20 Σεπ 2011

Αρχαία Αγορά Αθήνας - Βασίλειος Στοά

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Βασίλειος Στοά ήταν έδρα του άρχοντα βασιλέα, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με θρησκευτικά και δικαστικά καθήκοντα. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της Αγοράς, στο βορειοανατολικό άκρο του λόφου Αγοραίου Κολωνού, έξω από τα όρια του σημερινού αρχαιολογικού χώρου. Κατασκευάστηκε μάλλον μετά το 480 π.Χ. και παρέμεινε σε λειτουργία έως και τον 6ο αιώνα μ.Χ.

ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Η Βασίλειος Στοά, που παλιότερα ταυτιζόταν με τη Στοά του Ελευθερίου Διός, ήρθε στο φως τον Ιούνιο του 1970 για πρώτη φόρα, ενώ οι έρευνες ολοκληρώθηκαν στον περιβάλλοντα χώρο το 1973 και το 1982-1983. Το κτίριο όμως παραμένει αδημοσίευτο. Σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση, συγκριτικά με το βαθμό διατήρησης άλλων κτιρίων της Αγοράς, επειδή καλύφθηκε από προστατευτική στρώση λάσπης, ήδη από την Αρχαιότητα. Από την πολύ μεγαλύτερη Στοά του Διός, με την οποία ταυτίζεται κάποτε στη νεότερη έρευνα αλλά και σε ορισμένα αρχαία λεξικά, χωριζόταν με ένα υπερβολικά στενό πέρασμα (1 μ.).
Η στοά βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο της Αγοράς. Το δάπεδό της είναι 3,2 μ. χαμηλότερα από εκείνο της γειτονικής Στοάς του Ελευθερίου Διός και 5,82 μ. κάτω από το επίπεδο της οδού Αδριανού. Οι θεμελιώσεις της στοάς σώζονται σε άριστη κατάσταση, με εξαίρεση το νότιο άκρο της, που υπερκαλύφθηκε από το βόρειο αναλημματικό τοίχο του σκάμματος του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου. Το μήκος τους είναι 17,72 x 7,57 μ., ενώ το έδαφος της στοάς στο εσωτερικό έχει διαστάσεις 16,63 x 6,02 μ. Αποτελεί δηλαδή ένα από τα πιο μικρά κτίρια της Αγοράς. Ο στυλοβάτης και μία βαθμίδα του στερεοβάτη σώζονται πλήρως. Κατασκευάστηκαν από σκληρό σκουρόχρωμο ασβεστόλιθο και ακουμπούν σε θεμελίωση από επαναχρησιμοποιημένους σπονδύλους κιόνων. Στο νότιο άκρο της πίσω πλευράς, η θεμελίωση του κτιρίου πιθανόν να βρισκόταν σε υψηλότερο σημείο απ’ ό,τι στην πρόσοψη και ενδεχομένως διαμορφωνόταν σε 2 ή 3 βαθμίδες. Σε αυτό το σημείο η θεμελίωση είναι με πολυγωνικό σύστημα και πιο προσεγμένη από τη θεμελίωση στο υπόλοιπο κτίριο.
Στην πρόσοψη είχε κιονοστοιχία 8 δωρικών κιόνων, με μετακιόνιο διάστημα 1,9205 μ., μεταξύ παραστάδων. Σώζονται τα ίχνη του πρώτου και του έβδομου κίονα από τα αριστερά. Η νότια παραστάδα ανακαλύφθηκε το 1973 σε ύψος 0,78 μ. κάτω από τον αναλημματικό τοίχο του σκάμματος του ηλεκτρικού. Αντιστοιχεί ακριβώς με τη βόρεια παραστάδα, καθώς και οι δύο έχουν πλάτος 0,59 μ. Από τη ΝΑ γωνία του κτιρίου ξεκινά αναλημματικός τοίχος, παράλληλος με τη νότια πλευρά της στοάς, που εκτείνεται μέχρι 11 μ. προς τα ανατολικά, και αποτελεί το νότιο άκρο του αρχικού περίβολού της. Σε ορισμένα σημεία ο περίβολος αυτός σώζεται σε ύψος τριών δόμων, με τους ανώτερους να είναι τοποθετημένοι ελαφρώς πιο μέσα απ’ ό,τι οι κατώτεροί τους. Ανάλογος τοίχος βρέθηκε και στο βόρειο τμήμα της στοάς, αλλά καλύφθηκε όταν χτίστηκε, στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., η βόρεια προσθήκη. Το ανατολικό άκρο του περίβολου πάντως δεν άφησε κανένα ίχνος. Θα πρέπει να είχε αφαιρεθεί όταν ολοκληρώθηκε στο σημείο εκείνο η κατασκευή του μεγάλου υπονόμου (γ' τέταρτο 5ου αιώνα π.Χ.).
Στο εσωτερικό, την κεντρική δοκό της στέγης στήριζαν αρχικά δύο κίονες, τοποθετημένοι στον άξονα του τρίτου και του έκτου εξωτερικού κίονα αντίστοιχα. Σώζονται οι βάσεις τους, σε υλικό από δεύτερη χρήση (του πρώτου από βάση και των άλλων τριών από ξαναδουλεμένα κιονόκρανα). Αργότερα (όχι μετά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ.), υπήρχαν τέσσερις κίονες τοποθετημένοι σε ίσα διαστήματα (μεταξόνιο διάστημα: 3,2 μ. Οι δύο ακραίοι εσωτερικοί κίονες είναι τοποθετημένοι συμμετρικά με τους κίονες της εξωτερικής κιονοστοιχίας, το δεύτερο και τον έβδομο αντίστοιχα). Οι βάσεις και των τεσσάρων κιόνων σώζονται στη θέση τους και μάλιστα του ενός διατηρείται και το κατώτερο τμήμα του κορμού. Η εσωτερική κιονοστοιχία ήταν μάλλον δίτονη.
Έχουν βρεθεί δύο δωρικά κιονόκρανα σε ανώτερα επίπεδα, αλλά στον ίδιο χώρο, που προφανώς ανήκουν στο κτήριο. Το ένα (Α 485) βρέθηκε το 1935, 15 μ. νοτιοδυτικά του κτιρίου και πρέπει να ανήκει στην εξωτερική κιονοστοιχία. Έχει τις εξής διαστάσεις: πλάτος άβακα: 0,702 μ., ύψος άβακα: 0,118 μ., ύψος εχίνου: 0,121 μ., άνω διάμετρος κορμού: 0,368 μ. Το δεύτερο (Α 3846) βρέθηκε ακριβώς στα δυτικά της στοάς και μάλλον προέρχεται από την άνω σειρά της εσωτερικής κιονοστοιχίας. Έχει διαστάσεις: πλάτος άβακα: 0,4895 μ., ύψος άβακα: 0,106 μ. και ύψος εχίνου: 0,084 μ. Η άνω διάμετρος του κορμού είναι 0,239 μ. Τόσο οι εσωτερικοί όσο και οι εξωτερικοί κίονες ήταν δωρικού ρυθμού. Οι διάμετροι είναι 0,58 μ. για τους εξωτερικούς και 0,42 μ. για τους εσωτερικούς κίονες. Οι κορμοί φέρουν 16 ραβδώσεις. Κιονόκρανα και κορμοί ήταν καλυμμένοι με επίχρισμα.
Από το θριγκό σώζεται ένα τρίγλυφο από πωρόλιθο (Α 3845) με θέση για την ένθεση μετόπης, πιθανόν από άλλο υλικό, προφανώς μάρμαρο. Με βάση το τρίγλυφο αυτό έχουν αποκατασταθεί οι διαστάσεις του θριγκού. Το πλάτος υπολογίζεται περίπου στα 0,382 μ., η απόσταση μεταξύ των κέντρων των γλυφών στα 0,129 μ., ενώ το σωζόμενο ύψος είναι 0,34 μ. Η σημαντικότατη ανακάλυψη το 1974 ενός τμήματος του θριγκού, ενσωματωμένου σε ένα βυζαντινό τοίχο 10 μ. ανατολικά της στοάς, συμπλήρωσε την εικόνα (Α 4536). Το ύψος της δωρικής ζωφόρου είναι 0,627 μ., το πλάτος 0,962 μ., αντίστοιχο με το πλάτος του βόρειου τοίχου της στοάς, και το πλάτος του τριγλύφου 0,382 μ.
Το δάπεδο του κτιρίου ήταν πάντοτε από πατημένο χώμα. Στη μακρά διάρκεια ζωής του κτιρίου το δάπεδο αφαιρέθηκε και ξαναστρώθηκε αρκετές φορές. Ο βόρειος τοίχος, που σώζεται σε ύψος 3 δόμων (1,2 μ. περίπου), χτίστηκε από επιμελώς γωνιασμένους κιτρινωπούς ασβεστόλιθους, χωρίς επίχρισμα, με βάση το ισόδομο σύστημα. Το ίδιο υλικό χρησιμοποιήθηκε επίσης για τους κίονες, τα κιονόκρανα και το θριγκό. Αντίθετα, ο πίσω τοίχος, τουλάχιστον στις κατώτερες στρώσεις που σώζονται, ήταν από ακανόνιστους λίθους σε πολυγωνική τοιχοδομία. Αρχικά δεν υπήρχαν εσωτερικά χωρίσματα σε δωμάτια.
Στο εσωτερικό των τοίχων, κατά μήκος των δύο πλευρικών και της δυτικής πλευράς, σώζεται η θεμελίωση από πωρόλιθο ενός χαμηλού εδράνου, συνολικού μήκους 28 μ. και πλάτους 0,79 μ. Στη βόρεια πλευρά σώζονται τα πώρινα στηρίγματα εδράνου που υποκατέστησε το αρχικό, στο β' μισό του 4ου αιώνα π.Χ. Επιπλέον, στο εσωτερικό του κτιρίου είναι ακόμη ορατές οι βάσεις για διάφορα έπιπλα. Επίσης, σε δεύτερη χρήση βρέθηκαν ενσωματωμένοι σε βάθρα Ερμών δύο θρόνοι από πωρόλιθο, που πιθανόν ανήκαν στο κτίριο. Μαρμάρινοι θρόνοι, όμοιοι με τις προεδρίες του Θεάτρου του Διονύσου, χρονολογούνται σε αρκετά υστερότερη εποχή [2ος αιώνας π.Χ. (;)]. Αν και θεωρείται ότι απευθύνονταν στον άρχοντα βασιλέα και τους παρέδρους τους, διατυπώνεται ως πιο λογική η υπόθεση ότι ήταν τοποθετημένοι στο εξωτερικό, παρά στο εσωτερικό της στοάς.
Η στέγαση γινόταν με πήλινα κεραμίδια. Σώζονται ορισμένοι καλυπτήρες (Α 3849-3851, Α 3872, Α 4021-4022), ακροκέραμα διακοσμημένα με ανθέμια, τόσο από την κορυφή όσο και από τις άκρες της στέγης (Α 3871, Α 3946-3947, Α 103), και κομμάτια από το καταιέτιο γείσο (Α 3848: ύψος 0.115 μ. Ωά και δέσμη διακοσμημένη με αλυσίδα από άνθος λωτού και ανθέμιο, ενώ από κάτω υπάρχει δέσμη με ίχνη από μαίανδρο. Στις γωνίες της σίμης έχουν αποδοθεί δύο αποσπασματικές λεοντοκεφαλές (Α 3813-3814). Αρκετά από τα κεραμίδια και τα ακροκέραμα του κτηρίου χρονολογούνται στα μέσα ή στο γ’ τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ., περίοδος που φαίνεται ότι αντιστοιχεί με μεγάλης κλίμακας ανακαίνιση του οικοδομήματος. Στην κορυφή του κτηρίου, ο Παυσανίας περιγράφει δύο πήλινα συμπλέγματα, το Θησέα να ρίχνει το Σκίρωνα στη θάλασσα και την Ηώ να απάγει τον Κέφαλο.
Η χρονολόγηση της Βασιλείου Στοάς είναι προβληματική: τα υλικά δόμησης, τουλάχιστον ένα τμήμα τους, την τοποθετούν γύρω στο 550 π.Χ., αλλά η κεραμική που βρέθηκε στις θεμελιώσεις χρονολογείται μετά το 500 π.Χ., πιθανόν μετά το 480 π.Χ. Ενδέχεται λοιπόν το σύνολο του υλικού να ανήκε αρχικά σε άλλο κτίριο, που καταστράφηκε με την περσική εισβολή. Είναι άγνωστο αν το οικοδόμημα αυτό είναι ο πρόδρομος της Βασιλείου Στοάς στο ίδιο σημείο.
Στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., υπήρξαν δύο διαδοχικές μετατροπές του σχεδίου της στοάς. Γύρω στο 410 π.Χ., προστέθηκε στα βόρεια μια προέκταση, ένα πτερό με τρεις κίονες στην πρόσοψη και έναν μόνο στις πλευρές. Περίπου μία δεκαετία αργότερα παρόμοια προέκταση έγινε στα νότια. Οι δύο πτέρυγες, αν και είναι συμμετρικά σχεδιασμένες, διαφέρουν αρκετά ως προς τη δόμησή τους. Στη βόρεια οι κίονες είναι λεπτοί, αράβδωτοι, από πωρόλιθο και πατούν σε βάσεις (χωρίς στυλοβάτη), κατά τρόπο παρόμοιο με την εσωτερική κιονοστοιχία της κυρίως στοάς. Η διάμετρος των κιόνων είναι 0,33 μ. και οι μεταξύ τους αποστάσεις είναι άνισες. Από τον κεντρικό στο νότιο το μεταξόνιο είναι 2,267 μ., ενώ από τον κεντρικό στο βόρειο 2,163 μ. Τα υπόλοιπα σωζόμενα ερείπια στην πτέρυγα αυτή ανήκουν σε μεταγενέστερες περιόδους. Σημαντική θέση κατέχουν οι δύο θρόνοι που ακουμπούσαν στο βόρειο τοίχο της πτέρυγας, που, όπως και ο δεύτερος κίονας της πτέρυγας, πατούσαν πάνω στους λίθους του αρχικού βαθμιδωτού τοίχου του περίβολου.
Στη νότια προέκταση, η κιονοστοιχία πατά σε στυλοβάτη από πωρόλιθο, ο οποίος σώζεται στη βόρεια πλευρά. Ο ακριανός δόμος του στυλοβάτη έχει καμπυλωθεί, ώστε να ταιριάζει με το δεύτερο κίονα της εξωτερικής κιονοστοιχίας της στοάς. Ο στυλοβάτης αυτός είναι τοποθετημένος 0,58 μ. πάνω από το επίπεδο του στυλοβάτη της ανατολικής πλευράς της στοάς. Οι ανασκαφείς θεωρούν ότι οι κίονες της πτέρυγας αυτής ήταν ιωνικοί, με βάση διαμέτρου 0,50 μ. (ή κατώτερη διάμετρο, αν ήταν δωρικοί). Το μεταξόνιο διάστημα ήταν 1,587 μ. Σώζονται τα ίχνη από δύο κίονες στο στυλοβάτη της βόρειας πλευράς, καθώς και το ίχνος μιας μικρής παραστάδας αντίκρυ στο δεύτερο κίονα της ανατολικής πλευράς της στοάς. Στο δεύτερο μετακιόνιο διάστημα της αρχικής κιονοστοιχίας υπάρχει μια μεγάλη και λεπτή πλάκα από γκρίζο μάρμαρο, που χρησίμευε ως κατώφλι μεταξύ της στοάς και της πτέρυγας, σε ύψος 0,35 μ. από τον παλιό στυλοβάτη. Στο επίπεδο αυτό βρισκόταν το δάπεδο της νότιας πτέρυγας. Πάνω σε αυτό το κατώφλι βρίσκεται δεύτερο κατώφλι της Ύστερης Ρωμαϊκής περιόδου.
Η στέγαση των πτερύγων παραμένει άγνωστη. Οι ανασκαφείς πρότειναν δύο διαφορετικές εκδοχές: είτε μια χαμηλή δίριχτη στέγη για καθεμιά από τις πτέρυγες είτε μια επίπεδη ή σχεδόν επίπεδη στέγη που δε θα κάλυπτε τα κιονόκρανα και τη δωρική ζωφόρο που βρίσκονταν από πίσω. Η δεύτερη λύση φαίνεται πιο πειστική.
Οι πτέρυγες θεωρείται ότι κατασκευάστηκαν για την αναγραφή των νόμων της πόλης και την έκθεσή τους σε δημόσια θέα, ώστε να μπορεί να τους συμβουλεύεται κάθε πολίτης. Μεταξύ των κιόνων της νότιας πτέρυγας έχουν σωθεί οι βάσεις για την τοποθέτηση μαρμάρινων στηλών, που καλύπτουν το μετακιόνιο διάστημα. Στη βόρεια πτέρυγα είχαν στηθεί μαρμάρινες στήλες, η μία δίπλα στην άλλη, πάνω σε μια κοινή βάση. Ευρήματα πιστοποιούν ότι οι στήλες περιέχουν αντίγραφα των νόμων της πόλης, ξεκινώντας από το 409/408 π.Χ.
Μπροστά ακριβώς από τη στοά, λίγο βορειότερα από το κέντρο του στυλοβάτη, υπάρχει ένα μεγάλο ακατέργαστο κομμάτι σκληρού ασβεστόλιθου (0,95 μ. x 2,95 μ. x 0,4 μ.). Ταυτίζεται πιθανότατα με τον περίφημο Λίθο, τον οποίο αναφέρουν οι πηγές ως σημείο όπου οι αξιωματούχοι της πόλης έδιναν όρκο, πατώντας πάνω στα κομμάτια από τα σφάγια που ήταν τοποθετημένα εκεί.

Χρήσεις και ταύτιση του κτιρίου
Η Βασίλειος Στοά ήταν η έδρα του άρχοντα βασιλέα, του κυριότερου θρησκευτικού αξιωματούχου της πόλης της Αθήνας, υπευθύνου για τα Ελευσίνια Μυστήρια και τα Λήναια, που όμως είχε και δικαστικά καθήκοντα, καθώς επίσης και των δύο παρέδρων του. Εκεί δίκαζε σε ορισμένες περιπτώσεις και ο Άρειος Πάγος, ενώ αναφέρεται και η παράθεση επίσημων γευμάτων στο ίδιο σημείο. Στη Βασίλειο Στοά παρουσιάστηκε και ο Σωκράτης μπροστά στον άρχοντα βασιλιά, για να απαντήσει στις κατηγορίες του Μελήτου εναντίον του. Στη στοά φυλάσσονταν τα αρχεία του άρχοντα βασιλέα, τα αντίγραφα νόμων του Δράκοντα και του Σόλωνα (σε ξύλινες δέλτους, τις κύρβεις). Η ταύτιση του κτιρίου θεωρείται σίγουρη, καθώς, εκτός από τη γενικότερη συμφωνία με την περιγραφή του Παυσανία, επιβεβαιώνεται και επιγραφικά, χάρη στις αναθηματικές Ερμές που αφιέρωσαν δύο άρχοντες βασιλείς της Κλασικής περιόδου. Συνολικά βρέθηκαν 19 ερμαϊκές στήλες στην περιοχή και στο χώρο της στοάς, η πιο πρόσφατη από τις οποίες χρονολογείται στον 3ο αιώνα μ.Χ.

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Στο β' μισό του 4ου ή στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., τοποθετήθηκε μπροστά ακριβώς από τη στοά, στο μετακιόνιο διάστημα μεταξύ πέμπτου και έκτου κίονα, μια βάση αποτελούμενη από 4 μεγάλους λίθους από κογχυλιάτη λίθο, που αποτελούν θεμελίωση βάθρου το οποίο στήριζε πιθανόν το μεγάλου μεγέθους άγαλμα γυναικείας μορφής του 330 π.Χ., που βρέθηκε ενσωματωμένο σε παρακείμενη βυζαντινή οικία. Σώζεται από το λαιμό έως τα γόνατα και το αρχικό ύψος είχε υπολογιστεί σε 3 μ. περίπου. Απεικονίζει γυναικεία μορφή που φορά χιτώνα και ταυτίζεται με κάποια προσωποποίηση (Θέμιδα ή Δημοκρατία).
Με τον καιρό, το επίπεδο του δρόμου που πέρναγε μπροστά από τη στοά ανέβηκε αρκετά. Η ανασκαφή απέδειξε εννέα διαδοχικά επίπεδα δαπέδου, με το συνολικό ύψος του χώρου να ανεβαίνει τον 5ο αιώνα π.Χ. περίπου 0,7 μ. Θεωρήθηκε λοιπόν αναγκαία η κατασκευή ενός χαμηλού αναλημματικού τοίχου, ώστε να δημιουργηθεί μια μικρή αυλή. Το αρχικό υψομετρικό επίπεδο του κτιρίου διατηρήθηκε. Στο βόρειο άκρο του τοίχου διαμορφώθηκε κλίμακα, ενώ τόσο η αυλή όσο και τα σκαλοπάτια της στοάς καλύφθηκαν με ερμαϊκές στήλες. Την εποχή που επισκέφθηκε την Αγορά ο Παυσανίας, υπήρχαν αγάλματα μπροστά από το μνημείο (ένας ρήτορας αναφέρει ότι το άγαλμα του Πινδάρου, που ο Παυσανίας το τοποθετεί στην περιοχή του Ναού του Άρεως, ήταν στημένο μπροστά στη Βασίλειο Στοά).

ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Την περίοδο της κατάληψης της Αθήνας από το Σύλλα (86 π.Χ.), το κτήριο καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό, όπως μαρτυρούν ίχνη φωτιάς στο βόρειο τοίχο της στοάς. Τότε το σύνολο του τοίχου, αφού επισκευάστηκε, καλύφθηκε με επίχρισμα. Το κτήριο καταστράφηκε το 267 μ.Χ., αλλά φαίνεται πως ξαναχτίστηκε. Τελικά η περιοχή εκείνη εγκαταλείφθηκε μάλλον στις αρχές του 6ου αιώνα μ.Χ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Mc CAMP II, J., The Athenian Agora: A Guide to the Excavation and Museum (Athens 1990).
Μc CAMP II, J., The Athenian Agora, A Short Guide to the Excavations, Excavations of the Athenian Agora, Picture Book no 16, American School of Classical Studies (Princeton 2003).
Mc CAMP II, J., Η Αρχαία Αγορά της Αθήνας. Οι Ανασκαφές στην καρδιά της κλασικής πόλης (Αθήνα 2004).
SHEAR, Τ.L., «The Athenian Agora: Excavations of 1970», Hesperia 40 (1971).
SHEAR, T.L., «The Athenian Agora: Excavations of 1973-1974», Hesperia 44 (1975).
THOMPSON, H.A. – WYCHERLEY, R., The Agora of Athens. The American Excavations in the Athenian Agora, vol. XIV, American School of Classical Studies at Athens (Princeton 1972).
WYCHERLEY, R., The Agora of Athens. Literary and Epigraphic Testimonia, The American Excavations in the Athenian Agora, vol. III, American School of Classical Studies at Athens (Princeton 1957).

Δεν υπάρχουν σχόλια: