Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)
Ήταν επικός ποιητής του αρματολισμού και ένας από τους πιο διακεκριμένους Επτανήσιους ποιητές του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1824, γιος του επιχειρηματία και γερουσιαστή Ιωάννη Βαλαωρίτη, ηπειρωτικής καταγωγής και της Αναστασίας το γένος Τυπάλδου Φορέστη.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο Λύκειο της Λευκάδας (1830-1837), κατόπιν φοίτησε στην Ιόνιο Ακαδημία στην Κέρκυρα (1838-1841) και ταξίδεψε στην Ιταλία και την ελεύθερη Ελλάδα (1841-1842). Ακολούθησαν σπουδές στη Γενεύη (όπου πήρε πτυχίο προλήτη Φραμμάτων και Επιστημών από το εκεί Κολλέγιο), στο Παρίσι (νομικά) και τέλος στην Πίζα της Ιταλίας, όπου ανακηρύχθηκε διδάκτωρ νομικής στο Πανεπιστήμιο της πόλης. Το επάγγελμα του δικηγόρου δεν το εξάσκησε ποτέ. Αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην ποίηση.
Το 1846 προσβλήθηκε από τυφοειδή πυρετό κι επέστρεψε στη Λευκάδα. Αργότερα ταξίδεψε στην Ιταλία και την Αυστρία, όπου με κίνδυνο της ζωής του πήρε μέρος σε ενέργειες υπέρ της ελληνικής απελευθέρωσης. Παράλληλα, μελέτησε γερμανική φιλολογία και το 1847 είχε ήδη τυπώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Στιχουργήματα στην Κέρκυρα». Ακολούθησε μια περίοδος περιπλάνησής του στην Ιταλία, κυρίως στη Βενετία.
Εκεί πήρε μέρος σε φοιτητικές κινητοποιήσεις και γνώρισε την κόρη του λογίου της Βενετίας Αιμιλίου Τυπάλδου, την Ελοΐζα. Το 1852, σε ηλικία 25 ετών, την παντρεύτηκε και την υπεραγαπούσε μέχρι το τέλος της ζωής του. Από το γάμο του απέκτησε τρεις κόρες (τη Μαρία, που πέθανε το 1855 σε βρεφική ηλικία, μια δεύτερη, επίσης Μαρία, που πέθανε το 1866 και τη Ναθαλία, που πέθανε το 1875 στη Βενετία) και δυο γιους, το Νάνο και τον Αιμίλιο.
Μετά το γάμο του ταξίδεψε στην Ευρώπη για ένα χρόνο και όταν επέστρεψε στη Λευκάδα ενίσχυσε το επαναστατικό κίνημα της Ηπείρου με άνδρες και χρήματα, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του τότε Άγγλου αρμοστή και να αναγκαστεί να φύγει ξανά στην Ιταλία. Το 1856 πέθανε ο πατέρας τους και η μητέρα του. Το 1857 δημοσίευσε τη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Μνημόσυνα», που τιμήθηκε από τον Όθωνα με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος. Την ίδια χρονιά απέκτησε το δεύτερο γιο του, τον Αιμίλιο. Παράλληλα με την ποίση επιδόθηκε και στην πολιτική. Εξελέγη βουλευτής Λευκάδας στην Ιόνιο Βουλή, επτά ολόκληρα χρόνια (1857 έως το 1864) και αγωνίστηκε για τα δίκαια των επτά νησιών.
Το 1864 επισκέφθηκε την Αθήνα μαζί με τον πρόεδρο της Ιονίου Βουλής και άλλους επιφανείς πολιτικούς και συνέταξε το σχέδιο για το ψήφισμα της Ένωσης. Η εμφάνισή του στην Εθνοσυνέλευση στέφθηκε από μεγάλη επιτυχία. Μετά την ένωση των Επτανήσων, έδρασε ως βουλευτής στην Αθήνα. Εκλέχθηκε δυο φορές βουλευτής στην κυβέρνηση Κουμουνδούρου (1865 και 1868), αρνήθηκε όμως να αναλάβει υπουργικά καθήκοντα. Οι αγορεύσεις του είχαν ποιητικό χαρακτήρα και η ρητορική του δεινότητα έμεινε αλησμόνητη. Μετά τις εκλογές του 1868, απογοητευμένος από την πολιτική αποσύρθηκε και απομονώθηκε στη Μαδουρή, ένα μικρό γραφικό νησάκι κοντά στη Λευκάδα, για να δοθεί ολοκληρωτικά στην υπόθεση της απελευθέρωσης της Ηπείρου.
Εκεί συνέθεσε το ποίημα «Διάκος» και τον «Αστραπόγιαννο», έργα που τύπωσε μαζί το 1867. Μετά από πρόσκληση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1871 έγραψε και απήγγειλε με μεγάλη επιτυχία ένα ποίημα για τον Πατριάρχη στην αποκάλυψη του ανδριάντα του. Πέθανε στη Λευκάδα το 1879 από καρδιακή πάθηση. Λίγο πριν το θάνατό του έγραψε τα τρία πρώτα άσματα του «Φωτεινού», έργου που έμεινε ημιτελές, λόγω του θανάτου του. Ο «Φωτεινός» εντάχθηκε στο δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο των έργων του, που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του, το 1891. Έγραψε επίσης λίγες μεταφράσεις («Η Λίμνη» του Λαμαρτίνου, το 33ο άσμα της «Κόλασης» του Δάντη κ.α.) και δημοσίευσε άρθρα πολιτικού και ιστορικού προβληματισμού.
Στο έργο του Βαλαωρίτη συναντιέται η γλωσσική τεχνοτροπία της Επτανησιακής Σχολής με εκείνη της Αθηναϊκής. Μελέτησε πολύ τη γνήσια γλώσσα του λαού και την έκανε όργανο, για να εκφράσει τις ιδέες του. Τα ποιητικά του έργα είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα, ενώ τα πεζά του στην καθαρεύουσα. Χρησιμοποιώντας επικολυρικό στίχο, ο Βαλαωρίτης έγραψε για τους άθλους των αγωνιστών του '21. Τα ποιήματά του αγαπήθηκαν στην εποχή τους, αλλά εξακολουθούν να εκτιμώνται ακόμη και σήμερα. Ο επικός χαρακτήρας των έργων του, καθώς και οι αγώνες του για την πατρίδα, του χάρισαν τον τιμητικό τίτλο του εθνικού ποιητή, ενόσω ήταν ακόμα στη ζωή, ως ο πρώτος που έσκυψε «στις εγχώριες πηγές με την απόφαση να κάνει ελληνική ποίηση».
Η κριτική διχάστηκε στην περίπτωση του Βαλαωρίτη και ποικίλει από την πλήρη αποδοχή (Παλαμάς, Ριΐδης, Σικελιανός), έως την πλήρη άρνηση (Πολυλάς, Πανάς, Βερναρδάκης).
Έγραψε πολλά ποιήματα στα οποία διακρίνει κανείς μια πατριωτική ρωμαλεότητα, έναν ασυγκράτητο πατριωτισμό και μια αχαλίνωτη φαντασία.
Ήταν επικός ποιητής του αρματολισμού και ένας από τους πιο διακεκριμένους Επτανήσιους ποιητές του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1824, γιος του επιχειρηματία και γερουσιαστή Ιωάννη Βαλαωρίτη, ηπειρωτικής καταγωγής και της Αναστασίας το γένος Τυπάλδου Φορέστη.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο Λύκειο της Λευκάδας (1830-1837), κατόπιν φοίτησε στην Ιόνιο Ακαδημία στην Κέρκυρα (1838-1841) και ταξίδεψε στην Ιταλία και την ελεύθερη Ελλάδα (1841-1842). Ακολούθησαν σπουδές στη Γενεύη (όπου πήρε πτυχίο προλήτη Φραμμάτων και Επιστημών από το εκεί Κολλέγιο), στο Παρίσι (νομικά) και τέλος στην Πίζα της Ιταλίας, όπου ανακηρύχθηκε διδάκτωρ νομικής στο Πανεπιστήμιο της πόλης. Το επάγγελμα του δικηγόρου δεν το εξάσκησε ποτέ. Αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην ποίηση.
Το 1846 προσβλήθηκε από τυφοειδή πυρετό κι επέστρεψε στη Λευκάδα. Αργότερα ταξίδεψε στην Ιταλία και την Αυστρία, όπου με κίνδυνο της ζωής του πήρε μέρος σε ενέργειες υπέρ της ελληνικής απελευθέρωσης. Παράλληλα, μελέτησε γερμανική φιλολογία και το 1847 είχε ήδη τυπώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Στιχουργήματα στην Κέρκυρα». Ακολούθησε μια περίοδος περιπλάνησής του στην Ιταλία, κυρίως στη Βενετία.
Εκεί πήρε μέρος σε φοιτητικές κινητοποιήσεις και γνώρισε την κόρη του λογίου της Βενετίας Αιμιλίου Τυπάλδου, την Ελοΐζα. Το 1852, σε ηλικία 25 ετών, την παντρεύτηκε και την υπεραγαπούσε μέχρι το τέλος της ζωής του. Από το γάμο του απέκτησε τρεις κόρες (τη Μαρία, που πέθανε το 1855 σε βρεφική ηλικία, μια δεύτερη, επίσης Μαρία, που πέθανε το 1866 και τη Ναθαλία, που πέθανε το 1875 στη Βενετία) και δυο γιους, το Νάνο και τον Αιμίλιο.
Μετά το γάμο του ταξίδεψε στην Ευρώπη για ένα χρόνο και όταν επέστρεψε στη Λευκάδα ενίσχυσε το επαναστατικό κίνημα της Ηπείρου με άνδρες και χρήματα, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του τότε Άγγλου αρμοστή και να αναγκαστεί να φύγει ξανά στην Ιταλία. Το 1856 πέθανε ο πατέρας τους και η μητέρα του. Το 1857 δημοσίευσε τη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Μνημόσυνα», που τιμήθηκε από τον Όθωνα με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος. Την ίδια χρονιά απέκτησε το δεύτερο γιο του, τον Αιμίλιο. Παράλληλα με την ποίση επιδόθηκε και στην πολιτική. Εξελέγη βουλευτής Λευκάδας στην Ιόνιο Βουλή, επτά ολόκληρα χρόνια (1857 έως το 1864) και αγωνίστηκε για τα δίκαια των επτά νησιών.
Το 1864 επισκέφθηκε την Αθήνα μαζί με τον πρόεδρο της Ιονίου Βουλής και άλλους επιφανείς πολιτικούς και συνέταξε το σχέδιο για το ψήφισμα της Ένωσης. Η εμφάνισή του στην Εθνοσυνέλευση στέφθηκε από μεγάλη επιτυχία. Μετά την ένωση των Επτανήσων, έδρασε ως βουλευτής στην Αθήνα. Εκλέχθηκε δυο φορές βουλευτής στην κυβέρνηση Κουμουνδούρου (1865 και 1868), αρνήθηκε όμως να αναλάβει υπουργικά καθήκοντα. Οι αγορεύσεις του είχαν ποιητικό χαρακτήρα και η ρητορική του δεινότητα έμεινε αλησμόνητη. Μετά τις εκλογές του 1868, απογοητευμένος από την πολιτική αποσύρθηκε και απομονώθηκε στη Μαδουρή, ένα μικρό γραφικό νησάκι κοντά στη Λευκάδα, για να δοθεί ολοκληρωτικά στην υπόθεση της απελευθέρωσης της Ηπείρου.
Εκεί συνέθεσε το ποίημα «Διάκος» και τον «Αστραπόγιαννο», έργα που τύπωσε μαζί το 1867. Μετά από πρόσκληση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1871 έγραψε και απήγγειλε με μεγάλη επιτυχία ένα ποίημα για τον Πατριάρχη στην αποκάλυψη του ανδριάντα του. Πέθανε στη Λευκάδα το 1879 από καρδιακή πάθηση. Λίγο πριν το θάνατό του έγραψε τα τρία πρώτα άσματα του «Φωτεινού», έργου που έμεινε ημιτελές, λόγω του θανάτου του. Ο «Φωτεινός» εντάχθηκε στο δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο των έργων του, που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του, το 1891. Έγραψε επίσης λίγες μεταφράσεις («Η Λίμνη» του Λαμαρτίνου, το 33ο άσμα της «Κόλασης» του Δάντη κ.α.) και δημοσίευσε άρθρα πολιτικού και ιστορικού προβληματισμού.
Στο έργο του Βαλαωρίτη συναντιέται η γλωσσική τεχνοτροπία της Επτανησιακής Σχολής με εκείνη της Αθηναϊκής. Μελέτησε πολύ τη γνήσια γλώσσα του λαού και την έκανε όργανο, για να εκφράσει τις ιδέες του. Τα ποιητικά του έργα είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα, ενώ τα πεζά του στην καθαρεύουσα. Χρησιμοποιώντας επικολυρικό στίχο, ο Βαλαωρίτης έγραψε για τους άθλους των αγωνιστών του '21. Τα ποιήματά του αγαπήθηκαν στην εποχή τους, αλλά εξακολουθούν να εκτιμώνται ακόμη και σήμερα. Ο επικός χαρακτήρας των έργων του, καθώς και οι αγώνες του για την πατρίδα, του χάρισαν τον τιμητικό τίτλο του εθνικού ποιητή, ενόσω ήταν ακόμα στη ζωή, ως ο πρώτος που έσκυψε «στις εγχώριες πηγές με την απόφαση να κάνει ελληνική ποίηση».
Η κριτική διχάστηκε στην περίπτωση του Βαλαωρίτη και ποικίλει από την πλήρη αποδοχή (Παλαμάς, Ριΐδης, Σικελιανός), έως την πλήρη άρνηση (Πολυλάς, Πανάς, Βερναρδάκης).
Έγραψε πολλά ποιήματα στα οποία διακρίνει κανείς μια πατριωτική ρωμαλεότητα, έναν ασυγκράτητο πατριωτισμό και μια αχαλίνωτη φαντασία.
Έργα:
Ποιήματα
Η Κυρά Φροσύνη (1859)
Αθανάσιος Διάκος (1867)
Θανάσης Βάγιας (1867)
Αστραπόγιαννος (1867)
Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε (1872)
Ο Φωτεινός (ημιτελές)
Συλλογές
Στιχουργήματα (1847)
Μνημόσυνα (1857)
Διάφορα
Ποιήματα (δίτομο) (1891)
Εργα (1893)
Βίος και έργα (τρίτομο) (1907)
Ποιήματα ανέκδοτα (1937)
Τα άπαντα (δίτομο) (1968)
Η Κυρά Φροσύνη (1859)
Αθανάσιος Διάκος (1867)
Θανάσης Βάγιας (1867)
Αστραπόγιαννος (1867)
Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε (1872)
Ο Φωτεινός (ημιτελές)
Συλλογές
Στιχουργήματα (1847)
Μνημόσυνα (1857)
Διάφορα
Ποιήματα (δίτομο) (1891)
Εργα (1893)
Βίος και έργα (τρίτομο) (1907)
Ποιήματα ανέκδοτα (1937)
Τα άπαντα (δίτομο) (1968)
Iστορικός και λογοτέχνης. Γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1815, από εύπορη και αριστοκρατική οικογένεια, απώτερης ιταλικής καταγωγής. Ο πατέρας του, Ιωάννης, ήταν δικαστικός, λόγιος και δραματικός ποιητής. Ο Σπυρίδων παρακολούθησε τη στοιχειώδη εκπαίδευση στη Λευκάδα και στη συνέχεια σπούδασε νομικά στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας (όπου γνωρίστηκε με το Σολωμό, πιθανόν και με τον Κάλβο). Όταν αποφοίτησε από την Ιόνιο Ακαδημία πήγε στην Ιταλία, όπου συνέχισε τις σπουδές του στα Πανεπιστήμια της Μπολόνια και της Πίζας (όπου αναγορεύτηκε διδάκτωρ του εκεί Πανεπιστημίου). Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του ταξίδεψε σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και στη Γερμανία, όπου φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και παρακολούθησε παραδόσεις του Hegel, από τον οποίο επηρεάστηκε.
Η γνωριμία του με το μεσαιωνολόγο Ανδρέα Μουστοξύδη τον ώθησε στη μελέτη μεσαιωνικών και γλωσσολογικών χειρογράφων στις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες της Ευρώπης και της Τουρκίας. Αποτέλεσμα του ενδιαφέροντός του για την μεσαιωνική ιστορία ήταν και το μεγάλο έργο του «Βυζαντιναί Μελέται», που έγραψε αργότερα.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1845 και έμεινε στην Κέρκυρα, όπου δημοσίευσε ανώνυμα το ποίημα «Η ύστερη νυχτιά του καταδίκου» (1845).
Στη συνέχεια έφυγε ξανά για την Ευρώπη για νέες μελέτες και επέστρεψε το 1856, λόγω του θανάτου του πατέρα του. Τα χρόνια εκείνα άρχισε και το συγγραφικό του έργο που κάλυπτε κυρίως ιστορικά θέματα, με υλικό που είχε συγκεντρώσει από τα ταξίδια του στην Ευρώπη και στην Τουρκία. Το 1852 δημοσίευσε έκδοση ελληνικών δημοτικών τραγουδιών «Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος». Ως εκδότης όμως των δημοτικών τραγουδιών επικρίθηκε για τις αυθείρετες επεμβάσεις του στα κείμενα, ενώ κρίθηκε ως μέτρια και η επίδοσή του στη λογοτεχνία.
Το 1857 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα με τη σύζυγό του Λουκία και δημοσίευσε την ιστορική μελέτη «Αι βυζαντιναί μελέται» («Περί πηγών Νεοελληνικής Εθνότητος από Η΄ άχρι Ι΄ εκατονταετηρίδος μ.Χ.»), το κυριότερο ιστορικό-φιλολογικό του έργο. Στην εκτενή εισαγωγή διατύπωσε την άποψη για την ιστορική και γλωσσική ενότητα του ελληνικού έθνους από την εποχή του Ομήρου μέχρι τη σύγχρονη εποχή, με συνδετικό κρίκο το Βυζάντιο και εισηγήθηκε την τριμερή διαίρεση της ελληνικής ιστορίας σε αρχαία, μεσαιωνική και νέα.
Το 1859 δημοσίευσε το φυλλάδιο «Καθίδρυσις Πατριαρχείου εν Ρωσία». Στην περίοδο 1859-1860 τοποθετείται και η σημαντική για την ιστορία της νεοελληνικής κριτικής διαμάχη Ζαμπελίου - Πολυλά. Ο Ζαμπέλιος ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία, σε επίπεδο κριτικής, και δημοσίευσε το φυλλάδιο «Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ;» και «Σκέψεις περί ελληνικής ποιήσεως», με αφορμή την έκδοση των «Ευρισκομένων» του Σολωμού από τον Πολυλά, υποστηρίζοντας τον ελεγειακό χαρακτήρα των έργων της ώριμης περιόδου του Σολωμού. Η άποψή του ανασκευάστηκε από τον Πολυλά στο φυλλάδιο «Πόθεν η μυστικοφοβία του κ. Σ. Ζαμπελίου» (Κέρκυρα 1860).
Με αφορμή τις ιστορικές περιπέτειες της Κρήτης έγραψε τα ιστορικά μυθιστορηματικά έργα «Ιστορικά σκηνογραφήματα» (1860) και «Οι Κρητικοί γάμοι» (1871), με υποθέσεις από την ιστορία της Ενετοκρατίας στο νησί. Το 1864 δημοσίευσε στην Αθήνα τη γλωσσολογική μελέτη «Ιταλοελληνικά». Δημοσίευσε επίσης το ιταλόφωνο μυθιστόρημα «Αναμνήσεις μοναχής». Προς το τέλος της ζωής του ξεκίνησε να γράφει ένα ετυμολογικό ελληνικό λεξικό, του οποίου το πρώτο μέρος εκδόθηκε στο Παρίσι το 1879 με τίτλο «Parlers grecs et romains». Εντάχθηκε στην πολιτική παράταξη των Μεταρρυθμιστών και στις εκλογές του 1850 υπέβαλε υποψηφιότητα και εκλέχτηκε βουλευτής Λευκάδας με το κόμμα των Μεταρρυθμιστών στη Θ΄ Βουλή των Επτανήσων. Υπήρξε συνεργάτης της κερκυραϊκής πολιτικής εφημερίδας «Πατρίς του Βραΐλα» και της εφημερίδας του Μουστοξύδη «Το μέλλον».
Αποσύρθηκε από την πολιτική, ταξίδεψε στην Αθήνα και προς το τέλος της ζωής του (1870) εγκαταστάθηκε σε μια επαρχιακή έπαυλη στο Λιβόρνο για δέκα χρόνια. Πέθανε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στο Zug της Ελβετίας το 1881.
Τα κυριότερα έργα του
. Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος [Εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί Μεσαιωνικού Ελληνισμού (1852)]
. Βυζαντιναί Μελέται [Περί πηγών Νεοελληνικής Εθνότητος από Η΄ άχρι Ι΄ εκατονταετηρίδος μ.Χ. (1857)]
. Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ; [Σκέψεις περί ελληνικής ποιήσεως (1859)]
. Ιστορικά Σκηνογραφήματα (1860)
. Ιταλλοελληνικά [κριτική πραγματεία περί των εν τοις αρχείοις Νεαπόλεως ανεκδότων ελλληνικών περγαμηνών (1864)]
. Οι Κρητικοί Γάμοι [Ανέκδοτον επεισόδιον της Κρητικής Ιστορίας επί Βενετών (1570) (1871)]
. Parlers Grecs et Romans, leur point de contact préhistorique (1880)
. Ζαμπελίου και Κριτοβουλίδου, Ιστορία των Επαναστάσεων της Κρήτης [συμπληρωθείσα υπό Ιωάννου Δ. Κονδυλάκη (1897]
Η γνωριμία του με το μεσαιωνολόγο Ανδρέα Μουστοξύδη τον ώθησε στη μελέτη μεσαιωνικών και γλωσσολογικών χειρογράφων στις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες της Ευρώπης και της Τουρκίας. Αποτέλεσμα του ενδιαφέροντός του για την μεσαιωνική ιστορία ήταν και το μεγάλο έργο του «Βυζαντιναί Μελέται», που έγραψε αργότερα.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1845 και έμεινε στην Κέρκυρα, όπου δημοσίευσε ανώνυμα το ποίημα «Η ύστερη νυχτιά του καταδίκου» (1845).
Στη συνέχεια έφυγε ξανά για την Ευρώπη για νέες μελέτες και επέστρεψε το 1856, λόγω του θανάτου του πατέρα του. Τα χρόνια εκείνα άρχισε και το συγγραφικό του έργο που κάλυπτε κυρίως ιστορικά θέματα, με υλικό που είχε συγκεντρώσει από τα ταξίδια του στην Ευρώπη και στην Τουρκία. Το 1852 δημοσίευσε έκδοση ελληνικών δημοτικών τραγουδιών «Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος». Ως εκδότης όμως των δημοτικών τραγουδιών επικρίθηκε για τις αυθείρετες επεμβάσεις του στα κείμενα, ενώ κρίθηκε ως μέτρια και η επίδοσή του στη λογοτεχνία.
Το 1857 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα με τη σύζυγό του Λουκία και δημοσίευσε την ιστορική μελέτη «Αι βυζαντιναί μελέται» («Περί πηγών Νεοελληνικής Εθνότητος από Η΄ άχρι Ι΄ εκατονταετηρίδος μ.Χ.»), το κυριότερο ιστορικό-φιλολογικό του έργο. Στην εκτενή εισαγωγή διατύπωσε την άποψη για την ιστορική και γλωσσική ενότητα του ελληνικού έθνους από την εποχή του Ομήρου μέχρι τη σύγχρονη εποχή, με συνδετικό κρίκο το Βυζάντιο και εισηγήθηκε την τριμερή διαίρεση της ελληνικής ιστορίας σε αρχαία, μεσαιωνική και νέα.
Το 1859 δημοσίευσε το φυλλάδιο «Καθίδρυσις Πατριαρχείου εν Ρωσία». Στην περίοδο 1859-1860 τοποθετείται και η σημαντική για την ιστορία της νεοελληνικής κριτικής διαμάχη Ζαμπελίου - Πολυλά. Ο Ζαμπέλιος ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία, σε επίπεδο κριτικής, και δημοσίευσε το φυλλάδιο «Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ;» και «Σκέψεις περί ελληνικής ποιήσεως», με αφορμή την έκδοση των «Ευρισκομένων» του Σολωμού από τον Πολυλά, υποστηρίζοντας τον ελεγειακό χαρακτήρα των έργων της ώριμης περιόδου του Σολωμού. Η άποψή του ανασκευάστηκε από τον Πολυλά στο φυλλάδιο «Πόθεν η μυστικοφοβία του κ. Σ. Ζαμπελίου» (Κέρκυρα 1860).
Με αφορμή τις ιστορικές περιπέτειες της Κρήτης έγραψε τα ιστορικά μυθιστορηματικά έργα «Ιστορικά σκηνογραφήματα» (1860) και «Οι Κρητικοί γάμοι» (1871), με υποθέσεις από την ιστορία της Ενετοκρατίας στο νησί. Το 1864 δημοσίευσε στην Αθήνα τη γλωσσολογική μελέτη «Ιταλοελληνικά». Δημοσίευσε επίσης το ιταλόφωνο μυθιστόρημα «Αναμνήσεις μοναχής». Προς το τέλος της ζωής του ξεκίνησε να γράφει ένα ετυμολογικό ελληνικό λεξικό, του οποίου το πρώτο μέρος εκδόθηκε στο Παρίσι το 1879 με τίτλο «Parlers grecs et romains». Εντάχθηκε στην πολιτική παράταξη των Μεταρρυθμιστών και στις εκλογές του 1850 υπέβαλε υποψηφιότητα και εκλέχτηκε βουλευτής Λευκάδας με το κόμμα των Μεταρρυθμιστών στη Θ΄ Βουλή των Επτανήσων. Υπήρξε συνεργάτης της κερκυραϊκής πολιτικής εφημερίδας «Πατρίς του Βραΐλα» και της εφημερίδας του Μουστοξύδη «Το μέλλον».
Αποσύρθηκε από την πολιτική, ταξίδεψε στην Αθήνα και προς το τέλος της ζωής του (1870) εγκαταστάθηκε σε μια επαρχιακή έπαυλη στο Λιβόρνο για δέκα χρόνια. Πέθανε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στο Zug της Ελβετίας το 1881.
Τα κυριότερα έργα του
. Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος [Εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί Μεσαιωνικού Ελληνισμού (1852)]
. Βυζαντιναί Μελέται [Περί πηγών Νεοελληνικής Εθνότητος από Η΄ άχρι Ι΄ εκατονταετηρίδος μ.Χ. (1857)]
. Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ; [Σκέψεις περί ελληνικής ποιήσεως (1859)]
. Ιστορικά Σκηνογραφήματα (1860)
. Ιταλλοελληνικά [κριτική πραγματεία περί των εν τοις αρχείοις Νεαπόλεως ανεκδότων ελλληνικών περγαμηνών (1864)]
. Οι Κρητικοί Γάμοι [Ανέκδοτον επεισόδιον της Κρητικής Ιστορίας επί Βενετών (1570) (1871)]
. Parlers Grecs et Romans, leur point de contact préhistorique (1880)
. Ζαμπελίου και Κριτοβουλίδου, Ιστορία των Επαναστάσεων της Κρήτης [συμπληρωθείσα υπό Ιωάννου Δ. Κονδυλάκη (1897]
Άγγελος Σικελιανός (1884-1951)
Ο Άγγελος Σικελιανός είναι ένας από τους πιο σπουδαίους Έλληνες λυρικούς ποιητές του 20ου αιώνα. Στα ποιήματά του τονίζει την ελληνική ιστορία, το θρησκευτικό συμβολισμό και την παγκόσμια αρμονία. Το έργο του διακρίνεται από έναν έντονο λυρισμό και έναν ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο.
Ο Άγγελος Σικελιανός είναι ένας από τους πιο σπουδαίους Έλληνες λυρικούς ποιητές του 20ου αιώνα. Στα ποιήματά του τονίζει την ελληνική ιστορία, το θρησκευτικό συμβολισμό και την παγκόσμια αρμονία. Το έργο του διακρίνεται από έναν έντονο λυρισμό και έναν ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο.
«Άρχοντα της λαλιάς μας» τον αποκάλεσε ο νομπελίστας ποιητής μας Σεφέρης. Ο Δημαράς μιλά για «ρουμελιώτικη αίσθηση του γλωσσικού οργάνου, άνεση, ωριμότητα, δύναμη, αισθητική αφομοίωση της παράδοσης Σολωμού».
Βιογραφία
Στις 15 Μαρτίου του 1884, γεννιέται στη Λευκάδα, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια, το έβδομο και τελευταίο παιδί της Χαρίκλειας και του Ιωάννη Σικελιανού, δασκάλου των Γαλλικών. Το όνομά του Άγγελος. Και του ταίριαξε. Θα μπορούσε να ονομαστεί και Απόλλωνας ή Ορφέας και αυτά τα ονόματα θα του πήγαιναν. Οι γονείς του, άνθρωποι καλλιεργημένοι και γλωσσομαθείς θα μεταδώσουν στα παιδιά τους αγάπη και σεβασμό για τους ήρωες της ελληνικής Επανάστασης. Πρόγονοι της οικογένειας δεν είχαν διστάσει να διαθέσουν την περιουσία τους στον Αγώνα και αυτοί θα γίνουν φωτεινό παράδειγμα για όλη τη ζωή του Αγγελου, που δεν θα πάψει ποτέ να τους μνημονεύει με θαυμασμό. Σημαντικό ρόλο στην ανατροφή του θα παίξει και η παραμάνα του, θεία Μαρία. Αυτή η απλοϊκή γυναίκα με τη θέρμη της αγάπης της και του λόγου της θα ποτίσει τον Αγγελο με γεύσεις, αρώματα και λέξεις, που ο ποιητής θα τα κρατήσει για πάντα φυλαγμένα μέσα του. Πολύ αργότερα, θα της αφιερώσει κάποιες σελίδες από το ημερολόγιό του, ενώ θα βρίσκεται στο Αγιο Ορος («Κόλλυβα για τη θεία Μαρία»). Αξέχαστοι και καθοριστικοί για την ανάπτυξη και τον μετέπειτα προσανατολισμό του ήταν και οι περίπατοι με τον πατέρα του στους λευκαδίτικους ελαιώνες. Εδώ ο πατέρας θα τον μυήσει στην αρχαία ελληνική μυθολογία, στην απόλυτη σχέση της με την ελληνική φύση και θα τον εισαγάγει με πολύ φυσικό τρόπο στην Ιστορία και τον πολιτισμό της αρχαιότητας.
Στη Λευκάδα διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στο δημοτικό και στο γυμνάσιο. Εκεί έγραψε σε ηλικία μόλις 13 ετών και τα πρώτα του ποιήματα. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 1900 και τον επόμενο χρόνο έρχεται στην Αθήνα για να φοιτήσει στη Νομική Σχολή, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει ποτέ τις σπουδές του. Στρέφει το ενδιαφέρον του σε λογοτεχνικές αναζητήσεις, στην ποίηση, στο θέτρο και στα ταξίδια. Θα μείνει αυτοδίδακτος. Από νωρίς μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο, αλλά και την Αγία Γραφή και ξένους λογοτέχνες, όπως Νίτσε και τον Ιταλό ποιητή Ντ' Αννούντσιο (στον οποίο θα αναγνωρίσει μια συγγένεια ύφους). Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια και στράφηκε στην ποίηση και το θέατρο. Ήταν γεννημένος να γίνει ποιητής και άρχισε να δημοσιεύει από καιρό σε καιρό ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής (Νουμάς και Παναθήναια). Η γνωριμία του με τον πρωτοπόρο ανανεωτή του νεοελληνικού θεάτρου Κωνσταντίνο Χρηστομάνη τον οδηγεί να παίζει ρόλους σε αρχαίες τραγωδίες στη «Νέα Σκηνή» που αυτός είχε δημιουργήσει. Αυτό ίσως και να συνέβαλε αργότερα στην ιδέα του Σικελιανού για την αναβίωση του αρχαίου δράματος με τις «Δελφικές Εορτές».
Το 1905 γνωρίζεται με την πλούσια Αμερικανίδα Eva Parlmer, που σπούδαζε στο Παρίσι ελληνική αρχαιολογία και χορογραφία, πράγμα που θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στη ζωή του και στην εκπλήρωση των πόθων του. Η συνάντηση με την αρχαιολάτρη Αμερικανίδα γίνεται στο σπίτι της Ισιδώρας Ντάνκαν, στον Κοπανά. Η ένωση είναι άμεση και ενδιαφέρουσα, μια που και οι δύο τρέφονται από την ίδια αγάπη για τον ελληνικό πολιτισμό. Ομως ο γάμος αναβάλλεται, γιατί ο Αγγελος έχει ήδη προγραμματίσει ένα ταξίδι στην Αίγυπτο. Ο Σικελιανός αγαπούσε τα ταξίδια και στην Αίγυπτο σε μια έξαρση νοσταλγίας για την πατρίδα θα γράψει το 1907 σε ηλικία 23 ετών, «μέσα σε μια εβδομάδα» όπως λέει ο ίδιος, την πρώτη του μεστή ποιητική συλλογή, τον «Αλαφροΐσκιωτο», που ο τίτλος του είναι παρμένος από το έργο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Σολωμού. Σε πλήρη απομόνωση, νηστικός, σ’ έκσταση σχεδόν, όπως εξάλλου συνήθιζε να εργάζεται, θα συνθέσει αυτό το μεγάλο συνθετικό ποίημα σαν να επρόκειτο για μια λυρική αυτοβιογραφία. Το έργο δημοσιεύεται τελικά το 1909 και προκαλεί ιδιαίτερη αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους, αναγνωρίζεται ως έργο σταθμός στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων και καταλαμβάνει το δικό του χώρο στην ελληνική ποίηση.
Στο μεταξύ, η Εύα περιμένει τον Άγγελο στο πατρικό του σπίτι, στη Λευκάδα. Οταν αυτός επιστρέφει, θα ορίσουν το γάμο τους, ο οποίος θα τελεστεί το 1907 στην Αμερική και ήταν σημαντικός σταθμός στη ζωή του ποιητή. Την επόμενη χρονιά εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, ενώ το 1909, έτος έκδοσης του «Αλαφροΐσκιωτου» θα γεννηθεί και ο γιος τους, ο Γλαύκος. Η Εύα ήταν η πρώτη γυναίκα του, που του αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά και στήριξε οικονομικά όλα του τα οράματα. Εκτών των άλλων, αντιμετώπισε μεγαλόψυχα τις ερωτικές απιστίες του Σικελιανού και αργότερα τον έρωτά του με την Άννα Καραμάνη, δίνοντας τη συγκατάθεσή της για το γάμο τους που έγινε το 1940.
Σημαντικός σταθμός στη ζωή και το έργο του ποιητή είναι η γνωριμία του με τον Νίκο Καζαντζάκη, το 1914, στο στρατό. Εμειναν μαζί 40 μέρες στο Αγιον Ορος, επισκέφθηκαν τις μονές, έζησαν όπως οι μοναχοί. Ηδη από το 1910, ο Σικελιανός είχε συλλάβει την ιδέα των «Συνειδήσεων», του έργου που θα πραγματοποιήσει αργότερα. Η γνωριμία με τον Καζαντζάκη, η κοινή τους αναζήτηση, η περιπλάνησή τους στην Ελλάδα από το 1914-1917 με σκοπό να συνειδητοποιήσουν τη Γη και τη φυλή τους, θα συμβάλει σημαντικά στην πραγματοποίηση του έργου του ποιητή που αφορά τις συνειδήσεις. Οι δύο συγγραφείς ήταν συγγενικά πνεύματα, αλλά και πολύ διαφορετικοί στις απόψεις τους για τη ζωή. Ο Σικελιανός ήταν ένας κοσμικός άνθρωπος, γεμάτος αισιοδοξία και με σταθερή πίστη στις συγγραφικές του ικανότητες. Ο Καζαντζάκης, αντίθετα, ήταν λιγόλογος και ερημίτης, γεμάτος αμφιβολίες και είχε, όπως ο ίδιος παραδεχόταν, μια τάση να επικεντρώνεται στην ουσία των γεγονότων, πέρα από την επιφάνεια. Όμως και οι δυο συμμερίζονταν το αμοιβαίο ενδιαφέρον στη προσπάθεια εξευγενισμού και ανύψωσης του ανθρώπινου πνεύμα μέσω καλλιτεχνικών επιδιώξεων. Η θρησκευτικότητα του Αγίου Ορους θα βρει εύφορο έδαφος στην ψυχή του. Μετά την παραμονή του εκεί θα γράψει ένα από τα πιο σημαντικά του ποιήματα, το «Μήτηρ Θεού». Η μορφή της μητέρας είναι ένα από τα βασικά θέματα στην ποίησή του, όπως και η μορφή της γυναίκας, γενικώς. Η ερωτική της εκδοχή κορυφώνεται στο ποίημα «Θαλερό» και στη φιγούρα της αρχοντοθυγατέρας, μιας κοπέλας που πραγματικά γνώρισε ο ποιητής, σε ένα ταξίδι του στη Σικυώνα, το 1915. Αρχοντοθυγατέρα είναι η νεαρή Μαρία Παύλου που έβλεπε συχνά τον Σικελιανό και τη γυναίκα του Εύα, να φτάνουν στο Θαλερό, ένα μικρό χωριό της Κορινθίας, συνοδευόμενοι και από άλλες κοπέλες των καλύτερων οικογενειών της περιοχής. Οταν η μικρή, δεκαεξάχρονη τότε, Μαρία θα λάβει από κάποιον γνωστό την τοπική εφημερίδα με το ποίημα του Σικελιανού και τους στίχους που την αφορούν, σπεύδει να σκίσει τη σελίδα, κυριευμένη από φόβο μήπως ο πατέρας της διαβάσει την τολμηρή αναφορά.
Η περίοδος της έντονης αναζήτησης καταλήγει στην έκδοση των τεσσάρων τόμων της ποιητικής συλλογής «Πρόλογος στη Ζωή» με τις 5 περίφημες «Συνειδήσεις»: «Η Συνείδηση της Γης μου» (1915), «Η Συνείδηση της Φυλής μου» (1915), «Η Συνείδηση της Γυναίκας» (1916) και «Η Συνείδηση της Πίστης» (1917). Ο «Πρόλογος στη Ζωή» ολοκληρώθηκε αργότερα με τη «Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας». Ακολουθεί η τρίτη συλλογή του με τον τίτλο «Στίχοι» και μετέπειτα τα χαρακτηριστικά ποιήματα «Το Πάσχα των Ελλήνων» και «Μήτηρ Θεού» (1917 – 1920), καθώς και διάφορες συνεργασίες του με λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Με την έκδοση των έργων του «Ακριτικά» και «Αντίδωρο» ο Σικελιανός συγκέντρωσε όλο το ποιητικό του έργο σε 3 τόμους με τον τίτλο «Λυρικός Βίος».
Δελφική Ιδέα
Η αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα απασχόλησε βαθιά τον Σικελιανό και συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας ικανός να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών. Για το σκοπό αυτό, το Μάϊο του 1927, ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και οικονομική βοήθεια της γυναίκας του, ξεκίνησε μια φιλόδοξη προσπάθεια αναβίωσης των «Δελφικών Εορτών», σαν ένα μέρος του οράματός του για την αναβίωση της «Δελφικής Ιδέας». Σ’ αυτήν την προσπάθεια αφιερώθηκε ολοκληρωτικά για πάνω από 10 χρόνια. Ο ποιητής δούλεψε όσο και όπως μπορούσε, με άρθρα, μελέτες και διαλέξεις. Παράλληλα, οργανώνει τις «Δελφικές Εορτές» στους Δελφούς που περιλάμβαναν Ολυμπιακούς αγώνες, ένα κονσέρτο Βυζαντινής μουσικής, μια έκθεση λαϊκής τέχνης όπως και την παράσταση της τραγωδίας του Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης» στο αρχαίο θέατρο. Η προσπάθεια ήταν πολλή πετυχημένη και παρά την έλλειψη κρατικής υποστήριξης, επαναλήφθηκε και το επόμενο έτος. Το 1930 ανεβάζει και το έργο «Ικέτιδες» του Αισχύλου. Η «Δελφική Ιδέα» εκτός από τις αρχαίες παραστάσεις περιελάμβανε και τη «Δελφική Ένωση», μια παγκόσμια ένωση για τη συναδέλφωση των λαών και το «Δελφικό Πανεπιστήμιο», στόχος του οποίου θα ήταν να συνθέσει σε έναν ενιαίο μύθο τις παραδόσεις όλων των λαών. Πίστευε ότι τα αρχαία ιδανικά που διαμόρφωσαν τον κλασικό πολιτισμό, αν επανεξετάζονταν, θα μπορούσαν να προσφέρουν πνευματική ανεξαρτησία και θα χρησίμευαν ως μέσα επικοινωνίας μεταξύ των λαών. Από τότε καθιερώθηκε για πρώτη φορά να παίζονται τα έργα των κλασικών τραγωδών σε αρχαία θέατρα. Για τις πρωτοβουλίες αυτές, το 1929, η Ακαδημία Αθηνών απένειμε στο ζεύγος αργυρά μετάλια «δια την γενναίαν προσπάθειαν...». Από το φιλόδοξο αυτό σχέδιο το μόνο που πραγματοποιήθηκε τελικά ήταν οι «Δελφικές Εορτές». Από το 1932 ο Σικελιανός ασχολείται και με τη συγγραφή τραγωδίας. Αν και οι προσπάθειες του Σικελιανού σημείωσαν επιτυχία και είχαν απήχηση, ωστόσο η προσέλευση των θεατών, αν εξαιρέσουμε τους προσκεκλημένους, τόσο στις πρώτες όσο και στις δεύτερες γιορτές, ήταν ελάχιστη. Το όραμά του δεν είχε συνέχεια. Κάποια στιγμή ματαιώθηκε, κυρίως κάτω από το βάρος των οικονομικών συνθηκών. Μετά την οικονομική καταστροφή ήρθε κι ο χωρισμός του ζεύγους, αφού η Eva Parlmer εγκαταστάθηκε από τότε στην Αμερική και επέστρεψε μόνο μετά το θάνατο του ποιητή.
Το 1934 η Βουλή αποφασίζει την ανάθεση των Δελφικών Εορτών σε είκοσι δύο μέλη, εξοστρακίζοντας το ζεύγος Σικελιανού από την ιδέα που οι ίδιοι είχαν συλλάβει. Ο ποιητής θα αναρτήσει έξω από την πόρτα του γραφείου του μια φράση του Νίτσε: «Εκεί που τελειώνει το κράτος εκεί αρχίζει ο άνθρωπος».
Γύρω στο 1938, ο ποιητής γνωρίζει την Άννα Καραμάνη που θα γίνει η δεύτερη γυναίκα του. Ο γάμος του στην Αμερική θεωρείται άκυρος από τον ελληνικό νόμο, όμως η Άννα είναι παντρεμένη και θα χρειαστεί να περάσει αρκετός καιρός και να χυθούν πολλά δάκρυα πριν το ζευγάρι μπορέσει τελικά να ενωθεί. Η Άννα Σικελιανού περιγράφει πολύ όμορφα και τρυφερά την ιστορία τους στο βιβλίο «Ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός» (εκδ. Ικαρος): «Μείναμε λίγες μέρες στο άσπρο σπιτάκι να ετοιμάσουμε το ταξίδι για τη Φτέρη Αιγίου, που μας το είχε συστήσει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος καθώς και το σπιτάκι. Κι όπως πάντα μικρό και φτωχικό χωρίς φως, χωρίς νερό αλλά που αγνάντευες μέσα από τα έλατα όλο τον κόσμο. Το αγαπήσαμε και ετοίμασα ένα βασιλικό κελί για τον Άγγελο με μπλε υφάσματα και ασημένια καντηλέρια. Εκεί έγραψε για πρώτη φορά την τραγωδία του «Σιβύλλα» που την είχε ήδη αναγγείλει στον Ed. Shure το 1926. Μου έδινε τόση ευτυχία να περιμένω ώρες έξω από το πορτάκι του κελιού ότι θα γράψει για να μου το διαβάσει. Και το απόβραδο πηγαίναμε στο ξάγναντο του ξενοδοχείου και βλέπαμε τα φώτα της πόλεως».
Η κατοχή
Στις μέρες της γερμανικής κατοχής που είναι δραματικές για όλους, ο Σικελιανός γίνεται πηγή έμπνευσης κι αναφοράς για τους Έλληνες και διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην αντίσταση του λαού. Το 1941 εντάσσεται στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), ενώ δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα έντυπα του ΕΑΜ για το «Νέο Εικοσιένα», όπως αποκαλεί το ΕΑΜ στο επίγραμμά του «Ανάσταση» (1942). Τότε έγραψε και τα σπουδαία θεατρικά του έργα μεταξύ των οποίων η «Σίβυλλα» και το κορυφαίο του «Ο θάνατος του Διγενή Ακρίτα» με αντιστασιακό περιεχόμενο. Ο Σικελιανός απευθύνει και γραπτή έκκληση μέσω του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού στους Γερμανούς για να σώσουν τις ζωές των Ελλήνων Εβραίων. Η επιστολή υπογράφεται και από πολλούς επιφανείς Ελληνες πολίτες για την υπεράσπιση των Εβραίων που καταδιώκονταν. Δεν υπάρχει κανένα παρόμοιο έγγραφο διαμαρτυρίας κατά των Ναζί στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που να ήρθε στο φως, σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Σε όλη τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Σικελιανός δίνει διαλέξεις με κεντρικό θέμα τη λευτεριά, ενώ το 1943, βλέποντας την επικείμενη τραγωδία του εμφύλιου αλληλοσπαραγμού γράφει το ποίημα «Το μήνυμά της». Στην κηδεία του Παλαμά, το 1943, θα απαγγείλει το γνωστό στίχο: «Σε αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα», γεγονός που φανερώνει την ευαισθησία και την αγωνία του για την τύχη του ελληνικού λαού στα χρόνια του πολέμου. Σε εκδήλωση στο Ηρώδειο τον Αύγουστο του 1944 απαγγέλλει με την βροντώδη κρυστάλλινη φωνή του τον αντάρτη «Αστραπόγιαννό» του.
Tο 1946 εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ το 1949 ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νομπέλ στη Λογοτεχνία. Η δεύτερή του γυναίκα Άννα Σικελιανού είπε πριν λίγα χρόνια για το θέμα αυτό σε συνέντευξή της: «Αυτοί που πολέμησαν με όλους τους τρόπους, για να μην πάρει Νόμπελ ο Σικελιανός, ήταν ο Σπύρος Μελάς, ο Ντίνος Τσαλδάρης, οι οποίοι τα συμφώνησαν με τον Σουηδό πρεσβευτή. Πήγε ο ίδιος ο Μελάς στη Σουηδία. Ενώ υπήρχαν πολλοί Σουηδοί λογοτέχνες που υποστήριζαν τον Άγγελο. Ένας απ’ αυτούς μου είπε: ‘Ξέρετε, συμβαίνει κάτι πρωτοφανές. Η αντίδραση για την απονομή του Νόμπελ στον Σικελιανό έρχεται από την Ελλάδα’...».
Ο επιφανής λυρικός ποιητής και πεζογράφος μας, Άγγελος Σικελιανός, άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου του 1951, μετά από μακρόχρονη ασθένεια και τάφηκε στους Δελφούς.
Το ποίημά του «Πνευματικό εμβατήριο» μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδήθηκε από τους Ελληνες στον καιρό της δικτατορίας.
Ο ποιητής
Ο Σικελιανός είναι ποιητική φύση ολότελα διαφορετική από αυτή του Παλαμά και του Καβάφη. Το γεγονός ότι ήταν Επτανήσιος και πως το πατρικό του σπίτι βρίσκονταν στην Λευκάδα, συντέλεσαν σημαντικά έτσι ώστε να έχει ζωντανή μέσα του την παράδοση της Επτανησιακής Σχολής, βαθύτατη αίσθηση και γνώση της λαϊκής γλώσσας, αλλά και οικείωση με τις ξένες λογοτεχνίες. Ο Σικελιανός είναι ο κατεξοχήν ποιητής της Ελληνικής παράδοσης. Κανένας άλλος ίσως νεοέλληνας λογοτέχνης δε γνώρισε και δεν έζησε ποτέ με τέτοιο πάθος το Ελληνικό πνεύμα στη μακραίωνη ιστορία του. Η ψυχή του διακατέχεται από έντονο πάθος για την Ελληνική γη. Θεωρεί πως η απομάκρυνση από τη φύση αποτελεί σημαντικό λόγο της πτώσης του ανθρώπου και πως καθίσταται επιτακτική η επιστροφή του σ' αυτή. Στην ποίησή του η επαφή με τη φύση και το θείο είναι μυστική, τελετουργική.
Ο Σικελιανός βρίσκει μεγάλο ενδιαφέρον με τα Ορφικά και Ελευσίνια μυστήρια, το Απολλώνιο και Διονυσιακό πνεύμα των αρχαίων, με την φιλοσοφία των Ιώνων. Μέσα από τα ποιήματα του Σικελιανού ξεδιπλώνεται η αγάπη του για τη φύση, η αγνή φύση του νησιού των παιδικών του χρόνων, η λατρεία του για την Ελλάδα, η Δελφική ιδέα, καθώς και μια μυστηριακή ατμόσφαιρα που συνεπαίρνει τον αναγνώστη.
O Σικελιανός λοιπόν μέσα στην ποίηση του συνδέει τον Έλληνα και κάθε άνθρωπο, με τις αρχέγονες και τις πανανθρώπινες δυνάμεις της φύσης και του σύμπαντος. Αυτές εκφράστηκαν μέσα από τον αρχαίο μυστικισμό και τις θρησκευτικές δοξασίες με κέντρο πάντα την ελληνική πνευματική παρουσία ανά τους αιώνες. Ένας βαθύς λυρισμός διαπνέει τα ποιήματά του. Τον συνθέτουν εικόνες μυστηριακής γαλήνης και ηρεμίας που παραπέμπουν στο μεγαλόπνοο στοιχείο της ποίησης του.
Γενικά ο Σικελιανός είναι ο ποιητής που κατάφερε με την λυρικότητα της έκφρασης και των συναισθημάτων να παρουσιάσει μια αυτόνομη σχεδόν και ξέχωρη λογοτεχνική παρουσία και να αποτελέσει ένα καινούργιο κεφάλαιο της ελληνικής ποίησης. Ο πόθος του να δημιουργήσει ένα σημείο ένωσης των λαών και πολιτιστικής ανταλλαγής με κέντρο τους Δελφούς, όσο ανεδαφικός και αν υπήρξε ή όσο μη πραγματοποιήσιμος αποδείχτηκε στην πορεία, φανερώνει την πρόθεση ολόκληρης της ποίησης και της φιλοσοφίας του.
Διάφορα
Στη Λευκάδα διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στο δημοτικό και στο γυμνάσιο. Εκεί έγραψε σε ηλικία μόλις 13 ετών και τα πρώτα του ποιήματα. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 1900 και τον επόμενο χρόνο έρχεται στην Αθήνα για να φοιτήσει στη Νομική Σχολή, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει ποτέ τις σπουδές του. Στρέφει το ενδιαφέρον του σε λογοτεχνικές αναζητήσεις, στην ποίηση, στο θέτρο και στα ταξίδια. Θα μείνει αυτοδίδακτος. Από νωρίς μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο, αλλά και την Αγία Γραφή και ξένους λογοτέχνες, όπως Νίτσε και τον Ιταλό ποιητή Ντ' Αννούντσιο (στον οποίο θα αναγνωρίσει μια συγγένεια ύφους). Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια και στράφηκε στην ποίηση και το θέατρο. Ήταν γεννημένος να γίνει ποιητής και άρχισε να δημοσιεύει από καιρό σε καιρό ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής (Νουμάς και Παναθήναια). Η γνωριμία του με τον πρωτοπόρο ανανεωτή του νεοελληνικού θεάτρου Κωνσταντίνο Χρηστομάνη τον οδηγεί να παίζει ρόλους σε αρχαίες τραγωδίες στη «Νέα Σκηνή» που αυτός είχε δημιουργήσει. Αυτό ίσως και να συνέβαλε αργότερα στην ιδέα του Σικελιανού για την αναβίωση του αρχαίου δράματος με τις «Δελφικές Εορτές».
Το 1905 γνωρίζεται με την πλούσια Αμερικανίδα Eva Parlmer, που σπούδαζε στο Παρίσι ελληνική αρχαιολογία και χορογραφία, πράγμα που θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στη ζωή του και στην εκπλήρωση των πόθων του. Η συνάντηση με την αρχαιολάτρη Αμερικανίδα γίνεται στο σπίτι της Ισιδώρας Ντάνκαν, στον Κοπανά. Η ένωση είναι άμεση και ενδιαφέρουσα, μια που και οι δύο τρέφονται από την ίδια αγάπη για τον ελληνικό πολιτισμό. Ομως ο γάμος αναβάλλεται, γιατί ο Αγγελος έχει ήδη προγραμματίσει ένα ταξίδι στην Αίγυπτο. Ο Σικελιανός αγαπούσε τα ταξίδια και στην Αίγυπτο σε μια έξαρση νοσταλγίας για την πατρίδα θα γράψει το 1907 σε ηλικία 23 ετών, «μέσα σε μια εβδομάδα» όπως λέει ο ίδιος, την πρώτη του μεστή ποιητική συλλογή, τον «Αλαφροΐσκιωτο», που ο τίτλος του είναι παρμένος από το έργο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Σολωμού. Σε πλήρη απομόνωση, νηστικός, σ’ έκσταση σχεδόν, όπως εξάλλου συνήθιζε να εργάζεται, θα συνθέσει αυτό το μεγάλο συνθετικό ποίημα σαν να επρόκειτο για μια λυρική αυτοβιογραφία. Το έργο δημοσιεύεται τελικά το 1909 και προκαλεί ιδιαίτερη αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους, αναγνωρίζεται ως έργο σταθμός στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων και καταλαμβάνει το δικό του χώρο στην ελληνική ποίηση.
Στο μεταξύ, η Εύα περιμένει τον Άγγελο στο πατρικό του σπίτι, στη Λευκάδα. Οταν αυτός επιστρέφει, θα ορίσουν το γάμο τους, ο οποίος θα τελεστεί το 1907 στην Αμερική και ήταν σημαντικός σταθμός στη ζωή του ποιητή. Την επόμενη χρονιά εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, ενώ το 1909, έτος έκδοσης του «Αλαφροΐσκιωτου» θα γεννηθεί και ο γιος τους, ο Γλαύκος. Η Εύα ήταν η πρώτη γυναίκα του, που του αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά και στήριξε οικονομικά όλα του τα οράματα. Εκτών των άλλων, αντιμετώπισε μεγαλόψυχα τις ερωτικές απιστίες του Σικελιανού και αργότερα τον έρωτά του με την Άννα Καραμάνη, δίνοντας τη συγκατάθεσή της για το γάμο τους που έγινε το 1940.
Σημαντικός σταθμός στη ζωή και το έργο του ποιητή είναι η γνωριμία του με τον Νίκο Καζαντζάκη, το 1914, στο στρατό. Εμειναν μαζί 40 μέρες στο Αγιον Ορος, επισκέφθηκαν τις μονές, έζησαν όπως οι μοναχοί. Ηδη από το 1910, ο Σικελιανός είχε συλλάβει την ιδέα των «Συνειδήσεων», του έργου που θα πραγματοποιήσει αργότερα. Η γνωριμία με τον Καζαντζάκη, η κοινή τους αναζήτηση, η περιπλάνησή τους στην Ελλάδα από το 1914-1917 με σκοπό να συνειδητοποιήσουν τη Γη και τη φυλή τους, θα συμβάλει σημαντικά στην πραγματοποίηση του έργου του ποιητή που αφορά τις συνειδήσεις. Οι δύο συγγραφείς ήταν συγγενικά πνεύματα, αλλά και πολύ διαφορετικοί στις απόψεις τους για τη ζωή. Ο Σικελιανός ήταν ένας κοσμικός άνθρωπος, γεμάτος αισιοδοξία και με σταθερή πίστη στις συγγραφικές του ικανότητες. Ο Καζαντζάκης, αντίθετα, ήταν λιγόλογος και ερημίτης, γεμάτος αμφιβολίες και είχε, όπως ο ίδιος παραδεχόταν, μια τάση να επικεντρώνεται στην ουσία των γεγονότων, πέρα από την επιφάνεια. Όμως και οι δυο συμμερίζονταν το αμοιβαίο ενδιαφέρον στη προσπάθεια εξευγενισμού και ανύψωσης του ανθρώπινου πνεύμα μέσω καλλιτεχνικών επιδιώξεων. Η θρησκευτικότητα του Αγίου Ορους θα βρει εύφορο έδαφος στην ψυχή του. Μετά την παραμονή του εκεί θα γράψει ένα από τα πιο σημαντικά του ποιήματα, το «Μήτηρ Θεού». Η μορφή της μητέρας είναι ένα από τα βασικά θέματα στην ποίησή του, όπως και η μορφή της γυναίκας, γενικώς. Η ερωτική της εκδοχή κορυφώνεται στο ποίημα «Θαλερό» και στη φιγούρα της αρχοντοθυγατέρας, μιας κοπέλας που πραγματικά γνώρισε ο ποιητής, σε ένα ταξίδι του στη Σικυώνα, το 1915. Αρχοντοθυγατέρα είναι η νεαρή Μαρία Παύλου που έβλεπε συχνά τον Σικελιανό και τη γυναίκα του Εύα, να φτάνουν στο Θαλερό, ένα μικρό χωριό της Κορινθίας, συνοδευόμενοι και από άλλες κοπέλες των καλύτερων οικογενειών της περιοχής. Οταν η μικρή, δεκαεξάχρονη τότε, Μαρία θα λάβει από κάποιον γνωστό την τοπική εφημερίδα με το ποίημα του Σικελιανού και τους στίχους που την αφορούν, σπεύδει να σκίσει τη σελίδα, κυριευμένη από φόβο μήπως ο πατέρας της διαβάσει την τολμηρή αναφορά.
Η περίοδος της έντονης αναζήτησης καταλήγει στην έκδοση των τεσσάρων τόμων της ποιητικής συλλογής «Πρόλογος στη Ζωή» με τις 5 περίφημες «Συνειδήσεις»: «Η Συνείδηση της Γης μου» (1915), «Η Συνείδηση της Φυλής μου» (1915), «Η Συνείδηση της Γυναίκας» (1916) και «Η Συνείδηση της Πίστης» (1917). Ο «Πρόλογος στη Ζωή» ολοκληρώθηκε αργότερα με τη «Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας». Ακολουθεί η τρίτη συλλογή του με τον τίτλο «Στίχοι» και μετέπειτα τα χαρακτηριστικά ποιήματα «Το Πάσχα των Ελλήνων» και «Μήτηρ Θεού» (1917 – 1920), καθώς και διάφορες συνεργασίες του με λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Με την έκδοση των έργων του «Ακριτικά» και «Αντίδωρο» ο Σικελιανός συγκέντρωσε όλο το ποιητικό του έργο σε 3 τόμους με τον τίτλο «Λυρικός Βίος».
Δελφική Ιδέα
Η αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα απασχόλησε βαθιά τον Σικελιανό και συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας ικανός να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών. Για το σκοπό αυτό, το Μάϊο του 1927, ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και οικονομική βοήθεια της γυναίκας του, ξεκίνησε μια φιλόδοξη προσπάθεια αναβίωσης των «Δελφικών Εορτών», σαν ένα μέρος του οράματός του για την αναβίωση της «Δελφικής Ιδέας». Σ’ αυτήν την προσπάθεια αφιερώθηκε ολοκληρωτικά για πάνω από 10 χρόνια. Ο ποιητής δούλεψε όσο και όπως μπορούσε, με άρθρα, μελέτες και διαλέξεις. Παράλληλα, οργανώνει τις «Δελφικές Εορτές» στους Δελφούς που περιλάμβαναν Ολυμπιακούς αγώνες, ένα κονσέρτο Βυζαντινής μουσικής, μια έκθεση λαϊκής τέχνης όπως και την παράσταση της τραγωδίας του Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης» στο αρχαίο θέατρο. Η προσπάθεια ήταν πολλή πετυχημένη και παρά την έλλειψη κρατικής υποστήριξης, επαναλήφθηκε και το επόμενο έτος. Το 1930 ανεβάζει και το έργο «Ικέτιδες» του Αισχύλου. Η «Δελφική Ιδέα» εκτός από τις αρχαίες παραστάσεις περιελάμβανε και τη «Δελφική Ένωση», μια παγκόσμια ένωση για τη συναδέλφωση των λαών και το «Δελφικό Πανεπιστήμιο», στόχος του οποίου θα ήταν να συνθέσει σε έναν ενιαίο μύθο τις παραδόσεις όλων των λαών. Πίστευε ότι τα αρχαία ιδανικά που διαμόρφωσαν τον κλασικό πολιτισμό, αν επανεξετάζονταν, θα μπορούσαν να προσφέρουν πνευματική ανεξαρτησία και θα χρησίμευαν ως μέσα επικοινωνίας μεταξύ των λαών. Από τότε καθιερώθηκε για πρώτη φορά να παίζονται τα έργα των κλασικών τραγωδών σε αρχαία θέατρα. Για τις πρωτοβουλίες αυτές, το 1929, η Ακαδημία Αθηνών απένειμε στο ζεύγος αργυρά μετάλια «δια την γενναίαν προσπάθειαν...». Από το φιλόδοξο αυτό σχέδιο το μόνο που πραγματοποιήθηκε τελικά ήταν οι «Δελφικές Εορτές». Από το 1932 ο Σικελιανός ασχολείται και με τη συγγραφή τραγωδίας. Αν και οι προσπάθειες του Σικελιανού σημείωσαν επιτυχία και είχαν απήχηση, ωστόσο η προσέλευση των θεατών, αν εξαιρέσουμε τους προσκεκλημένους, τόσο στις πρώτες όσο και στις δεύτερες γιορτές, ήταν ελάχιστη. Το όραμά του δεν είχε συνέχεια. Κάποια στιγμή ματαιώθηκε, κυρίως κάτω από το βάρος των οικονομικών συνθηκών. Μετά την οικονομική καταστροφή ήρθε κι ο χωρισμός του ζεύγους, αφού η Eva Parlmer εγκαταστάθηκε από τότε στην Αμερική και επέστρεψε μόνο μετά το θάνατο του ποιητή.
Το 1934 η Βουλή αποφασίζει την ανάθεση των Δελφικών Εορτών σε είκοσι δύο μέλη, εξοστρακίζοντας το ζεύγος Σικελιανού από την ιδέα που οι ίδιοι είχαν συλλάβει. Ο ποιητής θα αναρτήσει έξω από την πόρτα του γραφείου του μια φράση του Νίτσε: «Εκεί που τελειώνει το κράτος εκεί αρχίζει ο άνθρωπος».
Γύρω στο 1938, ο ποιητής γνωρίζει την Άννα Καραμάνη που θα γίνει η δεύτερη γυναίκα του. Ο γάμος του στην Αμερική θεωρείται άκυρος από τον ελληνικό νόμο, όμως η Άννα είναι παντρεμένη και θα χρειαστεί να περάσει αρκετός καιρός και να χυθούν πολλά δάκρυα πριν το ζευγάρι μπορέσει τελικά να ενωθεί. Η Άννα Σικελιανού περιγράφει πολύ όμορφα και τρυφερά την ιστορία τους στο βιβλίο «Ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός» (εκδ. Ικαρος): «Μείναμε λίγες μέρες στο άσπρο σπιτάκι να ετοιμάσουμε το ταξίδι για τη Φτέρη Αιγίου, που μας το είχε συστήσει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος καθώς και το σπιτάκι. Κι όπως πάντα μικρό και φτωχικό χωρίς φως, χωρίς νερό αλλά που αγνάντευες μέσα από τα έλατα όλο τον κόσμο. Το αγαπήσαμε και ετοίμασα ένα βασιλικό κελί για τον Άγγελο με μπλε υφάσματα και ασημένια καντηλέρια. Εκεί έγραψε για πρώτη φορά την τραγωδία του «Σιβύλλα» που την είχε ήδη αναγγείλει στον Ed. Shure το 1926. Μου έδινε τόση ευτυχία να περιμένω ώρες έξω από το πορτάκι του κελιού ότι θα γράψει για να μου το διαβάσει. Και το απόβραδο πηγαίναμε στο ξάγναντο του ξενοδοχείου και βλέπαμε τα φώτα της πόλεως».
Η κατοχή
Στις μέρες της γερμανικής κατοχής που είναι δραματικές για όλους, ο Σικελιανός γίνεται πηγή έμπνευσης κι αναφοράς για τους Έλληνες και διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην αντίσταση του λαού. Το 1941 εντάσσεται στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), ενώ δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα έντυπα του ΕΑΜ για το «Νέο Εικοσιένα», όπως αποκαλεί το ΕΑΜ στο επίγραμμά του «Ανάσταση» (1942). Τότε έγραψε και τα σπουδαία θεατρικά του έργα μεταξύ των οποίων η «Σίβυλλα» και το κορυφαίο του «Ο θάνατος του Διγενή Ακρίτα» με αντιστασιακό περιεχόμενο. Ο Σικελιανός απευθύνει και γραπτή έκκληση μέσω του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού στους Γερμανούς για να σώσουν τις ζωές των Ελλήνων Εβραίων. Η επιστολή υπογράφεται και από πολλούς επιφανείς Ελληνες πολίτες για την υπεράσπιση των Εβραίων που καταδιώκονταν. Δεν υπάρχει κανένα παρόμοιο έγγραφο διαμαρτυρίας κατά των Ναζί στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που να ήρθε στο φως, σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Σε όλη τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Σικελιανός δίνει διαλέξεις με κεντρικό θέμα τη λευτεριά, ενώ το 1943, βλέποντας την επικείμενη τραγωδία του εμφύλιου αλληλοσπαραγμού γράφει το ποίημα «Το μήνυμά της». Στην κηδεία του Παλαμά, το 1943, θα απαγγείλει το γνωστό στίχο: «Σε αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα», γεγονός που φανερώνει την ευαισθησία και την αγωνία του για την τύχη του ελληνικού λαού στα χρόνια του πολέμου. Σε εκδήλωση στο Ηρώδειο τον Αύγουστο του 1944 απαγγέλλει με την βροντώδη κρυστάλλινη φωνή του τον αντάρτη «Αστραπόγιαννό» του.
Tο 1946 εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ το 1949 ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νομπέλ στη Λογοτεχνία. Η δεύτερή του γυναίκα Άννα Σικελιανού είπε πριν λίγα χρόνια για το θέμα αυτό σε συνέντευξή της: «Αυτοί που πολέμησαν με όλους τους τρόπους, για να μην πάρει Νόμπελ ο Σικελιανός, ήταν ο Σπύρος Μελάς, ο Ντίνος Τσαλδάρης, οι οποίοι τα συμφώνησαν με τον Σουηδό πρεσβευτή. Πήγε ο ίδιος ο Μελάς στη Σουηδία. Ενώ υπήρχαν πολλοί Σουηδοί λογοτέχνες που υποστήριζαν τον Άγγελο. Ένας απ’ αυτούς μου είπε: ‘Ξέρετε, συμβαίνει κάτι πρωτοφανές. Η αντίδραση για την απονομή του Νόμπελ στον Σικελιανό έρχεται από την Ελλάδα’...».
Ο επιφανής λυρικός ποιητής και πεζογράφος μας, Άγγελος Σικελιανός, άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου του 1951, μετά από μακρόχρονη ασθένεια και τάφηκε στους Δελφούς.
Το ποίημά του «Πνευματικό εμβατήριο» μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδήθηκε από τους Ελληνες στον καιρό της δικτατορίας.
Ο ποιητής
Ο Σικελιανός είναι ποιητική φύση ολότελα διαφορετική από αυτή του Παλαμά και του Καβάφη. Το γεγονός ότι ήταν Επτανήσιος και πως το πατρικό του σπίτι βρίσκονταν στην Λευκάδα, συντέλεσαν σημαντικά έτσι ώστε να έχει ζωντανή μέσα του την παράδοση της Επτανησιακής Σχολής, βαθύτατη αίσθηση και γνώση της λαϊκής γλώσσας, αλλά και οικείωση με τις ξένες λογοτεχνίες. Ο Σικελιανός είναι ο κατεξοχήν ποιητής της Ελληνικής παράδοσης. Κανένας άλλος ίσως νεοέλληνας λογοτέχνης δε γνώρισε και δεν έζησε ποτέ με τέτοιο πάθος το Ελληνικό πνεύμα στη μακραίωνη ιστορία του. Η ψυχή του διακατέχεται από έντονο πάθος για την Ελληνική γη. Θεωρεί πως η απομάκρυνση από τη φύση αποτελεί σημαντικό λόγο της πτώσης του ανθρώπου και πως καθίσταται επιτακτική η επιστροφή του σ' αυτή. Στην ποίησή του η επαφή με τη φύση και το θείο είναι μυστική, τελετουργική.
Ο Σικελιανός βρίσκει μεγάλο ενδιαφέρον με τα Ορφικά και Ελευσίνια μυστήρια, το Απολλώνιο και Διονυσιακό πνεύμα των αρχαίων, με την φιλοσοφία των Ιώνων. Μέσα από τα ποιήματα του Σικελιανού ξεδιπλώνεται η αγάπη του για τη φύση, η αγνή φύση του νησιού των παιδικών του χρόνων, η λατρεία του για την Ελλάδα, η Δελφική ιδέα, καθώς και μια μυστηριακή ατμόσφαιρα που συνεπαίρνει τον αναγνώστη.
O Σικελιανός λοιπόν μέσα στην ποίηση του συνδέει τον Έλληνα και κάθε άνθρωπο, με τις αρχέγονες και τις πανανθρώπινες δυνάμεις της φύσης και του σύμπαντος. Αυτές εκφράστηκαν μέσα από τον αρχαίο μυστικισμό και τις θρησκευτικές δοξασίες με κέντρο πάντα την ελληνική πνευματική παρουσία ανά τους αιώνες. Ένας βαθύς λυρισμός διαπνέει τα ποιήματά του. Τον συνθέτουν εικόνες μυστηριακής γαλήνης και ηρεμίας που παραπέμπουν στο μεγαλόπνοο στοιχείο της ποίησης του.
Γενικά ο Σικελιανός είναι ο ποιητής που κατάφερε με την λυρικότητα της έκφρασης και των συναισθημάτων να παρουσιάσει μια αυτόνομη σχεδόν και ξέχωρη λογοτεχνική παρουσία και να αποτελέσει ένα καινούργιο κεφάλαιο της ελληνικής ποίησης. Ο πόθος του να δημιουργήσει ένα σημείο ένωσης των λαών και πολιτιστικής ανταλλαγής με κέντρο τους Δελφούς, όσο ανεδαφικός και αν υπήρξε ή όσο μη πραγματοποιήσιμος αποδείχτηκε στην πορεία, φανερώνει την πρόθεση ολόκληρης της ποίησης και της φιλοσοφίας του.
Διάφορα
Ο Σικελιανός είχε εξοχική κατοικία στη Σαλαμίνα μπροστά από τη Μονή Φανερωμένης Σαλαμίνας. Εκεί ο Βασιλεύς Παύλος επισκέπτοταν τον ποιητή κάθε φορά που μετέβαινε στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας. Διατηρούσε επίσης εξοχική κατοικία στη Συκιά Κορινθίας.
Για να τιμήσει τη μνήμη του Άγγελου και της Εύας Σικελιανού, το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο των Δελφών αγόρασε και αποκατάστησε το σπίτι τους στους Δελφους. Που σήμερα είναι το Μουσείο των Φεστιβάλ σων Δελφών.
Το σπίτι που γεννήθηκε ο Σικελιανός στη Λευκάδα αγοράστηκε από την Εθνική Τράπεζα με δωρεά υπέρ του Δήμου Λευκάδας έναντι του ποσού των 280.000 ευρώ. Η Διοίκηση της Τράπεζας διέθετε επιπλέον το ποσό των 150.000 ευρώ για την αποκατάσταση της οικίας Σικελιανού. Ο Δήμος Λευκάδας όφειλε να συμβάλλει στην ολοκλήρωση της αποκατάστασης και στην ανάληψη της διαχείρισης της όλης δαπάνης του έργου. Ο Δήμος όμως από την πλευρά του δεν έκανε τίποτα, μη μπορώντας να εξασφαλίσει και άλλα κονδύλια που απαιτούνταν για την ολοκλήρωση του έργου. Αργότερα η Διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας δια μέσου του Μορφωτικού της Ιδρύματος αποφάσισε να γίνει όλο το έργο με δικιά της χορηγία και να δημιουργηθεί «Μουσείο Επιφανών Λευκαδίων» μιας και δεν υπάρχει η απαιτούμενη ποσότητα εκθεμάτων (πολλά από τα προσωπικά αντικείμενα του ποιητή βρίσκονται ήδη στην ιδιοκτησία του Δήμου Δελφών και στο Μπενάκειο Μουσείο) για την μετατροπή της οικίας αποκλειστικά σε Μουσείο Άγγελου Σικελιανού. Το κόστος της όλης δαπάνης υπολογίζεται ότι θα ανέλθει σε 1.300.000 ευρώ και ότι το έργο θα έχει ολοκληρωθεί σε τρία έως τέσσερα χρόνια, οπότε και θα αποδοθεί από την Εθνική Τράπεζα στο Δήμο και τους Λευκαδίτες.
Έργο
Για να τιμήσει τη μνήμη του Άγγελου και της Εύας Σικελιανού, το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο των Δελφών αγόρασε και αποκατάστησε το σπίτι τους στους Δελφους. Που σήμερα είναι το Μουσείο των Φεστιβάλ σων Δελφών.
Το σπίτι που γεννήθηκε ο Σικελιανός στη Λευκάδα αγοράστηκε από την Εθνική Τράπεζα με δωρεά υπέρ του Δήμου Λευκάδας έναντι του ποσού των 280.000 ευρώ. Η Διοίκηση της Τράπεζας διέθετε επιπλέον το ποσό των 150.000 ευρώ για την αποκατάσταση της οικίας Σικελιανού. Ο Δήμος Λευκάδας όφειλε να συμβάλλει στην ολοκλήρωση της αποκατάστασης και στην ανάληψη της διαχείρισης της όλης δαπάνης του έργου. Ο Δήμος όμως από την πλευρά του δεν έκανε τίποτα, μη μπορώντας να εξασφαλίσει και άλλα κονδύλια που απαιτούνταν για την ολοκλήρωση του έργου. Αργότερα η Διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας δια μέσου του Μορφωτικού της Ιδρύματος αποφάσισε να γίνει όλο το έργο με δικιά της χορηγία και να δημιουργηθεί «Μουσείο Επιφανών Λευκαδίων» μιας και δεν υπάρχει η απαιτούμενη ποσότητα εκθεμάτων (πολλά από τα προσωπικά αντικείμενα του ποιητή βρίσκονται ήδη στην ιδιοκτησία του Δήμου Δελφών και στο Μπενάκειο Μουσείο) για την μετατροπή της οικίας αποκλειστικά σε Μουσείο Άγγελου Σικελιανού. Το κόστος της όλης δαπάνης υπολογίζεται ότι θα ανέλθει σε 1.300.000 ευρώ και ότι το έργο θα έχει ολοκληρωθεί σε τρία έως τέσσερα χρόνια, οπότε και θα αποδοθεί από την Εθνική Τράπεζα στο Δήμο και τους Λευκαδίτες.
Έργο
Ποιήματα
Ο ποιητής εξέδωσε ο ίδιος τα έργα του σε τρεις τόμους με τον τίτλο «Λυρικός Βίος» (1946 Α και Β, 1947 Γ), αφήνοντας έξω κάποια έργα που δεν θεώρησε απαραίτητο να συμπεριλάβει.
Το 1965 άρχισε η έκδοση των «Απάντων» του με επιμέλεια του Γ.Π.Σαββίδη. Εκδόθηκαν 5 τόμοι με το έργο που είχε δημοσιεύσει ο ποιητής (1965-1968) και έκτος τόμος (1969) με όσα ποιήματα είχε αφήσει εκτός του Λυρικού Βίου.
Πεζά κείμενα
Το 1965 άρχισε η έκδοση των «Απάντων» του με επιμέλεια του Γ.Π.Σαββίδη. Εκδόθηκαν 5 τόμοι με το έργο που είχε δημοσιεύσει ο ποιητής (1965-1968) και έκτος τόμος (1969) με όσα ποιήματα είχε αφήσει εκτός του Λυρικού Βίου.
Πεζά κείμενα
Συγκεντρωτική έκδοση των «Απάντων»:
Πεζός Λόγος Α (1978)
Πεζός Λόγος Β (1980)
Πεζός Λόγος Γ (1981)
Πεζός Λόγος Δ (1983)
Πεζός Λόγος Ε (1985)
Τραγωδίες
Ο Διθύραμβος του Ρόδου (1932)
Σίβυλλα (1940)
Ο Δαίδαλος στην Κρήτη (1942)
Ο Χριστός στη Ρώμη (1946)
Ο Θάνατος του Διγενή (1947)
Ασκληπιός (ημιτελής)
Συγκεντρώθηκαν σε τρεις τόμους με τον τίτλο «Θυμέλη», Α και Β 1950, Γ 1954
Κομμάτια από τα έργα του:
«Αλαφροΐσκιωτος»
«Ακούστε, ακούστε με! Αν ετρέμανε
στην κούνια τα βυζασταρούδια,
εμένα με νανούρισαν,
των αντρειωμένων τα τραγούδια.
Εμέ, λεχώνα η μάνα μου,
στην μπόρα τη μαρτιάτικη
που ‘χε τα ουράνια ανοίξει,
εσκώθη και με πήρε στην αγκάλη της
τον πρώτο κεραυνό για να μου δείξει!
Μάνα φωτιά με βύζαξες
κ’ είναι η καρδιά μου αστέρι;»
Στη μνήμη του Κωστή Παλαμά
«Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα…
Βογκήστε, τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο
κι ως την Όσσα
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιον κλεί, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;
Μα Εσύ, Λαέ, που τη φτωχή Σου τη μιλιά,
Ήρωας, την πήρε και την ύψωσε ως στ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας Δόξας Του, ανασήκωσ’ Τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο, κι απάνω κι από μας
που Τον υμνούμε, με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: «ο Παλαμάς!»
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά Του η Οικουμένη!
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα…
Βογκήστε, βούκινα πολέμου… Οι ιερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…
κι ακέριος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά Νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.
Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,
που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βόγκα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!»
Το πνευματικό εμβατήριο
«Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα.
Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ τον κόσμο!
Τι, ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες το αίμα!
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μοναχός του ν’ ανέβει ο ήλιος
σπρώχτε με γόνα και με στήθος να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
‘Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του,
ομπρός, ομπρός, κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!
Ομπρός, οι δημιουργοί!… Την αχθοφόρα ορμή Σας
στηλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!»
Κομμάτια από τα έργα του:
«Αλαφροΐσκιωτος»
«Ακούστε, ακούστε με! Αν ετρέμανε
στην κούνια τα βυζασταρούδια,
εμένα με νανούρισαν,
των αντρειωμένων τα τραγούδια.
Εμέ, λεχώνα η μάνα μου,
στην μπόρα τη μαρτιάτικη
που ‘χε τα ουράνια ανοίξει,
εσκώθη και με πήρε στην αγκάλη της
τον πρώτο κεραυνό για να μου δείξει!
Μάνα φωτιά με βύζαξες
κ’ είναι η καρδιά μου αστέρι;»
Στη μνήμη του Κωστή Παλαμά
«Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα…
Βογκήστε, τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο
κι ως την Όσσα
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιον κλεί, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;
Μα Εσύ, Λαέ, που τη φτωχή Σου τη μιλιά,
Ήρωας, την πήρε και την ύψωσε ως στ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας Δόξας Του, ανασήκωσ’ Τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο, κι απάνω κι από μας
που Τον υμνούμε, με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: «ο Παλαμάς!»
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά Του η Οικουμένη!
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα…
Βογκήστε, βούκινα πολέμου… Οι ιερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…
κι ακέριος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά Νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.
Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,
που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βόγκα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!»
Το πνευματικό εμβατήριο
«Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα.
Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ τον κόσμο!
Τι, ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες το αίμα!
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μοναχός του ν’ ανέβει ο ήλιος
σπρώχτε με γόνα και με στήθος να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
‘Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του,
ομπρός, ομπρός, κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!
Ομπρός, οι δημιουργοί!… Την αχθοφόρα ορμή Σας
στηλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!»
Λευκάδιος Χερν (Patricio Lefcadio Tessima Carlos Hearn)
Άγγλος συγγραφέας, ελληνικής καταγωγής, που χαρακτηρίστηκε «Παπαδιαμάντης της Άπω Ανατολής». Γεννήθηκε στη Λευκάδα, στις 27 Ιουνίου του 1850 και πέθανε στο Οκούμπο της Ιαπωνίας, το 1904. Ήταν ο άνθρωπος που έκανε στη Δύση γνωστό τον ιαπωνικό πολιτισμό.
Δεύτερος γιος του Ιρλανδού Charles Hearn και της Ρόζας Κασιμάτη. Η μητέρα του ήταν ευγενούς καταγωγής, κόρη του Αντωνίου Κασιμάτη από τα Κύθηρα, ενώ ο πατέρας του στρατιωτικός γιατρός (χειρουργός) από το Δουβλίνο και υπηρετούσε στο Βρετανικό Σώμα των Επτανήσων. Το σπίτι όπου έζησε ο μικρός Λευκάδιος στα Κύθηρα υπάρχει ακόμα και σήμερα.
Το 1856 ο πατέρας του πήρε μετάθεση για τις δυτικές Ινδίες και έτσι δυο χρονιά αργότερα ο μικρός Λευκάδιος ταξιδέψε με τη μητέρα του στο Δουβλίνο για να ζήσουν με την οικογένεια του πατέρα του. Η μητέρα του αντιμετώπιζε δυσκολίες προσαρμογής στην ξένη χωρά αλλά και στο σπίτι της οικογένειας του άντρα της και έτσι μετακόμισε στην Σάρα Μπρέναν, συγγενικό πρόσωπο που έδειχνε συμπάθεια στον Λευκάδιο και τη μητέρα του. Μετά από ένα διάστημα συμβίωσης με τον πατέρα του, η μητέρα του αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα, καθώς ο Κάρολος Χερν εκμεταλλεύτηκε ένα νομικό κενό και έθεσε εκτός ισχύος τον γάμο του.
Έτσι, σε ηλικία 5 ετών ο Λευκάδιος Χερν αποχωρίστηκε από τη μητέρα του χωρίς να την δει ποτέ ξανά. Στην ηλικία αυτή ένιωθε φόβο για τα φαντάσματα και τα στοιχειά. Η θεία του για να τον κάνει να ξεπεράσει τις φοβίες του αυτές τον κλείδωνε στο υπόγειο.
Όταν έφτασε σε σχολική ηλικία και άρχισε να διαβάζει, κάποια στιγμή ανακάλυψε ένα βιβλίο για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και δήλωσε ενθουσιασμένος. Όπως είπε αργότερα ο ίδιος: «Εισήλθα στη δική μου αναγέννηση». Αργότερα, και αφού είχε περάσει από το γαλλικό κολλέγιο του Υβενό στάλθηκε στο κολλέγιο Σαίντ Κούθμπερτ (Ushaw Roman Catholic College). Στα 16 του χρόνια, στη διάρκεια ενός παιχνιδιού έχασε την όρασή του από το αριστερό του μάτι. Από τότε κλείστηκε στον εαυτό του. Λίγο αργότερα, ο πατέρας του πέθανε και λόγω οικονομικών δυσχερειών αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο.
Σε ηλικία 19 ετών αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ. Εγκαταστάθηκε στο Σινσινάτι, όπου για κάποιο χρονικό διάστημα έζησε κάτω από συνθήκες μεγάλης φτώχειας. Όταν γνώρισε τον Χένρυ Γουώτκιν βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Με τη βοήθεια του βρήκε δουλειά σε μια εφημερίδα. Σιγά - σιγά άρχισε να δουλεύει σε υψηλότερες θέσεις και έφτασε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε εφημερίδα του Σινσινάτι (Cincinnati Daily Enquirer). Την ίδια εποχή άρχισε και η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία.
Το 1877 μετακόμισε στη Νέα Ορλεάνη για μια σειρά άρθρων και παρέμεινε εκεί για 10 χρόνια, μεταφράζοντας έργα ξένων λογοτεχνών. Το 1887 η εκδοτική εταιρεία, για την οποία δούλευε, τον έστειλε στις Γαλλικές Αντίλλες και συγκεκριμένα στη Μαρτινίκα, όπου παρέμεινε έως το 1889. Τις εμπειρίες του από την εκεί διαμονή του περιέλαβε στο βιβλίο «Δυο χρόνια στις γαλλικές δυτικές Ινδίες» (1890).
Το 1890 στάλθηκε ως ανταποκριτής στην Ιαπωνία. Πολύ σύντομα παραιτήθηκε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη χώρα αυτή. Αργότερα και με τη βοήθεια του Μπάζιλ Τσάμπερλαιν και του Ίτζιτο Χαττόρι βρήκε θέση καθηγητή της αγγλικής γλώσσας στην πόλη Ματσούε στη ΒΔ Ιαπωνία.
Στο 15ο μήνα διαμονής του στην Ιαπωνία παντρεύτηκε τη Σετζούκο Κοϊζούμι. Κόρη μίας οικογένειας σαμουράι, των Κοϊζούμι που είχαν ξεπέσει με την καταστροφή που επέφερε σε αυτήν την κοινωνική τάξη η νέα πορεία της Ιαπωνίας.
Μετά το γάμο του έγινε Ιάπωνας υπήκοος και υιοθέτησε το όνομα της συζύγου του και από Λευκάδιος Χερν ονομάζεται Κοϊζούμι Γιάκουμο (小泉八雲).[1] Μαζί της έκανε τέσσερα παιδιά. Ταυτόχρονα απαρνήθηκε τον χριστιανισμό και ασπάστηκε τον Βουδισμό.
Το Δεκέμβριο του 1896, το Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο του πρόσφερε την έδρα του καθηγητή της Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, την οποία κράτησε μέχρι το θάνατό του. Στην Ιαπωνία ο Χερν έζησε τα 14 τελευταία χρόνια της ζωής του. Έγινε ο εθνικός συγγραφέας της Ιαπωνίας. Κατέγραψε μια άλλη Ιαπωνία, των θρύλων των σαμουράι και των παραδοσιακών αξιών. Χαρακτηρίστηκε ως ο πιο αυθεντικός ερμηνευτής της Ιαπωνίας στη Δύση, ενώ το βιβλίο του «Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία» διδασκόταν σε όλα τα σχολεία της χώρας για δεκαετίες. Τα βιβλία του είναι περιζήτητα, υπάρχουν 8 μουσεία προς τιμήν του σε όλη την Ιαπωνία, ενώ το άγαλμά του ξεχωρίζει στην κεντρική πλατεία του Τόκιο και μνημεία του έχουν στηθεί σε κάθε γωνιά τις Ιαπωνίας απ’ όπου πέρασε.
Ο Λευκάδιος Χερν πέθανε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1904 ύστερα από πνευμονικό οίδημα. Μία μικρή νεκρική πομπή μετέφερε τη σωρό του στον παλιό ναό Κομπουπέρα. Μπροστά υπήρχαν τα βουδιστικά λάβαρα, πίσω δυο μικρά παιδιά που κουβαλούσαν ζωντανά πουλιά σε μικρά κλουβιά που θα τα άφηναν ελεύθερα συμβολίζοντας τη φυγή της ψυχής από τα δεσμά της. Ακολουθούσαν τα άτομα που κουβαλούσαν το φέρετρό του, πιο πίσω οι ιερείς με τα κουδουνάκια τους και το φαγητό για το νεκρό, ενώ την πομπή έκλειναν η οικογένεια και οι φίλοι του νεκρού. Στην πλάκα που έστησαν οι φοιτητές του υπήρχε το εξής κείμενο: Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή ακόμα και από τη ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους που πιο μεγάλη τιμή του υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του πρόσφερε, αλίμονο, τον τάφο.
Έγραψε αρκετά μυθιστορήματα και ταξιδιωτικά διηγήματα και θεωρείται ο εθνικός ποιητής της Ιαπωνίας. Τα πιο γνωστά του έργα είναι: «Εντός του κύκλου των ψυχών», «Η χώρα των χρυσανθέμων» (εκδόσεις Κέδρος), «Ιαπωνικοί Θρύλοι» (εκδόσεις Σιδέρη), «Ηλέκτρα», «Καϊνταν», «Κείμενα από την Ιαπωνία» (εκδόσεις Ίνδικτος), «Όλεθρος και άλλα διηγήματα», «Το αγόρι που ζωγράφιζε γάτες και άλλες ιστορίες» (εκδόσεις Εστία), «Εντός του Κύκλου των Ψυχών» (εκδόσεις Ίνδικτος).
Άγγλος συγγραφέας, ελληνικής καταγωγής, που χαρακτηρίστηκε «Παπαδιαμάντης της Άπω Ανατολής». Γεννήθηκε στη Λευκάδα, στις 27 Ιουνίου του 1850 και πέθανε στο Οκούμπο της Ιαπωνίας, το 1904. Ήταν ο άνθρωπος που έκανε στη Δύση γνωστό τον ιαπωνικό πολιτισμό.
Δεύτερος γιος του Ιρλανδού Charles Hearn και της Ρόζας Κασιμάτη. Η μητέρα του ήταν ευγενούς καταγωγής, κόρη του Αντωνίου Κασιμάτη από τα Κύθηρα, ενώ ο πατέρας του στρατιωτικός γιατρός (χειρουργός) από το Δουβλίνο και υπηρετούσε στο Βρετανικό Σώμα των Επτανήσων. Το σπίτι όπου έζησε ο μικρός Λευκάδιος στα Κύθηρα υπάρχει ακόμα και σήμερα.
Το 1856 ο πατέρας του πήρε μετάθεση για τις δυτικές Ινδίες και έτσι δυο χρονιά αργότερα ο μικρός Λευκάδιος ταξιδέψε με τη μητέρα του στο Δουβλίνο για να ζήσουν με την οικογένεια του πατέρα του. Η μητέρα του αντιμετώπιζε δυσκολίες προσαρμογής στην ξένη χωρά αλλά και στο σπίτι της οικογένειας του άντρα της και έτσι μετακόμισε στην Σάρα Μπρέναν, συγγενικό πρόσωπο που έδειχνε συμπάθεια στον Λευκάδιο και τη μητέρα του. Μετά από ένα διάστημα συμβίωσης με τον πατέρα του, η μητέρα του αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα, καθώς ο Κάρολος Χερν εκμεταλλεύτηκε ένα νομικό κενό και έθεσε εκτός ισχύος τον γάμο του.
Έτσι, σε ηλικία 5 ετών ο Λευκάδιος Χερν αποχωρίστηκε από τη μητέρα του χωρίς να την δει ποτέ ξανά. Στην ηλικία αυτή ένιωθε φόβο για τα φαντάσματα και τα στοιχειά. Η θεία του για να τον κάνει να ξεπεράσει τις φοβίες του αυτές τον κλείδωνε στο υπόγειο.
Όταν έφτασε σε σχολική ηλικία και άρχισε να διαβάζει, κάποια στιγμή ανακάλυψε ένα βιβλίο για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και δήλωσε ενθουσιασμένος. Όπως είπε αργότερα ο ίδιος: «Εισήλθα στη δική μου αναγέννηση». Αργότερα, και αφού είχε περάσει από το γαλλικό κολλέγιο του Υβενό στάλθηκε στο κολλέγιο Σαίντ Κούθμπερτ (Ushaw Roman Catholic College). Στα 16 του χρόνια, στη διάρκεια ενός παιχνιδιού έχασε την όρασή του από το αριστερό του μάτι. Από τότε κλείστηκε στον εαυτό του. Λίγο αργότερα, ο πατέρας του πέθανε και λόγω οικονομικών δυσχερειών αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο.
Σε ηλικία 19 ετών αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ. Εγκαταστάθηκε στο Σινσινάτι, όπου για κάποιο χρονικό διάστημα έζησε κάτω από συνθήκες μεγάλης φτώχειας. Όταν γνώρισε τον Χένρυ Γουώτκιν βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Με τη βοήθεια του βρήκε δουλειά σε μια εφημερίδα. Σιγά - σιγά άρχισε να δουλεύει σε υψηλότερες θέσεις και έφτασε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε εφημερίδα του Σινσινάτι (Cincinnati Daily Enquirer). Την ίδια εποχή άρχισε και η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία.
Το 1877 μετακόμισε στη Νέα Ορλεάνη για μια σειρά άρθρων και παρέμεινε εκεί για 10 χρόνια, μεταφράζοντας έργα ξένων λογοτεχνών. Το 1887 η εκδοτική εταιρεία, για την οποία δούλευε, τον έστειλε στις Γαλλικές Αντίλλες και συγκεκριμένα στη Μαρτινίκα, όπου παρέμεινε έως το 1889. Τις εμπειρίες του από την εκεί διαμονή του περιέλαβε στο βιβλίο «Δυο χρόνια στις γαλλικές δυτικές Ινδίες» (1890).
Το 1890 στάλθηκε ως ανταποκριτής στην Ιαπωνία. Πολύ σύντομα παραιτήθηκε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη χώρα αυτή. Αργότερα και με τη βοήθεια του Μπάζιλ Τσάμπερλαιν και του Ίτζιτο Χαττόρι βρήκε θέση καθηγητή της αγγλικής γλώσσας στην πόλη Ματσούε στη ΒΔ Ιαπωνία.
Στο 15ο μήνα διαμονής του στην Ιαπωνία παντρεύτηκε τη Σετζούκο Κοϊζούμι. Κόρη μίας οικογένειας σαμουράι, των Κοϊζούμι που είχαν ξεπέσει με την καταστροφή που επέφερε σε αυτήν την κοινωνική τάξη η νέα πορεία της Ιαπωνίας.
Μετά το γάμο του έγινε Ιάπωνας υπήκοος και υιοθέτησε το όνομα της συζύγου του και από Λευκάδιος Χερν ονομάζεται Κοϊζούμι Γιάκουμο (小泉八雲).[1] Μαζί της έκανε τέσσερα παιδιά. Ταυτόχρονα απαρνήθηκε τον χριστιανισμό και ασπάστηκε τον Βουδισμό.
Το Δεκέμβριο του 1896, το Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο του πρόσφερε την έδρα του καθηγητή της Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, την οποία κράτησε μέχρι το θάνατό του. Στην Ιαπωνία ο Χερν έζησε τα 14 τελευταία χρόνια της ζωής του. Έγινε ο εθνικός συγγραφέας της Ιαπωνίας. Κατέγραψε μια άλλη Ιαπωνία, των θρύλων των σαμουράι και των παραδοσιακών αξιών. Χαρακτηρίστηκε ως ο πιο αυθεντικός ερμηνευτής της Ιαπωνίας στη Δύση, ενώ το βιβλίο του «Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία» διδασκόταν σε όλα τα σχολεία της χώρας για δεκαετίες. Τα βιβλία του είναι περιζήτητα, υπάρχουν 8 μουσεία προς τιμήν του σε όλη την Ιαπωνία, ενώ το άγαλμά του ξεχωρίζει στην κεντρική πλατεία του Τόκιο και μνημεία του έχουν στηθεί σε κάθε γωνιά τις Ιαπωνίας απ’ όπου πέρασε.
Ο Λευκάδιος Χερν πέθανε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1904 ύστερα από πνευμονικό οίδημα. Μία μικρή νεκρική πομπή μετέφερε τη σωρό του στον παλιό ναό Κομπουπέρα. Μπροστά υπήρχαν τα βουδιστικά λάβαρα, πίσω δυο μικρά παιδιά που κουβαλούσαν ζωντανά πουλιά σε μικρά κλουβιά που θα τα άφηναν ελεύθερα συμβολίζοντας τη φυγή της ψυχής από τα δεσμά της. Ακολουθούσαν τα άτομα που κουβαλούσαν το φέρετρό του, πιο πίσω οι ιερείς με τα κουδουνάκια τους και το φαγητό για το νεκρό, ενώ την πομπή έκλειναν η οικογένεια και οι φίλοι του νεκρού. Στην πλάκα που έστησαν οι φοιτητές του υπήρχε το εξής κείμενο: Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή ακόμα και από τη ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους που πιο μεγάλη τιμή του υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του πρόσφερε, αλίμονο, τον τάφο.
Έγραψε αρκετά μυθιστορήματα και ταξιδιωτικά διηγήματα και θεωρείται ο εθνικός ποιητής της Ιαπωνίας. Τα πιο γνωστά του έργα είναι: «Εντός του κύκλου των ψυχών», «Η χώρα των χρυσανθέμων» (εκδόσεις Κέδρος), «Ιαπωνικοί Θρύλοι» (εκδόσεις Σιδέρη), «Ηλέκτρα», «Καϊνταν», «Κείμενα από την Ιαπωνία» (εκδόσεις Ίνδικτος), «Όλεθρος και άλλα διηγήματα», «Το αγόρι που ζωγράφιζε γάτες και άλλες ιστορίες» (εκδόσεις Εστία), «Εντός του Κύκλου των Ψυχών» (εκδόσεις Ίνδικτος).
[1] Η μετάφραση του ιαπωνικού του ονόματος του είναι πολύ ποιητική, σημαίνει: «το μέρος όπου γεννιούνται τα σύννεφα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου