14 Οκτ 2010

Αδόλφος Χίτλερ (1889-1945)

Ο δικτάτορας της Γερμανίας Αδόλφος Χίτλερ (Adolf Hitler) γεννήθηκε το 1889 στο Μπραουνάου επί του Ιν, στην Άνω Αυστρία. Από τις σκοτεινότερες φυσιογνωμίες της νεότερης ιστορίας, ο Χίτλερ δεν μπορεί ωστόσο να κριθεί ανεξάρτητα από την πνευματική και πολιτική ζωή της Γερμανίας, όπως αυτή είχε αρχίσει να διαμορφώνεται κυρίως από το 1860 και μετά. Τα εγκλήματα, οι καταστροφές και η καταπίεση που διέπραξε, με τις διαταγές του, ο γερμανικός στρατός σε ολόκληρη την Ευρώπη, δεν έχουν το ανάλογό τους σε καμιά άλλη περίοδο της ιστορίας, ούτε ποτέ παρουσιάστηκε τέτοια συστηματική και εγκληματική προσπάθεια για την εξολόθρευση των εβραϊκών και των σλαβικών πληθυσμών.
Ήταν νόθος γιος κατώτερου τελωνειακού υπαλλήλου ο οποίος αργότερα τον αναγνώρισε. Φιλάσθενος και ακοινώνητος ως παιδί, ο Χίτλερ από το 1900 μέχρι το 1905 φοίτησε σε σχολή μέσης εκπαίδευσης (Realschule), όπου έδειξε ενδιαφέρον στη σχεδιαστική, τη ζωγραφική, την ιστορία και τη μουσική και θαύμαζε τον Ριχάρδο Βάγκνερ. Παρόλο που επιθυμούσε να γίνει ζωγράφος ή αρχιτέκτονας δεν κατόρθωσε να γίνει δεκτός στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης, το 1907. Στην αυστριακή πρωτεύουσα ο Χίτλερ εργαζόταν ως ελαιοχρωματιστής και ως «ταπετσιέρης» για να κερδίζει τα προς το ζην, αλλά περισσότερο ζούσε με βοηθήματα φιλανθρωπικών οργανώσεων.
Τον Μάιο του 1913, λίγο πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Χίτλερ αναχώρησε από τη Βιέννη και εγκαταστάθηκε στο Μόναχο. Κατά την έναρξη του πολέμου το 1914 κατατάχθηκε εθελοντής στον βαυαρικό στρατό, πήρε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις στο Δυτικό μέτωπο και τιμήθηκε με τον Σιδηρούν Σταυρό και άλλα παράσημα. Έλαβε τον βαθμό του δεκανέα, τραυματίστηκε τον Οκτώβριο του 1918 και βρισκόταν στο νοσοκομείο όταν η Γερμανία συνθηκολόγησε. Οι ιδέες τις οποίες ήδη πρέσβευε ο Χίτλερ, ακραία αντιδραστικές, υπερεθνικιστικές και αντισημιτικές, εδραιώθηκαν ακόμα περισσότερο στη σκέψη του λόγω της ήττας της Γερμανίας στον πόλεμο. Όταν επέστρεψε στο Μόναχο, εστάλη στο κέντρο προπαγάνδας και πληροφοριών του εκεί σώματος στρατού. Το μίσος του εναντίον του Μαρξισμού και γενικά του διεθνισμού και ιδίως εναντίον του τότε δημοκρατικού καθεστώτος και η κλίση του προς την πολιτική, προξένησαν πολύ μεγάλη εντύπωση στους ανωτέρους του. Ήταν βέβαιος, όπως και άλλοι πολλοί, ότι ο γερμανικός στρατός προδόθηκε από τους πολιτικούς και ότι έπρεπε να «ξεπλύνουν με το αίμα το αίσχος αυτό».
Το 1919, στο Μόναχο, ο Χίτλερ εντάχθηκε, ως έβδομο μέλος της, σε μια ασήμαντη πολιτική ομάδα υπερεθνικιστών, που είχε ιδρύσει ο σιδηρουργός Άντον Ντρέξλερ, με την πομπώδη ονομασία «Κόμμα των Γερμανών Εργατών» και όπου ανήκαν επίσης τα κατοπινά πρωτοπαλίκαρά του Ρούντολφ Ες και Ερνστ Ρεμ. Ο Χίτλερ, πολύ ικανός ρήτορας και ο μεγαλύτερος δημαγωγός στη γερμανική ιστορία, με την ασυνάρτητη ρητορεία του, που όμως μαγνήτιζε και με την ακρότητα των θέσεών του, δεν άργησε να ηγηθεί του τότε αναδυόμενου εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος, του οποίου τις ιδεολογικές αρχές δεν τις καθόρισε αυτός, αλλά τις αποδέχθηκε με ενθουσιασμό. Οι 4 θεωρητικές αρχές του εθνικοσοσιαλισμού ήταν: αντισημιτισμός, αντιφιλελευθερισμός, αντιμαρξισμός και αντιχριστιανισμός. Από το 1920 μέχρι το 1923 ο Χίτλερ έθεσε τα θεμέλια του νέου πολιτικού κινήματος, που καταφερόταν εναντίον του ατομικισμού των δυτικών εθνών, συμπεριλαμβανομένης και της Αμερικής, και εναντίον του διεθνισμού των Μπολσεβίκων. Μετά από τους πρώτους δημόσιους λόγους του, τον Φεβρουάριο του 1920, συγκρότησε γρήγορα γύρω του σωματοφυλακή από ένοπλους Γερμανούς παλαιούς πολεμιστές που έφεραν φαιές και μαύρες στολές. Τότε δημοσίευσε τα γνωστά ως 25 σημεία του προγράμματός του και αγόρασε με χρήματα του φον Ες την εφημερίδα «Völkischer Beobachter» (Λαϊκός Παρατηρητής). Τον Αύγουστο του 1921, έπειτα από εσωτερικές συγκρούσεις, ο Χίτλερ συγκέντρωσε στα χέρια του όλες τις εξουσίες του κόμματος, που ονομάστηκε «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Γερμανών Εργατών» (NSDAP), και καθιέρωσε ως έμβλημά αυτού τον αγκυλωτό σταυρό. Το κόμμα μεταβλήθηκε σε δικτατορικό (Führer-prinzip), ενώ γύρω του, γοητευμένα από τις ρητορικές του ικανότητες, την προσωπική του ακτινοβολία και τη φανατική πίστη του στην ιδέα της Μεγάλης Γερμανίας, συγκεντρώθηκαν τα μέλη του επιτελείου του. Κατά την περίοδο εκείνη ο Χίτλερ θεωρούσε τον φασισμό του Μουσολίνι ως διαστροφή των ναζιστικών αρχών περί φυλής και οικονομικής αυτάρκειας.

ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΗΣ ΜΠΥΡΑΡΙΑΣ
Παρά τις οργανωτικές και ρητορικές ικανότητες του Χίτλερ και την εκφοβιστική δράση των ναζιστικών ταγμάτων εφόδου (SA=Sturmabteilungen), αρχικά το κόμμα δεν κατόρθωσε να προσελκύσει οπαδούς πέρα από τα στενά Βαυαρικά όρια. Στη συνέχεια όμως οι ταραγμένες μεταπολεμικές συνθήκες που επικρατούσαν στη Γερμανία συνετέλεσαν στην αύξηση της δημοτικότητας του κόμματος, το οποίο έγινε γνωστό σε όλη τη χώρα, όπως και το όνομα του Χίτλερ. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1923 ο Χίτλερ και ο στρατηγός Λούντεντορφ, ο περίφημος επιτελάρχης του στρατάρχη Χίντενμπουργκ, κατά τις νίκες του εναντίον των Ρώσων στο Ανατολικό μέτωπο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, που είχε υιοθετήσει το κίνημα, οργάνωσαν διαδήλωση στη Νυρεμβέργη, κατά την οποία συγκεντρώθηκαν 100.000 περίπου εθνικοσοσιαλιστές και αντιπρόσωποι των παλαιών πολεμιστών. Στις 8 Νοεμβρίου του ιδίου έτους έγινε το λεγόμενο «πραξικόπημα της μπυραρίας»: με πρόσχημα τη δήθεν πρόθεση της Βαυαρικής κυβέρνησης να αποσπάσει τη Βαυαρία από το γερμανικό Ράιχ (αυτοκρατορία), ο Χίτλερ και οι οπαδοί του επιχείρησαν, με την προσωπική υποστήριξη του στρατηγού Λούντεντορφ να καταλάβουν την εξουσία στο Μόναχο. Αιχμαλώτισαν σε μπυραρία της πόλης το Βαυαρό εθνικιστή δικτάτορα φον Καρ και ομάδα υπουργών της τοπικής κυβέρνησης, τους υποχρέωσαν να συναινέσουν στην κήρυξη «εθνικής επανάστασης» και να πάρουν μέρος σε πορεία εθνικοσοσιαλιστών προς το Βερολίνο. Την επομένη όμως επενέβηκαν ο στρατός και η αστυνομία κάνοντας χρήση των όπλων κατά των εθνικοσοσιαλιστών στους δρόμους του Βερολίνου. Το πραξικόπημα κατεστάλη, αφήνοντας πίσω του καμιά εικοσαριά νεκρούς.
Ο Χίτλερ συνελήφθηκε, αλλά η δίκη για εσχάτη προδοσία που ακολούθησε, αντί να τον δυσφημήσει, σημείωσε την αρχή του θριάμβου του: από κατηγορούμενος έγινε κατήγορος. Η καταδίκη του σε πενταετή φυλάκιση μειώθηκε σε περιορισμό μόνον 9 μηνών στο φρούριο του Λάντσμπεργκ. Στη διάρκεια της κράτησής του υπαγόρευσε στο συγκρατούμενό του Ρούντολφ Ες το πολιτικοκοινωνικό μανιφέστο του εθνικοσοσιαλισμού που έγινε γνωστό με τον τίτλο «Ο αγών μου» (Mein Kampf) και εκδόθηκε τον Ιούνιο του 1925. Το βιβλίο αυτό που αρχικά έφερε τον τίτλο: «Τέσσερα και ήμισυ έτη αγώνος εναντίον ψευδών, ανοησιών και δειλίας», είναι ακατάστατο και συγκεχυμένο, αποτελεί κήρυγμα μίσους για τους Εβραίους, τη δημοκρατία, τον κομουνισμό, εξαίρει τη λατρεία της δύναμης και διατρανώνει την υπεροχή της άριας φυλής. Περιέχει τις ακριβείς ιδεολογικές βάσεις και τις συγκεκριμένες επιδιώξεις της χιτλερικής πολιτικής (αντισημιτισμό, αντικομουνισμό, παγγερμανισμό, θεωρία του λαϊκού κράτους), τις οποίες εφάρμοσε αργότερα στην πράξη. Το έργο του έγινε δεκτό με περιφρόνηση από πολιτικούς όπως ο Γκούσταβ Στρέζεμαν και άλλους. Με τον ίδιο τρόπο έγινε δεκτή και η πολιτική του ιδεολογία.
Όταν αποφυλακίστηκε, επιδόθηκε με πάθος στον πολιτικό αγώνα, αναδιοργάνωνε το κόμμα από τις βάσεις του και το προετοίμαζε για την κατάληψη και την άσκηση της εξουσίας, ενώ άρχισε νέα προπαγανδιστική εκστρατεία κατά της δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Μέχρι το 1929 η ανάπτυξη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος υπήρξε βραδεία. Τη χρονιά εκείνη η παγκόσμια οικονομική κρίση δημιούργησε τις συνθήκες για την έναρξη της ραγδαίας προόδου του. Η Γερμανία, βεβαρημένη ήδη από τις επαχθείς αποζημιώσεις που η Συνθήκη των Βερσαλλιών την υποχρέωνε να καταβάλει στους νικητές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, μαστιζόταν από υπερπληθυσμό, ανεργία και πολιτικό χάος, το οποίο η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, το καθεστώς της εκείνη την περίοδο, αδυνατούσε να βάλει σε τάξη. Ο Χίτλερ δεν ήταν μόνο ικανός ρήτορας, αλλά και αριστοτέχνης της προπαγάνδας και πρόσφερε αποδιοπομπαίους τράγους και λύσεις για όλους. Σε μια ατέλειωτη σειρά λόγων και ραδιοφωνικών εκπομπών κατάγγειλε αφενός τη συνθήκη των Βερσαλλιών και ιδιαίτερα το θέμα των επανορθώσεων και του αφοπλισμού και αφετέρου το σχέδιο Ντοζ, το σύμφωνο του Λοκάρνο, την είσοδο της Γερμανίας στην Κοινωνία των Εθνών και τη συνθήκη των Παρισίων. Καταφερόταν συνεχώς κατά της «δηλητηριώδους εβραϊκής επιρροής» και των σχεδίων της Μόσχας για μια κομουνιστική επανάσταση στη Γερμανία. Στις οικονομικά χειμαζόμενες λαϊκές μάζες υποσχόταν να τα βάλει με τους εβραίους πλουτοκράτες, στους εργαζόμενους υποσχόταν εργασία και σιγουριά. Με τη βίαιη αντικομουνιστική του προπαγάνδα και την υπόσχεσή του να περιορίσει τη δράση των εργατικών σωματείων κέρδισε την υποστήριξη των τραπεζιτών και των βιομηχάνων. Το 1926 ο Χίτλερ πέτυχε να αναλάβει την ηγεσία των ναζιστών Γερμανών της Αυστρίας, της Τσεχοσλοβακίας και της Πολωνίας.

Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Το κόμμα του όμως αύξανε συνεχώς τη δύναμή του στο Ράιχσταγκ, τη βουλή. Το 1928 οι ναζιστές είχαν 12 έδρες (ποσοστό 2,6%), οι οποίες το 1930 έγιναν 107 (ποσοστό 18,3%), με αποτέλεσμα το ναζιστικό κόμμα να αναδειχθεί στο δεύτερο ισχυρότερο κόμμα της χώρας. Ωστόσο, η αρχικά εχθρική στάση του προέδρου Χίντενμπουργκ ανέστειλε την άνοδό του. Μια πρώτη συνάντηση των δύο ανδρών, το 1931, δεν ήταν ευνοϊκή για τον Χίτλερ και ενίσχυσε τη δυσπιστία του Χίντενμπουργκ, παρόλο που ο τελευταίος δεν ήταν υπέρμαχος της δημοκρατίας. Το Φεβρουάριο του 1931 ο Χίτλερ διέταξε τους 107 εθνικοσοσιαλιστές βουλευτές του να πάψουν την πολιτική της κωλυσιεργίας την οποία ασκούσαν, και να εγκαταλείψουν το Ράιχσταγκ. Στις 11 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, στο Μπαντ Χάρτσμπουργκ ο Χίτλερ ενώθηκε με τους ηγέτες του κόμματος των Συντηρητικών φον ντερ Γκολτς, των Εθνικιστών Σαχτ, των Παγγερμανιστών Κάλκενροϊτ, και τον αρχηγό των Χαλυβδοκράνων Ζέλντε. Οι νέοι αυτοί φίλοι του Χίτλερ υποτίμησαν τον σύμμαχό τους, πιστεύοντας ότι όταν ανέρχονταν στην εξουσία θα μπορούσαν να ασκούν έλεγχο πάνω σ’ αυτόν και τους φαιοχίτωνες οπαδούς του.
Στις 6-7 Ιανουαρίου 1932, ο τότε καγκελάριος Χάινριχ Μπρίνινγκ κάλεσε τον Χίτλερ και προσπάθησε να πετύχει την παράταση της προεδρίας του στρατάρχη Χίντενμπουργκ χωρίς εκλογές. Ο Χίτλερ όμως προτίμησε να ταχθεί εναντίον του προέδρου. Με τις μεγάλες οικονομικές ενισχύσεις που του δόθηκαν και με την υποστήριξη της οικονομικής Δεξιάς, ο Χίτλερ κατά τις προεδρικές εκλογές, τον Ιούλιο του 1932, μπορεί να ηττήθηκε από τον ήρωα του πολέμου γηραιό στρατάρχη Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, αλλά σημείωσε μεγάλη νίκη καθώς το κόμμα του συγκέντρωσε πάνω από 7 εκατομμύρια ψήφους και 230 έδρες στη βουλή (ποσοστό 37,4%), αν και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου έπεσαν στις 196 (ποσοστό 31,1%). Ήταν πλέον αρχηγός του κόμματος της σχετικής πλειοψηφίας και συνεπώς ήταν αδύνατος ο σχηματισμός κυβέρνησης χωρίς τη συμμετοχή του.
Διαφωνώντας με την εξωτερική πολιτική της Γερμανικής δημοκρατίας, ο Χίτλερ είχε καθορίσει δική του εξωτερική πολιτική (για τη μελλοντική Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία) της οποίας τα κύρια σημεία ήταν εχθρότητα κατά της Γαλλίας, αντίσταση στον μπολσεβικισμό, ένωση όλων των πέρα των συνόρων του 1919 Γερμανών σ’ ένα Ράιχ και αποκατάσταση με επαναστατικές μεθόδους μιας μεγαλύτερης Γερμανίας, η οποία θα κυριαρχούσε πάνω στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ο Χίτλερ απευθυνόταν στους εθνικιστές, οι οποίοι ήθελαν μια ισχυρή Γερμανία, στους νέους οι οποίοι ήθελαν απαλλαγή από τα βάρη των επανορθώσεων και στη μεσαία τάξη που φοβόταν μια κομουνιστική επανάσταση.
Τον Μάιο του 1932 διαδέχθηκε τον καγκελάριο Μπρίνινγκ ο Φραντς φον Πάπεν και αυτόν ο στρατηγός φον Σλάιχερ τον Δεκέμβριο. Οι μηχανορραφίες του πρώην καγκελάριου φον Πάπεν, με την ένθερμη υποστήριξη του Χίτλερ, κατάφεραν να υπερνικήσουν τους ενδοιασμούς του Σλάιχερ, που τελικά έδωσε τη συγκατάθεσή του για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού ανάμεσα στον Χίτλερ, στον φον Πάπεν, στον Χούγκενμπεργκ (της εθνικιστικής Δεξιάς), στον Φριτς φον Τίσσεν και στους αγροτικούς της Λάντμπουντ. Τελικά, μέσα στη γενικευμένη πολιτική κρίση, που την εξερέθιζαν αδιάκοπα οι ναζιστές και με τις βίαιες εκδηλώσεις τους, και κάτω από την πίεση διαφόρων παραγόντων, στις 30 Ιανουαρίου του 1933 ο Χίντενμπουργκ ανέθεσε στον Χίτλερ την καγκελαρία του Ράιχ, υπογράφοντας την πράξη θανάτου της δημοκρατίας και την επικράτηση των απολυταρχικών και εθνικιστικών δυνάμεων. Από τότε η μορφή του και η σκληρή πολιτική του Χίτλερ ταυτίστηκαν με την ιστορία της ίδιας της Γερμανίας μέχρι το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος με 3 εθνικοσοσιαλιστές και 9 εθνικιστές υπουργούς, με τον όρο να μη κάνει δραστικές μεταβολές στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική. Δεν άργησε όμως να μετατρέψει το δημοκρατικό καθεστώς της χώρας σε προσωπική δικτατορία του. Όταν ανέλαβε την εξουσία ο Χίτλερ δεν θεώρησε υποχρέωσή του να τηρήσει τον λόγο του. Στις 28 Φεβρουαρίου 1933, μετά από εμπρησμό του Ράιχσταγκ, που αποδόθηκε στους κομουνιστές, ο Χίτλερ εξέδωσε διάταγμα που αφορούσε στην προστασία του λαού και του κράτους εναντίον του κομουνισμού.
Μετά τη νίκη των εθνικοσοσιαλιστών και των εθνικιστών στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933, με ποσοστό 43,9%, ο Χίτλερ και ο Χίντενμπουργκ συγκάλεσαν το Ράιχσταγκ στο Πότσνταμ και στις 23 Μαρτίου ο Χίτλερ, ως καγκελάριος του Ράιχ και ηγέτης του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, ανέλαβε επίσημα δικτατορική εξουσία. Τότε άρχισε η πολιτική, οικονομική και κοινωνική αναδιοργάνωση της Γερμανίας. Με νόμο που εγκρίθηκε σχεδόν παμψηφεί διαλύθηκε το κοινοβούλιο, τα κόμματα καταργήθηκαν και το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα αποτέλεσε το μόνο πολιτικό κόμμα στη χώρα. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε παρέλθει χωρίς επιστροφή και άρχισε η εποχή του Γ' Ράιχ και της απόλυτης κυριαρχίας του Χίτλερ.
Τα μέτρα αυτά ακολούθησαν και άλλα: απόπειρα θρησκευτικής συνένωσης των Γερμανών, ρύθμιση της εργασίας και της βιομηχανίας από το κράτος, διορισμός του Ιωσήφ Γκέμπελς ως συντονιστή της προπαγάνδας και της πνευματικής ζωής της χώρας και η εκτέλεση των αντιδρώντων μελών του κόμματος καθώς και των επικίνδυνων πολιτικών αντιπάλων κατά την εκκαθάριση με λουτρό αίματος τον Ιούνιο του 1934. «Η ανταρσία κατεστάλη» δήλωσε ο Χίτλερ, δικαιολογώντας τις πολιτικές δολοφονίες του 1934, «σύμφωνα με σιδερένιους νόμους οι οποίοι είναι αιώνια οι ίδιοι». Όταν ο Χίντεμπουργκ πέθανε το 1934, οι δύο τίτλοι, αυτοί του προέδρου και του καγκελάριου, ενώθηκαν στο πρόσωπο του Χίτλερ, ο οποίος έγινε ο Führer, ο Αρχηγός. Ο χαιρετισμός «Heil Hitler!» επιβλήθηκε ως υποχρεωτικός και η λατρεία του προσώπου του Φύρερ προσέλαβε σχεδόν θρησκευτικό χαρακτήρα.
Το 1938, εν μέσω προσεκτικά ενορχηστρωμένου σκανδάλου, ο Χίτλερ απέλυσε τα ανώτατα στελέχη του στρατεύματος και μοίρασε την εξουσία ανάμεσα στον εαυτό του και σε αφοσιωμένους υποτακτικούς του, όπως ο Βίλχελμ Κάιτελ. Καθώς ετοιμαζόταν για πόλεμο ο Χίτλερ αντικατέστησε τους επαγγελματίες διπλωμάτες με ναζιστικά στελέχη, όπως ο Γιοαχίμ φον Ρίμπεντροπ. Μετά το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς εξαπολύθηκαν απάνθρωπες διώξεις κατά των Εβραίων με δολοφονίες, φυλακίσεις και δημεύσεις των περιουσιών τους, επειδή ο Χίτλερ είχε αντιληφθεί ότι οι κεφαλαιούχοι Εβραίοι, που μέχρι την εποχή εκείνη τουλάχιστον συνεργάζονταν φανερά μαζί του, για την οικονομική ανόρθωση της Γερμανίας, είχαν αρχίσει να εξάγουν τα κεφάλαιά τους από τη Γερμανία και βοηθούσαν συστηματικά τον αποικισμό και την εγκατάσταση Εβραίων στην Παλαιστίνη.

ΜΕ ΤΙΣ ΕΥΛΟΓΙΕΣ ΤΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Κατά τη διάρκεια των ετών αυτών ο Χίτλερ κατόρθωσε να προπαγανδίσει και να οργανώσει τη γερμανική νεολαία και να μεταβάλει τη ψυχολογία των Γερμανών, έτσι ώστε από την κατάπτωση στην οποία βρίσκονταν, να αποκτήσουν απόλυτη πίστη στο ιδανικό του Γ' Ράιχ. Σ’ αυτό συνέτειναν τα δραστικά μέτρα που πήρε για τον περιορισμό της ανεργίας στη χώρα, με το τετραετές σχέδιο του Σεπτεμβρίου του 1936 και παραπλήσιου σχεδίου γενικού επανεξοπλισμού. Με την πολιτική των τετελεσμένων γεγονότων, επανέφερε την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία τον Μάρτιο του 1935. Παραβιάζοντας κατάφορα τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, εξόπλιζε τη Γερμανία οικοδομώντας μια πολεμική μηχανή που έμελλε να καταστεί τρομερή. Τρομοκρατούσε τις μικρές χώρες υποχρεώνοντάς τις να προβαίνουν σε εδαφικές παραχωρήσεις. Οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις, άτολμες και διστακτικές και τρέφοντας την αυταπάτη ότι έτσι θα διέσωζαν την ειρήνη, προσπαθούσαν να τον εξευμενίσουν, πράγμα που αυτός το εκμεταλλευόταν επιδέξια και αδίστακτα για να προωθεί τα επεκτατικά του σχέδια. Θεωρώντας τη Συνθήκη των Βερσαλλιών ως μη υφιστάμενη, πρότεινε ειρήνη στις δυτικές δυνάμεις τον Μάιο του 1935, ανακατέλαβε και οχύρωσε τη Ρηνανία και έπαυσε να αναγνωρίζει τη συνθήκη του Λοκάρνο τον Μάρτιο του 1936. Επιπλέον συνέχισε τις διπλωματικές του επιθέσεις απέναντι στους ενδεχόμενους εχθρούς του στη Δύση και την Ανατολή και κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να διατηρήσει τη διεθνή ένταση, για να πετύχει τη λύση του γερμανικού προβλήματος με συμβιβασμό.
Αμέσως από την πρώτη στιγμή της ανόδου του στην εξουσία ο Χίτλερ άρχισε να θέτει σε εφαρμογή καλά καταρτισμένο σχέδιο προετοιμασίας του πολέμου, αν υπήρχε ανάγκη για κάτι τέτοιο, για να πετύχει τους αντικειμενικούς του σκοπούς, ενώ στους δημόσιους λόγους του ισχυριζόταν ότι ήταν ειρηνόφιλος. Στις 5 Νοεμβρίου 1937 σε μυστική συνεδρίαση στην καγκελαρία του Ράιχ, ο Χίτλερ καθόρισε τις γενικές γραμμές του σχεδίου του για επίθεση κατά της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας, όπως και τη μελλοντική πολιτική του απέναντι στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία.
Κατά τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο (1936-39) ο Χίτλερ, μαζί με τον σύμμαχό του Μπενίτο Μουσολίνι, τον δικτάτορα της Ιταλίας, βοήθησε τον στασιαστή στρατηγό Φρανσίσκο Φράνκο να νικήσει τη νόμιμη δημοκρατική κυβέρνηση της χώρας και να εγκαταστήσει τη δική του δικτατορία.
Επιδιώκοντας τη γερμανική επέκταση με τη θεωρία του περί «ζωτικού χώρου», κράτησε την Ευρώπη σε αληθινή αναστάτωση. Παραβαίνοντας τον σχετικό όρο της Συνθήκης των Βερσαλλιών, ο Χίτλερ προσάρτησε την Αυστρία (Anschluss) στη Γερμανία και στις 14 Μαρτίου 1938 εισήλθε θριαμβευτικά στη Βιέννη. Ο θρίαμβος του Χίτλερ ήταν μεγαλύτερος κατά την «κρίση» του Μονάχου, όταν δηλαδή στις 29 Σεπτεμβρίου 1938 οι πρωθυπουργοί της Μεγάλης Βρετανίας Τσάμπερλεν, της Γαλλίας Νταλαντιέ και ο Ιταλός δικτάτορας Μουσολίνι συγκεντρώθηκαν στη Βαυαρική πρωτεύουσα για να συζητήσουν τις αξιώσεις του για απόσπαση της Σουδητίας (περιοχή της Τσεχοσλοβακίας όπου κατοικούσαν Γερμανόφωνοι) από την Τσεχοσλοβακία. Στις αξιώσεις αυτές υπέκυψαν, όπως είναι γνωστό, οι ηγέτες που προαναφέραμε και υπέγραψαν μαζί του μια συμφωνία. Χάρη στη συμφωνία αυτή περί τα μέσα Οκτωβρίου τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την περιοχή αυτή της Τσεχοσλοβακίας και ο Χίτλερ άρχισε να προετοιμάζει νέα πραξικοπήματα. Στις 15 Μαρτίου 1939 τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στην Πράγα και έτσι συντελέστηκε η κατάληψη και της Τσεχοσλοβακίας.
Η Σοβιετική Ένωση, αποκλεισμένη από τις συνομιλίες με τον Χίτλερ και φοβούμενη συνεργασία των δυτικών δυνάμεων μαζί του και εναντίον της, έσπευσε να τον προσεταιριστεί: τον Αύγουστο του 1939 υπεγράφη γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης. Αυτό έδωσε στον Χίτλερ την ευκαιρία να επιτεθεί κατά της Πολωνίας την 1η Σεπτεμβρίου, επειδή πίστευε ότι η Γαλλία υπονομευόταν από σοβαρή εσωτερική κρίση, και ότι η Ρωσία δεν θα αντιδρούσε, προκειμένου να μετάσχει κι αυτή στον διαμελισμό της Πολωνίας. Η επίθεση όμως αυτή οδήγησε τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Αυστραλία και την Ινδία να κηρύξουν αμέσως τον πόλεμο κατά της Γερμανίας στις 3 Σεπτεμβρίου του 1939.

ΘΕΑΜΑΤΙΚΕΣ ΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΡΙΒΗ
Ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος είχε ξεκινήσει και μάλιστα ευνοϊκά για τον Χίτλερ και τα γερμανικά στρατεύματα αποδείχθηκαν αήττητα, καταλαμβάνοντας τη μία χώρα μετά την άλλη. Η εισβολή στη Δανία, τη Νορβηγία, την Ολλανδία και το Βέλγιο και η αποχώρηση των Άγγλων από τη Γαλλία, έπεισε τον Χίτλερ ότι η τακτική του ήταν αλάνθαστη. Μετά από αυτό ήταν ασυγκράτητος πλέον. Όταν μάλιστα σχημάτισε κατά τον Νοέμβριο του 1940 την αντίληψη ότι η ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας είχε ήδη αποτύχει, ο Χίτλερ αποφάσισε την επίθεση κατά της χώρας μας. Οι επιτυχίες αυτές και η συνθηκολόγηση της Γαλλίας στην Κομπιένη, ενθάρρυνε τον Χίτλερ να επιτεθεί τον Ιούνιο του 1941 κατά της Σοβιετικής Ένωσης, παρά τη γνώμη των στρατηγών του. Άλλωστε, και όταν ακόμα οι ναύαρχοί του δήλωναν ότι δεν μπορούσαν να εγγυηθούν τη γερμανική ναυτική υπεροχή επί των Άγγλων, έστω και για μια μέρα, τα όνειρα του Χίτλερ περί εισβολής στην Αγγλία παρέμεναν ανέπαφα. Ισχυριζόταν ότι η «διαίσθησή» του θα του αποκάλυπτε την κατάλληλη στιγμή για να ενεργήσει. Ακόμα κι όταν η ροή του πολέμου στράφηκε κατά του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση και την Αφρική και η Ιαπωνία επιτέθηκε στο Περλ Χάρμπορ στις 7 Δεκεμβρίου 1941, ο Χίτλερ βεβαίωνε τους οπαδούς του ότι η Αμερική δεν θα μπορούσε να βοηθήσει την Αγγλία. Δύο από τους μεταπολεμικούς βιογράφους του Χίτλερ συμφωνούν στο ότι η δυναμική προσωπικότητά του συνδυαζόταν με ιδεώδη τρόπο με την αγάπη προς τον πόλεμο, χαρακτηριστικό των αρχαίων Γερμανών, που είχε κι αυτός κληρονομήσει από τους προγόνους του. Η ιδιωτική του άλλωστε ζωή δεν ήταν ζωή φυσιολογικού ατόμου. Συνδύαζε μια μορφή νοσηρού ασκητισμού και ένα βαθύ φόβο προς τη θρησκεία.
Τον Δεκέμβριο του 1941, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήλθαν στον πόλεμο στον οποίον ήδη μετείχαν 70 χώρες, ο Χίτλερ ανέλαβε αυτοπροσώπως τη διεύθυνση της πολεμικής προσπάθειας, πράγμα που υπήρξε η καταστροφή της Γερμανίας. Ως ανώτατος αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων μετέθεσε τους στρατηγούς που αρνήθηκαν να εκτελέσουν τα σχέδιά του, που του υποδείκνυε η «διαίσθησή» του, ενώ συγχρόνως οι δημόσιοι λόγοι του αποκάλυπταν ήδη τη σωματική και πνευματική του κατάπτωση. «Με την είσοδο κάθε νέου έτους», έγραφε εμπιστευτικά ο Γκέμπελς την 1η Ιανουαρίου, «περιμέναμε την επίτευξη της τελικής νίκης, αλλά αντιμετωπίζαμε και πάλι απογοήτευση».
Κατά τη διάρκεια του πολέμου τα γερμανικά στρατεύματα διέπραξαν ανήκουστες αγριότητες στις κατεχόμενες χώρες και όταν ο πόλεμος άρχισε να παίρνει αρνητική τροπή για τη Γερμανία, ιδίως μετά τη μάχη του Στάλινγκραντ, στις αρχές του 1943, η μαζική εξόντωση των Εβραίων επιταχύνθηκε και ο Χίτλερ παραχωρούσε όλο και μεγαλύτερες εξουσίες στον Χάινριχ Χίμλερ και στην τρομερή μυστική αστυνομία, την Γκεστάπο, και στα SS.
Έγιναν τέσσερις απόπειρες κατά της ζωής του Χίτλερ, που οργανώθηκαν από τους στρατιωτικούς, από τις οποίες η κυριότερη έγινε τον Ιούλιο του 1944. Ενώ η Γερμανία είχε περιέλθει σε απελπιστική κατάσταση στον στρατιωτικό τομέα, ομάδα ανώτατων αξιωματικών και πολιτικών στελεχών του καθεστώτος διοργάνωσε απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ. Ο συνταγματάρχης κόμης φον Στάουφενμπεργκ έκρυψε ένα χαρτοφύλακα, που περιείχε ωρολογιακό μηχανισμό, κάτω από το τραπέζι με τους χάρτες στο στρατηγείο του Χίτλερ. Ο Φύρερ τραυματίστηκε από την έκρηξη που επακολούθησε, αλλά διέφυγε τον θάνατο με ελαφρά τραύματα και οι συνωμότες εκτελέστηκαν. Διέταξε τότε νέα εκκαθάριση των ενόπλων δυνάμεων και εξαπέλυσε νέα τρομοκρατία κατά των πολιτικών του αντιπάλων.
Στο μεταξύ η τύχη των όπλων είχε μεταστραφεί. Ήδη από τις αρχές του 1945 φαινόταν ότι ο πόλεμος είχε χαθεί οριστικά για τη Γερμανία, ο Χίτλερ όμως επέμενε στη συνέχισή του μέχρι τέλους. Ενώ οι Σοβιετικοί είχαν εγκαταλείψει στο μεταξύ τη συνεργασία τους με τον Χίτλερ και αφού συμμάχησαν με τους Δυτικούς, προέλαυναν προς το Βερολίνο, ο Χίτλερ μετέφερε το στρατηγείο του στην καγκελαρία και αποφάσισε να πεθάνει εκεί παρά να πέσει, όπως έλεγε, «στα χέρια ενός εχθρού που θα διοργάνωνε ένα νέο θέαμα, υποκινούμενος από τις υστερικές μάζες των Εβραίων που ήθελαν να διασκεδάσουν». Κατέκρινε τους συνεργάτες του που ήθελαν να διαπραγματευθούν με τους προελαύνοντες συμμάχους και παρέμεινε στο Βερολίνο ενώ πλησίαζαν τα σοβιετικά στρατεύματα.
Ο Χίτλερ αποφάσισε να νυμφεύτηκε την μέχρι τότε ερωμένη του Εύα Μπράουν, η οποία «μετά πολλών ετών φιλία» είχε εισέλθει στην πολιορκημένη πρωτεύουσα για να συμμεριστεί την τύχη του φίλου της. Στην πολιτική του διαθήκη, που γράφηκε στις 29 Απριλίου 1945, ο Χίτλερ έδιωξε από το κόμμα τους Γκαίρινγκ και Χίμλερ και διόρισε τον Ναύαρχο Ντένιτς ως αρχηγό του Ράιχ και ανώτατο διοικητή των ενόπλων δυνάμεων. Το απόγευμα της 1ης Μαΐου, λίγες μέρες πριν την κατάληψη του Βερολίνου από τα σοβιετικά στρατεύματα, μέσα στο υπόγειο της καγκελαρίας, αυτοκτόνησαν και οι δύο, εκείνη με δηλητήριο και εκείνος με μια σφαίρα. Ο Χίτλερ είχε δώσει εντολή να αποτεφρωθούν τα πτώματά τους. Οι Ρώσοι βρήκαν μερικά πτώματα καμένα με βενζίνη στον περίβολο της καγκελαρίας, μεταξύ των οποίων πιθανόν να υπήρχε και αυτό του Χίτλερ. Την ίδια νύχτα ο ναύαρχος Ντένιτς ανήγγειλε από τους γερμανικούς ραδιοσταθμούς ότι «ο Φύρερ έπεσε».
Ο Χίτλερ άφησε τη Γερμανία ολοκληρωτικά κατεστραμμένη. Κανενός ανθρώπου το όνομα δεν συνδέθηκε με τόσα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας όσο το όνομα του Αδόλφου Χίτλερ. Σε όλη του τη ζωή αρνήθηκε να παραδεχθεί ότι έσφαλε στο ελάχιστο, και απέδιδε τις αποτυχίες του στο ότι οι άλλοι δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν τη μεγαλοφυΐα του. Συνεπώς, η απογοήτευση και η επιθυμία της εκδίκησης, σε συνδυασμό με τα προσόντα του ως μεγάλου δημαγωγού, που απευθυνόταν σ’ ένα έθνος που βρισκόταν σε κατάπτωση και σε οικονομική δυσπραγία, την εποχή που ανέλαβε την εξουσία, έδωσαν στον Χίτλερ την κακοποιά δύναμη να ανάψει τη μεγαλύτερη πυρκαγιά που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Η κληρονομιά του είναι η ανάμνηση της πιο αιμοσταγούς τυραννίας της παγκόσμιας ιστορίας.

13 Οκτ 2010

Ενρίκο Μπερλινγκουέρ (1922-1984)

Ο Ιταλός πολιτικός Ενρίκο Μπερλινγκουέρ (Enrico Berlinguer) γεννήθηκε στο Σάσσαρι της Σαρδηνίας το 1922 και ανήκε σε αριστοκρατική και εύπορη οικογένεια (ο ίδιος έφερε τον τίτλο του Μαρκησίου), καλλιεργημένη και πολιτικοποιημένη, με προοδευτικές και αντιφασιστικές ιδέες και δράση. Από νεαρή ηλικία ενστερνίστηκε τις αντιφασιστικές ιδέες του πατέρα του, βουλευτή και αργότερα γερουσιαστή του σοσιαλιστικού κόμματος, και το 1937, σε ηλικία 15 ετών, εντάχθηκε στο αντιφασιστικό κίνημα. Αργότερα, το 1943, ενώ φοιτούσε στη νομική, έγινε μέλος του παράνομου τότε Ιταλικού Κουμουνιστικού Κόμματος (PCI) για να αναδειχθεί γρήγορα γραμματέας της κομματικής οργάνωσης νέων της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος έμπαινε τότε στην αποφασιστική φάση του. Ο Μουσολίνι είχε ανατραπεί και η Ιταλία είχε συνθηκολογήσει τον Σεπτέμβριο του 1943. Τον Ιανουάριο του επόμενου χρόνου, ενώ διαρκούσε ακόμα ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Μπερλινγκουέρ πρωτοστάτησε στην οργάνωση μεγάλης λαϊκής αντιφασιστικής εξέγερσης στο Σάσσαρι κατά της νέας κυβέρνησης του στρατάρχη Πιέτρο Μπαντόλιο, συνελήφθη από τις αρχές και φυλακίστηκε για τρεις μήνες. Παρά τη νεαρή του ηλικία, στη διάρκεια της κράτησής του ο Μπερλινγκουέρ ωρίμασε ιδεολογικά και πολιτικά και μετά την αποφυλάκισή του αποφάσισε να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην κομουνιστική δράση εγκαταλείποντας τις νομικές του σπουδές.
Το 1944 ο Μπερλινγκουέρ κλήθηκε στη Ρώμη ως μέλος της Γραμματείας της Κομουνιστικής Νεολαίας, όπου και γνωρίστηκε με τον γενικό γραμματέα του ΙΚΚ Παλμίρο Τολιάτι και άρχισε να ανεβαίνει γρήγορα τις βαθμίδες της κομουνιστικής ιεραρχίας, πορεία που τη συνέχισε και μετά το τέλος του πολέμου το 1945, για να γίνει, τον ίδιο χρόνο, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΙΚΚ. Το 1948 ο Μπερλινγκουέρ εξελέγη στην Εκτελεστική Επιτροπή και ανήκε πλέον στην ηγετική ομάδα του κόμματος. Το 1949 ανέλαβε Γενικός Γραμματέας της Κομουνιστικής Νεολαίας και το 1950 έγινε Πρόεδρος της Παγκόσμιας Οργάνωσης Δημοκρατικής Νεολαίας, θέση που την κράτησε μέχρι το 1953.

ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΤΟΥ ΙΚΚ
Τα χρόνια που ακολούθησαν ο Μπερλινγκουέρ ανέλαβε διάφορες ανώτερες και υπεύθυνες θέσεις και μετείχε στη διακομματική Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, εδραιώνοντας έτσι τη δική του θέση όχι μόνο στο ιταλικό αλλά και στο διεθνές κομουνιστικό κίνημα. Το 1968 εξελέγη πρώτη φορά βουλευτής.
Κατά το 12ο Συνέδριο του κόμματος στη Ρώμη το 1969, όταν Γενικός Γραμματέας του ήταν ο Λουίτζι Λόνγκο, ο Μπερλινγκουέρ εξελέγη αναπληρωτής γραμματέας του ΙΚΚ. Με αυτή την ιδιότητά του ανέπτυξε πολύπλευρη δραστηριότητα και επέδειξε σπουδαία πολιτικά χαρίσματα. Το ίδιο χρόνο έλαβε μέρος στη διάσκεψη των κομουνιστικών κομμάτων στη Μόσχα, όπου η ιταλική αντιπροσωπεία διαφώνησε με την επίσημη πολιτική γραμμή που χαράχθηκε και αρνήθηκε να ψηφίσει το τελικό έγγραφο της διάσκεψης.
Ο Μπερλινγκουέρ αρνήθηκε επίσης να συναινέσει στην καταδίκη των Κινέζων κομμουνιστών την οποία επεδίωκε η Μόσχα λόγω των διαφορών της μαζί τους, και επέκρινε απερίφραστα τον σοβιετικό ηγέτη Λεονίντ Μπρέζνιεφ για την επέμβαση των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία το 1968.
Κατά το 13ο Συνέδριο του κόμματος στο Μιλάνο το 1972, λόγω των προβλημάτων του με την υγεία του, ο Λόνγκο περιορίστηκε στον τιμητικό τίτλο του προέδρου του ΙΚΚ, και ο Μπερλινγκουέρ ανέλαβε την ουσιαστική αρχηγία του όταν εξελέγη Γενικός Γραμματέας. Τα επόμενα 12 χρόνια, όσο έζησε ο Μπερλινγκουέρ, το ΙΚΚ γνώρισε ριζική μεταμόρφωση υιοθετώντας υψηλές φιλοδοξίες και διακεκριμένους στόχους και πετυχαίνοντας τεράστια ανταπόκριση στις λαϊκές μάζες.
Από την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Μπερλινγκουέρ επιδόθηκε στη χάραξη ρεαλιστικής πολιτικής, απαλλαγμένης από κάθε μίμηση ξένων προτύπων, επέδειξε μετριοπάθεια, σύνεση και κυρίως βαθειά γνώση της ιταλικής πραγματικότητας. Το ΙΚΚ αναδείχθηκε το ισχυρότερο κομουνιστικό κόμμα της Δυτικής Ευρώπης κερδίζοντας στις εκλογές του 1972 το 27,2% των ψήφων και στις εκλογές του 1976 το 34,4%. Οι επιτυχίες του στην τοπική αυτοδιοίκηση υπήρξαν σαρωτικές. Σε ορισμένες περιπτώσεις έφτασε να ελέγχει περισσότερη από τη μισή χώρα επιδεικνύοντας εξαιρετικές διοικητικές ικανότητες. Προσέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στις διακηρύξεις του, ότι χωρίς τη συμμετοχή των κομουνιστών στην άσκηση της εξουσίας δεν ήταν δυνατή η επίλυση των πολλών και σύνθετων προβλημάτων της ιταλικής κοινωνίας. Υποστήριζε δηλαδή την ανάγκη διακυβέρνησης της χώρας από κυβερνήσεις συνεργασίας κομουνιστών, σοσιαλιστών και χριστιανοδημοκρατικών. Ως ηγέτης αυτού του ουσιαστικά νέου κόμματος, ο Μπερλινγκουέρ πρότεινε την περίφημη πολιτική γραμμή του που έγινε γνωστή ως «ιστορικός συμβιβασμός» (δηλαδή ο συμβιβασμός της εργατικής με την αστική τάξη) και που εξασφάλισε στον εισηγητή της παγκόσμια φήμη.
Η πρόταση του Μπερλινγκουέρ, πρωτοφανής για την κομουνιστική θεωρία και πρακτική, υιοθετούσε τη διεξαγωγή της πολιτικής πάλης με δημοκρατικές και συναινετικές μεθόδους όπου περιλαμβάνονταν όχι μόνο η λειτουργία του κόμματος στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού συστήματος, με απόλυτο σεβασμό στους θεσμούς του, αλλά και η συνεργασία του με τα αστικά κόμματα. Στις δεδομένες ιστορικές συνθήκες, πίστευε ο Μπερλινγκουέρ, η γραμμή αυτή ήταν η μόνη που μπορούσε να ακολουθήσει το κομουνιστικό κόμμα για την κατάκτηση της εξουσίας ή τουλάχιστον για την αποφασιστική συμμετοχή του στον έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων σε κυβερνητικό επίπεδο.
Ο «ιστορικός συμβιβασμός» προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, σφοδρές αντιδράσεις στις τάξεις του κομουνιστικού κινήματος, του ιταλικού αλλά και του διεθνούς, που τελούσε υπό την κηδεμονία του σοβιετικού ΚΚ. Ο Μπερλινγκουέρ κατηγορήθηκε ότι εγκαταλείπει την επαναστατική μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία.
Στις διεθνείς του σχέσεις ο Μπερλινγκουέρ ακολούθησε μετριοπαθή αδέσμευτη πολιτική, και υπεραμύνθηκε την πλήρη αυτοτέλεια των κομουνιστικών κομμάτων της Ευρώπης από την καθοδηγητική γραμμή της Μόσχας. Ήταν αποφασισμένος να πετύχει την αυτονόμηση του ΙΚΚ από τη σοβιετική δεσποτεία και να μην επιτρέψει ξένες επεμβάσεις στα εσωτερικά του. Η πρόταση του Μπερλινγκουέρ ήταν η εμβάθυνση στο ένα σκέλος της διττής κληρονομιάς του Τολιάτι, ο οποίος από τη μια έμενε πιστός στο σοβιετικό πρότυπο, από την άλλη όμως πρώτος έκανε λόγο για τον «ιταλικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό».

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΚΟΜΟΥΝΙΣΜΟΥ
Το 1976, στη Μόσχα, ο Μπερλινγκουέρ επιβεβαίωσε την αυτόνομη στάση του ΙΚΚ. Ενώπιον 5.000 αντιπροσώπων κομουνιστικών κομμάτων, ο Μπερλινγκουέρ μίλησε για ένα «πλουραλιστικό σύστημα» (στα ρωσικά μεταφράστηκε «πολυμορφικό») και αναφέρθηκε στην πρόθεση του ΙΚΚ να οικοδομήσει «έναν σοσιαλισμό που είναι απαραίτητος και κατορθωτός μόνο στην Ιταλία».
Παρά τις αντιδράσεις του σοβιετικού ΚΚ και των ελεγχόμενων από αυτό κομμάτων, οι απόψεις του Μπερλινγκουέρ βρήκαν ανταπόκριση σε άλλα κομουνιστικά κόμματα που τα απασχολούσαν παρόμοιες αναζητήσεις. Καρπός των σχετικών ζυμώσεων υπήρξε το κίνημα που έγινε γνωστό ως «ευρωκομουνισμός» και που πρέσβευε την πιο ελεύθερη εσωτερική λειτουργία των κομμάτων, την απαλλαγή τους από εξωτερικές επεμβάσεις και την προσαρμογή της πολιτικής κάθε κόμματος στις ιδιαίτερες συνθήκες της κοινωνίας όπου αυτό δρούσε.
Οι αρχές του ευρωκομουνισμού αποκρυσταλλώθηκαν στη διάσκεψη της Μαδρίτης τον Μάρτιο του 1977 όπου πήραν μέρος τα κομουνιστικά κόμματα της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας με τους ηγέτες τους, αντίστοιχα, Ζωρζ Μαρσαί, Σαντιάγο Καρίγιο και Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Εκεί διακηρύχθηκε ότι κάθε κόμμα οφείλει να εκτιμήσει τις ειδικές κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα του και να χαράξει τον δικό του δρόμο προς τον σοσιαλισμό.
Τα κηρύγματα του ευρωκομουνισμού προκάλεσαν κι αυτά ζωηρές αντιδράσεις που προέρχονταν από το σοβιετικό ΚΚ και από τα προσκείμενα σε αυτό κόμματα άλλων χωρών, αλλά και αναταραχή στο εσωτερικό των κομμάτων που υιοθέτησαν αυτές τις αρχές.
Παρότι τελικά ο «ιστορικός συμβιβασμός», δηλαδή ο σχηματισμός κυβέρνησης συνασπισμού μεταξύ χριστιανοδημοκρατών και κομουνιστών, που επιδίωκε ο Μπερλινγκουέρ, δεν πραγματοποιήθηκε, βρήκε όμως ανταπόκριση στο κόμμα των χριστιανοδημοκρατών, κυρίαρχο στην Ιταλία από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, στο οποίο κυρίως απευθυνόταν. Η επιρροή του κομουνιστικού κόμματος στην κυβέρνηση μειοψηφίας των χριστιανοδημοκρατών αυξήθηκε αισθητά και απόδειξη αυτού ήταν και η εκλογή του κομουνιστή Πιέτρο Ινγκράο στο αξίωμα του Προέδρου της Βουλής με την ανοχή των χριστιανοδημοκρατών. Αλλά η απαγωγή και η δολοφονία του προέδρου των χριστιανοδημοκρατών Άλντο Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες το 1978 έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη ματαίωση της προσέγγισης.

Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΣΤΟ ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ
Οι ιταλοί κομουνιστές στήριξαν κατόπιν τις ελπίδες τους στον νέο πρόεδρο, τον παλαίμαχο σοσιαλιστή Σάντρο Περτίνι, την εκλογή του οποίου υποστήριξαν. Ο Περτίνι, όμως, επηρεαζόμενος από ελάσσονες πολιτικούς ηγέτες, όπως ο Τζιοβάνι Σπαντολίνι του ριζοσπαστικού κόμματος και ο Μπετίνο Κράξι του σοσιαλιστικού, δεν έκανε αυτό που προσδοκούσαν οι κομουνιστές και το ΙΚΚ έμεινε εκτός κυβέρνησης.
Τα λίγα χρόνια που του απέμειναν ο Μπερλινγκουέρ συνέχισε τον ανεξάρτητο δρόμο του απομακρυνόμενος ολοένα και περισσότερο από τη σοβιετική γραμμή. Το 1980 καταδίκασε απερίφραστα τη σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν και το 1981 δήλωσε ότι «η προοδευτική δύναμη της οκτωβριανής επανάστασης έχει εξαντληθεί».
Ο ξαφνικός θάνατος του Μπερλινγκουέρ στην Πάντοβα το 1984 στέρησε το ΙΚΚ από έναν φωτισμένο ηγέτη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, υπό την πίεση των κοσμογονικών εξελίξεων στην ΕΣΣΔ και στα κομουνιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, το κόμμα του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ μετέβαλε τον τίτλο του και ονομάστηκε Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς.

12 Οκτ 2010

Αβραάμ Λίνκολν (1809-1865)

Ο Αβραάμ Λίνκολν (Abraham Lincoln) γεννήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου του 1809 στο Κεντάκι, στην κωμόπολη Χότζβιλ. Ο πατέρας του Τόμας ήταν φτωχός αγρότης και η μητέρα του Νάνση Χανκς ήταν αναλφάβητη. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του Λίνκολν κάθε άλλο παρά ρόδινα ήταν. Η οικογένειά του περιπλανιόταν στις Βορειοδυτικές περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών σε αναζήτηση δουλειάς και καλύτερης τύχης. Ο πατέρας του, πιονέρος αγρότης, ζούσε από το κυνήγι και τα προϊόντα των χωραφιών που καλλιεργούσε ο ίδιος.
Σε ηλικία μόλις 9 ετών ο Λίνκολν έχασε τη μητέρα του και ο πατέρας του νυμφεύτηκε για δεύτερη φορά, το 1819, τη χήρα Σάρα Μπους Τζόνσον και εγκαταστάθηκαν στην Ελίζαμπεθταουν. Η μητριά του ήταν καλή γυναίκα και στοργική σαν μητέρα, που επηρέασε πολύ τον ασκητικό χαρακτήρα του Λίνκολν με έναν ιδεαλιστικό ουμανισμό. Τον ανέθρεψε με πολλή αγάπη και φρόντισε ώστε ο μικρός Αβραάμ να πάει στο σχολείο, όπου έμαθε ανάγνωση και αριθμητική. Ωστόσο η κοινωνική τάξη των Λίνκολν δεν επέτρεπε περισσότερες σπουδές, αλλά ο νεαρός Αβραάμ ήταν φιλομαθέστατος. Αναγκάστηκε να παραμελήσει τις σπουδές του, υποχρεωμένος να εργάζεται ως γεωργός με τον πατέρα του. Αισθανόταν όμως κλίση προς τα γράμματα και δεν παρέλειπε να επωφελείται κάθε ευκαιρίας για να συμπληρώσει την ελλιπή μόρφωσή του. Διάβαζε μόνος του και γρήγορα απέκτησε γνώσεις που εντυπωσίαζαν τους γύρω του και τον βοήθησαν να βρει τις πρώτες του δουλειές στο εμπόριο. Εξασφαλίζοντας αρκετό καλό μισθό, ο Λίνκολν μπόρεσε να συνεχίζει τη μελέτη.
Προικισμένος με παρατηρητικότητα παρακολούθησε κατά τις περιοδείες του ως εμπορικός υπάλληλος τη σκληρή εργασία των μαύρων δούλων, τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν και αισθάνθηκε ιδιαίτερη συμπάθεια προς αυτούς. Αργότερα εργάστηκε σε εμπορική επιχείρηση του Νέου Σάλεμ και μετά την πτώχευσή της κατατάχθηκε, το 1832, ως εθελοντής στο στρατό σε μια εκστρατεία κατά των αυτοχθόνων του Μπλακ Χοκ (Μαύρο Γεράκι), και έφτασε στο βαθμό του λοχαγού. Μετά τη λήξη της εκστρατείας, επιδόθηκε σε εμπορικές επιχειρήσεις, οι οποίες κατέληξαν σε αποτυχία.

ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Στο μεταξύ ο Λίνκολν, χάρις στην ευγλωττία και το χαρακτήρα του, είχε γίνει πολύ αγαπητός στους συμπολίτες του και όταν εκδήλωσε ενδιαφέρον για την πολιτική βρήκε μεγάλη συμπαράσταση από φίλους και γνωστούς. Το 1832 το κόμμα των Ουίγων (φιλελεύθεροι) της κομητείας του τον ανέδειξε υποψήφιο του νομοθετικού σώματος του Ιλινόις και, παρότι τελικά δεν εκλέχθηκε, απέκτησε προσωπική αίγλη.
Έθεσε ξανά υποψηφιότητα στις εκλογές του 1833, και κέρδισε την εκλογή λόγω της καλής του φήμης και της ευφράδειάς που διέθετε, παραμένοντας μέλος της Βουλής του Ιλινόις από το 1834, δηλαδή σε ηλικία μόλις 25 ετών, θέση στην οποία εκλεγόταν ως το 1840. Όταν πείσθηκε ότι δεν επρόκειτο να ευδοκιμήσει στο εμπόριο, αφιερώθηκε στις νομικές σπουδές και πέτυχε να πάρει το 1836 το πτυχίο νομικής και την άδεια εξάσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. Το 1837 διορίστηκε δικηγόρος στο Σπρίνγκφηλντ του Ιλινόις, όπου και εγκαταστάθηκε και εξελίχτηκε σε επιτυχημένο δικηγόρο. Μέσα σε λίγα χρόνια απέκτησε μεγάλη φήμη και πολιτική επιρροή. Στα 35 του χρόνια νυμφεύθηκε τη Μαίρη Τοντ με την οποία απέκτησε 4 παιδιά.
Παράλληλα με τη δικηγορία ο Λίνκολν συνέχιζε να ασχολείται με την πολιτική. Το 1844 έγινε αρχηγός του κόμματος των Ουίγων. Δύο χρόνια αργότερα, το 1846, εξελέγη για μια μόνο νομοθετική περίοδο μέλος της ομοσπονδιακής Βουλής των Αντιπροσώπων, χωρίς ωστόσο να διακριθεί ιδιαίτερα, και έως το 1854 δεν αναφέρεται στις εκατοντάδες των επαρχιακών πολιτευόμενων δικηγόρων παρά μόνο για την ειλικρίνεια και την εντιμότητά του. Άλλωστε, μέχρι τότε δεν είχε πάρει σαφή θέση για το ζήτημα της δουλείας, το οποίο για μεγάλο χρονικό διάστημα βρισκόταν στον πυρήνα των πολιτικών αγώνων της χώρας. Το 1849 απογοητευμένος εγκατέλειψε το Κογκρέσο και την πολιτική, αφού αρνήθηκε τη θέση του κυβερνήτη του Όρεγκον, και αποφάσισε να ασχοληθεί με τη δικηγορία.
Μετά όμως τη μεγάλη πολιτική κρίση του 1854 επέστρεψε στην πολιτική μ’ έναν ρωμαλέο λόγο που εκφώνησε στην Πεόρια, με τον οποίο εναντιωνόταν στην Kansas-Nebraska Act (ένα νομοσχέδιο που επέτρεπε την εξάπλωση της δουλείας στη Νεμπράσκα και στο Κάνσας). Αντίθετος με την υιοθέτηση του θεσμού της δουλείας από τις νεοσυσταθείσες Πολιτείες ή από εκείνες που ο θεσμός δεν ίσχυε μέχρι τότε, ο Λίνκολν πίστευε ότι η Δύση έπρεπε να μείνει ελεύθερη, προκειμένου να προσφέρεται η δυνατότητα ανέλιξης στους φτωχούς της Ανατολής και του Νότου. Γνωστός πολέμιος της δουλείας, χωρίς να φτάνει μέχρι την πλήρη κατάργησή της, ο Λίνκολν πρωτοστάτησε στη διάσπαση των Ουίγων που είχε ως επακόλουθο τη δημιουργία του ρεπουμπλικανικού κόμματος. Συντάσσεται με αυτούς που θεωρούσαν ότι η δουλεία έπρεπε να καταπολεμηθεί με συνταγματικά μέτρα και παρότι οι διάφορες Πολιτείες διατηρούσαν συνταγματική αυτοτέλεια, ήταν της γνώμης ότι η δουλεία μπορούσε να καταργηθεί εκεί όπου έφτανε η δικαιοδοσία της κεντρικής κυβέρνησης.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΩΝ ΗΠΑ
Το 1858 ο Λίνκολν έβαλε υποψηφιότητα για γερουσιαστής, αλλά τη θέση κέρδισε ο Στίβεν Ντάγκλας, ηγέτης του δημοκρατικού κόμματος. Ωστόσο κατά την προεκλογική εκστρατεία είχε μια μνημειώδη ρητορική αντιπαράθεση για το ζήτημα της δουλείας με τον Ντάγκλας, όπου οι απόψεις του Λίνκολν εναντίον της δουλείας έγιναν ευρέως γνωστές κι η απλότητά του και η εντυπωσιακή κατανοητή ρητορεία του τον έκαναν να κερδίσει την εμπιστοσύνη όλων εκείνων που επιθυμούσαν την κατάργηση της δουλείας και να γίνουν ουσιαστικές βελτιώσεις στη δημόσια διοίκηση και την κοινωνική ζωή. Με πύρινους λόγους κατά της δουλείας κατάφερε να προσελκύσει την προσοχή του κόσμου και να αναδειχθεί σε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής.
Η διατήρηση της δουλείας στις Ηνωμένες Πολιτείες εξέγειρε τις μορφωμένες τάξεις των πολιτών, οι οποίοι είχαν χριστιανικές αρχές και ανθρωπιστικά αισθήματα. Επακολούθησαν θορυβώδεις εκδηλώσεις υπέρ της κατάργησης του θεσμού αυτού που στιγμάτιζε τον πολιτισμό. Ονομαστοί συγγραφείς άρχισαν να περιγράφουν με τα μελανότερα χρώματα την οικτρή θέση των μαύρων και εταιρείες που ασκούσαν ευρύτατη πολιτική και κοινωνική επιρροή, συστήθηκαν για να προπαγανδίσουν την κατάργηση του βάρβαρου θεσμού. Στην κίνηση αυτή αντιστέκονταν πεισματικά οι Νότιοι, οι οποίοι ήταν υπέρ της διατήρησης της δουλείας, και απειλούσαν ότι θα χωριστούν από τους Βόρειους.
Έπειτα από δύο χρόνια, το 1860, το συνέδριο του ρεπουμπλικανικού κόμματος στο Σικάγο όρισε τον Λίνκολν υποψήφιό του, κυρίως για λόγους τακτικής, καθώς η επιρροή του ήταν περιορισμένη. Ήταν όμως ταπεινής καταγωγής, απλός, προικισμένος με ρητορική δεινότητα, προερχόταν από τη Δύση, γεγονός που σήμαινε ότι θα συγκέντρωνε τις ψήφους αυτού του τμήματος της χώρας καθώς και των Βορείων, ενώ ο δημοκρατικός υποψήφιος θα συγκέντρωνε τις ψήφους των Νοτίων. Επίσης ο Λίνκολν δεν ήταν ακραίος. Στο μετριοπαθές πρόγραμμά του, που στηριζόταν στο πνεύμα συμφιλίωσης, πρότεινε να μη τεθεί σε ισχύ το καθεστώς της δουλείας, εκεί όπου μέχρι τότε δεν ίσχυε, συγχρόνως όμως δεν ζητούσε την κατάργησή του στις περιοχές όπου ίσχυε. Υποσχόταν τη δωρεάν παροχή τμήματος της γης σε κάθε άποικο, καθώς και τη βελτίωση της εσωτερικής πολιτικής. Επιπρόσθετα, τα γεγονός ότι ήταν νέος αποτελούσε θετικό στοιχείο για τον ίδιο, κυρίως σε σύγκριση με τον άλλο υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων, Σιούαρντ, η μακρόχρονη πολιτική του οποίου τον καθιστούσε ευάλωτο στην κριτική. Από την άλλη πλευρά, οι Δημοκρατικοί διασπάστηκαν, και αυτό (αν και όχι αποφασιστικό) ευνόησε τον Λίνκολν, ο οποίος εξελέγη με απόλυτη πλειοψηφία, 16ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, παρόλο που δεν πήρε ούτε μια ψήφο από τις Νότιες Πολιτείες.
Η νίκη του Λίνκολν, παρά τις συμφιλιωτικές του προθέσεις, σήμανε την αρχή της κρίσης αμέσως μόλις έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα των εκλογών. Μετά την εκλογή του στο προεδρικό αξίωμα και πριν ακόμα την ορκωμοσία του, στις 20 Δεκεμβρίου 1860, η Πολιτεία της Νότιας Καρολίνας δήλωσε ότι αποχωρεί από την Ένωση των Πολιτειών προβάλλοντας ως αιτία το ζήτημα της δουλείας. Για να αποτραπούν παρόμοιες ενέργειες και από άλλες Νότιες Πολιτείες υπεβλήθηκαν στο Κογκρέσο διάφορες συμβιβαστικές προτάσεις, όπως να διατηρηθεί η δουλεία στις Πολιτείες όπου προϋπήρχε, αλλά να μην επιτραπεί η επέκτασή της σε άλλες ή να διαχωριστούν οι περιοχές σε δουλοκτητικές και σε μη δουλοκτητικές. Ο Λίνκολν διαφώνησε κυρίως με τον διαχωρισμό των Πολιτειών. Σε μήνυμα προς τον αμερικανικό λαό, τον Μάρτιο του 1861, διακήρυξε ότι προσωρινά η δουλεία θα συνεχιζόταν αλλά δεν θα επεκτεινόταν. Οι νότιες Πολιτείες όμως είχαν ήδη αποφασίσει για τις επόμενες κινήσεις τους. Ενώ το Κογκρέσο προσπαθούσε να βρει λύση, οι Πολιτείες Μισισίπι, Φλόριντα, Αλαμπάμα, Τζόρτζια, Λουιζιάνα και Τέξας αποσχίστηκαν από την Ένωση και συγκρότησαν τις Συνομόσπονδες Πολιτείες της Αμερικής, μια χωριστή ομοσπονδία με νέο Σύνταγμα, με πρωτεύουσα το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια και πρόεδρο τον Τζέφερσον Ντέιβις, που εκλέχθηκε τον Φεβρουάριο του 1861.

ΔΟΥΛΟΚΤΗΣΙΑ ΚΑΙ ΕΜΦΥΛΙΟΣ
Παρά την απόσχιση, ο Λίνκολν ανέλαβε κανονικά τα καθήκοντά του τον Μάρτιο του 1861 και προσπάθησε να βρει συμβιβαστική λύση ώστε να αποκατασταθεί η ενότητα του κράτους. Αποδοκίμαζε βέβαια τον θεσμό της δουλείας, αλλά διαφωνούσε με τις προτάσεις των ριζοσπαστών οι οποίοι απαιτούσαν την άμεση και ολοκληρωτική κατάργησή της. Άλλωστε ο Λίνκολν, αν και πολέμιος της δουλείας, που τη θεωρούσε ανήθικη, πίστευε, όπως και πλήθος άλλων Βορειοαμερικανών, ότι οι μαύροι δεν θα μπορούσαν ποτέ να φθάσουν στο ίδιο επίπεδο εξέλιξης με τους λευκούς.
Παρά τις προσπάθειες του Λίνκολν να κερδίσει χρόνο, τελικά οι Πολιτείες της Συνομοσπονδίας (Νότιοι) ξεκίνησαν τις εχθροπραξίες εξαπολύοντας επίθεση στο οχυρό Σάμτερ που κατείχαν οι Ομοσπονδιακοί (Βόρειοι). Κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε τον Απρίλιο του 1861 ανάμεσα στις Βόρειες και στις Νότιες Πολιτείες, ο πρόεδρος Λίνκολν ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με τη διεξαγωγή αυτής της πολυαίμακτης σύρραξης επιδιώκοντας τη νίκη των Βορείων, ώστε ο αποσχισθείς Νότος να εξαναγκαστεί να επιστρέψει στην ομοσπονδία των Ηνωμένων Πολιτειών. Το πρόβλημα της απελευθέρωσης των δούλων ήταν, όπως φάνηκε, δευτερεύον για τον Λίνκολν: «Υπέρτατος σκοπός μου στον αγώνα αυτόν είναι να διασώσω την Ένωση και όχι να διασώσω ή να εξαλείψω τη δουλεία. Αν μπορούσα να διασώσω την Ένωση χωρίς να ελευθερώσω τους δούλους, θα το έκανα. Αν πάλι τη διέσωζα ελευθερώνοντας όλους τους δούλους, θα το έκανα. Αν μπορούσα να τη διασώσω ελευθερώνοντας μόνο μερικούς και αφήνοντας τους άλλους να παραμένουν δούλοι, και αυτό θα το έκανα».
Η σύγκρουση υποχρέωσε τον πρόεδρο να τηρήσει αδιάλλακτη στάση στο θέμα της δουλείας και στις 22 Σεπτεμβρίου 1861 δημοσίευσε μια περίληψη της διακήρυξης της απελευθέρωσης των σκλάβων και την κατάργηση της δουλείας στις Ηνωμένες Πολιτείες, με την υπόσχεση καταβολής αποζημίωσης προς τους δουλοκτήτες. Την Πρωτοχρονιά του 1863 υπέγραψε το περίφημο διάταγμα για τη χειραφέτηση των μαύρων, που μπήκε ως τροπολογία στο σύνταγμα του 1865.
Αρχικά οι Νότιοι είχαν επιτυχίες με τον ικανό αρχιστράτηγο Ρόμπερτ Λη. Ο Λίνκολν όμως ανέπτυξε αξιοθαύμαστη δραστηριότητα, η οποία έστρεψε την πλάστιγγα υπέρ των Βορείων. Αφού ανέλαβε δικτατορικά τη διεύθυνση του αγώνα, κήρυξε γενική επιστράτευση στις 23 πιστές πολιτείες και με το σχηματισμό εθελοντικών σωμάτων από τους μαύρους, που είχαν διαφύγει, κατόρθωσε να παρατάξει στρατό από 150.000 άνδρες. Ο πόλεμος διήρκεσε επί 4 χρόνια με μοναδικό πείσμα. Οι απώλειες και από τις δύο πλευρές έφτασαν τις 400.000 άνδρες και δαπανήθηκαν γύρω στα 20 δισεκατομμύρια δολάρια.

Ο ΝΟΤΟΣ ΕΚΔΙΚΕΙΤΑΙ
Κατά την πρώτη του προεδρική θητεία ο Λίνκολν αντιμετώπισε σκληρή αντιπολίτευση, όχι μόνον από τους Δημοκρατικούς, αλλά και από τους οπαδούς του δικού του κόμματος. Ωστόσο το 1864, ύστερα και από τις συνεχείς νίκες του στρατού, εκλέχθηκε για δεύτερη φορά πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών και μάλιστα με μεγάλη πλειοψηφία (ποσοστό 55%).
Στις 9 Απρίλιου του 1865 ο εμφύλιος πόλεμος έληξε και τυπικά. Ο αρχιστράτηγος των Βορείων Οδυσσέας Γκραντ νίκησε και ο στρατηγός Λη παραδόθηκε με το στρατό του στους Βορείους, ενώ οι αποσχισθείσες Πολιτείες, κατεστραμμένες και λεηλατημένες, επέστρεψαν στην Ένωση. Ο Λίνκολν απέδειξε ξανά τη μετριοπάθειά του, όταν μετά τη συνθηκολόγηση των Νοτίων στο Απομάτοξ, διακήρυξε ότι, αν ήθελαν να επιτύχουν μια ανασυγκρότηση, έστω και θεωρητικά, της Ένωσης, δεν θα έπρεπε να υποστούν οι Νότιοι κανένα αντίποινο προκειμένου να επιστρέψουν στην Ένωση.
Ο Λίνκολν όμως δεν μπόρεσε να χαρεί τη νίκη, ούτε να φέρει σε πέρας τα σχέδιά του για την ανοικοδόμηση των Πολιτειών του Νότου. Στις 14 Απριλίου του 1865 πήγε με τη σύζυγό του στο θέατρο Φορντ της Ουάσιγκτον. Καθώς ο πρόεδρος κάθισε στο θεωρείο του, ο Τζον Γουίλκς Μπουθ, ηθοποιός και φανατικός υποστηρικτής των Νοτίων, του έριξε μια και μοναδική σφαίρα στο κεφάλι κραυγάζοντας στα λατινικά: «Sic simper tyrannis!» (Έτσι πάντα στους τυράννους) ή, κατά μια άλλη εκδοχή: «Ο Νότος εκδικήθηκε!». Ύστερα ο Μπουθ πήδηξε από το θεωρεία στην πλατεία και, παρότι έσπασε το ένα του πόδι, κατάφερε να βγει από το θέατρο και να πηδήξει πάνω σ’ ένα άλογο και να απομακρυνθεί.
Ο Λίνκολν, αιμόφυρτος και σε κωματώδη κατάσταση, μεταφέρθηκε σ’ ένα σπίτι κοντά στο θέατρο όπου και εξέπνευσε νωρίς το πρωί της 15ης Απριλίου. Ο δολοφόνος του κυνηγήθηκε από τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες και πολιορκήθηκε σ’ έναν αχυρώνα στη Βιρτζίνια μετά από 12 μέρες, όπου και τραυματίστηκε από πυροβολισμό των διωκτών του. Συνελήφθηκε και απαγχονίστηκε μαζί με αρκετούς συντρόφους του, αν και, όπως αποδείχθηκε αργότερα ορισμένοι από αυτούς δεν ήταν συνένοχοι στη δολοφονία. Ο Λίνκολν κηδεύτηκε στο κοιμητήριο του Σπρίνγκφηλντ και αργότερα πάνω στον τάφο του αναγέρθηκε μεγαλοπρεπές μνημείο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πένθησαν για το χαμό του σωτήρα της ενότητάς τους, όπως υποστήριζαν οι περισσότεροι. Υπάρχουν όμως και αρκετοί που θεωρούσαν ότι ο Λίνκολν, διασώζοντας τη γεωγραφική συνοχή της χώρας, είχε καταστρέψει το πνεύμα της εθελοντικής ενότητας και σύμπνοιας, το θεμέλιο δηλαδή των Ηνωμένων Πολιτειών.

11 Οκτ 2010

Διοκλητιανός (245-313)

Ο Γάιος Βαλέριος Διοκλής (Gaius Valerius Diocles), όπως ονομαζόταν προτού γίνει αυτοκράτορας, γεννήθηκε στα Σάλωνα της Δαλματίας (το σημερινό Σπλιτ της Κροατίας). Καταγόταν από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν πιθανώς απελεύθερος. Ο Διοκλής κατατάχθηκε στο στρατό ως απλό στρατιώτης, αλλά γρήγορα ανέβηκε στην ιεραρχία χάρη στην ανδρεία του και στις στρατηγικές του ικανότητες. Αρχικά έγινε αρχηγός των λεγεώνων και αργότερα Ύπατος. Ο αυτοκράτορας Κάρος τον πήρε υπό την προστασία του δίνοντάς του το όνομα Αυρήλιος (Aurelius) και τον διόρισε διοικητή της ανακτορικής φρουράς.

Όταν ο γιος του Κάρου, αυτοκράτορας Νουμεριανός, βρέθηκε δολοφονημένος το 284 στη Νικομήδεια της Βιθυνίας, οι ρωμαϊκές λεγεώνες αναγόρευσαν αυτοκράτορα τον Διοκλή, ο οποίος μετονομάστηκε Διοκλητιανός (Diocletianus). Ο νέος αυτοκράτορας, αφού ορκίστηκε ότι δεν ευθυνόταν ο ίδιος για τον φόνο του Νουμεριανού, κατηγόρησε ως δολοφόνο τον πεθερό του Νουμεριανού, Άπερ, τον οποίο και σκότωσε με το ξίφος του μπροστά στους στρατιώτες του. Στη συνέχεια ο Διοκλητιανός συγκρούστηκε με τον πρωτότοκο γιο του Κάρου, τον Καρίνο, στη συμβολή των ποταμών Μάργου (σημερινού Μοράβα) και Δούναβη. Ο Καρίνος σκοτώθηκε και ο Διοκλητιανός έμεινε κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού.

ΔΙΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΤΕΤΡΑΡΧΙΑ
Αφού αναγνωρίστηκε ως αυτοκράτορας και από τη Σύγκλητο, ο Διοκλητιανός ανέλαβε το βαρύ καθήκον να αναμορφώσει τον διαλυμένο κρατικό μηχανισμό και να κάνει την οικονομία να ορθοποδήσει.

Ο Διοκλητιανός ανέλαβε την εξουσία την εποχή της μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και της πολιτικής και στρατιωτικής αναρχίας, όταν το κράτος ήταν έρμαιο στα χέρια του στρατού. Έθεσε ως στόχο του την επίλυση των μεγάλων προβλημάτων της αυτοκρατορίας, όπως ήταν τα ζητήματα της διαδοχής του αυτοκρατορικού θρόνου που είχε εγκαταλειφθεί στη διάθεση των λεγεώνων, της εξασφάλισης των συνόρων, της αναδιοργάνωσης του διοικητικού και οικονομικού συστήματος.

Συνειδητοποιώντας ότι δεν μπορούσε μόνος του να διοικήσει την αχανή ρωμαϊκή επικράτεια, επέλεξε, το 286, συναυτοκράτορά του τον φίλο του Μάρκο Αυρήλιο Βαλέριο Μαξιμιανό, τον οποίο αναγόρευσε Αύγουστο, όπως ήταν και ο δικός του τίτλος. Ο Διοκλητιανός διαίρεσε το κράτος σε δύο τμήματα, το Δυτικό (Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Βρετανία και Β. Αφρική) και το ανατολικό (Ιλλυρικό, Ελλάδα, Θράκη, Μακεδονία, Μ. Ασία και Αίγυπτος). Ο ίδιος κράτησε για τον εαυτό του το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, με έδρα τη Νικομήδεια, καθώς θεώρησε πιο πρόσφορο για την απολυταρχική του πολιτική το έδαφος της Ανατολής από τη Ρώμη, ενώ ο Μαξιμιανός, με έδρα το Μεδιόλανο (το σημερινό Μιλάνο) ανέλαβε την εποπτεία του δυτικού τμήματος.

Η αυτοκρατορία όμως μεγάλωσε ακόμα περισσότερο μετά τους νικηφόρους πολέμους εναντίον των Περσών, των Φράγκων, των Σαξόνων και των Σαρματών, οπότε ο Διοκλητιανός το 293 αποφάσισε να διαμοιράσει το βάρος της εξουσίας και σε δύο άλλους βοηθούς των αυτοκρατόρων, που έφεραν τον τίτλο του Καίσαρα. Πρώτους Καίσαρες ανακήρυξε δύο αρχηγούς της σωματοφυλακής του, τον Γαλέριο Μαξιμιανό και τον Κωνστάντιο Χλωρό. Ο Γαλέριος θα βοηθούσε τον Διοκλητιανό στην Ανατολή, ως διοικητής των ιλλυρικών επαρχιών, εδρεύοντας στο Σίρμιο της Πανονίας και ο Κωνστάντιος τον Μαξιμιανό στη Δύση, ως διοικητής της Γαλατίας, της Βρετανίας και της Ισπανίας, εδρεύοντας εναλλακτικά πότε στα Τρέβηρα (σημερινό Τρίερ στη Γερμανία) και πότε στο Εβόρακο (Υόρκη) της Βρετανίας. Έτσι δημιουργήθηκε μια «Τετραρχία», αν και στην πραγματικότητα την ύψιστη εξουσία την είχε ο Διοκλητιανός. Αυτός διατήρησε την κατεύθυνση της γενικής εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής όλης της αυτοκρατορίας.

ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΓΑΜΟΙ
Το νέο αυτό σύστημα διοίκησης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προέβλεπε ότι όταν οι δύο Αύγουστοι θα αποχωρούσαν λόγω ηλικίας ή θανάτου, θα τους διαδέχονταν οι δύο Καίσαρες, αφού προηγουμένως θα είχαν επιλέξει άλλους Καίσαρες στη θέση τους. Δεν επρόκειτο για κατάτμηση της Αυτοκρατορίας, αλλά για ενδυνάμωση της διοίκησής της. Επιπλέον οι δεσμοί μεταξύ των τεσσάρων συσφίχτηκαν με γάμους: ο Γαλέριος νυμφεύθηκε την κόρη του Διοκλητιανού Βαλέρια, ο Κωνστάντιος Χλωρός, αφού χώρισε την Ελένη, τη μητέρα του μετέπειτα Μεγάλου Κωνσταντίνου, νυμφεύτηκε την κόρη του Μαξιμιανού Θεοδώρα. Επίσης οι δύο Αύγουστοι υιοθέτησαν τους δύο Καίσαρες έτσι ώστε να είναι και σύμφωνα με τον νόμο διάδοχοί τους.

Με τον τρόπο αυτόν ο Διοκλητιανός δημιούργησε ένα νέο ολιγαρχικό σύστημα το οποίο μετεξελίχθηκε σε θεοκρατικό. Πιστεύοντας στην αναζωπύρωση των παλαιών ηθικών και θρησκευτικών παραδόσεων των Ρωμαίων, ο Διοκλητιανός περιέβαλε την εξουσία του με θρησκευτικότητα και διακήρυξε ότι είναι ο εκλεκτός του Δία. Το 287 μάλιστα αυτοαποκλήθηκε Δίιος (Jovius) και στον Μαξιμιανό έδωσε τον τίτλο Ηράκλειος (Herculius).

ΔΙΩΓΜΟΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ
Ο Διοκλητιανός ανακήρυξε επίσης τη λατρεία του Δία αποκλειστική κι υποχρεωτική θρησκεία της Αυτοκρατορίας. Αρχικά δεν προσπάθησε να επιβάλλει τις θρησκευτικές προτιμήσεις του με βίαια μέσα. Ο Γαλέριος όμως επέμεινε ότι ο Χριστιανισμός έπρεπε να εξαλειφθεί από τη ρωμαϊκή επικράτεια και με την προτροπή του ο Διοκλητιανός κήρυξε διωγμό εναντίον των Χριστιανών το 303, που διήρκησε μέχρι το 305. Παρόλο που ο διωγμός του Διοκλητιανού εναντίον των Χριστιανών ήταν από τους πιο βίαιους και αιματηρούς που έγιναν ποτέ στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τα αποτελέσματά του δεν ήταν τα επιθυμητά για τη ρωμαϊκή ηγεσία. Αντίθετα το χριστιανικό κίνημα διογκώθηκε.

Καθώς η Ρώμη βρισκόταν σε παρακμή και η άλλοτε κραταιά Σύγκλητος είχε υποβιβαστεί σ’ ένα είδος δημοτικού συμβουλίου, ο Διοκλητιανός έδειξε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την περιφέρεια οργανώνοντας έναν τεράστιο γραφειοκρατικό μηχανισμό ώστε να μπορεί να ελέγχει και τα πιο απομακρυσμένα σημεία της επικράτειας. Η διαίρεση των ρωμαϊκών επαρχιών σε αυτοκρατορικές και συγκλητικές καταργήθηκε και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε τέσσερις «επαρχίες», δώδεκα «διοικήσεις» και περίπου εκατό επαρχίες, αποφεύγοντας έτσι τον κίνδυνο απόκτησης μεγάλης ισχύς από τους υπαλλήλους. Ανώτατοι άρχοντες των επαρχιών ήταν οι δύο Αύγουστοι και οι δύο Καίσαρες, οι οποίοι επέβλεπαν την εύρυθμη λειτουργία της πολύπλοκης κρατικής μηχανής βοηθούμενοι από μια καλά οργανωμένη μυστική αστυνομία.

ΧΡΥΣΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΦΟΡΟΙ
Συγχρόνως εγκαινίασε τον διαχωρισμό της πολιτικής από τη στρατιωτική εξουσία, μέτρο που ολοκλήρωσε αργότερα ο Μεγάλος Κωνσταντίνος. Περιόρισε τους διοικητές στην άσκηση της πολιτικής και δικαστικής εξουσίας τους και απέκλεισε τους συγκλητικούς από την αρχηγία των στρατευμάτων. Επανέφερε την πειθαρχία στο στράτευμα, οχύρωσε συστηματικότερα τα σύνορα και αύξησε τον στρατό για την καλύτερη φύλαξή τους. Η αύξηση του στρατού τον ανάγκασε να αυξήσει και τους φόρους, γεγονός που είχε αντίκτυπο στους αγρότες, η θέση των οποίων επιδεινώθηκε. Τα οικονομικά μέτρα του Διοκλητιανού έφεραν σε απόγνωση τον λαό. Για την αντιμετώπιση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης έλαβε και διάφορα αναγκαστικά μέτρα: Για παράδειγμα, επέβαλε στα παιδιά να ακολουθούν το πατρικό επάγγελμα

Το 296 ο Διοκλητιανός έθεσε σε κυκλοφορία νόμισμα με σταθερή αξία χρυσού και το επέβαλε σε όλη την επικράτεια καταργώντας τα τοπικά νομισματικά συστήματα. Το αποτέλεσμα ήταν αντίθετο από το αναμενόμενο: αντί να παταχθεί ο πληθωρισμός, οι τιμές των προϊόντων εκτινάχθηκαν στα ύψη και κινδύνευε ο ανεφοδιασμός του στρατού. Έτσι πέντε χρόνια αργότερα ο Διοκλητιανός εξέδωσε διάταγμα στο οποίο αναγράφονταν οι ανώτερες αναγκαστικές τιμές (de pretiis) περίπου χιλίων προϊόντων και για τους παραβάτες προβλέπονταν αυστηρές ποινές. Το μέτρο ωστόσο δεν έριξε τις τιμές. Οι φτωχοί γίνονταν ακόμα φτωχότεροι και οι νέοι φόροι απομυζούσαν τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις, ενώ ο πλούτος συσσωρευόταν στα χέρια των ολίγων.

Επιθυμώντας την αποκέντρωση ο Διοκλητιανός επέκτεινε το οδικό δίκτυο, οχύρωσε πόλεις, έχτισε φρούρια στα σύνορα και φρόντισε την κατασκευή δημόσιων κτιρίων τόσο στις επαρχίες όσο και στη Ρώμη. Πάνω από όλα όμως φρόντισε για το ανάκτορό του στη γενέτειρά του, όπου το 305 αποσύρθηκε στα Σάλωνα της Δαλματίας, άρρωστος και καταβεβλημένος, αφού πρώτα παραιτήθηκε από το αξίωμά του, αναγκάζοντας και τον Μαξιμιανό να κάνει το ίδιο. Μετά την παραίτηση των δύο Αυγούστων, ο Διοκλητιανός ανακήρυξε Αυγούστους τον Γαλέριο και τον Κωνστάντιο και Καίσαρες τον Φλάβιο Σεβήρο και τον Μαξιμίνο Δάϊα.

Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΤΕΤΡΑΡΧΙΑΣ
Στα 21 χρόνια της παντοδυναμίας του ο Διοκλητιανός πρόσφερε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μια μικρή παράταση ειρηνικής ενότητας, παρόλο που τελικά δεν επιτεύχθηκε η αναστροφή της πορείας της προς την παρακμή. Ο Διοκλητιανός δεν είχε πρόθεση να επιτύχει την ευημερία των λαών της αυτοκρατορίας. Προσπάθησε απλά να ανορθώσει τον παρηκμασμένο κράτος υιοθετώντας αναχρονιστικά μέτρα. Πρότυπό του ήταν το διοικητικό σύστημα των Πτολεμαίων της Αιγύπτου.

Ο Διοκλητιανός πέθανε το 313 και έζησε αρκετά για να δει τον Κωνσταντίνο, τον γιο του Κωνστάντιου Χλωρού, να γίνεται το 306 Αύγουστος, τον Χριστιανισμό, με το Έδικτο του Μεδιολάνου το 313, να αναγνωρίζεται ως μια από τις θρησκείες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την περίφημη Τετραρχία του να διαλύεται μαζί με την απάνθρωπη οικονομική του πολιτική. Ωστόσο αρκετά στοιχεία της διοικητικής και στρατιωτικής οργάνωσης που θέσπισε ο Διοκλητιανός διατηρήθηκαν και δημιούργησαν τις βάσεις για το σύστημα που επέβαλε κατά τη μονοκρατορία του ο Μεγάλος Κωνσταντίνος, ο ιδρυτής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.