12 Οκτ 2009

Ποντιακός Ελληνισμός


ΠόντοςΠόντος ονομάζεται μια ιστορική περιοχή της Μικράς Ασίας, στα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου (Μαύρης Θάλασσας), στο σημερινό Βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Βόρεια βρεχόταν από τον Εύξεινο Πόντο (απ’ όπου πήρε και το όνομά της), ενώ στα Ανατολικά οριζόταν από την Κολχίδα, στα Δυτικά από την Παφλαγονία και στα Νότια από την Καππαδοκία.
Ο Πόντος αναφέρεται με αυτήν την ονομασία κατά τους ελληνιστικούς χρονους, οπότε απέκτησε και σημαντική αυτόνομη ιστορία. Προηγουμένως αποτελούσε μέρος της Καππαδοκίας και ονομαζόταν Καππαδοκία η προς Πόντω. Ο Πόντος, όμως, ήταν μάλλον πολιτική παρά γεωγραφική έκφραση. Έτσι ονομάστηκε το βασίλειο που έγινε γνωστό με τον Μιθριδάτη ΣΤ' τον Ευπάτορα (120-68 π.Χ.), και από τότε Πόντος ονομάστηκε η παραλιακή χώρα προς τον Εύξεινο Πόντο, ανάμεσα στην Παφλαγονία και την Κολχίδα. Το δυτικό τμήμα του το έλαβε ο ηγεμόνας της Γαλατίας Δηιόταρος από το γνωστό Ρωμαίο πολιτικό και στρατιωτικό ηγέτη Πομπήιο (63 ή 62 π.Χ.) και ονομάστηκε Πόντος Γαλατικός, ενώ το τμήμα από τον ποταμό Ίρι (Γιεσίλ - Ιρμάκ) έως τη Φαρνακία (τη σημερινή Κερασούντα), το έδωσε ο Ρωμαίος στρατηγός Αντώνιος στον εγγονό του Μιθριδάτη, Πολέμωνα Α', γι’ αυτό ονομάστηκε Πόντος Πολεμωνιακός. Τέλος, το ανατολικό μέρος μέχρι τον ποταμό Ύσσο (Καρά - ντερέ) το κατέλαβε ο Αρχέλαος, ο ηγεμόνας της Καππαδοκίας και ονομάστηκε Πόντος Καππαδοκικός.
Υπό τον Μιθριδάτη τον Ευπάτορα, που ονομάστηκε «Μέγας», το βασίλειο του Πόντου περιλάμβανε όχι μόνο την Ποντική Καππαδοκία, αλλά και ολόκληρη την παραλία από τα σύνορα της Βιθυνίας μέχρι την Κολχίδα, όπως και μέρος της Παφλαγονίας και τη Μικρή λεγόμενη Αρμενία. Όταν ο Πομπήιος κατέστρεψε αυτό το βασίλειο του Πόντου (64 π.Χ.), ένας μέρος του προσαρτήθηκε στο ρωμαϊκό κράτος και ενώθηκε με τη Βιθυνία σε διπλή επαρχία που ονομαζόταν «Πόντος και Βιθυνία». Αυτή περιλάμβανε (κυρίως από το 40 π.Χ.) μόνο την παραλία μεταξύ της Ηράκλειας (Βιθυνίας) ή Ποντοηράκλειας (στα τουρκικά Ερέγλι) και της Αμισσού (Σαμψούντα) κι ονομαζόταν Ποντική περιφέρεια. Μετά από αυτά το απλό όνομα Πόντος το χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι για να υποδηλώσουν το μισό της επαρχίας αυτής. Έτσι χρησιμοποιείται και στην Καινή Διαθήκη.
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα
Χώρα ορεινή, ο Πόντος, διατέμνεται κατά μήκος από την οροσειρά του Παριάνδρου (στα τουρκικά Μπαρχάλ νταγ), που είναι συνέχεια της οροσειράς του Καυκάσου και αποτελεί διαχωριστική γραμμή του Παραλιακού από τον Μεσογειακό Πόντο. Η χώρα διαρρέεται από πολλούς ποταμούς, μικρούς και μεγάλους, όπως ο Άλυς (στα τουρκικά Κιζίλ-ιρμάκ), ο Ίρις (τουρκικά Γεσίλ-ιρμάκ, δηλαδή πράσινος ποταμός), ο Δαφνοπόταμος (τουρκικά Ντεγιρμέν ντερεσί, ο Πυξίτης των αρχαίων Ελλήνων), ο Λύκος (τουρκικά Κελκίτ-ιρμάκ) και οι παραπόταμοί τους, όπως κι άλλοι μικρότεροι ποταμοί, από τους οποίους οι πιο γνωστοί είναι ο Φάσις, ΒΑ παραμεθόριος ποταμός της Μικράς Ασίας προς την Κολχίδα και ο γνωστός από το μύθο των Αμαζόνων ποταμός Θερμώδων (τουρκικά Τέρμε τσάι).
Το κλίμα των παραλίων με την πλουσιότατη βλάστηση είναι υγρό και ομιχλώδες, ενώ αντίθετα των μεσογείων, Νότια του Παριάνδρου, είναι ηπειρωτικό. Τα προϊόντα της χώρας είναι: κρασί, δημητριακά, σιτάρι, κριθάρι, αραβοσίτι, οπωρικά (μήλα, αχλάδια, κεράσια, ροδάκινα, βερίκοκκα, δαμάσκηνα, βύσσινα, λεπτοκάρυα), όσπρια, καπνά, ψάρια, αλίπαστα και κυρίως ξυλεία, λόγω των απέραντων δασών που υπάρχουν στην περιοχή. Αξιόλογος είναι και ο πλούτος του υπεδάφους, που εγκλείει κοιτάσματα άνθρακα, χαλκού, σιδήρου, μαγγανίου και αργύρου. Από τους αρχαίους χρόνους τα μεταλλεία αποτελούσαν τον κυριότερο πλουτοπαραγωγικό πόρο των κατοίκων της περιοχής.
Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν τον Πόντο, χρησιμοποίησαν τους Έλληνες για την εξόρυξη της μεταλλοφόρας γης, γιατί οι ίδιοι δεν είχαν την ειδικότητα αυτή, και έτσι εξηγείται η παροχή προνομίων στους μεταλλουργούς. Ονομαστά ήταν τα ορυχεία αργύρου της Χαλδίας, η οποία από τον 16ο αιώνα και εξής έγινε το καταφύγιο των διωκομένων Χριστιανών. Από όλα τα μέρη του Πόντου κατέφευγαν εκεί για να αποφύγουν τις πιέσεις των Τούρκων. Κέντρο των μεταλλευτικών εργασιών ήταν το σαντζάκιο (διοίκηση) Γκιουμουσχανέ (=οίκος αργύρου, αργυρείο), που και σήμερα ακόμα αποτελεί τον ομώνυμο νομό (βιλαγέτ) της σύγχρονης Τουρκίας. Το Γκιουμουσχανέ (Αργυρούπολη) είναι πόλη βρίσκεται 122 χιλιόμετρα Νότια της Τραπεζούντας.
Από τον 18ο αιώνα, όταν εξαντλούνταν τα μεταλλεία στην περιοχή της Αργυρούπολης, οι κάτοικοι άρχισαν να μεταναστεύουν και να αναζητούν άλλες μεταλλοφόρες περιοχές του Πόντου ή έξω από αυτόν. Έτσι εξελληνίστηκαν όχι μόνο οι παραλιακές περιοχές των Κοτυώρων (Ορντού) και της Σαμψούντας, αλλά και περιφέρειες έξω από τον Πόντο, όπως αυτές του Ικονίου, της Άγκυρας, Ακ-νταγκ-μαντενί, του Μπουλγκάρ-μαντενί, ακόμα και μέχρι το Ντιαρμπεκίρ προς τα Ανατολικά και της Νικομήδειας και της Προύσας προς τα Δυτικά. Τον 19ο αιώνα οι μεταλλουργικές εργασίες του Πόντου παραμελήθηκαν από την τότε τουρκική κυβέρνηση, τα προνόμια των μεταλλουργών καταργήθηκαν και άρχισε ο διωγμός των κρυπτοχριστιανών του Ακ-νταγκ. Τα τελευταία όμως χρόνια η εκμετάλευση των μεταλλείων αναπτύχθηκε σημαντικά και μετά την ανταλλαγή των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών, κατά την οποία όλοι οι Έλληνες του Πόντου κατέφυγαν στην Ελλάδα.
Στον Πόντο ζούσε ο πιο συμπαγής και πιο πυκνός ελληνισμός της Μικράς Ασίας. Υπολογίζεται ότι από τον πληθυσμό των 2.000.000 κατοίκων περίπου του Πόντου (1912-13), οι 450.000 ήταν Έλληνες. Κυριότερα αστικά κέντρα των περιφερειών του παραλιακού Πόντου, από τα Δυτικά προς τα Ανατολικά, με έντονη παρουσία του ελληνικού στοιχείου, ήταν τα εξής: η Σινώπη, η Πάφρα, η Σαμψούντα, η Οινόη, τα Κοτύωρα, η Κερασούντα, η Τρίπολη, η Τραπεζούντα, η Ριζούντα. Στον μεσογειακό Πόντο, η Αμάσια, η Τοκάτη,το Άκνταγ Μαντέν, η Σεβάστεια, η Νεοκαισάρεια, το Σεμπίν Καραχισάρ και η Αργυρούπολη. Σήμερα, μετά από την εξολόθρευση των Αρμενίων και τη φυγή των Ελλήνων στην Ελλάδα, έμεινα μόνον οι Μουσουλμάνοι, που όμως δεν είναι ομοιογενείς (Τούρκοι, Λαζοί, Κιρκάσιοι, Κούρδοι, Τάταροι, Κιζιλμπάρηδες κπλ.). Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι Δυτικά και Ανατολικά της Τραπεζούντας, στις περιοχές Τόνιας (Θοανίας) και Οφ (Όφεως), υπάρχουν μέχρι σήμερα οικισμοί με ελληνικά ονόματα στους οποίους κατοικούν ελληνόφωνοι Τούρκοι που μιλούν πολύ καθαρά την ποντιακή διάλεκτο. Όπως ομολογούν και οι ίδιοι, οι πρόγονοί τους εξισλαμίστηκαν στα τέλη του 17ου αιώνα.
Εκκλησιαστικά, ο Πόντος ανήκε στις εξής 6 μητροπόλεις: Αμάσιας, Κολωνίας και Νικόπολης, Νεοκαισάρειας, Ροδόπολης, Τραπεζούντας, Χαλδίας και Χεριάνων.




Ιστορία
Οι ελληνικές αποικίες

Πολύ νωρίς, και πριν τους ιστορικούς χρόνους ακόμα (Αργοναυτική εκστρατεία στην Κολχίδα), ο μεταλλευτικός πλούτος της περιοχής προσέλκυσε Έλληνες αποίκους τόσο από την κυρίως Ελλάδα, όσο και από τις ελληνικές αποικίες στα παράλια της Μικράς Ασίας. Ο συστηματικός αποικισμός του Πόντου όμως άρχισε από τους Έλληνες τον 8ο αιώνα π.Χ. Οι Μιλήσιοι, από τη Μίλητο της Ιωνίας, ίδρυσαν την πρώτη αποικία στη Σινώπη, στην παραλία της Παφλαγονίας. Ύστερα από δεκαετίες, η Σινώπη αποίκισε στις ανατολικές ακτές του Εύξεινου Πόντου τα Κοτύωρα, την Κερασούντα και την Τραπεζούντα, ενώ η Μίλητος ίδρυσε μια νέα αποικία, την Αμισό (Σαμψούντα). Οι ελληνικές πόλεις του Πόντου αρχικά ήταν ανεξάρτητες. Η καθεμία είχε δικό της πολίτευμα, κατά το πρότυπο της μητρόπολης. Κατά την ακμή της περσικής δυναστείας των Αχαιμενιδών, οι αποικίες αυτές είχαν υποταχθεί τυπικά στην Περσία, διατηρούσαν όμως την εσωτερική τους αυτονομία.




Ο Πόντος επί των Μιθριδρατών και ΡωμαίωνΜέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Έλληνες κατείχαν μόνο τα παράλια. Στους μετέπειτα όμως χρόνους, άρχισαν να εξαπλώνονται στην ενδοχώρα. Οι λαοί που κατοικούσαν εκεί υπέκυψαν στην υπέρτερη δύναμη του ελληνικού στοιχείου κι εξελληνίστηκαν. Κατά την περίοδο των πολέμων μεταξύ των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, ο Μιθριδάτης που καταγόταν από Πέρσες ευγενείς, κατόρθωσε να ιδρύσει βασίλειο στην περιοχή του Πόντου, γι’ αυτό κι ονομάστηκε «Κτίστης» (301 π.Χ.), με αλληλοδιάδοχες πρωτεύουσες στην Αμάσια, τη Σινώπη και την Αμισό. Μετά από αυτόν βασίλευσαν οι ομώνυμοι διάδοχοί του (δυναστεία Μιθριδατών). Το βασίλειο έφτασε σε μεγάλη ακμή κατά την εποχή του Μιθριδάτη ΣΤ' του Ευπάτορα. Το κράτος του Πόντου εκτεινόταν από τη Βιθυνία μέχρι τον Κιμμέριο Βόσπορα (Κερτς) και είχε πληθυσμό κατά μεγάλο μέρος βαρβαρικό, που αποτελείτο από διάφορα φύλα που μιλούσαν 22 γλώσσες. Οι Ρωμαίοι όμως κατέλυσαν το κράτος του, το 65 π.Χ., μετά από μακρούς αγώνες (Μιθριδατικοί πόλεμοι), και κατέστησαν τον Πόντο ρωμαϊκή επαρχία, από την οποία παραχώρησαν μερικά τμήματα σε ντόπιους ηγεμόνες. Σιγά-σιγά όμως όλα τα τμήματα του Πόντου προσαρτήθηκαν στο ρωμαϊκό κράτος, και αποτέλεσαν μέρος της Γαλατίας.
Οι Ρωμαίοι σεβάστηκαν την αυτονομία των ελληνικών πόλεων, και ο χριστιανισμός που απλώθηκε γρήγορα στον Πόντο, με τη βοήθεια των ελληνικών γραμμάτων, συνέβαλε στον πλήρη εξελληνισμό των διαφόρων λαών που κατοικούσαν στο εσωτερικό της χώρας. Διοικητής της όλης επαρχίας, κατά την εποχή εκείνη ήταν ο διάσημος Ρωμαίος συγγραφέας και πολιτικός Πλίνιος ο Νεώτερος.




Βυζαντινή περίοδοςΣτη βυζαντινή εποχή, κατά τη διοικητική διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (8ος αιώνας), ο Πόντος υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες επαρχίες του ανατολικού τμήματος του κράτους, με πρωτεύουσα τη Νεοκαισάρεια (εκεί γεννήθηκε ο Μέγας Βασίλειος). Άλλη σπουδαία πόλη ήταν η Ευδοκιάς (Τοκάτη). Ο Πόντος αποτελείτο από τα θέματα της Κολωνίας με έδρα τη Νικόπολη, του Αρμενιακού που περιλάμβανε μέρος του Πόντου και της Μικρής Αρμενίας, όπως και της Χαλδίας, με έδρα την Τραπεζούντα, που επί Ιουστινιανού είχε οριστεί πρωτεύουσα του Πόντου. Αυτή, κατά τους μετέπειτα πολέμους του Βυζαντίου κατά των Περσών, ήταν η βάση των πολεμικών επιχειρήσεων. Πιο ανατολικά από αυτήν, η Ροιζούς (σήμερα τουρκικά Ριζέ), ήταν ο δεύτερος σταθμός εξόρμησης, που είχε οχυρωθεί με όλους τους κανόνες της πολεμικής τέχνης. Ως ο κύριος λαός της περιοχής εμφανίζονται οι Λαζοί, που ανήκουν στη λεγόμενη ιβηρική ομοφυλία του Καυκάσου. Οι Λαζοί ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό επί Ιουστινιανού (6ο αιών). Λόγω της σπουδαιότητας των περιοχών του Πόντου, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες παραχώρησαν σ’ αυτές μεγάλη διοικητική αυτονομία. Οι διοικητές του έφεραν τον τίτλο του Δούκα.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, το 1204, όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διαμελιζόταν, ο Αλέξιος Α' ο Μέγας Κομνηνός κατέλαβε με λίγους οπαδούς του την Τραπεζούντα. Ο λαός, βλέποντας τις πολιτικές μεταβολές που δημιουργήθηκαν σε ολόκληρη την αυτοκρατορία και επειδή φοβήθηκε νέους κινδύνους, χαιρέτησε τον Αλέξιο ως νόμιμο κληρονόμο του βυζαντινού κράτους. Έτσι ιδρύθηκε η «αυτοκρατορία» της Τραπεζούντας. Αυτό το τελευταίο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, που επέζησε 257 χρόνια, καταλύθηκε το 1461 από τον Μωάμεθ τον Πορθητή.




Ο Πόντος επί Τουρκοκρατίας
Πρώτο αποτέλεσμα της άλωσης της Τραπεζούντας και της κατάκτησης του Πόντου από τους Τούρκους ήταν να ακολουθήσουν βίαιοι εξισλαμισμοί και διώξεις του ελληνικού στοιχείου. Έτσι, άρχισε η φυγή των κατοίκων από τα παράλια. Οι τόποι που έσφυζαν από ζωή ερημώθηκαν. Για να σωθούν οι Χριστιανοί κατέφυγαν στα δάση και στα βουνά. Οι περισσότεροι μετανάστευσαν στις παραλιακές πόλεις της Νότιας Ρωσίας, όπου σιγά-σιγά αφομοιώθηκαν με τον ντόπιο ομόθρησκο πληθυσμό. Άλλοι εγκαταστάθηκαν μετά από λίγο καιρό στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετά από τις πρώτες σφαγές και λεηλασίες, ο σουλτάνος Μωάμεθ ζητούσε να προσελκύσει εποίκους από τις επαρχίες για να αυξήσει τον πληθυσμό της τότε πρωτεύουσας της Τουρκίας. Ο χριστιανικός όμως πληθυσμός του Πόντου μειώθηκε και από τους χριστιανούς εκείνους που ασπάστηκαν τον ισλαμισμό, θέλοντας να σώσουν τη ζωή τους και τις περιουσίες τους ή για να αποφύγουν τα δεινά της σκλαβιάς. Ακολούθησαν αιώνες θεληματικής αφάνειας, για να μη προκαλέσουν την προσοχή του κατακτητή. Με το πέρασμα του χρόνου όμως οι Τούρκοι κατακτητές αντιλήφθηκαν ότι είχαν συμφέρον να ανέχονται τους Έλληνες, κυρίως για να έχουν φορολογικό υλικό και δεύτερον επειδή είχαν ανάγκη από επαγγελματίες και τεχνίτες.
Έτσι άρχισε να παρατηρείται κάποια πρόοδος στο εμπόριο, στα επαγγέλματα και τις τέχνες. Αλλά αυτή η σχετική ευημερία των Χριστιανών είχε σαν συνέπεια διωγμούς εκ μέρους των Τούρκων, λόγω πλεονεξίας και αρπακτικών διαθέσεων. Η κατάσταση αυτή έφτασε στο αποκορύφωμά της τον 17ο αιώνα, όταν εμφανίστηκαν οι λεγόμενοι ντερεμπέηδες, ανυπότακτοι τιμαριούχοι, που εξεγείρονταν όχι μόνο κατά της σουλτανικής εξουσίας, αλλά καταδυνάστευαν και τους Χριστιανούς. Γι’ αυτό και άρχισε πάλι η μετανάστευση τους στη Ρωσία και Μολδοβλαχία και ο εξισλαμισμός. Τέτοιοι αρνησίθρησκοι ήταν οι Έλληνες της περιοχής του Όφι, οι Οφίτες, που μέχρι και τον περασμένο αιώνα διατηρούσαν την ελληνική γλώσσα, ακόμα και τα ελληνικά ονόματα των χωριών, τα πατροπαράδοτα έθιμα και μερικές συνήθειες της χριστιανικής θρησκείας. Παρατηρήθηκε επίσης ότι, στις περιφέρειες όπου υπήρχαν μοναστήρια, οι Έλληνες έμειναν πιστοί στη θρησκεία των προγόνων τους, παρά τα δεινά της δουλείας. Οι κατακτητές σεβάστηκαν τα θρησκευτικά ιδρύματα όπου έβρισκαν άσυλο οι Χριστιανοί. Τέτοια μοναστήρια ήταν: Παναγίας Σουμελά, Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα, Αγίου Γεωργίου Περιστεριώτη, Αγίου Ιωάννη Γουντουρά, Αγίου Γεωργίου Χαλιναρά και Παναγίας Γουμερά.
Εκτός από τους Έλληνες που έμειναν πιστοί στη θρησκεία τους, υπήρχαν και αυτοί που φαινομενικά ασπάστηκαν τον ισλαμισμό, για να αποφύγουν τους διωγμούς, στην πραγματικότητα όμως διατηρούσαν τη χριστιανική πίστη. Ήταν οι λεγόμενοι κρυπτοχριστιανοί, οι οποίοι ποντιακά λέγονταν κλωστοί ή γυριστοί. Αυτοί στα μεν χωριά με μικτό ή αμιγή πληθυσμό ήταν γνωστοί στους κατοίκους ομόθρησκούς τους, ενώ στις πόλεις έκρυβαν τη χριστιανική τους θρησκεία και από τους Χριστιανούς. Μόνο ο αρχιερέας τους γνώριζε και μέσω αυτού και μερικοί έμπιστοι ιερείς, δια των οποίων οι κρυφοί αυτοί Χριστιανοί ασκούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Όταν η τουρκική κυβέρνηση αναγνώρισε ότι, για να συνεχίσει να υπάρχει ανάμεσα στις χριστιανικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, έπρεπε να διακηρύξει μερικές απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και κυρίως ανεξιθρησκεία, οι πιο πολλοί κρυπτοχριστιανοί βρήκαν την ευκαιρία να διακηρύξουν την αληθινή τους θρησκεία. Αυτό όμως ξεσήκωσε τον τουρκικό φανατισμό. Επειδή ούτε οι σκοτωμοί ούτε οι παραπειστικές ενέργειες είχαν αποτέλεσμα, οι τουρκικές αρχές άρχισαν διωγμούς και αντεκδικήσεις. Από το 1856, η τουρκική κυβέρνηση επιχείρησε να ξεχάσει τις υποσχέσεις της για ανεξιθρησκεία. Δεν αναγνώρισε τους κρυπτοχριστιανούς ως Έλληνες, αλλά τους δεχόταν ως Χριστιανούς στο θρήσκευμα, αλλά Τούρκους στην εθνικότητα, και τους ονόμαζε «τενεσούρ», δηλαδή αρνησίθρησκους μουσουλμάνους και τους κατέγραψε με δύο ονόματα, ένα τούρκικο και ένα χριστιανικό, θέλοντας έτσι να τους υποχρεώνει στη στρατιωτική θητεία, από την οποία απαλλάσσονταν γενικά οι Χριστιανοί έναντι χρηματικού ποσού. Το ζήτημα αυτό απασχόλησε κατά καιρούς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μέχρις ότου, όταν αποκαταστάθηκε το Σύνταγμα στην Τουρκία και επακτάθηκε η στρατιωτική θητεία και στους Χριστιανούς, έπαψε να υπάρχει ζήτημα κρυπτοχριστιανών.
Ανεξάρτητα όμως απ’ το ζήτημα αυτό, οι ελληνικοί πληθυσμοί του Πόντου άρχισαν κάπως να προοδεύουν μετά την έστω και ατελή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων της Υψηλής Πύλης επί Αβδούλ Μετζίτ Α', όπως το Χάττι-σερίφ (1839) και το Χάττι-χουμαγιούν (1856) που αναγνώρισαν ισοπολιτεία στους υπηκόους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και διασφάλιζαν τη θρησκευτική ελευθερία, την περιουσία και την τιμή, εγκαινιάστηκε μια νέα περίοδος ακμής και για τους Έλληνες του Πόντου. Δραστήριοι, φιλοπρόοδοι και εργατικοί όπως ήταν, κατόρθωσαν να καταλάβουν την πρώτη θέση στην εμπορική και οικονομική κίνηση του τόπου τους. Και όταν μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1854-56) αναπτύχθηκε η ατμοπλοΐα στον Εύξεινο πόντο, η Τραπεζούντα έγινε και πάλι κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου προς τη Μεσοποταμία (Ιράκ) και την Περσία. Δεύτερη ερχόταν η Αμισός (Σαμψούντα) ως επίνειο της Καππαδοκίας και τρίτη η Κερασούντα, λιμάνι της επαρχίας της Κολωνίας. Στη Σαμψούντα προσελκύστηκαν πολλοί Έλληνες από την Καισάρεια κι άλλες πόλεις και χωριά της Καππαδοκίας, ακόμα και από την Κωνσταντινούπολη.
Και η πνευματική ανάπτυξη των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου ήταν αυτήν την εποχή αξιοσημείωτη. Ήδη από τον 18ο αιώνα άκμαζε στην Τραπεζούντα το ομώνυμο «Φροντιστήριο», που εξελίχθηκε σε τέλειο γυμνάσιο. Όμοιο με 3 τάξεις γυμνασίου (τετρατάξιο) ιδρύθηκε τον 19ο αιώνα στην Αργυρούπολη της Χαλδίας, και πλήρες γυμνάσιο στην Αμισό και ημιγυμνάσιο στην Κερασούντα, τα Κοτύωρα και τη Σινώπη. Η πρόοδος συνεχίστηκε και την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, μέχρι το 1909, όταν παγιώθηκε το νεοτουρκικό καθεστώς κι άρχισε τους διωγμούς και τον πόλεμο κατά του ελληνικού στοιχείου σε ολόκληρη την Τουρκία, και ειδικά στον Πόντο.




Οι διωγμοί κατά των Ελλήνων
Τελευταίος σταθμός της προόδου υπήρξε η πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα: οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-13) και ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος (1914) αποτέλεσαν ορόσημο των δεινών του ελληνισμού του Πόντου. Η συστηματικά επιδιωκόμενη εξόντωση των Ελλήνων εντάθηκε ιδίως στις παραμονές και στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου. Ήδη απ’ τις αρχές του 1914 άρχισε με εντολή του Κεντρικού Κομιτάτου των Νεότουρκων, που είχε έδρα στην Κωνσταντινούπολη, ο εμπορικός αποκλεισμός κατά του ελληνικού εμπορίου, τον οποίον όμως ματαίωσαν οι ντόπιοι Τούρκοι έμποροι της Τραπεζούντας, επειδή φοβήθηκαν αντίποινα των ελληνικών εμπορικών και τραπεζικών οίκων σε περίπτωση αλλαγής καθεστώτος. Όταν όμως άρχισε ο πόλεμος, οι Τούρκοι, με υποκίνηση των Γερμανών και με το πρόσχημα της ασφάλειας των παραλίων, οι Τούρκοι άρχισαν να εφαρμόζουν τους ομαδικούς εκτοπισμούς των Ελλήνων προς το εσωτερικό της χώρας.
Τότε συνέβηκαν και οι εκτεταμένες σφαγές των Αρμενίων σ’ όλη τη Μικρά Ασία και στον Πόντο - στη διάρκεια των οποίων ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος καθώς και πολλοί πρόκριτοι Έλληνες έκαναν πολλές ενέργειες για να σώσουν όσουν Αρμένιους μπορούσαν. Όταν δε πλησίαζε η 16η Απριλίου 1916 για την κατάληψη της πόλης από το ρωσικό στρατό, ο Τούρκος γενικός διοικητής (βαλής) αναχώρησε και άφησε τη διοίκηση της περιοχής σε μια προσωρινή μικτή κυβέρνηση υπό την προεδρία του μητροπολίτη. Στις 18 Απριλίου οι Ρώσοι προέλασαν από ανατολικά μέσω ξηράς έως την Αργυρούπολη και εισήλθαν στην Τραπεζούντα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της επαρχίας αυτής μερίμνησε, να μη μείνει η χώρα ακυβέρνητη, αλλά να σχηματιστεί σιγά-σιγά ένα αυτόνομο κράτος, που να διοικείται από Έλληνες και Μουσουλμάνους.
Μετά τη Ρωσική επανάσταση, οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν ότι ο ρωσικός στρατός δεν επρόκειτο να πολεμήσει και εξαπέλυσαν κατά της Τραπεζούντας στίφη άτακτων «Τσέτηδων», τους οποίους αντιμετώπισαν με επιτυχία τα ελληνικά χωριά της Τραπεζούντας. Πολλοί ακολούθησαν τα ρωσικά στρατεύματα που εγκατέλειπαν τον Πόντο το 1917 και μετανάστευσαν στη Ρωσία. Μετά την αποχώρηση των Ρώσων, οι τουρκικές αρχές εγκαταστάθηκαν και πάλι. Όταν, τέλος, τον Οκτώβριο του 1918 έγινε ανακωχή μεταξύ των συμμάχων και της Τουρκίας, η Εκκλησία του Πόντου, που πίστεψε στις υποσχέσεις που δόθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου από την Αγγλία και την Αμερική, άρχισε να ελπίζει για μια καλύτερη τύχη του ελληνικού λαού του Πόντου. Στις αρχές του 1919 ο μητροπολίτης Χρύσανθος κλήθηκε στο Παρίσι για να εργαστεί μαζί με μια επιτροπή από αντιπροσώπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την ευόδωση των πόθων του Ελληνισμού. Η επιτροπή δεν απέκλειε τη συνδιοίκηση του Πόντου από Έλληνες και Μουσουλμάνους της χώρας, όπως και συνεργασία του Πόντου με την τότε Αρμενία (σχέδιο που τελικά απέτυχε) υπό μορφή ομοσπονδίας. Κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, το Σεπτέμβριο του 1919, δεν αρνήθηκε να διαπραγμματευθεί με Τούρκους γνώριμούς του, την αυτονομία του Πόντου με ισοτιμία Ελλήνων και Μουσουλμάνων, υπό την εντολή της Κοινωνίας των Εθνών. Οι όροι της συνεννόησης αυτής, που γινόταν με την έγκριση και του τότε πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου προέβλεπαν ότι: 1) Στην Τουρκία, που θα απέμενε μετά την ειρήνη, θα γινόταν δεκτή η «εντολή» της Κοινωνίας των Εθνών, 2) θα δινόταν ελευθερία στην ανάπτυξη των κοινοτήτων, 3) οι δίκες για προσωπικές υποθέσεις θα υπάγονταν στο αρμόδιο δικαστήριο κάθε κοινότητας, 4) τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια θα απαρτίζονταν κατά το ήμισυ από Μουσουλμάνους και κατά το ήμισυ από Έλληνες, 5) η εκλογή των βουλευτών θα γινόταν αναλογικά κλπ.
Τον Δεκέμβριο του 1919 ο Χρύσανθος, αφού επέστρεψε στην Τραπεζούντα, πήγε στην Τιφλίδα, πρωτεύουσα της δημοκρατίας της Γεωργίας κι από εκεί στο Ερεβάν, πρωτεύουσα της Αρμενικής Δημοκρατίας, κι ύστερα από μακρές διαπραγματεύσεις συνήψε, τον Ιανουάριο του 1920, με την κυβέρνηση της Αρμενίας συμφωνία για Ποντο-Αρμενική Ομοσπονδία που ακολούθησε η σύναψη στρατιωτικής συμφωνίας, κατά την οποία ελληνικά στρατεύματα, που θα αποβιβάζονταν στην Τραπεζούντα, θα προέλευναν μέχρι το Ερζιντζάν και Ερζερούμ, για την προστασία των Έλληνων του Πόντου και για να αντιμετωπίσουν κάθε κινδύνο που θα προερχόταν από τα τουρκικά στρατεύματα, ενώ ο αρμενικός στρατός θα βοηθούσε στα σύνορα του Καυκάσου και στο Ερζερούμ.
Όλα αυτά τα ματαίωσε η στάση των Μεγάλων Συμμαχικών Δυνάμεων, που άφησαν καθηλωμένο για μήνες τον ελληνικό στρατό, που αποβιβάστηκε στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου του 1919, και ενίσχυσαν με κάθε τρόπο τον Μουσταφά Κεμάλ να οργανώσει το στρατό του, για να μη πραγματοποιηθεί ο διαμελισμός της Τουρκίας που είχαν υπογράψει με τη συνθήκη των Σεβρών, εξαπατώντας έτσι τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τους Αρμένιους και τους Κούρδους. Στο μεταξύ ο αρμενικός στρατός προσπάθησε να δράσει μόνος του προελαύνοντας προς το Ερζερούμ, αλλά συντρίφτηκε από τη στρατιά του Κιαζίμ Καρά Μπεκίρ πασά, κατά τις μάχες που διεξήχθηκαν από τον Ιούνιο μέχρι το Νοέμβριο του 1920. Οι Αρμένιοι, που έμειναν μόνοι τους, τη νύχτα της 2 Δεκεμβρίου αναγκάστηκαν να υπογράψουν με την κυβέρνηση του Κεμάλ τη συνθήκη του Γκιουμρού, κατά την οποία η Αρμενία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στους Τούρκους τις περιοχές του Καρς και του Αρνταχάν, που είχαν κατακτήσει οι Ρώσοι κατά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878, την εκχώρηση των οποίων στην Τουρκία δήλωσε ότι αναγνωρίζει και η Σοβιετική κυβέρνηση τον Μάιο του 1953.
Ενώ αυτά συνέβαιναν, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ουίλσον είχε αποστείλει ήδη από τις 2 Αυγούστου 1919 στον Καύκασο και την Τουρκία επιτροπή για τη μελέτη της όλης κατάστασης και της δυνατότητας να αναλάβει η Αμερική την «εντολή» για την Αρμενία και τον Πόντο. Η επιτροπή περιόδευσε τον Καύκασο, τον Πόντο και άλλες ανατολικές επαρχίες της Τουρκίας και αργότερα πήγε στο Σιβάζ (Σεβάστεια), όπου συνομίλησε με τον Κεμάλ, ο οποίος σε σχετική έκθεσή του ανέπτυξε στον πρόεδρο της επιτροπής στρατηγό Τζέιμς Χάρμπορντ τους σκοπούς και την οργάνωση του κινήματός του. Σχεδόν ταυτόχρονα οι Άγγλοι απέσυραν τα στρατεύματά τους από το Μερζιφούν (του Πόντου), και μετά από λίγο εκκένωναν και τη Σαμψούντα και εκδήλωναν φιλία προς τον Κεμάλ.
Συνέπεια αυτής της εξέλιξης της κατάστασης στη Μικρά Ασία ήταν οι εξοντωτικοί διωγμοί των ελληνικών πληθυσμών στις πόλεις του Πόντου και ο αγώνας για την εξόντωση των Ποντίων που είχαν καταφύγει στα βουνά. Οι κακουχίες από τους διωγμούς και τις ομαδικές σφαγές αποδεκάτισαν τον ελληνισμό του Πόντου: περίπου 200.000 υπολογίστηκε ότι ήταν τα θύματα. Οι Πόντιοι που απέμειναν μετά από τους διωγμούς εκείνους, εγκαταλείποντας τις πατρογονικές εστίες, κατέφυγαν στην Ελλάδα σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάνης της 30ης Ιανουαρίου του 1923 περί αμοιβαίας ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών. Από τους Πρόσφυγες του Πόντου οι μεν αστικοί πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα, τη Δράμα, την Ξάνθη και σε μερικές άλλες πόλεις, ενώ οι γεωργικοί κυρίως στη Θράκη και τη Μακεδονία, διατηρώντας αλησμόνητη την ανάμνηση των ιστορικών αυτών εστιών.




Ποντιακή διάλεκτος
Η ποντιακή διάλεκτος είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες της ελληνικής γλώσσας, που διασώζει και διατηρεί μερικά λείψανα και γραμματικούς τύπους της αρχαίας Ιωνικής διαλέκτου, καθώς και πολλά αρχαϊκά και μεσαιωνικά (βυζαντινά) στοιχεία, και μπορεί από την άποψη αυτή να συγκριθεί με την Τσακωνική διάλεκτο που την μιλούν στην Κυνουρία της Αρκαδίας. Η διατήρηση αρχαίων τύπων και λέξεων, από τις οποίες πολλές δεν βρίσκονται σε καμιά άλλη ελληνική διάλεκτο, οφείλεται στο γεγονός ότι λόγω της απόκεντρης γεωγραφικής θέσης του Πόντου, η λαλιά του, που αποχωρίσθηκε από τη γλώσσα του υπόλοιπου ελληνικού κόσμου, τράπηκε σε ξεχωριστή εξέλιξη, χωρίς να υποστεί πολύ τις αλλοιώσεις και παραλαγές, που μετέβαλαν τόσο πολύ την ελληνική γλώσσα. Την εποχή της τουρκοκρατίας, ήταν διαδεδομένη περίπου σε 800 χωριά, στα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου (Μαύρης Θάλασσας), μεταξύ Σινώπης στα Δυτικά και της Ριζούντας στα Ανατολικά. Τη μιλούσαν ακόμα οι Έλληνες της νότιας και ΝΑ Ρωσίας. Η ποντιακή μιλιέται από τους Πόντιους που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα μετά το 1923, όσους Πόντιους έμειναν στην Τουρκία, τους ελληνόφωνους Τούρκους και από τους Πόντιους της Ρωσίας. Μπορεί να χωριστεί σε 3 ομάδες: τα οινουντιακά (ποντιακά της Δύσης), τα τραπεζουντιακά (ποντιακά της Ανατολής) και τα χαλδιώτικα (των ΝΑ περιοχών). Η λεπτομερής ανάλυση της φωνητικής καθώς και των γλωσσικών στοιχείων της Ποντιακής, που απασχόλησαν ειδικά τόσο τους δικούς μας όσο και τους ξένους γλωσσολόγους, φεύγει από τα όρια αυτού του άρθρου.
Στη φωνηεντική, τα κύρια γνωρίσματα της διαλέκτου είναι: (α) Διατήρηση της αρχαίας προφοράς του η ως e: νύφε < νύφη, άκλερος < άκληρος, ανόετος < ανόητος, ανοεσία < ανοησία. (β) Τα συμπλέγματα ία και eo με άτονο ι συναιρέθηκαν σε ä, ö: κορίτζä < κορίτσι, σπέλöν < σπήλαιο. Αν τονίζονται τα ι, e, τα συμπλέγματα ία, κλπ. μένουν ασυνίζητα: καρδία, παντρεία, βασιλέας. (γ) Διατηρείται το τελικό ν (όπως και στα Κυπριακά) στα δευτερόκλιτα ουδέτερα: άλογον, ξύλον, δένδρον, βούδιν, εγγόνιν, παιδίν, από τα οποία το ν επεκτάθηκε και στα τριτόκλιτα ουδέτερα: χώμαν, στόμαν, γάλαν, γράμμαν, πείσμαν. (δ) Το χ προφέρται σαν παχύ σ πριν από ε, ζ: έσει < έχει, βέσετε < βήχετε. (ε) Τροπή του σφ σε σπ: σπίγγω < σφίγγω, σπιντόνα < σφεντόνα. (στ) Αποβολή του τ στα εμπρόθετα άρθρα στα, στον κλπ.: ση μάναν, σα κλαδία. (ζ) Η δίφθογγος «αυ» προφέρεται αναλυμένη «αου». Λένε π.χ. οι Πόντιοι: ατός < αυτός, άλλοτε όμως το «αυτός» το προφέρουν αούτος (που ίσως να είναι το ούτος).
Στη μορφολογία, τα κύρια γνωρίσματα της διαλέκτου είναι: (1) Η χρήση των άρθρων, επιθέτων και αντωνυμιών ουδέτερου γένους με ονόματα αρσενικά και θηλυκά: τα ημέρας. (2) Τα έναρθρα αρσενικά σε -ος λήγουν, ως υποκείμενα, σε -ον: ο λύκον, ο διάβολον. (3) Η κατάληξη του παρατατικού -(ι)να: εχτίζ(ι)να < έχτιζα, και του παθητικού αορίστου σε –θα (στην αρχαία -θην), αντί του κοινού -κα: εκοιμήθα < κοιμήθηκα, εγεννέθα < γεννήθηκα, εφέρθα < φέρθηκα. (4) Η κατάληξη των παθητικών ρημάτων σε -κούμαι, -ίσκουμαι, -ίουμαι, και των σε -ώνω σε -ούμαι: γράφκουμαι < γράφομαι, ανακατούμαι < ανακατώνομαι. (5) Τα θηλυκά επίθετα σε -εσσα, -ισσα, -ιαινα: ασπρέσσα < άσπρη, αγριέσσα < άγρια, ασκεμέσσα < άσχημη, μεγάλισσα < μεγάλη, ανοιχτομάταινα < ανοιχτομάτα, αλλά και μετοχές: χτυπημένεσσα < χτυπημένη. (6) Η κατάληξη της γενικής των δευτερόκλιτων σε -ονος: τι κόσμονος < του κόσμου. (7) Η διάσωση της κατάληξης -ας, της αιτιατικής πληθυντικού των πρωτοκλίτων και τριτοκλίτων, αντί της κατάληξης -ες, που χρησιμοποιείται σήμερα: αυλάς < αυλές, ημέρας < ημέρες, γυναίκας < γυναίκες, μήνας< μήνες, φοράς < φορές. (8) Το μόριο κι (= δεν), από το ιωνικό ουκί. (9) Διασώζονται οι κτητικές αντωνυμίες τ’ εμόν, τ’ εσόν, τ’ εμέτερον, όπως άλλωστε σε διαλέκτους της Καππαδοκίας λένε τ’ ομό, το σο, το κείνου. (10) Διατηρούνται αρχαΐζοντες τύποι ρημάτων: πενητιώ < στερούμαι, σκωληκιώ < σκουληκιάζω, φτεριώ < φθείρω, και των μέσων ρημάτων σε –όομαι, -ούμαι, αντί του – ώνομαι: απλούμαι < απλώνομαι, πλερούμαι < πληρώνομαι, στεφανούμαι < στεφανώνομαι. (11) Η προστακτική του αορίστου σε –σον και –θετε (αρχαίο -θητι): βλάψον < βλάψε, κράξον < κράξε, ποίσον (ποίησον) < ποίησε, ευρέθετε < ευρεθείτε, φο(β)έθετε < φοβηθείτε. (12) Τα ενεργητικά και παθητικά απαρέμφατα: ανασκάψαι, ανασκαφτήναι, αναστέσναι (αναστηθήναι).

Ποντιακή λύρα
Η λύρα των Ποντίων (κεμεντζές) έχει μακρόστενο ηχείο (μήκος περίπου 50-60 cm και πλάτος στο μέσο περίπου 6-8 cm), διαθέτει τρεις χορδές (παλαιότερα μετάξινες ή εντέρινες, σήμερα από μέταλλο ή πλαστική ύλη), κουρδίζεται κατά τέταρτες καθαρές και παίζεται με καμπυλωτά δοξάρια. Κατασκευάζεται από διάφορα ξύλα (μουριά, αχλαδιά, καρυδιά κ.α.). Είναι επίσης διαδεδομένη στους Τούρκους της περιοχής του Πόντου, στους Γεωργιανούς (Καύκασος) και σε ορισμένες περιοχές της Μικράς Ασίας (Καππαδοκία). Ο κεμεντζετζής πατάει με τα ίδια δάκτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή όταν παίζει μια μελωδία. Έτσι αυτή συνοδεύεται από μια τέταρτη χαμηλότερα. Η πρωτόγονη αυτή αντιστικτική συνοδεία δεν αλλοιώνει το μονοφωνικό χαρακτήρα της ποντιακής λύρας και, γενικότερα, της ποντιακής μουσικής. Η ποντιακή λύρα παίζεται μόνη της, χωρίς συνοδεία άλλου οργάνου. Για λόγους ακουστικής, παίζουν δύο ή και τρεις λύρες μαζί, όταν συνοδεύουν χορούς σε πολυάριθμα γλέντια ή πανηγύρια.
Στην οικογένεια της λύρας του Πόντου ανήκουν δύο άλλοι τύποι: η λύρα της Καππαδοκίας (μεσαίου μεγέθους - περίπου 10-12 cm - και μεγαλύτερη από τη λύρα του Πόντου) και ο κεμανές, που παιζόταν επίσης στην Καππαδοκία και είναι κατά πολύ μεγαλύτερος (έχει μήκος 98 cm, πλάτος 12 cm και βάθος του ηχείου 9 cm). Ο κεμανές έχει 6 χορδές κουρδισμένες κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές. Κάτω από την ταστιέρα (τη γλώσσα) υπάρχουν άλλες 6 συμπαθητικές χορδές, οι οποίες δονούνται όταν παίζονται οι επάνω χορδές. Το κεφάλι είναι όπως αυτό του βιολιού και όχι τριγωνικό. Το ίδιο και τα κλειδιά.




Ποντιακοί χοροί
Είναι είδη χορών που έχουν την καταγωγή τους στις περιοχές του Πόντου. Οι ποντιακοί χοροί χορεύονται σε κύκλο από άντρες και γυναίκες, που κρατούν το σώμα στητό, τα πόδια λίγο ανοιχτά, πιάνονται από τους καρπούς και έχουν τα χέρια άλλοτε υψωμένα και άλλοτε με λυγισμένους τους αγκώνες προς τα κάτω. Τα μικρά βήματα των χορευτών τα ακολουθούν πιστά ρυθμικές και συγχρονισμένες κινήσεις των μελών του σώματος, ιδίως των γλουτών. Οι χοροί συνοδεύονται με την ποντιακή λύρα (κεμεντζέ), την οποίαν συνήθως παίζει ένας από τον όμιλο χορεύοντας και τραγουδώντας δίστιχα, αλλά μερικές φορές στέκεται και στη μέση του κύκλου. Στις υπαίθριες γιορτές μεταχειρίζονται το τουλούμ ή ασκί (ασκομαντούρα) και τον ζουρνά-νταούλι ή κεμεντζέ-ντέφι.
Ο πιο αντιπροσωπευτικός χορός είναι η αέρα - από το όνομα ενός ποταμού κοντά στην Τραπεζούντα - που πολλοί τον ταυτίζουν με τον αρχαίο πυρρίχιο. Πρόκειται για πολεμικό ανδρικό χορό, που τον χορεύουν με την παραδοσιακή μαύρη στολή τους, με το κεφάλι σκεπασμένο με ένα μαύρο μαντήλι χαρακτηριστικά δεμένο, και με όπλα. Στην πρώτη στροφή οι χορευτές, πιασμένοι με τα χέρια υψωμένα, χορεύουν ομαλά. Στη δεύτερη στροφή, εκτελούν ρυθμικές κινήσεις μπροστά-πίσω με τα χέρια, ενώ σκύβουν κάνοντας μικρά κοφτά βήματα. Στην τρίτη στροφή ορθώνονται και αναπηδούν. Κατά τη διάρκεια της στροφής αυτής ένας χορευτής, συνήθως ο πρωοχορευτής, βγάζει κάθε τόσο μια πολεμική ιαχή. Η αέρα ονομάζεται και λάζικος χορός. Μικρές παραλλαγές της αποτελούν τα οφίτικο, σαρακοστιανό, αρδασσινό, της Κώστερες κ.α.Πολύ διαδεδομένος είναι και ο ομάλ, επίσης κυκλικός χορός, που χορεύεται από άντρες και γυναίκες. Παραλλαγές του είναι οι ομάλ κερασουντέικος, ομάλ σαμψουντέικος ή κοτσιχτόν ομάλ και τραπεζουντέικος (με το τραγούδι Λεμόνα). Άλλος χορός είναι το τίκ, μονό (λαγκεφτόν) ή διπλό. Χορεύεται σε γραμμή ή σε κύκλο από γυναίκες και άντρες, κοντά ο ένας στον άλλον, με τους αγκώνες λυγισμένους προς τους ώμους. Άλλοι χοροί είναι οι τρυγόνα, είκοσι ένα, σερανίτσα ή ψευτοσέρα, κότσαρι, παϊπούτ, λετσίνα κ.α.

3 Οκτ 2009

Σούλι και Σουλιώτες

Το Σούλι (ο τόπος από όπου κατάγεται η οικογένεια του πατέρα μου), είναι μια ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ηπείρου, ανατολικά του Θεσπρωτικού κόλπου, που απέχει 7 περίπου ώρες από τη θάλασσα και βρίσκεται σε υψόμετρο 600 μέτρων περίπου, ανάμεσα στα βουνά Μούργκα (1.340 μ.), Ζαβρούχο (1.137 μ.) και Τρούλια (1.082 μ.). Εκτείνεται στις δυτικές απόκρημνες πλαγιές των βουνών αυτών και περιβάλλεται από φυσικά οχυρώματα. Στους πρόποδες των βουνών αυτών υψώνονται δύο λόφοι, ο ένας απέναντι από τον άλλον: το Κούγκι, πάνω στο ποίο είναι κτισμένο το μικρό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και η Κιάφα, όπου βρίσκεται φρούριο. Απέναντι από το Κούγκι υψώνεται άλλος λόφος, πάνω στον οποίο είναι χτισμένος ο ναός του Αγίου Δονάτου, όπου συγκεντρώνονταν στην προεπαναστατική περίοδο οι Σουλιώτες όταν πραγματοποιούσαν γενικά συνέδρια. Πάνω από το χωριό Κιάφα υψώνεται ο βράχος της Μπίρας (Τρύπας), το ΒΔ μέρος του οποίου ονομάζεται Μπρέκε Βετερίμε (Ράχη της Αστραπής). Η όλη περιοχή είναι άγρια και ορεινή και μοιάζει με γιγαντιαίο φρούριο, του οποίου πύργοι και επάλξεις μπορούν να θεωρηθούν οι βουνοκορφές.

Ιστορία
Σύμφωνα με πληροφορίες του Χριστόφορου Περραιβού, το Σούλι και τα χωριά του συνοικίστηκαν μεταξύ του 16ου και των αρχών του 17ου αιώνα, από κατοίκους των γύρω χριστιανικών χωριών της Θεσπρωτίας, που ήθελαν να αποφύγουν την καταπίεση των Οθωμανών. Οι φυγάδες αυτοί έχτισαν 4 μεγάλα χωριά: αρχικά το Σούλι και το Αβαρίκο (από όπου και η οικογένεια του πατέρα μου) και αργότερα την Κιάφα και τη Σαμονίβα, τα οποία αποτελούσαν το λεγόμενο Τετραχώρι.
Οι πρώτοι κάτοικοι των χωριών αυτών ήταν αλβανόφωνοι Χριστιανοί. Εξαιτίας όμως της διαμάχης τους με τους εξισλαμισμένους Αλβανούς (Τουρκαλβανούς), η ιστορική πορεία τους συνδέθηκε γρήγορα με την αντίστοιχη των Ελλήνων. Επειδή το φτωχό, βραχώδες έδαφος των χωριών του Σουλίου δεν ήταν δυνατόν να θρέψει τους κατοίκους, οι Σουλιώτες γρήγορα εγκατέλειψαν την ειρηνική, κτηνοτροφική του ενασχόληση και επιδόθηκαν σε ληστρικές επιδρομές εναντίον γειτονικών χωριών, μουσουλμανικών, αλβανικών και ελληνικών, χωρίς διάκριση. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών αναγκάστηκαν να δεχτούν μια μορφή υποταγής στους σκληροτράχηλους Σουλιώτες, στους οποίους χορηγούσαν τακτικά ένα είδος φόρου σε χρήματα ή σε είδος. Αλλά και οι κάτοικοι του Σουλίου ήταν υπόχρεοι ενός, μικρού έστω, φόρου προς την τουρκική διοίκηση, τουλάχιστον κατά τις ειρηνικές περιόδους.
Τα χωριά του Σουλίου οργανώθηκαν, με βάση αυτό το καθεστώς, σε μια ομοσπονδία, το Τετραχώρι, στην οποία οι Σουλιώτες ανέλαβαν τα καθήκοντα του πολέμου και της προστασίας από τις επιδρομές και οι περίοικοι τη φροντίδα του επισιτισμού τους. Στην αυτόνομη αυτή ομοσπονδία καθιερώθηκαν σύντομα νόμοι και θεσμοί, νομοθετικά και εκτελεστικά σώματα, επίσημες στρατιωτικές δυνάμεις κ.α. Από τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα, οι κάτοικοι του Τετραχωρίου άρχισαν να αυξάνονται λόγω της συρροής φυγάδων από τα γειτονικά χωριά, όπου οι εξισλαμισμοί είχαν δυσχεράνει την ζωή των Χριστιανών. Γύρω στο 1720, οι κάτοικοι της σουλιώτικης ομοσπονδίας έφτασαν τους 2.500. από τους οποίους περίπου οι πεντακόσιοι είχαν αναλάβει τη φροντίδα της στρατιωτικής άμυνας του Σουλίου. Από τα μέσα του 18ου αιώνα, οι πολεμικές επιχειρήσεις των Σουλιωτών μετατράπηκαν από αμυντικές σε επιθετικές, γεγονός που επιτάθηκε εξαιτίας των σοβαρών προβλημάτων επισιτισμού της ομοσπονδίας, τα οποία είχε δημιουργήσει η αύξηση του αριθμού των χωριών και η ανάλογη αύξηση του πληθυσμού. Έτσι το Τετραχώρι επεκτάθηκε με τη μετοίκηση των κατοίκων του, που στο μεταξύ είχαν αυξηθεί, στους πρόποδες των βουνών και σε άλλα χωριά.
Το 1741 οι Σουλιώτες κατέλυσαν την τουρκική εξουσία στα γειτονικά χωριά Αλποχώρι, Παλαιοχώρι, Σκιαδά και Ρουσιάτσα, και το 1744 στα χωριά Τσεκούρι, Περχάτι, Γκιόναλα, Κουτάτες, Βίλλια, Ζαβρούχο, Αγόρανα και Σεριζιανά. Κατά την περίοδο 1746-60, πολλά χωριά της πεδιάδας του Φαναριού περιήλθαν στη φορολογική δικαιοδοσία των Σουλιωτών. Τα χωριά αυτά χρησίμευαν ως προπύργιο εναντίον κάθε εχθρικής εισβολής και έδιναν το χρόνο για τη μετακίνηση των οικογενειών τους και της περιουσίας τους στο Τετραχώρι, το οποίο οργανωνόταν και χρησίμευε ως η κύρια γραμμή άμυνας. Στα χωριά αυτά επεκτάθηκε το όνομα Σούλι, οι κάτοικοι των οποίων ήταν χωρισμένοι σε 47 συνολικά φάρες, από τις οποίες οι σπουδαιότερες ήταν αυτές που δοξάστηκαν στους πολέμους των Σουλιωτών κατά του Αλή πασά και στην Επανάσταση του 1821 (Τζαβέλα, Μπότσαρη, Κουτσονίκα, Δαγκλή κ.α.). Το Σούλι, εξαιτίας του ελεύθερου πνεύματος που είχαν οι κάτοικοί του, κηρύχθηκε ανεξάρτητο.
Το 1760 με νέες επιχειρήσεις κατέλαβαν 66 χωριά τα οποία ήταν φόρου υποτελή και γνωστά με το όνομα Παρασούλι ή Παρασούλια, του οποίου ο πληθυσμός έφτανε τις 7.000. Έτσι, δημιουργήθηκε μια σουλιώτική επικυριαρχία σε όλη σχεδόν τη ΝΑ Ήπειρο, όπου, εκτός από τους Σουλιώτες, κατοικούσαν 12.000 σύμμαχοί τους, οι λεγόμενοι Παρασουλιώτες. Όλη η Συμπολιτεία συντηρούσε ένα στρατό από 2.000-2.500 άντρες και οι σχέσεις των αρχικών χωριών και αυτών που κυριεύθηκαν αργότερα ήταν όμοιες με τις σχέσεις που είχαν οι Σπαρτιάτες με τους περίοικους. Διοικείτο από Συμβούλιο, το οποίο καλείτο «Κριτήριο της Πατρίδος» και στο οποίο προήδρευε ο πιο ανδρείος και συνετός αρχηγός μιας φάρας. Αυτοί οι πρόεδροι προέρχονταν κυρίως από τη φάρα των Τζαβελαίων και Μποτσαραίων. Το «Κριτήριο της Πατρίδος» αποτελούσε την ανώτατη νομοθετική και δικαστική εξουσία της Συμπολιτείας.
Η ηθική των γυναικών ήταν υπερβολικά αυστηρή και τους απέδιδαν ιδιαίτερη τιμή. Ο φόνος γυναίκας τιμωρούταν πολύ αυστηρά, επειδή, με το θάνατό της, η Συμπολιτεία έχανε τα παιδιά που θα προέρχονταν από αυτήν. Οι γυναίκες έφεραν όπλα και ακολουθούσαν τους άντρες στις μάχες. Οι Σουλιώτες ήταν εξαιρετικά φιλοπάτριδες, αφοσιωμένοι στο καθήκον τους, μεγαλόψυχοι απέναντι στους ηττημένους, ριψοκίνδυνοι, φιλελεύθεροι και υπερήφανοι. Από μικρή ηλικία ασκούνταν στη σκληραγωγία και τον πόλεμο. Η κύρια απασχόλησή τους ήταν, όπως λέει ο Περραιβός τα άρματα. «Με αυτά τρώνε, με αυτά κοιμούνται και με αυτά ξυπνούν». Την ανδρεία τη θεωρούσαν την καλλίτερη αρετή.
Η κατάσταση που επικρατούσε στη Συμπολιτεία διευκόλυνε αρχικά τα τουρκικά συμφέροντα (εφόσον οι Παρασουλιώτες ήταν συνεπείς στις φορολογικές τους υποχρεώσεις) και τα βενετικά, επειδή η σουλιώτικη επικράτεια αποτελούσε ένα είδος ασπίδας ανάμεσα στα βενετικά εδάφη (Πάργα, Πρέβεζα) και στα οθωμανικά. Για τον ίδιο λόγο οι Σουλιώτες ευνοήθηκαν κι από τους Γάλλους, που διαδέχτηκαν τους Βενετούς στις ηπειρωτικές και επτανησιακές τους κτήσεις. Οι στενές, ωστόσο, σχέσεις μεταξύ του Σουλίου και των εχθρών της Υψηλής Πύλης (Βενετών και Γάλλων) σύντομα ενόχλησαν τους Τούρκους, που δεν αντέδρασαν στις προσπάθειες του Αλή πασά να υποτάξει το Τετραχώρι.
Από την άλλη μεριά, η αυτονομία του Σουλίου ήταν φυσικό να προκαλέσει την αντίδραση και των τοπικών μουσουλμάνων ηγετών, ιδίως των πασάδων των Ιωαννίνων[1] και των μπέηδων και αγάδων του Δελβίνου, του Γαρδικιού και κυρίως του Μαργαριτιού. Για το λόγο αυτόν πολλοί πόλεμοι διεξήχθηκαν από τους μπέηδες και τους διοικητές της Παραμυθιάς, Μαργαριτιού, Ιωαννίνων, Άρτας και Δελβίνου εναντίον του Σουλίου. Από όλες αυτές τις κρίσεις οι Σουλιώτες βγήκαν αλώβητοι, εκτός από τους περιβόητους πολέμους τους εναντίον του Αλή πασά Τεπελενλή, που ήταν και οι σοβαρότεροι αγώνες κατά του Σουλίου.

Οι αγώνες με τον Αλή πασά
Η πρώτη μεγάλη εκστρατεία του πασά των Ιωαννίνων κατά του Σουλίου έγινε χωρίς επιτυχία το 1789.
Την ίδια τύχη είχε και η δεύτερη απόπειρα του Αλή πασά το 1792. Τη φορά αυτή ο Αλή ετοίμασε στρατό από 10.000 άνδρες και διέδωσε ότι θα εκστρατεύσει κατά του Δελβίνου και του Αργυροκάστρου. Ζήτησε μάλιστα τη βοήθεια των Σουλιωτών, οι οποίοι έστειλαν ένα σώμα από 70 μαχητές με τον Λάμπρο Τζαβέλα και το γιο του Φώτο. Όταν αυτοί έφτασαν στα στρατόπεδο του Αλή συνελήφθηκαν με δόλο. Οι Σουλιώτες ειδοποιήθηκαν για το γεγονός αυτό από κάποιο Νάσο που κατόρθωσε να διαφύγει, και εκκένωσαν το Σούλι τη Σαμονίβα και το Αβαρίκο και οχυρώθηκαν στην Κιάφα. Ο Αλή, βλέποντας τους Σουλιώτες έτοιμους για μάχη, έστειλε τον Λάμπρο Τζαβέλα να τους πείσει να παραδοθούν, απειλώντας τον ότι αν δεν το πετύχει θα ψήσει ζωντανό το γιο του Φώτο. Ο Λάμπρος πήγε στο Σούλι και προέτρεψε τους Σουλιώτες να αγωνιστούν με λύσσα εναντίον του Αλή, στον οποίον έστειλε την ιστορική επιστολή, στην οποία μεταξύ άλλων γράφει ότι: «αν ο γιος μου Φώτος δεν είναι ευχαριστημένος να θυσιαστεί για την πατρίδα του, δεν είναι άξιος να αναγνωρίζεται σαν γιος μου». Ο Αλή εξοργίστηκε και επιτέθηκε με 8.000 Αλβανούς κατά των Σουλιωτών, που διέθεταν μόλις 1.300 ένοπλους. Η μάχη διεξήχθη και από τις δυο μεριές με εξαιρετικό πείσμα. Στο πιο κρίσιμο σημείο της μάχης η Μόσχω Τζαβέλα, γυναίκα του Λάμπρου και μητέρα του Φώτου, μπήκε επικεφαλής 400 γυναικών κι επιτέθηκε εναντίον των Αλβανών, οι οποίοι στο τέλος υποχώρησαν πανικόβλητοι.
Από τους 8.000 Αλβανούς μόνο 1.000 επέστρεψαν στα Ιωάννινα. Από τους Σουλιώτες σκοτώθηκαν 74 και τραυματίστηκαν 97, μεταξύ των οποίων δύο γυναίκες και ο αρχηγός Λάμπρος Τζαβέλας. Ο Αλή Πασάς δεν πραγματοποίησε την απειλή του να σκοτώσει το Φώτο Τζαβέλα, αλλά τον αντάλλαξε με επιφανείς Τούρκους αιχμαλώτους.
Τον Ιούνιο του 1800 ο Αλή πασάς συγκέντρωσε πολυάριθμο στρατό και ξεκίνησε την τρίτη εκστρατεία του. Περικύκλωσε τα βουνά του Σουλίου και κυρίευσε μερικά χωριά. Οι υπερασπιστές του Σουλίου ήταν μόλις 1.500. Στον πόλεμο αυτόν, που ήταν ο πιο ένδοξος απ’ όλους τους προηγούμενους, οι Σουλιώτες, αν και ήταν ασύγκριτα πιο ολιγάριθμοι από τους Τουρκαλβανούς, νικούσαν και καταδίωκαν παντού τους εχθρούς τους. Οι Αλβανοί τρομοκρατήθηκαν κι άρχισαν να διαμαρτύρονται «γιατί δε μπορούν πια να υποφέρουν τους πολέμους των Σουλιωτών, επειδή αυτοί οι άνθρωποι ούτε τρώνε ούτε κοιμούνται, αλλά γεννήθηκαν μόνο για να σκοτώνουν ανθρώπους». Ο Αλή διέταξε κι έκτισαν πύργους γύρω από το Σούλι στα χωριά Γλυκύ, Περχάτι, Τσεκουράτι, Γόραν, Σιρτζιανά, Ζυρμή, Κουτάτες, Βίλλα, Ρωμανάτι, Σεστρούνι και Λυβίκιστα, για να μην αφήνει τους Σουλιώτες να βγαίνουν για να προμηθεύονται τρόφιμα και πολεμοφόδια. Οι Σουλιώτες όμως, παρόλο τον αποκλεισμό, σχημάτιζαν τμήματα από 40-50 τολμηρούς άνδρες και πήγαιναν τη νύχτα στα κοντινά χωριά και άρπαζαν ό,τι τους χρειαζόταν. Όσες φορές ήθελαν πολεμοφόδια πήγαιναν στην Πάργα. Τότε τους ακολουθούσαν και γυναίκες οπλισμένες με μεγάλες μάχαιρες και συνοδευόμενες από άνδρες, μετέφεραν τα πυρομαχικά. Παρά τις επιδρομές τους αυτές οι Σουλιώτες βρέθηκαν σε απελπιστική κατάσταση από άποψη τροφών. Τα πάντα είχαν εξαντληθεί, και πολλοί πέθαιναν από την πείνα. Όμως δεν ακουγόταν τίποτε άλλο, παρά οι λέξεις: Ελευθερία ή θάνατος!
Την κατάσταση επιδείνωσε η προδοσία του Πήλιου Γούση, που οδήγησε τους Αλβανούς, με αρχηγό τον Βελή, μέσα από δύσβατα μονοπάτια, και διευκόλυνε την κατάληψη του Σουλίου και των χωριών Αβαρίκου, Σαμονίβας και Κιάφας. Οι Σουλιώτες αναγκάστηκαν τελικά να αποσυρθούν στο Κούγκι, όπου και το μικρό φρούριο της Αγίας Παρασκευής, και στο λόφο της Μπίρας δίπλα στην Κιάφα. Μετά από τρίμηνη στενή πολιορκία, δέχθηκαν τις προτάσεις του Αλή να φύγουν από εκεί ελεύθεροι, όπου ήθελαν.
Έτσι στις 12 Δεκεμβρίου 1803 οι Σουλιώτες συνθηκολόγησαν και σύμφωνα με τη συνθήκη που υπογράφηκε δε θα παραδίνονταν, αλλά θα εγκατέλειπαν τα χωριά τους ανενόχλητοι και ελεύθεροι και θα πήγαιναν όπου ήθελαν, παίρνοντας μαζί τους τα σκεύη και τον οπλισμό τους. Ξεκίνησαν χωρισμένοι σε τρία σώματα. Στο Κούγκι έμεινε μόνον ο καλόγερος Σαμουήλ με 5 άνδρες, για να παραδώσει το χώρο και να παραλάβει το αντίτιμο για τα πολεμοφόδια που διατηρήθηκαν. Όταν μπήκαν οι Τουρκαλβανοί, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη του μοναστηριού και ανατινάχθηκε μαζί τους στον αέρα. Ο Αλή προφασίστηκε ότι η πράξη του Σαμουήλ αποτελούσε παραβίαση της συνθήκης και διέταξε την καταδίωξη των Σουλιωτών που έφευγαν. Το πρώτο σώμα κατευθύνθηκε προς την Πάργα, την οποία κατείχαν οι Ρώσοι, με αρχηγούς τους Κίτσο Τζαβέλα, Δράκο και Ζέρβα, και έφτασε εκεί σώο.

Η θυσία στο Ζάλογγο
Το δεύτερο σώμα, υπό τον Κουτσονίκα, από 800 άντρες, προχώρησε προς το Λούρο κι έφτασε ακέραιο μέχρι το Ζάλογγο, ένα χωριό με 10 περίπου σπίτια, πάνω στο ομώνυμο βουνό, και για περισσότερη ασφάλεια ανέβηκε στο μοναστήρι που ήταν στην κορυφή του. Το όνομα αυτού του βουνού της Ηπείρου έγινε σύμβολο της αγάπης για την ελευθερία, σαν ο τόπος όπου πραγματοποιήθηκε μια από τις άπειρες σκηνές αυτοθυσίας και ηρωισμού της δραματικής ιστορίας του θρυλικού Σουλίου. Στις 16 Δεκεμβρίου φάνηκε πολυάριθμο σώμα Αλβανών του Αλή πασά και οι Σουλιώτες τότε, οχυρωμένοι στο μοναστήρι με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, τους αντιστάθηκαν επί δύο μέρες. Στις 18 Δεκεμβρίου, μια ομάδα υπό τον Κίτσο Μπότσαρη κατόρθωσε να διασπάσει τον κλοιό και 147 άντρες έφτασαν στην Πάργα. Όσοι απέμειναν στο μοναστήρι αιχμαλωτίστηκαν, ενώ οι 57 γυναίκες που βρίσκονταν εκεί, πήραν τα παιδιά τους και κατέφυγαν σ’ έναν ψηλό και απρόσιτο βράχο, στην κορυφή του βουνού που λέγεται Στεφάνι. Για να μη πέσουν στα χέρια των Αλβανών, αφού έριξαν τα παιδιά τους στο βάραθρο του ποταμού Αχέροντα, πήδηξαν, κατά την παράδοση, χορεύοντας η μια μετά την άλλη μόλις έφταναν στο χείλος του γκρεμού.

Στη μονή του Σέλτσου
Το τρίτο σώμα κατευθύνθηκε προς τα βουνά Τζουμέρκα. Από εκεί οι Σουλιώτες στράφηκαν προς το μοναστήρι του Σέλτσου, στα όρια των νομών Καρδίτσας και Άρτας, όπου το 1804 έγινε ο λεγόμενος «χαλασμός» των Μποτσαραίων από τα στρατεύματα του Αλή πασά και επαναλήφθηκε το δράμα του Ζαλόγγου. Τον Ιανουάριο, οι Μποτσαραίοι που είχαν οχυρωθεί στο μοναστήρι, κατόρθωσαν να αποκρούσουν τις δυνάμεις του Αλή πασά. Όμως, τον Απρίλιο του ίδιου έτους, σε νέα εκστρατεία, το μοναστήρι εκπορθήθηκε ύστερα από πολιορκία. Συγκεκριμένα, στις 20 Απριλίου οι πολιορκημένοι επιχείρησαν έξοδο, κατά την οποία μόνο 50 άτομα κατόρθωσαν να διαφύγουν. Πολλοί σκοτώθηκαν, όπως ο Γούσης και ο Γιαννάκης Μπότσαρης, και η κόρη του Νότη, Ελένη Μπότσαρη, ενώ μεταξύ άλλων αιχμαλωτίστηκαν ο Νότης και ο Μάρκος Μπότσαρης. Στην πλατεία μπροστά από το μοναστήρι, πολλά γυναικόπαιδα, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν την ατίμωση, χόρεψαν το μακάβριο χορό και έπεσαν από τα βράχια στον ποταμό Αχελώο, από ύψος 400 μέτρων, όπου και πνίγηκαν. Ο χώρος της πλατείας αυτής ονομάζεται από τότε η «Πλατεία του Χορού». Έτσι και τα δύο σώματα εκμηδενίστηκαν σχεδόν τελείως και όσοι σώθηκαν, κατέφυγαν στο Αγρίνιο, στη Ναύπακτο, στο Μεσολόγγι και στα Επτάνησα. Οι Σουλιώτες που έμεναν στην Πάργα, κατά την εποχή της διαμάχης μεταξύ Αλή πασά και της Υψηλής Πύλης, αποβλέποντας να ξανακερδίσουν την πατρίδα τους, πήραν πότε το μέρος του ενός και πότε του άλλου αντιπάλου. Αρχικά, οι Τούρκοι τους υποσχέθηκαν ότι θα τους έδιναν ξανά την πατρίδα τους και την ελευθερία τους, γι’ αυτό και τους βοήθησαν κατά του Αλή πασά. Επειδή όμως οι Τούρκοι δεν τήρησαν τις υποσχέσεις τους, συντάχθηκαν με τον Αλή, ξαναγύρισαν στο Τετραχώρι στις 12 Δεκεμβρίου 1820 και πολεμούσαν κατά των Τούρκων. Μετά την καταστολή της ανταρσίας του Αλή, η Υψηλή Πύλη όμως στράφηκε εναντίον τους, καθώς είχαν συμμαχήσει με τον Αλή πασά, και την εκστρατεία ανέλαβε ο Χουρσίτ πασάς, που αντικατέστησε τον ανίκανο Τούρκο στρατηγό Πασόμπεη.
Το χειμώνα του 1822 κατά του Σουλίου στάλθηκε ισχυρή δύναμη Τουρκαλβανών (14.000 άνδρες) με αρχηγό τον Χουρσίτ πασά που πολιόρκησε τους Σουλιώτες (1.000 άνδρες) στην Κιάφα και επακολούθησαν οι μάχες του Ναβαρίκου και των Χωνίων, όπου έλαβαν μέρος και Σουλιώτισσες. Στο μεταξύ ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση και οι Σουλιώτες ζήτησαν βοήθεια από τα ελληνικά στρατεύματα. Η επιχείρηση όμως αυτή των Ελλήνων απέτυχε, ιδίως μετά την ατυχή μάχη στο Πέτα που διεξήχθη στον ομώνυμο οικισμό του νομού Άρτας, στις 4 Ιουλίου 1822, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων.

Η μάχη του Πέτα
Στα τέλη Ιουνίου του 1822, για να βοηθήσει τους πολιορκημένους Σουλιώτες, έσπευσε αυτοπροσώπως ο τότε πρόεδρος του Εκτελεστικού, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που τέθηκε επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος, αλλά οι δυνάμεις του ήταν δυσανάλογα μικρές αριθμητικά σε σύγκριση μ’ αυτές του Χουρσίτ. Επρόκειτο για δύναμη που απαρτιζόταν από 1.000 Πελοποννήσιους, 500 Μανιάτες με αρχηγό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, 300 Επτανήσιους, 350 άνδρες του τακτικού ελληνικού στρατού και ένα τάγμα Φιλελλήνων. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Μαυροκορδάτος δεν είχε στρατιωτική εμπειρία με αποτέλεσμα να διαπράξει το λάθος να διασπάσει και να διασπείρει τις ολιγάριθμες δυνάμεις του. Πριν ακόμα περάσει από την Πελοπόννησο απέναντι στο Μεσολόγγι, έστειλε πριν απ’ αυτόν το Μαυρομιχάλη με τους 500 Μανιάτες στο Φανάρι της Ηπείρου (στο βόρειο τμήμα του Αμβρακικού κόλπου), όπου, όμως, μόλις αποβιβάστηκε, περικυκλώθηκε από 4.000 Τουρκαλβανούς και σκοτώθηκε πολεμώντας γενναία.
Αρχικά ο Μαυροκορδάτος στρατοπέδευσε στο Κομπότι της Άρτας, όπου μάλιστα και κατατρόπωσε σύνταγμα τουρκικού ιππικού, αλλά αντί να βαδίσει με το σύνολο των δυνάμεών του κατά της Άρτας, άλλους τους έστειλε στα «Πέντε Πηγάδια» για να βοηθήσουν το Σούλι, ο ίδιος με άλλους έφυγε στο Λαγκαδά, άφησε μερικούς στο Κομπότι και το κύριο σώμα το διέταξε να βαδίσει προς το χωριό Πέτα. Γενικός πάντως αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων στο σύνολό τους ήταν ο ίδιος, αλλά πήγε στο Λαγκαδά με τον Γρίβα για να εξασφαλίσει τον επισιτισμό, και ως γενικό επιτελάρχη του, κατά κάποιο τρόπο, είχε το Γερμανό στρατηγό κόμη Έρενφελς.
Ο κορμός λοιπόν του στρατού του Μαυροκορδάτου στάλθηκε προς την περιοχή του Πέτα, και αποτελείτο από 2.000 περίπου άνδρες και περιλάμβανε το τάγμα των Φιλελλήνων υπό τον Ιταλό Δάνια,[2] από το πρώτο πεζικό σύνταγμα (την πρώτη μονάδα τακτικού στρατού που συγκροτήθηκε) υπό τον Ιταλό Ταρέλλα, από τη «Φάλαγγα των Επτανησίων» υπό τον Πανά, από δύναμη πυροβολικού από δύο κανόνια υπό τον Ελβετό Μπράντλι, και από μικρότερες ομάδες διαφόρων Ελλήνων οπλαρχηγών. Η τοποθεσία δίπλα στο χωριό Πέτα, όπου βρίσκονταν οι ελληνικές δυνάμεις, ήταν κατάλληλη, επειδή προστατευόταν από πολλές σειρές υψωμάτων. Η ελληνική παράταξη είχε την εξής διάταξη: Στην πρώτη γραμμή άμυνας, το δεξιό πλάγιο κατείχαν οι Επτανήσιοι, το κέντρο οι δυνάμεις του τακτικού στρατού και το αριστερό πλάγιο οι Φιλέλληνες. Στη δεύτερη γραμμή άμυνας (στη δεύτερη σειρά υψωμάτων) το δεξιό πλάγιο κατείχε ο περίφημος για την ανδρεία του, αλλά που λίγο τον εμπιστεύονταν, εξαιτίας των δεσμών του με τους Τούρκους, Γώγος Μπακόλας, μαζί με Έλληνες οπλαρχηγούς, το κέντρο ο Βαρνακιώτης και το αριστερό πλάγιο ο Μάρκος Μπότσαρης. Εφεδρεία ήταν οι οπλαρχηγοί Ίσκος και Γάτσος.
Στις 4 Ιουλίου η ελληνική δύναμη συγκρούστηκε με αριθμητικά ανώτερες δυνάμεις Τουρκαλβανών (8.000 άνδρες), που εξόρμησαν από την Άρτα υπό τον πασά της Άρτας Ισμαήλ Πλιάσα και τον Ρεσίτ πασά ή Κιουταχή. Τις πρώτες κατά μέτωπο επιθέσεις των Τούρκων οι Έλληνες και οι Φιλέλληνες της πρώτης γραμμής άμυνας τις απέκρουσαν όλες αν και ήταν ολιγάριθμοι και πολεμούσαν ακάλυπτοι (δηλαδή όχι ταμπουρωμένοι). Οι Τούρκοι όμως, που διέθεταν πολύ περισσότερες δυνάμεις, έκαναν κυκλωτική κίνηση κι από τις δυο πλευρές των ελληνικών παρατάξεων, που πέτυχε, ιδίως στο δεξί πλάγιο, εξαιτίας άστοχης ενέργειας του Μπακόλα, ο οποίος άφησε την τουρκική εμπροσθοφυλακή να περάσει με σκοπό να την κυκλώσει. Η εμφάνισή της όμως μπρος στους Έλληνες, οι οποίοι αγνοούσαν ότι επρόκειτο για ολιγάριθμο τμήμα, προκάλεσε ταραχή και σύγχυση, που την αύξησε η κραυγή: «Προδοσία! Προδοσία!». Βλέποντας την κατάσταση αυτή πήραν θάρρος και οι Τούρκοι που επιτίθονταν κατά μέτωπο, και ενώ είχαν ήδη αρχίσει να υποχωρούν, επανέλαβαν τις επιθέσεις τους με μεγαλύτερη τώρα λύσσα. Αυτό που ακολούθησε ήταν πραγματική πανωλεθρία.
Πρέπει να τονιστεί όμως η γενναιότητα των Φιλελλήνων και του τακτικού στρατού των Ελλήνων. Αυτοί σχημάτισαν τελικά το περίφημο «τετράγωνο» της τακτικής του Ναπολέοντα («μπαταγιόν καρέ») και έπεσαν μέχρι ενός. Σκοτώθηκαν οι Ιταλοί Δάνια και Ταρέλλα, ο Πολωνός Μιρζέφσκι, ο Γάλλος Μινιάκ κ.α. Ο Γερμανός Νόρμαν τραυματίστηκε και ανάγγειλε τη μεγάλη συμφορά στο Μαυροκορδάτο με την περίφημη φράση: «Πρίγκιπα, χάσαμε τα πάντα εκτός από την τιμή!».
Συνολικά κατά τη μάχη του Πέτα σκοτώθηκαν τα 2/3 των Φιλελλήνων, οι μισοί Επτανήσιοι και το 1/3 των δυνάμεων του τακτικού στρατού. Επίσης, μετά τη μάχη, σκοτώθηκαν κι οι αιχμάλωτοι, κατά τη συνήθεια των Τούρκων. Η συμφορά υπήρξε πολύ αισθητή. Μετά την καταστροφή στο Πέτα, ο Μαυροκορδάτος με τα λείψανα του στρατού αποσύρθηκε στο Μεσολόγγι, του οποίου άρχισε η πρώτη πολιορκία και η Στερεά Ελλάδα πέρασε σχεδόν ολόκληρη στην εξουσία των Τούρκων.Το γεγονός αυτό ανάγκασε τους Σουλιώτες, που ήταν πολιορκημένοι στην Κιάφα και στερούνταν τα τρόφιμα και τα πυρομαχικά, να συνθηκολογήσουν με τον Ομέρ Βρυώνη και να υπογράψουν στο αγγλικό προξενείο στην Πρέβεζα, στις 28 Ιουλίου 1822, συνθήκη παράδοσης της Κιάφας. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1822, επιβιβάστηκαν σε 27 πλοία με τη συνοδεία 2 αγγλικών πολεμικών και εγκαταλείψουν, αυτή τη φορά οριστικά οι περισσότεροι, τα εδάφη τους. Κατέπλευσαν στο λιμάνι της Άσσου στην Κεφαλληνιά, όπου αποβιβάστηκαν. Πολλοί έπειτα πήγαν από εκεί στην Κέρκυρα με τις οικογένειές τους, ενώ αρκετές από τις σπουδαιότερες φάρες των Σουλιωτών κατέφυγαν στο Μεσολόγγι, όπου βρισκόταν ο Μάρκος Μπότσαρης και αγωνίστηκαν στο πλευρό των άλλων Ελλήνων κατά την πολιορκία, και, μετά την Έξοδο, και σε άλλες πολεμικές συγκρούσεις, έως το τέλος της Επανάστασης. Το Σούλι εγκαταλείφτηκε οριστικά.

Υποσημειώσεις:
[1] Πολλές φορές οι τοπάρχες των Ιωαννίνων αναγκάζονταν να πληρώνουν φόρο σε διάφορες φάρες των Σουλιωτών για να διαφυλάξουν τις επαύλεις και τα χωράφια τους. Σοβαρές υπήρξαν οι συγκρούσεις των Σουλιωτών με τον Χατζή Αχμέτ το 1721, με τον Μουσταφά πασά το 1754 κ.α.
[2] Το τάγμα αυτό συνίστατο από δύο λόχους, από τους οποίους ο ένας αποτελείτο από Γερμανούς και Πολωνούς υπό τον Πολωνό Μιρζέφσκι, και ο άλλος από Γάλλους και Ιταλούς υπό τον Ελβετό Σεβαλιέ.

1 Οκτ 2009

Γεώργιος Παπανικολάου

Διάσημος Έλληνας γιατρός, παθολογοανατόμος, βιολόγος και ερευνητής, που γεννήθηκε στην Κύμη της Εύβοιας το 1883 και πάθανε στο Μαϊάμι των ΗΠΑ το 1962. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε το 1904 και το 1907 πήγε στη Γερμανία, όπου παρακολούθησε μαθήματα βιολογίας στο πανεπιστήμια της Ιένας (του καθηγητή Χαίκκελ) και του Φράιμπουργκ (του καθηγητή Βάισμαν). Στη συνέχεια γράφτηκε στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, όπου παρακολούθησε τα μαθήματα του καθηγητή Ρίχαρντ Έρτβιχ, στο εργαστήριο του οποίου άρχισε την πρώτη βιολογική του έρευνα «επί του καθορισμού του φύλου εις τα οστρακόδερμα της οικογενείας των δαφνιδών». Αφού αναγορεύτηκε διδάκτορας των φυσικών επιστημών στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, επέστρεψε το 1910 στην Αθήνα. Στη συνέχεια πήγε στη Γαλλία, όπου εργάστηκε ως βιολόγος στο ωκεανογραφικό Ινστιτούτο του Μονακό, συμμετέχοντας και σε ωκεανογραφική εξερεύνηση του πρίγκιπα του Μονακό το 1911. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, υπηρέτησε ως ανθυπίατρος στους Βαλκανικούς πολέμους και το 1913 αναχώρησε για τις ΗΠΑ, όπου (έπειτα από μια σύντομη θητεία βοηθού στο παθολογοανατομικό τμήμα του Νοσοκομείου της Νέας Υόρκης) εργάστηκε ως βοηθός στον κλάδο της ανατομίας στο πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης. Στη συνέχεια εκλέχθηκε υφηγητής, έκτακτος καθηγητής και τέλος τακτικός καθηγητής της ανατομίας και ιστολογίας στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου αυτού, όπου παρέμεινε 47 χρόνια.
Μετά από σειρά εργασιών πάνω στην εκφυλιστική κληρονομική επίδραση του οινοπνεύματος στα ινδικά χοιρίδια, ο Παπανικολάου στράφηκε προς την έρευνα προβλημάτων που σχετίζονται με την αναπαραγωγή και τη λειτουργία των γεννητικών οργάνων, τον καθορισμό του φύλου, τη λειτουργία των ενδοκρινών αδένων και των φυλετικών ορμονών. Κατά τη διάρκεια των επιστημονικών του ερευνών εφάρμοσε μια πρωτότυπη μέθοδο, που ο ίδιος επινόησε, τη μέθοδο των επιχρισμάτων με διάφορα υγρά του οργανισμού, ειδικά παρασκευασμένα και χρωματισμένα αρχικά στα ινδικά χοιρίδια και μετά σε άλλα θηλαστικά. Με τη χρήση της μεθόδου αυτής, που την τελειοποίησε τεχνικά, απέδειξε την ύπαρξη τακτικής περιοδικότητας στο γεννητικό σύστημα των θηλέων στα τρωκτικά και σε άλλα κατώτερα θηλαστικά. Η εφαρμογή της μεθόδου αυτής σε ευρύτερη κλίμακα άνοιξε νέα περίοδο μεγάλης δραστηριότητας στην ενδοκρινολογία και τη μελέτη και απομόνωση των φυλετικών ορμονών.
Το 1923 εφάρμοσε τη μέθοδό του σε γυναίκες, αρχικά για μελέτη των φυσιολογικών γεννητικών λειτουργιών και στη συνέχεια για τη διάγνωση του καρκίνου της μήτρας και η οποία συνίσταται στην κυτταρολογική μελέτη των προϊόντων της αποφολίδωσης των επιθηλίων. Η μέθοδος αυτή, γνωστή διεθνώς ως μέθοδος Παπανικολάου (Pap test) εφαρμόζεται σήμερα σε όλο τον κόσμο για την έγκαιρη διάγνωση των νεοπλασιών, ιδιαίτερα του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.
Η πρώτη του ανακοίνωση για τη χρησιμότητα της κυτταρολογικής μεθόδου για τη διάγνωση του καρκίνου του αυχένα της μήτρας, που έγινε το 1928, έγινε δεκτή με πολύ σκεπτικισμό, επειδή η γνώμη που επικρατούσε τότε ήταν ότι η διάγνωση του καρκίνου με τη μελέτη των αποφολιδούμενων κυττάρων ήταν πρακτικά ανεφάρμοστη. Τέτοια διάγνωση θεωρείτο δυνατή μόνο με την τομή του πάσχοντος οργάνου.
Η εργασία του, που βοηθήθηκε από το «Commonwealth Fund», επεκτάθηκε σε ευρύτερη μελέτη των κυτταρολογικών αλλοιώσεων σε περιπτώσεις καρκίνου του αυχένα της μήτρας και του ενδομητρίου, και τα πορίσματά της δημοσιεύθηκαν το 1943 μαζί με αυτά του καθηγητή της γυναικολογίας Έρμπερτ Τράουτ σε ειδική μονογραφία με τον τίτλο «Διάγνωση του καρκίνου της μήτρας μέσω των κολπικών επιχρισμάτων». Η δημοσίευση της εργασίας αυτής δημιούργησε έντονο ενδιαφέρον και προκάλεσε τη δοκιμαστική χρησιμοποίηση της μεθόδου σε διάφορα νοσοκομεία. Το 1944 έγινε η πρώτη εφαρμογή της μεθόδου στη διάγνωση του καρκίνου των οργάνων του ουροποιητικού συστήματος και στη συνέχεια του αναπνευστικού, πεπτικού και άλλων συστημάτων του οργανισμού.
Ο Παπανικολάου με τις εργασίες τους αυτές θεωρείται ότι έγινε θεμελιωτής ενός νέου επιστημονικού κλάδου της «αποφολιδωτικής κυτταρολογίας», που βασίζεται στη μελέτη των αποφολιδούμενων κυττάρων του οργανισμού στις διάφορες κοιλότητες του σώματος. Η εφαρμογή της μεθόδου, που χρησιμοποίησε στις έρευνές του, και η οποία προς τιμή του ονομάστηκε «Μέθοδος Παπανικολάου», άνοιξε νέους ευρείς ορίζοντες στη γενετήσια φυσιολογία και ενδοκρινολογία, όπως και στη μελέτη και διάγνωση του καρκίνου.
Οι επιστημονικές εργασίες του Παπανικολάου που δημοσιεύθηκαν υπερβαίνουν τις 100, μεταξύ των οποίων τρεις ειδικές μονογραφίες.
Ο Παπανικολάου τιμήθηκε με πλήθος διακρίσεων και επιστημονικών βραβείων, μεταξύ των οποίων σημαντικότερες είναι: το μετάλλιο τιμής της Αμερικανικής Εταιρείας Καρκινολογίας, το 1952 και το βραβείο Λάσκαρ, η μεγαλύτερη επιστημονική διάκριση των Ηνωμένων Πολιτειών. Υπήρξε επίσης μέλος της Ιατρικής Ακαδημίας Νέας Υόρκης, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών Νέας Υόρκης, αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Κυτταρολογικής Εταιρείας Νέας Υόρκης, επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών και άλλων ξένων πανεπιστημίων και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Το 1960 η Ακαδημία Αθηνών, μαζί με άλλα επιστημονικά Αμερικανικά ιδρύματα, υπέβαλε γι’ αυτόν υποψηφιότητα για το βραβείο Νόμπελ ιατρικής. Τελικά όμως δεν του απονεμήθηκε με την αιτιολογία ότι ο Παπανικολάου υπήρξε επινοητής της μεθόδου και όχι εφευρέτης φαρμάκου. Στα τελευταία χρόνια πριν από τον θάνατό του ανέλαβε την οργάνωση και τη διεύθυνση του Ινστιτούτου Ερευνών «Παπανικολάου», που ιδρύθηκε προς τιμή του στο Μαϊάμι της Φλόριντα. Στενός συνεργάτης στις επιστημονικές του δραστηριότητες υπήρξε η γυναίκα του Μάχη Μαυρογένη, η οποία προσπάθησε να συνεχίσει το έργο του, μετά τον θάνατό του.
Στη μνήμη του διάσημου Έλληνα ιατρού κυκλοφόρησαν γραμματόσημα στην Ελλάδα (1973) και στις ΗΠΑ (1977).

Χρώση κατά Παπανικολάου
Είναι μια κυτταρολογική εργαστηριακή μέθοδος χρώσης διαφόρων εκκριμάτων του σώματος προς αναζήτηση κυττάρων κακοήθων εξεργασιών, ιδιαίτερα των νεοπλασματικών. Με τη μέθοδο αυτή λαμβάνονται τα εκκρίματα από το αναπνευστικό, το πεπτικό, το ουρογεννητικό κλπ. Συστήματα, τα οποία πάντοτε περιέχουν ελεύθερα κύτταρα που αποσπάστηκαν από τα παραπάνω συστήματα, τα οποία ,ε διάφορες ειδικές χρωστικές ουσίες χρωματίζονται και έτσι γίνονται ευδιάκριτα για να μελετηθούν με το μικροσκόπιο. Μεταξύ των κυττάρων αυτών βρίσκονται μερικές φορές και κύτταρα που αποχωρίστηκαν από κάποια νεοπλασματική εστία. Ιδιαίτερη αξιοπιστία παρουσιάζει η μέθοδος στην εξακρίβωση ύπαρξης καρκίνου της μήτρας και μάλιστα στο στάδιο πριν την εξάπλωσή του, οπότε και η εγχείρηση απαλλάσσει την άρρωστη από τον θανάσιμο κίνδυνο. Το έκκριμα λαμβάνεται με αναρρόφηση και με επιπόλαια απόξεση του τραχήλου της μήτρας, όπου συνηθέστερα αναπτύσσεται αρχικά ο καρκίνος της μήτρας. Και αφενός μεν το υλικό που λαμβάνεται με απόξεση δίνει υψηλού βαθμού ακρίβεια διάγνωσης του καρκίνου του τραχήλου, αφετέρου δε με αναρρόφηση, μικρότερης ακρίβειας διάγνωση από την προηγούμενη, αποκαλύπτει καρκίνο όχι μόνον του τραχήλου, αλλά και του ενδομητρίου, των σαλπίγγων και της ωοθήκης. Σύμφωνα με τον Παπανικολάου, τα εξεταζόμενα κύτταρα διαιρούνται σε 4 κατηγορίες από πλευράς κακοήθειας. Από αυτές οι δυο πρώτες στερούνται κακοήθειας, η δε τρίτη και τέταρτη αντιπροσωπεύουν κύτταρα αυξανόμενου βαθμού κακοήθειας.
Ευνόητη είναι η τεράστια σημασία της μεθόδου για την αποκάλυψη νεοπλασματικών αλλοιώσεων στα αρχικά τους στάδια, οπότε και η χειρουργική θεραπεία είναι αποτελεσματική. Κάθε εξέλκωση του τραχήλου της μήτρας πρέπει να θεωρείται ύποπτη κακοήθειας, να ελέγχεται εγκαίρως και ο έλεγχος αυτός να επαναλαμβάνεται κατά διαστήματα μέχρι πλήρους ίασης της εξέλκωσης. Επίσης, ασυνήθιστη εκροή από τη θηλή των μαστών πρέπει αμέσως να υποβάλλεται στην κατά Παπανικολάου εξέταση, το Pap test, όπως εν συντομία λέγεται στο εξωτερικό. Η εξέταση αυτή γίνεται από εξειδικευμένους στην κυτταρολογία ιατρούς.

Pap test
Κυτταρολογική εργαστηριακή μέθοδος που επινοήθηκε από τον Έλληνα ιατρό Γεώργιο Παπανικολάου (στον οποίον οφείλει και τη διεθνή της ονομασία) για την έγκαιρη διάγνωση των νεοπλασιών του τραχήλου της μήτρας. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή αφαιρούνται κύτταρα από την επιφάνεια του τραχήλου της μήτρας, επιστρώνονται σε αντικειμενοφόρο πλάκα, μονιμοποιούνται, χρωματίζονται με κατάλληλες χρωστικές για την ανάδειξη των πυρήνων και του κυτταροπλάσματος και εξετάζονται στο μικροσκόπιο, για να ανιχνευθούν ανώμαλα κύτταρα τα οποία είναι ή μπορούν να γίνουν καρκινικά.
Εδώ και πολλά χρόνια, είναι παγκοσμίως παραδεκτό ότι χάρη στις κυτταρολογικές εξετάσεις οι θάνατοι από καρκίνο της μήτρας έχουν υποδιπλασιαστεί, ενώ η αναλογία των καρκίνων που ανιχνεύονται στα αρχικά στάδια διπλασιάστηκε. Χάρη στο τεστ, ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας, ο οποίος αποτελούσε άλλοτε το συχνότερο είδος καρκίνου στις γυναίκες, σήμερα βρίσκεται στη 13η θέση. Κάτω από άριστες συνθήκες λήψης και μονιμοποίησης του υλικού, όσον αφορά τη διάγνωση του πρώιμου καρκίνου, δηλαδή της ενδοεπιθηλιακής βλάβης, η αξιοπιστία του τεστ κυμαίνεται διεθνώς από 70% έως 80%.
Σύμφωνα με τις οδηγίες της Αμερικανικής Κυτταρολογικής Εταιρείας, οι οποίες εκπονήθηκαν ύστερα από μακροχρόνιες πληθυσμιακές μελέτες, το πρώτο τεστ πρέπει να γίνεται τρία χρόνια μετά την πρώτη πλήρη σεξουαλική επαφή και πάντως όχι αργότερα από το 21ο έτος. Επίσης, θα πρέπει να επαναλαμβάνεται ετησίως, εφόσον τα ευρήματα δεν υπαγορεύουν συντομότερα την επανεκτίμηση. Μετά το 30ο έτος της ηλικίας, γυναίκες οι οποίες είχαν τρία συνεχή αρνητικά τεστ (δηλαδή χωρίς ιδιαίτερα παθολογικά ευρήματα) μπορούν να ελέγχονται ανά διετία, εκτός αν υπάρχει διαφορετική ιατρική οδηγία. Γυναίκες άνω των 70 ετών μπορούν να σταματήσουν να κάνουν τεστ όταν έχουν επισκοπικά άψογο τράχηλο, έχουν προηγηθεί τουλάχιστον τρία αρνητικά τεστ και δεν έχει διαπιστωθεί κατά τα τελευταία 10 χρόνια οποιαδήποτε κυτταρολογική ανωμαλία που συνηγορεί για ενδοεπιθηλιακή βλάβη.Τελευταία, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις νέες τεχνολογίες, οι οποίες αυξάνουν την αξιοπιστία της συγκεκριμένης εξέτασης, όπως η κυτταρολογία υγρής φάσης, που διαφέρει από το συμβατικό τεστ ως προς τη μέθοδο παρασκευής του υλικού.

27 Σεπ 2009

Η ιστορία των Εβραίων Χριστιανών

Η περίοδος 30-66 μ.Χ.
Ο Ιησούς Χριστός και οι πρώτοι μαθητές του, περίπου 120 μετά τη Σταύρωση, και 3.000 μετά την Πεντηκοστή (Πράξεις 1:15, 2:41), ήταν όλοι Εβραίοι. Η Εκκλησία - που γεννήθηκε την Πεντηκοστή (30 μ.Χ.), όπως αναφέρει η Καινή Διαθήκη - λίγα χρόνια αργότερα, αποτελείτο από μυριάδες[1] Ιουδαίους που είχαν πιστέψει στον αναστημένο Ιησού (Πράξεις 21:20).
Έτσι, στην πρώιμη αυτή περίοδο, ο Χριστιανισμός ήταν αποκλειστικά εβραϊκός, από πληθυσμιακή και θρησκευτική άποψη και στα θρησκευτικά θέματα εμφανιζόταν ως μια ιουδαϊκή αίρεση (με την έννοια σχολή ή ρεύμα), μαζί με τους Φαρισαίους, Σαδδουκαίους και Εσσαίους. Οι Εθνικοί[2] που προσέρχονταν στην Εκκλησία, ήταν ήδη προσήλυτοι στον Ιουδαϊσμό και είχαν αποδεχτεί σε κάποιο βαθμό την υπακοή στο Νόμο του Μωυσή. Οι μαθητές του Ιησού δε φαίνεται να έκαναν προσπάθεια να ευαγγελίσουν τους Εθνικούς, γιατί πίστευαν ότι αυτοί δεν μπορούσαν να γίνουν αποδέκτες του Ευαγγελίου, αν πρώτα δε γίνονταν προσήλυτοι στον Ιουδαϊσμό. Χρειάστηκε μια ειδική αποκάλυψη στον απόστολο Πέτρο (Πράξεις 10), για να ξεκινήσει η διάδοση του Χριστιανισμού μεταξύ των Εθνικών.
Η μεταστροφή του Κορνήλιου και όλου του οίκου του, που ακολουθήθηκε από την αποτελεσματική δράση του αποστόλου Παύλου μεταξύ των Εθνών, δημιούργησε την πρώτη κρίση μέσα στην Εκκλησία. Ποια έπρεπε να είναι η θέση των Εθνικών Χριστιανών; Η ίδια η κρίση, όπως και η συζήτηση που επακολούθησε, περιορίστηκε μόνο μεταξύ των Εβραίων μαθητών του Ιησού Χριστού: το ένα μέρος ισχυριζόταν ότι οι Εθνικοί σώζονται μόνο δια της πίστης στον Ιησού ως αναστημένο Μεσσία, ενώ το άλλο απαιτούσε οι Εθνικοί πρώτα να υποταχθούν στο Νόμο του Μωυσή, και μετά θα μπορούσαν να σωθούν με την αποδοχή του Ιησού.
Αυτή η πρώτη κρίση οδήγησε στη Σύνοδο της Ιερουσαλήμ (50 μ.Χ.), όπου οι διαφωνούντες συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν το θέμα (Πράξεις 15:5-21). Οι μαρτυρίες του Πέτρου και του Παύλου επηρέασαν τη Σύνοδο, καθώς ανέφεραν ότι οι Εθνικοί λάμβαναν τη σωτηρία και τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, μόνο δια της πίστεως στον Ιησού Χριστό, παραμένοντας Εθνικοί.
Το αποτέλεσμα αυτής της Συνόδου φαίνεται από την επιστολή που έγραψε ο Ιάκωβος, ο οποίος ήταν επικεφαλής στην Εκκλησία της Ιερουσαλήμ. Οι δυο ομάδες Χριστιανών (Εθνικοί και Ιουδαίοι) μπορούσαν να παραμένουν διαφορετικοί, αλλά ενωμένοι. Οι απόστολοι και οι υπόλοιποι Εβραίοι Χριστιανοί ηγέτες καθόρισαν ως πλαίσιο εκείνο, που μπορεί να ονομαστεί ως το «κεφάλαιο του Χριστιανισμού των Εθνικών» (Πράξεις 15:22-29): «Τότε, φάνηκε εύλογο στους αποστόλους και στους πρεσβύτερους, μαζί με ολόκληρη την εκκλησία, να εκλέξουν από ανάμεσά τους κάποιους άνδρες, και να στείλουν στην Αντιόχεια, μαζί με τον Παύλο και τον Βαρνάβα, τον Ιούδα, που αποκαλείται Βαρσαβάς, και τον Σίλα, άνδρες προεστούς ανάμεσα στους αδελφούς. Και διαμέσου αυτών έγραψαν τα εξής: Οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι και οι αδελφοί, προς τους αδελφούς από τα έθνη, που βρίσκονται στην Αντιόχεια και τη Συρία και την Κιλικία, χαίρετε. Επειδή ακούσαμε ότι μερικοί, που βγήκαν από μας, σας τάραξαν με λόγια και διαστρέφουν τις ψυχές σας, λέγοντας να κάνετε περιτομή και να τηρείτε το νόμο, στους οποίους εμείς αυτό δεν το παραγγείλαμε, φάνηκε εύλογο σε μας, αφού συγκεντρωθήκαμε με την ίδια γνώμη, να εκλέξουμε κάποιους άνδρες και να τους στείλουμε σε σας, μαζί με τους αγαπητούς μας Βαρνάβα και Παύλο, ανθρώπους που παρέδωσαν τις ψυχές τους υπέρ του ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Στείλαμε, λοιπόν, τον Ιούδα και τον Σίλα για να σας αναγγείλουν προφορικά και αυτοί τα ίδια. Επειδή, φάνηκε εύλογο στο Άγιο Πνεύμα και σε μας, να μη επιβάλουμε σε σας κανένα βάρος περισσότερο, εκτός από τούτα τα αναγκαία, να απέχετε από ειδωλόθυτα και από αίμα, και πνιχτό και πορνεία, από τα οποία φυλάγοντας τον εαυτό σας, θα πράξετε καλά. Υγιαίνετε».
Το πλαίσιο για τη χριστιανική συμπεριφορά των Εθνικών ήταν διαφορετικό από αυτό για τους Εβραίους Χριστιανούς. Αυτό φαίνεται από τις Πράξεις 21:20-25: «Κι εκείνοι, όταν τα άκουσαν, δόξαζαν τον Κύριο και του είπαν (του Παύλου): Βλέπεις, αδελφέ, πόσες μυριάδες είναι από τους Ιουδαίους που πίστεψαν, και όλοι αυτοί είναι ζηλωτές του νόμου. Έμαθαν, μάλιστα, για σένα ότι διδάσκεις όλους τους Ιουδαίους ανάμεσα στα έθνη να αποστατήσουν από τον Μωυσή, λέγοντας να μη κάνουν περιτομή στα παιδιά τους ούτε να περπατούν σύμφωνα με τα έθιμα. Τι πρέπει λοιπόν να γίνει; Πρόκειται, σίγουρα, να συγκεντρωθεί πλήθος, επειδή θα ακούσουν ότι ήρθες. Κάνε, λοιπόν, τούτο που σου λέμε: Βρίσκονται κοντά μας 4 άνδρες, που έχουν επάνω τους ευχή. Παρ’ τους, καθαρίσου μαζί τους, και δαπάνησε γι’ αυτούς, για να ξυριστούν στο κεφάλι, και να γνωρίσουν όλοι ότι δεν υπάρχει τίποτε από όσα έμαθαν για σένα, αλλά ακολουθείς κι εσύ φυλάσσοντας το νόμο. Όσο για τα έθνη που πίστεψαν, εμείς γράψαμε, καθώς αποφασίσαμε να μη φυλάσσουν τίποτε τέτοιο, παρά μονάχα να απέχουν από το ειδωλόθυτο, και το αίμα, και πνιχτό ζώο και πορνεία».
Όσον αφορά την προσωπική τους σωτηρία, Ιουδαίοι και Εθνικοί βρίσκονταν στην ίδια βάση, γιατί και οι δύο έπρεπε να πιστεύουν στον Ιησού Χριστό. Όμως, οι δυο τους συμπεριφέρονταν στον εξωτερικό τρόπο ζωής τους εντελώς διαφορετικά.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο σημείο όπου η διαφορά ήταν εμφανής. Η διαφορά στην εξωτερική συμπεριφορά τους φαίνεται και από τα ονόματα με τα οποία οι δυο ομάδες αποκαλούνταν μεταξύ τους κι από τους έξω. Οι Εθνικοί πιστοί ονομάζονταν «Χριστιανοί» (Πράξεις 11:26), ενώ οι Ιουδαίοι πιστοί ονομάζονταν «Ναζωραίοι» (ή «Ναζαρηνοί»). Αυτό το όνομα φαίνεται ότι χρησιμοποιούσε και αργότερα ο απόστολος Παύλος, όταν κατηγορήθηκε: «Επειδή, βρήκαμε τούτο τον άνθρωπο ότι είναι φθοροποιός, και διεγείρει στάσεις ανάμεσα σε όλους τους Ιουδαίους ανά την οικουμένη, και είναι πρωτοστάτης της αίρεσης των Ναζωραίων» (Πράξεις 24:5).
Ο όρος «Ναζωραίος» (ή «Ναζαρηνός») προέρχεται από την εβραϊκή λέξη «νετσέρ» που απαντάται στον Ησαΐα (11:1) και σημαίνει «κλάδος», ένας προφητικός χαρακτηρισμός-απεικόνιση του Μεσσία. Γι’ αυτό, οι πρώτοι Εβραίοι ακόλουθοι του Ιησού αποκαλούνταν «Ναζωραίοι», όχι τόσο για να δηλώσουν τοπική καταγωγή από τη Ναζαρέτ, απ’ όπου καταγόταν ο Χριστός, αλλά για να δηλώσουν το μεσσιανικό χαρακτήρα της πίστης τους. Έτσι, ο όρος «Ναζωραίοι» είναι ο ευρύτερα χρησιμοποιούμενος όρος από τους πρώτους μαθητές του Ιησού, αν και άλλοι όροι χρησιμοποιούνταν επίσης, όπως «άγιοι», «τέκνα φωτός», «ακόλουθοι της Οδού» (Πράξεις 24:14, 22).
Αυτή η περίοδος ανέδειξε τον πρώτο Χριστιανό μάρτυρα, τον Στέφανο (Πράξεις 7:54-60), που ήταν ένας Εβραίος Χριστιανός. Μετά φονεύθηκε ο Ιάκωβος, ο αδελφός του Ιωάννη (Πράξεις 12:2), και αργότερα έλαβε χώρα το μαρτύριο του Ιακώβου, του αδελφόθεου, του ηγέτη των Εβραίων Χριστιανών. Το επεισόδιο αυτό αναφέρεται και από τον Ιώσηπο.[3]
Ο Ιάκωβος ήταν μια κυρίαρχη πνευματική προσωπικότητα εκείνης της περιόδου. Ως «αδελφός» του Χριστού, θεωρείτο ηγέτης της Εκκλησίας και καθοδηγητική της κεφαλή. Όταν δολοφονήθηκε, το 62 μ.Χ., ο Σίμων, «αδελφός» του Ιησού (ή μάλλον ξάδελφος, κατά τον ιστορικό Ηγήσιππο), ανέλαβε την ηγεσία της Εκκλησίας στην Ιερουσαλήμ.[4]
Συνοψίζοντας, η πρώτη περίοδος παρουσίασε την εμφάνιση του εβραϊκού Χριστιανισμού και τη χριστιανική πίστη να εξαπλώνεται μεταξύ των Ιουδαίων. Μετά τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Ιησού, η εχθρότητα των θρησκευτικών ηγετών των Ιουδαίων στράφηκε κατά των ακολούθων του. Διάφορα κύματα διωγμών κατά των Εβραίων Χριστιανών έλαβαν χώρα μεταξύ 33-66 μ.Χ. Παρ’ όλα αυτά, αυτοί συνέχισαν να ζουν ανάμεσα στο δικό τους εβραϊκό λαό, να συχνάζουν στο Ναό της Ιερουσαλήμ και στις Συναγωγές και να τηρούν τα ιουδαϊκά θρησκευτικά ήθη και έθιμα. Η συμπεριφορά του εβραϊκού Χριστιανισμού ήταν συμπεριφορά διάκρισης από τον εθνικό Χριστιανισμό, αλλά υπήρχε ακόμα ενότητα μεταξύ τους.

Η περίοδος 66-70 μ.Χ.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, ηγέτης του εβραϊκού Χριστιανισμού ήταν ο Σίμων του Κλεόπα (αδελφός του Ιωσήφ), ξάδελφος του Ιακώβου και του Ιησού. Τα χρόνια 66-70 ήταν μια δύσκολη περίοδος για τον εβραϊκό Χριστιανισμό. Η επανάσταση κατά της Ρώμης (66 μ.Χ.) βρισκόταν σε εξέλιξη, και τώρα, ύστερα από δυο χρόνια, ο ρωμαϊκός στρατός πολιορκούσε την Ιερουσαλήμ. Το κόμμα των Ζηλωτών μέσα στην πόλη έλεγχε την κατάσταση, και αυτοί είχαν ξεσηκώσει το λαό σε πόλεμο. Αλλά οι Εβραίοι Χριστιανοί βρίσκονταν σε δίλημμα. Θυμούνται την προφητεία του Ιησού: «Κι όταν δείτε την Ιερουσαλήμ περικυκλωμένη από στρατεύματα, τότε γνωρίστε ότι πλησίασε η ερήμωσή της. Τότε αυτοί που είναι στην Ιουδαία ας φεύγουν στα βουνά κι εκείνοι που είναι μέσα σ’ αυτήν ας αναχωρούν έξω κι εκείνοι που είναι στα χωράφια ας μην μπαίνουν μέσα σ’ αυτήν. Επειδή, αυτές είναι ημέρες εκδίκησης, για να εκπληρωθούν όλα τα γραμμένα. Κι αλλοίμονο σ’ εκείνες που εγκυμονούν και σ’ εκείνες που θηλάζουν κατά τις ημέρες εκείνες. Επειδή, θα είναι μεγάλη στενοχώρια επάνω στη γη και οργή ενάντια σε τούτο τον λαό. Και θα πέσουν με στόμα μάχαιρας, και θα φερθούν αιχμάλωτοι, σε όλα τα έθνη, και η Ιερουσαλήμ θα καταπατείται από τα έθνη, μέχρις ότου εκπληρωθούν οι καιροί των εθνών» (Λουκάς 21:20-24).
Σύμφωνα με αυτήν την προφητεία, ο Ναός και η Ιερουσαλήμ έπρεπε και τα δύο να καταστραφούν. Οι Εβραίοι Χριστιανοί είχαν ακούσει ότι όταν θα έβλεπαν στρατεύματα να περικυκλώνουν την Ιερουσαλήμ, έπρεπε να φύγουν. Γι’ αυτόν το λόγο οι Εβραίοι Χριστιανοί αρνήθηκαν να πάρουν τα όπλα κατά των Ρωμαίων, όχι επειδή ήθελαν να προδώσουν τους συμπατριώτες τους, αλλά γιατί έπρεπε να υπακούσουν στην προτροπή του Ιησού και να φύγουν. Το σημάδι που ο Χριστός είχε δώσει ήταν η περικύκλωση της Ιερουσαλήμ από στρατεύματα, τα οποία είχαν ήδη καταφτάσει. Έτσι, όταν οι Ρωμαίοι σταμάτησαν προσωρινά την πολιορκία το 66 μ.Χ., οι Εβραίοι Χριστιανοί βρήκαν την ευκαιρία να φύγουν από την πόλη και να καταφύγουν στην πόλη της Πέλλας, στην Ιορδανία.
Αμέσως μετά, οι Ρωμαίοι, υπό την ηγεσία του Τίτου, επέστρεψαν και πολιόρκησαν ξανά την Ιερουσαλήμ. Το 70 μ.Χ. η Ιερουσαλήμ αλώθηκε, η πόλη και ο Ναός καταστράφηκαν, και το μυστικό όνομα του Θεού που γνώριζε μόνον ο αρχιερέας χάθηκε. Από τότε οι υπόλοιποι Ιουδαίοι άρχισαν να αποκαλούν τους Εβραίους Χριστιανούς «Μεσουμόντ» ή «Μεσουμοντίμ», λέξη που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Προέρχεται από μια εβραϊκή λέξη που σημαίνει «καταστρέφω», αλλά χρησιμοποιείται και με την έννοια του «προδότη».
Στο μεταξύ, οι Εβραίοι Χριστιανοί συνέχιζαν να ζουν στην Πέλλα, και μια περιγραφή του τρόπου ζωής τους υπάρχει στα γραπτά του Ειρηναίου («Κατά αιρέσεων», 1:26), που τους αποκαλεί «Ναζαρηνούς»: «Εφαρμόζουν την περιτομή, επιμένουν στην τήρηση εκείνων των εθίμων που επιβάλλονται από το Νόμο, και είναι τόσο Ιουδαίοι στον τρόπο ζωής τους, ώστε ακόμα λατρεύουν στραμμένοι προς την Ιερουσαλήμ σαν να ήταν εκεί ο οίκος του Θεού».
Αυτή η αναφορά που αποδίδεται σε μια ηγετική φυσιογνωμία των Εθνικών Χριστιανών, τον Ευσέβιο Καισαρείας,[5] ήταν υποτιμητική. Από αυτήν φαίνεται η πιστότητα των Εβραίων Χριστιανών στην ιουδαϊκή τους ταυτότητα, παρόλο ότι ήταν «αναγκασμένοι» να εγκαταλείψουν την Ιερουσαλήμ, υπακούοντας στην εντολή του Ιησού, του Μεσσία.

Η περίοδος από 70-132 μ.Χ.
Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του Ναού - και η διασπορά των Ιουδαίων, που επακολούθησε - επέφερε εθνική και θρησκευτική κρίση στον ιουδαϊκό κόσμο. Ο βιβλικός Ιουδαϊσμός παραμερίστηκε και αντικαταστάθηκε από το ραβινικό Ιουδαϊσμό, ο ραβί αντικατέστησε τον ιερέα ως ηγέτη της ιουδαϊκής ζωής. Ωστόσο, ο ιουδαϊκός λαός, διασκορπισμένος κατάφερε, μέσα σ’ έναν εχθρικό Εθνικό κόσμο, να επιζήσει, αφού η Συναγωγή έγινε το κέντρο της ζωής των Ιουδαίων.
Έτσι γεννήθηκε ο ραβινικός Ιουδαϊσμός. Αυτή η νέα μορφή της παραδοσιακής θρησκείας τους, όμως, ήταν απαράδεκτη για τους Εβραίους Χριστιανούς, εξαιτίας της πίστης τους ότι ο Ιησούς ο Μεσσίας μέσω του εξιλαστήριου θανάτου Του και της ανάστασής Του εκπλήρωσε τον Μωσαϊκό Νόμο και έφερε μια νέα εποχή χάρης. Οι διαμάχες άναψαν τόσο, ώστε το 90 μ.Χ. στις Σμονέχ Εσρέχ (δεκαοκτώ προσευχές) προστέθηκε μια φράση κατά των Εβραίων Χριστιανών, στην οποία αποκαλούνται «αιρετικοί και αποστάτες».[6] Ωστόσο, ακόμα και κατά τη διάρκεια των αντιθέσεων μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, οι Εβραίοι Χριστιανοί συνέχιζαν να ζουν ανάμεσα στους άλλους Ιουδαίους.
Άλλο επεισόδιο αυτής της περιόδου είναι η εκστρατεία του Δομητιανού, για να καταστρέψει τον Οίκο του Δαβίδ. Κατά τη διάρκεια αυτών των διωγμών οι δύο εγγονοί του αδελφόθεου Ιούδα[7] συνελήφθηκαν. Αργότερα ελευθερώθηκαν, αλλά επί αυτοκράτορα Τραϊανού, ο Σίμων, γιος του Κλεόπα, ο δεύτερος σε χρονολογική σειρά ηγέτης των Εβραίων Χριστιανών, θανατώθηκε.
Η εβραϊκή χριστιανική κοινότητα επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ από την Ιορδανία και εγκατέστησε πάλι την Εκκλησία της εκεί. Τα ονόματα των επόμενων 13 ηγετών των Εβραίων Χριστιανών που ακολούθησαν τον Ιάκωβο τον αδελφόθεο και τον Σίμωνα, το γιο του Κλεόπα, είναι τα εξής: Ιούστος Α', Ζακχαίος, Τωβίας, Βενιαμίν, Ιωάννης, Ματθίας, Φίλιππος, Σενέκας, Ιούστος Β', Λεβής, Εφραΐμ, Ιωσήφ και Ιούδας.
Συνοψίζοντας, βλέπουμε ότι την περίοδο αυτή οι Εβραίοι Χριστιανοί καθαρά αναδύονται και πάλι ως ιδιαίτερο στοιχείο μέσα στην ιουδαϊκή κοινωνία, παρόλο που τους εμπιστεύονται κάπως λιγότερο. Το ρήγμα που προκλήθηκε από την εγκατάλειψη της Ιερουσαλήμ αποδείχτηκε ότι ήταν προσωρινό, και μια μερική συμφιλίωση έλαβε χώρα παρόλη την αντίθεση των Εβραίων Χριστιανών στο νέο Ιουδαϊσμό των ραβίνων.

Η περίοδος από 132-135 μ.Χ.
Τα καθοριστικά γεγονότα 3-4 ετών επρόκειτο να αλλάξουν όλη την ιστορία του εβραϊκού Χριστιανισμού για μια πολύ μεγάλη περίοδο στη συνέχεια. Αυτά ήταν τα χρόνια της Β' Ιουδαϊκής Επανάστασης κατά της Ρώμης υπό την αρχηγία του Μπαρ-Κοχμπά (Bar-Kochba).
Αρχικά, όταν ξέσπασε η επανάσταση, οι Εβραίοι Χριστιανοί ενώθηκαν στον πόλεμο με τους υπόλοιπους αδελφούς τους, ταυτιζόμενοι μαζί τους, αφού επρόκειτο για έναν εθνικό πόλεμο. Αυτή τη φορά ο περιορισμός (η προτροπή του Ιησού), που κράτησε τους Εβραίους Χριστιανούς μακριά από την πρώτη εξέγερση, δεν υπήρχε πια. Έτσι πήραν τα ξίφη τους και συσπειρώθηκαν κάτω από τη σημαία του Μπαρ-Κοχμπά. Για όσο διάστημα η σημαία αυτή ήταν πολιτική και εθνική, οι Εβραίοι Χριστιανοί δεν είχαν πρόβλημα.
Αν τα πράγματα προχωρούσαν προς αυτήν την κατεύθυνση σε όλη τη διάρκεια της εξέγερσης, η ιστορία του εβραϊκού Χριστιανισμού θα ήταν ριζικά διαφορετική... Αλλά καθώς η επανάσταση προόδευε, μια ηγετική θρησκευτική μορφή, ο ραβίνος Ακίβα, έκανε το θλιβερό λάθος να ανακηρύξει τον ηγέτη της εξέγερσης, Μπαρ-Κοχμπά, ως τον αναμενόμενο Μεσσία. Από το σημείο αυτό και μετά, η επανάσταση οδηγείτο κάτω από τη μεσσιανική σημαία του Μπαρ-Κοχμπά, και τώρα υπεισήλθε το θρησκευτικό στοιχείο.
Αυτή η αλλαγή πολιτικής ανάγκασε τους Εβραίους Χριστιανούς να αποχωρήσουν από τον πόλεμο, αφού φυσικά αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον Μπαρ-Κοχμπά ως τον Μεσσία των Ιουδαίων.
Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό. Στο σημείο αυτό της ιστορίας του εβραϊκού Χριστιανισμού επήλθε ένα ολόκληρο ρήγμα ανάμεσα στους Ιουδαίους Χριστιανούς και τους υπόλοιπους Ιουδαίους. Εκτός από αιρετικοί, που θεωρούνταν μέχρι τώρα, οι Χριστιανοί θεωρούνταν πλέον και προδότες του έθνους τους. Μάλιστα θεωρείται από ορισμένους πως αν κάποιος πρέπει να κατηγορηθεί γιατί έγινε ο Χριστιανισμός «θρησκεία των Εθνικών», είναι ο Μπαρ-Κοχμπά και ο Ακίβα, και όχι ο απόστολος Παύλος, στον οποίον αποδίδεται αυτό το έργο.
Οι Ιουδαίοι Χριστιανοί έπρεπε τώρα να εξοστρακιστούν. Οι μη Χριστιανοί Ιουδαίοι δεν έπρεπε να έχουν επαφές με τους Ιουδαίους Χριστιανούς. Μάλιστα, ακόμα κι αν ένας Ιουδαίος πέθαινε, έπρεπε να αρνηθεί τη βοήθεια από Εβραίο Χριστιανό γιατρό!
Αλλά ο υποχρεωτικός εξοστρακισμός των Εβραίων Χριστιανών από την ιουδαϊκή κοινότητα δεν ήταν το μόνο αποτέλεσμα της επανάστασης του Μπαρ-Κοχμπά. Αφού οι Ρωμαίοι κατέστειλαν την εξέγερση, η Ιερουσαλήμ λεηλατήθηκε, καταστράφηκε κι έριξαν πάνω της αλάτι. Αργότερα την ξανάκτισαν και την ονόμασαν Aeolia Capitolina. Απαγορεύτηκε επί ποινή θανάτου η είσοδος σε όλους τους Ιουδαίους, απαγόρευση που περιλάμβανε και τους Ιουδαίους Χριστιανούς. Η Ιερουσαλήμ έγινε έτσι ειδωλολατρική πόλη, και η Εκκλησία της Ιερουσαλήμ απαρτίστηκε πλέον αποκλειστικά από Εθνικούς Χριστιανούς, κάτι που ως επί το πλείστον παραμένει μέχρι σήμερα.
Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, πρέπει πάλι να τονίσουμε ότι οι Εβραίοι Χριστιανοί δεν εγκατέλειψαν τη Συναγωγή από δική τους πρωτοβουλία. Υποχρεώθηκαν από τους ηγέτες εκείνων των ημερών.

Η περίοδος από 135-1800 μ.Χ.
Η επανάσταση του Μπαρ-Κοχμπά διαμόρφωσε την κατάσταση του εβραϊκού Χριστιανισμού των επόμενων 17 αιώνων! Η ιστορία του κατά τη διάρκεια αυτής της μακράς περιόδου είναι πολύ ατελής για δύο λόγους:
Πρώτον, υπάρχει το πρόβλημα της διάκρισης ανάμεσα σ’ εκείνους τους Ιουδαίους που έγιναν Χριστιανοί από πεποίθηση και σ’ εκείνους που υποχρεώθηκαν με τη βία να αλλάξουν θρησκεία. Οι τελευταίοι δύσκολα μπορούν να ονομαστούν Εβραίοι Χριστιανοί. Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα σε Ιουδαίους Χριστιανούς και σε εκχριστιανισμένους Ιουδαίους.
Δεύτερον, υπάρχει μεταβολή στην τακτική των Εβραίων Χριστιανών σχετικά με την αφομοίωσή τους στην Εκκλησία των Εθνικών.
Παρ’ όλα αυτά τα προβλήματα, πάντοτε υπήρχε μια ανιχνεύσιμη νοητή γραμμή Ιουδαίων που πίστευαν στη μεσσιανικότητα του Ιησού από τη Ναζαρέτ. Μερικές φορές οι αριθμοί τους ήταν μικροί, αλλά πάντοτε υπήρχαν Χριστιανοί Εβραίοι, που ήταν πάντοτε δραστήριοι στην εξάπλωση του Ευαγγελίου.[8]
Ακόμα και αμέσως μετά την επανάσταση του Μπαρ-Κοχμπά, Ιουδαίοι επέστρεφαν στον Χριστό, παρά το χωρισμό, και ο εβραϊκός Χριστιανισμός αποτέλεσε μια κάποια δύναμη ανάμεσα στις ιουδαϊκές κοινότητες της Παλαιστίνης. Αυτό φαίνεται από κείμενα Ιουδαίων της ταλμουδικής περιόδου που θα παρουσιαστούν αμέσως παρακάτω:
α) Η περίπτωση του ραβί Ελιέζερ, που τον συνέλαβαν για αίρεση και τον έφεραν στο δικαστήριο για δίκη.
«Ο Ρωμαίος διοικητής του είπε: ‘Ένας γέρος άνθρωπος σαν εσένα ασχολείται με τέτοια θέματα;’ Αυτός απάντησε: ‘Αξιόπιστος είναι ο Δικαστής που ασχολείται μαζί μου’. Ο κυβερνήτης υπέθεσε ότι αναφερόταν στον εαυτό του, αλλά στην πραγματικότητα σκεπτόταν τον ουράνιο Πατέρα του...».
Όταν ελευθερώθηκε από το δικαστήριο, ήταν αναστατωμένος, επειδή τον είχαν συλλάβει για αίρεση. Οι μαθητές του ήρθαν να τον παρηγορήσουν, αλλά δεν ήθελε. Ο ραβί Ακίβα μπήκε και του είπε: «Ραβί, ίσως μπορώ να εξηγήσω την αιτία της θλίψης σου: Πιθανόν ένας από τους αιρετικούς είπε ένα αιρετικό ρητό σ’ εσένα και σου άρεσε’. Λέει: ‘Μα τον Ουρανό, μου το θύμισες! Κάποτε περπατούσα στον άνω δρόμο της Σέφορης, και συνάντησα τον Ιακώβ από το χωριό Σιχνίν, και μου ανέφερε ένα αιρετικό ρητό στο όνομα του Γιεσούα[9] και μου άρεσε» (T. Hullin ii, 24).
β) Κανείς δεν πρέπει να έχει σχέσεις με τους αιρετικούς, ούτε να θεραπεύεται από αυτούς ακόμα και για μια ώρα ζωής παραπάνω. Αυτή ήταν η περίπτωση του Μπεν Νταμά, ανιψιού του ραβί Ισμαήλ, που τον δάγκωσε φίδι: Ήρθε ο Ιακώβ ο αιρετικός στο χωριό Σεχανιά (Σιχνίν), για να τον θεραπεύσει, αλλά ο ραβί Ισμαήλ δεν ήθελε να του το επιτρέψει. Ο Μπεν Νταμά του είπε: «Ραβί Ισμαήλ, αδελφέ μου, επίτρεψέ του να με θεραπεύσει και θα σου δείξω ένα χωρίο από το Νόμο, για να αποδείξω ότι αυτό επιτρέπεται». Αλλά μόλις τέλειωσε τα λόγια του, η ψυχή του έφυγε, και πέθανε (Αμπόντα Ζάρα, 27β).
γ) Ο εγγονός του ραβί Γιοσούα μπεν Λεβί είχε κάτι μπηγμένο στο λαιμό του. Ήρθε ένας άνθρωπος και του ψιθύρισε το όνομα του Γιεσούα, και θεραπεύτηκε. Όταν ο θεραπευτής βγήκε έξω, ο ραβί Γιοσούα τον ρώτησε: «Τι του ψιθύρισες;» Αυτός απάντησε: «Μια λέξη».[10] Τότε του είπε: «Θα ήταν καλύτερα γι’ αυτόν να πέθαινε παρά αυτό που έκανες» (Shabbat 14b).
Στις δύο πρώτες διηγήσεις γίνεται αναφορά στον Ιακώβ από το χωριό Σιχνίν της Γαλιλαίας. Ό,τι ξέρουμε γι’ αυτόν βρίσκεται σε αρνητικές διηγήσεις, όπως οι παραπάνω. Αλλά δείχνουν έμμεσα ότι όποιος κι αν ήταν, ήταν ένας Εβραίος Χριστιανός με ικανή και αποτελεσματική μαρτυρία, γιατί οι ραβίνοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να κρατούν τους άλλους Ιουδαίους μακριά από αυτόν.
δ) Η ημέρα των Ναζαρηνών: «Την παραμονή του Σαββάτου δεν πρέπει να κάνουμε νηστεία εξαιτίας του σεβασμού που τρέφουμε για το Σάββατο. Ακόμα λιγότερο δεν πρέπει να κάνουμε την ίδια την ημέρα του Σαββάτου. Γιατί δε νηστεύουμε ύστερα από το Σάββατο; Ο ραβί Γιοχανάν λέει: ‘Εξαιτίας των Ναζαρηνών’» (B. Taanih, 27b).
Το Σάββατο είναι ημέρα που τρώνε. Συνεπώς οι Ιουδαίοι γενικά δε νηστεύουν την προηγούμενη ημέρα ή κατά τη διάρκεια του Σαββάτου. Το ερώτημα είναι, γιατί να μη νηστεύουν οποτεδήποτε θελήσουν και την επομένη ημέρα μετά το Σάββατο; Η απάντηση είναι, για να αποφύγουν να δείχνουν οποιοδήποτε σεβασμό προς την ημέρα που θεωρείται ιδιαίτερη από τους Ναζαρηνούς.

Αυτό που δείχνουν οι διηγήσεις αυτές είναι ότι, σύντομα μετά την επανάσταση του Μπαρ-Κοχμπά, το εβραιοχριστιανικό στοιχείο υπήρχε ακόμα εκεί, αλλά η πίεση για τον εξοστρακισμό του από την ιουδαϊκή κοινότητα ήταν πολύ ισχυρή. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν εβραιοχριστιανικές κοινότητες σε όλη την Παλαιστίνη και σε άλλα μέρη της Μ. Ανατολής, ακριβώς μέχρι την αραβική κατάκτηση. Μετά χάνονται τα ίχνη τους, πιθανώς λόγω (βίαιης) αφομοίωσης στο Ισλάμ, όπως έχουν υποθέσει αρκετοί ιστορικοί.
Ένας από τους πιο σημαντικούς Εβραίους Χριστιανούς αυτής της περιόδου είναι ο Ηγήσιππος, που ίσως ήταν ο πρώτος ιστορικός της Εκκλησίας. Γεννήθηκε στην Παλαιστίνη περίπου το 140 μ.Χ. κατά την εποχή που οι Εβραίοι Χριστιανοί είχαν εξοστρακιστεί από την ιουδαϊκή κοινότητα. Η ιστορία του ήταν γραμμένη σ’ ένα πεντάτομο έργο που έχει χαθεί. Τα λίγα που είναι γνωστά από αυτήν προέρχονται από τον Ευσέβιο, που αναφέρει συχνά τον Ηγήσιππο στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του. Αν βρισκόταν αυτό το έργο, είναι βέβαιο ότι θα μας μετέδιδε ένα μεγάλο πλούτο πληροφοριών αναφορικά με αυτήν την πρώιμη περίοδο του εβραϊκού Χριστιανισμού. Προς το παρόν έχουμε τις διηγήσεις του Ευσέβιου και άλλων εκκλησιαστικών συγγραφέων:
Ο εκκλησιαστικός Πατέρας Ιερώνυμος (4ος αιώνας) περιέγραψε τους Ναζαρηνούς ως εκείνους που «...δέχονται τον Χριστό με τέτοιο τρόπο που δεν παύουν να τηρούν το Νόμο» (σχόλια στον Ησαΐα 8:14). Αλλού ο ίδιος γράφει: «Σήμερα ακόμα υπάρχει μεταξύ των Ιουδαίων σε όλες τις συναγωγές της Ανατολής μια αίρεση των αποκαλούμενων Μιναίων [πιθανά «Μινίμ» στα εβραϊκά], η οποία ακόμα καταδικάζεται από τους Φαρισαίους. Οι οπαδοί της συνήθως αποκαλούνται «Ναζωραίοι». Πιστεύουν ότι ο Χριστός ήταν ο Υιός του Θεού, που γεννήθηκε από την παρθένο Μαριάμ, και ότι έπαθε επί Ποντίου Πιλάτου και μετά αναλήφθηκε στον ουρανό, στον Οποίο και εμείς [οι εθνικοί Χριστιανοί] επίσης πιστεύουμε» (Επιστολή 75 Ιερώνυμου προς Αυγουστίνο).
Ο επίσης εκκλησιαστικός Πατέρας (4ος αιώνας), Επιφάνειος, μας δίνει μια πιο λεπτομερή περιγραφή: «Αλλά αυτοί οι αιρετικοί... δεν αποκαλούν τους εαυτούς τους Χριστιανούς, αλλά Ναζωραίους... όμως είναι πλήρως Ιουδαίοι. Χρησιμοποιούν όχι μόνο την Καινή Διαθήκη, αλλά και την Παλαιά Διαθήκη, όπως κάνουν και οι Ιουδαίοι... Δεν έχουν διαφορετικές απόψεις, αλλά ομολογούν όλα όπως ακριβώς ο Νόμος τα διακηρύττει και με τον ιουδαϊκό τρόπο, εκτός από την πίστη τους στον Χριστό. Διότι αναγνωρίζουν και την ανάσταση από τους νεκρούς και τη δημιουργία όλων των πραγμάτων από τον Θεό, και διακηρύττουν ότι ο Θεός είναι ένας κι ότι ο υιός του είναι ο Ιησούς Χριστός. Είναι καλά εκπαιδευμένοι στην εβραϊκή γλώσσα... επειδή μεταξύ τους όλος ο Νόμος, οι Προφήτες και τα Γραπτά διαβάζονται στα εβραϊκά, όπως γίνεται και στους Ιουδαίους. Διαφέρουν από τους Ιουδαίους και από τους Χριστιανούς, μόνο στα ακόλουθα: διαφωνούν με τους Ιουδαίους, επειδή έχουν έρθει στην πίστη στον Χριστό, αλλά εφόσον παραμένουν στο Νόμο, στην περιτομή, το Σάββατο και τα λοιπά, δεν είναι σε συμφωνία με τους Χριστιανούς... Έχουν το κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο ολόκληρο γραμμένο στα εβραϊκά. Γιατί είναι φανερό ότι το διατηρούν ακόμα με την εβραϊκή αλφάβητο, όπως ήταν αρχικά γραμμένο» (Πανάριον 29).
Από τον 3ο αιώνα και μετά, οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί και συγγραφείς άρχισαν να αναφέρονται στους Ναζωραίους ως μια χριστιανική αίρεση, μιλώντας και για τους Εβιωνίτες. Λανθασμένα κάποιοι πίστευαν ότι το όνομα προερχόταν από κάποιο υποτιθέμενο ηγέτη ονόματι Εβιών, γιατί συνήθιζαν τις αιρέσεις να τις ονομάζουν από το όνομα του ιδρυτή τους. Στην πραγματικότητα οι Εβιωνίτες (εβραϊκά «εβιονίμ», που σημαίνει «φτωχοί») αποκαλούνταν έτσι με βάση τις διδασκαλίες του Ιησού για την τιμητική θέση των φτωχών: «Μακάριοι εσείς οι φτωχοί, επειδή δική σας είναι η βασιλεία του Θεού» (Λουκ.6:20), βασισμένες στον Ησαΐα 66:2 («Λέει ο Κύριος, σε ποιον, λοιπόν, θα επιβλέψω; Στον φτωχό και συντριμμένο στο πνεύμα») και άλλα σχετικά χωρία της Παλαιάς Διαθήκης, που απευθύνονται σε ένα μικρό υπόλοιπο φτωχών πιστών.
Αρχικά, όλοι οι Εβραίοι πιστοί στον Ιησού μπορεί να έφεραν τον τίτλο «Εβιονίμ», όπως και το «Νοτσρίμ» (Ναζωραίοι ή Ναζαρηνοί), αλλά μετά το 2ο αιώνα, ως Εβιωνίτες χαρακτηρίζονταν ένας κλάδος των Εβραίων Χριστιανών με ακραίες ιουδαϊκές πεποιθήσεις: ως ιερά κείμενα είχαν μόνο το Νόμο, τους Προφήτες και το εβραϊκό Ευαγγέλιο του Ματθαίου, και όχι τα υπόλοιπα Ευαγγέλια και τις επιστολές του Παύλου, τον οποίον θεωρούσαν αποστάτη του Νόμου. Επίσης πίστευαν ότι ο Χριστός ήταν φυσικός άνθρωπος γεννημένος από τη Μαρία και τον Ιωσήφ, που σταυρώθηκε και αναστήθηκε και ήταν ο Μεσσίας ως άνθρωπος, αλλά δε δέχονταν τη θεότητά του. Ο Ευσέβιος κι ο Ωριγένης για το λόγο αυτό έλεγαν ότι οι Εβιωνίτες είχαν φτωχική άποψη για τη θεϊκή υπόσταση του Ιησού και ότι το όνομα «Φτωχοί» αποδίδει τη φτωχή χριστολογία τους.
Γενικά οι Ναζωραίοι περιγράφονται ως αιρετικοί, αλλά πιο θετικά - ότι αποδέχονται τον Παύλο και κάποιο βαθμό θεότητας του Ιησού - αφού αποδέχονταν την παρθενική γέννησή του. Πρέπει όμως πάντα να έχουμε κατά νου ότι οι περιγραφές των εκκλησιαστικών Πατέρων έχουν ισχυρή προκατάληψη κατά των κινημάτων αυτών, εφόσον όλοι σχεδόν οι εθνικοί Χριστιανοί διακατέχονταν από έντονη περιφρόνηση για κάθε τι ιουδαϊκό. Και εφόσον δε διασώζονται πρωτότυπα κείμενα των Ναζωραίων, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το τι ακριβώς πίστευαν.
Πάντως, μπορούμε να έχουμε κάποιες πληροφορίες για τους Ναζαρηνούς και ίσως και τους Εβιωνίτες μέσω των ελάχιστων αποσπασμάτων που έχουν διασωθεί από τα λεγόμενα «Εβραϊκά Ευαγγέλια» (14).
Τα «Εβραϊκά Ευαγγέλια» είναι τριών ειδών:
1) Το «Ευαγγέλιο των Εβιωνιτών», αποσπάσματα του οποίου έχουν διασωθεί από τον Επιφάνειο.
2) Το «Ευαγγέλιο των Εβραίων», που αναφέρεται από τους Αλεξανδρινούς εκκλησιαστικούς Πατέρες Κλήμη, Ωριγένη και Δίδυμο τον Τυφλό.
3) Το «Ευαγγέλιο των Ναζωραίων», που αναφέρεται από τον Ιερώνυμο.
Αν και πολλοί θεολόγοι και ιστορικοί πιστεύουν ότι πρόκειται στην ουσία όχι για 3 διαφορετικά ευαγγέλια, αλλά για τρεις διαφορετικές εκδοχές του ίδιου ευαγγελίου, αυτό που έχει σημασία στη μελέτη αυτών των αποσπασμάτων είναι η αναδυόμενη ιουδαϊκή πνευματικότητα αυτών των ευαγγελίων, που εκφράζει την πίστη και ζωή των Εβραίων πιστών στον Ιησού Χριστό. Στη συνέχεια παραθέτουμε ενδεικτικά αποσπάσματα από τα 3 αυτά ευαγγέλια.
Στο σχολιαστήριο του Ωριγένη (15,14), που χρησιμοποιεί το «Ευαγγέλιο των Εβραίων», στην περικοπή για τον πλούσιο νέο (Ματθαίος 19:16-22), ο Ιησούς φέρεται να του λέει: «Πώς μπορείς να λες ‘Έχω τηρήσει το Νόμο και τους Προφήτες’; Γιατί είναι γραμμένο στο Νόμο: ‘Αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου’, και ιδού, πολλοί από τους αδελφούς σου, γιοι του Αβραάμ, είναι καλυμμένοι με βρώμα και πεθαίνουν από την πείνα, και το σπίτι σου είναι γεμάτο από αγαθά, και τίποτα απολύτως δε βγαίνει από αυτό για να πάει σ’ αυτούς!’». Και γύρισε και είπε στο Σίμωνα, το μαθητή του, που καθόταν δίπλα του: «Σίμων, γιε του Ιωνά, είναι ευκολότερο σε μια καμήλα να περάσει από την τρύπα της βελόνας παρά ένας πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών».
Στο «Ευαγγέλιο των Εβιωνιτών», που αναφέρεται στον Επιφάνειο (Πανώριον 30.13.3), περιγράφει το κάλεσμα των Δώδεκα Μαθητών από τον Ιησού αντίστοιχα με την περιγραφή που δίνεται στα Ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά, και προσθέτει μια ενδιαφέρουσα φράση του Χριστού: «Γι’ αυτό επιθυμώ να είστε δώδεκα απόστολοι, για να δίνετε μαρτυρία στο λαό Ισραήλ». Αυτή η φράση, που προέρχεται από την Παλαιά Διαθήκη (Δευτερονόμιο 31:9, Ρουθ 4:7, Ψαλμός 121:4), σηματοδοτεί την αποκατάσταση των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, με την επάνοδο των 10 χαμένων φυλών, όπως πολλοί λόγιοι κατανοούσαν τα παράλληλα χωρία στο Λουκά 22:29-30 («Γι’ αυτό, εγώ σας ετοιμάζω βασιλεία, όπως ο Πατέρας ετοίμασε σε εμένα... κρίνοντας [κυβερνώντας] τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ»).
Σε απόσπασμα από το αραμαϊκό «Ευαγγέλιο των Ναζωραίων», που αναφέρει ο Ιερώνυμος (Σχολιαστήριο 4, στον Ησαΐα 11:2), υπάρχει μια ιδιαίτερη εκδοχή σχετικά με το λόγο που ακούστηκε από τον ουρανό προς τον Ιησού κατά τη βάπτισή του: «Και συνέβηκε, όταν ο Κύριος ανέβηκε από το νερό, όλη η νεφέλη του Αγίου Πνεύματος να κατεβεί επάνω του και να πει σ’ αυτόν: ‘Υιέ μου, σε όλους τους προφήτες Εγώ σε περίμενα να έρθεις, και Εγώ θα αναπαυθώ σε σένα. Γιατί εσύ είσαι η ανάπαυσή Μου, είσαι ο πρωτότοκός Μου Υιός που βασιλεύει για πάντα’».
Ένα άλλο απόσπασμα αυτού του ευαγγελίου από τον Ιερώνυμο (Vir. III. 2), μας περιγράφει αναλυτικά την ιδιαίτερη εμφάνιση του αναστημένου Ιησού στον αδελφό του Ιάκωβο (Α’ Κορινθίους 15:7): «Και όταν ο Κύριος... πήγε στον Ιάκωβο και εμφανίστηκε σ’ αυτόν. Επειδή ο Ιάκωβος είχε ορκιστεί να μη φάει ψωμί από εκείνη την ώρα που είχε πιεί το ποτήρι του Κυρίου μέχρις ότου τον δει αναστημένο ανάμεσα από εκείνους που κοιμούνται (εννοεί τους νεκρούς)». Και λίγο μετά ο Κύριος είπε: «Φέρε τραπέζι και ψωμί!». Και αμέσως συνεχίζει: «Πήρε το ψωμί, το ευλόγησε, το κομμάτιασε, το έδωσε στον Ιάκωβο το Δίκαιο και του είπε: ‘Αδελφέ μου, φάε το ψωμί σου, γιατί ο Υιός του Ανθρώπου αναστήθηκε ανάμεσα από εκείνους που κοιμούνται’».
Τι απέγιναν οι ομάδες των Ναζωραίων ή Εβιωνιτών ή άλλων Εβραίων Χριστιανών; Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα, αν και κάποιες μαρτυρίες από Νεστοριανούς Χριστιανούς της Περσίας μιλούν για προσχωρήσεις στις Εκκλησίες τους κάποιων Εβραίων Χριστιανών, που μετακινήθηκαν προς τα εκεί, όπου απολάμβαναν πολύ μεγαλύτερη ελευθερία από ό,τι στο Ορθόδοξο Βυζάντιο.[11]
Μετά την ισλαμική κατάκτηση της Περσίας μπορούμε να φανταστούμε τη συνέχεια των πιστών αυτών που, όπως γνωρίζουμε και από την ιστορία των Νεστοριανών, υπέστησαν απηνείς διωγμούς και βίαιες μεταστροφές στο Ισλάμ.[12]

Οι Εβραίοι Χριστιανοί κατά τον Μεσαίωνα
Την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, υπήρξαν δύο Εβραίοι Χριστιανοί που άσκησαν σημαντική επίδραση στην Εκκλησία. Ο ένας ήταν ο Επιφάνειος, ο οποίος έγινε επίσκοπος Σαλαμίνας Κύπρου. Στο βιβλίο του «Πανάριον» (=πανέρι) αναφέρει μερικούς Ιουδαίους που είχαν πιστέψει στον Χριστό.
Ο άλλος ήταν ο Κόμης Ιωσήφ, ένας σπουδαστής ραβίνος στην Τιβεριάδα, που τον αναφέρει ο Επιφάνειος στο βιβλίο του. Μετά τη μεταστροφή του στο Χριστό, αφιερώθηκε στο χτίσιμο ναών στις πόλεις της Παλαιστίνης. Αυτό έκανε στην Τιβεριάδα, τη Ναζαρέτ και τη Σέφορη, πόλεις που είχαν ιουδαϊκό πληθυσμό.
Παρ’ όλα αυτά, οι Ιουδαίοι που πίστευαν στον Ιησού, τον Ιουδαίο Μεσσία, δεν μπορούσαν να διατηρήσουν την ιουδαϊκή τους ταυτότητα, γιατί η Εκκλησία - που τώρα είχε γίνει ισχυρότατη δύναμη στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία - καθιέρωσε ειδικές ομολογίες πίστης για τους Εβραίους που επιθυμούσαν να μεταστραφούν στο Χριστό. Οι ομολογίες αυτές απαιτούσαν όχι μόνο απάρνηση του ραβινικού Ιουδαϊσμού, αλλά και κάθε στοιχείου της ιουδαϊκής ταυτότητας, μέχρι το σημείο να λάβουν εθνικά ονόματα!
Τέλος, η αραβική εισβολή του 6ου αιώνα μ.Χ. επέφερε το τέλος του εβραϊκού Χριστιανισμού στη Μ. Ανατολή, ωθώντας τους εναπομείναντες Ιουδαίους Χριστιανούς, που βρίσκονταν μετέωροι μεταξύ εβραϊκής Συναγωγής και χριστιανικής Εκκλησίας, είτε να μετακινηθούν στην Ευρώπη είτε να υποταχθούν στη θρησκεία του Ισλάμ.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, πολλοί Ιουδαίοι που πίστεψαν στο Χριστό ακολούθησαν το μονοπάτι της αφομοίωσης με τους Εθνικούς και χάθηκαν εντελώς το ιουδαϊκά πολιτιστικά χαρακτηριστικά τους.
Παράλληλα, έγιναν μερικές εβραιοχριστιανικές προσπάθειες να ευαγγελίσουν τους Εβραίους, που ματαιώθηκαν από την επίσημη (δυτική) Εκκλησία, που προτιμούσε να χρησιμοποιεί το σπαθί παρά το Ευαγγέλιο.
Ένα επεισόδιο, που μας έρχεται από εκείνη την περίοδο, είναι ο «Διάλογος της Αραγονίας» (περιοχή της Β.Α. Ισπανίας). Διάρκεσε πάνω από ένα χρόνο (1413-1414) και η δημόσια συζήτηση έγινε ανάμεσα σε δύο Εβραίους Χριστιανούς, τον Γιοσούα μπεν Γιόσεφ Αλ Λόρκουι και τον Ανδρέα Μπέλτρομ, και σε 22 ραβίνους. Οι δύο Εβραίοι Χριστιανοί χειρίστηκαν το θέμα τόσο καλά, ώστε το αποτέλεσμα ήταν η μεταστροφή στο Χριστό 5.000 συμπατριωτών τους!
Όταν ο Κολόμβος έκανε το ταξίδι του στην Αμερική, υπήρχαν πολλοί Εβραίοι στο πλοίο του και μεταξύ αυτών μερικοί Εβραίοι Χριστιανοί. Στη διάρκεια της ισπανικής κυριαρχίας ορισμένος αριθμός πλούσιων και δυνατών οικογενειών ήταν Εβραίοι Χριστιανοί, όπως η οικογένεια του Καρθαγένα στην Ισπανία και του Πιερλεόνα στην Ιταλία.
Στην Αγγλία, ειδικοί οίκοι, που ονομάζονταν «Οίκοι Προσήλυτων», είχαν εγερθεί για Εβραίους Χριστιανούς και ενισχύονταν οικονομικά από την κυβέρνηση. Οι Οίκοι αυτοί ήταν απαραίτητοι για τους Εβραίους πιστούς, γιατί μετά το χριστιανικό βάπτισμά τους, τους στερούσαν όλη την περιουσία τους! Αυτοί οι Οίκοι τους έδιναν την ευκαιρία να μπορέσουν να ορθοποδήσουν οικονομικά. Πάλι στην Αγγλία, ο προσωπικός ιατρός της βασίλισσας Ελισάβετ Α', ο Δρ. Ροντρίγκο Λόπεζ, ήταν Εβραίος Χριστιανός.
Στη διάρκεια της Ιερής Εξέτασης στην Ισπανία, δεν ήταν μόνο οι εκχριστιανισμένοι Εβραίοι (είχαν προσηλυτιστεί με τη βία) που υπέφεραν βασανιστήρια και θάνατο, αλλά και ειλικρινείς Εβραίοι Χριστιανοί, που συχνά συνέχιζαν να εφαρμόζουν το Μωσαϊκό Νόμο και τα εβραϊκά θρησκευτικά έθιμα, και γι’ αυτό τους θεωρούσαν αιρετικούς. Στην Ισπανία και την Πορτογαλία τους αποκαλούσαν περιφρονητικά «μαρράνος» (γουρούνια), και πολλοί από αυτούς μετανάστευσαν στη Ν. Αμερική, και σήμερα πολλοί άνθρωποι εκεί, ιδιαίτερα στη Βραζιλία, γνωρίζουν ότι κατάγονται από Μορράνος.
Συχνά, στη διάρκεια αυτής της μακράς εχθρικής περιόδου, οι Εβραίοι Χριστιανοί πάλευαν ενάντια στα ξεσπάσματα του αντισημιτισμού, σώζοντας πολλές ζωές μη Χριστιανών συμπατριωτών τους.
Ωστόσο, στις χώρες που επικράτησε ο Διαμαρτυρόμενος Χριστιανισμός οι Εβραίοι έπαψαν να είναι διωκόμενοι και ο προσηλυτισμός τους δεν γινόταν με τη βία, παρά μόνο μέσω του ελεύθερου κηρύγματος του Ευαγγελίου. Σχετικά με αυτές τις ευαγγελιστικές προσπάθειες ο Schonfield γράφει: «Ένας μακρύς κατάλογος μπορεί να γραφτεί για Εβραίους οι οποίοι έγιναν πιστοί του Χριστού και συνέβαλλαν σημαντικά στην πρόοδο της Μεταρρύθμισης».[13]
Συνοψίζοντας τα όσα ήδη αναφέραμε περιληπτικά για την περίοδο του Μεσαίωνα, βλέπουμε ότι οι Εβραίοι συνέχιζαν να προσέρχονται στον Χριστό, αλλά η τακτική τους ήταν αυτής της αφομοίωσης, με αποτέλεσμα να μη διατηρηθούν τα ιδιαίτερα εβραϊκά χαρακτηριστικά τους.

Ο 19ος και 20ος αιώνας
Τρεις ήταν κυρίως οι παράγοντες που συνέβαλλαν στη μεγάλη αύξηση του αριθμού των Εβραίων που πίστεψαν στον Ιησού Χριστό κατά τον 19ο αιώνα:
1) Η αλλαγή του κηρύγματος και της θεολογίας πολλών Χριστιανών. Αρχίζοντας με τους Πουριτανούς το 16ο αιώνα και προχωρώντας στους Πιετιστές στη Γερμανία και τους Μεθοδιστές στην Αγγλία το 18ο αιώνα, η Διαμαρτυρόμενη θεολογία είχε αρχίσει να βλέπει με ενδιαφέρον το ρόλο του λαού Ισραήλ στο προφητικό σχέδιο του Θεού κι έτσι άφησε την παραδοσιακή εχθρότητα και περιφρόνηση προς αυτόν.
2) Η ανάπτυξη του χριστιανικού Σιωνισμού, στα μέσα του 19ου αιώνα στη Βρετανία, για την επιστροφή των διασκορπισμένων Εβραίων στην Παλαιστίνη.
3) Η ίδρυση ιεραποστολικών κοινωνιών, μεταξύ των άλλων λαών και προς τους Εβραίους. Η πιο γνωστή ιεραποστολική κοινωνία ήταν η Society for the Propagation of the Gospel among the Jews.
Ο ένας παράγοντας βοηθούσε τον άλλον, και όσο πίστευαν οι Εβραίοι στο Χριστό, τόσο δημιουργείτο ιεραποστολή από αυτούς προς τους δικούς τους ανθρώπους, η οποία έφερνε νέους καρπούς.
Ο 19ος αιώνας είδε τουλάχιστον 250.000 Εβραίους να προσέρχονται στον Χριστό και πολλοί απ’ αυτούς συνεισέφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στους τομείς της εργασίας τους. Ο κατάλογος περιλαμβάνει τον πρωθυπουργό της Αγγλίας Βενιαμίν Ντισραέλι, τον Εβραίο λόγιο Άλφρεντ Εντερσάιμ,[14] το μεγάλο μουσικοσυνθέτη Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντι, τον Ιωάννη Αύγουστο Βίλχελμ Νεάντερ,[15] τον Φραντς Ντέλιτς,[16] τον μεταφραστή της Βίβλου στα κινέζικα, επίσκοπο Σαμουήλ Ιωσήφ Σερεσέβσκι. Τον Δαβίδ Μπαρόν, του οποίου τα σχόλια στο κεφάλαιο 53 του Ησαΐα και στο βιβλίο του προφήτη Ζαχαρία δεν έχουν ακόμα ξεπεραστεί. Τον πρώτο Αγγλικανό επίσκοπο της Ιερουσαλήμ, Μιχαήλ Σολομών Αλέξανδρο. Τον ιδρυτή της Αμερικανικής Επιτροπής για την Ιεραποστολή στους Ιουδαίους, ραβίνο Λεοπόλδο Κον, της μεγαλύτερης εβραϊκής ιεραποστολής στον κόσμο. Τον ιδρυτή της Εβραιοχριστιανικής Συναγωγής στην Ουγγαρία, ραβίνο Ραμπίνοβιτς. Τον ραβίνο Ισαάκ Λιχτενστάιν, που είχε κι αυτός επίσης εβραιοχριστιανική συναγωγή στην Ευρώπη. Τον διάσημο Ρωσοεβραίο δικηγόρο Ιωσήφ Ραμπίνοβιτς, που δημιούργησε την πρώτη εβραιοχριστιανική κίνηση στο Κίσινεβ της Ν. Ρωσίας το 1880, και ίδρυσε ανεξάρτητες από την Εκκλησία συναθροίσεις, στις οποίες συμμετείχαν πολλοί Ρωσοεβραίοι...
Η συντριπτική πλειοψηφία των Εβραίων που έγιναν Χριστιανοί το 19ο αιώνα, εντάχθηκαν σε χριστιανικές Εκκλησίες.[17] Νιώθοντας όμως την ιδιαιτερότητά τους και μη θέλοντας να αποκοπούν πλήρως από την πνευματική τους κληρονομιά αφενός, και αφετέρου θέλοντας να προωθήσουν τον ευαγγελισμό μεταξύ των συγγενών τους, πολλοί από αυτούς άρχισαν να σχηματίζουν ομοσπονδίες Εβραίων Χριστιανών.
Το 19ο αιώνα δημιουργήθηκε μια στροφή αντίθετη από την τακτική της αφομοίωσης των Εβραίων στις υπάρχουσες Εκκλησίες. Τονίστηκε η εβραϊκή ταυτότητα, παρόλο που η ακριβής φύση της δεν ήταν πάντοτε πολύ καθαρή, εάν επρόκειτο για θρησκευτική/πνευματική ταυτότητα ή απλώς πολιτισμική.
Η Hebrew Christian Alliance and Prayer Union που σχηματίστηκε στην Αγγλία το 1867 στην ιδρυτική της διακήρυξη έλεγε: «Ας μη θυσιάζουμε την ταυτότητά μας. Όταν κηρύττουμε τον Χριστό, δεν παύουμε να είμαστε Ιουδαίοι. Ο Παύλος ύστερα από τη μεταστροφή του στον Χριστό, δεν έπαψε να είναι Ιουδαίος. Όχι μόνον όταν είχε το όνομα Σαούλ, αλλά ακόμα και ως Παύλος παρέμενε Εβραίος εξ Εβραίων. Δεν μπορούμε και δε θα ξεχάσουμε τη γη των πατέρων μας... Είτε ως Εβραίοι είτε ως Χριστιανοί αισθανόμαστε δεμένοι μαζί. Και ως Εβραίοι Χριστιανοί επιθυμούμε περισσότερη ενότητα ο ένας με τον άλλον».[18]
Στη συνέχεια σχηματίστηκαν και άλλες εβραιοχριστιανικές ενώσεις, όπως το 1883 η Hebrew Christian Prayer Union. Η ιδέα έγινε ένθερμα αποδεκτή και σύντομα ιδρύθηκαν εθνικοί κλάδοι σε Ρωσία, Ρουμανία, Γερμανία, Νορβηγία και Παλαιστίνη. Το 1925 όλοι οι εθνικοί κλάδοι, από 20 χώρες, ενώθηκαν στην International Hebrew Christian Alliance. Σύμφωνα με τον Σερ Λίον Λέβινσον, το 1927 οι Εβραίοι Χριστιανοί αριθμούσαν περί τους 17.000 στην Αυστρία, 35.000 στην Πολωνία, 60.000 στη Ρωσία, 30.000 στην Αμερική και Καναδά και 5.000 στη Βρετανία. Όμως, οι περισσότεροι Χριστιανοί Εβραίοι της Ευρώπης, ιδιαίτερα της Ανατολικής, αφανίστηκαν στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και του Ολοκαυτώματος...

Η σημερινή ανταπόκριση των Εβραίων στο Ευαγγέλιο
Η ξεχωριστή και διαφορετική ύπαρξη του εβραϊκού Χριστιανισμού χαρακτηρίζεται από βαθύ ενδιαφέρον για την πνευματική του συγγένεια με την εβραϊκή Παράδοση και για τον μοναδικό και ιδιαίτερο χαρακτήρα της αποστολής του ανάμεσα στους Εβραίους, ώστε να διατηρήσει ανάμεσά τους μια λαμπάδα μαρτυρίας για τη μεσσιανικότητα του Ιησού.[19]
Σήμερα πολλοί Χριστιανοί ομολογούν ότι η χάρη του Θεού αρχίζει να επιστρέφει στο εβραϊκό έθνος. Ύστερα από πολλούς αιώνες πνευματικής ερήμωσης, όλο και περισσότεροι Εβραίοι πιστεύουν στον Ιησού ως τον Μεσσία τους.
Η καινούργια αυτή αρχή έγινε στην Αμερική περί τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Το ευαγγελιστικό κίνημα που είχε αναπτυχθεί εκεί ανάμεσα στην αμερικανική νεολαία των κινημάτων ειρήνης και των χίπις, γνωστό ως «Jesus People», είχε προσελκύσει και πολλούς Εβραίους νεαρούς, αμφισβητίες του καταστημένου, οι οποίοι είχαν προσωπική εμπειρία με τον Ιησού.
Δεχόμενοι τον Ιησού Χριστό ως Σωτήρα τους και Διδάσκαλό τους, δεν μπορούσαν να ενταχθούν ούτε στις καταστημένες χριστιανικές Εκκλησίες (επειδή θεωρούνταν ένα είδος αιρετικών ) ούτε και να γίνουν αποδεκτοί από τη Συναγωγή (επειδή τους θεωρούσαν αποστάτες), και έτσι σχημάτισαν τις πρώτες συναθροίσεις που είχαν Εβραιοχριστιανικό χαρακτήρα με έντονο το χαρακτηριστικό και λατρευτικό στοιχείο (επηρεασμένοι από την αναζωπύρωση των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος).
Καθώς αυξάνονταν γρήγορα σε αριθμό μεταξύ των Εβραίων της Αμερικής, στράφηκαν περισσότερο στην αναζήτηση των εβραϊκών τους ριζών και από τη δεκαετία του ’80, άρχισαν να αποκαλούνται όχι πλέον «Εβραίοι Χριστιανοί», αλλά «Μεσσιανικοί Εβραίοι» («Messianic Jews»). Η μεγάλη αύξησή τους στη δεκαετία του ’90 και σε αριθμό και σε όγκο δημοσιευμάτων (άρθρων, βιβλίων, περιοδικών), καθώς και μεσσιανικής τέχνης (δαβιδικής μουσικής και χορού, μεσσιανικών συμβόλων και αντικειμένων) τους κατέστησε μια νέα δύναμη ανάμεσα στον Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό.
Ορισμένοι θρησκειολόγοι τους θεωρούν νέο δυναμικό ρεύμα του Χριστιανισμού που φέρνει ανανέωση στις παλιές δομές και κάνει γνωστές τις ρίζες του, και επίσης λειτουργεί ως γέφυρα μεταξύ των δύο αποξενωμένων θρησκειών. Κάποιοι άλλοι, τους βλέπουν ως μια νέα πτέρυγα του Ιουδαϊσμού, παράλληλα με τον Ορθόδοξο, Συντηρητικό και Μεταρρυθμισμένο Ιουδαϊσμό. Στον τρόπο λειτουργίας και λατρείας μοιάζουν περισσότερο με Διαμαρτυρόμενες ή «χαρισματικές» Εκκλησίες, έχοντας όμως προσθέσει βασικά χαρακτηριστικά του Μωσαϊκού Νόμου, όπως την τήρηση του Σαββάτου, τις βιβλικές και ιουδαϊκές εορτές, τους διατροφικούς κανόνες κλπ.
Η θεολογία τους στην πλειοψηφία ακολουθεί την Ορθόδοξη τριαδική θεολογία, αν και κάποιες ομάδες τους κλίνουν προς το Ναζαρηνό Ιουδαϊσμό ή και τον Εβιωνιτισμό. Οι διάφορες μεσσιανικές συνάξεις αν κι είναι ανεξάρτητες οργανωτικά μεταξύ τους, έχουν σχηματίσει κάποιες χαλαρές ομοσπονδίες, όπως τη Messianic Jewish Alliance of America (1975), την Union of Messianic Jewish Congregation (1979), και την International Alliance of Messianic Congregations and Synagogues (1984).
Οι «Μεσσιανικοί Εβραίοι», σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις είναι περίπου 200.000 στις ΗΠΑ, 100.000 στην Ευρώπη (80.000 σε Ρωσία, Ουκρανία, Μολδαβία, Πολωνία, Λευκορωσία, Ρουμανία), ενώ στο Ισραήλ ανέρχονται σήμερα περίπου στους 20.000. Επίσης υπάρχουν αρκετοί και στη Βραζιλία, Αργεντινή, Μεξικό και Αυστραλία.

Συμπέρασμα
Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, σημαδιακά πράγματα συμβαίνουν μεταξύ των Εβραίων. Πολλοί νεαροί Εβραίοι δέχονται τον Ιησού ως Μεσσία τους σε αριθμούς που ήταν αδιανόητοι πριν λίγα χρόνια. Εβραιοχριστιανικά κινήματα, όπως οι «Jews for Jesus», είχαν εξαιρετική επιτυχία στο να αντιμετωπίζουν τους μη Χριστιανούς Ιουδαίους σε συζητήσεις για τη μεσσιανικότητα του Ιησού. Το νέο κύμα του εβραϊκού Χριστιανισμού κάνει την ύπαρξή του αισθητή και σε άλλες ομάδες ηλικιών εκτός από τη νεολαία.
Για πρώτη φορά από τον 1ο αιώνα μ.Χ. η μεσσιανικότητα του Ιησού γίνεται έντονο θέμα συζήτησης παγκόσμιο, μέσα στην εβραϊκή κοινότητα. Ένα νέο κεφάλαιο γράφεται τώρα στην ιστορία του εβραϊκού Χριστιανισμού.
Αλλά η ομίχλη δε διαλύθηκε ακόμα. Ο εβραϊκός Χριστιανισμός παλεύει για να διατηρήσει τη διαφορετικότητά του, αλλά δεν υπάρχει πλήρης ομοφωνία ως προς το πώς θα μπορέσει να γίνει αυτό ή για τους λόγους που πρέπει να γίνει. Μερικές φορές η μάχη ενάντια στο ένα άκρο της αφομοίωσης έφερε αντίδραση που οδηγεί στο άλλο άκρο: τον χωρισμό από τον Χριστιανισμό των Εθνικών. Αλλά ο χωρισμός ως τακτική δεν είναι βιβλικά πιο σωστός από την αφομοίωση. Το βιβλικό υπόδειγμα είναι η μεσαία οδός, δηλαδή η διατήρηση του εβραϊκού Χριστιανισμού ως διαφορετικού, αλλά κι εντός του υπόλοιπου Σώματος του Χριστού.Οι Χριστιανοί παντού πρέπει να εργάζονται με συμφιλιωτική αγάπη και προσευχή για την επιστροφή του λαού Ισραήλ στην πίστη του Χριστού. Από τα λόγια του Ιησού φαίνεται ότι Εκείνος δε θα επιστρέψει αν οι Ιουδαίοι δε μεταστραφούν ως έθνος στο Χριστό: «Επειδή, σας λέω: Στο εξής, δε θα με δείτε, μέχρις ότου πείτε: Ευλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Κυρίου» (Ματθαίος 23:39). Η μεταστροφή των Ιουδαίων επιταχύνει τον ερχομό του Ιησού και θα βοηθήσει τον ταχύτερο ευαγγελισμό του κόσμου. Πάντοτε οι Ιουδαίοι που πιστεύουν στον Ιησού ως Μεσσία τους γίνονται θερμοί Χριστιανοί με μεγάλο ζήλο για ευαγγελισμό και διάθεση μαρτυρίας προς τα έξω. Ή για να επαναλάβουμε τα λόγια του Αποστόλου των Εθνών: «Επειδή, αν η αποβολή τους είναι συμφιλίωση του κόσμου, τι θα είναι πρόσληψή τους, παρά ζωή από τους νεκρούς;» (Ρωμαίους 11:15).
Σπύρος Καραλής
Οφθαλμίατρος
Υποσημειώσεις:
[1] Δηλαδή ένας αριθμός πολλαπλάσιος των 10.000 (μυριάδα = δέκα χιλιάδες)
[2] Εθνικοί (στο κείμενο της Καινής Διαθήκης αποκαλούνται «Έθνη») ονομάζονται όλοι οι υπόλοιποι λαοί που δεν είναι Εβραίοι.
[3] Ιώσηπου, «Αρχαιότητες των Ιουδαίων» (XX, ix, 1). Επίσης αναφέρεται από τον Ευσέβιο στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του (2:23).
[4] Η οικογενειακή αυτή διαδοχή - σύμφωνα με το απόκρυφο ευαγγέλιο του Θωμά - μπορεί να ήταν δοσμένη από τον ίδιο τον Ιησού, ο οποίος φέρεται να λέει στους μαθητές του, όταν τον ρωτούν ποιος θα είναι ηγέτης, όταν εκείνος φύγει: «Όπου και να είστε, να πάτε στον Ιάκωβο τον Δίκαιο, χάριν του οποίου ο ουρανός και η γη ήρθαν σε ύπαρξη» (κεφ.12).
[5] Ο Ευσέβιος αναφέρει τα λόγια του Ειρηναίου στην Εκκλησιαστική Ιστορία του.
[6] Πάντως αυτή η κατάρα δεν αναφέρεται αποκλειστικά κατά των Ιουδαίων Χριστιανών. Είναι μάλλον μια γενική αναφορά σε όλων των ειδών τους αιρετικούς (γιατί υπήρχαν Ιουδαίοι που είχαν προσχωρήσει στη μαγεία, στο γνωστικισμό και σε εθνικές φιλοσοφίες).
[7] Είναι ο ίδιος Ιούδας που έγραψε την ομώνυμη επιστολή της Καινής Διαθήκης.
[8] Schonfield, «Jewish Christianity», p.74.
[9] Γιεσούα, είναι η αραμαϊκή σύντμηση του εβραϊκού ονόματος Γιεχοσούα (= Γιαχ[βε] - Σωτήρας), το οποίο στην εξελληνισμένη του μορφή γίνεται Ιησούς.
[10] Πιθανόν η λέξη που πρόφερε ήταν «Ιησούς», αλλά επειδή ήξερε την αντίθεση του ραβίνου, δε θέλησε να του πει ποια ήταν.
[11] H.J. Schoeps, «Jewish Christianity» (Philadelphia: Fortress Press, 1969).
[12] E. Hamer Broadbent, «The Pilgrim Church».
[13] Schonfield, «Jewish Christianity», σελίδα 169.
[14] Έγινε Αγγλικανικός ιερέας και το μνημειώδες έργο του «Ζωή και καιροί του Ιησού, του Μεσσία» (Life and Times of Jesus the Messiah), θεωρείται κλασικό για τη ζωή του Ιησού Χριστού.
[15] Το έργο του στην Εκκλησιαστική Ιστορία έγινε η βάση για όλα τα μελλοντικά έργα στον τομέα αυτόν.
[16] Αυτός μαζί με τον Κάιλ έγραψε σχόλια για ολόκληρη την Παλαιά Διαθήκη, και το έργο του θεωρείται ακόμα το καλύτερο και αποτελεί πρότυπο αναφοράς στον τομέα αυτόν. Μάλιστα η μετάφρασή του της Καινής Διαθήκης στα εβραϊκά, είναι η μετάφραση που χρησιμοποιείται στο Ισραήλ μέχρι σήμερα.
[17] Οι περισσότεροι στην Αγγλικανική, Μεθοδιστική και άλλες Διαμαρτυρόμενες Εκκλησίες.
[18] Schonfield, «Jewish Christianity», p. 222.
[19] Arthur Katz, «The spiritual dilemma of the Jewish People», Chicago, Moody Pree, 1963, p.122.