέπειες μιας τέτοιας στιγμής πάνω στους Πέρσες είναι απίστευτες. Εκείνη τη στιγμή κρίθηκε η έκβαση της μάχης. Ο Αλέξανδρος συνεχίζει αμείλικτος. Μέχρι το τέλος της ημέρας, πάνω από 50.000 Πέρσες πέφτουν νεκροί.

Ο ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΗΣ
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Αλέξανδρος δεν δίσταζε να σκοτώσει. Η αγαπημένη του καθημερινή ασχολία ήταν το κυνήγι, το πραγματικό κυνήγι. Χωρίς συνοδεία, χωρίς πανοπλία, τα βάζει με λιοντάρια. Έτσι διατηρείται σε φόρμα για τις ημέρες που αντιμετωπίζει ανθρώπους. Αλλά πίσω από αυτόν τον αιμοδιψή δολοφόνο, κρύβεται ένα κοφτερό μυαλό. Ο Αλέξανδρος, όπως οι σύγχρονοι πολιτικοί, αντιλαμβάνεται τη σημασία της δημόσιας εικόνας και της δημοσιότητας. Είναι αποφασισμένος να γίνει ένας μύθος της εποχής του. Στην εκστρατεία τον συνοδεύει ο προσωπικός του ιστορικός, ο Καλλισθένης. Ο ρόλος του Καλλισθένη στην εκστρατεία του Αλέξανδρου ήταν εκείνος, όπως θα λέγαμε σήμερα, του υπεύθυνου Τύπου και Δημοσίων σχέσεων. Προφανώς, κατά την προέλαση του Αλέξανδρου, ο Καλλισθένης, κατά έναν τρόπο, διαμόρφωνε αυτές τις αναφορές που έρχονταν από το μέτωπο. Ήταν κάτι σαν πολεμικός ανταποκριτής της εκστρατείας του Αλέξανδρου.

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΤΥΡΟΥ
Μετά τη μάχη της Ισσού, ο Αλέξανδρος και ο στρατός του κατεβαίνουν στα παράλια του σημερινού Λιβάνου. Οι περισσότερες πόλεις παραδίδονται, αλλά η Τύρος αντιστέκεται. Σε εκείνους που τον αψηφούσαν, ο Αλέξανδρος άφηνε την επιλογή: υποταγή ή θάνατος. Ο Αλέξανδρος αρχίζει την πιο μακροχρόνια και πιο σκληρή πολιορκία της εκστρατείας του. Μετά από 7 βασανιστικούς μήνες, όταν τελικά πέφτουν τα τείχη, 7.000 κάτοικοι της Τύρου θα σκοτωθούν και άλλοι 30.000 θα γίνουν δούλοι. Για τον παραδειγματισμό των άλλων πόλεων, διατάζει να σταυρωθούν 2.000 πολεμιστές της Τύρου. Στη συνέχεια, αφήνει τους στρατιώτες του να εκφράσουν τα αιμοδιψή ένστικτά τους, σκοτώνοντας όλους σχεδόν τους άντρες που κατοικούσαν στο φρούριο. Ήταν μια φρικτή επίδειξη ωμότητας, που έδειξε όμως ξεκάθαρα σε άλλους τυχόν επίδοξους εχθρούς τι θα πάθαιναν στην περίπτωση που αντιστέκονταν.

ΣΤΗ ΓΑΖΑ
Σε μια άλλη άγρια πολιορκία, αυτή τη φορά στη Γάζα, ο στρατός του Αλέξανδρου σκοτώνει όλους τους άρρενες κατοίκους. Από στρατιωτική άποψη τα κάνει όλα σωστά ή σχεδόν όλα. Μπορεί να μάθει κανείς πολλά από τη στρατηγική του. Ο Αλέξανδρος όμως έχει και μια σκοτεινή πλευρά: Ήταν βάναυσος και πολεμούσε για τη δόξα. Πολλά από αυτά που πιστεύουμε ότι αποτελούν τα χειρότερα χαρακτηριστικά της ανθρωπότητας, ήταν στοιχεία της προσωπικότητάς του. Ο Αλέξανδρος ήταν μεγαλόψυχος προς τους εχθρούς του που παραδίνονταν, αλλά σκληρός σ’ αυτούς που του αντιστέκονταν. Ο κυβερνήτης της Γάζας, ο Βάτης, αντιστέκεται μέχρι το τέλος. Ο Αλέξανδρος αποκαλύπτει τη σκληρή του πλευρά όταν τον τιμωρεί. Διατάζει να τον δέσουν με ένα σχοινί και να τον σύρουν γύρω από την πόλη μέχρι να πεθάνει. Το επεισόδιο θυμίζει σκηνή από την Ιλιάδα του Ομήρου: Ο Αχιλλέας σέρνει τον μεγάλο του εχθρό, τον Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας. Αλλά σ’ εκείνη την εκδοχή, ο Έκτορας ήταν ήδη νεκρός. Ο Αλέξανδρος ήταν βάναυσος. Ανήγαγε τη σκληρότητα σε τέχνη. Και σε πολλές περιπτώσεις σ’ αυτό οφείλεται η επιτυχία του. Η κυριαρχία του δεν θα είχε επεκταθεί σ’ αυτόν το βαθμό, αν δεν είχε καταφύγει σε βάναυσες τακτικές.

ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
Μετά από μια σειρά από άγριες νίκες, ο Αλέξανδρος είναι έτοιμος να κατακτήσει την Αίγυπτο, μια από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες που είχε δει ποτέ ο κόσμος. Οι Αιγύπτιοι Φαραώ θεωρούνταν ζωντανοί θεοί κι έχτιζαν τεράστιες πυραμίδες, ναούς και μνημεία που μαρτυρούσαν τη δόξα τους. Αν οι Έλληνες είχαν εντυπωσιαστεί από τον αιγυπτιακό πολιτισμό, ο Αλέξανδρος καταγοητεύθηκε και τον στοίχειωνε η ιδέα ότι ένας μεγάλος ηγέτης μπορούσε να είναι και θεός. Ύστερα από πολέμους δύο ετών, ο Αλέξανδρος προελαύνει στο εσωτερικό της χώρας, στη Μέμφιδα. Οι Αιγύπτιοι ανυπομονούν να δουν τη συντριβή των Περσών κατακτητών τους. Παραδίνονται αμαχητί και υποδέχονται τον Αλέξανδρο με ανοιχτές αγκάλες. Υπό την ηγεμονία του, επιτρέπονται οι θρησκευτικές και πολιτιστικές πρακτικές των Αιγυπτίων. Σε ανταπόδοση, οι Αιγύπτιοι ιερείς δίνουν στον Αλέξανδρο τον τίτλο του Φαραώ. Αυτό σηματοδοτεί μια αποφασιστική καμπή: Τώρα ο Αλέξανδρος αρχίζει πραγματικά να πιστεύει ότι ήταν ένας ζωντανός θεός.

ΣΤΗΝ ΟΑΣΗ ΤΗΣ ΣΙΒΑ
Το 331 π.Χ., ο Αλέξανδρος ξεκινάει ένα επικό ταξίδι, σε μια απόσταση 500 περίπου χιλιομέτρων, για να επισκεφτεί το μαντείο στη Σίβα. Αναζητά αποδείξεις για τη θεϊκή του υπόσταση. Στη Σίβα έφτανε κανείς διασχίζοντας σχετικά πεδινό έδαφος, που περιβαλλόταν όμως παντού από αμμόλοφους. Πολλοί επισκέπτονταν το μαντείο και πρέπει να υπήρχε μονοπάτι, που όμως ήταν εύκολο να χαθεί. Στη διάρκεια της ημέρας η ζέστη ήταν αβάσταχτη και το βράδυ έκανε απίστευτο κρύο. Ανά πάσα στιγμή μπορούσε να ξεσπάσει αμμοθύελλα και τότε, δεν έβλεπε κανείς ούτε το χέρι του. Ο Αλέξανδρος και οι άντρες του πράγματι χάθηκαν μέσα σε μια αμμοθύελλα. Σύμφωνα όμως με τον μύθο, δύο πουλιά τους σώζουν και οδηγούν την ομάδα στον προορισμό της, την πανέμορφη όαση της Σίβα και το ναό του Άμμωνα Δία. Η επίσκεψη στο μαντείο είναι ένα από τα πιο γοητευτικά στιγμιότυπα στην ιστορία του αρχαίου κόσμου. Το ερώτημα είναι αν ο Αλέξανδρος σχεδίαζε εκ των προτέρων ένα είδος διαφημιστικής εκστρατείας για το ότι είναι γιος του Δία. Ο Αλέξανδρος μπαίνει μόνος στο ναό, ενώ οι άντρες του περιμένουν έξω. Να, λοιπόν, ένας νεαρός άντρας 20 ετών, που έχει ήδη καταφέρει απίστευτα πράγματα και βρίσκεται σ’ ένα μέρος, όπου τουλάχιστον οι ντόπιοι Αιγύπτιοι του φέρονται λες και είναι επίγειος θεός. Είναι λογικό λοιπόν να αναρωτηθεί κανείς: «τι σκέφτεται;». Ο Αλέξανδρος βγαίνει από το ναό. Όλοι τρέχουν κοντά του και τον ρωτούν: «Αλέξανδρε, Αλέξανδρε, τι ρώτησες;». Κι εκείνος απαντά: «Δεν πρόκειται να σας πω». «Ακούσαμε, όμως, να σε αποκαλούν γιο του Δία», του λένε. Κι αυτός απαντά: «Αυτό, αν θέλετε, μπορείτε να το πιστέψετε». Αυτό διαδόθηκε από τον υπεύθυνο δημοσίων σχέσεων του Αλέξανδρου. Ο Αλέξανδρος άφησε αυτή την εκδοχή για την ταυτότητά του να διαδοθεί, γιατί ταίριαζε, νομίζω, με παλαιότερους προβληματισμούς του, με αφορμή τις ιστορίες της μητέρας του, ότι ήταν κάτι παραπάνω από κοινός θνητός. Από εδώ και πέρα, ο Καλλισθένης, πιστός βιογράφος του Αλέξανδρου, τον αποκαλεί «επίγειο θεό». Και οι Αιγύπτιοι επιβεβαιώνουν αυτήν την αντίληψη με το να τον απεικονίσουν στους τοίχους μερικών από τους πιο ιερούς ναούς τους. Στο Λούξορ, ο Αλέξανδρος απεικονίζεται με τα χέρια υψωμένα να λατρεύει τον θεϊκό του πατέρα, τον Άμμωνα. Ως θεός, δεν βρισκόταν κάτω από κριτική, αλλά σ’ ένα τελείως διαφορετικό και πολύ ανώτερο επίπεδο. Το να είναι όμως Φαραώ, ένας ζωντανός θεός, δεν αρκεί στον Αλέξανδρο. Είναι αποφασισμένος να συντρίψει τον μεγάλο του εχθρό, τον Δαρείο, μια για πάντα. Όσο, όμως, ο Αλέξανδρος βρίσκεται στην Αίγυπτο, ο Δαρείος συγκεντρώνει στρατό για να του επιτεθεί.

Η ΜΑΧΗ ΣΤΑ ΓΑΥΓΑΜΗΛΑ
Τον Οκτώβριο του 331 π.Χ., στα Γαυγάμηλα της Περσίας, βόρεια από τη σημερινή Βαγδάτη, μέσα στη ζέστη και την άμμο, δόθηκε μια από τις πιο αποφασιστικές μάχες στην ιστορία. Αυτή τη φορά, ο Αλέξανδρος μειονεκτεί αριθμητικά, ένα προς τρία. Όμως ο κίνδυνος είναι το στοιχείο του και η πρόκληση αυτή τον κάνει ακόμα πιο τολμηρό. Οι άντρες του είναι τελείως περικυκλωμένοι από τον περσικό στρατό. Αλλά, οι πτέρυγές του στα πλάγια συγκρατούν τον εχθρό αρκετά, ώστε να δημιουργηθεί ένα κενό στις περσικές γραμμές. Ο Αλέξανδρος διασπά τις εχθρικές γραμμές για να επιτεθεί στον Δαρείο. Ο Πέρσης βασιλιάς τρέπεται σε φυγή για μια ακόμα φορά. Ένα από τα μυστικά της επιτυχίας του Αλέξανδρου στο πεδίο της μάχης είναι η χρήση της φάλαγγας: ένας σχηματισμός βάθους 16 αντρών οπλισμένων με μακριά δόρατα. Ο Αλέξανδρος χρησιμοποιεί την τεχνική της σφύρας και του άκμονα. Η δική του φάλαγγα, οι Μακεδόνες πεζικάριοι, σχημάτιζαν τον άκμονα, όπου θα συντρίβονταν οι εχθρικές φάλαγγες, χρησιμοποιώντας ως σφύρα το ιππικό που τον συνόδευε. Έτσι, θα χρησιμοποιούσε ξανά και ξανά την τεχνική της σφύρας και του άκμονα για να νικήσει στη μάχη. Ο Δαρείος, που είχε ξεφύγει ανατολικά, στα βουνά, τελικά δολοφονείται από έναν από τους αξιωματικούς του. Τρία χρόνια μετά το προσκύνημα στην Τροία, ο Αλέξανδρος ανακηρύσσεται κύριος της Ασίας. Πέτυχε αυτό που σχεδίαζε ο πατέρας του, αλλά δεν κατάφερε να το κάνει. Άλλοι μεγάλοι ηγέτες θα έμεναν ικανοποιημένοι με αυτόν τον μνημειώδη θρίαμβο, όχι όμως και ο Αλέξανδρος. Γι’ αυτόν δεν υπάρχει επιστροφή.

ΣΤΟ ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ
Το 329 π.Χ., προωθείται στο Αφγανιστάν, για να κατακτήσει τις ανατολικές παρυφές της Περσικής αυτοκρατορίας. Θα αντιμετωπίσει μια ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία: Τα δύσβατα βουνά του Ινδοκαύκασου (Hindo-Kush). Με υψόμετρο 6.000 μέτρα, είναι σχεδόν η στέγη του κόσμου και μια από τις πιο δύσκολες διαδρομές για τους 30.000 άντρες του Αλέξανδρου. Διασχίζοντας τα βουνά αυτά, οι αντίξοες συνθήκες, η βροχή, η παγωνιά, το χιόνι, οι χιονοθύελλες, θα έκαναν ίσως το εγχείρημα αδύνατο για οποιονδήποτε άλλον, εκτός από τον Αλέξανδρο. Σε τέτοιο υψόμετρο το οξυγόνο είναι λιγοστό και χρειάζεται τεράστια προσπάθεια για να καλύψει κανείς ελάχιστη απόσταση. Το πέρασμα είναι τόσο στενό σε ορισμένα σημεία, που ο στρατός προχωρεί εφ’ ενός ζυγού, που φτάνει τα 15 χιλιόμετρα. Η ατσάλινη θέληση του Αλέξανδρου είναι αυτή που κάνει τους άντρες να συνεχίσουν. Για να καταφέρεις σπουδαία πράγματα μ’ ένα στρατό, πρέπει αυτός ο στρατός να είναι απόλυτα πρόθυμος να κάνει ό,τι του ζητήσεις. Κι αν αναλογιστούμε, έστω για μια στιγμή, τι ζητούσε ο Αλέξανδρος από το στρατό του, είναι παράλογο. Γιατί να το κάνουν; Επειδή οι δεσμοί μεταξύ του στρατού και του αρχηγού του ήταν πάρα πολύ στενοί. Με τον καιρό, όμως, αυτός ο δεσμός άρχισε να δοκιμάζεται. Για να προσθέσει καινούργια στρατεύματα στο στρατό του, ο Αλέξανδρος στρατολογεί Πέρσες στρατιώτες για να συμπληρώσει τις γραμμές του. Αυτό δεν αρέσει καθόλου στους Έλληνες. Πρέπει να τονίσω ότι δεν επρόκειτο μόνο για μια στρατηγική επιλογή, αλλά ήταν και ένα κοινωνικό ζήτημα. Στο τέλος της ημέρας, ξεπεζεύουν, μπαίνουν στη σκηνή για να πιουν κάτι και τι αντικρίζουν: έναν Πέρση, που γι’ αυτούς ήταν βάρβαρος, να απολαμβάνει το ποτό του στην ίδια σκηνή με αυτούς. Κι αυτό δεν τους αρέσει. Οι στρατιώτες μπορούν να γίνουν πολύ ρατσιστές. Η δυσαρέσκειά τους εντείνεται καθώς στον χαρακτήρα του Αλέξανδρου εμφανίζεται μια σκοτεινή πλευρά.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΛΕΙΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΗ
Όταν ο στρατός φτάνει στη διάσημη πόλη Σαμαρκάνδη, διοργανώνεται ένα μεγάλο συμπόσιο. Το οινόπνευμα πυροδοτεί τη μεγαλομανία του Αλέξανδρου και ενισχύει την απρόβλεπτη συμπεριφορά του. Ανάμεσα στους καλεσμένους του είναι ο Κλείτος, που είχε υπηρετήσει και τον πατέρα του Αλέξανδρου, τον Φίλιππο, και είχε σώσει τη ζωή του Αλέξανδρου στη μάχη. Όσο ρέει το κρασί, τόσο χαλάει η ατμόσφαιρα. Ο Αλέξανδρος αρχίζει να κομπάζει ότι τα κατορθώματά του ξεπερνούν σε ηρωισμό εκείνα του πατέρα του. Οργισμένος ο Κλείτος ακούει σιωπηλός και τελικά ξεσπάει: «Στον πατέρα σου οφείλεις όλη τη δόξα σου». Ο μεθυσμένος Αλέξανδρος αρπάζει τη λόγχη του, σκοτώνει τον φίλο του και καταρρέει κλαίγοντας. Αυτό που στην πραγματικότητα εξόργισε ιδιαίτερα τον Αλέξανδρο στα λόγια του Κλείτου, ήταν ότι ο Φίλιππος ήταν πολύ πιο σημαντικός από όσο ο Αλέξανδρος επέτρεπε να φανεί. Με άλλα λόγια, ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του Αλέξανδρου το είχε παρακάνει, όπως και ο ίδιος. Αυτό που θέλει τώρα ο Αλέξανδρος είναι ο απόλυτος έλεγχος των αντρών του. Ήθελε στρατιώτες και αξιωματικοί να σκύβουν και να τον φιλούν και αυτός να τους ανταποδίδει το φιλί, για να τους δείξει ότι είναι κοινωνικά ίσοι. Οι Μακεδόνες όμως δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν για φιλιά. Για τους αρχαίους Έλληνες, μόνον οι θεοί έπρεπε να λατρεύονται έτσι, και πολλοί αρνήθηκαν να υπακούσουν στον Αλέξανδρο. Ανάμεσά τους και ο Καλλισθένης, ο άνθρωπος που είχε δημιουργήσει το μύθο του Αλέξανδρου. Ο Καλλισθένης πίστευε ότι κάτι τέτοιο ήταν δουλοπρεπές, βαρβαρικό, ότι πρόδιδε τα ελληνικά ήθη και έθιμα, και ότι ο Αλέξανδρος είχε αρχίσει να γίνεται ένας σωστός τύραννος και δεσπότης. Ο άσπλαχνος Αλέξανδρος βάζει να τον βασανίσουν και να τον σκοτώσουν. Ο Αλέξανδρος έπεσε πιθανότατα θύμα της ίδιας του της επιτυχίας. Ίσως ενστερνιζόταν περισσότερο από ποτέ τη θεϊκή του ιδιότητα, τη μεγαλομανία του. Μετά από λίγο, αυτή μεγαλομανία επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο διεύθυνε τις εκστρατείες του και τη συμπεριφορά του προς τους στρατιώτες του. Τον 8ο χρόνο της εκστρατείας, ο Αλέξανδρος είχε κατακτήσει την Αίγυπτο, την Περσία και τους λαούς της Κεντρικής Ασίας. Η αυτοκρατορία του απλωνόταν από την Ελλάδα μέχρι το Αφγανιστάν και κάλυπτε περίπου 5 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα.

ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ
Τώρα στρέφεται προς τις ανατολικές εσχατιές του γνωστού κόσμου, την εξωτική και μυστηριώδη Ινδία. Θα πήγαινε ανατολικά. Αυτή είναι η διαδρομή που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες για να εισβάλλουν στην Ινδία και να κατακτήσουν τμήμα της χώρας. Ως κληρονόμος της Περσικής αυτοκρατορίας ήθελε το τμήμα αυτό κι έτσι ακολούθησε τα βήματα των στρατευμάτων που προηγήθηκαν και εκείνων που σίγουρα θα ακολουθούσαν μετά από αυτόν, μέσα από το πέρασμα Κάιμπερ. Ο Αλέξανδρος φτάνει σ’ έναν τόπο τόσο μυστηριώδη, όπου τίποτε δεν είναι οικείο. Έρχεται αντιμέτωπος μ’ έναν ισχυρό Μαχαραγιά, που είναι αποφασισμένος να τον σταματήσει. Οι Ινδοί έχουν συγκεντρώσει στρατό 50.000 αντρών. Επιπλέον, διαθέτουν ένα τρομερό νέο όπλο: 200 πολεμικούς ελέφαντες. Με ύψος 3 μέτρα και βάρος 5 τόνους, οι ελέφαντες ήταν τα τεθωρακισμένα των πολέμων της αρχαιότητας. Μπορούσαν να επιτεθούν μετωπικά και να ποδοπατήσουν τον εχθρό. Ο Αλέξανδρος γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να ρισκάρει μια κατά μέτωπο επίθεση ενάντια σε μια δύναμη τέτοιου μεγέθους. Είχε την τρομερή ικανότητα να αξιοποιεί τις ιδιαιτερότητες του πεδίου της μάχης, και να διατηρεί πάντα το στοιχείο του αιφνιδιασμού σχετικά με τις προθέσεις του: κινείται δεξιά, όταν σκοπεύει να επιτεθεί αριστερά, προσποιείται ότι θα διασχίσει τον ποταμό για την Ινδία από ένα σημείο και μετά τον διασχίζει από εκεί όπου δεν τον περιμένουν. Σ’ αυτήν την αιφνιδιαστική επίθεση, οι άντρες του Αλέξανδρου εξαγριώνουν τους ελέφαντες με τα μακριά τους δόρατα. Οι ελέφαντες βρέθηκαν στη μέση, να αφηνιάζουν με τα δόρατα και τα βέλη που τρυπούσαν τα πλευρά τους. Σ’ αυτήν την κατάσταση τρόμου και πανικού, οι ελέφαντες αρχίζουν να επιτίθενται αδιακρίτως σε Ινδούς και Έλληνες. Σε μια από τις σκληρότερες μάχες στην καριέρα του Αλέξανδρου, ο ινδικός στρατός αποδεκατίζεται και ο Μαχαραγιάς παραδίνεται. Όμως, ο Αλέξανδρος είναι τόσο εντυπωσιασμένος από τη γενναιότητα του Μαχαραγιά, που με μια απροσδόκητη κίνηση, του επιστρέφει το βασίλειό του. Ο μύθος του Αλέξανδρου έχει ρίξει βαθιές ρίζες στο χώμα της Ινδίας. Ο Μέγας Αλέξανδρος είναι ακόμα ζωντανός στην Ινδία με πολλούς τρόπους. Οι Ινδοί τον θεωρούν ως μια μεγάλη ηρωική μορφή, που διαπνέει όλη την ιστορική τους συνείδηση. Η κληρονομιά του Αλέξανδρου είναι εμφανής σε όλες τις εκφάνσεις του ινδικού πολιτισμού. Τη διαπιστώνουμε στην ινδική λογοτεχνία, στην ινδική γλυπτική και ζωγραφική. Έτσι, ακόμα και σήμερα, στη ΒΔ Ινδία, μπορεί κανείς να θαυμάσει Ινδούς θεούς με αρχαιοελληνικές στάσεις, που είχαν φτιαχτεί από γλύπτες επηρεασμένους από την ελληνική τέχνη. Ο Αλέξανδρος άφησε το σημάδι του στην Ινδία.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΗΜΟ
Όμως, παρά τη μεγάλη του νίκη, τόσο χρόνια πολέμου έχουν κι αυτά αφήσει τα σημάδια τους στο στρατό του. Οι βροχοπτώσεις στη διάρκεια των Μουσώνων ήρθαν να χειροτερέψουν τα πράγματα. Πρέπει ψυχολογικά να επηρέασαν τρομερά τους Μακεδόνες, οι οποίοι δεν είχαν ξαναζήσει κάτι τέτοιο. Μετά από 8 χρόνια και 27.000 χιλιόμετρα, ο στρατός έφτασε στα πρόθυρα της διάλυσης και αρνιόταν να προχωρήσει άλλο. Ο Αλέξανδρος έχασε την πρώτη του μάχη και την έχασε από τους ίδιους του τους άντρες. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να γυρίσει πίσω. Για σκεφτείτε: Πριν καλά-καλά γίνει 30 ετών, βρισκόταν εκεί όπου, όπως πίστευε, τέλειωνε ο κόσμος και άρχιζε ο απέραντος ωκεανός. Εκεί θα στεκόταν και θα θυσίαζε στους θεούς, στους οποίους τον είχε διδάξει να θυσιάσει ο θεός πατέρας του. Και θα σκεφτόταν: «Είδες Φίλιππε; Εσύ δεν έφτασες ποτέ τόσο μακριά». Αυτό μπορεί να είναι εγωκεντρικό, αλλά τι στόχος! Και αυτοί οι λιπόψυχοι του το αρνήθηκαν. Ο Αλέξανδρος επιλέγει τη μακρύτερη διαδρομή για να επιστρέψει στην Περσία, οδηγώντας το στρατό του σε μια ακόμα επική πεζοπορία, αυτή τη φορά μέσα από την έρημο, σε μια από τις πιο άνυδρες περιοχές του πλανήτη. Το γιατί ο Αλέξανδρος διάλεξε αυτή τη διαδρομή, είναι μυστήριο. Ίσως για να τιμωρήσει τους άντρες του που δεν τον ακολούθησαν στα πέρατα του κόσμου. Το ανάγλυφο του εδάφους άλλαζε δραματικά, από ένα ξερότοπο όπου δεν φύτρωνε τίποτα, σε μια κινούμενη άμμο, όπου μέσα της οι άντρες του βούλιαζαν μέχρι τη μέση. Χιλιάδες πέθαναν από ηλίαση, δίψα και εξάντληση. Λιγότερο από το 1/3 του στρατού του Αλέξανδρου επέζησε. Ο ίδιος πίστευε ότι μπορούσε να κατακτήσει τα πάντα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε κατακτήσει τα πάντα στο διάβα του. Και πίστευε ότι θα τα καταφέρει και τώρα. Όμως, έκανε λάθος. Μπορεί οι απώλειες να ήταν οι μεγαλύτερες σε ολόκληρη την εκστρατεία του, δεν παύει όμως να είναι θαύμα που έστω και λίγοι τα κατάφεραν. Προς το τέλος, δεν ήξεραν καθόλου ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση του Αλέξανδρου. Οι πράξεις του και οι τακτικές του ήταν αψυχολόγητες. Ήταν απρόβλεπτος και, συνεπώς, αποτελούσε πια απειλή γι’ αυτούς.

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΗ ΒΑΒΥΛΩΝΑ
Ο Αλέξανδρος φτάνει στην πόλη Σούσα, στην Περσία, όπου ακόμα μια έκπληξη περιμένει τους άντρες του. Διατάζει περίπου εκατό Μακεδόνες αξιωματικούς να παντρευτούν Περσίδες. Ο στόχος ήταν να εδραιωθούν στην περιοχή και να κάνουν παιδιά με μικτή μακεδονική-περσική καταγωγή. Αυτά τα παιδιά θα γίνονταν οι μελλοντικοί πρίγκιπες. Οι γάμοι όμως προκάλεσαν βαθιά δυσαρέσκεια στους άντρες και η οργή τους μεγαλώνει. Αλλά για τον Αλέξανδρο, η ένωση Ανατολής και Δύσης είναι πρακτικό ζήτημα. Ο ίδιος δίνει το παράδειγμα: παντρεύεται τρεις ξένες. Για να διοικήσει μια ποικιλόμορφη αυτοκρατορία πρέπει να συγχωνεύσει τους πολιτισμούς. Τώρα, ο νους του είναι στραμμένος προς τη νέα αυτοκρατορία. Όχι εκείνη που κατέκτησε, ούτε εκείνη που άφησε πίσω του στη Μακεδονία, αλλά τη νέα αυτοκρατορία της Μέσης Ανατολής. Ο Αλέξανδρος οδηγεί το στρατό του πίσω στη νέα έδρα της αυτοκρατορίας του, τη Βαβυλώνα.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ
Μια ζεστή βραδιά, τον Μάιο του 323 π.Χ., έπειτα από μια μεγάλη οινοποσία, πέφτει μυστηριωδώς άρρωστος. Η υγεία του βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση. Ο ίδιος καίγεται από πυρετό. Μετά από 30.000 χιλιόμετρα αιματοχυσίας και κατακτήσεων, το κυνήγι της αθάνατης δόξας φτάνει στο τέλος του για τον Αλέξανδρο. Οι Μακεδόνες αξιωματικοί του, ανήσυχοι συγκεντρώνονται γύρω από το κρεβάτι του ετοιμοθάνατου. Ο ιστορικός Πλούταρχος περιγράφει τη σκηνή: «Ήθελαν οπωσδήποτε να τον δουν για τελευταία φορά. Όλων σχεδόν η καρδιά ήταν βαριά από τη θλίψη, ενώ η σκέψη ότι θα έχαναν το βασιλιά τους, τους έκανε να νιώθουν αδύναμοι και σαστισμένοι». Μετά από 11 μέρες πυρετού, ένας από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς και ηγέτες όλου του κόσμου, πεθαίνει σε ηλικία 32 ετών. Τι ήταν αυτό που προκάλεσε τον πρόωρο θάνατο του Αλέξανδρου; Τι κατέκτησε τελικά τον κατακτητή; Ήταν κάποια αρρώστια, ήταν το οινόπνευμα, ή ήταν δολοφονία; Κάποιοι ειδικοί λένε ότι ήταν τύφος. Άλλοι ότι τον δηλητηρίασαν κάποιοι αξιωματικοί, που είχαν βαρεθεί τις μανίες του και την απαίτησή του να τον λατρεύουν σαν θεό. Όμως, για πολλούς αιώνες οι ιστορικοί διαφωνούσαν σχετικά με την αιτία του θανάτου του. Για ένα πράγμα είμαι βέβαιος: ο Αλέξανδρος δεν δηλητηριάστηκε. Το μοιραίο εορταστικό συμπόσιο ήταν στις 29 Μαΐου, ενώ ο θάνατος τον βρήκε στις 10-11 Ιουνίου. Αν ήθελαν να τον δηλητηριάσουν, θα του είχαν δώσει μεγάλη ποσότητα δηλητηρίου. Τι τον σκότωσε λοιπόν; Η επιδημία αποκλείεται. Οι άνθρωποι δεν πέθαιναν κατά χιλιάδες γύρω του. Δεν πρόκειται για κάποια ασιατική γρίπη. Πρέπει να είναι κάτι που συνέβη σ’ εκείνον. Κλίνω προς την ελονοσία.

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΣΟΡΟΥ
Τη σορό του Αλέξανδρου δεν μπορούμε να την εξετάσουμε, γιατί έχει χαθεί. Γυρίζοντας στη Μακεδονία, η ταφική πομπή δέχτηκε αιφνιδιαστική επίθεση από κάποιον στρατηγό του Αλέξανδρου, που ήθελε να μεταφέρει τη σορό του στην Αίγυπτο. Επί αιώνες, η σορός του Αλέξανδρου βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια. Αποτελούσε, πιθανόν, ένα από τα πιο ιερά κειμήλια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η λατρεία του Αλέξανδρου ως θεού πήρε μεγάλες διαστάσεις μετά το θάνατό του. Ο Ιούλιος Καίσαρα ήρθε για να προσκυνήσει το νεκρό ήρωά του. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αύγουστος κατέθεσε ένα χρυσό στεφάνι στο φέρετρο και σκόρπισε άνθη πάνω από τη σορό. Αλλά, τον 4ο αιώνα μ.Χ., κάτι συνέβη και ο τάφος εξαφανίζεται. Από τότε, ο τάφος του Αλέξανδρου αποτελεί ένα από τα ιερά δισκοπότηρα της αρχαιολογίας. Ορισμένοι ειδικοί πιστεύουν ότι καταστράφηκε κατά τη διάρκεια πολέμου ή σεισμού. Ένας Βρετανός ιστορικός, όμως, προτείνει μια πιο ενδιαφέρουσα θεωρία. Ο Άντριου Τσαγκ πιστεύει ότι ένας χάρτης του 16ου αιώνα περιέχει μια ένδειξη για το πού βρίσκεται. Ακριβώς, στο κέντρο του χάρτη, υπάρχει ένα μικρό κτίριο που θα μπορούσε να είναι το παρεκκλήσι, με τον μιναρέ ενός τζαμιού δίπλα του, το οποίο ονομάζεται «Domus Alexandri Magni», που στα λατινικά σημαίνει «Οίκος του Αλέξανδρου του Μεγάλου». Εδώ εντοπίστηκε μια σαρκοφάγος. Προοριζόταν για τον Αιγύπτιο Φαραώ Νεκτανεβώ Β', ο οποίος όμως ποτέ δεν ενταφιάστηκε εδώ. Μήπως άραγε εδώ αναπαυόταν ο Αλέξανδρος; Τη σαρκοφάγο την ανακάλυψε ξανά ο Ναπολέων, τον 19ο αιώνα. Όταν όμως ηττήθηκε από τους Άγγλους, η άδεια σαρκοφάγος μεταφέρθηκε στο Λονδίνο. Σήμερα, φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο. Αυτό το αντικείμενο ίσως ήρθε σε επαφή με τη σορό του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η σκέψη ότι εδώ ίσως βρέθηκε ο Ιούλιος Καίσαρ, αλλά και ο Αύγουστος Καίσαρ και ότι ο Ναπολέων πιθανότατα άγγιξε αυτή τη σαρκοφάγο, μας κάνει να ανατριχιάζουμε. Αλλά το Βρετανικό Μουσείο δε δέχεται τη θεωρία του Τσαγκ. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη γενετικού υλικού που να την τεκμηριώνει. Κι έτσι συνεχίζεται η έρευνα για τη σορό του κατακτητή, θαμμένη κάπου κάτω απ’ την άμμο της ερήμου ή ίσως, όπως πιστεύουν κάποιοι, στο χώμα της πόλης που της έδωσε το όνομά του, της Αλεξάνδρειας.

Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ
Αν και το σώμα του Αλέξανδρου μπορεί να χάθηκε, η κληρονομιά του εξακολουθεί να είναι ζωντανή. Η μεγαλοφυής στρατηγική του αποτελεί ακόμα και σήμερα αντικείμενο μελέτης στις στρατιωτικές ακαδημίες. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι, μέθοδοι σκέψης και δράσης, που αναδεικνύονται όταν μελετά κανείς τη στρατηγική του Αλέξανδρου. Και μάλιστα βρίσκουν εφαρμογή στο σύγχρονο κόσμο, με τον ίδιο τρόπο που εφαρμόζονταν την εποχή του Αλέξανδρου. Ένας ανώτατος διοικητής είναι υπεύθυνος για χιλιάδες ζωές και πρέπει να διαθέτει όραμα, πειθαρχία και την αμέριστη εμπιστοσύνη των στρατευμάτων του. Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ένας χαρισματικός ηγέτης, που μπορούσε να εμψυχώνει τους άντρες του κατά τη μεγάλη τους εκστρατεία. Η ικανότητά του να δένεται με τους στρατιώτες του, του χάριζε την απόλυτη πίστη τους στο πεδίο της μάχης. Ό,τι απαιτούσε από τους άντρες του, το έκανε και ο ίδιος πράξη: πρωτοστατούσε στη μάχη και μοιραζόταν τους κινδύνους. Ήταν ανοιχτός και γνώριζε ακόμα και τους απλούς στρατιώτες του. Πολλούς από αυτούς τους ήξερε με το όνομά τους, τόσο καιρό που συμμετείχαν στην εκστρατεία. Και αυτό έκανε τους ανθρώπους να δένονται μαζί του. Ανά τους αιώνες, πολλοί στρατιωτικοί διοικητές βασίστηκαν στις δοκιμασμένες στρατηγικές του Αλέξανδρου.
Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες εμπνέονταν από τον δεσποτικό Αλέξανδρο. Τον αγαπούσαν, επειδή πέτυχε πράγματα που άλλοι τα θεωρούσαν αδύνατα. Όταν ο Ιούλιος Καίσαρας έφτασε σε ηλικία των 32 ετών, λέγεται ότι έκλαψε στη σκέψη ότι δεν είχε καταφέρει κάτι τόσο σπουδαίο όσο ο Αλέξανδρος. Είναι φανερό ότι, όπως πολλοί άλλοι Ρωμαίοι, ο Ιούλιος Καίσαρας διακατεχόταν από το σύμπλεγμα του Αλέξανδρου. Όλοι οι Ρωμαίοι τον ζήλευαν.
Ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς του αρχαίου κόσμου, ο Αννίβας (Hannibal), επηρεάστηκε κι αυτός από τον Αλέξανδρο. Και οι δυο εμφορούνταν από μίσος για έναν παλιό εχθρό. Ο Αλέξανδρος ήθελε να τιμωρήσει τους Πέρσες και ο Αννίβας τους Ρωμαίους.
Στον πόλεμο της αμερικανικής ανεξαρτησίας, η στρατηγική του Τζορτζ Ουάσινγκτον όφειλε πολλά στον Αλέξανδρο. Σε ό,τι έκανε ο Ουάσινγκτον, διακρίνεται η επίδραση του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο διάπλους του ποταμού Ντέλαγουερ είναι πιστή αντιγραφή, από άποψη στρατηγικής και τακτικής, της μάχης του Αλέξανδρου στον ποταμό Υδάσπη. Τον Δεκέμβριο του 1776, ο στρατηγός Ουάσινγκτον οδήγησε τους σκληροτράχηλους άντρες του να διαπλεύσουν τον ποταμό Ντέλαγουερ και να επιτεθούν κατά των Βρετανών. Η απροσδόκητη νίκη τους στο Τρέντον στάθηκε αποφασιστική στον πόλεμο της αμερικανικής ανεξαρτησίας.
Ως μαθητής, ο Κορσικανός στρατηγός Ναπολέων Βοναπάρτης γοητευόταν κι αυτός από τους μύθους για τον Μέγα Αλέξανδρο. Η αδίστακτη φιλοδοξία του Ναπολέοντα γρήγορα τον προώθησε ψηλά στις τάξεις του στρατού. Όπως και ο Αλέξανδρος, εδραίωσε κι αυτός την εξουσία του χάρη σε μια σειρά από τολμηρές στρατιωτικές νίκες. Με την πρώτη ευκαιρία ακολούθησε τα αχνάρια του Αλέξανδρου, στο ταξίδι του στην Αίγυπτο. Τον επηρέασε κυρίως η θρησκευτική πολιτική του Αλέξανδρου, ο τρόπος που προσαρμοζόταν στις συνθήκες και υιοθετούσε τις αντιλήψεις των χωρών στις οποίες βρισκόταν. Το 1802, ο γαλλικός λαός τον ψήφισε «ισόβιο ύπατο» και μόλις δυο χρόνια αργότερα, ο Ναπολέων στέφεται αυτοκράτορας. Όπως κι ο Αλέξανδρος, ο Ναπολέων ενέπνεε απόλυτη αφοσίωση στους άντρες του. Και οι δυο γνώριζαν τους άντρες τους με το όνομά τους και αντάμειβαν τη γενναιότητά τους στο πεδίο της μάχης. Όταν ο Ναπολέων σκεφτόταν την εισβολή στη Ρωσία, αναλογιζόταν συχνά τον Αλέξανδρο, λόγω των μεγάλων αποστάσεων, που ήταν το κοινό σημείο. Όμως, αντίθετα με τον Αλέξανδρο, ο Ναπολέων αντιμετώπισε οδυνηρή ήττα και τελικά εξορίστηκε. Όποια και αν ήταν η τύχη του, ο Ναπολέων, όπως και ο Αλέξανδρος, πίστευε ότι τον είχε διαλέξει η μοίρα για κάτι μεγάλο. Πίστευε ότι στον πόλεμο ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα, αλλά και ότι ένας άνθρωπος μπορεί να φέρει τη νίκη.
Ο στρατηγός του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, George Patton, είχε βγει από το ίδιο καλούπι με τον Αλέξανδρο. Από τις πρώτες του ημέρες στη Στρατιωτική Ακαδημία του Γουέστ Πόιντ, ο George Patton θαύμαζε τα κατορθώματα όλων των κλασικών ηρώων, αλλά κυρίως του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Υπάρχουν πολλά κείμενα και σημειώσεις που δείχνουν ότι ο Patton ήθελε πραγματικά να μιμηθεί το ένδοξο παρελθόν του Αλέξανδρου. Όπως και το είδωλό του, ο Patton μελετούσε τις αδυναμίες των εχθρών του. Έτσι μπορούσε να βρει τον καλύτερο τρόπο για να τους νικήσει. Ήρωάς του ήταν ο Αλέξανδρος. Εκείνο που θαύμαζε περισσότερο σ’ αυτόν ήταν η πειθαρχία που επέβαλε στους στρατιώτες του. Ο Patton, όπως και ο Αλέξανδρος, έμοιαζε ικανός να πετύχει εκείνο που κανείς άλλος στρατηγός δεν μπορούσε. Σε μια τολμηρή κίνηση, το 1944, ο αποφασιστικός Patton άλλαξε την κατεύθυνση των στρατευμάτων του, στρέφοντας τους 100.000 άντρες του από την Ανατολή προς τον Βορρά. Βαδίζοντας 150 χιλιόμετρα σε τρεις ημέρες, επιτέθηκαν στους Γερμανούς. Ύστερα από τρεις εβδομάδες σκληρών μαχών, το ριψοκίνδυνο εγχείρημα του Patton απέδωσε. Η πατρίδα του τον υποδέχτηκε ως μεγάλο στρατηγό, όμως ο ίδιος ένιωθε ότι δεν έφτανε τον ήρωά του, τον Αλέξανδρο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Αλέξανδρος αποτελεί το μέτρο για όλες τις εποχές, για το καλό και για το κακό. Και αυτό είναι που τον κάνει τόσο ελκυστικό, σχεδόν ακαταμάχητο πρότυπο για όλους όσους αποβλέπουν στην αρχηγία και το μεγαλείο. Η τέχνη του πολέμου είναι μια μόνο άποψη της κληρονομιάς του Αλέξανδρου. Δημιούργησε επίσης νέους εμπορικούς δρόμους και σφυρηλάτησε τις πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Αυτό που έκανε ο Αλέξανδρος ήταν ότι διέδωσε τον ελληνικό πολιτισμό. Έτσι, οι ελληνικές τραγωδίες παίζονται στο σημερινό Ιράν και η ελληνική φιλοσοφία φτάνει τελικά μέσω της Ινδίας μέχρι τη Σρι Λάνκα. Πρόκειται για μια απίστευτη πνευματική γονιμότητα. Πάνω από όλα, όμως, θεωρείται ένας από τους πιο χαρισματικούς στρατιωτικούς ηγέτες που έζησαν ποτέ. Ο Μέγας Αλέξανδρος έγινε το σύμβολο της αδάμαστης φιλοδοξίας και των κολοσσιαίων κατορθωμάτων. Το θάρρος, ο ατρόμητος χαρακτήρας του, ο αυθορμητισμός του, η αφοσίωση την οποία ενέπνεε, όλα αυτά τον κάνουν μια μορφή ασύλληπτη, πέρα από κάθε φαντασία. Ο Μέγας Αλέξανδρος υπήρξε ένας μυθικός ηγέτης, που τον βασάνιζε ως έμμονη ιδέα ο ίδιος του ο μύθος. Δυόμισι χιλιάδες χρόνια αργότερα, ακόμα μιλάμε για τα εκπληκτικά κατορθώματά του. Τελικά, ο Αλέξανδρος πέτυχε αυτό που επιζητούσε.