ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Προς τα τέλη του ’60, δεν ήταν μόνο η αναζήτηση ξυλείας για τους φράκτες και τις κατασκευές τους που έσπρωχνε τους χωρικούς να ανηφορίζουν καθημερινά μέχρι τα Καλαμίτσια. Κάθε πόρτα που ξήλωναν από το παλάτι, κάθε παράθυρο, ακόμα και τα ξύλινα πατώματα αποτελούσαν πειστήρια της αρχής του τέλους αιώνων καταπίεσης. Γενιές και γενιές έζησαν στη σκιά του παλατιού. Τα βράδια στα γειτονικά χωριά οι συζητήσεις, γύρω απ’ τη φωτιά, κρατούσαν τις μνήμες ζωντανές και σιγά-σιγά στην ψυχή των ντόπιων φώλιασε οργή και μίσος.
ΛΙΓΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ολόκληρος ο 18ος αιώνας είχε συνταραχθεί από εξεγέρσεις. Για την καταστολή τους οι Ιησουίτες μοναχοί έκριναν σκόπιμο να ζητήσουν ακόμα και τη βοήθεια των Τούρκων. Οι ντόπιοι, σε αντίθεση με τους μοναχούς του παλατιού, ζούσαν σε σπίτια χαμηλά. Μοχθούσαν και ίδρωναν σε μια γη άγονη και βραχώδη. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που παρά την ταπείνωση αναγκάστηκαν να δουλέψουν σαν κολίγοι στα πλούσια και εύφορα χωράφια που είχαν περιέλθει στα χέρια των μοναχών. Έσκαβαν την αφράτη γη που απλωνόταν από τα Καλαμίτσια μέχρι το χωριό Μέλανες και τα μάτια τους βούρκωναν, πότιζαν τα σπαρτά με την αγανάκτηση που ανάβλυζε από μέσα τους ότι αυτά τα κτήματα ήταν δικά τους, ως την μέρα που οι Ενετοί έδωσαν απλόχερα τις εκτάσεις τους στους καθολικούς ευπατρίδες.
Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα ο Σοζέ, για μερικούς υπήρξε ιδεολόγος και αθεράπευτα ρομαντικός και για άλλους ματαιόδοξος και επικίνδυνα σπάταλος. Κανένας όμως δε φάνηκε να αμφισβητεί τη φαντασία του. Βουνοπελεκητή τον αποκαλούσαν οι ντόπιοι. Το 1706 πέθανε πλήρης ημερών στο μέρος που αγάπησε όσο κανένα άλλο.
Μετά τη διάλυση του τάγματος των Ιησουιτών το 1773, το παλάτι παραχωρήθηκε στο τάγμα των Λαζαριστών. Η άρνησή τους όμως να διδάσκουν στους νέους την ελληνική γλώσσα, τους έφερε σε ρήξη με την αδελφότητα και γύρω στα 1877, αποχώρησαν οριστικά από το παλάτι. Μετά τους Λαζαριστές, το παλάτι άνοιξε τις πόρτες του στους Σελεστιανούς. Κι αυτοί με τη σειρά τους τις έκλεισαν πίσω τους το 1927. Δέκα χρόνια αργότερα, με δικαστική απόφαση, τα Καλαμίτσια επέστρεψαν στην αδελφότητα. Με δύο συνεχείς απαλλοτριώσεις το 1949 η ελληνική κυβέρνηση έδωσε τα Καλαμίτσια στο ελληνικό Δημόσιο και στη συνέχεια τα κτήματα μοιράστηκαν σε πολλούς άκληρους αγρότες.
ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΣΗΜΕΡΑ
Για να συναντήσουμε ό,τι απέμεινε από το ένδοξο παρελθόν του, αφήνουμε πίσω μας και τα τελευταία σπίτια των Μελάνων, του πανέμορφου χωριού που κοιμίζει εδώ και 2,5 χιλιετίες σ’ έναν από τους περιβόλους του τον περίφημο Κούρο. Στα αριστερά μας συναντάμε την αρχή ενός χωματόδρομου. Ο μικρός δρόμος δεν μας ταξιδεύει παραπάνω από 2 χλμ., γιατί εντελώς ξαφνικά ευθεία μπροστά μας και χαμηλά ξεπροβάλλει μια ρεματιά. Βυθισμένο στη ζεστή αγκαλιά της το ξεγυμνωμένο και διαπομπευμένο πέτρινο σώμα του παλατιού των Ιησουιτών παραμένει ακόμα σαγηνευτικό και επιβλητικό.
Ακολουθώντας το νερό που πηγάζει μέσα από ένα βράχο στα δεξιά μας, κατηφορίζουμε σε μια μικρή αλέα που τρέφει μερικές γέρικες ελιές. Το ρυάκι, για λίγα μέτρα αναποφάσιστο, ακολουθεί μια στριφογυριστή διαδρομή στην πάνω αυλή και ύστερα χάνεται στο υπόγειο του παλατιού.
Το νερό της πηγής δεν στερεύει ποτέ και παλαιότερα, αφού ζωντάνευε το ελαιοτριβείο που είχαν οι μοναχοί, ακολουθώντας την κλίση της ρεματιάς έβγαινε στην κάτω αυλή, όπου ο Σοζέ είχε χτίσει μια μεγάλη δεξαμενή για να το συγκεντρώνει. Οι Ιησουίτες χρησιμοποιούσαν πρωτοποριακές για την εποχή μεθόδους καλλιέργειας, παραγωγής και εκμετάλλευσης του λαδιού.
Για να ποτίζουν τους περίτεχνους κήπους τους και τα κτήματά τους οδηγούσαν με ένα προσεγμένο αρδευτικό σύστημα το νερό από τη δεξαμενή στα χωράφια. Σε παράταξη ένας πανύψηλος φοίνικας, που ακολουθείται από 3 κυπαρίσσια, αποτελούν σήμερα τα απομεινάρια του στρατού από δέντρα, θάμνους, λουλούδια, καλλωπιστικά φυτά, τεχνητές λίμνες και στοές που έζωναν το παλάτι.
Οι ακανθώδεις θάμνοι και μερικές αυτοφυείς φραγκοσυκιές, αδιάψευστοι μάρτυρες της εγκατάλειψης. Μερικές αυθάδικες περικοκλάδες χρησιμοποιούν την ψηλή κορμοστασιά του παλατιού για να αναρριχηθούν, αγριόχορτα φυτρώνουν στις οπές των πέτρινων τοίχων. Αρουραίοι και φίδια τρυπώνουν στις σκοτεινές κρυψώνες του. Ο αέρας λυσσομανάει ανεμπόδιστα στα δωμάτια, την κεντρική αίθουσα, τις αποθήκες. Το φως εισβάλλει από τα γυμνά παράθυρα που μοιάζουν με δεκάδες ζευγάρια μάτια διαρκώς απορημένα, πάνω σε τοίχους γερασμένους σαν πρόσωπα πελιδνά, φτιασιδωμένα με υλικά που από καιρό έχουν ξεφτίσει. Οι περιστεριώνες έχουν λουφάξει, το μικρό εκκλησάκι δεν το επισκέπτεται πια κανείς, το τεράστιο μαγειρείο, άοσμο, σου αφήνει μόνο την πικρή γεύση της εγκατάλειψης.
Κατεστραμμένη σε πολλά σημεία η στριφογυριστή εσωτερική σκάλα, υποκύπτοντας κι αυτή στη φθίνουσα πορεία του παλατιού, σε οδηγεί με κόπο, που μαρτυρούν τα τριξίματα σε κάθε πάτημα, μέχρι το υπόγειο. Κάποτε οι στρογγυλεμένες καμπύλες της οδηγούσαν στα ψηλότερα πατώματα όπου βρίσκονταν τα υπνοδωμάτια το οποία έχουν πια καταστραφεί. Μερικά δοκάρια που στέκουν ακόμα στην οροφή χωρίζουν τον ουρανό στα δύο πάνω από τα κεφάλια μας και βουβά μας απειλούν.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κάθε πέτρα εναποθέτει πεισματικά το βάρος της σε κάποια άλλη και όλες μαζί σηκώνουν αιώνες τώρα το βαρύ φορτίο της ύπαρξης του παλατιού που χτίστηκε από μισαλλοδοξία ή αγάπη (δεν έχει σημασία) και καταστράφηκε γιατί τελικά στη μισαλλοδοξία δεν βρέθηκε ποτέ το όριο.
Προς τα τέλη του ’60, δεν ήταν μόνο η αναζήτηση ξυλείας για τους φράκτες και τις κατασκευές τους που έσπρωχνε τους χωρικούς να ανηφορίζουν καθημερινά μέχρι τα Καλαμίτσια. Κάθε πόρτα που ξήλωναν από το παλάτι, κάθε παράθυρο, ακόμα και τα ξύλινα πατώματα αποτελούσαν πειστήρια της αρχής του τέλους αιώνων καταπίεσης. Γενιές και γενιές έζησαν στη σκιά του παλατιού. Τα βράδια στα γειτονικά χωριά οι συζητήσεις, γύρω απ’ τη φωτιά, κρατούσαν τις μνήμες ζωντανές και σιγά-σιγά στην ψυχή των ντόπιων φώλιασε οργή και μίσος.
ΛΙΓΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ολόκληρος ο 18ος αιώνας είχε συνταραχθεί από εξεγέρσεις. Για την καταστολή τους οι Ιησουίτες μοναχοί έκριναν σκόπιμο να ζητήσουν ακόμα και τη βοήθεια των Τούρκων. Οι ντόπιοι, σε αντίθεση με τους μοναχούς του παλατιού, ζούσαν σε σπίτια χαμηλά. Μοχθούσαν και ίδρωναν σε μια γη άγονη και βραχώδη. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που παρά την ταπείνωση αναγκάστηκαν να δουλέψουν σαν κολίγοι στα πλούσια και εύφορα χωράφια που είχαν περιέλθει στα χέρια των μοναχών. Έσκαβαν την αφράτη γη που απλωνόταν από τα Καλαμίτσια μέχρι το χωριό Μέλανες και τα μάτια τους βούρκωναν, πότιζαν τα σπαρτά με την αγανάκτηση που ανάβλυζε από μέσα τους ότι αυτά τα κτήματα ήταν δικά τους, ως την μέρα που οι Ενετοί έδωσαν απλόχερα τις εκτάσεις τους στους καθολικούς ευπατρίδες.
Με τη σύμβαση της 26ης Σεπτεμβρίου του 1627, η αδελφότητα του Τιμίου Σταυρού, που είχε ιδρυθεί από τους πλούσιους μέτοικους του καθολικού δόγματος, αποφάσισε να παραχωρήσει την περιουσία αυτή στο τάγμα των Ιησουιτών, με την προϋπόθεση οι τελευταίοι να ιδρύσουν σχολή που σκοπός της θα ήταν να μορφωθεί η νεολαία του νησιού σύμφωνα με το δόγμα.
Εκείνη την εποχή λοιπόν χτίστηκε και το περίφημο παλάτι στα Καλαμίτσια. Υπό τις οδηγίες του εμπνευστή του, ηγουμένου των Ιησουιτών στη Νάξο, Ροβέρτου Σοζέ. Το ανάκτορο θα αποτελούσε τόπο ανάπαυσης, περισυλλογής αλλά και ψυχαγωγίας των Ιησουιτών, μετά το κήρυγμα στα χωριά της Νάξου.
Το αποτέλεσμα βέβαια δεν έπεισε ποτέ τον άσπονδο φίλο του Σοζέ, ηγούμενο των Ιησουιτών της Σαντορίνης, Γκιγιί, ο οποίος μπήκε στον κόπο να γράψει το 1683 κι ένα γράμμα στους Ιησουίτες της Ρώμης, ενημερώνοντάς τους για τις ενέργειες του Σοζέ. Στο γράμμα αυτό, που αποτελεί την πρώτη ιστορική αναφορά για τα Καλαμίτσια και βρίσκεται σ’ έναν Κώδικα του αρχείου των Ιησουιτών στη Ρώμη (Κώδικας Γαλλίας 1ος), ο Γκιγιί αναφέρεται λεπτομερώς ακόμα και στις δαπάνες του Σοζέ για το παλάτι, τις οποίες μάλιστα με χαρτί και με μολύβι υπολόγισε στο αστρονομικό ποσό, για την εποχή, των 10.000 νομισμάτων.
Παρ’ όλα αυτά, ο Σοζέ, απτόητος, συνέχιζε να χτίζει και εκτός από το παλάτι έχτισε και το σημερινό χώρο του αρχαιολογικού μουσείου στο νησί, το μοναστήρι των Ιησουιτών της Νάξου στο Κάστρο, καθώς και την καπέλα του Κάστρου στη θέση του μικρού γοτθικού παρεκκλησίου. Λέγεται ότι το όραμά του ήταν να δημιουργήσει ένα δουκάτο ίδιο με αυτό του Μάρκου Σανούδου Α'.
Μετά τη διάλυση του τάγματος των Ιησουιτών το 1773, το παλάτι παραχωρήθηκε στο τάγμα των Λαζαριστών. Η άρνησή τους όμως να διδάσκουν στους νέους την ελληνική γλώσσα, τους έφερε σε ρήξη με την αδελφότητα και γύρω στα 1877, αποχώρησαν οριστικά από το παλάτι. Μετά τους Λαζαριστές, το παλάτι άνοιξε τις πόρτες του στους Σελεστιανούς. Κι αυτοί με τη σειρά τους τις έκλεισαν πίσω τους το 1927. Δέκα χρόνια αργότερα, με δικαστική απόφαση, τα Καλαμίτσια επέστρεψαν στην αδελφότητα. Με δύο συνεχείς απαλλοτριώσεις το 1949 η ελληνική κυβέρνηση έδωσε τα Καλαμίτσια στο ελληνικό Δημόσιο και στη συνέχεια τα κτήματα μοιράστηκαν σε πολλούς άκληρους αγρότες.
ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΣΗΜΕΡΑ
Για να συναντήσουμε ό,τι απέμεινε από το ένδοξο παρελθόν του, αφήνουμε πίσω μας και τα τελευταία σπίτια των Μελάνων, του πανέμορφου χωριού που κοιμίζει εδώ και 2,5 χιλιετίες σ’ έναν από τους περιβόλους του τον περίφημο Κούρο. Στα αριστερά μας συναντάμε την αρχή ενός χωματόδρομου. Ο μικρός δρόμος δεν μας ταξιδεύει παραπάνω από 2 χλμ., γιατί εντελώς ξαφνικά ευθεία μπροστά μας και χαμηλά ξεπροβάλλει μια ρεματιά. Βυθισμένο στη ζεστή αγκαλιά της το ξεγυμνωμένο και διαπομπευμένο πέτρινο σώμα του παλατιού των Ιησουιτών παραμένει ακόμα σαγηνευτικό και επιβλητικό.
Ακολουθώντας το νερό που πηγάζει μέσα από ένα βράχο στα δεξιά μας, κατηφορίζουμε σε μια μικρή αλέα που τρέφει μερικές γέρικες ελιές. Το ρυάκι, για λίγα μέτρα αναποφάσιστο, ακολουθεί μια στριφογυριστή διαδρομή στην πάνω αυλή και ύστερα χάνεται στο υπόγειο του παλατιού.
Το νερό της πηγής δεν στερεύει ποτέ και παλαιότερα, αφού ζωντάνευε το ελαιοτριβείο που είχαν οι μοναχοί, ακολουθώντας την κλίση της ρεματιάς έβγαινε στην κάτω αυλή, όπου ο Σοζέ είχε χτίσει μια μεγάλη δεξαμενή για να το συγκεντρώνει. Οι Ιησουίτες χρησιμοποιούσαν πρωτοποριακές για την εποχή μεθόδους καλλιέργειας, παραγωγής και εκμετάλλευσης του λαδιού.
Για να ποτίζουν τους περίτεχνους κήπους τους και τα κτήματά τους οδηγούσαν με ένα προσεγμένο αρδευτικό σύστημα το νερό από τη δεξαμενή στα χωράφια. Σε παράταξη ένας πανύψηλος φοίνικας, που ακολουθείται από 3 κυπαρίσσια, αποτελούν σήμερα τα απομεινάρια του στρατού από δέντρα, θάμνους, λουλούδια, καλλωπιστικά φυτά, τεχνητές λίμνες και στοές που έζωναν το παλάτι.
Οι ακανθώδεις θάμνοι και μερικές αυτοφυείς φραγκοσυκιές, αδιάψευστοι μάρτυρες της εγκατάλειψης. Μερικές αυθάδικες περικοκλάδες χρησιμοποιούν την ψηλή κορμοστασιά του παλατιού για να αναρριχηθούν, αγριόχορτα φυτρώνουν στις οπές των πέτρινων τοίχων. Αρουραίοι και φίδια τρυπώνουν στις σκοτεινές κρυψώνες του. Ο αέρας λυσσομανάει ανεμπόδιστα στα δωμάτια, την κεντρική αίθουσα, τις αποθήκες. Το φως εισβάλλει από τα γυμνά παράθυρα που μοιάζουν με δεκάδες ζευγάρια μάτια διαρκώς απορημένα, πάνω σε τοίχους γερασμένους σαν πρόσωπα πελιδνά, φτιασιδωμένα με υλικά που από καιρό έχουν ξεφτίσει. Οι περιστεριώνες έχουν λουφάξει, το μικρό εκκλησάκι δεν το επισκέπτεται πια κανείς, το τεράστιο μαγειρείο, άοσμο, σου αφήνει μόνο την πικρή γεύση της εγκατάλειψης.
Κατεστραμμένη σε πολλά σημεία η στριφογυριστή εσωτερική σκάλα, υποκύπτοντας κι αυτή στη φθίνουσα πορεία του παλατιού, σε οδηγεί με κόπο, που μαρτυρούν τα τριξίματα σε κάθε πάτημα, μέχρι το υπόγειο. Κάποτε οι στρογγυλεμένες καμπύλες της οδηγούσαν στα ψηλότερα πατώματα όπου βρίσκονταν τα υπνοδωμάτια το οποία έχουν πια καταστραφεί. Μερικά δοκάρια που στέκουν ακόμα στην οροφή χωρίζουν τον ουρανό στα δύο πάνω από τα κεφάλια μας και βουβά μας απειλούν.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κάθε πέτρα εναποθέτει πεισματικά το βάρος της σε κάποια άλλη και όλες μαζί σηκώνουν αιώνες τώρα το βαρύ φορτίο της ύπαρξης του παλατιού που χτίστηκε από μισαλλοδοξία ή αγάπη (δεν έχει σημασία) και καταστράφηκε γιατί τελικά στη μισαλλοδοξία δεν βρέθηκε ποτέ το όριο.
από τη Μένη Στάθη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου