24 Μαρ 2009

Η κάθοδος ή η «επιστροφή» των Δωριέων;

Την ποικιλία των διαλέκτων που μιλιούνταν στις διάφορες περιοχές της ελληνικής γης, οι Έλληνες των αρχαϊκών και των κλασικών χρόνων την ερμήνευαν ως ένδειξη της ύπαρξης διαφορετικών φύλων, και τη διασπορά της ίδιας διαλέκτου σε διάφορες περιοχές, την απέδιδαν σε μετακινήσεις του αντίστοιχου φύλου σ’ αυτές. Την αιτιολογική αυτή ερμηνεία των αρχαίων υιοθέτησαν στην πλειονότητά τους οι μελετητές του αρχαίου ελληνικού κόσμου, ιδιαίτερα φιλόλογοι και ιστορικοί. Η λεγόμενη δωρική διάλεκτος ήταν σε χρήση σε πολλές περιοχές της χώρας και, σύμφωνα με την παραπάνω θεωρία, πολλές ήταν οι μετακινήσεις των Δωριέων, αυτών δηλαδή που τη χρησιμοποιούσαν. Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με την παράδοση, όπως τη διασώζει ο Ηρόδοτος (Ι,56), από τη Φθιώτιδα οι Δωριείς μετανάστευσαν στην Ιστιαιώτιδα, στην Πίνδο, στη Δρυοπίδα, στην Πελοπόννησο. Οι υποτιθέμενες αυτές μετακινήσεις, γνωστές επίσης ως «Κάθοδος των Δωριέων» ή ως «Επιστροφή των Ηρακλειδών», θεωρήθηκαν εισβολή καθυστερημένων ελληνικών φύλων από το Βορρά προκαλώντας την κατάρρευση του μυκηναϊκού κόσμου και εγκαινιάζοντας την περίοδο των λεγομένων σκοτεινών αιώνων. Ωστόσο, τα νεωτερικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν αρχαιολογικά την περίοδο αυτή (9ο και 8ο αιώνα π.Χ.), όπως η χρήση του σιδήρου, το έθιμο της καύσης των νεκρών και η κεραμική με γεωμετρική διακόσμηση, όπως επιγραμματικά επισήμανε η Αμερικανίδα αρχαιολόγος Emily Vermeule, «βρίσκονται όχι κατά μήκος της δωρικής διαδρομής, αλλά ακριβώς σε εκείνες τις περιοχές, οι οποίες όχι μόνο δεν κατακλύστηκαν από νεηλύδες, αλλά αντίθετα διατήρησαν για μακρό χρονικό διάστημα τις μυκηναϊκές παραδόσεις και τις δια θαλάσσης επαφές τους με την Ανατολή». Τέτοιες περιοχές ήταν η Αθήνα, η Κρήτη, η ακτή της Ιωνίας. Και είναι ακριβώς αυτά τα αρχαιολογικά δεδομένα που έκαναν τον μεν Μανόλη Ανδρόνικο ήδη από το 1971 να αποφανθεί ότι «οι Δωριείς στην αρχαιολογία δεν είναι παρά ένα φάντασμα», τον δε μεγάλο Βρετανό ελληνιστή John Chadwick, λίγα χρόνια αργότερα (1976), να δηλώσει με έμφαση ότι γλωσσολόγοι και αρχαιολόγοι από κοινού έθαψαν τους Δωριείς ως εισβολείς ή μετανάστες, αποδεικνύοντας την έλευσή τους ανυπόστατη. Φαίνεται, λοιπόν, ότι τόσο η κάθοδος των Δωριέων όσο και οι άλλες μετακινήσεις ελληνικών φύλων, όπως τις παραδίδουν οι φιλολογικές πηγές, δεν είναι παρά προσπάθειες των αρχαίων να εξηγήσουν την ύπαρξη διαφόρων διαλέκτων.

Αυυτοεξορία
Ωστόσο, όσο κι αν ο μύθος και η παράδοση δεν αποτελούν ιστορία, άλλο τόσο δεν μπορεί να αποκλειστεί ο απόηχος κάποιου ιστορικού γεγονότος στο μύθο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (ΙΧ 27) οι Δωριείς, τμήμα κάποτε του μυκηναϊκού κόσμου, αυτοεξορίστηκαν προκειμένου να γλιτώσουν από την τυραννία των Μυκηναίων («φεύγοντες δουλοσύνην προς Μυκηναίων»). Αν έτσι έχει το πράγμα, τότε η παράδοση που μιλάει για επιστροφή των Ηρακλειδών γίνεται πιο κατανοητή: Για να επιστρέψει κανείς κάπου, πρέπει προηγουμένως να έχει φύγει. Άλλωστε, έχει γίνει αποδεκτό ότι η λεγόμενη «Πρωτο-δωρική» είναι μια από τις διαλέκτους της Μυκηναϊκής Ελληνικής, η οποία έχει θεωρηθεί ως κοινωνικά κατώτερη, ότι τη μιλούσαν εκτός ανακτορικού περιβάλλοντος και γι’ αυτό δεν γραφόταν στις πινακίδες. Επίσης, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, οι Δωριείς επέστρεψαν «κατιόντες», κατερχόμενοι. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να είχαν καταφύγει σε ψηλά μέρη, σε βουνά, όπου ένιωθαν μεγαλύτερη ασφάλεια και προστασία από τους κατατρεγμούς και τις διώξεις.

Κτηνοτρόφοι
Οι ορεσίβιοι πληθυσμοί ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με την κτηνοτροφία και την υλοτομία, την εκμετάλλευση των δασών και φαίνεται ότι οι Δωριείς δεν αποτελούσαν εξαίρεση. Γι’ αυτό κι η παράδοση τους σκιαγραφεί ως συντηρητικούς και άξεστους. Όταν δε οι λόγοι, για τους οποίους είχαν αυτοεξοριστεί εξέλιπαν, μετά δηλαδή την κατάρρευση του μυκηναϊκού κόσμου, επέστρεψαν ως Ηρακλείδες «κατιόντες». «Κάτειμι» σημαίνει «κατέρχομαι από τα ψηλά μέρη στα χαμηλά», αλλά και «επιστρέφω από εξορία», σημασίες που ταιριάζουν στην περίπτωση των Δωριέων, οι οποίοι επέστρεψαν από την εξορία τους «κατελθόντες». Η ερμηνεία που δίνουν οι σύγχρονοι ιστορικοί στο «κατιόντες» ως «κατερχόμενοι από βορρά» φαίνεται να προέκυψε από τη νεότερη χαρτογραφική σύμβαση, που θέλει την ανάρτηση του χάρτη με τον γεωγραφικό Βορρά προς τα πάνω. Με άλλα λόγια, αν δεν υπήρχε αυτή η σύμβαση και αν είχαμε μάθει να κρεμάμε το χάρτη με το Νότο στο πάνω μέρος, το «κατιόντες» θα σήμαινε, σύμφωνα με την ερμηνεία των ιστορικών, «κατερχόμενοι από το Νότο». Και, συνεπώς, οι Δωριείς θα είχαν κατέλθει από την... Κρήτη!

«Κατιόντες»
Η κάθοδος των δωρικών φύλων από τα ορεινά σε πεδινά μέρη και ανεξάρτητα από μαγνητικούς προσανατολισμούς, συμφωνεί με την εγκατάστασή τους σε περιοχές της Πελοποννήσου που απέχουν πολύ όχι μόνο μεταξύ τους αλλά και από το σημείο της υποτιθέμενης κοινής αφετηρίας των Δωριέων. Περιοχές, όπως η κεντρική Μεσσηνία, η κεντρική Λακωνία, η πεδιάδα του Άργους, η περιοχή του Ισθμού, πέρα από τα παραπάνω γνωρίσματα, αποτελούσαν και την καρδιά του μυκηναϊκού κόσμου, πράγμα που σημαίνει ότι οι Δωριείς «κατιόντες» επέστρεψαν στα μέρη τα οποία είχαν εγκαταλείψει μερικές γενιές παλιότερα.
Η κατάληξη σε «-ευς», ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια σημαίνει ασχολία, επάγγελμα (π.χ. χαλκεύς), ενώ η ρίζα «δωρ-» συγγενεύοντας με τη λέξη δόρυ/δούρη, τόσο στις πινακίδες, όσο και στον Όμηρο, σημαίνει ξύλο (σύγκρ. «δούρειος ίππος»). Η δε εναλλαγή του «ο» με το «ου» ή με το «ω», ανάλογα με τη διάλεκτο, δεν είναι ασυνήθης (π.χ. αττ. κόρος, ιων. κούρος, δωρ. κώρος, βουλή-βωλά, βους-βως, δούλος-δώλος κα.). Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται και από την ύπαρξη σύνθετων ονομάτων, όπως Δωρικλής και Δωρίμαχος.

Ξυλοκόποι
Μετά τα παραπάνω, ως δηλωτικό ασχολίας το «Δωριεύς» σημαίνει ξυλοκόπος. Οι ξυλοκόποι, ζώντας στα βουνά και αποκομμένοι από τον πολιτισμό, μιλούν διάλεκτο λιγότερο εξελιγμένη, αρχαϊκή. Με τον καιρό ίσως η σημασία του Δωριεύς διευρύνθηκε υπονοώντας τον άξεστο χωρικό, όπως η λέξη Βλάχος στη σημερινή καθομιλουμένη από εθνικό κατέληξε να σημαίνει το χωρίς τρόπους άτομο. Αυτοί λοιπόν οι άξεστοι ξυλοκόποι, με την κατάρρευση του μυκηναϊκού ανακτορικού συστήματος, βρήκαν την ευκαιρία να επιστρέψουν. Με την ερμηνεία των Δωριέων ως ξυλοκόπων φαίνεται να συμφωνεί και ο μύθος του τελευταίου βασιλιά της Αθήνας, του Κόδρου, ο οποίος για να σώσει την πόλη του από τους εισβολείς Δωριείς, διείσδυσε κρυφά στο στρατόπεδό τους μεταμφιεσμένος σε ξυλοκόπο, δηλαδή σε έναν από αυτούς, σε Δωριέα.

από τον Χρ. Γ. Ντούμα,
ομότιμο καθηγητή Αρχαιολογίας
του Πανεπιστημίου Αθηνών,
Εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (21/12/08)

18 Μαρ 2009

Ένα σκοτεινό και βίαιο Σύμπαν

Η εικόνα που μας προσφέρει η σύγχρονη επιστήμη για τη δομή και την εξέλιξη του Σύμπαντος είναι μάλλον ασυνήθιστη, σχεδόν υπερρεαλιστική. Η παλαιότερη υποψία ότι το Σύμπαν μας περιέχει μια μεγάλη κι εντελώς άγνωστη ποσότητα ύλης και ενέργειας θεωρείται σήμερα βεβαιότητα. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς το σόκ που προκάλεσε, στα τέλη του 20ου αιώνα, η είδηση ότι μέχρι τότε η Φυσική είχε αγνοήσει τα ¾ της συνολικής μάζας-ενέργειας του Σύμπαντος!
Σύντομα όμως οι φυσική συνήλθαν από το σοκ κι άρχισαν να αναζητούν κάποιες λογικές απαντήσεις στα πολύ ενοχλητικά ερωτήματα που θέτει η παρουσία της «σκοτεινής» ύλης και ενέργειας στον κόσμο. Η επιστήμη λοιπόν επιχειρεί να ρίξει κάποιο φως στην πιο σκοτεινή πλευρά του Σύμπαντος. Δημιουργήθηκε μάλιστα και ένας νέος επιστημονικός κλάδος που μελετά αυτά τα φαινόμενα: η «αστροσωματιδιακή φυσική».
Η γνωστή σε όλους ορατή ύλη, από την οποία αποτελούνται τα αστέρια, οι πλανήτες και τα σώματά μας, αντιστοιχεί μόλις στο 4% της συνολικής ύλης-ενέργειας που υπάρχει στο Σύμπαν. Το υπόλοιπο 96% είναι ένα μυστηριώδες μείγμα από «σκοτεινή ύλη» και «σκοτεινή ενέργεια».
Κατά παράδοξο τρόπο, οι πρώτες ενδείξεις για την ύπαρξη της σκοτεινής ύλης ήταν γνωστές ήδη από τη δεκαετία του 1930, αλλά αγνοήθηκαν συστηματικά. Όμως, στα τέλη του 20ου αιώνα δύο ανεξάρτητες ερευνητικές ομάδες ανακοίνωσαν τις έρευνές τους που αποδεικνύουν ότι οι μέχρι τότε έρευνες είχαν αγνοήσει τα ¾ της συνολικής μάζας-ενέργειας του Σύμπαντος! Την πρώτη ερευνητική ομάδα διηύθυνε ο διάσημος αστροφυσικός Σολ Πέρλμουτερ του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ των ΗΠΑ, ενώ η δεύτερη ομάδα ήταν μια διεθνής συνεργασία μεταξύ του Μπράιαν Σμιτ (Αυστραλία) και του Ρόμπερτ Κίρσνερ (ΗΠΑ).
Στο ερώτημα γιατί η Φυσική χρειάστηκε τόσο χρόνο για να αποκαλύψει την ύπαρξη αυτής της τεράστιας ποσότητας «σκοτεινής ύλης» στο Σύμπαν, η απάντηση είναι απλή: επειδή αυτή η ύλη δεν εκπέμπει φως ή κάποια άλλη μορφή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Άρα ήταν αδύνατον να ανιχνευθεί άμεσα με τα συνηθισμένα τηλεσκόπια ή ραδιοτηλεσκόπια.
Την παρουσία της μπορούμε να την ανιχνεύσουμε μόνον έμμεσα: μελετώντας τις ταχύτητες περιφοράς των εξωτερικών άστρων στους βραχίονες των γαλαξιών ή από φαινόμενα της λεγόμενης «βαρυτικής εστίασης του φωτός».
Αυτή δεύτερη έμμεση αλλά αποφασιστική ένδειξη έχει να κάνει με το γεγονός ότι η σκοτεινή ύλη, ενώ είναι αόρατη επειδή δεν αλληλοεπιδρά με τη γνωστή μας ύλη, είναι ωστόσο βέβαιο ότι θα πρέπει να έχει κάποια μάζα. Και εφόσον η θεωρία του Αϊνστάιν περί της καμπύλωσης του χωροχρόνου από την παρουσία της μάζας είναι σωστή, τότε και η μάζα της σκοτεινής ύλης θα πρέπει να καμπυλώνει το τμήμα του χωροχρόνου που την περιέχει.
Στη θεωρία της Γενικής Σχετικότητας, η μάζα καμπυλώνει το χώρο γύρω της, ώστε η τροχιά του φωτός παύει να είναι ευθύγραμμη, αλλά ακολουθεί την καμπυλότητα του χώρου. Η ορατή και αόρατη μάζα παίζει το ρόλο βαρυτικού φακού, εστιάζει δηλαδή το φως των μακρινών γαλαξιών, δημιουργώντας οπτικά φαινόμενα: εστιάσεις, κατοπτρισμούς, φαινομενικές επιμηκύνσεις κλπ.
Χρησιμοποιώντας αυτά τα φαινόμενα και υπολογίζοντας κατά πόσο το φως μακρινών γαλαξιών απέκλινε από την ευθεία, μπορούμε να υπολογίσουμε πόση μάζα μεσολαβεί ανάμεσα σ’ αυτούς τους γαλαξίες και τη Γη. Μπορούμε δηλαδή να χαρτογραφήσουμε αυτή τη μάζα, ανεξάρτητα από το αν εκπέμπει φως ή όχι. Και αυτού του είδους οι χαρτογραφήσεις έδειξαν ότι η μάζα στην αστρική μας γειτονιά είναι πολύ περισσότερη από την ορατή.
Όμως, οι δυσάρεστες εκπλήξεις για τους φυσικούς δεν τέλειωσαν με την ανακάλυψη της σκοτεινής ύλης. Πιο πρόσφατα ήρθε να προστεθεί μια ακόμη πιο αινιγματική παρουσία: η σκοτεινή ενέργεια. Οι αστροφυσικοί κατέληξαν στην πολύ ενοχλητική διαπίστωση ότι το Σύμπαν μας διαστέλλεται συνεχώς και μάλιστα με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Αναλύοντας τη συμπεριφορά κάποιων μακρινών αστέρων, που ονομάζονται «υπερκαινοφανείς αστέρες» (Supernova), επειδή τελειώνουν τη ζωή τους με μια γιγάντια έκρηξη, διαπίστωσαν ότι αυτές οι εκρήξεις ήταν λιγότερο φωτεινές από όσο περίμεναν.
Συνεπώς, υπάρχει κάτι στο Σύμπαν που επιταχύνει αντί να επιβραδύνει τη διαστολή του. Γεγονός που συνεπάγεται ότι όλη η σκοτεινή και όλη η ορατή ύλη μαζί, δηλαδή η συνολική μάζα του Σύμπαντος, καθώς και οι βαρυντικές ελκτικές δυνάμεις που αυτή η μάζα αναπτύσσει, δεν είναι πια σε θέση να συγκρατήσουν την επιταχυνόμενη διαστολή του Σύμπαντος.
Όλες οι παρατηρήσεις επιβεβαιώνουν την ανάγκη ύπαρξης στο Σύμπαν μιας άγνωστης, αλλά πολύ ισχυρής «αντιβαρυτικής δύναμης» που το ωθεί να δραπετεύει. Και επειδή οι επιστήμονες αγνοούν τη φύση και την προέλευση αυτής της άγνωστης μορφής ενέργειας, την αποκαλούν «σκοτεινή ενέργεια» ή «ενέργεια του κενού».
Έτσι, από αυτές τις μετρήσεις των κοσμολογικών διακυμάνσεων, οι αστροφυσικοί κατάφεραν να υπολογίσουν με μεγάλη ακρίβεια την πυκνότητα της σκοτεινής κοσμικής ύλης και ενέργειας και κατέληξαν στη βεβαιότητα ότι η ορατή ύλη δεν αποτελεί παρά μόνο το 4% της ύλης και της ενέργειας του Σύμπαντος, ενώ το υπόλοιπο 96% αποτελείται από σκοτεινή ύλη (23%) και σκοτεινή ενέργεια (73%).
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι κατοικούμε σ’ ένα βίαιο, σκοτεινό αλλά, ευτυχώς, όχι αφιλόξενο Σύμπαν, εφόσον εξακολουθούμε να υπάρχουμε και προσπαθούμε να επινοήσουμε τρόπους για να διαφωτίσουμε τις πιο σκοτεινές πτυχές του.

Οι κύλινδροι της Νεκράς Θάλασσας

Στο νεαρό Βεδουίνο βοσκό, Μοχάμεντ Αντ Ντίμπα, χρωστάμε μια από τις πιο σημαντικές και πιο εντυπωσιακές ανακαλύψεις του 20ου αιώνα. Ποιος ξέρει; Αν δεν έχανε την κατσίκα του εκείνη την ανοιξιάτική μέρα του 1947, ίσως το γεγονός αυτό να μην είχε συμβεί.
Ψάχνοντας πάνω στους γυμνούς βράχους στα ΒΔ της Νεκράς Θάλασσας, άρχισε να ρίχνει μερικές πέτρες, μήπως κι η κατσίκα του φανεί κάπου. Αντί όμως γι’ αυτό κάτι άλλο συνέβη. Η πέτρα χτύπησε κάπου μέσα στους βράχους και έκανε έναν ασυνήθιστο χτύπο. Του φάνηκε σαν να έσπασαν κεραμίδια. Σκαρφάλωσε πάνω στα βράχια και μπήκε στη σπηλιά. Είδε πιθάρια μπροστά του και σπασμένα κεραμίδια. Ο νους του πήγε σε κάποιο κρυμμένο θησαυρό. Δεν τόλμησε όμως να προχωρήσει. Πήγε και φανέρωσε το μυστικό σε κάποιους φίλους του, από την ίδια φυλή των Τα-Αμίρεχ. Την επομένη πήγαν μαζί του, αλλά δεν βρήκαν ούτε χρυσάφι, ούτε κοσμήματα. Το μόνο που βρήκαν ήταν μερικά άδεια πιθάρια και κυλίνδρους από παμπάλαιο δέρμα και πάπυρο τυλιγμένο σε μισοσαπισμένο πανί. Αγανακτισμένοι τα πετούν κάτω και μάλιστα μερικά τα ποδοπάτησαν. Μετά όμως σκέφτηκαν, ότι αυτά τα παλιά και φθαρμένα δέρματα ίσως να έχουν κάποια αξία, και τα πήραν. Από δω αρχίζει η περιπέτεια των χειρογράφων της Νεκράς Θάλασσας. Για κάμποσο καιρό ο βοσκός τα κουβαλούσε μαζί του. Όταν αργότερα η φυλή του έστησε τις σκηνές της κοντά στη Βηθλεέμ ο βοσκός θυμήθηκε ένα γνωστό του μπακάλη, τον Καντό. Από αυτόν οι Βεδουίνοι αγόραζαν συχνά τρόφιμα. Μόλις εκείνος τα είδε έκανε τον αδιάφορο, αλλά η καρδιά του από μέσα χτυπούσε: «Παλιό δέρμα, δόξα να έχει ο Θεός, γεμάτο είναι το μαγαζί». Και ο βοσκός παρατήρησε: «Μα, έχουν μέσα και γράμματα», αλλά ο πονηρός μπακάλης απάντησε: «Τι με αυτό; Ποιος μπορεί να τα διαβάσει; Έπειτα, μήπως το δέρμα παίρνει αξία με τα γράμματα; Αλλά δε βαριέσαι, ίσως χρειαστούν για τίποτα μπαλώματα!» Και τα πήρε, χωρίς να δώσει στο βοσκό σχεδόν τίποτε. Δεν παρέλειψε όμως να τον ρωτήσει πού τα βρήκε και να μάθει ακριβώς.
Πέρασε καιρός και τα χειρόγραφα ήταν στο μπακάλικο του Καντό. Μια μέρα, ενώ τα κοίταζε, σκέφτηκε να τα πάει στους μοναχούς στο μοναστήρι του Αγίου Μάρκου στην Ιερουσαλήμ. Έτσι έφτασαν στα χέρια του μητροπολίτη Σαμουήλ, που μιας και δεν μπορούσε να τα διαβάσει, άρχισε σιγά - σιγά να τα παρουσιάζει σε ειδικούς, χωρίς βέβαια και να αποκαλύπτει που τα βρήκε. Όταν κατάλαβε την αξία τους και ότι μπορεί να είναι πολύ παλιά, δε δίστασε να τα μεταφέρει στην Αμερική, όπου, όπως λέγεται, τα πούλησε για 250.000 δολάρια. Αργότερα, όταν έγινε πια βέβαιο περί τίνος επρόκειτο, η ισραηλινή κυβέρνηση διέθεσε 1.000.00 δολάρια για να τα ξαναφέρει πίσω στο Ισραήλ.
Πριν όμως τα χειρόγραφα ταξιδέψουν για την Αμερική, ένας κύλινδρος έπεσε στα χέρια του καθηγητή της αρχαιολογίας του πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ Ελεάζαρ Σούκενικ. Μόλις ο καθηγητής είδε για λίγο το περιεχόμενό του, έφυγε αμέσως για τη Βηθλεέμ. Πρέπει να ήρθε σε επαφή με τον Καντό. Το βέβαιο είναι ότι γύρισε στην Ιερουσαλήμ με τρεις νέους κυλίνδρους. Πού αλλού θα μπορούσε να τους βρει; Άρχισε αμέσως τη μελέτη και την έρευνα. Την 1η Δεκεμβρίου 1947 έγραφε στο ημερολόγιό του: «Φοβάμαι να αφήσω ελεύθερο τον εαυτό μου σε σκέψεις. Ίσως, όμως να πρόκειται για τη μεγαλύτερη ανακάλυψη που έγινε έως τώρα στην Παλαιστίνη, για μια ανακάλυψη που ήταν εντελώς απροσδόκητη για όλον τον επιστημονικό κόσμο».
Στο μεταξύ, ένας από τους πιο ειδικούς καθηγητές του Πανεπιστημίου Τζων Χόπκινς στην Αμερική, ο Β.Φ. Όλμπραϊτ, έστειλε στο νεαρό επιστήμονα Τρέβερ, που βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ για τη μελέτη των χειρογράφων, το εξής τηλεγράφημα: «Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια μεγαλειώδη ανακάλυψη. Καμιά αμφιβολία δεν υπάρχει για τη γνησιότητα των κειμένων και για τη σημασία τους» και μάλιστα προσδιορίζει και την ηλικία τους, στο 100 π.Χ.
Τώρα που η ανακάλυψη έγινε γνωστή, η τιμή των δερμάτινων κυλίνδρων έφτασε μια λίρα το τετραγωνικό εκατοστό. Επιστήμονες και ντόπιοι άρχισαν τις έρευνες σε όλη την περιοχή γύρω από τη Νεκρά Θάλασσα, ακόμα και στους λόφους της Ιουδαίας. Όλα τα απάτητα έως τότε μέρη ερευνήθηκαν. Δεν έμεινε σπήλαιο στο οποίο να μη μπουν. Το αποτέλεσμα ήταν να έλθει στο φως πληθώρα χειρογράφων και αποσπασμάτων της Π. Διαθήκης, για τα οποία ακόμα δεν έχουμε πολλές πληροφορίες. Και ίσως άλλα έλθουν ακόμα στο φως.

ΤΙ ΠΕΡΙΕΧΟΥΝ ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
Ο αριθμός των κυλίνδρων ή κομματιών που μάζεψαν οι Βεδουίνοι από τα σπήλαια του Κουμράν το 1947, ήταν έντεκα. Μόνον έξι από αυτά αποτελούν ξεχωριστές συγγραφές. Υπάρχουν όμως δύο εκδόσεις, από το ίδιο έργο που αποτελούν στην ουσία, ένα έργο κι έτσι έχουμε συνολικά επτά χειρόγραφα. Αυτό εννοούμε όταν λέμε οι επτά κύλινδροι της Νεκράς Θάλασσας.
Όταν οι επιστήμονες μιλούν έτσι για ένα χειρόγραφο, δεν εννοούν το πρωτότυπο, το αρχικό. Μπορεί να είναι αντίγραφο ενός άλλου αντίγραφου και αυτό κάποιου άλλου κλπ. Στην περίπτωση των κυλίνδρων, είναι πολύ πιθανόν ότι όλα να είναι αντίγραφα, αν και μερικά από τα χειρόγραφα, που δεν έχουν καθαρά Βιβλικό περιεχόμενο, μπορεί να πει κανείς ότι είναι τα γνήσια και αρχικά εκείνα έργα που γράφηκαν κάποτε για πρώτη φορά. Και μάλιστα αυτό ισχύει, δυστυχώς, για εκείνα τα χειρόγραφα που είναι εντελώς θρυμματισμένα.
1. Το πιο μακροσκελές από τα χειρόγραφα, είναι γνωστό σαν «ο Κύλινδρος του Ησαΐα του Αγίου Μάρκου». Λέγεται έτσι επειδή είναι ένα από τα χειρόγραφα που αγοράστηκαν από τον μητροπολίτη Σαμουήλ κι έμειναν στο μοναστήρι του Αγίου Μάρκου.
Είναι γραμμένο πάνω σε λωρίδες από δέρμα που έχουν ενωθεί μεταξύ τους στις άκρες για να αποτελέσουν ένα ενιαίο σύνολο. Έχει πλάτος περίπου 35 εκατοστά και μήκος περίπου 8 μέτρα. Φυλάγεται στο Μουσείο της Βίβλου στην Ιερουσαλήμ, που χτίστηκε ακριβώς για τα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας και έχει το σχήμα πιθαριού.

Αν και είναι πολύ φθαρμένο, έχει συγκολληθεί προσεκτικά, ώστε η κατάστασή του να θεωρείται καλή. Το κείμενο είναι στην εβραϊκή γλώσσα και στις 54 στήλες του περιέχει όλο το βιβλίο του προφήτη Ησαΐα. Υπάρχουν σύμβολα στο περιθώριο, που ακόμα δεν έχει γίνει γνωστή η σημασία τους. Πιθανόν τα σύμβολα αυτά να ήταν ενδείξεις για τη χρήση των χειρογράφων σε δημόσιες αναγνώσεις ή για λειτουργικούς σκοπούς.
Αν και το κείμενο διαφέρει σε λεπτομέρειες σε σχέση με το Μασωριτικό κείμενο, από το οποίο έχουν γίνει οι νεώτερες ξενόγλωσσες μεταφράσεις της Π. Διαθήκης, μπορούμε να πούμε ότι είναι ουσιαστικά το ίδιο.
Αυτός είναι ο αρχαιότερος κύλινδρος και το αρχαιότερο πλήρες γνωστό χειρόγραφο, που περιέχει ολόκληρο βιβλίο της Βίβλου.
2. Ένας από τους κυλίνδρους που έχει αγοραστεί από τον καθηγητή Ελεάζαρ Σούκενικ, είναι επίσης ένα χειρόγραφο του Ησαΐα, αλλά δεν είναι πλήρες και είναι πιο πολύ φθαρμένος. Είναι γνωστός σαν «ο Κύλινδρος του Ησαΐα του Εβραϊκού Πανεπιστημίου», για να διακρίνεται από αυτόν του Αγίου Μάρκου. Αποτελείται από ένα μεγάλο κομμάτι που περιέχει το μεγαλύτερο περιεχόμενο από τα κεφάλαια 38-66 μέχρι το τέλος. Μερικά άλλα μικρότερα κομμάτια περιέχουν αποσπάσματα από προηγούμενα κεφάλαια. Το κείμενο του κυλίνδρου αυτού βρίσκεται πιο κοντά προς το Μασωριτικό. Οι κύλινδροι του Ησαΐα δε χρειάζεται να περιγραφούν περισσότερο γιατί το περιεχόμενό τους είναι το ίδιο με εκείνο που έχουμε στην Αγία Γραφή.
3. Ένα τρίτο χειρόγραφο, από τη συλλογή του μητροπολίτη Σαμουήλ, είναι ένα Μιντράς στο βιβλίο του Αβακκούμ. Μιντράς είναι μια εξήγηση ή ένα σχόλιο πάνω στο ιερό κείμενο, αλλά με τέτοιο τρόπο που στο σύγχρονο πνεύμα να φαίνεται παράξενος. Κι είναι ο ειδικός και ιδιαίτερος τρόπος σχολιασμού αυτού του κειμένου και μάλιστα οι αναφορές του στο Διδάσκαλο της Δικαιοσύνης, που έχουν δημιουργήσει τόσες αντιγνωμίες μεταξύ των ερευνητών.
Ο κύλινδρος του Αβακκούμ έχει μόνο 1,5 μέτρο μήκος και λιγότερο από 15 εκατοστά πλάτος. Η αρχή του λείπει κι υπάρχουν εδώ κι εκεί τρύπες στο κείμενο, αλλά γενικά μπορεί να ειπωθεί ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση.
Πρέπει να προσθέσουμε, ότι το βιβλίο του Αβακκούμ έχει δημιουργήσει πολλές δυσκολίες ήδη, ακόμα και χωρίς αυτό το Μιντράς. Στη μορφή που εμφανίζεται στη Βίβλο, πρέπει να έχει γραφεί περίπου τον 6ο αιώνα π.Χ. ή ίσως δύο αιώνες αργότερα. Μπορούσε κάλλιστα να είναι μια προειδοποίηση για την επερχόμενη εισβολή των Χαλδαίων, σαν όργανα μιας θεϊκής παιδαγωγικής ή ανταπόδοσης. Ακόμα, αυτή η εκδίκηση ή τιμωρία θα μπορούσε να είναι από τους Μακεδόνες υπό τον Μ. Αλέξανδρο. Η αρχαιότερη χρονολογία γίνεται αποδεκτή σαν η πιο φυσική και πιο αιτιολογημένη.
Πάντως, τα περιεχόμενα στον κύλινδρο του Αβακκούμ βρίσκουν εφαρμογή σε γεγονότα μεταγενέστερα από εκείνα που ο συγγραφέας είχε υπόψη του, όταν έγραφε το βιβλίο. Για παράδειγμα, το Αβακκούμ 1:4 έχει ως εξής σύμφωνα με τον κύλινδρο: «Γι’ αυτό ο νόμος είναι αργός», ακολουθεί η εξήγηση: «Αυτό σημαίνει ότι αυτοί απέρριψαν το Νόμο του Θεού» και μετά από το υπόλοιπο χωρίο που απομένει, υπάρχει η εξήγηση: «Αυτό εννοεί, ότι ο ασεβής άνθρωπος, είναι ο ασεβής ιερέας και ο δίκαιος άνθρωπος είναι ο Διδάσκαλος της Δικαιοσύνης». Αυτή είναι η πρώτη από τις αναφορές στον Διδάσκαλο της Δικαιοσύνης και υπάρχουν άλλες έξι.
4. Ένα τέταρτο χειρόγραφο (από τη συλλογή του μητροπολίτη Σαμουήλ) λέγεται «Εγχειρίδιο Πειθαρχίας ή Κανονισμός της Κοινότητας», όπως το ονόμασε ο καθηγητής Σούκενικ και ο τίτλος αυτός ταιριάζει και ανταποκρίνεται πιο πολύ στο περιεχόμενο του χειρογράφου.
Αυτό είναι το χειρόγραφο που ήταν χωρισμένο σε δύο κυλίνδρους. Ενωμένα και τα δυο κομμάτια έχουν περίπου 1,8 μέτρα μήκος και 25 εκατοστά πλάτος. Το αρχικό πρέπει να έχει ακόμα κάτι περισσότερο από 30 εκατοστά μάκρος. Το δέρμα αυτού του κυλίνδρου είναι κατώτερης ποιότητας σε σχέση με τα άλλα, αλλά δεν έχει χρησιμοποιηθεί τόσο πολύ, γι’ αυτό και διατηρείται σε καλή κατάσταση.
Ανάμεσα στα κομμάτια που βρίσκονται στο Μουσείο είναι δυο στήλες, όχι πλήρεις, που όπως πιστεύεται ήταν κάποτε μέρος αυτού του χειρόγραφου. Αυτές ανήκουν στην αρχή του χειρόγραφου, αλλά λείπει ένα κομμάτι πριν από αυτές για να αποκαταστήσουμε πλήρως την αρχή.
Το αρχικό μέρος αυτού του χειρόγραφου αναφέρεται «στη συνθήκη της σταθερής αγάπης» κατά την οποία τα μέλη μιας αφιερωμένης κοινότητας είναι ενωμένα με τον Θεό. Μετά ακολουθεί μια έκθεση με «τα δύο πνεύματα στον άνθρωπο», το πνεύμα του φωτός και της αλήθειας και το ανταγωνιστικό, «του σκότους και της πλάνης». Μετά έρχονται οι Κανόνες της Τάξης, που αναφέρονται με λεπτομέρειες στις προϋποθέσεις της εισόδου κάποιου στην κοινότητα και στις τιμωρίες που θα έπρεπε να επιβληθούν σε όσους παραβαίνουν τους Κανόνες. Και το χειρόγραφο τελειώνει με ένα μεγάλο ψαλμό ευχαριστίας.
5. Το πέμπτο χειρόγραφο, με τη σειρά που τα περιγράφουμε εδώ, ονομάζεται «ο πόλεμος των υιών του Φωτός με τους υιούς του Σκότους». Ανήκει στη συλλογή του καθηγητή Σούκενικ και διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Ο κύλινδρος αυτός έχει μήκος 2,7 μέτρα και 15 εκατοστά πλάτος και διατηρεί ακόμα τις ραφές του. Περιγράφει μάλλον με γλαφυρότητα την πάλη μεταξύ του δίκαιου και του άδικου και φαίνεται απίθανο να αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός. Ίσως είναι εσχατολογικό βιβλίο, ανάλογο με το βιβλίο της Αποκάλυψης της Κ. Διαθήκης.
6. Έκτο έρχεται το χειρόγραφο «Ευχαριστήριοι Ψαλμοί» (είναι κι αυτό από τη συλλογή του καθηγητή Σούκενικ). Οι «ευχαριστήριοι ψαλμοί» όταν αγοράστηκαν ήταν σε τέσσερα δέρματα, τρία από τα οποία ήταν τυλιγμένα μαζί. Το τέταρτο ήταν πολύ δύσκολο να ανοιχθεί και είναι το τελευταίο που ξετυλίχθηκε. Ο μέσος όρος του πλάτους αυτών των χειρογράφων είναι 30 εκατοστά. Υπάρχουν αποσπάσματα από είκοσι ψαλμούς που είναι όμοιοι με εκείνους της Π. Διαθήκης. Και σαν φιλολογικό έργο είναι κάτι το ανώτερο και υπέροχο.
7. Ο έβδομος και τελευταίος κύλινδρος (συλλογή μητροπολίτου Σαμουήλ) ονομάστηκε «Κύλινδρος Λάμεχ» πριν ακόμα ανοιχθεί, γιατί από το λίγο γράψιμο που οι επιστήμονες μπορούσαν να δουν, νόμισαν ότι μπορεί να ήταν η χαμένη «Αποκάλυψη του Λάμεχ». Τώρα που ο κύλινδρος έχει ξετυλιχθεί, φαίνεται ότι η άποψη αυτή ήταν λανθασμένη. Εξάλλου αμφισβητείται το αν υπήρξε ποτέ τέτοιο βιβλίο.
Ο κύλινδρος αυτός, που είναι γραμμένος στα Αραμαϊκά κι όχι στα Εβραϊκά, μπορεί να ονομαστεί «ο Αραμαϊκός Κύλινδρος», μέχρι να του δοθεί κάποιο άλλο όνομα. Περιέχει κεφάλαια από το βιβλίο της Γένεσης που έχουν διαπλατυνθεί κι εξωραϊστεί με εισαγωγές από υλικό που φαίνεται να προέρχεται από κάποια εθιμοτυπική παράδοση.
Εκτός από τους επτά κυλίνδρους που είναι από δέρμα, υπάρχουν και άλλοι δύο χάλκινοι που βρέθηκαν σε μια σπηλιά, στα βόρεια του Κουμράν. Οι κύλινδροι αυτοί ανοίχθηκαν προσεχτικά, μετά από σειρά χημικών πειραμάτων στο Κολλέγιο Τεχνολογίας του Μάντσεστερ, το 1955-56. Έχουν έναν περίεργο κατάλογο κρυμμένων θησαυρών. Μεταξύ των άλλων υπάρχει μια αναφορά για την κολυμβήθρα Βηθεσδά, μαρτυρία που έρχεται σαν μια απόδειξη της αξιοπιστίας του 4ου Ευαγγελίου (Ιωάν.5:2).
Η ανακάλυψη των χειρογράφων της Νεκράς Θάλασσας είναι κάτι περισσότερο από ένα επιστημονικό γεγονός. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας, ότι το κείμενο των νεώτερων ξενόγλωσσων μεταφράσεων της Π. Διαθήκης στηρίζεται στο Μασωριτικό κείμενο, που χρονολογείται από τον 7ο μέχρι το 10ο αιώνα μ.Χ.
Οι Μασωρίτες ήταν λόγιοι Ιουδαίοι, οι οποίοι για μερικούς αιώνες της χριστιανικής περιόδου εργάστηκαν πολύ για να αποκαταστήσουν το γνήσιο κείμενο της Π. Διαθήκης. Την εργασία τους στο κείμενο τη διακρίνει σχολαστικότητα, ακριβολογία, ειλικρίνεια και υπευθυνότητα. Η λέξη «Μασώρα» σημαίνει απλά «παράδοση», αλλά όταν αναφέρεται στην εργασία των Μασωριτών, εκφράζει την παραδοσιακή απαίτηση για την ανόθευτη διατήρηση του ιερού κειμένου. Τα μασωριτικά κείμενα είναι κυρίως εκείνα του Μπεν Ασέρ και του Μπεν Ναφταλί του 10ου αιώνα μ.Χ. Δεν υπήρχε τρόπος, έως τώρα, να ελέγξουμε την αυθεντικότητα και το κύρος αυτών των κειμένων και πόσο κοντά βρίσκονται στα πρωτότυπα. Καταλαβαίνουμε λοιπόν τη σημασία που έχει ο κύλινδρος του Ησαΐα του εβραϊκού πανεπιστήμιου, που χρονολογείται 1.000 χρόνια πριν από το μασωριτικό κείμενο.
Όσο για την ηλικία των χειρογράφων, χρησιμοποιήθηκε ένα υψηλής ευαισθησίας μηχάνημα (Geiger) που μπορεί να μετρήσει την ελάττωση της ακτινοβολίας του C-14 (ραδιενεργό ισότοπο του άνθρακα), ώστε να προσδιοριστεί η ηλικία μιας νεκρής οργανικής ουσίας, εφόσον ίσως είναι γνωστό ότι με την πάροδο 5.570 ετών ελαττώνεται στο μισό η αρχική ακτινοβολία που προέρχεται από τον περιεχόμενο C-14.
Στους ζωντανούς οργανισμούς (ανθρώπους, ζώα, φυτά) η ακτινοβολία παραμένει σταθερή, επειδή αυτοί συνεχώς προσλαμβάνουν άνθρακα από τις τροφές ή με την αφομοίωση (αν πρόκειται για φυτά).
Ο καθηγητής Λίμπυ επιφορτίστηκε με την εξακρίβωση της ηλικίας των κυλίνδρων. Χρησιμοποίησε τη μέθοδο του C-14, ή όπως αλλιώς λέγεται, του «ατομικού ημερολογίου», που ο ίδιος είχε επινοήσει. Πήρε ένα κομμάτι ύφασμα από εκείνο που ήταν τυλιγμένα τα χειρόγραφα, το έκαψε ώστε ο άνθρακάς του να γίνει CΟ2 (διοξείδιο του άνθρακα) και μετά το συνέδεσε με το μετρητή Geiger. Το ύφασμα βρέθηκε ότι προερχόταν από λινάρι που είχε καλλιεργηθεί την εποχή του Χριστού. Ασφαλώς τα χειρόγραφα ήταν πολύ παλαιότερα. Ο Β.Φ. Όλμπραϊτ είχε δίκιο, όταν τα χρονολογούσε στα 100 π.Χ.
Στον Ησαΐα 40:8 διαβάζουμε: «Το χορτάρι ξεράθηκε, το άνθος μαράθηκε. Ο λόγος όμως του Θεού μας μένει στον αιώνα».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
«Η Βίβλος ως ιστορία λαών και πολιτισμών», Werner Keller.
«The meaning of the Dead Sea scrolls», Powell Davies.
«Η μεγάλη αρχαιολογική ανακάλυψη της ερήμου», καθηγητής Βάρσοου, εφημερίδα «Τα Νέα», Φεβρουάριος 1968.



15 Μαρ 2009

Σαντορίνη - Το στολίδι του Αιγαίου

Η ΕΚΡΗΞΗ
«Η όμορφη ανοιξιάτικη μέρα είχε στοιχειώσει με τη μυρουδιά του φόβου. Ο ήλιος ήταν λαμπρός στο μεσουράνημα και μια θαλασσινή αύρα χάιδευε τις ακρογιαλιές. Και ενώ η μεστωμένη φύση γιόρταζε στα λιβάδια, η ατμόσφαιρα ήταν παράξενα ηλεκτρισμένη. Εδώ και λίγες μέρες καθημερινοί σεισμοί τάραζαν την πολυάσχολη κοινωνία του Ακρωτηρίου. Αν κι οι Θηραίοι είχαν συμφιλιωθεί με τους σεισμούς, αυτοί οι τελευταίοι τους είχαν τρομάξει. Δυνατοί κι ύπουλοι, ήταν διαφορετικοί από τους προηγούμενους. Το ηφαίστειο έστελνε απειλητικά προμηνύματα της οργής του, που δε θα αργούσε να ξεσπάσει. Καπνός έβγαινε συνέχεια από τον κρατήρα και μικρές εκρήξεις εκσφενδόνιζαν καυτή ελαφρόπετρα. Οι γυναίκες ύφαιναν ανήσυχες στον αργαλειό και τα μωρά ξυπνούσαν κλαίγοντας, τρομοκρατημένα από τους υπόκωφους κρότους. Τα ζωντανά τριγύριζαν αλαφιασμένα στα μαντριά, τα σκυλιά αλυχτούσαν την αυγή, τα πουλιά πετούσαν χαμηλά. Οι κάτοικοι του νησιού αισθάνονταν το γήινο φλοιό λεπτό κι εύθραυστο, έτοιμο να υποχωρήσει κάτω από τα πόδια τους. Η μήνις των θεών ήταν ανεξήγητη, αλλά δε χωρούσε αμφιβολία ότι κινδύνευαν. Έπρεπε να φύγουν. Βιαστικά, οι οικογένειες κατηφόρισαν το λιμάνι κουβαλώντας λίγα πολύτιμα αντικείμενα και επιβιβάστηκαν στα πλοία. Μια διάχυτη ησυχία βάραινε πάνω στο έρημο πια νησί σαν να προφήτευε το κακό που πλησίαζε. Τα σπίτια ήταν ερμητικά κλεισμένα, οι προμήθειες είχαν ασφαλιστεί σε πιθάρια και σε αμφορείς. Σιωπηλοί οι κωπηλάτες πλατάγιζαν τα κουπιά τους πάνω στα νερά. Τα πανιά άνοιξαν στους αέρηδες του Αιγαίου. Τα πρόσωπα όλων ήταν στραμμένα στη γη τους, που ολοένα ξεμάκραινε.
Το ηφαίστειο βρυχήθηκε με οργή. Η έκρηξή του ήταν τρομακτική και συγκλόνισε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Πυκνό σκοτάδι έκρυψε τον Ήλιο και η μέρα έγινε νύχτα. Δέσμες καυτής λάβας εκσφενδονίζονταν στον αέρα. Το πέλαγος ορθώθηκε φτιάχνοντας γκρεμούς από πανύψηλα κύματα. Έβρεχε φωτιά, λάσπη και στάχτη. Από τη θάλασσα που κόχλαζε, ακουγόταν ένα αγκομαχητό σαν να ψυχορραγούσαν μανιασμένα τέρατα. Η γη βυθίστηκε στην άβυσσο. Τα μαύρα νερά του Αιγαίου κατάπιαν όλο το κεντρικό κομμάτι του νησιού. Στο νησί τα ταβάνια των σπιτιών υποχώρησαν και οι τοίχοι έγειραν σαν μαραμένα λουλούδια. Τα απομεινάρια της πόλης εγκλωβίστηκαν κάτω από τα ηφαιστειακά υλικά που πλημμύρισαν τα πάντα. Κι όταν ξεθύμανε η οργή των θεών, απόμειναν 3 ξέχωρα κομμάτια καμένης γης
».
Αυτή θα μπορούσε να είναι η περιγραφή κάποιου από τους αυτόπτες μάρτυρες του νησιού, που διασώθηκαν από τη μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Τα κομμάτια γης που απόμειναν είναι η σημερινή Θήρα, το Ασπρονήσι και η Θηρασιά, που σχηματίζουν ένα δακτύλιο που περιβάλλει τη μεγαλύτερη καλδέρα στο κόσμο. Έναν κρατήρα με έκταση 83 τετραγωνικά χιλιόμετρα και διάμετρο 10 χλμ., μια άβυσσο με βάθος 400 μέτρων. Για πολλούς μήνες στην περιοχή δεν επικρατούσε παρά μόνο ο ήχος της απόλυτης σιωπής. Σύννεφο γκριζοκίτρινης στάχτης αιωρείτο στη δηλητηριώδη ατμόσφαιρα πάνω από το Αιγαίο, βάφοντας υπέροχα τα ηλιοβασιλέματα. Ένας λαμπρός πολιτισμός είχε θαφτεί κάτω από δεκάδες μέτρα ελαφρόπετρας και τέφρας.

ΤΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ
Η ομάδα των ηφαιστειογενών νησιών είναι γνωστή ως ηφαίστειο της Σαντορίνης. Πιστεύεται ότι αρχικά υπήρχε ένα μικρό νησί στα νότια της σημερινής Σαντορίνης, που αποτελείτο από ημικρυσταλλικούς ασβεστόλιθους μεσοζωικής ηλικίας και από άλλους σχιστόλιθους. Κατά το πλειστόκαινο φαίνεται ότι μέσα από τα ρήγματα των ασβεστόλιθων αυτών βρήκε διέξοδο το μάγμα κάποιας υπόγειας εστίας, που προκάλεσε την έκρηξη του πρώτου ηφαιστείου. Ακολούθησαν κι άλλες υποθαλάσσιες εκχύσεις ηφαιστειακής λάβας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα νησί σε σχήμα κώνου με κυκλική βάση, η Στρογγύλη, που αποτελείτο από μεγάλους ηφαιστειακούς όγκους, που ξεχύθηκαν κατά τις εκρήξεις. Μεγάλες νέες ηφαιστειακές εκδηλώσεις επαναλήφθηκαν την περίοδο 1500-1300 π.Χ., μέχρις ότου η οροφή του ηφαιστείου κατέπεσε και απέμειναν μόνο τα εξωτερικά τμήματα του νησιού, που αποτέλεσαν τη Θήρα, τη Θηρασιά και το Ασπρονήσι, ενώ την κεντρική κοιλότητα (καλδέρα) την κατέλαβε η θάλασσα. Για ένα διάστημα 1.500 ετών από τότε το ηφαίστειο ήταν αδρανές, μέχρις ότου μια νέα υποθαλάσσια ηφαιστειακή δραστηριότητα δημιούργησε ένα νέο νησί, την Παλαιά Καμένη (157 μ.Χ.). Γύρω στο 1570 αναδύθηκε και νέο νησί, η Μικρή Καμένη, ενώ 150 χρόνια αργότερα δημιουργήθηκε η Νέα Καμένη, που με τις εκρήξεις του 1866 ενώθηκε με τη Μικρή Καμένη. Νέα φάση παροξυσμών του ηφαιστείου την περίοδο από 1925 έως και 1950 είχε αποτέλεσμα να αναδυθούν μικρά νησιά, που τελικά ενώθηκαν σε ένα, τις Νέες Καμένες. Το ηφαίστειο της Σαντορίνης, που ανήκει στο τόξο των ηφαιστείων του Ν. Αιγαίου, είναι ενεργό. Η περιοχή πλήττεται συχνά από σεισμούς ηφαιστειακής προέλευσης. Ο τελευταίος έγινε το 1956 και είχε 53 νεκρούς.
Από τα ηφαιστειακά πετρώματα της Σαντορίνης και από τα ορυκτά της, πολλά είναι εκμεταλλεύσιμα, όπως η θηραϊκή γη, που την καλύπτει σχεδόν ολόκληρη, η κίσσηρις (ελαφρόπετρα), η σανδαράχη, το αυτοφυές θείο, ο γαληνίτης, ο ανυδρίτις, η βαρυτίνη κ.α. Στη Σαντορίνη υπάρχουν επίσης ατμίδες από θειούχα αέρια και ηφαιστειογενείς θερμές πηγές.
Το 1967 Αμερικανοί ωκεανογράφοι διατύπωσαν την άποψη ότι στο χώρο αυτό είχε καταποντιστεί η μυθική Ατλαντίδα, βασισμένοι σε περιγραφές από τους διαλόγους «Τιμαίος» και «Κριτίας» του Πλάτωνα. Οι αφηγήσεις των Αιγυπτίων ιερέων στο Σόλωνα, το 590 π.Χ., μιλούσαν για μια χώρα μεγαλύτερη από την Αφρική και την Ασία μαζί, που βρισκόταν πέρα από τις Ηράκλειες στήλες (σημερινό Γιβραλτάρ), μια χώρα παντοδύναμη που κυριαρχούσε μέχρι την Ιταλική χερσόνησο και τη Β. Αφρική και που ο ολοσχερής καταποντισμός της συνέβη 9.000 χρόνια πριν την εποχή του Σόλωνα. Μερικοί επιστήμονες θεώρησαν ότι είχε γίνει λάθος στη χρονολόγηση, τοποθετώντας τον καταποντισμό της Ατλαντίδος 900 (και όχι 9000) χρόνια πριν την εποχή του Σόλωνα, δηλαδή γύρω στα 1500 π.Χ. Ο Μαρινάτος συμπλήρωσε τη θεωρία αυτή, ταυτίζοντας το μεγάλο πολιτισμό των Ατλάντων με το μινωικό. Οι ολοφάνερες χρονολογικές και γεωγραφικές ασυνέπειες της θεωρίας μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ένας τέτοιος συσχετισμός είναι αστήρικτος. Άλλωστε, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ο Πλάτων καταφεύγει συχνά στη χρήση του μύθου για να διατυπώσει πιο γλαφυρά τις φιλοσοφικές του απόψεις και όχι για να αναβιώσει ιστορικά γεγονότα.
Το 1939, με αφορμή τη θεωρία του Έβανς περί βίαιης καταστροφής των μινωικών ανακτόρων από σεισμούς, ο καθηγητής Μαρινάτος διατύπωσε την άποψη ότι η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης ήταν η αιτία που κατέστρεψε το μινωικό πολιτισμό. Σύμφωνα με τους σεισμολόγους, είναι τυπικό φαινόμενο για τη Θήρα μια σειρά μεγάλων σεισμών σε ευρύ κύκλο γύρω από το ηφαίστειο, πριν ή μετά την έκρηξη. Έτσι δικαιολογήθηκε και η απουσία ανθρώπινης ζωής την ώρα της καταστροφής, καθώς οι κάτοικοι προειδοποιημένοι εγκατέλειψαν τους οικισμούς τους. Ωστόσο ούτε και η δεύτερη αυτή θεωρία θα μπορούσε να γίνει δεκτή, αφού η έκρηξη του ηφαιστείου τοποθετείται το αργότερο μέχρι το 1500 π.Χ., ενώ η καταστροφή του μινωικού πολιτισμού περί το 1450 π.Χ. Άλλωστε έχει διαπιστωθεί η παρουσία ελαφρόπετρας από το ηφαίστειο της Θήρας σε επίπεδο κατώτερο του στρώματος καταστροφής των μινωικών ανακτόρων.
Από τότε όμως η πρόοδος της σύγχρονης έρευνας έχει αλλάξει τα δεδομένα και τοποθετεί την έκρηξη στις τελευταίες δεκαετίες του 17ου αιώνα π.Χ. Μελετώντας με τη μέθοδο της δενδροχρονολόγησης τα υπεραιωνόβια κωνοφόρα της Καλιφόρνιας και τις δρυς της Β. Ιρλανδίας, οι επιστήμονες παρατήρησαν διαφορές στο πάχος των ετήσιων αυξητικών δακτυλίων στους κορμούς των δέντρων και τις θεώρησαν ενδείξεις καταστροφής από παγετό, αποδίδοντάς τις σε πτώση της θερμοκρασίας της γης που ακολούθησε την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Τοποθέτησαν μάλιστα το γεγονός αυτό γύρω στο 1628 π.Χ. Περαιτέρω επιβεβαίωση μάς έρχεται από τους παγετώνες της Γροιλανδίας, όπου εντοπίστηκαν ίχνη από θειάφι μέσα σε στρώμα πάγου που χρονολογείται την ίδια περίοδο.
Η προγενέστερη χρονολόγηση μεταθέτει τη δημιουργία των τοιχογραφιών στις αρχές του 17ου αιώνα π.Χ. και τα πιο πρώιμα δείγματά τους ακόμα παλαιότερα, το αργότερο στα 1759 π.Χ., σύμφωνα με συσχετισμούς που έχουν γίνει με τοιχογραφίες ανάλογου περιεχομένου από τη Μεσοποταμία.

ΙΣΤΟΡΙΑ
Τη γένεση του νησιού περιγράφει ο Απολλώνιος ο Ρόδιος στα Αργοναυτικά (Δ' 17-31 κ.ε.): Οι Αργαναύτες επιστρέφοντας από την Κολχίδα, πέρασαν από τη Λιβυή, όπου ο βασιλιάς της χώρας Ευρύπολος, γιος του Ποσειδώνα, τους φιλοξένησε και φεύγοντας τους χάρισε ένα βώλο γης, τον οποίο ο Εύφημος άφησε από απροσεξία να πέσει στη θάλασσα όταν η Αργώ έφτασε κοντά στην Ανάφη. Έτσι δημιουργήθηκε ένα νησί, η Καλλίστη (λόγω της φυσικής του ομορφιάς). Ανάλογη παραλλαγή του μύθου αναφέρει και ο Πίνδαρος (Πυθιονικός Δ' 457 κ.ε.). Είναι φανερό ότι ο μύθος έχει τη ρίζα του στην ιδιόρρυθμη γεωλογική ιστορία του νησιού και παράλληλα αιτιολογεί την ίδρυση της Κυρήνης από Θηραίους αποίκους στη Λιβύη.
Μετά την τρομερή έκρηξη στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. και τον κατακερματισμό της Στρογγύλης, το νησί κατοικήθηκε πάλι μόλις στα τέλη του 13ου π.Χ. αιώνα. Όπως μας αφηγείται ο Ηρόδοτος, στο νησί εγκαταστάθηκαν πρώτα οι Φοίνικες με αρχηγό τον Κάδμο. Φαίνεται όμως ότι από το 2000 π.Χ. ήταν γνωστή στο νησί η καλλιέργεια του σίτου και της ελιάς, η αλιεία με δίχτυα κ.α. Αυτό απέδειξαν οι ανασκαφές, που έφεραν στο φως δείγματα προηγμένου πολιτισμού των κατοίκων της προμινωικής εποχής. Τα χρυσά κοσμήματα υποδηλώνουν ότι η Θήρα είχε τότε συναλλαγές με τις μικρασιατικές ακτές, όπου υπήρχαν χρυσοφόρα ποτάμια, ενώ τα παράξενα αγγεία της μαρτυρούν σχέσεις και επαφή με τα άλλα νησιά τους Αιγαίου, ιδίως με τη Μήλο, τη Ρόδο και την Κύπρο, όπου βρέθηκαν ανάλογα αγγεία. Από την ιστορική εποχή, οι κάτοικοι φορούσαν ένα είδος χιτώνα ή εσθήτα, που λεγόταν θηραίον, από το όνομα του νησιού. Οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Θήρας ήταν Κάρες (πελασγικός κλάδος), που εκδιώχθηκαν από τους Κρήτες που κατέλαβαν το νησί, που λεγόταν ακόμα Καλλίστη.
Στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. εγκαταστάθηκαν στο νησί Δωριείς με επικεφαλής τον Θήρα τον Αυτεσίωνα, συγγενή του βασιλικού οίκου της Σπάρτης, που χάρισε στο νησί το όνομά του. Αυτός ξεκίνησε με 3 τριακοντόρους από το Γύθειο, ίδρυσε την πόλη Θήρα, από την οποία πήρε την ονομασία όλο το νησί, έγινε ο πρώτος βασιλιάς του και μετά το θάνατό του λατρεύτηκε ως ήρωας οικιστής. Από τον 9ο π.Χ. αιώνα η Θήρα, καθαρά δωρική αποικία, θα παίξει μαζί με τη Μήλο, την Κρήτη, τη Ρόδο και την Κύπρο το ρόλο του προγεφυρώματος μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Στο τέλος του αιώνα αυτού η Θήρα υιοθετεί το φοινικικό αλφάβητο για τη γραφή της ελληνικής γλώσσας. Από τα χρόνια αυτά η μόνη αξιόλογη προσφορά της Θήρας είναι μια μεγάλη ποικιλία γεωμετρικών αγγείων που μπορεί να θαυμάσει κανείς σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Φυρών. Οι Θηραίοι, γνήσια παιδιά της συντηρητικής Σπάρτης, παραμένουν κλειστοί στα πολιτιστικά ρεύματα της εποχής τους. Περιορίζονται σε όσα τους προσφέρει το γόνιμο έδαφος του νησιού τους και αποφεύγουν τις θαλασσινές περιπέτειες. Σύμφωνα με τη παράδοση, το Θήρα είχαν ακολουθήσει και Μινύες, κάτοικοι της Λακωνίας, που προέρχονταν από τη Λήμνο. Η πληροφορία, ότι στο νησί μαζί με τους Δωριείς εγκαταστάθηκαν και Μινύες, είναι σημαντική, γιατί η σύνθεση αυτή του πληθυσμού οδήγησε αργότερα σε εσωτερικές διαμάχες με αποτέλεσμα την ίδρυση της Κυρήνης (630 π.Χ.), αποικίας στα παράλια της Β. Αφρικής, από Θηραίους αποίκους: όταν στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. τελικά επικράτησαν οι Δωριείς σε βάρος των άλλων κατοίκων, αυτοί αναγκάστηκαν να φύγουν στη Λιβύη, με αρχηγό τον Αριστοτέλη, που έφερε το παρατσούκλι Βάττος, όπου ίδρυσε την Κυρήνη. Οι σχέσεις της με την μητρόπολη δεν ήταν ωστόσο καθόλου καλές στα πρώτα χρόνια, φαινόμενο όχι πολύ συχνό στην ιστορία του ελληνικού αποικισμού. Αργότερα οι σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν και στο μεγάλο λιμό του 330 π.Χ. οι Κυρηναίοι έστειλαν στη Θήρα σιτάρι πολύ περισσότερο από όσο έστειλαν σε άλλες μεγαλύτερες περιοχές.
Στους Περσικούς πολέμους, η Θήρα δεν έλαβε μέρος, αλλά ήταν από τα νησιά που πρόσφεραν «γη και ύδωρ» στους Πέρσες. Ύστερα, όταν συγκροτήθηκε η Αθηναϊκή συμμαχία με τη Μήλο, την Ανάφη και τη Φολέγανδρο, η Θήρα απέφυγε να μετάσχει, ίσως επειδή στο νησί επικρατούσε το δωρικό στοιχείο. Στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου πήραν το μέρος της Σπάρτης, αργότερα όμως (425 π.Χ.) η Θήρα αναφέρεται στους φορολογικούς καταλόγους της Α' Αθηναϊκής συμμαχίας, που σημαίνει ότι υπέκυψαν στους θαλασσοκράτορες Αθηναίους. Μετά την αθηναϊκή ήττα στους Αιγός ποταμούς (404 π.Χ.) η Θήρα ανέκτησε την ανεξαρτησία της και μάλλον δεν συμμετείχε στη Β' Αθηναϊκή συμμαχία.
Στους Ελληνιστικούς χρόνους, με το Χρεμωνίδειο πόλεμο (267-261 π.Χ.), άρχισε η κατοχή του νησιού από τους Πτολεμαίους, η στρατηγική θέση του οποίου τράβηξε το ενδιαφέρον τους. Αυτοί οχύρωσαν το νησί και το μετέτρεψαν σε ναυτική βάση για τις πολεμικές τους επιχειρήσεις, έως την ήττα του Πτολεμαίου του Φιλομήτορα στη μάχη της Αντιόχειας (146 π.Χ.) από τον Αλέξανδρο τον Βάλα. Στα ρωμαϊκά χρόνια η Θήρα ήταν ένα ασήμαντο νησί και υπαγόταν στην επαρχία της Ασίας, με μια σχετική αυτονομία για τα τοπικά ζητήματα.
Ο Χριστιανισμός έφτασε σχετικά νωρίς στη Θήρα, ίσως μέσω κάποιας εβραϊκής κοινότητας, που θεωρείται ότι υπήρχε εκεί, όπως μαρτυρούν επιτύμβιες επιγραφές. Στην Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325) έλαβε μέρος και Θηραίος επίσκοπος. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), ο Ενετός ηγεμόνος της Νάξου, Μάρκος Σανούδας, έδωσε τη Θήρα στον Τζάκομο Μπαρότσι, οι απόγονοι του οποίου κράτησαν το νησί έως το 1336, οπότε συμπεριλήφθηκε στο ενετικό Δουκάτο της Νάξου.
Η ονομασία Σαντορίνη εμφανίστηκε πρώτη φορά στο έργο ενός Άραβα γεωγράφου τον 11ο αιώνα μ.Χ., αλλά καθιερώθηκε το 14ο αιώνα, μάλλον από τους ιταλικούς πορτολάνους της εποχής. Οφείλεται σε παραφθορά της ιταλικής ονομασίας Santa Irene (Αγία Ειρήνη), από το ομώνυμο εκκλησάκι της Περίσσας, που επικράτησε να χρησιμοποιείται για όλο το νησί κατά την περίοδο της ενετοκρατίας. Το 1579, το νησί πέρασε στην άμεση οθωμανική κατοχή κι οι Τούρκοι το ονόμασαν Δεϊρμετζίκ, δηλαδή Μικρό Μύλο, λόγω των πολλών ανεμόμυλων που υπήρχαν εκεί. Οι νησιώτες έστειλαν πρεσβεία στο Σουλτάνο για να ζητήσουν ειδική μεταχείριση και αυτός εξέδωσε διάταγμα που εκχωρούσε στους Κυκλαδίτες σημαντικά προνόμια, γεγονός που συνέβαλε στην ανάπτυξη συστήματος αυτοδιοίκησης και σημαντικής εμπορικής δραστηριότητας. Ιδιαίτερα, η συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) που σφράγισε το ρωσοτουρκικό πόλεμο, έδωσε μεγάλη ώθηση στη ναυτιλία και στο εμπόριο των νησιών του Αιγαίου, μεταξύ των οποίων και της Σαντορίνης, καθώς τα ελληνικά καράβια μπορούσαν πλέον, με τη ρωσική σημαία στον ιστό τους, να ταξιδεύουν ανενόχλητα, στα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου, ακόμα και στον Εύξεινο Πόντο. Οι χριστιανοί κάτοικοι του νησιού έλαβαν μέρος στην Επανάσταση του 1821 προσφέροντας πλοία, πληρώματα και κρασί για το στόλο.

ΟΙ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ
Το 1859, άρχισε η κατασκευή της Διώρυγας του Σουέζ. Οι μηχανικοί βρήκαν στην κοντινή Σαντορίνη μια πλούσια πηγή θηραϊκής γης, υλικό απαραίτητο για την κατασκευή της διώρυγας. Η εξόρυξη στη Θηρασιά έφερε στο φως τα πρώτα δείγματα ζωής από την προϊστορική περίοδο. Σποραδικά ευρήματα (μαρμάρινα αγγεία, ειδώλια κ.α.) μαρτυρούν ότι το νησί κατοικήθηκε στην πρωτοκυκλαδική εποχή (3η-2η χιλιετία π.Χ.). Από την περίοδο 2000-1550 π.Χ. δεν υπάρχουν ευρήματα. Το μεγάλο πάχος της ηφαιστειακής τέφρας και της ελαφρόπετρας, που σκέπασε το νησί κατά τη μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου, δεν επιτρέπει παντού την αρχαιολογική έρευνα.

Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ
Το 1866 έγιναν οι πρώτες ανασκαφές στη Θηρασιά, που τις συνέχισε το 1867 ο Γάλλος γεωλόγος Φουκέ. Το 1870 πήρε τη σκυτάλη η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή που επέκτεινε τις έρευνές της στους προϊστορικούς οικισμούς της ευρύτερης περιοχής του Ακρωτηρίου, στο νότιο άκρο της Θήρας. Τις έρευνες αυτές συνέχισε το 1898 ο Γερμανός αρχαιολόγος Χόλλερ φον Γκέρτριγκεν που ανακάλυψε ολόκληρη την αρχαία πόλη.
Το 1967 άρχισε ανασκαφές στην περιοχή του Ακρωτηρίου ο καθηγητής Μαρινάτος, που φώτισαν την υστερομινωική περίοδο της Θήρας (1500-1470). Η καυτή τέφρα, που κατέστρεψε τον πολιτισμό του νησιού, ήταν αυτή που διατήρησε ανέπαφα τα ίχνη του κάτω από το προστατευτικό της κάλυμμα. Αυτό που έφερε στο φως δεν ήταν απλά ένας προϊστορικός οικισμός, αλλά ένας ολόκληρος πολιτισμός, ιδιαίτερα εκλεπτυσμένος. Ο μινωικός οικισμός του Ακρωτηρίου βρίσκεται στο ΝΑ άκρο του νησιού, κοντά στην παραλία που είναι στραμμένη προς την Κρήτη, τοποθεσία εξαιρετική για τη ναυσιπλοΐα της εποχής εκείνης, γιατί προστατεύεται από τα μελτέμια που επικρατούν στο Αιγαίο σχεδόν το μισό χρόνο. Η ξαφνική καταστροφή που προξένησε η μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου βρήκε την πόλη σε περίοδο ακμής.
Η αποκάλυψη των δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων μαρτυρούσε έναν άρτιο οικισμό μ’ έντονα χαρακτηριστικά αστικής οργάνωσης και δρόμους στρωμένους με πλάκες. Δε βρέθηκε πουθενά στάβλος ή χώρος για κατοικίδια ζώα. Το θηραϊκό σπίτι ήταν καλοφτιαγμένο, αυτόνομο και άνετο. Οι μινωικοί κάτοικοι της Θήρας ήταν άριστοι οικοδόμοι: έχτιζαν με βάση ένα λειτουργικό πολεοδομικό σχέδιο που εξασφάλιζε αέρα και φως από όλες τις πλευρές. Οι οικοδομές είναι τριώροφες με πελεκητά αγκωνάρια στις γωνίες, ενώ τα άλλα μέρη των τοίχων αποτελούνται από μικρές αδούλευτες πέτρες, που συνδέονταν με λάσπη και ξυλοδεσιές. Στους ορόφους των σπιτιών οδηγούσαν πέτρινες ή ξύλινες σκάλες, στηριγμένες με ξυλοδεσιές, όπως οι αντίστοιχες της Κρήτης. Οι μαραγκοί της εποχής, έμπειροι και άξιοι τεχνίτες, χρησιμοποιούσαν ξύλινα δοκάρια για να στηρίζουν τους τοίχους, τα πατώματα και τις στέγες και πλαισίωναν τις εσωτερικές πόρτες με ξύλινες κάσες, αντισεισμικό σύστημα που επινοήθηκε από τους Μινωίτες και υιοθέτησαν οι κάτοικοι της Θήρας, που συνεχώς αντιμετώπιζαν την απειλή σεισμού. Στους πάνω ορόφους άνοιγαν μεγάλα παράθυρα. Έστρωναν τα δάπεδα με πατημένο χώμα, που συχνά κάλυπταν με πλάκες από ντόπιο σχιστόλιθο[1] ή τα έστρωναν με ένα περίτεχνο είδος μωσαϊκού φτιαγμένου από πατημένο χώμα, βότσαλα και θρυμματισμένα κοχύλια. Το σπίτι είχε λουτρό κι οι πήλινοι σωλήνες αποχέτευσης ενσωματωμένοι στους εξωτερικούς τοίχους, κατέληγαν σε κεντρικό υπόνομο που περνούσε κάτω από το λιθόστρωτο του δρόμου. Το Ακρωτήρι αποτελεί σημαντική μαρτυρία για τη πολιτιστική στάθμη της εποχής του χαλκού. Το στρώμα λάβας που σκέπασε το νησί διατήρησε σχεδόν ανέπαφο τον μινωικό οικισμό, άμεση και αναντικατάστατη πηγή πληροφοριών για την αρχαιολογική έρευνα.

Η ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΤΙΚΗ
Η αγγειοπλαστική ήταν σημαντική όσο και η υφαντουργία. Η ποικιλία στα κεραμικά ξαφνιάζει ακόμα και σήμερα. Τα αγγεία του μαγειρειού, για παράδειγμα, ήταν τόσο περίτεχνα και ασυνήθιστα, που εύγλωττα μαρτυρούν ότι οι Θηραίοι κατείχαν τα μυστικά μιας εκλεπτυσμένης μαγειρικής τέχνης. Το θηραϊκό σπίτι ήταν γεμάτο με αγγεία, πολλά από τα οποία ήταν εισαγόμενα, κυρίως από την Κρήτη και λιγότερο από την ηπειρωτική Ελλάδα. Τα εργαστήρια του νησιού είχαν μεγάλη παραγωγή αγγείων, τόσο καθημερινής χρήσης, όσο και πολυτελείας. Τα περισσότερα ντόπια αγγεία είχαν το φυσικό υπόλευκο χρώμα του πηλού, ενώ λίγα ήταν από κιτρινωπό πηλό γυαλισμένο με ώχρα. Άλλο χαρακτηριστικό των ντόπιων αγγείων είναι ότι η διακόσμησή τους δεν ήταν βαλμένη σε ζώνες, όπως τα κρητικά, αλλά απλώνεται ελευθέρα σε όλη την επιφάνεια του αγγείου. Και ενώ στην κρητική κεραμική τα μοτίβα είναι πιο αφηρημένα και γραμμικά, στη Θήρα τα αφηρημένα και εικονιστικά θέματα τα συναντάμε σε ίσες αναλογίες και μάλιστα τα δεύτερα προέρχονται από το φυτικό και το ζωικό βασίλειο. Οι αγγειοπλάστες είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στο λουλούδι του κρόκου και στα κρίνα, στα στάχυα κριθαριού και στα σταφύλια, στις μυρτιές, στα καλαμοειδή και στο λινάρι. Από το ζωικό θεματολόγιο, τα πουλιά θεωρούνται το κύριο χαρακτηριστικό της κυκλαδικής κεραμικής. Δεν έλειπαν και τα δελφίνια, ζωγραφισμένα με γαλάζιο χρώμα, αλλά και οι αίγαγροι.

ΟΙ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ
Η συνεχής επαφή τους με τους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου τους έκανε να εκτιμήσουν το ωραίο και να το ενσωματώσουν στη καθημερινή τους ζωή. Στη Θήρα η ανασκαφή έφερε στο φως μια σειρά από τοιχογραφίες μοναδικής τέχνης, που δείχνουν το υψηλό βιοτικό επίπεδο και το σημαντικό δεσμό της τέχνης με την καθημερινή ζωή στο νησί.
Οι καλλιτέχνες άρχιζαν καλύπτοντας με ασβεστοκονίαμα το στρωμένο με άχυρο και λάσπη τοίχο και μετά το λείαναν με πλατιές πέτρες. Συνέχιζαν τεντώνοντας νήμα πάνω στο νωπό κονίαμα για να χαράξουν τα περιγράμματα ή τα σχεδίαζαν με μια ωχρή γραμμή. Ακολουθούσαν τα βασικά χρώματα, μαύρο, γαλάζιο, κίτρινο και κόκκινο κι οι λεπτομέρειες συμπληρώνονταν όταν το έργο είχε στεγνώσει.
Οι Θηραίοι ζούσαν σε άμεση επαφή με τη φύση, που έπαιζε πρωταρχικό ρόλο στη ζωή τους. Διακοσμούσαν τους εσωτερικούς τοίχους με υπέροχες τοιχογραφίες, που τα θέματά τους ήταν παρμένα από τη φύση και ζωγραφισμένα με έντονα χρώματα: πίθηκοι σκαρφαλωμένοι σε βράχους όπου φύτρωναν κρόκοι, τοπία με ανθισμένα κρίνα και χελιδόνια, αντιλόπες κα. Άλλη ομάδα τοιχογραφιών παρουσιάζει σκηνές θρησκευτικών τελετών και επεισόδια της καθημερινής ζωής. Οι καλλιτέχνες όχι μόνο αντλούσαν τη έμπνευσή τους από τον πλούσιο κόσμο του φυτικού και ζωικού βασιλείου, αλλά μπόρεσαν να δώσουν κίνηση στα διακοσμητικά θέματα, ζωντάνια στις μορφές και απίθανες εναλλαγές στα χρώματα. Πουθενά αλλού το χρώμα δε γέννησε ένα τέτοιο αίσθημα ευφορίας.
Πέρα από την καλλιτεχνική τους αξία, οι τοιχογραφίες αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την εποχή τους. Μέσα από αυτές αναδύεται ένας μικρόκοσμος που έσφυζε από ζωή. Κυπαρίσσια, χαρουπιές και πεύκα έριχναν παντού τη σκιά τους. Στους κάμπους, ανάμεσα στις ελιές και τις χουρμαδιές, άνθιζαν κρόκοι και κρίνα και ολόγυρα φτεροκοπούσαν χελιδόνια. Στην εύφορη ηφαιστειογενή γη τους καλλιεργούσαν κριθάρι, σιτάρι, αρακά, φακές, φάβα και λινάρι. Στους κήπους, κάτω από τις συκιές, τις αμυγδαλιές και τις φιστικιές, βλάσταιναν σέλινα, μπιζέλια και κρεμμύδια. Απλωμένα παντού στο νησί, τα αμπέλια ωρίμαζαν τα τσαμπιά τους στο μεσογειακό ήλιο. Οι ακρογιαλιές αλλού ήταν φιλόξενες με ωραίες αμμουδιές, αλλού απροσπέλαστες, ζωσμένες με βράχια. Στους μικρούς όρμους οι νεαροί μάζευαν στα καλάθια τους θαλασσινούς μεζέδες, πεταλίδες, σαλιγκάρια, τρίτωνες και πίνες, ενώ στα νερά του πελάγους, ανάμεσα σε παιχνιδιάρικα δελφίνια, οι ψαράδες μάζευαν τα δίχτυα τους με την ψαριά της μέρας.
Οι καλλιτέχνες εμφανίζουν τις Θηραίες γυναίκες να αναπτύσσουν ελεύθερες την προσωπικότητά τους. Δυναμικές και φιλάρεσκες, έπαιρναν μέρος σε κάθε είδους εξωσπιτικές ασχολίες. Φορούσαν κοσμήματα, έκαναν τα μαλλιά τους μπούκλες, τα στόλιζαν με κορδέλες και διάλεγαν κομψά φορέματα με ανοιχτό μπούστο, περίτεχνες ζώνες και καμπανωτές φούστες. Οι ναυτικοί και οι νέοι προτιμούσαν το μινωικό περίζωμα ή ένα είδος κοντής φούστας που άφηνε ελευθερία στις κινήσεις, ενώ οι βοσκοί φορούσαν ριχτές προβιές. Οι καπετάνιοι διακρίνονταν από το ριχτό μανδύα χωρίς μανίκια. Οι στρατιώτες φορούσαν κράνη από χαυλιόδοντες κάπρου, κρατούσαν μεγάλες ορθογώνιες ασπίδες από δέρματα ζώων, δόρατα και μικρά σπαθιά. Η εξάρτηση αυτή θυμίζει έντονα τη μυκηναϊκή αρματωσιά. Έκφραση μιας ελεύθερης κοινωνίας, η θηραϊκή ενδυμασία ήταν ανάλογη με το επάγγελμα και όχι με την κοινωνική θέση. Σημαντικές είναι κι οι πληροφορίες που αποκομίζουμε από τις τοιχογραφίες για τη ναυπηγική, τη ναυσιπλοΐα, την υφαντουργία και την αρχιτεκτονική. Η θαλασσοκράτειρα Κρήτη επηρέασε σημαντικά τους Θηραίους καλλιτέχνες, που αφομοίωσαν πολλά από τα πολιτιστικά στοιχεία της, που δεν τα υιοθέτησαν αυτούσια, αλλά τα προσάρμοσαν στη δική τους πραγματικότητα, φτιάχνοντας τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τη ζωντάνια του κυκλαδίτικου πολιτισμού. Παρά τη σαφή ομοιότητά τους, η θηραϊκή τέχνη έχει μεγαλύτερο αυθορμητισμό, φαντασία και ελευθερία στη σύλληψη, έκφραση και κίνηση.

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ
Οι κάτοικοι ξεχώριζαν για τις επιδόσεις τους στη ναυτιλία και το διαμετακομιστικό εμπόριο. Όργωναν την ανατολική Μεσόγειο για να βρουν καινούργιες αγορές για τα προϊόντα τους και να φέρουν στο νησί τους πρώτες ύλες που τους έλειπαν. Στα ταξίδια τους αυτά χρησιμοποιούσαν ελαφριά ιστιοφόρα, μήκους μέχρι 40 μέτρα, 20 κωπηλάτες και πηδαλιούχο. Έφερναν οψιδιανό από τη Μήλο, γύψο και πορφύρα από τις ακτές της Παλαιστίνης, χαλκό και κρασί από την Κύπρο, αλάβαστρο και πηλό από την Κρήτη. Σε μεγάλα πιθάρια στις αποθήκες βρέθηκαν απανθρακωμένα σταφύλια, φάβα, κεχρί και σουσάμι. Αλλού βρέθηκαν θαλασσινά όστρακα, κόκαλα ψαριών και αχινοί μέσα σε ένα καλάθι από λυγαριά, που προφανώς θα χρησίμευε στο ψάρεμα, όπως ο κύρτος των σημερινών ψαράδων. Εκτός από τα πήλινα, βρέθηκαν λίθινα και χάλκινα αγγεία και εργαλεία. Πολύτιμα μέταλλα βρέθηκαν σε ελάχιστα ίχνη. Όσοι έμεναν πίσω ασχολούνταν με την αλιεία, τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Άλλοι ύφαιναν και έραβαν πανιά και ρούχα, έφτιαχναν πιθάρια, εργαλεία και όπλα, στις οικοδομές, τα ναυπηγεία και τα εργαστήρια και εμπορεύονταν τα ντόπια και εισαγόμενα προϊόντα.
Τα νοικοκυριά ήταν πλούσια κι αυτάρκη. Οι οικογένειες αποθήκευαν τα απαραίτητα τρόφιμα για το χειμώνα σε πιθάρια με πήλινα πώματα. Τα πιθάρια με στενό στόμιο ήταν για κρασί και λάδι, ενώ με φαρδύ στόμιο για δημητριακά και όσπρια. Πολύ χαρακτηριστικοί είναι οι ψευδόστομοι αμφορείς για μεταφορά λαδιού, με ετικέτες που έδιναν στοιχεία ποιότητας και προέλευσης. Είχαν δεκάδες αντικείμενα, αγγεία για καθημερινές χρήσεις, τριβεία για τα χρώματα, καλάθια από άχυρο και πολύτιμα τελετουργικά αντικείμενα από χρωματιστό μάρμαρο και αλάβαστρο της Κρήτης. Επίπλωναν τα σπίτια τους με τραπέζια, κρεβάτια, καρέκλες, σκαμνιά και τρίποδα με καμπυλωτά πόδια. Ο αργαλειός, αναπόσπαστο κομμάτι του νοικοκυριού, ήταν στον πάνω όροφο, όπου βρίσκονταν τα διαμερίσματα κατοικίας της κάθε οικογένειας. Με διαφορετικές αγνύθες (βαρίδια του όρθιου αρχαίου αργαλειού) ύφαιναν πανιά από μαλλί και λινάρι για διάφορες χρήσεις. Στην οργανωμένη τους αγορά χρησιμοποιούσαν ζυγαριές με μεταλλικά ή πέτρινα σταθμά.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Αντίθετα με τους μινωικούς κατοίκους της Θήρας, οι Δωριείς, που εγκαταστάθηκαν στο νησί στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ., έχτισαν την πόλη τους, τη Θήρα, στο απόκρημνο οροπέδιο του Μέσου Βουνού, στο ΝΑ άκρο του νησιού. Η περιοχή αυτή είναι προσιτή μόνο από τη ΒΔ πλευρά της, όπου ένας αυχένας, η Σελλάδα, συνδέει το Μέσο Βουνό με τις παραλίες Καμάρι και Περίσσα στους βόρειους και νότιους πρόποδες του Μέσου Βουνού αντίστοιχα. Η φυσική οχυρή αυτή περιοχή πρόσφερε ασφαλή προστασία στους κατοίκους της στην ταραγμένη εκείνη εποχή, γι’ αυτό και η πόλη δεν είχε τείχος. Μοναδικό οχυρωματικό έργο ήταν ένα μικρό τείχος, που έκλεινε τη ΒΔ πλευρά του Μέσου Βουνού. Οι ανασκαφές που πραγματοποίησε ο Γερμανός αρχαιολόγος Χόλλερ φον Γκέρτρινγκεν (1895-1900) αποκάλυψαν την ελληνιστική και κυρίως τη ρωμαϊκή φάση της πόλης, ενώ σε μερικά σημεία, όπου η επιχωμάτωση ήταν μικρή, βρέθηκαν και κτίρια παλαιότερων εποχών. Η πόλη ήταν χτισμένη αμφιθεατρικά σε αλλεπάλληλα πεζούλια και ένας κεντρικός δρόμος τη διέσχιζε ολόκληρη, με τον οποίον διασταυρώνονταν και άλλοι μικρότεροι, που με τις πολλές και ακανόνιστες διακλαδώσεις τους θυμίζουν τους σύγχρονους κυκλαδίτικους οικισμούς.
Στο κέντρο της πόλης βρισκόταν η Αγορά. Το σπουδαιότερο κτίριο της, που συγκέντρωνε το δημόσιο βίο της πόλης, είναι η λεγόμενη Βασίλειος Στοά, μεγάλο ορθογώνιο κτίσμα με εσωτερική κιονοστοιχία, που δεν χρονολογείται παλαιότερα από την ύστερη ελληνιστική εποχή. Στην εποχή του Τραϊανού επισκευάστηκε και τροποποιήθηκε σε μεγάλη έκταση. Λίγο πιο βόρεια από τη στοά βρισκόταν ο τοίχος του ναού του Διονύσου, που στη ρωμαϊκή εποχή έγινε ναός των αυτοκρατόρων. Στην ανατολική πλευρά του δρόμου βρισκόταν το θέατρο, που χτίστηκε την ελληνιστική εποχή και τροποποιήθηκε τους αυτοκρατορικούς χρόνους. Στο ΝΑ άκρο της πόλης, στην ιερή περιοχή όπου τέλειωνε ο δρόμος, βρισκόταν το πιο σπουδαίο ιερό της πόλης, ο αρχαϊκός ναός του Καρνείου Απόλλωνα, στην πλατεία του οποίου οι κάτοικοι γιόρταζαν κάθε Σεπτέμβριο τα Κάρνεια. Στα ανατολικά του βρισκόταν το γυμνάσιο των εφήβων, σχεδόν τελείως κατεστραμμένο. Άμεση σχέση με το γυμνάσιο έχει ένα μικρό φυσικό σπήλαιο, κοντά στην αυλή του γυμνασίου, αφιερωμένο στον Ηρακλή και στον Ερμή. Η περιοχή αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία της ελληνικής γραφής, γιατί διασώθηκαν πολλές επιγραφές που χρονολογούνται στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. Οι επιγραφές αυτές είναι πρόχειρα χαράγματα στους λείους βράχους και αναφέρουν ονόματα εφήβων και φράσεις συχνά τολμηρές, ενώ άλλες πάλι αναφέρουν ονόματα θεών και ηρώων. Το αλφάβητο των επιγραφών αυτών, σε σύγκριση με αλφάβητα άλλων περιοχών, παρουσιάζει πολλές ιδιορρυθμίες: φαίνεται ότι οι Θηραίοι το παρέλαβαν κατευθείαν από την Ανατολή, χωρίς να μεσολαβήσουν άλλες ελληνικές πόλεις.
Άλλα ιερά της αρχαίας Θήρας ήταν ο ναός του Πυθίου Απόλλωνα, που αργότερα μετασκευάστηκε σε χριστιανικό και το ιερό των Αιγυπτίων θεών, που συνδεόταν με τη λατρεία των Πτολεμαίων την οποία ασκούσε ένας σύλλογος πολιτών, οι Βασιλιστές. Αξιοπρόσεκτο είναι επίσης το μικρό τέμενος που ίδρυσε το 3ο αιώνα π.Χ. στην είσοδο της πόλης ο Αρτεμίδωρος από την Πέργη της Μ. Ασίας, γνήσιο τέκνο της κοσμοπολίτικης ελληνιστικής σκέψης, όπως συνάγεται από το πλήθος των σχετικών επιγραμμάτων που άφησε κι ο οποίος φαίνεται ότι πήγε στη Θήρα ως εκπρόσωπος των Πτολεμαίων και έμεινε εκεί έως το τέλος της ζωής του.

ΣΗΜΕΡΑ
Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του, το ηφαίστειο συνέχισε να συνταράζει το νησί, ενώ νέες εκρήξεις συγκλόνισαν το νησί τον 20ο αιώνα. Το 1956 η Θήρα για μια ακόμα φορά συναντήθηκε με την ιστορία της. Τα 7,5 ρίχτερ της καταστρεπτικής μανίας του σεισμού την ισοπέδωσαν, αφάνισαν οικισμούς, χωριά και μια δραστήρια ρωμαιοκαθολική κοινότητα (που επιβίωσε από την Ενετοκρατία). Οι κάτοικοι, που είχαν ήδη αρχίσει να εγκαταλείπουν το νησί τους πριν το σεισμό, αναζητώντας καλύτερη τύχη, έφυγαν μαζικά και οι περισσότεροι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά. Το νησί άδειασε και από ένα πληθυσμό 12.000 περίπου κατοίκων πριν το σεισμό, έμειναν σχεδόν οι μισοί. Η ανάπτυξη άρχισε από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και συνεχίστηκε με τέτοιο ρυθμό, ώστε σήμερα η Σαντορίνη να είναι ένα από τα πιο πολυσύχναστα τουριστικά κέντρα στην Ελλάδα και οι φυσικές της ομορφιές, καθώς κι οι πολιτιστικοί της θησαυροί, ξακουστοί σε όλο τον κόσμο.
Η Σαντορίνη είναι ένα επικίνδυνο νησί, που οφείλει τη γοητεία του σε μια απειλή που πλανιέται στον αέρα. Αυτοί που τη νιώθουν επιστρέφουν. Τους τραβάει σαν μαγνήτης η καταστροφική της μοίρα που δεν την εγκατέλειψε ποτέ, αλλά και η πίστη ότι εδώ η ζωή είναι πάντα πιο δυνατή από το θάνατο.

[1] Ιδιαίτερα στον προθάλαμο του σπιτιού και στους ορόφους, όπου η διακόσμηση ήταν πολυτελέστερη.



7 Μαρ 2009

Εγνατία Οδός - Παλιά και Νέα

Η διαδρομή από την ιταλική χερσόνησο με πλοίο ως τις ακτές της Ηπείρου κι από εκεί μέσω ξηράς προς όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο, ως τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, συμπίπτει με μια από τις πιο αρχαίες αλλά και πιο πολυσύχναστες οδούς στην ιστορία της ΝΑ Ευρώπης. Και όχι μόνο την αρχαία ιστορία. Ακόμα και ως τις αρχές του 20ου αιώνα, άνθρωποι κι εμπορεύματα ακολουθούσαν πολύ συχνά την Εγνατία Οδό, που το μεγαλύτερο μέρος της βρισκόταν τότε μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ακολούθησε ένα διάλειμμα, όταν οι εθνικιστικές εξεγέρσεις των λαών της Βαλκανικής, οι παγκόσμιοι πόλεμοι, οι εμφύλιες συρράξεις και ο ψυχρός πόλεμος την έκλεισαν με πολλαπλά εμπόδια. Η ιστορία ξεχάστηκε, τα αρχαία οδοστρώματα σκεπάστηκαν με δάση και κτίρια ή καταστράφηκαν για χάρη κάποιου σύγχρονου έργου.

Σήμερα όμως οι νέες γεωπολιτικές συνθήκες φέρνουν στο προσκήνιο γι’ άλλη μια φορά την αρχαία διαδρομή. Οι πολιτικές αντιθέσεις ανάμεσα στις δυτικές και τις ανατολικές χώρες έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σ’ ένα πνεύμα οικονομικής συνεργασίας. Η Ελλάδα είναι κομμάτι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ συγχρόνως η Τουρκία επιδιώκει με κάθε μέσο να ενώσει κι αυτή την τύχη της με την Ευρώπη. Και σαν συνέπεια αυτής της νέας, αλλά συγχρόνως τόσο παλιάς κατάστασης, η Εγνατία Οδός γίνεται ξανά πραγματικότητα.
Η Νέα Εγνατία θα αρχίζει από το λιμάνι της Ηγουμενίτσας και περνώντας κοντά στα Ιωάννινα, τα Γρεβενά, την Κοζάνη, τη Βέροια, τη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα και την Αλεξανδρούπολη, θα καταλήγει στα ελληνοτουρκικά σύνορα στη θέση Κήποι, αφού θα έχει καλύψει μια απόσταση 660 χλμ.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Η αρχαία Εγνατία είχε δυο κλάδους που βρίσκονταν στην Epirus Nova (σημερινή Αλβανία), που τα χρόνια εκείνα ήταν επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η Εγνατία ήταν από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς και εμπορικούς δρόμους της αρχαιότητας, ο άξονας που συνέδεε τη Ρώμη με τις κτήσεις της στην Ανατολή. Οι δυο κλάδοι της ξεκινούσαν από διαφορετικά λιμάνια της Αδριατικής, ο ένας από το Δυρράχιο και ο άλλος από την Απολλωνία στη σημερινή Αλβανία. Οι δυο κλάδοι ενώνονταν κοντά στο Mutatio Claudiana (σημερινό Ρογκότζινε) κι από εκεί, ακολουθώντας την ίδια περίπου πορεία με το σημερινό δρόμο μέσω της κοιλάδας του Γενούσου ποταμού, έφταναν στην πόλη Σκάμπα (σημερινό Ελβασάν). Στη συνέχεια η Εγνατία διέσχιζε τα Καντάβια όρη και κατέβαινε στην περιοχή του Πόγραδετς. Μετά ακολουθούσε τη δυτική όχθη της λίμνης Οχρίδας κι ανέβαινε στο Μέλανα Δρίνο (Δρίλωνα) τον οποίο περνούσε στη θέση Στρούγκα (σήμερα στη FYROM). Από εκεί έφτανε στη Λυχνιδό (σημερινή Οχρίδα), μια σημαντική πόλη της ρωμαϊκής και βυζαντινής εποχής. Από τη Λυχνιδό ο δρόμος κατευθυνόταν βόρεια προς το όρος Διαβατό, το οποίο περνούσε σε υψόμετρο 1.169 μέτρα και έφτανε στην Ηράκλεια Λιγκιστίδα, το γνωστό Μοναστήρι, που σήμερα ονομάζεται Μπίτολα. Από εκεί διέσχιζε την πεδιάδα της Πελαγονίας, έμπαινε στο χώρο της σημερινής Ελλάδας και ακολουθώντας διαδρομή δυτικότερα της σύγχρονης εθνικής οδού Κοζάνης-Φλώρινας, παρέκαμπτε από το νότο τη λίμνη Βεγορίτιδα, οδεύοντας μέσω της Άρνισσας προς το σταθμό Ad Duodecimum (σημερινή Άγρα) και την Έδεσσα. Στην περιοχή Φαράγγι έχουν βρεθεί πέτρες από το υπόστρωμα της αρχαίας Εγνατίας που πιστοποιούν αυτήν την πορεία.
Η Εγνατία δεν περνούσε μέσα από την Έδεσσα, αλλά υπήρχε ένας μικρότερος δρόμος που οδηγούσε ως τη νότια πύλη της αρχαίας πόλης. Ένα μιλιάριο που βρέθηκε κοντά στο χωριό Ριζάρι, καθώς και τα λείψανα μιας ρωμαϊκής γέφυρας στο χωριό Άσπρη Πέτρα, μας δείχνουν ότι ο δρόμος ακολουθούσε τις πλαγιές του όρους Βαρνούντα, διέσχιζε την Πέλλα και κατευθυνόταν προς τη γέφυρα του ποταμού Αξιού. Στη συνέχεια, περνούσε τον ποταμό Εχέδωρο (σημερινό Γαλλικό) κοντά στη σημερινή γέφυρά του[1] και ακολουθώντας την κατεύθυνση του σύγχρονου δρόμου, έφτανε στη Χρυσή Πύλη της Θεσσαλονίκης.
Η αρχαία Εγνατία συνέχιζε την ανατολική διαδρομή της έξω από τα τείχη της πόλης, ακολουθώντας την ίδια σχεδόν πορεία με το σημερινό δρόμο προς το Λαγκαδά, διέσχιζε τους λόφους που αποτελούν συνέχεια του Χορτιάτη (αρχαίου όρους Κισσού), περνούσε στα νότια των λιμνών Αγίου Βασιλείου και Βόλβης, μέσα από τα στενά της Ρεντίνας, ως την Αμφίπολη, σημαντική πόλη της αρχαιότητας, κτισμένη στις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα
Συνεχίζοντας από την Αμφίπολη κατευθυνόταν βόρεια στην κοιλάδα της σημερινής Δράμας, απ’ όπου διασχίζοντας την απότομη οροσειρά κατέβαινε στους Φιλίππους και τη Νεάπολη. Περνούσε το Νέστο ποταμό στο ύψος που αρχίζει να σχηματίζεται το δέλτα (για να αποφύγει τα έλη στις εκβολές του ποταμού) και έφτανε στο μυχό της λίμνης Βιστωνίδας. Από εκεί κατευθυνόταν προς τις πόλεις Μαξιμιανούπολη και Τραϊανούπολη (κοντά στη σημερινή Αλεξανδρούπολη) και κατέληγε στα Κύψελα, πόλη της Θράκης που σήμερα βρίσκεται στην ευρωπαϊκή Τουρκία. Αργότερα, όταν ο Μ. Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, η Εγνατία επεκτάθηκε από τα Κύψελα μέχρι τη νέα πρωτεύουσα. Γι’ αυτό επικράτησε να ονομάζεται από τους μεταγενέστερους «Εγνατία οδός» ο δρόμος που οδηγεί από την Παλαιά στη Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη).
Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ
Ο μεγάλος αυτός δρόμος αποτελούσε προέκταση της Αππίας οδού, που κατέληγε στην πόλη Εγνατία ή Γναθία κοντά στο αρχαίο Βρινδήσιο. Κατά την επικρατέστερη όμως εκδοχή, η Εγνατία οφείλει το όνομά της στον ανθύπατο Γναίο Εγνάτιο, ο οποίος υπήρξε πιθανόν ο κατασκευαστής ή ο εμπνευστής της.
Η Εγνατία κατασκευάστηκε αρχικά για να εξυπηρετήσει τις στρατιωτικές ανάγκες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στις επαρχίες της βαλκανικής χερσονήσου. Παράλληλα όμως χρησίμευε και για τη διακίνηση εμπορευμάτων καθώς και τη μετακίνηση ταξιδιωτών και βοήθησε στην ειρηνική διείσδυση αντιλήψεων και ιδεών. Την Εγνατία οδό ακολούθησε ο Απόστολος Παύλος, κηρύσσοντας καθοδόν το Χριστιανισμό από την Παλαιστίνη ως τη Ιλλυρία.
Για 2.000 περίπου χρόνια υπήρξε ο μοναδικός δρόμος με αυτή τη διαδρομή κι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τύχη της Ρώμης και των Βυζαντινών, των Σέρβων και των Τούρκων. Ρωμαίοι στρατηγοί, όπως ο Πομπήιος, ο Οκταβιανός, ο Κάσιος και ο Βρούτος προσπάθησαν να την καταλάβουν για να κυριαρχήσουν στα παλιά αστικά κέντρα της Μεσογείου.
Οι Ρωμαίοι είχαν τελειοποιήσει πολύ την τέχνη της οδοποιίας. Κατασκεύαζαν δρόμους πάνω σε αναχώματα κι έχτιζαν γέφυρες για να περάσει ο δρόμος, χωρίς να εμποδίζεται η απορροή των νερών της βροχής. Αρχικά έσκαβαν μια τάφρο και στερέωναν τις πλευρές της με μεγάλες πέτρες. Ισοπέδωναν τη βάση του χαντακιού κι έστρωναν άμμο με ασβέστη. Πάνω σ’ αυτό τοποθετούσαν το Statumen, πέτρες δεμένες με κονίαμα ή πηλό. Το δεύτερο στρώμα ήταν το Rudus, μικρές πέτρες και σπασμένα κεραμίδια για να αποστραγγίζουν το νερό. Ακολουθούσε το Nucleus, από άμμο και χαλίκι. Η τελική επίστρωση ήταν πλάκες ή πέτρες τοποθετημένες ώστε να σχηματίζουν μια σχεδόν συνεχή επιφάνεια, πιο γνωστή σε μας ως καλντερίμι. Οι σημερινοί αυτοκινητόδρομοι ακολουθούν την ίδια περίπου διαστρωμάτωση.
Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς κατασκευάστηκε η αρχαία Εγνατία. Ο δρόμος πρέπει να έγινε τμηματικά και να ολοκληρώθηκε μεταξύ του 146 π.Χ, όταν η Μακεδονία προσαρτήθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και του 118 π.Χ., όταν πέθανε ο ιστορικός Πολύβιος που μας έχει αφήσει τις πρώτες πληροφορίες για την Εγνατία.
Η αρχαία οδός μάς είναι επίσης γνωστή από τις περιγραφές του Ρωμαίου ιστορικού Στράβωνα, που έζησε μέχρι το 23 μ.Χ. Σ’ αυτόν οφείλουμε και μια εθνολογική περιγραφή των περιοχών από τις οποίες περνούσε ο δρόμος: «Ταύτην δη την οδόν εκ των περί την Επίδαμνον (Δυρράχιο) και την Απολλωνίαν τόπων ιούσιν εν δεξιά μεν εστί τα Ηπειρωτικά έθνη, κλυζόμενα τω Σικελικώ πελάγει, μέχρι του Αμβρακικού κόλπου, εν αριστερά δε τα όρη των Ιλλιριών, α προδιήλθομεν, και τα έθνη τα παροικούντα μέχρι Μακεδονίας και Παιόνων». Ο Στράβων αναφέρει επίσης ότι η Εγνατία ήταν σε όλο το μήκος της «βεβηματισμένη κατά μίλιον και κατεστηλωμένη μέχρι Κυψέλων και Έβρου ποταμού», δηλαδή είχε μετρηθεί με βάση το μίλι (χίλια βήματα, από τη λατινική λέξη millia που σημαίνει χίλια) και είχε εφοδιαστεί με μιλιάρια, δηλαδή μεγάλες λίθινες στήλες που σημείωναν κάθε νέο μίλι, με αφετηρία την Απολλωνία ή το Δυρράχιο στην Αδριατική και τέρμα τα Κύψελα κοντά στον Έβρο ποταμό.
Σύμφωνα με τον ίδιο ιστορικό, το συνολικό μήκος της οδού από το Δυρράχιο μέχρι τον ποταμό Έβρο, ήταν 4.458 στάδια ή 535 ρωμαϊκά μίλια, ενώ η απόσταση από την Απολλωνία ήταν λίγο μικρότερη, 4.280 στάδια. Με άλλα λόγια, η Εγνατία κάλυπτε μια απόσταση 800 περίπου χλμ.
Αρχαία Εγνατία (έξω από την Καβάλα)
Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ
Η παλιά Εγνατία αναφέρεται στις αρχαίες πηγές ως Via Militaris, δηλαδή στρατιωτικός δρόμος, γιατί εξυπηρετούσε πρώτιστα τις ανάγκες του στρατού, το κρατικό ταχυδρομείο, τους αξιωματούχους του κράτους και μόνο περιστασιακά τους απλούς πολίτες.
Για να ταξιδέψει ένας πολίτης στην Εγνατία έπρεπε προηγουμένως να έχει εξασφαλίσει άδεια μετακίνησης (Diploma) από την κρατική διοίκηση δημοσίων έργων (Cursus Publicus) που ήταν υπεύθυνη για την επιτήρηση των δημόσιων δρόμων. Η διοίκηση περιλάμβανε δύο επιμελητείες: το σώμα αγγελιαφόρων Cursus Veloci (ή Rapidi) και την Cursus Angariae (ή Clabularis), επιφορτισμένη να μεταφέρει τους αξιωματούχους του κράτους. Το Cursus Angariae μετέφερε επίσης αυτοκρατορικά αγαθά, όπως χρυσό και ασήμι από τα ορυχεία της Μακεδονίας.
Εκτός από τα Diplomata, δηλαδή τις άδειες μετακίνησης, μπορούσε κάποιος να προμηθευτεί και τα Litterae Evectionis, συστατικές επιστολές που επέτρεπαν στους ταξιδιώτες να χρησιμοποιούν τα δημόσια άλογα και οχήματα. Αυτό βέβαια ίσχυε επίσημα μόνο για τους κρατικούς υπαλλήλους και τους στρατιωτικούς, αλλά και οι απλοί πολίτες μπορούσαν να έχουν μια τέτοια άδεια, αν είχαν γνωριμίες με τον επαρχιακό διοικητή. Συχνά οι άδειες αυτές γίνονταν πηγή πλούτου γι’ αυτούς που τις εξέδιδαν, ιδιαίτερα στις επαρχίες από όπου περνούσε η μεγάλη αυτή οδική αρτηρία.
Το Cursus Publicus εκτός από το κυρίως έργο του, που ήταν να επιτηρεί το οδικό δίκτυο, έπαιζε συχνά και το ρόλο της μυστικής αστυνομίας, καθώς είχε τη δυνατότητα να ελέγχει τις μετακινήσεις των πολιτών. Όμως, παρά τους συχνούς και αυστηρούς ελέγχους, τους μυστικούς πράκτορες του κράτους και τους καταδότες που υπήρχαν παντού, γίνονταν αρκετές παρατυπίες. Πολλοί ιδιώτες κατάφερναν, δωροδοκώντας τους κρατικούς υπαλλήλους, να χρησιμοποιούν τα κρατικά άλογα και οχήματα για να ταξιδέψουν από μυστικά μονοπάτια και δευτερεύοντες δρόμους, παρακάμπτοντας έτσι τα σημεία όπου έπρεπε να πληρώσουν φόρο. Ποιος είπε ότι αυτά τα φαινόμενα αποτελούν σημεία των δικών μας καιρών και μόνο; Η διακίνηση του ταχυδρομείου γινόταν αυστηρά και μόνο από το κράτος. Ήταν μεγάλο προνόμιο να μπορεί κανείς να στέλνει επιστολές με το κρατικό ταχυδρομείο, ενώ οι απλοί πολίτες έπρεπε να βρουν κάποιο ταξιδιώτη και να εμπιστευτούν σ’ αυτόν την αλληλογραφία τους.
Κατά μήκος της Εγνατίας οδού (όπως άλλωστε και σε άλλους ρωμαϊκούς δρόμους) υπήρχαν διάφοροι σταθμοί για ξεκούραση και ανεφοδιασμό. Οι Mutationes ήταν μικροί σταθμοί κυρίως για ανεφοδιασμό και βρίσκονταν σε απόσταση 7 ή 14 ρωμαϊκών μιλίων ο ένας από τον άλλο. Ένα άλλο είδος σταθμού ήταν οι Mansiones, πανδοχεία που υπήρχαν κάθε 30 με 40 μίλια, δηλαδή μιας μέρας δρόμο. Παράλληλα υπήρχαν και σταθμοί σε πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις, οι Stationes, που ήταν κωμοπόλεις ή πόλεις, στις οποίες μπορούσε κάποιος να μείνει περισσότερες μέρες.
Οι σταθμοί των δρόμων είχαν οργανωθεί κυρίως για την εξυπηρέτηση του αυτοκρατορικού ταχυδρομείου και τις μετακινήσεις των κρατικών αξιωματούχων. Για τους απλούς πολίτες υπήρχαν καταλύματα σε σπίτια και πανδοχεία κοντά στους δρόμους, τα οποία ονομάζονταν Deversoria και Cauponae.
Κατά μήκος των σημαντικότερων δρόμων και στα κυριότερα σημεία, υπήρχαν διάφορες στρατιωτικές εγκαταστάσεις, όπως Castra και Castella, καθώς και σταθμοί ελέγχου, φυλακές κλπ.
Ένας ρωμαϊκός σταθμός της Εγνατίας οδού βρέθηκε στις ανασκαφές που έγιναν κοντά στην πόλη Σελκ της Αλβανίας. Ο σταθμός ονομαζόταν Ad Quintum, και αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα ρωμαϊκού σταθμού, από τους ελάχιστους που σώζονται σήμερα.
Αρχαία Εγνατία (δίπλα στη Ρωμαϊκή αγορά στους Φιλίππους)
Οι μετακινήσεις στο ρωμαϊκό οδικό δίκτυο γίνονταν με άλογο ή μουλάρια. Κάθε σταθμός ανεφοδιασμού διέθετε 20 άλογα για το ταχυδρομείο, ενώ περισσότερα υπήρχαν στους μεγαλύτερους σταθμούς. Υπήρχαν επίσης βόδια για τα κάρα και άλογα για τις μεταφορές.
Το κράτος προμηθευόταν τα άλογα επιβάλλοντας στους πολίτες έναν ειδικό «φόρο αλόγων» (collatio equorum). Ειδικά στις επαρχίες, οι πολίτες ήταν υποχρεωμένοι από το νόμο να διατηρούν ένα σταθερό αριθμό αλόγων που το κράτος χρησιμοποιούσε όποτε ήθελε για τις ανάγκες των δρόμων και του στρατού. Τα άλογα έπρεπε μάλιστα να ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες προδιαγραφές. Οι περιοχές της Ηπείρου και της σημερινής Αλβανίας ήταν από τις πιο βαριά φορολογούμενες επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους, αφού είχαν στο έδαφός τους δύο από τις αρτηρίες της Εγνατίας.
Εκτός από τα άλογα υπήρχαν και διάφοροι τύποι άμαξας. Από αυτές το Cisium είχε δύο τροχούς και ήταν ελαφρύ και γρήγορο. Η Rhaeda ήταν ένας πιο βαρύς και αργός τύπος άμαξας με 4 τροχούς, που την έσερναν 8 μουλάρια το καλοκαίρι και 10 το χειμώνα. Υπήρχαν επίσης οι τύποι Carro με 4 τροχούς και Birota με δύο. Μετακινήσεις γίνονταν επίσης με Lectica (φορεία) που τα σήκωναν δούλοι. Με ένα τέτοιο φορείο μεταφέρθηκε ο Κικέρωνας εξόριστος από το Δυρράχιο στη Θεσσαλονίκη.
Στις μετακινήσεις τους οι ρωμαϊκές λεγεώνες περπατούσαν 20-24.000 βήματα την ημέρα. Στο θεολογικό του σύγγραμμα Expositio in Psalmum, που περιέχεται στην Patrologiae Latinae, ο Αμβρόσιος, επίσκοπος Μεδιολάνων στα τέλη του 4ου αιώνα, περιγράφει το ταξίδι του πάνω στην Εγνατία οδό: «Όταν ένας στρατιώτης ξεκινάει να μπει στην οδό, δεν ακολουθεί δική του πορεία κόβοντας δρόμο, αλλά τηρεί το δρομολόγιο που έχουν καθορίσει οι αξιωματικοί του. Περπατάει με τα όπλα του στη δεξιά πλευρά του δρόμου, ώστε να μπορεί να πάρει προμήθειες στα καθορισμένα σημεία. Εάν ακολουθήσει άλλη πορεία δε θα βρει κατάλυμα, ούτε τρόφιμα».
Ο στρατός περπατούσε 3 μέρες και την 4η ξεκουραζόταν σε πόλεις με απόσταση 3-4 μέρες μεταξύ τους ή και παραπάνω όταν υπήρχαν άφθονες προμήθειες και νερό. Έτσι οι στρατιώτες έφταναν σχετικά ξεκούραστοι στις μεγάλες πόλεις, όπου είχαν την ευκαιρία να αναπαυθούν περισσότερες μέρες. Μπορούσαν να καλύψουν την απόσταση από το Δυρράχιο ως τη Θεσσαλονίκη σε 50 περίπου ημέρες και από εκεί ως την Κωνσταντινούπολη σε 25. Πιο εύκολο ήταν βέβαια γι’ αυτούς που διέθεταν άλογο. Με κανονικές συνθήκες, ένας έφιππος μπορούσε να καλύψει την απόσταση από το Δυρράχιο ως τη Θεσσαλονίκη, 267 ρωμαϊκά μίλια, μέσα σε 8 μέρες. Από το Δυρράχιο ως την Κωνσταντινούπολη χρειαζόταν 21 μέρες, αν και οι αγγελιαφόροι και το κρατικό ταχυδρομείο μπορούσαν να καλύψουν στο ίδιο χρονικό διάστημα την απόσταση από τη Ρώμη ως την Κωνσταντινούπολη. Η διαδρομή με πλοίο από την ιταλική χερσόνησο ως την Κωνσταντινούπολη απαιτούσε 2 ως 3 μήνες.
Αλλά βέβαια, σε έκτακτες περιπτώσεις ένα ταξίδι 10 ημερών μπορούσε να γίνει σε μια μόνο μέρα, αλλάζοντας άλογο σε κάθε σταθμό, όπως μας περιγράφει ο ιστορικός Προκόπιος στην Απόκρυφη Ιστορία του.
Αρχαία Εγνατία (στους Φιλίππους)
ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ
Η Εγνατία οδός συνέχισε να είναι ένας σημαντικός δρόμος και τη βυζαντινή εποχή, παρά το γεγονός ότι η διοικητική έδρα της Δ. Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε τον 4ο αιώνα από τη Ρώμη στο Μιλάνο, οπότε η Εγνατία εξυπηρετούσε κυρίως την επικοινωνία άλλων πόλεων της βαλκανικής με τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη. Στον οριζόντιο άξονα της Εγνατίας προστέθηκε μια κάθετη διαβαλκανική αρτηρία, με σημείο συνάντησης τη Θεσσαλονίκη, στο λιμάνι της οποίας συνέκλιναν επίσης οι ναυτικοί δρόμοι από τα λιμάνια της Ανατολής και του Πόντου.
Από το Βελιγράδι και τη Σαρδική (Σόφια), οι αρτηρίες αυτές οδηγούσαν στη Θεσσαλονίκη εμπορεύματα, ταξιδιώτες και προσκυνητές, οι οποίοι μέσω της Εγνατίας κατευθύνονταν στη συνέχεια προς την Κωνσταντινούπολη, αλλά και στην αντίθετη κατεύθυνση, προς τις πόλεις της Αδριατικής.
Τη σημασία της παλιάς Εγνατίας στη βυζαντινή εποχή μαρτυρούν επίσης οι τελωνειακοί σταθμοί που λειτουργούσαν κατά μήκος της. Στη Θεσσαλονίκη, την Οχρίδα, την Έδεσσα, την Αμφίπολη, τους Φιλίππους και τη Χρυσούπολη, οι φοροεισπράκτορες επέβαλλαν στα καραβάνια έναν ειδικό εμπορικό φόρο που ονομαζόταν «κομέρκιον».
Τον 8ο μ.Χ. αιώνα η εξουσία του Βυζαντίου άρχισε να εξασθενεί. Τα σλαβικά φύλα επικράτησαν γύρω από την Οχρίδα και το ταξίδι στην Ήπειρο έπαψε να είναι ασφαλές. Για να παρακάμψουν την επικίνδυνη περιοχή, οι ταξιδιώτες από την Ιταλία κατευθύνονταν με πλοίο στα λιμάνια του Κορινθιακού, ανέβαιναν από στεριά στη Θεσσαλονίκη και μετά ακολουθούσαν το ασφαλές τμήμα της Εγνατίας μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Τη διαδρομή αυτή ακολούθησε κι ο Λιουτπράνδος, επίσκοπος της ιταλικής πόλης Κρεμόνα, όταν επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη.
Μετά τις νικηφόρες εκστρατείες του Βασιλείου Βουλγαροκτόνου εναντίον του Σαμουήλ, τον 11ο αιώνα, η μετακίνηση πάνω στην Εγνατία οδό έγινε για άλλη μια φορά ασφαλής. Παρόλα αυτά οι ταξιδιώτες εξακολούθησαν να προτιμούν την προηγούμενη διαδρομή.

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ
Μερικούς αιώνες αργότερα, όταν εδραιώθηκε η Οθωμανική εξουσία, ο δρόμος άρχισε πάλι να χρησιμοποιείται σε όλο του το μήκος. Η Εγνατία βοήθησε τους Τούρκους να εξαπλωθούν και να καταλάβουν τη Βαλκανική. Το δρόμο αυτό ακολούθησαν οι γαζήδες, οι πολεμιστές της πίστης του Ισλάμ, προς τη Θράκη, τη Μακεδονία και από εκεί προς την Αλβανία, τη Σερβία και τη Βοσνία. Οι Οθωμανοί φρόντισαν για τη συντήρηση και φύλαξη του δρόμου και έκτισαν κατά μήκος του χάνια, καραβάν σεράια και μπεζεστένια (σκεπαστές αγορές για τη φύλαξη των προϊόντων). Όπως στο Μέτσοβο, έτσι και σε πολλά άλλα σημαντικά περάσματα οι Οθωμανοί έδωσαν ειδικά προνόμια στους κατοίκους των γύρω χωριών, για να συντηρούν και να φρουρούν το δρόμο.
Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η Εγνατία ήταν ο κυριότερος χερσαίος δρόμος μετακίνησης εμπορευμάτων. Δέρματα, καπνά, πρώτες ύλες και μαλλί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ταξίδευαν προς τις παραδουνάβιες χώρες και την Κεντρική Ευρώπη με καραβάνια, που στην επιστροφή τους μετέφεραν διάφορα ευρωπαϊκά είδη πολυτελείας.
Ακόμα και στις αρχές του 20ου αιώνα, η Εγνατία ήταν η μόνη αμαξιτή οδός που οδηγούσε από την Κωνσταντινούπολη στις μουσουλμανικές περιοχές της Βοσνίας. Στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, το δρόμο εποφθαλμιούσαν και οι δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις (η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Ιταλία εναντίον της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Βουλγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) γιατί τους εξασφάλιζε διέξοδο προς τα λιμάνια της Μεσογείου.
Με την κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δημιουργήθηκαν νέα σύνορα που διέκοπταν τη ροή των ταξιδιωτών και του εμπορίου. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και η διεθνής πολιτική διαίρεση που ακολούθησε, επιδείνωσε ακόμα περισσότερο τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη της Βαλκανικής και η Εγνατία Οδός ξεχάστηκε τελείως. Σήμερα τμήματά της βρίσκονται στην Αλβανία, στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και στην Ανατολική Θράκη, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της παραμένει σε ελληνικό έδαφος.

Η ΝΕΑ ΕΓΝΑΤΙΑ
Από τις ακτές της Αδριατικής ως την Κωνσταντινούπολη, ο δρόμος σήμερα είναι αργός και γεμάτος ταλαιπωρίες. Δε φαίνεται να έχουν αλλάξει πολλά πράγματα από τη ρωμαϊκή εποχή, τότε που ένας έφιππος ταξιδιώτης μπορούσε να κάνει τη διαδρομή σε 20 περίπου μέρες.
Εγνατία (λιμάνι Ηγουμενίτσας)
Τα πλεονεκτήματα μιας οδικής αρτηρίας που θα συνδέει τις ακτές του Ιονίου με τον Εύξεινο Πόντο ήταν ανέκαθεν γνωστά. Η κατασκευή ενός τέτοιου οδικού άξονα εξασφαλίζει τη σύντομη και ασφαλή σύνδεση της Δ. Ευρώπης με την Ανατολή, ακολουθώντας τη χάραξη μιας ιστορικής οδού που έχει παίξει ακριβώς τον ίδιο ρόλο στην αρχαιότητα.
Εγνατία (στην περιοχή των Ιωαννίνων)
Η Νέα Εγνατία θα συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με την αρχαία. Ο νέος αυτός αυτοκινητόδρομος θα έχει περιορισμένες προσβάσεις, με διαχωριστική νησίδα και δυο λωρίδες κυκλοφορίας σε κάθε κατεύθυνση.
Θα περιλαμβάνει 23 σήραγγες με συνολικό μήκος 18 χλμ,
Εγνατία (Σήραγγες Ταξιάρχη)
25 ανισόπεδους κόμβους
και γέφυρες και υπόσχεται να αλλάξει το χάρτη της περιοχής.
Εγνατία (Γέφυρα Αράχθου)
Η επίδραση που θα ασκήσει ο καινούργιος αυτοκινητόδρομος στην οικονομική ζωή των περιοχών από τις οποίες θα περάσει, θα είναι πολύ σημαντική. Ένας τόσο σημαντικός άξονας μεταφοράς θα προσδώσει νέα βαρύτητα στην ελληνική Μακεδονία και θα υποστηρίξει με τον πιο ισχυρό τρόπο τη Θεσσαλονίκη ως το κυριότερο εμπορικό και οικονομικό κέντρο των Βαλκανίων.
Η Νέα Εγνατία πρόκειται να συνδεθεί επίσης με δυο μεγάλους διεθνείς οδικούς άξονες που προγραμματίζονται για να ενώνουν το Βορρά με το Νότο. Ο ένας θα κατεβαίνει από την πόλη Λιουμπλιάνκα της Σλοβενίας μέχρι την Αθήνα, τέμνοντας εγκάρσια την Εγνατία. Ο άλλος θα συνδέει τα λιμάνια της Βαλτικής με τον Εύξεινο Πόντο και θα καταλήγει στην Αλεξανδρούπολη. Η Ελλάδα μαζί με τη Φιλανδία, τη Ρωσία, τη Λιθουανία, τη Λευκορωσία, την Ουκρανία, τη Μολδαβία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, έχουν υπογράψει συμφωνία για την κατασκευή αυτού του άξονα από το Ελσίνκι μέχρι το Ορμένιο, μέσω Πετρούπολης, Μόσχας, Κιέβου, Οδησσού και Κίτσινεβ. Η σημασία της Εγνατίας οδού, συνδεδεμένης με τους κάθετους διευρωπαϊκούς οδικούς άξονες, θα πολλαπλασιαστεί.
Ο νέος αυτοκινητόδρομος θα εξυπηρετεί σε μεγάλο βαθμό τους στόχους της ανάπτυξης και της συνοχής μέσα στη μεγάλη ενιαία αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά συγχρόνως θα παρέχει σοβαρά πλεονεκτήματα στη χώρα μας. Αν η Ελλάδα κατορθώσει να ολοκληρώσει έγκαιρα το έργο, πολύ σύντομα ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής ζωής των Βαλκανίων θα περνάει από την Εγνατία οδό και συνεπώς από την Ελλάδα.
Εγνατία (Χαραδρογέφυρα Μετσόβου)
Ο νέος αυτός αυτοκινητόδρομος υπόσχεται να μας οδηγεί μέσα σε 5 ώρες από το ένα άκρο της Β. Ελλάδας στο άλλο, με ασυνήθιστη άνεση και ασφάλεια και, στο βαθμό που είναι δυνατόν, χωρίς να καταστρέφει το φυσικό μεγαλείο του τόπου μας.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
[1] Κοντά στο Γαλλικό ποταμό βρέθηκε το μιλιάριο του Γναίου Εγνάτιου που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Η ελληνική και λατινική του επιγραφή αναφέρει το όνομα του ανθύπατου Γναίου Εγνάτιου (2ος π.Χ. αιώνας), από τον οποίο πήρε το όνομά της η Εγνατία οδός και πιστοποιεί ότι η απόσταση μεταξύ Δυρραχίου και Θεσσαλονίκης ήταν 267 ρωμαϊκά μίλια, όπως είναι επίσης γνωστή από τον ιστορικό Πολύβιο.