28 Δεκ 2011

Τα πιο όμορφα κάστρα της Ελλάδας

H Ελλάδα αποτελεί μια από τις λιγοστές χώρες στον κόσμο με τόσα πολλά κάστρα και φρούρια. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι στον ελλαδικό χώρο υπάρχουν πάνω από 600 κάστρα και φρούρια. Άλλα μικρά και άλλα μεγάλα, άλλα ωραία και άλλα άσχημα, άλλα αρχαία και άλλα μεσαιωνικά, άλλα αχρηστευμένα και άλλα καλοδιατηρημένα. Τα κάστρα της Ελλάδας δεν αποτελούν απλά ένα κομμάτι του μακρινού παρελθόντος, οχυρά που έζησαν ένδοξες στιγμές μόνο στον Μεσαίωνα ώστε μετά το τέλος του να σωπάσουν, όπως συμβαίνει σχεδόν σε κάθε άλλο κράτος της Ευρώπης. Αντίθετα, απασχόλησαν τη διεθνή ευρωπαϊκή πολιτική και πολεμική σκηνή πολλές φορές κατά τη νεότερη ιστορίαΑπό αυτά διάλεξα μερικά, άλλα για την ιστορία τους, άλλα για την ομορφιά τους, άλλα επειδή μου άρεσαν, αν και γνωρίζω πόσο υποκειμενική μπορεί να είναι η γνώμη πολλές φορές.

Κάστρο Ιπποτών (Ρόδος)
Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα και πιο καλοδιατηρημένα κάστρα της Ευρώπης. Χτίστηκε το 1309 όταν το νησί πουλήθηκε στους Ιωαννίτες Ιππότες. Το τάγμα του Αγίου Ιωάννη ιδρύθηκε τον 12ο αιώνα στην Ιερουσαλήμ με στόχο τη νοσηλεία και περίθαλψη των προσκυνητών και σταυροφόρων, αλλά πολύ σύντομα μετεξελίχθηκε σε μάχιμη στρατιωτική μονάδα που απέκτησε μεγάλες εκτάσεις γης. Όταν οπισθοχώρησε από την Ιερουσαλήμ και αργότερα από την Κύπρο, το τάγμα ίδρυσε την έδρα του στη Ρόδο και απέκτησε ηγετικό ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο. Στη διάρκεια της παραμονής των Ιπποτών στη Ρόδο, οι οχυρώσεις επεκτάθηκαν, εκσυγχρονίσθηκαν και ενισχύθηκαν. Ένα νοσοκομείο, ένα παλάτι, αρκετές εκκλησίες ήταν ορισμένα από τα πολλά δημόσια κτίρια που αναγέρθηκαν την εποχή αυτή. Τα κτίρια αυτά αποτελούν αξιοσημείωτα παραδείγματα Γοτθικής κι Αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Τα πανίσχυρα τείχη της πόλης αντιστάθηκαν και στη πολιορκία του Μωάμεθ Β' του Πορθητή, το 1480, που κατέληξε στην ήττα της υπέρτερης αριθμητικά τουρκικής δύναμης. Το 1522, ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής κατόρθωσε, μετά από εξαντλητική για τον πληθυσμό πολιορκία, να συνθηκολογήσει με τους Ιππότες. Το τάγμα υποχρεώθηκε να παραδώσει την πόλη στους Τούρκους και να αποσυρθεί στη Μάλτα, αφήνοντας πίσω πλήθος μνημείων, ανεξίτηλα ίχνη της παρουσίας του στο νησί. Τα όρια του κάστρου ορίζονται από τα τείχη του, που με τη σειρά τους οριοθετούν την τάφρο που το περιζώνει. Πετρόχτιστες γέφυρες ενώνουν τη σύγχρονη πόλη με το κάστρο οδηγώντας προς την παλιά μεσαιωνική πόλη που είναι κτισμένη στο εσωτερικό του. Εκτός από αυτές τις γέφυρες, υπήρχε παλαιότερα ένας ακόμα τρόπος πρόσβασης στο εσωτερικό του κάστρου, μέσω υπόγειων στοών, στις οποίες μπορούσε κανείς να εισέλθει διαμέσου ορισμένων ανοιγμάτων της τάφρου που διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Στις μέρες μας ελάχιστες στοές έχουν παραμείνει βατές και οι πιο πολλές έχουν πια καταρρεύσει ή μπαζωθεί. Η ηλικία των περισσοτέρων απ’ αυτές ανάγεται στην εποχή κατασκευής του κάστρου από τους Ιωαννίτες Ιππότες, στις αρχές του 14ου αιώνα μ.Χ.

Κάστρο Βόνιτσας
Είναι ένα από τα μεγαλύτερα και καλύτερα διατηρημένα της δυτικής Ελλάδας. Αποτελείται από τρία διαζώματα, το ακρόκαστρο και έχει σχήμα ωοειδές. Το μεγαλύτερο μέρος των οχυρωματικών του έργων και κτισμάτων σχεδιάστηκε από Ενετούς μηχανικούς στις αρχές του 13ου αιώνα, κυρίως πάνω στα παλιά, βυζαντινά, ερειπωμένα τείχη. Στη συνέχεια διευρύνθηκε όπως δείχνουν τα σχέδια µε τις αλλεπάλληλες φάσεις που βρίσκονται στο Κρατικό αρχείο της Βενετίας και μετατράπηκε σε ένα πανίσχυρο φρουριακό συγκρότημα, απόρθητο από ξηρά και θάλασσα. Για τους Ενετούς τα φρούρια της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου αποτελούσαν στρατηγικά σημεία, που εξυπηρετούσαν την οικονομική και στρατιωτική πολιτική τους στο Ιόνιο.

Κάστρο Μονεμβασιάς
Το όνομα «Μονεμβασία» προέρχεται από τις λέξεις «μόνη έμβαση», δηλαδή μοναδική είσοδος. Η πόλη της Μονεμβασιάς ήταν χτισμένη πάνω σ’ ένα βράχο με μοναδική πρόσβαση από τη στεριά μια στενή λωρίδα γης, από την οποία πήρε και το όνομά της. Ιδρύθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαυρικίου, το 583, όταν οι κάτοικοι των γύρω περιοχών έψαχναν να βρουν καταφύγιο από τις επιδρομές των Αβάρων και των Σλάβων.

Κάστρο Μεθώνης
Αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά οχυρωματικά σύνολα του ελληνικού χώρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα καστροπολιτείας καταλαμβάνει όλη την έκταση στα ΝΔ παράλια της Πελοποννήσου, μ’ ένα εξαιρετικό φυσικό λιμάνι, το οποίο κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους αποτελούσε σταθμό στο δρόμο των προσκυνητών για τους Αγίους Τόπους και των εμπορικών πλοίων από τη Δύση στην Ανατολή. Η περίοδος ακμής του τοποθετείται στην περίοδο της Α' Ενετοκρατίας (13ος-15ος αιώνας).

Κάστρο Καβάλας
Το κάστρο που βλέπουμε σήμερα, μήκους 65 μέτρων και πλάτους που κυμαίνεται από 17-60 μέτρα, είναι κατασκευή του 15ου αιώνα (1425). Ο εξωτερικός περίβολος του ενισχύεται από δύο τετράγωνους πύργους τοποθετημένους στις βόρειες γωνίες, έναν πολυγωνικό στο μέσο της ανατολικής πλευράς και έναν προμαχώνα στη ΝΑ γωνία. Στο νότιο τμήμα του κάστρου υπήρχαν δεξαμενές νερού, αποθήκες πυρομαχικών και τροφίμων, όπως και κτίσματα για τη φρουρά. Κατά την Επανάσταση του 1821, η αποθήκη πυρομαχικών που διασώζεται στις μέρες μας, χρησιμοποιείτο σαν φυλακή για τους αγωνιστές της Επανάστασης. Επικοινωνία με τον εξωτερικό περίβολο του κάστρου υπάρχει μέσα από δύο πύλες. Η μία είναι αχρηστευμένη, ενώ η άλλη που βρίσκεται απέναντί της είναι η κύρια είσοδος του κάστρου. Το κάστρο σήμερα χρησιμοποιείται για διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και μαζί με τις καμάρες αποτελούν το σήμα κατατεθέν της Καβάλας.

Κάστρο Πλαταμώνα
Είναι κάστρο-πόλη της μεσοβυζαντινής περιόδου (10ος μ.Χ αιώνας), χτισμένο ΝΑ του Ολύμπου, σε θέση στρατηγική που ελέγχει τον δρόμο Μακεδονίας - Θεσσαλίας - Νότιας Ελλάδας. Ο Πύργος του, που δεσπόζει πάνω στην εθνικό οδό, είναι ένα επιβλητικό μεσαιωνικό φρούριο. Χτίστηκε από τον Ρολάνδο Πίσκια, που το κατέκτησε με προτροπή του Βονιφάτιου του Μομφερατικού. Ανασκαφή του 1995 εντόπισε ίχνη ελληνιστικού τείχους (4ος αιώνας) που επιβεβαιώνουν τις απόψεις ότι εδώ υπήρχε η αρχαία πόλη Ηράκλειο, «πρώτη πόλις Μακεδονίας...» μετά τα Τέμπη, σύμφωνα με πηγή του 360 π.Χ. Το βυζαντινό τείχος συντηρήθηκε από τους Φράγκους μετά το 1204 και τους Βυζαντινούς τον 14ο αιώνα. Το φρούριο ήταν το βασικότερο στήριγμα του δεσποτάτου του Πλαταμώνα. Αργότερα το καταλαμβάνουν οι Τούρκοι, που το επισκευάζουν, αλλά εξακολουθεί να κατοικείται από Χριστιανούς. Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (1941) βομβαρδίζεται από τα γερμανικά στρατεύματα. Σημαντικά ευρήματα αποτελούν οι βυζαντινοί ναοί του 10ου-11ου και 18ου αιώνα, τα σπίτια 10ου αιώνα, το τμήμα ελληνιστικού τείχους και η πύλη στο τείχος του ακροπυργίου.

Μπούρτζι
Είναι ένα μικρό νησί μπροστά στο λιμάνι του Ναυπλίου καλυμμένο πλήρως από ένα παλιό ενετικό κάστρο, στο οποίο οφείλει και το όνομά του. Το κάστρο αναγέρθηκε από τους Ενετούς μετά την αποχώρηση του Μαχμούτ Πασά το 1473, εφοδιάζοντάς το με νεώτερα πυροβόλα. Το 1502 μεταβάλλοντας οι Ενετοί με οχυρώσεις τη ΝΔ πλευρά της Ακροναυπλίας σε προμαχώνα με επάλξεις, τον συνέδεσαν με τεχνητό βραχίονα από ογκόλιθους στον οποίο και πρόσδεναν αλυσίδα που έφθανε μέχρι το «Μπούρτζι» για τη προφύλαξη του λιμανιού και της πόλης. Εξ ου και το όνομα «Λιμένας της Αλύσου». Μετά τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1698) οι Ενετοί ανήγειραν στο νησάκι ισχυρό πύργο και προμαχώνες με πυροβόλα δημιουργώντας έτσι το γνωστό κάστρο που δεσπόζει σήμερα στην είσοδο του λιμανιού του Ναυπλίου. Κατά την Ελληνική επανάσταση του 1821 το Μπούρτζι καταλήφθηκε το 1822 από 50 οπλοφόρους και 150 πυροβολητές των οποίων ηγούνταν οι Άστιγξ, Άνερμαν, Χάνεκ και Δημ. Καλλέργης, υπό την ηγεσία του Γάλλου ταγματάρχη Φ. Γκιουρντέν, που κανονιοβολούσε το Ναύπλιο από το Μπούρτζι και κατάφερε να ματαιώσει τον «λαθραίο» επισιτισμό των πολιορκούμενων Τούρκων από αγγλικό πλοίο. Στις αιματηρές ελληνικές εμφύλιες διαμάχες (1823–1833), δύο φορές η τότε κυβέρνηση αναγκάσθηκε να καταφύγει στο Μπούρτζι για την ασφάλειά της, στις 25 Μαΐου του 1824 και στις 2 Ιουλίου του 1827. Μετά την έλευση του βασιλιά Γεωργίου Α' και με εντολή του, το 1865, το Μπούρτζι αφοπλίστηκε κι έγινε τόπος διαμονής του δημίου της γκιλοτίνας.

Ο Κούλες
Στην είσοδο του λιμανιού του Ηρακλείου Κρήτης, εκεί που τελειώνει ο δυτικός μώλος, δεσπόζει ένα επιβλητικό κάστρο. Κατά την Ενετοκρατία ήταν γνωστό με τα ονόματα Rocca a Mare ή Castello a Mare ή Castello, δηλαδή κάστρο στη θάλασσα. Επικράτησε τελικά να ονομάζεται Κούλες, όνομα που προέρχεται από την τουρκική ονομασία Su Kulesi. Θεμελιώθηκε την 3η δεκαετία του 16ου αιώνα (1523-1540) πάνω σε ένα μικρό βράχο, όπου παλαιότερα υπήρχε ένας ψηλός στρογγυλός πύργος με επάλξεις. Επειδή ο βράχος ήταν αρκετά μικρός, οι Ενετοί αναγκάστηκαν να τον συμπληρώσουν με αποθέσεις μεγάλων ποσοτήτων βράχων και ογκόλιθων, που μετέφεραν κυρίως από το νησάκι Ντία και την περιοχή Φρασκιών. Συνήθως γέμιζαν με πέτρες παλαιά άχρηστα πλοία και τα βύθιζαν μαζί με το φορτίο τους στη βόρεια και δυτική πλευρά του βράχου για να αυξηθεί η επιφάνειά του και να δημιουργηθεί κυματοθραύστης. Το κάστρο έχει τη μορφή ενός τετράπλευρου με ένα έντονο προβαλλόμενο τμήμα, σε σχήμα ημικυκλίου στη ΒΑ πλευρά. Το πάχος των εξωτερικών τοιχωμάτων στη στάθμη του ισογείου από τις 3 πλευρές φτάνει τα 8,70 μ., ενώ από τη μια πλευρά 6,96 μ. Οι εσωτερικοί διαχωριστικοί τοίχοι έχουν πάχος από 1,36 έως 3 μ. Η οροφή του ισογείου διαμορφώνεται με ένα σύστημα θόλων, στους οποίους ανοίγονται μεγάλες οπές εξαερισμού και φωτισμού, που κατέληγαν στο δώμα. Η είσοδος του κάστρου ανοίγεται στη δυτική πλευρά. Εκεί κατέληγε ο δυτικός μώλος που ξεκινούσε από την Πύλη του μώλου. Η είσοδος ήταν προσεκτικά προστατευμένη: 3 ξύλινες ισχυρές πόρτες υπήρχαν στο θολοσκεπή και ελαφρά κατηφορικό διάδρομο, που οδηγούσε στο εσωτερικό του φρουρίου. Η κύρια δύναμη πυρός του κάστρου είχε συγκεντρωθεί στο ισόγειο. Κανονιοθυρίδες είχαν δημιουργηθεί στα εξωτερικά τοιχώματα. Στο ισόγειο υπήρχαν: μια μεγάλη δεξαμενή νερού, μια φυλακή και διάφοροι αποθηκευτικοί χώροι τροφίμων και πολεμοφοδίων. Στο δώμα του κάστρου οδηγούσαν δυο διαβάσεις που ξεκινούσαν από τον κεντρικό διάδρομο. Εκεί υπήρχε ένα κεκλιμένο επίπεδο από όπου οι Ενετοί ανέβαζαν σέρνοντας τα κανόνια και άλλα εφόδια και ένα κλιμακοστάσιο. Το δώμα είχε διαμορφωθεί σαν μια ευρεία πλατεία στην οποία υπήρχε ένα φαρδύ parapetto. Στο κάστρο λειτουργούσε μύλος και φούρνος, που κάλυπταν τις ανάγκες της φρουράς, καθώς και μια εκκλησία. Υπήρχαν ακόμα χώροι κατάκλισης της φρουράς και κατοικίες των αξιωματικών και του διοικητή του οχυρού. Το κάστρο είναι το πιο φωτογραφημένο σημείο της πόλης και αυτό που πρωτοβλέπει κάποιος, καθώς έρχεται με πλοίο στο λιμάνι του Ηρακλείου.

Κάστρο Χλεμούτσι
Βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου, στην Κυλλήνη και δεσπόζει στην πεδιάδα της Ηλείας. Ιδρύθηκε το 1220-1223 από τον Γοδεφρείδο Α' Βιλεαρδουίνο και ήταν το πιο ισχυρό φρούριο του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Για την κατασκευή του, ο Γοδεφρείδος Β' συγκρούστηκε με τον Καθολικό κλήρο και χρησιμοποίησε τα έσοδά τους για την οικοδόμησή του. Το κάστρο ονομάσθηκε clermont, στα ελληνικά Χλεμούτσι και οι Βενετσιάνοι το είπαν castel tornese, γιατί πίστευαν λανθασμένα ότι ήταν το φράγκικο νομισματοκοπείο των Τορνεσίων. Μετά το θάνατο του ιδρυτού του, το κάστρο γίνεται πεδίο αναταραχών, ως το 1315 που το κατέλαβαν οι Καταλανοί. Ανακαταλαμβάνεται από τους Φράγκους και παραμένει στη κυριαρχία τους, μέχρι τις αρχές του 1400, οπότε περνάει στην κυριαρχία του Παλατινού Κόντε Κεφαλονιάς και Ζακύνθου και Δεσπότη της Ηπείρου Καρόλου Α' Τόκκου. Το 1427, εξαιτίας του γάμου της κόρης του Λεονάρδου Β' Τόκκου, Μαγδαληνής-Θεοδώρας, με τον Κων. Παλαιολόγο, το κάστρο περιέρχεται ειρηνικά στον τελευταίο. Το 1460 το καταλαμβάνουν οι Τούρκοι και οι Ενετοί από το 1687 - 1715, οπότε επανέρχεται στους Τούρκους ως το 1821. Το 1826 υπέστη ζημιές, από βομβαρδισμό του Ιμπραήμ. Το κάστρο διατηρεί τον έντονο φράγκικο χαρακτήρα του, εξαιρετικό δείγμα φρουριακής αρχιτεκτονικής της εποχής της Φραγκοκρατίας.

Κάστρο Μήθυμνας
Βρίσκεται στην κορυφή του πευκόφυτου λόφου του Μολύβου. Θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα διατηρημένα κάστρα της Ελλάδας. Πιθανόν κτίστηκε μετά τα μέσα του 13ου αιώνα για προστασία από τους Τούρκους και τους Φράγκους επιδρομείς. Η ακριβής χρονολογία ίδρυσής του δεν είναι γνωστή. Το 1373 ανακαινίσθηκε από τον Φραγκίσκο Α' Γατελούζο. Προσθήκες έγιναν επίσης και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1462-1912). Πρόκειται για ένα καλοφτιαγμένο κάστρο με γερά τείχη, με επιγραφές, οικόσημα και άλλα διακριτικά στοιχεία. Έχει σχήμα ακανόνιστου τραπεζίου με πλευρά περίπου 70 μ. και είναι γενικά σε καλή κατάσταση. Εξαίρετο μνημείο είναι η κεντρική είσοδος κατασκευασμένη από χοντρό ξύλο σκεπασμένο με περίτεχνες πλάκες μεταλλικές. Τα καλοκαίρια πραγματοποιούνται πολιτιστικές και θεατρικές εκδηλώσεις στον εσωτερικό περίβολο του φρουρίου.

Παλαμήδι
Το Παλαμήδι οχυρώθηκε από τους Ενετούς τον 17ο αιώνα. Τα οχυρωματικά έργα άρχισε ο πορθητής Φραγκίσκος Μοροζίνι και τελείωσαν τα τελευταία χρόνια της Β' Ενετοκρατίας (1686–1715 ). Εκτός από τη ντάπια του Αγίου Ανδρέα, που είναι η ψηλότερη, συναντά κανείς άλλες έξη του Φωκίωνα, του Θεμιστοκλή, του Μιλτιάδη, του Επαμεινώνδα, του Λεωνίδα και του Αχιλλέα. Οι πέντε από αυτές συνδέονται μεταξύ τους μ’ έναν αυλόγυρο, που τον λέγανε τείχος του περιβόλου. Στο φρούριο υπάρχει το ιστορικό εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα, κτισμένο από την εποχή των Ενετών. Στο φρουριακό συγκρότημα που έκανε το Παλαμήδι απόρθητο, βλέπουμε τον θυρεό των Ενετών, το «λιοντάρι του Αγίου Μάρκου». Τα κελιά των κάστρων που είχαν φιλοξενήσει κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας τον κατάδικο Κολοκοτρώνη, χρησίμευσαν σαν φυλακές και τόπος εκτέλεσης. Το Παλαμήδι πολιορκήθηκε από το πρώτο έτος της επανάστασης. Οι οπλαρχηγοί έκριναν σωστά ότι η εκπόρθηση του θα έδινε στον αγώνα ένα σπουδαίο φρουριακό συγκρότημα και μια κατάλληλη εστία για την κυβέρνηση. Μετά από πολλές προσπάθειες και αποτυχίες, τη νύχτα της 29ης Νοεμβρίου 1822 ο Στάικος Σταϊκόπουλος με το Μοσχονησιώτη και 350 διαλεγμένους στρατιώτες κατόρθωσαν να πηδήσουν στη ντάπια του Αχιλλέα και να καταλάβουν το κάστρο. Μετά έφτασε ο Κολοκοτρώνης, που ανάγκασε τη φρουρά του Ναυπλίου να παραδοθεί και να υπογράψει συνθήκη. Έκτοτε κάθε χρόνο στις 30 Νοεμβρίου εορτάζεται η επέτειος της άλωσης.

Κάστρο Λίνδου
Ο οικισμός της Λίνδου βρίσκεται στη ΝΑ πλευρά του νησιού και σε απόσταση 55 χλμ. από την πόλη της Ρόδου. Η αρχαία πόλη ήταν κτισμένη στη θέση του σημερινού χωριού, μεταξύ της ακρόπολης και του ακρωτηρίου Κράνα. Είναι ο  κυριότερος αρχαιολογικός χώρος της Ρόδου με το βράχο της όπου δεσπόζει το κάστρο της και μια από τις πιο σημαντικές πόλεις του νησιού. Το κάστρο της Λίνδου αποτελούσε πάντα το κέντρο της ζωής του οικισμού. Τον 6ο αιώνα π.Χ. κυριαρχεί στη Λίνδο η μορφή του τυράννου Κλεόβολου, ενός από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας. Τότε έγιναν σημαντικά έργα υποδομής στην πόλη και οικοδομήθηκε ο αρχαϊκός ναός της Αθηνάς στο κάστρο σύμφωνα με το Διογένη Λαέρτιο. Η περσική εξάπλωση στο Αιγαίο και αργότερα ο συνοικισμός της Ρόδου, στον οποίο συμμετείχε και η Λίνδος με τις δυο άλλες πόλεις του νησιού, την Ιαλυσό και την Κάμιρο, οδήγησαν στη σταδιακή μείωση της οικονομικής και πολιτικής σημασίας της Λίνδου. Ο χώρος του κάστρου της Λίνδου, από τόπος αφιερωμένος αποκλειστικά στη λατρεία στην αρχαιότητα, αποτέλεσε στη συνέχεια ασφαλές καταφύγιο σε περίοδο κρίσεων, για να καταλήξει όλο και περισσότερο με την πάροδο των αιώνων σε οχυρωμένο κάστρο με μόνιμη φρουρά. Τον μεσαίωνα το κάστρο της Λίνδου ενισχύθηκε με νέα κτίσματα από τους Βυζαντινούς και στη συνέχεια από τους ιππότες. Το μεγαλύτερο από τα τμήματα που σώζονται μέχρι σήμερα, είναι μεσαιωνικό.

Πάτμου
Το έρημο αυτό νησί άρχισε να εποικίζεται στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας, όταν ο μοναχός Χριστόδουλος από τη Βιθυνία έλαβε από τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο Α’ τον Κομνηνό (1081–1118) την άδεια να ιδρύσει στην Πάτμο τη Μονή Ιωάννου του Θεολόγου πάνω σε ύψωμα ψηλότερα από το σπήλαιο της Αποκάλυψης, ακριβώς πάνω στον αρχαίο βωμό της θεάς Άρτεμης. Η Μονή κτίσθηκε σε μορφή μεσαιωνικού κάστρου με επάλξεις και τείχη επιστήριξης με καθολικό στο κέντρο της, μικρό μεν, καθώς και με άλλα κτίσματα, κελιά και δεξαμενές. Γύρω από τη Μονή άρχισαν να εγκαθίστανται εκτός από τους μοναχούς και κοσμικοί με τις οικογένειές τους χτίζοντας σπίτια κι έχοντας ως άσυλο την οχυρωμένη Μονή σε περίπτωση κινδύνου πειρατικής επιδρομής.

Κάστρο Μύρινας
Είναι κτισμένο σε βραχώδη και απόκρημνη χερσόνησο και επικοινωνεί με την ξηρά μόνο από τα ανατολικά. Αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση οχυρό του Αιγαίου, με επιφάνεια 144 στρέμματα. Χτίστηκε το 1186 πάνω στην ακρόπολη της αρχαίας Μύρινας από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρόνικο Α'. Η σημερινή μορφή του ανάγεται στο 1207, μετά την κατάληψη της Λήμνου από τους Ενετούς, όταν ο Ενετός Φιλόκαλος Ναβιγκαγιόζο, Μεγάλος Δούκας της Λήμνου, οχυρώνει τη Μύρινα. Ο διάδοχός του όμως Λεονάρδο Ναβιγκαγιόζο είναι εκείνος που ισχυροποιεί το κάστρο και το κρατά υπό την κυριαρχία του επί 45 χρόνια. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας στο κάστρο κατοικούσαν Τούρκοι. Στην πολιορκία της Μύρινας το 1770 από τον Ρωσικό στόλο, τα τείχη του κάστρου υπέστησαν σοβαρές ζημιές. Στην ανατολική και νότια πλευρά το τείχος είναι ψηλό κι ο αριθμός των πύργων σχετικά μεγάλος, ενώ στη βόρεια και δυτική πλευρά το τείχος είναι κατά πολύ χαμηλότερο και οι πύργοι πιο σπάνιοι. Στο ψηλότερο σημείο του λόφου υπάρχει μισοκατεστραμμένο οχυρό κτίσμα με πολλούς εσωτερικούς χώρους. Σήμερα το κάστρο αποτελεί μνημείο επισκέψιμο για το κοινό.

Φραγκοκάστελλο
Βρίσκεται στο νότιο μέρος του νομού Χανίων, ανατολικά από τα Σφακιά. Οι Ενετοί άρχισαν να το χτίζουν το 1371, τόσο για προστασία από πειρατικές επιδρομές αλλά και για τον έλεγχο των ανυπότακτων ντόπιων. Το κάστρο τέλειωσε το 1374 και οι Ενετοί το ονόμασαν Κάστρο του Αγίου Νικήτα, από την εκκλησία που είναι κοντά. Όμως οι ντόπιοι το ονόμασαν περιφρονητικά Φραγκοκάστελλο (Franco Castello ή Castelfranco = κάστρο των Φράγκων). Τελικά η ονομασία αυτή επικράτησε και υιοθετήθηκε και από τους Ενετούς. Στα Ορλωφικά (1770), εκεί στρατοπέδευαν τα τούρκικα στρατεύματα που πολεμούσαν ενάντια στους επαναστατημένους Σφακιανούς με αρχηγό τον Ιωάννη Βλάχο ή Δασκαλογιάννη. Τελικά η επανάσταση αυτή απέτυχε. Το 1828 νέα αναζωπύρωση της επανάστασης στην Κρήτη ενάντια στον τουρκικό ζυγό φέρνει στο κάστρο τον βορειοηπειρώτη Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη, όπου και οχυρώνεται. Η απόφασή του να εγκαταλείψει τον κλεφτοπόλεμο και να αντιταχθεί στον πολλαπλάσιο τακτικό τουρκικό στρατό στον κάμπο, ευνόησε τον Μουσταφά Ναϊλή πασά, Τούρκο διοικητή της Κρήτης. Για μια βδομάδα, 600 Έλληνες αντιμετώπισαν 8.000 Τούρκους. Ο Νταλιάνης σκοτώθηκε, όπως και 338 από τους υπερασπιστές του κάστρου. Οι υπόλοιποι συνθηκολόγησαν με τους Τούρκους, τους παρέδωσαν το κάστρο κι έφυγαν. Οι Τούρκοι έχασαν 800 στρατιώτες. Ο πασάς, ανατίναξε το φρούριο για να μη χρησιμοποιηθεί ξανά ως οχυρό επαναστατών. Αλλά κατά τη διάρκεια της μεγάλης Κρητικής επανάστασης (1866-1869) αναγκάστηκε να το ανακατασκευάσει για τον καλύτερο έλεγχο του νησιού. Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης, το κάστρο έπεσε σε αχρηστία και σήμερα στέκει για να θυμίζει την αιματοβαμμένη ιστορία του, που αναβιώνει κάθε χρόνο μέσω του θρύλου των φαντασμάτων, τους περίφημους Δροσουλίτες. Τις τελευταίες μέρες του Μαΐου και τις πρώτες του Ιουνίου, με την πρωινή δροσιά, λέγεται ότι εμφανίζονται σκιές ανθρωπόμορφες να προχωράνε αργά η μια πίσω από την άλλη για 10 λεπτά περίπου στην ανατολή του ήλιου, μόνο με άπνοια και αυξημένη υγρασία στην ατμόσφαιρα, από το κοντινό νεκροταφείο προς το κάστρο και να χάνονται στη θάλασσα. Ο θρύλος λέει ότι είναι τα φαντάσματα των νεκρών πολεμιστών του Νταλιάνη που υπερασπίστηκαν το κάστρο από τους Τούρκους. Σύμφωνα με μια ερμηνεία πρόκειται για αντικατοπτρισμό που οφείλεται στη διάθλαση των ηλιακών ακτίνων μέσα από την πρωινή δροσιά, γιατί τα «φαντάσματα» εμφανίζονται μόνο πολύ νωρίς το πρωί με τη δροσιά, γι’ αυτό και τα ονόμασαν Δροσουλίτες. Οι σκιές δεν εμφανίζονται κάθε χρόνο, αλλά περνούν κι αρκετά χρόνια χωρίς να εμφανιστούν. Δεν έχουν φωτογραφηθεί ή βιντεοσκοπηθεί ποτέ. Το κάστρο αποτελείται από 4 τετράγωνους πύργους που ενώνονται μεταξύ τους με ευθύγραμμα κατακόρυφα τείχη σχηματίζοντας ένα ορθογώνιο κτίσμα, που καταλήγει σε οδοντωτές πολεμίστρες. Μία είσοδος του φρουρίου, μικρή τοξωτή, βρίσκεται ανατολικά, ενώ η κύρια είσοδος βρίσκεται στα νότια και κοσμείται από εντοιχισμένα γλυπτά οικόσημα επιφανών οικογενειών. Από πάνω ακριβώς δεσπόζει ανάγλυφο με τον φτερωτό λέοντα του Αγίου Μάρκου, σύμβολο της Δημοκρατίας της Βενετίας. Ο ΝΔ πύργος είναι μεγαλύτερος σε μέγεθος από τους υπόλοιπους τρεις και με μεγαλύτερη σημασία γιατί: α) έχει μεγαλύτερη χωρητικότητα, β) μεγαλύτερο οπτικό πεδίο, γ) αποτελούσε τον τελευταίο χώρο άμυνας σε περίπτωση κατάληψης και δ) προστάτευε τη νότια κύρια πύλη. Εσωτερικά, παράλληλα στα τείχη, υπήρχαν ορθογώνιοι χώροι, που δεν σώζονται σε άριστη κατάσταση, για στρατωνισμό, στάβλοι, αποθήκες, μαγειρεία, φούρνοι κ.α.

Τα πιο όμορφα σπήλαια της Ελλάδας

Σπήλαιο Περάματος
Βρίσκεται μόλις 5 χλμ. από το κέντρο της πόλης των Ιωαννίνων, στο δρόμο για Μέτσοβο, στο ομώνυμο προάστιο Πέραμα, επάνω στο λόφο Γορίτσα. Τα πόδια του λούζει η λίμνη Παμβώτιδα Ιωαννίνων, που έγινε ξακουστή με το θρύλο της Κυρά-Φροσύνης και του Αλή Πασά. Είναι το πιο μεγάλο σε έκταση σπήλαιο στην Ελλάδα 14,8 στρέμματα και το 6ο σε μήκος διαδρόμων 1.700 μ. Ανακαλύφθηκε το 1942 από το ζεύγος Πετρόχειλου. Οι εσωτερικοί του χώροι φωτίζονται με τρόπο καλλιτεχνικό και ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει, περπατώντας σε διάδρομο μήκους 1.000 περίπου μέτρων, τις ιριδίζουσες ανταύγειες των σταλακτιτών και σταλαγμιτών με τα περίεργα σχήματα.

Βλυχάδα Δυρού
Βρίσκεται στο νομό Λακωνίας, στην περιοχή της πανέμορφης Μάνης, λίγα χιλιόμετρα βόρεια από την κοινότητα του Πύργου Δυρού. Πρόκειται για το πιο όμορφο λιμναίο σπήλαιο στην Ελλάδα και στον κόσμο γενικά, αφού θεωρείται ως το πιο εντυπωσιακό ανάμεσα στα Παντιράκ της Νότιας Γαλλίας και τη Ζάιτα της Βηρυτού, δύο εκπληκτικά λιμναία σπήλαια. Μέχρι σήμερα είναι στις πρώτες θέσεις των ελληνικών σπηλαίων, με συνολικό μήκος διαδρομών (υποβρυχίων και χερσαίων) στα 14,5 χιλιόμετρα. Το σπήλαιο πήρε το όνομά του από το υφάλμυρο νερό ενός υπόγειου ποταμού που εκβάλει στη θάλασσα. Αυτός ήταν και ο λόγος της ανακάλυψής του στις αρχές του 19ου αιώνα. Ρέει τόσο αργά που δύσκολα το καταλαβαίνεις. Τοπία με εντυπωσιακούς κρυστάλλους και πεντακάθαρα νερά συνθέτουν εκπληκτικές εικόνες. Είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο, για τον εξαιρετικό του διάκοσμο και για το τεράστιο επιστημονικό και παλαιοντολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει. Ελάφια, ιπποπόταμοι, πάνθηρες, ύαινες και λέοντες είναι μερικά από τα ευρήματα που έχουν ανασυρθεί από τον πυθμένα στη διάρκεια ελληνικών αλλά και ξένων σπηλαίο-καταδυτικών αποστολών. Η διαδρομή, που κρατάει περίπου 45 λεπτά και έχει μήκος 3.100 μ., γίνεται με βάρκες, τις οποίες οδηγούν ντόπιοι ξεναγοί. Στο τέλος μένουν 300 μέτρα χερσαίου τμήματος, όπου ένας διάδρομος οδηγεί στη έξοδο περνώντας ανάμεσα από τους καταπληκτικούς σχηματισμούς του μοναδικού αυτού σπηλαίου.

Αλεπότρυπα Δυρού
Είναι ένα από τα πιο σημαντικά σπήλαια με αρχαιολογικό ενδιαφέρον, της Μάνης αλλά και της Ελλάδας γενικότερα και βρίσκεται στον όρμο του Δυρού, 200 μέτρα απόσταση από το σπήλαιο Βλυχάδα. Πρόκειται για αρκετά μεγάλο σπήλαιο που στο παρελθόν υπήρξε κοίτη υπόγειου ποταμού. Ανακαλύφθηκε τυχαία το 1958 και από τότε έχει τραβήξει το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων για τα πολύ σημαντικά ευρήματα που έχουν βρεθεί μέσα του. Το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία, αποθήκη αγαθών, εργαστήριο οικοτεχνικής δραστηριότητας, καθώς και ως χώρος ταφής και λατρείας νεκρών. Με βάση τις χρονολογήσεις και τη μελέτη των ευρημάτων το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε περίπου το 5300-3200 π.Χ. Μετά από ανασκαφές που γίνονται μέχρι και σήμερα, παρατηρήθηκαν ογκόλιθοι, άταφοι νεκροί και άλλα στοιχεία που οδηγούν στο συμπέρασμα πως μια μεγάλη καταστροφή, πιθανότατα σεισμός, εγκλώβισε τους κατοίκους μέσα στο σπήλαιο στο τέλος της 4ης χιλιετίας π.Χ. Πολλά εκθέματα βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο Σπάρτης, αλλά και στο μικρό μουσείο που βρίσκεται στην είσοδο του σπηλαίου. Για να αξιοποιηθεί τουριστικά, το σπήλαιο υπέστη μεγάλες καταστροφές στο εσωτερικό του, αλλά κυρίως στην είσοδό του, κατά τη διάνοιξή της με χρήση δυναμίτη, που κατέστρεψε σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα. Εδώ κι αρκετά χρόνια το σπήλαιο παραμένει κλειστό για τους επισκέπτες και για τους σπηλαιολόγους.

Σπήλαιο Λιμνών
Το πανέμορφο αυτό σπήλαιο βρίσκεται κοντά στο χωριό Καστριά της Αχαΐας, 16,5 χλμ. από τα Καλάβρυτα, στον ορεινό όγκο του Χελμού, σε υψόμετρο 800 μ. περίπου. Το αξιοποιημένο μήκος του σπηλαίου ανέρχεται σε 500 μ., ενώ το συνολικό μήκος του είναι 2 χλμ. περίπου. Εκτός από τις μυστηριώδεις στοές, τους λαβυρινθώδεις διαδρόμους και τους σταλακτικούς σχηματισμούς, το σπήλαιο έχει κάτι το αποκλειστικά δικό του, που δεν υπάρχει σε άλλα γνωστά σπήλαια. Στο εσωτερικό του υπάρχουν 13 αλλεπάλληλες κλιμακωτές και μάλιστα σε τρία διαφορετικά επίπεδα λίμνες του, που το καθιστούν μοναδικό στο είδος του στον κόσμο. Η τροφοδοσία τους γίνεται από εσωτερικές πηγές και από τα νερά της βροχής που μπαίνουν από τις σχισμές της οροφής του. Όταν η ροή του νερού είναι αυξημένη, δημιουργούνται φυσικοί μικροί καταρράκτες σε διάφορα σημεία του σπηλαίου φανερώνοντας πανέμορφες εικόνες. Το καλοκαίρι με την υποχώρηση των νερών, αναδεικνύονται φυσικές πέτρινες λεκάνες με δαντελωτούς σχηματισμούς και φυσικά φράγματα με το ύψος τους να ξεπερνά τα τέσσερα μέτρα. Η είσοδος των επισκεπτών γίνεται από τεχνητή σήραγγα που τους οδηγεί στο δεύτερο όροφο στο «Θάλαμο των Νυχτερίδων» και στη συνέχεια στους άλλους θαλάμους. Η διάβαση των λιμνών γίνεται από υπερυψωμένες τεχνητές γεφυρούλες. Στον κάτω όροφο του σπηλαίου βρέθηκαν απολιθωμένα οστά ανθρώπου και διαφόρων ζώων, ανάμεσά τους και ιπποπόταμου. Το τμήμα αυτό προορίζεται για διεθνούς προβολής βιοσπηλαιολογικό εργαστήριο.

Πηγών Αγγίτη ή Μααρά
Το σπήλαιο βρίσκεται στο νομό Δράμας στο δήμο Προσοτσάνης, κοντά στο χωριό Κοκκινόγεια, σε τοποθεσία κατάφυτη από πλατάνια. Είναι ένα από τα ελάχιστα στην Ελλάδα που διασχίζεται από ποτάμι (Αγγίτη). Πρόκειται για το δεύτερο μεγαλύτερο σε μήκος σπήλαιο της χώρας, μετά το σπήλαιο Δυρού, με μήκος 13 χλμ. και υψομετρική διαφορά 400 μέτρα. Έχει εξερευνηθεί σε βάθος 8,5 χλμ. από ομάδα Γάλλων σπηλαιολόγων. Από αυτά, περίπου 2,5 χλμ. είναι προσπελάσιμα, ενώ επισκέψιμα είναι τα πρώτα 500 μέτρα. Μέσα στο σπήλαιο με σταθερή θερμοκρασία 17ο C, στο διάκοσμό του κυριαρχούν οι λευκοί και ερυθρόμορφοι σταλακτίτες διαφόρων μορφών. Το σπήλαιο λέγεται και Μααρά, ονομασία η ετυμολογία της οποίας είναι είτε από τα αραβικά και σημαίνει μικρό σπήλαιο είτε από τα εβραϊκά που σημαίνει νερό από το βουνό. Στην περιοχή, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως σημαντικά ευρήματα παλαιολιθικά και παλαιοντολογικά, καθώς και ένα χαυλιόδοντα από μαμούθ, που φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Δράμας. Στην έξοδο του ποταμού (είσοδος του σπηλαίου) υπάρχει υδροτροχός που λειτουργούσε από την τουρκοκρατία, για την ύδρευση των γύρω οικισμών. Το σύστημα τροχών κάλυψε τις ανάγκες υδροδότησης της περιοχής μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα. Στο σπήλαιο έχουν βρεθεί μοναδικά είδη ψαριών, όπως η μπριάνα και το τυλινάρι και ένα μοναδικό είδος ημιδιάφανης πετροκαραβίδας.

Σπήλαιο Ελεφάντων
Στην περιοχή Δρέπανο του Ακρωτηρίου, στο νομό Χανίων και έξω από τον κόλπο της Σούδας, βρίσκεται το σπήλαιο Ελεφάντων το οποίο ανακαλύφθηκε τυχαία από ψαροντουφεκά. Έχει διανοιχτεί σε Μεσοζωικούς ασβεστόλιθους. Η είσοδός του (πλάτους 9 μ. και ύψους 6,5 μ.) βρίσκεται σήμερα σε βάθος 10 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και συνεχίζει σε ένα τούνελ μήκους περίπου 40 μ., στο τέλος του οποίου ο δύτης αντικρίζει ένα μοναδικό θέαμα, μια σπηλιά πραγματικά τεράστια με 50 μ. μήκος, 50 μ. πλάτος και ύψος 6 μ. περίπου! Το υπόλοιπο τμήμα (μήκους 125 μ. και μέσου πλάτους 2 μ.), που αποτελεί και την κύρια αίθουσα, έχει, λόγω της μορφολογίας του, εν μέρει κατακλυστεί από ύδατα. Το βάθος του πυθμένα σε αυτή την αίθουσα κυμαίνεται από λίγα εκατοστά ως 4 μ., ενώ το ύψος της οροφής πάνω από την επιφάνεια του νερού ξεπερνά σε ορισμένα σημεία τα 10 μ. Ο διάκοσμος είναι πολύ πλούσιος σε όλο το σπήλαιο, τόσο πάνω από την επιφάνεια του νερού, όσο και κάτω από αυτή. Όλη η οροφή της σπηλιάς είναι γεμάτη από σταλακτίτες ενώ μέσα στο νερό υπάρχουν και πολλοί σταλαγμίτες, γεγονός που δηλώνει πως κάποτε το δάπεδο του σπηλαίου δεν καλυπτόταν από νερό! Το σημαντικότερο εύρημα εδώ ήταν ο εντοπισμός παλαιοντολογικού υλικού, το οποίο διαπιστώθηκε ότι αποτελείται κυρίως από οστά ελεφάντων και ένα πολύ μικρό ποσοστό από αρτιοδάκτυλα (Cervidae). Από τις μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στα τμήματα του σκελετού των ελεφάντων, υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για νέο είδος, που ονομάστηκε elephas chaniensis. Το μέγεθός του ήταν μεγαλύτερο από τον σημερινό ελέφαντα και μικρότερο από τον πρόγονό του, τον antiquus. Η μελέτη των ιζημάτων (βιολογικών, κλαστικών και χημικών) δείχνει με βεβαιότητα ότι το σπήλαιο σε παλαιότερες εποχές ήταν στεγνό.

Σπήλαιο Πιτσών
Βρίσκεται κοντά στο Ξυλόκαστρο του νομού Κορινθίας κι ανακαλύφθηκε το 1934 τυχαία από βοσκούς της περιοχής. Η θερμοκρασία του σπηλαίου και οι κλιματικές του συνθήκες ευνόησαν τη διατήρηση αντικειμένων από ύφασμα και ξύλο. Η ποσότητα ειδωλίων πού βρέθηκαν μέσα σ’ αυτό οδήγησε την Αρχαιολογική Υπηρεσία σε ανασκαφική έρευνα, κατά την οποία βρέθηκαν πάρα πολλά αφιερώματα. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται πολλά γυναικεία πήλινα ειδώλια, πού χρονολογούνται από τον 7ο έως το 2ο π.χ. αιώνα. Ένα κεφάλι ειδωλίου είναι στολισμένο με στεφάνι από παπαρούνες και ένα άλλο ειδώλιο παριστάνει γυναίκα έγκυο. Το πιο σημαντικό εύρημα, στο οποίο το σπήλαιο χρωστάει τη φήμη του, είναι 4 γραπτοί ξύλινοι πίνακες, μοναδικά δείγματα ζωγραφικής. Ο ένας διασώθηκε ολόκληρος, ενώ οι άλλοι τρεις αποσπασματικά. Από τις επιγραφές των πινάκων και τα αφιερώματα είναι φανερό ότι στο σπήλαιο λατρεύονταν οι Νύμφες, θεότητες τού τοκετού και κουροτρόφοι. Ειδώλια σατύρων που βρέθηκαν στο σπήλαιο επιβεβαιώνουν τη λατρεία τού Διόνυσου. Για αιώνες, οι υποψήφιες μητέρες της περιοχής έπαιρναν το δυσπρόσιτο μονοπάτι προς το σπήλαιο, για να εξευμενίσουν τις θεότητες με θυσίες και προσφορές. Το σπήλαιο είχε εγκαταλειφθεί απ' το 1934, αλλά πρόσφατα έγινε χαρτογράφηση του σπηλαίου.

Σπήλαιο Κάψια
Βρίσκεται περίπου 1,5 χλμ. βόρεια του χωριού Κάψια και 15 χλμ. μακριά από την Τρίπολη, στο νομό Αρκαδίας και θεωρείται ένα από τα πιο αξιόλογα σπήλαια στην Ελλάδα. Το σπήλαιο, γνωστό με το όνομα «καταβόθρες του Κάψια», ερευνήθηκε πρώτη φορά το 1887 από τον Γάλλο αρχαιολόγο Γουσταύο Φουζέρ, κατά τη διάρκεια ανασκαφών στην Αρχαία Μαντίνεια, και οι ειδικοί το έχουν κατατάξει στα 10 πιο αξιόλογα σπήλαια της Ελλάδας. Βρίσκεται στην περιφέρεια κλειστής λεκάνης του οροπεδίου της Μαντινείας και συνδέεται με το περίπλοκο γεωλογικό σύστημα από σπήλαια και φυσικές καταβόθρες που χαρακτηρίζουν τον υδροφόρο ορίζοντα. Η πρώτη έρευνα του σπηλαίου έγινε το 1892 από ελληνογαλλική ομάδα σπηλαιολόγων. Έχει μήκος περίπου 380 μ. (αν και συνεχίζει μετά το τέλος του τουριστικού διαδρόμου) και η μέχρι σήμερα εξερευνημένη του έκταση είναι περίπου 6,5 στρέμματα. Αυτό που κάνει το σπήλαιο ξεχωριστό είναι ο διάκοσμός του, που αποτελεί ένα σπάνιο μεγαλειώδες θέαμα συνδυασμού χρωμάτων και σχεδίων. Πολύχρωμοι σταλακτίτες και σταλαγμίτες δημιουργούν σχηματισμούς μοναδικής ομορφιάς, αλλά και εντυπωσιακές αντανακλάσεις στο εσωτερικό του σπηλαίου. Στο εσωτερικό του σπηλαίου βρέθηκαν ίχνη παλαιάς πλημμύρας και πλήθος από θραύσματα ανθρώπινων οστών και κρανίων, 40 περίπου ατόμων, κυρίως νεαρής ηλικίας, σκεπασμένα από λάσπη (πάχους 0,5 μ.) που σκεπάζει το πάτωμα του σπηλαίου. Το γεγονός αποδίδεται μάλλον σε ξαφνική πλημμύρα, που βρήκε το πλήθος μέσα στο σπήλαιο, πιθανόν ενώ τελούσε τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Βρέθηκαν και λυχνάρια που ίσως ανήκουν στους ύστερους ελληνικούς χρόνους (4ος και 5ος αιώνας μ.Χ.). Ένας από τους χώρους του σπηλαίου της Κάψιας έχει το όνομα «η αίθουσα των θαυμάσιων», όπου παρουσιάζονται οι σπανιότεροι χρωματισμοί λιθωματικού υλικού από κάθε άλλο γνωστό ελληνικό σπήλαιο. Χρώματα εκρηκτικά, κόκκινα της φωτιάς και κίτρινα της ώχρας και πρασινογάλαζα, ανάμικτα με το κατάλευκο των σταλακτιτών, προσφέρουν ένα μοναδικό θέαμα φυσικής τέχνης.

Σπήλαιο Αλιστράτης
Το σπήλαιο Αλιστράτης είναι ένα από τα ομορφότερα αλλά και μεγαλύτερα της χώρας. Βρίσκεται 6 χλμ. νοτιοδυτικά της ομώνυμης κωμόπολης και απέχει από τις Σέρρες 50 χλμ., από τη Δράμα 25 χλμ. και από την Καβάλα 55 χλμ. Είναι τουριστικά αξιοποιημένο και λειτουργεί όλες τις μέρες του χρόνου, αξίζει να σημειωθεί η πολύ όμορφη αισθητική του εξωτερικού χώρου και η άψογη διαχείριση από τους υπεύθυνους του σπηλαίου. Πιο συγκεκριμένα η θέση του σπηλαίου βρίσκεται στην περιοχή του Πετρωτού, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως γεωλογικός παράδεισος, αφού πολλά μεγάλα και μικρά σπήλαια υπάρχουν κάτω από την επιφάνειά του. Το σπήλαιο, εκτός από τον πλουσιότατο διάκοσμο που διαθέτει και εντυπωσιάζει, χαρακτηρίζεται και για το επίσης πλούσιο βιολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει. Υπάρχουν 36 είδη μικροοργανισμών, όπως Δολιχόποδα, Μυριόποδα και ένα είδος πρωτόγνωρο που ζει μόνον εδώ, καθώς και 7 είδη νυχτερίδων και πολλοί μικροοργανισμοί. Ο τουριστικός διάδρομος είναι περίπου 1.000 μέτρα, ενώ συνολικά φτάνει τα 3.000 μέτρα. Το σπήλαιο είναι μια μοναδική εμπειρία για όποιον περάσει την πόρτα και βρεθεί σε αυτόν τον υπέροχο υπόγειο κόσμο της Αλιστράτης.

Σπήλαιο Καστανιάς
Γνωστό και ως σπήλαιο του Αγίου Ανδρέα (από το ομώνυμο εκκλησάκι κοντά του), πλούσιο σε ποικιλία σχημάτων και χρωμάτων, κατατάσσεται δεύτερο στο είδος του στην Ευρώπη. Βρίσκεται στο δήμο Βοιών, στο πρώτο «πόδι» της Πελοποννήσου, στην ανατολική απόληξη του Πάρνωνα, κοντά στη Νεάπολη. Είναι ένα από τα πιο όμορφα αξιοποιημένα σπήλαια, αρμονικά δεμένο με το φυσικό περιβάλλον. Η έκταση του σπηλαίου είναι 1,5 στρέμμα που χωρίζεται σε δύο επίπεδα. Η τουριστική διαδρομή είναι 500 μέτρα και πολύ ευχάριστη. Η ιδιαιτερότητα του σπηλαίου είναι ο πολύ πυκνός διάκοσμος που διαθέτει. Ένα χαρακτηριστικό του σπηλαίου είναι ο έντονος κόκκινος χρωματισμός του, που οφείλεται στο εμπλουτισμένο πέτρωμα από οξείδια σιδήρου. Ανάμεσα στους τεράστιους κόκκινους και λευκούς καταρράκτες, τις γιγάντιες πολύσχημες κολώνες, τις κουρτίνες και τα σεντόνια που ξεχύνονται από την οροφή, φωλιάζουν χταπόδια, κοράλλια, ελεφαντάκια, μανιτάρια, πουλιά, εξωτικά φυτά και μνημειώδη πλάσματα. Με λίγη τύχη, ίσως συναντήσετε έναν ευγενή μόνιμο κάτοικο του σπηλαίου, το τυφλό και κουφό δολιχόποδο.

Σπήλαιο του Ορφέα
Από τη στιγμή που ανακαλύφτηκε τράβηξε αμέσως το ενδιαφέρον, όχι μόνο για το μέγεθος και την ομορφιά του, αλλά κυρίως για τα παλαιοντολογικά και αρχαιολογικά ευρήματα που έκρυβε για χιλιάδες χρόνια. Από το 5000-3000 π.Χ., σύμφωνα με τους ειδικούς και τις χρονολογήσεις των ευρημάτων, το σπήλαιο χρησιμοποιείτο περιστασιακά από ανθρώπους και ζώα ως καταφύγιο και εποχική κατοικία. Σημαντικά ευρήματα, όπως τμήματα ανθρώπινων κρανίων, υπολείμματα φωτιάς, αντικείμενα καθημερινής χρήσης, καμένα κόκαλα ζώων αλλά και λίθινα και οστέινα εργαλεία μαρτυρούν το ρόλο του σπηλαίου στην εξελισσόμενη ιστορία του ανθρώπου στη Ελλάδα. Βρίσκεται στη θέση Πετρωτό, πολύ κοντά στο σπήλαιο της Αλιστράτης, με απόσταση ανάμεσά τους, περίπου 800 μέτρα. Είναι ένα επίπεδο σπήλαιο με 400 μέτρα μήκος, πλούσιο διάκοσμο και με τους χαρακτηριστικούς ογκώδεις σταλακτίτες του να εντυπωσιάζουν από την πρώτη κιόλας αίθουσα. Οι αρχαιολογικές έρευνες κρατούν σήμερα το σπήλαιο σφραγισμένο μέχρι να ολοκληρωθούν οι ανασκαφές.

Σπήλαιο Δράκου
Βρίσκεται στην Καστοριά και είναι ένα από τα πιο σύγχρονα σπήλαια στα Βαλκάνια, εξοπλισμένο με τα πιο σύγχρονα συστήματα ανακύκλωσης του αέρα και διατήρησης της ισορροπίας του κλίματος. Μεταξύ των άλλων, στο σπήλαιο έχει εγκατασταθεί ηλεκτρονικό σύστημα που ελέγχει τη μετακίνηση των βράχων στο εσωτερικό της ώστε να υπάρχει ανά πάσα στιγμή ενημέρωση για τις γεωλογικές μεταβολές. Έχουν φτιαχτεί ειδικές διαδρομές κατάλληλα διαμορφωμένες με σεβασμό προς το περιβάλλον και μια πλωτή γέφυρα από την οποία μπορεί κανείς να δει τις 7 λίμνες που υπάρχουν μέσα στη σπηλιά. Είναι το μοναδικό σπήλαιο στην Ελλάδα με λίμνες γλυκού νερού κι αυτό λόγω της εγγύτητας με τη λίμνη της Καστοριάς. Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε το 1940 από κατοίκους της Καστοριάς και πήρε το όνομά της από την είσοδό της που έχει τη μορφή στόματος δράκου. Ακολούθησαν διάφορες χαρτογραφήσεις και εξερευνήσεις του σπηλαίου, ενώ η πρώτη προσπάθεια διαμόρφωσης του χώρου της εισόδου έγινε το 1985. Επίσης, μέσα στη σπηλιά ανακαλύφθηκαν οστά αρκούδας των σπηλαίων, η ηλικία των οποίων εκτιμάται σε 10.000 χρόνια.

26 Δεκ 2011

Όμορφες τεχνητές λίμνες της Ελλάδας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι τεχνητές λίμνες αρχικά είναι άχαρα έργα, πληγές στη Γη, αναγκαία όμως για την άρδρευση και την ηλεκτρική ενέργεια, που μεταμορφώθηκαν, με την πλήρωσή τους από νερό, σε πόλους έλξης των τουριστών, προσφέροντας το διαφορετικό στις εκδρομικές και περιβαλλοντικές αναζητήσεις. Οι τεχνητές αυτές λίμνες, που δημιουργήθηκαν από τα διαφόρων σκοπών φράγματα, αποτελούν από άποψη επιστημονική υγροβιότοπους, αλλά ο χαραχτηρισμός αυτός δεν σημαίνει ότι αποτελούν και οικοσυστήματα υψηλής αξίας. Για παράδειγμα, οι τεχνητές λίμνες του Μόρνου και του Εύηνου και του Θησαυρού, αν και αποτελούν τεράστια υδάτινα σώματα όπου απαντά υδρόβια ζωή, χαρακτηρίζονται από χαμηλή αξία για τη φύση. Σ' αυτές οι έντονες αυξομειώσεις της στάθμης τους, σε συνδυασμό με τις έντονες κλίσεις των πρανών, δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη αξιόλογης παρόχθιας βλάστησης, κρίσιμο στοιχείο κάθε φυσικού υγροτόπου. Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αρκετές από αυτές κατέκλυσαν άλλα φυσικά υγροτοπικά συστήματα υψηλότερης αξίας, όπως παρόχθια δάση, μικρούς ορεινούς υγρότοπους, αλλά και τις ίδιες τις φυσικές κοίτες των ποταμών. Υπάρχει και το ακραίο φαινόμενο του Αχελώου, που έχει μετατραπεί από ποταμός σε σειρά τεχνητών λιμνών, με τεράστιες επιπτώσεις στον ορεινό χώρο, αλλά κυρίως στους υγρότοπους των εκβολών του.
Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις τεχνητών λιμνών που φιλοξενούν αξιόλογους έως διεθνούς σημασίας υγρ'οτοπους. Κορυφαίο παράδειγμα η Κερκίνη, που όμως δημιουργήθηκε πάνω σ' ένα εκτεταμένο υγροτοπικό σύμπλεγμα που τροφοδοτείτο από τον ποταμό Στρυμόνα. Το σύμπλεγμα αυτό ήταν πολύ πιο πλούσιο από τη σημερινή λίμνη, αφού περιλάμβανε, εκτός από έλη και μικρές φυσικές λίμνες, παρόχθια δάση και πιθανότατα πολύ μεγαλύτερες εκτάσεις υγρολίβαδων, οικοσυστήματα που χαρακτηρίζονται από εξαιρετικά υψηλή βιοποικιλότητα. Αν επιχειρούσε κάποιος μια πιο γενική αξιολόγηση, θα μπορούσε να πει ότι οι τεχνητές λίμνες, που ιδρύθηκαν σε περιοχές όπου υπήρχαν εκτεταμένοι υγρότοποι και έχουν μικρό βάθος, παρουσιάζουν υψηλότερη οικολογική αξία σε σχέση με τις μεγάλες, βαθιές τεχνητές λίμνες, ιδίως όταν η στάθμη του νερού αυξομειώνεται έντονα. Εδώ παρουσιάζουμε μερικές από τις τεχνητές λίμνες της Ελλάδας.

Κρεμαστών (η εντυπωσιακή)
Στην τοποθεσία Τσαγκαράλωνα σε ένα χάσμα του βουνού αποκαλύπτεται το πανόραμα της λίμνης των Κρεμαστών, η μεγαλύτερη τεχνητή λίμνη της Ελλάδας. Δημιουργήθηκε μετά την κατασκευή του ομώνυμου φράγματος, το 1963, από τη συσσώρευση των υδάτινων όγκων του ποταμού Αχελώου και των παραποτάμων του, Αγραφιώτη, Τρικεριώτη και Μέγδοβα. Η λίμνη με έκταση 68.532 στρεμμάτων, βρίσκεται ανάμεσα στους νομούς Ευρυτανίας και Αιτωλοακαρνανίας, που ενώνονται μέσω της Γέφυρας της Επισκοπής. Σε άλλο σημείο υπάρχει και η Γέφυρα της Τατάρνας, κοντά στο ομώνυμο μοναστήρι. Το φράγμα έχει ύψος 160 μέτρα, μήκος 457 μέτρα και πλάτος στη βάση 160 μέτρα. Αποτελεί το μεγαλύτερο γεώφραγμα στην Ευρώπη. Στη λίμνη γίνονται διάφορες αθλητικές δραστηριότητες Canoe-Kayak.
Πολυφύτου (η μεγαλύτερη)
Είναι λίμνη του ποταμού Αλιάκμονα, στο νομό Κοζάνης. Σχηματίστηκε το 1973 μετά την κατασκευή του ομώνυμου φράγματος (Πολυφύτου) στον ποταμό και καλύπτει έκταση 56.793 στρεμμάτων. Η λίμνη αποτελεί ιδιοκτησία της ΔΕΗ, αλλά παραχωρήθηκε στους γύρω κατοίκους για εκμετάλλευση. Διασχίζεται από τη Γέφυρα Σερβίων και τη μικρότερη Γέφυρα Ρυμνίου. Η μεγαλύτερη έκταση της λίμνης βρίσκεται στην επικράτεια του δήμου Σερβίων. Στα νερά της έχουν καταγραφεί 17 είδη ψαριών, ενώ η περιοχή αποτελεί σημαντικό βιότοπο. Σε έρευνα διαπιστώθηκαν υπερβάσεις ως προς τη συγκέντρωση μολύβδου, ενώ η κατάσταση της λίμνης χαρακτηρίστηκε «μέτρια».
Κερκίνη (σκέτο)
Σχηματίστηκε το 1932 με τη δημιουργία φράγματος στην περιοχή του Λιθότοπου, για να συγκρατεί τα νερά του ποταμού Στρυμόνα κι αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως μέρος αποθήκευσης νερού για την άρδρευση της πεδιάδας του νομού. Βρίσκεται στο νομό Σερρών, 45 χλμ. ΒΔ της πόλης των Σερρών και 100 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Το 1982, λόγω της μείωσης της χωρητικότητας της λίμνης εξαιτίας των φερτών υλών από το Στρυμόνα, κατασκευάστηκε νέο φράγμα. Η έκταση της λίμνης είναι 37.688 στρέμματα. Προστατεύεται από τη σύμβαση Ραμσάρ κι αποτελεί τμήμα του ευρωπαϊκού δικτύου «Φύση 2000». Στην περιοχή συναντάμε πολλά είδη θηλαστικών, όπως το τσακάλι, το λύκο, την αγριόγατα, τη βίδρα, τη νυφίτσα, το ζαρκάδι, το λαγό, το αγριογούρουνο. Υπάρχουν 10 είδη αμφίβιων και περίπου 20 είδη ερπετών. Η ιχθυοπανίδα είναι επίσης πλούσια αφού υπάρχουν 30 είδη ψαριών με κυριότερα τα χέλια. Στη γύρω περιοχή έχουν καταγραφεί περίπου 300 είδη πουλιών. Η Λαγγόνα και ο Αργυροπελεκάνος που ζουν εκεί είναι μοναδικά στον κόσμο είδη, και απειλούνται με εξαφάνιση. Υπάρχουν και πολλά σπάνια αρπακτικά όπως ο χρυσαετός, ο βασιλαετός, ο πετρίτης, ενώ η περιοχή αποτελεί πεδίο έρευνας σχετικά με τους υγρότοπους και τη διαχείριση τους. Στη λίμνη ζει και ο πιο μεγάλος πληθυσμός βουβαλιών στην Ελλάδα (πάνω από 500). Τα τελευταία χρόνια η Κερκίνη γνωρίζει μεγάλη τουριστική ανάπτυξη. Η λίμνη και η γύρω περιοχή προσφέρεται για περιβαλλοντική εκπαίδευση και αποτελεί ιδανικό μέρος για την ανάπτυξη του οικοτουρισμού.
Καστρακίου («φωτίζει» τα Επτάνησα)
Τεχνητή λίμνη κοντά στα χωριά Καστράκι και Μπαμπαλιό της Αιτωλοακαρνανίας, πάνω στην κοίτη του ποταμού Αχελώου, στην περιοχή συμβολής του με τον παραπόταμο Ίναχο. Υδροηλεκτρικό έργο της δεκαετίας του 1960, που φωτίζει μέχρι την Κεφαλονιά, τη Ζάκυνθο και τη Λευκάδα. Μετέτρεψε την άγονη περιοχή σε γόνιμη, ποτίζοντας 120.000 στρέμματα γης, αλλά και τον πληθυσμό της πόλης του Αγρινίου. Σχεδό ενώνεται με τη λίμνη Στράτου. Η έκταση της επιφάνειας της λίμνης που έχει δημιουργηθεί είναι 26.800 στρέμματα και περιέχει 1.000.000 κυβικά μέτρα νερό, που σκέπασαν σχεδόν όλο τον τόπο. Απ’ τα χωριά Μαλατέικα και Μπαμπαλιό, όλοι οι κάτοικοι υποχρεώθηκαν σε αναγκαστική μετανάστευση, μικρό όμως τμήμα απ’ αυτούς ανασυγκρότησε οικισμούς σε παραλίμνιες περιοχές. Η λίμνη δημιουργήθηκε από ένα δεύτερο φράγμα στον Αχελώο ποταμό, με ύψος 95 μέτρα, μήκος 530 μέτρα και πλάτος στη βάση 380 μέτρα. Εκεί υπάρχει υδροηλεκτρικός σταθμός της ΔΕΗ που εξοικονομεί σημαντική ενέργεια από πετρέλαιο και τη μόλυνση από αυτό του περιβάλλοντος.
Ταυρωπού (η βασίλισσα)
Η τεχνητή λίμνη Πλαστήρα βρίσκεται στο οροπέδιο της Νεβρόπολης στο νομό Καρδίτσας, και το επίσημό της όνομα είναι λίμνη Ταυρωπού. Σχηματίστηκε το 1959 με την ολοκλήρωση του φράγματος στον ποταμό Ταυρωπό ή Μέγδοβα, και η ιδέα για την κατασκευή της αποδόθηκε στον στρατιωτικό και πολιτικό Νικόλαο Πλαστήρα. Όταν το 1935 επισκέφθηκε τη γενέτειρά του, όπου είχαν σημειωθεί καταστροφικές πλημμύρες στη περιοχή και τη Μακεδονία από συνεχείς βροχοπτώσεις, βλέποντας τον χώρο φέρεται να είπε: «εδώ μια μέρα θα γίνει λίμνη», απ’ όπου και το πιο γνωστό της όνομα. Η χρηματοδότησή της έγινε από χρήματα που χρωστούσε η Ιταλία στην Ελλάδα και την κατασκευή ανέλαβε γαλλική εταιρεία. Περιέχει 400 εκατ. κυβικά μέτρα νερού, έχει μέγιστο μήκος 12 χλμ., μέγιστο πλάτος 4 χλμ., συνολική επιφάνεια 22.000 στρέμματα, ενώ το μέγιστο βάθος της είναι περίπου 60 μέτρα και το ανώτατο υψόμετρο της 750 μ. Το νερό της χρησιμοποιείται για ηλεκτροπαραγωγή και άρδευση, καθώς κοντά στο χωριό Μητρόπολη βρίσκεται και υδροηλεκτρικό εργοστάσιο ισχύος 400 MW. Τα τελευταία χρόνια έχει αξιοποιηθεί τουριστικά με αρκετές δραστηριότητες, πάνω και γύρω από τη λίμνη.
Μόρνου (η διάσημη)
Είναι τεχνητή λίμνη που κατασκευάστηκε για να καλυφθούν οι ανάγκες για την ύδρευση της Αθήνας. Δημιουργήθηκε το 1979 με κατασκευή φράγματος στον ποταμό Μόρνο. Η συνολική επιφάνεια της λίμνης, που αντιστοιχεί στη μέση στάθμη της, είναι περίπου 15.500 στρέμματα και είναι η 9η μεγαλύτερη τεχνητή λίμνη της Ελλάδας. Βρίσκεται στο κέντρο του νομού Φωκίδας και καλύπτει με τα νερά της ένα λεκανοπέδιο δυτικά από το Λιδωρίκι, που υπήρχε ανάμεσα στα βουνά Γκιώνα και Βαρδούσια. Συγκεντρώνει νερό όχι μόνον από τον Μόρνο και τους παραποτάμους του, αλλά και από τη λίμνη του Εύηνου, μέσω μίας σήραγγας που κατασκευάστηκε για τον σκοπό αυτό. Τα έργα για τη δημιουργία της λίμνης έγιναν στο διάστημα 1972-1979 και η λίμνη άρχισε να χρησιμοποιείται το 1981. Για τη δημιουργία της κατασκευάστηκε φράγμα ύψους 125 μέτρων (το 7ο πιο ψηλό της Ελλάδας), με συνολικό όγκο 17 εκατ. κυβικά μέτρα και εκκενώθηκε το χωριό Κάλλιο, που μεταφέρθηκε σε άλλη θέση πάνω από τις όχθες της λίμνης. Σε περιόδους ξηρασίας, όταν η στάθμη της λίμνης κατεβαίνει, αποκαλύπτονται τα σπίτια του παλιού οικισμού. Το υδραγωγείο του Μόρνου που μεταφέρει το νερό της λίμνης στην Αττική, είναι ένα από τα πιο μεγάλα της Ευρώπης με συνολικό μήκος 188 χλμ. Στη διαδρομή του κατασκευάστηκαν 15 σήραγγες συνολικού μήκους 71 χλμ.
Σμοκόβου (η νεότερη)
Τεχνητή λίμνη της Θεσσαλίας, στις πλαγιές των Αγράφων. Βρίσκεται στα όρια των δήμων Μενελαΐδας και Ταμασίου. Πήρε το όνομά της από τα διπλανά γραφικά ιαματικά λουτρά που βρίσκονται σ’ έναν παράδεισο φύσης. Εγκαινιάστηκε το 2002 και έχει έκταση περίπου 8.500 στρεμμάτων. Η λίμνη κατασκευάστηκε για να αρδεύει το ΝΔ τμήμα του κάμπου της Καρδίτσας, καθώς και ένα τμήμα των οροπεδίων της Ομβριακής και του Δομοκού, του νομού Φθιώτιδας. Υπάρχει κι υδροηλεκτρική εγκατάσταση. Το φράγμα της λίμνης κατασκευάστηκε μεταξύ 1981 και 1994 και έφτασε σε ύψος τα 104 μέτρα, 450 μέτρα μήκος και 11 μέτρα πλάτος στην κορυφή του.
Στράτου (η λίμνη του σκιέρ)
Είναι τεχνητή λίμνη που δημιουργήθηκε με φράγμα στον ποταμό Αχελώο, με συνολική έκταση 8.400 στρεμμάτων. Ο ταμιευτήρας του μικρού αρδευτικού φράγματος, κάτω από το φράγμα Στράτου, έχει παραχωρηθεί στην Ελληνική Ομοσπονδία Θαλάσσιου Σκι και λειτουργούν σήμερα εγκαταστάσεις του Εθνικού Κέντρου Θαλασσίου Σκι. Η παρόχθια βλάστηση, η εναλλαγή χρωμάτων, ο πλούτος του οικοσυστήματος μετέτρεψαν τον τόπο, από έργο ενέργειας και άρδρευσης, σ' έναν από τους πλουσιότερους υδροβιότοπους. Βορειότερα βρίσκεται το χωριό Ματσούκι.
Μαραθώνα (η παλιά)
Η λίμνη δημιουργήθηκε για την ύδρευση της Αθήνας, από την ανέγερση του φράγματος του Μαραθώνα, σε μικρή απόσταση από τον Μαραθώνα Αττικής. Η κατασκευή του φράγματος διήρκεσε από το 1926 μέχρι το 1929. Η λίμνη ήταν το κυριότερο απόθεμα νερού για την ύδρευση της Αθήνας από το 1931 (οπότε άρχισε να δίνει νερό) μέχρι το 1959. Το 1959 άρχισε να λειτουργεί σύνδεση παροχής από τη λίμνη Υλίκη, ενώ από το 1981 το περισσότερο νερό για την ύδρευση της Αθήνας προέρχεται από την τεχνητή λίμνη του Μόρνου. Σήμερα πλέον όλο το νερό της λίμνης δε θα επαρκούσε παρά μόνο για λίγες ημέρες υδροδότησης της πόλης. Η επιφάνεια της λίμνης, που αντιστοιχεί στη μέση στάθμη της, είναι περίπου 1.027 στρέμματα και το μέγιστο βάθος της είναι 54 μέτρα. Η λίμνη συγκεντρώνει νερά από μία περιοχή με έκταση 118 τετρ. χιλιομέτρων. Η κορυφή του φράγματος βρίσκεται σε ύψος 227 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και η βάση του σε ύψος 173 μέτρα. Ο υπερχειλιστής, όμως, βρίσκεται σε ύψος 223 μέτρων και αυτό είναι το μέγιστο ύψος της επιφάνειας της λίμνης πάνω από το επίπεδο της θάλασσας.
Δόξα (το «μπιζού»)
Είναι μικρή τεχνητή λίμνη και βρίσκεται σε υψόμετρο 1.100 μέτρων, στην ορεινή Κορινθία. Αλλάζοντας τα χρώματά της ανάλογα με τις εποχές, κρύβει μια εκπληκτική θέα. Αγκαλιασμένη από ορεινούς όγκους και δάσος, είναι ιδανική για ένα περίπατο γύρω από την περίμετρό της, και από το Φενεό προς το εκκλησάκι του Αγίου Φανουρίου.Η κατασκευή της ολοκληρώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990, και στηρίχτηκε στον χείμαρρο Δόξα που περνούσε από την περιοχή. Στο κέντρο της λίμνης το εκκλησάκι του Αγίου Φανουρίου δημιουργεί ένα ρομαντικό θέαμα. Παλιότερα βρισκόταν στη θέση του η Μονή Αγίου Γεωργίου, αλλά λόγω των πλημμυρών μεταφέρθηκε σε μικρή απόσταση από την αρχική της θέση, σε διπλανό ύψωμα, και είναι επισκέψιμη.

Και άλλα μεγάλα ποτάμια της Ελλάδας

Σπερχειός
Είναι ποταμός της Στερεάς Ελλάδας, που παλαιότερα λεγόταν Αλαμάνα, ονομασία γνωστή από την ομώνυμη μάχη. Έχει μήκος 82 χιλιόμετρα. Πηγάζει από το βουνό Τυμφρηστός (Βελούχι) της Ευρυτανίας και προχωρώντας ανατολικά μπαίνει στη Φθιώτιδα, διασχίζει την ομώνυμη κοιλάδα, ανάμεσα στην Οίτη και στην Όθρυ, και χύνεται στον Μαλιακό κόλπο. Οι προσχώσεις του, που μετέθεσαν τον μυχό του Μαλιακού πάνω από 8 χιλιόμετρα προς τα ανατολικά, εξαφάνισαν τα στενά των Θερμοπυλών με τη στρατηγική τους σημασία, και σε χίλια χρόνια θα εξαφανίσουν και όλο τον Μαλιακό Κόλπο. Το 995 ο Νικηφόρος Ουρανός νίκησε κοντά στον ποταμό αυτόν τους Βούλγαρους. Στην Επανάσταση του 1821 δόθηκε στην περιοχή της γέφυρας, πριν από τις εκβολές του, η Μάχη της Αλαμάνας, όπου και αιχμαλωτίσθηκε ο Αθανάσιος Διάκος. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, αυτός ήταν το πρώτο σύνορο του Ελληνικού Βασιλείου. Το 1941 ο Σπερχειός αποτέλεσε τη 2η συμμαχική αμυντική γραμμή στην κάθοδο των Γερμανών. Το όνομα του το έλαβε από το ρήμα σπέρχω-ομαι που σημαίνει κινούμαι με ορμή και γι’ αυτό ονομάσθηκε και η κωμόπολη Σπερχειάδα.

Λούρος
Είναι ποταμός της Ηπείρου με συνολικό μήκος 80 χλμ. Πηγάζει από το όρος Τόμαρος, διασχίζει μία στενή χαράδρα κατηφορίζοντας προς το νομό Πρέβεζας, περνάει από τα χωριά Βούλιστα, Παναγιά, Κλεισούρα, και μετά το χωριό Κερασώνα τα νερά του εγκλωβίζονται από το τεχνητό υδροηλεκτρικό φράγμα Λούρου, ύψους 25 μέτρων και πλάτους 70 μέτρων. Ένα τμήμα των νερών του, διοχετεύεται με σήραγγα ανατολικά μέσα από λόφο, και ξαναπέφτει στο κεντρικό τμήμα του ποταμού, λίγο πριν το χωριό Άγιος Γεώργιος. Ο Λούρος εκβάλλει στον Αμβρακικό κόλπο, όπου σχηματίζεται το Δέλτα Λούρου, που αποτελεί σημαντικό οικοσύστημα.

Εύηνος
Είναι ποταμός της Αιτωλοακαρνανίας. Το όνομά του το οφείλει στο βασιλιά Εύηνο, που πνίγηκε στα νερά του κυνηγώντας τον Ίδο, που του είχε αρπάξει την κόρη του, την πριγκίπισσα Μάρπησσα. Είναι γνωστός και με το όνομα Φιδάρης λόγω των διακλαδώσεων που σχηματίζει κατά τη διαδρομή του. Πηγάζει από τα βουνά Κόρακας και Τσεκούρι, κοντά στην Αρτοτίβα και χύνεται στον Πατραϊκό Κόλπο, κοντά στο χωριό Κρυονέρι, ανατολικά από τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου. Εκεί βρίσκεται και το χωριό Ευηνοχώρι στο οποίο έχει δώσει το όνομά του. Στον Εύηνο σώζονται ακόμα αρκετά παλιά πέτρινα γεφύρια, όπως της Αρτοτίβας (το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι της δυτικής Ελλάδας), της Δορβιτσάς, του Πόριαρη, της Κλεπάς, της Μελίγκοβας κ.α. Έχει συνολικό μήκος περίπου 80 χλμ. Από τις αρχές του 21ου αιώνα ποσότητες νερού από τον Εύηνο μεταφέρονται στον ποταμό Μόρνο με αγωγό για την υδροδότηση της Αθήνας. Ο Εύηνος είναι ιδανικός για αθλητικές δραστηριότητες όπως το κανόε-καγιάκ και το ράφτινγκ. Στην περιοχή της γέφυρας του Μπανιά έχουν δημιουργηθεί σύγχρονες εγκαταστάσεις, οι πιο ολοκληρωμένες στην Ελλάδα μετά τις αντίστοιχες ολυμπιακές της Αθήνας. Οι επισκέπτες της περιοχής του Ευήνου ασχολούνται επίσης με την πεζοπορία, την ορειβασία, το ποδήλατο βουνού και την ιππασία.

Αξιός
Γνωστός κι ως Βαρδάρης είναι ο μεγαλύτερος ποταμός που διασχίζει τη Μακεδονία και ο δεύτερος μεγαλύτερος των Βαλκανίων (μετά τον Έβρο), με μήκος 380 χλμ., από τα οποία μόνο τα 76 είναι σε ελληνικό έδαφος. Το πλάτος του κυμαίνεται από 50-600 μ. και το βάθος του φτάνει τα 4 μ. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος (Σερβοαλβανικά σύνορα), διασχίζει τη κοιλάδα των Σκοπίων, μπαίνει στην Ελλάδα και χύνεται στο Θερμαϊκό κόλπο. Η κοιλάδα του, μαζί με αυτή του Στρυμόνα, είναι οι κύριες διαβάσεις από βορρά προς την Ελλάδα, απ’ όπου πέρασαν όλοι οι λαοί που μετανάστευαν στα νότια των Βαλκανίων. Το Δέλτα του κατά την αρχαιότητα ήταν 10 χλμ. πιο ΒΑ από το σημερινό. Έως τον 5ο αιώνα η σημερινή πεδιάδα της Θεσσαλονίκης καλυπτόταν από θάλασσα και η Πέλλα ήταν παραθαλάσσια, στο μυχό του αρχαίου Θερμαϊκού κόλπου. Αποτέλεσε θέατρο σημαντικών μαχών κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, με σημαντικότερη τη Μάχη του Αξιού (Μάιος του 1917). Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Άξιος ή Αξειός και Ναξειός. Η λέξη Αξιός έχει μακεδονική ρίζα από το αξός που σημαίνει δάσος ή ύλη και πραγματικά οι όχθες του Αξιού είναι δασώδεις. Το όνομα Βαρδάρης είναι μεσαιωνικό και προέρχεται από τη φυλή των Βαρδάρων, που μετά από επιδρομές, τον 7ο αιώνα, συνθηκολόγησε με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου και εγκαταστάθηκε στην κοιλάδα του Αξιού, καλλιεργώντας εδάφη που της παραχωρήθηκαν. Οι Βαρδάροι αφομοιώθηκαν γρήγορα από τους ντόπιους ελληνικούς πληθυσμούς και εξαφανίστηκαν από την ιστορία. Το όνομα Βαρδάρης για τον Αξιό όμως, έμεινε ως και σήμερα. Το σημερινό Δέλτα του ποταμού έχει έκταση 22.000 στρ. Στην ευρύτερη περιοχή εκβάλλουν και οι ποταμοί Λουδίας, Αλιάκμονας και Γαλλικός και μαζί με τις αλυκές Κίτρους δημιουργούν έναν υδροβιότοπο μεγάλης έκτασης και σημασίας, που προστατεύεται από τις συνθήκες Ράμσαρ και Βέρνης. Στην περιοχή υπάρχουν σημαντικοί πληθυσμοί υδρόβιων πτηνών όπως ερωδιοί, χαλκόκοτες, νεροχελίδονα, γαλιάντρες κ.α. Μαζί με τα είδη που καταφθάνουν την εποχή της μετανάστευσης ξεπερνάνε τα 200. Μεταξύ των ειδών αυτών υπάρχουν και αρπακτικά όπως ο θαλασσαετός, ενώ ορισμένες φορές παρατηρούνται και διάφορα σπάνια για την περιοχή είδη. Οι όχθες του ποταμού περιβάλλονται από δάση με λεύκες, οξιές και πλατάνια. Τα δάση του Αξιού φιλοξενούν λύκους, τσακάλια, αγριόγατες, βίδρες κ.α. Ο υδροβιότοπος αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα επιβίωσης από τα βιομηχανικά και αστικά απόβλητα, τα λιπάσματα, την αμμοληψία, τη λαθροθηρία και την υπεράντληση των υδάτων για άρδευση.

Ταυρωπός
Ο ποταμός, γνωστός και ως Μέγδοβας, διαρρέει τους νομούς Καρδίτσας και Ευρυτανίας. Πηγάζει από τα βουνά στο δυτικό τμήμα του νομού Καρδίτσας και έχει μήκος 78 περίπου χλμ. Κατά τη δεκαετία του 1950 η ροή του διεκόπη με την κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος και τη δημιουργία της λίμνης Πλαστήρα, που παρέχει ηλεκτροδότηση, ύδρευση και άρδευση στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας. Στη συνέχεια ο ποταμός περνάει στην Ευρυτανία και κατά μήκος της κοιλάδας του υπάρχουν λίγες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, πευκοδάση και δάση με έλατα. Από το 1967 ο ποταμός χύνεται στη λίμνη Κρεμαστών, ενώ πριν από τη δημιουργία της ενωνόταν με τον ποταμό Αχελώο.

Αώος
Είναι ποταμός της Ηπείρου με συνολικό μήκος 260 χλμ. Απ’ αυτά, τα 70 χλμ. βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος και τα υπόλοιπα 190 σε αλβανικό. Πηγάζει από τη βόρεια Πίνδο και αρχικά διαρρέει μία χαράδρα ανάμεσα στα βουνά Τύμφη και Σμόλικα. ΝΔ της Κόνιτσας εισέρχεται στην Αλβανία και εκβάλλει στην Αδριατική θάλασσα. Στις πηγές του Αώου, που βρίσκονται σε υψόμετρο 1.340 μέτρων, έχει κατασκευαστεί τεχνητή λίμνη. Λόγω της ομορφιάς του τοπίου γύρω από την λίμνη, η περιοχή των πηγών (Εθνικός δρυμός Βίκου-Αώου), αναπτύσσεται τουριστικά με γοργούς ρυθμούς. Οι σημαντικότεροι παραπόταμοί του είναι ο Σαραντάπορος και ο Βοϊδομάτης. Ο πρώτος πηγάζει από τον Γράμμο και ο δεύτερος από την Τύμφη και ενώνονται με τον Αώο κοντά στην Κόνιτσα. Ο Αώος διαρρέει μεγάλο μέρος του Εθνικού δρυμού Βίκου-Αώου. Στο τμήμα αυτό σχηματίζει χαράδρα ανάμεσα στις βόρειες πλαγιές της Τύμφης και τις νότιες απολήξεις του Σμόλικα. Το μήκος της είναι συνολικά 8 χιλιόμετρα και το πλάτος της κυμαίνεται από 300 μέτρα ως 2,5 χιλιόμετρα. Η βλάστηση στο τμήμα αυτό είναι ιδιαίτερα πλούσια. Στο εσωτερικό της χαράδρας είναι χτισμένη η Μονή Στομίου, ενώ στην έξοδο της βρίσκεται το μεγάλο μονότοξο γεφύρι της Κόνιτσας, χτισμένο το 1870.

Μόρνος
Είναι ποταμός της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας. Στην αρχαιότητα λεγόταν Δαφνούς ή Ύλαιθος. Πηγάζει από τις νότιες πλαγιές της Οίτης και καθώς κατεβαίνει στα νότια αποχετεύει τη λεκάνη που βρίσκεται ανάμεσα στα Βαρδούσια, την Οίτη, την Γκιώνα και το Λιδορίκι. Καθορίζει τα όρια των επαρχιών Δωρίδας και Ναυπακτίας και χύνεται στα όρια Κορινθιακού και Πατραϊκού κόλπου δυτικά της Ναυπάκτου. Έχει μήκος 70 χιλιόμετρα περίπου και λεκάνη απορροής με επιφάνεια 1180 τετρ. χιλιόμετρα. Για να καλυφθούν οι ανάγκες ύδρευσης της Αθήνας, έγινε ένα φράγμα και μια τεχνητή λίμνη. Οι εργασίες για την κατασκευή του φράγματος και της λίμνης ξεκίνησαν το 1969 και τέλειωσαν το 1981. Με ύψος 126 μ. είναι από τα πιο ψηλά της Ευρώπης και η λίμνη που δημιουργήθηκε έχει χωρητικότητα 780 εκατ. κυβικά μέτρα. Το νερό της μεταφέρεται στην Αθήνα μέσω του υδραγωγείου του Μόρνου και ενός καναλιού ελεύθερης ροής μήκους 192 χλμ. που διασχίζει τους νομούς Φωκίδας, Βοιωτίας και Αττικής. Στη λίμνη του Μόρνου καταλήγει και το νερό της λίμνης του Εύηνου, μέσω μιας ενωτικής σήραγγας. Αδιαπέραστα δάση από έλατα, εντυπωσιακές κορυφογραμμές, οικισμοί που παραμένουν ανέγγιχτοι από τη σύγχρονη καθημερινότητα και καταπράσινα βουνά που σμίγουν με το γαλάζιο της λίμνης, συνθέτουν ένα ενδιαφέρον τοπίο. Οι εικόνες της λίμνης, που μοιάζει να πολιορκείται από τα βουνά της Ρούμελης, είναι μαγευτικές, η εναλλαγή του τοπίου καθηλώνει. Είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που η παρέμβαση του ανθρώπου στη φύση δεν κατέστρεψε, αλλά δημιούργησε ένα νέο οικοσύστημα, σφριγηλό, πολύχρωμο και γοητευτικό.

Άρδας
Είναι παραπόταμος του Έβρου και στην αρχαιότητα, ονομαζόταν Άρπησσος. Το συνολικό μήκος του είναι 290 χλμ., από τα οποία τα 241 βρίσκονται στη Βουλγαρία και τα 49 στην Ελλάδα. Πηγάζει από τη βουλγαρική πλευρά των βουνών της Κούλας, και μπαίνει στο ελληνικό έδαφος δίπλα από το χωριό Μηλέα. Στην επαρχία Ορεστιάδας, χύνεται στον ποταμό Έβρο, στην περιοχή του χωριού Καστανιές, κοντά στην Αδριανούπολη. Κατά μήκος της πορείας του έχουν αναπτυχθεί διάφορα μικρά και μεγάλα χωριά μέσα στη λεκάνη του ποταμού. Ο ποταμός αποτελεί σημαντικό οικοσύστημα για την περιοχή και το δάσος κατά μήκος της κοίτης του, είναι ένας βιότοπος εξαιρετικής σημασίας σε εθνικό επίπεδο. Μια μεγάλη ποικιλία από δένδρα, φτελιές, κισσούς, πλατάνια, αγριοτριανταφυλλιές κ.α., σπάνια είδη πουλιών όπως ερωδιοί, δρυοκολάπτες, κύκνοι, βουτηχτάρια και αγριόπαπιες συνθέτουν τη χλωρίδα και την πανίδα του. Η περιοχή χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη φυσικό ομορφιά, με κυρίαρχο στοιχείο το νερό και προσφέρεται για αναψυχή κι αθλητικές δραστηριοτήτες. Όλη η περιοχή εντάσσεται στο πρόγραμμα natura 2000.

Αχέροντας
Είναι ποταμός της Ηπείρου και διασχίζει τους νομούς Ιωαννίνων, Θεσπρωτίας και Πρέβεζας. Οι πηγές του Αχέροντα είναι πολλές. Άλλες προέρχονται από τα χιόνια του όρους Τόμαρος στο νομό Ιωαννίνων και άλλες από τα όρη Σουλίου και Παραμυθιάς Θεσπρωτίας. Σημαντικές πηγές είναι και αυτές του χωριού Βουβοπόταμος κοντά στη Γλυκή. Εκβάλλει στο Ιόνιο πέλαγος, στο χωριό Αμμουδιά του νομού Πρέβεζας, όπου σχηματίζει Δέλτα. Ο Αχέροντας λόγω της παράδοσης και της περιβαλλοντικής αξίας προσελκύει πλήθος επισκεπτών από τις πηγές έως και τις εκβολές του. Το μήκος του φτάνει τα 52 χιλιόμετρα. Εναλλακτικά ήταν γνωστός και ως Μαυροπόταμος (αποδίδεται στο Δία που μαύρισε τα νερά του), Φαναριώτικος (από το φανάρι που ήταν στις εκβολές του, για να καθοδηγεί τους επισκέπτες στο Νεκρομαντείο) ή Καμαριώτικο ποτάμι. Το όνομα Αχέρων προέρχεται από τη λέξη «άχος» που σημαίνει θλίψη αναφερόμενη στη θλίψη του θανάτου. Αχέρων είναι ο ποταμός χωρίς χαρά, ο ποταμός της θλίψης Κάποιοι άλλοι λένε ότι προέρχεται από την αρχαία λέξη «αχός» (ήχος, βουή, αχώ = εκπέμπω ήχο) και το ρήμα «ρέω», άρα ο ποταμός με τη δυνατή ροή. Στην αρχαιότητα πίστευαν ότι ήταν ο ποταμός εκείνος, τον διάπλου του οποίου έκανε, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία ο ψυχοπομπός Ερμής παραδίδοντας τις ψυχές των νεκρών στον Χάροντα, τον βαρκάρη που τις κουβαλούσε στο βασίλειο του Άδη και έπαιρνε τον οβολό που έβαζαν στα χείλη του νεκρού οι συγγενείς. Η πανίδα του αποτελείται από άφθονα ψάρια, χέλια, καβούρια, βατράχια, πεταλούδες και λίγα ακίνδυνα νερόφιδα. Σπάνια συναντά κανείς βίδρες που τρέφονται με πέστροφες. Στο τελευταίο τμήμα του («Δάσος της Περσεφόνης») χαρακτηριστικές είναι οι κρεμασμένες από τις ιτιές αηδονοφωλιές. Στις βραχώδεις πλαγιές των στενών του φωλιάζουν πολλά είδη αρπακτικών πουλιών, όπως γερακίνες, ξεφτέρια, βραχοκιρκίνεζα, ασπροπάρηδες και φιδαετοί. Στην ευρύτερη περιοχή συχνά συναντώνται όρνια, πετρίτες, σπιζαετοί και χρυσαετοί. Μεγάλα θηλαστικά, όπως λύκοι και αγριογούρουνα, αναζητούν τροφή και καταφύγιο στις δασωμένες πλαγιές του φαραγγιού, ενώ άλλα θηλαστικά της περιοχής των στενών είναι η αλεπού, ο ασβός, το κουνάβι, η νυφίτσα, η αγριόγατα, ο δασοποντικός κ.ά. Στα νερά του αναπαράγονται πάνω από 9 είδη ψαριών, ένα από τα οποία είναι ο αχερωνογοβιός, ενδημικό είδος του Αχέροντα. Τη χλωρίδα συνθέτουν ασφάκες, σπάρτα, λαδανιές, φτέρες, πλατάνια, ιτιές, αριές και άλλα 180 είδη φυτών και δένδρων. Ανάμεσά τους και πολλά σπάνια, όπως η μόλτκια η πετρώδης, η σκαβιόζα η ηπειρωτική, η σκουτελλάρια η λειμώνιος και αρκετά είδη που φύονται αποκλειστικά στην Ελλάδα, όπως τα Cerastium brachypelatum ssp. pindigenum και Crepis hellenica ssp. hellenica. Στον Αχέροντα υπάρχουν διάφορες δραστηριότητες όπως το κανό, το καγιάκ και το ράφτινγκ ενώ υπάρχει η δυνατότητα διάσχισης του ποταμού μέχρι τις εκβολές του. Επίσης με κατάλληλο εξοπλισμό πραγματοποιείται και διάσχιση του φαραγγιού του Αχέροντα.

Σαραντάπορος
Είναι ποταμός της Ηπείρου και Μακεδονίας με συνολικό μήκος 50 χλμ. Πηγάζει από το όρος Μαύρη Πέτρα, σε υψόμετρο 1500 μέτρων, της οροσειράς του Γράμμου και ενώνεται με τον ποταμό Αώο κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Από εκεί μπαίνει στην Αλβανία και εκβάλλει στην Αδριατική θάλασσα. Ο Σαραντάπορος συγκεντρώνει τα νερά των ρεμάτων που χύνονται προς τη νότια πλευρά του Γράμμου και τη δυτική πλευρά του Σμόλικα, μεταξύ των οποίων και αυτό του Βουρκοπόταμου που κατεβαίνει από το χωριό Κεράσοβο και ακολουθεί μια διαδρομή ανάμεσα στον Γράμμο, τον Βόιο και τον Σμόλικα. Ένα από τα αξιοθέατα κατά μήκος του ποταμού είναι το δίτοξο πέτρινο γεφύρι μεταξύ των χωριών Δροσοπηγή και Πλαγιά, που κατασκευάστηκε το 1747.