7 Απρ 2012

Η ιστορία της Σπάρτης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Σπάρτη (Σπάρτα στη δωρική διάλεκτο) ήταν πόλη-κράτος στην αρχαία Ελλάδα, χτισμένη στις όχθες του Ευρώτα, στη Λακωνία, στο ΝΑ άκρο της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια της Κλασσικής Αρχαιότητας, η Σπάρτη ήταν μία από τις δύο κυρίαρχες πόλεις-κράτη της Ελλάδας, μαζί με την Αθήνα. Η Σπάρτη άρχισε να αναδύεται ως πολιτικό-στρατιωτική δύναμη στην αρχή της Αρχαϊκής Εποχής, μετά το τέλος των σκοτεινών χρόνων της Γεωμετρικής Εποχής κι έφτασε στην απόλυτη ακμή της μετά τη νίκη της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο επί της Αθήνας και των συμμάχων της, όταν και πέτυχε να επιβάλει την ηγεμονία και την επιρροή της στο μεγαλύτερο μέρος του αρχαιοελληνικού κόσμου. Η ηγεμονία της δεν κράτησε πολύ και μετά την ήττα της από τους Θηβαίους έχασε την παλαιά της δύναμη, και μαζί με την άνοδο του βασιλείου της Μακεδονίας, άρχισε να παίζει δευτερεύοντα ρόλο στα ελληνικά πράγματα. Κάποιες αναλαμπές κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. δεν εμπόδισαν την παρακμή της, ακολουθώντας τη μοίρα του υπόλοιπου ελληνικού κόσμου που κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους. Κατά το Μεσαίωνα είχε χάσει την παλαιά της λάμψη, με τον Μυστρά να έχει πλέον γίνει το στρατιωτικό και πολιτικό κέντρο της περιοχής. Από την εποχή του βασιλιά Όθωνα κι έπειτα άρχισε να χτίζεται η σύγχρονη πόλη, που σήμερα αποτελεί την πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας.
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Τα αρχαιότερα ευρήματα που μπορούν να χρονολογηθούν με αξιόπιστο τρόπο ανάγονται στα μέσα της 6ης χιλιετίας π.Χ. Οι πρώτες περιοχές που κατοικήθηκαν ήταν ο γήλοφος του Κουφόβουνου, λίγα χλμ. από τη Σπάρτη, το σπήλαιο της Αλεπότρυπας, στην ανατολική ακτή του Μεσσηνιακού κόλπου και μια περιοχή στα περίχωρα της σύγχρονης Απιδιάς, στο δυτικό Πάρνωνα. Εξακολούθησαν να κατοικούνται και στη Νεολιθική εποχή και ίσως θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και μία τέταρτη περιοχή στο Γεράκι. Προς το τέλος της Νεολιθικής εποχής κάνουν την εμφάνισή τους πολλοί οικισμοί. Εκτός από κεραμικά, έχουν βρεθεί και αρκετά ασημένια κοσμήματα στην Αλεπότρυπα, κάτι που δείχνει κάποιο βαθμό ευμάρειας.
Στο σύνολό τους οι πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας για τη Λακωνία της περιόδου αυτής είναι λίγες και αποσπασματικές. Η γεωγραφική κατανομή των πρώτων οικισμών επιτρέπει την υπόθεση ότι οι πρώτοι κάτοικοι έφτασαν μέσω θαλάσσης και επέλεξαν να παραμείνουν κοντά στις ακτές, με την εξαίρεση του Κουφόβουνου. Τα κύρια γεωργικά προϊόντα πρέπει να ήταν το κριθάρι κι ένα είδος σίτου: στην Αλεπότρυπα έχουν βρεθεί φούρνοι ψωμιού από ψημένο πηλό, καθώς και οστά προβάτων, κατσικιών και οστρακόδερμα. Άλλα ευρήματα μαρτυρούν την ύπαρξη στην περιοχή εμπορικών και πολιτιστικών ανταλλαγών. Σε όλους τους νεολιθικούς οικισμούς της περιοχής συναντάμε ένα κοινό είδος διακοσμημένης κεραμικής, κατασκευασμένη με το χέρι. Στην Αλεπότρυπα και το Κουφόβουνο έχουν βρεθεί τεχνουργήματα από οψιδιανό, μια ηφαιστειακή πέτρα που προέρχεται από το νησί της Μήλου.
Το 2700 π.Χ. εμφανίζονται στην Αλεπότρυπα χάλκινα εργαλεία, μαρτυρώντας μια γρήγορη μετάβαση από την Εποχή του Λίθου σ’ εκείνη του Χαλκού, που παραδοσιακά την αποκαλούμε Ελλαδική. Έχουν βρεθεί από 30 έως 40 οικισμοί, που χρονολογούνται την περίοδο αυτή, κυρίως στην εύφορη κοιλάδα του Ευρώτα (όπως οι Αμύκλες), καθώς και στο Ακρωτήριο Μαλέας. Η αφθονία κεραμικών μαρτυρεί ευμάρεια. Τα χρυσά κοσμήματα που η προέλευσή τους υποθετικά είναι η Θυρεάτιδα ίσως δείχνουν σχέσεις με την περιοχή της Τρωάδας. Ακόμη κι έτσι, τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν επιτρέπουν μεγάλο βαθμό ακρίβειας στη σκιαγράφηση της περιόδου. Συγκεκριμένα κανένα βέβαιο ίχνος δεν βρέθηκε στη Λακωνία που να μαρτυρά κάποια από τις τρεις σημαντικές μεταβάσεις της αρχαίας ελλαδικής ιστορίας: κάποια εξαναγκαστική κοινωνική αλλαγή, η εμφάνιση της «μεσογειακής τριάδας» (σιτάρι, οίνος, ελαιόλαδο) και καταστροφές που να αποδίδονται σε εισβολές ινδοευρωπαϊκών φύλων.
Ο αριθμός των οικισμών μειώνεται ελαφρώς στη Μέση Ελλαδική Περίοδο, όμως είναι εξαπλωμένοι σε μεγαλύτερη ακτίνα. Ορισμένοι μπορούν να περιγραφούν ως πραγματικά χωριά. Ένα μέρος αυτών συγκεντρώνεται σε μία ακρόπολη. Ένας από αυτούς, ο Άγιος Στέφανος, μας παρέχει ζωγραφισμένα αγγεία που δείχνουν ισχυρή μινωική επίδραση. Το 15ο αιώνα π.Χ. εμφανίζονται στη Λακωνία θολωτοί τάφοι, επιβλητικά ταφικά μνημεία που μαρτυρούν κοινωνική διαφοροποίηση και μία κάποια ευημερία. Ο θολωτός τάφος στο Βαφειό περιέχει πλούσια και ποικίλα ταφικά αντικείμενα, τα περισσότερα κρητικής προέλευσης.
Η αρχαιολογική σκαπάνη δεν έχει φέρει στο φως σημαντικές μαρτυρίες που να χρονολογούνται στη μυκηναϊκή εποχή, τουλάχιστον όχι στο βαθμό που αυτό έγινε στις Μυκήνες, την Τίρυνθα ή την Πύλο. Παρ’ όλα αυτά έχουν βρεθεί 21 οικισμοί της Λακωνίας της περιόδου αυτής, όπως οι Αμύκλες και το Μεναλαίον, που πέρασαν στην κλασική εποχή ως κατάλοιπα της ομηρικής περιόδου. Η τοποθεσία τους αφήνει να εννοηθεί πυκνότητα πληθυσμού, κυρίως στην κοιλάδα του Ευρώτα, εύφορη και με ευκολία στην άρδευση. Το 12ο αιώνα π.Χ. ο αριθμός των οικισμών πέφτει κατακόρυφα και τον επόμενο αιώνα η Λακωνία είναι σχεδόν ακατοίκητη. Καμία εξήγηση δεν έχει επισήμως γίνει αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα.
ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ
Κατά το 950 π.Χ. η Λακωνία δέχεται ένα νέο κύμα μεταναστών, καθώς οι Δωριείς εισέρχονται στον ελλαδικό χώρο από την Ήπειρο και την Ιλλυρία. Ένα μέρος τους περνά στην Αιτωλία, περνά τον Κορινθιακό κόλπο, πατάει στην Πελοπόννησο και κατευθύνεται στην κοιλάδα του Ευρώτα. Εκεί ιδρύεται η Σπάρτη. Η περιοχή ήταν ιδανική καθώς, λόγω του ποταμού, ήταν εύφορη, αρδευόταν εύκολα και διέθετε περιοχές κατάλληλες για βοσκή. Επιπλέον επικοινωνούσε εύκολα με βορρά και νότο. Η μυθική «επιστροφή των Ηρακλειδών» ίσως ερμηνεύεται από τη δωρική εισβολή. Ίσως μάλιστα στην πραγματικότητα να μην επρόκειτο για βίαιη κατάκτηση, αλλά για μακρά αφομοίωση των νέων αφίξεων στην περιοχή.
Η δωρική Σπάρτη δεν έγινε γρήγορα η μεγάλη δύναμη που γνωρίζουμε. Ανάμεσα στον 8ο και 7ο αιώνα π.Χ. οι Σπαρτιάτες γνώρισαν μια περίοδο αναρχίας και εσωτερικών συγκρούσεων, για την οποία παραθέτουν μαρτυρίες τόσο ο Ηρόδοτος, όσο και ο Θουκυδίδης. Ως αποτέλεσμα προχώρησαν σε μια σειρά πολιτικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που αργότερα τις απέδωσαν σε έναν ημι-μυθικό νομοθέτη, το Λυκούργο. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις σηματοδοτούν την ανατολή της Κλασικής Σπάρτης.
Οι αιματηροί Μεσσηνιακοί Πόλεμοι που έγιναν στην Αρχαϊκή περίοδο οδήγησαν στην κατάκτηση της γειτονικής και εύφορης Μεσσηνίας, παρέχοντας και πληθώρα εργατικών χεριών, καθώς οι κάτοικοί της μετατράπηκαν σε είλωτες. Ο πρώτος έλαβε χώρα την περίοδο 743–724 π.Χ. περίπου, με κέντρο το οχυρό φρούριο της Ιθώμης. Ο δεύτερος, που ανέδειξε το «Μεσσήνιο Αχιλλέα», τον Αριστομένη, διήρκεσε από το 685 έως το 668 π.Χ., με την πλήρη υποταγή της χώρας και τη μετανάστευση ή υποδούλωση των κατοίκων της. Η Σπάρτη πλέον είχε μετατραπεί σε υπολογίσιμη δύναμη στο χώρο της νότιας Πελοποννήσου, βρισκόταν στο απώγειο της δύναμής της σε έμψυχο δυναμικό και γρήγορα άρχισε να δείχνει επεκτατικές διαθέσεις προς το βορρά. Ένας τρίτος πόλεμος με τη Μεσσηνία έγινε πολύ αργότερα το 464–454 π.Χ., όταν οι είλωτες επαναστάτησαν μετά από έναν καταστροφικό σεισμό (Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις»).

6ος ΑΙΩΝΑΣ π.Χ.
Στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. οι Σπαρτιάτες βασιλείς Λέων και Αγασικλής έκαναν σφοδρή επίθεση κατά της Τεγέας, της ισχυρότερης από τις αρκαδικές πόλεις. Για κάποιο χρονικό διάστημα η επίθεση δεν στέφθηκε με επιτυχία, αντίθετα οι Λακεδαιμόνιοι γνώρισαν ταπεινωτική ήττα κατά τη Μάχη των Πεδών, το 550 π.Χ. Το όνομα της τελευταίας αντικατοπτρίζει τη φιλοδοξία των Σπαρτιατών να μετατρέψουν τους Τεγεάτες σε είλωτες. Όμως, όταν τελικά η Τεγέα έπεσε, η Σπάρτη είχε μετριάσει τις απαιτήσεις της, ζητώντας απλά από την πόλη να αναγνωρίσει την κυριαρχία της. Για τον Φόρεστ, αυτό σηματοδότησε μια αλλαγή στη σπαρτιατική πολιτική, που δεν επεδίωκε πλέον την υποδούλωση των γειτόνων της, αλλά τη δημιουργία πολιτικών δεσμών με αυτούς, κάτι που οδήγησε στην εμφάνιση της Πελοποννησιακής Συμμαχίας. Ο Φόρεστ, με κάποιο δισταγμό αποδίδει τη μεταστροφή αυτή στον έφορο Χίλωνα. Χτίζοντας τη Συμμαχία, η Σπάρτη πέτυχε δύο επιτεύγματα: την εξασφάλιση της κυριαρχίας της στη νεοκατακτηθείσα Μεσσηνία, αλλά και την ελευθερία να ανοίξει πόλεμο με το Άργος. Η τελική νίκη των Σπαρτιατών το 546 π.Χ. στη Μάχη της Θυρέας, γνωστή και ως «Μάχη των εξακοσίων επίλεκτων», τους κατέστησε κυρίους της Κυνουρίας, δηλαδή του συνόρου ανάμεσα στη Λακωνία και την Αργολίδα.
Το τελειωτικό χτύπημα πέτυχε ο βασιλιάς Κλεομένης Α', που αποδυνάμωσε για πάρα πολλά χρόνια την πόλη του Άργους κι άφησε τη Σπάρτη χωρίς αντίπαλο στην Πελοπόννησο. Στην πραγματικότητα, από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. και μέχρι την περίοδο των Μηδικών Πολέμων, η Σπάρτη αναγνωρίστηκε κατά κάποιο τρόπο ως ηγέτιδα των άλλων ελληνικών πόλεων-κρατών και ως υπερασπιστής του ελληνισμού. Ο Κροίσος, βασιλιάς της Λυδίας, σύναψε συμμαχία μαζί της. Σκύθες απεσταλμένοι ζήτησαν τη βοήθειά της για την απόκρουση της εισβολής του Δαρείου Α', ενώ παρόμοια ήταν και η παράκληση των ιωνικών πόλεων που ζήτησαν τη βοήθειά της στην Ιωνική Επανάσταση. Οι Πλαταιές ζήτησαν την προστασία της, τα Μέγαρα αναγνώρισαν την πρωτοκαθεδρία της και στην περίοδο της περσικής εισβολής με τον Ξέρξη, κανένα κράτος δεν αμφισβήτησε την αρχηγία της επί των ελληνικών δυνάμεων σε ξηρά και θάλασσα. Σύντομα όμως η Σπάρτη απέδειξε πως δεν ήταν αντάξια του ρόλου. Η άποψη αυτή δικαιολογείται ως εξής: ο προσανατολισμός της περιοριζόταν στην Πελοπόννησο. Δε διέθετε αποικίες, με εξαίρεση τον Τάραντα στη Μεγάλη Ελλάδα και τη Λύττο στην Κρήτη, που υποστήριζαν ότι επρόκειτο για τη μητρόπολή τους. Επιπλέον, αν και διέθετε τη φήμη ότι μισούσε τους τυράννους και τους εκθρόνιζε όποτε ήταν δυνατό, τελικά τους αντικαθιστούσε με ολιγαρχικά πολιτεύματα και όχι με δημοκρατικά.
Στο τέλος του αιώνα, η Σπάρτη πραγματοποίησε την πρώτη της ανάμειξη στα πολιτικά πράγματα βόρεια του Ισθμού, βοηθώντας την απομάκρυνση του τυράννου Ιππία από την αθηναϊκή πολιτική ζωή το 510 π.Χ. Ακολούθησε η διχόνοια ανάμεσα στους Αθηναίους υποστηρικτές του Κλεισθένη με εκείνους του πιο συντηρητικού Ισαγόρα. Ο Κλεομένης εμφανίστηκε στην Αττική με μικρό στρατιωτικό σώμα για να βοηθήσει το δεύτερο. Σε πρώτο στάδιο πέτυχε την εξορία του Κλεισθένη, λίγο αργότερα όμως οι Αθηναίοι τον ανάγκασαν να φύγει από την πόλη. Αυτό όμως δεν έβαλε τέλος στα σχέδια που πραγματοποιούνταν σχετικά με πιθανή εκστρατεία του συνασπισμού των Πελοποννησίων, της οποίας θα ηγούνταν ο Κλεομένης κι ο συμβασιλέας του Δημάρατος. Ωστόσο τα πραγματικά κίνητρα της εκστρατείας κρατήθηκαν κρυφά, κάτι που έσπειρε την υποψία και τη διχόνοια. Πρώτη η Κόρινθος αποχώρησε, και μετά ο ίδιος ο Δημάρατος αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα. Αποτέλεσμα αυτού του φιάσκου ήταν η απόφαση των Σπαρτιατών να μην στείλουν ποτέ ξανά και τους δύο βασιλείς τους ταυτόχρονα σε εκστρατεία. Επίσης φαίνεται πως άλλαξε η ίδια η φύση της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, εφόσον έλαβαν χώρα σημαντικές αποφάσεις. Η κυριαρχία της Σπάρτης συνέχισε να υφίσταται όπως πρώτα, αλλά πλέον στις εκστρατείες της έπρεπε να σύρει μαζί της τους συμμάχους της κάθε φορά που επιθυμούσε κάποιο αποτέλεσμα.

ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
Ο ρόλος της Σπάρτης στους ελληνοπερσικούς πολέμους υπήρξε καθοριστικός, αλλά ανομοιογενής. Μετά την ακρόαση του αγγελιοφόρου Φειδιππίδη, με τον οποίο η Αθήνα ζήτησε τη βοήθεια των Λακεδαιμονίων, πριν από τη Μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ., οι τελευταίοι αποφάσισαν να ολοκληρώσουν πρώτα τις θρησκευτικές τελετές που συνέπιπταν την εποχή εκείνη, με αποτέλεσμα να φτάσουν στο Μαραθώνα όταν πλέον οι Αθηναίοι είχαν συντρίψει τον εχθρό.
Στη διάρκεια της δεύτερης εκστρατείας των Περσών, με την καθοδήγηση του βασιλιά Ξέρξη Α', η Σπάρτη αντιμετώπισε το ίδιο δίλημμα. Οι Πέρσες ατυχώς διάλεξαν να εκστρατεύσουν την περίοδο που ίσχυε η ολυμπιακή εκεχειρία, που έπρεπε να τηρηθεί. Άλλες ελληνικές πόλεις με λιγότερους ενδοιασμούς καταπιάστηκαν με τη δημιουργία ισχυρού στόλου. Τελικά αποφασίστηκε να δώσουν οι Σπαρτιάτες μια μικρή δύναμη υπό τις διαταγές του βασιλιά Λεωνίδα, για να προστατευτεί το τότε στενό πέρασμα των Θερμοπυλών. Ωστόσο υπάρχει πάντα η άποψη με βάση την οποία οι Σπαρτιάτες έφεραν στα ψέματα στο προσκήνιο τα θρησκευτικά τους έθιμα. Όσοι ασπάζονται την άποψη αυτή θεωρούν ότι οι Λακεδαιμόνιοι θεωρούσαν ότι δεν θα είχαν καμία τύχη στην υπεράσπιση των Θερμοπυλών, προτιμώντας να αφιερώσουν όλη τους την ενέργεια στην προάσπιση του Ισθμού. Φοβήθηκαν όμως το ενδεχόμενο ότι, αν δεν κινούνταν και η Αθήνα έπεφτε, ίσως ένωνε τις δυνάμεις της με αυτές του Ξέρξη. Η απώλεια μάλιστα του αθηναϊκού στόλου θα ήταν καταστροφική για την ελληνική αντίσταση, κάτι που δε σήκωνε ρίσκο. Η άλλη άποψη, που βασίζεται εμφανώς στο αληθινό αποτέλεσμα της μάχης, θέλει τους Σπαρτιάτες πεπεισμένους ότι πράγματι μπορούσαν να αμυνθούν με επιτυχία στις Θερμοπύλες, και ότι η δύναμη που έστειλαν για το σκοπό αυτό ήταν επαρκής. Η συγκεκριμένη μάχη, αν και δεν υπήρξαν επιζώντες από ελληνικής πλευράς, δημιούργησε έναν από τους πιο όμορφους θρύλους της παγκόσμιας ιστορίας.
Από εκεί κι έπειτα η Σπάρτη επέδειξε πιο ενεργό ρόλο στον πόλεμο και ανέλαβε την αρχηγία των συνδυασμένων δυνάμεων των ελληνικών πόλεων σε στεριά και θάλασσα. Η αποφασιστική νίκη στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας δεν άλλαξε το δίλημμα της Σπάρτης. Ιδανικά επιθυμούσε να πραγματοποιηθεί η καθοριστική μάχη στον Ισθμό, όπου το στράτευμά της θα απέφευγε τον κίνδυνο να αντιμετωπίσουν οι οπλίτες της σε ανοιχτό πεδίο το περσικό ιππικό. Όταν όμως το 479 π.Χ., οι τελευταίες δυνάμεις του Μαρδόνιου λεηλάτησαν την Αττική, η πίεση των Αθηναίων τους ανάγκασε να αναλάβουν δράση. Το αποτέλεσμα ήταν ισόπαλο, καθώς και οι δύο πλευρές κατέβαλλαν προσπάθειες για να πολεμήσουν σε πρόσφορο έδαφος. Το ζήτημα λύθηκε όταν οι Πέρσες επιτέθηκαν στη διάρκεια μιας άτεχνης ελληνικής οπισθοχώρησης. Στη Μάχη των Πλαταιών οι Έλληνες, με την καθοδήγηση του Σπαρτιάτη στρατηγού Παυσανία, νίκησαν το ελαφρά οπλισμένο περσικό πεζικό, θανατώνοντας και το Μαρδόνιο.
Τον ίδιο χρόνο ένας στόλος ελληνικών πλοίων υπό την αρχηγία του Λακεδαιμόνιου βασιλιά Λεωτυχίδη Β' πέτυχε μια αξιοσημείωτη νίκη στη Ναυμαχία της Μυκάλης. Όταν όμως το γεγονός αυτό προέτρεψε τους Ίωνες να επαναστατήσουν, η Σπάρτη ήταν εκείνη που απέρριψε το αίτημά τους για ένταξη στην ελληνική συμμαχία. Αντίθετα πρότεινε να εγκαταλείψουν τις εστίες τους στη Μικρά Ασία και να εγκατασταθούν σε περιοχές που είχαν υποστηρίξει τους Πέρσες. Η Αθήνα τελικά ήταν εκείνη που προσφέροντας τη φιλία της στις πόλεις αυτές έθεσε τις βάσεις για τη μετέπειτα υπερπόντια ηγεμονία της. Το 478 π.Χ. ο ελληνικός στόλος, με ηγέτη τον Παυσανία, το νικητή των Πλαταιών, κατάφερε χτυπήματα στον εχθρό στην Κύπρο και το Βυζάντιο. Ωστόσο η αλαζονική συμπεριφορά του ανάγκασε τους συμπολίτες του να τον ανακαλέσουν στην πατρίδα. Είχε τόσο αποξενώσει τους Ίωνες, που δε δέχτηκαν ποτέ τον αντικαταστάτη του, το Δόρκι. Αντίθετα, οι πόλεις που μόλις είχαν κερδίσει την ανεξαρτησία τους στράφηκαν στην Αθήνα. Οι αρχαίες πηγές δεν μπορούν να συμφωνήσουν σχετικά με τον τρόπο αντίδρασης της Σπάρτης στην αυξανόμενη επιρροή του αθηναϊκού κράτους, ίσως γιατί οι αντιδράσεις ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους υπήρξαν μεικτές. Αν ασπαστεί κανείς αυτή την άποψη, στη Σπάρτη δημιουργήθηκαν δύο φατρίες: η μία ήταν ικανοποιημένη με το να αφήσει τους Αθηναίους να αναλάβουν τον κίνδυνο συνέχισης του πολέμου κατά των Περσών, ενώ η άλλη ανησυχούσε βαθύτατα για την ευκαιρία που δινόταν στους Αθηναίους να κυριαρχήσουν στον ελλαδικό χώρο.

Την περίοδο αυτοί οι Λακεδαιμόνιοι γνώρισαν προβλήματα σε γειτονικές τους περιοχές, όπως την επανάσταση της Τεγέας (473-471 π.Χ.), στην οποία αργότερα αναμείχθηκε και το Άργος. Αλλά το μεγαλύτερο από αυτά αποδείχτηκε η κρίση που ακολούθησε έναν καταστροφικό σεισμό που συνέβη το 464 π.Χ. και που κόστισε πολλές ανθρώπινες ζωές. Οι είλωτες άρπαξαν αμέσως την ευκαιρία να επαναστατήσουν και να οχυρωθούν στην Ιθώμη. Τους Σπαρτιάτες που πολιόρκησαν το φρούριο αυτό, ήρθε να βοηθήσει ένα αθηναϊκό στράτευμα, κάτι που τελικά τους ζημίωσε περισσότερο. Οι Αθηναίοι οπλίτες που συνιστούσαν το σώμα αυτό κατάγονταν από εύπορες οικογένειες, αλλά σοκαρίστηκαν όταν ανακάλυψαν πως οι εν λόγω δούλοι ήταν Έλληνες, όπως και οι ίδιοι. Η Σπάρτη τελικά ανησύχησε ότι οι Αθηναίοι θα συνασπιστούν με τους επαναστάτες. Γι’ αυτό έστειλαν τους Αθηναίους πίσω, παρουσιάζοντας επίσημα τη δικαιολογία ότι εφόσον η αρχική επίθεση στο οχυρό απέτυχε, αυτό που ήταν πλέον απαραίτητο ήταν η πολιορκία, κάτι για το οποίο οι ξένοι στρατιώτες δεν τους ήταν απαραίτητοι. Η αγένεια αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη ρήξη των σχέσεων των δύο πόλεων και λίγο αργότερα οι Αθηναίοι συμμάχησαν με το Άργος. Το χάσμα μεγάλωσε ακόμη πιο πολύ την εποχή που η αθηναϊκή δημοκρατία έφτασε στο απόγειό της με τον Εφιάλτη και τον Περικλή.

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Όταν ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, η Σπάρτη ήταν ακόμη απασχολημένη με την καταστολή της επανάστασης των ειλώτων, συνεπώς η συμμετοχή της ήταν σποραδική και ανοργάνωτη. Επρόκειτο κυρίως για μεμονωμένες εκστρατείες, η πιο αξιοσημείωτη από τις οποίες ήταν η συμβολή της σε μια ήττα των Αθηναίων στη Μάχη της Τανάγρας το 457 π.Χ. στη Βοιωτία. Στη συνέχεια όμως επέστρεψαν στην πατρίδα δίνοντας στους Αθηναίους τη δυνατότητα να νικήσουν τους Βοιωτούς στη Μάχη των Οινοφύτων. Όταν η επανάσταση των ειλώτων έλαβε οριστικό τέλος, η Σπάρτη χρειαζόταν μια περίοδο ανάπαυλας και γι’ αυτό ζήτησε και πέτυχε πενταετή ανακωχή με την Αθήνα. Αντίθετα, σύναψε με το Άργος εκεχειρία 30 ετών, ώστε να εξασφαλιστεί η απερίσπαστη συμμετοχή της στον πόλεμο κατά των Αθηνών. Έτσι η Σπάρτη μπόρεσε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση όταν τα Μέγαρα, η Βοιωτία και η Εύβοια επαναστάτησαν, στέλνοντας στρατό στην Αττική. Ο πόλεμος τελείωσε με την Αθήνα να έχει χάσει όλες τις κτίσεις της στην ηπειρωτική Ελλάδα, με εξαίρεση την Εύβοια που την κατέλαβε και πάλι. Οι δυο βασιλείς της Σπάρτης εξορίστηκαν, επειδή το επέτρεψαν στους Αθηναίους. Μετά συμφωνήθηκε εκεχειρία 30 ετών.
Μέσα σε 6 χρόνια, όμως, η Σπάρτη ήδη παρότρυνε τους συμμάχους της να ξεκινήσουν πόλεμο με την Αθήνα, για να υποστηρίξουν την αποστασία της Σάμου. Σε αυτή την περίσταση η Κόρινθος εναντιώθηκε στη Σπάρτη, που η πρότασή της καταψηφίστηκε. Στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου τα κύρια παράπονα των ελληνικών πόλεων απέναντι στην Αθήνα ήταν η συμμαχία που σύναψε με την εχθρική προς την Κόρινθο Κέρκυρα, καθώς και η συμπεριφορά της απέναντι στην Ποτίδαια. Αλλά, σύμφωνα με το Θουκυδίδη, η πραγματική αιτία του πολέμου ήταν ο φόβος των Λακεδαιμονίων μπροστά στην αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας.
Η Σπάρτη μπήκε στον πόλεμο με πρόφαση την «απελευθέρωση των Ελλήνων», ένας στόχος που απαιτούσε την ολοκληρωτική ήττα των Αθηναίων. Η μέθοδός της ήταν να εξαπολύει επιθέσεις στην περιοχή της Αττικής για να δελεάσει τους Αθηναίους σε μάχη. Η Αθήνα όμως δεν απάντησε στις προκλήσεις. Το 425 π.Χ., ένα σπαρτιατικό σώμα παραδόθηκε στους Αθηναίους στην Πύλο, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την ικανότητά τους να κερδίσουν τον πόλεμο. Τις εντυπώσεις βελτίωσε η εκστρατεία του Βρασίδα στη Θράκη, τη μοναδική αθηναϊκή κτήση που ήταν προσβάσιμη από την ξηρά, μαζί με την αποτυχημένη προσπάθεια της Αθήνας να καταλάβει τα χαμένα της εδάφη. Τα παραπάνω γεγονότα οδήγησαν στην υπογραφή της Νικείου Ειρήνης. Η επιτυχία της Σπάρτης και η τελική κατάληψη της Αθήνας το 405 π.Χ., κατέστη δυνατή με την προδοσία του Αλκιβιάδη, που παρέσυρε την πόλη να στείλει το Γύλιππο για να οργανώσει την άμυνα των Συρακουσών, να οχυρώσει τη Δεκέλεια στη βόρεια Αττική και να υιοθετήσει αυστηρά μέτρα κατά των πόλεων που αποστατούσαν από την αθηναϊκή ηγεμονία. Η έλλειψη πόρων, που θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για τις προσπάθειες των Λακεδαιμονίων στη θάλασσα, αντισταθμίστηκε από την Περσία, που έδωσε μεγάλες ποσότητες προμηθειών.
Οι Σπαρτιάτες στρατηγοί όμως αποδείχτηκαν όχι μόνον άπειροι στις ναυτικές εκστρατείες, αλλά, και σύμφωνα με την αξιολόγηση του Φόρεστ, συχνά ήταν ανίκανοι ή βάναυσοι ή και τα δύο. Ο διοικητής που ξεχώριζε ήταν ο Λύσανδρος, που αν και μέτριος στη στρατηγική, αποδείχτηκε εξαίρετος διπλωμάτης και οργανωτής. Επιπλέον είχε στο πλευρό του την επιρροή του Κύρου του Νεότερου. Όταν ο Κύρος ζήτησε να σταλεί ξανά ο Λύσανδρος για δεύτερη θητεία, κάτι που παραβίαζε τα πολιτικά ήθη και το σύνταγμα της Σπάρτης, βρέθηκε μια δικλείδα καθώς ήταν ακόμη νωπή η ήττα της στη Ναυμαχία των Αργινουσών.
Ο Λύσανδρος απολάμβανε σε τέτοιο βαθμό την εμπιστοσύνη του Κύρου, ώστε ο τελευταίος να του παρέχει όλα τα μέσα που χρειαζόταν για την ανακατασκευή του στόλου της Σπάρτης. Το 404 π.Χ. ο Λύσανδρος κατέστρεψε τον αθηναϊκό στόλο στη Ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς. Κατόπιν ταξίδεψε από πόλη σε πόλη εγκαθιστώντας ολιγαρχικά πολιτεύματα. Αυτό είχε ως συνέπεια το θάνατο πολλών ανθρώπων που ασπάζονταν τη δημοκρατία.
Όταν η Αθήνα τελικά παραδόθηκε στο λιμό και κατέθεσε τα όπλα, ίσως και να περίμενε τον ολικό αφανισμό της, κάτι που ζητούσαν με θέρμη η Κόρινθος και η Θήβα. Η Σπάρτη αρνήθηκε, ωστόσο, τιμώντας τη συνεισφορά της ένδοξης πόλης στους πολέμους κατά των Περσών. Ορισμένοι σύγχρονοι μελετητές προτείνουν μια λιγότερη αλτρουιστική οπτική: την ανάγκη για ένα αντίβαρο στην εξάπλωση της Θήβας, αν και θα ήταν κάπως απίθανο οι Λακεδαιμόνιοι να προέβλεψαν τόσο μακριά. Μια εκδοχή που είναι πιθανότερη είναι η Σπάρτη να ήταν πιο διαιρεμένη από ό,τι άφηνε να αντιληφθούν οι άλλες πόλεις. Είναι πιθανόν ο Λύσανδρος να ήθελε τον αφανισμό της Αθήνας, ενώ οι πολιτικοί του αντίπαλοι να φοβήθηκαν την αίγλη ενός στρατηγού που πλούτισε λαφυραγωγώντας την Αττική. Συνεπώς, δεν αμύνθηκαν υπέρ των Αθηνών από ευγνωμοσύνη, αλλά από φόβο για το Λύσανδρο. Σε κάθε περίπτωση, οι όροι που πρόσφεραν οι Λακεδαιμόνιοι δεν ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωροι και περιλάμβαναν την καταστροφή των Μακρών Τειχών και εκείνων του Πειραιά. Ο Λύσανδρος, την άνοιξη του 404 π.Χ., βρήκε την ευκαιρία να παραχωρήσει τη διακυβέρνηση της Αθήνας σε μία ομάδα 30 πολιτικών ολιγαρχικών φρονημάτων, που έμειναν γνωστοί με τον όρο οι Τριάκοντα Τύραννοι.
Συμμαχίες πόλεων-κρατών κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο: ██ Αθηναϊκή Ηγεμονία ██ Πελοποννησιακή Συμμαχία ██ Ουδέτερα κράτη ██ Βαρβαρικά φύλα ██ Περσική Αυτοκρατορία
Η ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΗ ΗΓΕΜΟΝΙΑ
Η πτώση της Αθήνας άφησε τη Σπάρτη και πάλι μόνη κυρίαρχη δύναμη στον ελληνικό χώρο. Αν και οι λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο που οι Λακεδαιμόνιοι κυβέρνησαν τους πρώην υποτελείς των Αθηνών είναι άγνωστος, σίγουρα υπήρξε όσο αυταρχικός ήταν και εκείνος των Αθηνών. Σε γενικές γραμμές η σπαρτιατική ηγεμονία ασκήθηκε εγωιστικά, με ελάχιστη μέριμνα για τις ευαισθησίες των συμμάχων ή των νέων υποτακτικών της. Ο αναβρασμός των ελληνικών πόλεων διακρίνεται πίσω από την επανάσταση των Βοιωτών, της Ηλείας και της Κορίνθου, που πρόσφεραν καταφύγιο σε εκείνους που δέχτηκαν διώξεις στη διάρκεια της τυραννίας των Τριάκοντα στην Αθήνα. Όταν οι πολιτικοί φυγάδες ανέτρεψαν με επιτυχία το πολίτευμα αυτό, η απάντηση της Σπάρτης ήταν να στείλει το Λύσανδρο με μια ομάδα μισθοφόρων που σκόπευαν να αποκαταστήσουν την τάξη. Πολύ σύντομα, όμως, η Σπάρτη έστειλε το βασιλιά Παυσανία Β'. Τελικά οι Λακεδαιμόνιοι επέτρεψαν την επάνοδο της δημοκρατίας, αλλά διαχώρισαν την Ελευσίνα, όπου είχαν καταφύγει οι ολιγαρχικοί από την πόλη των Αθηνών. Αν και ο διακανονισμός αυτός υπηρετούσε τα συμφέροντα της Σπάρτης, βάζοντας τέρμα στη συμμαχία των Βοιωτών και Κορινθίων με την Αθήνα (σύντομα η Βοιωτία απέσπασε τον Ωρωπό από τους Αθηναίους), ο Παυσανίας δικάστηκε για την μετριοπάθειά του και γλύτωσε μετά βίας την καταδίκη.
Η φιλία της Σπάρτης προς το πρόσωπο του Κύρου συνεχιζόταν με αποτέλεσμα να του παρέχει στήριξη όταν εκείνος προσπάθησε να πάρει την εξουσία. Μετά το θάνατο του Κύρου, στη Μάχη στα Κούναξα, η Σπάρτη σύντομα προσπάθησε να έρθει σε κάποια συνεννόηση με το βασιλιά Αρταξέρξη Β'. Στα τέλη του 401 π.Χ., ωστόσο, η Σπάρτη αποφάσισε να ανταποκριθεί στο κάλεσμα μιας μερίδας ιωνικών πόλεων και έστειλε εκστρατευτικό σώμα στη Μικρά Ασία. Αν και ο πόλεμος είχε ως πρόσχημα την αλληλεγγύη απέναντι στη δοκιμασία των ομοεθνών τους, η ήττα της Σπάρτης στη Ναυμαχία της Κνίδου το 394 π.Χ. έγινε δεκτή με ανακούφιση από τις πόλεις της περιοχής. Αν και η περσική κυριαρχία απέναντι στις ελληνικές πόλεις σήμαινε την καταβολή φόρων, θεωρήθηκε μικρό κακό μπροστά στο σπαρτιατικό ζυγό.
Προς το τέλος του 396 π.Χ., η Περσία έστειλε έναν Ροδίτη διπλωμάτη με δώρα στους πολιτικούς αντιπάλους των Λακεδαιμονίων στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτή η προσέγγιση απλώς ήταν ενθαρρυντική για τις πόλεις που ήδη ένιωθαν αγανάκτηση απέναντι στη Σπάρτη. Πρώτοι οι Λακεδαιμόνιοι κινήθηκαν επιθετικά εναντίον της Βοιωτίας, επειδή υποστήριξε τη συμμαχική της Λοκρίδα ενάντια στη φιλική προς τους Σπαρτιάτες Φωκίδα. Τότε εξαπολύθηκε στρατός ενάντια στον Παυσανία και το Λύσανδρο. Καθώς ο Παυσανίας ήταν κάπως απρόθυμος να διεξάγει την όλη επιχείρηση, ο Λύσανδρος προχώρησε. Έχοντας αποσπάσει τον Ορχομενό από το Κοινό των Βοιωτών, βρήκε το θάνατο στη διάρκεια της Μάχης της Αλιάρτου. Όταν ο Παυσανίας έφτασε στο πεδίο της μάχης, αντί να εκδικηθεί για την ήττα, ζήτησε ανακωχή για να κηδέψει τους νεκρούς. Γι’ αυτό ο Παυσανίας δικάστηκε και πάλι κι αυτή τη φορά εξορίστηκε.
Αν και στη Μάχη της Κορώνειας, ο νέος βασιλιάς της Σπάρτης, ο Αγησίλαος Α', κατάφερε να πάρει μια δύσκολη νίκη απέναντι στους Βοιωτούς και τους Κορινθίους, οι Σπαρτιάτες κατάλαβαν την ανάγκη να απαλλαχτούν από την εχθρότητα των Περσών κι αν ήταν δυνατό να τους χρησιμοποιήσουν στα δικά τους σχέδια. Έτσι συμφώνησαν με τον Αρταξέρξη Β' να υπογράψουν την ταπεινωτική Ανταλκίδειο Ειρήνη (387 π.Χ.), με την οποία παραχώρησαν στο Μεγάλο Βασιλιά τις ελληνικές πόλεις των μικρασιατικών ακτών και της Κύπρου, με αντάλλαγμα την αυτονομία των άλλων πόλεων της Ελλάδας. Σπάρτη και Περσία ήταν πλέον έτοιμες να ανοίξουν πόλεμο ενάντια σε όλους όσους θα αντιστέκονταν στο διακανονισμό αυτό. Επρόκειτο για μια μάλλον ατομιστική ερμηνεία της αυτονομίας από την πλευρά των Λακεδαιμονίων, καθώς καμία πόλη δεν είχε το δικαίωμα να επιλέξει το δημοκρατικό πολίτευμα αντί για την ευνοούμενη των Σπαρτιατών ολιγαρχία. Το 383 π.Χ., μια έκκληση δύο πόλεων της Χαλκιδικής, αλλά και του ηγεμόνα της Μακεδονίας, έδωσαν στη Σπάρτη το πρόσχημα να διασπάσει το Κοινό των Χαλκιδέων, του οποίου ψυχή ήταν η Όλυνθος. Μετά από πολλά χρόνια διενέξεων, η πόλη αυτή ηττήθηκε, με αποτέλεσμα την προσχώρηση των πόλεων της Χαλκιδικής στην Πελοποννησιακή Συμμαχία. Εκείνη που πραγματικά επωφελήθηκε από την κατάσταση ήταν η Μακεδονία, αν και είναι κάπως επιπόλαιο να αποδώσει κανείς στους Σπαρτιάτες την άνοδο του Φιλίππου Β'.
Το 382 π.Χ., ο Φοιβίδας, επικεφαλής μιας σπαρτιάτικης δύναμης που προέλαυνε βόρεια κατά της Ολύνθου, πραγματοποίησε μια παράκαμψη καταλαμβάνοντας την Καδμεία, την ακρόπολη των Θηβών. Ο αρχηγός της αντι-σπαρτιατικής παράταξης της πόλης εκτελέστηκε μετά από στημένη δίκη και μια μικρή κλίκα φιλοσπαρτιατών ανέλαβε την ηγεμονία των Θηβών και άλλων πόλεων της περιοχής. Το περιστατικό αυτό ήταν κατάφωρη παραβίαση της Ανταλκιδείου Ειρήνης. Ακολούθησε επανάσταση των Θηβαίων και ξέσπασμα νέου πολέμου. Η πρωτοβουλία ανήκει στη Σπάρτη, που απέτυχε τελικά να πετύχει τους σκοπούς της. Μια ανοργάνωτη επίθεση στο λιμάνι του Πειραιά, από το Σπαρτιάτη διοικητή Σφοδρία, υπονόμευσε τη σπαρτιάτικη υπεροχή, καθώς εξανάγκασε την Αθήνα να στραφεί στη Θήβα. Ακολούθησαν ήττες των Λακεδαιμονίων στη θάλασσα στη Ναυμαχία της Νάξου και στην ξηρά στη Μάχη της Τεγύρας. Συνεπώς δεν κατάφεραν να εμποδίσουν την επανίδρυση ούτε του Κοινού των Βοιωτών ούτε της Αθηναϊκής Ηγεμονίας.
ΘΗΒΑΪΚΗ ΗΓΕΜΟΝΙΑ
Το 371 π.Χ., οι Σπαρτιάτες συγκάλεσαν στην πόλη τους νέα συνάντηση για διαπραγματεύσεις. Η Θήβα υπερασπίστηκε την ισχυρή της θέση στη Βοιωτία, κάτι που οδήγησε σε νέα επίθεση των Λακεδαιμονίων με τον Κλεόμβροτο A'. Η απόφαση των Θηβαίων να δώσουν τη Μάχη στα Λεύκτρα δεν συνοδευόταν από αυτοπεποίθηση, αλλά επρόκειτο για λύση ανάγκης. Ωστόσο κέρδισαν μια λαμπρή νίκη, συντρίβοντας τον εικόνα των σπαρτιάτικων όπλων και καταφέρνοντας μεγάλο πλήγμα στο έμψυχο δυναμικό της πόλης. Με τον τρόπο αυτό η κυριαρχία της Ελλάδος πέρασε στα χέρια των Θηβαίων. Το χειμώνα του 370 π.Χ., ο βασιλιάς των Σπαρτιατών Αγησίλαος Β' ξεκίνησε εκστρατεία όχι κατά των Θηβαίων, αλλά σε μια προσπάθεια να διατηρήσει κάτι από την επιρροή της Σπάρτης στην Αρκαδία. Η πρωτοβουλία αυτή τελικά στράφηκε εναντίον του, εφόσον οι Αρκάδες στράφηκαν για βοήθεια στη Βοιωτία. Η τελευταία αντέδρασε στέλνοντας έναν ισχυρό στρατό υπό τις διαταγές του Επαμεινώνδα, που αρχικά προέλασε κατά της Σπάρτης και μετά πήγε στη Μεσσηνία, όπου οι είλωτες είχαν ήδη αποστατήσει. Ο Επαμεινώνδας εξασφάλισε την ανεξαρτησία των Μεσσηνίων οχυρώνοντας την πρωτεύουσά τους, Μεσσήνη. Η τελευταία καθοριστική μάχη δόθηκε το 362 π.Χ. Την περίοδο αυτή διάφορες από τις συμμαχικές προς τη Θήβα πόλεις είχαν συμμαχήσει με τη Σπάρτη, όπως κατά παράδοξο τρόπο και η Αθήνα.
Η Μάχη της Μαντίνειας ανέδειξε νικητές τους Θηβαίους με ένα όμως βαρύ τίμημα: τη στιγμή της δόξας του βρήκε το θάνατο ο Επαμεινώνδας. Όταν κόπασε η μάχη, τόσο οι σύμμαχοι όσο και οι εχθροί της Σπάρτης σύναψαν ειρήνη. Μόνον οι Λακεδαιμόνιοι αρνήθηκαν πεισματικά, καθώς δεν μπορούσαν να χωνέψουν την ανεξαρτησία της Μεσσηνίας.
Η Σπάρτη όμως δεν διέθετε πλέον ούτε το στρατό ούτε τα οικονομικά μέσα για να ανακτήσει το χαμένο της έδαφος και η παρουσία των ανεξάρτητων Αρκάδων και Μεσσηνίων στα σύνορά της, έθετε την ασφάλειά της σε μεγάλο κίνδυνο. Παρ’ όλα αυτά, ένωσε τις δυνάμεις της με την Αθήνα και την Αχαΐα, το 353 π.Χ., για να εμποδίσει το βασιλιά της Μακεδονίας, Φίλιππο Β', να περάσει τις Θερμοπύλες και να εισβάλλει στη Φωκίδα. Πέραν τούτου δεν ξαναπήρε μέρος στην προσπάθεια των άλλων πόλεων της ηπειρωτικής Ελλάδας ενάντια στο νέο πανίσχυρο εχθρό από το βορρά. Όταν ο Φίλιππος νικούσε ολοκληρωτικά τους Αθηναίους και τους Θηβαίους στη Μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ., η Σπάρτη παρέμεινε αδρανής λόγω των φιλομακεδονικών αισθημάτων της γειτονικής Μεσσηνίας και του Άργους.
Μετά τη μάχη όμως η Σπάρτη αρνήθηκε πεισματικά να υποταχθεί με τη θέλησή της στο Φίλιππο. Αναγκάστηκε να το κάνει μετά τη λεηλασία της Λακωνίας και τη μεταφορά ορισμένων περιοχών στα σύνορά της στα χέρια των γειτονικών της κρατών. Στη διάρκεια της απουσίας του Μ. Αλέξανδρου στην Ανατολή, ο βασιλιάς Άγις Γ' επιτέθηκε κατά της Μακεδονίας με τη βοήθεια κάποιων πόλεων που αποφάσισαν να εξεγερθούν. Η επανάσταση όμως καταπνίγηκε από τον αντιβασιλιά της Μακεδονίας, Αντίπατρο, με τη Μάχη της Μεγαλόπολης, στη διάρκεια της οποίας ο Άγις σκοτώθηκε. Η ανάμνηση της ήττας αυτής ήταν φρέσκια στα μυαλά των Λακεδαιμονίων όταν ξέσπασε μια γενική επανάσταση των ελληνικών πόλεων ενάντια στην κυριαρχία των Μακεδόνων, που έμεινε γνωστή ως Λαμιακός Πόλεμος. Στη διάρκεια του πολέμου αυτού η Σπάρτη τήρησε ουδετερότητα.

3ος ΑΙΩΝΑΣ π.Χ.
Δημήτριος Πολιορκητής
Στη διάρκεια εκστρατείας που πραγματοποίησε ο Δημήτριος ο Πολιορκητής το 294 π.Χ., με στόχο την κατάκτηση της Πελοποννήσου, οι Λακεδαιμόνιοι με την ηγεμονία του Αρχιδάμου Δ' προσπάθησαν να αντισταθούν, αλλά γνώρισαν την ήττα σε δύο μάχες. Αν η προσοχή του Δημητρίου δεν στρεφόταν απότομα προς τη Μακεδονία, η πόλη ίσως έπεφτε. Το 293 π.Χ. μια σπαρτιάτικη δύναμη υπό τον Κλεώνυμο, ενέπνευσε θάρρος στους Βοιωτούς για να αψηφήσουν το Δημήτριο. Η υποχώρηση όμως των Σπαρτιατών άφησε τη Θήβα εκτεθειμένη. Το 280 π.Χ., ο βασιλιάς Αρεύς Α' και οι άνδρες του εκστράτευσαν βόρεια με τη πρόφαση της υπεράσπισης κάποιας ιερής περιοχής γύρω από τους Δελφούς από την Αιτωλική Συμπολιτεία. Τελικά σκόρπισαν κάνοντας λεηλασίες, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την ήττα τους από τους Αιτωλούς που τους αιφνιδίασαν.
Το 272 π.Χ., με την παρότρυνση του Κλεώνυμου, ο βασιλιάς της Ηπείρου, Πύρρος, αφού είχε επιστρέψει από την περίφημη εκστρατεία του στην ιταλική χερσόνησο, εισέβαλε στην Πελοπόννησο. Ο Αιακίδης βασιλιάς είχε την πεποίθηση ότι η Σπάρτη θα έπεφτε εύκολα εφόσον ο βασιλιάς Αρεύς Α' και οι άνδρες του απουσίαζαν στην Κρήτη. Η επίθεσή του όμως αποδείχτηκε άκαρπη, καθώς ο νεαρός γιος του Αρέως, ο Ακρότατος, με τους λιγοστούς υπερασπιστές της πόλης (κυρίως γυναίκες και ηλικιωμένους άνδρες) έδωσαν λυσσαλέα μάχη μέχρι να επιστρέψει ο βασιλιάς. Τελικά ο Πύρρος έστρεψε την προσοχή του στο Άργος και στο μεγάλο του αντίπαλο, Αντίγονο Β' το Γονατά, και αναχώρησε.
Το 264 π.Χ., οι Λακεδαιμόνιοι συμμάχησαν με την Αθήνα και την Πτολεμαϊκή Αίγυπτο (καθώς και μερικές μικρότερες ελληνικές πόλεις) σε μια προσπάθεια να ανεξαρτητοποιηθούν από τους Μακεδόνες. Στη διάρκεια του Χρεμωνίδειου Πολέμου, ο Αρεύς τέθηκε επικεφαλής δύο εκστρατειών στον Ισθμό, βρίσκοντας το θάνατο στη δεύτερη. Όταν η Αχαϊκή Συμπολιτεία περίμενε επίθεση από τους Αιτωλούς, η Σπάρτη έστειλε στρατό με τον Άγι για να βοηθήσει στην άμυνα του Ισθμού. Οι Λακεδαιμόνιοι, όμως, γύρισαν πίσω όταν φάνηκε ότι η επίθεση δεν θα γινόταν ποτέ. Λίγο καιρό μετά, γύρω στο 244 π.Χ., ένας στρατός Αιτωλών λεηλάτησε τη Λακωνία, παίρνοντας μαζί όπως λέχθηκε κάπου 50.000 αιχμαλώτους, αν και ίσως πρόκειται για υπερβολή. Ο Γκρέιντζερ θεωρεί ότι η επίθεση αυτή ήταν τμήμα κάποιας εκστρατείας των Αιτωλών για την ενοποίηση των πελοποννησιακών πόλεων. Αν και η Αιτωλία βασικά επιζητούσε τον περιορισμό της Αχαΐας, επειδή οι πόλεις που ενδιαφέρονταν είχαν αντισπαρτιατικά αισθήματα, ένιωσε επιτακτική ανάγκη να δώσει την εντύπωση αντισπαρτιατικής δύναμης.
Στα μέσα του αιώνα εκδηλώθηκε μια κοινωνική κρίση, που είχε ήδη δείξει τα σημάδια της από καιρό. Ο πλούτος είχε συγκεντρωθεί στα χέρια 100 περίπου οικογενειών. Αντίθετα, ο αριθμός των Ομοίων, που πάντα αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του σπαρτιάτικου στρατού είχε πέσει στους 700, κάτι λιγότερους από το 1/5 των 9.000 ανδρών στο απόγειο της δύναμής της, τον 7ο αιώνα π.Χ. Ο Άγις Δ’ ήταν ο πρώτος που αποπειράθηκε να προβεί σε μεταρρυθμίσεις. Το πρόγραμμά του περιελάμβανε διαγραφή των χρεών και αναδασμό της γης. Η αντίσταση που προέβαλε ο άλλος βασιλιάς, Λεωνίδας Β', δεν είχε αποτέλεσμα, καθώς ο τελευταίος έχασε την εξουσία του υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Ωστόσο οι πολιτικοί αντίπαλοι του Άγη εκμεταλλεύτηκαν κάποια περίοδο που εκείνος απουσίαζε για να τον υπονομεύσουν, με αποτέλεσμα να περάσει από δίκη-παρωδία μόλις επέστρεψε και να εκτελεστεί.
Η επόμενη προσπάθεια για μεταρρυθμίσεις προήλθε από το γιο του Λεωνίδα, τον Κλεομένη Γ'. Το 229 π.Χ., ο Κλεομένης ηγήθηκε μιας επίθεσης στη Μεγαλόπολη, ξεκινώντας πόλεμο με την Αχαΐα. Ο στρατηγός της, Άρατος, αν και διέθετε πολλαπλάσιους στρατιώτες τον αντιμετώπισε με επιφύλαξη. Παρ’ όλα αυτά ο Κλεομένης κατόρθωσε να αναδειχτεί νικητής. Έχοντας μια τέτοια νίκη στο ενεργητικό του άφησε στο πεδίο της μάχης τους Ομοίους στρατιώτες του και οδήγησε το μισθοφορικό τμήμα του στρατού του κατά της Σπάρτης. Στη διάρκεια του πραξικοπήματος 4 από τους 5 Εφόρους έχασαν τη ζωή τους και ο θεσμός καταλύθηκε. Η γη ξαναμοιράστηκε επιτρέποντας σε περισσότερους ανθρώπους να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα. Τα χρέη χαρίστηκαν. Ο Κλεομένης ανέθεσε στο Σφαίρο, το στωικό του σύμβουλο, να αναβιώσει τα παλιά έθιμα της αυστηρής εκπαίδευσης και του λιτού τρόπου ζωής. Για τον Γκριν, το γεγονός ότι το καθήκον ανατέθηκε σε έναν μη Σπαρτιάτη, είναι ενδεικτικό του πόσο είχε απομακρυνθεί η Σπάρτη από το Λυκούργειο παρελθόν της. Αυτοί οι διακανονισμοί επέφεραν την εχθρότητα των εύπορων Πελοποννησίων που φοβούνταν το ενδεχόμενο μιας κοινωνικής επανάστασης. Σε άλλους, και κυρίως στους φτωχούς, ο Κλεομένης χάρισε ελπίδα, που όμως έσβησε γρήγορα όταν ο ίδιος άρχισε να καταλαμβάνει γειτονικές πόλεις, καθιστώντας φανερό ότι οι προθέσεις του για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις εκτός Σπάρτης ήταν το τελευταίο πράγμα που είχε στο μυαλό του.
Προχωρώντας σε μεταρρυθμίσεις ο Κλεομένης είχε στο μυαλό του την αναβίωση της σπαρτιάτικης δύναμης. Αρχικά σημείωσε επιτυχίες, καταλαμβάνοντας πόλεις που μέχρι τότε άνηκαν στην Αχαϊκή Συμπολιτεία και κερδίζοντας τη χρηματοδότηση της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου. Ο Άρατος, όμως, αποφάσισε να συμμαχήσει με την ως τότε εχθρό των Αχαιών, τη Μακεδονία. Με την Αίγυπτο να αποσύρει τη στήριξή της, ο Κλεομένης αποφάσισε να διακινδυνεύσει τα πάντα σε μία μάχη. Στη Μάχη της Σελλασίας που έλαβε χώρα το 222 π.Χ., ο συνασπισμός Αχαϊκής Συμπολιτείας και Μακεδονίας νίκησε τον Κλεομένη. Ο Μακεδόνας βασιλιάς, Αντίγονος Γ' Δώσων μπήκε πανηγυρικά στην πόλη της Σπάρτης, κάτι που οι πολίτες της δεν είχαν υποφέρει ποτέ στο παρελθόν. Οι Έφοροι επέστρεψαν στην εξουσία, ενώ η βασιλεία καταργήθηκε. Τελικά, η Σπάρτη έπεσε στα χέρια σκληρών και άπληστων τυράννων, όπως ο Λυκούργος και ο Μαχανίδας, με τον τελευταίο να θανατώνεται από τον Φιλοποιμένα.

2ος ΑΙΩΝΑΣ π.Χ.
Οι πηγές που αναφέρονται στο Νάβι, που ανέλαβε την εξουσία το 207 π.Χ., συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό ως προς την εχθρική διάθεση απέναντί του, και είναι αδύνατον να μαντέψει κανείς την αλήθεια πίσω από τις κατηγορίες που του επιρρίπτουν. Οι μεταρρυθμίσεις του σίγουρα προχώρησαν πολύ πιο βαθιά από εκείνες του Κλεομένη, που είχε απελευθερώσει 6.000 είλωτες ως λύση απελπισίας. Αν εμπιστευτούμε τις μαρτυρίες του Πολύβιου και του Λίβιου, θα τον απορρίπταμε σαν λίγο καλύτερο από έναν λωποδύτη φύλαρχο, κρατώντας τη Σπάρτη με μέτρα μεγάλης σκληρότητας και καταναγκασμού και χρησιμοποιώντας μισθοφόρους σε μεγάλο βαθμό στους πολέμους του. Ο Φόρεστ παίρνει στα σοβαρά τις κατηγορίες αυτές, ακόμη και ότι στην εποχή του το κράτος υποστήριξε την πειρατεία και τη ληστεία, αλλά δε δέχεται πως ήταν τόσο ατομιστής όσο τον θέλουν οι αρχαίες πηγές. Τον βλέπει ως μια πιο σκοτεινή εκδοχή του Κλεομένη, που ειλικρινά προσπάθησε να αναβιώσει το μεγαλείο της Σπάρτης και να λύσει την κοινωνική της κρίση. Επιπλέον ξεκίνησε την κατασκευή των πρώτων τειχών της πόλης, με έκταση κάπου 9,66 χλμ.
Την περίοδο αυτή η Αχαΐα έπαψε να πρόσκειται στη Μακεδονία, συμμαχώντας με μια νέα ανερχόμενη δύναμη: τη Ρώμη. Καθώς η Συμπολιτεία αυτή αποτελούσε το μεγαλύτερο αντίπαλο της Σπάρτης, ο Νάβις προσέγγισε τους Μακεδόνες. Είχε γίνει πλέον εξαιρετικά δύσκολο για τη Μακεδονία να ελέγχει το Άργος κι έτσι ο Φίλιππος Ε' αποφάσισε να το παραχωρήσει στη Σπάρτη για να δημιουργηθούν περαιτέρω τριβές με την Αχαΐα. Ήταν όμως αρκετά προσεκτικός για να μην καταστρέψει τις διπλωματικές του σχέσεις με τη Ρώμη. Παρά το γεγονός αυτό, μετά την ολοκλήρωση τριών πολέμων κατά της Μακεδονίας, η Ρώμη ξεκίνησε πόλεμο κατά του Νάβι στέλνοντας στρατό στη Λακωνία με τον Φλαμινίνο. Ο Νάβις αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει εγκαταλείποντας όλες του τις κτίσεις εκτός Λακωνίας, παραδίδοντας τα λιμάνια και το στόλο του, και πληρώνοντας αποζημίωση 500 ταλάντων (Τίτος Λίβιος xxxiv. 33–43). Μετά την αποχώρηση των Ρωμαίων κατάφερε να ανακτήσει το Γύθειο, παρά την προσπάθεια που έκανε να το καταλάβει πρώτος ο Φιλοποίμην, επικεφαλής της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Τελικά, οι δύο στρατοί ήρθαν αντιμέτωποι με τους Λακεδαιμονίους να γνωρίζουν συντριπτική ήττα, ενώ ο Φιλοποιμήν λεηλάτησε για 30 ημέρες τη Λακωνία χωρίς αντίσταση.
Ο Νάβις δολοφονήθηκε το 192 π.Χ. και ο Φιλοποίμην ανάγκασε τη Σπάρτη να γίνει μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Αυτό προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις. Ωστόσο η ένοπλη παρέμβαση των Αχαιών υποχρέωσε τους Λακεδαιμονίους να καταστρέψουν τα τείχη τους, να διαλύσουν το μισθοφορικό στρατό τους, να ανακαλέσουν όλους τους εξόριστους, να εγκαταλείψουν τους θεσμούς που εγκαθίδρυσε ο Λυκούργος και τέλος να αποδεχτούν τον αχαϊκό νόμο και τους θεσμούς που εκείνος όριζε (188 π.Χ.). Ξανά και ξανά οι διπλωματικές σχέσεις Σπαρτιατών και Αχαιών αποτέλεσαν το θέμα συζητήσεων στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο ή το αίτιο αποστολής διπλωματών στην Ελλάδα, αλλά καμία καθοριστική παρέμβαση των Ρωμαίων δεν συνέβη μέχρι τη στιγμή που πάρθηκε η απόφαση να αποκοπούν από τη Συμπολιτεία η Σπάρτη, η Κόρινθος, το Άργος, ο Ορχομενός στην Αρκαδία και η Ηράκλεια στο όρος Οίτη. Με τον τρόπο αυτό οι Αχαιοί ήρθαν σε πλήρη ρήξη με τη Ρώμη και τελικά, το 146 π.Χ., μετά την άγρια λεηλασία της Κορίνθου, η Συμπολιτεία διαλύθηκε και η ηπειρωτική Ελλάδα ενσωματώθηκε στη ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας.

ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Για τη Σπάρτη, μια μακρά εποχή πολέμου και εσωτερικών διενέξεων έλαβε τέλος, δίνοντας τη θέση της σε μία νέα εποχή ειρήνης και ευμάρειας. Πολλές επιγραφές έχουν σωθεί από την περίοδο αυτή. Ως συμμαχική πόλη απαλλάχθηκε από την άμεση φορολογία, αν και κατά καιρούς υποχρεώθηκε να καταβάλλει «με τη θέλησή της» δώρα στους Ρωμαίους στρατηγούς. Η πολιτική φιλοδοξία των πολιτών της Σπάρτης περιορίστηκε στην ανάληψη κάποιου τοπικού αξιώματος, τα πιο σημαντικά από τα οποία ήταν ο νομοφύλακας, ο έφορος και ο πατρονόμος. Ο Αύγουστος έδειξε αξιοσημείωτη εύνοια στην πόλη, ενώ ο Αδριανός την επισκέφτηκε δύο φορές στα μακρά του ταξίδια και δέχτηκε τον τίτλο του επώνυμου πατρονόμου. Το πατροπαράδοτο πολεμικό ήθος έβρισκε διέξοδο σε ειρηνικούς διαγωνισμούς, που γίνονταν στο γυμνάσιο και στο στάδιο μπροστά στο ναό της Ορθίας Αρτέμιδος. Καμία φορά και σε πραγματική μάχη, οι Σπαρτιάτες για παράδειγμα στρατολογήθηκαν σε εκστρατείες εναντίον των Πάρθων, από τους Αυτοκράτορες Λεύκιο Βέρο, Σεπτίμιο Σεβήρο και Καρακάλλα.

ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Το 396, ο Γότθος Αλάριχος Α' κατέστρεψε την πόλη, και σε κάποια κατοπινή εποχή εισέβαλαν και εγκαταστάθηκαν στη Λακωνία σλάβικα φύλα, που με τη σειρά τους έδωσαν τη θέση τους στους Βυζαντινούς, διατηρώντας ωστόσο σχετική αυτονομία σε ορεινές περιοχές. Υπάρχει μια θεωρία με βάση την οποία η τσακωνική διάλεκτος προέρχεται από τη δωρική, εφόσον οι ομιλητές της είναι απόγονοι των Σπαρτιατών που έζησαν απομονωμένοι στα βουνά, λόγω των βαρβαρικών εισβολών. Κατά την άφιξή τους στο Μωριά, οι Φράγκοι βρήκαν μια οχυρωμένη πόλη με το όνομα Λακεδαιμονία, που καταλάμβανε τμήμα της αρχαίας πόλης, η οποία συνέχισε να υπάρχει αν και με ελάχιστο πληθυσμό, ακόμη και μετά την κατασκευή των κάστρων του Μυστρά από το Γουλιέλμο Β' το Βιλεαρδουίνο στον Ταΰγετο, ΒΔ της Σπάρτης.
Για σύντομο χρονικό διάστημα τα μέρη αυτά πέρασαν στα χέρια των Βυζαντινών, οι οποίοι και τα διατήρησαν μέχρι που οι Οθωμανοί υπό την ηγεμονία του Μωάμεθ Β' τα κατέλαβαν το 1460. Το 1687, έφτασαν στην περιοχή οι Ενετοί, για να ξαναπεράσουν σε τουρκικά χέρια, το 1715. Έτσι για 6 περίπου αιώνες, ήταν ο Μυστράς και όχι η Σπάρτη το μεγάλο οικιστικό κέντρο της Λακωνίας. Η περιοχή της Μάνης διατήρησε σχετική αυτονομία κατά την Τουρκοκρατία και έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
Το 1834, κατά τη βασιλεία του Όθωνα, η Σπάρτη ξαναχτίστηκε ως σύγχρονη πόλη εκεί όπου κάποτε έστεκε η αρχαία, ενώ ο Μυστράς παρήκμασε κι ερημώθηκε.
Σήμερα η Σπάρτη αποτελεί την πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας με 15.000 περίπου κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2001.
Πηγή: Ελληνική Βικιπαίδεια

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πρωτογενείς πηγές
Ηρόδοτος, «Ιστορίαι».
Θουκυδίδης, «Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος».
Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι».
Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις».
Τίτος Λίβιος, «Ρωμαϊκή Ιστορία».

Δευτερογενείς πηγές
Καργάκος Σαράντος Ι., «Ιστορία της αρχαίας Σπάρτης», 2006, Αθήνα, Gutenberg.
Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος Δ., «Ιστορία του ελληνικού έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ' ημάς», 2005, Αθήνα, Ερμείας.
Bengtson Hermann, Bloedow, Edmund F. (μετάφραση), «History of Greece: From the Beginnings to the Byzantine Era», 1997, University of Ottawa.
Buckley Terry, «Aspects Of Greek History 750-323 BC: A Source-Based Approach», 1996, Routledge.
Cartledge Paul, «Agesilaos and the Crisis of Sparta», 2000, Gerald Duckworth & Co Ltd.
Cartledge Paul, «Hellenistic and Roman Sparta: A Tale of Two Cities (Societies & Cities of Ancient Greece)», 1989, Routledge.
Cartledge Paul, «Sparta and Lakonia: A Regional History 1300-362 BC», 2001, Routledge.
Cartledge Paul, «The Spartans: The World of the Warrior-Heroes of Ancient Greece», 2004, Vintage.
Ehrenberg Victor, From Solon to Socrates: Greek History and Civilisation between the 6th and 5th centuries BC., 2004, Λονδίνο: Routledge.
Forrest W.G., «A History of Sparta, 950-192 B.C.», 1969, W.W. Norton & Company.
Grainger John D., «The League of Aitolians (Mnemosyne, Supplements)», 1999, Brill.
Green Peter, «Alexander to Actium: The Hellenistic Age», 1994, Thames & Hudson.
Green Peter, «Alexander the Great and the Hellenistic Age», 2008, George Weidenfeld & Nicholson.
Kagan Donald, «The Peloponnesian War», 2004, Penguin Books.
Kagan Donald, «The Peloponnesian War: Athens and Sparta in Savage Conflict 431-404 BC», 2005, Harper Perennial.
Lévy Edmond, «Σπάρτη: Κοινωνική και πολιτική ιστορία έως τη ρωμαϊκή κατάκτηση», μετάφραση Στεφάνης Αθανάσιος Δ., 2008, Αθήνα: Πατάκη.
Mossé Claude, «Επίτομη ιστορία της αρχαίας Ελλάδας 2000-31 π.Χ.», μετάφραση Στεφάνου Λύντια, 2008, Αθήνα: Παπαδήμας.
Schuller Wolfgang, Καμάρα, Αφροδίτη, Κοκκινιά, Χριστίνα, Μπουραζέλης, Κώστας, «Ιστορία της αρχαίας Ελλάδας: Από την κρητομυκηναϊκή εποχή ως το τέλος των κλασικών χρόνων», 1999, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: