28 Φεβ 2012

Celtic Woman

Εισαγωγή
Οι Celtic Woman είναι ένα γυναικείο μουσικό σύνολο, που το ονειρεύτηκαν και το συγκρότησαν ο Sharon Browne, παραγωγός θεάματος και ο David Downes, συνθέτης και πρώην μουσικός διευθυντής του ιρλανδέζικου θεατρικού show Riverdance. Οι δυο τους, μαζί με τον Dave Kavanagh, διευθυντή παραγωγής του show, δημιούργησαν το συγκρότημα Celtic Woman. Το 2004, κάλεσαν 4 ταλαντούχες Ιρλανδέζες μουσικούς, που δεν είχαν ποτέ πριν τραγουδήσει μαζί: τις τραγουδίστριες Chlöe Agnew, Órla Fallon, Lisa Kelly και Méav Ní Mhaolchatha και μια πολύ ενθουσιώδη νεαρή βιολίστρια, τη Máiréad Nesbitt. Αυτό το συγκρότημα διεύθυνε ο David Downes, ένα καταπληκτικό νεαρό ιρλανδέζικο ταλέντο, διαλέγοντας ένα ρεπερτόριο από παραδοσιακές κέλτικες μελωδίες μέχρι και σύγχρονα τραγούδια. Οι Celtic Woman απεικονίζουν τις μοναδικές φωνές και το στυλ καθεμιάς από τις κοπέλες σαν σολίστες και σαν εξαιρετικά μέλη του συγκροτήματος. Τραγουδώντας όμορφα και πολυαγαπημένα τραγούδια, παρουσιάζουν μοναδικές ερμηνείες ιρλανδέζικων τραγουδιών (Danny Boy), διαχρονικών κλασικών τραγουδιών (Ave Maria), σύγχρονων τραγουδιών (Orinoco Flow του Enya και το Harry’s Game του Clannad) και ένα πλήθος συναρπαστικών πρωτότυπων τραγουδιών φτιαγμένα από τον David Downes. Το συγκρότημα ξεκίνησε σαν ένα show 90 λεπτών για το PBS, που άρχισε για πρώτη φορά στις Η.Π.Α τον Μάρτιο του 2005. Το show μεταδιδόταν σε πάνω από 300 σταθμούς και ήταν τέτοια η επιτυχία του που εξελίχθηκε σε μια μεγάλης κλίμακας περιοδεύουσα παραγωγή. Τα CD και DVD των Celtic Woman κυκλοφόρησαν μέσω της Manhattan Records (EMI), την 1η Μαρτίου του 2005. Από τότε, το CD έγινε χρυσό και το DVD πλατινένιο. Το CD ήταν επίσης το No 1 στον πίνακα του παγκόσμιου μουσικού χάρτη για πάνω από 60 εβδομάδες. Η βάση για τη δημοτικότητα της κέλτικης μουσικής έξω από την Ιρλανδία και την Ευρώπη οικοδομήθηκε με την αντιγραφή επιτυχιών από καλλιτέχνες όπως ο Enya και ο Clannad, μαζί με θεατρικά show, όπως το Riverdance και το Lord of the Dance.

Άλμπουμ
Οι Celtic Woman μαγνητοσκοπήθηκαν στις 15 Σεπτεμβρίου του 2004 για την τηλεόραση του PBS στο Θέατρο Helix, στο Δουβλίνο, της Ιρλανδίας, μπροστά σ’ ένα θριαμβευτικό ακροατήριο. Οργανωμένη από τον παραγωγό Sharon Browne, τον πρόεδρο Dave Kavanagh, τον τηλεοπτικό παραγωγό και διευθυντή Avril MacRory και τον μουσικό διευθυντή και συνθέτη David Downes, η παράσταση αυτή ήταν η πρώτη εκπομπή στο PBS, τον Μάρτιο του 2005 , στις ΗΠΑ και μέσα σε λίγες εβδομάδες το πρώτο τους άλμπουμ Celtic Woman, έφτασε στο No 1 στον πίνακα του παγκόσμιου μουσικού χάρτη, σπάζοντας ουσιαστικά, στις 22 Ιουλίου του 2006, το ρεκόρ του Andrea Bocelli, που ήταν στο No 1 του χάρτη για 68 εβδομάδες. Το άλμπουμ έμεινε στο No 1 στον πίνακα του παγκόσμιου μουσικού χάρτη για 81 εβδομάδες συνολικά. Η παράσταση στο Θέατρο Helix κυκλοφόρησε σε DVD, μαζί με το άλμπουμ των τραγουδιών.



Η κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ Celtic Woman: A Christmas Celebration, στις 19 Οκτωβρίου 2006 έβαλε το πρώτο τους άλμπουμ στο No 2 στον παγκόσμιο μουσικό χάρτη.



Προετοιμάζοντας το τρίτο τους άλμπουμ, οι Celtic Woman τραγούδησαν στο Slane Castle στην County Meath, στην Ιρλανδία, στις 23 και 24 Αυγούστου του 2006 και το show αυτό εμφανίστηκε στο PBS, τον Δεκέμβριο του 2006. Το άλμπουμ, με τίτλο Celtic Woman: A New Journey, κυκλοφόρησε στις 30 Ιανουαρίου 2007. Συγχρόνως κυκλοφόρησε το DVD με τη ζωντανή τους εμφάνιση. Το άλμπουμ ανέβηκε αμέσως στο No 4 στον πίνακα των 200 κορυφαίων τραγουδιών και στο No 1 στον πίνακα του παγκόσμιου μουσικού χάρτη, μετακίνησε τις δύο προηγούμενες κυκλοφορίες τους λίγο παρακάτω και εξασφάλισε για το συγκρότημα τις 3 πρώτες θέσεις στον παγκόσμιο μουσικό χάρτη. Λόγω της δημοτικότητας της παράστασης στο Slane Castle το 2006, το PBS μετέδωσε ένα ειδικό κονσέρτο των Celtic Woman, που έδωσαν και πάλι στο Θέατρο Helix, στο Δουβλίνο, της Ιρλανδίας στις 7 Δεκεμβρίου του 2007. Η παράσταση περιλάμβανε τραγούδια από το δεύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος, Celtic Woman: A Christmas Celebration.



Ένα τέταρτο άλμπουμ, Celtic Woman: The Greatest Journey: Essential Collection, κυκλοφόρησε στις 28 Οκτωβρίου του 2008.



Το πέμπτο άλμπουμ του συγκροτήματος, Celtic Woman: Songs from the Heart, κυκλοφόρησε στις 26 Ιανουαρίου του 2010. Έφτασε στο No 48 τον Ιούλιο του 2010 στον χάρτη με τα 50 κορυφαία άλμπουμ του ARIA. Το συγκρότημα πρόσφατα κυκλοφόρησε το έκτο του άλμπουμ, Lullaby. Έφτασε στο Νο 1 στον παγκόσμιο μουσικό χάρτη και στο No 3 στον παιδικό χάρτη, που ήταν ο πρώτος για τις Celtic Woman.


Το συγκρότημα μαγνητοσκόπησε ένα νέο ειδικό άλμπουμ στις 6 και 7 Σεπτεμβρίου του 2011 στο Θέατρο Fox στην Atlanta για την εκπομπή του PBS και για κυκλοφορία σε DVD, με τίτλο Believe. Το show μεταδόθηκε σε σταθμούς του PBS στις 3 Δεκεμβρίου του 2011. Το CD/DVD κυκλοφόρησε στις 24 Ιανουαρίου του 2012. Συνολικά, τα άλμπουμ από τις Celtic Woman έχουν πουλήσει πάνω από 6 εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως.


Περιοδείες
Οι Celtic Woman έκαναν 3 περιοδείες στην Αμερική κι επιπλέον παραστάσεις στο εξωτερικό. Εμφανίστηκαν ζωντανά σε πάνω από 12 πόλεις στις ΗΠΑ το 2005, για το πρώτο τους άλμπουμ. Το συγκρότημα περιόδευσε δυο φορές τις ΗΠΑ με το Celtic Woman: A New Journey, και επισκέφτηκαν 88 πόλεις το 2007 και πάνω από 75 πόλεις το 2008. Στο τέλος του 2008 ανακοινώθηκε η περιοδεία του Isle of Hope, για το 2009, και παρουσίασαν ένα μίγμα πρωτότυπης μουσικής του συνθέτη David Downes και του Brendan Graham (συνθέτης του τραγουδιού «You Raise Me Up»), ερμηνείες τραγουδιών, όπως Fields of Gold και Have I Told You Lately That I Love You και παραδοσιακών εκτελέσεων, όπως Danny Boy, The Sky and the Dawn and the Sun και Spanish Lady. Η περιοδεία αυτή τέλειωσε στις 22 Νοεμβρίου του 2009. Στην περιοδεία του 2010–11, που άρχισε τον Φεβρουάριο του 2010, με τίτλο Songs from the Heart, παρουσίασαν μερικά παλιά και μερικά καινούργια τραγούδια. Η τηλεόραση του PBS παρουσίασε ένα ειδικό κονσέρτο, που άρχισε στις 28 Νοεμβρίου του 2009. Ηχογραφήθηκε σε HD στο Powerscourt House and Gardens. Περιλάμβανε μια 27μελή ορχήστρα, τη χορωδία Discovery Gospel, τη 12μελή χορωδία Aontas, 10 τυμπανιστές του Extreme Rhythm Drummers και μια ορχήστρα που έπαιζε 11 γκάιντες. Μια δεύτερη περιοδεία του Songs from the Heart άρχισε τον Φεβρουάριο του 2011 με τρεις τραγουδίστριες (Agnew, Kelly, Lambe) και τη βιολίστρια (Nesbitt) και περιλάμβανε περίπου 80 κονσέρτα στη Β. Αμερική, την άνοιξη του 2011 και 10 παραστάσεις στη Γερμανία και την Αυστρία, το καλοκαίρι του 2011. Στην περιοδεία The Symphony, που έγινε τον Δεκέμβριο του 2011, παρουσιάστηκαν τραγούδια από το χριστουγεννιάτικο άλμπουμ τους A Christmas Celebration. Η περιοδεία Believe 2012 στη Β. Αμερική άρχισε το Φεβρουάριο του 2012 και θα διαρκέσει μέχρι τον Απρίλιο. Από τον Μάιο μέχρι τον Ιούνιο του 2012, θα λάβει χώρα η ευρωπαϊκή περιοδεία Believe 2012. Η Lisa Kelly, που είναι έγκυος στο τέταρτο παιδί της, δε θα πάρει μέρος στις περιοδείες του 2012 και θα αντικατασταθεί από τη Susan McFadden, νεότερη αδελφή του Brian McFadden, πρώην μέλους της ιρλανδέζικης ορχήστρας αγοριών Westlife.

Μέλη
Τα μέλη του συγκροτήματος άλλαξαν με τα χρόνια. Οι αρχικές τραγουδίστριες του συγκροτήματος ήταν η Chlöe Agnew, η Órla Fallon, η Lisa Kelly, η Méav Ní Mhaolchatha και η Máiréad Nesbitt.

Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης της Méav, το 2005, επιλέχθηκε η Deirdre Shannon για να την αναπληρώσει στις περιοδείες. Η Shannon έφυγε το Φεβρουάριο του 2006 και η Méav γύρισε στο συγκρότημα, εγκαίρως, για να ηχογραφήσουν το άλμπουμ A New Journey.

Η δεύτερη αλλαγή στο συγκρότημα ανακοινώθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου του 2006 και ήταν το ότι η Hayley Westenra έγινε επίσημα μέλος των Celtic Woman στις 24 Αυγούστου του 2006. Επίσης, όπως φαίνεται στο άλμπουμ και στο DVD του A New Journey, η Westenra εναλλασσόταν με τη Méav στη διάρκεια των παραστάσεων της περιοδείας, για να διατηρηθεί ο αριθμός των πέντε ατόμων στη σκηνή.

Στις 20 Αυγούστου του 2007, η Méav έφυγε από τις Celtic Woman για να επικεντρωθεί στην προσωπική της καριέρα. Η αντικαταστάτριά της, η Lynn Hilary, έκανε την πρώτη της εμφάνιση στις 10 Οκτωβρίου του 2007 στο Estero, της Φλόριδα, στις ΗΠΑ. Τον Δεκέμβριο του 2007, η Lisa Kelly, που περίμενε να γεννήσει ένα καινούργιο μωρό το 2008, πήρε άδεια και έφυγε από το συγκρότημα. Η Alex Sharpe πήρε τη θέση της, στη διάρκεια της απουσίας της, στην περιοδεία του A New Journey.

Το 2009, στην περιοδεία του Isle of Hope, το συγκρότημα αποτελείτο από τις τραγουδίστριες Chloë Agnew, Lynn Hilary, Lisa Kelly και Alex Sharpe, και τη βιολίστρια Máiréad Nesbitt. Η ιστοσελίδα των Celtic Woman ανακοίνωσε ότι η Órla Fallon θα έφευγε από το συγκρότημα για να ασχοληθεί με την οικογένειά της και να επικεντρωθεί στην ηχογράφηση ενός νέου προσωπικού άλμπουμ και ότι συνεπώς η Alex θα αντικαθιστούσε την Órla στο συγκρότημα.

Το συγκρότημα ολοκλήρωσε όλη την περιοδεία του 2009, όπως και το πρώτο σκέλος της περιοδείας Songs from the Heart, από το Φεβρουάριο μέχρι το Μάιο του 2010, με αυτές τις τραγουδίστριες. Όταν τέλειωσε η περιοδεία, ανακοινώθηκε ότι η Alex Sharpe θα έφευγε από τις Celtic Woman για να ασχοληθεί με την οικογένειά της. Μετά την περιοδεία Songs from the Heart, το Νοέμβριο του 2010, η Lynn Hilary ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει το συγκρότημα για να επιστρέψει στην Ιρλανδία. Η τραγουδίστρια και ηθοποιός Lisa Lambe έγινε μέλος του συγκροτήματος για την περιοδεία του 2011. Τον Δεκέμβριο του 2011, η Lisa Kelly ανακοίνωσε ότι θα έφευγε από το συγκρότημα λόγω εγκυμοσύνης, μετά το τέλος της περιοδείας Symphony. Τον Ιανουάριο του 2012, η ιστοσελίδα των Celtic Woman ανακοίνωσε ότι η Susan McFadden θα έπαιρνε τη θέση της Kelly.

David Downes
Γεννήθηκε το 1975, στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας και είναι συνθέτης, πιανίστας και μουσικός διευθυντής. Είναι πασίγνωστος ως συνιδρυτής και μουσικός διευθυντής του γυναικείου ιρλανδέζικου συγκροτήματος Celtic Woman. Αποφοίτησε από το Trinity College του Δουβλίνου, όπου σπούδασε μουσική και σύνθεση. Έπαιξε σε διάφορα μέρη του κόσμου, όπως το Boston Symphony Hall, το Carnegie Hall και το Wembley Arena, εμφανιζόμενος με σολίστες, όπως ο James Galway και ο Alan Stivell, το συγκρότημα Boyzone και με ορχήστρες, όπως η Washington Symphony, η Moravian Philharmonic, η Hollywood Studio Symphony και η National Symphony. Έχει κάνει ηχογραφήσεις με τους Moya Brennan, Clannad, Michael Crawford, Michael W. Smith και Bill Whelan. Έπαιξε ως ενορχηστρωτής για το Riverdance στο Broadway και το Secret Garden. Έγινε μέλος του Riverdance, ως μουσικός διευθυντής, για τις περιοδείες του στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και στο Broadway, στο Θέατρο Gershwin. Αυτός και ο Sharon Browne σχημάτισαν αργότερα το συγκρότημα Celtic Woman, που έχει περιοδεύσει ανά τον κόσμο. Τα άλμπουμ των Celtic Woman έχουν γίνει πλατινένια σε πολλές χώρες, και τα DVD των κονσέρτων τους στην τηλεόραση έχουν γίνει πολύ-πλατινένια, σε μερικές περιπτώσεις, με αξιοσημείωτη δημοτικότητα στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, την Ιαπωνία, τη Ν. Αφρική και στη συνέχεια την Ασία, την Ευρώπη (Γερμανία, Γαλλία, Αυστρία) και τη Ν. Αμερική. Έχει παίξει ως μουσικός διευθυντής για την ορκωμοσία του Ιρλανδό Πρόεδρο Mary McAleese, το 2004, καθώς και για τους Αμερικανούς προέδρους Bill Clinton, George W. Bush και Barack Obama. Σαν παραγωγός, ο David ηχογράφησε 4 άλμπουμ με ομποΐστα τον David Agnew, κερδίζοντας χρυσό δίσκο στην Ιρλανδία και την Ευρώπη, καθώς και το πρώτο χρυσό άλμπουμ της νεαρής Ιρλανδέζας τραγουδίστριας Chlöe. Εργάστηκε επίσης ως ενορχηστρωτής και διασκευαστής τραγουδιών για τη Bonnie Tyler και τη Charlotte Church. Ο Downes έχει γράψει πολλά πρωτότυπα τραγούδια για τις Celtic Woman, όπως: The Soft Goodbye, Send Me a Song, One World, The Sky and the Dawn and the Sun, At the Céili, Sing Out!, Granuaile’s Dance, The Lost Rose Fantasia, The Blessing, The Call, Green the Whole Year Round, Walking The Night και Tabhair Dom Do Lamh. Οι λυρικοί με τους οποίους έχει συνεργαστεί πιο πολύ είναι οι Caitríona Ní Dhúill, Barry McCrea, Shay Healy και Brendan Graham. Έχει πάρει επαίνους για τα τραγούδια του στο Thou Shalt Not Kill, The Enemy Within, The Hunt for Red Willie (στο Θέατρο Peacock), Escanaba in The Moonlight (του Jeff Daniels) και The Shaughraun (στο Θέατρο Abbey στο Δουβλίνο). Το 2010, ο Downes ήταν υποψήφιος για ένα βραβείο EMMY για Διακεκριμένη Μουσική Διεύθυνση, για ένα τηλεοπτικό μουσικό γεγονός.

Chlöe Agnew
Γεννήθηκε στις 9 Ιουνίου του 1989 στο Δουβλίνο, είναι μια χαρισματική Ιρλανδέζα μουσικός που σπουδάζει πιάνο, κιθάρα και αυλό, καθώς και μια έξοχη τραγουδίστρια. Είναι το νεώτερο μέλος του συγκροτήματος Celtic Woman. Κατάγεται από το Knocklyon, της κομητείας του Δουβλίνου, όπου έζησε με τη μητέρα της και τη μικρότερη αδελφή της Naomi. Τραγουδάει στα αγγλικά, ιρλανδέζικα, λατινικά, ιταλικά και γερμανικά. Η Agnew είναι κόρη της αρτίστας Adele «Twink» King και του Ιρλανδού ομποΐστα David Agnew. Έκανε την πρώτη τηλεοπτική της εμφάνιση, στο show της μητέρας της, όταν ήταν μόλις ενός μηνός και αργότερα τραγούδησε στο show σε ηλικία 6 ετών! Παρακολούθησε το σχολείο Notre Dame des Missions Junior School για τη στοιχειώδη εκπαίδευσή της και στη σχολή θηλέων Alexandra College. Κέρδισε το Grand Prix στον πρώτο διεθνή διαγωνισμό παιδικού τραγουδιού στο Κάιρο, το 1998, εκπροσωπώντας την Ιρλανδία με το τραγούδι The Friendship Tree. Μετά άρχισε να παίζει παντομίμα στο Θέατρο Ολύμπια στο Δουβλίνο και συνέχιζε να παίζει αυτόν τον ρόλο για 4 χρόνια. Το 1999 εμφανίστηκε στο έργο The Young Messiah, μια μοντέρνα διασκευή του «Μεσσία» του Χαίντελ. Στο έργο αυτό έπαιζε ένα από τα παιδιά και μιλούσε σε νοηματική γλώσσα.
Το 2000, σε ηλικία 11 ετών, η Agnew πλησίασε το διευθυντή David Downes σχετικά με την ηχογράφηση ενός τραγουδιού, για να μαζέψει χρήματα για τα παιδιά του Αφγανιστάν. Με τη βοήθειά του, ηχογράφησε το Angel of Mercy για το άλμπουμ This Holy Christmas Night, με το οποίο συγκέντρωσε πάνω από £20.000 για το φιλανθρωπικό ίδρυμα «Afghan Children», το 2001. Την ίδια χρονιά, έγινε μέλος στη χορωδία κοριτσιών της Christ Church Cathedral και παρέμεινε σαν μέλος της για 3 χρόνια. Το 2002, την προσέλαβαν στις Celtic Collections και με την υποστήριξη του Downes ηχογράφησε το πρώτο της άλμπουμ Chlöe, σε ηλικία 12 ετών. Το 2004, κυκλοφόρησε το δεύτερο άλμπουμ της, Chlöe: Walking in the Air, που επέσυρε τεράστια προσοχή διεθνώς. Επίσης έφτιαξε ένα συνοδευτικό DVD για το δεύτερο άλμπουμ της, που κυκλοφόρησε στην Ευρώπη το 2004 και στη Βόρεια Αμερική το 2007. Ήταν το ενδιαφέρον γι’ αυτό το άλμπουμ της και οι κέλτικες συλλογές άλλων Ιρλανδών τραγουδιστριών, που γέννησε την ιδέα για την εμφάνιση των Celtic Woman. Εμφανίστηκε ως μέλος του συγκροτήματος Celtic Woman στο Θέατρο Helix στο Δουβλίνο το 2004. Μέχρι σήμερα έχει ηχογραφήσει 5 άλμπουμ με το συγκρότημα και έχει πάρει μέρος σε διάφορες περιοδείες ανά τον κόσμο. Η ίδια ελπίζει να ηχογραφήσει το τρίτο της άλμπουμ προς το τέλος του 2010 και είναι ενθουσιασμένη που ασχολείται με το γράψιμο και την παραγωγή του άλμπουμ αυτού.


Lisa Ann Kelly
Η Lisa Kelly (ιρλανδικά Laoise Ní Cheallaigh) είναι μια πολυβραβευμένη τραγουδίστρια στην κλασική και κέλτικη μουσική. Έχει πάρει μέρος σε πολλές μουσικές θεατρικές παραγωγές και σε κονσέρτα και είναι μέλος του συγκροτήματος Celtic Woman. Γεννήθηκε στο Δουβλίνο στις 7 Μαΐου του 1977, σε οικογένεια μουσικών, με τους δυο γονείς και τις αδελφές της να είναι τραγουδιστές. Τραγουδάει από την ηλικία των 7 ετών, όταν ξεκίνησε στη μουσική έκδοση του Bugsy Malone. Οι γονείς της ασχολούνται πολύ με το ερασιτεχνικό θέατρο και επηρέασαν τη Lisa στο να σπουδάσει κλασικό πιάνο και τραγούδι. Ταλαντούχος ηθοποιός και τραγουδίστρια, η Lisa συνέχισε τις σπουδές της στο δράμα. Στη διάρκεια της μουσικής της καριέρας, έπαιξε διάφορους πρωταγωνιστικούς ρόλους, όπως τη Velma Kelly (Chicago), τη Florence (Chess), τη Laurie (Oklahoma), τη Maria (West Side Story) και τη Sandy (Grease). Έχει παίξει σε πολλά κοντσέρτα στο National Concert Hall του Δουβλίνου, όπως The Magic of Gershwin, The Music of Cole Porter και From Romberg to Rodgers, για να αναφέρουμε μερικά. Η Lisa κέρδισε πολλά βραβεία τραγουδιού και δράματος στην Ιρλανδία, μεταξύ των οποίων το Feis Ceoil R&R Cup, το Tomas Moore «Singer of the Year» και το «Best Female Performer» στο Northern Ireland Musical Awards. Μετά την απόφασή της να διακόψει την εργασία της στη βιομηχανία των computer και να επιστρέψει στο θέατρο, έπαιξε ως πρωταγωνίστρια στη χριστουγεννιάτικη παντομίμα Jack and the Beanstalk, στο Θέατρο Gaiety του Δουβλίνου. Αυτό την οδήγησε στο να συμμετάσχει στην αμερικανική παραγωγή του show Riverdance και να πρωταγωνιστήσει το 2000, θέση που την κράτησε για 5 χρόνια, ενώ συγχρόνως περιόδευε με το show για 4 χρόνια σε πόλεις, όπως το Los Angeles, το Las Vegas, το San Francisco, η New York, το Miami, το Toronto και πολλές άλλες. Στη διάρκεια των περιοδειών με το Riverdance, η Lisa συνάντησε τον Αυστραλό χορευτή Scott Porter, που αργότερα έγινε ο άντρας της. Το 2002, της ζήτησαν να ηχογραφήσει ένα προσωπικό άλμπουμ με τον David Downes στις Celtic Collections. Το πρώτο αυτό άλμπουμ, με τίτλο Lisa, κυκλοφόρησε το 2003. Τραγούδια που εμφανίζονται στο CD είναι Carrickfergus, Siúil A Rún, The Deer’s Cry, Lift the Wings, The Soft Goodbye, Home and the Heartland, Homecoming, Now We Are Free, Dubhdarra, May It Be, και Send Me a Song.
Το 2004, ο Downes πλησίασε ξανά τη Lisa και της ζήτησε να γίνει μέλος του ιρλανδέζικου συγκροτήματος Celtic Woman. Από τότε το συγκρότημα έχει κυκλοφορήσει διάφορα άλμπουμ και DVD από τις συναυλίες τους και έχει κάνει διάφορες περιοδείες ανά τον κόσμο. Η Lisa έχει ταξιδέψει με τις Celtic Woman σε πολλές από τις περιοδείες τους και εμφανίζεται σε κάθε CD και DVD μέχρι σήμερα. Τραγουδάει διάφορα τραγούδια, και δυο πρωτότυπα, όπως Send Me a Song και The Blessing, που γράφτηκαν από τον David Downes και έχουν εμφανιστεί στα αρχικά CD και DVD με τις περιοδείες του A New Journey, αντίστοιχα. Ένα άλλο τραγούδι που έγραψε ο David Downes είναι το Green the Whole Year Round, που εμφανίστηκε στο DVD του Christmas Celebration και στα CD και DVD του Greatest Journey, αλλά όχι σε κάθε περιοδεία. Η Lisa τραγούδησε The Voice στο A New Journey, που αρχικά θα τραγουδούσε η Méav, και το οποίο παρουσιάσει η βιολίστρια Máiréad Nesbitt. Το The Voice γράφτηκε από τον Ιρλανδό μυθιστοριογράφο και συνθέτη Brendan Graham. Ένα άλλο τραγούδι που τραγούδησε η Lisa στην αρχική εμφάνιση είναι το May It Be, από την ταινία The Lord of the Rings: The Fellowship of the Ring. Η Lisa τραγούδησε την Caledonia στο άλμπουμ A New Journey, και το τραγούδι του Sting Fields of Gold, στις περιοδείες των Isle of Hope και Songs From the Heart. Στο Songs From the Heart, τραγουδάει και το The Moon’s Harsh Mistress, με τη συνοδεία της Máiréad Nesbitt στο βιολί. Στη διάρκεια της περιοδείας A New Journey, η Lisa έφυγε από το συγκρότημα για να γεννήσει το τρίτο παιδί της, την Ellie. Αντικαταστάθηκε από την Alex Sharpe, που αργότερα έγινε πλήρες μέλος των Celtic Woman, όταν έφυγε η Órla Fallon. Το 2009, η Lisa τραγούδησε το If You Believe, για την ταινία του Disney Tinkerbell - The Lost Treasure. Η Lisa έχει 3 παιδιά, τον Cian, τον Jack και την Ellie, τα οποία, όταν δεν έχουν σχολείο, τη συνοδεύουν στις περιοδείες. Η αδελφή της Lisa, η Helen, έχει τραγουδήσει με τις Celtic Woman στη χορωδία. Το Δεκέμβριο του 2011, η Lisa ήταν έγκυος στο τέταρτο παιδί της.


Méav Ní Mhaolchatha
Η Méav Ní Mhaolchatha (αγγλική προφορά: Mayv Nee Wayl-khah-hah) είναι μια Ιρλανδέζα τραγουδίστρια και καλλιτέχνιδα που ειδικεύεται στην παραδοσιακή μουσική της πατρίδας της. Ήταν μια από τις αρχικές σολίστ στο μουσικό συγκρότημα Celtic Woman. Τραγουδάει σε πολλές γλώσσες: αγγλικά, γκέλικ, γαλλικά και λατινικά. Γεννήθηκε στο Donnybrook, στην κομητεία του Δουβλίνου, στην Ιρλανδία, σπούδασε για 4 χρόνια στο Trinity College και αποφοίτησε με δίπλωμα στα νομικά. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη διοίκηση καλλιτεχνικών θεμάτων και μετά εργάστηκε για το Music Network στη διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων. Είναι παντρεμένη με τον Tom και έχει δύο κόρες, την Άννα και την Κατερίνα. Το πρώτο της προσωπικό άλμπουμ, Méav, πουλήθηκε πάρα πολύ στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία και στη Κορέα. Μεταξύ του 1994 και του 1998, ήταν μέλος της παγκοσμίως γνωστής ιρλανδέζικης χορωδίας δωματίου Anúna. Μαζί τους περιόδευσε ανά τον κόσμο και ηχογράφησε 4 άλμπουμ, μεταξύ αυτών το Omnis, το Deep Dead Blue και το Behind the Closed Eye. Η Méav έχει προσκληθεί να τραγουδήσει τα δικά της τραγούδια σε πολλά φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο. Τραγούδησε σ’ ένα μεγάλο υπαίθριο φεστιβάλ στη Σεούλ στη διάρκεια των εορτασμών του Παγκοσμίου Κυπέλου Ποδοσφαίρου και έκανε εκεί το δεύτερο προσωπικό της άλμπουμ, με τίτλο Silver Sea, με την ετικέτα Celtic Collections.
Μια συλλογή του έργου της ως σολίστα με τη χορωδία, κυκλοφόρησε το 2006 με τίτλο Celtic Dreams. Ακολούθως περιόδευσε στις ΗΠΑ σαν σολίστα με την RTÉ Concert Orchestra. Περιόδευσε επίσης τη Ν. Αφρική με το συγκρότημα Lord of the Dance και έδωσε κονσέρτα στην Ιαπωνία και στη Ν. Κορέα. Μαζί με τα άλλα μέλη των Celtic Woman, η Méav έγινε μουσική σταρ με την ίδρυση του συγκροτήματος το 2004. Το τραγούδι της αποτελεί ιδιάζον χαρακτηριστικό στα 3 CD των Celtic Woman, Celtic Woman, Celtic Woman: A Christmas Celebration και Celtic Woman: A New Journey. Το 2005, έφυγε από το συγκρότημα για να γεννήσει το πρώτο της παιδί, την Άννα. Επέστρεψε για να ηχογραφήσει το CD και το DVD του New Journey και περιόδευσε πολύ με το συγκρότημα στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, το 2006 και το 2007. Εμφανίζεται επίσης στο Celtic Woman: The Greatest Journey Essential Collection. Το 2007, μετά τη μαγνητοσκόπηση του χριστουγεννιάτικου DVD των Celtic Woman στο Θέατρο Helix, του Δουβλίνου, η Méav αφήνει τις Celtic Woman για να επικεντρωθεί στην προσωπική της καριέρα. Έκανε μια σειρά από προσωπικά κονσέρτα στη Ν. Αγγλία (ΗΠΑ), από τα οποία το ένα ηχογραφήθηκε στο Ν. Υόρκη το Δεκέμβριο του 2007. Το 2009, επέστρεψε στη σκηνή τραγουδώντας στην πατρίδα της το Δουβλίνο με αποθεωτικές κριτικές. Γέννησε επίσης τη δεύτερη κόρη της, την Κατερίνα και ηχογράφησε το Where the Sunbeams Play για το έργο του Disney TinkerBell and the Lost Treasure. Το 2010, ήταν η ιδιαίτερη προσκεκλημένη στο κέλτικο χριστουγεννιάτικο κονσέρτο της Órla Fallon, τραγουδώντας το Do You Hear What I Hear?, μαζί με τη Fallon, την προσωπική της έκδοση του O Holy Night, με τη συνοδεία άρπας και το τελευταίο τραγούδι Here We Come A-wassailing, μαζί με τους υπόλοιπους τραγουδιστές και τους Αμερικανούς μουσικούς αστέρες David Archuleta και Mark Wills, το οποίο ηχογραφήθηκε, μεταδόθηκε στο PBS και κυκλοφόρησε σε CD και DVD.



Órlagh Fallon
Γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου του 1974, στο Knockananna, της Ιρλανδίας. Επαγγελματικά γνωστή ως Órla Fallon, είναι σολίστ, συνθέτρια τραγουδιών και πρώην μέλος του συγκροτήματος των Celtic Woman. Παίζει άρπα και τραγουδάει παραδοσιακή ιρλανδέζικη μουσική, κυρίως στα ιρλανδέζικα. Έχει τραγουδήσει ως σολίστ σε κονσέρτα στην Ιρλανδία, σε αίθουσες συναυλιών, όπως το National Concert Hall, στο Δουβλίνο, το Opera House και το Waterfront Theatre, στο Μπέλφαστ και στο Carnegie Hall. Έχει ηχογραφήσει, τραγουδήσει και περιοδεύσει με τα παγκοσμίως γνωστά συγκροτήματα Clannad και Anúna, καθώς και με τον ομποΐστα David Agnew. Ως δημοφιλής σολίστ στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Δουβλίνου, η Órla εμφανίζεται τακτικά σε μέρη, όπως το Dublin Castle, το Homewood Castle, το Royal Hospital Kilmainham και το Luttrellstown Castle. Έχει προσκληθεί να παίξει για τον Πάπα στη Ρώμη και προσκαλείται συχνά για να τραγουδήσει στο Aras An Uactarain για τον πρόεδρο της Ιρλανδίας. Το πρώτο της άλμπουμ, The Water is Wide, κυκλοφόρησε στην Ευρώπη το 2000 και στη Β. Αμερική το 2006, κέρδισε πολλούς επαίνους και μεταδόθηκε αναρίθμητες φορές από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Το 2005, τραγούδησε στο άλμπουμ των Duggans Rubicon, μαζί με τη Moya Brennan και άλλα μέλη του συγκροτήματος Clannad. Τότε ήταν που την κάλεσαν να έρθει στο συγκρότημα Celtic Woman.
Τραγούδησε στο πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο Celtic Woman και στα άλμπουμ Celtic Woman: A Christmas Celebration και Celtic Woman: A New Journey. Το 2009 η Órla έφυγε από το συγκρότημα για να ασχοληθεί με την οικογένειά της. Πρόσφατα τραγούδησε στην περιοδεία του Jim Brickman It’s a Beautiful World και σε μια ειδική εκπομπή του PBS. Η Órla έχει επίσης κυκλοφορήσει το δεύτερο άλμπουμ της Distant Shore. Το Δεκέμβριο του 2010 έκανε μια ειδική εκπομπή με το PBS, το Celtic Christmas Special και κυκλοφόρησε το CD Celtic Christmas. Λίγο μετά από αυτό, το 2011 κυκλοφόρησε το CD My Land και με το PBS την ειδική εκπομπή My Land. Έχει περιοδεύσει πολλές φορές σε όλη την Ευρώπη και τη Β. Αμερική, όπου η φήμη της αυξάνεται σταθερά λόγω του τρόπου με τον οποίον ερμηνεύει τις αξέχαστες ιρλανδέζικες μελωδίες, αλλά και λόγω των δικών της μουσικών και ορχηστρικών συνθέσεων.



Máiréad Nesbitt
Η Máiréad (προφέρεται «mah-raid») είναι μουσικός της κλασικής και της κέλτικης μουσικής και ιδιαίτερα βιολίστρια. Τώρα παίζει βιολί στο συγκρότημα των Celtic Woman. Είναι κόρη του John και της Kathleen Nesbitt, δυο πασίγνωστων δασκάλων μουσικής. Έχει μια αδελφή, τη Frances και 4 αδελφούς (Seán, Michael, Noel και Karl), που όλοι τους είναι μουσικοί. Άρχισε να παίζει πιάνο σε ηλικία 4 ετών και βιολί σε ηλικία 6 ετών. Οι κανονικές μουσικές της σπουδές ξεκίνησαν πολύ νωρίς, στο γυναικείο μοναστήρι των Ουρσουλίνων, στο Thurles, στην κομητεία του Tipperary, στην Ιρλανδία και συνεχίστηκαν στο Waterford Institute of Technology και στο Cork School of Music, υπό την Cornelia Zanidache. Η Máiréad ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές της, στο βιολί και το πιάνο, στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου και στο Trinity College of Music του Λονδίνου, υπό τον Emanuel Hurwitz. Αφού τέλειωσε τις μεταπτυχιακές της σπουδές, έγινε μέλος της RTÉ Concert Orchestra, αρχίζοντας έτσι την επαγγελματική της καριέρα ως βιολίστρια, σε ηλικία 16 ετών. Αργότερα συνέχισε με προσωπικές παραστάσεις, συνεργαζόμενη με διάφορους μουσικούς, όπως ο Van Morrison, ο Clannad και η Sharon Shannon. Έπαιζε επίσης μερικές φορές ως βιολίστρια για το ιρλανδέζικο συγκρότημα Coolfin και ηχογράφησε ένα άλμπουμ μαζί τους. Διέκοψε τη συνεργασία μαζί τους το 1996, όταν προσκλήθηκε να παίξει στο show Lord of the Dance, του Michael Flatley. Εκεί έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο με το βιολί μέχρι το 1998, οπότε πήγε με τον Flatley στο δεύτερό του show Fleet of Flames. Με την παραγωγή αυτή περιόδευσε, έχοντας και πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο με το βιολί, μέχρι που έφυγε το 2001. Έπαιξε επίσης στα εναρκτήρια soundtracks και των δύο show, όπως και στο soundtrack για το Riverdance. Κυκλοφόρησε το πρώτο της προσωπικό άλμπουμ το 2001, Raining Up, όπου παρουσιάζει ένα ευρύ φάσμα μουσικών στυλ, παραδοσιακών και σύγχρονων. Στο άλμπουμ εμφανίζονται αρκετοί καλλιτέχνες και μέλη της ίδιας της οικογένειάς της: η μητέρα, η αδελφή, και τα αδέλφια της Seán και Karl.
Το 2004, προσκλήθηκε να παίξει βιολί για μια παράσταση στο Θέατρο Helix του Δουβλίνου, με τις Celtic Woman. Η δημοτικότητα αυτής και των επόμενων παραστάσεων, στην τηλεόραση και σε άλμπουμ, οδήγησε σε 5 περιοδείες στις ΗΠΑ. Η Nesbitt εργάστηκε με την ορχήστρα The Dhol Foundation στο άλμπουμ τους, του 2005, Drum-Believable, έχει συνθέσει την αρχική μουσική παρτιτούρα μαζί με τον Tibor Kasza, για την περιοδεία του Irish Dance Invasion και έχει παίξει και ηχογραφήσει με το συγκρότημα Afro Celt Sound System. Η Nesbitt έχει επίσης παίξει ιδιωτικά για το HRH The Princess Anne στη διάρκεια της επίσκεψής της στο Δουβλίνο, τον Σεπτέμβριο του 2004. Το DVD The Celtic Tenors Live in Concert κυκλοφόρησε το 2006, όπου παίζει διάφορα τραγούδια. Η Nesbitt εμφανίζεται ως σολίστ στο έργο Tinker Bell του Walt Disney, μαγνητοσκοπημένο κατευθείαν σε DVD. Ο Joel McNeely συνέθεσε μουσική ιδιαίτερα για να ταιριάζει στο ξεχωριστό στυλ της Nesbitt, και συνεργάστηκε μαζί της για να επεξεργαστεί επιπλέον τη μουσική για κέλτικη γνησιότητα. Η Nesbitt είναι μια πρώην Fleadh Cheoil πρωταθλήτρια βιολιού σε όλη την Ιρλανδία, και ονομάστηκε από το Irish Music Magazine ως η καλύτερη παραδοσιακή γυναίκα του 2003. Τώρα, η Nesbitt εργάζεται για το δεύτερο προσωπικό της άλμπουμ, όπως και για ένα άλμπουμ με την ίδια της τη μουσική οικογένεια. Λίγο πριν την Ημέρα των Ευχαριστιών, το 2011, η Nesbitt παντρεύτηκε τον Jim Mustafa, διευθυντή φωτισμού των Celtic Woman, στο Maui, στη Χαβάη.


Hayley Dee Westenra
Η Hayley είναι μια σοπράνο, κλασική τραγουδίστρια, συγγραφέας τραγουδιών και πρέσβειρα της UNICEF. Γεννήθηκε στις 10 Απριλίου του 1987 στο Christchurch, της Ν. Ζηλανδίας, και έχει δανέζικη και ιρλανδέζικη καταγωγή. Οι γονείς της, ο Jill και η Gerald, έχουν άλλα δυο παιδιά, τη Σοφία και τον Ισαάκ. Η οικογένειά της είναι φημισμένη ότι έχει μουσικά ταλέντα. Η γιαγιά της, η Shirley Ireland, ήταν τραγουδίστρια, και ο παππούς της ήταν πιανίστας, που έπαιζε και ακορντεόν. Άρχισε να τραγουδάει σε ηλικία 6 ετών, όταν της δόθηκε ο πρωταγωνιστικός ρόλος να τραγουδήσει το «Little Star» στο χριστουγεννιάτικο έργο στο σχολείο της, το Fendalton Open Air School. Μετά την παράσταση, ένας δάσκαλος που είδε την παράσταση πλησίασε τους γονείς της και τους είπε ότι η κόρη τους ήταν τέλεια. Ο ίδιος την ενθάρρυνε να μάθει να παίζει κάποιο μουσικό όργανο. Σύντομα, η Hayley έμαθε να διαβάζει μουσική και να παίζει βιολί, πιάνο, κιθάρα και αυλό. Μετά άρχισε μαθήματα φωνητικής και ανακάλυψε ότι είχε πάθος για το μουσικό θέατρο. Σε ηλικία 11 ετών, είχε εμφανιστεί πάνω από 40 φορές στη σκηνή, αλλά συχνά της έδιναν αγορίστικους ρόλους, επειδή δεν υπήρχαν στο μπαλέτο αρκετά αγόρια χορευτές. Σε ηλικία 12 ετών, ηχογράφησε σε επαγγελματικό studio το Walking in the Air, ένα άλμπουμ που αρχικά φτιάχτηκε για συγγενείς και φίλους. Μετά τη δημιουργία του άλμπουμ, η Westenra κι η αδελφή της, η Σοφία, τραγούδησαν στο Christchurch, μπροστά σε μεγάλα πλήθη κόσμου, και εκεί μια δημοσιογράφος της Canterbury Television, της ζήτησε να εμφανιστεί στην Τηλεόραση. Ο Gray Barlett, διευθυντής εταιρείας που διαφημίζει κονσέρτα, είδε το show και ενδιαφέρθηκε να εργαστεί με τη Westenra. Λίγο μετά, της πρότειναν μια συμφωνία για ηχογράφηση με την Universal Records New Zealand. Το πρώτο της άλμπουμ Pure, που κυκλοφόρησε διεθνώς, έφτασε στο No 1 στους μουσικούς χάρτες στο Ηνωμένο Βασίλειο, το 2003 και πούλησε πάνω από 2 εκατομμύρια αντίγραφα σε όλο τον κόσμο. Το Pure είναι το πρωτοεμφανιζόμενο κλασικό άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις σε όλον τον κόσμο μέχρι σήμερα και έκανε τη Westenra ένα διεθνές μουσικό αστέρι, σε ηλικία 16 ετών. Έχει τραγουδήσει κλασικά, φολκλορικά και pop τραγούδια στα αγγλικά, ιρλανδέζικα, ουαλικά, ιταλικά, γερμανικά, γαλλικά, πορτογαλικά, λατινικά, γιαπωνέζικα, κινέζικα, στη γλώσσα της Ταϊβάν και των Μαορί, σε όλον τον κόσμο. Είναι η δεύτερη νεώτερη πρέσβειρα της UNICEF μέχρι σήμερα και έχει συνεισφέρει σε φιλανθρωπικά ιδρύματα σε όλο τον κόσμο. Τον Αύγουστο του 2006, η Westenra πήγε στις Celtic Woman και τραγούδησε στο δεύτερο μεγάλο τους άλμπουμ σε DVD/CD, Celtic Woman: A New Journey, που κυκλοφόρησε στις 30 Ιανουαρίου του 2007 και αμέσως ανέβηκε στ Νο 4, στον πίνακα των 200 κορυφαίων τραγουδιών στον παγκόσμιο μουσικό χάρτη. Περιόδευσε με το συγκρότημα στις ΗΠΑ το 2007 και εμφανίστηκε σε 88 μέρη σε όλη τη χώρα. Η περιοδεία τέλειωσε τον Ιούνιο. Την παραμονή της γιορτής του Αγίου Πατρικίου, το 2007, τραγούδησε με τις Celtic Woman για τον πρόεδρο George W. Bush, στον Λευκό Οίκο. Επίσης τραγούδησε για το DVD τους, The Greatest Journey: Essential Collection, που κυκλοφόρησε το 2008. Το Φεβρουάριο του 2012 επιβεβαίωσε ότι θα παντρευόταν τον επί σειρά ετών σύντροφό της, Arnaud Sabard.


Lynn Hilary
Η Lynn είναι μια Ιρλανδέζα τραγουδίστρια, κιθαρίστρια, και συνθέτης τραγουδιών. Έχει επίσης τραγουδήσει ως εντυπωσιακή σοπράνο σολίστ στο συγκρότημα Celtic Woman. Γεννήθηκε στο Δουβλίνο, στην Ιρλανδία, και ολοκλήρωσε τις μουσικές της σπουδές το 2005 στο DIT College of Music. Αρχικά τραγουδούσε κλασική μουσική, αλλά μεταπήδησε στην κέλτικη για να μπορεί να «χρησιμοποιεί το φυσικό φωνητικό της εύρος». Ανάμεσα στους τραγουδιστές που την επηρέασαν, είναι ο Michael Jackson, ο Joni Mitchell και η Karen Carpenter. Έγινε μέλος του ιρλανδέζικου χορωδιακού συγκροτήματος Anúna το 2000 και τραγούδησε μαζί τους μέχρι το 2007. Έκανε περιοδείες στις ΗΠΑ, το Μαρόκο, την Ολλανδία και τη Φιλανδία με το γκρουπ και ήταν η σολίστ που ηχογραφήθηκε σε 4 από τα άλμπουμ τους: Invocation, Winter Songs, Behind the Closed Eye, και Sensation. Τραγούδησε επίσης ως πρώτη φωνή το κομμάτι Cloud song από το Riverdance στην τελετή έναρξης των Special Olympics το 2003, στο Croke Park, του Δουβλίνου και περιόδευσε στις ΗΠΑ με το Riverdance το 2006 ως σολίστ. Κυκλοφόρησε ένα προσωπικό άλμπουμ Take Me With You το 2008. Η Lynn πήγε στις Celtic Woman το 2007 ως σολίστ, για την περιοδεία A New Journey και τραγούδησε σε δύο ακόμα περιοδείες με το συγκρότημα, Isle of Hope και Songs from the Heart. Ακούγεται επίσης στο CD Celtic Woman: The Greatest Journey, παρουσιάζοντας 3 τραγούδια και επίσης συμμετείχε στην ηχογράφηση των CD και DVD: Celtic Woman: Songs from the Heart. Το Νοέμβριο του 2010, μετά την ολοκλήρωση της περιοδείας του συγκροτήματος στην Αυστραλία, ανακοίνωσε ότι θα άφηνε το συγκρότημα για να γυρίσει στο σπίτι της στην Ιρλανδία. Το Σεπτέμβριο του 2011, έκανε και πάλι την εμφάνισή της, σαν μέλος του ιρλανδέζικου φωνητικού τρίο Blue belles, με δύο τωρινά μέλη του συγκροτήματος Anúna, τον Nicola Lewis και τη Rebecca Winckworth.



Alex Sharpe
Η Alex είναι μια Ιρλανδέζα τραγουδίστρια, που είναι κυρίως γνωστή ως πρώην μέλος συγκροτήματος Celtic Woman. Ξεκίνησε την καριέρα της παίζοντας την Dorothy στο Μάγο του Οζ, στο Θέατρο Ολύμπια στο Δουβλίνο. Η καριέρα της στο μουσικό θέατρο συνεχίστηκε, καθώς έπαιξε τη Janet στο The Rocky Horror Show, τη νεαρή Sally στο Follies in Concert, τη Jenny στο Aspects of Love, και τη Mila στο Aloha Kamano, του Sean Purcell. Της ζήτησαν επίσης να παίξει την Eponine στους Άθλιους, για την Cameron Mackintosh Company, στην Αγγλία και την Ιρλανδία και στην περιοδεία του Κονσέρτου των Αθλίων. Η Alex έπαιξε τον ρόλο της Bernadette στο Μιούζικαλ The Beautiful Game, των Andrew Lloyd-Webber/Ben Elton. Όταν γύρισε στην Ιρλανδία έπαιξε το ρόλο της Kate Foley στο The Wireman στο θέατρο Gaiety του Δουβλίνου. Έχει τραγουδήσει με την Icelandic Royal Philharmonic Orchestra, τη Danish National Symphony και τη RTÉ Concert Orchestra κι έχει κάνει πολλές ηχογραφήσεις, όπως στο Soundtrack του έργου Εβίτα με τη Madonna. Έχει εμφανιστεί σε κονσέρτο για το Princes Trust, στο Θέατρο Mayflower, στην Αγγλία και το 2006 πήγε στο Chicago για να συμμετάσχει στο Μιούζικαλ The Pirate Queen, ως πρωταγωνίστρια.
Όταν το ιδρυτικό μέλος των Celtic Woman, η Lisa Kelly, έφυγε από το συγκρότημα λόγω εγκυμοσύνης, η Sharpe έγινε προσωρινό μέλος του συγκροτήματος το 2008, λέγοντας ότι «είμαι εδώ μόνο γι’ αυτήν την περιοδεία», και «είναι ένα διαφορετικό στυλ τραγουδιού από αυτό με το οποίο είμαι συνηθισμένη. Χαίρομαι όμως που μαθαίνω την τεχνική. Το υπόβαθρό μου είναι το μουσικό θέατρο, έτσι αυτό είναι κάτι πολύ διαφορετικό για μένα... Αλλά η φιλοσοφία μου είναι, ότι πάντα αυξάνεσαι σαν μουσικός. Πάντα υπάρχουν τόσα πολλά να μάθεις». Παραδέχεται ότι πριν πάει στο συγκρότημα, δεν γνώριζε τη μουσική του: «Ποτέ δεν είχα δει κάποια από τις παραστάσεις τους... Ο David (Downes) μου έδωσε ένα CD και μερικά DVD και αυτή ήταν η πρώτη φορά που το είδα». Εντούτοις είπε ότι «ήξερα για την επιτυχία των Celtic Woman και ήμουν πολύ συγκινημένη που θα γινόμουν μέλος τους. Ήταν μια ευκαιρία στην οποία δεν μπορούσα να πω όχι». Το 2009, η Sharpe έγινε μόνιμο μέλος των Celtic Woman, ουσιαστικά αντικαθιστώντας την Órla Fallon. Περιόδευσε με το συγκρότημα στην περιοδεία τους Isle of Hope, το 2009, και ηχογράφησε ένα CD και ένα DVD μαζί τους με τίτλο Celtic Woman: Songs from the Heart, που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2010. Το συγκρότημα περιόδευσε τη Β. Αμερική, από το Φεβρουάριο μέχρι το Μάιο του 2010, με την περιοδεία Songs from the Heart. Τον Μάιο του 2010, η Sharpe ανακοίνωσε ότι θα έφευγε από τις Celtic Woman, για να αφοσιωθεί πλήρως στην οικογένειά της. Είναι μέλος της Εκκλησίας «The Church of Christ of Latter-day Saints» (Μορμόνοι) και έχει ένα γιο ηλικίας 12 ετών (2012).


Lisa Lambe
Η Lisa είναι μια Ιρλανδέζα τραγουδίστρια και ηθοποιός, που τώρα είναι μέλος του συγκροτήματος των Celtic Woman. Στην καριέρα της έπαιξε ρόλους στο θέατρο, στο μιούζικαλ και στον κινηματογράφο, αλλά έκανε και τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εμφανίσεις. Η εφημερίδα The Irish Times την έχει περιγράψει ως «την καλύτερη τραγουδίστρια και ηθοποιό της γενιάς της, πάνω στην οποία μπορεί να οικοδομηθεί ένα ολόκληρο νέο θεατρικό θεμέλιο». Η Lisa άρχισε να εμφανίζεται στη θεατρική σκηνή σε ηλικία 3 ετών και αποφοίτησε με Bachelor of Acting Studies, από το Trinity College του Δουβλίνου. Έχει πρωταγωνιστήσει σε πολλούς ρόλους σε θεατρικές παραγωγές σε όλη την Ιρλανδία, την Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο. Υπήρξε μια εντυπωσιακή σολίστ με την Ιρλανδέζικη RTÉ Concert Orchestra και ήταν σολίστ στο ιρλανδέζικο δημοφιλές τηλεοπτικό πρόγραμμα The Late Late Show, που οδήγησε σε συνεργασίες με τους μουσικούς Shay Healy και Frank McNamara. Οι φωνητικοί ρόλοι της περιλαμβάνουν The Shaughraun, υπό τη διεύθυνση του John McColgan (με τη μουσική καθοδήγηση του David Downes, στο Abbey Theatre), The Wiremen, του Shay Healy (στο Gaiety Theatre) και το Sweeney Todd (στο Gate Theatre). Είχε προταθεί ως υποψήφια για το Βραβείο Καλύτερης Ηθοποιού, στο Irish Times Theatre Awards, για την εμφάνισή της στο ρόλο της Philomena O Shea στο μιούζικαλ Improbable Frequency, του Rough Magic, που εμφανίστηκε στο θεατρικό φεστιβάλ του Εδιμβούργου, στο Torun (Πολωνία), και στο Δουβλίνο. Μετά την περιοδεία των Celtic Woman, Songs from the Heart, το Νοέμβριο του 2010, όταν η Lynn ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει το συγκρότημα και γυρίζει στην Ιρλανδία, έγινε γνωστό ότι η Lisa Lambe γίνεται μέλος του συγκροτήματος για την περιοδεία του 2011. Στην επίσημη ιστοσελίδα των Celtic Woman, είπε ότι: «είμαι χαρούμενη που γίνομαι μέλος των Celtic Woman! Είναι προνόμιο να είσαι κομμάτι αυτού του θαυμάσιου show και περιμένω να είναι μια απίστευτη εμπειρία».


Susan McFadden
Η Susan είναι ηθοποιός και τραγουδίστρια, που γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 1983, στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας. Γονείς της είναι η Mairead και ο Brendan κι έχει έναν μεγαλύτερο αδελφό, τον Brian. Έπαιξε τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο ως επαγγελματίας, στην Annie, σε ηλικία 11 ετών, στο θέατρο Olympia στο Δουβλίνο. Πριν εμφανιστεί στο Grease is the Word, περιόδευσε στην Ιρλανδία και στις ΗΠΑ με πολλούς Ιρλανδούς καλλιτέχνες, όπως ο Tony Kenny, ο June Rogers κι ο Noel V. Ginnity, σε δευτερεύοντες ρόλους. Η Susan αποφοίτησε από το φημισμένο Billie Barry Stage School, στο Δουβλίνο, ενώ έπαιξε στο θέατρο και στην τηλεόραση. Το 2006 Susan πήγε από το Δουβλίνο στο Λονδίνο για να πραγματοποιήσει τη φιλοδοξία της ζωής της: να παίξει στο West End. Γρήγορα πραγματοποίησε το όνειρό της και κέρδισε στην ITV το reality show Grease Is the Word και αυτό της έδωσε την ευκαιρία να παίξει τον πρωταγωνιστικό γυναικείο ρόλο της Sandy στη παραγωγή του West End του Grease, με τον Danny Bayne, αρχίζοντας τον Αύγουστο του 2007. Ήταν μια από τις χορεύτριες στην περιοδεία του Rock ‘n’ Roll Show, του Daniel O’Donnell. Το 2008, ηχογράφησε δύο τραγούδια για το CD Act One - Songs From The Musicals Of Alexander S. Bermange, ένα άλμπουμ με 20 ολοκαίνουργα τραγούδια από 26 μουσικά αστέρια του West End, που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2008.
Μετά έπαιξε το ρόλο της Serena, για την πρεμιέρα στο Ηνωμένο Βασίλειο, του μιούζικαλ Legally Blonde, στο θέατρο Savoy, στο West End του Λονδίνου και αργότερα πήρε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Elle Woods, που τον έπαιξε από τις 10 Ιανουαρίου του 2011 μέχρι τις 9 Ιουλίου του 2011. Οι επίσημες κριτικές και οι αντιδράσεις του κοινού ήταν πολύ θετικές. Πρόσφατα κέρδισε μια υποψηφιότητα για το σημαντικό βραβείο What’s on stage, για το Best Take Over. Έπαιξε επίσης το ρόλο της Kathy σε μια ιρλανδέζικη παραγωγή του Singing in the Rain, το 2004 με πολλές επευφημίες. Το έργο παίχθηκε στο θέατρο Olympia στο Δουβλίνο και στο θέατρο Everyman Palace στο Cork. Έπαιξε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Milly στη θεατρική διασκευή του έργου Seven Brides For Seven Brothers, με τον Steven Houghton στο West End. Επίσης τραγούδησε με τον Ben Morris και τον Séan Carey στον τελικό του RTÉ One Fame: The Musical στο Δουβλίνο, την Κυριακή 13 Ιουνίου του 2010. Στις 5 Ιανουαρίου 2012, κλήθηκε να αντικαταστήσει τη Lisa Kelly στο συγκρότημα Celtic Woman. Η McFadden θα εμφανιστεί για πρώτη φορά με το συγκρότημα τον Φεβρουάριο στο Nashville, του Τεννεσί, για την έναρξη της περιοδείας Believe στη Β. Αμερική.

19 Φεβ 2012

Aρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου

Εισαγωγή
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου είναι από τα πιο μεγάλα και αξιόλογα Μουσεία στην Ελλάδα και ένα από τα πιο σημαντικά στην Ευρώπη. Τα εκθέματά του περιλαμβάνουν αντιπροσωπευτικά δείγματα από όλες τις περιόδους της κρητικής προϊστορίας και ιστορίας, που καλύπτουν περίπου 5.500 χρόνια, από τη νεολιθική εποχή μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους. Κυρίαρχη θέση, όμως, στις συλλογές του κατέχουν τα μοναδικά αριστουργήματα της μινωικής τέχνης, που μπορεί κανείς να θαυμάσει σε όλη της την εξέλιξη. Η συλλογή με τις μινωικές αρχαιότητες είναι η σημαντικότερη στον κόσμο και το μουσείο δίκαια θεωρείται το κατ’ εξοχήν Μουσείο του μινωικού πολιτισμού. Το κτίριο, όπου στεγάζεται, βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και κατασκευάσθηκε το 1937-1940, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Στην ίδια θέση κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας βρισκόταν η καθολική μονή του Αγίου Φραγκίσκου, που καταστράφηκε από σεισμό το 1856. Το κτίριο του μουσείου είναι αντισεισμικό κι αποτελεί σημαντικό δείγμα του μοντέρνου αρχιτεκτονικού κινήματος στην Ελλάδα, βραβευμένο με έπαινο Bauhaus στο Μεσοπόλεμο. Κατάφερε να συνδυάσει τις σύγχρονες τότε τάσεις της αρχιτεκτονικής, λαμβάνοντας υπόψη του το περιεχόμενο των αρχαιολογικών συλλογών, να εξασφαλίσει καλό φυσικό φωτισμό, με φεγγίτες από την οροφή και στο ψηλότερο μέρος των τοίχων, και να διευκολύνει την ελεύθερη κίνηση μεγάλων ομάδων επισκεπτών. Οι χρωματισμοί και τα υλικά κατασκευής, όπως και τα πολύχρωμα φλεβωτά μάρμαρα, παραπέμπουν στις τοιχογραφικές μιμήσεις ορθομαρμαρώσεων των μινωικών κτιρίων. Ο αρχιτέκτονας προέβλεψε, ακόμη, τη δυνατότητα μελλοντικών επεκτάσεων του μουσείου. Το κτίριο είναι διώροφο και διαθέτει εκτεταμένους εκθεσιακούς χώρους, εργαστήρια, σχεδιαστήριο, βιβλιοθήκη, γραφεία και ένα σπουδαίο τμήμα, την Επιστημονική Συλλογή, όπου φυλάσσονται και μελετώνται πολλά από τα ευρήματα. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου έχει ως σκοπό την απόκτηση, αποδοχή, φύλαξη, συντήρηση, καταγραφή, τεκμηρίωση, έρευνα, μελέτη, δημοσίευση και κυρίως έκθεση και προβολή στο κοινό αντικειμένων που χρονολογούνται από τους απώτατους χρόνους της προϊστορικής εποχής έως την ύστερο-ρωμαϊκή περίοδο. Οργανώνει περιοδικές εκθέσεις, συμμετέχει σε εκθέσεις που περιοδεύουν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, συνεργάζεται με άλλους επιστημονικούς και ερευνητικούς φορείς και φιλοξενεί ποικίλες άλλες πολιτιστικές δραστηριότητες.

Ιστορικό
Η πρώτη αρχαιολογική συλλογή δημιουργήθηκε στο Ηράκλειο το 1883, με πρωτοβουλία του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ηρακλείου, ο οποίος, με πρόεδρο τον γιατρό Ιωσήφ Χατζηδάκη, κατάφερε να εξασφαλίσει την εξουσιοδότηση της οθωμανικής κυβέρνησης για την ίδρυση της πρώτης «αρχαιολογικής υπηρεσίας›. Η συλλογή στεγάσθηκε σε δύο δωμάτια στην αυλή της μητρόπολης του Αγίου Μηνά και μέχρι το 1900 εμπλουτίσθηκε με δωρεές πολιτών, με εξαγορές αρχαίων αντικειμένων και με τα ευρήματα των πρώτων μικρών ανασκαφών και περισυλλογών. Το 1900, με την έναρξη των μεγάλων ανασκαφών στο νησί, περιέλαβε τα πρώτα σημαντικά ευρήματα, ενώ ταυτόχρονα παραχωρήθηκε στη νεοσύστατη Κρητική Πολιτεία. Τότε μεταστεγάσθηκε σε τμήμα του κτιρίου των Στρατώνων, της σημερινής Νομαρχίας Ηρακλείου. Το 1904-1907 κατασκευάσθηκε η πρώτη μουσειακή αίθουσα, στη θέση όπου ήταν τα ερείπια της ονομαστής βενετικής μονής του Αγίου Φραγκίσκου, δίπλα στο Χουνκιάρ Τζαμί, ενώ το 1908, μετά την προσθήκη μίας δεύτερης αίθουσας, μεταφέρθηκαν εκεί οι αρχαιότητες. Το 1912, το μικρό αυτό κτίσμα πήρε τη μορφή κλασικιστικού κτιρίου με την προσθήκη της δυτικής πτέρυγας, σε σχέδια του αρχιτέκτονα W. Dörpfeld και του Γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, Παναγή Καββαδία. Το μουσείο σταδιακά περιέλαβε τα ευρήματα των μεγάλων ανασκαφών που διεξάγονταν σε όλο το νησί από Έλληνες και ξένους ερευνητές.

Η δόμηση του σημερινού κτιρίου, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού, ξεκίνησε το 1937 αλλά η έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου έθεσε σε μεγάλο κίνδυνο τις συλλογές και το πολύτιμο περιεχόμενο του Μουσείου, που διασώθηκε χάρη στις προσπάθειες του καθηγητή Ν. Πλάτωνα. Υπό την εποπτεία του ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι εργασίες για την επανέκθεση και παρουσίαση των συλλογών και το 1952 το Μουσείο επαναλειτούργησε προβάλλοντας και πάλι τους ανεκτίμητους θησαυρούς του. Ο τρόπος της παρουσίασης των εκθεμάτων βασίσθηκε στη χρονολογική εξέλιξη του μινωικού πολιτισμού και απηχούσε τόσο την ιστορία της ανασκαφικής έρευνας και των μεγάλων αποκαλύψεων, που έγιναν στις αρχές του 20ού αιώνα στο νησί (ανάκτορα Κνωσού, Φαιστού, Μαλίων, κ.ά.), όσο και τις θεωρίες που κυριαρχούσαν την ίδια περίοδο για την προϊστορία του αιγαιακού χώρου. Το 1962 το Μουσείο απέκτησε με εξαγορά τη συλλογή του Κρητικού γιατρού Στυλιανού Γιαμαλάκη, που εκτέθηκε σε αίθουσα του ορόφου. Το 1964 παραδόθηκε προς χρήση η νέα πτέρυγα του Μουσείου και η έκθεση των αρχαιοτήτων ολοκληρώθηκε από τον τότε διευθυντή του, Στυλιανό Αλεξίου. Το 2000 το Μουσείο Ηρακλείου εμπλουτίσθηκε με τη συλλογή του Νίκου Μεταξά, τμήμα της οποίας πρόκειται να εκτεθεί σύντομα. Επεμβάσεις στη μορφή του κτιρίου πραγματοποιήθηκαν το 1987, οπότε (με αφορμή τον εκσυγχρονισμό των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων και την εγκατάσταση συστημάτων κλιματισμού, ασφάλειας και πυρασφάλειας) έγιναν αλλαγές στο φωτισμό των αιθουσών, με την κατάργηση του φυσικού φωτισμού της οροφής, με τη δημιουργία ψευδοροφής και με την εγκατάσταση συστήματος τεχνητού φωτισμού. Με το νέο έργο επέκτασης και εκσυγχρονισμού του μουσείου, που άρχισε το 2002, σε αρχιτεκτονικές μελέτες του Αλέξανδρου Τομπάζη, προβλέπεται η επαναφορά του φυσικού φωτισμού και νέες ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις (κλιματισμού, φωτισμού, ασφάλειας, πυρασφάλειας κλπ.). Παράλληλα προβλέπεται η δημιουργία νέας πτέρυγας αποθηκών βόρεια του κτηρίου, στη θέση των αποθηκών που κατεδαφίσθηκαν, ενώ στην ανατολική πλευρά του αίθριου προβλέπεται η ανάδειξη των ερειπίων του ενετικού ναού του Αγίου Φραγκίσκου.

Μόνιμη έκθεση
Η μόνιμη έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου παρουσιάζει σχεδόν το σύνολο του μινωικού πολιτισμού και περιλαμβάνει μοναδικά αριστουργήματα της κρητικής τέχνης, που βρέθηκαν σε ανασκαφές σε ανάκτορα, κατοικίες, τάφους και σπήλαια, κυρίως στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα του νησιού και καλύπτουν ιστορία περίπου 5.500 χρόνων, από τη νεολιθική (5000 π.Χ.) μέχρι την ύστερη ρωμαϊκή εποχή (τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ.). Τα περισσότερα χρονολογούνται στους προϊστορικούς χρόνους, στη μινωική εποχή, που πήρε το όνομά της από το μυθικό βασιλιά του νησιού, Μίνωα, και περιλαμβάνουν έργα κεραμικής, λιθοτεχνίας, σφραγιδογλυφίας, μικρογλυπτικής, μεταλλοτεχνίας και μνημειακής ζωγραφικής, που προέρχονται από ανάκτορα, επαύλεις, οικισμούς, ταφικά μνημεία, ιερά και σπήλαια. Η έκθεση καταλαμβάνει συνολικά 20 αίθουσες, 13 στο ισόγειο και 7 στον όροφο του κτιρίου. Η οργάνωσή της στηρίζεται κατά κύριο λόγο στη χρονολογική παρουσίαση των ευρημάτων, ορισμένες, όμως, σημαντικές θεματικές ενότητες, όπως οι τοιχογραφίες, οι σαρκοφάγοι και η συλλογή Γιαμαλάκη, προβάλλονται ξεχωριστά, αποκομμένες από τη συνολική χρονολογική διάταξη. Τα εκθέματα παρουσιάζονται σύμφωνα με τους τόπους που βρέθηκαν, ώστε να δίνουν μια σφαιρική και πλήρη εικόνα του κρητικού πολιτισμού, όπως εκδηλώθηκε σε διάφορες περιοχές και στα σημαντικά του κέντρα. Η έκθεση πλαισιώνεται από επεξηγηματικά κείμενα, εικόνες, σχέδια και προπλάσματα μνημείων.

Δίσκος της Φαιστού
Είναι ένα αρχαιολογικό εύρημα από τη μινωική πόλη της Φαιστού στη νότια Κρήτη και χρονολογείται πιθανώς στον 17ο αιώνα π.Χ. Αποτελεί ένα από τα γνωστότερα μυστήρια της αρχαιολογίας, αφού ο σκοπός της κατασκευής του και το νόημα των όσων αναγράφονται σε αυτόν παραμένουν άγνωστα. Ο δίσκος ανακαλύφθηκε στο υπόγειο του δωματίου XL-101 του Μινωικού παλατιού της Φαιστού, κοντά στην Αγία Τριάδα, στη νότια Κρήτη. Ο Ιταλός αρχαιολόγος Λουίτζι Περνιέ (Luigi Pernier) ανάκτησε αυτό τον εντυπωσιακά άθικτο «δίσκο», περίπου 15 εκ. στη διάμετρο και ομοιόμορφα μόλις πάνω από 1 εκ. στο πάχος, στις 3 Ιουλίου 1908. Σήμερα ο δίσκος φυλάσσεται στο Μουσείο του Ηρακλείου. Ο δίσκος είναι φτιαγμένος από πηλό. Η μέση διάμετρός του είναι 16 εκ. και το μέσο πάχος του 2,1 εκ. Στις δύο όψεις του βρίσκονται 45 διαφορετικά σύμβολα, πολλά από τα οποία αναπαριστούν εύκολα αναγνωρίσιμα αντικείμενα, όπως ανθρώπινες μορφές, ψάρια, πουλιά, έντομα, φυτά κ.α. Συνολικά υπάρχουν 241 σύμβολα, 122 στην 1η πλευρά και 119 στη 2η, τοποθετημένα σπειροειδώς. Τα σύμβολα είναι χωρισμένα σε ομάδες με τη χρήση μικρών γραμμών που κατευθύνονται προς το κέντρο του δίσκου. Ο δίσκος έχει κεντρίσει τη φαντασία πολλών αρχαιολόγων, επαγγελματιών και μη, και έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες αποκρυπτογράφησής του. Έχουν προταθεί πολλές ερμηνείες για το κείμενό του, όπως ότι πρόκειται για προσευχή, για διήγηση μίας ιστορίας, για ένα γεωγραφικό θεώρημα, για ημερολόγιο κ.α. Παρόλα αυτά η επιστημονική κοινότητα δεν έχει αποδεχθεί καμία από τις προτεινόμενες αποκρυπτογραφήσεις και ο δίσκος παραμένει ένα άλυτο μυστήριο.

Ταυροκαθάψια
Η τοιχογραφία των ταυροκαθαψίων (παγκόσμια γνωστή αντιπρόσωπος της τέχνης του μινωικού πολιτισμού) τοποθετείται στη Μέση Μινωική ΙΙΙ-Ύστερη Μινωική ΙΒ (17ος-15ος π.Χ. αιώνας) και βρέθηκε σε τοίχο της ανατολικής πλευράς του ανακτόρου της Κνωσού, στην αυλή του Λίθινου Στομίου. Είναι ζωγραφική σε γυψοκονία (stucco) και το ύψος της εικόνας μετά την αποκατάσταση φθάνει τα 78,2 εκ. Στη τοιχογραφία σώζεται η πληρέστερη παράσταση των ταυροκαθαψίων, των ριψοκίνδυνων αγώνων με ταύρο της μινωικής Κρήτης, στην οποία παίρνουν μέρος άνδρες και γυναίκες. Η παράσταση πλαισιώνεται από ζώνες που φέρουν σε γαλάζιο βάθος το λεγόμενο «κόσμημα του βράχου» σε λευκό, γαλάζιο και κίτρινο χρώμα. Εικονίζονται οι διαδοχικές φάσεις του αγώνα, το πιάσιμο από τα κέρατα του ταύρου, το άλμα πάνω από το ζώο και η τελική προσγείωση, συνθέτοντας μία εικόνα που κυριαρχείται από φυσιοκρατία, ένταση και στιγμιαία κίνηση. Το έργο στο σύνολό του είναι δισδιάστατο, εκτός από τις έντονες γραμμές στο στήθος, τις κνήμες και τους μηρούς των γυναικών, που προδίδουν την προσπάθεια του καλλιτέχνη να αποδώσει τον όγκο και το βάθος, στοιχείο σπάνιο για τη συγκεκριμένη περίοδο.
Στο κέντρο της σκηνής δεσπόζει η χαρακτηριστική μορφή του ταύρου. Το χρώμα που χρησιμοποιείται για την απόδοσή του είναι το ρόδινο που παράγεται από κόκκινη ώχρα [3] και ασβέστη και το καστανό, δηλαδή κίτρινη ώχρα με κάρβουνο. Ο ταύρος παριστάνεται σε «ιπτάμενο καλπασμό» και αποδίδεται με έντονο περίγραμμα, κυματιστή χαίτη και αποφασιστικό βλέμμα, ως αποτέλεσμα της επιθυμίας του καλλιτέχνη να αποδώσει την ορμητική, επιθετική κίνηση του ζώου, ένα απεικονιστικό λάθος που συνεχίστηκε στην πραγματικότητα ως την ανακάλυψη της φωτογραφίας. Το κτήνος περιβάλλεται από δύο γυναίκες, μία στηριγμένη στα κέρατά του, μία πίσω του και έναν άνδρα σε ακροβατική κίνηση στην πλάτη του. Οι ανθρώπινες μορφές είναι πλούσια στολισμένες με κοσμήματα και ψηλές μπότες. Η διαφοροποίηση στο φύλο φαίνεται από τις ανατομικές διαφορές και τα χρώματα που χρησιμοποιούνται και όχι από τα περιζώματά τους. Εντύπωση προκαλεί το ότι και οι γυναίκες φορούν το ανδρικό περίζωμα, πιθανώς εξαιτίας του γεγονότος ότι ένα πιο περίπλοκο ένδυμα θα μπορούσε να εμπλακεί στα κέρατα του ταύρου.
Για τους άνδρες χρησιμοποιείται η κόκκινη ώχρα, ενώ για τις γυναίκες το λευκό, κάτι που παρατηρείται επίσης στις κυκλαδικές και μυκηναϊκές τοιχογραφίες, ενώ το χρώμα του φόντου είναι γαλάζιο (μάλλον αιγυπτιακό γαλάζιο και υποδεικνύει ύστερες επιδράσεις. Η κίνηση του ακροβάτη είναι δυναμική και δείχνει την κατάληξή της στη γυναίκα πίσω από τον ταύρο, η οποία έχει απλωμένα τα χέρια της για να δεχθεί το αιωρούμενο σώμα. Η άλλη γυναίκα έχει αρπάξει κυριολεκτικά τον ταύρο από τα κέρατα. Τα μάτια των ανθρώπινων μορφών και του κτήνους έχουν την προοπτική του πτηνού[10], κάτι που παρατηρείται εν γένει στις τοιχογραφικές απεικονίσεις της Εποχής του Χαλκού και τα αυτιά είναι πλήρως σχηματοποιημένα. Η τοιχογραφία διατηρείται αποσπασματικά και σε αρκετά σημεία έχει συμπληρωθεί. Ανήκε σε μεγαλύτερη σύνθεση, που αναπτυσσόταν σε μετόπες, μια από τις οποίες βρίσκεται στο Μουσείο Ashmolean της Οξφόρδης. Θεματολογικά, η συγκεκριμένη τοιχογραφία είναι δυνατόν να συνδεθεί με διάφορα εικαστικά στοιχεία από άλλες μορφές τέχνης. Θα μπορούσαμε ίσως αναφέρουμε ένα ρυτό από στεατίτη σε σχήμα ταυροκεφαλής, της ίδιας περιόδου (ΜΜΙΙΙ-ΥΜ ΙΒ), την Κεφαλή Ταύρου, ανάγλυφη τοιχογραφία σε ζωγραφισμένο γυψοκονίαμα, πιθανώς της ΜΜ ΙΙΙ β, (1600 π.Χ.), ή τον Ταυροκαθάπτη, από χρυσελεφάντινο σύμπλεγμα αγώνα με ταύρο.

Θεά των όφεων
Ως θεά των όφεων ονομάζεται ο τύπος αγαλματίδιου που βρέθηκε σε ανασκαφές στους Μινωικούς αρχαιολογικούς τόπους που παρουσιάζει γυναίκα ξέστηθη να κραδάνει φίδια. Τα αγαλματίδια χρονολογούνται στον 16ο αιώνα π.Χ. Λίγες πληροφορίες έχουμε για την ερμηνεία των αγαλματιδίων. Ο Έβανς συνδέει τη θεά των όφεων με την αιγυπτιακή θεά Ουατζέτ. Τα πρώτα αγαλματίδια βρέθηκαν στις ανασκαφές που διενήργησε ο Έβανς το 1903. Ήταν της τεχνοτροπίας αιγυπτιακής αγγειοπλαστικής σμάλτου, που συμβόλιζε την ανανέωση της ζωής και χρησιμοποιούνταν στις ταφικές τελετές. Τα αγαλματίδια αυτά εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ηρακλείου στην Κρήτη.

Ειδώλιο μικρής «θεάς των όφεων»
Έξοχα δείγματα της μινωικής μικροπλαστικής αποτελούν τα δύο περίφημα αγαλματίδια που απεικονίζουν τη χθόνια μινωική θεά των όφεων, ίσως τη μητέρα θεά και την κόρη. Το μικρότερο από αυτά παριστάνει τη θεά όρθια, με ανασηκωμένα χέρια, να κρατάει από ένα φίδι στο καθένα. Φορεί το περίτεχνο μινωικό ένδυμα, το στενό περικόρμιο με μανίκια που αφήνει ακάλυπτο το πλούσιο στήθος, και το μακρύ φόρεμα που διαχωρίζεται σε επτά επάλληλα οριζόντια επίπεδα και καλύπτεται με κοντή ποδιά, ενώ στο κεφάλι φέρει χαμηλό περίτεχνο κάλυμμα, πάνω στο οποίο κάθεται ένας πάνθηρας. Η μορφή χαρακτηρίζεται από έλλειψη πλαστικότητας και οι σχετικά επίπεδες επιφάνειες ζωντανεύουν με τα εξωτερικά στοιχεία, όπως είναι το πλούσιο φόρεμα και το εντυπωσιακό κάλυμμα της κεφαλής. Στο σχεδόν τριγωνικό πρόσωπο κατέχουν εξέχουσα θέση τα μεγάλα, εκφραστικά μάτια, που μεταδίδουν όλη την ένταση της μορφής. Το ειδώλιο βρέθηκε μαζί με το δεύτερο, μεγαλύτερο της θεάς των όφεων και με πολλά ακόμη πολύτιμα αντικείμενα.

Ρυτό σε σχήμα ταυροκεφαλής
Έξοχο δείγμα της μινωικής λιθοτεχνίας και από τα πιο εντυπωσιακά έργα της πρώιμης νεοανακτορικής περιόδου είναι το ρυτό σε σχήμα ταυροκεφαλής. Πρόκειται για τελετουργικό αγγείο, που γέμιζε με το απαραίτητο υγρό για τη σπονδή από μια τρύπα στον τράχηλο και άδειαζε από μια δεύτερη στο ρύγχος. Η μορφή του ταυτίζεται με το κύριο ζώο της μινωικής θρησκείας, τον ταύρο. Τα κέρατά του, που δεν βρέθηκαν, πρέπει να ήταν ξύλινα και επιχρυσωμένα, τα μάτια του ήταν ένθετα από ορεία κρύσταλλο με ζωγραφισμένη την ίριδα, τα βλέφαρα από ίασπι και το ρύγχος από μάργαρο. Με ανάγλυφο αποδίδονται οι βόστρυχοι του ζώου ανάμεσα στα κέρατα, ενώ το τρίχωμα στα άλλα σημεία της κεφαλής δηλώνεται με εγχάρακτες γραμμές. Εντυπωσιακός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο λιθοξόος έχει αποδώσει τη φυσικότητα και τη δύναμη του ταύρου, τις ανατομικές του αναλογίες, τις πτυχώσεις στο λαιμό του και την εκφραστικότητά του. Το αγγείο δεν σώζεται ολόκληρο (αυθεντική είναι μόνο η αριστερή πλευρά του κεφαλιού).

Περίαπτο με μέλισσες
Ένα από τα σπουδαιότερα και πιο γνωστά έργα της μινωικής τέχνης είναι το περίφημο περίαπτο σε σχήμα δύο μελισσών ή σφηκών, οι οποίες αποθέτουν μια σταγόνα μέλι στην κηρήθρα. Όλα τα στοιχεία του κοσμήματος είναι κυκλικά διατεταγμένα γύρω από την κυκλική σταγόνα, η οποία αποδίδεται με σχηματικό τρόπο, σαν ένας κοκκιδωτός δίσκος. Τα δύο έντομα είναι αντικριστά, με τα πόδια ενωμένα επάνω στη σταγόνα, ενώ στους κορμούς και στα φτερά τους οι λεπτομέρειες αποδίδονται με εντυπωσιακή μικροσκοπική κοκκίδωση. Χρυσοί δίσκοι κρέμονται από τα φτερά, ενώ πάνω από τα κεφάλια τους στερεώνεται μία σφαίρα και ο κρίκος της ανάρτησης. Πρόκειται για αριστούργημα της μινωικής χρυσοχοΐας, που εντυπωσιάζει με τη φυσιοκρατική απόδοση των εντόμων, αλλά και με τη θαυμάσια εκτέλεσή του, παρουσιάζοντας σε όλο της το μεγαλείο την τελειότητα της τεχνικής στην παλαιοανακτορική εποχή.

Σαρκοφάγος της Αγίας Τριάδας
Μοναδική στο είδος της λίθινη σαρκοφάγος, που ανακαλύφθηκε σε τάφο της Αγίας Τριάδας Ηρακλείου, το 1903 και περιείχε την ταφή ενός πρίγκιπα. Είναι γραπτή ασβεστολιθική λάρνακα μήκους 137 εκ. πωρολίθινο έργο τέχνης της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, περίπου 1200 π.Χ. (Ύστερο-μινωική ΙΙΙ). Θεωρείται πιθανώς η πιο πλήρης εικονογραφία θυσιαστικής τελετής του προ-ομηρικού κόσμου και στον τοιχογραφικό της διάκοσμο παρέχονται πληροφορίες για τα ταφικά έθιμα των ευγενών της 0περιόδου κατά την οποία η Κρήτη βρισκόταν υπό Μυκηναϊκή κυριαρχία. Η σαρκοφάγος συνολικά συνδυάζει μινωικά και μυκηναϊκά χαρακτηριστικά ως προς τη θεματολογία και την τεχνοτροπία της. Η σαρκοφάγος υπήρξε αίνιγμα για τον μινωικό καλλιτεχνικό κανόνα από την εποχή της ανακάλυψής της.[1] Είναι η μοναδική λάρνακα που ανακαλύφθηκε έως σήμερα, κατασκευασμένη από ασβεστόλιθο και επίσης η μοναδική που περιέχει σειρά αφηγηματικών σκηνών από μινωική ταφική τελετουργία. Ύστερες λάρνακες που απαντώνται στην περιοχή του Αιγαίου είναι διακοσμημένες με αφηρημένα σχέδια και μορφές. Οι τελευταίες ανασκαφές του 20ου αιώνα στην αρχαιολογική θέση που ανακαλύφθηκε και άλλα παράλληλα επιτρέπουν τη χρονολόγησή της ανάμεσα στο1370-1320 π.Χ. Η συγκεκριμένη χρονολόγηση συμπίπτει με το τέλος της 18ης δυναστείας στην Αίγυπτο, περίοδο δηλαδή εκτενών επαφών μεταξύ Κρήτης και Αιγύπτου, γεγονός που επιτρέπει την επανεξέταση των καλλιτεχνικών και τεχνικών στοιχείων της σαρκοφάγου, όσον αφορά στη σχέση τους με ανάλογες αιγυπτιακές τεχνικές διακόσμησης ναών και τάφων, γνωστές ήδη από το 3000 π.Χ.

Εικονογραφία
Η λάρνακα, επιχρισμένη με κονίαμα και ζωγραφισμένη με την τεχνική της νωπογραφίας (buon fresco), φέρει παραστάσεις, που καλύπτουν ολόκληρη την επιφάνειά της με τη μορφή ζωφόρο και παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τα έθιμα ταφής των ανώτερων αξιωματούχων στα χρόνια της μυκηναϊκής κατοχής της Κρήτης. Στις στενές πλευρές της σαρκοφάγου απεικονίζονται στη μία, γυναίκες σε άρματα που σέρνουν αίγες (κατ’ άλλους άλογα) και στην άλλη γυναίκες σε άρματα που σέρνουν γρύπες, θυμίζοντας τη θεματολογία των σκηνών πομπής αρμάτων σε αρκετές μινωικές και μυκηναϊκές τοιχογραφίες. Το αριστουργηματικό αυτό έργο διακρίνεται για τη ζωντάνια των χρωμάτων και την κίνηση των μορφών. Στη μία μακρά πλευρά απεικονίζεται πομπή γυναικών, θυσία ταύρου με τους ήχους αυλού και αναθηματικές προσφορές σε βωμό μπροστά από διπλό πέλεκυ, ιερό που επιστέφεται με κέρατα καθιερώσεως και ένα ιερό δένδρο.

Στην άλλη μακρά πλευρά εικονίζονται δύο σκηνές: Στο αριστερό μέρος διακρίνονται ιέρειες ή θεές που μεταφέρουν το αίμα του θυσιασμένου ταύρου με τη συνοδεία μουσικού με λύρα,[2] και το μεταγγίζουν σε άλλο αγγείο, που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διπλούς πελέκεις. Δεξιά, άνδρες ντυμένοι με δέρματα ζώων, σε πομπή, προσφέρουν ομοίωμα πλοίου και ζώα στον θεοποιημένο νεκρό,[3] που στέκεται μπροστά από τον τάφο του (ένα ναόμορφο κτίριο), κοντά σε βαθμιδωτό βωμό και δένδρο.[4] Στην εικονογραφία λείπει η ένδειξη κάποιας σύγχυσης, ή προσπάθεια υπερδραματοποίησης των μορφών. Οι τρεις γυναίκες και οι τρεις άνδρες της δεύτερης μακράς πλευράς κινούνται με αξιοπρέπεια και χάρη. Η ιεροπρέπεια στη σκηνή είναι σαφής, όπως και οι αιγυπτιακές και πιθανώς ασσυριακές επιδράσεις στα προφίλ των ιερέων, στα μεγάλα μάτια και τη στάση του νεκρού που περιμένει τις προσφορές του, αναζωογονημένος από τη μετάγγιση του αίματος. Οι γυναίκες που απεικονίζονται δεν υπονοούν κάποιες ανατολικές επιδράσεις, διατηρώντας την κλασική μορφή της μινωικής εικονογραφίας.

Τοιχογραφία του «Πρίγκιπα με τα κρίνα»
Από τις σημαντικότερες μινωικές τοιχογραφίες, που βρέθηκαν στην Κνωσό, είναι αυτή του «Πρίγκιπα με τα κρίνα», που σώζεται πολύ αποσπασματικά και έχει συμπληρωθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος της. Η σύνθεση είναι πολύχρωμη, γεμάτη ζωντάνια. Σε χαμηλό ανάγλυφο εικονίζεται επιβλητική ανδρική μορφή, που βαδίζει προς τα αριστερά σε απροσδιόριστο ερυθρό φόντο. Φοράει το τυπικό μινωικό περίζωμα με φαρδιά ζώνη, περιδέραιο στο λαιμό και πλούσιο κάλυμμα κεφαλής διακοσμημένο με κρίνα και φτερά παγωνιού. Η στάση των χεριών του δείχνει ότι ίσως έσερνε με το αριστερό του χέρι ένα ζώο ή κάποιο μυθικό τέρας, γρύπα ή σφίγγα. Ο νέος ονομάσθηκε από τους ερευνητές «πρίγκιπας», γιατί θεωρήθηκε ότι αποδίδει το βασιλιά-ιερέα, που ζούσε στο ανάκτορο της Κνωσού. Από τη μορφή του σώζονται μόνο τμήμα του ανώτερου μέρους του σώματος, των ποδιών και των χεριών, της ενδυμασίας και του περίτεχνου στέμματος, ωστόσο διακρίνεται σε αυτά η προσπάθεια του καλλιτέχνη για φυσιοκρατική απόδοση της μυολογίας και των λεπτομερειών της ενδυμασίας.

Τοιχογραφία της «Παριζιάνας»
Από τα πιο γνωστά ζωγραφικά έργα της μινωικής εποχής είναι το τμήμα τοιχογραφίας, που απεικονίζει νεαρή γυναίκα να κινείται προς τα δεξιά. Η μορφή προκαλεί εντύπωση με το ζωηρό μάτι, τα σαρκώδη και βαμμένα χείλη, την έντονη μύτη, τα σγουρά μαλλιά, μια τούφα από τα οποία πέφτει με εξεζητημένη αφέλεια στα μάτια, και εκφράζει όλη τη ζωντάνια και φυσιοκρατία της μινωικής τέχνης. Φοράει πλούσιο ιερατικό ένδυμα και φέρει τον ιερό κόμβο στην πλάτη. Το έργο αποτελεί την προσωποποίηση της φυσικής αρμονίας και κίνησης και ανήκε σε μεγαλύτερη τοιχογραφική σύνθεση, με θέμα την προσφορά των σπονδών. Η νεαρή γυναίκα καθόταν σε πτυσσόμενο κάθισμα και μαζί με άλλες ανδρικές και γυναικείες μορφές δεχόταν τη μετάδοση της ιερής κύλικας. Η ονομασία «Παριζιάνα», με την οποία έχει γίνει γνωστή, της δόθηκε από τον Άρθουρ Έβανς, επειδή την εποχή που βρέθηκε, το 1903, τα μεγάλα μάτια, τα κατσαρά μαλλιά, τα έντονα κόκκινα χείλη και η ανασηκωμένη μύτη θεωρούνταν ιδεώδη του γυναικείου κάλλους.

Τοιχογραφία του «γαλάζιου πουλιού»
Από τις αρχαιότερες και σημαντικότερες τοιχογραφίες, που βρέθηκαν στη λεγόμενη «Οικία των τοιχογραφιών» της Κνωσού είναι αυτή του «γαλάζιου πουλιού». Σώζεται πολύ αποσπασματικά και είναι βέβαιο ότι ανήκε σε μεγαλύτερη σύνθεση, που κοσμούσε τους τοίχους του κτηρίου. Στο κέντρο της παράστασης και σε λευκό βάθος δεσπόζει ένα γαλάζιο πουλί καθισμένο επάνω σε βράχο. Από τη μορφή του σώζονται μόνο τμήμα των φτερών και τα μικρά πόδια του. Το τοπίο γύρω του είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό και αποδίδεται με διάφορα έντονα χρώματα. Στα θραύσματα που σώζονται διακρίνονται κυρίως βράχια, άγρια ρόδα και ίριδες. Το έργο χαρακτηρίζεται από την ελευθερία στην απόδοση των περιγραμμάτων, από τη μεγαλειώδη έκφραση της φυσιοκρατίας και από την εναλλαγή έντονων χρωμάτων. Η σκηνή σφύζει από ζωντάνια, όμως αποπνέει εξαιρετική ηρεμία και αρμονία.

Παραπομπές - σημειώσεις
[1] Οι Μινωίτες, σε αντίθεση προς τους αρχαίους Αιγυπτίους δεν χρησιμοποιούσαν τον εικονογραφικό διάκοσμο για νεκρική χρήση, αλλά προς τέρψη μάλλον και ανύψωση των ζώντων. Βλ. επίσης Παπαγιαννοπούλου Α. 1999, 118.
[2] Επτάχορδη φόρμιγγα, κατά τον Younger John G. 1998, 67.
[3] Ενίοτε περιγράφεται ότι μοιάζει με αιγυπτιακή μούμια. Τούτο προς αποφυγή παρερμηνειών είναι πιθανό σε ό,τι αφορά στη στάση του νεκρού και όχι τα ενδύματά του, τα οποία είναι σαφώς δέρμα από προβιά ζώου βάσει των εικονιστικών συμβάσεων της περιόδου.
[4] Για εκτεταμένες περιγραφές βλ. Βασιλάκης Α., Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, Αθήνα, χ.χ., 186-191, επίσης Ελληνική Τέχνη, Η αυγή της ελληνικής τέχνης, Αθήνα, 1994, αρ. 95-100 212-217, 327 και Σακελλαράκης Ι.Α., Μουσείο Ηρακλείου, Αθήνα, 2003, 113-115.

Βιβλιογραφία
1) Gallou Chrysanthi 2005, The Mycenaean Cult of the Dead, ΒΑR International Series 1372, Archaeopress, Oxford.
2) Marinatos Nanno 1993, Minoan Religion: Ritual, Image, and Symbol, (Studies in Comparative Religion), Univ of South Carolina Pr, Columbia, Κεφ 2
3) Martino, Paula 2005, The Hagia Triada Sarcophagus: Interconnections Between Crete and Egypt in the Late Bronze Age, Digital Repository at the University of Maryland, University of Maryland (College Park, Md.)
4) Payne Robert 1960, The Splendor of Greece, Harper and Bros, New York.
5) Παπαγιαννοπούλου Α. 1999, «Εισαγωγή στους πολιτισμούς του Αιγαίου» στο Παπαγιαννοπούλου Α. Πλάντζος Δ. Σουέρεφ Κ. Ελληνικές εικαστικές τέχνες: Προϊστορική και κλασική τέχνη, τομ Α’, ΕΑΠ, Πάτρα.
6) Small Terry 1972, A Goat-Chariot on the Hagia Triada Sarcophagus στο American Journal of Archaeology, Vol. 76, No. 3. (Jul).
7) Younger John G. 1998, Music in the Aegean Bronze Age. Jonsered, Paul Äströms Förlag, Sweden.