ΕΙΣΑΓΩΓΗ
To πιο σημαντικό κέντρο του Μινωικού Πολιτισμού, η Κνωσός, είναι χτισμένη πάνω στο λόφο της Κεφάλας μέσα σε ελιές, αμπέλια και κυπαρίσσια, βρίσκεται 5 χιλ. ΝΑ του Ηρακλείου και καλύπτει μια έκταση περίπου 15 τετρ. χλμ. Η επιλογή της περιοχής έγινε με βάση τη στρατηγική της θέση και τα φυσικά της πλεονεκτήματα. Βρίσκεται ανάμεσα στους δυο ποταμούς Βλιχιά και Καίρατο (σημερινό Κατσαμπά), με εύκολη πρόσβαση στη θάλασσα, αλλά και στο εσωτερικό της Κρήτης. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν η έδρα του βασιλιά Μίνωα και πρωτεύουσα του κράτους του. Η Κνωσός ήταν μια σημαντική πόλη κατά την αρχαιότητα, με συνεχή ζωή από τα νεολιθικά χρόνια μέχρι τον 5ο μ.Χ. αιώνα και εκεί χτίστηκε το πρώτο σημαντικό μινωικό ανάκτορο της Κρήτης. Πρόκειται για το πιο σημαντικό δείγμα του Μινωικού πολιτισμού, που έζησε την ακμή του από το 1700 έως το 1450 π.Χ. Με το χώρο του ανακτόρου της Κνωσού συνδέονται συναρπαστικοί μύθοι, όπως του Λαβύρινθου με τον Μινώταυρο και του Δαίδαλου με τον Ίκαρο. Αναφορές στην Κνωσό, το ανάκτορό της και το Μίνωα γίνονται στον Όμηρο,[1] στο Θουκυδίδη (αναφορά στο Μίνωα), στον Ησίοδο και Ηρόδοτο, στο Βακχυλίδη και Πίνδαρο, στον Πλούταρχο και Διόδωρο το Σικελιώτη. Η περίοδος ακμής της πόλης ανάγεται στη μινωική εποχή (2000-1350 π.Χ.) κατά την οποία αποτελεί το βασικότερο και πιο πολυπληθές κέντρο της Κρήτης. Ακόμα και σε μεταγενέστερες περιόδους διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και αναπτύσσεται ιδιαίτερα, όπως στην ελληνιστική εποχή.
ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Ο Μίνωας και η μητέρα του πριγκίπισσα Ευρώπη, είχαν απαχθεί από τον Δία, που είχε πάρει μορφή ταύρου. Ο μικρός Μίνωας είχε τα προνόμια και το δικαίωμα της βασιλείας του ανακτόρου, πάντα με βάση τις συμβουλές και τους νόμους του Δία, που τον επισκεπτόταν κάθε 9 χρόνια. Οι κάτοικοι της Κρήτης αμφισβήτησαν κάποτε το δικαίωμα του Μίνωα πάνω στο θρόνο και τότε αυτός τους απάντησε ότι η βασιλεία του ήταν θέλημα των θεών. Ο Ποσειδώνας, για να ευχαριστήσει το Μίνωα, του έστειλε έναν ταύρο να τον θυσιάσει, αλλά αυτός ήταν τόσο όμορφος, που ο Μίνωας αποφάσισε να τον κρατήσει και θυσίασε ένα δικό του ταύρο. Αυτή η πράξη του νευρίασε τον Ποσειδώνα κι έκανε την Πασιφάη (γυναίκα του Μίνωα) να ερωτευθεί τον θεϊκό ταύρο. Καρπός αυτού του έρωτα ήταν ο Μινώταυρος. Μετά απ’ αυτό, ο Μίνωας ζήτησε από τον Δαίδαλο, ξακουστό αρχιτέκτονα της εποχής, να του χτίσει ένα λαβύρινθο για να κλείσει εκεί μέσα τον Μινώταυρο, που ήταν μισός ταύρος, μισός άνθρωπος. Στο μεταξύ, ο γιος του Μίνωα, Ανδρόγεως, βρισκόταν στην Αθήνα για να πάρει μέρος σε αγώνες, και ενώ είχε νικήσει, ο βασιλιάς της Αθήνας τον έστειλε στο Μαραθώνα για να σκοτώσει έναν ταύρο. Δυστυχώς, ο ταύρος σκότωσε τον Ανδρόγεω κι όταν το έμαθε ο Μίνωας κήρυξε πόλεμο κατά της Αθήνας. Ο Δίας, προστάτης της Κρήτης, κατέστρεψε την Αθήνα, κι ο βασιλιάς της αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να κάνει ό,τι του ζητήσει ο Μίνωας, για να αποφύγει το θυμό του Δία. Έτσι ο Μίνωας του ζήτησε να στέλνει στην Κρήτη κάθε 9 χρόνια 7 νέους και 7 νέες για να θυσιάζονται στο Μινώταυρο. Αυτή η κατάσταση κράτησε πολλά χρόνια, μέχρι που ο Θησέας στάλθηκε ως ένας από τους 7 που θα θυσιάζονταν στον Μινώταυρο. Η Αριάδνη, κόρη του Μίνωα, τον ερωτεύθηκε και ζητώντας τη βοήθεια του Δαίδαλου, που ήξερε τα κατατόπια του λαβύρινθου, τον βοήθησε να σκοτώσει τον Μινώταυρο. Μετά απ’ αυτό, ο Θησέας έφυγε με την Αριάδνη για την Αθήνα. Ο Μίνωας για να τιμωρήσει τον Δαίδαλο, τον έκλεισε στο λαβύρινθο μαζί με το γιο του Ίκαρο, απ’ όπου αργότερα δραπέτευσαν με φτερά από κερί και φτερά πουλιών, που είχε κατασκευάσει ο Δαίδαλος. Παρά τις προειδοποιήσεις του πατέρα του, ο Ίκαρος πέταξε πολύ κοντά στον ήλιο με αποτέλεσμα τα φτερά να λιώσουν και να πέσει στο πέλαγος, που αργότερα πήρε την ονομασία Ικάριο πέλαγος, από το όνομά του. Ο Δαίδαλος κατάφερε να φτάσει στη Σικελία και να φιλοξενηθεί στο παλάτι του βασιλιά Κόκαλου. Ο Μίνωας κυνήγησε μέχρι εκεί τον Δαίδαλο, αλλά τον σκότωσαν οι κόρες του Κόκαλου. Στον Άδη, ο Μίνωας έγινε ένας από του άρχοντες.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Η πόλη της Κνωσού κατοικήθηκε συνεχώς από τα τέλη της 7ης χιλιετίας έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Τα παλαιότερα ίχνη κατοίκησης στο χώρο της Κνωσού ανάγονται στη νεολιθική εποχή (7000-3000 π.Χ.), η οποία χαρακτηρίζεται από το στάδιο της τεχνολογικά εξελιγμένης αγροτικής ζωής (λίθινα εργαλεία και υφαντικά βαρίδια). Οι κάτοικοι από τροφοσυλλέκτες γίνονται παραγωγοί (γεωργοί, κτηνοτρόφοι) και παρατηρείται η τάση για μια πιο συστηματική και μόνιμη εγκατάσταση. Οι οικιστικές φάσεις στην Κνωσό διαδέχονται η μια την άλλη, ενώ ο πληθυσμός του οικισμού στα τέλη της Ύστερης Νεολιθικής Εποχής υπολογίζεται σε 1.000-2.000 κατοίκους.
Στην Εποχή του Χαλκού, που χαρακτηρίζεται από την κατεργασία του χαλκού, συνεχίζεται πιθανόν η ανάπτυξη του οικισμού. Η κατοίκηση συνεχίζεται στην προανακτορική περίοδο (3000-1900 π.Χ.), στο τέλος της οποίας ο χώρος ισοπεδώνεται για την ανέγερση ενός μεγάλου ανακτόρου. Το πρώτο αυτό ανάκτορο χτίστηκε το 2000 π.Χ., αλλά, κατά τις εργασίες που έγιναν για την κατασκευή του, καταστράφηκαν πολλά παλαιότερα κτίσματα. Ο οικισμός, πλέον, αναφέρεται ως Ko-no-so στα κείμενα της Γραμμικής Γραφής Β, του 14ου αιώνα π.X. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η κατοίκηση με τα πρώτα (19ος-17ος αιώνας π.X.) και δεύτερα ανάκτορα (16ος-14ος αιώνας π.X.), καθώς και τις πολυτελείς οικίες, τον ξενώνα και τα μινωικά έργα υποδομής. Τα ανάκτορα κτίζονται σε θέσεις που ελέγχουν πεδιάδες και προσβάσεις από τη θάλασσα, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται και σημαντικοί οικισμοί γύρω από αυτά. Πόλεις και ανάκτορα μένουν ωστόσο ατείχιστα, επιβεβαιώνοντας τη λεγόμενη pax minoica. Γύρω στα τέλη του 1600 π.Χ., πιθανόν ένας μεγάλος σεισμός καταστρέφει ολοκληρωτικά την Κνωσό και οδηγεί σε εργασίες μεγάλης κλίμακας στην πόλη και στο ανάκτορο. Οι Μινωίτες οικοδομούν ένα δεύτερο, μεγαλοπρεπέστερο ανάκτορο πάνω στα ερείπια του παλαιού, κάπου μεταξύ 1600-1550 π.Χ. και παράλληλα χτίστηκαν κι άλλα κτίρια. Η πόλη αναπτύχθηκε σε μεγάλη έκταση και ο πληθυσμός της υπολογίστηκε από τον Evans γύρω στους 80.000 κατοίκους.
Γύρω στο 1450 π.Χ., όμως, ένας άλλος σεισμός, που προκλήθηκε πιθανώς από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας (Σαντορίνη), επέφερε τη μερική καταστροφή του. Αποκαταστάθηκε πάλι και χρησιμοποιήθηκε από τους Αχαιούς (Μυκηναίους) περίπου το 1450-1400 π.Χ., που εγκαθίστανται στην Κνωσό. Το ανάκτορο καταστρέφεται οριστικά περίπου το 1350 π.Χ., από μεγάλη πυρκαγιά που άρχισε στις αποθήκες εμπορευμάτων. Ύστερα από αυτό, το παλάτι δεν αποκαταστάθηκε ξανά και έπαψε να κατοικείται. Παρέμεινε, όμως, μία από τις πιο σημαντικές πόλη-κράτος μέχρι την πρώτη Βυζαντινή περίοδο. Από τα τελευταία μυκηναϊκά μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια κατοικείται ξανά. Από τις επόμενες περιόδους σώζονται μερικά ερείπια, τα περισσότερα από τα οποία είναι τάφοι και ένας μικρός κλασικός ναός στην περιοχή του ανακτόρου. Μεγάλη άνθιση γνώρισε η πόλη την ελληνιστική περίοδο (ιερά Γλαύκου και Δήμητρας, λαξευτοί τάφοι, χρήση βόρειου νεκροταφείου, οχυρωματικοί πύργοι). Το 67 π.X. ο Quintus Caecilius Metellus Creticus κατέλαβε την Κνωσό και ίδρυσε ρωμαϊκή αποικία με το όνομα Colonia Julia Nobilis. Στην περίοδο αυτή ανήκει η «έπαυλη του Διονύσου» με τα θαυμάσια ψηφιδωτά.
Στη βυζαντινή εποχή, η Κνωσός αποτέλεσε έδρα επισκόπου, ενώ διατηρούνται ακόμη τα λείψανα βασιλικής του 6ου αιώνα μ.Χ. Μετά την αραβική κατάκτηση της Κρήτης, το λιμάνι του Ηρακλείου αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη σπουδαιότητα, ενώ η Κνωσός αρχίζει να ξεχνιέται σιγά-σιγά. Ένας μικρός οικισμός κτίστηκε πάνω στα ρωμαϊκά ερείπια και αναφέρεται σαν «Μακρύτοιχος», παίρνοντας το όνομά του από ένα μακρύ τοίχο, λείψανο της ρωμαϊκής Κνωσού.
ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ
Οι πρώτες ανασκαφές στο χώρο της Κνωσού άρχισαν το 1878 από τον Ηρακλειώτη έμπορο Μίνω Καλοκαιρινό, λάτρη των αρχαιοτήτων. Τότε ανασκάφηκε τμήμα της δυτικής πτέρυγας και ήρθαν στο φως αρκετά σκεύη της εποχής και πολλά σημαντικά μικροαντικείμενα.
Αργότερα, ανασκαφές έκαναν ο Αμερικανός πρόξενος W.J. Stillman, ο ανασκαφέας των Μυκηνών και της Τροίας, Γερμανός H. Schliemann με τον συνεργάτη του W. Dörpfeld, ο Γάλλος αρχαιολόγος M. Joubin και ο Άγγλος αρχαιολόγος Sir Arthur Evans, διευθυντής του Ashmolean Museum της Οξφόρδης. Όλοι όμως προσέκρουσαν σε αδυναμία αγοράς του χώρου του ανακτόρου. Όταν η Κρήτη ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη (Κρητική Πολιτεία) το 1898, θεσπίστηκε νόμος με τον οποίο όλες οι αρχαιότητες κηρύσσονταν κτήμα της Πολιτείας. Έτσι το 1900, ο Evans με τους βοηθούς του αρχίζει ξανά συστηματικές ανασκαφές που κράτησαν 30 χρόνια (1900-1913 και 1922-1930) και αποκάλυψαν ολόκληρο το ανάκτορο, στο οποίο έγιναν ευρείας έκτασης αναστηλώσεις, μεγάλο τμήμα της μινωικής πόλης και των νεκροταφείων. Για την αναστήλωσή του, ο Evans χρησιμοποίησε σε αρκετά σημεία τσιμέντο κι ενώ είχε κατηγορηθεί γι’ αυτό, αργότερα αποδείχτηκε ότι ήταν απαραίτητο για τη στατικότητα των κτιρίων σε βάθος χρόνου. Από τότε, οι ανασκαφές συνεχίζονται στην ευρύτερη περιοχή της Κνωσού από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή και την ΚΓ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Τα αρχαία ερείπια της Κνωσού που εκτείνονται διάσπαρτα στην περιοχή της μαρτυρούν τη σπουδαιότητα του χώρου. Τα συγκροτήματα μνημείων που διατηρούνται σήμερα ανάγονται χρονολογικά στη νεοανακτορική περίοδο στην οποία ανήκει το δεύτερο ανάκτορο (1700-1450 π.Χ.) και διάφορα άλλα κτιριακά συγκροτήματα. Εκτός από τα λειψάνων της μινωικής εποχής σώζονται και μερικά μνημεία μεταγενέστερων εποχών, αλλά και νεκροταφεία διαφόρων περιόδων, που αποδεικνύουν μια συνεχή κατοίκηση στην περιοχή της Κνωσού. Πρόκειται για ένα σημαντικό αρχαιολογικό χώρο διαμονής. Πέρα από το συγκρότημα του μινωικού ανακτόρου μπορεί σήμερα ο επισκέπτης να δει ιδιωτικές οικίες με πλούσιο εσωτερικό τοιχογραφημένο διάκοσμο, μερικά δημόσια κτήρια, αλλά και κάποια θρησκευτικά κέντρα. Από τη ρωμαϊκή εποχή σώζεται ιδιωτική ρωμαϊκή περίστυλη οικία με θαυμάσια ψηφιδωτά δάπεδα.
Ο νεολιθικός οικισμός βρέθηκε κάτω από την κεντρική αυλή του ανακτόρου και σε βάθος 7 μ., γεγονός που οφείλεται σε διαδοχικές εγκαταστάσεις (10 οικοδομικά στρώματα). Ο πρώτος οικισμός είχε ημιμόνιμο χαρακτήρα εγκατάστασης, ενώ σταδιακά αποκτά μόνιμο χαρακτήρα, καθώς τα σπίτια διαθέτουν λίθινη κρηπίδα και ανωδομή από πηλό. Ο οικισμός κατείχε πιθανόν έκταση τόση, όση και το μινωικό ανάκτορο. Ο οικισμός της προανακτορικής εποχής δε διατηρήθηκε σχεδόν καθόλου, καθώς καταστράφηκε στο μεγαλύτερο μέρος του από την κατασκευή του ανακτόρου.
Στην πρώτη περίοδο της Εποχής του Χαλκού, με την εμφάνιση κι επεξεργασία του χαλκού, παρατηρείται μια σταδιακή εξέλιξη κι ανάπτυξη. Η οικονομική και πολιτική εξέλιξη οδηγεί γύρω στο 2000 π.Χ. στην ίδρυση του πρώτου ανακτόρου. Γύρω από την κεντρική αυλή αναπτύσσονται τέσσερις πτέρυγες με τα βασιλικά διαμερίσματα, εργαστήρια, ιερά, αποθήκες, θησαυροφυλάκια, την αίθουσα του θρόνου και τις αίθουσες συμποσίων.
Ο μινωικός οικισμός εκτεινόταν γύρω από το ανάκτορο και στους λόφους υπήρχαν τα νεκροταφεία. Σημαντικά στοιχεία της ραγδαίας ανάπτυξης δίνουν και τα υπόλοιπα κτιριακά συγκροτήματα της εποχής: Το Μικρό Ανάκτορο (17ος-15ος αιώνας π.X.) βρίσκεται δυτικά του κυρίως ανακτόρου και έχει όλα τα ανακτορικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Η Βασιλική Έπαυλη (14ος αιώνας π.X.) βρίσκεται ΒΑ του ανακτόρου. Παρουσιάζει έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα και ίσως πρόκειται για κατοικία επιφανούς μέλους της αριστοκρατίας ή του ιερατείου. Χαρακτηριστικά στοιχεία της έπαυλης είναι τα πολύθυρα, η υπόστυλη κρύπτη με πεσσό και το διπλό κλιμακοστάσιο. Η Οικία των Τοιχογραφιών (15ος, 14ος-12ος αιώνας π.X.) βρίσκεται ΒΔ του Ανακτόρου. Πρόκειται για μικρή σε μέγεθος οικία αστικού τύπου με πλούσιο εσωτερικό τοιχογραφημένο διάκοσμο. Το Καραβάν Σεράι (Ξενώνας) βρίσκεται νότια του ανακτόρου και θεωρήθηκε χώρος υποδοχής και διαμονής επισκεπτών με αίθουσα που περιείχε τοιχογραφίες και λουτρό. Η Ανεξερεύνητη Οικία (14ος-12ος αιώνας π.X.) βρίσκεται ΒΔ του ανακτόρου και έχει ιδιωτικό-βιοτεχνικό χαρακτήρα. Ο Βασιλικός Τάφος-Ιερό βρίσκεται 600 μ. περίπου νότια του ανακτόρου. Φαίνεται ότι εδώ είχε ταφεί κάποιος από τους τελευταίους βασιλιάδες της Κνωσού (17ος-14ος αιώνας π.X.). Χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία είναι η είσοδος με αυλή, στοά και ένα μικρό προθάλαμο και υπόστυλη κρύπτη με δύο πεσσούς. Η Οικία του Αρχιερέα βρίσκεται 300 μ. νότια του Καραβάν-Σεράι. Εδώ βρέθηκε πέτρινος βωμός με δύο κίονες, που τον πλαισίωναν βάσεις διπλών πελέκων. Η Νότια Οικία (17ος-15ος αιώνας π.X.) βρίσκεται νότια του ανακτόρου και πρόκειται για ιδιωτική αστική οικία, τριώροφη με δεξαμενή καθαρμών και υπόστυλη κρύπτη. Από τη ρωμαϊκή Κνωσό σημαντικό οικοδόμημα και χαρακτηριστικό δείγμα μνημείου αποτελεί η Έπαυλη του Διονύσου (2ος αιώνας μ.X.), ιδιωτική ρωμαϊκή περίστυλη οικία με θαυμάσια ψηφιδωτά δάπεδα του ψηφοθέτη Απολλιναρίου, που εικονίζουν το Διόνυσο.
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
ΤΟ ΑΝΑΚΤΟΡΟ
Το Ανάκτορο της Κνωσού είναι το μεγαλύτερο από τα κέντρα της μινωικής εξουσίας. Πρόκειται για ένα κτιριακό συγκρότημα που αναπτύσσεται σε χώρο 15.000 τ.μ. Χτισμένο σ’ ένα κατά μεγάλο ποσοστό τεχνητό λόφο, ήταν το πιο εντυπωσιακό από τα μινωικά ανάκτορα. Αποτελούσε το κέντρο διοίκησης της μινωικής Κνωσού, που βρίσκεται σε απόσταση 5 χλμ. ΝΑ του Ηρακλείου. Το πρώτο ανάκτορο κτίστηκε περίπου το 2000 π.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση το ανάκτορο της Κνωσού αποτέλεσε την έδρα του βασιλιά Μίνωα.
Γύρω στο 2000 π.X. κτίστηκε το παλαιό ανάκτορο στο νότιο άκρο της πόλης, που καταστράφηκε από σεισμό γύρω στο 1900 π.X. Αμέσως επισκευάστηκε, αλλά καταστράφηκε για δεύτερη φορά από σεισμό, περίπου το 1700 π.X. Ο ενιαίος σχεδιασμός που παρουσιάζουν Φαιστός και Μάλια έρχονται σε αντίθεση με το πρώτο ανάκτορο της Κνωσού, που κατασκευάστηκε ίσως με την ενοποίηση σημαντικών συγκροτημάτων της προανακτορικής εποχής. Στο σχεδιασμό του αποφεύχθηκαν γενικά οι ευθείς διάδρομοι. Τα στοιχεία αυτά, μαζί με την πολύπλοκη αρχιτεκτονική του δομή, δικαιολογούν τον μύθο του Λαβύρινθου. Αμέσως μετά οικοδομήθηκε το νέο ανάκτορο, πιο μεγαλοπρεπές, στα μέσα του 15ου αιώνα π.X. Αχαιοί ηγεμόνες κάθονται πλέον στην αίθουσα του θρόνου του ανακτόρου, οι οποίοι ως απόλυτοι κυρίαρχοι ελέγχουν όλο το νησί. Το ανάκτορο καταστρέφεται και πάλι στα μέσα του 14ου αιώνα π.X. (Yστερομινωική Εποχή IIIA), αυτή τη φορά από πυρκαγιά και από τότε παύει να λειτουργεί ως ανακτορικό κέντρο.
Το ανάκτορο της Κνωσού χωρίζεται σε διάφορα τμήματα, καθένα από τα οποία έχει ξεχωριστή χρήση. Ήταν πολυώροφο, χτισμένο με πελεκητούς δόμους και διακοσμημένο με θαυμάσιες τοιχογραφίες που απεικόνιζαν πιθανόν θρησκευτικές τελετές. Εντύπωση προκαλούν η ποικιλία των δομικών υλικών, τα χρωματιστά κονιάματα, οι ορθομαρμαρώσεις και οι τοιχογραφίες που κοσμούν δωμάτια και διαδρόμους. Τις υψηλές τεχνικές γνώσεις των Μινωιτών επιβεβαιώνουν πρωτότυπες αρχιτεκτονικές και κατασκευαστικές επινοήσεις, όπως οι φωταγωγοί και τα πολύθυρα, η χρήση δοκαριών για ενίσχυση της τοιχοποιίας, καθώς και το σύνθετο αποχετευτικό και υδρευτικό δίκτυο. Η πρόσβαση γινόταν από τρεις εισόδους που βρίσκονταν στη βόρεια, τη δυτική και τη νότια πλευρά του. Το ανάκτορο αναπτύσσεται με 4 πτέρυγες γύρω από τη μεγάλη Κεντρική Αυλή, χώρο δημόσιων συγκεντρώσεων.
Στη δυτική πτέρυγα του ανακτόρου εντάσσονται οι επίσημοι χώροι διοικητικών και θρησκευτικών δραστηριοτήτων: το Τριμερές Ιερό, τα Ιερά Θησαυροφυλάκια και οι Υπόστυλες Κρύπτες. Μέσα εκεί υπάρχουν οι δημόσιες αποθήκες (18 μακρόστενα δωμάτια) με τα μεγάλα πιθάρια, τα ιερά, τα θησαυροφυλάκια. Ξεχωρίζει η Αίθουσα του Θρόνου, με τη δεξαμενή καθαρμών και τον αλαβάστρινο θρόνο που πλαισιώνεται από θρανία και αποτελείται από τον προθάλαμο και τον κυρίως χώρο του θρόνου, ενώ στους πάνω ορόφους υπάρχουν συγκεντρωμένες οι αίθουσες των τελετών.
Στο ΝΔ τμήμα του ανακτόρου βρίσκεται η Δεύτερη αυλή, η Δυτική, που αποτελούσε την επίσημη πρόσβαση στο ανάκτορο, αλλά και χώρο τελετουργιών και η Δυτική Είσοδος που οδηγεί στο Διάδρομο Πομπής. Στη νότια πτέρυγα σημαντικότεροι χώροι είναι το Νότιο Πρόπυλο, ο Διάδρομος της Πομπής και η Νότια Είσοδος με την τοιχογραφία του Πρίγκιπα με τα Κρίνα.
Στην αριστερή πλευρά του διαδρόμου βρίσκονται τα Προπύλαια και τα περίφημα Διπλά Κέρατα, ένα από τα ιερά σύμβολα της μινωικής θρησκείας.
Στην ανατολική πτέρυγα αναπτύσσονται τα βασιλικά διαμερίσματα, μεγάλες αίθουσες υποδοχής, τα δωμάτια του προσωπικού κι ένα ιερό. Σε αυτές οδηγεί το επιβλητικό μεγάλο Κλιμακοστάσιο. Από τα πιο σημαντικά δωμάτια είναι η αίθουσα των Διπλών Πελέκων και το Διαμέρισμα της Βασίλισσας, με την τοιχογραφία των δελφινιών.
Στα βόρεια και ανατολικά του διαμερίσματος της βασίλισσας βρίσκονται οι βασιλικές αποθήκες καθώς και ο Διάδρομος του Ζατρικίου (ένα είδος σκακιού). Ανατολικότερα κατασκευάστηκαν τα διάφορα εργαστήρια, καθώς και οι βασιλικές αποθήκες.
Η επικοινωνία με το λιμάνι της Κνωσού γινόταν από τη Βόρεια Είσοδο. Η Βόρεια Είσοδος πλαισιώνεται από υπερυψωμένες στοές, από τις οποίες η δυτική κοσμείται με την τοιχογραφία του Κυνηγιού Ταύρου.
Στη βόρεια πτέρυγα κυριαρχεί το λεγόμενο «Τελωνείο», μία δεξαμενή καθαρμών
κι ένας υπαίθριος λιθόκτιστος θεατρικός χώρος.
Από το θέατρο ξεκινάει μεγάλος λιθόστρωτος πομπικός δρόμος, ο Βασιλικός Δρόμος που οδηγούσε στο Μικρό Ανάκτορο και την πόλη στη ΒΔ γωνία του ανακτόρου.
Τέλος, στη νότια πτέρυγα υπήρχε το μεγαλοπρεπές νότιο Πρόπυλο.
Τα πολυάριθμα, εξαιρετικής τέχνης, ευρήματα από το ανάκτορο, αγγεία, σκεύη, ειδώλια, το αρχείο πινακίδων της Γραμμικής Β γραφής, καθώς και τα πρωτότυπα των τοιχογραφιών, φυλάσσονται στο Μουσείο Ηρακλείου.
ΤΑΥΡΟΚΑΘΑΨΙΑ
Τα Ταυροκαθάψια (ταύρος + καθάπτομαι) ήταν μια πολύ σημαντική γιορτή και γινόταν στην Κνωσό προς τιμή του Ποσειδώνα, αλλά και στη Θεσσαλία, στη Σμύρνη και την Τίρυνθα, όπου γινόταν αγώνας για τη σύλληψη άγριου ή ερεθισμένου ταύρου. Οι νέοι που συμμετείχαν στον αγώνα ονομάζονταν ταυροκαθόπται και προσπαθούσαν έφιπποι να συλλάβουν τον άγριο ταύρο, πιάνοντάς τον από τα κέρατα και χρησιμοποιώντας σχοινιά ή ξύλο, αλλά ποτέ σιδερένιο όπλο. Έπειτα κάθονταν στον τράχηλο ή στη ράχη του ζώου και έκαναν διάφορες ακροβατικές φιγούρες και ασκήσεις. Σε αντίθεση με τις σημερινές ταυρομαχίες, τα ταυροκαθάψια δεν απαιτούσαν το θάνατο του ταύρου. Είχαν στόχο μόνο την ανάδειξη του θάρρους και την τόλμη των αθλητών. Στο ανάκτορο της Κνωσού και της Τίρυνθας βρέθηκαν τοιχογραφίες με παραστάσεις του αγωνίσματος. Παραστάσεις επίσης σώθηκαν σε διάφορα αγγεία και νομίσματα θεσσαλικών πόλεων.
ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΑΝΑΚΤΟΡΟ
Η καινούργια εποχή που ξεκίνησε με την κατασκευή των νέων ανακτόρων στη μινωική Κρήτη αποδεικνύει τη οικονομική ευρωστία και την πολιτική ηρεμία, στην οποία βρισκόταν το νησί. Η Κνωσός αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα οικιστικής ανάπτυξης την περίοδο αυτό. Δεν επισκευάστηκε μόνο και πάλι το ανάκτορο, που διακοσμήθηκε με εντυπωσιακές τοιχογραφίες, αλλά σε όλη την έκταση του ανακτόρου και της μινωικής πόλης κατασκευάστηκαν καινούργια συγκροτήματα, βασιλικές επαύλεις και μνημειακοί τάφοι.
Ένα από τα σημαντικά αυτά μνημεία αποτελεί το λεγόμενο «Μικρό Ανάκτορο» της Κνωσού, που ήταν οργανικά ενωμένο με το κύριο ανάκτορο. Στο οικοδόμημα αυτό κάποιες από τις αίθουσές του ξεπερνούν σε χάρη και διακόσμηση αυτές του μεγάλου ανακτόρου. Το Μικρό Ανάκτορο (17ος-15ος αιώνας π.X.) βρίσκεται στα δυτικά του δημόσιου δρόμου Κνωσού-Ηρακλείου, σε ελάχιστη απόσταση από το κυρίως ανάκτορο κι έχει όλα τα ανακτορικά αρχιτεκτονικά στοιχεία (ξεστή τοιχοδομία, χώροι υποδοχής, περίστυλη αίθουσα, διπλό μέγαρο με πολύθυρα και δεξαμενή καθαρμών-ιερό). Ήταν ένα κτίσμα με ιδιαίτερο θρησκευτικό χαρακτήρα, καθώς διέθετε βωμό, αίθουσες με πεσσούς και θρησκευτικά αντικείμενα βασιλικής τέχνης. Το ξακουστό ρυτό με τη μορφή ταυροκεφαλής από στεατίτη βρέθηκε εδώ. Το θρησκευτικό χαρακτήρα του δεν έχασε το κτίσμα ακόμη και όταν οι Μυκηναίοι ανέλαβαν τα ηνία στην Κρήτη και έκτισαν ένα βωμό, ακριβώς πάνω από το παλιό δωμάτιο με τη δεξαμενή καθαρμού.
Το Μικρό Ανάκτορο αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κτίριο, μετά το μεγάλο ανάκτορο. Η ανατολική του πρόσοψη έχει καταστραφεί εντελώς. Το σημαντικό αυτό κτίριο διαθέτει ενδιαφέροντα λατρευτικά δωμάτια, μεταξύ αυτών και 3 αίθουσες με πεσσούς και λατρευτικές εγκαταστάσεις και μια βάση καθαρμού. Το συνολικό συγκρότημα, διαστάσεων 45Χ28 μ., πρέπει να είχε ακόμη έναν όροφο. Η είσοδος βρισκόταν στα ανατολικά κι οδηγούσε σ’ ένα προθάλαμο. Από κει, μέσω ενός πολυθύρου με τρία πλατιά σκαλοπάτια, ο επισκέπτης οδηγείτο σε μια περίστυλη αυλή. Στο βόρειο μέρος της αυλής, άλλο πολύθυρο οδηγούσε στην επίσημη αίθουσα του συγκροτήματος. Πρόκειται για μια ορθογώνια αίθουσα που μ’ ένα πολύθυρο χωρίζεται σε δύο δωμάτια και με άλλα πολύθυρα επικοινωνεί στα ανατολικά με κιονοστοιχία βεράντας. Οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με γυψόλιθο και το δάπεδο πλακοστρωμένο. Πίσω από το βόρειο τμήμα της αίθουσας υπάρχει το «πλυντήριο», χώρος με αποχέτευση που συνδέεται με τον εξωτερικό αγωγό, ενώ πίσω από το νότιο τμήμα της αίθουσας βρίσκεται στεγασμένη μια δεξαμενή καθαρμών. Δυτικότερα και νοτιότερα υπάρχουν άλλα δωμάτια διαφόρων χρήσεων. Δύο μεγάλες κλίμακες (δυτικά και νότια) πλαισιώνουν τη μεγάλη αίθουσα με τους πεσσούς. Τη σπουδαιότητα και τον ιερό χαρακτήρα της αίθουσας αυτής φανερώνουν τα λατρευτικά αντικείμενα που βρέθηκαν εκεί, μεταξύ αυτών και μια βάση με διπλούς πέλεκες. Ακόμη μια εντυπωσιακή αίθουσα με πεσσούς βρίσκεται στο ΝΑ άκρο του συγκροτήματος. Οι διαστάσεις του ανεσκαμμένου τμήματος (περίπου 90 μ. μήκος και πάνω από 30 μ. πλάτος), δίνουν μνημειακή μορφή στο κτίσμα αυτό.
Η μικρή απόσταση του Μικρού Ανακτόρου με το θεατρικό χώρο του ανακτόρου της Κνωσού (περίπου 230 μ.) και η ιερή οδός που συνέδεε τους δύο αυτούς χώρους, φανερώνουν την οργανική ένωση του ιερών αυτών κτισμάτων, όπου πιθανόν μέσω της οδού θα μεταφέρονταν ιερά αγάλματα και θρησκευτικά κειμήλια μπροστά από πλήθος ανθρώπων, που θα παρακολουθούσαν τις τελετουργίες αυτές. Μετά την καταστροφή της Κνωσού (Yστερομινωική ΙΙΙΒ περίοδος). το Μικρό ανάκτορο χρησιμοποιήθηκε ως ιερό φετιχιστικό ειδώλων, όπως δείχνουν και τα πέτρινα ειδώλια που βρέθηκαν εκεί.
Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΕΠΑΥΛΗ
Σημαντικό μνημείο της Κνωσού, με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική μορφή, αποτελεί η λεγόμενη «Βασιλική έπαυλη», που βρίσκεται στο ΒΑ άκρο του ανακτόρου. Παρουσιάζει έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα και ίσως πρόκειται για κατοικία επιφανούς μέλους της αριστοκρατίας ή του ιερατείου. Χαρακτηριστικά στοιχεία της Έπαυλης είναι τα πολύθυρα, η υπόστυλη κρύπτη με πεσσό και το διπλό κλιμακοστάσιο. Κατασκευάστηκε σε μια τομή της πλαγιάς του λόφου, ενώ η πρόσοψή της έβλεπε ανατολικά, στην κοιλάδα του Καιράτου ποταμού. Σώζεται το ισόγειο και έχει αναστηλωθεί μέρος του πρώτου ορόφου, ενώ υπήρχε και δεύτερος όροφος από πάνω.
Η Βασιλική έπαυλη κτίστηκε κατά την Yστερομινωική I περίοδο (14ος αι. π.Χ.) και χωρίζεται από το ανάκτορο της Κνωσού μ’ έναν πλακοστρωμένο δρόμο, που ονομάστηκε από τους ανασκαφείς «βασιλικός δρόμος». Τόσο η θέση της, όσο και αρκετές αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες δείχνουν ότι η Βασιλική έπαυλη συνδεόταν οργανικά με το ανάκτορο. Μέσω ενός τοιχισμένου αύλειου χώρου, ο επισκέπτης έφτανε στην είσοδο της έπαυλης, η οποία διέθετε τη χαρακτηριστική μορφή των μυκηναϊκών μεγάρων, με δύο κίονες μεταξύ των παραστάδων. Από ένα φωταγωγό έμπαινε κανείς στον προθάλαμο και από κει στην κύρια αίθουσα του μινωικού πολύθυρου. Οι τοίχοι είναι επενδυμένοι με πλάκες από γυψόλιθο, όπως και το δάπεδο. Μετά τον πρόδομο ακολουθούσε η κύρια αίθουσα του κτίσματος, με ορθογώνια κάτοψη. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της αίθουσας αυτής, που δε συναντάται σε άλλες επαύλεις, είναι ο λίθινος θρόνος, που βρέθηκε σε μία κόγχη της νότιας πλευράς. Η κόγχη, στην οποία βρέθηκε ο θρόνος, ήταν απομονωμένη με σκαλιά και κίονες και επικοινωνούσε μέσω ενός φωταγωγού με τον επάνω όροφο. Αυτή η αρχιτεκτονική διάταξη με το υποβλητικό σκηνικό δηλώνει ότι ο συγκεκριμένος χώρος προοριζόταν για κάποιες θρησκευτικές τελετουργίες.
Από την κεντρική αίθουσα οδηγείται κανείς σε μία υπόστυλη κρύπτη, στην οποία υπήρχαν αυλάκια και κοιλότητες, κατασκευασμένα προφανώς για να δέχονται υγρές προσφορές. Οι τοίχοι της κρύπτης ήταν κτισμένοι με γυψόλιθο, ενώ το δάπεδό της ήταν στρωμένο με γυψολιθικές πλάκες. Ένα ιδιόμορφο χαρακτηριστικό της βασιλικής έπαυλης είναι το ιδιότυπο κλιμακοστάσιο που χωριζόταν σε δύο πτέρυγες, καθώς οδηγούσε στον επάνω όροφο. Το ΝΑ τμήμα της έπαυλης, όπου βρισκόταν μία πλακοστρωμένη αίθουσα, ένα λουτρό και μία τουαλέτα, φαίνεται ότι είχε ιδιωτικό χαρακτήρα.
Η ΟΙΚΙΑ ΤΩΝ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ
Γύρω από το ανάκτορο εκτεινόταν η πόλη της Κνωσού, που περιμένει ακόμη να ανασκαφεί. Μέχρι σήμερα έχουν ανασκαφεί μόνον επαύλεις ή κτίρια που θεωρήθηκαν κατοικίες αξιωματούχων, οι οποίοι πρέπει να είχαν άμεση σχέση με το ανάκτορο. Η «Οικία των τοιχογραφιών» βρίσκεται στη ΒΔ πλευρά του ανακτόρου της Κνωσού, στη νότια πλευρά του βασιλικού δρόμου. Είναι ένα μικρό και απλό σε αρχιτεκτονική μορφή κτίριο, που βρίσκεται σήμερα σε κακή κατάσταση, αλλά εντυπωσιάζει με τις τοιχογραφίες που βρέθηκαν εκεί. Χρονολογείται τον 15ο-12ο αιώνα π.X. και πρόκειται για μικρού μεγέθους οικία αστικού τύπου με πλούσιο εσωτερικό τοιχογραφημένο διάκοσμο.
Η οικία διαθέτει μια σχεδόν ορθογώνια κάτοψη. Η είσοδος βρίσκεται στη ΝΔ γωνία. Η τοιχοδομία αποτελείται από καλοδουλεμένους γυψόλιθους πάνω σε ασβεστολιθικό θεμέλιο. Η οικία διαθέτει τρία μακρόστενα δωμάτια στη νότια πλευρά της, ενώ μια σειρά από μικρά τετράγωνα κι ορθογώνια δωμάτια καλύπτουν τη βόρεια πλευρά. Στην κύρια αίθουσα της κατοικίας βρισκόταν ένα δάπεδο με πλαίσιο. Εντυπωσιάζει, επίσης, το δάπεδο του ΝΑ γωνιακού δωματίου, διακοσμημένο με μια ζώνη από κονίαμα γύρω από κέντρο στρωμένο με πλάκες από σιδηρόπετρα. Το ενδιαφέρον του κτιρίου εστιάζεται στα αναρίθμητα σπαράγματα τοιχογραφιών που αποκαλύφθηκαν όχι πεσμένα, αλλά μάλλον τακτοποιημένα σ’ ένα μέρος του κεντρικού μακρόστενου δωματίου. Λεπτές στρώσεις από ζωγραφισμένο κονίαμα, πάχους μόλις 4 χιλιοστών, βρέθηκαν σε διαδοχικά στρώματα. Από τα σπαράγματα αυτά συμπληρώθηκε η τοιχογραφία με τους γαλάζιους πιθήκους και η τοιχογραφία των χελιδονιών.
Η ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ «ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΠΟΥΛΙΟΥ»
Από τις αρχαιότερες και σημαντικότερες τοιχογραφίες, που βρέθηκαν στη λεγόμενη «Οικία των τοιχογραφιών» της Κνωσού είναι αυτή του «γαλάζιου πουλιού». Σώζεται πολύ αποσπασματικά και είναι βέβαιο ότι ανήκε σε μεγαλύτερη σύνθεση, που κοσμούσε τους τοίχους του κτιρίου. Στο κέντρο της παράστασης και σε λευκό βάθος δεσπόζει ένα γαλάζιο πουλί καθισμένο πάνω σε βράχο. Από τη μορφή του σώζονται μόνο τμήμα των φτερών και τα μικρά πόδια του. Το τοπίο γύρω του είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό και αποδίδεται με διάφορα έντονα χρώματα. Στα θραύσματα που σώζονται διακρίνονται κυρίως βράχια, άγρια ρόδα και ίριδες. Το έργο χαρακτηρίζεται από την ελευθερία στην απόδοση των περιγραμμάτων, από τη μεγαλειώδη έκφραση της φυσιοκρατίας και από την εναλλαγή έντονων χρωμάτων. Η σκηνή σφύζει από ζωντάνια, όμως αποπνέει εξαιρετική ηρεμία και αρμονία.
Η ΝΟΤΙΑ ΟΙΚΙΑ
Η λεγόμενη «Νότια Οικία» αποτελεί ακόμη ένα δείγμα μινωικής αρχιτεκτονικής, έπαυλη κάποιου Μινωίτη ιδιώτη. Πρόκειται για ιδιωτική αστική οικία, τριώροφη με δεξαμενή καθαρμών και υπόστυλη κρύπτη. Βρίσκεται στη ΝΔ γωνία του μεγάλου ανακτόρου της Κνωσού. Από τα ανασκαφικά ευρήματα συμπεραίνεται ότι η οικία κατασκευάστηκε μετά την καταστροφή του σεισμού το 1600 π.Χ., καθώς ο δυτικός τοίχος της θεμελιώθηκε πάνω στα ερείπια της Βαθμιδωτής Στοάς, που πριν το σεισμό οδηγούσε στη ΝΔ είσοδο του ανακτόρου. Έχει εν μέρει αναστηλωθεί.
Από τη Νότια Οικία έχουν διασωθεί τμήματα του ισογείου, των άλλων δύο ορόφων και ίσως να διέθετε και τρίτο όροφο. Η είσοδος της έπαυλης βρισκόταν πιθανόν στη ΝΑ γωνία. Το ισόγειο διέθετε δύο χώρους, από τους οποίους ο ένας είχε τρεις πεσσούς στη σειρά, ενώ ο άλλος περιείχε χάλκινα εργαλεία και διπλούς πέλεκες. Στον πρώτο όροφο υπάρχει μια κρύπτη με πεσσό, όπου βρέθηκε βάση για διπλό πέλεκα και άλλη μία για ιερά αντικείμενα (πιθανόν ιερά κέρατα). Στη ΒΑ πλευρά του πρώτου ορόφου ανοίγεται η κύρια αίθουσα της οικίας με πλακόστρωτο δάπεδο. Ο προθάλαμος της αίθουσας αυτής βρίσκεται στα νότια και οδηγούσε πιθανόν στην είσοδο της οικίας. Στα δυτικά της κύριας αίθουσας υπάρχει ένα λουτρό.
Ένας διάδρομος στα νότια του λουτρού οδηγούσε σε κλιμακοστάσιο, από όπου οι ιδιοκτήτες της οικίας κατέβαιναν στο ισόγειο. Εντύπωση προκαλούν οι παραστάδες της εισόδου που είναι μονολιθικές από γυψόλιθο. Ακόμη διατηρούνται ίχνη του μηχανισμού με τον οποίο κλείδωνε η πόρτα: ξύλινη μπάρα έμπαινε στον τόρμο της παραστάδας και στερεωνόταν με χάλκινο καρφί. Μια άλλη σκάλα οδηγούσε στο δεύτερο όροφο, ενώ δίπλα της υπάρχει ένα δωμάτιο με μια σειρά από βάσεις κιόνων, ακριβώς πάνω από τους πεσσούς του ισογείου και στη συνέχεια, ακόμη ένα δωμάτιο. Η βόρεια πλευρά του δωματίου αυτού επικοινωνεί μ’ ένα χώρο, που διέθετε ίσως νιπτήρα και αποχωρητήριο στη γωνία.
Η ΑΝΕΞΕΡΕΥΝΗΤΗ ΟΙΚΙΑ
Ένα ακόμη δείγμα μινωικής αρχιτεκτονικής αποτελεί η λεγόμενη «Ανεξερεύνητη Οικία», που ονομάστηκε έτσι από τον Evans, γιατί ο ίδιος είχε αποκαλύψει μόνο την ανατολική της πρόσοψη. Η συγκεκριμένη οικία βρίσκεται ΒΔ του μεγάλου ανακτόρου και ακριβώς πίσω από το Μικρό ανάκτορο της Κνωσού. Έχει ιδιωτικό-βιοτεχνικό χαρακτήρα, όπως συμπεραίνεται από τα ανασκαφικά ευρήματα. Σήμερα, το συγκρότημα αυτό έχει εξ ολοκλήρου ανασκαφεί.
Πρόκειται για ορθογώνιο κτίριο με κεντρική αίθουσα με 4 πεσσούς, διαδρόμους, αποθήκες και κλιμακοστάσιο. Συνδεόταν με το Μικρό ανάκτορο με μια γέφυρα, διέθετε θαυμάσια λαξευτή πρόσοψη και σκάλες για τον επάνω όροφο. Από τα δωμάτια που διέθετε η οικία, το πιο σημαντικό ήταν η κεντρική αίθουσα με λαξευτή τοιχοδομία και 4 πεσσούς. Το οικοδόμημα αυτό κατασκευάστηκε στην Yστερομινωική ΙΑ περίοδο (1600/1580-1480 π.Χ.), κατοικήθηκε και στην Yστερομινωική ΙΙ-ΙΙΙΑ περίοδο (1425-1340/1330 π.Χ.), όπως φανερώνουν πρόσθετοι τοίχοι στην κεντρική αίθουσα, που ανήκουν στην εποχή της μυκηναϊκής εξουσίας στην Κνωσό. Το κτίριο καταστράφηκε από πυρκαγιά γύρω στο 1375 π.Χ., αλλά υπάρχουν ενδείξεις για επαναχρησιμοποίησή του σε μεταγενέστερα χρόνια.
Ο ΞΕΝΩΝΑΣ
Ακολουθώντας κανείς το δημόσιο δρόμο Ηρακλείου-Κνωσού προς τα νότια, προσπερνά το μεγάλο ανάκτορο και φτάνει σ’ ένα σημείο, όπου βρίσκεται ένα ακόμη σημαντικό μνημείο της Κνωσού, ο Ξενώνας ή το «Καραβάν Σεράι», όπως χαρακτηριστικά το ονόμασε ο Evans. Το συγκεκριμένο κτίσμα θεωρήθηκε χώρος υποδοχής και διαμονής επισκεπτών με αίθουσα που περιείχε τοιχογραφίες και λουτρό, λόγω των ευρημάτων που βρέθηκαν εκεί (κομμάτια από πήλινες μπανιέρες). Επικοινωνούσε με το ανάκτορο με γέφυρα. Οι τοίχοι του ήταν διακοσμημένοι με τοιχογραφίες που απεικονίζουν τοπίο με πέρδικες και τσαλαπετεινούς.
Έχουν αναστηλωθεί δύο δωμάτια του Ξενώνα με πρόσοψη προς το ανάκτορο. Το ανατολικό έχει μορφή πρόπυλου κι εσωτερικά ήταν διακοσμημένο με την περίφημη τοιχογραφία με τις πέρδικες. Το στυλ της τοιχογραφίας θυμίζει αρκετά τις τοιχογραφίες της οικίας των τοιχογραφιών. Στο διπλανό δωμάτιο υπάρχει μια μικρή λίθινη δεξαμενή, που ο Evans πίστευε ότι χρησίμευε στους ταξιδιώτες για ποδόλουτρο.
Ο ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΤΑΦΟΣ-ΙΕΡΟ
Ένα από τα πιο σημαντικά μνημεία της Κρήτης και το τελευταίο που αποκάλυψε ο Evans στη διάρκεια των ανασκαφών του, βρίσκεται 600 μ. περίπου νότια του μεγάλου ανακτόρου. Επικοινωνούσε με την Οικία του Αρχιερέα με πλακόστρωτο δρόμο. Φαίνεται ότι εδώ είχε ταφεί κάποιος από τους τελευταίους βασιλιάδες της Κνωσού (17ος-14ος αιώνας π.X.). Χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία του είναι η είσοδος με αυλή, στοά με ένα μικρό προθάλαμο και υπόστυλη κρύπτη με δύο πεσσούς. Είναι διώροφος με ταφικό θάλαμο που είναι σκαλισμένος στο βράχο. Ο επάνω όροφος πιστεύεται ότι χρησίμευε σαν ιερό για τη λατρεία των νεκρών. Η κατασκευή του τοποθετείται χρονολογικά στη Μεσομινωική ΙΙΙΒ περίοδο (1850-1700/1650 π.Χ.) και έπειτα από μερική καταστροφή επισκευάστηκε στη Ύστερη Μινωική ΙΑ περίοδο (1600/1580-1480 π.Χ.). Ο μνημειακός αυτός τάφος διαθέτει δύο ορόφους. Ο κάτω όροφος περιελάμβανε τον θαλαμωτό τάφο, έναν ορθογώνιο νεκρικό θάλαμο μ’ έναν κεντρικό πεσσό. Εντυπωσιάζει η λαξευτή του τοιχοδομία.
Η είσοδος στο βασιλικό τάφο γινόταν από τα βόρεια. Εκεί υπήρχε μια στοά με δύο κίονες. Απέναντι από τη στοά υπήρχε μια πλακόστρωτη αυλή και η είσοδος του διαδρόμου που οδηγούσε στο νεκρικό θάλαμο. Στον προθάλαμο οδηγούσε ένας διάδρομος, που πλαισιωνόταν από μικρά δωμάτια στη νότια και βόρεια πλευρά του. Στη νότια πλευρά του διαδρόμου βρισκόταν το κλιμακοστάσιο, που οδηγούσε στον επάνω όροφο και στο ιερό. Ο προθάλαμος, η κρύπτη των πεσσών, διέθετε δύο πεσσούς. Εκεί βρέθηκαν οστεοφυλάκια για τα οποία υπέθεσε ο Evans ότι έγιναν για να ενταφιαστούν νεκροί από το μεγάλο σεισμό του 1600 π.Χ. Ακριβώς πάνω από τον προθάλαμο βρισκόταν το ιερό. Στην Ύστερη Μινωική ΙΑ περίοδο (1600/1580-1480 π.Χ.), ο προθάλαμος δέχτηκε κάποιες μετατροπές και επισκευές. Ο νεκρικός θάλαμος βρισκόταν στη δυτική πλευρά του συγκροτήματος και διέθετε έναν κεντρικό πεσσό. Ήταν λαξευμένος μέσα σε μαλακό βράχο. Η οροφή του, που ήταν ο φυσικός βράχος, ήταν βαμμένη γαλάζια. Πιθανόν ο νεκρός να είχε τοποθετηθεί σε ξύλινη λάρνακα, που δε σώθηκε. Οι τοίχοι του θαλάμου ήταν διακοσμημένοι με γυψόλιθο. Με την ίδια πέτρα διακοσμήθηκε και το δάπεδο, σχηματίζοντας ένα πλαίσιο γύρω από τον πεσσό. Μέσα στο νεκρικό θάλαμο, στη ΒΔ γωνία του, βρέθηκε ωστόσο μια μεταγενέστερη ταφή του τέλους της Υστερομινωικής ΙΙ περιόδου (1425-1390 π.Χ.).
Το κλιμακοστάσιο του διαδρόμου οδηγούσε στον πάνω όροφο, όπου κατασκευάστηκε το ιερό. Πρόκειται για ένα χώρο με δύο κίονες, ακριβώς πάνω από τους πεσσούς του προθαλάμου. Η διάταξη του τάφου θυμίζει αρκετά την περιγραφή του Διόδωρου του Σικελιώτη, που κάνει λόγο για τον τάφο του Μίνωα στη Σικελία: αναφέρει ότι υπήρχε ναός της Αφροδίτης πάνω από τον κυρίως τάφο. Ο βασιλικός Τάφος-Ιερό έχει αναστηλωθεί από τον Evans.
Πηγή: Υπουργείο Πολιτισμού
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο κατάλογος πλοίων της Ιλιάδας αναφέρει ότι η Κρήτη απέστειλε 80 πλοία υπό τις διαταγές του βασιλιά της Κνωσού, Ιδομενέα (Οδύσσεια, τ 178-9).
1 σχόλιο:
Πως μπορούμε να ονομάζουμε την ένδοξη ΙΣΤΟΡΙΑ μας, σε μυθολογία ;
Δημοσίευση σχολίου