Η μεγάλη «ανησυχία» και σπουδή των δυτικοευρωπαϊκών κρατών για την αναγνώριση της Δημοκρατίας των Σκοπίων με το όνομα Μακεδονία, αφήνει να διαφανούν δυο βασικά στοιχεία:
Πρώτον, ότι η διεθνής κοινότητα αγνοεί τις αδιάσειστες ιστορικές αποδείξεις που με ουσιαστικό τρόπο αποδεικνύουν την ελληνικότητα του όρου και του χώρου της Μακεδονίας. Φαίνεται ότι δίνουν βάση στους ανόητους τρόπους που χρησιμοποιούν οι ιθύνοντες του κρατιδίου (ο Αλέξανδρος «δικός τους», στα χαρτονομίσματα ο Λευκός Πύργος κι η λέξη Ιλιάδα), για να συνδεθούν με το παρελθόν. Έτσι, παρά τις διακηρύξεις ότι η αναγνώριση του με το όνομα Μακεδονία, θα αποτελέσει σταθεροποιητικό παράγοντα στην περιοχή, το βέβαιο είναι ότι το κομμουνιστικό κατασκεύασμα του Josip Broz Tito δεν έχει μεγάλες ελπίδες επιβίωσης, αφού είναι μικρό, πάμπτωχο κι ανομοιογενές εθνικά. Αντίθετα, θα χρησιμεύσει σαν αποσταθεροποιητικός παράγοντας στην περιοχή (πρόβλημα με Ελλάδα, μειονότητες, «μουσουλμανικό τόξο»), δεδομένου μάλιστα ότι ήδη Τούρκοι αξιωματικοί εκπαιδεύουν τον τοπικό στρατό που εξοπλίζεται με τουρκικά όπλα. Αλλά, πάντοτε, οποιαδήποτε τοπική ανησυχία κινεί το εμπόριο και τις «δουλειές» γενικότερα...
Δεύτερον, ότι η διεθνής κοινότητα αποδεικνύει ότι οι αρχές του Ευαγγελίου ξεχάστηκαν κι ότι η Ευρώπη κι η Αμερική χρειάζεται να γίνουν πλέον ιεραποστολικός αγρός έντονης προσπάθειας.
Θέλουμε καταρχήν να αναφερθούμε σ’ ένα στοιχείο του 1978, όταν ο αείμνηστος καθηγητής Μανώλης Ανδρόνικος ανασκάπτοντας τη «Μεγάλη Τούμπα», το λόφο που σκέπαζε τους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας, ανακάλυψε θραύσματα από επιτύμβιες στήλες που χρησίμευσαν σαν υλικό γι’ αυτήν την επιχωμάτωση. Οι στήλες έφεραν το όνομα του νεκρού και του πατέρα του. Με την ιστορική χρονολόγηση και την απλή λογική τα ονόματα αυτά ανάγονται στο 410-400 π.Χ. Αυτά τα ονόματα «είναι πρόδηλο πως στο σύνολό τους είναι ελληνικά ή ακριβέστερα έχουν αναντίρρητη ελληνική ρίζα». Η Μακεδονία πριν από 2.500 χρόνια ήταν Ελλάδα.
Η συνέχεια είναι γνωστή: ο Φίλιππος, ο Μέγας Αλέξανδρος, οι κατακτήσεις του στην Ανατολή κι ο εκπολιτισμός της, με ταυτόχρονη καθιέρωση της ελληνικής γλώσσας σαν διεθνή γλώσσα της εποχής.
Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων αιώνων της Οθωμανικής κατάκτησης, η λέξη Μακεδονία ήταν όρος γεωγραφικός και όχι εθνολογικός και υποδήλωνε την περιοχή της Βαλκανικής μεταξύ Μαυροβούνιου, Αχρίδας, Γράμμου, Ολύμπου, Χαλκιδικής, Νέστου, Πιρίν και του όρους Οσογκόφσκα. Αυτή η μεγάλη περιοχή διαμοιράστηκε μετά τους βαλκανικούς πολέμους (1912-1913), με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913), μεταξύ της Ελλάδας, της Σερβίας και της Βουλγαρίας. Τα τμήματα έλαβαν τους γιουγκοσλαβικής επινόησης τίτλους: Μακεδονία του Αιγαίου (Ελλάδα), Μακεδονία του Πιρίν (Βουλγαρία), και Μακεδονία του Αξιού-Βαρδάρη (Σερβία), εξ ου και οι προσπάθειες για επανένωση της Μακεδονίας και οι αξιώσεις στο όνομα, αφού π.χ. γι’ αυτούς υπάρχει και Μακεδονία προς Βορρά (Αξιού).
Οι διεκδικήσεις αυτές άρχισαν τον 19ο αιώνα, αλλά με διαφορετική μορφή. Η Βουλγαρία προσπάθησε πάντα να αποκτήσει πρόσβαση στο Αιγαίο και το 1893 ιδρύθηκε στη Σόφια η «Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση» με στόχο την αυτονομία της Μακεδονίας. Τρία χρόνια μετά ιδρύθηκε η «Εξωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση» (Βαρχόβνα Μακεντόσκα Οργκανιζάτσια) που ζητούσε την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Αυτές όμως οι δυο οργανώσεις δεν έκανα καμιά μνεία μειονότητας. Η διαφορά τους ήταν η αυτονόμηση ή η προσάρτηση.
Ποιος ήταν όμως ο αερώδης πυρήνας της συζήτησης περί μειονότητας, που τόσο μεγάλη διάσταση πήρε αργότερα; Σε ορισμένα χωριά της Μακεδονίας μιλιόταν (σε ορισμένα σημεία ακόμα και σήμερα) ένα ιδίωμα σλάβικης προέλευσης με μεγάλη συγγένεια προς τη βουλγαρική γλώσσα, αλλά με άφθονα ελληνικά, τούρκικα, σέρβικα, βλάχικα και αλβανικά στοιχεία. «Άφθονα» είναι τρόπος έκφρασης, γιατί το λεξιλόγιο του παρά ταύτα είναι πολύ φτωχό και μάλιστα μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε μόνο προφορική χρήση.
Είναι σίγουρο ότι οι αλλεπάλληλες φυλές που πέρασαν από την Ελλάδα άφησαν τα κατάλοιπα στη γλώσσα και στα έθιμα. Το γεγονός ότι οι κάτοικοι του Μετσόβου μιλάνε κουτσοβλάχικα ή η προγιαγιά κάποιου αποκλειστικά αρβανίτικα ή ο καπετάν Γκόνος, οπλαρχηγός του Μακεδονικού αγώνα, μιλούσε αυτή τη διάλεκτο, δεν τους κάνει λιγότερο Έλληνες από όλους τους άλλους. Αυτοί οι σλαβόφωνοι ήταν κι αισθάνονται, ανάλογα με την καταγωγή τους, Έλληνες ή Βούλγαροι, αλλά όχι «Μακεδόνες».
Στην περίοδο του Μακεδονικού αγώνα 1903-1910 υπήρξε προσπάθεια προσεταιρισμού των πληθυσμών από μέρους των Βουλγάρων για τους λόγους που προαναφέραμε.
Αργότερα, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ο μύθος περί μακεδονικού έθνους που έχριζε απελευθέρωσης, έγινε του συρμού και πλάστηκε από κομμουνιστικές οργανώσεις στη Βουλγαρία (1921), σύνθημα που παρέλαβε του ΚΚΕ (1924), αλλά όχι το Κ.Κ. Σερβίας, παρότι, όπως τα άλλα, διατάχθηκε από την Κομμουνιστική Διεθνή.
Ο λόγος για «συρμό» μάς οδηγεί να ανοίξουμε μια μικρή ενδιαφέρουσα παρένθεση. Ο γνωστός λογοτέχνης Στρατής Μυριβήλης έγραψε το 1923-24 το αντιπολεμικό του μυθιστόρημα «Η ζωή εν τάφω», όπου κατέγραψε τις εντυπώσεις του από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις σελίδες του αναφέρει ότι φιλοξενήθηκε σε σπίτι χωρικών της περιοχής Μοναστηριού, που μιλούσαν αυτή τη διάλεκτο και δήλωναν όχι Έλληνες ή Σέρβοι ή Βούλγαροι, αλλά «Μακεντόν Ορτοντόξ», όρος που παραλήφθηκε από τις μετέπειτα εκδόσεις (ο Μυριβήλης θέλησε κι έγινε Ακαδημαϊκός). Ήταν η εποχή που οι απόψεις από διάφορες πλευρές γι’ αυτό το θέμα έβρισκαν απήχηση.
Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τη σκυτάλη των διεκδικήσεων στο θέμα της Μακεδονίας πήρε κατά κύριο λόγο η Γιουγκοσλαβία του Τίτο, που με δικαιολογία την απελευθέρωση των «υπόδουλων» Μακεδόνων, ίδρυσε τη γνωστή Ομόσπονδη Λαϊκή Δημοκρατία που έπαιξε το ρόλο της στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο.[1] Στη συνέχεια ο Τίτο χρησιμοποίησε ολόκληρο επιτελείο γλωσσολόγων που εργάστηκαν σκληρά για να δημιουργήσουν γλώσσα γραπτή από αυτό το ιδίωμα δανειζόμενοι, για να την εμπλουτίσουν, ρωσικές και σερβικές λέξεις, απομακρύνοντάς το από τη βουλγαρική (χωρίς επιτυχία) και χρησιμοποιώντας σαν βάση το ιδίωμα του Πριλέπ (Πρίλεπος), μιας πολίχνης της περιοχής του Μοναστηριού. Έκτοτε, η συνεχής πλύση εγκεφάλου των κατοίκων από το καθεστώς βοήθησε ώστε να αποκτήσουν οι νεότεροι, κυρίως, την επιθυμητή από τον Τίτο «μακεδονική» συνείδηση. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με στοιχεία εξακολουθούν να υπάρχουν εθνικιστικές διαφορές στην περιοχή (Αλβανοί, Σέρβοι, Μαυροβούνιοι, Βούλγαροι), ενώ υπάρχει κι ελληνική μειονότητα, που σύμφωνα με κρυφή απογραφή, που έκαναν τα Σκόπια, ανέρχεται στο 18,6% του πληθυσμού.
Αν κάποιος ξένος προς τα ελληνικά πράγματα διαβάσει την Αγία Γραφή θα καταλήξει σε ορισμένα ουσιαστικά συμπεράσματα όσον αφορά την ελληνικότητα της Μακεδονίας και τη λανθασμένη χρήση του ονόματος αυτού από τους βόρειους γείτονές μας. Στον προφήτη Δανιήλ (6ος π.Χ. αι.) διαβάζουμε ότι στις οράσεις του είδε έναν τράγο να σαρώνει τα πάντα. Ο τράγος αυτός είναι ο βασιλιάς της Ελλάδας (Δανιήλ 8:21), και κατά γενική αποδοχή είναι ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας, που κατέκτησε όλη την Ανατολή στο πέρασμά του. Η Ελλάδα ταυτίζεται με την Μακεδονία.
Ο απόστολος των εθνών Παύλος, όταν βρισκόταν στην Τρωάδα, κατά τη διάρκεια της νύκτας, είδε ένα όραμα: έναν Μακεδόνα που τον παρακαλούσε λέγοντάς του: «Διάβα στη Μακεδονία και βοήθησέ μας» (Πράξ.16:9). Και ακολουθεί το εξής δρομολόγιο: Σαμοθράκη, Νεάπολη (σημερινή Καβάλα), Φίλιπποι. Εκεί την ημέρα του Σαββάτου γνωρίζει κοντά στο ποτάμι τη Λυδία, που πιστεύει και βαπτίζεται με την οικογένειά της. Εδώ μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η πρώτη εκκλησία της Ευρώπης, που ιδρύθηκε από τον Παύλο, δημιουργήθηκε στη Μακεδονία, στην αδιαμφισβήτητα ελληνική και μοναδική Μακεδονία. Συνεχίζοντας το ταξίδι του πέρασε από την Αμφίπολη και την Απολλωνία κι έφτασε στη Θεσσαλονίκη, όπου έμεινε λίγες εβδομάδες. Ο επόμενος σταθμός του ήταν η Βέροια κι από την παραλία απέπλευσε για την Αθήνα. Ο Παύλος ταξίδεψε στους αρχαίους ρωμαϊκούς δρόμους στην επικράτεια της σημερινής Μακεδονίας, ίδρυσε εκκλησίες, έστειλε επιστολές από και προς αυτές, έδειξε την πατρική του αγάπη. Για τον Παύλο η Μακεδονία έγινε η ιερή γη (Jecobus) της Ευρώπης, όπου πρώτα έσπειρε το θείο λόγο, το Ευαγγέλιο.
Η προσπάθεια όλων εκείνων που θέλουν να δώσουν ένα ξένο όνομα στο κράτος των Σκοπίων, μπορεί να ευοδωθεί. Αποδεικνύει όμως την αγνωσία τους, όσον αφορά βασικά κεφάλαια της Ιστορίας, την αδιαφορία τους προς τις ευαισθησίες ενός λαού φίλου και συμμάχου, καθώς και τις μικροπολιτικές σκοπιμότητες που απασχολούν πολλές φορές τα μεγάλα και ισχυρά κράτη.
Αποδεικνύει τη μεγάλη σημασία που έχει η Τουρκία και η επιρροή της στους Μουσουλμάνους των Βαλκανίων, τα ανθρώπινα δικαιώματα των οποίων στηρίζονται από τη Δύση και βεβαίως από την Τουρκία, που είναι «πρωταθλήτρια» στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως δηλώνει περιχαρής η προς δυσμάς Υπερδύναμη...
Το Ευαγγέλιο, το ευαγγέλιο όλων των πιστών Χριστιανών του κόσμου θα διακηρύττει αιώνια την έκκληση του Μακεδόνα, την πίστη της Λυδίας στο ποτάμι των Φιλίππων και το πρώτο ευλογημένο ταξίδι του Παύλου στη Μακεδονία, όπου το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού κηρύχθηκε και δοξάστηκε: Νεάπολη, Φίλιπποι, Αμφίπολη, Απολλωνία, Θεσσαλονίκη, Βέροια.
Πρώτον, ότι η διεθνής κοινότητα αγνοεί τις αδιάσειστες ιστορικές αποδείξεις που με ουσιαστικό τρόπο αποδεικνύουν την ελληνικότητα του όρου και του χώρου της Μακεδονίας. Φαίνεται ότι δίνουν βάση στους ανόητους τρόπους που χρησιμοποιούν οι ιθύνοντες του κρατιδίου (ο Αλέξανδρος «δικός τους», στα χαρτονομίσματα ο Λευκός Πύργος κι η λέξη Ιλιάδα), για να συνδεθούν με το παρελθόν. Έτσι, παρά τις διακηρύξεις ότι η αναγνώριση του με το όνομα Μακεδονία, θα αποτελέσει σταθεροποιητικό παράγοντα στην περιοχή, το βέβαιο είναι ότι το κομμουνιστικό κατασκεύασμα του Josip Broz Tito δεν έχει μεγάλες ελπίδες επιβίωσης, αφού είναι μικρό, πάμπτωχο κι ανομοιογενές εθνικά. Αντίθετα, θα χρησιμεύσει σαν αποσταθεροποιητικός παράγοντας στην περιοχή (πρόβλημα με Ελλάδα, μειονότητες, «μουσουλμανικό τόξο»), δεδομένου μάλιστα ότι ήδη Τούρκοι αξιωματικοί εκπαιδεύουν τον τοπικό στρατό που εξοπλίζεται με τουρκικά όπλα. Αλλά, πάντοτε, οποιαδήποτε τοπική ανησυχία κινεί το εμπόριο και τις «δουλειές» γενικότερα...
Δεύτερον, ότι η διεθνής κοινότητα αποδεικνύει ότι οι αρχές του Ευαγγελίου ξεχάστηκαν κι ότι η Ευρώπη κι η Αμερική χρειάζεται να γίνουν πλέον ιεραποστολικός αγρός έντονης προσπάθειας.
Θέλουμε καταρχήν να αναφερθούμε σ’ ένα στοιχείο του 1978, όταν ο αείμνηστος καθηγητής Μανώλης Ανδρόνικος ανασκάπτοντας τη «Μεγάλη Τούμπα», το λόφο που σκέπαζε τους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας, ανακάλυψε θραύσματα από επιτύμβιες στήλες που χρησίμευσαν σαν υλικό γι’ αυτήν την επιχωμάτωση. Οι στήλες έφεραν το όνομα του νεκρού και του πατέρα του. Με την ιστορική χρονολόγηση και την απλή λογική τα ονόματα αυτά ανάγονται στο 410-400 π.Χ. Αυτά τα ονόματα «είναι πρόδηλο πως στο σύνολό τους είναι ελληνικά ή ακριβέστερα έχουν αναντίρρητη ελληνική ρίζα». Η Μακεδονία πριν από 2.500 χρόνια ήταν Ελλάδα.
Η συνέχεια είναι γνωστή: ο Φίλιππος, ο Μέγας Αλέξανδρος, οι κατακτήσεις του στην Ανατολή κι ο εκπολιτισμός της, με ταυτόχρονη καθιέρωση της ελληνικής γλώσσας σαν διεθνή γλώσσα της εποχής.
Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων αιώνων της Οθωμανικής κατάκτησης, η λέξη Μακεδονία ήταν όρος γεωγραφικός και όχι εθνολογικός και υποδήλωνε την περιοχή της Βαλκανικής μεταξύ Μαυροβούνιου, Αχρίδας, Γράμμου, Ολύμπου, Χαλκιδικής, Νέστου, Πιρίν και του όρους Οσογκόφσκα. Αυτή η μεγάλη περιοχή διαμοιράστηκε μετά τους βαλκανικούς πολέμους (1912-1913), με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913), μεταξύ της Ελλάδας, της Σερβίας και της Βουλγαρίας. Τα τμήματα έλαβαν τους γιουγκοσλαβικής επινόησης τίτλους: Μακεδονία του Αιγαίου (Ελλάδα), Μακεδονία του Πιρίν (Βουλγαρία), και Μακεδονία του Αξιού-Βαρδάρη (Σερβία), εξ ου και οι προσπάθειες για επανένωση της Μακεδονίας και οι αξιώσεις στο όνομα, αφού π.χ. γι’ αυτούς υπάρχει και Μακεδονία προς Βορρά (Αξιού).
Οι διεκδικήσεις αυτές άρχισαν τον 19ο αιώνα, αλλά με διαφορετική μορφή. Η Βουλγαρία προσπάθησε πάντα να αποκτήσει πρόσβαση στο Αιγαίο και το 1893 ιδρύθηκε στη Σόφια η «Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση» με στόχο την αυτονομία της Μακεδονίας. Τρία χρόνια μετά ιδρύθηκε η «Εξωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση» (Βαρχόβνα Μακεντόσκα Οργκανιζάτσια) που ζητούσε την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Αυτές όμως οι δυο οργανώσεις δεν έκανα καμιά μνεία μειονότητας. Η διαφορά τους ήταν η αυτονόμηση ή η προσάρτηση.
Ποιος ήταν όμως ο αερώδης πυρήνας της συζήτησης περί μειονότητας, που τόσο μεγάλη διάσταση πήρε αργότερα; Σε ορισμένα χωριά της Μακεδονίας μιλιόταν (σε ορισμένα σημεία ακόμα και σήμερα) ένα ιδίωμα σλάβικης προέλευσης με μεγάλη συγγένεια προς τη βουλγαρική γλώσσα, αλλά με άφθονα ελληνικά, τούρκικα, σέρβικα, βλάχικα και αλβανικά στοιχεία. «Άφθονα» είναι τρόπος έκφρασης, γιατί το λεξιλόγιο του παρά ταύτα είναι πολύ φτωχό και μάλιστα μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε μόνο προφορική χρήση.
Είναι σίγουρο ότι οι αλλεπάλληλες φυλές που πέρασαν από την Ελλάδα άφησαν τα κατάλοιπα στη γλώσσα και στα έθιμα. Το γεγονός ότι οι κάτοικοι του Μετσόβου μιλάνε κουτσοβλάχικα ή η προγιαγιά κάποιου αποκλειστικά αρβανίτικα ή ο καπετάν Γκόνος, οπλαρχηγός του Μακεδονικού αγώνα, μιλούσε αυτή τη διάλεκτο, δεν τους κάνει λιγότερο Έλληνες από όλους τους άλλους. Αυτοί οι σλαβόφωνοι ήταν κι αισθάνονται, ανάλογα με την καταγωγή τους, Έλληνες ή Βούλγαροι, αλλά όχι «Μακεδόνες».
Στην περίοδο του Μακεδονικού αγώνα 1903-1910 υπήρξε προσπάθεια προσεταιρισμού των πληθυσμών από μέρους των Βουλγάρων για τους λόγους που προαναφέραμε.
Αργότερα, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ο μύθος περί μακεδονικού έθνους που έχριζε απελευθέρωσης, έγινε του συρμού και πλάστηκε από κομμουνιστικές οργανώσεις στη Βουλγαρία (1921), σύνθημα που παρέλαβε του ΚΚΕ (1924), αλλά όχι το Κ.Κ. Σερβίας, παρότι, όπως τα άλλα, διατάχθηκε από την Κομμουνιστική Διεθνή.
Ο λόγος για «συρμό» μάς οδηγεί να ανοίξουμε μια μικρή ενδιαφέρουσα παρένθεση. Ο γνωστός λογοτέχνης Στρατής Μυριβήλης έγραψε το 1923-24 το αντιπολεμικό του μυθιστόρημα «Η ζωή εν τάφω», όπου κατέγραψε τις εντυπώσεις του από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις σελίδες του αναφέρει ότι φιλοξενήθηκε σε σπίτι χωρικών της περιοχής Μοναστηριού, που μιλούσαν αυτή τη διάλεκτο και δήλωναν όχι Έλληνες ή Σέρβοι ή Βούλγαροι, αλλά «Μακεντόν Ορτοντόξ», όρος που παραλήφθηκε από τις μετέπειτα εκδόσεις (ο Μυριβήλης θέλησε κι έγινε Ακαδημαϊκός). Ήταν η εποχή που οι απόψεις από διάφορες πλευρές γι’ αυτό το θέμα έβρισκαν απήχηση.
Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τη σκυτάλη των διεκδικήσεων στο θέμα της Μακεδονίας πήρε κατά κύριο λόγο η Γιουγκοσλαβία του Τίτο, που με δικαιολογία την απελευθέρωση των «υπόδουλων» Μακεδόνων, ίδρυσε τη γνωστή Ομόσπονδη Λαϊκή Δημοκρατία που έπαιξε το ρόλο της στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο.[1] Στη συνέχεια ο Τίτο χρησιμοποίησε ολόκληρο επιτελείο γλωσσολόγων που εργάστηκαν σκληρά για να δημιουργήσουν γλώσσα γραπτή από αυτό το ιδίωμα δανειζόμενοι, για να την εμπλουτίσουν, ρωσικές και σερβικές λέξεις, απομακρύνοντάς το από τη βουλγαρική (χωρίς επιτυχία) και χρησιμοποιώντας σαν βάση το ιδίωμα του Πριλέπ (Πρίλεπος), μιας πολίχνης της περιοχής του Μοναστηριού. Έκτοτε, η συνεχής πλύση εγκεφάλου των κατοίκων από το καθεστώς βοήθησε ώστε να αποκτήσουν οι νεότεροι, κυρίως, την επιθυμητή από τον Τίτο «μακεδονική» συνείδηση. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με στοιχεία εξακολουθούν να υπάρχουν εθνικιστικές διαφορές στην περιοχή (Αλβανοί, Σέρβοι, Μαυροβούνιοι, Βούλγαροι), ενώ υπάρχει κι ελληνική μειονότητα, που σύμφωνα με κρυφή απογραφή, που έκαναν τα Σκόπια, ανέρχεται στο 18,6% του πληθυσμού.
Αν κάποιος ξένος προς τα ελληνικά πράγματα διαβάσει την Αγία Γραφή θα καταλήξει σε ορισμένα ουσιαστικά συμπεράσματα όσον αφορά την ελληνικότητα της Μακεδονίας και τη λανθασμένη χρήση του ονόματος αυτού από τους βόρειους γείτονές μας. Στον προφήτη Δανιήλ (6ος π.Χ. αι.) διαβάζουμε ότι στις οράσεις του είδε έναν τράγο να σαρώνει τα πάντα. Ο τράγος αυτός είναι ο βασιλιάς της Ελλάδας (Δανιήλ 8:21), και κατά γενική αποδοχή είναι ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας, που κατέκτησε όλη την Ανατολή στο πέρασμά του. Η Ελλάδα ταυτίζεται με την Μακεδονία.
Ο απόστολος των εθνών Παύλος, όταν βρισκόταν στην Τρωάδα, κατά τη διάρκεια της νύκτας, είδε ένα όραμα: έναν Μακεδόνα που τον παρακαλούσε λέγοντάς του: «Διάβα στη Μακεδονία και βοήθησέ μας» (Πράξ.16:9). Και ακολουθεί το εξής δρομολόγιο: Σαμοθράκη, Νεάπολη (σημερινή Καβάλα), Φίλιπποι. Εκεί την ημέρα του Σαββάτου γνωρίζει κοντά στο ποτάμι τη Λυδία, που πιστεύει και βαπτίζεται με την οικογένειά της. Εδώ μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η πρώτη εκκλησία της Ευρώπης, που ιδρύθηκε από τον Παύλο, δημιουργήθηκε στη Μακεδονία, στην αδιαμφισβήτητα ελληνική και μοναδική Μακεδονία. Συνεχίζοντας το ταξίδι του πέρασε από την Αμφίπολη και την Απολλωνία κι έφτασε στη Θεσσαλονίκη, όπου έμεινε λίγες εβδομάδες. Ο επόμενος σταθμός του ήταν η Βέροια κι από την παραλία απέπλευσε για την Αθήνα. Ο Παύλος ταξίδεψε στους αρχαίους ρωμαϊκούς δρόμους στην επικράτεια της σημερινής Μακεδονίας, ίδρυσε εκκλησίες, έστειλε επιστολές από και προς αυτές, έδειξε την πατρική του αγάπη. Για τον Παύλο η Μακεδονία έγινε η ιερή γη (Jecobus) της Ευρώπης, όπου πρώτα έσπειρε το θείο λόγο, το Ευαγγέλιο.
Η προσπάθεια όλων εκείνων που θέλουν να δώσουν ένα ξένο όνομα στο κράτος των Σκοπίων, μπορεί να ευοδωθεί. Αποδεικνύει όμως την αγνωσία τους, όσον αφορά βασικά κεφάλαια της Ιστορίας, την αδιαφορία τους προς τις ευαισθησίες ενός λαού φίλου και συμμάχου, καθώς και τις μικροπολιτικές σκοπιμότητες που απασχολούν πολλές φορές τα μεγάλα και ισχυρά κράτη.
Αποδεικνύει τη μεγάλη σημασία που έχει η Τουρκία και η επιρροή της στους Μουσουλμάνους των Βαλκανίων, τα ανθρώπινα δικαιώματα των οποίων στηρίζονται από τη Δύση και βεβαίως από την Τουρκία, που είναι «πρωταθλήτρια» στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως δηλώνει περιχαρής η προς δυσμάς Υπερδύναμη...
Το Ευαγγέλιο, το ευαγγέλιο όλων των πιστών Χριστιανών του κόσμου θα διακηρύττει αιώνια την έκκληση του Μακεδόνα, την πίστη της Λυδίας στο ποτάμι των Φιλίππων και το πρώτο ευλογημένο ταξίδι του Παύλου στη Μακεδονία, όπου το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού κηρύχθηκε και δοξάστηκε: Νεάπολη, Φίλιπποι, Αμφίπολη, Απολλωνία, Θεσσαλονίκη, Βέροια.
[1] Ας σημειωθεί ότι η γειτονική χώρα έκανε πολιτική συστηματικού αφελληνισμού της περιοχής από το 1912, εκδιώκοντας την Ελληνική κοινότητα της Ν. Σερβίας-Σκόπια που ανθούσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου