Το δράμα του Γολγοθά, η σταύρωση του Ιησού Χριστού, ήταν μεν μια από τις πολλές σταυρώσεις της εποχής Του, ήταν όμως αυτή που είχε μοναδική σημασία για την ανθρώπινη Ιστορία σε νόημα και συνέπειες. Η εκούσια θυσία Του στο σταυρό πρόσφερε τη σωτηρία στον αμαρτωλό άνθρωπο και άνοιξε το δρόμο προς τον Πατέρα.
Αν και έχουν περάσει από το γεγονός της θυσίας Του τόσοι αιώνες, δεν έχει ακόμα εξαντληθεί το ενδιαφέρον των Χριστιανών για την εξακρίβωση των λεπτομερειών της σταύρωσης του Χριστού. Το ενδιαφέρον αυτό δεν βρίσκει επαρκή και πλήρη ικανοποίηση στη λακωνική συντομία των Ευαγγελίων. Οι πληροφορίες τους για τη σταύρωση Του Ιησού και των ληστών που σταυρώθηκαν μαζί Του είναι λιγοστές, πιθανώς επειδή η διαδικασία αυτή ήταν γνωστή στους συγχρόνους τους, προς τους οποίους και απευθύνονταν τα Ευαγγέλια. Η λακωνικότητα των πληροφοριών αφήνει πάρα πολλά κενά και δεν προσφέρει σαφή και πλήρη εικόνα της σταύρωσης. Για παράδειγμα, μόνον η αφήγηση του Ιωάννη γι’ αυτά που ειπώθηκαν μεταξύ του αναστημένου Ιησού και του Θωμά που δυσπιστούσε, η οποία αναφέρει για τον «τύπο των ήλων», μας δίνει την πληροφορία της «καθήλωσης», της σταύρωσης δηλαδή με το κάρφωμα των χεριών και των ποδιών Του, αν και μερικοί αμφισβητούν την καθήλωση των ποδιών. Με τον ίδιο τρόπο και η πράξη του βουλευτή από την Αριμαθαία αποκτά την έννοια της «αποκαθήλωσης».
Η προ-ρωμαϊκή προέλευση και εξέλιξη του σταυρού και της σταύρωσης
1) Οι αρχαίοι Έλληνες, από τον Όμηρο και πέρα, ονόμαζαν σταυρούς τους ξύλινους πασσάλους, τους οποίους έμπηγαν στο έδαφος και χρησίμευαν για περίφραξη (σταύρωση, σταύρωμα) διαφόρων χώρων (οικιών, αυλών, στρατοπέδων, κτημάτων, κήπων, στάβλων ή ναυστάθμων). Οι Έλληνες δεν είχαν όρο που να αποδίδει τον σύνθετο δίξυλο σταυρό. Η πήξη των πασσάλων αυτών κι η περιχαράκωση αποδιδόταν με το ρήμα «σταυρόω», η περίφραξη λεγόταν «σταύρωση» και το περίφραγμα «σταύρωμα». Οι σταυροί ή πάσσαλοι, με την παραπάνω έννοια, ήταν κλαδιά και κορμοί δένδρων. Οι έννοιες «σταυρός» και «δένδρο» ήταν συγγενείς κι αλληλοεξαρτώμενες, πριν ακόμα συνδεθούν με την ποινική τιμωρία. Κατά μια άποψη η λέξη «σταυρός» προέρχεται από τη ρίζα «σταF» του ρήματος «ίστημι». Αντίστοιχη είναι στην ινδική σανσκριτική η ρίζα stav- στη λέξη stavaras (σταθερός) και στο γλωσσικό ιδίωμα Zend των Ιρανών στη λέξη stavra (σταθερός, άτεγκτος, αυστηρός, δυνατός). Επίσης στις λατινικές λέξεις stiva και instauro και στη γοτθική sturjan (ιστάναι, μεταφορικά: διαβεβαιώνω).
Σχεδόν ταυτόσημες έγιναν οι έννοιες σταυρός - δένδρο, όταν η ανθρωπότητα, από την πρώιμη κιόλας ιστορία της, χρησιμοποίησε το δένδρο για κάποιου είδους μαρτύριο, του οποίου ο σκοπός ήταν να συνδυάζει όσο το δυνατόν σφοδρότερους πόνους με τον όσο το δυνατόν μεγαλύτερο εξευτελισμό. Το μαρτύριο αυτό ήταν η ανάρτηση προς βαθμιαία θανάτωση. Το πιο πρόχειρο μέσο γι’ αυτό ήταν το δένδρο, ο αρχαίος σταυρός. Σταύρωση από τότε ονομάστηκε η ανάρτηση πάνω σε κορμό δένδρου προς βαθμιαία θανάτωση. Έτσι, ο κορμός του δένδρου είναι το πιο αρχαίο σχήμα του σταυρού σαν θανατικού οργάνου, η σύνδεση δε σταυρού και δένδρου μεταφυτεύθηκε στην ποινική πρακτική των λαών.
Όπου δεν υπήρχαν δένδρα, στερέωναν στο έδαφος ξύλα υψηλά, όμοια με κορμούς δένδρων, και τέτοιοι «σταυροί» (μονόξυλα ικριώματα) εξυπηρετούσαν πιο πρόχειρες λύσεις και η σταύρωση πάνω σ’ αυτούς (η δια αναρτήσεως θανάτωση) γινόταν σε ομαδικές σταυρώσεις, γιατί ήταν πιο απλή διαδικασία κι απαιτούσε λιγότερο χρόνο. Τέτοιου είδους σταυροί χρησιμοποιούνταν όπου δεν υπήρχαν δενδρόφυτες εκτάσεις, ακόμα και σε εποχές που το σχήμα του σταυρού είχε εξελιχτεί.
Έτσι, ο Δαρείος μετά την κατάκτηση της Βαβυλώνας «ανασκολόπισε (κάρφωσε, παλούκωσε, σταύρωσε) τρεις χιλιάδες άνδρες, τους κορυφαίους από τους Βαβυλωνίους»[1] (Ηρόδοτος, Γ,159). Ο Αλέξανδρος ο Ιαννέας ή Ιανναίος, βασιλιάς και αρχιερέας των Ιουδαίων (103-76 π.Χ.), μετά την κατάκτηση της Βεθόμης, «ανασταυρώσαι πρόσταξε αυτών ως οκτακόσιους» (Ιώσηπος, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία 13,14,2). Ο Γκουιντίλιους Βάρους, ανθύπατος της Συρίας, «ανεσταύρωσε περί δισχιλίους» (Ιώσηπος, Ιουδαϊκοί Πόλεμοι 2,5,2). Ο Τίτος για πολλούς μήνες πάνω από 500 αιχμαλώτους καθημερινά, έξω από την Ιερουσαλήμ, «μαστιγούμενοι δε και προβασανιζόμενοι του θανάτου πάσαν αικίαν, ανεσταυρούντο του τείχους αντίκρυ» (Ιώσηπος, Ιουδαϊκοί Πόλεμοι 5,11,1).
Για το σχήμα του σταυρού, σαν αυτό που εμείς σήμερα εννοούμε με τη λέξη αυτή, αποτελούμενο από δυο ξύλα συναρμοσμένα, οι αρχαίοι δεν είχαν ξεχωριστή λέξη. Η ετυμολογία της λέξης crux είναι άγνωστη. Οι Ρωμαίοι μεταχειρίζονται τη λέξη palus, που είναι ταυτόσημη με τη λέξη crux.
2) Στους Αιγύπτιους η σταύρωση με την έννοια της ανάρτησης πάνω σε κάθετα μπηγμένο στο έδαφος ξύλου, ήταν γνωστή ήδη από τα μέσα του 17ου π.Χ. αιώνα. Επιβαλλόταν σαν ποινή σε πρόσωπα που ήταν κάτω από κυρίους και αυθέντες. Αυτό συνάγεται από τη Γένεση 40:18-19, όπου ερμηνεύοντας ο Ιωσήφ στη φυλακή το όνειρο του αρχισιτοποιού του Φαραώ είπε: «Εντός τριών ημερών ο Φαραώ θα σε καλέσει και θα σε κρεμάσει σε δένδρο, τα δε πτηνά θα φάνε τη σάρκα σου από πάνω σου».[2]
Οι Ισραηλίτες στην Αίγυπτο γνώριζαν τη σταύρωση σαν θανάτωση πάνω σε κάθετο ξύλο, όταν βρίσκονταν στη Γεσέν κάτω από την ισχυρή προστασία του Ιωσήφ. Δεν την συμπεριέλαβαν όμως στις θανατικές ποινές και περιορίστηκαν στην ανάρτηση επί ξύλου των νεκρών σωμάτων αυτών που είχαν ήδη θανατωθεί με άλλον τρόπο, χάριν ονειδισμού.
3) Στους Πέρσες συναντάμε τη σταύρωση και σαν μεταθανάτια ανάρτηση πάνω σε ξύλο για παραδειγματισμό και σαν τρόπο θανάτωσης. Κατά τον Ηρόδοτο (Ζ,238), ο Ξέρξης, μετά τη μάχη στις Θερμοπύλες (480 π.Χ.), «διήλθε δια μέσου των νεκρών και την κεφαλή του Λεωνίδα, μόλις άκουσε ότι ήταν αρχηγός και βασιλιάς των Λακεδαιμονίων, διέταξε, αφού την κόψουν, να την κρεμάσουν σ’ ένα πάσσαλο (ανασταυρώσαι)».[3]
Είναι γνωστό το περιστατικό με πρωταγωνιστή τον Ιουδαίο αυλικό Μαρδοχαίο, ο οποίος το 484 π.Χ. αποκάλυψε συνωμοσία κατά της ζωής του Ξέρξη. Μετά από δέκα χρόνια, ο Αμάν, ύπατος αξιωματούχος της αυλής, ετοίμαζε την εξόντωση του Μαρδοχαίου κι όλων των Ιουδαίων του Βασιλείου. Η Εσθήρ άσκησε όλη την επιρροή της στον βασιλιά να αλλάξει γνώμη. Πράγματι αυτό έγινε, όταν ο Ξέρξης ξαναθυμήθηκε την προ δεκαετίας πολύτιμη υπέρ της ζωής του υπηρεσία που του είχε προσφέρει ο Μαρδοχαίος. «Είπε δε Βουγαθάν (εβραϊκό κείμενο: Αρβωνά), ένας από τους ευνούχους, προς τον βασιλέα: Ιδού και ξύλο, πενήντα πήχεις ύψος, ετοίμασε Αμάν για τον Μαρδοχαίο, ο οποίος μίλησε για το καλό του βασιλιά, και στέκεται στο σπίτι του Αμάν. Είπε δε ο βασιλιάς: Κρεμάστε τον (σταυρωθήτω) πάνω σ’ αυτό. Και κρέμασαν τον Αμάν πάνω στο ξύλο» (Εσθήρ 7:9-10).
Η εποχή αυτή της Περσικής ακμής είναι για την ιστορία της σταύρωσης μεταβατική εποχή στην περιοχή της Ανατολής. Αρχίζει να εφαρμόζεται σαν θανατική ποινή βαρύτατης μορφής και όχι απλά σαν επίταση του ονειδισμού κάποιου, που είχε προηγουμένως θανατωθεί με άλλο τρόπο. Έτσι αποκρυσταλλώθηκε η σημασία του όρου «σταύρωση», που σήμαινε πλέον τη θανάτωση με την ανάρτηση κάποιου σε μονόξυλο σταυρό (ικρίωμα).
Στους Έλληνες και στους Ρωμαίους σταύρωση ονομαζόταν και ο ανασκολοπισμός. «Σκόλοψ» ήταν το θανατικό ξύλο, λεπτότατο και αιχμηρό στην πάνω του άκρη για να εισχωρεί ευκολότερα με τα χτυπήματα του πέλεκυ στα σπλάγχνα του ανασκολοπιζόμενου και να τον διαπερνά σουβλίζοντάς τον. Στη συνέχεια ο «σκόλοψ» στερεωνόταν στο έδαφος. Από τη διάτρηση αυτή μπορεί κάποιος να φανταστεί τη φλόγωση των σπλάγχνων και τη δριμύτητα των πόνων. Το μόνο ελαφρυντικό αυτού του μαρτυρίου ήταν ότι ο θάνατος ερχόταν ταχύτερα από τη συνήθη σταύρωση.
Και αυτοί που σταυρώνονταν και αυτοί που ανασκολοπίζονταν, εφόσον έμεναν εκτεθειμένοι πάνω στο ξύλο, γίνονταν βορά των γυπών και των αρπακτικών ορνέων.
4) Οι Έλληνες γνώρισαν τη σταύρωση και με την αρχαία μορφή θανάτωσης με την ανάρτηση πάνω σε μονόξυλο, και με τη μορφή του ανασκολοπισμού, ήδη από τον 6ο π.Χ. αιώνα στη Μ. Ασία από τους ανατολικούς λαούς.
Στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, ο βασιλιάς Κρέων απειλεί αυτούς που φρουρούσαν το πτώμα του Πολυνείκη: «Δεν θα είναι αρκετός μόνος ο Άδης για σας, αλλά θα σας κρεμάσω πρώτα ζωντανούς ώσπου να μου φανερώσετε ποιος έκανε αυτή την αισχρή πράξη» (Αντιγόνη, 308-309).
Ο σταυρός και η σταύρωση στους Ρωμαίους
Στο ρωμαϊκό κράτος η ιστορία της σταύρωσης παρουσιάζει άφθονες περιπτώσεις, γιατί για την ποινική αυτή πράξη έχουμε πάρα πολλές μαρτυρίες και γιατί το Ρωμαϊκό Δίκαιο, που αποτέλεσε την πηγή και τη βάση όλων των μετέπειτα Δικαίων, ερευνήθηκε κι ερευνάται ακόμα και σήμερα περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο Δίκαιο.
Οι Ρωμαίοι διέκριναν τα εγκλήματα: α) σε criminal capitalia, τα οποία τιμωρούνταν με κάποια poena capitalis, δηλαδή με κάποια ποινή που στερούσε τον κατάδικο και από την προσωπική του κατάσταση (status) και τη ζωή του, εξαφανίζοντας και την ηθική του υπόσταση και τη φυσική του ύπαρξη, και β) σε delicta publica, τα οποία διώκονταν από τη δημόσια κατηγορία (accusatio publica), σαν εγκλήματα που πρόσβαλλαν την κοινή ασφάλεια.
Στην Καινή Διαθήκη περιέχονται αρκετές πληροφορίες για τη προφυλάκιση των κατηγορουμένων και τον τρόπο διαβίωσης στις φυλακές. Όσοι συλλαμβάνονταν προφυλακίζονταν μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσή τους (Πράξεις 12:4). Μπορούσαν μάλιστα να εκμισθώνουν δικό τους διαμέρισμα, όπου εξέτιαν την προφυλάκισή τους (Πράξεις 28:16), και να δέχονται επισκέψεις, κατά τις οποίες συνομιλούσαν ελεύθερα (Πράξεις 28:30-31) και μέσω των οποίων επικοινωνούσαν με τον έξω κόσμο (Ματθαίος 11:2-4, Πράξεις 24:23, Φιλιππισίους 1:12). Από τον Ιησού Χριστό επιβάλλονταν τέτοιες επισκέψεις σε όσους βρίσκονταν στις φυλακές, σαν εκδήλωση φιλαλληλίας και χριστιανικής αγάπης (Ματθαίος 25:36). Οι κρατούμενοι μπορούσαν να ψάλλουν στα κελιά τους (Πράξεις 16:25). Επίσημους κρατουμένους, των οποίων η απόδραση θα είχε συνέπειες, τους έδεναν με αλυσίδες (Πράξεις 28:20, Εφεσίους 6:20, Φιλήμονας 9, Κολοσσαείς 4:3,18), στις οποίες δένονταν μαζί του και οι φρουροί εναλλάξ (Πράξεις 12:6), άλλοι δε φρουροί φρουρούσαν τις πόρτες εσωτερικά κι εξωτερικά (Πράξεις 12:10). Αν υπήρχε ανάγκη, έπαιρναν ακόμα πιο αυστηρά μέτρα φρούρησης (Πράξεις 12:4, 16:24).
Οι πριν από τη σταύρωση θανατικές ποινές ήταν:
1) Η κρήμνιση από την Ταρπηία πέτρα. Πριν την περίοδο της Δημοκρατίας (510 π.Χ.), η θανατική ποινή εκτελείτο με την κατακρήμνιση του κατάδικου από υψηλό βράχο, στη Ρώμη από την Ταρπηία πέτρα.
2) Η furca (φούρκα). Η στήριγξ, στην ελληνική γλώσσα, ήταν τριγωνική σύνθεση τριών ξύλων, βρισκόταν συνήθως στα αγροκτήματα και χρησίμευε για τη στήριξη του άξονα των τροχοφόρων, όταν δεν ήταν ζεμένα στα ζώα. Το απλό και αθώο αυτό αγροτικό αντικείμενο, λόγω του ότι ήταν πρόχειρο και άφθονο στην ύπαιθρο, χρησίμευε σαν μέσο τιμωρίας των δούλων, που όμως στην αρχή δεν έφτανε μέχρι τη θανάτωση. Δεν ήταν θανατική, αλλά μόνο διαπομπευτική, χλευαστική, ατιμωτική ή απλώς πειθαρχική ποινή που εφαρμοζόταν στους δούλους. Τους ξεγύμνωναν, πάνω στον τράχηλό τους τοποθετούσαν την πάνω γωνία της furca, στους δυο πλάγιους δοκούς έδενε με σχοινί ο ραβδούχος (lictor) τα μπράτσα του δούλου, έτσι ώστε η υποτείνουσα του τριγώνου να είναι προς τα εμπρός. Έτσι το θύμα, σκύβοντας από το βάρος της, διαπομπευόταν εκτεθειμένος σε γέλια και χλευασμούς, «καλείτο δε furcifer» (Πλούταρχος, Γάιος Μάρκιος Κοριολανός, 24). Αυτή η τιμωρία θεωρείτο πολύ εξευτελιστική, επειδή στερούσε από αυτόν που τιμωρείτο κάθε τιμή και εμπιστοσύνη.
Αργότερα, για να αυξηθεί η ατίμωση, η ad furcam damnatio συνδυάστηκε με ραβδισμούς (virgis verberatio), οι οποίοι, σε ηλικία πέρα από την εφηβική, θεωρούνταν πολύ προσβλητικοί και ατιμωτικοί. Για ακόμα μεγαλύτερη αύξηση της ατίμωσης συνδυάστηκε με μαστίγωση (verberatio, flagellatio), η οποία, όταν οι δούλοι είχαν υποπέσει σε θανάσιμο έγκλημα, συνεχιζόταν μέχρι θανάτωσης.3) Το patibulum (πατίμπουλουμ). Όσο πρόχειρη ήταν η furca στην ύπαιθρο, τόσο πρόχειρο ήταν στις πόλεις το patibulum. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα patere (είναι ανοικτό) και δηλώνει κατά αντίφραση (a non patendo, είναι στο μη ανοικτό), το κλείστρο, αυτό που στην ύπαιθρο χρησιμοποιείται με την ονομασία μάνταλο, το επίμηκες ξύλο με το οποίο οι αρχαίοι Ρωμαίοι και μερικοί από τους ανατολικούς λαούς ασφάλιζαν εσωτερικά τις πόρτες σε όλο το μήκος τους. Αυτό ή παρόμοιο ξύλο τοποθετούσαν στη ράχη του θύματος και τα τεντωμένα μπράτσα του έδεναν στα άκρα από τη μια και την άλλη μεριά. Το θύμα κάτω από το βάρος του patibulum κι ενώ μαστιγωνόταν, περιφερόταν δια μέσου του όχλου, εκτεθειμένο στη χλεύη, την περιφρόνηση και τον εξευτελισμό. Συνήθως το θύμα υπέκυπτε σύντομα στον βασανισμό αυτόν.
[1] Μετάφραση από το αρχαίο κείμενο, από τον Κ. Αραπόπουλο.
[2] Μετάφραση από το εβραϊκό κείμενο, από τον Αθ. Χαστούπη.
[3] Μετάφραση από το αρχαίο κείμενο, από τον Κ. Αραπόπουλο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου