4 Ιουλ 2012

Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Αριστοτέλης ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Μαζί με το δάσκαλό του Πλάτωνα αποτελεί κορυφαίο διανοητή της φιλοσοφικής σκέψης του αρχαίου ελληνικού κόσμου, και η διδασκαλία του διαπερνούσε βαθύτατα τη δυτική φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη μέχρι και την Επιστημονική Επανάσταση του 17ου αιώνα. Υπήρξε φυσιοδίφης, φιλόσοφος, δημιουργός της λογικής και ο σημαντικότερος από τους διαλεκτικούς της αρχαιότητας.

ΖΩΗ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ
Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε μεταξύ Ιουλίου και Δεκεμβρίου του έτους 384 π.Χ. στα Αρχαία Στάγειρα της Χαλκιδικής (σημερινή ονομασία της περιοχής Λιοτόπι, μισό χλμ. νότια της Ολυμπιάδας). Ο πατέρας του Νικόμαχος ήταν γιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ', τον οποίο είχε πατέρα ο Φίλιππος. Ο Νικόμαχος, που κατά το Σουίδα είχε γράψει 6 βιβλία ιατρικής και ένα φυσικής, θεωρούσε πρόγονό του τον ομηρικό ήρωα και γιατρό Μαχάονα, το γιο του Ασκληπιού. Πίστευαν ότι και της μητέρας του η καταγωγή ήταν θεϊκή. Ονομαζόταν Φαιστίς, είχε έρθει με αποίκους από τη Χαλκίδα στα Στάγειρα και ανήκε στο γένος των Ασκληπιαδών.
Ο Αριστοτέλης ορφάνεψε από πατέρα και μητέρα σε πολύ μικρή ηλικία και την κηδεμονία του ανέλαβε ο φίλος του πατέρα του Πρόξενος, που ήταν εγκαταστημένος στον Αταρνέα της μικρασιατικής Αιολίδας, απέναντι από τη Λέσβο. Αργότερα, ο Αριστοτέλης υιοθέτησε τον Νικάνορα, γιο του Πρόξενου. Ο Πρόξενος, που φρόντισε τον Αριστοτέλη σαν δικό του παιδί, τον έστειλε στην Αθήνα σε ηλικία 17 ετών (367 π.Χ.), για να γίνει μαθητής του Πλάτωνα. Πράγματι, ο Αριστοτέλης σπούδασε στην Ακαδημία του Πλάτωνα επί 20 χρόνια (367-347), και συνδέθηκε στενά με τον ίδιο τον Πλάτωνα, τον Εύδοξο, τον Ξενοκράτη και γενικά με τους κορυφαίους του φιλοσοφικού στοχασμού της εποχής. Τα συγγράμματα του Ισοκράτη βοήθησαν πολύ τον νεαρό φιλόσοφο να διαμορφώσει το προσωπικό του λεκτικό ύφος, εγκαταλείποντας την κοινή ιωνική διάλεκτο της Χαλκιδικής. Στο περιβάλλον της Ακαδημίας άφηνε κατάπληκτους όλους και τον ίδιο το δάσκαλό του, με την ευφυΐα και τη φιλοπονία του. Ο Πλάτωνας τον ονόμαζε «νουν της διατριβής» και το σπίτι του «οίκον αναγνώστου». Υπήρξε η φημολογία ότι ο Αριστοτέλης ερχόταν σε προστριβές με τον Πλάτωνα, όμως όλα αυτά φαίνονται απίθανα, αφενός γιατί ο ίδιος ο Πλάτων αρεσκόταν στην οξύτατη κριτική των ιδεών του, αφετέρου γιατί ο Αριστοτέλης μιλάει για το δάσκαλό του με βαθύ σεβασμό στα «Ηθικά Νικομάχεια». Από το 354 π.Χ. («Εύδημος») και έπειτα («Προτρεπτικός») ο Αριστοτέλης άρχισε να εμφανίζει δικές του αντιλήψεις που χαρακτηρίζονταν από νεωτεριστικό πνεύμα. Η εξωτερική του εμφάνιση ήταν μάλλον ασήμαντη. Ήταν «ισχνοσκελής» (με αδύναμα πόδια), «μικρόμματος» (με μικρά μάτια) και «τραυλός την φωνήν», αλλά πρόσεχε την εξωτερική του εμφάνιση.
Όταν το 347 π.Χ. πέθανε ο Πλάτωνας, προέκυψε θέμα διαδόχου στη διεύθυνση της σχολής. Επικρατέστεροι για το αξίωμα ήταν οι τρεις καλύτεροι μαθητές του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης, ο Ξενοκράτης και ο Σπεύσιππος. Η παραμονή του στην Αθήνα ήταν μάλλον δύσκολη, αφού ήταν Μακεδόνας και ο Φίλιππος Β' είχε καταστρέψει την Όλυνθο. Επιπλέον, η επιστροφή του στα Στάγειρα ήταν αδύνατη, γιατί η γενέτειρά του είχε καταστραφεί από τον Φίλιππο, επειδή είχε συμμαχήσει με την Όλυνθο. Ο Αριστοτέλης τότε μαζί με τον Ξενοκράτη εγκατέλειψε την Αθήνα και εγκαταστάθηκαν στην Άσσο, πόλη της Μυσίας, στα μικρασιατικά παράλια, απέναντι από τη Λέσβο. Την Άσσο κυβερνούσαν τότε δύο πλατωνικοί φιλόσοφοι, ο Έραστος και ο Κορίσκος, στους οποίους είχε χαρίσει την πόλη ο ηγεμόνας του Αταρνέα και παλιός μαθητής του Πλάτωνα και συμμαθητής του Αριστοτέλη, στην Πλατωνική ακαδημία, Ερμίας. Οι δύο φίλοι, κυβερνήτες της Άσσο, είχαν ιδρύσει εκεί μια φιλοσοφική σχολή, ως παράρτημα της Ακαδημίας.
Στην Άσσο ο Αριστοτέλης έζησε και δίδαξε για 3 χρόνια, στα πλαίσια μιας πολιτικό-φιλοσοφικής κοινότητας πλατωνικής έμπνευσης, και μαζί με τους φίλους του κατόρθωσε ό,τι δεν μπόρεσε ο Πλάτωνας. Συνδέθηκαν στενά με τον Ερμία και τον επηρέασαν τόσο, ώστε η τυραννία του να καταστεί πραότερη και δικαιότερη. Το τέλος του τυράννου όμως ήταν τραγικό. Επειδή προέβλεπε την εκστρατεία των Μακεδόνων στην Ασία, συμμάχησε με το Φίλιππο. Οι Πέρσες τον συνέλαβαν και τον θανάτωσαν με μαρτυρικό σταυρικό θάνατο.
Το 345 π.Χ. ο Αριστοτέλης, μετά από τη συμβουλή του μαθητή του Θεόφραστου, πέρασε απέναντι στη Λέσβο και εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη, όπου έμεινε και δίδαξε μέχρι το 342 π.Χ. Στο μεταξύ είχε παντρευτεί την ανιψιά και θετή κόρη του Ερμία, την Πυθιάδα, από την οποία απέκτησε κόρη, που πήρε το όνομα της μητέρας της. Μετά το θάνατο της πρώτης του συζύγου ο Αριστοτέλης συνδέθηκε αργότερα στην Αθήνα με τη Σταγειρίτισσα Ερπυλλίδα, από την οποία απέκτησε ένα γιο, το Νικόμαχο.
Το 342 π.Χ. κλήθηκε από τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Β' για να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του γιου του Αλέξανδρου, που ήταν τότε μόλις 13 χρονών. Ο Αριστοτέλης άρχισε με προθυμία το έργο της αγωγής του νεαρού και φρόντισε να του μεταδώσει το πανελλήνιο πνεύμα και χρησιμοποίησε ως διδασκαλία τα ομηρικά έπη που ο ίδιος είχε επεξεργαστεί ξανά. Ο Αλέξανδρος διδάχτηκε τα έργα των 3 μεγάλων τραγικών, τους διθυράμβους του Τελέστου και του Φιλοξένου, καθώς και στοιχεία ιατρικής και άλλων επιστημών. Η εκπαίδευση του Αλέξανδρου γινόταν άλλοτε στην Πέλλα και άλλοτε στη Μίεζα, μια κωμόπολη που τα ερείπιά της έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη και βρισκόταν στους πρόποδες του βουνού πάνω στο οποίο είναι χτισμένη η σημερινή Νάουσα της Μακεδονίας. Τελικά δεν δημιουργήθηκε στενή σχέση μεταξύ μαθητή και δασκάλου, ίσως γιατί ο Αριστοτέλης δεν συμφωνούσε με τον μοναρχικό τρόπο διακυβέρνησης και προτιμούσε την οργάνωση της πολιτικής ζωής κατά πόλεις.
Ο Αριστοτέλης έμεινε στη μακεδονική αυλή 6 χρόνια. Όταν ο Αλέξανδρος συνέτριψε την αντίσταση των Θηβαίων και αποκατέστησε την ησυχία στη νότια Ελλάδα, ο Αριστοτέλης πήγε στην Αθήνα (335 π.Χ.) και ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή κοντά στο ναό του Λυκείου Απόλλωνα, ανάμεσα στο Λυκαβηττό και τον ποταμό Ιλισό, κοντά στην πύλη του Διοχάρη, όπου υπήρχε άλσος αφιερωμένο στον Απόλλωνα και στις Μούσες. Ο χώρος του Γυμνασίου βρέθηκε πρόσφατα στις ανασκαφές, για την ανέγερση του νέου Μουσείου Γουλανδρή, πίσω από το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, στην οδό Ρηγίλλης. Ο ιστορικός αυτός αρχαιολογικός χώρος διασκευάζεται έτσι ώστε να γίνει επισκέψιμος. Οι δαπάνες για την εγκατάσταση καλύφθηκαν από τον Αλέξανδρο (αναφέρεται το ποσό των 800 ταλάντων). Με χρήματα αυτά ο Αριστοτέλης έχτισε μεγαλόπρεπα οικήματα και στοές, που ονομάζονταν «περίπατοι». Η σχολή του Αριστοτέλη ονομάστηκε «Περιπατητική» και οι μαθητές του περιπατητικοί φιλόσοφοι, γιατί ο δάσκαλος παρέδιδε ένα μέρος τουλάχιστον των μαθημάτων του περπατώντας στις στοές αυτές και στον κήπο της σχολής.
Η οργάνωση της σχολής είχε γίνει κατά τα πρότυπα της Πλατωνικής Ακαδημίας. Τα μαθήματα για τους προχωρημένους μαθητές γίνονταν το πρωί («εωθινός περίπατος») και για τους αρχάριους το απόγευμα («περί το δειλινόν», «δειλινός περίπατος»). Η πρωινή διδασκαλία ήταν καθαρά φιλοσοφική («ακροαματική»). Η απογευματινή «ρητορική» και «εξωτερική».
Η σχολή είχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη, τόσο καλά οργανωμένη, ώστε αργότερα αποτέλεσε υπόδειγμα για τις βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Ο Αριστοτέλης μάζεψε χάρτες και όργανα χρήσιμα για τη διδασκαλία των φυσικών μαθημάτων. Έτσι σύντομα η σχολή έγινε περίφημο κέντρο επιστημονικής έρευνας. Στα 13 χρόνια που έμεινε ο Αριστοτέλης στην Αθήνα δημιούργησε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, που προκαλεί το θαυμασμό μας με τον όγκο και την ποιοτική του αξία. Γιατί είναι άξιο απορίας, πώς ένας άνθρωπος σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα συγκέντρωσε και κατέγραψε τόσες πολλές πληροφορίες.
Ο Αριστοτέλης συμφωνούσε με την πανελλήνια πολιτική του Αλέξανδρου, αλλά διαφωνούσε με την πολιτική της ίσης μεταχείρισης Ελλήνων και βαρβάρων που υποστήριζε ο Αλέξανδρος μετά την κατάλυση του περσικού κράτους. Η θανάτωση του ανιψιού του, Καλλισθένη, μετά από διαταγή του Αλέξανδρου (327 π.Χ.) πιθανόν αποξένωσε περισσότερο τον Αριστοτέλη από τον μαθητή του. Όμως ο φιλόσοφος διατήρησε επαφές και του έστειλε το σύγγραμμά του «Περί αποικιών», όταν ο Αλέξανδρος άρχισε να ιδρύει πόλεις στην Αίγυπτο και στην Ασία.
Το 323 π.Χ., με την είδηση του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου, οι οπαδοί του αντιμακεδονικού κόμματος στην Αθήνα νόμισαν ότι βρήκαν την ευκαιρία να εκδικηθούν τους Μακεδόνες στο πρόσωπο του Αριστοτέλη. Πιο συγκεκριμένα, το ιερατείο, με εκπρόσωπο τον ιεροφάντη της Ελευσίνιας Δήμητρας Ευρυμέδοντα, και η σχολή του Ισοκράτη, με το Δημόφιλο, κατηγόρησαν τον Αριστοτέλη για ασέβεια («γραφή ασεβείας»), επειδή είχε συνθέσει παιάνα στον τύραννο Ερμία, είχε αναθέσει εικόνα του Ερμία στους Δελφούς και του είχε συντάξει επίγραμμα. Επίσης τον κατηγορούσαν ότι στο σύγγραμμά του «Περί ευχής» δίδασκε ότι η προσευχή δεν έχει κανένα αποτέλεσμα. Ο Αριστοτέλης, επειδή κατάλαβε τα αληθινά κίνητρα και τις προθέσεις των μηνυτών του, και επειδή φοβήθηκε ότι θα είχε τη μοίρα του Σωκράτη, άφησε το Λύκειο στην εποπτεία του μαθητή του Θεόφραστου, που τον έκρινε ως τον πιο κατάλληλο και αποσύρθηκε στη Χαλκίδα, πριν γίνει η δίκη του (323 π.Χ.). Εκεί έμεινε, στο σπίτι που είχε από τη μητέρα του, μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του την Ερπυλλίδα και με τα δύο του παιδιά, το Νικόμαχο και την Πυθιάδα. Πέθανε ένα χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 322 π.Χ. στη Χαλκίδα από χρόνιο στομαχικό νόσημα, μέσα σε μελαγχολία και θλίψη. Το σώμα του μεταφέρθηκε στα Στάγειρα και θάφτηκε με εξαιρετικές τιμές. Οι συμπολίτες του τον ανακήρυξαν «οικιστή» της πόλης και έχτισαν βωμό πάνω στον τάφο του προς τιμή του. Στη μνήμη του καθιέρωσαν γιορτή, τα «Αριστοτέλεια», και ονόμασαν έναν από τους μήνες «Αριστοτέλειο». Η πλατεία όπου ενταφιάστηκε ορίστηκε ως τόπος των συνεδριάσεων της βουλής. Το πνευματικό ίδρυμα του Αριστοτέλη εξακολούθησε να ακτινοβολεί και μετά το θάνατο του μεγάλου δασκάλου.
O Πλάτωνας (αριστερά) και ο Αριστοτέλης (δεξιά)
Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
Ο Αριστοτέλης ως άνθρωπος είχε πιστούς φίλους, αλλά και φοβερούς αντίπαλους (Τίμαιος, Ευβουλίδης κ.ά.). Ο Επίκουρος, ο Τίμαιος και άλλοι φιλόσοφοι διέβαλλαν τον Αριστοτέλη, προσπαθώντας, πιθανόν από φθόνο, να μειώσουν τον χαρακτήρα του. Κάποιες φορές τον παρουσίαζαν ως σπάταλο, αλλά και φιλάργυρο, φιλήδονο, ραδιούργο και μηχανορράφο. Έφτασαν να τον κατηγορήσουν ακόμα και ως οργανωτή της δήθεν δολοφονίας του Αλέξανδρου. Αντίθετα, από αξιόπιστες πηγές μαθαίνουμε ότι ο Αριστοτέλης υπήρξε η ενσάρκωση του ορθού μέτρου σ’ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του. Την έμφυτη ευγένεια και τρυφερότητα της ψυχής του τη βρίσκουμε διάχυτη μέσα στη διαθήκη του, όπου σ’ αυτή φροντίζει για τη μνήμη των γονέων και του αδερφού του και δε λησμονεί ούτε την οικογένεια του κηδεμόνα του, Πρόξενου, που τον ανέθρεψε. Φροντίζει για τη δεύτερη γυναίκα του την Ερπυλλίδα και το γιο που απέκτησε μαζί της, το Νικόμαχο. Ακόμα για την κόρη του Πυθιάδα, καρπό του πρώτου του γάμου. Η μεγάλη του φιλανθρωπία όμως φαίνεται στο σημείο εκείνο της διαθήκης, όπου ορίζει να μην πουληθεί κανείς από τους δούλους που τον υπηρέτησαν, αλλά να ελευθερώνονται μόλις ενηλικιώνονται. Η μεσολάβησή του στον Αλέξανδρο για την ανοικοδόμηση των Σταγείρων και η συμβουλή του προς τον Μακεδόνα βασιλιά να μην αφήνει καμιά μέρα να περνά χωρίς να ευεργετήσει κάποιον από τους υπηκόους του επιβεβαιώνουν τον χαρακτήρα του. Δικό του είναι το απόφθεγμα της παιδείας «αι μεν ρίζαι πικραί, οι δε καρποί γλυκείς». Έλεγε στους μαθητές του ότι η ψυχή φωτίζεται από τα μαθήματα με τον ίδιο τρόπο που τα μάτια φωτίζονται από το έξω φως.
Η πιο γνωστή από τις 14 προτομές του Αριστοτέλη που έχουν διασωθεί είναι εκείνη που βρίσκεται σε μουσείο της Βιέννης, αντίγραφο από άγαλμα που είχε στηθεί προς τιμή του Αριστοτέλη από τον Μ. Αλέξανδρο. Το αντίγραφο αυτό πιστεύεται ότι έγινε την εποχή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κλαύδιου.

Ο ΓΡΑΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ
Ο Αριστοτέλης δεν έδειξε ενδιαφέρον στη δημοσίευση των έργων του με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν σήμερα διαθέσιμα πολλά από αυτά. Ποτέ δε δημοσίευσε τα βιβλία του, εκτός από τους διαλόγους του. Η ιστορία των πρωτότυπων συγγραμμάτων του περιγράφεται από τον Στράβωνα στην «Γεωγραφία» του και από τον Πλούταρχο στο βιβλίο «Βίοι Παράλληλοι, Σύλλας». Τα χειρόγραφα των παραδόσεων του Αριστοτέλη έμειναν στα χέρια του μαθητή του Θεόφραστου. Ο Θεόφραστος τα άφησε στον Νηλέα, γιο του Κορίσκου, από τη Σκήψη και οι απόγονοί του τα φύλαξαν μέχρι τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ., οπότε τα πούλησαν στον βιβλιόφιλο Απελλικώντα από την Τέω για ένα μεγάλο ποσό. Το 84 π.Χ., μετά την κατάληψη των Αθηνών (86 π.Χ.), ο Σύλλας τα μετέφερε στη Ρώμη. Εκεί, ο Ίωνας φιλόλογος Τυραννίων από την Αμυσό, βιβλιοθηκάριος του Κικέρωνα, εργάστηκε για τη βελτίωση του κειμένου και τα πρωτοδημοσίευσε το 60 π.Χ.). Η τελευταία και σε μεγάλο βαθμό επαυξημένη έκδοση έγινε από τον περιπατητικό φιλόσοφο Ανδρόνικο το Ρόδιο, 11ο διάδοχο του Αριστοτέλη στο Λύκειο. Αυτή η έκδοση αποτέλεσε τη βάση όλων των μεταγενέστερων.
Το έργο του Αριστοτέλη Ηθικά Νικομάχεια μεταφρασμένο στα Λατινικά
ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ
Οι Αλεξανδρινοί υπολόγιζαν ότι ο Αριστοτέλης έγραψε 400 περίπου συνολικά βιβλία. Ο Διογένης ο Λαέρτιος υπολόγισε το έργο του σε στίχους και βρήκε ότι έφταναν τις 440.000. Μεγάλο μέρος από το έργο του αυτό χάθηκε. Ανήκε στην κατηγορία των δημόσιων ή «εξωτερικών» μαθημάτων και ήταν γραμμένα σε μορφή διαλογική. Παλαιότεροι κατάλογοι αναφέρουν πάνω από 170 διαφορετικά έργα του Αριστοτέλη, από τα οποία τελικά διασώθηκαν 47 βιβλία, που αποτελούν μόνο ένα μέρος της συνολικής παραγωγής του, και μερικά αποσπάσματα από τα άλλα. Δε θεωρούνται όμως όλα γνήσια. Ένας πάπυρος που ανακαλύφθηκε το 1890 στην Αίγυπτο από τον Άγγλο Κένιον περιείχε ουσιώδες μέρος ενός χαμένου έργου του, της «Αθηναίων Πολιτείας», που αποτελούσε τμήμα συλλογής 158 ελληνικών «πολιτειών» (πολιτευμάτων). Χάθηκε επίσης και το έργο του «Διδασκαλίαι», που στηριζόταν στον διάλογό του «Περί ποιητών» και αποτελούσε κατάλογο των τραγικών και κωμικών συγγραφέων που είχαν βραβευθεί στις θεατρικές παραστάσεις από τους αρχαιότατους χρόνους μέχρι την εποχή του Αριστοτέλη. Τέλος, χάθηκαν οι διάλογοι «Εύδημος» (στη μνήμη του Εύδημου, μαθητή του Πλάτωνα που είχε σκοτωθεί το 354 π.Χ. πολεμώντας υπέρ του Δίωνος στη Σικελία), «Προτρεπτικός» (προσπάθεια να προσηλυτιστεί ο Κύπριος ηγεμόνας Θεμίσων στην πλατωνική φιλοσοφία), «Περί φιλοσοφίας» (απόκρουση των πλατωνικών θεωριών για τις ιδέες και τη μαθηματικοποίησή τους), «Γρύλλος ή περί της ρητορικής» (αρνητική κριτική του Ισοκράτη), «Περί πολιτικού», «Περί ευχής», «Περί ποιητών», «Περί ευγενείας» και τα συγγράμματα «Περί ιδεών», «Διαιρέσεις», «Περί Πυθαγορείων», «Τέχνης της θεοδέκτου συναγωγή» (που αποτελεί ρητορική πραγματεία) κ.ά. Τα σωζόμενα σήμερα έργα του Αριστοτέλη ανήκουν στα λεγόμενα «ακροαματικά ή εσωτερικά», αντιστοιχούν στη διδασκαλία που ο Αριστοτέλης έκανε στους προχωρημένους μαθητές του Λυκείου. Γι’ αυτό και είναι γραμμένα σε συνεχή λόγο και όχι σε διάλογο. Λίγα αποσπάσματα διασώζονται επίσης από τα λεγόμενα «εξωτερικά», διαλογικής κυρίως μορφής και προορισμένα για το ευρύ κοινό. Αρκετά από τα βιβλία του έχουν υποστεί επεμβάσεις και επεξεργασίες και γενικά η κατάστασή τους δεν είναι καλή. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης διαιρούσε τις επιστήμες σε «θεωρητικές», «πρακτικές» και «ποιητικές». Το έργο ανάλυσης φυσικών φαινομένων και η μεταφυσική κατατάσσονται με αυτό το κριτήριο στο πρώτο είδος, τα έργα ηθικής, πολιτικής και οικονομίας στο δεύτερο, η «Ρητορική» και η «Ποιητική» στο τρίτο, ενώ η λογική, το «Όργανον», αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση κάθε επιστήμης. Νεώτερα όμως κριτήρια, σύμφωνα με την εξέλιξη και τη διάκριση ειδικών επιστημών και γενικής φιλοσοφίας, οδηγούν σε μια πιο μεθοδική κατάταξη των έργων του Αριστοτέλη. Η συνηθέστερη κατάταξή τους είναι η ακόλουθη:

Έργα Λογικής (15 βιβλία με τη γενική ονομασία «Όργανον», που αποτελούν χρήσιμες πραγματείες για τη γνώση. Στις πραγματείες αυτές πρώτος ο Αριστοτέλης διατύπωσε τους νόμους της ανθρώπινης νόησης και τους τρόπους του συλλογισμού)
• «Περί Ερμηνείας» (η λεκτική έκφραση των κρίσεων)
• «Κατηγορίαι» (οι γενικότατες έννοιες)
• «Αναλυτικά Πρότερα»[1] (οι συλλογισμοί, 2 βιβλία)
• «Αναλυτικά Ύστερα» (θεωρία περί αποδείξεως, 2 βιβλία)
• «Τοπικά» (πιθανολογικοί διαλεκτικοί συλλογισμοί, 8 βιβλία)
• «Σοφιστικοί Έλεγχοι» (έλεγχος των γνωστότερων σοφισμάτων)

Έργα Φυσικής και Κοσμολογίας (19 βιβλία που περιλαμβάνουν τις εξής πραγματείες)
• «Φυσική ακρόαση» (γενική φιλοσοφία της φύσης, βιβλία 8)
• «Περί ουρανού» (αστρονομικές θεωρίες, βιβλία 4)
• «Περί γενέσεως και φθοράς» (οι χημικές μεταβολές, βιβλία 3)
• «Μετεωρολογικά» (πλανήτες, κομήτες, μετέωρα κ.ά., βιβλία 4)

Έργα Βιολογίας και Φυσιολογίας (21 βιβλία. Με τα έργα του αυτά έγινε ο δημιουργός της φυσικής επιστήμης, της ζωολογίας και της συγκριτικής ανατομίας. Με τις πραγματείες αυτές έστρεψε ο Αριστοτέλης τη φιλοσοφική συζήτηση στο γόνιμο έδαφος του αισθητού κόσμου)
• «Περί ζώων ιστορίας» (συγκριτική ανατομία και φυσιολογία, βιβλία 10)
• «Περί ζώων μορίων» (γενική εισαγωγή στη βιολογία, βιβλία 4)
• «Περί ζώων πορείας» (1 βιβλίο)
• «Περί ζώων κινήσεως» (μηχανισμός κινήσεως των ζώων)
• «Περί ζώων γενέσεως» (γένεση και κληρονομικότητα, βιβλία 5)

Έργα Ψυχολογίας (10 βιβλία. Εκτός από το πρώτο, τα υπόλοιπα της ομάδας αυτής είναι γνωστά με το κοινό όνομα «Μικρά φυσικά»)
• «Περί ψυχής» (οργανικός κόσμος και ψυχή, βιβλία 3)
• «Περί αισθήσεως και αισθητών»
• «Περί μνήμης και αναμνήσεως»
• «Περί ύπνου και εγρηγορήσεως»
• «Περί ενυπνίων»
• «Περί μαντικής της εν τοις ύπνοις»
• «Περί μακροβιότητος και βραχυβιότητος»
• «Περί ζωής και θανάτου»

Έργα Φιλοσοφίας (Από «Τα μετά τα Φυσικά» ή «πρώτη φιλοσοφία», όπως τα ονόμαζε ο Αριστοτέλης προήλθε ο όρος «μεταφυσική» των νεότερων χρόνων. Στα βιβλία των Μεταφυσικών προσθέτουν συνήθως και τη διατριβή «Περί Μελίσσου, Ξενοφάνους και Γοργίου» (πιθανώς ψευδεπίγραφο). Στην ομάδα αυτή των έργων του ο Αριστοτέλης εξετάζει τις πρώτες αρχές όλων των όντων και των «κινουμένων» και των ακινήτων». Είναι βιβλία που τίμησαν ιδιαίτερα oι θεολόγοι)
• «Τα μετά τα Φυσικά» ή «πρώτη φιλοσοφία» (οντολογία, 12 βιβλία)
• «Ηθικά Ευδήμεια» (ηθική, βιβλία 7)[2]
• «Ηθικά μεγάλα» (βιβλία 2)
• «Ηθικά Νικομάχεια» (ηθική, βιβλία 10)

Έργα Πολιτικής (Αποτελούν, και σήμερα ακόμα, τη βάση των ερευνών για όσους ασχολούνται με τις πολιτικές επιστήμες)
• «Πολιτικά» (θεωρία πολιτευμάτων, βιβλία 8)
• «Αθηναίων Πολιτεία» (περιγραφή του αθηναϊκού πολιτεύματος)

Έργα Διδακτικά ή θεωρίας του έντεχνου λόγου
• «Ρητορική» (βιβλία 3)
• «Ποιητική» (βιβλίο 1, με πιθανή ύπαρξη και δεύτερου βιβλίου που δεν διασώθηκε)

Εκτός από τα διασωθέντα έργα του Αριστοτέλη υπάρχουν και πολλά τα οποία δεν θεωρούνται γνήσια, όπως τα: «Περί κόσμου», «Περί φυτών», «Περί πνεύματος», «Οικονομικά» (βιβλία 2), «Φυσιογνωμικά», «Περί θαυμασίων ακουσμάτων», «Περί χρωμάτων», «Περί ατόμων γραμμών», «Μηχανικά, «Ρητορική εις Αλέξανδρον», «Περί Ξενοφάνους», «Περί ακουστών», «Προβλήματα» (περιέχουν προβλήματα από διάφορες περιοχές της γνώσης), «Περί αναπνοής» και «Ηθικά Μεγάλα».

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Αντίθετα με την πλατωνική διδασκαλία, που θεωρεί πραγματικά όντα μόνο τις ιδέες-πρότυπα και ερμηνεύει τον κόσμο των «γινομένων» όντων της αισθητής φύσης ως χλωμή ανταύγεια των ιδεών, ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε με την έρευνα των συγκεκριμένων όντων της φύσης και απέρριψε τον διχασμό του κόσμου σε αισθητό και ιδεατό: υπαρκτό είναι για τον Αριστοτέλη το ατομικό «τόδε τι», για παράδειγμα ο Κολλίας ή ο Σωκράτης και όχι κάποιος άνθρωπος-ιδέα πέρα από αυτούς. Όμως, το πνεύμα του πλατωνισμού φανερώνεται ξανά στον εσωτερικό διχασμό του φυσικού όντος σε ύλη και μορφή που βρίσκεται στη βάση της αριστοτελικής μεταφυσικής. Η ύλη δεν είναι ον παρά μόνο αφού μορφοποιηθεί, περνώντας από κατάσταση «δυνάμει» (που σημαίνει κυρίως δυνατότητα) σε κατάσταση «ενέργεια» πραγματικού όντος. Και ενώ ο Παρμενίδης αντέτασσε ριζικά το «είναι» στο «μη είναι», καθορίζοντας το «είναι» ως αμετακίνητη ύπαρξη και αποκλείοντας έτσι την κίνηση και το «μη είναι», ο Αριστοτέλης δίδασκε ότι τα φυσικά όντα έχουν την κίνηση νόμο τους, για να μεταβούν από τη «δύναμη» στην «ενέργεια». Τα όντα και το γίγνεσθαι περιγράφονται και εξηγούνται συγχρόνως από τα τέσσερα είδη αιτίας: πρώτη η υλική αιτία, τελική η μορφολογική, το «είδος».
Το άγαλμα του Ερμή, για παράδειγμα, είναι μάρμαρο (ύλη) με ορισμένη μορφή. Η μορφή δεν υπάρχει ανεξάρτητα από την ύλη, όπως η πλατωνική ιδέα, ούτε είναι όμως το ίδιο με την ύλη: το μάρμαρο δεν ήταν από μόνο του άγαλμα, αλλά έγινε τέτοιο παίρνοντας μια συγκεκριμένη μορφή. Ανάμεσα στις δύο αυτές αιτίες παρεμβάλλονται και επενεργούν η «κινούσα αιτία» (τα όργανα του γλύπτη) και η τελική αιτία, ο σκοπός, όπως η επιδίωξη της ομορφιάς ή της χρηματικής αμοιβής από τον γλύπτη. Έτσι πραγματοποιείται η μεταβολή της άμορφης ύλης σε μορφοποιημένη και από τη διαδικασία του «γίγνεσθαι» προκύπτει το συγκεκριμένο ον. Από την άλλη, στα φυσικά όντα (ζώα, φυτά), που δεν γίνονται από ανθρώπινη τέχνη, ο σκοπός ταυτίζεται με τη μορφή: κινούνται απλώς για να φτάσουν στην πλήρη μορφή τους, στο «είδος» τους, προκαθορισμένο σε κάθε περίπτωση και αξεπέραστο. Ούτε χωριστή «κινούσα αιτία» υπάρχει εδώ. Μεταξύ ύλης και μορφής στ φυσικά όντα υπάρχει η έλξη, ο «έρως» της πρώτης προς τη δεύτερη. Κυρίαρχη λοιπόν αιτία που κινεί τα όντα είναι ο σκοπός και συγκεκριμένα η μορφοποίηση. Η μορφή ή το «είδος» αποτελεί και τον αριστοτελικό ορισμό της ψυχής: η ψυχή (φυτική, αισθητική, νοητική) αποτελεί τον χαρακτήρα κάθε όντος, τη φύση του, δηλαδή το ιδιαίτερο «είδος» που υποδύεται η ύλη. Η ψυχή είναι «ενδελέχεια πρώτη», πλήρης δηλαδή οντότητα που προδιαγράφεται μέσα στην ύλη ως έλλειψη και αίτημα και προδιαγράφει τη διάπλασή της σε καθορισμένη ατομική ύπαρξη. Αυτή η μορφοποιημένη ύπαρξη, ως ατομικό υποκείμενο στο οποίο αναφέρονται όλοι οι μικρότεροι χαρακτηρισμοί, είναι και η «ουσία» σύμφωνα με την αριστοτελική ορολογία.
Σύμφωνα με ιεραρχία μορφών ή «ειδών», τα όντα κατατείνουν προς το τέλειο ον, τον θεό, ο οποίος δεν κινείται επειδή, ως καθαρή ενέργεια, δεν έχει να μεταβεί σε τελειότερη κατάσταση, αλλά αντίθετα κινεί και διαμορφώνει τα πάντα με την έλξη που ασκεί η τελειότητά του. Ο θεός του Αριστοτέλη δεν είναι «κινούσα αιτία», δημιουργός, και αυτό συμφωνεί με την αρχαία παράδοση που δεν δέχεται δημιουργία από το μηδέν ούτε σχετίζει τη θεότητα με την ύλη. Για την αρχαία σκέψη, η ύλη είναι απλό υλικό προς διαμόρφωση, κάτι δηλαδή αδιάφορο για τη θεότητα (μόνο στον Τίμαιο του Πλάτωνα γίνεται λόγος για θεό-δημιουργό).

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΦΥΣΗ
Ο κόσμος του Αριστοτέλη, λοιπόν, πεπερασμένος και τελειωμένος, χωρίς ιδέα εξέλιξης, διατάσσεται σύμφωνα με το κριτήριο της μεγαλύτερης δυνατής προσέγγισης προς το θεό, τον υπέρτατο σκοπό στον οποίο υπάγονται όλοι οι μερικότεροι σκοποί. Στην ανώτερη βαθμίδα της κλίμακας βρίσκεται ο ουρανός, ο οποίος έχει δημιουργηθεί από αιθέρα, ενώ ακολουθούν η φωτιά, ο αέρας, το νερό. Στο κέντρο της σφαίρας αιωρείται η Γη. Οι ουρανοί την περιβάλλουν και ο θεός περικλείει τα πάντα, διαιωνίζοντας την κίνηση με την έλξη του (κίνηση όχι εξελικτική, αλλά ανακύκληση). Το αριστοτελικό αυτό κοσμοείδωλο, βάση του λεγόμενου «πτολεμαϊκού» αστρονομικού συστήματος, επρόκειτο να καταρρεύσει μόνο κατά την Αναγέννηση και μετά τη διατύπωση της ηλιοκεντρικής θεωρίας του Κοπέρ4νικου τον 16ο αιώνα. Οι 4 «υποσέληνες» ουσίες (χώμα, νερό, αέρας, φωτιά) συνθέτουν με την ανάμειξή τους τα ε3πίγεια σώματα, ανόργανα, οργανικά, ζώντα, έμψυχα, έμφρονα. Τα ζώα έχουν αίσθηση και όρεξη, καθώς και ικανότητα μετακίνησης που τα διαχωρίζει από τα φυτά.

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
Ο άνθρωπος, «ζώον έμφρον», είναι προικισμένος με νου, αισθητικότητα και μνήμη. Νους είναι η ικανότητα αντίληψης των εννοιών, δηλαδή της ουσίας των πραγμάτων. Ο νους ξεκινά και στηρίζεται στις μαρτυρίες των αισθήσεων, αλλά δεν σταματά σ’ αυτές: τις συγκρίνει και βρίσκει το κοινό σημείο ανάμεσά τους με την αφαιρετική διαδικασία, με σκοπό να φτάσει στην έννοια. Η αισθητική εμπειρία είναι το υλικό προς διαμόρφωση και πάλι, πρώτο δεδομένο και προϋπόθεση του νοητικού έργου: «ουδέν εν τω νω, ο μη πρότερον εν τη αισθήσει».
Ο νους όμως αυτός, στενά δεμένος με την ύλη που διαμορφώνει, δεν είναι ο αυθεντικός «ενεργεία» νους, δηλαδή ο θείος νους. Είναι μόνο ο ανθρώπινος, ο οποίος με τον θάνατο χάνει την επαφή του με την ύλη και με το σώμα (δεν λειτουργεί, άρα δεν επιζεί). Στον Αριστοτέλη δεν εμφανίζεται πουθενά η ιδέα της επιβίωσης της ατομικής ψυχής.

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΘΙΚΗ
Η νόηση όμως στον άνθρωπο δεν έχει μόνο γνωστική αποστολή. Είναι επίσης ρυθμιστής του θυμικού, των ορμών, των επιθυμιών και των παθών. Ο ρόλος της, ηθικός και πρακτικός, είναι να επιβάλλει και εδώ το λογικό μέτρο. Καθετί που δεν είναι λογικό χαρακτηρίζεται ως υπερβολή ή έλλειψη και αποτελεί το αντίθετο της αρετής. Η αριστοτελική ηθική είναι ορθολογική. Αν ο σκοπός κάθε ανθρώπινης πράξης προσδιορίζεται από την αναζήτηση της ευδαιμονίας, η ευδαιμονία (που ανήκει στον άνθρωπο και ανταποκρίνεται στην ιδιαίτερη φύση του) απορρέει από την ικανοποίηση του πιο πολύτιμου, του πιο χαρακτηριστικά ανθρώπινου στοιχείου, του νου. Δεν απορρίπτεται όμως η ικανοποίηση των φυσικών επιθυμιών, με προϋπόθεση τον λογικό έλεγχο και το μέτρο. Ο Αριστοτέλης δεν συμμερίστηκε την ηθική ακαμψία του Πλάτωνα, ο οποίος απαρνήθηκε κάθε ικανοποίηση που σχετίζεται με τις αισθήσεις.
Με κριτήριο τη νοητική δραστηριότητα, ο Αριστοτέλης καθόρισε 3 θεμελιακές αρετές: φρόνηση, σοφία και νόηση. Η αρετή της μεσότητας, έργο του νοητικού ελέγχου που μετριάζει τις επιθυμίες, αποτελεί σταθερό ηθικό κριτήριο και χαρακτηρίζει ειδικότερες μορφές αρετής: την ευψυχία (ενδιάμεση ανάμεσα στο θράσος και στον φόβο), την εγκράτεια (απομακρυσμένη τόσο από τη λαιμαργία όσο και από τη νηστεία), την ελευθεριότητα (ισαπέχουσα από τη σπατάλη και τη φιλαργυρία). Η δικαιοσύνη συνοψίζει όλες τις αρετές της μεσότητας: σύμφωνα με αυτήν αποδίδεται στον καθένα εκείνο που του ανήκει, χωρίς πλεόνασμα ή έλλειψη.

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
Το κράτος, όργανο κατοχύρωσης της δικαιοσύνης, είναι ο χώρος όπου δύναται να πραγματοποιηθεί η ευδαιμονία που ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη φύση με την άσκηση της αρετής. Ο Αριστοτέλης δεν προσέφυγε στην περιγραφή ενός ιδεατού κράτους, όπως ο Πλάτων, αλλά επανεξέτασε το συγκεκριμένο θέμα, δηλαδή τα πραγματικά κράτη και τον χαρακτήρα τους. Κράτος σημαίνει άσκηση εξουσίας. Η εξουσία αυτή μπορεί να ασκείται από έναν μόνο άρχοντα, από τους λίγους άριστους ή από ολόκληρο τον λαό. Όμως, καμιά από τις αντίστοιχες μορφές (μοναρχία, αριστοκρατία, δημοκρατία) δεν είναι από μόνη της μοναδική και άριστη. Και αντίστροφα, καθεμία από αυτές τις μορφές, όταν χάνει τον ρόλο της ως οργάνου με σταθερό σκοπό τη δικαιοσύνη και το κοινό καλό, όταν γίνεται αυτοσκοπός και υπηρετεί ιδιοτελή συμφέροντα, ξεπέφτει αντίστοιχα σε παραφθαρμένη μορφή (τυραννία, ολιγαρχία, δημαγωγία ή οχλαγωγία).
Σύμφυτη στις πολιτικές θεωρίες του Αριστοτέλη υπήρξε και η συστηματική τάση, φανερή και στο πεδίο της ηθικής με την κατάταξη των αρετών, καθώς και στην έρευνα της ρητορικής με τη διάκριση των ειδών και των μεθόδων της ή στην ταξινόμηση των μορφών ποίησης, αλλά και στη διάταξη των φυσικών επιστημών. Ως αποτέλεσμά της, ο Αριστοτέλης εμφανίζεται σήμερα ως συστηματική ιδιοφυΐα που συνοψίζει το ελληνικό πνεύμα.

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΛΟΓΙΚΗ
Η λογική είναι κώδικας μεθόδου αλλά και καταστατικός χάρτης, ο οποίος με τις γενικές αρχές του αποτελεί το θεμέλιο και το σχεδιάγραμμα συγχρόνως της αριστοτελικής φιλοσοφίας, πρωτοεμφανιζόμενος ως ειδικός επιστημονικός κλάδος από τον Σταγειρίτη φιλόσοφο. Στο «Όργανον» σκιαγραφούνται μεταφυσικές, φυσικές, ηθικές, πολιτικές και αισθητικές διδασκαλίες. Ο γενικός αυτός χαρακτήρας της εξηγεί την ευρύτερη απήχηση της αριστοτελικής λογικής, που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί (και αυτό ακριβώς έγινε) για πνευματικές εμπειρίες διαφορετικές από τις αριστοτελικές. Μόλις κατά τον 18ο αιώνα η διαλεκτική του Χέγκελ μπόρεσε να ανασκευάσει τη στεγανότητα της αριστοτελικής λογικής και ανέπλασε τον λογικό στοχασμό.
Ο Αριστοτέλης ξεκινούσε από μια αναζήτηση των στοιχείων του διαλόγου, του οποίου οι λέξεις ορίζουν είτε ουσίες είτε ιδιότητες των ουσιών. Παρέχεται έτσι ένας πίνακας 10 κατηγοριών, που θεωρούνται εφάπαξ δεδομένες και εξαντλούν το λογικό λειτούργημα: ουσία (π.χ. ο άνθρωπος), ποσότητα (π.χ. δύο μέτρα), ποιότητα (π.χ. λευκός), σχέση (π.χ. μεγαλύτερος), τόπος (π.χ. Αθήνα), χρόνος (π.χ. χθες), θέση (π.χ. όρθιος), κατάσταση (π.χ. ένοπλος), δράση (π.χ. κόβει), πάθος (π.χ. κόβεται). Οι κατηγορίες αυτές αποτελούν συγχρόνως τους 10 ουσιώδεις τρόπους ύπαρξης και τα 10 ουσιώδη κατηγορούμενα της κρίσης, έργα της οποίας είναι ακριβώς η απονομή ή η απόρριψη κατηγορουμένου ως προς μια ουσία. Η κρίση είναι καταφατική ή αρνητική, αληθινή ή εσφαλμένη, γενική ή μερική. Οι κρίσεις συνδέονται μεταξύ τους με δύο τρόπους: είτε μεταβαίνοντας από το ειδικό στο γενικό ή αντίστροφα. Η πρώτη μορφή (επαγωγή) ξεκινάει από την εμπειρία και αποβλέπει να γενικεύσει τα εξαγόμενά της. Ο βαθμός βεβαιότητάς της είναι σχετικός (ποτέ απόλυτος) και εξαρτάται από την ευρύτητα του εμπειρικού πεδίου που συνοψίζει. Η δεύτερη μορφή, η μετάβαση από το γενικό στο μερικό, αποτελεί τον παραγωγικό συλλογισμό και είναι αποδεικτική. Σε κάθε περίπτωση συσχετισμού τους, δύο κρίσεις συνδέονται με έναν μέσο όρο, για παράδειγμα: (α) «οι άνθρωποι είναι θνητοί», (β) «ο Σωκράτης είναι άνθρωπος». Με τη διαμεσολάβηση του μέσου όρου «άνθρωπος», που είναι υποκείμενο στην πρώτη κρίση και κατηγορούμενο στη δεύτερη, εξάγεται και εξαγγέλλεται Τρίτη κρίση ως συμπέρασμα: «ο Σωκράτης είναι θνητός». Το συμπέρασμα μπορεί με τη σειρά του να εξελιχθεί σε αφετηρία (μείζων πρόταση) ενός νέου συλλογισμού. Έτσι προκύπτει μια αλυσίδα συλλογισμών, όπου το κύρος του καθενός στηρίζεται στο κύρος ενός προηγούμενου με τελική αναγωγή σε αξιώματα, δηλαδή σε αρχές με άμεση βεβαιότητα, αυταπόδεικτες.
Έτσι τα όντα και τα φαινόμενα κατανοούνται ότι εμπεριέχονται σε ευρύτερες τάξεις εννοιών με βαθμίδα τους κάθε φορά την «ειδοποιό διαφορά», δηλαδή το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που διακρίνει ένα είδος όντων από ένα άλλο. Η κατάταξη γίνεται με κριτήρια μια ειδοποιό διαφορά και μόνο μία κάθε φορά, ώστε να πραγματοποιείται σταδιακά μετάβαση από το κάθε γένος στο αμέσως πλησιέστερο ή «προσεχές» γένος. Η μεθοδική αυτή αναγωγή βαίνει ιεραρχικά από το πιο γενικό στο πιο ειδικό ή αντίστροφα. Έτσι, η υπαγωγή των περισσότερο ειδικών στο γενικότατο είδος είναι ολοκληρωτική, και ο κόσμος είναι ένας και ιεραρχημένος για πάντα. Μπορεί όμως κάποτε ο συλλογισμός να αναχωρεί από αρχές μη έγκυρες και να αποτελέσει καθαρή τεχνική απάτης. Αλλά και ο ψεύτης-σοφιστής, έστω και αν κακομεταχειρίζεται τις λογικές αρχές, προσφεύγει έτσι κι αλλιώς σ’ αυτές και έτσι αναγνωρίζει έμμεσα το κύρος τους. Οι πιο γενικές λογικές αρχές είναι η αρχή της ταυτότητας και της μη αντίφασης, κατά την οποία δεν μπορεί ένα πράγμα να είναι ταυτόχρονα το ίδιο και το αντίθετό του. Ο επιστημονικός στοχασμός βασίστηκε για αιώνες στην αρχή αυτή, και ιδιαίτερα τα μαθηματικά. Η αρχή αυτή εκφράζει με όρους της λογικής την εκδοχή του αμετάβλητου όντος του Παρμενίδη και είναι αντίθετη με τη διδασκαλία του Ηράκλειτου για τις αντιθέσεις και το γίγνεσθαι. Η διαλεκτική του Χέγκελ και των νεότερων χρόνων υπέβαλε σε κριτική ιδιαίτερα αυτή την αρχή της τυπικής λογικής του Αριστοτέλη, γιατί σύμφωνα με αυτήν είναι αδιανόητο το γίγνεσθαι. Αλλά το γίγνεσθαι είναι και η βασικότερη αλήθεια που δέχεται η σύγχρονη επιστήμη. Από εδώ πηγάζει η αντίθεση του νεότερου στοχασμού προς την αριστοτελική παράδοση, η οποί όμως δεν παύει (αν τηρηθεί σε συγκεκριμένα μέτρα) να είναι γόνιμη ακόμα και σήμερα.

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ
Κατά τον Αριστοτέλη, η έκθεση των πραγμάτων όπως θα μπορούσαν να συμβούν, σε αντίθεση με την ιστορική εξακρίβωση των όσων πραγματικά διαδραματίστηκαν, αποτελεί έργο του ποιητή. Η ποίηση πλησιάζει έτσι περισσότερο στη φιλοσοφία παρά στην ιστορία, γιατί καταγίνεται με το γενικό μέλλον και όχι με το ειδικό και εξακριβωμένο. Πηγή της ποιητικής δημιουργίας, με την ευρύτερη έννοια του όρου (είτε δηλαδή με τη μορφή του έπους είτε της τραγωδίας και της κωμωδίας είτε του κιθαρισμού και της μελωδίας) είναι η ανθρώπινη τάση για μίμηση και κατανόηση. Η κωμωδία «παρουσιάζει», δηλαδή μιμείται τους ανθρώπους στην κατώτερη και ιδιαίτερα στη γελοία εκδήλωσή τους. Το γελοίο αποτελεί μέρος της ασχήμιας, αλλά είναι ένα μειονέκτημα που δεν προκαλεί πόνο ή ζημιά. Έτσι παρουσιάζεται στις κωμικές μάσκες, τις άσχημες και δύσμορφες, αλλά χωρίς έκφραση πόνου.
Η τραγωδία, αντίθετα, παρουσιάζει τον άνθρωπο ανώτερο από τον πραγματικό μέσο τύπο ως «μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας», κατά τον κλασικό αριστοτελικό ορισμό. Η ανάλυση της δομής των μερών, των ενοτήτων, καθώς και η έρευνα της ιστορίας της τραγωδίας διαμέσου των μεγάλων εκπροσώπων της, αναδεικνύουν τον Αριστοτέλη ιδρυτή της επιστημονικής αισθητικής ως ειδικού κλάδου των θεωρητικών επιστημών. Για πολλούς αιώνες, οι αριστοτελικές θεωρίες αποτελούσαν τους κανόνες που είχαν θεωρηθεί αξεπέραστοι για τη θεατρική τέχνη, ιδιαίτερα κατά τον 17ο αιώνα, εποχή ακμής του γαλλικού κλασικισμού. Κυρίως η αριστοτελική έννοια της «καθάρσεως των παθημάτων δι’ ελέου και φόβου» έδωσε αφορμή για πολλές συζητήσεις και ερμηνείες μέχρι τον 20ο αιώνα, συσχετίζοντας την «κάθαρση» άλλοτε με ομοιοπαθητική αγωγή σε αντιστοιχία με τις οργιαστικές τελετές κάθαρσης, η οποία και λυτρώνει από τα πάθη ωθώντας τα σε ακραίες εκφράσεις τους μπροστά στα μάτια του θεατή, και άλλοτε με τη σύγχρονη ψυχαναλυτική αγωγή.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ
Η σκέψη και η σχολή του Αριστοτέλη δεν συνάντησαν μεγάλη απήχηση κατά την ελληνιστική και ελληνορωμαϊκή περίοδο, ούτε και κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι εργασίες σχολιαστών όπως του Σιμπλίκιου, του Θεμιστίου κ.ά. Στους κόλπους, όμως, της σχολαστικής φιλοσοφίας, τα αριστοτελικά κείμενα αποτέλεσαν επίσημα κείμενα και θεωρήθηκαν η επιτομή της φιλοσοφίας ύστερα από την επεξεργασία και την ερμηνεία τους σύμφωνα με τα δόγματα της παπικής Εκκλησίας από τον Θωμά τον Ακινάτη. Η αρχή της γνωριμίας της δυτικής Ευρώπης με τον Αριστοτέλη ανάγεται στις αραβικές επιδρομές, με τον χριστιανικό κόσμο της Δύσης να έρχεται σε επαφή με αραβικές μεταφράσεις των αριστοτελικών κειμένων. Την περίοδο αυτή χρονολογούνται και ορισμένα μεγάλα υπομνήματα (εβραϊκά και αραβικά) του Αβικέννα και του Μαϊμονίδη. Στα χρόνια του ουμανισμού και της Αναγέννησης η αριστοτελική φιλολογία υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική, καθώς και η διαμάχη «αβερροϊστών» (Αράβων σχολιαστών, οπαδών του Αβερρόη) και «αλεξανδρινών», ιδιαίτερα στα πανεπιστήμια της Πάντοβα και της Μπολόνια. Ο αριστοτελισμός αποτέλεσε και το επίκεντρο της διαμάχης γύρω από τη νέα άποψη για τον κόσμο του Γαλιλαίου.
Στους νεότερους χρόνους το φυσικό και αστρονομικό σύστημα του Αριστοτέλη θεωρείται πλέον εσφαλμένο, όμως η σύγχρονη μέθοδος και η φιλοσοφία δεν παύουν να κάνουν αναγωγές στην αριστοτελική παράδοση.
Ο Αριστοτέλης υπήρξε μάρτυρας της παρακμής της πόλης-κράτους και διέβλεψε μια νέα εποχή, το ξεκίνημα του εξελληνισμού του μεσογειακού κόσμου. Από την άλλη, ως παιδαγωγός μετέδωσε στον Αλέξανδρο την ουσία του «πολιτισμού του άστεως», δηλαδή την ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν πολίτες ενός κράτους αφού έχουν την ίδια φύση, ενώ η εξουσία από την πλευρά της οφείλει να εκφράζει όχι μια κάστα ή έναν λαό, αλλά έναν πολιτισμό. Ως ιδρυτής του Λυκείου, ο Αριστοτέλης κατάδειξε ότι η εξειδικευμένη έρευνα (φυσική, ιστορική, φυσιοδιφική), δηλαδή η εργασία του επιστήμονα, πρέπει να εδράζεται σταθερά στην καθολικότητα της ιδέας και της φιλοσοφίας, δηλαδή στην άποψη που έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του και τον κόσμο μέσα στον οποίον ζει. Κάθε φιλόσοφος είναι άνθρωπος του καιρού του, αλλά ο Αριστοτέλης κατείχε αυτή τη σοφία της επίγνωσης και γι’ αυτό παρουσίασε συνειδητά το σύστημά του μέσα σε μια δεδομένη πολιτιστική εξέλιξη. Έτσι, δεν είναι υπερβολική η άποψη ότι ο Αριστοτέλης υπήρξε ο μεσολαβητής μεταξύ του κλασικού ελληνικού κόσμου και του μεσαιωνικού-νεότερου στοχασμού.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βαρδάκης, Μάρκος, «Οι συλλογιστικοί τρόποι κατά τα Αναλυτικά πρότερα [του Αριστοτέλη]. Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 3 (1986), 135-153.
[2] Πανέρης, Ιωάννης, «Ο Εύδημος του Αριστοτέλη σε σχέση με το Φαίδωνα του Πλάτωνα. Συμβολή στο πρόβλημα ‘πρώιμος Αριστοτέλης και Πλάτων’». Φιλόλογος 30 (1982), 254-268.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Βαρδάκης, Μάρκος, «Οι συλλογιστικοί τρόποι κατά τα Αναλυτικά πρότερα [του Αριστοτέλη]», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 3 (1986), 135-153
• Ν. Βολιώτης, «Θρησκευτικαί και μεταφυσικαί αναζητήσεις κατά τον Δ’ π.Χ. αιώνα. Η θεολογία του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους σε συνδυασμό προς την του Ισοκράτους», Πλάτων 32/33 (1980-81), 356-365
• Ν. Γεωργόπουλος, «Η πλατωνική και αριστοτελική άποψη για την τραγωδία, τη μίμηση και την τέχνη», στο: Αφιέρωμα στον Παπανούτσο (1980), 211-212
• Γιανναράς, Χρήστος, «Ο ‘αποφατικός’ Αριστοτέλης», Διαβάζω 135 (1986), 14-16
• Δεσποτόπουλος, Κωνσταντίνος, «Το κοινωνικό πρόβλημα κατ’ Αριστοτέλη». Επιστημονική επετηρίδα Παντείου Α.Σ.Π.Ε., Αθ. 1981, 93-108
• Γρηγόριος Ζιάκας, «Ο Αριστοτέλης στην αραβική παράδοση», Αριστοτελικά, Θεσσαλονίκη 1980, 217-387
• Γιώργος Ε. Καραμανώλης, «H σχέση ηθικής αρετής και φρόνησης στην αριστοτελική ηθική», Υπόμνημα 8 (2009) 51-79
• Κάσου, Μαίρη: «Η Αριστοτελική περιπέτεια. Μια ανάγνωση της Ποιητικής Ι1 1452a 22-29», Παρουσία 3 (1985), 49-59
• Κεσσίδης, Θεοχάρης, «Τα ηθικά έργα του Αριστοτέλη», Φιλοσοφία 17-18 (1987-1988), 325-355
• Κουλουμπαρίτσης, Λάμπρος, «Η φυσική στον Αριστοτέλη», Διαβάζω 135 (1986), 17-20
• Κουμάκης Γιώργος, «Όνομα και πράγμα στον Αριστοτέλη», στο Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρεία: Γλώσσα και πραγματικότητα στην ελληνική φιλοσοφία. Αθ. 1985, σελ.220-225
• Κουμάκης, Γεώργιος, «Οι απόψεις του Αριστοτέλη για την ιστορία», Ευθύνη 104 (1980), 443-445
• Κύρκος, Βασίλειος, «Ο Αριστοτέλης και οι Μεγαρικοί. Γνωσιοθεωρητικές αντιθέσεις», Πρακτικά «Αριστοτέλης» Ι (1981), 253-256
• Κύρκος, Βασίλειος, «Ο ανθρωπολογικός χαρακτήρας της πολιτικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη», Επιστημονική επετηρίδα Παντείου Α.Σ.Π.Ε., Αθ. 1981, 213-229
• Κύρκος Βασίλειος, «Η ρητορική τέχνη και η κοινωνική της λειτουργία κατά τον Αριστοτέλη», Διαβάζω 135 (1986), 42-47
• Λαούρδας Βασίλης, «Η ‘Κρητική Πολιτεία’ του Αριστοτέλους», Κρητικά Χρονικά, τομ. 2 (1948), σελ.387-415
• Ι. Μαντζαρίδης, «Αριστοτελική ηθική και Χριστιανισμός», Αριστοτελικά, Θεσσαλονίκη 1980, 159-174
• Μπενάκης Λίνος, «Ο Αριστοτέλης στο Βυζάντιο και στην Τουρκοκρατία. Η σύγχρονη έρευνα», Διαβάζω 135 (1986), 52-55
• Μποζώνης Γεώργιος, «Η κριτική των Πλατωνικών Ιδεών από τον Αριστοτέλη», Χρονικά Αισθητικής 25-26 (1986-1987), 181-188
• Παναγιώτου, Π. Π, «Ο Αριστοτέλης περί εμβρυϊκής διαπλάσεως και κληρονομικότητας», Παρνασσός 28 (1986), 404-413
• Παπαδημητρίου, Ευθύμης, «Οι ανθρωπολογικές απόψεις του Αριστοτέλη», Διαβάζω 135 (1986), 21-25
• Παπαδής Δημήτρης, «Ο κοινότατος λόγος της ψυχής κατά τον Αριστοτέλη», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 3 (1986), 3-14
• Παπαδής Δημήτρης, «Η ενότητα και η πολλότητα της ψυχής κατά Αριστοτέλη, Αλέξανδρο Αφροδισιέα και Θωμά Ακινάτη», Φιλοσοφία 15-16 (1985-86), 298-315
• Παπαδής Δημήτρης, «Σκιαγράφημα της ηθικής του Αριστοτέλη», Διαβάζω 135 (1986), 36-41
• Παπανούτσος Ευάγγελος, «Η ‘κάθαρση των παθών’ κατά τον Αριστοτέλη», Εποπτεία 70 (1982), 685-703
• Σαραντοπούλου, Φωτεινή, «Ο Αριστοτέλης ως λογοτεχνικός κριτικός του αρχαϊκού έπους και της λυρικής ποίησης», Διδακτορική διατριβή-Πανεπιστήμιο Πατρών, Τμήμα Φιλολογίας 2010
• Anton, John P., «Αριστοτελισμός και σύγχρονη αμερικανική φιλοσοφία», Φιλόλογος, 100 (2000), σ. 159-171
• Anton, John P., «Η επίδραση του Αριστοτέλους στην αμερικανική φιλοσοφία», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 61(1986), σ. 304-322
• Berti, Enrico, «Η επικαιρότητα της αριστοτελικής σκέψης», στο: Πρακτικά Συνεδρίου, Η επικαιρότητα της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, Ρέθυμνο, 1997, σ. 306-316
• Düring, Ingemar, «Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του», Τόμος Α', μετάφρ. Κοτζιά Παρασκευή, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1991
• Düring, Ingemar, «Η βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη», Ελληνική Δημιουργία, 107 (1952), σ. 91-94
• Gadamer, Hans-Georg, «Το ερμηνευτικό πρόβλημα και η ηθική του Αριστοτέλους», Ίνδικτος, 5 (1996), σ. 222-239
• Ali, Hassanein Fouad, «Ο αραβικός πολιτισμός και ο Αριστοτέλης», Πλάτων (1955), σ. 317
• Kim, Johann, «Οι διανοητικές αρετές κατά τον Αριστοτέλη», Διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας, Τομέας Φιλοσοφίας, 1998
• Kullmann, Wolfgang, «Ο ρόλος της τελολογίας στην αριστοτελική επιστήμη», Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, 26(1977-1978), σ. 135-156
• Kullmann, Wolfgang, «Η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη», Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1996
• Son, Byung-Seok, «Η έννοια της Δημοκρατίας κατά τον Αριστοτέλη», Διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας, 1997

• W.W. Windelband - H. Heimssoeth, «Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας», τομ. Α', μετάφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1986, σελ.152-177

Δεν υπάρχουν σχόλια: