Στα βόρεια σύνορα του Nottinghamshire βρίσκεται η μικρή πόλη Scrooby. Εδώ, γύρω στα τέλη του 16ου αιώνα, ζούσαν μερικοί σοβαροί και αξιοσέβαστοι κάτοικοι, στους οποίους οι τελετές και οι τύποι της Κρατικής Εκκλησίας δεν ήταν παρά μια προσβολή γι’ αυτούς. Έτσι ξεκίνησαν μυστικές συναθροίσεις στο σπίτι ενός από την ομάδα τους, του William Brewster.[1] Λάτρευαν το Θεό με βιβλική απλότητα και για λειτουργό τους είχαν ένα σοφό κι αγαθό άνθρωπο της δικής τους επιλογής, τον Robinson. Το 1606 αποχωρίστηκαν από την επίσημη Εκκλησία της Αγγλίας, κόβοντας κάθε δεσμό με αυτήν και ήταν γνωστοί ως Αυτονομιστές (Separatists). Οι μυστικές όμως αυτές συναθροίσεις προδόθηκαν στις αρχές και η ζωή τους άρχισε να γίνεται μαρτυρική κάτω από τους διωγμούς που ξέσπασαν εναντίον τους. Υπό την απειλή του βασιλιά της Αγγλίας Ιάκωβου Α'[2] να «τους εξαλείψει από τη χώρα», αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να πάνε σε άλλα μέρη για να βρουν την ελευθερία που τους την αρνούνταν στη χώρα τους.
Έτσι το 1608 μια ομάδα από αυτούς τους θρησκευτικούς διαφωνούντες, γνωστοί ως Αποδημητές (Pilgrims), πήραν τα πράγματά τους κι επιβιβάστηκαν σ’ ένα πλοίο που θα τους μετέφερε στην Ολλανδία. Πριν όμως προλάβει το πλοίο να ξεκινήσει, ανέβηκαν πάνω στρατιώτες και τους μετέφεραν στη ξηρά. Τους οδήγησαν στη δημόσια πλατεία της Βοστώνης επί του Witham του Lincolnshire κι εκεί οι Πατέρες της Νέας Αγγλίας υπέστησαν τέτοιες προσβολές που μόνο ένας άπιστος κι εχθρικός όχλος θα μπορούσε να τους επιβάλλει. Μετά από μερικές εβδομάδες στη φυλακή, τους επέτρεψαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Την επόμενη άνοιξη ξαναδοκίμασαν να δραπετεύσουν. Τη φορά αυτή στάθηκαν τυχεροί. Αρκετοί μπήκαν στο πλοίο, ενώ οι υπόλοιποι περίμεναν την επιστροφή της βάρκας που θα τους μετέφερε και αυτούς στο πλοίο. Ξαφνικά, φάνηκαν ιππείς να καλπάζουν προς την ακτή. Ο πλοίαρχος αμέσως σήκωσε άγκυρα και το πλοίο απομακρύνθηκε γρήγορα από την ακτή κι έβαλε πλώρη για τον προορισμό του. Οι υπόλοιποι όμως οδηγήθηκαν και πάλι στη φυλακή και ύστερα από αρκετό χρονικό διάστημα αφέθηκαν ελεύθεροι. Σχημάτισαν μικρές ομάδες και πήραν το δρόμο για την Ολλανδία. Ο Robinson κι η ομάδα του ξανάσμιξαν και έτσι το πρώτο στάδιο της εξαντλητικής αποδημίας τους από τη γηραιά Αγγλία προς τη Νέα τερματίστηκε.
Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΣΤΗΝ ΟΛΛΑΝΔΙΑ
Στην Ολλανδία εγκαταστάθηκαν στο Leiden και πέρασαν 11 ήσυχα και καλά χρόνια. Οι Αποδημητές εργάζονταν με υπομονετική φιλοπονία στις χειρονακτικές τους τέχνες. Γρήγορα έγιναν γνωστοί σαν πολίτες τίμιοι και συνεπείς προς τις χριστιανικές αρχές τους. Έτσι βρήκαν εύκολα εργασίες σε όλους τους κλάδους του εμπορίου. Ο Brewster άνοιξε τυπογραφείο και τύπωνε βιβλία για την ελευθερία της σκέψης, της λατρείας και της πίστης, πράγμα που εξόργισε πάρα πολύ τον βασιλιά Ιάκωβο Α'. Στη μικρή εκείνη αποικία στη Ολλανδία προστίθεντο και άλλα άτομα, που έρχονταν κατά καιρούς, καθώς η καταπίεση και οι διωγμοί στην Αγγλία γίνονταν ολοένα και πιο ανυπόφοροι.
Το ένστικτό τους όμως του διαχωρισμού ήταν βαθιά φωλιασμένο στην καρδιά των Αποδημητών. Δεν μπορούσαν και ούτε άντεχαν να υποφέρουν τη σκέψη ότι αυτή η μικρή τους αποικία μπορούσε να συγχωνευτεί και να γίνει ένα με την ολλανδική κοινωνία και να χάσει την ανεξάρτητη ύπαρξή της. Ήδη τα απιδιά τους είχαν αρχίσει να σχηματίζουν επιγαμίες που απειλούσαν την ανεξαρτησία τους για την οποία τόσο πολύ πάλεψαν. Γι’ αυτό και συσκέφτηκαν για αρκετό διάστημα και με πολλή αγωνία για το πώς θα απέφευγαν αυτόν τον κίνδυνο. Αποφάσισαν για μια ακόμα φορά να αποδημήσουν. Θα ζητούσαν αυτή τη φορά έναν τόπο πέρα από τον Ατλαντικό, όπου θα μπορούσαν να ζήσουν ήσυχα και μακριά από κάθε ξένη επίδραση και να ιδρύσουν ένα κράτος όπου θα μπορούσαν να είχαν ελευθερία σκέψης και λατρείας.
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΜΕ ΤΟ MAYFLOWER
Ένα ηλιόλουστο πρωινό του Ιουλίου του 1620, οι Αποδημητές (Pilgrim Fathers) γονάτισαν στις ακτές του Delfthaven, ένα μικρό λιμάνι στα νότια της Ολλανδίας, 2,5 χλμ. ΝΔ του Ρόττερνταμ, ενώ ο θρησκευτικός λειτουργός προσευχόταν για την επιτυχία του ταξιδιού τους. Έξω στα νερά, που ακτινοβολούσαν, τους περίμενε ένα πλοίο. Δεν μπόρεσαν να βρουν χρήματα για να μεταφερθεί όλη η αποικία τους και έτσι μόνον 100 φεύγουν. Οι υπόλοιποι θα έφευγαν μόλις θα μπορούσαν να το κάνουν. 300 άτομα αποχωρίζονται με φιλόστοργους αποχαιρετισμούς, ανάμεσα σε δάκρια και προσευχές. Ο Robinson τους κατευόδωσε με συμβουλές γεμάτες καθαρή και υψηλή σοφία, παροτρύνοντάς τους να έχουν πάντοτε την καρδιά και το νου τους ανοικτά στο να δεχτούν κάθε νέα αλήθεια σύμφωνα με τις διδασκαλίες του Ευαγγελίου.
Το μικρό τους σκάφος, το Speedwell, τους έφερε μέχρι το Southampton, όπου συνάντησαν το Mayflower (Μαγιάτικο λουλούδι), ένα πλοίο ειδικά ναυλωμένο γι’ αυτό το ταξίδι. Εκεί ενώθηκαν και με μια μεγαλύτερη ομάδα που είχαν έρθει απ’ το Λονδίνο για το σκοπό αυτό. Μια χρηματιστηριακή εταιρεία του Λονδίνου τους χρηματοδότησε με αντάλλαγμα το μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων τους από την Αμερική κατά τα πρώτα 6 έτη της εκεί παραμονής τους. Αρχικά είχε σχεδιαστεί η αποστολή να γίνει με το Speedwell, αλλά το πλοίο αποδείχτηκε ακατάλληλο για το ταξίδι κι εγκαταλείφθηκε. Τελικά το Mayflower με 101 επιβάτες απέπλευσε τελικά από το Plymouth της Αγγλίας, στις 16 Σεπτεμβρίου του 1620 με προορισμό τη Virginia, όπου οι άποικοι είχαν την έγκριση να εγκατασταθούν. Το πλοίο είχε εκτόπισμα 180 τόνων, ο καιρός από την αρχή ήταν τρικυμιώδης και τρομερά κρύος και το ταξίδι ανέλπιστα μακρύ. Λόγω του θυελλώδους καιρού και των σφαλμάτων στην πλοήγηση, το πλοίο δεν ακολούθησε τη σωστή πορεία. Έτσι στις 21 Νοεμβρίου το Mayflower έφτασε στο Cape Bay, έναν κολπίσκο ΝΑ της Μασαχουσέτης, που σχηματίζεται από μια χερσόνησο που προεξέχει προς τα βόρεια και το άκρο της λέγεται Cape Cod και έριξε άγκυρα στα ανοιχτά του σημερινού Provincetown της Μασαχουσέτης,
Μια μελαγχολική κι αποθαρρυντική στη θέα ακτή φάνηκε μπροστά στα μάτια τους. Το μάτι δε συναντούσε παρά χαμηλούς αμμόλοφους, σκεπασμένους από μικρά ξύλα που έφταναν μέχρι την ακτή της θάλασσας. Το Mayflower παρέμεινε αγκυροβολημένο για τις επόμενες εβδομάδες, ενώ μια ομάδα Αποδημητών από το πλοίο εξερευνούσε το Cape Cod και τον γύρω χώρο του για να βρει μια καλή τοποθεσία για τη δημιουργία της αποικίας. Γύρω από αυτό το θέμα έμειναν τόσο καιρό αναποφάσιστοι, ώστε ο πλοίαρχος απείλησε να τους ξεμπαρκάρει όλους στην ακτή και να φύγει. Έτσι έστειλαν μικρές αποστολές για εξερεύνηση. Στην αρχή δεν έβρισκαν καμιά κατάλληλη τοποθεσία και υπέστησαν σκληρές δοκιμασίες. Το κρύο ήταν τσουχτερό, οι σταγόνες πάγωναν πάνω στα ρούχα τους και οι Αποδημητές έμοιαζαν με ανθρώπους μέσα σε πανοπλίες.
Στο μεταξύ ο Peregrine White ήταν το πρώτο παιδί από την Ευρώπη που γεννήθηκε στη Νέα Αγγλία πάνω στο Mayflower. Τελικά, στις 2 Δεκεμβρίου εντοπίστηκε μια τοποθεσία. Το έδαφος φαινόταν να ήταν καλό κι υπήρχε αφθονία από μικρούς πίδακες από νερό. Στις 20 Δεκεμβρίου οι Αποδημητές κατέβηκαν από το πλοίο κοντά στην άκρη του Cape Cod και στα πρώτα τους βήματα συνάντησαν μια στρογγυλή γρανιτένια πέτρα, που μέχρι σήμερα διατηρείται με ευλάβεια από τους απογόνους τους, με την ημερομηνία της άφιξής τους (1620) χαραγμένη πάνω της.[3] Εδώ αποφάσισαν να ιδρύσουν την πρώτη μόνιμη αποικία στη Νέα Αγγλία που την ονόμασαν New Plymouth, μια πόλη της Μασαχουσέτης, στο ακρωτήριο Cape Cod. Η ίδρυση της αποικίας αυτής ήταν ένα από τα μείζονα γεγονότα στην πρώιμη ιστορία των αμερικανικών αποικιών. Αυτή η αποικία αποτέλεσε τον πυρήνα της Πολιτείας της Μασαχουσέτης και αργότερα ενώθηκε με άλλες αποικίες της Νέας Αγγλίας για να σχηματίσουν την Massachusetts Bay Colony το 1691.
Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ MAYFLOWER (MAYFLOWER COMPACT)
Οι Αποδημητές ήταν προφανώς πάνω από 800 χιλιόμετρα ΒΑ από τον προτιθέμενο προορισμό τους, τη Virginia. Το προνόμιο για τον αποικισμό τους στο Νέο Κόσμο, που εκδόθηκε από την Εταιρεία London, δεν ήταν πλέον δεσμευτικό και μια ομάδα στασιαστών από τους επιβάτες, που συγκεντρώθηκε από το Southampton και το Λονδίνο, ενοχλούσαν τους ηγέτες των Αποδημητών και ήθελαν πλήρη ανεξαρτησία από τους υπόλοιπους συνταξιδιώτες τους. Για να το εμποδίσουν αυτό και για να ελέγξουν τις πράξεις τους, 41 Αποδημητές, μαζί με τους John Alden, William Bradford,[4] William Brewster, John Carver, Myles Standish,[5] και Edward Winslow,[6] μαζεύτηκαν στην καμπίνα του πλοίου και συνέταξαν τη Συμφωνία του Mayflower (Mayflower Compact) και την υπέγραψαν πριν αποβιβαστούν στη ξηρά, σχηματίζοντας έτσι την πρώτη συνταγματική αμερικανική πολιτική δημοκρατία. Όλοι οι άρρενες ενήλικες έπρεπε να το υπογράψουν.
Η Συμφωνία του Mayflower ήταν το πρώτο σύνταγμα που γράφτηκε στην Αμερική. Συνένωσε τους ταξιδιώτες σε ένα «πολιτικό σώμα», που είχε τη δύναμη να σχεδιάζει και να θεσπίζει νόμους κατάλληλους για το γενικό καλό της ιδρυθείσας αποικίας. Όλοι οι άποικοι δεσμεύονταν να υπακούσουν τα διατάγματα που θεσπίστηκαν. Αυτό το συμβόλαιο καθιέρωσε τον κανόνα της πλειοψηφίας, που παρέμεινε μια βασική αρχή διακυβέρνησης της αποικίας στο Plymouth μέχρι την απορρόφησή της από την Massachusetts Bay Colony το 1691.
Η εθελοντική συμφωνία να αυτο-κυβερνηθούν ήταν το πρώτο γραμμένο σύνταγμα της Αμερικής και έχει ως εξής:
«Στο όνομα του Θεού, Αμήν. Εμείς, που τα ονόματά μας είναι γραμμένα από κάτω, πιστοί υπήκοοι του Υπέρτατου κυρίου μας, Βασιλιά Ιάκωβου, χάριτι Θεού, της Μ. Βρετανίας, Γαλλίας και Ιρλανδίας, Υπερασπιστή της πίστης, κλπ.
Έχοντας αναλάβει για τη δόξα του Θεού και την προαγωγή της χριστιανικής πίστης και την τιμή του Βασιλιά και της πατρίδας μας, ένα ταξίδι για να ιδρύσουμε την πρώτη αποικία στα βόρεια τμήματα της Virginia, κάνουμε δια των παρόντων, επίσημα και αμοιβαία ενώπιον του Θεού και αλλήλων, συνθήκη και δεσμευόμαστε σε ένα Πολιτικό Σώμα, για την καλύτερη ευταξία μας και συντήρησή μας, και προαγωγή των προειρημένων σκοπών. Και επί τη βάσει του παρόντος εγγράφου να θεσπίζουμε, να συντάσσουμε και να σχεδιάζουμε, δίκαιους και ίσους Νόμους, Διατάγματα, Πράξεις, Συντάγματα και Υπηρεσίες, από καιρού εις καιρόν, που θα θεωρούνται πρέπον και κατάλληλα για το γενικό καλό της αποικίας, στην οποίαν υποσχόμαστε όλη την οφειλόμενη υποταγή και υπακοή μας.
Για μαρτυρία αυτού έχουμε υπογράψει τα ονόματά μας στο Cape Cod στις 11 Νοεμβρίου, εν τη βασιλεία του Υπέρτατου κυρίου μας, Βασιλιά Ιάκωβου της Αγγλίας, Γαλλίας, Ιρλανδίας και Σκωτίας, 1620 μ.Χ.»
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΣΤΟ ΠΛΥΜΟΥΘ
Ο πρώτος χειμώνας ήταν δριμύς κι η νηπιακή αποικία λίγο έλειψε να εξολοθρευτεί. Στο πλοίο δεν τρέφονταν καλά και στη ξηρά δεν είχαν κατάλληλα καταλύματα. Η αρρώστια θέριζε τους ταλαιπωρημένους και εξαντλημένους Αποδημητές. Κάθε δεύτερη μέρα ένας τάφος έπρεπε να σκάβεται στην παγωμένη γη. Με τον ερχομό της άνοιξης, μόνο 50 Αποδημητές ζούσαν και αυτοί ήταν τρομερά αδύνατοι, αποκαμωμένοι και απελπισμένοι.
Αλλά όλο αυτόν το μελαγχολικό χειμώνα οι Αποδημητές εργάστηκαν πολύ σκληρά. Από τη μια η φροντίδα των ασθενειών, από την άλλη η φροντίδα των αρρώστων, από την άλλη η ταφή των νεκρών, στεκόταν εμπόδιο στην απόδοση της εργασίας τους. Παρόλα αυτά το χτίσιμο της μικρής πόλης προχωρούσε. Χτίστηκαν 19 σπίτια ικανά να στεγάσουν το μειωμένο σε έμψυχο αριθμό τους κι αυτά τα περιτριγύρισαν με περιφράγματα.
Πάνω σ’ ένα ύψωμα κοντά στην πόλη τους έχτισαν μια κατασκευή που χρησίμευε για διπλό σκοπό. Πάνω, ήταν ένα φρούριο με 6 κανόνια και κάτω ήταν η εκκλησία τους. Μέχρι τώρα οι Ινδιάνοι Wampanoag,[7] που ζούσαν στην περιοχή, ήταν η αιτία της αγωνία τους, παρόλο που δεν τους προξένησαν κανένα κίνδυνο. Μια επιδημία θέρισε τα 9/10 της φυλής των Ινδιάνων και οι απομείναντες Αποδημητές δεν μπορούσαν να τους αντιμετωπίσουν.
Οι Αποδημητές φρόντισαν να σχηματίσουν για τους εαυτούς τους μια κυβέρνηση. Σύμφωνα με τη Συμφωνία του Mayflower σχημάτισαν κοινότητα και υπόσχονταν υπακοή σε κάθε νόμο για το κοινό καλό. Το γεγονός αυτό συνέβαλε αποφασιστικά στη μελλοντική εξέλιξη της ιστορίας των αποικιών και των ΗΠΑ. Στο σύνταγμά τους διόρισαν τον John Carver κυβερνήτη τους. Αναγνώρισαν το βασιλιά Ιάκωβο, αλλά δεν του άφησαν μεγάλο περιθώριο εξουσίας στις υποθέσεις τους. Γνώριζαν τι σήμαινε δεσποτισμός κι ήταν βέβαιοι ότι η δημοκρατία δεν μπορούσε να ήταν τόσο κακή. Τη χρονιά εκείνη (1621) υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης με τους Ινδιάνους, τη γνωστή ως Συνθήκη του Plymouth, στην οποία διερμηνέας ήταν ο Ινδιάνος SQUANTO (1585;–1622).[8] Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή, που ήταν ζωτική για τη διατήρηση και αύξηση της αποικίας, ο Massasoit, αρχηγός των Ινδιάνων, απαρνήθηκε τις διεκδικήσεις τους για την περιοχή του Plymouth και υποσχέθηκε ειρήνη με τους αποίκους.
Η τόσο ανανεωμένη άνοιξη έφτασε επιτέλους με το γλυκό και ελπιδοφόρο τραγούδι των πουλιών στα δάση. Η υγεία της αποικίας άρχισε να καλυτερεύει, αλλά είχαν ακόμα πολλές δοκιμασίες να περάσουν. Το καλοκαίρι πέρασε όχι και άσχημα. Το φθινόπωρο έφτασε ένα πλοίο που έφερνε μια καινούργια ομάδα Αποδομητών. Αυτό ήταν πολύ ενθαρρυντικό, αλλά δυστυχώς το πλοίο δεν έφερνε και τροφές κι οι προμήθειες που είχαν δεν έφταναν γι’ αυτή την απροσδόκητη αύξηση ψυχών. Για 6 μήνες ο καθένας δικαιούταν μόνο μισή μερίδα φαγητό.
Τέτοιες δυσκολίες και προβλήματα παρουσιάζονταν συχνά κατά τα πρώτα 2-3 χρόνια. Πολλές φορές οι άποικοι δεν ήξεραν το βράδυ αν θα είχαν κάτι να φάνε το πρωί. Μία ή δύο φορές η έγκαιρη άφιξη ενός πλοίου τους έσωσε από βέβαιο θάνατο. Υπέφεραν πάρα πολύ, αλλά η βαθειά τους πίστη στη Θεία Πρόνοια και στον τελικό τους θρίαμβο ποτέ δεν τους έφερε σε σημείο να λιποψυχήσουν. Αντιμετώπισαν τις δυσκολίες τους με αλύγιστες και ατρόμητες καρδιές. Σιγά - σιγά αλλά με βεβαιότητα η μικρή αποικία έβαλε τις ρίζες βαθειά στην καινούργια της πατρίδα και άρχισε να αυξάνεται.
Οι πρώτοι αυτοί μετανάστες «δεν εγκατέλειψαν τη χώρα τους από ανάγκη, αντίθετα μάλιστα άφηναν μια αξιοζήλευτη κοινωνική θέση κι ένα σίγουρο τρόπο ζωής. Δεν πήγαιναν στο Νέο Κόσμο για να καλυτερεύσουν τη θέση τους ή να πλουτίσουν, αλλά ξεσπιτώνονταν για να υπηρετήσουν μια καθαρά πνευματική ανάγκη: εξέθεταν τους εαυτούς τους στις αναπόφευκτες ταλαιπωρίες της εξορίας, για να θριαμβεύσει η ιδέα τους». Με τα λόγια αυτά, ο Γάλλος ιστορικός Αλέξις ντε Τοκβίλ περιέγραφε τον ενθουσιασμό των μετέπειτα Πατέρων του αμερικανικού έθνους, οι οποίοι αναζητούσαν την ελευθερία που δεν μπορούσαν να βρουν στην πατρίδα τους, εγκαταλείποντας τη Γηραιά Ήπειρο και τη θρησκευτική μισαλλοδοξία της. Οι άνθρωποι αυτοί, αν και είχαν υψηλή μόρφωση και πνευματική καλλιέργεια, αψήφησαν την ηλικία τους και έζησαν ως γεωργοί ξαναρχίζοντας τη ζωή τους από το μηδέν. Το πνεύμα της δημιουργικότητας, ο αυστηρός θρησκευτικός πουριτανισμός των Καλβινιστών και η αρχή της αυτοδιοίκησης διαμόρφωσαν την πρώτη αγγλική αποικία στην Αμερική.
Έτσι το 1608 μια ομάδα από αυτούς τους θρησκευτικούς διαφωνούντες, γνωστοί ως Αποδημητές (Pilgrims), πήραν τα πράγματά τους κι επιβιβάστηκαν σ’ ένα πλοίο που θα τους μετέφερε στην Ολλανδία. Πριν όμως προλάβει το πλοίο να ξεκινήσει, ανέβηκαν πάνω στρατιώτες και τους μετέφεραν στη ξηρά. Τους οδήγησαν στη δημόσια πλατεία της Βοστώνης επί του Witham του Lincolnshire κι εκεί οι Πατέρες της Νέας Αγγλίας υπέστησαν τέτοιες προσβολές που μόνο ένας άπιστος κι εχθρικός όχλος θα μπορούσε να τους επιβάλλει. Μετά από μερικές εβδομάδες στη φυλακή, τους επέτρεψαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Την επόμενη άνοιξη ξαναδοκίμασαν να δραπετεύσουν. Τη φορά αυτή στάθηκαν τυχεροί. Αρκετοί μπήκαν στο πλοίο, ενώ οι υπόλοιποι περίμεναν την επιστροφή της βάρκας που θα τους μετέφερε και αυτούς στο πλοίο. Ξαφνικά, φάνηκαν ιππείς να καλπάζουν προς την ακτή. Ο πλοίαρχος αμέσως σήκωσε άγκυρα και το πλοίο απομακρύνθηκε γρήγορα από την ακτή κι έβαλε πλώρη για τον προορισμό του. Οι υπόλοιποι όμως οδηγήθηκαν και πάλι στη φυλακή και ύστερα από αρκετό χρονικό διάστημα αφέθηκαν ελεύθεροι. Σχημάτισαν μικρές ομάδες και πήραν το δρόμο για την Ολλανδία. Ο Robinson κι η ομάδα του ξανάσμιξαν και έτσι το πρώτο στάδιο της εξαντλητικής αποδημίας τους από τη γηραιά Αγγλία προς τη Νέα τερματίστηκε.
Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΣΤΗΝ ΟΛΛΑΝΔΙΑ
Στην Ολλανδία εγκαταστάθηκαν στο Leiden και πέρασαν 11 ήσυχα και καλά χρόνια. Οι Αποδημητές εργάζονταν με υπομονετική φιλοπονία στις χειρονακτικές τους τέχνες. Γρήγορα έγιναν γνωστοί σαν πολίτες τίμιοι και συνεπείς προς τις χριστιανικές αρχές τους. Έτσι βρήκαν εύκολα εργασίες σε όλους τους κλάδους του εμπορίου. Ο Brewster άνοιξε τυπογραφείο και τύπωνε βιβλία για την ελευθερία της σκέψης, της λατρείας και της πίστης, πράγμα που εξόργισε πάρα πολύ τον βασιλιά Ιάκωβο Α'. Στη μικρή εκείνη αποικία στη Ολλανδία προστίθεντο και άλλα άτομα, που έρχονταν κατά καιρούς, καθώς η καταπίεση και οι διωγμοί στην Αγγλία γίνονταν ολοένα και πιο ανυπόφοροι.
Το ένστικτό τους όμως του διαχωρισμού ήταν βαθιά φωλιασμένο στην καρδιά των Αποδημητών. Δεν μπορούσαν και ούτε άντεχαν να υποφέρουν τη σκέψη ότι αυτή η μικρή τους αποικία μπορούσε να συγχωνευτεί και να γίνει ένα με την ολλανδική κοινωνία και να χάσει την ανεξάρτητη ύπαρξή της. Ήδη τα απιδιά τους είχαν αρχίσει να σχηματίζουν επιγαμίες που απειλούσαν την ανεξαρτησία τους για την οποία τόσο πολύ πάλεψαν. Γι’ αυτό και συσκέφτηκαν για αρκετό διάστημα και με πολλή αγωνία για το πώς θα απέφευγαν αυτόν τον κίνδυνο. Αποφάσισαν για μια ακόμα φορά να αποδημήσουν. Θα ζητούσαν αυτή τη φορά έναν τόπο πέρα από τον Ατλαντικό, όπου θα μπορούσαν να ζήσουν ήσυχα και μακριά από κάθε ξένη επίδραση και να ιδρύσουν ένα κράτος όπου θα μπορούσαν να είχαν ελευθερία σκέψης και λατρείας.
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΜΕ ΤΟ MAYFLOWER
Ένα ηλιόλουστο πρωινό του Ιουλίου του 1620, οι Αποδημητές (Pilgrim Fathers) γονάτισαν στις ακτές του Delfthaven, ένα μικρό λιμάνι στα νότια της Ολλανδίας, 2,5 χλμ. ΝΔ του Ρόττερνταμ, ενώ ο θρησκευτικός λειτουργός προσευχόταν για την επιτυχία του ταξιδιού τους. Έξω στα νερά, που ακτινοβολούσαν, τους περίμενε ένα πλοίο. Δεν μπόρεσαν να βρουν χρήματα για να μεταφερθεί όλη η αποικία τους και έτσι μόνον 100 φεύγουν. Οι υπόλοιποι θα έφευγαν μόλις θα μπορούσαν να το κάνουν. 300 άτομα αποχωρίζονται με φιλόστοργους αποχαιρετισμούς, ανάμεσα σε δάκρια και προσευχές. Ο Robinson τους κατευόδωσε με συμβουλές γεμάτες καθαρή και υψηλή σοφία, παροτρύνοντάς τους να έχουν πάντοτε την καρδιά και το νου τους ανοικτά στο να δεχτούν κάθε νέα αλήθεια σύμφωνα με τις διδασκαλίες του Ευαγγελίου.
Το μικρό τους σκάφος, το Speedwell, τους έφερε μέχρι το Southampton, όπου συνάντησαν το Mayflower (Μαγιάτικο λουλούδι), ένα πλοίο ειδικά ναυλωμένο γι’ αυτό το ταξίδι. Εκεί ενώθηκαν και με μια μεγαλύτερη ομάδα που είχαν έρθει απ’ το Λονδίνο για το σκοπό αυτό. Μια χρηματιστηριακή εταιρεία του Λονδίνου τους χρηματοδότησε με αντάλλαγμα το μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων τους από την Αμερική κατά τα πρώτα 6 έτη της εκεί παραμονής τους. Αρχικά είχε σχεδιαστεί η αποστολή να γίνει με το Speedwell, αλλά το πλοίο αποδείχτηκε ακατάλληλο για το ταξίδι κι εγκαταλείφθηκε. Τελικά το Mayflower με 101 επιβάτες απέπλευσε τελικά από το Plymouth της Αγγλίας, στις 16 Σεπτεμβρίου του 1620 με προορισμό τη Virginia, όπου οι άποικοι είχαν την έγκριση να εγκατασταθούν. Το πλοίο είχε εκτόπισμα 180 τόνων, ο καιρός από την αρχή ήταν τρικυμιώδης και τρομερά κρύος και το ταξίδι ανέλπιστα μακρύ. Λόγω του θυελλώδους καιρού και των σφαλμάτων στην πλοήγηση, το πλοίο δεν ακολούθησε τη σωστή πορεία. Έτσι στις 21 Νοεμβρίου το Mayflower έφτασε στο Cape Bay, έναν κολπίσκο ΝΑ της Μασαχουσέτης, που σχηματίζεται από μια χερσόνησο που προεξέχει προς τα βόρεια και το άκρο της λέγεται Cape Cod και έριξε άγκυρα στα ανοιχτά του σημερινού Provincetown της Μασαχουσέτης,
Μια μελαγχολική κι αποθαρρυντική στη θέα ακτή φάνηκε μπροστά στα μάτια τους. Το μάτι δε συναντούσε παρά χαμηλούς αμμόλοφους, σκεπασμένους από μικρά ξύλα που έφταναν μέχρι την ακτή της θάλασσας. Το Mayflower παρέμεινε αγκυροβολημένο για τις επόμενες εβδομάδες, ενώ μια ομάδα Αποδημητών από το πλοίο εξερευνούσε το Cape Cod και τον γύρω χώρο του για να βρει μια καλή τοποθεσία για τη δημιουργία της αποικίας. Γύρω από αυτό το θέμα έμειναν τόσο καιρό αναποφάσιστοι, ώστε ο πλοίαρχος απείλησε να τους ξεμπαρκάρει όλους στην ακτή και να φύγει. Έτσι έστειλαν μικρές αποστολές για εξερεύνηση. Στην αρχή δεν έβρισκαν καμιά κατάλληλη τοποθεσία και υπέστησαν σκληρές δοκιμασίες. Το κρύο ήταν τσουχτερό, οι σταγόνες πάγωναν πάνω στα ρούχα τους και οι Αποδημητές έμοιαζαν με ανθρώπους μέσα σε πανοπλίες.
Στο μεταξύ ο Peregrine White ήταν το πρώτο παιδί από την Ευρώπη που γεννήθηκε στη Νέα Αγγλία πάνω στο Mayflower. Τελικά, στις 2 Δεκεμβρίου εντοπίστηκε μια τοποθεσία. Το έδαφος φαινόταν να ήταν καλό κι υπήρχε αφθονία από μικρούς πίδακες από νερό. Στις 20 Δεκεμβρίου οι Αποδημητές κατέβηκαν από το πλοίο κοντά στην άκρη του Cape Cod και στα πρώτα τους βήματα συνάντησαν μια στρογγυλή γρανιτένια πέτρα, που μέχρι σήμερα διατηρείται με ευλάβεια από τους απογόνους τους, με την ημερομηνία της άφιξής τους (1620) χαραγμένη πάνω της.[3] Εδώ αποφάσισαν να ιδρύσουν την πρώτη μόνιμη αποικία στη Νέα Αγγλία που την ονόμασαν New Plymouth, μια πόλη της Μασαχουσέτης, στο ακρωτήριο Cape Cod. Η ίδρυση της αποικίας αυτής ήταν ένα από τα μείζονα γεγονότα στην πρώιμη ιστορία των αμερικανικών αποικιών. Αυτή η αποικία αποτέλεσε τον πυρήνα της Πολιτείας της Μασαχουσέτης και αργότερα ενώθηκε με άλλες αποικίες της Νέας Αγγλίας για να σχηματίσουν την Massachusetts Bay Colony το 1691.
Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ MAYFLOWER (MAYFLOWER COMPACT)
Οι Αποδημητές ήταν προφανώς πάνω από 800 χιλιόμετρα ΒΑ από τον προτιθέμενο προορισμό τους, τη Virginia. Το προνόμιο για τον αποικισμό τους στο Νέο Κόσμο, που εκδόθηκε από την Εταιρεία London, δεν ήταν πλέον δεσμευτικό και μια ομάδα στασιαστών από τους επιβάτες, που συγκεντρώθηκε από το Southampton και το Λονδίνο, ενοχλούσαν τους ηγέτες των Αποδημητών και ήθελαν πλήρη ανεξαρτησία από τους υπόλοιπους συνταξιδιώτες τους. Για να το εμποδίσουν αυτό και για να ελέγξουν τις πράξεις τους, 41 Αποδημητές, μαζί με τους John Alden, William Bradford,[4] William Brewster, John Carver, Myles Standish,[5] και Edward Winslow,[6] μαζεύτηκαν στην καμπίνα του πλοίου και συνέταξαν τη Συμφωνία του Mayflower (Mayflower Compact) και την υπέγραψαν πριν αποβιβαστούν στη ξηρά, σχηματίζοντας έτσι την πρώτη συνταγματική αμερικανική πολιτική δημοκρατία. Όλοι οι άρρενες ενήλικες έπρεπε να το υπογράψουν.
Η Συμφωνία του Mayflower ήταν το πρώτο σύνταγμα που γράφτηκε στην Αμερική. Συνένωσε τους ταξιδιώτες σε ένα «πολιτικό σώμα», που είχε τη δύναμη να σχεδιάζει και να θεσπίζει νόμους κατάλληλους για το γενικό καλό της ιδρυθείσας αποικίας. Όλοι οι άποικοι δεσμεύονταν να υπακούσουν τα διατάγματα που θεσπίστηκαν. Αυτό το συμβόλαιο καθιέρωσε τον κανόνα της πλειοψηφίας, που παρέμεινε μια βασική αρχή διακυβέρνησης της αποικίας στο Plymouth μέχρι την απορρόφησή της από την Massachusetts Bay Colony το 1691.
Η εθελοντική συμφωνία να αυτο-κυβερνηθούν ήταν το πρώτο γραμμένο σύνταγμα της Αμερικής και έχει ως εξής:
«Στο όνομα του Θεού, Αμήν. Εμείς, που τα ονόματά μας είναι γραμμένα από κάτω, πιστοί υπήκοοι του Υπέρτατου κυρίου μας, Βασιλιά Ιάκωβου, χάριτι Θεού, της Μ. Βρετανίας, Γαλλίας και Ιρλανδίας, Υπερασπιστή της πίστης, κλπ.
Έχοντας αναλάβει για τη δόξα του Θεού και την προαγωγή της χριστιανικής πίστης και την τιμή του Βασιλιά και της πατρίδας μας, ένα ταξίδι για να ιδρύσουμε την πρώτη αποικία στα βόρεια τμήματα της Virginia, κάνουμε δια των παρόντων, επίσημα και αμοιβαία ενώπιον του Θεού και αλλήλων, συνθήκη και δεσμευόμαστε σε ένα Πολιτικό Σώμα, για την καλύτερη ευταξία μας και συντήρησή μας, και προαγωγή των προειρημένων σκοπών. Και επί τη βάσει του παρόντος εγγράφου να θεσπίζουμε, να συντάσσουμε και να σχεδιάζουμε, δίκαιους και ίσους Νόμους, Διατάγματα, Πράξεις, Συντάγματα και Υπηρεσίες, από καιρού εις καιρόν, που θα θεωρούνται πρέπον και κατάλληλα για το γενικό καλό της αποικίας, στην οποίαν υποσχόμαστε όλη την οφειλόμενη υποταγή και υπακοή μας.
Για μαρτυρία αυτού έχουμε υπογράψει τα ονόματά μας στο Cape Cod στις 11 Νοεμβρίου, εν τη βασιλεία του Υπέρτατου κυρίου μας, Βασιλιά Ιάκωβου της Αγγλίας, Γαλλίας, Ιρλανδίας και Σκωτίας, 1620 μ.Χ.»
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΣΤΟ ΠΛΥΜΟΥΘ
Ο πρώτος χειμώνας ήταν δριμύς κι η νηπιακή αποικία λίγο έλειψε να εξολοθρευτεί. Στο πλοίο δεν τρέφονταν καλά και στη ξηρά δεν είχαν κατάλληλα καταλύματα. Η αρρώστια θέριζε τους ταλαιπωρημένους και εξαντλημένους Αποδημητές. Κάθε δεύτερη μέρα ένας τάφος έπρεπε να σκάβεται στην παγωμένη γη. Με τον ερχομό της άνοιξης, μόνο 50 Αποδημητές ζούσαν και αυτοί ήταν τρομερά αδύνατοι, αποκαμωμένοι και απελπισμένοι.
Αλλά όλο αυτόν το μελαγχολικό χειμώνα οι Αποδημητές εργάστηκαν πολύ σκληρά. Από τη μια η φροντίδα των ασθενειών, από την άλλη η φροντίδα των αρρώστων, από την άλλη η ταφή των νεκρών, στεκόταν εμπόδιο στην απόδοση της εργασίας τους. Παρόλα αυτά το χτίσιμο της μικρής πόλης προχωρούσε. Χτίστηκαν 19 σπίτια ικανά να στεγάσουν το μειωμένο σε έμψυχο αριθμό τους κι αυτά τα περιτριγύρισαν με περιφράγματα.
Πάνω σ’ ένα ύψωμα κοντά στην πόλη τους έχτισαν μια κατασκευή που χρησίμευε για διπλό σκοπό. Πάνω, ήταν ένα φρούριο με 6 κανόνια και κάτω ήταν η εκκλησία τους. Μέχρι τώρα οι Ινδιάνοι Wampanoag,[7] που ζούσαν στην περιοχή, ήταν η αιτία της αγωνία τους, παρόλο που δεν τους προξένησαν κανένα κίνδυνο. Μια επιδημία θέρισε τα 9/10 της φυλής των Ινδιάνων και οι απομείναντες Αποδημητές δεν μπορούσαν να τους αντιμετωπίσουν.
Οι Αποδημητές φρόντισαν να σχηματίσουν για τους εαυτούς τους μια κυβέρνηση. Σύμφωνα με τη Συμφωνία του Mayflower σχημάτισαν κοινότητα και υπόσχονταν υπακοή σε κάθε νόμο για το κοινό καλό. Το γεγονός αυτό συνέβαλε αποφασιστικά στη μελλοντική εξέλιξη της ιστορίας των αποικιών και των ΗΠΑ. Στο σύνταγμά τους διόρισαν τον John Carver κυβερνήτη τους. Αναγνώρισαν το βασιλιά Ιάκωβο, αλλά δεν του άφησαν μεγάλο περιθώριο εξουσίας στις υποθέσεις τους. Γνώριζαν τι σήμαινε δεσποτισμός κι ήταν βέβαιοι ότι η δημοκρατία δεν μπορούσε να ήταν τόσο κακή. Τη χρονιά εκείνη (1621) υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης με τους Ινδιάνους, τη γνωστή ως Συνθήκη του Plymouth, στην οποία διερμηνέας ήταν ο Ινδιάνος SQUANTO (1585;–1622).[8] Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή, που ήταν ζωτική για τη διατήρηση και αύξηση της αποικίας, ο Massasoit, αρχηγός των Ινδιάνων, απαρνήθηκε τις διεκδικήσεις τους για την περιοχή του Plymouth και υποσχέθηκε ειρήνη με τους αποίκους.
Η τόσο ανανεωμένη άνοιξη έφτασε επιτέλους με το γλυκό και ελπιδοφόρο τραγούδι των πουλιών στα δάση. Η υγεία της αποικίας άρχισε να καλυτερεύει, αλλά είχαν ακόμα πολλές δοκιμασίες να περάσουν. Το καλοκαίρι πέρασε όχι και άσχημα. Το φθινόπωρο έφτασε ένα πλοίο που έφερνε μια καινούργια ομάδα Αποδομητών. Αυτό ήταν πολύ ενθαρρυντικό, αλλά δυστυχώς το πλοίο δεν έφερνε και τροφές κι οι προμήθειες που είχαν δεν έφταναν γι’ αυτή την απροσδόκητη αύξηση ψυχών. Για 6 μήνες ο καθένας δικαιούταν μόνο μισή μερίδα φαγητό.
Τέτοιες δυσκολίες και προβλήματα παρουσιάζονταν συχνά κατά τα πρώτα 2-3 χρόνια. Πολλές φορές οι άποικοι δεν ήξεραν το βράδυ αν θα είχαν κάτι να φάνε το πρωί. Μία ή δύο φορές η έγκαιρη άφιξη ενός πλοίου τους έσωσε από βέβαιο θάνατο. Υπέφεραν πάρα πολύ, αλλά η βαθειά τους πίστη στη Θεία Πρόνοια και στον τελικό τους θρίαμβο ποτέ δεν τους έφερε σε σημείο να λιποψυχήσουν. Αντιμετώπισαν τις δυσκολίες τους με αλύγιστες και ατρόμητες καρδιές. Σιγά - σιγά αλλά με βεβαιότητα η μικρή αποικία έβαλε τις ρίζες βαθειά στην καινούργια της πατρίδα και άρχισε να αυξάνεται.
Οι πρώτοι αυτοί μετανάστες «δεν εγκατέλειψαν τη χώρα τους από ανάγκη, αντίθετα μάλιστα άφηναν μια αξιοζήλευτη κοινωνική θέση κι ένα σίγουρο τρόπο ζωής. Δεν πήγαιναν στο Νέο Κόσμο για να καλυτερεύσουν τη θέση τους ή να πλουτίσουν, αλλά ξεσπιτώνονταν για να υπηρετήσουν μια καθαρά πνευματική ανάγκη: εξέθεταν τους εαυτούς τους στις αναπόφευκτες ταλαιπωρίες της εξορίας, για να θριαμβεύσει η ιδέα τους». Με τα λόγια αυτά, ο Γάλλος ιστορικός Αλέξις ντε Τοκβίλ περιέγραφε τον ενθουσιασμό των μετέπειτα Πατέρων του αμερικανικού έθνους, οι οποίοι αναζητούσαν την ελευθερία που δεν μπορούσαν να βρουν στην πατρίδα τους, εγκαταλείποντας τη Γηραιά Ήπειρο και τη θρησκευτική μισαλλοδοξία της. Οι άνθρωποι αυτοί, αν και είχαν υψηλή μόρφωση και πνευματική καλλιέργεια, αψήφησαν την ηλικία τους και έζησαν ως γεωργοί ξαναρχίζοντας τη ζωή τους από το μηδέν. Το πνεύμα της δημιουργικότητας, ο αυστηρός θρησκευτικός πουριτανισμός των Καλβινιστών και η αρχή της αυτοδιοίκησης διαμόρφωσαν την πρώτη αγγλική αποικία στην Αμερική.
Υποσημειώσεις:
[1] Ηγέτης των Αποδημητών και ιδρυτής της αποικίας του Plymouth, γεννημένος στο Scrooby, της Αγγλίας (1567–1644). Σπούδασε για λίγο στο Peterhouse, στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Από το 1584-1587 ήταν στην υπηρεσία ενός Άγγλου πρεσβευτή, του William Davison (1541;–1608) και μετά το 1590 ήταν δικαστικός κλητήρας και διευθυντής ταχυδρομείου στο Scrooby. Εκεί οργάνωσε μια ομάδα θρησκευτικών διαφωνούντων, τους Αποδημητές. Δυο χρόνια αργότερα αυτός και μερικοί Αποδημητές, για να αποφύγουν διωγμό, μετακόμισαν στην Ολλανδία. Στην Ολλανδία ζούσε διδάσκοντας και εκδίδοντας θρησκευτικά βιβλία. Μαζί με έναν άλλον ηγέτη των Αποδημητών, τον William Bradford, επέστρεψε στην Αγγλία το 1619 και εξασφάλισε ένα προνόμιο από την Εταιρεία Virginia για μια έκταση γης στην Αμερική. Ο Brewster παρέμεινε στην Αγγλία μέχρι τις 16 Σεπτεμβρίου του 1620, όταν επιβιβάστηκε στο Mayflower για το ταξίδι στην Αμερική. Ήταν ένας από αυτούς που υπέγραψαν τη Συμφωνία του Mayflower και το Σύνταγμα της Αποικίας του Plymouth, και συνέχισε να είναι ένας από τους ηγέτες της αποικίας. Μέχρι το 1629, όταν διορίστηκε ένας χειροτονημένος θρησκευτικός λειτουργός, ο Brewster ήταν ο μοναδικός εκκλησιαστικός λειτουργός στην αποικία του Plymouth.
[2] Γεννημένος στις 19 Ιουνίου 1566, στο κάστρο του Εδιμβούργου στη Σκωτία, ο Ιάκωβος ήταν ο μοναχογιός της Μαρίας, βασίλισσας των Σκωτσέζων, και του δεύτερου συζύγου της, Λόρδου Darnley. Όταν το 1567, η Μαρία αναγκάστηκε να παραιτηθεί του δικαιώματός της στο θρόνο, ο Ιάκωβος ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Σκωτίας. Μια σειρά από αντιβασιλείας κυβέρνησαν το βασίλειο μέχρι το 1576, όταν ο Ιάκωβος έγινε κατ’ όνομα αρχηγός. Το αγόρι ήταν μια μαριονέτα στα χέρια των πολιτικών δολοπλόκων μέχρι το 1581. Τη χρονιά εκείνη, με τη βοήθεια των ευνοουμένων του, James Stuart, Κόμη του Arran (1579–95), και Esmé Stuart, Δούκα του Lennox (1542;–83), ο Ιάκωβος ανέλαβε ουσιαστική διακυβέρνηση της Σκωτίας. Η Σκωτία την εποχή αυτή ήταν διαιρεμένη εσωτερικά από διαμάχη μεταξύ των Προτεσταντών και των Ρωμαιοκαθολικών, και στις εξωτερικές υποθέσεις από αυτούς που προτιμούσαν μια συμμαχία με τη Γαλλία και αυτούς που υποστήριζαν την Αγγλία. Το 1582 τον Ιάκωβο τον απήγαγε μια ομάδα Προτεσταντών ευγενών υπό τον William Ruthven, Κόμη του Gowrie (1541?–84) και κρατήθηκε ουσιαστικά αιχμάλωτος μέχρι που δραπέτευσε το επόμενο έτος.
Το 1586, με τη Συνθήκη του Berwick, ο Ιάκωβος συμμάχησε με την ξαδέλφη του, Βασίλισσα Ελισάβετ Α' της Αγγλίας, και την επόμενη χρονιά, μετά την εκτέλεση της μητέρας του, πέτυχε να μειώσει τη δύναμη των μεγάλων Ρωμαιοκαθολικών ευγενών. Ο γάμος του με την Άννα της Δανίας (1574–1619) το 1589 τον έφερε για λίγο σε στενή σχέση με τους Προτεστάντες. Μετά τη συνομωσία του Gowrie το 1600, ο Ιάκωβος καταπίεσε τους Προτεστάντες τόσο ισχυρά όσο είχε καταπιέσει και τους Καθολικούς. Αντικατάστησε τη φεουδαρχική ισχύ των ευγενών με μια ισχυρή κεντρική κυβέρνηση, και διατήρησε το θεϊκό δικαίωμα των βασιλέων, ενίσχυσε την ανωτερότητα του κράτους επί της εκκλησίας.
Το 1603 η Βασίλισσα Ελισάβετ πέθανε άτεκνη, και ο Ιάκωβος τη διαδέχθηκε ως Ιάκωβος Α', ο πρώτος βασιλιάς της Αγγλίας από τη δυναστεία Stuart. Το 1604 τερμάτισε τον πόλεμο της Αγγλίας με την Ισπανία, αλλά η αγενής στάση του προς τη Βουλή, που βασιζόταν στην πεποίθησή του περί θεϊκού δικαιώματος, οδήγησε σε παρατεταμένη διαμάχη με αυτό το Σώμα. Ο Ιάκωβος συγκάλεσε τη Διάσκεψη του Hampton (1604), στην οποία ενέκρινε μια νέα μετάφραση της Βίβλου, που ονομάστηκε έκδοση του Βασιλιά Ιάκωβου. Η υπερβολική του αυστηρότητα προς τους Ρωμαιοκαθολικούς, όμως, οδήγησε στο ανεπιτυχές πραξικόπημα, το 1605. Ο Ιάκωβος προσπάθησε χωρίς επιτυχία να προωθήσει την υπόθεση της θρησκευτικής ειρήνης στην Ευρώπη, δίνοντας την κόρη του Ελισάβετ ως σύζυγο στον εκλέκτορα του Παλατινάτου, Φρειδερίκο Ε' (1596–1632), ηγέτη των Γερμανών Προτεσταντών. Θέλησε επίσης να τερματίσει τη διαμάχη με το να προσπαθήσει να κανονίσει ένα γάμο ανάμεσα στο γιο του, Κάρολο και στην Ινφάντα της Ισπανίας, τότε ηγέτιδα της Καθολικής εξουσίας. Όταν πήρε αρνητική απάντηση, σχημάτισε συμμαχία με τη Γαλλία και κήρυξε πόλεμο στην Ισπανία, συνεισφέροντας έτσι στις φλόγες που είχε προσπαθήσει να σβήσει. Ο Ιάκωβος πέθανε στο Theobalds του Hertfordshire στις 27 Μαρτίου 1625 και τον διαδέχθηκε στο θρόνο ο γιος του, Κάρολος Α’.
[3] Η πέτρα είναι γνωστή σαν ο Βράχος του Αποδημητή ή Βράχος Plymouth, σε ανάμνηση του γεγονότος του 1620.
[4] Αμερικανός κυβερνήτης της αποικίας, ένας από τους Αποδημητές και ιστορικός, γεννημένος στο Austerfield, του Yorkshire, στην Αγγλία (1590–1657). Το 1606 ενώθηκε με τους Brownists, έναν διαφωνούντα κλάδο των Διαμαρτυρομένων, και τρία χρόνια αργότερα, σε αναζήτηση για ελευθερία λατρείας, πήγε μαζί τους στην Ολλανδία, όπου έγινε μαθητευόμενος σ’ έναν κατασκευαστή μεταξιού. Απέπλευσε με το Mayflower το 1620, και μετά την άφιξή του στο Νέο Κόσμο βοήθησε να ιδρυθεί η αποικία του Plymouth. Τον Απρίλιο του 1621 διαδέχθηκε τον Κυβερνήτη John Carver ως ηγέτης με εκτελεστική εξουσία στην αποικία του Plymouth. Εκτός από μια περίοδο 5 ετών, ο Bradford υπηρέτησε ως Κυβερνήτης σχεδόν συνεχώς από το 1621-1656, έχοντας επανεκλεγεί 30 φορές. Το 1621 διαπραγματεύθηκε μια συνθήκη με τον Massasoit, αρχηγό των Ινδιάνων Wampanoag. Ο Bradford ήταν αντιπρόσωπος σε 4 περιπτώσεις στη Συνομοσπονδία της Νέας Αγγλίας, στην οποία δυο φορές εξελέγη πρόεδρος. Η «Ιστορία της αποικίας του Plymouth» που έγραψε (1856), είναι η πρωταρχική πηγή πληροφόρησης για τους Αποδημητές.
[5] Αμερικανός άποικος, γεννημένος στο Lancashire, της Αγγλίας (1584?–1656). Το 1620 ενώθηκε με τους Αποδημητές, και απέπλευσε μαζί τους με το Mayflower για να ιδρύσουν την αποικία του Plymouth στη Μασαχουσέτη. Ο Standish έγινε ηγέτης της νέας αποικίας και πέτυχε να εγκαταστήσει ειρηνικές σχέσεις με τους Ινδιάνους. Το 1625 έκανε ένα επιτυχημένο ταξίδι στην Αγγλία για να διαπραγματευτεί για προμήθειες και για το δικαίωμα της αποικίας να κατέχει τη δική της γη. Μερικά χρόνια αργότερα, αυτός κι ένας άλλος άποικος ο John Alden ίδρυσαν την πόλη του Duxbury, στη Μασαχουσέτη, που πήρε το όνομα του προγονικού σπιτιού του Standish στο Lancashire. Ο Standish ήταν ειρηνοδίκης στο Duxbury για την υπόλοιπη ζωή του και υπηρέτησε (1644–49) ως ο θησαυροφύλακας της αποικίας και στο διοικητικό της συμβούλιο για 29 χρόνια. Ήταν το θέμα του διάσημου αλλά μυθιστορηματικού ποιήματος του Henry Wadsworth Longfellow με τίτλο «Το φλερτ του Miles Standish» (1858), στο οποίο ο Standish, διστάζει να ζητήσει το χέρι της Priscilla Mullens (1602;–85;) και στέλνει τον John Alden να ενεργήσει ως μεσολαβητής.
[6] Αμερικανός άποικος, ένας από τους Αποδημητές, γεννημένος στο Droitwich, του Worcestershire, της Αγγλίας (1595-1655). Πήγε στην Αμερική το 1620 με το Mayflower και ήταν από τους ιδρυτές της Αποικίας του Plymouth, στη σημερινή πολιτεία της Μασαχουσέτης. Το 1621 διαπραγματεύθηκε μια συνθήκη φιλίας με τους ντόπιους Ινδιάνους Wampanoag, και ήταν ένας από τους πρώτους αποίκους που εξερεύνησε την ακτή της Νέας Αγγλίας και εγκατέστησε εμπορικές σχέσεις με τις ινδιάνικες φυλές της περιοχής αυτής. Μεταξύ 1624 και 1646 υπηρέτησε στο συμβούλιο του Κυβερνήτη στην αποικία του Plymouth, κι εξελέγη Κυβερνήτης το 1633, 1636 και 1644. Το 1635, ενώ επισκεπτόταν την Αγγλία ως αντιπρόσωπος της αποικίας, φυλακίστηκε για αρκετούς μήνες από τον Αρχιεπίσκοπο του Canterbury, William Laud, με την κατηγορία ότι είχε διαπράξει αδικήματα κατά της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Ο Winslow επέστρεψε στην Αγγλία κατά τη διάρκεια της Αγγλικής Επανάστασης, και μετά το θρίαμβο της υπόθεσης των Πουριτανών, υπηρέτησε την κυβέρνηση της Κοινοπολιτείας του Λόρδου Προστάτη, Oliver Cromwell. Το 1655 ο Cromwell τον έστειλε σε μια εκστρατεία κατά των Ισπανικών Δυτικών Ινδιών. Πέθανε στη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής στην Αγγλία. Ανάμεσα στα γραπτά του υπάρχουν διάφορα έργα που εκτιμούνται από ιστορικούς των αποικιών της Νέας Αγγλίας, ιδιαίτερα «Καλά Νέα από τη Νέα Αγγλία» (1625), «Η υποκρισία ξεσκεπάζεται» (1646), και «Θαυμάσια πρόοδος του Ευαγγελίου μεταξύ των Ινδιάνων» (1649).
[7] Ινδιάνικη φυλή της Β. Αμερικής που ανήκει στη γλωσσική οικογένεια των Algonquian-Ritwan και στην πολιτισμική περιοχή των Eastern Woodlands. Παλαιότερα κατείχαν την περιοχή μεταξύ της ανατολικής ακτής του Narragansett Bay και της ακτής του Ατλαντικού, μαζί με τα νησιά Nantucket και Martha’s Vineyard. Το 1620 οι Wampanoag λέγεται ότι κατοικούσαν σε 30 περίπου χωριά. Ο αρχηγός τους, ο Massasoit (1580;–1661), υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τους Αποδημητές το 1621, την πρώτη καταγεγραμμένη στη Νέα Αγγλία. Μερικές δεκαετίες αργότερα ο γιος του Massasoit, ο Philip, οδήγησε τη φυλή του κατά των αποίκων, στην ανεπιτυχή διαμάχη γνωστή ως Πόλεμος του βασιλιά Philip (1675–76). Το 1990, 2175 άνθρωποι ισχυρίζονταν ότι είναι απόγονοι των Wampanoag. Σύμφωνα με την απογραφή του 2000, οι απόγονοι των Wampanoag ήταν 2336 (απόγονοι μόνο των Wampanoag) άνθρωποι και 4594 (Wampanoag σε συνδυασμό με περισσότερες από μια φυλή).
[8] Ινδιάνος της φυλής Wampanoag, εκεί που τώρα είναι η Μασαχουσέτη. Γνωστός και ως Tisquantum, αποδείχθηκε ανεκτίμητος φίλος των λευκών αποίκων στη Νέα Αγγλία στις αρχές του 17ου αιώνα. Ως νέος συνελήφθη και πουλήθηκε σκλάβος στην Ισπανία αλλά τελικά δραπέτευσε και πήγε στην Αγγλία. Όταν επέστρεφε στη Νέα Αγγλία το 1619 ως πλοηγός ενός Άγγλου καπετάνιου, δραπέτευσε και ανακάλυψε ότι ο λαός του είχε αφανιστεί από μια επιδημία. Δυο χρόνια αργότερα βοήθησε τους πεινασμένους αποίκους στο Plymouth να επιβιώσουν μαθαίνοντάς τους το ψάρεμα και το φύτεμα καλαμποκιού. Ανέπτυξε φιλία μαζί τους και ήταν ο διερμηνέας στη Συνθήκη του Plymouth, που υπογράφηκε το 1621 ανάμεσα στον Ινδιάνο αρχηγό Massasoit και τον Κυβερνήτη William Bradford. Ενώ οδηγούσε μια ομάδα υπό τον Bradford γύρω από το Cape Cod το 1622, αρρώστησε και πέθανε.
[2] Γεννημένος στις 19 Ιουνίου 1566, στο κάστρο του Εδιμβούργου στη Σκωτία, ο Ιάκωβος ήταν ο μοναχογιός της Μαρίας, βασίλισσας των Σκωτσέζων, και του δεύτερου συζύγου της, Λόρδου Darnley. Όταν το 1567, η Μαρία αναγκάστηκε να παραιτηθεί του δικαιώματός της στο θρόνο, ο Ιάκωβος ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Σκωτίας. Μια σειρά από αντιβασιλείας κυβέρνησαν το βασίλειο μέχρι το 1576, όταν ο Ιάκωβος έγινε κατ’ όνομα αρχηγός. Το αγόρι ήταν μια μαριονέτα στα χέρια των πολιτικών δολοπλόκων μέχρι το 1581. Τη χρονιά εκείνη, με τη βοήθεια των ευνοουμένων του, James Stuart, Κόμη του Arran (1579–95), και Esmé Stuart, Δούκα του Lennox (1542;–83), ο Ιάκωβος ανέλαβε ουσιαστική διακυβέρνηση της Σκωτίας. Η Σκωτία την εποχή αυτή ήταν διαιρεμένη εσωτερικά από διαμάχη μεταξύ των Προτεσταντών και των Ρωμαιοκαθολικών, και στις εξωτερικές υποθέσεις από αυτούς που προτιμούσαν μια συμμαχία με τη Γαλλία και αυτούς που υποστήριζαν την Αγγλία. Το 1582 τον Ιάκωβο τον απήγαγε μια ομάδα Προτεσταντών ευγενών υπό τον William Ruthven, Κόμη του Gowrie (1541?–84) και κρατήθηκε ουσιαστικά αιχμάλωτος μέχρι που δραπέτευσε το επόμενο έτος.
Το 1586, με τη Συνθήκη του Berwick, ο Ιάκωβος συμμάχησε με την ξαδέλφη του, Βασίλισσα Ελισάβετ Α' της Αγγλίας, και την επόμενη χρονιά, μετά την εκτέλεση της μητέρας του, πέτυχε να μειώσει τη δύναμη των μεγάλων Ρωμαιοκαθολικών ευγενών. Ο γάμος του με την Άννα της Δανίας (1574–1619) το 1589 τον έφερε για λίγο σε στενή σχέση με τους Προτεστάντες. Μετά τη συνομωσία του Gowrie το 1600, ο Ιάκωβος καταπίεσε τους Προτεστάντες τόσο ισχυρά όσο είχε καταπιέσει και τους Καθολικούς. Αντικατάστησε τη φεουδαρχική ισχύ των ευγενών με μια ισχυρή κεντρική κυβέρνηση, και διατήρησε το θεϊκό δικαίωμα των βασιλέων, ενίσχυσε την ανωτερότητα του κράτους επί της εκκλησίας.
Το 1603 η Βασίλισσα Ελισάβετ πέθανε άτεκνη, και ο Ιάκωβος τη διαδέχθηκε ως Ιάκωβος Α', ο πρώτος βασιλιάς της Αγγλίας από τη δυναστεία Stuart. Το 1604 τερμάτισε τον πόλεμο της Αγγλίας με την Ισπανία, αλλά η αγενής στάση του προς τη Βουλή, που βασιζόταν στην πεποίθησή του περί θεϊκού δικαιώματος, οδήγησε σε παρατεταμένη διαμάχη με αυτό το Σώμα. Ο Ιάκωβος συγκάλεσε τη Διάσκεψη του Hampton (1604), στην οποία ενέκρινε μια νέα μετάφραση της Βίβλου, που ονομάστηκε έκδοση του Βασιλιά Ιάκωβου. Η υπερβολική του αυστηρότητα προς τους Ρωμαιοκαθολικούς, όμως, οδήγησε στο ανεπιτυχές πραξικόπημα, το 1605. Ο Ιάκωβος προσπάθησε χωρίς επιτυχία να προωθήσει την υπόθεση της θρησκευτικής ειρήνης στην Ευρώπη, δίνοντας την κόρη του Ελισάβετ ως σύζυγο στον εκλέκτορα του Παλατινάτου, Φρειδερίκο Ε' (1596–1632), ηγέτη των Γερμανών Προτεσταντών. Θέλησε επίσης να τερματίσει τη διαμάχη με το να προσπαθήσει να κανονίσει ένα γάμο ανάμεσα στο γιο του, Κάρολο και στην Ινφάντα της Ισπανίας, τότε ηγέτιδα της Καθολικής εξουσίας. Όταν πήρε αρνητική απάντηση, σχημάτισε συμμαχία με τη Γαλλία και κήρυξε πόλεμο στην Ισπανία, συνεισφέροντας έτσι στις φλόγες που είχε προσπαθήσει να σβήσει. Ο Ιάκωβος πέθανε στο Theobalds του Hertfordshire στις 27 Μαρτίου 1625 και τον διαδέχθηκε στο θρόνο ο γιος του, Κάρολος Α’.
[3] Η πέτρα είναι γνωστή σαν ο Βράχος του Αποδημητή ή Βράχος Plymouth, σε ανάμνηση του γεγονότος του 1620.
[4] Αμερικανός κυβερνήτης της αποικίας, ένας από τους Αποδημητές και ιστορικός, γεννημένος στο Austerfield, του Yorkshire, στην Αγγλία (1590–1657). Το 1606 ενώθηκε με τους Brownists, έναν διαφωνούντα κλάδο των Διαμαρτυρομένων, και τρία χρόνια αργότερα, σε αναζήτηση για ελευθερία λατρείας, πήγε μαζί τους στην Ολλανδία, όπου έγινε μαθητευόμενος σ’ έναν κατασκευαστή μεταξιού. Απέπλευσε με το Mayflower το 1620, και μετά την άφιξή του στο Νέο Κόσμο βοήθησε να ιδρυθεί η αποικία του Plymouth. Τον Απρίλιο του 1621 διαδέχθηκε τον Κυβερνήτη John Carver ως ηγέτης με εκτελεστική εξουσία στην αποικία του Plymouth. Εκτός από μια περίοδο 5 ετών, ο Bradford υπηρέτησε ως Κυβερνήτης σχεδόν συνεχώς από το 1621-1656, έχοντας επανεκλεγεί 30 φορές. Το 1621 διαπραγματεύθηκε μια συνθήκη με τον Massasoit, αρχηγό των Ινδιάνων Wampanoag. Ο Bradford ήταν αντιπρόσωπος σε 4 περιπτώσεις στη Συνομοσπονδία της Νέας Αγγλίας, στην οποία δυο φορές εξελέγη πρόεδρος. Η «Ιστορία της αποικίας του Plymouth» που έγραψε (1856), είναι η πρωταρχική πηγή πληροφόρησης για τους Αποδημητές.
[5] Αμερικανός άποικος, γεννημένος στο Lancashire, της Αγγλίας (1584?–1656). Το 1620 ενώθηκε με τους Αποδημητές, και απέπλευσε μαζί τους με το Mayflower για να ιδρύσουν την αποικία του Plymouth στη Μασαχουσέτη. Ο Standish έγινε ηγέτης της νέας αποικίας και πέτυχε να εγκαταστήσει ειρηνικές σχέσεις με τους Ινδιάνους. Το 1625 έκανε ένα επιτυχημένο ταξίδι στην Αγγλία για να διαπραγματευτεί για προμήθειες και για το δικαίωμα της αποικίας να κατέχει τη δική της γη. Μερικά χρόνια αργότερα, αυτός κι ένας άλλος άποικος ο John Alden ίδρυσαν την πόλη του Duxbury, στη Μασαχουσέτη, που πήρε το όνομα του προγονικού σπιτιού του Standish στο Lancashire. Ο Standish ήταν ειρηνοδίκης στο Duxbury για την υπόλοιπη ζωή του και υπηρέτησε (1644–49) ως ο θησαυροφύλακας της αποικίας και στο διοικητικό της συμβούλιο για 29 χρόνια. Ήταν το θέμα του διάσημου αλλά μυθιστορηματικού ποιήματος του Henry Wadsworth Longfellow με τίτλο «Το φλερτ του Miles Standish» (1858), στο οποίο ο Standish, διστάζει να ζητήσει το χέρι της Priscilla Mullens (1602;–85;) και στέλνει τον John Alden να ενεργήσει ως μεσολαβητής.
[6] Αμερικανός άποικος, ένας από τους Αποδημητές, γεννημένος στο Droitwich, του Worcestershire, της Αγγλίας (1595-1655). Πήγε στην Αμερική το 1620 με το Mayflower και ήταν από τους ιδρυτές της Αποικίας του Plymouth, στη σημερινή πολιτεία της Μασαχουσέτης. Το 1621 διαπραγματεύθηκε μια συνθήκη φιλίας με τους ντόπιους Ινδιάνους Wampanoag, και ήταν ένας από τους πρώτους αποίκους που εξερεύνησε την ακτή της Νέας Αγγλίας και εγκατέστησε εμπορικές σχέσεις με τις ινδιάνικες φυλές της περιοχής αυτής. Μεταξύ 1624 και 1646 υπηρέτησε στο συμβούλιο του Κυβερνήτη στην αποικία του Plymouth, κι εξελέγη Κυβερνήτης το 1633, 1636 και 1644. Το 1635, ενώ επισκεπτόταν την Αγγλία ως αντιπρόσωπος της αποικίας, φυλακίστηκε για αρκετούς μήνες από τον Αρχιεπίσκοπο του Canterbury, William Laud, με την κατηγορία ότι είχε διαπράξει αδικήματα κατά της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Ο Winslow επέστρεψε στην Αγγλία κατά τη διάρκεια της Αγγλικής Επανάστασης, και μετά το θρίαμβο της υπόθεσης των Πουριτανών, υπηρέτησε την κυβέρνηση της Κοινοπολιτείας του Λόρδου Προστάτη, Oliver Cromwell. Το 1655 ο Cromwell τον έστειλε σε μια εκστρατεία κατά των Ισπανικών Δυτικών Ινδιών. Πέθανε στη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής στην Αγγλία. Ανάμεσα στα γραπτά του υπάρχουν διάφορα έργα που εκτιμούνται από ιστορικούς των αποικιών της Νέας Αγγλίας, ιδιαίτερα «Καλά Νέα από τη Νέα Αγγλία» (1625), «Η υποκρισία ξεσκεπάζεται» (1646), και «Θαυμάσια πρόοδος του Ευαγγελίου μεταξύ των Ινδιάνων» (1649).
[7] Ινδιάνικη φυλή της Β. Αμερικής που ανήκει στη γλωσσική οικογένεια των Algonquian-Ritwan και στην πολιτισμική περιοχή των Eastern Woodlands. Παλαιότερα κατείχαν την περιοχή μεταξύ της ανατολικής ακτής του Narragansett Bay και της ακτής του Ατλαντικού, μαζί με τα νησιά Nantucket και Martha’s Vineyard. Το 1620 οι Wampanoag λέγεται ότι κατοικούσαν σε 30 περίπου χωριά. Ο αρχηγός τους, ο Massasoit (1580;–1661), υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τους Αποδημητές το 1621, την πρώτη καταγεγραμμένη στη Νέα Αγγλία. Μερικές δεκαετίες αργότερα ο γιος του Massasoit, ο Philip, οδήγησε τη φυλή του κατά των αποίκων, στην ανεπιτυχή διαμάχη γνωστή ως Πόλεμος του βασιλιά Philip (1675–76). Το 1990, 2175 άνθρωποι ισχυρίζονταν ότι είναι απόγονοι των Wampanoag. Σύμφωνα με την απογραφή του 2000, οι απόγονοι των Wampanoag ήταν 2336 (απόγονοι μόνο των Wampanoag) άνθρωποι και 4594 (Wampanoag σε συνδυασμό με περισσότερες από μια φυλή).
[8] Ινδιάνος της φυλής Wampanoag, εκεί που τώρα είναι η Μασαχουσέτη. Γνωστός και ως Tisquantum, αποδείχθηκε ανεκτίμητος φίλος των λευκών αποίκων στη Νέα Αγγλία στις αρχές του 17ου αιώνα. Ως νέος συνελήφθη και πουλήθηκε σκλάβος στην Ισπανία αλλά τελικά δραπέτευσε και πήγε στην Αγγλία. Όταν επέστρεφε στη Νέα Αγγλία το 1619 ως πλοηγός ενός Άγγλου καπετάνιου, δραπέτευσε και ανακάλυψε ότι ο λαός του είχε αφανιστεί από μια επιδημία. Δυο χρόνια αργότερα βοήθησε τους πεινασμένους αποίκους στο Plymouth να επιβιώσουν μαθαίνοντάς τους το ψάρεμα και το φύτεμα καλαμποκιού. Ανέπτυξε φιλία μαζί τους και ήταν ο διερμηνέας στη Συνθήκη του Plymouth, που υπογράφηκε το 1621 ανάμεσα στον Ινδιάνο αρχηγό Massasoit και τον Κυβερνήτη William Bradford. Ενώ οδηγούσε μια ομάδα υπό τον Bradford γύρω από το Cape Cod το 1622, αρρώστησε και πέθανε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου