23 Ιουν 2009

Eric Henry Liddell (1902-1945)


«Κατά πολλούς τρόπους ο Liddell ήταν το είδος του ανθρώπου που, μέσα στα κατάβαθα της καρδιάς μου, πάντα ονειρευόμουν να είμαι. . . Λίγες ζωές έχουν να μας διδάξουν περισσότερα για την αρετή της τιμής». (Sir David Puttnam, παραγωγός της ταινίας: «Chariots of Fire»).

Αν ρωτήσετε τους περισσότερους ανθρώπους, ποιον θεωρούν σαν μεγάλο ήρωα, ίσως στο νου τους έρθουν αρκετά διάσημα ονόματα, όπως ο Σωκράτης ή η Μητέρα Τερέζα. Ο δικός μου ήρωας είναι ένα άτομο που δεν ήταν τόσο διάσημο, όσο αυτοί οι θαυμάσιοι άνδρες και γυναίκες. Το όνομά του είναι Eric Liddell, πρωταθλητής των Ολυμπιακών Αγώνων και μεγάλος ιεραπόστολος. Αναμφίβολα ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της Σκωτίας στον αθλητισμό. Τον θαυμάζω επειδή ήταν ένας απίστευτος αθλητής και γιατί δεν φοβήθηκε να υπερασπιστεί αυτά που πίστευε ότι ήταν σωστά. Προσπάθησε να κάνει το καλύτερο δυνατόν, εκεί όπου μπορούσε. Και νομίζω ότι αυτά είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που κάνουν κάποιον ήρωα.

ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ
Ο Eric Liddell,[1] που συχνά αποκαλείται «Ιπτάμενος Σκωτσέζος», γεννήθηκε στις 16 Ιανουαρίου του 1902 στην Tientsin,[2] στη Βόρεια Κίνα, δεύτερος γιος του James και της Mary Liddell, Σκωτσέζων ιεραποστόλων με τη London Missionary Society. Μεγάλωσε στο χωριό Xiaochang, που βρισκόταν στην Μεγάλη Πεδιάδα, καυτή και γεμάτη σκόνη το καλοκαίρι και παγωμένη το χειμώνα. Ζούσε με την οικογένειά του σ’ ένα συγκρότημα που αποτελείτο από τέσσερα μεγάλα σπίτια από τούβλα, το σχολείο, ένα νοσοκομείο και μια εκκλησία. Το χωριό αποτελείτο από μικρά σπίτια φτιαγμένα από λάσπη, περιβαλλόταν από έναν ψηλό τοίχο από λάσπη και είχε μια πύλη για είσοδο.
Ο Eric έμαθε κινέζικα από τα παιδιά με τα οποία έπαιζε και απολάμβανε τη ζεστασιά των γονέων του, του μεγαλύτερου αδελφού του, του Rob, και της μικρότερης αδελφής του, της Jenny. Είχε το παρατσούκλι «Auld Reekie» και πήγε στο σχολείο στην Κίνα μέχρι την ηλικία των 5 ετών.
Ο πατέρας του ενδιαφερόταν πολύ για τον αθλητισμό, και μια μέρα μάζεψε την οικογένειά του για να τους ανακοινώσει τα θαυμάσια νέα ότι ο Σκωτσέζος αθλητής Wyndham Hallowell είχε κερδίσει ασημένιο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς του 1906. «Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό;» τους ρώτησε. «Είναι ο πρώτος Σκωτσέζος που κερδίζει ένα μετάλλιο στο στίβο σε Ολυμπιακούς αγώνες». Αλλά, πρόσθεσε: «Eric, το να κερδίσει κανείς ένα μετάλλιο δεν είναι το σημαντικό. Αυτό που έχει σημασία είναι το πώς τρέχεις τον αγώνα της ζωής», και μετά ανέφερε την περικοπή Α' Κορινθίους 9:26. Αν και το χρονικό διάστημα που έμεινε ουσιαστικά στην Κίνα, ως παιδί ήταν σύντομο, σπάρθηκε ένας αδύναμος σπόρος, που αργότερα θα θέριζε μια ζωή θυσίας και υπηρεσίας σ’ αυτήν την άγνωστη χώρα.

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ELTHAM, ΛΟΝΔΙΝΟ
Το 1907, σε ηλικία 5 ετών, ο Eric πήγε με την οικογένειά του διακοπές στη Σκωτία για ένα χρόνο. Όταν την επόμενη χρονιά (1908), οι γονείς του μαζί με την Jenny γύρισαν στην Κίνα, άφησαν τον Eric (6 ετών) και τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον Rob (8 ετών), στο Eltham College, ένα οικοτροφείο κοντά στο Λονδίνο. Από τους 200 μαθητές, οι 126 ήταν γιοι ιεραποστόλων. Κατά την παραμονή τους εκεί, οι γονείς τους, η αδελφή τους και ο καινούργιος τους αδελφός, ο Ernest, τους επισκέφτηκαν δύο ή τρεις φορές, όταν επέστρεφαν από την Κίνα στις διακοπές τους και περνούσαν μαζί σαν οικογένεια, ζώντας κυρίως στο Edinburgh.
Στην αρχή ο Eric ήταν καχεκτικός και σχεδόν φιλάσθενος, αλλά η καλή διατροφή και η άσκηση τον βοήθησαν να αναπτύξει ένα δυνατό και υγιές σώμα. Στο Eltham σύντομα έγινε φανερό ότι ο Eric είχε τρομερό χάρισμα με τον αθλητισμό και έγινε εξαιρετικός αθλητής. Αυτός κι ο αδελφός του διέπρεψαν σε όλα τα σπορ, ιδιαίτερα το ράγκμπι, το κρίκετ και το στίβο. Το εξαιρετικό του ταλέντο στο τρέξιμο φάνηκε όταν ήταν ακόμα έφηβος.
Ο Eric έγινε πολύ γνωστός ως ο πιο γρήγορος δρομέας στη Σκωτία, ενώ ακόμα ήταν στο Κολλέγιο. Στα 16 του, έτρεχε τα 100 μέτρα σε 10,2'', ένα ρεκόρ που θα το κατέρριπταν στο Eltham μόνο μετά από 80 χρόνια! Τη χρονιά εκείνη βραβεύτηκε με το κύπελλο Blackheath, ως ο καλύτερος αθλητής της χρονιάς. Οι εφημερίδες έγραφαν για τις επιτυχίες του στον στίβο. Πολλοί αρθρογράφοι δήλωναν ότι ήταν ένας πιθανός ολυμπιονίκης και ότι κανείς από τη χώρα τους δεν είχε ποτέ πριν κερδίσει χρυσό μετάλλιο.
Αργότερα ο Eric έγινε αρχηγός στις ομάδας του κρίκετ και του ράγκμπι. Εντούτοις, οι επιτυχίες αυτές δεν του φούσκωσαν τα μυαλά. Ο λυκειάρχης του, ο George Robertson, έλεγε γι’ αυτόν: «Ο Eric δεν είχε καθόλου εγωισμό, αν και ήταν πάρα πολύ δημοφιλής. Πολύ νωρίς έδειξε σημάδια αληθινού χαρακτήρα. Τα στάνταρ του τα είχε βάλει πολύ πριν έρθει στο σχολείο. Δεν υπήρχε πάνω του περηφάνια, αλλά ήξερε τι πίστευε».
Εκτός από τα μαθήματα και τις αθλητικές του δραστηριότητες, παρακολουθούσε και Βιβλικές μελέτες στο Κολλέγιο και έγινε μέλος της Scottish Congregational Church. Άρχισε επίσης να επισκέπτεται τους αρρώστους στην κοντινή Islington Medical Mission. Ήταν φιλικός και εξωστρεφής με όλους τους συμμαθητές του, ιδιαίτερα με αυτούς που δεν είχαν τόσα σωματικά προσόντα όπως αυτός.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΟΥ EDINBURGH
Το 1920, μετά το Κολλέγιο, ο Eric πηγαίνει στο Πανεπιστήμιο του Edinburgh, όπου φοιτούσε ήδη ο αδελφός του, ο Rob, για να σπουδάσει φυσικές επιστήμες, με σκοπό κάποια μέρα να διδάξει στο αγγλο-κινέζικο Κολλέγιο στην Tientsin. Αλλά το εργαστήριο και οι δοκιμαστικοί σωλήνες ποτέ δεν θα του πρόσφεραν τη διέγερση εκείνη που έλκυε το νεαρό Eric προς δυο κατευθύνσεις – το ιεραποστολικό πάθος και το ταλέντο του για τον αθλητισμό – που και τα δύο θα διαμόρφωναν ριζικά τη μοίρα του νεαρού αυτού άντρα.
Ο στίβος και το ράγκμπι έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στην πανεπιστημιακή ζωή του Eric. Αναδείχθηκε ένας από τους καλύτερους δρομείς στίβου που πέρασαν ποτέ από το Πανεπιστήμιο αυτό. Ήταν πολύ ικανός δρομέας μικρών και μεσαίων αποστάσεων. Έτρεχε στα 100 και στα 200 μέτρα.
Το άθλημα που προτιμούσε ήταν το ράγκμπι και διακρίθηκε παίζοντας ράγκμπι πρώτα για το Πανεπιστήμιο του Edinburgh και το 1922 έκανε το ντεμπούτο του παίζοντας ράγκμπι με την εθνική ομάδα της Σκωτίας και κερδίζοντας το πρώτο από τα επτά του κύπελλα, μεταξύ 1921 και 1923. Παρ’ όλες τις νίκες του ο Eric παρέμενε πάντα ταπεινός, γιατί ήξερε ότι αυτά που πετύχαινε ήταν αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς. Όμως το πραγματικό του αθλητικό ταλέντο ήταν το τρέξιμο. Γι’ αυτό παράτησε το ράγκμπι για να προετοιμαστεί για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924 στο Παρίσι. Στο σκωτσέζικο πρωτάθλημα του Συνδέσμου Ερασιτεχνικού Αθλητισμού (SAAAC) κερδίζει την κούρσα στα 100 και 200 μέτρα το 1923. Όταν γυρίζει, το Πανεπιστήμιο, διακρίνοντας τις δυνατότητές του, του δίνει έναν προπονητή, τον Tom McKerchar. Το 1924 ο Eric κερδίζει τον τίτλο του πρωταθλητή στα 100 μέτρα με το ρεκόρ Βρετανίας των 9.7'' (ρεκόρ που καταρρίφθηκε μετά από 35 χρόνια) και στα 200 μέτρα με 21,6''. Εξαιτίας αυτού του ρεκόρ προκρίνεται για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924.[3] Αλλά το όνομά του θα έμενε στην Ιστορία της Βρετανίας για ένα ακόμα πιο μεγάλο κατόρθωμα.
Αντιμετωπίζοντας τις απαιτήσεις της προπόνησης, ο Eric μίλησε στη μητέρα του, που είχε έρθει τότε για διακοπές, σχετικά με το τρέξιμό του. «Μητέρα, θέλει ο Θεός πράγματι να τρέχω;» Αυτή του απάντησε: «Ο Θεός σου έδωσε ένα τρομερό χάρισμα, Eric, για το οποίο είμαι σίγουρη… Δε θα πας στην Κίνα για μερικά χρόνια, γιε μου… Ίσως αυτό να είναι το θέλημα του Θεού: Να τρέχεις τώρα, και να δίνεις στον Θεό όλη τη δόξα για το χάρισμά σου».

ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Η Ένωση Ευαγγελικών Φοιτητών της Γλασκώβης (GSEU) κινητοποιεί μια ομάδα 8-10 Χριστιανών φοιτητών σε βιομηχανικές περιοχές, όπου θα έμεναν με τον ντόπιο πληθυσμό, για να παρουσιάσουν το Ευαγγέλιο. Είχε την ελπίδα ότι θα προσέλκυε μεγάλα πλήθη, ώστε πολλοί να ακούσουν το μήνυμα. Γνωρίζοντας την αυξανόμενη φήμη του Eric ως αθλητή, ο ηγέτης της ομάδας αυτής τον ρωτάει αν ήθελε να δώσει ένα μήνυμα. Λίγο πριν την πρόσκληση, ο Eric είχε πάρει ένα γράμμα από την αδελφή του, τη Jenny, με την περικοπή από τον Ησαΐα 41:10: «Μη φοβάσαι, επειδή εγώ είμαι μαζί σου... σε ενίσχυσα, μάλιστα σε βοήθησα». Έτσι πήρε θάρρος κι όταν ήρθε η πρόσκληση συμφώνησε, αν και ποτέ πριν δεν είχε μιλήσει δημόσια.
Εκείνη τη νύχτα, μπροστά σε 80 εργάτες, μιλώντας αργά και ήρεμα, τους μιλούσε σαν να συνομιλούσε μαζί τους. «Θέλετε να γνωρίσετε τον Θεό που αγαπώ; Μου έδωσε δύναμη, τη στιγμή που νόμιζα ότι δεν μου είχε απομείνει τίποτα. Και μου έδωσε αυτά τα λόγια, όταν νόμιζα ότι δεν μπορούσα να μιλήσω... Δέξου τον Θεό απόψε και αύριο θα νιώσεις μια αγάπη που δεν γνώρισες μέχρι τώρα». Την άλλη μέρα όλες οι εφημερίδες της Σκωτίας ανέφεραν την ομιλία. Ο Eric έγινε τακτικός ομιλητής με την GSEU και τα επόμενα χρόνια θα μιλούσε σε χιλιάδες σε όλη τη Βρετανία.

ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΤΟY ΠΑΡΙΣΙΟΥ
Ο Liddell θα αντιπροσώπευε την Αγγλία στους Ολυμπιακούς αγώνες, το καλοκαίρι του 1924, στο Παρίσι. Αυτός ο εθνικός ήρωας με το ήρεμο χαμόγελο αιχμαλώτισε την καρδιά της Σκωτίας, που ανυπομονούσε να τον δει να κερδίζει στους Αγώνες. Ο προπονητής τους τον προπονούσε σκληρά για το καλύτερο άθλημα του, τα 100 μέτρα, στα οποία περίμενε να κερδίσει χρυσό μετάλλιο. Ο Eric είχε ταλέντο, φήμη και ένα λαμπρό μέλλον ως αθλητής. Αλλά ο ίδιος είχε κάτι άλλο που είναι ακόμα πιο σπουδαίο: πίστη. Οι στόχοι του Eric πήγαιναν πολύ πιο πέρα από το να κερδίζει τοπικούς ή εθνικούς αγώνες, ακόμα και τους Ολυμπιακούς. Ο κύριος στόχος του ήταν υπηρετεί και να ακολουθεί τον Θεό, ανεξάρτητα από το κόστος. Αγαπούσε τον Θεό και ήθελε να Τον τιμά με τη ζωή που του έδωσε. Ήξερε ότι ο Θεός τον έκανε γρήγορο και Τον τιμούσε με αυτήν την ταχύτητα. Μια μέρα έλπιζε να πάει ιεραπόστολος στην Κίνα, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια και όπου οι γονείς του ακόμα υπηρετούσαν. Δεν θα άφηνε τίποτε και κανέναν να βρεθεί ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Θεό.
Όταν προκρίθηκε για τους Ολυμπιακούς, ο Tom McKerchar, ο προπονητής του στο Πανεπιστήμιο του Edinburgh, έφερε το πρόγραμμα των Αγώνων στον Eric, ενώ αυτός μελετούσε για ένα μάθημα. «Eric», του είπε, «οι προκριματικοί αγώνες για την κούρσα των 100 μέτρων θα γίνουν την Κυριακή, στις 6 Ιουλίου, για να είμαι ακριβής». Χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή, αυτός σήκωσε τα μάτια του από το βιβλίο και απάντησε: «Τότε δεν τρέχω... Tom, ξέρεις γιατί δεν μπορώ να τρέξω;… Αν τρέξω σε μια κούρσα που τιμά εμένα ή άλλους ανθρώπους, τότε δε θυμάμαι την ημέρα ανάπαυσης που έχει ορίσει ο Θεός. Και αν αρχίσω να παραβλέπω μια από τις εντολές του Θεού, τότε μπορεί να τις παραβλέψω όλες. Αλλά δεν μπορώ να το κάνω, γιατί αγαπώ το Θεό τόσο πολύ». Πίστευε ότι η Κυριακή ήταν μια ξεχωριστή ημέρα για λατρεία και ανάπαυση και ποτέ δεν είχε τρέξει σε αγώνα την Κυριακή. Συνεπώς ούτε και τώρα θα το άλλαζε για χάρη των Ολυμπιακών Αγώνων. Χωρίς τυμπανοκρουσίες ή να τραβήξει την προσοχή, ο Eric απέσυρε ήσυχα το όνομά του από την κούρσα των 100 μέτρων.
Όταν ο Eric ανακοίνωσε ότι δεν θα έτρεχε την Κυριακή, οι άνθρωποι στη Σκωτία σοκαρίστηκαν και απογοητεύθηκαν πολύ μαζί του. Το χρυσό αγόρι έχασε γρήγορα την εύνοιά τους, καθώς ήταν το φαβορί για να κερδίσει την κούρσα των 100 μέτρων και τώρα που δε θα έτρεχε, έβλεπαν τις ελπίδες τους για το χρυσό μετάλλιο να διαλύονται. Δέχθηκε κριτική και χλευασμούς από ανθρώπους στους δρόμους, στα μαγαζιά, στα εστιατόρια και μια αισχρή επίθεση από τον βρετανικό τύπο. Τη στάση του στηλίτευσαν δημοσιογράφοι, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί έβαλε το Θεό πάνω από την απόκτηση ενός μεταλλίου για τον βασιλιά, και μερικοί τον κατηγόρησαν ότι ήταν «προδότης του σκωτσέζικου αθλητισμού, του βασιλιά και της χώρας, ακόμα πρόδωσε τον σκοπό για τον οποίον αγωνίστηκε ο Wyndham Hallowell».[4] Φαινόταν σαν ο κόσμος να του είχε γυρίσει την πλάτη, κάτι όμως που θ’ άλλαζε πολύ σύντομα. Ένας άλλος δημοσιογράφος υπέθετε ότι ο Eric δεν έτρεξε μόνο και μόνο για να αποκτήσει μεγαλύτερη δημοσιότητα. Ένας Βρετανός ευγενής λέγεται ότι είπε: «Το να λάβεις μέρος στο αγώνισμα είναι το μόνο πράγμα στη ζωή που έχει σημασία». Ανεξάρτητα όμως από το πόσο αυξανόταν η πίεση του κοινού, ο Eric δεν θα συμβίβαζε τις αρχές του. Η απόφαση του έδειχνε ότι είχε βάλλει άλλες προτεραιότητες. Ο Eric δεν εγκατέλειψε τις πεποιθήσεις του, ακόμα κι όταν ο πρίγκιπας της Ουαλίας τον παρακάλεσε να αλλάξει γνώμη! Η απόφασή του να μη τρέξει ήταν τόσο ισχυρή που απέρριψε τις παρακλήσεις του πρίγκιπα, αλλά κι αυτές της πατρίδας του. Στους μήνες που μεσολάβησαν αποφάσισε να προπονηθεί για τις κούρσες των 200 και 400 μέτρων.
Έτσι, αντί να βρίσκεται στον στίβο την Κυριακή που διεξαγόταν το αγώνισμα των 100 μέτρων, μαζί με όλους τους άλλους αθλητές, ο Eric ήταν σε μια σκωτσέζικη Εκκλησία στο Παρίσι και μίλησε. Τη θέση του στα 100 μέτρα την πήρε ο αντίπαλός του στην εθνική ομάδα στίβου, ο Harold Abrahams, ο οποίος και κέρδισε το χρυσό μετάλλιο, που θα μπορούσε να ήταν δικό του.
Τελικά βρέθηκε η λύση. Οι Βρετανοί επίσημοι έπεισαν την Ολυμπιακή Επιτροπή να του επιτρέψει να τρέξει για σε άλλα αγωνίσματα που δεν θα γίνονταν την Κυριακή. Η Ολυμπιακή Επιτροπή συμφώνησε να του επιτραπεί να αγωνιστεί στις κούρσες των 200 και των 400 μέτρων. Αν και αντιμετώπισε σκληρό συναγωνισμό και ήταν έξω από την κατηγορία του, ο Eric κατέπληξε τον κόσμο με τα κατορθώματά του. Έτρεξε στους τελικούς των 200 μέτρων και κέρδισε το χάλκινο μετάλλιο, πίσω από τους Αμερικανούς Jackson Schulz και Charles Paddock, και περνώντας τον Harold Abrahams, που τερμάτισε στην 6η θέση (ήταν η δεύτερη και τελευταία κούρσα στην οποία συναντήθηκαν αυτοί οι δυο δρομείς). Ο Liddell, αν και πήρε χάλκινο στα 200 μέτρα, θεωρείτο ικανός αλλά όχι παγκόσμιας κλάσης αθλητής για τα 400 μέτρα.
Τελικά έφτασε η ημέρα του τελικού των 400 μέτρων των ανδρών, το Σάββατο 12 Ιουλίου του 1924, που κάποιοι παρατηρητές θεωρούσαν ότι ο Liddell δεν είχε το δικαίωμα, αθλητικό ή ηθικό, να βρίσκεται εκεί. Έχοντας προπονηθεί για τα 100 και τα 200 μέτρα, ο «Ιπτάμενος Σκωτσέζος» θεωρείτο αουτσάιντερ. Αντιμετώπιζε έναν έντονο ανταγωνισμό τρέχοντας στα 400 μέτρα, ιδιαίτερα από την αμερικανική ομάδα, ένας από την οποία, ο Jackson Schulz, τον είχε νικήσει στην κούρσα των 200 μέτρων. Αλλά, ο Liddell βοηθήθηκε ως προς ένα βαθμό και από τη στάση του Αμερικανού προπονητή που σύστησε στους δρομείς του να μην ανησυχούν για τον Σκωτσέζο, που σίγουρα θα είχε εξαντληθεί μετά τα πρώτα 200 μέτρα. Ο Liddell όμως ήταν έτοιμος για την πρόκληση.
Προς έκπληξη όλων των θεατών, πριν να αρχίσει η κούρσα, οι Queen’s Cameron Highlanders, μια μπάντα με γκάιντες και ντυμένοι με την παραδοσιακή σκωτσέζικη στολή, παρέλασε γύρω από τον στίβο παίζοντας το παραδοσιακό σκωτσέζικο «πολεμικό» τραγούδι: «The Campbells are Coming».
Όπως συνήθιζε πριν τον αγώνα, ο Eric πήγε από αθλητή σε αθλητή, του έδωσε το χέρι και ευχήθηκε σε όλους επιτυχία. Όταν γύρισε στο σημείο εκκίνησης, ένας Αμερικανός μασέρ, απροσδόκητα, έτρεξε προς το μέρος του και του έβαλε στο χέρι ένα διπλωμένο κομματάκι χαρτί, και μετά έφυγε. Το μήνυμα που περιείχε ήταν το εξής: «Στη Βίβλο λέει: ‘Αυτούς που με δοξάζουν, θα τους δοξάσω.[5] Σου εύχομαι πάντα να πετυχαίνεις». Ο Liddell έτρεξε κρατώντας στο χέρι του αυτό το κομματάκι χαρτί.
Έτρεξε τα πρώτα 200 μέτρα κάνοντας ρεκόρ, και ο προπονητής του με το χρονόμετρο στο χέρι σκέφτηκε ότι έτρεχε πολύ γρήγορα. Όχι μόνο κέρδισε τον αγώνα, αλλά έσπασε και το Ολυμπιακό ρεκόρ, τερματίζοντας 5 μέτρα μπροστά από τον αντίπαλό του, τον Αμερικανό Horatio Fitch, που ήταν το φαβορί, με χρόνο 47,6''. Όταν κατάλαβε ότι έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ, το στάδιο ξέσπασε σε χειροκροτήματα και πανηγυρισμούς που ακούστηκαν σε όλο το Παρίσι.
Γύρισε στη Σκωτία σαν εθνικός ήρωας, φέρνοντας πίσω στη χώρα του το πρώτο χρυσό μετάλλιο που κέρδισε ποτέ Σκωτσέζος. Όταν ρωτήθηκε αργότερα για το μυστικό της επιτυχίας του, ίσως τα λόγια του να περιγράφουν με τον καλύτερο τρόπο το πώς έφτασε στο θρίαμβο εκείνη τη μέρα στο Παρίσι: «Το μυστικό της επιτυχίας μου είναι ότι έτρεξα τα πρώτα 200 μέτρα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Μετά, για τα υπόλοιπα 200 μέτρα, με τη βοήθεια του Θεού, έτρεξα ακόμα πιο γρήγορα».
Το παγκόσμιο ρεκόρ που έκανε στα 400 μέτρα, έμεινε για 4 χρόνια και ως ρεκόρ Ευρώπης για 12 χρόνια, μέχρι που το κατέρριψε ένας άλλος Βρετανός αθλητής, ο Godfrey Brown, στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου, το 1936.
Όταν ο Eric αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο, τον Ιούλιο του 1924, ο Πρύτανης του έβαλε στο κεφάλι ένα στεφάνι αγριελιάς και του είπε τη διάσημη σήμερα φράση: «Κύριε, Liddell, έδειξες ότι κανείς δεν μπορεί να σε περάσει εκτός από τους εξεταστές σου». Αφού όλοι οι παρευρισκόμενοι, στην απονομή των πτυχίων, τον επευφήμησαν, του ζήτησαν απροσδόκητα να βγάλει ένα λόγο. Και αυτός είπε μεταξύ άλλων: «Πάνω από την πύλη του Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας υπάρχει ένα ρητό: ‘Στη σκόνη της ήττας, καθώς και στις δάφνες της νίκης υπάρχει μια δόξα που μπορεί να βρεθεί, αν κάποιος έχει κάνει το καλύτερο δυνατόν’. Υπάρχουν πολλοί άνδρες και γυναίκες που έκαναν το καλύτερο δυνατόν, αλλά που δεν πέτυχαν να κερδίσουν τις δάφνες της νίκης. Σ’ αυτούς, οφείλεται τόση τιμή όση οφείλεται και σ’ αυτούς που έλαβαν αυτές τις δάφνες». Μέσα στις κολακείες, αυτός παρέμεινε ένας σεμνός και ανυπόκριτος πρωταθλητής.
Μετά τους Ολυμπιακούς, ο Liddell συνέχισε να αγωνίζεται για ένα περίπου χρόνο, οπότε και τερματίζεται η αθλητική του καριέρα, πριν καλά - καλά αρχίσει. Λίγο μετά τους Ολυμπιακούς, η συμμετοχή του στη σκυταλοδρομία 4Χ400, σ’ έναν αγώνα της Αγγλίας με αντίπαλο τις ΗΠΑ, βοήθησε τη χώρα του να εξασφαλίσει τη νίκη. Αγωνίζεται για τελευταία φορά στη Σκωτία, ένα χρόνο αργότερα, το 1925, σ’ ένα μίτινγκ του Συνδέσμου Σκωτσέζων Ερασιτεχνών Αθλητών (SΑΑΑ), στο Hampden Park, στη Glasgow, όπου ισοφαρίζει στα 100 μέτρα το δικό του ρεκόρ Σκωτίας με 10,0'', κερδίζει την κούρσα στα 220 μέτρα με 22,2'', και στα 400 μέτρα με 44,7'' και παίρνει μέρος σε μια νικηφόρα σκυταλοδρομία. Ήταν ο 4ος αθλητής που κέρδισε ποτέ και στα τρία αυτά αγωνίσματα στο SΑΑΑ, επιτυγχάνοντας αυτές τις νίκες δυο φορές: το 1924 και το 1925.

ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ
Αφού αποφοίτησε, ο Eric έκανε για ένα χρόνο θεολογικές σπουδές στο Scottish Congregational College στο Edinburgh, και μετά ήταν έτοιμος να ακολουθήσει τα βήματα των γονέων του. Ενώ ήταν ένας εθνικός ήρωας και διάσημος, ανακοινώνει την πρόθεσή του να πάει στην οικογένειά του, που είχε γυρίσει στην Κίνα. Χιλιάδες τον ξεπροβόδισαν στο σιδηροδρομικό σταθμό, και καθώς το τραίνο έφτανε στη γραμμή, ο Eric άρχισε να ψάλλει τον ύμνο: «Ο Ιησούς θα βασιλεύσει όπου υπάρχει ήλιος». Το πλήθος άρχισε να ψάλλει και καθώς το τραίνο χανόταν από τα μάτια τους, συνέχισε να ψάλλει και τις υπόλοιπες στροφές. Επιστρέφει στη βόρεια Κίνα το 1925, μετά από ταξίδι δύο εβδομάδων με τον υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο, όπου υπηρέτησε σαν ιεραπόστολος με την London Missionary Society, όπως κι οι γονείς του, από το 1925 μέχρι το 1943, και τελειώνει τη ζωή του εκεί από όπου άρχισε. Πρώτα εργάστηκε στην Tientsin (Tianjin) και αργότερα στην Xiaochang.
Στην Κίνα, ο Eric ανακαλύπτει ότι έπρεπε να μάθει τα κινέζικα από την αρχή. Η πρώτη δουλειά του ως ιεραποστόλου ήταν να διδάσκει Χημεία και Θρησκευτικά σ’ ένα αγγλο-κινέζικο Κολλέγιο για πλούσιους Κινέζους φοιτητές. Πίστευαν ότι με το να διδάξουν τα παιδιά των πλουσίων, αυτά αργότερα θα γίνονταν προσωπικότητες με επιρροή στην Κίνα και ότι θα προωθούσαν τις χριστιανικές αξίες. Χρησιμοποίησε την αθλητική του εμπειρία για να προπονεί τα αγόρια του σχολείου σε διάφορα αθλήματα και συμμεριζόταν την πίστη στη διάρκεια αθλητικών γεγονότων. Άρχισε μια εβδομαδιαία Βιβλική μελέτη για φοιτητές στο σπίτι του και σύντομα του ζήτησαν να είναι υπεύθυνος στο Κατηχητικό σχολείο στην Union Church, όπου ήταν πάστορας ο πατέρας του. Βοήθησε να κτιστεί το Minyuan Stadium στην Tianjin.
Στη συνέχεια, συνάντησε μια τελειόφοιτη λυκείου, την Florence Mackenzie (οι γονείς της ήταν Καναδοί ιεραπόστολοι) στην Tientsin κι όταν αυτή αποφοίτησε, αρραβωνιάστηκαν. Όμως, έπρεπε να περάσουν 3 χρόνια για να παντρευτούν, γιατί η Florence γύρισε στον Καναδά για να τελειώσει την εκπαίδευσή της ως νοσοκόμα.
Στη διάρκεια της περιόδου αυτής συνέχισε να αγωνίζεται σποραδικά. Είναι ακόμα σε φόρμα για να αγωνιστεί με τις επισκέπτριες Ολυμπιακές ομάδες της Γαλλίας και της Ιαπωνίας που είχαν συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Άμστερνταμ, το 1928. Νικάει στα 200 και στα 400 μέτρα, ισοφαρίζοντας και στις δυο κούρσες τους χρόνους των νικητών των αγώνων του Άμστερνταμ, χωρίς προπόνηση και χωρίς τον κατάλληλο αγωνιστικό χώρο. Το 1929 νικάει τον Γερμανό παγκόσμιο πρωταθλητή των 800 μέτρων, Otto Peltzer, στα 400 μέτρα.
Ο Liddell έμενε στην Cambridge Road 38 (σήμερα γνωστή ως Chongqing Dao) στην Tianjin και υπάρχει εκεί ακόμα και σήμερα μια πλάκα σε ανάμνηση της παλιάς του κατοικίας. Την Tianjin έλεγχαν την εποχή εκείνη πολλές ξένες δυνάμεις, καθώς ήθελαν να εκμεταλλευθούν τις φτηνές πρώτες ύλες στην Κίνα. Υπήρχαν πολλές περιοχές στις οποίες είχαν δικαίωμα εκμετάλλευσης η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, το Βέλγιο, η Αμερική, η Ρωσία, η Ιαπωνία και η Αυστροουγγαρία πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην Tianjin, υπήρχαν περίπου 3.000 Εβραίοι (που είχαν ξεφύγει από τον διωγμό των Nazi), με μια Συναγωγή (υπάρχει ακόμα, αν και δεν χρησιμοποιείται), ένα εβραϊκό σχολείο, όπου δίδασκαν εβραϊκά και μια εβραϊκή κοινωνική Λέσχη που λεγόταν «The Gunst».
Το 1932, κατά τη διάρκεια της πρώτης του άδειας γύρισε στη Σκωτία, όπου και χειροτονήθηκε πάστορας. Εκεί στο Edinburgh, σε μια συνάντηση καλωσορίσματος στην πατρίδα, έδωσε μια ομιλία που την παρακολούθησαν ηγέτες της εκκλησίας της Σκωτίας και μέλη της αθλητικής κοινότητας. Σ’ αυτούς συμμερίστηκε το σκοπό που είχε για τη ζωή του: «Όλοι μας είμαστε ιεραπόστολοι. Μεταφέρουμε τη θρησκεία μαζί μας ή επιτρέπουμε στη θρησκεία να μας μεταφέρει. Όπου και να πάμε, είτε φέρνουμε ανθρώπους στον Χριστό, είτε τους απωθούμε από τον Χριστό. Εργαζόμαστε για τη μεγάλη βασιλεία του Θεού...».
Όταν γύρισε στην Κίνα, το 1934, παντρεύεται τη Florence, που είχε γυρίσει από τον Καναδά, και συνέχισε να διδάσκει στο αγγλο-κινέζικο Κολλέγιο. Απέκτησαν τρεις κόρες, την Patricia, που έζησε στην Αγγλία, την Heather, και την Maureen, που ζουν σήμερα στον Καναδά. Την τελευταία δεν την είδε ποτέ. Το σχολείο όπου δίδασκε, χρησιμοποιείται και σήμερα σαν σχολείο. Μια από τις κόρες του Liddell επισκέφτηκε την Tianjin το 1991 και παρουσίασε στον διευθυντή του σχολείο ένα από τα μετάλλια που ο Eric είχε κερδίσει σε αθλητικούς αγώνες.
Όταν οι Ιάπωνες εισέβαλαν στην Κίνα το 1937, η ζωή στην Κίνα έγινε επισφαλής κι επικίνδυνη για τους δυτικούς - ιδιαίτερα για εκείνους που, σαν τον Eric Liddell, εργάζονταν σε κατεχόμενες από τους Ιάπωνες περιοχές.

ΣΤΗΝ XIAOCHANG
Ο παλιός ιεραποστολικός σταθμός των γονέων του, στην Xiaochang, χρειαζόταν απεγνωσμένα βοήθεια, κι η ιεραποστολή του ζήτησε να πάει εκεί. Αυτός αρνήθηκε, και έγραψε στην ιεραποστολή: «Είμαι προετοιμασμένος για εκπαιδευτικό έργο, και λόγω εκπαίδευσης και λόγω ιδιοσυγκρασίας... Δεν είμαι πάστορας για χωριά. Είμαι διδάσκαλος».
Η Florence με ήρεμο τρόπο αντέκρουσε τις σκέψεις του λέγοντας: «Eric, ήξερες ότι λάθος να τρέξεις την Κυριακή, και γνωρίζεις ότι είναι λάθος να μη πας εκεί που ο Θεός σε έχει καλέσει. Δεν έχεις άλλη επιλογή παρά να πας». Και πήγε. Αργότερα η Florence έγραφε σε μια στενή της φίλη: «Μετά από πολλή προσευχή για την υπόθεση αυτή, ένιωσε ότι ο Θεός τον καλούσε να πάει στην επαρχία, και νομίζω ότι ήταν προφανές ότι έκανε το σωστό. Αγάπησε το έργο, η υγεία του βελτιώθηκε, και νομίζω ότι εξελίχθηκε με έναν καινούργιο τρόπο».
Αφήνοντας την οικογένειά του στην Tientsin, παίρνει ένα πλοίο, το Δεκέμβριο του 1937, και μετά από 10 μέρες φτάνει στη Xiaochang, περνώντας μέσα από τις γραμμές τους ιαπωνικού στρατού, όπου βρήκε τον αδελφό του, τον Rob. Μένει στον ιεραποστολικό σταθμό που είχε ζήσει κάποτε σαν μικρό αγόρι, όταν οι γονείς του διακονούσαν στην περιοχή. Οι Κινέζοι τον φωνάζουν με το ίδιο όνομα με το οποίο κάποτε φώναζαν και τον πατέρα του: Li Mu Shi. Το Li ήταν μια πιο σύντομη μορφή για το επίθετό του και Mu Shi ήταν ο κινέζικος όρος για τον «πάστορα».
Ο σταθμός ήταν πολύ μικρός για να προσφέρει βοήθεια κι οι ιεραπόστολοι που υπηρετούσαν εκεί ήταν κουρασμένοι. Υπήρχε ένα συνεχές ρεύμα από ντόπιους που έρχονταν όλη την ώρα για ιατρική θεραπεία. Ο Liddell έφτασε στον σταθμό τότε ακριβώς που έπρεπε να ξεκουράσει τον αδελφό του που ήταν άρρωστος κι έπρεπε να πάρει άδεια. Ο Liddell, ο ίδιος, υπέφερε διάφορες δυσκολίες εκεί. Η κόρη του θυμάται ότι ο πατέρας της εξακολουθούσε να είναι πολύ γρήγορος στο τρέξιμο, κι έπιασε έναν άγριο λαγό για βραδινό φαγητό στη διάρκεια επιβολής δελτίου στον πόλεμο.
Η Xiaochang ήταν το κέντρο για ιεραποστολική δραστηριότητα στη γύρω περιοχή που είχε 10.000 χωριά. Ο άλλοτε πρωταθλητής ταξίδεψε από χωριό σε χωριό με ποδήλατο και με ένα διερμηνέα, τον Wang Fengchou, για να ενθαρρύνει Κινέζους Χριστιανούς και να κάνει συναθροίσεις Ευαγγελισμού. Αντιμετώπισε κινδύνους για να σώσει τους τραυματίες από τον πόλεμο. Όπου πήγαινε, θυσιαζόταν πρόθυμα για να βοηθήσει άλλους και να τους μεταφέρει το μήνυμα του Ευαγγελίου.
Ήταν μια χαοτική εποχή. Οι Ιάπωνες στρατιώτες λεηλατούσαν την επαρχία. Η Xiaochang βρισκόταν στην κατεχόμενη από τους Ιάπωνες περιοχή και ο Eric με τον αδελφό του, τον Rob έπρεπε να βαδίζουν με διπλωματία σε μια λεπτή γραμμή στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Κουμμουνιστικού Ερυθρού Στρατού υπό τον Mao Tse Tung και των Εθνικιστών, υπό τον Chiang Kai-shek, και συγχρόνως να αντιμετωπίζουν την κλιμακούμενη ένταση της κινεζο-ιαπωνικής διαμάχης. Παντού υπήρχαν ληστές. Η ξηρασία έφερε πείνα και απελπισία. Ο Eric πήγαινε παντού, βοηθώντας ανθρώπους, επιδένοντας τους λαβωμένους, λέγοντας λόγια ενθάρρυνσης και ελπίδας μέσα από το Ευαγγέλιο και ενδυναμώνοντας τους Κινέζους ηγέτες.
Το 1938 άκουσε για έναν πληγωμένο Κινέζο στρατιώτη που βρισκόταν αβοήθητος σ’ έναν ναό, 20 μίλια μακριά από το ιεραποστολικό νοσοκομείο. Διάνυσε με το ποδήλατο την απόσταση των 20 μιλίων μέσα από μια επικίνδυνη περιοχή για να φτάσει εκεί και τότε ανακαλύπτει και έναν άλλον πληγωμένο στρατιώτη, που είχε επιζήσει από μια γιαπωνέζικη εκτέλεση. Έφτιαξε ένα πρόχειρο καροτσάκι για να μπορέσει να μεταφέρει και τους δυο άνδρες στο νοσοκομείο.
Το 1941 η ζωή στην Κίνα έγινε τόσο επικίνδυνη και ασταθής, και συγχρόνως η Ιαπωνία αύξησε τον έλεγχό της στη χώρα, ώστε η Βρετανική Κυβέρνηση καλεί επειγόντως τους Βρετανούς υπηκόους να εγκαταλείψουν τη χώρα. Καθώς τα σύννεφα του πολέμου συγκεντρώνονται ανάμεσα στην Ιαπωνία και τη Δύση, ο Eric αποφάσισε να στείλει την έγκυο γυναίκα του με τις δυο του κόρες στον Καναδά για να είναι ασφαλείς. Καθώς τη φιλούσε αποχαιρετώντας της, της υπενθύμισε: «Αυτοί που αγαπούν τον Θεό, ποτέ δεν συναντιούνται για τελευταία φορά». Ποτέ δεν ξανασυναντήθηκαν σ’ αυτή τη ζωή. Ο ίδιος προτιμάει να μείνει στον ιεραποστολικό σταθμό στη Xiaochang, για να διακονήσει τους φτωχούς και τους πληγωμένους.

ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ WEIHSIEN
Όταν οι μάχες έφτασαν στην Xiaochang οι Ιάπωνες κατέλαβαν τον ιεραποστολικό σταθμό. Μετά την ιαπωνική επίθεση στο Pearl Harbor και την κήρυξη του πολέμου, οι Ιάπωνες άρχισαν να μεταφέρουν βίαια τον κόσμο σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το 1943, ο Liddell συλλαμβάνεται μαζί με άλλους 1.800 ξένους, που παρέμεναν στην Κίνα (Βρετανούς και Αμερικανούς), και κλείνεται στο ιαπωνικό στρατόπεδο εγκλεισμού Weishien (γνωστό τώρα ως Weifang). Αργότερα προστέθηκαν και 300 παιδιά ιεραποστόλων.
Οι τρόφιμοι πρέπει να υπακούνε σε κάποιους κανόνες, έχουν μια μικρή επιτήρηση κι ελάχιστες μερίδες φαγητού. Οργανώνονται, φτιάχνουν νοσοκομείο, διάφορες υπηρεσίας και σχολείο για τα παιδιά. Ο Eric κουβαλάει νερό για τους άρρωστους και τους ηλικιωμένους, κανονίζει αθλητικά παιχνίδια, διδάσκει Βιβλικές τάξεις και Χημεία στα μικρά παιδιά από ένα χειρόγραφο βιβλίο που έφτιαξε από τη μνήμη του. Αυτοί που τον γνώρισαν κατά τη διάρκεια αυτών των ζοφερών μηνών, είπαν ότι ζούσε πράγματι την επί του Όρους Ομιλία του Χριστού. Έκανε τον χριστιανό σύμβουλο. Ένας από τους επιζώντες είπε: «Όταν οι προσωπικές σχέσεις έφταναν στο απροχώρητο... είχε έναν ευγενικό, αστείο τρόπο για να ηρεμεί τα ξαναμμένα πνεύματα και να τους κάνει να θυμούνται τον παλιό καλό καιρό ή την προοπτική κάποιου μελλοντικού ενδιαφέροντος ‘όταν θα βγούμε έξω’».
Την επόμενη χρονιά, ο Eric εκλέγεται από τους άλλους τροφίμους δάσκαλος των μαθηματικών και υπεύθυνος των αθλητικών δραστηριοτήτων στο στρατόπεδο και προσπαθεί με κάθε τρόπο να κάνει πιο υποφερτή την παραμονή τους εκεί. Τα τρόφιμα, τα φάρμακα και άλλες προμήθειες τέλειωναν γρήγορα στο στρατόπεδο. Υπήρχαν πολλές κλίκες στο στρατόπεδο κι όταν κάποιοι πλούσιοι τρόφιμοι, κυρίως αντιπρόσωποι πετρελαϊκών εταιρειών, κατάφερναν δωροδοκώντας τους φρουρούς να περάσουν λαθραία επιπλέον μερίδες φαγητού και αγαθά πολυτελείας μέσα στο στρατόπεδο, ο Liddell τους ντροπιάζει και τους υποχρεώνει να τα μοιραστούν με τους υπόλοιπους τροφίμους. Γίνεται φίλος και σύμβουλος με τα 300 παιδιά, πολλά από τα οποία τα είχαν χωρίσει από τους γονείς τους που ήταν ιεραπόστολοι. Στα παιδιά ήταν γνωστός ως ο θείος Eric.
Όταν του ζήτησαν να διαιτητεύει τις αθλητικές δραστηριότητες, συμφωνεί με τον όρο να μη το κάνει Κυριακές. Μια Κυριακή, όταν οι έφηβοι έπαιζαν χόκεϊ, άρχισαν να τσακώνονται. Την άλλη Κυριακή, προς έκπληξη όλων, εμφανίστηκε ο Eric και διαιτήτευσε το παιχνίδι, καθώς τον εμπιστεύονταν ότι δε θα έπαιρνε το μέρος της μιας ή της άλλης ομάδας. Το περιστατικό αυτό λέει πολλά για τον Eric. Όπως λέει ο Sally Magnusson στο βιβλίο του, «Ο Ιπτάμενος Σκωτσέζος»: «Δεν θα έτρεχε Κυριακή για ένα χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο στα 100 μέτρα και για όλη τη δόξα του κόσμου, αλλά διαιτήτευσε σ’ ένα παιχνίδι την Κυριακή, και παρέβηκε την απαραβίαστη αρχή του, μόνο και μόνο για να διατηρήσει την ειρήνη ανάμεσα σε μια χούφτα φυλακισμένων νεαρών».
Συγκρατούμενοί του τον παρατηρούσαν καθώς σηκωνόταν νωρίς κάθε μέρα για να μελετήσει τη Γραφή και να προσευχηθεί. Ένας απ’ αυτούς, ο Norman Cliff, έγραψε αργότερα ένα βιβλίο με τις εμπειρίες του στο στρατόπεδο, με τον τίτλο «Η αυλή του ευτυχισμένου δρόμου», όπου αναφέρει λεπτομέρειες για όλους τους αξιόλογους χαρακτήρες στο στρατόπεδο. Ο συγγραφέας δηλώνει ότι ο Liddell ήταν «ο καλύτερος χριστιανός που είχα την τιμή να συναντήσω. Όλο το διάστημα που ήταν στο στρατόπεδο, ποτέ δεν τον άκουσα να πει μια κακή κουβέντα για κανέναν». Το στρατόπεδο ήταν αρχικά ένα ιεραποστολικό σχολείο που λεγόταν «Η Αυλή του ευτυχισμένου δρόμου».[6] Συνέχισε να ζει στο στρατόπεδο σύμφωνα με την πίστη του και κέρδισε τον θαυμασμό και την εκτίμηση όλων.
Ο Winston Churchill διαπραγματεύθηκε μια ανταλλαγή αιχμαλώτων, αλλά ο Liddell αρνήθηκε να φύγει, δίνοντας τη θέση του σε μια έγκυο γυναίκα.
Το 1944, καθώς περνούσαν οι μήνες, οι άνθρωποι άρχισαν να παρατηρούν μια αλλαγή στην προσωπικότητα του Eric. Αλλά κι ο ίδιος παραπονιόταν για επίμονους κι ισχυρούς πονοκεφάλους. Με τον καιρό ανακαλύφθηκε ότι είχε έναν ανεγχείρητο εγκεφαλικό όγκο. Παρ’ όλους τους τρομερούς πόνους, ο Eric διατηρεί την πίστη του, το θάρρος του και την καλοσύνη του μέχρι το τέλος. Στο τελευταίο γράμμα του προς τη γυναίκα του, τη μέρα που πέθανε, αναφέρει ότι έπασχε από νευρικό κλονισμό λόγω υπερκόπωσης, ενώ στην πραγματικότητα υπέφερε από τον όγκο, που μαζί με την υπερκόπωση και την κακή διατροφή επιτάχυναν το θάνατό του.
Πέθανε στις 21 Φεβρουαρίου του 1945, στη χώρα που γεννήθηκε, σε ηλικία 43 ετών, λίγο μετά τα γενέθλιά του και 5 μήνες πριν την απελευθέρωση. Ποτέ δεν είδε τη μικρότερη κόρη του. Τον θρήνησαν, όχι μόνο στο Weishien, αλλά και στη Σκωτία. Όλο το στρατόπεδο παρακολούθησε την κηδεία, γιατί όλοι αγαπούσαν τον Liddell. Ένας συγκρατούμενός του, ο Langdon Gilkey, θα έγραφε αργότερα: «Όλο το στρατόπεδο, ιδιαίτερα οι νέοι, ήταν αποσβολωμένοι για μέρες, τόσο μεγάλο ήταν το κενό που άφησε ο θάνατος του Eric». Τα τελευταία λόγια του προς τη νοσοκόμα ήταν: «Πλήρης παράδοση (στον Θεό)».
Στον επικήδειο λόγο του, ο Αιδεσιμότατος Arnold Bryson εξήρε τη ζωή και τον χαρακτήρα του Eric και το μυστικό της μεγάλης του επίδρασης: «Έζησε μια ζωή που τη έλεγχε ο Θεός κι ακολούθησε τον Κύριό του με μια αμείωτη αφοσίωση και μ’ έναν έντονο σκοπό που έκανε τους ανθρώπους να δουν την πραγματικότητα και τη δύναμη της αληθινής θρησκείας... Ο φίλος μας, που το χαρούμενο, φωτεινό του πρόσωπο… σίγουρα θα συνεχίσει να ζει μέσα στις καρδιές όλων όσων τον γνώρισαν».
Ο Eric Liddell ήταν ένας ταπεινός άνθρωπος με μια απλή και προσωπική πίστη, που σκοπός της ζωής του ήταν να δοξάζει τον Θεό. Διάλεξε να ζήσει μια επικίνδυνη ζωή στην Κίνα, χωρίς υλικές απολαβές, υπηρετώντας τον Θεό, τη στιγμή που η φήμη και τα πλούτη ήταν μέσα στα χέρια του. Το μεγαλείο της καρδιάς του και οι ακλόνητες πεποιθήσεις του είναι μια έμπνευση για τους ανθρώπους της πίστης, όπου κι αν βρίσκονται. Η ζωή του και η κληρονομιά που άφησε, εξακολουθούν να επηρεάζουν ανθρώπινες ζωές σε όλο τον κόσμο.
56 χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς του Παρισιού, ο Σκωτσέζος Allan Wells κέρδισε την κούρσα των 100 μέτρων στους Ολυμπιακούς της Μόσχας. Όταν τον ρώτησαν μετά τη νίκη αν είχε τρέξει για τον Harold Abrahams, τον τελευταίο ολυμπιονίκη των 100 μέτρων από την Αγγλία (το 1924), ο Wells απάντησε: «Όχι, το έκανα για τον Eric Liddell». Ο Liddell ψηφίστηκε στην εφημερίδα The Scotsman σε μια ψηφοφορία που έγινε στις 8 Αυγούστου του 2008, ως ο πιο δημοφιλής αθλητής που έβγαλε ποτέ η Σκωτία.[7]

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ
Όταν πέθανε, ο τάφος του Liddell σημαδεύτηκε με έναν απλό ξύλινο σταυρό, και το όνομά του γραμμένο πάνω του με την κρέμα που γυάλιζαν τις μπότες. Χρόνια αργότερα, τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στο Μαυσωλείο των Μαρτύρων στη Shih-Chia-Chuang, 150 μίλια ΝΔ του Beijing, όπου η Κίνα τιμάει 700 επιλεγμένα άτομα που θυσιάστηκαν για την απελευθέρωση της Κίνας από τους Ιάπωνες.
Το 1991, μια αναμνηστική γρανιτένια επιτύμβια στήλη, στήθηκε στο μέρος όπου ήταν το πρώην στρατόπεδο στο Weifang, φτιαγμένη από το Edinburgh University. Μερικές απλές λέξεις παρμένες απ’ το βιβλίο του Ησαΐα, σχημάτιζαν την επιγραφή: «Θα ανέβουν με φτερούγες σαν αετοί, θα τρέξουν και δεν θα αποκάμουν».
Τον Μάιο του 1992, η Patricia Russell παρουσίασε στο Edinburgh University τα μετάλλια που κέρδισε στους 8ους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1924, ο Eric Liddell. Ο Eric ήταν ο πατέρας της Κας Russell. Τα μετάλλια είναι τρία: το χρυσό για τα 400 μέτρα (όπου ο Liddell έσπασε το Ολυμπιακό και το παγκόσμιο ρεκόρ), το χάλκινο για τα 200 μέτρα, και το μετάλλιο για τη συμμετοχή του. Το μετάλλιο που έπρεπε να είναι εκεί επίσης, το χρυσό μετάλλιο για τα 100 μέτρα, το κέρδισε ο Harold Abrahams, δρομέας του Πανεπιστημίου Cambridge.
60 χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 2005, Κινέζοι επίσημοι, παλαιοί φίλοι και τρόφιμοι της Weifang, κατά τη διάρκεια της επετείου για την απελευθέρωση από το στρατόπεδο συγκέντρωσης, τίμησαν τη μνήμη του Eric καταθέτοντας στεφάνι στην αναμνηστική επιτύμβια στήλη που βρίσκεται στον τάφο του. Στη διάρκεια της τελετής, ο Stephen Metcalfe, 78 ετών, ανέφερε για τον Eric τα εξής: «Μου έδωσε δυο πράγματα. Το ένα ήταν τα φθαρμένα του αθλητικά παπούτσια.[8] Αλλά το καλύτερο που μου έδωσε ήταν το ραβδί της συγχώρησης. Με δίδαξε να συγχωρώ τους εχθρούς μου, τους Ιάπωνες, και να προσεύχομαι γι’ αυτούς».

ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Η αθλητική του καριέρα αποθανατίστηκε στην πολυβραβευμένη κινηματογραφική ταινία του 1981, του Sir David Puttnam, «Chariots of Fire» (Οι δρόμοι της φωτιάς). Εμπνεύστηκε το σενάριο της ταινίας από το βιβλίο του Sally Magnusson (απόφοιτο του Πανεπιστήμιο του Edinburgh), «Ο Ιπτάμενος Σκωτσέζος». Η ταινία ήταν υποψήφια για 7 Όσκαρ και κέρδισε τα 4, μαζί με αυτό της καλύτερης ταινίας.
Η ταινία τοποθετείται στην Ευρώπη στα μέσα της δεκαετίας του 1920, θυμίζει τους Ολυμπιακούς θριάμβους και αντιπαραθέτει τις ζωές και τις απόψεις δύο αθλητών του Eric Liddell και του Harold Abrahams, με τον Ian Charleson[9] να παίζει τον Liddell, και τον Ben Cross στο ρόλο του Abrahams. Και οι δυο τους δόξασαν τον Βρετανικό αθλητισμό στο Παρίσι, παρακινούμενοι όχι από πατριωτισμό, αλλά από προσωπικές σταυροφορίες που βλέπουμε στην ταινία. Ο Abrahams ήταν Εβραίος κι ευαίσθητος στον Αντισημιτισμό, που είχε ποτίσει τους κύκλους του κατεστημένου. Προσπαθούσε απεγνωσμένα να αποδείξει στον κόσμο την αξία του, κάτι που το έκανε με συγκλονιστικό τρόπο στην κούρσα των 100 μέτρων. Ο Liddell ήταν αφιερωμένος Χριστιανός, που ταπεινά εκπληρώνει τη θεϊκή του κλήση. Είναι εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίον οι δυο άνδρες προσπάθησαν να πετύχουν τον ίδιο στόχο, τη συμμετοχή τους στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1924, στο Παρίσι: Ο Harold Abrahams έσπασε τον άγραφο κανόνα της εποχής εκείνης και μίσθωσε έναν επαγγελματία προπονητή για να κερδίσει τους αγώνες (στην πραγματικότητα, ο Liddell ήταν αυτός που σύστησε τον Harold στον επαγγελματία προπονητή Sam Mussabini). Ο Eric Liddell δε συμβίβασε την πίστη του και αποσύρθηκε από το καλύτερο αγώνισμά του, τα 100 μέτρα.
Όμως, ήταν τέτοιο το ταλέντο του, που όταν πήρε μέρος στα 400, ο «Ιπτάμενος Σκωτσέζος» θριάμβευσε εύκολα. Και οι δυο άνδρες πήραν επίσης και μικρότερα μετάλλια, με τον Abrahams να παίρνει το ασημένιο στη σκυταλοδρομία των 4x100m και τον Liddell το χάλκινο στα 200m. Ο Abrahams αποσύρθηκε το 1925, αλλά παρέμεινε στον αθλητισμό σαν διαχειριστής, σχεδόν μέχρι το θάνατό του το 1978, σε ηλικία 78 ετών.
Στην ταινία, ο Liddell είναι ιεραπόστολος και βασανίζεται ανάμεσα στο τρέξιμο για τη Σκωτία και την προπόνηση για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και την επιστροφή του στην Κίνα, όπου έζησε και εργάστηκε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του. Όπως αποδείχθηκε, αποφάσισε να τρέξει με βασικό αντικειμενικό σκοπό να χρησιμοποιήσει τις φυσικές του ικανότητες για να υπηρετήσει κάτι μεγαλύτερο από τα δικά του ενδιαφέροντα.
Η σκηνή στην ταινία, όπου ο Liddell πέφτει στην αρχή ενός αγώνα 400 μέτρων σε μια συνάντηση μεταξύ Σκωτίας και Γαλλίας και καλύπτει μια απόσταση 20 μέτρων που ήταν πίσω από τους άλλους, για να κερδίσει τον αγώνα, είναι ιστορικά ακριβής εκτός από το ότι ο πραγματικός αγώνας έγινε σε μίτινγκ μεταξύ Σκωτίας, Αγγλίας και Ιρλανδίας στην Αγγλία, τον Ιούλιο του 1923. Ο Liddell έπεσε στο έδαφος κατά τη διάρκεια του αγώνα. Δίστασε, σηκώθηκε και κυνήγησε τους αντιπάλους του, που τώρα βρίσκονταν 20 μέτρα μπροστά. Έφτασε αυτούς που προηγούνταν λίγα μέτρα πριν από το τέρμα και κατέρρευσε από εξάντληση μόλις έκοψε το νήμα.
Ο Liddell επιλέγεται να αντιπροσωπεύσει την Αγγλία στους Ολυμπιακούς αγώνες. Υπάρχει μια ανακρίβεια στην ταινία γύρω από την άρνηση του Liddell να αγωνιστεί στα 100 μέτρα. Η ταινία εμφανίζει τον Liddell να μαθαίνει ότι η κούρσα των 100 μέτρων θα γινόταν Κυριακή, όταν ήταν πάνω στο πλοίο που πήγαινε τη βρετανική ολυμπιακή ομάδα στη Γαλλία. Στην πραγματικότητα, το πρόγραμμα των αγώνων και η άρνηση του Liddell ήταν γνωστά 6 μήνες πριν τον αγώνα, αλλά η άρνησή του να συμμετάσχει στον αγώνα παραμένει σημαντική.[10] Όταν αντιμετωπίζει τους ισχυρότερους άνδρες της Αγγλίας παραμένει ακλόνητος. Ένας από αυτούς, που προσπάθησε να τον πείσει να συμβιβαστεί, έλεγε αργότερα: Ο «νέος», όπως τον αποκαλείτε, είναι ένας πραγματικός άνδρας με αρχές κι ένας πραγματικός αθλητής. Η ταχύτητά του είναι απλώς μια επέκταση της ζωής του, είναι η δύναμή της. Προσπαθήσαμε να αποκόψουμε το τρέξιμό του από τον ίδιο.
Τελικά και ο Liddell και ο Abrahams κέρδισαν χρυσά μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Παρίσι, και συνέχισαν να ζουν επιτυχημένες ζωές σύμφωνα με το δικό τους ορισμό. Ο ανορθόδοξος τρόπος τρεξίματος του Liddell, όπως παρουσιάζεται στην ταινία, με το κεφάλι του προς τα πίσω (μερικοί έλεγαν ότι κοιτάζει προς τον ουρανό) και το στόμα του ανοικτό, λέγεται ότι είναι ιστορικά ακριβές.
Καθώς παρακολουθούσα την ταινία, αυτή η φράση μου κόλλησε μέσα μου: «ένας πραγματικός άνθρωπος αρχών και ένας πραγματικός αθλητής». Αυτός, στη σκέψη μου είναι ο ορισμός του Πολεμιστή Αθλητή.
Στην ταινία υπάρχουν μερικές μεγάλες σκηνές και μερικές μεγάλες αναφορές. Μια από τις αγαπημένες μου είναι όταν ο Eric μιλούσε με την αδελφή του την Jennie. Η Jennie ανησυχούσε που ο Eric ήταν τόσο απασχολημένος στο να επικεντρώνεται στο τρέξιμο και δεν έδινε πολύ προσοχή στην «αληθινή» του αποστολή στην Κίνα. Ο Eric λέει στην αδελφή του ότι νιώθει έμπνευση όταν τρέχει. Της λέει: «Πιστεύω ότι ο Θεός με έκανε για ένα σκοπό (την ιεραποστολή), αλλά με έκανε και γρήγορο, και όταν τρέχω, νιώθω την ευχαρίστησή Του».
Μια από τις πιο συγκινητικές σκηνές στην ταινία είναι όταν ο Lord Andrew Lindsey προτείνει να ανταλλάξουν αγωνίσματα με τον Liddell, έτσι ώστε ο Lindsey να τρέξει για τη Μ. Βρετανία στα 100m, ενώ ο Liddell θα μπορούσε να αγωνιστεί στα 400 μέτρα την επόμενη Πέμπτη, αποφεύγοντας έτσι να τρέξει την Κυριακή.
Στην ταινία, ο Liddell εμφανίζεται σε μια εκκλησία την Κυριακή, να αναφέρει περικοπές από τον προφήτη Ησαΐα: «Να, τα έθνη είναι σαν σταγόνα από κάδο, και θεωρούνται σαν τη λεπτή σκόνη της πλάστιγγας. Όλα τα έθνη μπροστά Του είναι σαν το μηδέν, θεωρούνται γι’ Αυτόν λιγότερο από το μηδέν και τη ματαιότητα. Αυτός φέρνει τους ηγεμόνες στο μηδέν. Κάνει τους κριτές της γης σαν ματαιότητα. Δεν γνώρισες; Δεν άκουσες, ότι ο αιώνιος Θεός, ο ΚΥΡΙΟΣ, ο Δημιουργός των άκρων της γης, δεν ατονεί και δεν αποκάμει. Δίνει ισχύ στους εξασθενημένους και αυξάνει τη δύναμη στους αδύνατους. Αλλά αυτοί που προσμένουν τον ΚΥΡΙΟ θα ανανεώσουν τη δύναμή τους. Θα ανέβουν με φτερούγες σαν αετοί. Θα τρέξουν, και δεν θα αποκάμουν. Θα περπατήσουν, και δεν θα ατονήσουν».

ΕΠΙΛΟΓΟΣΟ Eric Liddell αγωνίστηκε μόνο μια φορά σε Ολυμπιακούς Αγώνες —και αυτό πριν από 85 χρόνια— και κέρδισε μόνο ένα χρυσό μετάλλιο. Όμως είναι πιο γνωστός από πολλούς Ολυμπιονίκες που πέτυχαν πιο πολλά. Τι είναι τόσο συναρπαστικό στον Eric Liddell που η ζωή του να καταγραφεί σε ένα σωρό βιογραφίες, σ’ ένα φιλμ και σε δυο τουλάχιστον τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ;
Η απάντηση φαίνεται να είναι ότι ο Eric Liddell είναι γνωστός σε όλον τον κόσμο ως ένας άντρας με πεποιθήσεις. Τα αθλητικά του επιτεύγματα τον έκαναν διάσημο στην εποχή του, αλλά η επιλογή του να βάλει τον Θεό στην πρώτη θέση, τον έκανε ήρωα για όλες τις εποχές. Συνεπήρε τη φαντασία εκατομμυρίων ανθρώπων με το να πετάξει την ευκαιρία για ένα χρυσό μετάλλιο στα 100 μέτρα —την κούρσα που ήταν το φαβορί να την κερδίσει— επειδή μια αρχή της χριστιανικής του πίστης άξιζε περισσότερο. Και νομίζω επίσης, επειδή παράτησε μια άνετη ζωή στη Σκωτία και την ευκαιρία να υπερασπιστεί τον Ολυμπιακό του τίτλο, για να βοηθήσει αγόρια στην Κίνα να έχουν μια καλύτερη εκπαίδευση.
Η ζωή του θα μπορούσε να συνοψιστεί με τη μικρή φράση που βρίσκεται στην Α' Σαμουήλ 2:30, «αυτούς που με δοξάζουν θα τους δοξάσω».
Ο Sally Magnusson, στη βιογραφία που έγραψε για τον Liddell, εξηγεί το μυστικό της ακτινοβόλας ζωής του: «Κάθε πρωί γύρω στις 6 π.μ., με τις κουρτίνες σφιχτά κλεισμένες για να κρατήσει μέσα τη λάμψη της λάμπας λαδιού που είχαμε… συνήθιζε να κατεβαίνει από την πάνω κουκέτα του, να προσπερνά τις πυτζάμες των άλλων τροφίμων στον κοιτώνα. Μετά καθόταν στο μικρό κινέζικο τραπέζι του, με το λιγοστό φως να φωτίζει τη Βίβλο και το σημειωματάριό του. Σιωπηλά διάβαζε, προσευχόταν, και συλλογιζόταν τα καθήκοντα της ημέρας, σημείωνε τι θα έπρεπε να γίνει. Ο Eric ήταν άντρας προσευχής...» Αυτό ήταν το μεγάλο του μυστικό. Κατά τη γνώμη μου, η ζωή του είναι μια από τις ζωές που σε εμπνέει περισσότερο. Γύρισε την πλάτη του σε όλα τα μπιχλιμπίδια ενός ήρωα των σπορ και επέστρεψε στη χώρα της κλήσης του, την Κίνα, όπου θα αφιέρωνε τη ζωή του τελικά στη διακονία.Θα υπάρξουν πολλοί μεγάλοι πρωταθλητές σε μελλοντικούς Ολυμπιακούς, αλλά θα υπάρξει άραγε κάποιος με την ακεραιότητα και τον χαρακτήρα του Liddell; Ο Eric είναι ένας εξαιρετικός ήρωας της πίστης για όλους τους νέους σήμερα. Πολλοί νέοι θαυμάζουν τους αθλητές όταν βρίσκονται στην κορυφή, αλλά απογοητεύονται και μπερδεύονται όταν τα ινδάλματά τους παίρνουν κακές αποφάσεις ή προβάλλουν αμφίβολες αξίες. Ο Liddell προσφέρει στους νέους ένα διαφορετικό είδος ήρωα, έναν που έχει ισχυρές πεποιθήσεις.

[1] Κινέζικα: ; προφέρεται: āilĭkè Lìdéĕr.
[2] Σήμερα είναι γνωστή ως Tianjin, κινέζικα: 天津.
[3] Κάθε 4 χρόνια το Πανεπιστήμιο του Edinburgh κάνει παρέλαση προς τιμή του Eric Liddell. Το αθλητικό κέντρο του Eltham College ονομάστηκε « Eric Liddell Sports Centre » στη μνήμη του Eric Liddell.
[4] Ο Wyndham Hallowell ήταν ο πρώτος Σκωτσέζος που έγινε διάσημος κερδίζοντας στον στίβο ένα μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1906.
[5] Μια παραπομπή από την Α' Σαμουήλ 2:30.
[6] Στα κινέζικα θα μπορούσε και να σημαίνει: το Κολλέγιο της προσφιλούς αλήθειας.
[7] Για περισσότερες πληροφορίες για τον Eric Liddell, επισκεφτείτε την ιστοσελίδα του Eric Liddell Center (http://www.eric-liddell.org/). Τη ζωή του μπορείτε να τη βρείτε και στο βιβλίο «Ο Ιπτάμενος Σκωτσέζος» του Sally Magnusson.
[8] Ήταν χειμώνας και, όπως πολλά αγόρια, ο Metcalf δεν είχε τίποτα να βάλλει στα πόδια του.
[9] Απόφοιτος και αυτός του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου.
[10] Ο Liddell είχε επίσης επιλέχθηκε να τρέξει ως μέλος των ομάδων σκυταλοδρομίας στα 4Χ100 και 4Χ400, αλλά αρνήθηκε και αυτές τις κούρσες, καθώς η διεξαγωγή τους έπεφτε Κυριακή.


14 Ιουν 2009

Ο Πόλεμος του Γιομ Κιππούρ

Ο Πόλεμος του Γιομ Κιππούρ, ή αλλιώς Δ' Αραβοϊσραηλινός πόλεμος, που συνέβη τον Οκτώβριο του 1973 αποτέλεσε την άρση της ταπείνωσης που υπέστησαν οι αραβικές χώρες μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών του 1967. Αυτός είναι και ο τελευταίος της σειράς των Αραβοϊσραηλινών πολέμων. Γιομ Κιπούρ ονομάζεται η ισραηλινή εορτή του Εξιλασμού, ή αλλιώς Ημέρα της Εξιλέωσης.

Πριν τη σύρραξη
Μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, το Ισραήλ εκτός από τις εκτάσεις που είχε καταλάβει, όπως τη χερσόνησο του Σινά (Αιγύπτου) και την ανατολική πλευρά του Ιορδάνη (Ιορδανίας) απέκτησε και αρκετά διπλωματικά όπλα, τα οποία χρησιμοποίησε για να αυξήσει την θέση του στην περιοχή. Η στάση αυτή υπήρξε αρκετά σκληρή, καθώς η τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ Γκόλντα Μέιρ, αρνιόταν συστηματικά ικανοποιητικές παραχωρήσεις προς τα αραβικά κράτη. Επιπλέον, ο πρωθυπουργός της Αιγύπτου, Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ, μετά την ανάκληση της παραίτησής του διατηρούσε πλέον την πολιτική των τριών όχι (όχι στην αναγνώριση του Ισραήλ, στις διαπραγματεύσεις με αυτό και στην ειρήνη) υπό την νέα υφιστάμενη κατάσταση.
Ο Νάσερ άρχισε ένα εντατικό εξοπλιστικό πρόγραμμα, κατά το οποίο αναπληρώθηκε όλο το στρατιωτικό υλικό που χάθηκε στον Πόλεμο των Έξι Ημερών μέσα σε δύο χρόνια. Κύριος προμηθευτής αυτών των εξοπλισμών, βεβαίως με αντισταθμιστικά οφέλη ήταν η ΕΣΣΔ, η οποία και ενίσχυσε με επιπλέον 3.000 στρατιωτικούς συμβούλους στο Κάιρο, ανεβάζοντας τον τότε αριθμό των Σοβιετικών στρατιωτικών στους 20.000. Τον Ιούλιο του '69 εγκαινιάστηκε από τον Νάσερ ο Πόλεμος της Φθοράς δημιουργώντας σποραδικές συγκρούσεις μικρής κλίμακας στην ανατολική όχθη της διώρυγας του Σουέζ σε αντιστάθμιση παρόμοιων δραστηριοτήτων των Ισραηλινών. Ωστόσο το σχέδιο αυτό έπαψε με τον θάνατο του Νάσερ τον Σεπτέμβριο του 1970.
Ο μέχρι τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ανουάρ Σαντάτ, που ανέλαβε στη συνέχεια πρόεδρος της Αιγυπτιακής Δημοκρατίας, ακολούθησε τη γραμμή του Νάσερ με μια πιο συντηρητική όμως πολιτική. Τον Ιανουάριο του 1971 ο μεσολαβητής του ΟΗΕ στην περιοχή, Γκούναρ Γιάρινγκ, σε συνεννόηση με την κυβέρνηση Νίξον και τον Χένρυ Κίσινγκερ, ζήτησε υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές. Το Φεβρουάριο ο Ανουάρ Σαντάτ, μετά από αμερικανικές υποσχέσεις οικονομικής βοήθειας έδωσε το πρώτο αιγυπτιακό «ναι» σε διαπραγματεύσεις. Από το Ισραήλ η Μέιρ, έδωσε αρνητική απάντηση, κατηγορώντας τον Γιάρινγκ και τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, Θαντ, ότι απαιτούσε την αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από τις νεοκατεχόμενες περιοχές στην προ του '67 εποχή.Έτσι από το καλοκαίρι του 1972 άρχισαν οι δημόσιες απειλές, της Αιγύπτου και της Συρίας (προέδρου Άσσαντ) προς το Ισραήλ.

Ο αιφνιδιασμός της 6ης Οκτωβρίου
Η νέα συνοριακή μεθόριος Αιγύπτου - Ισραήλ εκτεινόταν στα 145 χλμ., ενώ της Συρίας - Ισραήλ σε 64 χλμ. Μετά τον πόλεμο του '67 οι Ισραηλινοί δημιούργησαν οχυρώματα στην διώρυγα του Σουέζ. Οι οχυρώσεις αυτές πήραν το όνομα «Γραμμή Μπάρ-Λεβ». Καθώς η διώρυγα του Σουέζ δημιουργούσε φυσικές οχυρώσεις, από τα πλευρικά αναχώματα, οι Ισραηλινοί έκαναν έργα εκβάθυνσης των αναχωμάτων, ενώ έχτιζαν περιμετρικά ένα τσιμεντένιο οχύρωμα κάθε 7-10 χλμ, με περίμετρο 300 μέτρα, προστατευμένα από συρματοπλέγματα και ναρκοθετημένες περιοχές. Η λάσπη και η άμμος που μαζεύονταν συσσωρεύονταν στην ανατολική όχθη, δημιουργώντας υψίπεδα ύψους 20 μέτρων και βάθους 10 μέτρων.
Στις αρχές Οκτωβρίου του 1973 η διεύθυνση Πληροφοριών του Ισραηλινού στρατού (AMAN) και ο αρχηγός της υποστράτηγος Έλι Ζέιρα, συνέταξαν μια έκθεση, η οποία έμεινε στην ιστορία ως το μεγαλύτερο φιάσκο στην ιστορία των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών. Το συμπέρασμα της έκθεσης ήταν πως οι πιθανότητες αραβικής επίθεσης ήταν ελάχιστες, παρόλο που οι δημόσιες απειλές των αράβων γίνονταν συχνότερες, και ο βασιλιάς της Ιορδανίας υποδείκνυε το αντίθετο. Το πρωί της 6ης Οκτωβρίου υπήρξε πληροφόρηση από πληροφοριοδότη, πως ο πόλεμος ήτανε σίγουρος, και τα ισραηλινά στρατεύματα άρχισαν τις κινητοποιήσεις.
Στις 13:55 άρχισε η αιγυπτιακή επίθεση. Για να ξεπεραστεί το πρόβλημα της άμμου χρησιμοποιήθηκαν αντλίες νερού που άλλαξαν την ροή του νερού και αύξησαν την στάθμη με αποτέλεσμα να καταρρεύσει η συσσωρευμένη άμμος. Τα αιγυπτιακά άρματα πέρασαν το κανάλι μέσω πλωτών γεφυρών, ενώ αλεξιπτωτιστές έπεσαν στα νώτα της γραμμής άμυνας των ισραηλινών. Ταυτόχρονα υπήρξε αεροπορική και αντιαεροπορική κάλυψη. Μέχρι την 8η Οκτωβρίου οι Αιγύπτιοι είχαν προελάσει σε βάθος μόλις 6 χλμ. Παράλληλα άρχισε και η συριακή επίθεση. Τα συριακά στρατεύματα με μπουλντόζες και εξοπλισμό ανίχνευσης ναρκών προωθήθηκαν στην ουδέτερη ζώνη, εξαναγκάζοντας σε μερικές περιπτώσεις τους ισραηλινούς να υποχωρήσουν στα προηγούμενα σύνορά τους.

Η εξέλιξη του πολέμου
Παράλληλα οι αραβικές χώρες του OPEC επέβαλαν εμπορικό αποκλεισμό στις εξαγωγές πετρελαίου προς αμερικάνικες εταιρείες, και μείωση των εξαγωγών κατά 5% κάθε μήνα προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, δημιουργώντας έτσι την Α' πετρελαϊκή κρίση. Παρόλα αυτά στο συριακό μέτωπο οι ισραηλινές δυνάμεις σημείωσαν αξιοσημείωτη πρόοδο απωθώντας τους Συρίους από την ουδέτερη ζώνη, παραμένοντας αγκυστρωμένοι στα υψίπεδα του Γκολάν.
Στις 8 Οκτωβρίου υπήρξε η πρώτη επίθεση των ισραηλινών, με σκοπό να δημιουργήσουν ρήγματα στην αιγυπτιακή επίθεση, χωρίς όμως τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Επιπλέον υπήρξε και αμερικάνικη επιχείριση μεταφοράς στρατιωτικού εξοπλισμού προς το Ισραήλ από αμερικανικά αεροπλανοφόρα που έπλεαν τότε στην ανατολική Μεσόγειο.
Στο συριακό μέτωπο από τις 11 μέχρι τις 14 Οκτωβρίου, οι ισραηλινές δυνάμεις απώθησαν τις συριακές προς τη Δαμασκό, η οποία όμως ενισχύθηκε με 30.000 Ιρακινούς και 500 άρματα.
Στις 14 Οκτωβρίου, άρχισε η μεγαλύτερη μάχη αρμάτων μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην οποία έλαβαν μέρος περίπου 1.000 αιγυπτιακά οχήματα εναντίον περίπου 800 ισραηλινών. Η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει υπέρ των Ισραηλινών μετά την νίκη τους στη μάχη.
Την 15η Οκτωβρίου, τέθηκε σε εφαρμογή η επιχείρηση Valiant, που επιδίωκε την αποκοπή των αιγυπτιακών στρατευμάτων από τους δρόμους ανεφοδιασμού τους. Ισραηλινοί στρατιώτες πέρασαν στη δυτική όχθη του Σουέζ. Μέχρι τις 21 Οκτωβρίου η αιγυπτιακή 3η στρατιά είχε μόνον έναν δρόμο ανεφοδιασμού τον οποίο αμύνονταν.
Τέλος στις 22 Οκτωβρίου από τις 18:00 έγινε γνωστό πως θα πρέπει να επιβληθεί κατάπαυση του πυρός.

Η λήξη του πολέμου
Τις τελευταίες μέρες του πολέμου οι δυτικές χώρες τις Ευρώπης αρχίζουν διαπραγματεύσεις για την κατάπαυση του πυρός. Όσο οι Ισραηλινοί έκλειναν τον κλοιό γύρω από την 3η αιγυπτιακή στρατιά, οι σοβιετικοί πίεζαν για κατάπαυση του πυρός, με την από κοινού με τις ΗΠΑ παρέμβαση. Ωστόσο η κατάπαυση του πυρός καθυστερούσε με αποτέλεσμα, περίπου 90-100 σοβιετικά πολεμικά πλοία να κατευθύνονται στη Μεσόγειο, ενώ αμερικανικά ραντάρ εντόπισαν σε ένα από αυτά ίχνη πυρηνικών κεφαλών.
Τελικά στις 22 Οκτωβρίου, μετά από αμερικανοσοβιετικό ψήφισμα, η Συρία επέστρεψε στα προπολεμικά σύνορά της, ενώ η Αίγυπτος ανέκτησε τον πλήρη έλεγχο στις δύο όχθες του καναλιού του Σουέζ, καθώς και μια λωρίδα γης στη δυτική όχθη του Σινά. Στα νέα αυτά σύνορα στη συνέχεια εστάλησαν ειρηνευτικές δυνάμεις από τον ΟΗΕ.
Στις 24 Οκτωβρίου ψηφίστηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας κατάπαυση του πυρός. Μερικές σποραδικές επιχειρήσεις μετά την 26η του Οκτώβρη διακόπηκαν μετά από παρέμβαση των Σοβιετικών. Στις 28 Οκτωβρίου υπήρξαν απευθείας συνομιλίας ανάμεσα σε Αιγυπτίους και Ισραηλινούς, όπου και υπογράφθηκε η τελική εκεχειρία που οδήγησε στη διάσκεψη της Γενεύης. Στις 18 Ιανουαρίου οι Ισραηλινοί αποδέχτηκαν να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από την ανατολική όχθη του καναλιού του Σουέζ.

Αποτέλεσμα
Από εκείνη την εποχή υπήρξαν στενότερες συνομιλίες μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, με αποτέλεσμα να λυθούν οι διαφορές τους με τη συνδρομή του αμερικανού προέδρου Τζίμι Κάρτερ στις 5 Σεπτεμβρίου του 1978 και οι Ισραηλινοί να εγκαταλείψουν τη χερσόνησο του Σινά. Επιπλέον ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ είχε και ελληνική εμπλοκή, καθώς ο δικτάτορας της Χούντας, Γεώργιος Παπαδόπουλος, αρνήθηκε την διέλευση και χρήση των αεροδρομίων της Σούδας και Ελευσίνας από τους Αμερικανούς προς συνδρομή των Ισραηλινών, σε αντίθεση μ’ εκείνη της ελεύθερης παραχώρησης του εθνικού εναέριου χώρου, των ελληνικών χωρικών υδάτων και της χρήσης των πολεμικών αεροδρομίων το 1967. Συνέπεια αυτού ήταν η γνωστή διαδοχή του Παπαδόπουλου από τον Δ. Ιωαννίδη και η ανάληψη της Προεδρίας από τον στρατηγό Φ. Γκιζίκη.

Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ (6 - 26 Οκτωβρίου 1973)
Τόπος: Χερσόνησος του Σινά, Υψίπεδα του Γκολάν
Μαχόμενοι: Ισραήλ - Αίγυπτος, Συρία, Ιράκ
Αρχηγοί:
Ισραήλ: Μοσέ Νταγιάν, Νταβίντ Ελάζαρ, Ίσραελ Ταρ, Χαίμ Μπαρ-Λεβ
Αίγυπτος: Σαάντ Ελ-Σάζλυ, Μουσταφά Τλας, Ανουάρ Σαντάτ
Συρία: Χαφέζ Αλ-Άσαντ, Αχμέντ Ισμαήλ Αλί
Δυνάμεις:
Ισραήλ: 415.000 στρατιώτες, 2300 άρματα μάχης, 3000 ΤΟΜΠ, 945 πυροβόλα, 561 αεροπλάνα, 84 ελικόπτερα, 38 πλοία
Αίγυπτος: 800.000 στρατιώτες (300.000 αναπτύχθηκαν, 80.000 πέρασαν), 1700 άρματα μάχης (1.020 πέρασαν), 2400 ΤΟΜΠ, 1120 πυροβόλα, 400 μαχητικά αεροσκάφη, 140 ελικόπτερα, 104 πλοία
Συρία: 150.000 στρατιώτες (60.000 αναπτύχθηκαν), 1.400 άρματα μάχης, 800–900 ΤΟΜΠ, 600 πυροβόλα, 350 αεροπλάνα, 36 ελικόπτερα, 21 πλοία
Ιράκ: 30.000 στρατιώτες, 250-500 άρματα μάχης, 500 ΤΟΜΠ, 200 πυροβόλα, 73 αεροπλάνα

9 Ιουν 2009

Η υπόθεση Ντρέιφους

ΝΕΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ο Άλφρεντ Ντρέιφους (Alfred Dreyfus) ήταν ένας Γάλλος αξιωματικός του Γαλλικού στρατού, Εβραίος στο θρήσκευμα, που υπήρξε το κεντρικό πρόσωπο της ομώνυμης πολύκροτης υπόθεσης που συγκλόνισε τη Γαλλία στα τέλη του 19ου αιώνα.
Γεννήθηκε στη Μιλούζ της Αλσατίας στις 9 Οκτωβρίου του 1859 και ήταν γιος μιας εβραϊκής οικογένειας που είχε υφαντουργική βιομηχανία. Μετά τον Γάλλο-Ρωσικό πόλεμο η οικογένειά του εγκατέλειψε την Αλσατία, όταν αυτή παραχωρήθηκε στη Γερμανία, επειδή ήθελαν να παραμείνουν Γάλλοι πολίτες. Αφού τέλειωσε το σχολείο στη Γκρενόμπλ, διάλεξε να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα και γι’ αυτό μπήκε στην Πολυτεχνική Σχολή του Παρισιού το 1878 και το 1882 κατατάχθηκε στο στρατό ως αξιωματικός του μηχανικού. Στη συνέχεια αποφοίτησε από τη σχολή πυροβολικού (1889) και έλαβε το βαθμό του λοχαγού σε ηλικία 29 ετών. Μετά από επιτυχείς εξετάσεις έγινε δεκτός στη Σχολή Πολέμου και αποφοίτησε 9ος (1892), παρά την εχθρότητα που προκαλούσε η εβραϊκή του καταγωγή.

ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΗ
Στη συνέχεια τοποθετήθηκε σε υπηρεσία του Γενικού Επιτελείου Στρατού στο Παρίσι, όπου το 1894 οργανώθηκε σε βάρος του μια πρωτοφανής σκευωρία και βρέθηκε κατηγορούμενος για εσχάτη προδοσία. Συγκεκριμένα, η εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος», εκκλησιαστικών συμφερόντων, που την ποδηγετούσε η Καθολική Εκκλησία, δημοσίευσε ένα άρθρο με το οποίο κατηγορούσε τον Εβραίο αξιωματικό ότι αυτός ήταν ο συντάκτης ενός εγγράφου που παραδόθηκε στον στρατιωτικό ακόλουθο της Γερμανικής Πρεσβείας στο Παρίσι. Τι είχε συμβεί; Τον Σεπτέμβριο του 1894, η γαλλική στρατιωτική Αντικατασκοπεία βρήκε ανάμεσα σε μερικά έγγραφα, που πάρθηκαν από το γραφείο του στρατιωτικού ακολούθου της Γερμανικής Πρεσβείας, έναν κατάλογο, γνωστό ως Bordereau (=σχέδιο), μυστικών εγγράφων με πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα (στρατιωτικά μυστικά), που δόθηκε στους Γερμανούς από κάποιο Γάλλο στρατιωτικό. Μια βιαστική και εντελώς ανεπαρκής έρευνα έπεισε τον αντισημίτη αρχηγό της Αντικατασκοπείας, συνταγματάρχη Sandherr, ότι ο προδότης ήταν ο Ντρέιφους. Εκτός από κάποια ομοιότητα ανάμεσα στον γραφικό χαρακτήρα του Ντρέιφους και αυτού του Bordereau, δεν μπόρεσαν να βρεθούν και πολλές πειστικές αποδείξεις κατά του Ντρέιφους.
Παρόλα αυτά, ο Ντρέιφους συλλαμβάνεται στις 15 Οκτωβρίου. Η δίκη του στο Στρατοδικείο έγινε κεκλεισμένων των θυρών, και έλαβε χώρα από τις 19 ως τις 21 Δεκεμβρίου, στη διάρκεια της οποίας ο Ντρέιφους αρνείται όλες τις κατηγορίες, ενώ τα στοιχεία εναντίον του αποδείχθηκαν πενιχρά και η γραφολογική εξέταση αμφισβητήθηκε έντονα. Παρόλα αυτά το δικαστήριο τον βρίσκει ένοχο και του επιβάλλει τη μεγαλύτερη ποινή: ισόβια κάθειρξη, καθαίρεση και ατιμασμό. Εξορίζεται στο διαβόητο Νησί του Διαβόλου, κοντά στις ακτές της Γαλλικής Γουιάνας, για να εκτίσει την ποινή του, κάτω από τις πιο απάνθρωπες συνθήκες. Η κοινή γνώμη ξεσηκώνεται και βίαιες αντισημιτικές διαδηλώσεις σαρώνουν ολόκληρη τη Γαλλία. Ενώ εξακολουθούσε να υποστηρίζει την αθωότητά του, ο Ντρέιφους δεν γνώριζε ότι είχε καταδικαστεί με τη βοήθεια ενός μυστικού φακέλου που είχε προετοιμάσει η στρατιωτική Αντικατασκοπεία. Η παράδοση το φακέλου αυτού στους δικαστές, χωρίς να το γνωρίζει η υπεράσπισή του, παραβίαζε τη νόμιμη διαδικασία και ήταν η πρώτη μεταξύ πολλών πράξεων που θα δυσφημούσε το στρατό και θα κατέστρεφε τις σταδιοδρομίες των αξιωματικών που εμπλέκονταν στην υπόθεση.
Η υπόθεση Ντρέιφους τροφοδότησε και αναζωπύρωσε τα πολιτικά πάθη, που διαίρεσαν για μια ολόκληρη δεκαετία τη Γαλλία, όπου ο λαός είχε χωριστεί σ’ αυτούς που ήταν υπέρ και σε αυτούς που ήταν κατά της απόφασης του στρατοδικείου εναντίον του Ντρέιφους. Συνεπώς, δεν επρόκειτο για μια πολεμική γύρω από μια υποτιθέμενη δικαστική πλάνη, αλλά για μια βαθιά κρίση των γαλλικών πολιτικών ηθών κατά τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.

ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ
Πεπεισμένη για την αθωότητά του, η οικογένεια του Ντρέιφους δεν θα αφήσει το θέμα να ταφεί και ζητάει δικαίωση. Οδηγούμενη από τον αδελφό του Άλφρεντ, τον Mathieu, αναζητάει νέες αποδείξεις που θα έπειθαν τον στρατό να αρχίσει και πάλι την έρευνα της υπόθεσης. Εκτός από μερικά άτομα, όπως τον λαμπρό νεαρό συγγραφέα Bernard Lazare και τον ευυπόληπτο ισόβιο γερουσιαστή Scheurer-Kestner, μαζί της συντάσσονται δημοκρατικά στοιχεία, η πνευματική Γαλλία, αλλά και ακέραιοι άνθρωποι του στρατεύματος. Οι προσπάθειες τους όμως ξεσήκωσαν τον αντισημιτικό Τύπο που φώναζε για εξάλειψη του «εβραϊκού συνδικάτου» που προσπαθούσε να διαφθείρει τον στρατό.
Η τύχη για πρώτη φορά ήρθε να βοηθήσει τον Ντρέιφους, τον Ιούλιο του 1895, όταν ο νέος αρχηγός της Αντικατασκοπείας, ο συνταγματάρχης Marie Georges Picquart, πείσθηκε για την αθωότητα του Ντρέιφους. Του παραδίδεται ολόκληρος ο φάκελος και με έκπληξη ανακαλύπτει τη φοβερή σκευωρία. Είναι φανερό από την πρώτη στιγμή ότι επρόκειτο για πλαστογραφημένα έγγραφα. Ο γερουσιαστής Scheurer-Kestner, σε συνεργασία με τον Picquart και τον αδελφό του κατάδικου, Mathieu Dreyfus, εντοπίζει και καταγγέλλει ως πλαστογράφο και συντάκτη του Bordereau έναν άλλο Γάλλο αξιωματικό, τον ταγματάρχη Πεζικού Walsin-Esterhazy. Παρόλο που ο Picquart δεν μπόρεσε να πείσει τους ανωτέρους του να επανεξετάσουν την ετυμηγορία, αποφάσισε να βοηθήσει τον Ντρέιφους.
Οι αποκαλύψεις του Picquart δυσαρέστησαν τη στρατιωτική ηγεσία, που επιθυμούσε τη συγκάλυψη της υπόθεσης. Η Κυβέρνηση θορυβείται. Σε μια σπασμωδική της ενέργεια, κάνει δυσμενή μετάθεση στον Συνταγματάρχη Picquart στην Τύνιδα, που τότε ήταν γαλλική αποικία.

ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Ο Picquart, πριν εξαναγκαστεί να αυτοεξοριστεί στην Τύνιδα, δίνει τον φάκελο της υπόθεσης στον δικηγόρο του. Ανίκανοι ακόμα να πείσουν την κυβέρνηση να λάβει μέτρα, η οικογένεια του Ντρέιφους και οι υποστηρικτές του κατηγορούν τον Esterhazy ως υπεύθυνο του εγκλήματος για το οποίο τιμωρήθηκε ο Ντρέιφους. Ο αντισημιτικός Τύπος αντεπιτίθεται και το ζήτημα Ντρέιφους μετατρέπεται σε Υπόθεση Ντρέιφους, καθώς η κοινή γνώμη ξεσηκώνεται εναντίον των λίγων που τόλμησαν να αμφισβητήσουν την ετυμηγορία του Στρατοδικείου. Υποστηριζόμενος από φίλους, μέσα από τη διοίκηση του στρατού, ο Esterhazy απαιτεί να δικαστεί από στρατοδικείο για να αποδείξει την αθωότητά του. Η δίκη-παρωδία που ακολούθησε αθώωσε τον κατηγορούμενο παμψηφεί, τον Ιανουάριο του 1898. Οι αποδείξεις κατά του Esterhazy ήταν λίγο καλύτερες από αυτές που είχαν καταδικάσει τον Ντρέιφους, αλλά η αθώωσή του γκρέμισαν τις ελπίδες των οπαδών του Ντρέιφους, που περίμεναν η καταδίκη του Esterhazy να αποδείξει την αθωότητα του Ντρέιφους.
Η Γαλλία έχει χωριστεί πλέον σε δύο παρατάξεις. Οι αντισημίτες, με την κάλυψη της Καθολικής Εκκλησίας, μάχονται απεγνωσμένα να μη γίνει αναθεώρηση και αναψηλάφηση της δίκης. Ματαιώνουν την επανεξέταση της υπόθεσης από ανεξάρτητη αρχή. Οι διαδηλώσεις και οι διαμαρτυρίες συνεχίζονται, ενώ η πολεμική στις εφημερίδες φτάνει σε εξαιρετική οξύτητα. Οι κυβερνητικές εφημερίδες μάχονται με πρωτοσέλιδα. Δημοσιεύουν κάθε μέρα και νέα στοιχεία για την πλεκτάνη που στήθηκε σε βάρος του Ντρέιφους. Αυτό δημιουργεί τις πρώτες αμφιβολίες στην κοινή γνώμη. Η φοβερή δύναμη της Εκκλησίας αρχίζει να κάμπτεται. Δεδομένου ότι ο Ντρέιφους ήταν ο μόνος αξιωματικός εβραϊκής καταγωγής στο Γενικό Επιτελείο, οι σοσιαλιστικές και οι ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις άρχισαν σφοδρότατη πολεμική κατά των εθνικιστικών και συντηρητικών κομμάτων, κατηγορώντας τα για φατριασμό και απροκάλυπτο αντισημιτισμό. Δημιουργείται ένα πραγματικό κίνημα με αίτημα την αναθεώρηση της δίκης. Στο κίνημα αυτό ενεργοποιούνται καλλιτέχνες, διανοούμενοι, προοδευτικά στοιχεία και πολιτικοί. Αλλά και μεγάλο πια μέρος της κοινής γνώμης.

ΝΕΑ ΔΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΗ
Όμως, ο παγκόσμια γνωστός μυθιστοριογράφος Emile Zola βρήκε τον τρόπο να ανοίξει και πάλι η υπόθεση. Δημοσίευσε στην εφημερίδα «Αυγή» (Aurore) το περίφημο άρθρο με τίτλο «Κατηγορώ!» (J’accuse!), με μορφή ανοικτής επιστολής προς τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, που προκάλεσε βαθύτατη και αποφασιστική εντύπωση. Στο άρθρο αυτό καταγγέλλει τις παρανομίες που διαπράχθηκαν σε βάρος του Ντρέιφους. Κατήγγειλε τους δικαστές που συγκρότησαν το στρατοδικείο ότι ενήργησαν κατά επιταγή και όχι σύμφωνα με τη συνείδησή τους, αθωώνοντας τον Esterhazy, ενώ ήξεραν ότι ήταν ένοχος. Με την ενέργειά του αυτή ο Zola παραπέμφθηκε σε δίκη για παράβαση του περί Τύπου νόμου και καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκιση και πρόστιμο 3.000 φράγκα. Ο Zola είχε την ελπίδα ότι θα έφερνε τα γεγονότα της υπόθεσης Ντρέιφους μπροστά σε πολιτικό δικαστήριο, όπου θα ήταν πολύ πιο δύσκολο για τον στρατό να συγκαλύψει αυτό που είχε συμβεί. Η προσπάθειά του είχε μόνο μερική επιτυχία, αλλά η απήχηση του άρθρου ήταν παγκόσμια. Προοδευτικοί πνευματικοί κύκλοι σε όλον τον κόσμο ξεσηκώνονται. Το ενδιαφέρον του κοινού για την υπόθεση αυξήθηκε και η βία στους δρόμους ανάγκασαν τις αρχές να αναλάβουν περαιτέρω δράση.
Ο υπουργός Πολέμου, Godefroy Cavaignac, με σκοπό να σταματήσει την κριτική, δημοσιοποιεί πολλές από τις αποδείξεις κατά του Ντρέιφους. Αλλά οι οπαδοί του Ντρέιφους, με αρχηγό τον σοσιαλιστή ηγέτη Jean Jaurès, καταγγέλλουν ότι η πλαστογραφία ήταν φανερή.
Στις 31 Αυγούστου του 1898, κατόπιν καταγγελίας του Picquart, ένας υπάλληλος της Αντικατασκοπείας, ο συνταγματάρχης Joseph Henry, μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του Ντρέιφους, αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι ο ίδιος είχε πλαστογραφήσει το έγγραφο-καταπέλτη που στάλθηκε στη Βουλή και με το οποίο ενοχοποιείτο ο Ντρέιφους, που στην πραγματικότητα ήταν αθώος. Συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Στη φυλακή και ενώ περιμένει τη δίκη του, αυτοκτονεί. Αυτό ήταν και το αποφασιστικό σημείο της υπόθεσης. Η αυτοκτονία του προκαλεί σειρά παραιτήσεων στις ανώτερες θέσεις της ιεραρχίας του στρατού, που παρασύρουν και τον ίδιο τον Υπουργό Πολέμου. Η Κυβέρνηση, παρά τη φοβερή αντίδραση του Επιτελείου Στρατού που καλύπτει τους αντιδραστικούς κύκλους και τη μεσαιωνική πρακτική της Εκκλησίας, αποφασίζει την αναθεώρηση της δίκης στο Ανώτατο Εφετείο.
Το Εφετείο του Σηκουάνα, στις 3 Ιουνίου του 1899, ακυρώνει την παραπεμπτική απόφαση του 1894 και παραπέμπει τον Ντρέιφους σε νέα δίκη. Ο Ντρέιφους επαναφέρεται στη Γαλλία για να αντιμετωπίσει μια καινούργια δίκη στο στρατοδικείο στη Rennes, το Σεπτέμβριο του 1899. Παρόλα αυτά, η αναθεώρηση της δίκης του Ντρέιφους, δεν κατέληξε σε αθώωση του κατηγορούμενου, αλλά μόνο σε μείωση της ποινής του. Αυτή είναι μια συμβιβαστική δίκη. Το δικαστήριο, με ψήφους 5 έναντι 2, βγάζει την ετυμηγορία ότι είναι ένοχος με ελαφρυντικά και τον καταδικάζει σε δεκαετή φυλάκιση και δέκα μέρες αργότερα, ο πρωθυπουργός Pierre Waldeck Rousseau και ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Emile Loubet του απονέμουν... χάρη.

ΠΟΤΕ!
Ο Ντρέιφους αποφυλακίζεται, αλλά αρνείται να δεχθεί την απονομή χάριτος και το 1902 ζητάει την αναθεώρηση της «ελαφριάς» απόφασης του 1899. Η χάρη που του δόθηκε δεν κατασίγασε τα πολιτικά πάθη, τα οποία, ενισχύοντας τη βαθύτατη αγανάκτηση της κοινής γνώμης, φέρνουν το 1902 την εκλογική νίκη των ριζοσπαστικών-σοσιαλιστών καθορίζοντας έτσι την οριστική στροφή του εκλογικού σώματος, που στην πλειονότητά του ήταν έως τότε παραδοσιακά συντηρητικό. Οι πολιτικοί της Αριστεράς, όταν αναλαμβάνουν την εξουσία διατάζουν έρευνα της υπόθεσης σε βάθος. Οι συντηρητικοί κύκλοι της Εκκλησίας εξαπολύουν μαχητικές επιθέσεις μέσω του Τύπου, ο οποίος σχεδόν στο σύνολό του κατευθύνεται από αυτούς, και ξεσηκώνουν τον όχλο. Ταραχές και διαδηλώσεις σε όλη τη Γαλλία. Τα συνθήματα που κυριαρχούν είναι «Όχι αναθεώρηση», «Όχι στους προδότες». Οι πρωταίτιοι και οι διοργανωτές αυτής της θλιβερής συνωμοσίας αποκαλύπτονται, συλλαμβάνονται και φυλακίζονται. Το τοπίο ξεκαθαρίζει. Τώρα είναι αρκετές οι εφημερίδες που τάσσονται υπέρ της αναθεώρησης. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο, μετά από ευρεία συζήτηση της υπόθεσης, στις 12 Ιουλίου 1906, αναιρεί παμψηφεί την καταδικαστική «χλιαρή» απόφαση, εφόσον αποδείχθηκε ότι την προδοσία είχε διαπράξει ο συνταγματάρχης Henry, που αυτοκτόνησε και ο άλλοτε κατηγορηθείς ταγματάρχης Esterhazy. Έτσι έληξε η υπόθεση, που συγκλόνισε τη Γαλλία για 12 χρόνια, συνέτεινε στον εσωτερικό διχασμό και υπήρξε αφορμή δημιουργίας αντισημιτικού πνεύματος στη Γαλλία.
Ο Ντρέιφους επιστρέφει στο στράτευμα, αποκτά και πάλι λευκό ποινικό μητρώο, προβιβάζεται και του απονέμεται το μεγάλο παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής, αλλά σύντομα συνταξιοδοτείται. Επιστρέφει στην ενεργό υπηρεσία στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και μετά περνά την υπόλοιπη ζωή του στην αφάνεια. Ο θάνατός του στο Παρίσι, στις 11 Ιουλίου του 1935, σε ηλικία 76 ετών, περνά σχεδόν απαρατήρητος. Ο Συνταγματάρχης Picquart γίνεται ο ήρωας της αλήθειας. Προάγεται σε Στρατηγό και κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου γίνεται από τον Πρωθυπουργό George Clemenseau Υπουργός Πολέμου.
Ο Ταγματάρχης Walsin-Esterhazy καταδικάζεται. Έχει ήδη διαφύγει στην Αγγλία. Ο Συνταγματάρχης Joseph Henry αυτοκτονεί στη φυλακή. Ο Emile Zola κάνει το «Κατηγορώ» παγκόσμια εκδοτική επιτυχία. Στη δεκαετία του ’30 γυρίζεται η υπόθεση Ντρέιφους ταινία. Οι επανεκδόσεις του «Κατηγορώ» διαδέχονται η μία την άλλη και η κυκλοφορία του εκτοξεύεται στα ύψη. Οι προοδευτικοί και οι αντισκοταδιστές κερδίζουν έδαφος, οι λαοί μέρα με την ημέρα παίρνουν όλο και περισσότερο την απόφαση να απαλλαγούν από τις αντιδημοκρατικές και αναχρονιστικές θέσεις της Εκκλησίας, από την ανάμιξή της στην πολιτική.

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Ο Ντρέιφους δεν κατάλαβε και πολλά για τη μάχη που μαινόταν γύρω από το όνομά του. Το ζήτημα της αθωότητάς του έγινε δευτερεύον θέμα. Το πρωτεύον θέμα ήταν τα ατομικά ανθρώπινα δικαιώματα απέναντι στις απαιτήσεις της πολιτικής του κράτους. Τα πολιτικά θέματα έπαιξαν επίσης ρόλο στην υπόθεση: Για πολλούς συντηρητικούς ο στρατός και η Εκκλησία ήταν τα τελευταία προπύργια της κοινωνικής σταθερότητας. Με τη νίκη των οπαδών του Ντρέιφους και τα δύο υπονομεύτηκαν. Πολλοί από την Αριστερά καλωσόρισαν την ευκαιρία να χτυπήσουν τις δυνάμεις της Μοναρχίας και του Κλήρου, που τις θεωρούσαν εχθρό της Δημοκρατίας. Τελευταίο, αλλά όχι ασήμαντο, ήταν το θέμα του αντισημιτισμού. Η υπόθεση Ντρέιφους έδειξε την πρώτη έκχυση του σύγχρονου πολιτικού αντισημιτισμού, που αποδείχθηκε προάγγελος του Ναζιστικού τρόμου.
Η άμεση πολιτική συνέπεια της υπόθεσης Ντρέιφους ήταν να έρθουν στην εξουσία οι Ριζοσπαστικές δυνάμεις, που πήραν πολλά μέτρα κατά του Κλήρου.
Έτσι, το 1901, η Γαλλική Κυβέρνηση:
- Απαγορεύει τη λειτουργία και την κοινωνική δραστηριότητα των περίφημων Εκκλησιαστικών Ταγμάτων, δίχως προηγούμενη κρατική έγκριση.
- Απαγορεύεται να διδάσκουν μοναχοί σε δημόσια ή ιδιωτικά σχολεία.
- Παύει η μισθοδοσία των κληρικών από το Κράτος (1905)
- Τέλος, το 1905, κατοχυρώνεται συνταγματικά ο χωρισμός Κράτους-Εκκλησίας. Μάλλον... Εκκλησίας-Κράτους.
Τα πάθη, που εκδηλώθηκαν με την υπόθεση Ντρέιφους, σκεπάστηκαν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά εμφανίστηκαν και πάλι με την ήττα του 1940 και κάτω από το καθεστώς του Vichy.