14 Απρ 2012

Το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων Φοίβου Ανωγειανάκη-Κέντρο Εθνομουσικολογίας εγκαινιάστηκε στις 6 Ιουνίου του 1991 και είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου εποπτευόμενο από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Βασίζεται στη συλλογή από 1200 ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα από τον 18ο αιώνα ως τις μέρες μας, καρπό 40χρονης έρευνας και μελέτης του μουσικολόγου Φοίβου Ανωγειανάκη.
Το 1978 ο Φοίβος Ανωγειανάκης δώρισε τη συλλογή του στο ελληνικό δημόσιο και με την εποπτεία του άρχισαν οι εργασίες ίδρυσης του Μουσείου, που στεγάζεται σ’ ένα παλαιό αρχοντικό του 1840 στην Πλάκα (οικία Λασσάνη), δίπλα στη Ρωμαϊκή Αγορά.
Για την οργάνωση και αποπεράτωση του Μουσείου συνεργάστηκαν αρχικά το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και στη συνέχεια το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα Β. Παπαντωνίου και η Ελληνική Εταιρεία Λαογραφικής Μουσειολογίας.
Ο αρχιτέκτονας Κωστής Αδαμόπουλος διαμόρφωσε το κυρίως κτίριο στον εκθεσιακό χώρο, που στεγάζει επίσης την υποδοχή, τη διεύθυνση, τη γραμματεία και τη βιβλιοθήκη του Μουσείου. Οι παλαιοί στάβλοι του αρχοντικού στεγάζουν το Κέντρο Έρευνας και τα αρχεία, τους αποθηκευτικούς χώρους, μια αίθουσα εκδηλώσεων (για 80 άτομα) και το πωλητήριο του Μουσείου όπου διατίθενται βιβλία, δίσκοι και μουσικά όργανα.

ΦΟΙΒΟΣ ΑΝΩΓΕΙΑΝΑΚΗΣ
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης, το 1915. Σπούδασε βιολί, θεωρητικά κι ανώτερα θεωρητικά, αντίστιξη και φούγκα. Ξεκίνησε από πολύ νωρίς να γράφει μουσική κριτική και άρθρα σε διάφορες εφημερίδες και στα περιοδικά «Καλλιτεχνικά Νέα», «Φιλολογικά Χρονικά», «Ελεύθερα Γράμματα», «Νέα Ελληνικά», «Εποχές», «Θέατρο», «Νεοελληνικός Λόγος», «Επίκαιρα», «Επιθεώρηση Τέχνης» κ.ά. Ασχολήθηκε με τη μουσικολογική έρευνα και μελέτη σε δύο κυρίως τομείς: α) την ελληνική λαϊκή μουσική, με ιδιαίτερη έμφαση στα ελληνικά παραδοσιακά μουσικά όργανα και β) τη νεοελληνική έντεχνη μουσική. Κυριότερα μουσικολογικά έργα του: «Η μουσική στη νεότερη Ελλάδα» (προσθήκη στη μετάφρασή του της Ιστορίας της Μουσικής του Καρλ Νεφ, α' έκδοση 1956), «Ένα βυζαντινό μουσικό όργανο» (1962), «Κατάλογος έργων Μανώλη Καλομοίρη» (1964), «Νεοελληνικά χορδόφωνα: το λαγούτο» (1972), «Αιμίλιου Ριάδη: Τραγούδια για μια φωνή και πιάνο» (1973), «Το Γενεαλογικό Δέντρο ενός Λαϊκού Μουσικού» (Αθήνα 1974), «Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα» (α’ έκδ. 1976, αγγλ. α’ έκδ. 1979). Είναι ο πρώτος που υπογράμμισε τη μουσική και καλλιτεχνική αξία του ρεμπέτικου, συνδέοντάς το με την παράδοση της βυζαντινής μουσικής και του δημοτικού τραγουδιού, με το ιστορικό άρθρο του στο Ριζοσπάστη της 28/1/1947 και συνεχίζοντας το 1961 στην «Επιθεώρηση Τέχνης». Υπήρξε μουσικός υπεύθυνος του «Συλλόγου Ελληνικών Χορών» της Δώρας Στράτου και του «Λυκείου των Ελληνίδων», ενώ δραστηριοποιήθηκε σε επιτόπιες μουσικές έρευνες στην Ελλάδα και στην Κύπρο με το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα. Πρωτογενές υλικό από τις έρευνες αυτές περιλαμβάνεται σε μία σειρά από επιστημονικές δισκογραφικές εκδόσεις.
Το 1978 δώρισε στο ελληνικό δημόσιο τη συλλογή του από ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα, καρπό 40χρονης έρευνας και μελέτης (1950-1990), που περιλαμβάνει πάνω από 1.000 όργανα από τον 18ο αιώνα ως τις μέρες μας και αποτελεί την πλουσιότερη συλλογή στην Ελλάδα κι από τις σημαντικότερες του είδους στην Ευρώπη. Με την επίβλεψή του και την ενίσχυση και του Υπουργείου Πολιτισμού ιδρύθηκε το 1991 στην Αθήνα το «Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων-Κέντρο Εθνομουσικολογίας», που λειτουργεί παράλληλα ως κέντρο έρευνας και χώρος ποικίλων δράσεων για την παραδοσιακή μουσική. Το 1991 ο Φοίβος Ανωγειανάκης, σε αναγνώριση της προσφοράς του στην ελληνική μουσική, αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Πέθανε στις 14 Οκτωβρίου 2003.
ΕΚΘΕΣΗ
Εκτίθενται περίπου τα μισά όργανα της συλλογής Ανωγειανάκη, με κριτήριο όχι μόνο την αισθητική και τη διακόσμησή τους, αλλά κυρίως το εθνολογικό και μουσικολογικό τους ενδιαφέρον Τα υπόλοιπα όργανα βρίσκονται στη διάθεση των ερευνητών και αποτελούν υλικό για την κινητή έκθεση του Μουσείου, που περιοδεύει στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ή για εκθέσεις ειδικού ενδιαφέροντος.
Η έκθεση καλύπτει τρεις ορόφους και περιλαμβάνει τέσσερεις ενότητες, όσες και οι οικογένειες μουσικών οργάνων που διακρίνει η εθνομουσικολογία. Η ταξινόμηση των οργάνων ακολουθεί το σύστημα Ε. Von Hornbostel - C. Sachs (αποδεκτό σήμερα από τους περισσότερους εθνομουσικολόγους), με κριτήριο το υλικό από το οποίο πάλλεται για να δώσει τον ήχο:
α) Αερόφωνα (Φλογέρες, σουραύλια, μαντούρες, τσαμπούνες, γκάιντες, ζουρνάδες)
β) Χορδόφωνα (Ταμπουράδες, λαγούτα, ούτια, κιθάρες, μαντολινάτα, σαντούρια, κανονάκια, αχλαδόσχημες λύρες, κεμεντζέδες, κεμανέδες)
γ) Μεμβρανόφωνα (Τουμπελέκια, νταούλια, ντέφια)
δ) Ιδιόφωνα (Κουδούνια (χυτά και σφυρήλατα), ζίλια, κουτάλια, μασιές, τρίγωνα).
Με τον ίδιο τρόπο ταξινομούνται και τα Ηχητικά αντικείμενα (Λαλίτσες, σφυρίχτρες, μπουρού, αρτηκόλυρα, διολί, γουργούρα, νουνούρα, σήμαντρο, ροκάνα κ.ά.).
Η παρουσίαση γίνεται κατά οργανολογικούς τύπους, σε βιτρίνες από κρύσταλλο, με ειδικές βάσεις από πλεξιγκλάς και δίγλωσσες (ελληνικά - αγγλικά) επεξηγήσεις.
Σε κάθε βιτρίνα ένα ειδικό σύστημα ακουστικών με μουσικά παραδείγματα παρουσιάζει τον ήχο, τη μουσική έκταση, τις τεχνικές παιξίματος και τους συνδυασμούς των μουσικών οργάνων που εκτίθενται σ’ αυτήν. Παράλληλα, γίνεται προσπάθεια να τοποθετηθούν τα όργανα σε τόπο και χρόνο και να συνδεθούν με τους κατασκευαστές και τους μουσικούς που τα χρησιμοποιούν, μέσα από οπτικοακουστικό υλικό που αναφέρεται σε έθιμα και τελετουργίες όπου κυριαρχεί το παραδοσιακό τρίπτυχο: λόγος-μουσική-χορός.

ΣΤΟΧΟΙ
Οι στόχοι του Μουσείου και του Κέντρου Έρευνας είναι:
1. Η συλλογή, συντήρηση και έκθεση λαϊκών μουσικών οργάνων και γενικά κάθε υλικού χρήσιμου για την έρευνα, μελέτη και προώθηση της ελληνικής λαϊκής μουσικής παράδοσης.
2. Η προώθηση της έρευνας και μελέτης σε θέματα εθνομουσικολογίας, ως και τεκμηρίωσης και διάδοσης της παραδοσιακής μουσικής.
3. Η διάσωση, μελέτη, προβολή και διάδοση της ελληνικής λαϊκής και βυζαντινής μουσικής παράδοσης, τόσο στον ελληνικό όσο και στον διεθνή χώρο με κάθε πρόσφορο μέσον.
4. Η δημιουργία ειδικής εθνομουσικολογικής βιβλιοθήκης και οπτικοακουστικού αρχείου.
ΑΕΡΟΦΩΝΑ
ΦΛΟΓΕΡΑ - ΣΟΥΡΑΥΛΙ - ΜΑΝΤΟΥΡΑ
Είναι τα κατεξοχήν ποιμενικά μουσικά όργανα. Με διάφορες ονομασίες ανά περιοχή, διακοσμημένα ή όχι, φτιάχνονται από τους ίδιους τους μουσικούς σε διάφορα μεγέθη και υλικά: καλάμι, ξύλο, σίδερο ή μπρούντζο, κόκαλο φτερούγας αετού. Διαφέρουν μεταξύ τους κυρίως στην κατασκευή του μέρους του οργάνου που παράγει τον ήχο:
Η φλογέρα ή καλάμι παίζεται κυρίως στη στεριανή Ελλάδα και είναι ένας σωλήνας ανοιχτός και στα δυο άκρα. Ανάλογα με το μήκος και τις τρύπες, οι φλογέρες διακρίνονται σε κοντές (έως 50 εκ.) και μακριές (έως 85 εκ. - τζαμάρες στην Ήπειρο και καβάλια στη Θράκη).

Τζαμάρες


Θιόμπολι και καβάλι
Το σουραύλι παίζεται κυρίως στη νησιωτική Ελλάδα. Το επιστόμιό του είναι λοξοκομμένο στα κοντά σουραύλια και ίσιο στα μακριά και κλείνεται με μια «τάπα» που αφήνει μια λεπτή σχισμή απ’ όπου περνάει το φύσημα.
Η μαντούρα παίζεται κυρίως στην Κρήτη και φτιάχνεται μόνο από καλάμι. Το επιστόμιό της, κλειστό από τον κόμπο του καλαμιού, έχει ένα λεπτό γλωσσίδι που μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα του μουσικού, όπου με το φύσημα πάλλεται και δημιουργεί τον ήχο.

ΤΣΑΜΠΟΥΝΑ - ΓΚΑΪΝΤΑ
Ο άσκαυλος έρχεται στην Ελλάδα από την Ασία τον 1ο με 2ο αιώνα μ.Χ. και τον συναντάμε σε δύο τύπους: την τσαμπούνα (στα νησιά) και την γκάιντα (στη Μακεδονία και Θράκη). Κατασκευαστής είναι ο ίδιος ο τσαμπουνιάρης ή γκαϊντατζής, που χρησιμοποιεί για το ασκί δέρμα κατσίκας ή εριφίου ειδικά κατεργασμένο και για το επιστόμιο καλάμι, ξύλο ή κόκκαλο. Οι δυο τύποι διαφέρουν κυρίως στη συσκευή για την παραγωγή του ήχου.
Στην τσαμπούνα σε μια ξύλινη αυλακωτή βάση προσαρμόζονται με κερί δυο καλαμένιοι αυλοί με μονό γλωσσίδι. Στον έναν ο μουσικός παίζει τη μελωδία και με τον άλλο κρατά το ίσο. Παίζεται μόνη της και μαζί με τουμπί ή λύρα.
Στην γκάιντα οι δυο ξύλινοι αυλοί είναι ανεξάρτητοι. Ο ένας, για τη μελωδία, έχει 7 τρύπες, ενώ ο δεύτερος (μπουρί ή μπάσο), μακρύς και σε τρία κομμάτια, «ταιριάζεται» με την τονική της μελωδίας και είναι ο ισοκράτης. Παίζεται μόνη της και μαζί με τουμπελέκι ή νταούλι ή νταχαρέ.

ΖΟΥΡΝΑΣ
Ο ζουρνάς ονομάζεται επίσης καραμούζα ή πίπιζα. Είναι όργανο με διπλό γλωσσίδι, στο οποίο οφείλει τον οξύ διαπεραστικό ήχο του. Στην ίδια οικογένεια ανήκε και ο αρχαίος ελληνικός αυλός. Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη (από 22 ως και 60 εκ.). Τους κοντούς ζουρνάδες τους συναντάμε στη δυτική Ρούμελη και τον Μωριά, ενώ τους μακρύτερους στη Μακεδονία. Συνήθως παίζονται δυο ζουρνάδες μαζί (ο ένας για τη μελωδία κι ο άλλος για το ίσο).

ΚΛΑΡΙΝΟ - «ΚΟΜΠΑΝΙΑ»
Το κλαρίνο, ως λαϊκό μουσικό όργανο, έρχεται στην Ελλάδα από την Τουρκία με τους Τουρκόγυφτους γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα.
Από την Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία διαδίδεται στην υπόλοιπη χώρα και μαζί με το βιολί, το λαγούτο και το ντέφι (αργότερα και με το σαντούρι) αποτελούν την κομπανία, το κατεξοχήν λαϊκό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας, που αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζυγιά: ζουρνάς-νταούλι.
Στο λαϊκό κλαρίνο περνούν τα «πιασίματα» της φλογέρας και του ζουρνά κι έτσι πετυχαίνει, με μία ιδιότυπη τεχνική, σ’ ένα δυτικό μουσικό όργανο τα μη συγκερασμένα διαστήματα των παραδοσιακών ελληνικών κλιμάκων. Από την εποχή του μεσοπολέμου παίρνει την πρώτη θέση ανάμεσα στα μελωδικά όργανα, αναγνωρίζεται ως όργανο «εθνικό» και οδηγεί την οργανική μουσική σε μια νέα, λαμπρή περίοδο, μέσα από την επεξεργασία παλαιών μελωδιών στα χέρια άξιων δεξιοτεχνών.

ΜΕΜΒΡΑΝΟΦΩΝΑ
ΝΤΑΟΥΛΙ
Γνωστό ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους, το νταούλι είναι το κατεξοχήν ρυθμικό όργανο της στεριανής Ελλάδας, με μεγάλη ποικιλία στις διαστάσεις, το δέσιμο των σχοινιών, την επεξεργασία του δέρματος και την κατασκευή του. Φτιάχνεται από τον ίδιο τον νταουλιέρη και παίζεται, κρεμασμένο από τον αριστερό ώμο, χτυπώντας και τις δύο δερμάτινες επιφάνειες, με τα νταουλόξυλα, ένα χοντρό και βαρύ για το δεξί χέρι (κόπανος) κι ένα λεπτό για το αριστερό (βέργα ή βίτσα).

ΤΟΥΜΠΙ
Μικρό νταούλι που συνοδεύει ρυθμικά τα μελωδικά όργανα της νησιωτικής Ελλάδας (τσαμπούνα και λύρα). Το τουμπί παίζεται συνήθως με δυο μικρά τουμπόξυλα, χτυπώντας μόνο τη μία δερμάτινη επιφάνεια.
ΤΟΥΜΠΕΛΕΚΙ
Ονομάζεται επίσης ταραμπούκα ή στάμνα. Το τουμπελέκι συνοδεύει ρυθμικά διάφορα μελωδικά όργανα στη Β. Ελλάδα (Μακεδονία, Θράκη), στα νησιά του Αιγαίου και στη Μ. Ασία.

ΝΤΕΦΙ
Το αρχαίο ελληνικό τύμπανον ονομάζεται στο Βυζάντιο σείστρον ή (τα) πληθία και στη νεότερη Ελλάδα ντέφι ή νταχαρές (Μακεδονία, Θράκη). Συνοδεύει ρυθμικά τα περισσότερα μελωδικά όργανα σ’ όλες τις περιοχές. Στον ξύλινο σκελετό του συχνά προσαρμόζονται μεταλλικά κύμβαλα (ζίλια).

ΤΑΜΠΟΥΤΣΑ - ΤΟΥΜΠΑΝΑΣ
Η ταμπουτσά παίζεται με τα δύο χέρια ή με δύο μικρά ξύλα, ακουμπισμένη όρθια στον μηρό του καθισμένου παίχτη. Παίζεται στην Κύπρο και είναι ένα απλό κόσκινο (με δέρμα χωρίς τρύπες) που χρησιμοποιείται ως ρυθμικό όργανο.
Κόσκινο είναι και ο τουμπανάς που χρησιμοποιούν σαν ντέφι στους Φούρνους Ικαρίας.

ΧΟΡΔΟΦΩΝΑ
ΤΑΜΠΟΥΡΑΣ
Η ονομασία ταμπουράς χρησιμοποιείται για μια σειρά από νυκτά όργανα της οικογένειας του λαγούτου, ανεξάρτητα από τις διαστάσεις, τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμά τους. Τα αρχέτυπα, γνωστά ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. στη Μεσοποταμία και Αίγυπτο, έχουν μικρό ηχείο, μακρύ χέρι και παίζονται με πλήκτρο-πένα ή με τα δάχτυλα. Στην αρχαία Ελλάδα ο τύπος αυτός είναι γνωστός σαν τρίχορδο ή πανδούρα, στο Βυζάντιο σαν θαμπούρα (το όργανο του Διγενή Ακρίτα) και στη νεότερη Ελλάδα ως ταμπουράς, μπουζούκι, μπαγλαμάς, κ. α.

ΛΑΓΟΥΤΟ
Το ελληνικό λαγούτο αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι) και το αραβικό ούτι (μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο). Με 4 διπλές χορδές, κουρδισμένες κατά πέμπτες, είναι το κυριότερο όργανο αρμονικής και ρυθμικής συνοδείας τόσο στην κομπανία της στεριανής Ελλάδας, όσο και στη νησιώτικη ζυγιά μαζί με το βιολί ή τη λύρα. Παλαιότερα παιζόταν και ως μελωδικό σόλο όργανο, παράδοση που διατηρείται στην Κρήτη από τους πριμαδόρους λαουτιέρηδες.

ΟΥΤΙ
Προέρχεται από το αραβικό al oud (=ξύλο) με μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο, κοντό χέρι χωρίς τάστα και πέντε διπλές εντέρινες χορδές. Το ούτι παίζεται σόλο ή με άλλα όργανα στη μουσική παράδοση των Ελλήνων της Μ. Ασίας και της Θράκης.

ΛΑΓΟΥΤΟΚΙΘΑΡΑ - ΚΙΘΑΡΑ
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η κιθάρα αντικαθιστά σταδιακά το λαγούτο στα δύο παραδοσιακά οργανικά συγκροτήματα: τη ζυγιά και την κομπανία. Ενδιάμεσος σταθμός, την εποχή του μεσοπολέμου, η λαγουτοκιθάρα: κιθάρα στη μορφή αλλά με τον αριθμό των χορδών και το κούρδισμα του λαγούτου.

ΜΑΝΤΟΛΙΝΑΤΑ
Η μαντόλα,
ή το μαντολίνο και το μαντολοτσέλλο, μαζί με την κιθάρα,
αποτελούν τα βασικά όργανα της μαντολινάτας, του συγκροτήματος που συνοδεύει την αστική λαϊκή μουσική (αθηναϊκή κι επτανησιακή καντάδα) από τα τέλη του 19ου αιώνα. Στην Κρήτη το μαντολίνο παίζεται σόλο ή συνοδεύει την αχλαδόσχημη λύρα.

ΑΧΛΑΔΟΣΧΗΜΗ ΛΥΡA
Τα όργανα αυτής της οικογένειας διατήρησαν το όνομα του κυριότερου αρχαιοελληνικού χορδόφωνου (λύρα), που όμως από τη βυζαντινή περίοδο αποδόθηκε σε διαφορετικό οργανολογικό τύπο, σε όργανο με δοξάρι. Η τεχνική του δοξαριού ανιχνεύεται στο Βυζάντιο ήδη τον 10ο αιώνα μ.Χ., με προέλευση από την Κεντρική Ασία.
Η λύρα έχει τρεις χορδές που δεν πιέζονται με την ψίχα των δακτύλων, όπως στο βιολί, αλλά με το νύχι από τα πλάγια. Παλαιότερα παιζόταν σ’ όλη την Ελλάδα και κάθε λυράρης ή λυριστής έφτιαχνε ο ίδιος τη λύρα του. Στις μέρες μας, με την εξάπλωση του λαϊκού βιολιού, περιορίζεται πλέον στην Κρήτη, στα Δωδεκάνησα (Κάσος, Κάρπαθος) και στη Μακεδονία (Δράμα, Σέρρες και πρόσφυγες από τη Β. Θράκη). Από την εποχή του μεσοπολέμου, στα εργαστήρια των Κρητικών οργανοποιών, το αρχέτυπο λυράκι υπέστη μια σειρά από μορφολογικές αλλαγές, σύμφωνα με το πρότυπο του λαϊκού βιολιού, καταλήγοντας στη βιολόλυρα και στο νεότερο τύπο κρητικής λύρας, με περισσότερες δεξιοτεχνικές δυνατότητες για τους επαγγελματίες λυράρηδες.

ΒΙΟΛΙ
Το βιολί, ως λαϊκό μουσικό όργανο, παρουσιάζεται στην Ελλάδα ήδη από το 17ο αιώνα. Σήμερα είναι ένα από τα κύρια μελωδικά όργανα τόσο στη στεριανή όσο και στη νησιωτική Ελλάδα, στα τυπικά μουσικά συγκροτήματα κομπανία και ζυγιά.

ΚΕΜΕΝΤΖΕΣ
Η φιαλόσχημη λύρα των Ελλήνων του Πόντου, με τρείς χορδές κουρδισμένες σε τέταρτες καθαρές, λέγεται κεμεντζές. Οι μικρές διαστάσεις του καβαλάρη επιτρέπουν στο δοξάρι να παίζει συχνά ταυτοχρόνως σε δύο χορδές, δημιουργώντας την ιδιόρρυθμη πολυφωνία που αποτελεί γνώρισμα της ποντιακής μουσικής παράδοσης.

ΚΕΜΑΝΕΣ
Το φιαλόσχημο έγχορδο με δοξάρι των Ελλήνων της Καππαδοκίας, λέγεται κεμανές. Έχει 6 κύριες χορδές, καθώς και (πίσω απ’ αυτές) χορδές «συμπαθητικές», που συντονίζονται με τις κύριες και πλουτίζουν το ηχόχρωμα του οργάνου.

ΚΑΝΟΝΑΚΙ
Το κανονάκι (ονομασία που προέρχεται από τον κανόνα, το πειραματικό μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στην Ελλάδα από την αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγόνειο) και το Βυζάντιο (ψαλτήριο). Νυκτό όργανο, με εντέρινες χορδές, παίζεται με δύο πένες που προσδένονται με μεταλλικές δακτυλήθρες στους δείκτες των δύο χεριών. Σε κάθε χορδή, κινητοί καβαλάρηδες υψώνουν τους φθόγγους σύμφωνα με τα μικροδιαστήματα της παραδοσιακής μουσικής κλίμακας όπου κινείται ο οργανοπαίκτης.
ΣΑΝΤΟΥΡΙ
Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μικράς Ασίας, κυρίως μετά την Καταστροφή του ’22. Οι καλοί σαντουριέρηδες κατασκεύαζαν οι ίδιοι το όργανό τους. Είναι όργανο μελωδικό και πολυφωνικό, αρμονικής και ρυθμικής συνοδείας, που χάρη στις τεχνικές κι εκφραστικές του δυνατότητες προστέθηκε τόσο στη στεριανή κομπανία όσο και στη νησιώτικη ζυγιά.
ΙΔΙΟΦΩΝΑ
ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ
Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα, Ινδία, Αίγυπτο, αρχαία Ελλάδα), το κουδούνι ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους. Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατόνησε και έγινε κυρίως ποιμενικό εργαλείο: βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του. Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) είναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων, μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία, ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού. Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούντζο). Τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλίζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση - χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα της εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλη (τα χυτά). Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του 12ημέρου των Χριστουγέννων ή της Αποκριάς σε έθιμα και τελετουργίες για την καλοχρονιά και τη γονιμότητα.
ΤΑ ΣΦΑΙΡΙΚΑ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙΑ
Ο μαγικός - αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνάκια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη, τα θυμιατά, τις εικόνες των αναστενάρηδων).
Ως «μουσικά όργανα» τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη, Δωδεκάνησα), συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία.
Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα σε τουμπελέκια ή παλιότερα, σε νταούλια, όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα, που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της Άνοιξης.

ΖΙΛΙΑ, ΚΟΥΤΑΛΙΑ, ΠΟΤΗΡΙΑ, ΚΟΜΠΟΛΟΪ, ΤΡΙΓΩΝΟ, ΜΑΣΙΑ
Τα ζίλια (μετάλλινα κύμβαλα), τα ξύλινα κουτάλια, τα ποτήρια του κρασιού και το κομπολόι που τρίβεται μ’ ένα ποτήρι, αποτελούν όργανα ρυθμικής συνοδείας για το τραγούδι και το χορό.
Ανάλογο ρόλο παίζουν και το τρίγωνο και η μασιά (απλή μασιά για το τζάκι, όπου προσαρμόζονται ζίλια) που συνοδεύουν τα κάλαντα του 12ημέρου των Χριστουγέννων. Η μασιά παίζεται πλέον κυρίως στη Θράκη.

ΜΑΣΟΥΡ-ΠΛΕΞΙΔΕΣ, ΣΟΥΡΓΟΥΤ
Οι μασούρ-πλεξίδες (στολίδια σε γυναικείες φορεσιές της Αττικής, Σαλαμίνας κ.α.),
καθώς και το σουργούτ (στολίδι στον κεφαλόδεσμο της γυναικείας φορεσιάς των Καπουτζήδων Θεσσαλονίκης) λειτουργούν ως ρυθμικό μουσικό όργανο, συνοδεύοντας το βάδισμα και τον χορό με τον λεπτό «ασημένιο» τους ήχο.

ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ
Στον χορό η περιοδική ρυθμική κίνηση μεταμορφώνει τα νομίσματα - στοιχεία των κοσμημάτων της ελληνικής φορεσιάς, σ’ ένα ιδιαίτερο «μουσικό όργανο» που συνοδεύει ρυθμικά τους χορευτικούς σχηματισμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι αντρικοί χοροί και φορεσιές στο αποκριάτικο δρώμενο «Γιανίτσαροι και Μπούλες», στη Νάουσα.

ΗΧΗΤΙΚΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ
Τα ηχητικά αντικείμενα χρησιμοποιούνται για τον ήχο που δίνουν σ’ ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων, από τη μαγεία και τη θρησκεία ως την καθημερινή ζωή και το παιχνίδι. Η εθνομουσικολογία τα μελετά με το ίδιο ενδιαφέρον όπως και τα μουσικά όργανα, καθώς συχνά μας οδηγούν πίσω στις ρίζες του έντεχνου ήχου.

ΜΟΥΓΚΡΙΝΑΡΑ
Το ηχητικό αυτό αντικείμενο είναι μια στάμνα χωρίς πάτο (Κρήτη) με το στόμιο σκεπασμένο με δέρμα κι ένα πέτσινο λουρί στερεωμένο με κόμπο ή ξυλαράκι για να πιάνει καλά στην απέξω μεριά του δέρματος. Μουγκρινάρα έφτιαχναν παλιότερα και στα Μοναστήρια του Αγίου Όρους.

ΓΟΥΡΓΟΥΡΑ - ΝΟΥΝΟΥΡΑΣτη θέση της στάμνας ή της κολοκύθας η γουργούρα έχει ένα χαρτονένιο κύλινδρο, ανοιχτό στη μια βάση και κλειστό στην άλλη με χαρτί κι ένα σπάγκο που δένεται σε ξύλινο χερούλι. Με την περιστροφή της γουργούρας, ο σπάγκος τεντώνεται, τρίβεται πάνω στο ξύλο που είναι δεμένος και προκαλεί κραδασμούς, που μεταδίδονται στην απέναντι επιφάνεια του κυλίνδρου και δημιουργούν ήχο.
Νουνούρα ή νιουνιούρα, αλλά και χοχλιονουνούρα, χοχλιδονουνούρα ή χοχλομπάντουρο (Κρήτη), καράολος (Κύπρος), καρίβολας (Χρυσομηλιά Φούρνων) και σπάνια μουρμούρα. Σ' ένα όστρακο σαλιγκαριού ανοίγουν μια τρύπα, πάνω στην οποία κολλούν τσίπα (ιστό) αράχνης ή τσιγαρόχαρτο ή και φύλλο κρεμμυδιού. Την κρατούν με το ανοικτό μέρος του οστράκου κοντά στο στόμα και τραγουδούν ή μουρμουρίζουν ένα τραγούδι. Με την εκπνοή πάλλεται ο αέρας μέσα στο όστρακο και μαζί και η μεμβράνη κι αυτό δίνει στον ήχο μια χαρακτηριστική έρρινη χροιά.
Γουργούρα και νουνούρα

ΜΠΟΥΡΟΥ
Είναι ένα όστρακο από το οποίο έχουν αφαιρέσει την κορυφή του (τρίβοντάς την υπομονετικά πάνω σε σκληρή πέτρα) για να ανοιχθεί μια τρύπα που χρησιμοποιείται ως επιστόμιο. Τη χρησιμοποιούν από παλιά, όπως τη σάλπιγγα, για να μεταδίδουν μηνύματα, ιδιαίτερα στα παράλια και στα νησιά, στον κόσμο των ναυτικών. Η μπουρού λέγεται επίσης κόχυλας, κόχλος, κήρυκας, τσαμπούνα, μπουρούς, πουρού (Κύπρος), κουργιαλός και κοχλιός της θάλασσας (Κρήτη).

ΤΡΟΥΜΠΕΤΑ ή ΒΟΥΚΙΝΟ
Από κέρατο ζώου, το φυσικό κέρας όπως λέγεται, ανοιχτό στα δύο του άκρα και χωρίς τρύπες στον κωνικό σωλήνα του, είναι από τους αρχαιότερους τύπους αερόφωνου που επιζούν.

ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΣΦΥΡΙΚΤΡΕΣ
Ηχητικό αντικείμενο για παιδιά που συναντάμε από τα βυζαντινά χρόνια. Σφυρίχτρες επίσης φτιάχνονται από βλαστό κριθαριού ή βρώμης καθώς και από κλαδιά από διάφορα δέντρα ή θάμνους.

ΛΑΛΙΤΣΕΣ
Σφυρίχτρες είναι και οι λαλίτσες, (που λέγονται και νεροσφυρίχτρες, αηδονάκια ή κούκοι. Μικρά και κοίλα κεραμουργήματα (πουλιά, ψάρια, κοκοράκια, σταμνάκια κλπ.). Μ’ ένα επιστόμιο και συνήθως μισογεμισμένα με νερό, χρησιμοποιούνται ως σφυρίχτρες.

ΤΖΑΜΑΛΑ
Ρυθμικό όργανο που συνοδεύει τα κάλαντα του 12ημέρου των Χριστουγέννων στις Καστανιές της Θράκης.

ΡΟΚΑΝΑ
Ξύλινο κρόταλο, παιχνίδι μικρών και μεγάλων ιδιαίτερα τις ημέρες της Αποκριάς. Παλαιότερα τη χρησιμοποιούσαν για ν’ αναγγείλουν τις εκκλησιαστικές ακολουθίες.

ΣΗΜΑΝΤΡΟ
Τα σήμαντρα (ξύλινα φορητά, ξύλινα μόνιμα κρεμασμένα και σιδερένια), συνεχίζουν να τα χρησιμοποιούν, μαζί με τις καμπάνες, στα μοναστήρια (Αγ. Όρος, Μετέωρα, κ.α.) για να καλούνται οι μοναχοί στις διάφορες ακολουθίες.
Πηγή: Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων