28 Φεβ 2009

Το Mayflower και οι Pilgrims

Στα βόρεια σύνορα του Nottinghamshire βρίσκεται η μικρή πόλη Scrooby. Εδώ, γύρω στα τέλη του 16ου αιώνα, ζούσαν μερικοί σοβαροί και αξιοσέβαστοι κάτοικοι, στους οποίους οι τελετές και οι τύποι της Κρατικής Εκκλησίας δεν ήταν παρά μια προσβολή γι’ αυτούς. Έτσι ξεκίνησαν μυστικές συναθροίσεις στο σπίτι ενός από την ομάδα τους, του William Brewster.[1] Λάτρευαν το Θεό με βιβλική απλότητα και για λειτουργό τους είχαν ένα σοφό κι αγαθό άνθρωπο της δικής τους επιλογής, τον Robinson. Το 1606 αποχωρίστηκαν από την επίσημη Εκκλησία της Αγγλίας, κόβοντας κάθε δεσμό με αυτήν και ήταν γνωστοί ως Αυτονομιστές (Separatists). Οι μυστικές όμως αυτές συναθροίσεις προδόθηκαν στις αρχές και η ζωή τους άρχισε να γίνεται μαρτυρική κάτω από τους διωγμούς που ξέσπασαν εναντίον τους. Υπό την απειλή του βασιλιά της Αγγλίας Ιάκωβου Α'[2] να «τους εξαλείψει από τη χώρα», αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να πάνε σε άλλα μέρη για να βρουν την ελευθερία που τους την αρνούνταν στη χώρα τους.
Έτσι το 1608 μια ομάδα από αυτούς τους θρησκευτικούς διαφωνούντες, γνωστοί ως Αποδημητές (Pilgrims), πήραν τα πράγματά τους κι επιβιβάστηκαν σ’ ένα πλοίο που θα τους μετέφερε στην Ολλανδία. Πριν όμως προλάβει το πλοίο να ξεκινήσει, ανέβηκαν πάνω στρατιώτες και τους μετέφεραν στη ξηρά. Τους οδήγησαν στη δημόσια πλατεία της Βοστώνης επί του Witham του Lincolnshire κι εκεί οι Πατέρες της Νέας Αγγλίας υπέστησαν τέτοιες προσβολές που μόνο ένας άπιστος κι εχθρικός όχλος θα μπορούσε να τους επιβάλλει. Μετά από μερικές εβδομάδες στη φυλακή, τους επέτρεψαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Την επόμενη άνοιξη ξαναδοκίμασαν να δραπετεύσουν. Τη φορά αυτή στάθηκαν τυχεροί. Αρκετοί μπήκαν στο πλοίο, ενώ οι υπόλοιποι περίμεναν την επιστροφή της βάρκας που θα τους μετέφερε και αυτούς στο πλοίο. Ξαφνικά, φάνηκαν ιππείς να καλπάζουν προς την ακτή. Ο πλοίαρχος αμέσως σήκωσε άγκυρα και το πλοίο απομακρύνθηκε γρήγορα από την ακτή κι έβαλε πλώρη για τον προορισμό του. Οι υπόλοιποι όμως οδηγήθηκαν και πάλι στη φυλακή και ύστερα από αρκετό χρονικό διάστημα αφέθηκαν ελεύθεροι. Σχημάτισαν μικρές ομάδες και πήραν το δρόμο για την Ολλανδία. Ο Robinson κι η ομάδα του ξανάσμιξαν και έτσι το πρώτο στάδιο της εξαντλητικής αποδημίας τους από τη γηραιά Αγγλία προς τη Νέα τερματίστηκε.

Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΣΤΗΝ ΟΛΛΑΝΔΙΑ
Στην Ολλανδία εγκαταστάθηκαν στο Leiden και πέρασαν 11 ήσυχα και καλά χρόνια. Οι Αποδημητές εργάζονταν με υπομονετική φιλοπονία στις χειρονακτικές τους τέχνες. Γρήγορα έγιναν γνωστοί σαν πολίτες τίμιοι και συνεπείς προς τις χριστιανικές αρχές τους. Έτσι βρήκαν εύκολα εργασίες σε όλους τους κλάδους του εμπορίου. Ο Brewster άνοιξε τυπογραφείο και τύπωνε βιβλία για την ελευθερία της σκέψης, της λατρείας και της πίστης, πράγμα που εξόργισε πάρα πολύ τον βασιλιά Ιάκωβο Α'. Στη μικρή εκείνη αποικία στη Ολλανδία προστίθεντο και άλλα άτομα, που έρχονταν κατά καιρούς, καθώς η καταπίεση και οι διωγμοί στην Αγγλία γίνονταν ολοένα και πιο ανυπόφοροι.
Το ένστικτό τους όμως του διαχωρισμού ήταν βαθιά φωλιασμένο στην καρδιά των Αποδημητών. Δεν μπορούσαν και ούτε άντεχαν να υποφέρουν τη σκέψη ότι αυτή η μικρή τους αποικία μπορούσε να συγχωνευτεί και να γίνει ένα με την ολλανδική κοινωνία και να χάσει την ανεξάρτητη ύπαρξή της. Ήδη τα απιδιά τους είχαν αρχίσει να σχηματίζουν επιγαμίες που απειλούσαν την ανεξαρτησία τους για την οποία τόσο πολύ πάλεψαν. Γι’ αυτό και συσκέφτηκαν για αρκετό διάστημα και με πολλή αγωνία για το πώς θα απέφευγαν αυτόν τον κίνδυνο. Αποφάσισαν για μια ακόμα φορά να αποδημήσουν. Θα ζητούσαν αυτή τη φορά έναν τόπο πέρα από τον Ατλαντικό, όπου θα μπορούσαν να ζήσουν ήσυχα και μακριά από κάθε ξένη επίδραση και να ιδρύσουν ένα κράτος όπου θα μπορούσαν να είχαν ελευθερία σκέψης και λατρείας.

Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΜΕ ΤΟ MAYFLOWER
Ένα ηλιόλουστο πρωινό του Ιουλίου του 1620, οι Αποδημητές (Pilgrim Fathers) γονάτισαν στις ακτές του Delfthaven, ένα μικρό λιμάνι στα νότια της Ολλανδίας, 2,5 χλμ. ΝΔ του Ρόττερνταμ, ενώ ο θρησκευτικός λειτουργός προσευχόταν για την επιτυχία του ταξιδιού τους. Έξω στα νερά, που ακτινοβολούσαν, τους περίμενε ένα πλοίο. Δεν μπόρεσαν να βρουν χρήματα για να μεταφερθεί όλη η αποικία τους και έτσι μόνον 100 φεύγουν. Οι υπόλοιποι θα έφευγαν μόλις θα μπορούσαν να το κάνουν. 300 άτομα αποχωρίζονται με φιλόστοργους αποχαιρετισμούς, ανάμεσα σε δάκρια και προσευχές. Ο Robinson τους κατευόδωσε με συμβουλές γεμάτες καθαρή και υψηλή σοφία, παροτρύνοντάς τους να έχουν πάντοτε την καρδιά και το νου τους ανοικτά στο να δεχτούν κάθε νέα αλήθεια σύμφωνα με τις διδασκαλίες του Ευαγγελίου.
Το μικρό τους σκάφος, το Speedwell, τους έφερε μέχρι το Southampton, όπου συνάντησαν το Mayflower (Μαγιάτικο λουλούδι), ένα πλοίο ειδικά ναυλωμένο γι’ αυτό το ταξίδι. Εκεί ενώθηκαν και με μια μεγαλύτερη ομάδα που είχαν έρθει απ’ το Λονδίνο για το σκοπό αυτό. Μια χρηματιστηριακή εταιρεία του Λονδίνου τους χρηματοδότησε με αντάλλαγμα το μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων τους από την Αμερική κατά τα πρώτα 6 έτη της εκεί παραμονής τους. Αρχικά είχε σχεδιαστεί η αποστολή να γίνει με το Speedwell, αλλά το πλοίο αποδείχτηκε ακατάλληλο για το ταξίδι κι εγκαταλείφθηκε. Τελικά το Mayflower με 101 επιβάτες απέπλευσε τελικά από το Plymouth της Αγγλίας, στις 16 Σεπτεμβρίου του 1620 με προορισμό τη Virginia, όπου οι άποικοι είχαν την έγκριση να εγκατασταθούν. Το πλοίο είχε εκτόπισμα 180 τόνων, ο καιρός από την αρχή ήταν τρικυμιώδης και τρομερά κρύος και το ταξίδι ανέλπιστα μακρύ. Λόγω του θυελλώδους καιρού και των σφαλμάτων στην πλοήγηση, το πλοίο δεν ακολούθησε τη σωστή πορεία. Έτσι στις 21 Νοεμβρίου το Mayflower έφτασε στο Cape Bay, έναν κολπίσκο ΝΑ της Μασαχουσέτης, που σχηματίζεται από μια χερσόνησο που προεξέχει προς τα βόρεια και το άκρο της λέγεται Cape Cod και έριξε άγκυρα στα ανοιχτά του σημερινού Provincetown της Μασαχουσέτης,
Μια μελαγχολική κι αποθαρρυντική στη θέα ακτή φάνηκε μπροστά στα μάτια τους. Το μάτι δε συναντούσε παρά χαμηλούς αμμόλοφους, σκεπασμένους από μικρά ξύλα που έφταναν μέχρι την ακτή της θάλασσας. Το Mayflower παρέμεινε αγκυροβολημένο για τις επόμενες εβδομάδες, ενώ μια ομάδα Αποδημητών από το πλοίο εξερευνούσε το Cape Cod και τον γύρω χώρο του για να βρει μια καλή τοποθεσία για τη δημιουργία της αποικίας. Γύρω από αυτό το θέμα έμειναν τόσο καιρό αναποφάσιστοι, ώστε ο πλοίαρχος απείλησε να τους ξεμπαρκάρει όλους στην ακτή και να φύγει. Έτσι έστειλαν μικρές αποστολές για εξερεύνηση. Στην αρχή δεν έβρισκαν καμιά κατάλληλη τοποθεσία και υπέστησαν σκληρές δοκιμασίες. Το κρύο ήταν τσουχτερό, οι σταγόνες πάγωναν πάνω στα ρούχα τους και οι Αποδημητές έμοιαζαν με ανθρώπους μέσα σε πανοπλίες.
Στο μεταξύ ο Peregrine White ήταν το πρώτο παιδί από την Ευρώπη που γεννήθηκε στη Νέα Αγγλία πάνω στο Mayflower. Τελικά, στις 2 Δεκεμβρίου εντοπίστηκε μια τοποθεσία. Το έδαφος φαινόταν να ήταν καλό κι υπήρχε αφθονία από μικρούς πίδακες από νερό. Στις 20 Δεκεμβρίου οι Αποδημητές κατέβηκαν από το πλοίο κοντά στην άκρη του Cape Cod και στα πρώτα τους βήματα συνάντησαν μια στρογγυλή γρανιτένια πέτρα, που μέχρι σήμερα διατηρείται με ευλάβεια από τους απογόνους τους, με την ημερομηνία της άφιξής τους (1620) χαραγμένη πάνω της.[3] Εδώ αποφάσισαν να ιδρύσουν την πρώτη μόνιμη αποικία στη Νέα Αγγλία που την ονόμασαν New Plymouth, μια πόλη της Μασαχουσέτης, στο ακρωτήριο Cape Cod. Η ίδρυση της αποικίας αυτής ήταν ένα από τα μείζονα γεγονότα στην πρώιμη ιστορία των αμερικανικών αποικιών. Αυτή η αποικία αποτέλεσε τον πυρήνα της Πολιτείας της Μασαχουσέτης και αργότερα ενώθηκε με άλλες αποικίες της Νέας Αγγλίας για να σχηματίσουν την Massachusetts Bay Colony το 1691.

Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ MAYFLOWER (MAYFLOWER COMPACT)
Οι Αποδημητές ήταν προφανώς πάνω από 800 χιλιόμετρα ΒΑ από τον προτιθέμενο προορισμό τους, τη Virginia. Το προνόμιο για τον αποικισμό τους στο Νέο Κόσμο, που εκδόθηκε από την Εταιρεία London, δεν ήταν πλέον δεσμευτικό και μια ομάδα στασιαστών από τους επιβάτες, που συγκεντρώθηκε από το Southampton και το Λονδίνο, ενοχλούσαν τους ηγέτες των Αποδημητών και ήθελαν πλήρη ανεξαρτησία από τους υπόλοιπους συνταξιδιώτες τους. Για να το εμποδίσουν αυτό και για να ελέγξουν τις πράξεις τους, 41 Αποδημητές, μαζί με τους John Alden, William Bradford,[4] William Brewster, John Carver, Myles Standish,[5] και Edward Winslow,[6] μαζεύτηκαν στην καμπίνα του πλοίου και συνέταξαν τη Συμφωνία του Mayflower (Mayflower Compact) και την υπέγραψαν πριν αποβιβαστούν στη ξηρά, σχηματίζοντας έτσι την πρώτη συνταγματική αμερικανική πολιτική δημοκρατία. Όλοι οι άρρενες ενήλικες έπρεπε να το υπογράψουν.
Η Συμφωνία του Mayflower ήταν το πρώτο σύνταγμα που γράφτηκε στην Αμερική. Συνένωσε τους ταξιδιώτες σε ένα «πολιτικό σώμα», που είχε τη δύναμη να σχεδιάζει και να θεσπίζει νόμους κατάλληλους για το γενικό καλό της ιδρυθείσας αποικίας. Όλοι οι άποικοι δεσμεύονταν να υπακούσουν τα διατάγματα που θεσπίστηκαν. Αυτό το συμβόλαιο καθιέρωσε τον κανόνα της πλειοψηφίας, που παρέμεινε μια βασική αρχή διακυβέρνησης της αποικίας στο Plymouth μέχρι την απορρόφησή της από την Massachusetts Bay Colony το 1691.
Η εθελοντική συμφωνία να αυτο-κυβερνηθούν ήταν το πρώτο γραμμένο σύνταγμα της Αμερικής και έχει ως εξής:
«Στο όνομα του Θεού, Αμήν. Εμείς, που τα ονόματά μας είναι γραμμένα από κάτω, πιστοί υπήκοοι του Υπέρτατου κυρίου μας, Βασιλιά Ιάκωβου, χάριτι Θεού, της Μ. Βρετανίας, Γαλλίας και Ιρλανδίας, Υπερασπιστή της πίστης, κλπ.
Έχοντας αναλάβει για τη δόξα του Θεού και την προαγωγή της χριστιανικής πίστης και την τιμή του Βασιλιά και της πατρίδας μας, ένα ταξίδι για να ιδρύσουμε την πρώτη αποικία στα βόρεια τμήματα της Virginia, κάνουμε δια των παρόντων, επίσημα και αμοιβαία ενώπιον του Θεού και αλλήλων, συνθήκη και δεσμευόμαστε σε ένα Πολιτικό Σώμα, για την καλύτερη ευταξία μας και συντήρησή μας, και προαγωγή των προειρημένων σκοπών. Και επί τη βάσει του παρόντος εγγράφου να θεσπίζουμε, να συντάσσουμε και να σχεδιάζουμε, δίκαιους και ίσους Νόμους, Διατάγματα, Πράξεις, Συντάγματα και Υπηρεσίες, από καιρού εις καιρόν, που θα θεωρούνται πρέπον και κατάλληλα για το γενικό καλό της αποικίας, στην οποίαν υποσχόμαστε όλη την οφειλόμενη υποταγή και υπακοή μας.
Για μαρτυρία αυτού έχουμε υπογράψει τα ονόματά μας στο Cape Cod στις 11 Νοεμβρίου, εν τη βασιλεία του Υπέρτατου κυρίου μας, Βασιλιά Ιάκωβου της Αγγλίας, Γαλλίας, Ιρλανδίας και Σκωτίας, 1620 μ.Χ.
»

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΣΤΟ ΠΛΥΜΟΥΘ
Ο πρώτος χειμώνας ήταν δριμύς κι η νηπιακή αποικία λίγο έλειψε να εξολοθρευτεί. Στο πλοίο δεν τρέφονταν καλά και στη ξηρά δεν είχαν κατάλληλα καταλύματα. Η αρρώστια θέριζε τους ταλαιπωρημένους και εξαντλημένους Αποδημητές. Κάθε δεύτερη μέρα ένας τάφος έπρεπε να σκάβεται στην παγωμένη γη. Με τον ερχομό της άνοιξης, μόνο 50 Αποδημητές ζούσαν και αυτοί ήταν τρομερά αδύνατοι, αποκαμωμένοι και απελπισμένοι.
Αλλά όλο αυτόν το μελαγχολικό χειμώνα οι Αποδημητές εργάστηκαν πολύ σκληρά. Από τη μια η φροντίδα των ασθενειών, από την άλλη η φροντίδα των αρρώστων, από την άλλη η ταφή των νεκρών, στεκόταν εμπόδιο στην απόδοση της εργασίας τους. Παρόλα αυτά το χτίσιμο της μικρής πόλης προχωρούσε. Χτίστηκαν 19 σπίτια ικανά να στεγάσουν το μειωμένο σε έμψυχο αριθμό τους κι αυτά τα περιτριγύρισαν με περιφράγματα.
Πάνω σ’ ένα ύψωμα κοντά στην πόλη τους έχτισαν μια κατασκευή που χρησίμευε για διπλό σκοπό. Πάνω, ήταν ένα φρούριο με 6 κανόνια και κάτω ήταν η εκκλησία τους. Μέχρι τώρα οι Ινδιάνοι Wampanoag,[7] που ζούσαν στην περιοχή, ήταν η αιτία της αγωνία τους, παρόλο που δεν τους προξένησαν κανένα κίνδυνο. Μια επιδημία θέρισε τα 9/10 της φυλής των Ινδιάνων και οι απομείναντες Αποδημητές δεν μπορούσαν να τους αντιμετωπίσουν.
Οι Αποδημητές φρόντισαν να σχηματίσουν για τους εαυτούς τους μια κυβέρνηση. Σύμφωνα με τη Συμφωνία του Mayflower σχημάτισαν κοινότητα και υπόσχονταν υπακοή σε κάθε νόμο για το κοινό καλό. Το γεγονός αυτό συνέβαλε αποφασιστικά στη μελλοντική εξέλιξη της ιστορίας των αποικιών και των ΗΠΑ. Στο σύνταγμά τους διόρισαν τον John Carver κυβερνήτη τους. Αναγνώρισαν το βασιλιά Ιάκωβο, αλλά δεν του άφησαν μεγάλο περιθώριο εξουσίας στις υποθέσεις τους. Γνώριζαν τι σήμαινε δεσποτισμός κι ήταν βέβαιοι ότι η δημοκρατία δεν μπορούσε να ήταν τόσο κακή. Τη χρονιά εκείνη (1621) υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης με τους Ινδιάνους, τη γνωστή ως Συνθήκη του Plymouth, στην οποία διερμηνέας ήταν ο Ινδιάνος SQUANTO (1585;–1622).[8] Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή, που ήταν ζωτική για τη διατήρηση και αύξηση της αποικίας, ο Massasoit, αρχηγός των Ινδιάνων, απαρνήθηκε τις διεκδικήσεις τους για την περιοχή του Plymouth και υποσχέθηκε ειρήνη με τους αποίκους.
Η τόσο ανανεωμένη άνοιξη έφτασε επιτέλους με το γλυκό και ελπιδοφόρο τραγούδι των πουλιών στα δάση. Η υγεία της αποικίας άρχισε να καλυτερεύει, αλλά είχαν ακόμα πολλές δοκιμασίες να περάσουν. Το καλοκαίρι πέρασε όχι και άσχημα. Το φθινόπωρο έφτασε ένα πλοίο που έφερνε μια καινούργια ομάδα Αποδομητών. Αυτό ήταν πολύ ενθαρρυντικό, αλλά δυστυχώς το πλοίο δεν έφερνε και τροφές κι οι προμήθειες που είχαν δεν έφταναν γι’ αυτή την απροσδόκητη αύξηση ψυχών. Για 6 μήνες ο καθένας δικαιούταν μόνο μισή μερίδα φαγητό.
Τέτοιες δυσκολίες και προβλήματα παρουσιάζονταν συχνά κατά τα πρώτα 2-3 χρόνια. Πολλές φορές οι άποικοι δεν ήξεραν το βράδυ αν θα είχαν κάτι να φάνε το πρωί. Μία ή δύο φορές η έγκαιρη άφιξη ενός πλοίου τους έσωσε από βέβαιο θάνατο. Υπέφεραν πάρα πολύ, αλλά η βαθειά τους πίστη στη Θεία Πρόνοια και στον τελικό τους θρίαμβο ποτέ δεν τους έφερε σε σημείο να λιποψυχήσουν. Αντιμετώπισαν τις δυσκολίες τους με αλύγιστες και ατρόμητες καρδιές. Σιγά - σιγά αλλά με βεβαιότητα η μικρή αποικία έβαλε τις ρίζες βαθειά στην καινούργια της πατρίδα και άρχισε να αυξάνεται.
Οι πρώτοι αυτοί μετανάστες «δεν εγκατέλειψαν τη χώρα τους από ανάγκη, αντίθετα μάλιστα άφηναν μια αξιοζήλευτη κοινωνική θέση κι ένα σίγουρο τρόπο ζωής. Δεν πήγαιναν στο Νέο Κόσμο για να καλυτερεύσουν τη θέση τους ή να πλουτίσουν, αλλά ξεσπιτώνονταν για να υπηρετήσουν μια καθαρά πνευματική ανάγκη: εξέθεταν τους εαυτούς τους στις αναπόφευκτες ταλαιπωρίες της εξορίας, για να θριαμβεύσει η ιδέα τους». Με τα λόγια αυτά, ο Γάλλος ιστορικός Αλέξις ντε Τοκβίλ περιέγραφε τον ενθουσιασμό των μετέπειτα Πατέρων του αμερικανικού έθνους, οι οποίοι αναζητούσαν την ελευθερία που δεν μπορούσαν να βρουν στην πατρίδα τους, εγκαταλείποντας τη Γηραιά Ήπειρο και τη θρησκευτική μισαλλοδοξία της. Οι άνθρωποι αυτοί, αν και είχαν υψηλή μόρφωση και πνευματική καλλιέργεια, αψήφησαν την ηλικία τους και έζησαν ως γεωργοί ξαναρχίζοντας τη ζωή τους από το μηδέν. Το πνεύμα της δημιουργικότητας, ο αυστηρός θρησκευτικός πουριτανισμός των Καλβινιστών και η αρχή της αυτοδιοίκησης διαμόρφωσαν την πρώτη αγγλική αποικία στην Αμερική.

Υποσημειώσεις:
[1] Ηγέτης των Αποδημητών και ιδρυτής της αποικίας του Plymouth, γεννημένος στο Scrooby, της Αγγλίας (1567–1644). Σπούδασε για λίγο στο Peterhouse, στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Από το 1584-1587 ήταν στην υπηρεσία ενός Άγγλου πρεσβευτή, του William Davison (1541;–1608) και μετά το 1590 ήταν δικαστικός κλητήρας και διευθυντής ταχυδρομείου στο Scrooby. Εκεί οργάνωσε μια ομάδα θρησκευτικών διαφωνούντων, τους Αποδημητές. Δυο χρόνια αργότερα αυτός και μερικοί Αποδημητές, για να αποφύγουν διωγμό, μετακόμισαν στην Ολλανδία. Στην Ολλανδία ζούσε διδάσκοντας και εκδίδοντας θρησκευτικά βιβλία. Μαζί με έναν άλλον ηγέτη των Αποδημητών, τον William Bradford, επέστρεψε στην Αγγλία το 1619 και εξασφάλισε ένα προνόμιο από την Εταιρεία Virginia για μια έκταση γης στην Αμερική. Ο Brewster παρέμεινε στην Αγγλία μέχρι τις 16 Σεπτεμβρίου του 1620, όταν επιβιβάστηκε στο Mayflower για το ταξίδι στην Αμερική. Ήταν ένας από αυτούς που υπέγραψαν τη Συμφωνία του Mayflower και το Σύνταγμα της Αποικίας του Plymouth, και συνέχισε να είναι ένας από τους ηγέτες της αποικίας. Μέχρι το 1629, όταν διορίστηκε ένας χειροτονημένος θρησκευτικός λειτουργός, ο Brewster ήταν ο μοναδικός εκκλησιαστικός λειτουργός στην αποικία του Plymouth.
[2] Γεννημένος στις 19 Ιουνίου 1566, στο κάστρο του Εδιμβούργου στη Σκωτία, ο Ιάκωβος ήταν ο μοναχογιός της Μαρίας, βασίλισσας των Σκωτσέζων, και του δεύτερου συζύγου της, Λόρδου Darnley. Όταν το 1567, η Μαρία αναγκάστηκε να παραιτηθεί του δικαιώματός της στο θρόνο, ο Ιάκωβος ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Σκωτίας. Μια σειρά από αντιβασιλείας κυβέρνησαν το βασίλειο μέχρι το 1576, όταν ο Ιάκωβος έγινε κατ’ όνομα αρχηγός. Το αγόρι ήταν μια μαριονέτα στα χέρια των πολιτικών δολοπλόκων μέχρι το 1581. Τη χρονιά εκείνη, με τη βοήθεια των ευνοουμένων του, James Stuart, Κόμη του Arran (1579–95), και Esmé Stuart, Δούκα του Lennox (1542;–83), ο Ιάκωβος ανέλαβε ουσιαστική διακυβέρνηση της Σκωτίας. Η Σκωτία την εποχή αυτή ήταν διαιρεμένη εσωτερικά από διαμάχη μεταξύ των Προτεσταντών και των Ρωμαιοκαθολικών, και στις εξωτερικές υποθέσεις από αυτούς που προτιμούσαν μια συμμαχία με τη Γαλλία και αυτούς που υποστήριζαν την Αγγλία. Το 1582 τον Ιάκωβο τον απήγαγε μια ομάδα Προτεσταντών ευγενών υπό τον William Ruthven, Κόμη του Gowrie (1541?–84) και κρατήθηκε ουσιαστικά αιχμάλωτος μέχρι που δραπέτευσε το επόμενο έτος.
Το 1586, με τη Συνθήκη του Berwick, ο Ιάκωβος συμμάχησε με την ξαδέλφη του, Βασίλισσα Ελισάβετ Α' της Αγγλίας, και την επόμενη χρονιά, μετά την εκτέλεση της μητέρας του, πέτυχε να μειώσει τη δύναμη των μεγάλων Ρωμαιοκαθολικών ευγενών. Ο γάμος του με την Άννα της Δανίας (1574–1619) το 1589 τον έφερε για λίγο σε στενή σχέση με τους Προτεστάντες. Μετά τη συνομωσία του Gowrie το 1600, ο Ιάκωβος καταπίεσε τους Προτεστάντες τόσο ισχυρά όσο είχε καταπιέσει και τους Καθολικούς. Αντικατάστησε τη φεουδαρχική ισχύ των ευγενών με μια ισχυρή κεντρική κυβέρνηση, και διατήρησε το θεϊκό δικαίωμα των βασιλέων, ενίσχυσε την ανωτερότητα του κράτους επί της εκκλησίας.
Το 1603 η Βασίλισσα Ελισάβετ πέθανε άτεκνη, και ο Ιάκωβος τη διαδέχθηκε ως Ιάκωβος Α', ο πρώτος βασιλιάς της Αγγλίας από τη δυναστεία Stuart. Το 1604 τερμάτισε τον πόλεμο της Αγγλίας με την Ισπανία, αλλά η αγενής στάση του προς τη Βουλή, που βασιζόταν στην πεποίθησή του περί θεϊκού δικαιώματος, οδήγησε σε παρατεταμένη διαμάχη με αυτό το Σώμα. Ο Ιάκωβος συγκάλεσε τη Διάσκεψη του Hampton (1604), στην οποία ενέκρινε μια νέα μετάφραση της Βίβλου, που ονομάστηκε έκδοση του Βασιλιά Ιάκωβου. Η υπερβολική του αυστηρότητα προς τους Ρωμαιοκαθολικούς, όμως, οδήγησε στο ανεπιτυχές πραξικόπημα, το 1605. Ο Ιάκωβος προσπάθησε χωρίς επιτυχία να προωθήσει την υπόθεση της θρησκευτικής ειρήνης στην Ευρώπη, δίνοντας την κόρη του Ελισάβετ ως σύζυγο στον εκλέκτορα του Παλατινάτου, Φρειδερίκο Ε' (1596–1632), ηγέτη των Γερμανών Προτεσταντών. Θέλησε επίσης να τερματίσει τη διαμάχη με το να προσπαθήσει να κανονίσει ένα γάμο ανάμεσα στο γιο του, Κάρολο και στην Ινφάντα της Ισπανίας, τότε ηγέτιδα της Καθολικής εξουσίας. Όταν πήρε αρνητική απάντηση, σχημάτισε συμμαχία με τη Γαλλία και κήρυξε πόλεμο στην Ισπανία, συνεισφέροντας έτσι στις φλόγες που είχε προσπαθήσει να σβήσει. Ο Ιάκωβος πέθανε στο Theobalds του Hertfordshire στις 27 Μαρτίου 1625 και τον διαδέχθηκε στο θρόνο ο γιος του, Κάρολος Α’.
[3] Η πέτρα είναι γνωστή σαν ο Βράχος του Αποδημητή ή Βράχος Plymouth, σε ανάμνηση του γεγονότος του 1620.
[4] Αμερικανός κυβερνήτης της αποικίας, ένας από τους Αποδημητές και ιστορικός, γεννημένος στο Austerfield, του Yorkshire, στην Αγγλία (1590–1657). Το 1606 ενώθηκε με τους Brownists, έναν διαφωνούντα κλάδο των Διαμαρτυρομένων, και τρία χρόνια αργότερα, σε αναζήτηση για ελευθερία λατρείας, πήγε μαζί τους στην Ολλανδία, όπου έγινε μαθητευόμενος σ’ έναν κατασκευαστή μεταξιού. Απέπλευσε με το Mayflower το 1620, και μετά την άφιξή του στο Νέο Κόσμο βοήθησε να ιδρυθεί η αποικία του Plymouth. Τον Απρίλιο του 1621 διαδέχθηκε τον Κυβερνήτη John Carver ως ηγέτης με εκτελεστική εξουσία στην αποικία του Plymouth. Εκτός από μια περίοδο 5 ετών, ο Bradford υπηρέτησε ως Κυβερνήτης σχεδόν συνεχώς από το 1621-1656, έχοντας επανεκλεγεί 30 φορές. Το 1621 διαπραγματεύθηκε μια συνθήκη με τον Massasoit, αρχηγό των Ινδιάνων Wampanoag. Ο Bradford ήταν αντιπρόσωπος σε 4 περιπτώσεις στη Συνομοσπονδία της Νέας Αγγλίας, στην οποία δυο φορές εξελέγη πρόεδρος. Η «Ιστορία της αποικίας του Plymouth» που έγραψε (1856), είναι η πρωταρχική πηγή πληροφόρησης για τους Αποδημητές.
[5] Αμερικανός άποικος, γεννημένος στο Lancashire, της Αγγλίας (1584?–1656). Το 1620 ενώθηκε με τους Αποδημητές, και απέπλευσε μαζί τους με το Mayflower για να ιδρύσουν την αποικία του Plymouth στη Μασαχουσέτη. Ο Standish έγινε ηγέτης της νέας αποικίας και πέτυχε να εγκαταστήσει ειρηνικές σχέσεις με τους Ινδιάνους. Το 1625 έκανε ένα επιτυχημένο ταξίδι στην Αγγλία για να διαπραγματευτεί για προμήθειες και για το δικαίωμα της αποικίας να κατέχει τη δική της γη. Μερικά χρόνια αργότερα, αυτός κι ένας άλλος άποικος ο John Alden ίδρυσαν την πόλη του Duxbury, στη Μασαχουσέτη, που πήρε το όνομα του προγονικού σπιτιού του Standish στο Lancashire. Ο Standish ήταν ειρηνοδίκης στο Duxbury για την υπόλοιπη ζωή του και υπηρέτησε (1644–49) ως ο θησαυροφύλακας της αποικίας και στο διοικητικό της συμβούλιο για 29 χρόνια. Ήταν το θέμα του διάσημου αλλά μυθιστορηματικού ποιήματος του Henry Wadsworth Longfellow με τίτλο «Το φλερτ του Miles Standish» (1858), στο οποίο ο Standish, διστάζει να ζητήσει το χέρι της Priscilla Mullens (1602;–85;) και στέλνει τον John Alden να ενεργήσει ως μεσολαβητής.
[6] Αμερικανός άποικος, ένας από τους Αποδημητές, γεννημένος στο Droitwich, του Worcestershire, της Αγγλίας (1595-1655). Πήγε στην Αμερική το 1620 με το Mayflower και ήταν από τους ιδρυτές της Αποικίας του Plymouth, στη σημερινή πολιτεία της Μασαχουσέτης. Το 1621 διαπραγματεύθηκε μια συνθήκη φιλίας με τους ντόπιους Ινδιάνους Wampanoag, και ήταν ένας από τους πρώτους αποίκους που εξερεύνησε την ακτή της Νέας Αγγλίας και εγκατέστησε εμπορικές σχέσεις με τις ινδιάνικες φυλές της περιοχής αυτής. Μεταξύ 1624 και 1646 υπηρέτησε στο συμβούλιο του Κυβερνήτη στην αποικία του Plymouth, κι εξελέγη Κυβερνήτης το 1633, 1636 και 1644. Το 1635, ενώ επισκεπτόταν την Αγγλία ως αντιπρόσωπος της αποικίας, φυλακίστηκε για αρκετούς μήνες από τον Αρχιεπίσκοπο του Canterbury, William Laud, με την κατηγορία ότι είχε διαπράξει αδικήματα κατά της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Ο Winslow επέστρεψε στην Αγγλία κατά τη διάρκεια της Αγγλικής Επανάστασης, και μετά το θρίαμβο της υπόθεσης των Πουριτανών, υπηρέτησε την κυβέρνηση της Κοινοπολιτείας του Λόρδου Προστάτη, Oliver Cromwell. Το 1655 ο Cromwell τον έστειλε σε μια εκστρατεία κατά των Ισπανικών Δυτικών Ινδιών. Πέθανε στη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής στην Αγγλία. Ανάμεσα στα γραπτά του υπάρχουν διάφορα έργα που εκτιμούνται από ιστορικούς των αποικιών της Νέας Αγγλίας, ιδιαίτερα «Καλά Νέα από τη Νέα Αγγλία» (1625), «Η υποκρισία ξεσκεπάζεται» (1646), και «Θαυμάσια πρόοδος του Ευαγγελίου μεταξύ των Ινδιάνων» (1649).
[7] Ινδιάνικη φυλή της Β. Αμερικής που ανήκει στη γλωσσική οικογένεια των Algonquian-Ritwan και στην πολιτισμική περιοχή των Eastern Woodlands. Παλαιότερα κατείχαν την περιοχή μεταξύ της ανατολικής ακτής του Narragansett Bay και της ακτής του Ατλαντικού, μαζί με τα νησιά Nantucket και Martha’s Vineyard. Το 1620 οι Wampanoag λέγεται ότι κατοικούσαν σε 30 περίπου χωριά. Ο αρχηγός τους, ο Massasoit (1580;–1661), υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τους Αποδημητές το 1621, την πρώτη καταγεγραμμένη στη Νέα Αγγλία. Μερικές δεκαετίες αργότερα ο γιος του Massasoit, ο Philip, οδήγησε τη φυλή του κατά των αποίκων, στην ανεπιτυχή διαμάχη γνωστή ως Πόλεμος του βασιλιά Philip (1675–76). Το 1990, 2175 άνθρωποι ισχυρίζονταν ότι είναι απόγονοι των Wampanoag. Σύμφωνα με την απογραφή του 2000, οι απόγονοι των Wampanoag ήταν 2336 (απόγονοι μόνο των Wampanoag) άνθρωποι και 4594 (Wampanoag σε συνδυασμό με περισσότερες από μια φυλή).
[8] Ινδιάνος της φυλής Wampanoag, εκεί που τώρα είναι η Μασαχουσέτη. Γνωστός και ως Tisquantum, αποδείχθηκε ανεκτίμητος φίλος των λευκών αποίκων στη Νέα Αγγλία στις αρχές του 17ου αιώνα. Ως νέος συνελήφθη και πουλήθηκε σκλάβος στην Ισπανία αλλά τελικά δραπέτευσε και πήγε στην Αγγλία. Όταν επέστρεφε στη Νέα Αγγλία το 1619 ως πλοηγός ενός Άγγλου καπετάνιου, δραπέτευσε και ανακάλυψε ότι ο λαός του είχε αφανιστεί από μια επιδημία. Δυο χρόνια αργότερα βοήθησε τους πεινασμένους αποίκους στο Plymouth να επιβιώσουν μαθαίνοντάς τους το ψάρεμα και το φύτεμα καλαμποκιού. Ανέπτυξε φιλία μαζί τους και ήταν ο διερμηνέας στη Συνθήκη του Plymouth, που υπογράφηκε το 1621 ανάμεσα στον Ινδιάνο αρχηγό Massasoit και τον Κυβερνήτη William Bradford. Ενώ οδηγούσε μια ομάδα υπό τον Bradford γύρω από το Cape Cod το 1622, αρρώστησε και πέθανε.

13 Φεβ 2009

Μοντανισμός

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΛΑΙΣΙΑ
Αντίθετα με την αίρεση των Γνωστικών, ο Μοντανισμός, γνωστός επίσης και ως κίνημα της Νέας Προφητείας, ήταν μια κίνηση καθαρά χριστιανικής προέλευσης. Εμφανίστηκε κατά το β’ μισό του 2ου αιώνα (γύρω στα 150-185 μ.Χ.) στη Φρυγία, τότε που η δύναμη της αποστολικής διδαχής έχει πέσει αισθητά. Πέρα από αυτό δυο γεγονότα σημαδεύουν δυσάρεστα την πορεία της Εκκλησίας:
Πρώτα, ο θεσμός του επισκόπου δυναμώνει με το πέρασμα του χρόνου όλο και πιο πολύ και θέλει η πορεία της Εκκλησίας να ελέγχεται απόλυτα από τον επίσκοπο. Δημιουργείται έτσι ένα χάσμα που συνεχώς μεγαλώνει ανάμεσα στο ποίμνιο και στον επίσκοπο που κρατάει και εξουσίες και χαρίσματα σταθερά στα χέρια του.
Το δεύτερο γεγονός είναι ότι πριν από πολλές δεκαετίες, στην εκκλησία μπήκαν και τα παιδιά των πιστών, που δεν ήταν διόλου απαραίτητο να είναι πιστά. Όταν τα παιδιά αυτά τύχαινε να είναι παιδιά επισκόπου, τούτο οδηγούσε σε μια κατάσταση οικογενειαρχίας που προκαλούσε έντονες αντιδράσεις και μια σειρά από σχίσματα.
Οι ιστορικοί προσθέτουν, καθώς ερευνούν τα γεγονότα της εποχής, ότι στη γενική πτώση της πνευματικής θερμοκρασίας, η ιδέα του ερχομού του Χριστού χάθηκε και κατά συνέπεια η ετοιμασία της Εκκλησίας για την αρπαγή είναι πια ανύπαρκτη.

ΦΡΥΓΙΑ
Ο Παύλος ήδη στην επιστολή του προς τους Κολοσσαείς έχει κηρύξει τον πόλεμο στις θεολογικές θέσεις του Γνωστικισμού που νωρίς κάνει την εμφάνισή του στην Εκκλησία. Η Φρυγία, απομονωμένη αγροτική περιοχή, θα μείνει περίπου άγνωστη για την αρχαιότητα. Παροδική μνεία γίνεται μονάχα στις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι αρχαίοι θεωρούν τους Φρύγες ανόητους και αφελείς, κυρίως στη χοντροκομμένη αντίληψή τους για το θείο. Το κήρυγμα του Ευαγγελίου στη Φρυγία σύντομα παίρνει μια κατεύθυνση μυστικοπαθή, με μυστηριακές εκζητήσεις και προεκτάσεις. Συγχρόνως, αντίθετα με τις υπόλοιπες εκκλησιαστικές κοινότητες, στη Φρυγία οι εκκλησίες είναι μικρές σε αριθμό, διασκορπισμένες και ασύνδετες και με τελείως αγροτικό χαρακτήρα.
Και είναι φυσικό οι μικρές αγροτικές κοινότητες, όχι μονάχα να έχουν ένα απλοϊκό πνεύμα πίστης, χωρίς βαθιές ρίζες σε θεμελιακές αλήθειες, αλλά και γρήγορα να εντυπωσιάζονται, όταν συγκρίνουν την τωρινή πνευματική τους στάθμη μ’ εκείνη των παλαιότερων χρόνων και ακόμα όταν συγκρίνουν τα Ευαγγέλια με τη ζωή των εκκλησιών των μεγαλουπόλεων, που διογκωμένα και διαστρεβλωμένα γεγονότα γι’ αυτές τις εκκλησίες των πόλεων φτάνουν μέχρι τη Φρυγία.

ΜΟΝΤΑΝΟΣ
Μέσα σε τούτο το κλίμα στάλθηκε η δραματική έκκληση για σωτηρία. Είναι επείγον να επιστρέψουν στην αλήθεια του Ευαγγελίου. Κήρυκες διατρέχουν τις κοινότητες, όχι μόνο στο χώρο της Φρυγίας, αλλά και της Συρίας, της Μ. Ασίας και της ορεινής Παλαιστίνης. Οι Εκκλησίες κατηγορούνται για κοσμικότητα. Το ηθικό επίπεδο των πιστών έπεσε. Στην Εκκλησία των πιστών μπαίνουν άνθρωποι ξένοι στο Ευαγγέλιο. Η αγαμία, που διακήρυτταν ότι είναι προϊόν άμεσης επανόδου του Κυρίου, παραμελήθηκε. Ο Κύριος που έρχεται, σε τι κατάσταση θα βρει την Εκκλησία Του; Οι επίσκοποι δεν ενδιαφέρονται για τα ποίμνια. Αν η Εκκλησία δεν ενδιαφερθεί για την ανύψωση του πνευματικού επιπέδου, τότε ποιος θα ετοιμάσει τους πιστούς; Πρώτοι κήρυκες γι’ αυτές τις αντιλήψεις γίνονται οι γυναίκες. Μέσα στο κλίμα αυτό προβάλλει η φυσιογνωμία του Μαρτίνου Μοντανού, ενός ατόμου για το οποίο πολύ λίγα είναι γνωστά για την προηγούμενη ζωή του. Γεννημένος στο Αρδαβάν, μια κωμόπολη της Μυσίας στα Φρυγικά σύνορα, δέχεται τις αντιλήψεις αυτές και γίνεται απολογητής τους. Πρέπει να προήλθε από απλή αγροτική οικογένεια και να μη γνώριζε πολλά γράμματα. Κατά τον Ιερώνυμο, αυτός πριν γίνει Χριστιανός ήταν ιερέας της θεάς Κυβέλης.
Συγχρόνως, στις εκκλησίες εμφανίζεται το φαινόμενο πιστοί να εξαγοράζουν με χρήματα το μαρτύριο. Οι εκκλησίες δεν τους αποκόπτουν. Ο Μοντανός κι οι οπαδοί του κατηγορούν την Εκκλησία ότι είναι διεφθαρμένη και γεμάτη από άτομα που αρνήθηκαν την πίστη. Μάλιστα προσθέτουν και άλλα στοιχεία (ότι βλαστήμησαν ή θυσίασαν στα είδωλα).
Τα χρόνια εκείνα κάνει την εμφάνισή του ο Παρακλητισμός, που καθώς βρίσκει ένα πρόσφορο έδαφος, αναπτύσσεται σε δόγμα και σε λίγο θα οδηγήσει στη μόρφωση του Μοντανισμού. Σε πολλές εκκλησίες άρχισε να τονίζεται ζωηρά η ελπίδα για τη γρήγορη έλευση του Χριστού. Η συναίσθηση της συνεχούς επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος, χαρακτηριστικό των αποστολικών Εκκλησιών, είχε εξασθενήσει πολύ. Με την παρακμή όμως της διδασκαλίας αυτής, δηλαδή της άμεσης ενέργειας του Αγίου Πνεύματος, άρχισε να δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο Άγιο Πνεύμα ως του μέσου της αποκάλυψης. Το Άγιο Πνεύμα ενέπνεε τους προφήτες της Π. Διαθήκης και οδήγησε τους συγγραφείς της Κ. Διαθήκης. Η σκέψη είναι η εξής: Η Εκκλησία δεν είναι στατική, άλλα έχει βαθμούς τελειοποίησης για την αύξηση των πιστών στο μέτρο της τελειότητας του Χριστού. Η Εκκλησία διατρέχει συνεπώς ιστορικά πνευματικά στάδια. Η Π. Διαθήκη είναι η παιδική της ηλικία, η περίοδος του Ιησού Χριστού (τα Ευαγγέλια) η ανδρική της ηλικία. Καθώς, λοιπόν, το τέλος πλησιάζει και ο Κύριος έρχεται, διανύουμε (δίδασκαν) την τελευταία περίοδο της ηλικίας της Εκκλησίας, την ωριμότητα. Στην Π. Διαθήκη (παιδική ηλικία) γίνεται η εμφάνιση του Θεού Πατέρα που υπόσχεται, στην Κ. Διαθήκη η παρουσία του Χριστού που λυτρώνει (ανδρική ηλικία) και τώρα είναι η περίοδος του Παράκλητου που τελειοποιεί (ώριμη ηλικία) την Εκκλησία.
Κατά το 156 μ.Χ., ο Μοντανός διακήρυξε ότι αυτός είναι το αποκλειστικό όργανο μέσω του οποίου μιλούσε το Άγιο Πνεύμα. Με την αποκάλυψη αυτή ο Μοντανός διακήρυξε ότι η υπόσχεση του Χριστού εκπληρώθηκε και άρχισε η επέμβαση του Αγίου Πνεύματος και οι αποκαλύψεις του. Επωφελούμενος από τη διάχυτη τότε στους Χριστιανούς τάση αποστροφής προς τα πράγματα του κόσμου, εξαιτίας των δεινών των διωγμών, διέδιδε ότι έβλεπε οράματα που προανήγγειλαν την άμεση παρουσία του Χριστού και την έλευση της χιλιετούς βασιλείας στη γη, την οποία η αποκαλυπτική διδασκαλία είχε ήδη υποσχεθεί στις πρώτες γενιές των πιστών. Το Άγιο Πνεύμα φανερώνεται στον Μοντανό και του λέει: «Ιδού άνθρωπος σαν λύρα κι εγώ ίπταμαι σαν πλήκτρο. Ο άνθρωπος κοιμάται κι εγώ γρηγορώ. Ιδού ο Κύριος είναι αυτός που εξεγείρει καρδιές ανθρώπων» (Επιφ. Αιρέσ.48.4.). Αυτή η διδασκαλία της ειδικής αποστολής του Αγίου Πνεύματος σε συσχετισμό με μια έκρηξη προφητικού ενθουσιασμού ότι το τέλος του κόσμου ήταν πολύ κοντά, υπήρξαν οι βάσεις πάνω στις οποίες βασίστηκε κυρίως ο Μοντανισμός. Σε μεγάλο βαθμό ο Μοντανισμός ήταν και μια αντίδραση στην κοσμικότητα που άρχισε να εισχωρεί στην Εκκλησία.
Οι Εκκλησίες αντιδρούν. Οι οπαδοί του τον θεωρούσαν ως πραγματικό προφήτη, οι δύσπιστοι τον χαρακτήριζαν ως παράφρονα. Δίνει μια σειρά από νέους πολύ πιο αυστηρούς κανόνες για νηστεία. Αποκόπτει από την Εκκλησία όσους εξαγοράζουν το μαρτύριο και όσους πέφτουν σε βαριά αμαρτήματα (φόνο, πορνεία, βλασφημία, θυσία στα είδωλα).

ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ ΚΑΙ ΜΑΞΙΜΙΛΛΑ
Στο κίνημα του Μοντανού, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν και δυο γυναίκες, η Πρίσκιλλα και η Μαξιμίλλα, που γύρω στα 150-155 εμφανίζονται στο προσκήνιο των Φρυγικών εκκλησιών. Δεν ξέρουμε αν οι δυο αυτές γυναίκες ήταν από πριν πιστές στον Παρακλητισμό ή αν δέχτηκαν τις απόψεις αυτές από τον Μοντανό τον ίδιο. Πάντως γίνονται οι φυσιολογικοί εκπρόσωποι του νέου κινήματος. Πέφτουν σ’ έκσταση και βεβαιώνουν όσα εξαγγέλλει ο Μοντανός. Ισχυρίζονται ότι μιλάνε εξ ονόματος του Αγίου Πνεύματος, ότι το τέλος του κόσμου πλησιάζει, ότι η ουράνια Ιερουσαλήμ θα εγκατασταθεί στη Φρυγία, όπου θα καταφύγουν όλοι οι πιστοί και ότι αυτές είναι τα όργανα αυτής της αποκάλυψης και του τελικού μηνύματος σε μια εκκλησία που αποστάτησε και χάνεται.
Συγχρόνως, ο Μοντανός γράφει βιβλία. Ένας μαθητής του ισχυρίζεται ότι από τα βιβλία του Μοντανού έμαθε πιο πολλά από όσα είχε μάθει από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη μαζί. Οι Μοντανιστές διακηρύττουν ότι δέχτηκαν τη πληρότητα του Πνεύματος. Ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιό του περιγράφει το Χριστό να υπόσχεται τον ερχομό του Αγ. Πνεύματος στους μαθητές: «Όταν, όμως, έρθει ο Παράκλητος, που εγώ θα στείλω σε σας από τον Πατέρα, το Πνεύμα της αλήθειας, που εκπορεύεται από τον Πατέρα, εκείνος θα σας δώσει μαρτυρία για μένα» (Ιωάν.15:26); Ο Μοντανός παρουσιάζεται ως ο νέος παράκλητος (Α. Διομήδης Κυριακός Τόμος Α’ σελ.113). Οι δυο γυναίκες φαίνεται ότι ήταν παντρεμένες, αλλά εγκατέλειψαν τη συζυγική ζωή. Υπονοούμενα της εποχής, ότι είχαν αμαρτωλές σχέσεις με το Μοντανό, δεν πρέπει να αληθεύουν.
Το μεγαλύτερο βάρος επωμίζεται η Πρίσκιλλα. Η ίδια ισχυρίζεται ότι μια μέρα, την ώρα που κοιμόταν, είδε τον Ιησού να έρχεται με ένα λευκό λαμπρό ένδυμα και να κοιμάται δίπλα της. Από τη στιγμή εκείνη είναι γεμάτη από κάθε είδους σοφία και αποκάλυψη. Η σκηνή αυτή έγινε στην Πεπούζα, τον τόπο της Πρίσκιλλας. Η μικρή πόλη πρέπει να βρίσκεται κάπου στο σημερινό τουρκικό Ουσχάλ. Μαζί με τους πρώτους οπαδούς του ο Μοντανός κηρύττει ότι η Νέα Ιερουσαλήμ με τον Κύριο θα κατέβαινε σ’ αυτό το μέρος, στη μικρή πόλη Πεπούζα. Τρομερές καταστροφές και πόλεμοι πρέπει να προηγηθούν. Η Μαξιμίλλα υπερβάλλει σε απειλές, κάθε μέρα, τον εαυτό της. Η έννοια του Θεού που είναι αγάπη έχει παραμεληθεί και ξεχαστεί. Το σωτηριακό έργο του Χριστού και ο σταυρός φαίνονται κηρύγματα παράταιρα με τον πυρετό της ετοιμασίας της Εκκλησίας να υποδεχτεί τον Κύριο. Αναμένοντας τόσο σύντομα το τέλος και την έλευση της χιλιετούς βασιλείας, επέβαλε άκαμπτους και αυστηρούς ηθικούς κανόνες ζωής στην κοινότητα που είχε σχηματιστεί γύρω του: α) οι νηστείες έγιναν αυστηρότερες, β) ο δεύτερος γάμος απαγορεύτηκε, γ) αποκλείστηκε κάθε άφεση για αμαρτίες που διαπράττονταν μετά τη βάφτιση και όσοι αμάρταναν παρέμεναν πάντοτε στην τάξη των μετανοούντων, δ) οι διωγμοί δεν έπρεπε να αποφεύγονται, ε) οι παρθένες έπρεπε να καλύπτονται, στ) οι γυναίκες να αποφεύγουν την πολυτέλεια και τα κοσμήματα. Αποχή από βιοτικά που έχουν μέσα τους την έννοια του μελλοντικού στοιχείου, χαρακτηρίζουν τις μέρες της Φρυγίας. Τα αυστηρά αυτά μέτρα πάρθηκαν και σαν διαμαρτυρία για την ολοένα αυξανόμενη κοσμικότητα στις εκκλησίες και κατά πολλούς σύγχρονους του Μοντανού συγγραφείς, αυτό ήταν και το πιο σπουδαίο χαρακτηριστικό του Μοντανισμού. Οι αρχές όμως αυτές προετοίμασαν την απομόνωση του κινήματος από τους άλλους Χριστιανούς. Θεολογικά ο Μοντανός πίστευε ότι ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα αποτελούν ένα και το αυτό πρόσωπο και ότι ο Χριστός έχει και είχε «και προ της σάρκας και μετά της σάρκας» μια φύση και ενέργεια.
Ο Μοντανισμός έκανε τον εξής συλλογισμό: «Τα γεγονότα της πρώτης Εκκλησίας είναι ανεπανάληπτα; Ο Θεός δεν μπορεί να ξαναδώσει στην Εκκλησία τις πρώτες μέρες και τις πρώτες εκείνες δυνατές πνευματικές εμπειρίες; Τι το παράξενο αν ο Παράκλητος επαναλαμβάνει τώρα, εδώ μεταξύ μας, τα ίδια θαύματα;». Στην απλή αυτή λογική που γράφεται συγχρόνως σε μικρά φυλλάδια που μοιράζονται παντού, κανείς δε μπορεί να αντιταχθεί. Πρεσβύτεροι, διάκονοι, χαρίσματα λόγου, γρήγορα θα παραμεριστούν. Το κριτήριο δεν είναι πια αυτά που η Κ. Διαθήκη ορίζει για τα προσόντα που πρέπει να έχει ο πρεσβύτερος ή ο διάκονος. Όποιος προφητεύει και γιατρεύει, αυτός είναι ο εκλεκτός του Πνεύματος. Οι διακονίες διαλύονται τα πρεσβυτέρια υποκαθίστανται από άτομα, που όσο πιο πολλές κατάρες εξαπολύουν και όσο πιο πολύ προφητεύουν, τόσο πιο πνευματικοί φαίνονται. Στις Φρυγικές κοινότητες προεξάρχει το γυναικείο στοιχείο, που οδηγεί τις συνάξεις και διοικεί τα εκκλησιαστικά πράγματα. Όταν ο Ιησούς πλάγιασε δίπλα στην Πρίσκιλλα, κατά το όραμά της, είχε μορφή γυναίκας.
Ο συντηρητισμός έφτασε στην απόλυτη άκρη. Αλλά άλλο πράγμα συντηρητισμός και άλλο αγιασμός. Γυναίκες, και σε πολλές περιπτώσεις και άνδρες, διατρέχουν τις εκκλησίες και κάνουν εράνους. Τα χρήματα κι όσα είδη συλλέγονται, παραδίδονται για διαχείριση στις γυναίκες. Αυτό το διοικητικό δικαίωμα ισχυρίζονται ότι το ορίζει η Π. Διαθήκη. Για να δικαιολογηθεί αυτή η εκτροπή από το αποστολικό πνεύμα, πρέπει οι Φρυγικές κοινότητες να ανακηρύξουν πρώτη αγία την Εύα. Η Πρίσκιλλα και η Μαξιμίλλα, μετά από κάθε έκσταση και προφητεία, δέχονται δώρα, χρήματα, κοσμήματα.
Οι τρομερές καταστροφές, που ήδη φτάνουν στην ανθρωπότητα, δεν αφήνουν περιθώρια για γέλια και χαρές. Οι πιστοί πρέπει να είναι βαριά θλιμμένοι. Κυρίαρχο στοιχείο στις συνάξεις τα δάκρια. Όταν κάνουν την προσευχή τους ακουμπάνε δυνατά την άκρη του δείκτη στη μύτη τους. Αυτό δίνει την εντύπωση μιας δυνατής θλίψης και μιας αυστηρής αυτοσυγκέντρωσης. Στη Φρυγική γλώσσα τους λένε «πλακουτσομύτηδες» και πιο σωστά «οι άνθρωποι με τη σφήνα στη μύτη». Στη τοπική διάλεκτο «τασκοδρουγίτες».

ΟΙ ΝΗΣΤΕΙΕΣ
Μια βαθιά θεοσέβεια είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τις απολαύσεις. Και μια από τις απολαύσεις είναι το φαγητό. Οι Παρακλητικοί δεν τρώνε φαγητό μαγειρεμένο, μόνο ξηρά τροφή. Οι «πιστοί των τελευταίων ημερών» δεν βάζουν στο στόμα τους κρασί ούτε και για το Δείπνο. Το «ποτήριο» καταργείται. Στο Δείπνο τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται είναι ψωμί, νερό, τυρί και αλάτι. Όταν αναφερθεί ότι ο αγιασμός στην πιο ψηλή του μορφή συνδέεται με την αποχή και την αυστηρή εγκράτεια, τα πλήθη τρέχουν. Η νηστεία είναι ένας εύκολος δρόμος και ένας καλός τρόπος αγιασμού. Όσο πιο πολύ και πιο αυστηρά νηστεύεις, τόσο πιο πιστός είσαι. Η θυσία του πνεύματος κατεβαίνει σε τιμωρία του σώματος. Αλλά αυτό εξυψώνει στα μάτια του πλήθους.

Η ΤΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ
Σταθερά, η δομή της λατρείας του αποστολικού προτύπου χάνεται. Η υμνωδία σιγά - σιγά παραχωρεί τη θέση της σε φωνές, κλάματα και εκστατικές καταστάσεις που κρατούν έκπληκτα τα πλήθη. Τη θέση του κηρύγματος και της προτροπής παίρνει ο προφητικός λόγος. Αρχίζει με κατάρες ενάντια στον κόσμο και την αμαρτία και αμέσως όσοι έχουν χαρίσματα αρχίζουν να προφητεύουν. Ο Κύριος είναι κοντά, έρχεται. Η Εκκλησία κλαίει ομαδικά. Το λατρευτικό κλειδί όμως είναι η τελετή των δακρύων. Έμεινε στην ιστορία ως η τελετή των «παρθένων με τις λαμπάδες» ή των «παρθένων που κλαίνε». Εφτά νέες παρθένες με άσπρα, ομοιόμορφα ντυμένες, με λυμένα τα μαλλιά μπαίνουν στην εκκλησία κρατώντας αναμμένους πυρσούς και κλαίνε γοερά. Διαδηλώνουν την μετάνοιά τους με κλάματα. Φωνάζουν και βλέπουν την ερχόμενη καταστροφή. Κλαίνε την αθλιότητα της ζωής. Σε λίγο πέφτουν σε έκσταση και προφητεύουν. Τα πλήθη στην Εκκλησία συγκινούνται και ταράζονται από λυγμούς.

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΔΙΑΔΙΔΕΤΑΙ
Οι Παρακλητικοί διατρέχουν αρχικά το γειτονικό χώρο. Έχει προηγηθεί η φήμη. Η Φρυγία έγινε ο χώρος των θαυμάτων. Στέλνονται γράμματα και κυκλοφορούν μικρά βιβλία. Ο Παράκλητος, παντοτινή πηγή ανεξάντλητης ευλογίας, έκανε τη δωρεά του στις Φρυγικές Εκκλησίες. Απαριθμούνται τα θαύματα. Γίνονται γνωστές οι προφητείες. Καλλιεργείται κατάλληλα και η σύγκριση ανάμεσα σε μια εκκλησία που ξέπεσε και σε μια ομάδα εκκλησιών που «αφυπνίστηκαν» και έκανε τόσο δυνατά τη φανέρωση του το Πνεύμα.
Το κίνημα μεταδίδεται στις Εκκλησίες της Θράκης. Πολύ γρήγορα διαδίδεται σε όλη τη Μ. Ασία, τις χώρες της μεσογειακής λεκάνης, προχωρεί βόρεια και φτάνει μέχρι τη Γαλατία και στη Β. Αφρική. Το 170 εμφανίστηκε στη Ρώμη και για χρόνια η εκεί εκκλησία ταλαιπωρήθηκε από τη δραστηριότητά τους. Η Εκκλησία της Βιέννης ταράζεται και ζητάει πληροφορίες. Ολόκληρες Εκκλησίες μετακινούνται προς τη χαρισματική κίνηση. Προσχωρούν όχι μόνο Χριστιανοί που ζούσαν σε ταπεινό περιβάλλον και επιθυμούσαν την έλευση μιας βασιλείας δικαιοσύνης στη Γη, από την οποία έλπιζαν να λυτρωθούν πνευματικά και κοινωνικά, αλλά και άτομα που κατείχαν εξέχουσα θέση στον αρχέγονο Χριστιανισμό και ονομαστοί επίσκοποι, όπως ο Θεόδοτος, που παρασύρονται και προφητεύουν. Στην Καρθαγένη, κατά το 200, προσχώρησε και ο Τερτυλλιανός, τον οποίο έλκυσαν οι αυστηρές ασκητικές αρχές του κινήματος και θεωρείται ο πιο εξέχων Μοντανιστής.
Την προφητεία τώρα σ’ όλες τις παρακλητικές συνάξεις ακολουθεί η γλωσσολαλιά. Η έκσταση αποτελεί πνευματικό κεφάλαιο για τις εκκλησίες και σημάδι αδιάψευστο για τη χαρισματική σφραγίδα. Ο επίσκοπος Αίλιος Πόπλιος Ιούλιος από τη Δέβετο ξεκινάει από τις ακτές της Τραπεζούντας να δει το φαινόμενο και να αποκτήσει προσωπική εντύπωση των γεγονότων που τόσο διαφημίστηκαν.
Ο ξεσηκωμός και η αντίδραση γενικεύεται. Η Εκκλησία με τις Συνόδους της Ιεράπολης και της Αγχιάλου, που έλαβαν χώρα μετά το 160 και θεωρούνται οι αρχαιότερες στην εκκλησιαστική ιστορία, καταδικάζει το Μοντανισμό. Η Ιεράπολη, η Κομάνη, η Σπάμεια, η Κυρήνη και η Θράκη, δεν τον παίρνουν στα σοβαρά. Οι χαρακτηρισμοί που δίνουν κυρίως στην Πρίσκιλλα βρίσκονται κοντά στα όρια της «δαιμονικής κατάληψης». Ο επίσκοπος Αγχιάλου Σότας προτείνει στην Εκκλησία της Πεπούζας να εξορκιστεί η Πρίσκιλλα. Η προσφορά απορρίπτεται.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Δε θα αργήσει να πεθάνει η Πρίσκιλλα. Βέβαια θα διακηρύξει ότι μετά από αυτήν δε θα υπάρξουν άλλες προφήτισσες. Αλλά το χτύπημα είναι δυνατό. Η προφήτισσα πέθανε και η ίδια δεν υποδέχτηκε τον ερχομό της τελευταίας ημέρας. Ο Κύριος δεν ήρθε. Η Ρώμη καταπιέζει. Ο κόσμος δε μεταστράφηκε. Ο ενθουσιαστικός τόνος μετριάζεται. Σε λίγο πεθαίνει και ο Μοντανός. Ακολουθεί η Μαξιμίλλα, αν και λέγεται ότι προηγήθηκε ο θάνατός της. Το κοινό ταμείο εξαντλείται. Οι γυναίκες επιστρέφουν στη συζυγική ζωή. Σαν οργανωμένο κίνημα εκφυλίζεται σταθερά και η κεντρική ενότητα διασπάται. Μένουν μεμονωμένες εκκλησίες και μετά άγνωστες ομάδες και άτομα. Αν και ο Μοντανισμός διαχώρισε βαθμιαία τη θέση του από την Εκκλησία, συνέχισε να της δημιουργεί αναταραχές. Αφού έφτασε το πιο ψηλό σημείο διάδοσης στα τέλη του 2ου αιώνα, ο Μοντανισμός, που τον καταπολέμησαν πολυάριθμοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, ανάμεσα στους οποίους ο Απολλινάριος Ιεράπολης, ο Μιλτιάδης, ο Απολλώνιος, ο Γάιος, περιήλθε σε παρακμή από τον επόμενο αιώνα. Εξαιτίας όμως των αδυναμιών που παρουσίαζε, αλλά και της σφοδρής πολεμικής και των μέτρων που έλαβε η Εκκλησία, το κίνημα υποχώρησε και σχεδόν εξαφανίστηκε με την επιβολή του Χριστιανισμού με διάταγμα του Μ. Κωνσταντίνου. Μόνο μερικά ίχνη του διατηρήθηκαν στη Μ. Ασία και οι τελευταίοι οπαδοί, καλούμενοι Τερτυλλιανιστές, προσχώρησαν με ενέργειες του Αυγουστίνου στην Εκκλησία. Ελάχιστοι οπαδοί μόνο προχώρησαν στη διαμόρφωση άλλων κινήσεων, όπως των Μασσαλιανών και των Παυλικιανών.
Ο Παρακλητισμός επιζεί μέχρι τον 6ο αιώνα. Μέχρι τότε δεν έχουμε άλλη κίνηση οργανωμένη, εκτός από του Αιγνωτίου Ιέρακα. Πρόκειται για μορφωμένο άτομο και κάτοχο των Γραφών, πιστό άνθρωπο. Δεν έχουμε πολλές πληροφορίες γι’ αυτόν. Φαίνεται ότι δίδασκε έναν εγκρατή και έντονα μυστικιστικό τρόπο ζωής. Αποχή από το κρέας και το κρασί, άγαμο βίο. Τα αρνητικά αυτά στοιχεία τα φέρνει στη σφαίρα της σωτηρίας. Δε δέχεται σωτηρία, αν δε συμπίπτουν τούτες οι θέσεις του για εγκράτεια. Αρχίζει να ερμηνεύει με το δικό του τρόπο τις Γραφές. Τελικά, καταλήγει να αρνηθεί την ανάσταση.

ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Ο Μοντανισμός μπορεί να χαρακτηριστεί κίνημα προφητικού-μεσσιανικού τύπου, καθώς παραχωρούσε πολύ μεγάλο μέρος στην ατομική έμπνευση, σε αντίθεση με τις γνωστικές θεωρίες και την ιδέα μιας πειθαρχημένης κι ιεραρχημένης Εκκλησίας. Στηρίζει τα θεμέλια της διδασκαλίας του κυρίως στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη και στην Αποκάλυψη. Οι αντίπαλοι του Μοντανισμού χωρίς δισταγμό απορρίπτουν και τα δυο αυτά θεόπνευστα κείμενα σαν αντικανονικά και νόθα. Στην κίνηση αυτή πρωτοστατούν τα Θυάτειρα της Μ. Ασίας. Φαίνεται ότι η κίνηση δεν εξαπλώθηκε και σύντομα, με τη σύγχρονη πτώση του Μοντανισμού, καταπίπτει. Ο Επιφάνειος (Αιρ.51) μας διασώζει ότι η κίνηση των Θυατείρων θα προχωρήσει ακόμα πιο πέρα και θα αρνηθεί το δόγμα του θείου Λόγου. Ο ίδιος ο Επιφάνειος τους ονομάζει «Αλόγους» (δεν αναγνωρίζουν το δόγμα του θείου Λόγου). Μερικοί θα αρνηθούν και την ίδια την ύπαρξη της Αγίας Τριάδας (Αντιτριαδιτισμός).

ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΛΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ονόματα, χρονολογίες, τοπωνύμια, ιστορικές λεπτομέρειες θα ξεχαστούν. Μια αναδρομή στο ιστορικό χθες δε γίνεται απλά για την αύξηση των γνώσεων. Από τα Φρυγικά, τους «πλακουτσομύτηδες», το Μοντανισμό, μένει τίποτα; Μπορούν αβίαστα και απροκατάληπτα να βγουν κάποια πρακτικά συμπεράσματα:
1. Όταν πέφτει το πνευματικό επίπεδο της Εκκλησίας, οι κινήσεις γι’ αποκατάσταση και εξισορρόπηση αποτελούν φυσιολογική αντίδραση και αναμενόμενο φαινόμενο.
2. Όσα λέει η Αγία Γραφή είναι αλήθειες. Δεν επιτρέπεται όμως μια από αυτές τις αλήθειες να διαστρεβλώνεται, να γίνεται σημαία και να επισκιάσει τις υπόλοιπες. Τι πιο αληθινό από τη Β' Έλευση του Κυρίου μας; Τι πιο πολύτιμο από τα χαρίσματα στο σώμα της Εκκλησίας; Τα Φρυγικά με το Μοντανισμό δείχνουν τις τραγικές εκτροπές, όταν μεμονωμένες αλήθειες γίνουν σημαίες και διαστρεβλωθούν.
3. Πάντα στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας θα υπάρχουν σε κάθε σύναξη νήπια, ενήλικες, ώριμοι. Αλλοίμονο αν η προσπάθεια όσων έχουν την ευθύνη διδασκαλίας δεν κατατείνει σε μια συνεχή άνδρωση των ψυχών. Συνάξεις όπου πλεονάζει το στοιχείο της πνευματικής νηπιότητας, υπάρχει φόβος σύντομα να εκτραπούν.
4. Ο ενθουσιασμός, ο αυθορμητισμός, το συναίσθημα έχουν τη θέση τους. Αλλά ποτέ δε μπορεί να γίνουν κυριαρχικό και ηγετικό στοιχείο σε μια σύναξη. Σκέτος ενθουσιασμός είναι μια ζωηρή, αλλά παροδική φλόγα, που σύντομα φουντώνει και μετά σβήνει.
5. Η Εκκλησία δεν είναι κίνημα. Τα πνευματικά κινήματα χωρίς υποδομή αγιασμού, πίστης και προσευχής πρόδωσαν, αθέλητα, την υπόθεση του Ευαγγελίου.
6. Η πίστη είναι ασφαλώς απλή, αλλά ποτέ απλοϊκή, ποτέ ρηχή και αστήριχτη.
7. Δεν μπορεί να υποστηριχτεί ότι το μορφωμένο κομμάτι της Εκκλησίας πρέπει να αποτελεί την πνευματική ηγεσία. Είναι θέμα πνευματικής ωριμότητας πρώτα και χαρισμάτων. Αλλά η συστηματική υποτίμηση κι ο παραμερισμός των μορφωμένων οδηγεί συνήθως σε εξτρεμισμό, που στα πνευματικά πράγματα σημαίνει τραγωδία εκκλησιαστική.
8. Οι όποιες πνευματικές θέσεις πολεμιούνται μονάχα με πνευματικά μέσα.
Αλλοίμονο σε Εκκλησίες και άτομα που για να υποστηρίξουν τις θέσεις τους, ίσως σωστές, φτάνουν στο σημείο να αρνούνται μοναδικές βιβλικές αλήθειες. Υπάρχει το χάρισμα της προφητείας. Ο Μοντανισμός το γελοιοποίησε. Μα αυτό δε σημαίνει ότι μπορεί να διαγραφεί το χάρισμα.
Ο Κύριος θα ξανάρθει. Η Πρίσκιλλα και η Μαξιμίλλα δραματοποίησαν το θέμα. Και τελικά το συκοφάντησαν. Μα τούτο δε δίνει σε κανέναν και για κανένα λόγο το δικαίωμα να αρνηθεί τη μεγάλη ελπίδα του δεύτερου ερχομού.
Ας μη φοβηθεί η Εκκλησία τα κινήματα. Υπάρχει κάτι καλό; Ας διδαχθεί. Βλέπει εκτροπές; Ας προσευχηθεί. Και ανεπίτρεπτες ακόμα, από Γραφικής πλευράς, θέσεις κι αν διακηρύττουν οι κινήσεις, δεν επιτρέπεται ειρωνεία, διασυρμός ή πόλεμος. Πάντα να θυμόμαστε τη ρήση του Γαμαλιήλ (Πράξ.5:34-39). Ας αποφύγουμε να γινόμαστε θεομάχοι. Η αγία Εκκλησία ζει. Τα κινήματα σβήνουν. Τα κέρδη είναι φαινομενικά, και κυρίως παροδικά. Η αδυναμία βρίσκεται μέσα στην ίδια την Εκκλησία. Η δική της παρεκτροπή δημιουργεί άλλες παρεκτροπές.

12 Φεβ 2009

Μυστράς - Η πολιτεία της σιωπής - Β' Μέρος

TΑ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ
Το κάστρο, οι οχυρώσεις, οι πύλες, οι εκκλησίες, τα παλάτια, τα αρχοντικά, τα κοινά σπίτια του λαού, οι κρήνες και οι δρόμοι, που αποτελούν τη νεκρή πολιτεία του Μυστρά, είναι από τα πιο χαρακτηριστικά και πιο σημαντικά σύνολα, μάρτυρες του δυναμικού ρόλου που διαδραμάτισε η «θεοφρούρητη χώρα του Μυζηθρά» στην αναγέννηση των Παλαιολόγων, μετά την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη.


ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΜΥΣΤΡΑ
Οι επτά εκκλησιές του Μυστρά ήταν και είναι το στολίδι της έρημης, σήμερα, βυζαντινής καστροπολιτείας. Όλες τους, εκτός από την Αγία Σοφία, βρίσκονται στην Κάτω Χώρα, την κυρίως αστική συνοικία της πόλης.
Πολύ κοντά στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου είναι ο Άγιος Δημήτριος, η μητρόπολη του Μυστρά. Πρόκειται για ένα τειχισμένο κτιριακό συγκρότημα, που ήταν προσκολλημένο στη βόρεια πλευρά του εξωτερικού τείχους και αποτελούσε το θρησκευτικό κέντρο του Μυστρά. Στη δυτική αυλή με τη μνημειακή πύλη σώζεται ένα διώροφο οικοδόμημα, κτίσμα του ιεράρχη Ανανία Λαμπάρδη (1754), που χρησίμευε ως κατοικία του μητροπολίτη Λακεδαίμονος επί τουρκοκρατίας.
Η εκκλησία ήταν αφιερωμένη στον άγιο Δημήτριο και χτίστηκε το 1292 από τον ιεράρχη Νικηφόρο Μοσχόπουλο, που έμεινε στη Λακωνία από το 1304 μέχρι το 1315 και έφερε από την Κωνσταντινούπολη τα σχέδια. Αρχικά η εκκλησία ήταν τρίκλιτη βασιλική, αλλά το 15ο αιώνα ο μητροπολίτης Ματθαίος έκανε σημαντικές αλλαγές. Επηρεασμένος από τον τύπο του Αφεντικού, μιας άλλης εκκλησίας του Μυστρά, πρόσθεσε ύψος στο κτίριο και μετέτρεψε τη στέγη σε σχήμα σταυρού με πέντε τρούλους, με μεγαλύτερο τον κεντρικό. Έτσι διαμορφώθηκε ένας περίεργος σύνθετος τύπος ναού: η τρίκλιτη βασιλική κάτω και ο σταυροειδής εγγεγραμμένος με πέντε τρούλους επάνω. Αργότερα, το 18ο αιώνα, χτίστηκε δίπλα στο ναό το διώροφο κτίριο που χρησίμευε σαν σπίτι του επίσκοπου και που σήμερα φιλοξενεί το μικρό μουσείο του Μυστρά, όπου φυλάσσονται κυρίως διάφορα γλυπτά, επιστύλια, μονογράμματα, θωράκια κλπ., ανάμεσα στα οποία διακρίνεται ανάγλυφο του ενθρονισμένου Χριστού. Οι τοιχογραφίες του ναού ανήκουν σε τρεις διαφορετικές σχολές αγιογράφων, ενώ ο σκαλιστός επισκοπικός θρόνος έγινε την περίοδο της Ενετοκρατίας και έχει έντονα στοιχεία μπαρόκ. Στο δάπεδο, ακριβώς κάτω από τον κεντρικό τρούλο, υπάρχει μαρμάρινος ανάγλυφος δικέφαλος αετός, το οικόσημο των Παλαιολόγων, που χρονολογείται από το 15ο αιώνα. Εδώ, λέει η παράδοση, γονάτισε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος κατά τη στέψη του ως αυτοκράτορα, το 1449.
Λίγο πιο ψηλά από τη μητρόπολη, προς τα ΒΔ, βρίσκεται η Ευαγγελίστρια, μια μικρή εκκλησιά με απλή εμφάνιση και κομψές αναλογίες, χτισμένη στα τέλη του 14ου ή στις αρχές του 15ου αιώνα (1390-1410) σε σταυροειδή βυζαντινό ρυθμό, με κομψές αναλογίες και τρούλο. Από την εκκλησία της Οδηγήτριας-Αφεντικού έχει υιοθετήσει την ύπαρξη νάρθηκα με όροφο-γυναικωνίτη. Η διάκοσμός της, κυρίως με γλυπτά, είναι ιδιαίτερα πλούσιος και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Από την ομοιογένεια και την ενότητα που τον χαρακτηρίζει, προκύπτει ότι έγινε για να κοσμήσει το ναό και αποτελεί δείγμα της γλυπτικής τέχνης που αναπτύχθηκε στο Μυστρά. Τα θέματα και ο τρόπος της εργασίας θυμίζουν λαϊκά κεντήματα. Από τις τοιχογραφίες της δυστυχώς σώζονται ελάχιστα τμήματα. Η διάταξη των σκηνών και των θεμάτων γενικά φαίνεται ότι ακολούθησε τη διάταξη της Περιβλέπτου. Η τεχνοτροπία ακολουθεί την παράδοση των Παλαιολόγων και χρονολογείται στο 15ο αιώνα.
Ακολουθώντας τον ανηφορικό λιθόστρωτο δρόμο ο επισκέπτης βρίσκεται μπροστά στο μεγάλο μοναστηριακό συγκρότημα του Βροντοχίου. Περιτριγυρισμένο κάποτε με ιδιαίτερο τείχος, αποτελούσε το πλουσιότερο μοναστήρι του Μυστρά και στην περίοδο της ακμής του Μυστρά υπήρξε κέντρο έντονης πνευματικής κίνησης. Εκεί δίδασκε ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, με διάσημους μαθητές του τον Έλληνα καρδινάλιο, Βησσαρίωνα και τον τελευταίο ιστορικό του Βυζαντίου, Λαόνικο Χαλκοκονδύλη. Το μοναστήρι προικισμένο με αυτοκρατορικές δωρεές και πολλά προνόμια απ’ τους δεσπότες, διέθετε μια από τις πλουσιότερες και σπουδαιότερες βιβλιοθήκες της αυτοκρατορίας, είχε διοικητική ανεξαρτησία και υπαγόταν απευθείας στον πατριάρχη Κωνσταντινούπολης. Μέσα στο συγκρότημα υπάρχουν δύο από τις ομορφότερες εκκλησιές του Μυστρά, που φιλοξενούσαν και τάφους των δεσποτών.
Παλαιότερη από τις δύο είναι οι Άγιοι Θεόδωροι, που άρχισαν να χτίζονται από τον ηγούμενο Δανιήλ γύρω στο 1290 και τέλειωσαν το 1296 από τον Μεγάλο Πρωτοσύγκελο Παχώμιο. Ο ναός αυτός μαζί με τον Άγιο Δημήτριο είναι μια από τις πιο παλιές εκκλησίες του Μυστρά. Είναι ναός τύπου σταυρικού οκταγωνικού, με μεγάλο τρούλο, όπως ο Όσιος Λουκάς της Φωκίδας, η Μονή Δαφνιού, η Ρωσική Εκκλησία στην Αθήνα και στις τέσσερις γωνιές υπάρχουν ταφικά παρεκκλήσια των δεσποτών του Μυστρά. Το εξωτερικό του εμφανίζει αρκετή χάρη και ομορφιά, ενώ ο κεραμικός διάκοσμος των επιφανειών και τα διάφορα επίπεδα της στέγης, δείγμα βυζαντινής αρχιτεκτονικής, του δίνουν ιδιαίτερη γραφικότητα. Οι τοιχογραφίες που σώζονται σήμερα ανήκουν στην πρώτη περίοδο της άνθησης της τέχνης του Μυστρά που φτάνει ως το 1350 και είναι μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας. Οι μορφές απεικονίζονται ηρωικές, γεμάτες ζωή, με ελευθερία στην κίνηση και ρεαλιστική διάθεση, κάτι που μαρτυρεί εξάρτηση από την παλαιότερη τέχνη. Γενικά έχουν εμφανή την επίδραση της Μακεδονικής Σχολής.
Η Παναγία η Οδηγήτρια, ή «Αφεντικό», είναι η δεύτερη εκκλησία στο Βροντόχι στο ΒΔ άκρη της πόλης και χτίστηκε το 1310 από τον Πρωτοσύγκελο Παχώμιο. Τόσο τα σχέδια, αλλά και οι μάστορες και οι αγιογράφοι που τη διακόσμησαν είχαν έρθει από την Κωνσταντινούπολη. Σαν υλικό κατασκευής χρησιμοποιήθηκε πέτρα για το εξωτερικό και μάρμαρο για την εσωτερική επένδυση. Η Οδηγήτρια ήταν η πρώτη εκκλησία στο Μυστρά όπου εφαρμόστηκε ο σύνθετος αρχιτεκτονικός ρυθμός. Τρίκλιτη βασιλική στη κάτοψη και σταυροειδής με πέντε τρούλους και ένα στο νάρθηκα, στο πάνω μέρος.[1] Στα πλάγια του κυρίως ναού υπάρχουν στοές και ταφικά παρεκκλήσια. Στο παρεκκλήσι στη ΒΔ γωνιά της εκκλησίας είναι θαμμένος ο Θεόδωρος Β' Παλαιολόγος, γεγονός που έδωσε και την ονομασία «Αφεντικό» στην εκκλησία. Ο περίφημος αυτός δεσπότης, που λίγο πριν το θάνατό του (1443) έγινε μοναχός με το όνομα Θεοδώρητος, απεικονίζεται δυο φορές στον τοίχο πάνω από τον τάφο του: αριστερά με τη μεγαλοπρεπή στολή του δεσπότη και δεξιά με το καλογερικό ράσο. Η μορφή του είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα του είδους της προσωπογραφίας έτσι όπως είχε καλλιεργηθεί στο Μυστρά. Το παρεκκλήσι που βρίσκεται στη ΝΔ γωνιά της εκκλησίας έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί στου τοίχους του είναι ζωγραφισμένα και τα χρυσόβουλα των αυτοκρατόρων με τα προνόμια που είχαν δοθεί στο Βροντόχι, τα στοιχεία της τεράστιας περιουσίας του κ.α.
Κοντά στη ΝΑ γωνία του εξωτερικού τείχους (σχεδόν αθέατη) βρίσκεται ένα μικρό μοναστήρι, η Περίβλεπτος. Είναι αφιερωμένο στη Παναγία Περίβλεπτο, ονομασία που προέρχεται από μια φημισμένη εκκλησιά της Κωνσταντινούπολης, χτισμένη στα χρόνια της αυτοκράτειρας Ζωής. Η ίδρυσή του θα πρέπει να τοποθετηθεί στις αρχές του 14ου αιώνα. Είναι βυζαντινού ρυθμού, σταυροειδής με τρούλο, αλλά και με αρκετά αρχιτεκτονικά στοιχεία δυτικού τύπου, όπως ο πύργος πάνω από την τράπεζα. Παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με την Ευαγγελίστρια και την Αγία Σοφία. Η μια πλευρά της στηρίζεται στο βράχο και κρύβει τη σπηλιά που βρίσκεται πίσω. Το σπήλαιο πιστεύεται ότι είναι αυτό που αναφέρει ο Παυσανίας (Λακωνικά 20,7), όπου στην αρχαιότητα γίνονταν τελετές συνδεδεμένες με τα Ελευσίνια μυστήρια. Η εξωτερική όψη του ναού δημιουργεί τέλεια εντύπωση με τις κομψές αναλογίες, την απλότητα στις γραμμές, την επιμελημένη τοιχοδομία και τις οδοντωτές ταινίες, που θυμίζουν κλασικό βυζαντινό κτίσμα του 11ου ή του 12ου αιώνα. Όλο το κτίριο είναι αρκετά ακανόνιστο, εξαιτίας της θέσης του διπλανού βράχου και περιβάλλεται από παρεκκλήσια, τα οποία με τις πλάγιες στοές και το ναό αποτελούν ένα γραφικό σύνολο.
Μεγάλη σημασία όμως παρουσιάζει ο ζωγραφικός διάκοσμος της Περιβλέπτου, που ανήκει στη δεύτερη περίοδο τέχνης του Μυστρά, δηλαδή μετά την ίδρυση του δεσποτάτου. Οι τοιχογραφίες περιλαμβάνουν μεγάλη ποικιλία θεμάτων και είναι οι καλύτερα διατηρημένες απ’ όλες τις εκκλησίες του Μυστρά. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πλούσια και με πολλές λεπτομέρειες ιστόρηση της παιδική ζωή της Θεοτόκου, με πηγή τα απόκρυφα ευαγγέλια και κυρίως το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου. Οι μορφές ενός ζευγαριού αρχόντων (δυτικός τοίχος), που προσφέρουν ομοίωμα της εκκλησίας στη Θεοτόκο, πιστεύεται ότι ήταν οι κτήτορες της μονής. Υπάρχει και μια περίεργη ανάγλυφη πλάκα, που απεικονίζει το Μ. Αλέξανδρο να ανεβαίνει στον ουρανό με τη βοήθεια δύο αετών, θέμα αρκετά ασυνήθιστο για ορθόδοξη εκκλησία! Οι τοιχογραφίες της Περιβλέπτου τοποθετούνται χρονικά στο διάστημα 1350-80, αλλά δεν έχουν ούτε το ρεαλισμό των τοιχογραφιών της Μητρόπολης ούτε την ελευθερία του Βροντοχίου. Όμως, παρά τις σοβαρές βλάβες που έχουν υποστεί από την υγρασία και τις επιχρίσεις με ασβέστη, αποτελούν αριστουργήματα που διακρίνονται για τη ζωηρότητα των μορφών, τη δύναμη και τη χάρη των κινήσεων, την ακρίβεια του σχεδίου, τη πλαστικότητα και τη σύνθεση που τις καθιστά άμεσα συγκρίσιμες με τα ψηφιδωτά της Μονής της Χώρας της Κωνσταντινούπολης. Πολλοί ειδικοί θεωρούν ότι οι τοιχογραφίες της Περιβλέπτου ανήκουν σε μια τεχνοτροπία, αντίρροπη της Μακεδονικής, που ανάγεται στη σχολή του 14ου αιώνα, πρόδρομο της Κρητικής Σχολής, η οποία μετά το 15ο και ιδίως το 16ο αιώνα σημείωσε μεγάλη άνθηση και διακρίθηκε για τις θαυμάσιες φορητές εικόνες της. Όπως έγραψε και ο Φώτης Κόντογλου, αυτό που κάνει τη διαφορά στις εικόνες αυτής της εκκλησίας είναι «...το βαθύ αίσθημα και το κατανυχτικό πινέλο».
Κοντά στη Πύλη του Ναυπλίου και τα παλάτια των δεσποτών βρίσκεται η μοναδική εκκλησία της Πάνω Χώρας, η Αγία Σοφία. Είναι σταυροειδής με τρούλο και ψηλό τριώροφο καμπαναριό. Χτίστηκε το 1350 από τον Μανουήλ Κατακουζηνό, πρώτο δεσπότη του Μυστρά,[2] που είχε τη συνήθεια να αφιερώνει όλες τις εκκλησίες που έχτιζε στην Αγία Σοφία. Το κτίριο έχει νάρθηκα, παρεκκλήσια και μια στοά στη βόρεια πλευρά του. Σύμφωνα με την παράδοση, εκεί ενταφιάστηκαν η Θεοδώρα Τόκκου, σύζυγος του Κωνσταντίνου Δραγάτση Παλαιολόγου (1429), που πέθανε στη Γλαρέντζα και η Κλεόπα Μαλατέστα, σύζυγος του Θεόδωρου Α' Παλαιολόγου (1433).
Η αγιογράφηση και οι τοιχογραφίες ανήκει στη δεύτερη περίοδο της τέχνης του Μυστρά (1350-1460), που άρχισε με την ίδρυση του δεσποτάτου και είναι φανερή η έντονη επίδραση της Μακεδονικής Σχολής. Πολύ εντυπωσιακή είναι η Γέννηση της Θεοτόκου και μια πλατιά σύνθεση με γυναίκες που έχουν έρθει να προσφέρουν τα δώρα τους ντυμένες όπως οι αρχόντισσες του Μυστρά. Η Αγία Σοφία, λόγω της θέσης της, ήταν η εκκλησία της αριστοκρατίας της πόλης και στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχε μετατραπεί σε τζαμί.
Ακριβώς στην άκρη του γκρεμού, στην ανατολική πλευρά του λόφου και προς τα ΒΔ της Περιβλέπτου, σε μια απότομη κατηφόρα, βρίσκεται η Παντάνασσα, η τελευταία χρονικά μεγάλη εκκλησία που χτίστηκε στον Μυστρά το 1428 με την πιο πολύπλοκη εμφάνιση. Αυτό οφείλεται στο ότι ο ιδρυτής της, Ιωάννης Φραγκόπουλος, «καθολικός μεσάζων και πρωτοστράτωρ» (πρωθυπουργός του Θεόδωρου Β' Παλαιολόγου), έκανε χρήση διαφόρων αρχιτεκτονικών στοιχείων του Μυστρά και της Κωνσταντινούπολης, ενώ παράλληλα ήταν ανοιχτός σ’ επιδράσεις της δυτικής, αλλά και της ισλαμικής τέχνης. Το κτίσμα αυτό του Φραγκόπουλου, που το μονόγραμμά του σώζεται ακόμα σ’ ένα από τα κιονόκρανα της νότιας τοξοστοιχίας και στα παράθυρα του δυτικού τοίχου, αντικατοπτρίζει την ύστατη προσπάθεια της βυζαντινής τέχνης για μια νέα συνθετική δημιουργία. Στο εσωτερικό φαίνεται η μίμηση του ρυθμού του Αφεντικού, με μικτό αρχιτεκτονικό ρυθμό: τρίκλιτη βασιλική με τοξοστοιχίες στην κάτοψη και σταυροειδής με πέντε τρούλους στο πάνω μέρος, με τετραώροφο καμπαναριό κι ενσωματωμένη στοά με τρούλο. Οι τοιχογραφίες διακρίνεται σε δυο περιόδους: στην πρώτη (από το τέλος της 3ης δεκαετίας του 15ου αιώνα), ανήκουν οι τοιχογραφίες των πάνω επιφανειών και των υπερώων, ενώ στη δεύτερη (τέλη 17ου-αρχές 18ου αιώνα), ανήκουν αυτές των κάτω επιφανειών των τοίχων. Βέβαια, ο διάκοσμος της Παντάνασσας δεν έχει την καλλιτεχνική αξία αυτού της Περιβλέπτου, ούτε παρουσιάζει μεγάλη ενότητα, γιατί έχει επηρεαστεί από το Αφεντικό και τη Περίβλεπτο και επειδή έχει εκτελεστεί από δυο ζωγράφους. Όμως θεωρείται το τελευταίο αντιπροσωπευτικό έργο της βυζαντινής τέχνης, κάτι που αποδεικνύει ότι το Βυζάντιο στα τελευταία χρόνια της ύπαρξής του είχε ακόμα τη δύναμη να αφομοιώνει καλλιτεχνικά στοιχεία και να παράγει καινούργια έργα. Μερικές σκηνές έχουν ιδιαίτερη χάρη, όπως ο Ευαγγελισμός, όπου ο άγγελος βρίσκει τη Θεοτόκο μέσα σε κήπο, δίπλα σε μια κρήνη από όπου πίνουν νερό πέρδικες. Χαρακτηριστική είναι τέλος η εικόνα του Άρχοντα Μανουήλ Λάσκαρη Χατζίκη, ζωγραφισμένη πάνω στον τάφο του (πέθανε το 1445) στη νότια πλευρά του νάρθηκα, με τα ενδύματα της εποχής των Παλαιολόγων και με τα μαλλιά του όμοια με αυτά του αυτοκράτορα Ιωάννη Η' Παλαιολόγου, όπως ο τελευταίος εικονίζεται σε σύγχρονα έργα ζωγραφικής. Αρχικά η μονή ήταν ανδρική, αργότερα όμως μετατράπηκε σε γυναικεία. Εκεί μόνασαν τα τελευταία χρόνια οι δυο αδελφές Ευσεβία και Παϊσία Γιατράκου, που ανήκαν στην ομώνυμη ιστορική οικογένεια και διέθεσαν όλη την περιουσία τους και την ενεργητικότητά τους στην περισυλλογή και διάσωση της μονής και γενικότερα των καλλιτεχνικών θησαυρών του Μυστρά. Σήμερα οι λιγοστές καλόγριες που ζουν στην Παντάνασσα, είναι οι μόνοι μόνιμοι κάτοικοι της σιωπηλής πολιτείας και ασχολούνται με τη χειροτεχνία, τη ζωγραφική και τη ξενάγηση των επισκεπτών του Μυστρά, αλλά και με τον καθαρισμό και τη συντήρηση πολλών τοιχογραφιών.
Εκτός από τις επτά μεγάλες εκκλησίες που αναφέραμε, υπάρχουν ακόμα περίπου είκοσι, διάσπαρτες σε ολόκληρη την περιοχή των ερειπίων του Μυστρά. Άλλες διατηρούνται ακέραιες, άλλες είναι μικρά παρεκκλήσια, άλλες ερειπωμένες κι άλλες είναι γνωστή μόνο η θέση τους.

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ, ΟΙ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΥΛΕΣ
Στην κορυφή του βραχώδους λόφου του Μυζηθρά δεσπόζει πάνω από την πόλη το περίφημο κάστρο, «το μέγα δυναμάριν», που χτίστηκε το 1249 από τον Γουλιέλμο Β' Βιλεαρδουίνο. Το πρώτο αυτό κτίσμα, που οι συνεχείς επισκευές και προσθήκες των Βυζαντινών και των Τούρκων έχουν αλλάξει την αρχική του μορφή, ήταν κι ο πυρήνας γύρω από τον οποίο αναπτύχθηκε λίγο μετά η φημισμένη καστροπολιτεία του Μοριά. Ο πιο εύκολος τρόπος για να φτάσει κανείς εκεί είναι από την πάνω πύλη, την πύλη του Ναυπλίου, με τη σιδερένια κινούμενη θύρα, η οποία διέθετε ισχυρή οχύρωση με ένα συγκρότημα τετράγωνων και στρογγυλών πύργων. Πίσω από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας ξεκινάει ένα μικρό μονοπάτι που οδηγεί στην πύλη του κάστρου, προστατευμένη από έναν ισχυρό πύργο, έργο των Βυζαντινών.
Το κάστρο είναι μακρόστενο, εκτείνεται σε μήκος 170 μέτρων και περιβάλλεται από δύο τείχη, που ακολουθούν την κλίση και τη μορφολογία του εδάφους. Στην ανατολική και ΝΑ πλευρά είναι συνεχή, ενώ στη νότια και δυτική συμπληρώνουν τα κενά που αφήνει η φυσική διαμόρφωση του εδάφους. Το πρώτο, το εσωτερικό, κατασκευάστηκε για να προστατεύει τους πρώτους κατοίκους που εγκαταστάθηκαν κάτω από το κάστρο στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα. Η αφετηρία του βρίσκεται στο δυτικό άκρο του κάστρου, κατεβαίνει τον απότομο βράχο, περνάει κάτω από τα παλάτια, από την Παντάνασσα και συνεχίζει προς τα νότια, φτάνοντας μέχρι την άκρη του βράχου. Ψηλότερα, στη ΒΔ γωνία, βρίσκεται ο εσωτερικός περίβολος, το κυρίως «δυναμάρι» του κάστρου, που στη νότια πλευρά του, κολλητά στο τείχος, σώζονται τα ερείπια της κατοικίας του διοικητή του κάστρου, μια δεξαμενή, ένα ερειπωμένο παρεκκλήσι, το παλιό πιθανώς κτίσμα του Μυστρά κι ένας στρογγυλός πύργος (βίγλα), όπου φρουρούσαν οι «βιγλάτορες» (παρατηρητές) και έλεγχαν το πέρασμα του Ταϋγέτου, που περνάει χαμηλότερα στη χαράδρα στο δυτικό άκρο.
Το δεύτερο τείχος, το εξωτερικό, ξεκινά από τη βόρεια πλευρά του πρώτου, περνά κάτω από το συγκρότημα του Βροντοχίου και της μητρόπολης, από τον πύργο της σημερινής εισόδου προς τον αρχαιολογικό χώρο και από την πύλη της Μαρμάρας, καταλήγοντας στην Περίβλεπτο. Οι τετράγωνοι πύργοι που υπάρχουν σε ορισμένα διαστήματα είχαν σκοπό να ενισχύσουν την άμυνα της οχύρωσης. Στον εξωτερικό περίβολο σώζονται ερείπια από οικοδομήματα της εποχής της τουρκοκρατίας, μια δεξαμενή και ένας ισχυρός κυκλικός πύργος. Η θέα προς τον Ταΰγετο και την κοιλάδα του Ευρώτα είναι πραγματικά συγκλονιστική. Έξω από τα τείχη της πόλης, προς το ΒΑ άκρο του κάστρου, βρισκόταν η εβραϊκή συνοικία.
Ο Μυστράς είχε τρεις πύλες: τη Μαρμάρα, που πήρε το όνομά της από τη ρωμαϊκή σαρκοφάγο που χρησίμευε ως κρήνη[3] μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Την πύλη με τον πύργο, που αποτελεί την κύρια είσοδο στον αρχαιολογικό χώρο και στην οποία καταλήγει ο αμαξιτός δρόμος. Την πύλη του Ναυπλίου, με τη σιδερένια κινούμενη θύρα, που είχε ισχυρή οχύρωση με ένα συγκρότημα τετράγωνων και στρογγυλών πύργων. Όσοι έρχονταν από την Κάτω Χώρα έμπαιναν στον Μυστρά από την πύλη της Μονεμβασιάς ή Σιδερόπορτας, που είχε μια σιδερένια καταρακτή θύρα (θύρα που ανεβοκατέβαινε).

ΤΑ ΠΑΛΑΤΙΑ, ΤΑ ΑΡΧΟΝΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ
Η πύλη της Μονεμβασιάς οδηγεί από την Κάτω Πόλη στην πλατεία της Άνω Πόλης, όπου υψώνονταν κάποτε μεγαλοπρεπή παλάτια των δεσποτών και τα αρχοντικά των αξιωματούχων του Μυστρά. Τα ερείπιά τους προκαλούν ακόμα και σήμερα το θαυμασμό. Πρόκειται για ένα επιβλητικό συγκρότημα μνημειακού ύψους, πάνω σε ένα βραχώδες έξαρμα, ώστε να δεσπόζει σε όλη την πόλη. Μπροστά απλώνεται η ευρύχωρη πλατεία, από όπου κάποτε γίνονταν οι επίσημες τελετές και οι δημόσιες συγκεντρώσεις, περνούσαν οι αυτοκρατορικές πομπές και στα μπαλκόνια τριγύρω κάθονταν οι δέσποινες του Μυστρά. Αργότερα, στην περίοδο της τουρκοκρατίας η μεγάλη πλατεία χρησίμευε ως χώρος αγοράς, όπου γινόταν το παζάρι, γι’ αυτό και ονομαζόταν φόρος (από το λατινικό forum). Στη ΒΔ άκρη της πλατείας σώζεται η κρήνη των Καντακουζηνών και ο πλάτανος.
Στη ρίζα του βράχου, κάτω από το κάστρο, στο πλάτωμα της Άνω Πόλης, σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση τα εντυπωσιακά παλάτια των Καντακουζηνών και των Παλαιολόγων, των δύο οικογενειών που διοικούσαν τον Μυστρά ως δεσπότες. Τα ογκώδη κτίρια, χαρακτηριστικά δείγματα μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής, έχουν δύο πτέρυγες (η μία ΒΑ και η άλλη ΒΔ) και είναι χτισμένα κάθετα το ένα με το άλλο σε σχήμα ορθής γωνίας. Το πρώτο κτίριο της ΒΔ πτέρυγας ανήκει στη πρώτη περίοδο (1250-1350), με οξυκόρυφα γοτθικά παράθυρα και με ένα μικρό (αναστηλωμένο) εξώστη, επηρεασμένο από τη δυτική αρχιτεκτονική. Αποκαλείται «Ανάκτορο των Καντακουζηνών», που κάποια τμήματά του πρέπει να χτίστηκαν από τους πρώτους Φράγκους κυρίαρχους του Μυστρά. Πίσω από αυτό υπάρχει ένα συνεχόμενο κτίριο που ανήκει στη δεύτερη περίοδο (1350-1400) και πρόκειται για το πιο σημαντικό διώροφο κτίριο του Μυστρά που χρησίμευε ως κατοικία των δεσποτών.
Κάθετο στο κτιριακό αυτό συγκρότημα υπάρχει ένα άλλο κτίριο που ανήκει στην τρίτη περίοδο (1400-60) και είναι το παλάτι των Παλαιολόγων. Χτισμένο σε ενιαίο σχέδιο, είναι το τελευταίο κτίριο των παλατιών και καταλαμβάνει όλη τη νότια πτέρυγα. Είναι ένα μεγάλο ορθογώνιο παραλληλόγραμμο οικοδόμημα, μήκους 38 μ. και πλάτους 12 μ., με ημιυπόγειο, δύο ορόφους και διώροφη στοά μπροστά. Η πρόσοψή του μοιάζει με το παλάτι του Πορφυρογέννητου στην Κωνσταντινούπολη και με τα ανάκτορα της πρώιμης Αναγέννησης στην Ιταλία. Στα 8 διαμερίσματα του πρώτου ορόφου ήταν εγκαταστημένοι οι σωματοφύλακες κι οι κρατικές υπηρεσίες. Όλος ο δεύτερος όροφος αποτελούσε μία αίθουσα, τη μεγαλοπρεπή αίθουσα του θρόνου, τον χρυσοτρίκλινο των Βυζαντινών. Στην ανατολική της πλευρά έχει μια σειρά από 8 μεγάλα γοτθικά παράθυρα και μια δεύτερη από 6 κυκλικά ανοίγματα (φεγγίτες). Η αίθουσα αυτή θερμαινόταν με τζάκια που οι καμινάδες τους περνούσαν μέσα από το δυτικό τοίχο. Δυστυχώς, τα έργα αναστήλωσης κι αποκατάστασης που γίνονται αυτήν την εποχή δεν επιτρέπουν την πρόσβαση στο εσωτερικό τους. Όμως, έστω και από μακριά, ο όγκος τους είναι ιδιαίτερα επιβλητικός και το μνημειακό τους ύφος μοναδικό. Το παλάτι αυτό πυρπολήθηκε το 1464 κατά την επιδρομή του Μαλατέστα. Διάφοροι περιηγητές, κυρίως στην Τουρκοκρατία, εντυπωσιασμένοι στη θέα τους, τα περιγράφουν με την ονομασία «Παλάτια του Μενελάου», ενώ η λαϊκή μούσα τα τραγούδησε ως «Σαράγια της Βασιλοπούλας».
Στη συνοικία γύρω από τα παλάτια υπάρχουν τα εντυπωσιακά ερείπια από τα αρχοντικά των αξιωματούχων του Μυστρά. Οι χρονικογράφοι της εποχής μιλάνε για περισσότερα από 2.000 αρχοντικά σπίτια, αριθμός που δείχνει τον πλούτο και την αίγλη της πόλης. Τα κτίρια αυτά, καθώς και οι κατοικίες των πλουσίων, αλλά και τα κοινά σπίτια είχαν συνήθως δύο ή τρία πατώματα, αν υπολογιστεί και το υπόγειο. Τα περισσότερα από αυτά έχουν διατηρήσει το αρχικό τους σχέδιο και την εξωτερική τους εμφάνιση και, επειδή δεν έχουν ανακατασκευαστεί ή αναστηλωθεί, βοηθούν στη διαμόρφωση μιας σαφούς εικόνας σχετικά με την κοσμική αρχιτεκτονική στην περίοδο 1300-1700. Προσφέρουν επίσης πολύτιμα στοιχεία για τα υλικά δόμησης, τον τρόπο χρήσης τους κ.α. Τα σπίτια, μεμονωμένα συνήθως μέσα σε μια αυλή ή και εφαπτόμενα με άλλα, εμφανίζουν στη κάτοψη επίμηκες ορθογώνιο παραλληλόγραμμο σχέδιο. Το ισόγειο στεγαζόταν με καμάρα ή θόλους και χρησίμευε ως στάβλος ή αποθήκη. Ο πρώτος όροφος είχε μόνο μια μεγάλη αίθουσα, τον τρίκλινο, ενώ η στέγη ήταν κεραμωτή, ξύλινη και η πρόσοψη με τον ηλιακό (εξώστη) έβλεπε πάντα προς την κοιλάδα του Ευρώτα. Τα παλαιότερα και πλουσιότερα σπίτια διέθεταν έναν τετράγωνο αμυντικό πύργο, αποχωρητήριο που εξείχε σε μια γωνιά του τρίκλινου και σε ορισμένες περιπτώσεις ένα μικρότερο κτίσμα για υπνοδωμάτια (το κουβούκλιο) ή μαγειρεία και χώρους του προσωπικού. Η μελέτη τους έχει αποκαλύψει μοναδικά στοιχεία για την αστική αρχιτεκτονική από τον 13ο έως το 17ο αιώνα. Τα πιο εντυπωσιακά και καλύτερα σωζόμενα σπίτια σήμερα είναι το λεγόμενο Παλατάκι, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, το σπίτι του «Φραγκόπουλου» κοντά στη Περίβλεπτο και το σπίτι του «Λάσκαρη» στη συνοικία της Μαρμάρας. Από αυτό φαίνεται η απλότητα του τρόπου ζωής των κατοίκων του Μυστρά, καθώς και οι αμυντικοί προσανατολισμοί στην αρχιτεκτονική που επιβίωσαν στους πύργους της Μάνης και δηλώνουν γενικά την ανασφάλεια που επικρατούσε στην υστεροβυζαντινή περίοδο. Τέλος, χαμηλά στην Κάτω Χώρα, κοντά στην είσοδο βρίσκεται ακόμα η όμορφη κατασκευή στις πηγές των Κρεβατάδων, μιας ακόμα από τις αρχοντικές οικογένειες του Μυστρά. Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνται εντατικές εργασίες αναστήλωσης των κυριότερων μνημείων.

Ο ΜΥΣΤΡΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Πρώτος περιηγητής - αρχαιολόγος, με τη σημερινή έννοια της λέξης, μπορεί να θεωρηθεί ο Ιταλός Κυριακός Πιτσίκολι, από την Αγκώνα, που επισκέφτηκε πολλές φορές την Ελλάδα και μάλιστα τη Λακωνία και τον Μυστρά από το 1436-47, για να συλλέξει πληροφορίες για την αρχαία Σπάρτη και διάφορα ελληνικά χειρόγραφα. Δεν αποκλείεται, μαζί με τις αρχαιολογικές έρευνες, να συγκέντρωνε και στοιχεία πολιτικής και στρατιωτικής φύσης για τους Τούρκους, γιατί είναι γνωστό ότι αργότερα χρησίμευσε κι ως γραμματέας του σουλτάνου Μωάμεθ Β', στην αυλή του οποίου βρισκόταν γύρω στο 1454. Έγραψε και έμμετρο επίγραμμα για τον Μυστρά στα ιταλικά, που το μετέφρασε ο Γεμιστός Πλήθων.
Το 1464 ο Σιγκισμόντο Μαλατέστα ήρθε στον Μυστρά ως επιδρομέας και το 1465 επισκέφτηκε την πόλη ο Ιταλός Τζιαμπέττι. Το 1676 ο Λα Γκυλλετιέρ έγραψε τα βιβλία «Λακεδαίμων» και «Αθήνα αρχαία και νεότερη», όπου συγχέεται ο Μυστράς με την αρχαία Σπάρτη και η σύγχυση αυτή συνεχίζεται από τον Κορονέλι (1681) και τον αβά Φουρμόν (1728). Αυτό επιβεβαιώνεται και από τον «Χρονογράφο» Δωρόθεο Μονεμβασίας (1631), που στο κεφάλαιο «Περί πότε πήραν οι Φράγκοι τον Μορέα» θεωρεί τον Μυστρά σαν την ίδια τη Σπάρτη. Ο ίδιος χρονογράφος, στο ίδιο κεφάλαιο, αναφέρει τα σχετικά με το γάμο του Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου με την Άννα, κόρη του δεσπότη της Άρτας, Μιχαήλ Β' Άγγελου Κομνηνού και λέει ότι αυτή ήταν πολύ όμορφη και χαριτωμένη σαν δεύτερη Ελένη του Μενελάου.
Φαίνεται ότι η είδηση αυτή ήταν ο πρώτο σπινθήρας της τολμηρής ιδέας του Γκαίτε να παρουσιάσει στο δεύτερο «Φάουστ» τη θρυλική Ελένη της ομηρικής Σπάρτης, να επιζεί για δεύτερη φορά ως σύζυγος του Φράγκου πρίγκιπα της μεσαιωνικής Σπάρτης, που μέχρι τότε ταυτιζόταν ακόμα με το Μυστρά και του οποίου το κάστρο και τη θέση την περιγράφει ως εξής:
«Έρημο ήταν το χαραδροβούνι εκεί,
Που πίσω από τη Σπάρτη βορεινά τραβά,
στον Ταΰγετο ακουμπώντας και που γελαστό,
εκείθε ρυάκι ρέει ο Ευρώτας κι έπειτα,
μες στην κοιλάδα, καλαμόζωστος, πλωτός,
τους κύκνους τρέφει. Πέρα κει μια τολμηρή
φυλή, που από την Κιμμέρια νύχτα πλάκωσε,
μες στη βουνοκοιλάδα εγκαταστάθηκε,
αθόρυβα και κάστρο απάτητο έχτισε
...»
Έτσι, η σύγχυση της Σπάρτης και του Μυστρά συνέχισε μέχρι την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα και πρώτος ο Σατομπριάν, που επισκέφτηκε τη Λακωνία (1806), δίνει στοιχεία στο «Οδοιπορικό» του (1827) και ειδήσεις σχετικά με τη θέση της κλασικής Σπάρτης και περιγραφή του Μυστρά. Την ίδια περίπου εποχή τον Μυστρά επισκέφτηκαν ο Γάλος Πουκεβίλ και ο Άγγλος Λικ και αργότερα ο ιστορικός της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα Μπισόν, που έδωσε περισσότερα στοιχεία για τον Μυστρά.

[1] Ο ίδιος τύπος αποτέλεσε πρότυπο αργότερα για την Παντάνασσα, ενώ στα μέσα του 15ου αιώνα τον απομιμήθηκε ο μητροπολίτης Ματθαίος για να κατασκευάσει τη Μητρόπολη.
[2] Σώζεται το μονόγραμμά του στο ΝΔ κιονόκρανο και στα επίκρανα των δυτικών παραστάδων.
[3] Σήμερα έχει μεταφερθεί στην αυλή της Μητρόπλης.

7 Φεβ 2009

Μυστράς - Η πολιτεία της σιωπής - A' Μέρος

Ο Μυστράς, η βυζαντινή καστροπολιτεία της Πελοποννήσου που ιδρύθηκε στα μέσα του 13ου αιώνα, δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Βρίσκεται 6 χλμ. ΒΔ της Σπάρτης και, αν και ερειπωμένη σήμερα, στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δυο αιώνες, με τα ερείπιά της να αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού της ύστερης Βυζαντινής περιόδου. Είναι χτισμένη και διαμορφωμένη πολεοδομικά σύμφωνα με τον κλασικό τρόπο των οχυρωμένων μεσαιωνικών πόλεων, σε τρεις ζώνες, που η καθεμιά περιτριγυρίζεται από τείχη ενισχυμένα με πύργους και βαριές καστρόπορτες. Έτσι έχουμε το κάστρο στην κορυφή του λόφου του Μυστρά, που ήταν και το πρώτο κτίσμα στην περιοχή. Στη συνέχεια αναπτύχθηκε η Πάνω Χώρα ή Μεσοχώρα, με τα παλάτια των δεσποτών και τα αρχοντικά της αριστοκρατίας της πόλης, στο πλάτωμα που υπάρχει κάτω από την κορυφή. Καθώς ο πληθυσμός αυξανόταν ραγδαία, δημιουργήθηκε η μεσοαστική συνοικία της Κάτω Χώρας και τέλος, ο μικρός οικισμός της Έξω Χώρας, έξω από το τείχος, που ήταν χρονικά και η τελευταία συνοικία της πόλης. Στην περίοδο της μεγάλης του ακμής ο Μυστράς αριθμούσε 45.000 κατοίκους.
Σήμερα μόνο με τα μάτια της ψυχής ο επισκέπτης μπορεί να ζήσει το παλιό μεγαλείο της καστροπολιτείας καθώς θα περπατάει στα έρημα λιθόστρωτα, κάτω από τα «διαβατικά» (τις καμάρες που περνάνε πάνω από τους δρόμους) ανάμεσα στα ερείπια των σπιτιών και των αρχοντικών. Μόνον οι πανέμορφες εκκλησιές του Μυστρά στέκονται καλοδιατηρημένες για να θυμίζουν εκείνες της μέρες της δόξας. Η νεκρή πολιτεία έχει τη μοναδική ικανότητα να ζωντανεύει στο κάθε βήμα και να δημιουργεί μια ατμόσφαιρα σχεδόν μυστηριακή, όπου θρύλοι και γεγονότα γίνονται ένα με θαυμαστό τρόπο. «Το μυστικό του Μυστρά είναι η σιωπή», έχει γράψει πολύ εύστοχα ένας από τους μελετητές του. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Μπαρός είπε όταν τον αντίκρισε: «...Μόνον ο Μυστράς γεμίζει τη ψυχή μου με ποίηση...», ή το ότι ο Γκαίτε τοποθετεί ένα τμήμα του δεύτερου μέρους του Φάουστ εκεί! Όσο για τη λαϊκή μούσα, αυτή τραγούδησε το κάστρο του και το χαρακτήρισε «δρακόχτιστο», «δρακοθεμελιωμένο» ή «...του Μυζηθρά το κάστρο, το ωριόκαστρο».

ΤΟ XΤΙΣΙΜΟ ΤΟΥ ΜΥΣΤΡΑ
Όλα ξεκίνησαν στα μέσα του 13ου αιώνα, μετά την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Πελοποννήσου από τους Φράγκους. Το κάστρο του Μυστρά ιδρύθηκε από τον Γουλιέλμο Βιλεαρδουίνο Β', τον Φράγκο άρχοντα του Μορέως, που αφού κυρίευσε (1248) το δυσπόρθητο κάστρο της Μονεμβασιάς, για να έχει κάτω από την εξουσία του τους κατοίκους της Μάνης και της Λακεδαίμονος, ίδρυσε στη Μάνη τα φρούρια του Λεύκτρου και της Μεγάλης Μάνης. Ήταν το 1249, όταν το έμπειρο μάτι του Βιλεαρδουίνου, ξεχώρισε στην ανατολική πλευρά του Ταΰγετου το φυσικό οχυρό λόφο του Μυζηθρά που δέσποζε πάνω από τον κάμπο της μεσαιωνικής Σπάρτης, που τότε λεγόταν «Λακεδαιμονία». Βρισκόταν στο κέντρο μιας περιοχής που για αιώνες μαστιζόταν απ’ τις επιδρομές δύο ανυπότακτων φυλών, των Τσακώνων του Πάρνωνα και των Μηλίγγων του Ταΰγετου. Σύμφωνα με το Χρονικό του Μορέως, διάλεξε να χτίσει ένα ισχυρό κάστρο στην κορυφή του παράξενου και απότομου αυτού λόφου (620 μ. ύψος):
«Κι όσον εγύρεψε καλά τα μέρη εκείνα όλα,
Ηύρε βουνί παράξενον, απόκομμα εις όρος
Απάνω της Λακεδαιμονίας κανένα μίλι πλέον
Διατί του άρεσεν πολλά να ποιήσει δυναμάριν.
Ώρισε άνω εις το βουνί κι εχτίσαν ένα κάστρον,
Και Μυζηθράν τ’ ωνόμασε, διατί το έκραζαν ούτως
Λαμπρόν κάστρον έποικεν και μέγα δυναμάριν
...»
Η ετυμολογία του τοπωνυμίου είναι ακόμα ασαφής και προήλθε είτε από το σχήμα του λόφου, που μοιάζει με το σχήμα του ομώνυμου τυριού ή κατά άλλους, από το όνομα κάποιου παλαιότερου ιδιοκτήτη της περιοχής. Υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή για την προέλευση του ονόματος, πολύ πιο «ποιητική», αλλά που κινείται στα όρια του θρύλου και της λαϊκής φαντασίας.
Σύμφωνα με αυτή, η ονομασία προέρχεται από ένα γεγονός κατά τη διάρκεια μιας πολιορκίας, όταν η ιδέα ενός σοφού γέροντα έσωσε το κάστρο. Τα τρόφιμα μέσα στα τείχη είχαν σχεδόν τελειώσει και η παράδοση των πολιορκημένων ήταν πια θέμα χρόνου. Τότε ο σοφός γέροντας της ιστορίας μας σκέφτηκε κάτι που τελικά αποδείχθηκε σωτήριο. Ζήτησε από τις μητέρες, που είχαν νεογέννητα μωρά, να μαζέψουν το γάλα τους και να του το πάνε. Με αυτό έφτιαξε μερικά «κεφάλια» μυζήθρας και τα κρέμασε στις επάλξεις του κάστρου για να ξεραθούν. Οι πολιορκητές, σίγουροι ότι τα τρόφιμα των κλεισμένων στα τείχη είχαν τελειώσει, βλέποντας τα τυριά στις επάλξεις δεν πίστευαν στα μάτια τους. Νομίζοντας ότι οι πολιορκημένοι είχαν ακόμα μεγάλες ποσότητες τροφίμων και θα άντεχαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, απελπίστηκαν, έλυσαν την πολιορκία και έφυγαν. Το κάστρο σώθηκε και από τις μυζήθρες εκείνες τις φτιαγμένες από ανθρώπινο γάλα, πήρε το όνομά του, κάστρο του Μυζηθρά, που στη συνέχεια έγινε κάστρο του Μυστρά, ονομασία που έφτασε στις μέρες μας.
Δέκα χρόνια μετά (1259) ο Βιλεαρδουίνος αιχμαλωτίστηκε από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μιχαήλ Παλαιολόγο στην καταστροφική για τους Φράγκους μάχη της Πελαγονίας.[1] Για να απελευθερώσουν τον αρχηγό τους από τους Βυζαντινούς, οι Φράγκοι αναγκάστηκαν να προσφέρουν ως αντάλλαγμα στον αυτοκράτορα όλη τη Λακωνία με τα κάστρα της Μονεμβασίας, της Μάνης του Λεύκτρου και αυτό του Μυστρά. Έτσι από το 1262 ο Μυστράς, χάρη στην οχυρή και απρόσιτη θέση του, έγινε η έδρα Βυζαντινού στρατηγού, του «σεβαστοκράτορα», που έφερε το τίτλο «κεφαλή» και είχε ετήσια θητεία. Η χρονολογία αυτή σηματοδότησε την έναρξη της κύριας περιόδου στην ιστορία του Μυστρά, που διήρκεσε περίπου δύο αιώνες. Οι κάτοικοι της γειτονικής Λακεδαίμονος (Σπάρτη), μετά την ήττα Βυζαντινών από τους Φράγκους στο Μακρυπλάγι (1264), κοντά στη Μεγαλόπολη, αναζήτησαν μεγαλύτερη ασφάλεια και προστασία, και αποφάσισαν να εγκατασταθούν στην πλαγιά του Μυστρά και γύρω από το κάστρο, για να εξασφαλίσουν την προστασία του στρατηγού. Από τότε λοιπόν η Σπάρτη, που ήταν «χώρα μεγάλη με πύργους και με τείχη» ισχυρά, σύμφωνα με το «Χρονικό του Μορέως», εγκαταλείπεται από τους κατοίκους της και δημιουργείται η Πάνω Χώρα, που οχυρώθηκε με ισχυρό τείχος. Πολύ γρήγορα, καθώς όλο και πιο πολλοί κάτοικοι έρχονταν στο Μυστρά, δημιουργήθηκε έξω από τα τείχη μια νέα συνοικία, αυτή της Κάτω Χώρας, η οποία λίγο αργότερα περιτειχίστηκε με ένα δεύτερο τείχος, σύμφωνα με το συνηθισμένο πολεοδομικό σχεδιασμό της εποχής. Οι Φράγκοι δεν μπόρεσαν πια να βάλουν πόδι στο κάστρο του Μυστρά, που στο μεταξύ έγινε το κέντρο του ελληνισμού στην Πελοπόννησο κι έδρα στρατηγού, ιδιαίτερα μετά την άνοδο στον αυτοκρατορικό θρόνο του Ανδρόνικου Β' (1282-1328). Έτσι δημιουργήθηκε η πόλη του Μυστρά, που μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα απέκτησε λαμπρότητα σχεδόν ισάξια με αυτή της πρωτεύουσας του Βυζαντίου.
Κατά την ίδια εποχή (1295-1300), ο Μέγας Πρωτοσύγκελος Παχώμιος ιδρύει στους πρόποδες του βουνού τη μονή των Αγίων Θεοδώρων και στη συνέχεια τη μονή της Παναγίας «Οδηγήτριας» του Βροντοχίου (1310) και σχεδόν ταυτόχρονα ο μητροπολίτης Λακεδαιμονίας και πρόεδρος Κρήτης Νικηφόρος Μοσχόπουλος μεταφέρει την έδρα του από την ερημωμένη πια Σπάρτη στο Μυστρά, όπου με τον αδελφό του Ααρών ιδρύει τον καθεδρικό ναό του Αγίου Δημητρίου και το μητροπολιτικό μέγαρο.
Στην πρώτη περίοδο (1308-48), οι στρατηγοί εξελίχθηκαν σε μόνιμους διοικητές, όπως ο Καντακουζηνός, εγγονός του Μιχαήλ Καντακουζηνού και πατέρας του κατόπιν αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού, ο οποίος παρέμεινε στο Μυστρά επί 8 χρόνια (1308-16) και σκοτώθηκε πιθανώς σε μάχη κατά των Φράγκων. Τον διαδέχθηκε ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος-Ασάν, γιος του άλλοτε βασιλιά της Βουλγαρίας, Ιωάννη Ασάν, που επανειλημμένα νίκησε τους Φράγκους και τους περιόρισε στη δυτική Πελοπόννησο. Αργότερα, το 1321, ανακλήθηκε στο Βυζάντιο και αντικαταστάθηκε από τον Ιωάννη Καντακουζηνό, τον κατόπιν αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ', που όμως δε φαίνεται να κατέβηκε στην Πελοπόννησο, που ήταν ασφαλής, λόγω της μεγάλης παρακμής των Φράγκων από την εποχή εκείνη και μετέπειτα.

ΤΟ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ
Λίγο αργότερα, στα μέσα του 14ου αιώνα, καταργήθηκε το σύστημα της διοίκησης της Πελοποννήσου με τους στρατηγούς, αμέσως μετά την άνοδο στην εξουσία του αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού, ο οποίος αποφάσισε να μεταφέρει τη διοίκηση της περιοχής από τη Μονεμβασία στο Μυστρά, που γίνεται η πρωτεύουσα της Πελοποννήσου. Δημιουργείται έτσι νέος διοικητικός θεσμός, το Δεσποτάτο του Μορέως, υπό την άμεση εξουσία της Κωνσταντινούπολης, στο οποίο υπαγόταν σχεδόν όλη η Πελοπόννησος και το οποίο αποτέλεσε το προπύργιο του ελληνισμού στα ξένα φύλα που βρίσκονταν στην περιοχή (Σλάβοι, Φράγκοι, Αλβανοί). Οι στρατηγοί έγιναν ισόβιοι άρχοντες με τον τίτλο «Δεσπότης» και στη θέση αυτή οριζόταν ο δευτερότοκος γιος του εκάστοτε Βυζαντινού αυτοκράτορα, γεγονός που πρόσθεσε ιδιαίτερη αίγλη στο θεσμό. Στην αρχή το Μυστρά διοικούσε η δυναστεία των Καντακουζηνών (1348-83). Πρώτος δεσπότης διετέλεσε ο Μανουήλ (1348-80), δευτερότοκος γιος του αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού. Ο Μανουήλ με τη σύνεσή του κατόρθωσε να υποτάξει τους πειρατές, τους Έλληνες τοπάρχες και τους Φράγκους και να επιφέρει ειρήνη κι ευημερία στην περιοχή του Μυστρά, ενώ έκτισε ναούς και παλάτια. Μετά την παραίτηση του πατέρα του από το θρόνο, οι φύλαρχοι της Πελοποννήσου εξεγέρθηκαν (1355) και ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε' Παλαιολόγος έστειλε τους γιους του Ισαακίου, Ασάν, Μιχαήλ και Ανδρέα, για να εκδιώξουν τον Μανουήλ, που αν και κατέφυγε στη Μονεμβασία, αντιμετώπισε τις αυτοκρατορικές δυνάμεις και τελικά παρέμεινε Δεσπότης του Μυστρά. Μετά το θάνατό του, τον διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος αδελφός του, Ματθαίος, ο οποίος ήρθε στο Μυστρά με τον έκπτωτο αυτοκράτορα πατέρα του και κυβέρνησε το Δεσποτάτο με σύνεση (1380-83). Μετά το θάνατό τους, ανέλαβε την εξουσία του Δεσποτάτου ο γιος του Ματθαίου, Δημήτριος (1383), που θέλοντας να διακόψει κάθε δεσμό με την Κωνσταντινούπολη και να γίνει ανεξάρτητος, προκάλεσε την άμεση οργή των Παλαιολόγων, που τον έδιωξαν και πήραν την άμεση διακυβέρνηση της ελληνικής ηγεμονίας του Μυστρά.
Έτσι, μετά το 1383 αρχίζει μια νέα σειρά δεσποτών του Μυστρά, που ανήκε στη δυναστεία των Παλαιολόγων και συνέχισε την εξουσία της μέχρι την κατάλυση του Βυζαντίου από τους Τούρκους και μάλιστα παρέτεινε τη ζωή της και πέρα από αυτή για μερικά χρόνια (1460). Όταν ανέλαβαν οι Παλαιολόγοι την άμεση εξουσία του Δεσποτάτου του Μυστρά, η Πελοπόννησος βρισκόταν σε επαναστατική κατάσταση. Επειδή, αν και οι Φράγκοι είχαν σχεδόν εκμηδενιστεί και παρέμεναν περιορισμένοι στα δυτικά της Πελοποννήσου (Μεσσηνία, Ηλεία, Αχαΐα), είχαν εμφανιστεί νέοι επιδρομείς στη χώρα, οι Καταλανοί, οι Ναβαρραίοι και ήρθαν τότε οι Φλωρεντινοί Ατσαγιόλες και οι Ιωαννίτες ιππότες της Ρόδου, που διεκδικούσαν και αυτοί τη χερσόνησο, ενώ οι Ενετοί κατείχαν το Ναύπλιο, τη Μεθώνη και την Κορώνη. Παράλληλα οι Τούρκοι έκαναν πειρατικές επιδρομές στα παράλια και οι Αλβανοί είχαν αρχίσει να μετοικούν στο εσωτερικό της Πελοποννήσου και να γίνονται απειλητικοί και προς τους ηγεμόνες και προς τους ντόπιους κατοίκους. Τέλος και οι Έλληνες φύλαρχοι δεν υπάκουαν σε καμιά νόμιμη αρχή.

Ο ΜΥΣΤΡΑΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΩΝ (1383-1460)
Πρώτος δεσπότης του Μυστρά αναδείχθηκε ο Θεόδωρος Α' (1383-1407), γιος του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου, ο οποίος έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από το λαό, που έλπιζε ότι αυτός θα επαναφέρει την τάξη και την ευημερία στη χώρα. Η νέα δυναστεία κατόρθωσε με νικηφόρες επιχειρήσεις να επεκτείνει την εξουσία της σχεδόν σε όλη την Πελοπόννησο. Ο Θεόδωρος πολέμησε κατά των Φράγκων και συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους, όπως και κατά των Ναβαρραίων, ακόμα και κατά των Ελλήνων φυλάρχων, φτιάχνοντας μόνιμο στρατό από Αλβανούς, που τον εποικισμό τους ευνόησε στην Πελοπόννησο. Αλλά, όταν οι Τούρκοι επιτέθηκαν το 1397 κατά του Μορέως και κατέστρεψαν το Άργος, φτάνοντας μέχρι τη Μεσσηνία, ο Θεόδωρος Α' μάταια προσπάθησε να τους αντιμετωπίσει. Μπροστά στην απειλή νέας επιδρομής και απελπισμένος από την αναρχία και τη γενική αναστάτωση της Πελοποννήσου, ήρθε σε διαπραγματεύσεις με τους Ιωαννίτες ιππότες, προς τους οποίους παραχώρησε μεγάλο τμήμα της χώρας μαζί με το Μυστρά και αποσύρθηκε στη Μονεμβάσια. Όταν όμως οι Ιωαννίτες ιππότες ήρθαν για να καταλάβουν το Μυστρά (1400), ο πληθυσμός της πόλης εξεγέρθηκε εναντίον τους και τους έδιωξε και ο Έλληνας μητροπολίτης ανακηρύχθηκε από το λαό προσωρινός κυβερνήτης. Κατόπιν, η συμφωνία με τους Ιωαννίτες ιππότες ακυρώθηκε και ο Θεόδωρος συμφιλιώθηκε με τους υπηκόους του στο Μυστρά. Πέθανε στο Μυστρά, αφού είχε γίνει μοναχός στο τέλος της ζωής του και θάφτηκε στη μονή της Οδηγήτριας του Βροντοχίου (1407). Στο μεταξύ όμως ήρθε η πανωλεθρία του Βαγιαζήτ στην Άγκυρα από τον Ταμερλάνο (1402) και ο βίος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και του Δεσποτάτου του Μυστρά παρατάθηκε για 50 ακόμα χρόνια.
Παρά τους σοβαρούς κινδύνους από το εξωτερικό και την τουρκική απειλή, ο Μυστράς παρέμεινε πολιτιστικό, θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο της περιοχής, ονομαστό σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Πίσω από τα τείχη του αναγεννήθηκαν κυριολεκτικά οι τέχνες και τα γράμματα, καθώς πλήθος σοφών, καλλιτεχνών και λογίων άφηναν την Κωνσταντινούπολη για να εγκατασταθούν στην Αυλή του δεσπότη. Πιο γνωστός από αυτούς ήταν ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, η πιο χαρακτηριστική μορφή της περιόδου. Στο Μυστρά ίδρυσε τη περίφημη φιλοσοφική σχολή του, στις αρχές του 15ου αιώνα, στην οποία φοίτησαν πολλές φυσιογνωμίες της εποχής, ενώ ο ίδιος παρέμεινε στη βυζαντινή καστροπολιτεία ως το θάνατό του (1442).
Τον Θεόδωρο Α' διαδέχτηκε ο ανιψιός του Θεόδωρος Β' (1407-43), δευτερότοκος γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Β'. Ο νέος δεσπότης, που ήρθε στο Μυστρά με συνοδεία από πολλούς Βυζαντινούς άρχοντες, με πρώτο το ναύαρχο Μανουήλ Φραγκόπουλο, διευθέτησε τις διενέξεις, τακτοποίησε τα πολιτικά και στρατιωτικά ζητήματα και κατασκεύασε το τείχος Εξαμίλιον στον Ισθμό της Κορίνθου. Στις ημέρες του (1423), οι Τούρκοι, αφού κατέλαβαν μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, έφτασαν μέχρι το Μυστρά και εξανάγκασαν το Θεόδωρο να γίνει φόρου υποτελής του σουλτάνου. Τελικά το 1443 ο Θεόδωρος Β' παραχώρησε το Δεσποτάτο του Μυστρά στο νεώτερο αδελφό του, Κωνσταντίνο Δραγάτση Παλαιολόγο (1443-49), δεσπότη του δεύτερου ελληνικού δεσποτάτου στην Πελοπόννησο κι έτσι απέμεινε στο Μυστρά ως δεσπότης ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, έχοντας στην εξουσία του τη Λακωνία, τη Μεσσηνία, την Κόρινθο, την Ηλεία και την Πάτρα. Υπό τη συνετή και γενναία διοίκησή του ο Μυστράς γνώρισε την τελευταία περίοδο της δόξας του. Έφτιαξε και πάλι στην Κόρινθο το τείχος του Εξαμιλίου, που όμως και πάλι οι Τούρκοι το πέρασαν (1446) κι έφτασαν μέχρι την Πάτρα, παίρνοντας αιχμαλώτους και αναρίθμητα λάφυρα. Λόγω του γεγονότος αυτού, ο Κωνσταντίνος κι ο αδελφός του Θωμάς αναγκάστηκαν να υποταχθούν και πάλι στο Σουλτάνο Μουράτ, στον οποίον έγιναν οριστικά υποτελείς. Όταν το 1448 πέθανε ο Ιωάννης Η', ο δεσπότης Κωνσταντίνος κρίθηκε ως η μόνη σωτηρία του γένους. Στις 6 Ιανουαρίου 1449 στέφεται αυτοκράτορας στον Άγιο Δημήτριο, τη μητρόπολη του Μυστρά, κι από εκεί ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη, όπου έμελλε να εκπληρώσει με ηρωισμό τον τραγικό ρόλο του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Το Δεσποτάτο του Μυστρά περιήλθε από το 1449 στον ανίκανο αδελφό του Δημήτριο.

Ο ΜΥΣΤΡΑΣ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ
Η διάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας δεν επέφερε αμέσως και την κατάργηση της εξουσίας των δεσποτών στην Πελοπόννησο, έδωσε όμως την ευκαιρία στους αποίκους Αλβανούς του Μορέα να επαναστατήσουν και πλήθη από αυτούς τότε να λεηλατήσουν την πόλη του Μυστρά. Η επανάσταση αυτή σταμάτησε με τη βοήθεια των Τούρκων, τους οποίους τα αδέλφια Θωμάς και Δημήτριος είχαν καλέσει στην Πελοπόννησο. Στη συνέχεια τα δυο αδέλφια ήρθαν επανειλημμένα σε σύγκρουση μεταξύ τους. Και τη πρώτη φορά (1458), όταν κατέβηκε ο Μωάμεθ, αρκέστηκε να λεηλατήσει τη χώρα και να αιχμαλωτίσει χιλιάδες Έλληνες, τη δεύτερη όμως φορά (1460) επιτέθηκε κατά του Μυστρά. Η ζωή του Μυστρά και του Δεσποτάτου του Μορέως έληξε στις 30 Μαΐου 1460, καθώς ο Δημήτριος, ο ανίκανος αδελφός του Κωνσταντίνου, όχι μόνον παρέδωσε αμαχητί την πόλη και το απόρθητο κάστρο στους Τούρκους, αλλά και η κόρη του Ελένη παντρεύτηκε οικειοθελώς το Μωάμεθ τον Πορθητή και τον ακολουθεί στην Κωνσταντινούπολη. Συγχρόνως εξαναγκάζει τον αδελφό του, Θωμά, να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο και να τεθεί υπό την προστασία του πάπα. Έτσι, μετά το 1460 εκλείπει και το τελευταίο ίχνος ελληνικής εξουσίας στην Πελοπόννησο με την κατάλυση του Δεσποτάτου του Μυστρά και αρχίζει και η παρακμή της πολιτείας.
Την περίοδο της τουρκοκρατίας στο Μορέα και την κατάλυση του Δεσποτάτου του Μυστρά εγκαινιάζει μακρός Τουρκο-βενετικός πόλεμος, στη διάρκεια του οποίου πολλές πόλεις κυριεύτηκαν από τους Βενετούς, αλλά καταλήφθηκαν και πάλι από τους Τούρκους. Το 1464 ο αυθέντης του Ρίμινι, Σιγκισμόντο Μαλατέστα επιτέθηκε κατά του Μυστρά ανεπιτυχώς. Τελικά κατόρθωσε να κυριεύσει και να λεηλατήσει μόνο την πόλη και όχι το κάστρο, ενώ κατά την αποχώρησή του μετέφερε στο Ρίμινι τα οστά του Γεμιστού στο Ρίμινι, που τα ενταφίασε με τιμές στην εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου.
Κατά το διάστημα της πρώτης τουρκοκρατίας στην Πελοπόννησο (1460-1687), ο Μυστράς εξακολουθούσε να είναι μια ακμαία πόλη, αποτελώντας παράλληλα την έδρα του Τούρκου διοικητή (πασά) και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα έδρα της γενικής διοίκησης του Μορέως. Ένα μικρό διάλειμμα από την Τουρκοκρατία έγινε το 1687, όταν οι Ενετοί, υπό τον Φραγκίσκο Μοροζίνι, με τη βοήθεια Ελλήνων κατέλαβαν τον Μυστρά και όλη την Πελοπόννησο, την οποία διατήρησαν μέχρι το 1715. Την εποχή εκείνη ο Μυστράς ήταν πρωτεύουσα της νότιας Πελοποννήσου και είχε ακμαίο εμπόριο και πληθυσμό 45.000 κατοίκων, με καλή αστική κοινωνία, την οποία είχαν αναλάβει οι Κρεββατάδες, οι Λεώπουλοι κι άλλα σημαντικά άτομα.
Στη συνέχεια οι Τούρκοι έγιναν και πάλι κύριοι της πόλης και αρχίζει η δεύτερη τουρκοκρατία (1715). Στην εξέγερση του 1770, τα «Ορλοφικά», μια μικρή ομάδα Ελλήνων και Ρώσων λεηλάτησε την πόλη και έκλεισε τη φρουρά στο κάστρο, ενώ οι Τούρκοι κάτοικοι έκαναν συμφωνία να φύγουν με τις οικογένειές τους. Όμως, κατά την αποχώρησή τους, τους επιτέθηκαν οι Μανιάτες και τους σφάγιασαν. Μετά την αποτυχία του κινήματος του Ορλόφ, οι Τούρκοι επικράτησαν και πάλι στην περιοχή και ομάδες Αλβανών λεηλατούσαν και ερήμωναν την περιοχή για δέκα χρόνια. Μετά το 1770 ιδρύθηκε ο Νέος Μυστράς, ενώ η παλαιά μεσαιωνική πόλη παρήκμασε και ο πληθυσμός μειώθηκε σε 8.000 κατοίκους. Στην Επανάσταση του 1821, ο Μυστράς, αν και φτωχός πια και σε κατάπτωση, συμμετείχε στον Αγώνα. Το 1825 οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ έκαψαν και λεηλάτησαν την Κάτω Χώρα, με αποτέλεσμα, όσοι από τους κατοίκους γλίτωσαν, άλλοι μετακινήθηκαν λίγο πιο χαμηλά στους πρόποδες του λόφου στο Νέο Μυστρά, ενώ άλλοι κατέληξαν στις όχθες του Ευρώτα, όπου από το 1830 άρχισε να χτίζεται η νέα Σπάρτη.
Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους οι αρχές της Λακωνίας εγκαταστάθηκαν στον ερειπωμένο Μυστρά, αλλά το 1834, όταν ο Όθωνας θεμελίωσε τη νέα Σπάρτη, οι αρχές μεταφέρθηκαν εκεί. Έτσι η βυζαντινή πολιτεία ερήμωσε οριστικά, αφού την εγκατέλειψαν και οι τελευταίοι της κάτοικοι. Χαρακτηριστικό είναι το δίστιχο από δημοτικό τραγούδι του 1840: «Παρόρι με τα κρύα νερά κι Αϊ Γιάννη[2] με τα άνθη, κι εσύ Μυστρά περήφανε, που σ’ έφαγε η Σπάρτη». Το 1952 απαλλοτριώθηκαν οι ιδιοκτησίες και η Βυζαντινή πολιτεία αποτέλεσε πλέον ένα απέραντο μουσείο.

[1] Κοντά στο Μοναστήρι της σημερινής Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
[2] Παρόρι και Αϊ Γιάννης είναι δύο γειτονικά χωριά, που απέχουν από τον Μυστρά 1 και 4 χλμ. αντίστοιχα.