31 Ιαν 2012

Όμορφα τοξωτά γεφύρια στην Ελλάδα

Υπάρχουν πολλά και ενδιαφέροντα πέτρινα και τοξωτά γεφύρια στην πατρίδα μας, άλλα όμορφα, άλλα χαλασμένα, άλλα διατηρούνται σε καλή κατάσταση και άλλα με ιστορία. Από αυτά διαλέξαμε, μετά από περίσκεψη και αρκετό δισταγμό, μερικά που μας άρεσαν και τα αναφέρουμε με σειρά αλφαβητική. Για μερικά δεν έχουμε βρει ακόμα κάποια γεωγραφικά και ιστορικά στοιχεία, αλλά ελπίζουμε μελλοντικά να τα συμπληρώσουμε.

Αζίζ Αγά

Άρτας
Το γεφύρι της Άρτας (στη λαϊκή παράδοση: γιοφύρι της Άρτας) είναι λιθόκτιστη γέφυρα του ποταμού Αράχθου, του 17ου αιώνα μ.Χ., στην πόλη της Άρτας, που έγινε πασίγνωστη από το ομώνυμο θρυλικό δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στην «εξ ανθρωποθυσίας» θεμελίωσή του. Ο ίδιος όρος αποτελεί επίσης σύγχρονη μεταφορική έκφραση όταν αναφέρονται έργα που αργούν να ολοκληρωθούν όπως και στο θρύλο του τραγουδιού («Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν»). Το πέτρινο γεφύρι της Άρτας, είναι το πιο ξακουστό στην Ελλάδα και αυτό βέβαια το χρωστάει στο θρύλο για τη «θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα», που η λαϊκή μούσα τον έκανε τραγούδι. Η αρχική κατασκευή του γεφυριού τοποθετείται στα χρόνια της κλασικής Αμβρακίας, επί βασιλέως Πύρρου Α'. Αυτό είναι φυσικό, επειδή στα μέρη αυτά αναπτύχθηκε αξιόλογος πολιτισμός από τα προχριστιανικά ακόμη χρόνια. Συνεπώς, οι αρχαίοι Αμβρακιώτες είχαν ανάγκη να κατασκευάσουν στο σημείο αυτό κάποιο πέρασμα, γεφύρι, έργο που ασφαλώς θα βελτιώθηκε στα Ελληνιστικά χρόνια, όταν ο βασιλιάς Πύρρος Α' έκανε την Αμβρακία πρωτεύουσα του κράτους του, κι ακόμη αργότερα (στα ρωμαϊκά χρόνια) με την άνθηση της διπλανής Νικόπολης και την αύξηση της εμπορικής κίνησης. Τη σημερινή του μορφή, το Γεφύρι της Άρτας απέκτησε το έτος 1602-1606 μ.Χ. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η χρηματοδότηση της κατασκευής του Γεφυριού της Άρτας έγινε από έναν Αρτινό παντοπώλη, τον Ιωάννη Θιακογιάννη ή Γυφτοφάγο, που προφανώς είχε εμπορικές δραστηριότητες και ενδιαφερόταν για τη διάβαση του Αράχθου ποταμού από τα μουλάρια με τα φορτία του. Δυστυχώς τα στοιχεία που μας παρέχουν οι αρχαίες πηγές είναι ελάχιστα και γι’ αυτό είμαστε αναγκασμένοι να στηριχθούμε για τη μελέτη του στο ίδιο το κτίσμα.

Αρτοτίβας
Το γεφύρι της Αρτοτίβας κατασκευάστηκε ή ανακατασκευάστηκε κατά την Α' Ενετοκρατία (1407-1499) σε σχήμα τοξωτό κι είναι λιθόκτιστο με ασβεστοκονίαμα. Βρίσκεται σε μοναδική θέση στο στενότερο σημείο του ποταμού Εύηνου λίγο πριν συναντήσει τον παραπόταμό του Κότσαλο. Έχει άνοιγμα 22,35 μ., πλάτος 2,4 μ. και πάχος 1 μ. Το οδόστρωμα από τα δύο άκρα της γέφυρας έως την κορυφή προχωρά με κεκλιμένα πλατύσκαλα. Η τελική επίστρωση γίνεται με καλντερίμι επιμελώς κατασκευασμένο. Συνέδεε τη δυτική Αιτωλία με την ορεινή Ναυπακτία και Ευρυτανία μέχρι τη δεκαετία του 1950, οπότε κατασκευάσθηκε ο νέος δρόμος Θέρμου-Πλατάνου.

Ζιάκα

Κλεπάς
Το γεφύρι της Κλεπάς έφερε σε επικοινωνία τους κατοίκους της Κλεπάς και της περιοχής της με τα απέναντι νοτιόχωρα, τα Κρυονέρια, την Ελατόβρυση, κ.ά. Θεωρείται το στενό αυτό του Ευήνου πύλη από την Ευρυτανία στην Αιτωλία: Από εδώ εισέβαλε το φθινόπωρο του 1823 ο Μουσταή Πασάς της Σκόδρας, αφού είχε συγκρουστεί στο Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου με τον Μάρκο Μπότσαρη με τα γνωστά αποτελέσματα. Εδώ από πάνω στα απρόσιτα βράχια της «Αποκλείστρας» της Κλεπάς είχε καταφύγει τότε κόσμος και γλίτωσε. Ακόμα σήμερα καταφεύγουν εκεί πάμπολλα αρπακτικά, γεράκια, αετοί, δείγμα υγείας του τοπικού οικοσυστήματος. Πρόκειται για γέφυρα με χαμηλωμένο τόξο. Το άνοιγμα της είναι 10,42 μ, ενώ το εσωράχιο βρίσκεται περίπου 12,60 μ. πάνω από την κοίτη. Το κατάστρωμα είναι οριζόντιο. Το κατασκευαστικό του πλάτος μετρήθηκε 3,04 μ. και περιορίζεται από δύο υποδειγματικά λαξευμένα λίθινα στηθαία, συχνά ολόλιθα πλάτους 0,32-0,34 μ. και ύψους 0,53-0,64 μ. Στη βάση των στηθαίων προβάλλει κατά 0,18 μ. πέτρινος κοσμίτης πάχους (ύψους) 0,23 μ. και το μέτωπο του τόξου προβάλλει ελαφρά λίγα εκατοστά: Αποτελείται από μεγάλους θολίτες μήκους 0,70 μ. με περιτένεια γύρω και κύφωση ενδιάμεσα. Από το ίδιο γκρίζο ασβεστολιθικό υλικό κτίστηκαν και οι τοίχοι («τύμπανα») των προσώπων της γέφυρας, με πέτρες επιτηδευμένα και με κύφωση λαξευμένες. Το έργο χρονολογείται σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες στα 1885. Πάντως στα 1890 υπήρχε, καθώς τότε το αναφέρει ο Ανδρέας Καρκαβίτσας. Η καλολαξευμένη αυτή γέφυρα σώζεται μέχρι σήμερα σε άριστη κατάσταση.

Κλειδωνιάς

Μεσοχώρας

Πλάκας
Η ονομαστή αυτή γέφυρα της Πλάκας στέκει περήφανη από το 1866. Είναι αρχιτεκτονικό μεγαλούργημα, που αποσπά τον θαυμασμό απ’ όποιον τη διαβαίνει ή την αντικρίζει από κοντά ή μακριά. Η γέφυρα έχει συνολικό μήκος 61 μ. και ύψος 19,70 μ. Η μεγάλη καμάρα λεπτή και αέρινη έχει άνοιγμα 39 μ. Τη σχεδίασε και την έχτισε ο μαστρο-Μπέκας στις αρχές του Ιουλίου του 1866. Εντατικά εργάστηκε το πολυπληθές συνεργείο και το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου έλαβαν τέλος οι εργασίες.

Πόριαρη
Αξίζει να επισκεφτεί κανείς το πέτρινο μονότοξο γεφύρι (χρονολογείται γύρω στο 1885) στον Κάμπο Σίμου. Επίσης εντύπωση προκαλεί το μεγάλο πλατανόδασος σε πλάτωμα της κοίτης στον οικισμό Πλατανιάς στη Φαμίλα. Ο χώρος προσφέρεται για τη διοργάνωση πολιτιστικών ψυχαγωγικών εκδηλώσεων.

Κεφαλογιόφυρο
Το Κεφαλογιόφυρο είναι ένα εξαίρετο μνημείο γεφυροποιίας στις κλεισούρες του Μόρνου κάτω από τον οικισμό Καταφύγιο που διατηρείται πολύ καλά από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Από το γεφύρι αυτό επικοινωνούσε η Δωρίδα με τη Ναυπακτία, ιδιαίτερα όταν ο Μόρνος κατέβαζε και ήταν αδιάβατος. Από αυτό πέρασαν και βρήκαν καταφύγιο στο κοντινό Μοναστήρι της Βαρνάκοβας οι διασωθέντες της ηρωικής Εξόδου του Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826). Το γεφύρι, σύμφωνα με την παράδοση, είναι διπλά στοιχειωμένο. Τα δύο «στοιχειά», ο Αράπης από το Ναυπακτιώτικο μέρος και η Μπελεσίτσα από το δωρικό βοηθώντας το ένα το άλλο καταφέρνουν αιώνες τώρα και προστατεύουν το γεφύρι από το θυμό του Μόρνου.

Όμορφες γέφυρες και γεφύρια της Ελλάδας

Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές γέφυρες και γεφύρια από την αρχαιότητα. Άλλες είναι ιστορικές, άλλες έχουν καταστραφεί από τον καιρό ή τους πολέμους ή έχουν αντικατασταθεί με νεότερες. Άλλες είναι μικρές και άλλες μεγαλύτερες, άλλες γραφικές και άλλες σύγρονες, άλλες πέτρινες και άλλες σιδερένιες. Από όλη αυτήν την ποικιλία διαλέξαμε μερικές που έχουν ένα ιδιαίτερο νόημα και χαρακτηριστικό.

Αλφειού
Η εικόνα γνώριμη και για χρόνια αποτυπωμένη στο πάλαι ποτέ πεντοχίλιαρο. Είναι το πεντάτοξο και πέτρινο γεφύρι του Αλφειού, ενώ σε μια από τις κολόνες του προβάλλει ενσωματωμένο το δίκοχο εξωκκλήσι της Γέννησης της Θεοτόκου. Βρίσκεται στον δρόμο προς την Ανδρίτσαινα, ανασαίνει κάτω από τη σύγχρονη γέφυρα και όπως διαβάζουμε από το βιβλίο «Πολιτιστικός Χάρτης Αρκαδίας» (ΕΤΒΑ 1997) κτίστηκε από τους Φράγκους και ανακαινίστηκε την περίοδο 1439-1440 με δαπάνη του Μανουήλ Ραούλ Μελίκη. Εκτός από την ιστορική φόρτιση, αξίζει να μείνετε για ώρα στο πλάτωμα κάτω από τη μεγάλη γέφυρα και να απολαύσετε τους ήχους του Αλφειού.

Αρκαδικού
Η γέφυρα του Αρκαδικού, γνωστή και ως γέφυρα της Καζάρμας είναι Μυκηναϊκή γέφυρα, που βρίσκεται κοντά στο χωριό Αρκαδικό Αργολίδας. Θεωρείται η αρχαιότερη διατηρημένη γέφυρα της Ευρώπης και η αρχαιότερη μονότοξη γέφυρα που παραμένει μέχρι σήμερα σε χρήση. Η γέφυρα χτίστηκε κατά τον 13ο ή 14ο αιώνα π.Χ. και ήταν μέρος του οδικού δικτύου που είχαν κατασκευάσει οι Μυκηναίοι στην περιοχή της Αργολίδας. Η Γέφυρα είναι κατασκευασμένη από γιγαντιαίους ογκόλιθους, χαρακτηριστικό των κυκλώπειων Μυκηναϊκών κατασκευών. Έχει μήκος 22 μέτρα, πλάτος 5,6 μέτρα και ύψος 4 μέτρα. Εκτός από την γέφυρα του Αρκαδικού στην ευρύτερη περιοχή σώζονται άλλες τέσσερις παρόμοιες γέφυρες.

Άρτας
Το γεφύρι της Άρτας (στη λαϊκή παράδοση: γιοφύρι της Άρτας) είναι λιθόκτιστη γέφυρα του ποταμού Αράχθου, του 17ου αιώνα μ.Χ., στην πόλη της Άρτας, που έγινε πασίγνωστη από το ομώνυμο θρυλικό δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στην «εξ ανθρωποθυσίας» θεμελίωσή του. Ο ίδιος όρος αποτελεί επίσης σύγχρονη μεταφορική έκφραση όταν αναφέρονται έργα που αργούν να ολοκληρωθούν όπως και στο θρύλο του τραγουδιού («Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν»). Το πέτρινο γεφύρι της Άρτας, είναι το πιο ξακουστό στην Ελλάδα και αυτό βέβαια το χρωστάει στο θρύλο για τη «θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα», που η λαϊκή μούσα τον έκανε τραγούδι. Η αρχική κατασκευή του γεφυριού τοποθετείται στα χρόνια της κλασικής Αμβρακίας, επί βασιλέως Πύρρου Α. Αυτό είναι φυσικό, επειδή στα μέρη αυτά αναπτύχθηκε αξιόλογος πολιτισμός από τα προχριστιανικά ακόμη χρόνια. Συνεπώς, οι αρχαίοι Αμβρακιώτες είχαν ανάγκη να κατασκευάσουν στο σημείο αυτό κάποιο πέρασμα, γεφύρι, έργο που ασφαλώς θα βελτιώθηκε στα Ελληνιστικά χρόνια, όταν ο βασιλιάς Πύρρος Α' έκανε την Αμβρακία πρωτεύουσα του κράτους του, κι ακόμη αργότερα (στα ρωμαϊκά χρόνια) με την άνθηση της διπλανής Νικόπολης και την αύξηση της εμπορικής κίνησης. Τη σημερινή του μορφή, το Γεφύρι της Άρτας απέκτησε το έτος 1602-1606 μ.Χ. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η χρηματοδότηση της κατασκευής του Γεφυριού της Άρτας έγινε από έναν Αρτινό παντοπώλη, τον Ιωάννη Θιακογιάννη ή Γυφτοφάγο, που προφανώς είχε εμπορικές δραστηριότητες και ενδιαφερόταν για τη διάβαση του Αράχθου ποταμού από τα μουλάρια με τα φορτία του. Δυστυχώς τα στοιχεία που μας παρέχουν οι αρχαίες πηγές είναι ελάχιστα και γι’ αυτό είμαστε αναγκασμένοι να στηριχθούμε για τη μελέτη του στο ίδιο το κτίσμα.

Αρτοτίβας
Το γεφύρι της Αρτοτίβας κατασκευάστηκε ή ανακατασκευάστηκε κατά την Α' Ενετοκρατία (1407-1499) σε σχήμα τοξωτό κι είναι λιθόκτιστο με ασβεστοκονίαμα. Βρίσκεται σε μοναδική θέση στο στενότερο σημείο του ποταμού Εύηνου λίγο πριν συναντήσει τον παραπόταμό του Κότσαλο. Έχει άνοιγμα 22,35 μ., πλάτος 2,4 μ. και πάχος 1 μ. Το οδόστρωμα από τα δύο άκρα της γέφυρας έως την κορυφή προχωρά με κεκλιμένα πλατύσκαλα. Η τελική επίστρωση γίνεται με καλντερίμι επιμελώς κατασκευασμένο. Συνέδεε τη δυτική Αιτωλία με την ορεινή Ναυπακτία και Ευρυτανία μέχρι τη δεκαετία του 1950, οπότε κατασκευάσθηκε ο νέος δρόμος Θέρμου-Πλατάνου.

Αχλαδοκάμπου
Η σιδηροδρομική αυτή γέφυρα βρίσκεται στην Πελοπόννησο στα σύνορα των νομών Αργολίδας και Αρκαδίας, στη σιδηροδρομική γραμμή Κορίνθου-Τρίπολης-Καλαμάτας του ΟΣΕ. Οι εργασίες κατασκευής της ξεκίνησαν το 1970 και ολοκληρώθηκαν το Δεκέμβριο του 1973. Το πρώτο τραίνο πέρασε στις 22 Δεκεμβρίου 1973 τη νέα γέφυρα, ενώ τα επίσημα εγκαίνιά της τελέστηκαν στις 16 Φεβρουαρίου 1974. Η γέφυρα μελετήθηκε και κατασκευάστηκε αποκλειστικά από Έλληνες τεχνικούς. Τα γερμανικά στρατεύματα αποχωρώντας από την Ελλάδα στις 9 Σεπτεμβρίου 1944 κατέστρεψαν τη γέφυρα που υπήρχε. Για τα επόμενα τριάντα χρόνια (1944-1974) η σιδηροδρομική σύνδεση Κορίνθου και Τριπόλεως στο σημείο αυτό γινόταν με παράκαμψη της διαδρομής.

Γοργοποτάμου
Είναι ποταμός της Φθιώτιδας. Πηγάζει από την Οίτη και ρέει προς τον κάμπο του Σπερχειού, στον οποίο συμβάλλει, λίγο πριν τις εκβολές του Σπερχειού στον Μαλιακό κόλπο. Το συνολικό του μήκος είναι 8 χιλιόμετρα. Στην αρχαιότητα ο ποταμός κατέληγε κατ’ ευθείαν στον Μαλιακό κόλπο, αλλά με τις συνεχείς προσχώσεις και την επέκταση του κάμπου της Λαμίας ενώθηκε τελικά με τον Σπερχειό. Ο Γοργοπόταμος σχηματίζει βαθύ φαράγγι στην Οίτη, πάνω από το οποίο διέρχεται η σιδηροδρομική γραμμή, από γέφυρα ύψους 30 μέτρων και μήκος 250. Ο Γοργοπόταμος έχει συνδεθεί με την εθνική αντίσταση, εναντίον των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής. Στις 25 Νοεμβρίου του 1942 ενωμένες αντιστασιακές δυνάμεις του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ με τη συνεργασία Άγγλων πρακτόρων ανατίναξαν την σιδηροδρομική γέφυρα του Γοργοποτάμου, ενώ τη γέφυρα υπερασπιζόταν μία φρουρά αποτελούμενη από 100 Ιταλούς στρατιώτες και 5 Γερμανούς, που διέθεταν βαρύ οπλισμό. Η επιχείρηση αυτή αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές πράξεις αντίστασης, στην κατεχόμενη Ευρώπη την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Γοργοπόταμος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και την περίοδο της επανάστασης του 1821. Τον Απρίλιο του 1821 οι οπλαρχηγοί της Στερεάς Ελλάδας επιχείρησαν να ανακόψουν την επέλαση του Οθωμανικού στρατεύματος του Ομέρ Βρυώνη στην περιοχή της Αλαμάνας (Σπερχειός) και του Γοργοποτάμου. Στην περιοχή Δέμα του Γοργοποτάμου ο οπλαρχηγός Δυοβουνιώτης αντιμετώπισε με επιτυχία ένα απόσπασμα του τουρκικού στρατεύματος και ανέκοψε την πορεία του προς την ορεινή περιοχή της Οίτης.

Εγνατίας
Η Εγνατία οδός είναι ο πρώτος υψηλών προδιαγραφών οδικός άξονας που διασχίζει «οριζόντια» την Ελλάδα. Έχει ως αφετηρία το λιμάνι της Ηγουμενίτσας και στην πορεία της προς Ανατολάς, διέρχεται από όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της Βόρειας Ελλάδας (Ηγουμενίτσα, Ιωάννινα, Μέτσοβο, Γρεβενά, Κοζάνη, Βέροια, Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη). Με συνολικό μήκος 680 χλμ., αποτελεί ουσιαστικό μοχλό ανάπτυξης όλων των περιοχών που διασχίζει. Σε συνδυασμό με τους 9 κάθετους άξονες της ανοίγει τεράστιες προοπτικές και πρόκειται να αλλάξει τον τρόπο ζωής σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, αλλά και ολόκληρης της ΝΑ Ευρώπης. Στην πορεία της συναντά περιοχές με εξαιρετικό φυσικό περιβάλλον (π.χ. ορεινοί σχηματισμοί της Βόρειας Πίνδου, υγροβιότοποι Αλιάκμονα, Στρυμόνα, Νέστου, Έβρου, Κορώνειας και Βόλβης) και μοναδικής ιστορικής σημασίας (π.χ. αρχαιολογική περιοχή της Δωδώνης). Στον οδικό αυτόν άξονα υπάρχουν πολύ όμορφες γέφυρες, όπως αυτή.

Επισκοπής
Η Επισκοπή ήταν ένα μεγάλο χωριό, στο σημείο που περνούσε ο ποταμός Μέγδοβας. Το μέρος ήταν πεδινό, το πιο εύφορο του νομού Ευρυτανίας, και το χωριό βρισκόταν ακριβώς πάνω στον οδικό άξονα που συνδέει το Καρπενήσι με το Αγρίνιο. Το 1965, άρχισε η κατασκευή του φράγματος των Κρεμαστών το οποίο δημιούργησε την ομώνυμη τεχνητή λίμνη, τα νερά της οποίας κατέκλυσαν την Επισκοπή και τα άλλα μικρότερα χωριά της περιοχής. Οι κάτοικοι του χωριού, αφού πήραν κάποιες αποζημιώσεις για τις χαμένες τους περιουσίες, εγκατέλειψαν την περιοχή και εγκαταστάθηκαν κυρίως στο Αγρίνιο, αλλά και σε άλλες πόλεις όπως στο Καρπενήσι, τη Λαμία, την Αθήνα, αλλά και στο εξωτερικό. Κάποιοι κάτοικοι, ωστόσο, παρέμειναν στην περιοχή και έχτισαν το σημερινό μικρό χωρίο που βρίσκεται δίπλα από τη γέφυρα που ενώνει Ευρυτανία και Αιτωλοακαρνανία.

Ευήνου
Η γέφυρα Ευήνου βρίσκεται επί της Εθνικής οδού Αντιρρίου-Μεσολογγίου. Έχει συνολικό μήκος 240 μέτρα (6 ανοίγματα των 40 μέτρων έκαστο) και πλάτος 10 μέτρα. Η έναρξη της κατασκευής της έγινε το καλοκαίρι του 1965 και η παράδοσή της στην κυκλοφορία στις αρχές του 1967. Η δαπάνη κατασκευής ανήλθε στο ποσό των 13,75 εκ. δραχμών (με τιμές της εποχής εκείνης) και απαιτήθηκαν 55 τόνοι σκληρού χάλυβα προέντασης και 225 τόνοι σιδηρού οπλισμού. Για τα βάθρα και το κατάστρωμα απαιτήθηκαν 8.400 κυβικά μέτρα σκυροδέματος. Το έργο μελετήθηκε και κατασκευάστηκε από Έλληνες τεχνικούς. Πριν την κατασκευή της γέφυρας, τα οχήματα χρησιμοποιούσαν τη σιδηροδρομική γέφυρα.

Ευρίπου
Η Υψηλή Γέφυρα Ευρίπου (λέγεται και νέα γέφυρα Χαλκίδας) αποτελεί τμήμα της οδικής παράκαμψης της Χαλκίδας και ενώνει τη βοιωτική ακτή κοντά στο εργοστάσιο τσιμέντων με την ευβοϊκή στο λόφο Μπαταριά. Έχει συνολικό μήκος 694,5 μέτρα, ωφέλιμο πλάτος 12,5 μέτρα και ελεύθερο ύψος 34,5 μέτρα. Η κατασκευή του έργου ξεκίνησε το Μάιο του 1985 και ολοκληρώθηκε το 1993. Τα εγκαίνιά της έγιναν στις 9 Ιουλίου 1993. Το κόστος του έργου έφτασε τα 2,5 δισ. δραχμές (με τιμές εκείνης της εποχής). Η γέφυρα αποτελείται από τις προσβάσεις και το κεντρικό τμήμα. Οι γέφυρες προσβάσεως έχουν μήκος 4Χ35,875 μέτρα (Βοιωτία) και 4Χ39 μέτρα (Εύβοια). Το κεντρικό τμήμα της γέφυρας, μήκους 395 μέτρων είναι καλωδιωτό με κεντρικό άνοιγμα 215 μέτρα και πλευρικά 2Χ90 μέτρα. Το κεντρικό τμήμα συγκρατείται από καλώδια ανά 6 μέτρα περίπου. Η θεμελίωση των πυλώνων έγινε σε βάθος περίπου 28 μέτρων. Έχει ληφθεί πρόνοια προστασίας του έργου από πρόσκρουση πλοίων.

Παρανεστίου
Η γραφική αυτή σιδηροδρομική γέφυρα βρίσκεται κοντά στο χωριό Παρανέστι του νομού Δράμας.

Πλάκας
Η ονομαστή αυτή γέφυρα της Πλάκας στέκει περήφανη από το 1866. Είναι αρχιτεκτονικό μεγαλούργημα, που αποσπά τον θαυμασμό απ’ όποιον τη διαβαίνει ή την αντικρίζει από κοντά ή μακριά. Η γέφυρα έχει συνολικό μήκος 61 μ. και ύψος 19,70 μ. Η μεγάλη καμάρα λεπτή και αέρινη έχει άνοιγμα 39 μ. Τη σχεδίασε και έχτισε ο μαστρο-Μπέκας στις αρχές του Ιουλίου του 1866. Το πολυπληθές συνεργείο εργάστηκε εντατικά και το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου έλαβαν τέλος οι εργασίες.

Πολυφύτου
Η Γέφυρα της λίμνης του Πολυφύτου ή αλλιώς Υψηλή Γέφυρα Σερβίων/Νεράιδας είναι μία από τις μακρύτερες γέφυρες στην Ελλάδα με μήκος 1.372 μέτρα. Εγκαινιάστηκε το 1975, όταν δημιουργήθηκε η τεχνητή λίμνη του φράγματος του Πολυφύτου, στον ποταμό Αλιάκμονα. Τα έργα για την κατασκευή της ξεκίνησαν το 1972. Η γέφυρα αποτελεί τμήμα της Εθνικής Οδού Κοζάνης-Λάρισας και βρίσκεται 15 χλμ. νοτιοανατολικά της Κοζάνης και 5 χλμ. βορειοδυτικά των Σερβίων. Είναι η μία από τις δύο γέφυρες της λίμνης. Η άλλη (γέφυρα Ρυμνίου) βρίσκεται νοτιοδυτικά, κοντά στην Αιανή και είναι μικρότερη (έχει μήκος 615 μ.). Δίπλα στη γέφυρα και στην έδρα του Ναυτικού Ομίλου Κοζάνης έχει δημιουργηθεί μαρίνα, ενώ υπέροχη είναι η θέα της από το χωριό Νεράιδα Κοζάνης, τα ξενοδοχεία, οι ταβέρνες, και οι καφετέριες του οποίου, αποτελούν αγαπημένο μέρος αναψυχής των Κοζανιτών, αλλά και πολλών άλλων Μακεδόνων.

Ρίου-Αντίρριου
Η γέφυρα Χαρίλαος Τρικούπης είναι μια καλωδιωτή γέφυρα που ολοκληρώθηκε το 2004, βρίσκεται στον Κορινθιακό Κόλπο, ανάμεσα στο Ρίο (κοντά στην Πάτρα) και το Αντίρριο και συνδέει την Πελοπόννησο με τη δυτική ηπειρωτική Ελλάδα και προς τα πάνω με το υπόλοιπο της Ευρώπης. Κατασκευάστηκε από την Γαλλική εταιρία Vinci. Ήταν το όραμα του Χαρίλαου Τρικούπη, πρωθυπουργού της Ελλάδας το 1880. Το μήκος της γέφυρας που στηρίζεται σε τέσσερις πυλώνες, ανέρχεται στα 2.280 μέτρα, ενώ μαζί με τις προσβάσεις φτάνει γύρω στα 2.880 μέτρα. Το μέγιστο βάθος θεμελίωσης φθάνει τα 65 μέτρα υπό την επιφάνεια της θάλασσας, με θαλάσσιο πυθμένα αποτελούμενο από ένα στρώμα τουλάχιστον 100 μέτρων με ασταθή ιζήματα, χωρίς προσβάσιμο βραχώδες στρώμα, σε μια σεισμική περιοχή που θεωρείται από τις πιο δραστήριες στην Ελλάδα, λόγω του τεκτονικού ρήγματος μεταξύ της νότιας και της βόρειας ακτής. Πρόκειται για ένα ηράκλειο έργο: 250.000 κυβικά μέτρα μπετόν, μεταλλικός σκελετός 172.000 τόνων, τέσσερις πυλώνες ύψους περίπου 220 μέτρων από τον πυθμένα της θάλασσας μέχρι την κεφαλή τους, οι οποίοι συγκρατούν 368 καλώδια, τοποθετημένα ανά διαστήματα, τα οποία στηρίζουν ένα συνεχές και πλήρως αναρτημένο κατάστρωμα μήκους 2.252 μέτρων. Η Γέφυρα Χαρίλαος Τρικούπης είναι η μεγαλύτερη καλωδιωτή γέφυρα του κόσμου. Σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε με προδιαγραφές να αντέξει σε σεισμό μεγαλύτερο από αυτόν που σημειώθηκε στις 17 Αυγούστου 1999 στο Ισμίτ της Τουρκίας, ο οποίος ήταν μεγέθους 7,4 της κλίμακας Ρίχτερ. Έχει υπολογιστεί, επίσης, πως αντέχει σε ενδεχόμενη σύγκρουση τάνκερ εκτοπίσματος 180.000 τόνων, καθώς και σε ταχύτητα ανέμου 265 χλμ/ώρα, ταχύτητα που αντιστοιχεί σε τυφώνα κατηγορίας 5, το ανώτατο δυνατό επίπεδο στην κλίμακα Σαφίρ-Σίμπσον. Τέλος, η γέφυρα είναι σχεδιασμένη να απορροφά πιθανές μετατοπίσεις μεταξύ δύο βάθρων, σε οποιαδήποτε κατεύθυνση. Η γέφυρα περιλαμβάνει και πεζόδρομο/ποδηλατόδρομο, η χρήση των οποίων απαλλάσσεται πληρωμής διοδίων.

Τατάρνας
Η γέφυρα Τατάρνας ήταν μια μονοκάμαρη γέφυρα στον Αχελώο με μεγάλο άνοιγμα, που το ένα της άκρο πατούσε στο Βάλτο Αιτωλοακαρνανίας και το άλλο στην Ευρυτανία. Η τεχνική της κατασκευής της ήταν πραγματικά αξιοθαύμαστη. Πότε ακριβώς κατασκευάστηκε η γέφυρα είναι άγνωστο. Πιθανότατα κτίστηκε στα μέσα του 17ου αιώνα από πρωτομάστορες της περιοχής. Το όνομα Τατάρνα πήρε προφανώς από το κοντινό μοναστήρι «Παναγία της Τατάρνας» (ιδρυθέν το 1556). Δίπλα ακριβώς από τη γέφυρα ήταν η μεγαλύτερη πηγή του Αχελώου, γνωστή ως Μαρδάχα. Το καλοκαίρι ελάχιστο νερό έφτανε από τα ορεινά της Πίνδου. Ο κύριος όγκος του νερού πήγαζε από τη Μαρδάχα. Δυστυχώς η γέφυρα σήμερα βρίσκεται μέσα στα νερά της τεχνητής λίμνης των Κρεμαστών, μετά την κατασκευή του ομώνυμου φράγματος τη δεκαετία του 1960. Στη θέση της υπάρχει σύγχρονη γέφυρα, που σχεδίασε ο πολιτικός μηχανικός Αρίσταρχος Οικονόμου και που για την τεχνική της κατασκευής της κέρδισε τρία διεθνή βραβεία. Η κατασκευή της πρωτοποριακής αυτής γέφυρας ξεκίνησε το 1965 και ολοκληρώθηκε το 1970. Στο ιστορικό γεφύρι της Τατάρνας δόθηκε το 1821 η πρώτη μάχη των Ελλήνων της Ρούμελης κατά των Τούρκων. Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος κάθε χρόνο στις αρχές Ιουνίου γίνονται διάφορες εκδηλώσεις (θεία λειτουργία, επιμνημόσυνη δέηση, κατάθεση στεφανιών) στο μνημείο πεσόντων που βρίσκεται στη παρακείμενη θέση «Λαχανόκηπος» μετά τις οποίες και ακολουθεί πατροπαράδοτο γλέντι. Από τη νέα γέφυρα διέρχεται επαρχιακή οδός που συνδέει το νομό Ευρυτανίας με το νομό Αιτωλοακαρνανίας.

29 Ιαν 2012

Ελληνικά μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ

Ναός του Επικούρειου Απόλλωνα-Βάσσες (1986)
Ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγάλειας είναι ένας από τους σπουδαιότερους και πιο επιβλητικούς ναούς της αρχαιότητας. Αφιερώθηκε από τους Φιγαλείς στον Απόλλωνα επειδή τους βοήθησε να ξεπεράσουν μια επιδημία πανώλης. Ο ναός, που υψώνεται επιβλητικά στα 1.130 μέτρα, στο κέντρο της Πελοποννήσου, πάνω στα βουνά μεταξύ Ηλείας, Αρκαδίας και Μεσσηνίας, ανεγέρθηκε το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. (420-410 π.Χ;) και αποδίδεται στον Ικτίνο, τον αρχιτέκτονα του Παρθενώνα. Το μνημείο αυτό με την πανανθρώπινη σημασία και συνάμα ένα από τα καλύτερα σωζόμενα της κλασικής αρχαιότητας ήταν το πρώτο στην Ελλάδα που περιλήφθηκε στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO το 1986. Τμήμα της ζωφόρου του ναού αποσπάστηκε το 1814 και εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο.
Αρχαιολογικός τόπος των Δελφών (1987)
Το Πανελλήνιο Ιερό των Δελφών, όπου δινόταν ο χρησμός του Απόλλωνα, θεωρείτο ο «ομφαλός της γης». Προσαρμοσμένος αρμονικά στο εξαίσιο τοπίο και εμποτισμένος με ιερή σημασία, ο αρχαιολογικός χώρος των Δελφών ήταν τον 6ο π.Χ. αιώνα θρησκευτικό κέντρο και το σύμβολο ενότητας του αρχαίου κόσμου.
Ακρόπολη (1987)
Πάνω από τη σύγχρονη πόλη της Αθήνας υψώνεται με μεγαλοπρέπεια ο βράχος της Ακρόπολης. Η λέξη «ακρόπολη» σημαίνει το ψηλότερο σημείο της πόλης. Οι πιο πολλές πόλεις της αρχαίας Ελλάδας είχαν μια ακρόπολη. Στην πραγματικότητα, το κτίσιμο όλων των πόλεων άρχιζε από τον ψηλότερο λόφο. Τέτοιοι λόφοι ήταν φυσικά οχυρά που προστάτευαν από άγρια ζώα και εχθρικά στρατεύματα. Απεικονίζοντας τους πολιτισμούς, τους μύθους και τις θρησκείες, που άνθισαν στην Ελλάδα για μια περίοδο μεγαλύτερη των χιλίων ετών, η Ακρόπολη περιλαμβάνει τέσσερα από τα πιο σπουδαία αριστουργήματα της κλασικής Ελληνικής περιόδου, τον Παρθενώνα, τα Προπύλαια, το Ερέχθειο και τον ναό της Αθηνάς Νίκης, τα οποία μπορούν να θεωρηθούν σύμβολα της ιδέας της παγκόσμιας κληρονομιάς.
Άγιο Όρος (1988)
Ορθόδοξο πνευματικό κέντρο από το 1054, το όρος Άθως απολαμβάνει καθεστώς αυτονομίας από την εποχή του Βυζαντίου. Τα «Άγιο Όρος», η είσοδος στο οποίο είναι απαγορευμένη σε γυναίκες, έχει επίσης αναγνωριστεί ως τοπίο καλλιτεχνικής αξίας. Η διαρρύθμιση των μοναστηριών (συνολικά 20, στα οποία κατοικούν περίπου 1400 μοναχοί) έχει επηρεάσει μονές πολύ μακρινές (όπως αυτές της Ρωσίας) και η σχολή αγιογραφίας τους έχει επηρεάσει σημαντικά την ιστορία της ορθόδοξης τέχνης.
Ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο (1988)
Σε μια μικρή κοιλάδα της Πελοποννήσου, ο αρχαιολογικός χώρος της Επιδαύρου εκτείνεται σε διαφορετικά επίπεδα. Η λατρεία του Ασκληπιού ξεκίνησε εκεί για πρώτη φορά τον 6ο π.Χ. αιώνα, αλλά τα κύρια μνημεία, ειδικότερα το θέατρο, το οποίο θεωρείται ως ένα από τα πιο αμιγή αριστουργήματα της ελληνικής αρχιτεκτονικής, χρονολογούνται από τον 4ο π.Χ. αιώνα. Ο ευρύς αρχαιολογικός χώρος συνιστά φόρο τιμής στις ιαματικές λατρείες της Ελληνικής και Ρωμαϊκής περιόδου, με ναούς και νοσοκομειακά κτίρια αφιερωμένα στους θεούς τους.
Παλαιοχριστιανικά και Βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης (1988)
Το μεγάλο κυκλικό οικοδόμημα της Ροτόντας είναι από τα πιο επιβλητικά αρχαία κτίρια στη Θεσσαλονίκη, που κατασκευάστηκε το 306 μ.Χ. από τον Ρωμαίο καίσαρα Γαλέριο, για να γίνει το μαυσωλείο του. Το σχέδιο του δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και έτσι, μετά το θάνατό του, θάφτηκε μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Η Ροτόντα στη διάρκεια των αιώνων, πέρασε από πολλές φάσεις: από ρωμαϊκός ναός μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία, από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α' (379-395), μετά έγινε μουσουλμανικό τζαμί και κατέληξε σε χριστιανικό ναό, όπου πιθανόν να λειτούργησε ως τόπος λατρείας των λειψάνων των μαρτύρων. Η άποψη αυτή ενισχύεται από την κυκλική μορφή του κτίσματος, αλλά και από τις φιγούρες των μαρτύρων που απεικονίζονται στα ψηφιδωτά του θόλου. Η σημασία του μνημείου για την παλαιοχριστιανική τέχνη είναι μεγάλη, γιατί τα ψηφιδωτά που κοσμούν το εσωτερικό του και χρονολογούνται από τον 4ο αιώνα μ.Χ., είναι μοναδικά στην Ανατολή και ενδεικτικά μιας λαμπρής επιδεξιότητας που ακολουθεί κανόνες της ελληνιστικής ζωγραφικής παράδοσης. Περίφημη είναι η ζωφόρος των μαρτύρων σε μια ιδεατή και υπερκόσμια λιτανεία. Δεόμενοι άγιοι μπροστά σε πολυτελείς αρχιτεκτονικές συνθέσεις συνδέουν το εφήμερο της επίγειας με την αιωνιότητα της ουράνιας ζωής. Τα υλικά δαμάζονται για να αποδώσουν ένα έργο υψηλής τέχνης και μοναδικής πνευματικότητας.
Ο μεγάλος ναός της Θεοτόκου, πιο γνωστός σήμερα ως ναός της Αχειροποιήτου, λόγω της λατρευτικής «αχειροποίητης» εικόνας που υπήρχε στο ναό, χτίστηκε τη δεκαετία 450-460. Αντιπροσωπευτικός τύπος της λεγόμενης ελληνιστικής βασιλικής, με τρία κλίτη και υπερώο, ο ναός αποτελεί κόσμημα της Θεσσαλονίκης και αντιπροσωπευτικό δείγμα της παλαιοχριστιανικής αρχιτεκτονικής.  Η απόλυτη ηρεμία του λατρευτικού χώρου επιτυγχάνεται τόσο με το γενικό σχήμα, όσο και με την επιμέρους διακόσμηση. Λαμπρές μαρμάρινες κιονοστοιχίες με θεοδοσιανά κιονόκρανα κοσμημένα με περίτεχνα ακάνθινα φύλλα, στηρίζουν μια διάτρητη ανωδομή με δεύτερη σειρά κιόνων και τόξων. Στα εσωράχια των τόξων έχουν διασωθεί ψηφιδωτά κατασκευασμένα με άρτια τεχνική, που παριστάνουν μικρούς χρυσούς σταυρούς, περίτεχνα μοτίβα με άνθη, την άμπελο, στάχυα και διάσπαρτα πουλιά. Οι τοιχογραφίες του νότιου κλίτους απεικονίζουν τους 18 από τους 40 μάρτυρες της Σεβάστειας, που μαρτύρησαν επί αυτοκράτορα Λικίνιου. Χρονολογούνται στο 1230 και είναι πολύ βοηθητικές για την κατανόηση της ζωγραφικής του 13ου αιώνα στη Θεσσαλονίκη, καθώς αποτελούν προδρομικό έργο που κινείται πέρα από την καλλιγραφία και το μανιερισμό της ύστερης κομνήνειας τέχνης. Αν και κάποιο τμήμα τους καταστράφηκε, όταν η εκκλησία μετατράπηκε σε τζαμί τον 15ο αιώνα, είναι αρκετά καλοδιατηρημένες.
Η βασιλική του Αγίου Δημητρίου, χτισμένη πάνω στο χώρο των ρωμαϊκών λουτρών, όπου μαρτύρησε ο άγιος και διαμορφώθηκε ο πρώτος λατρευτικός χώρος (4ος αιώνας), πέρα από τη συναισθηματική της αξία για την πόλη της Θεσσαλονίκης, αποτελεί ένα μουσείο βυζαντινής τέχνης λόγω των αλλεπάλληλων οικοδομικών της φάσεων (5ος, 7ος, αναστήλωση 20ού αιώνα) κι είναι η μεγαλύτερη εκκλησία της Ελλάδας. Το σχήμα της, που είναι πεντάκλιτη βασιλική με εγκάρσιο κλίτος (7ου αιώνα), μοιάζει στην κάτοψη με σταυρό, επισημαίνοντας το χώρο ως τόπο μαρτυρίου. Η γλυπτική και οι ορθομαρμαρώσεις στους τοίχους δίνουν στο μνημείο την αίγλη που αρμόζει στον μάρτυρα Δημήτριο. Ο διάκοσμος του ναού συμπληρώνεται με τοιχογραφίες του 7ου αιώνα και ψηφιδωτά χρονολογημένα από τον 5ο μέχρι τον 7ο και τον 9ο αιώνα χωρίς κάποια εικονογραφική συνοχή, όπου απεικονίζεται κυρίως ο Δημήτριος με τους κτήτορες του ναού ή διάφορα άλλα πρόσωπα. Τα ψηφιδωτά είναι μοναδικά και σημαντικά για την τέχνη της παλαιοχριστιανιακής περιόδου, γιατί σ' αυτά οι κανόνες της ελληνιστικής τέχνης δεν έχουν εξαλειφθεί εντελώς, αν και η ζωγραφική γίνεται σταδιακά πιο επίπεδη και πιο αφηρημένη. Ο διάκοσμος έχει υποστεί ζημιές αρκετές φορές και έχει καταστραφεί ολοσχερώς από πυρκαγιά τον Αύγουστου του 1917. Η σημερινή εκκλησία είναι βασιλικού ρυθμού χωρισμένη με 4 κιονοστοιχίες σε 5 διαδρόμους και εγκαινιάστηκε το 1958. Το 1988 ο ναός ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO.
Η Αγία Σοφία είναι μία από τις πιο παλαιές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης, που έχει παραμείνει ανέγγιχτη στο πέρασμα των αιώνων. Βέβαια υπέστη κάποιες καταστροφές στο σεισμό του 1978 και από την πυρκαγιά του 1890, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του ναού σώζεται στο ακέραιο. Υπήρξε ο μητροπολιτικός ναός της πόλης και χτίστηκε τον 7ο αιώνα στη θέση μεγάλης παλαιοχριστιανικής τρίκλιτης βασιλικής. Η μορφή του ναού με μεγάλο τρούλο και περίστωο δείχνει ένα από τα πρώτα στάδια μετάβασης από τον αρχιτεκτονικό τύπο της βασιλικής στο σταυροειδή τρουλαίο ναό. Οι κίονες του κεντρικού κλίτους είναι τραβηγμένοι προς τα πλάγια, ώστε ο κεντρικός χώρος του ναού να έχει σχήμα ισοσκελούς σταυρού. Στο εσωτερικό διατηρούνται ψηφιδωτά διαφόρων εποχών. Στην καμάρα πάνω από το ιερό ο σταυρός σε γαλάζιο βάθος και μέσα σε πολύχρωμο κύκλο, χρονολογείται στην περίοδο της Εικονομαχίας (8ος αιώνας). Ο μεγάλος χρυσός σταυρός στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης αντικαταστάθηκε με το ψηφιδωτό της Θεοτόκου, μετά τη νίκη των Εικονολατρών (843), μεγάλο τμήμα του οποίου έπεσε και συπληρώθηκε τον 12ο αιώνα. Γύρω στο 885 έγινε και το μωσαϊκό του τρούλου, που αναπαριστά την Ανάληψη του Ιησού, εξαίσιο για την αφαίρεσή του και την αίσθηση του χώρου έργο της βυζαντινής τέχνης. Στον 11ο αιώνα ανήκουν και οι τοιχογραφίες που σώζονται στα εσωρράχια των παραθύρων του νάρθηκα και εικονίζουν σημαντικές προσωπικότητες του μοναχισμού. Πρόκειται για έργο με σχεδιαστικές και τεχνικές αδυναμίες, που εντάσσεται στη ζωγραφική τάση που εμφανίζεται στην τέχνη από τα μέσα περίπου του 11ου αιώνα.
Το εκκλησάκι του Οσίου Δαβίδ στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, στο τέλος της οδού Αγίας Σοφίας, υπήρξε άλλοτε το καθολικό της μονής του Σωτήρα Χριστού. Η προσωνυμία «του Λατόμου», οφείλεται ίσως στην ύπαρξη λατομείων πέτρας στην περιοχή. Πρόκειται για παλαιοχριστιανικό σταυρικό ναό του 5ου ή των αρχών του 6ου αιώνα, ο οποίος χτίστηκε πάνω στη θέση ενός ρωμαϊκού κτιρίου. Το 1430, με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς, ο ναός μεταβλήθηκε σε τζαμί με το όνομα Σουλιτζέ ή Κεραμεντίν τζαμί, ενώ άλλη άποψη θέλει τη μεταβολή αυτή να συνέβη στα πλαίσια του 16ου αιώνα. Ο ναός ήταν αρχικά αφιερωμένος στο Χριστό Σωτήρα ή κατ’ άλλους στον Προφήτη Ζαχαρία, ενώ το όνομα Όσιος Δαβίδ του αποδόθηκε λανθασμένα στην αρχή του περασμένου αιώνα και επικράτησε από τότε. Αρχικά ο ναός ήταν τετράγωνος, με αψίδα στα ανατολικά, στον οποίο εγγράφονταν 4 καμάρες, σε σχήμα σταυρού. Στο κέντρο ορθωνόταν μία τετράγωνη βάση, που εδραζόταν στους 4 «πεσσούς» των καμαρών. Πάνω στη βάση αυτή διαμορφωνόταν ένας (όχι απόλυτα κανονικός) τρούλος. Σήμερα, το δυτικό τμήμα του αρχικού ναού δεν υπάρχει. Το κτίριο διέθετε επίσης τρούλο, που μετέπειτα αντικαταστάθηκε από κεραμωτή στέγη. Η δυτική πλευρά του κτιρίου, απ’ όπου γινόταν η είσοδος, έχει καταστραφεί και έτσι η σημερινή είσοδος βρίσκεται στη νότια πλευρά. Η κόγχη του ιερού κοσμείται με ψηφιδωτό που απεικονίζει το όραμα του Ιεζεκιήλ, με το Χριστό (σε νεανική μορφή) στο κέντρο να αναλαμβάνεται μέσα σε ουράνια δόξα πάνω από τους 4 ποταμούς της Εδέμ, στις όχθες των οποίων κάθονται ο προφήτης Ιεζεκιήλ αριστερά και δεξιά ο προφήτης Αββακούμ. Η συμβολική και καλλιτεχνική αξία του έργου δεν αφήνει αδιάφορο το θεατή. Οι μοναδικής αξίας τοιχογραφίες στη νότια καμάρα του ναού (Γέννηση και Βάπτιση του Ιησού, καθώς και ίχνη της Υπαπαντής και τη Μεταμόρφωσης) χρονολογούνται γύρω στο 1160 και εντάσσονται στην «ακαδημαϊκή» τεχνοτροπία της κομνήνειας τέχνης.
Η Παναγία των «Χαλκέων» βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, συγκεκριμένα στην πλατεία Αρχαίας Αγοράς, βόρεια της Εγνατίας Οδού, στο σημείο που διασταυρώνεται με την Αριστοτέλους. Η τοποθεσία της ρωμαϊκής αγοράς της πόλης ονομάστηκε «Η Παρθένος των Χαλκουργών», επειδή η τοποθεσία της γειτνιάζει με την περιοχή όπου ζούσαν παραδοσιακά οι χαλκουργοί της πόλης. Ο ναός είναι κτητορικό έργο ενός Βυζαντινού διοικητικού υπαλλήλου, του πρωτοσπαθάριου και κατεπάνω της Λαγουβαρδίας Χριστοφόρου και σύμφωνα με τη μαρμάρινη επιγραφή πάνω από τη δυτική θύρα της εισόδου αναγέρθηκε το 1028. Είναι επίσης γνωστός με την ονομασία «Κόκκινη εκκλησία» λόγω του χαρακτηριστικού χρώματος των πλίνθων που χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή του. Το μνημείο είναι σημαντικό τόσο για την αρχιτεκτονική του, όσο και για τη σύγχρονη περίπου ζωγραφική του (1030-1040), που λόγω του αξιώματος του ιδρυτή του πρέπει να απηχούν τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα της Κωνσταντινούπολης. Η κάτοψή του είναι βυζαντινού ρυθμού και αποτελεί δείγμα του αποκρυσταλλωμένου σχήματος του εγγεγραμμένου τετρακιόνιου ναού που διαμορφώνει νοητό σταυρό στην ανωδομή, αποτέλεσμα της μορφικής αναζήτησης του λατρευτικού κτίσματος που είχε αρχίσει από τον 9ο αιώνα. Η εξωτερική όψη είναι διακοσμημένη με πολλές καμάρες και παραστάδα, στοιχεία παρμένα από την πολίτικη επιρροή, ενώ εσωτερικά, το μεγαλύτερο μέρος της διακόσμησης είναι με σκαλιστά μάρμαρα και νωπογραφίες. Η ζωγραφική αποκαλύπτει την εσωτερική σχέση παραστατικής τέχνης και αρχιτεκτονικής. Το εικονογραφικό πρόγραμμα είναι μάλλον πρωτοποριακό (Β' Παρουσία στο νάρθηκα), ενώ οι τοιχογραφίες με το λιτό και απε΄ριττο ύφος, όπου η αφαίρεση αναδεικνύεται σε δυναμική αξία, αποτελούν το πιο πρώιμο χρονολογημένο έργο στον ελλαδικό χώρο από την εποχή της δυναστείας των Μακεδόνων. Με την άλωση της πόλης από τους Οθωμανούς, το 1430, την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η εκκλησία μετατράπηκε σε τζαμί που ονομαζόταν Καζανκιλάρ Τζαμί (Τζαμί των Καζανοεμπόρων).
Ο ναός Αγίου Παντελεήμονα βρίσκεται σε μικρή απόσταση από την αψίδα του Γαλέριου και τη Ροτόντα. Η εκκλησία, η επωνυμία της οποίας είναι πολύ νεώτερη, ταυτίζεται με το καθολικό της βυζαντινής μονής της Θεοτόκου Περιβλέπτου, γνωστής και ως μονής του κυρ Ισαάκ από τον ιδρυτή της το μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιάκωβο (1295-1314), μετέπειτα μοναχό Ισαάκ. Η μονή αποτέλεσε πνευματικό κέντρο του 14ου αιώνα και συνδέθηκε με τη συγγραφική και διδακτική δραστηριότητα των κορυφαίων ελληνιστών Θωμά Μάγιστρου και Ματθαίου Βλάσταρη. Ο Άγιος Παντελεήμων ανήκει στον τύπο του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο και περίστωο. Δεύτερος τρούλος επιστέφει το νάρθηκα, ενώ δύο παρεκκλήσια σχηματίζονται στο ανατολικό πέρας των πλαγίων στοών. Ο τύπος συνιστά χαρακτηριστικό δείγμα της αρχιτεκτονικής της παλαιολόγειας αναγέννησης στη Θεσσαλονίκη. στους ναούς της οποίας οι περισσότεροι του ενός τρούλοι και η στοά με τα παρεκκλήσια καθιερώνονται εφεξής. Από την αρχική φάση του ζωγραφικού διακόσμου σώζονται στην πρόθεση, το διακονικό και στα παρεκκλήσια η Θεοτόκος Βλαχερνήτισσα, άγιοι και ιεράρχες. Ενδιαφέρον για την ιστορία του ναού παρουσιάζει η απεικόνιση του αγίου Ιακώβου του Αδελφόθεου, συνώνυμου αγίου με το μητροπολίτη και ιδρυτή του ναού, σε προέχουσα θέση στο διακονικό μαζί με Ιεράρχες. Οι τοιχογραφίες εντάσσονται στα τέλη του 13ου-αρχές του 14ου αιώνα και συνδυάζουν τη μνημειακή αντικλασική αντίληψη με τις νέες τάσεις της παλαιολόγειας αναγέννησης. Μετά τα μέσα του 16ου αιώνα (περ.1568-1571) ο ναός μετατρέπεται σε τζαμί με την επωνυμία «Ισαακιέ Τζαμί» (=το τζαμί του Ισαάκ). Οι τοιχογραφίες και η εξωτερική τοιχοποιία ασβεστώνονται, υψώνεται μιναρές, του οποίου σώζεται η βάση, και κατασκευάζεται μαρμάρινο σιντριβάνι στον περίβολο. Στις αρχές του 20ου αιώνα το κτίσμα επισκευάζεται από τους Οθωμανούς με καθαίρεση της στοάς αλλά διατήρηση των παρεκκλησίων. Ο ζωγραφικός διάκοσμος του νάρθηκα ανήκει σε αυτή τη φάση. Μετά τους σεισμούς του 1978 ακολούθησαν εργασίες αποκατάστασης του ναού.
Ο ναός Αγίων Αποστόλων υπήρξε το καθολικό μιας ανδρικής μονής της ύστερης βυζαντινής περιόδου, από την οποία σώζονται ο πυλώνας και η δεξαμενή του. Χτίστηκε από τον Πατριάρχη Νίφωνα στα 1310-1314, στο δυτικό τμήμα της πόλης, ΝΑ από τη Ληταία Πύλη, δίπλα στα τείχη. Είναι σύνθετος εγγεγραμμένος σταυροειδής ναός με τρούλο, περίστωο, λιτό και θαυμάσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο στις εξωτερικές επιφάνειες. Η πολυποίκιλη αρχιτεκτονική διάρθρωση του εξωτερικού δημιουργεί και στο εσωτερικό του ναού μια ποικιλία επιφανειών που διακοσμήθηκαν με ψηφιδωτά και τοιχογραφίες. Τα ψηφιδωτά που φτιάχτηκαν πριν την απομάκρυνση του Πατριάρχη Νίφωνα, αποτελούν αριστουργήματα της παλαιολόγειας τέχνης. Οι κομψές και ευγενικές μορφές τους δεν υπερβάλλουν στην έκφραση των δραματικών στοιχείων. Επίσης, οι τοιχογραφίες που φιλοτεχνήθηκαν γύρω στο 1330, μετά την αποκατάσταση του Νίφωνα από τον Ανδρόνικο Γ', δεν απέχουν από τη ζωγραφική της δεκαετίας 1310-1320, αποκτούν όμως μια λογιότερη κατεύθυνση. Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους το 1430, η Μονή ακολούθησε την τύχη των υπόλοιπων ναών της πόλης. Μέσα στη δεκαετία 1520-1530 μετατράπηκε σε τζαμί και ονομάστηκε Soguk Su Camii (τζαμί του κρύου νερού) από τη βυζαντινή δεξαμενή που αναφέραμε. Τότε καλύφθηκαν με κονίαμα τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες, αφαιρέθηκαν οι χρυσές ψηφίδες από τα ψηφιδωτά και προστέθηκε στη ΝΔ γωνία ένας μιναρές. Από τον 19ο αιώνα ο ναός ήταν γνωστός με το όνομα Άγιοι Απόστολοι, που είναι άγνωστο πώς επικράτησε, καθώς όλα δείχνουν ότι το μοναστήρι ήταν αρχικά αφιερωμένο στην Παναγία.
Κτισμένος στις αρχές του 14ου αιώνα, ο ναός του Αγίου Νικολάου «των Ορφανών» είναι παλαιό βυζαντινό καθολικό μονής της πόλης, αλλά δεν μπορεί να ταυτιστεί αποφασιστικά με κάποιο από τα αναφερόμενα στις πηγές μνημεία της Θεσσαλονίκης. Το όνομα του ναού συναντάται για πρώτη φορά σε πηγές του 17ου και 18ου αιώνα και ταυτίζεται με τον άγνωστο κτήτορα του μνημείου που ανήκε στην οικογένεια των Ορφανών ή στη λειτουργία ορφανοτροφείου στο χώρο της μονής, είτε αποδίδεται στην ιδιότητα του Αγίου Νικολάου ως προστάτη των χηρών και των ορφανών. Βρίσκεται εντός των τειχών της πόλης, μεταξύ των οδών Ηροδότου και Αποστόλου Παύλου. Εκείνο που προέχει στον ταπεινό αυτό μονόχωρο ξυλόστεγο ναό με περίστωο είναι η ζωγραφική του. Οι τοιχογραφίες, χρονολογημένες στη δεκαετία 1310-1320, διαρθρώνονται σε πολλούς εικονογραφικούς κύκλους και αποδίδονται σε πολλές μεμονωμένες σκηνές σαν φορητές εικόνες. Εκτελεσμένες μέσα στο πνεύμα της προχωρημένης παλαιολόγειας ζωγραφικής αποτελούν αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα της ζωγραφικής της β' δεκαετίας του 14ου αιώνα, που επηρέασε την καλλιτεχνική έκφραση στην ενδοχώρα της Μακεδονίας και στο κράτος της Σερβίας. Σημαντικό είναι το εκφραστικό μέγεθος της αδιάφθορης και συναισθηματικής άμεσης τέχνης, που γνωρίζει να μεταφέρει στον τοίχο τα μυστικά ενός συνετού θεολογικού στοχασμού με την τέχνη των χρωμάτων.
Ο μικρός, κομψός, βυζαντινός ναός της Αγίας Αικατερίνης ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων τετρακιόνιων σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών όπως και δύο ακόμη ναοί της Θεσσαλονίκης, ο Άγιος Παντελεήμων και οι Δώδεκα Απόστολοι. Εξωτερικά οι όψεις τους παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία καθώς διαρθρώνονται με αψιδώματα, κόγχες και πλίνθινους ημικίονες και κοσμούνται με πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο.
Η μονή Βλατάδων βρίσκεται στην Άνω Πόλη, στα βυζαντινά τείχη της πόλης. Η μονή ιδρύθηκε γύρω στο 1360, σε χώρο που πιθανώς να φιλοξενούσε παλαιότερο ναό, από τον κρητικής καταγωγής μητροπολίτη της πόλης Δωρόθεο Βλαττή και τον αδελφό του Μάρκο, που ανήκαν στον πνευματικό κύκλο του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γρηγορίου Παλαμά. Από το αρχικό κτίσμα σώζεται μόνο το καθολικό με μορφή σταυροειδούς με τρούλο και περίστωο ναού, που διατηρεί παρά τις επισκευές αρκετά στοιχεία του αρχικού κτίσματος. Ο πολύτιμος εσωτερικός του διάκοσμος, χρονολογημένος στο διάστημα 1360-1380, αποτελεί σήμερα σταθερό σημείο έρευνας της ζωγραφικής του β' μισού του 14ου αιώνα. Ανάμεσα στις τοιχογραφίες εικονίζεται ως άγιος και ο Γρηγόριος Παλαμάς, που πέθανε το 1359. Το ελεύθερο σχέδιο δεν τονίζει τη δραματική πράξη, αλλά το όλο έργο, στατικό και ήρεμο, κατορθώνει να αποδώσει το άμεσο θεολογικό πάθος λογίων, όπως ο Γρηγόριος Παλαμάς.
Ο ναός του Προφήτη Ηλία αποτελεί σημαντικό μνημείο της Θεσσαλονίκης κι ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα ναοδομίας της παλαιολόγειας περιόδου. Κτισμένος μετά τα μέσα του 14ου αιώνα, στον τύπο αγιορείτικου καθολικού με κόγχες στη βόρεια και νότια πλευρά του, υπήρξε ο πυρήνας του πιο περίφημου μοναστηριού της Θεσσαλονίκης, της μονής Ακαπνίου, καθιδρύματος των αρχών του 11ου αιώνα του αγίου Φωτίου της Θεσσαλίας. Από την αρχική φάση δεν διατηρείται σήμερα τίποτα, μετά τη ριζική ανακαίνιση του 14ου αιώνα. Ο αρχιτεκτονικός του τύπος, τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος με πλάγιους χώρους, γνωστός ως αθωνικός ή αγιορείτικος χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για καθολικά μονών και είναι μοναδικός στη Θεσσαλονίκη. Ο πλούτος των πολυποίκιλων επιφανειών, που κατέρχονται κυματιστά από τον τρούλο προς τα χαμηλότερα μέρη, καθιστά το μνημείο χαρακτηριστικό παράδειγμα των αισθητικών κανόνων και τάσεων που κυριάρχησαν στην παλαιολόγεια τέχνη. Οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό του νάρθηκα, από τα ελάχιστα σωζόμενα έργα της περιόδου μετά τα μέσα του 14ου αιώνα, κατέχουν ξεχωριστή θέση στη μελέτη της βυζαντινής ζωγραφικής. Τα ευχάριστα χρώματα και η έντονη διακοσμητική διάθεση, που κατορθώνει να αποδώσει με πλαστικούς τόνους ένα αίσθημα ευφορίας και χαράς της ζωής, κατακτούν πρωτόφαντους ρεαλιστικούς τρόπους έκφρασης σύμφωνους με τις τάσεις της δυτικής ζωγραφικής. Ο ναός βρίσκεται στη σημερινή συμβολή των οδών Ολυμπιάδος και Προφήτη Ηλία στην Άνω Πόλη, σ’ ένα φυσικό ύψωμα που παλαιότερα τον έκανε να δεσπόζει στην πόλη, με τον επιβλητικό όγκο του και τον περίτεχνο τρούλο του. Τέλος υπάρχει και ο ναός του Παντοκράτορα Σωτήρα Χριστού.
Τα βυζαντινά λουτρά είναι ένα μνημείο μοναδικής ομορφιάς το οποίο θα σας αφήσει ξεχωριστές αναμνήσεις. Το μοναδικό σωζόμενο βυζαντινό λουτρό βρίσκεται στην πλατεία Κουλέ Καφέ, στην Άνω Πόλη. Χρονολογείται από το 13ο αιώνα και είναι στεγασμένο με τρούλο και καμάρες. Αποτελεί ένα από τα σπανιότερα δείγματα βυζαντινών λουτρών.
Τα τείχη της Θεσσαλονίκης αποτελούν σημαντικό τμήμα οχύρωσης της πόλης με μοναδική αρχαιολογική, αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική σημασία. Τα όρια του βυζαντινού τείχους ταυτίζονταν με εκείνα του ρωμαϊκού. Χτισμένο με πέτρες και κονίαμα, αλλά και με επαναλαμβανόμενες σειρές από πλατιές οριζόντιες ζώνες από τούβλα που αυξάνουν τη στερεότητά τους και λειαίνουν τις επιφάνειες, σε μήκος 8 χλμ. (σήμερα έχει περιοριστεί σε 3 χλμ.), είχε σχεδόν τετράγωνη κάτοψη και ύψος 10-12 μ., ενώ ενωνόταν στα βόρεια με το τείχος της Ακρόπολης. Σε μερικά τμήματα εκτός από τις ζώνες με τούβλα υπάρχουν και επαναλαμβανόμενα τυφλά τόξα πλινθόκτιστα, ενώ αλλού ολόκληρη η κατασκευή είναι με τούβλα. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτά διακοσμούνται με σταυρούς, ήλιους, πυροστρόβιλους κ.ά. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας οικοδομήθηκε μέρος των τειχών με απλούς πλίνθους. Ενισχυμένο ανά διαστήματα με πύργους και πύλες ήταν διπλό, τουλάχιστον στις πεδινές περιοχές, με το εσωτερικό κυρίως τείχος, το «ενδότερο» και το εξωτερικό «περιτείχιο» ή «προτείχισμα» ή «περίβολο» σε απόσταση 10 μ. Το προτείχισμα διευκόλυνε τους πολιορκούμενους, καθώς ήταν δύσκολη η προσβολή από τις πολιορκητικές μηχανές, και μπροστά του υπήρχε τάφρος με νερό. Από τους πύργους σώζονται περίπου οι 60. Όλοι έχουν τετράγωνη διατομή εκτός από τον Λευκό Πύργο και το πύργο Τριγωνίου. Αυτοί οι δύο θεωρούνται χτίσματα του 15ου αιώνα και έχουν χτιστεί πάνω σε παλαιότερους πύργους. Το θαλάσσιο τμήμα του δεν είχε πύλες, ενώ στο εσωτερικό τεχνητό λιμάνι του Μ. Κωνσταντίνου υπήρχε χαμηλό τείχος προς την πόλη κι ένας λιμενοβραχίονας, το «Τζερέμπουλον», προς τη θάλασσα. Η μεγάλη ανοικοδόμηση των τειχών έγινε τα παλαιοχριστιανικά χρόνια (τέλη 4ου-αρχές 5ου αιώνα) από τον Ορμίσδα, ενώ οι συχνές βαρβαρικές επιδρομές του 5ου και 6ου αιώνα έκαναν επιτακτική την ανάγκη συνεχών ενισχύσεων των τειχών. Μετά την αμέλεια που οδήγησε στην εύκολη εκπόρθηση της πόλης από τους Σαρακηνούς το 904, τα τείχη ενισχύθηκαν για να αντιμετωπίσουν το βουλγαρικό κίνδυνο. Σοβαρές επιδιορθωτικές εργασίες έγιναν το 13ο και 14ο αιώνα από τους Παλαιολόγους, τόσο στα τείχη (πύλη Άννας Παλαιολογίνας, επιγραφή δούκα Γεωργίου Απόκαυκου), όσο και στο Επταπύργιο (Ακρόπολη). Η αδιαφορία των Βενετών (1423-1430) διευκόλυνε την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους που έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την οχύρωση της πόλης.
Μετέωρα (1988)
Σε μια δυσπρόσιτη περιοχή των Μετεώρων, στις κορυφές απόκρημνων βράχων, μοναχοί εγκατέστησαν «τους στύλους του ουρανού», όπως τους αποκαλούσαν, τα μοναστήριά τους από τον 11ο αιώνα έως σήμερα. Την περίοδο αναβίωσης του ερημιτισμού κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες τον 15ο αιώνα μ.Χ., χτίστηκαν 24 μοναστήρια. Οι τοιχογραφίες των μοναστηριών, οι οποίες χρονολογούνται από τον 16ο αιώνα, αποτελούν σημείο αναφοράς για την ανάπτυξη της Μεταβυζαντινής ζωγραφικής.
Μεσαιωνική πόλη της Ρόδου (1988)
Το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ κατείχε τη Ρόδο από το 1309 έως το 1523 και μετέτρεψε την πόλη σε προπύργιο. Μεταγενέστερα, η πόλη εντάχθηκε υπό ιταλική και τουρκική κατοχή. Με το Παλάτι των Μεγάλων Αρχόντων, το Νοσοκομείο και τον δρόμο των Ιπποτών, η Άνω Πόλη αποτελεί ένα από τα πιο όμορφα αστικά κέντρα της Γοτθικής περιόδου. Στην Κάτω Πόλη, η Γοτθική αρχιτεκτονική συνυπάρχει αρμονικά με τα τζαμιά, τα δημόσια λουτρά και με άλλα κτίρια της Οθωμανικής περιόδου.
Αρχαία Ολυμπία (1989)
Ο αρχαιολογικός χώρος της Ολυμπίας, σε μια κοιλάδα της Πελοποννήσου (50 χλμ. από τον οικισμό του Καλού Νερού Κυπαρισσίας), κατοικείται από την προϊστορική περίοδο. Τον 10ο αιώνα π.Χ. η Ολυμπία έγινε το κέντρο λατρείας του Δία. Το μνημείο της Άλτης (το ιερό των θεών) συγκεντρώνει σημαντικά αριστουργήματα του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Εκεί βρισκόταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός, έργο του Φειδία, που ήταν γνωστό στην αρχαιότητα ως ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου. Εκτός από τους ναούς, υπάρχουν και τα υπολείμματα όλων των αθλητικών εγκαταστάσεων που δημιουργήθηκαν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η αφετηρία των Ολυμπιακών Αγώνων χρονολογείται πίσω στο 776 π.Χ. και τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια. Το 394 μ.Χ. ο βυζαντινός αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α' απαγόρευσε την τέλεσή τους ως γεγονός παγανισμού.
Μυστράς (1989)
Το κάστρο του Μοριά αναγέρθηκε ως φρούριο το 1249 από τον βασιλιά της Αχαΐας Γουλιέλμο τον Βιλεαρδουίνο. Επανακτήθηκε από τους Βυζαντινούς, αργότερα κατακτήθηκε από τους Τούρκους και τους Ενετούς. Η πόλη εγκαταλείφθηκε το 1832 αφήνοντας συναρπαστικά μεσαιωνικά ερείπια να στέκουν μέσα σε μια εξαιρετικής ομορφιάς τοποθεσία.
Μονή Δαφνιού, Μονή Οσίου Λουκά και Νέα Μονή Χίου (1990)
Η Μονή Δαφνίου βρίσκεται στο Χαϊδάρι, 11 χλμ. από το κέντρο της Αθήνας, νότια της λεωφόρου Αθηνών στο ομώνυμο δάσος και κοντά στην Ιερά Οδό που οδηγεί στην Ελευσίνα. Από το 1990 αποτελεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ. Στο σεισμό του 1999 υπέστη σοβαρές ζημιές. Μέχρι σήμερα είναι κλειστή για το κοινό λόγω των εργασιών αποκατάστασης. Η μονή ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα πάνω στα ερείπια του ναού του Δαφναίου Απόλλωνα που είχε καταστραφεί από του Γότθους το 395. Κάποιοι κίονες ιωνικού ρυθμού του αρχαίου ναού χρησιμοποιήθηκαν και πάλι. Σήμερα έχει διασωθεί μόνο ένας, ενώ οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν στο Λονδίνο από το Λόρδο Έλγιν. Ο κυρίως ναός είναι ένα βυζαντινό μνημείο του 11ου αιώνα. Σώζονται ψηφιδωτά, τα καλύτερα διατηρημένα της πρώτης περιόδου (Δυναστεία Κομνηνών, 1100 περίπου) που αντιπροσωπεύεται από την αυστηρή και ιερατική απεικόνιση του Παντοκράτορα Χριστού στο εσωτερικό του τρούλου, κύριο χαρακτηριστικό της Μακεδονικής εποχής. Μετά τη λεηλασία της μονής από τους Σταυροφόρους το 1205, ο Όθων ντε λα Ρος (Otto de la Roche), Δούκας των Αθηνών, την παραχώρησε στους Κιστερκιανούς μοναχούς. Οι Γάλλοι μοναχοί ανοικοδόμησαν τον Εξωνάρθηκα, πρόσθεσαν έναν περίβολο γύρω από το μοναστήρι καθώς και άλλες αλλαγές μέχρι και την εκδίωξή τους από τους Τούρκους, όταν η μονή παραδόθηκε το 1458 και πάλι στους ορθόδοξους μοναχούς. Με το πέρασμα των αιώνων η μονή ερημώθηκε. Οι εργασίες αποκατάστασής της ξεκίνησαν μόλις το 1888.
Η μονή του Οσίου Λουκά Βοιωτίας είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της μεσοβυζαντινής περιόδου, κηρυγμένη από την UNESCO ως μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Χτισμένο στις δυτικές πλαγιές του Ελικώνα κοντά στην αρχαία Στείριδα, το μοναστήρι του Οσίου Λουκά αποτελεί το σημαντικότερο ίσως μνημείο της μεσοβυζαντινής εποχής στον ελλαδικό χώρο. Πρόκειται για ένα μεγάλο οικοδομικό συγκρότημα, του οποίου τα αρχαιότερα κτίρια χρονολογούνται το 10ο αιώνα και τα νεότερα μέχρι τις αρχές του 20ού. Στη διάρκεια των δέκα περίπου αιώνων από την ίδρυσή του, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στις ιστορικές περιπέτειες του τόπου, κερδίζοντας την εύνοια αυτοκρατόρων και αξιωματούχων στα βυζαντινά χρόνια. Στην περίοδο της Φραγκοκρατίας περιήλθε στην κατοχή τάγματος καθολικών μοναχών και γνώρισε την καταστρεπτική μανία και λεηλασία των κατακτητών, Καταλανών και Τούρκων. Στον αγώνα του 1821 αποτέλεσε το ορμητήριο αρματολών και κλεφτών. Το Καθολικό της μονής βρίσκεται στο κέντρο της και είναι στολισμένο με υψηλής ποιότητας ψηφιδωτά και μαρμαροθετήματα του 11ου αιώνα. Δίπλα βρίσκεται ο ναός της Παναγίας (10ος αιώνας) που χρησιμοποιείται και σήμερα. Μεταξύ άλλων σώζονται η βυζαντινή υπόγεια κιστέρνα και τα ερείπια του νοσοκομείου.
Η Νέα Μονή απέχει 13 χλμ. από την πόλη της Χίου και είναι το πιο σπουδαίο βυζαντινό μνημείο της Χίου. Κτίστηκε από το βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Μονομάχο (1042-1054). Η αίγλη του αυτοκρατορικού κτίσματος διατηρήθηκε μέχρι το 19ο αιώνα. Η συνέχεια αυτή διακόπηκε βίαια το 1822 με την καταστροφή της Χίου. Οι Τούρκοι κατέλαβαν το μοναστήρι, έσφαξαν τους μοναχούς και τους Χιώτες που είχαν καταφύγει εκεί και στη συνέχεια πυρπόλησαν, ανάσκαψαν την εκκλησία για ανεύρεση θησαυρών ενώ παράλληλα διασκόρπισαν την πλουσιότατη βιβλιοθήκη και το σκευοφυλάκιο της Μονής. Το τελευταίο πλήγμα ήταν ο καταστροφικός σεισμός του 1881. Η κάτοψη του κυρίως ναού είναι τετράγωνη ενώ μόνο ψηλότερα διαμορφώνεται σε οκταγωνική με τρούλο. O Ναός κοσμήθηκε με εξαιρετικής τέχνης ψηφιδωτά και με ορθομαρμάρωση που άρχιζε κάτω από τη ζώνη των ψηφιδωτών. Ακόμα μαρμάρινα θυρώματα πλαισίωναν τις εισόδους και πολυτελή έγχρωμα μάρμαρα διακοσμούσαν τα δάπεδα του ναού σε μαρμαροθέτημα με το θέμα των «πέντε άρτων» πολλά από τα οποία σώζονται και σήμερα. Ο Ναός εντυπωσιάζει με τις αρμονικές αναλογίες του και τον πλούτο της διακόσμησής του. Μέσα στον περίβολο της Μονής είναι επισκέψιμο το εκκλησιαστικό Μουσείο και η κιστέρνα (βυζαντινή δεξαμενή).

Αρχαιολογικός χώρος Δήλου (1990)
Το νησί Δήλος, με έκταση 6 τετρ. χλμ., έχει μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον και παγκόσμια ακτινοβολία και βρίσκεται νοτιοδυτικά της Mυκόνου, στην καρδιά των Kυκλάδων. Τόπος επιβλητικός, γυμνός από βλάστηση, αλλά εξαιρετικά λαμπρός κάτω από το φως του ήλιου, η Δήλος υπήρξε στην αρχαιότητα ιερό νησί, τόπος γέννησης του Απόλλωνα και της Άρτεμης κατά τη μυθολογία. O φημισμένος αρχαιολογικός χώρος του νησιού, από τους σημαντικότερους της χώρας, δέχεται κάθε χρόνο το προσκύνημα χιλιάδων ελλήνων και ξένων επισκεπτών. Ψηλότερη κορυφή της Δήλου είναι ο Kύνθος, 112 μ.
Πυθαγόρειο και Ηραίο Σάμου (1992)
Ο αρχαιολογικός χώρος του Ηραίου βρίσκεται 3 χιλιόμετρα δυτικά από το Πυθαγόρειο, κοντά στην νότια ακτή του νησιού και είναι ο σημαντικότερος της Σάμου και ένας από τους σπουδαιότερους σε ολόκληρη την Ελλάδα. Είναι αφιερωμένος στην θεά Ήρα, την γυναίκα του Δία, του βασιλέα των θεών. Ήδη από τους Γεωμετρικούς χρόνους καθιερώθηκε ως ιερός τόπος, γεγονός που διάρκεσε μέχρι την Ρωμαϊκή εποχή. Τα πρώτα ευρήματα του χώρου ήρθαν στο φως της ημέρας από τον γάλλο γιατρό και βοτανολόγο Joseph Pitton de Tournefort που επισκέφτηκε το νησί το 1702. Τον Tournefort ακολούθησαν πολλοί άλλοι περιηγητές και επισκέπτες τον 18ο και τον 19ο αιώνα, μερικοί από τους οποίους έκαναν σχέδια των ερειπίων του ναού και γνώρισαν τον σπουδαίο χώρο της αρχαιότητας στους Ευρωπαίους. Το 1879 ο Paul Girard , ένας άλλος γάλλος περιηγητής ανακάλυψε το άγαλμα της «κόρης» που είναι γνωστό ως η «Ήρα του Χηραμύη» που σήμερα κοσμεί το Μουσείο του Λούβρου. Συστηματικότερες ανασκαφές έγιναν το 1902 από τον διαπρεπή καθηγητή και αρχαιολόγο Π. Καββαδία και τον Σάμιο πολιτικό και αρχαιολόγο Θ. Σοφούλη και συνεχίστηκαν μέχρι το 1910 από την Γερμανική Αρχαιολογική Σχολή των Αθηνών, η οποία ακόμα και σήμερα συνεχίζει τις ανασκαφές στο χώρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η UNESCO έχει ανακηρύξει το Ηραίον ως έναν από τους θησαυρούς της παγκόσμιας κληρονομιάς.
Αρχαιολογικός χώρος Αιγών (Βεργίνα) (1989)
Η πόλη Αιγαί, η πρώτη πρωτεύουσα του βασιλείου της αρχαίας Μακεδονίας, ανακαλύφθηκε τον 19ο αιώνα κοντά στη Βεργίνα στη Βόρεια Ελλάδα. Τα πιο σημαντικά μνημεία είναι το Παλάτι, διακοσμημένο με μωσαϊκά και τοιχογραφίες και ο χώρος ταφής, μερικά από τα οποία χρονολογούνται από τον 11ο αιώνα π.Χ. Ένας από τους βασιλικούς τάφους στη Μεγάλη Τύμβο, αναγνωρίστηκε ως ο τάφος του Φιλίππου του Β', που κατέκτησε όλες τις ελληνικές πόλεις-κράτη, χαράσσοντας τον δρόμο για τον γιο του Αλέξανδρο και την εξάπλωση του Ελληνιστικού κόσμου.
Ιστορικό κέντρο (Χώρα) με τη Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και το Σπήλαιο της Αποκάλυψης στην Πάτμο (1999)
Η Πάτμος, στα Δωδεκάνησα, είναι γνωστή ως το νησί όπου ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος έγραψε το βιβλίο της Αποκάλυψης. Ένα μοναστήρι αφιερωμένο στον «αγαπημένο μαθητή» αναγέρθηκε στο νησί στα τέλη του 10ου αιώνα. Από τότε είναι τόπος προσκυνήματος και σταθμός της ελληνορθόδοξης μάθησης. Το μοναστηριακό συγκρότημα κυριαρχεί στο νησί. Ο παλιός οικισμός της Χώρας, ο οποίος συνδέεται με αυτό, περιλαμβάνει θρησκευτικά και λαϊκά κτίρια.
Αρχαιολογικοί χώροι των Μυκηνών και της Τίρυνθας (1999)
Οι αρχαιολογικοί χώροι των Μυκηνών και της Τίρυνθας αποτελούν τα επιβλητικά μνημεία των δύο μεγαλύτερων πόλεων του Μυκηναϊκού πολιτισμού, ο οποίος κυριάρχησε στην ανατολική Μεσόγειο από τον 15ο έως τον 12ο αιώνα π.Χ. και διαδραμάτισε ζωτικό ρόλο στην ανάπτυξη του κλασικού ελληνικού πολιτισμού. Αυτές οι δυο πόλεις συνδέονται με τα Ομηρικά έπη, Ιλιάδα και Οδύσσεια, που επηρέασαν την ευρωπαϊκή τέχνη και λογοτεχνία για περισσότερο από τρεις χιλιετίες.

Η Παλαιά Πόλη της Κέρκυρας (2007)
Η Παλαιά Πόλη της Κέρκυρας με τα δυο φρούριά της, το παλαιό και το νέο, και με ίχνη πολλαπλών επιρροών, βρίσκεται στην είσοδο της Αδριατικής θάλασσας και κατοικείται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Λόγω της στρατηγικής θέσης της, η πόλη εξελίχθηκε σε σημαντικό λιμάνι που προστάτευε το νησί από τις αλλεπάλληλες πολιορκίες και θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές οχυρωμένες πόλεις της Μεσογείου. Το κέντρο της Παλιάς Πόλης, μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO, αποτελεί το «κόσμημα» της Κέρκυρας.