31 Μαΐ 2011

Corrie ten Boom (1892-1983)

Φαντάσου τον εαυτό σου... να είσαι Εβραίος στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Να σε καταδιώκουν, να σε καταπιέζουν και να σε μισούν... έτσι, χωρίς κανένα λόγο. Ψάχνεις για μια κρυψώνα, ένα μέρος που να σε προστατεύει από τους εχθρούς σου. Τώρα, φαντάσου τον εαυτό σου... ένα συνηθισμένο κάτοικο του Haarlem, της Ολλανδίας, που το έχουν υποψιαστεί οι Ναζί. Είσαι μια απλή ωρολογοποιός που ζεις με τον πατέρα σου και την αδελφή σου. Έχεις δει τα βάσανα των Εβραίων και θέλεις να κάνεις τη διαφορά στη ζωή τους. Ξέρεις ότι το τίμημα που θα πληρώσεις, για τη βοήθεια που θα τους προσφέρεις, είναι μεγάλο. Θα μπορούσαν να σε βάλλουν στη φυλακή, ή ακόμα και σ’ ένα ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αλλά, είσαι αποφασισμένη να γίνεις ήρωας γι’ αυτούς.
Η Cornelia Johanna Arnolda ten Boom, γνωστή γενικά ως Corrie ten Boom, ήταν αυτή η ωρολογοποιός. Ήταν μια Ολλανδέζα Χριστιανή, που μαζί με τον πατέρα της, Casper, και την αδελφή της, Betsie, ήταν ένας από τους χιλιάδες ανθρώπους που, στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, φιλοξένησαν πολλούς Εβραίους στο σπίτι τους, τους έκρυψαν από τους διώκτες τους, τους χορήγησαν κλεμμένα δελτία τροφίμων, για να μπορούν να αγοράζουν τρόφιμα και τους βοήθησαν να διαφύγουν στην ύπαιθρο. Γνώριζε ότι το τίμημα ήταν μεγάλο, αλλά έκανε ό,τι μπορούσε, για να σώσει τις ζωές και τις οικογένειες των Εβραίων.
Η Corrie ten Boom επέζησε από το Ολοκαύτωμα, και έγραψε την αυτοβιογραφία της με τίτλο «Η κρυψώνα», που αργότερα γυρίστηκε σε ταινία με το ίδιο όνομα. Τον Δεκέμβριο του 1967, η Ten Boom τιμήθηκε από το κράτος του Ισραήλ, ως μια από τους «Δίκαιους μεταξύ των Εθνικών».

Η ΝΕΑΝΙΚΗ ΤΗΣ ΖΩΗ
Η Corrie ten Boom γεννήθηκε στις 15 Απριλίου, 1892 στο Haarlem της Ολλανδίας, και ήταν η μικρότερη από τα τέσσερα παιδιά της οικογενείας και έμενε στην οδό Barteljorisstraat 19. Η μητέρα της πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο σε ηλικία 63 ετών. Ο πατέρας της ήταν ένας πολύ συμπαθητικός επιδιορθωτής ρολογιών, και συχνά αναφέρονταν σ’ αυτόν ως «o άρχοντας του Haarlem». Η μεγαλύτερή της αδελφή, η Elisabeth (Betsie), γεννήθηκε με κακοήθη αναιμία. Είχαν δυο αδέλφια: μια αδελφή, τη Nollie, και ένα αδελφό, τον Willem. Ζούσαν με τρεις αδελφές της μητέρας της: τη θεία (Tante) Jans (προφέρεται «yunss»), την Anna, και την Bep. Ο Willem αποφοίτησε από ένα θεολογικό σχολείο και προειδοποίησε τους Ολλανδούς ότι, αν δεν έκαναν κάτι, θα υπέκυπταν στους Ναζί. Έγραψε μια διατριβή με θέμα τον φυλετικό αντισημιτισμό, σ’ ένα θεολογικό κολλέγιο το 1927, καθώς ετοιμαζόταν για τη χειροτονία του. Παντρεύτηκε και απέκτησε τέσσερα παιδιά. Η Nollie, έγινε δασκάλα, παντρεύτηκε έναν δάσκαλο και απέκτησε έξι παιδιά. Η Corrie και η Betsie δεν παντρεύτηκαν ποτέ.
Η οικογένεια της Corrie ήταν αφοσιωμένοι Χριστιανοί και αφιέρωσαν τη ζωή τους σε χριστιανική υπηρεσία, ενώ το σπίτι τους ήταν πάντα ανοικτό για όποιον βρισκόταν σε ανάγκη και χρειαζόταν βοήθεια. Ήταν πολύ δραστήριοι στο να κάνουν κοινωνικό έργο στην πόλη του Haarlem και η πίστη τους τούς ενέπνευσε στο να υπηρετούν και την Εκκλησία και την κοινωνία γενικότερα.
Η Corrie ακολούθησε τα βήματα του πατέρα της και άρχισε να εκπαιδεύεται σαν ωρολογοποιός το 1920 και το 1922 έγινε η πρώτη γυναίκα στην Ολλανδία που της χορηγήθηκε άδεια ωρολογοποιού. Το 1923, βοήθησε να οργανωθούν λέσχες κοριτσιών και στη δεκαετία του 1930, αυτές οι λέσχες μεγάλωσαν και έγιναν η πολύ μεγάλη λέσχη Triangle.

Η ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ
Το 1939, η ειρηνική, ουδέτερη χώρα της Ολλανδίας δέχτηκε επίθεση από τους Γερμανούς Ναζί υπό τον Adolph Hitler. Λίγες μόνον ώρες μετά την ενθαρρυντική ομιλία του Πρωθυπουργού για το ότι η Ολλανδία δεν θα δεχόταν ποτέ επίθεση και ότι δεν θα υπήρχε πόλεμος, ο ήχος από τις εκρήξεις βομβών ξύπνησε την Corrie και την αδελφή της Betsie. Και οι δυο ήξεραν ότι αυτό μπορούσε να σημαίνει ένα μόνο πράγμα: Πόλεμο.
Η κατάληψη του Haarlem κατέληξε σε αυστηρούς νόμους και λίγη ελευθερία. Οι κάτοικοι δεν επιτρεπόταν να βγουν από τα σπίτια τους μετά την απαγόρευση της κυκλοφορίας, που διαρκούσε από τις 9:00 μ.μ. μέχρι τις 6:00 π.μ. Ο εθνικός ύμνος της Ολλανδίας, «Wilhemus», απαγορεύτικε. Η Γκεστάπο, η ναζιστική μυστική αστυνομία, εισέβαλλε στα σπίτια των ανθρώπων και απήγαγε νεαρούς άνδρες μεταξύ 16 και 30 ετών και τους εξανάγκαζε να εργαστούν στο στρατό. Αλλά το χειρότερο απ’ όλα ήταν ο απίστευτος διωγμός των Εβραίων. Τους φυλάκιζαν, τους σκότωναν και τους έστελναν σε στρατόπεδα εξόντωσης για να πεθάνουν. Δεν υπέφεραν μόνον οι Εβραίοι, αλλά και όποιοι τους βοηθούσαν. Όμως, οι Ten Boom ήταν φιλεύσπλαγχνοι και δεν τους ένοιαζε τι έλεγαν οι άλλοι. Συνέχιζαν να ανοίγουν τις πόρτες τους στους άπορους – ανεξάρτητα σε ποια φυλή ανήκαν.
Το 1942, η Corrie και η οικογένειά της δραστηριοποιήθηκαν πολύ στην Ολλανδική Αντίσταση, κρύβοντας καταδιωκώμενους. Το σπίτι έγινε καταφύγιο, μια κρυψώνα για φυγάδες και κυνηγημένους ανθρώπους που τους έψαχνε ο εχθρός. Με το να προστατεύουν τέτοιους ανθρώπους, ο πατέρας Casper και οι κόρες του ρίσκαραν τη ζωή τους. Η μη βίαιη αντίστασή τους κατά των κατακτητών Ναζί ήταν μια πράξη πίστης. Η πίστη αυτή τους οδήγησε στο να κρύψουν Εβραίους, φοιτητές που αρνούνταν να συνεργαστούν με τον εχθρό, καθώς και μέλη του κινήματος της Ολλανδικής Αντίστασης. Οι καταδιωκώμενοι αυτοί φιλοξενούνταν στο σπίτι μέχρις ότου ήταν «ασφαλές» να τους φυγαδεύσουν κρυφά σε άλλες οικογένειες. Με τον τρόπο αυτό, το σπίτι έγινε κέντρο «υπόγειων» δραστηριοτήτων, με ένα δίκτυο επαφών. Μέσα απ’ αυτές τις δραστηριότητες η οικογένεια Ten Boom, μαζί με τους φίλους τους, έσωσαν πολλές ζωές.
Έσωσαν πολλούς Εβραίους, από βέβαιο θάνατο, από τα χέρια των SS. Βοηθούσαν τους Εβραίους εξαιτίας του σεβασμού τους προς τον εκλεκτό λαό του Θεού (αν και η οικογένεια Ten Boom ήταν γνωστή για την ευσπλαχνία της προς όλους, ιδιαίτερα τους ανάπηρους), και ακόμα τους έδιναν φαγητό kosher και τιμούσαν το εβραϊκό Σάββατο. Έκρυβαν τους Εβραίους σ’ ένα χώρο, που η οικογένεια ten Boom είχε φτιάξει γι’ αυτούς στο υπνοδωμάτιο της Corrie, πίσω από έναν ψεύτικο τοίχο, με έναν αρχιτέκτονα που ανήκε στην Ολλανδική Αντίσταση. Η κρυψώνα είχε μέγεθος μιας μεσαίου μεγέθους γκαρνταρόμπας, με βάθος 30 ίντσες και με μια τρύπα εξαερισμού στον εξωτερικό τοίχο. Οι Ναζί δεν βρήκαν ποτέ αυτό το χώρο, επειδή η μόνη είσοδος ήταν ένα μικρό συρόμενο πορτάκι, μέσα στη διπλανή ντουλάπα, για να μπαινοβγαίνουν οι Εβραίοι.

Η ΚΡΥΨΩΝΑ
Τον Μάιο του 1942, μια καλοντυμένη γυναίκα εμφανίστηκε στην πόρτα των Ten Boom με μια βαλίτσα στο χέρι. Με νευρικότητα, τους είπε ότι ήταν Εβραία και ότι ο άνδρας της είχε συλληφθεί λίγους μήνες πριν και ότι ο γιος της είχε φύγει για να κρυφτεί. Οι δυνάμεις κατοχής την είχαν επισκεφτεί πρόσφατα και ότι φοβόταν πολύ να επιστρέψει στο σπίτι της. Επειδή είχε ακούσει ότι οι Ten Boom είχαν βοηθήσει τους Εβραίους γείτονές τους, τους Weil, ρώτησε αν μπορούσε να μείνει μαζί τους και ο πατέρας της Corrie συμφώνησε αμέσως. Αφοσιωμένος αναγνώστης της Παλαιάς Διαθήκης, ο Casper ten Boom πίστευε ότι οι Εβραίοι ήταν πράγματι οι εκλεκτοί, και είπε στη γυναίκα: «Στο σπίτι αυτό, ο λαός του Θεού είναι πάντα ευπρόσδεκτος».
Έτσι ξεκίνησε «η κρυψώνα», ή «de schuilplaats», όπως είναι γνωστή στα ολλανδικά (επίσης γνωστή ως «de Beje», με το Beje να προέρχεται κατά κάποιον τρόπο από το όνομα της οδού Barteljorisstraat, στην οποία βρισκόταν το σπίτι). Η Corrie και η αδελφή της άρχισαν να δέχονται καταδιωκώμενους, μερικοί από τους οποίους ήταν Εβραίοι, ενώ άλλοι ήταν μέλη του κινήματος της Αντίστασης που τους καταδίωκαν η Γκεστάπο και οι Ολλανδοί ομόλογοί της. Υπήρχαν αρκετά επιπλέον δωμάτια στο σπίτι τους, αλλά το φαγητό ήταν σπάνιο λόγω των ελλείψεων σε καιρό πολέμου. Κάθε Ολλανδός μη-Εβραίος είχε πάρει ένα δελτό τροφίμων με το οποίο μπορούσε να προμηθεύεται εβδομαδιαία κουπόνια για να αγοράσει φαγητό.
Η Corrie γνώριζε πολλούς στο Haarlem, λόγω του φιλανθρωπικού της έργου, και θυμήθηκε ένα ζευγάρι που είχε μια διανοητικά ανάπηρη κόρη. Για 20 περίπου χρόνια, η Corrie ten Boom είχε δουλέψει σ’ ένα ειδικό εκκλησιαστικό πρόγραμμα βοήθειας για τέτοια παιδιά, και γνώριζε την οικογένεια. Ο πατέρας ήταν δημόσιος υπάλληλος που την εποχή εκείνη ήταν υπεύθυνος του τοπικού γραφείου για την έκδοση των δελτίων τροφίμων. Ένα βράδυ πήγε στο σπίτι του απροειδοποίητα, και αυτός φάνηκε να γνωρίζει το γιατί. Όταν την ρώτησε πόσα δελτία τροφίμων χρειαζόταν, «άνοιξα το στόμα μου για να πω ‘πέντε’», γράφει η Corrie στο βιβλίο «Η κρυψώνα», «αλλά ο αριθμός που βγήκε αναπάντεχα ήταν, ‘εκατό’».
Παρόλο που η κρυψώνα τους ήταν έξυπνα κρυμμένη πίσω από τον ψεύτικο τοίχο στο δωμάτιο της Corrie, η οικογένεια των Ten Boom συνέχιζε να είναι υπερβολικά προσεκτικοί σε θέματα ασφαλείας. Ένα σύστημα συναγερμού τοποθετήθηκε στα δωμάτιά τους για να πληροφορεί καθέναν στο σπίτι για κάποιον κίνδυνο. Φίλοι «εισέβαλαν» στο σπίτι τους και προσποιούνταν ότι ήταν η Γκεστάπο, έτσι ώστε να μπορούν να εξασκούνται στο τι θα έλεγαν (και το πιο σημαντικό, τι δεν θα έλεγαν!) σε περίπτωση επιδρομής. Τέτοιες ασκήσεις γίνονταν τακτικά.

Η ΣΥΛΛΗΨΗ
Μια νύχτα, ενώ η Corrie ήταν στο κρεβάτι με γρίππη, την ξύπνησε ο ήχος από βήματα. «Δεν σχεδιάσαμε κάποια άσκηση σήμερα», σκέφτηκε, ενώ το κεφάλι της στρφογύριζε από τον πυρετό. Γρήγορα κατάλαβε ότι αυτή δεν ήταν άσκηση! Τέσσερις Εβραίοι και δύο μέλη της Αντίστασης, που η οικογένειά της είχε κρύψει για μεγάλο χρονικό διάστημα, έτρεχαν για να ξεφύγουν από την πραγματική Γκεστάπο! Παρατηρούσε καθώς όλοι τους έτρεχαν για να μπουν μέσα στο ψεύτικο τοίχο. Δηλαδή... σχεδόν όλοι τους. Μετά άκουσε τον ήχο που βγαίνει από έναν ασθματικό, καθώς αναπνέει. Η πιο ηλικιωμένη Εβραία στο σπίτι τους, η Mary Italle, υπέφερε από άσθμα κι αγωνιζόταν να τα καταφέρει να μπει στην κρυψώνα. Μόλις τα κατάφερε να μπει στο δωμάτιο της Corrie, αυτή πήδηξε από το κρεβάτι της και την βοήθησε να περάσει μέσα από το μυστικό χώρισμα... δευτερόλεπτα πριν ο αστυνομικός της Γκεστάπο εμφανιστεί στο δωμάτιό της.
Η οικογένεια προδόθηκε από κάποιον Ολλανδό πληροφοριοδότη και η Γκεστάπο εισέβαλλε στο σπίτι, στις 28 Φεβρουαρίου 1944, γύρω στις 12:30 και συνέλαβαν έξι μέλη της οικογένειας Ten Boom.
Στη διάρκεια των επόμενων ωρών, η αστυνομία ανέκρινε την οικογένεια και τους συμπεριφέρθηκε με κτηνωδία, ιδιαίτερα στην Betsie και στην Corrie. Κάθε φορά, που αυτές αρνούνταν να τους πουν για το αντιστασιακό τους έργο, αυτοί τις χτυπούσαν. Γύρω στους 30 φίλους, που έφτασαν στο σπίτι, ανυποψίαστοι για την προδοσία, για να τους προειδοποιήσουν (λίγο αργά βέβαια) για τον κίδυνο, τους συνέλαβαν κι αυτούς και τους ανέκριναν.
Η Γκεστάπο, όμως, δεν ανακάλυψε τα έξι άτομα που κατάφεραν να κρυφτούν στην κρυψώνα και ήταν ασφαλείς. Η μυστική αστυνομία έμεινε στο σπίτι μερικές μέρες ακόμα, επειδή ήταν πεπεισμένοι ότι υπήρχαν Εβραίοι κρυμμένοι στο σπίτι. Εφόσον δεν μπόρεσαν να τους εντοπίσουν, ήλπιζαν να τους κάνουν να πεινάσουν μέχρι να παραδοθούν. Ευτυχώς, οι έξι καταδιωκώμενοι ελευθερώθηκαν από την Αντίσταση, αφού παρέμειναν στη στενή κρυψώνα για δυόμισυ μέρες, χωρίς νερό και φαγητό.

ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ SCHEVENINGEN
Τελικά, η αστυνομία φόρτωσε σε καμιόνι όλους όσους ήταν στο σπίτι των Ten Boom και τράβηξαν για την φυλακή της πόλης. Σύντομα, τους πήγαν σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο (πρώην γυμναστήριο), όπου διάφοροι άλλοι φυλακισμένοι κάθονταν περιμένοντας την τύχη τους. Ακόμα και ο πόνος που υπέφεραν εκεί ήταν μικροσκοπικός, μπροστά σ’ αυτόν που σύντομα θα αντιμετώπιζαν.
Για άλλη μια φορά, οι Ten Boom ανέβηκαν σ’ ένα καμιόνι και τράβηξαν για τη φυλακή του Scheveningen. Η Corrie και η Betsie χωρίστηκαν από τον πατέρα τους και πήγαν σε άλλο τμήμα της φυλακής. Η Corrie ήταν ακόμα άρρωστη από γρίππη, και έτσι την έβαλαν στην απομόνωση, για το μεγαλύτερο διάστημα της φυλάκισής της. Αλλά, οι δεσμοφύλακες δεν της έδωσαν ούτε καν μια εξήγηση, γιατί.
Στα γενέθλια του Hitler, οι δεσμοφύλακες έφυγαν για να πάνε σε πάρτυ. Αυτή ήταν η τέλεια στιγμή για να μάθει η Corrie για την κατάσταση της οικογένειάς της! Φώναξε το όνομα της Betsie, που ήταν ακόμα στη φυλακή, και αυτή της μετέδωσε το εξής μύνημα: «Ο Θεός είναι καλός!» Η αδελφή της, η Nollie: Απελευθερώθηκε! Ο αδελφός της, ο Willem: Απελευθερώθηκε. Ο ανεψιός της, ο Peter: Απελευθερώθηκε! Έμαθε πληροφορίες για όλα τα αγαπημένα της πρόσωπα στη φυλακή... εκτός από τον πατέρα της. Κάθε φορά που φώναζε το όνομά του, κανείς δεν φαινόταν να γνώριζε κάτι γι’ αυτόν.
Σύντομα, έμαθε τα νέα. Ο πατέρας της είχε πεθάνει στη φυλακή, δέκα μέρες μετά τη σύλληψή του. Τη μέρα εκείνη, έγραψε πάνω στον τοίχο του κελιού της: «Ο πατέρας: Απελευθερώθηκε». Ακόμα και μέσα στο πένθος της, γνώριζε ότι ο αγαπημένος της πατέρας βρισκόταν σ’ έναν καλύτερο τόπο.
Η Corrie συνήλθε από την αρρώστιά της και σύντομα ήταν αρκετά καλά για να πάρει μέρος στην πρώτη της ακροαματική διαδικασία, που ήταν ένας με έναν και γινόταν σε μικρές καλύβες. Την έβαλαν μαζί με τον υπολοχαγό Rhams. Ο υπολοχαγός προσπάθησε στην αρχή να «την κολακεύσει» με τέτοια καλοσύνη που ποτέ δεν της έδειξαν στη φυλακή. Σύντομα, όμως, η Corrie και ο υπολοχαγός Rhams έγιναν φίλοι και σχεδόν καθόλου δεν συζητούσαν για την κατάστασή της. Αυτός ενδιαφερόταν περισσότερο στο να ακούει για τη οικογενειακή της ζωή. Αυτή τον διακονούσε. Αυτός είχε πολλές τραγωδίες στη ζωή του. «Μεγάλο σκοτάδι», το αποκαλούσε. Μέσα από τις συζητήσεις τους, και η Corrie και ο υπολοχαγός έβρισκαν χαρά. Όμως, η χαρά αυτή δεν κράτησε και πολύ.

ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ VUGHT
Σύντομα, η Corrie, η Betsie και άλλες γυναίκες κρατούμενες μεταφέρθηκαν στο Vught, ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων στην Ολλανδία. Οι συνθήκες ήταν τρομερές, πολύ πιο σκληρές από αυτές που επικρατούσαν στο Scheveningen. Οι κανονισμοί ήταν πολύ αυστηροί κι αν παραβιάζονταν, τιμωρείτο ολόκληρο το στρατόπεδο. Μερικές φορές, έτρωγαν μισές μόνο μερίδες φαγητού. Μερικές φορές, έπρεπε να στέκονται σε στάση προσοχής για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Άλλες φορές, διάφοροι αιχμάλωτοι στέλνονταν ατομικά στα bunkers (καμπίνες, όπου οι αιχμάλωτοι στέκονταν με τα χέρια τους δεμένα πάνω από τα κεφάλια τους).
Το Vught ήταν γεμάτο από μίσος και βία. Αλλά, η Corrie και η Betsie έμαθαν τη συγγνώμη σ’ ένα μέρος όπου μερικές φορές ήταν αδύνατο να συγχωρείς. Πολλές φορές, η Corrie άκουγε την αδελφή της να λέει, «Λυπάμαι τόσο πολύ γι’ αυτούς», ή «Είθε ο Θεός να τους συγχωρέσει». Της έπαιρνε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι η Betsie αναφερόταν για τους εχθρούς τους. Στην αρχή, η Corrie δεν καταλάβαινε αυτήν τη συμπόνοια γι’ αυτούς τους ανθρώπους που τις κακομεταχειρίζονταν. Αλλά, καθώς περνούσε ο καιρός, η πίστη πήρε τη θέση του φόβου και η Corrie άρχισε να καταλαβαίνει.

ΣΤΟ RAVENSBRÜCK
Μετά από λίγους μήνες στο Vught, που τους φάνηκαν σαν αιωνιότητα, η Betsie, η Corrie και άλλες κρατούμενες μεταφέρθηκαν, για άλλη μια φορά, σε άλλο στρατόπεδο. Αυτή τη φορά, στη χώρα των φόβων τους – τη Γερμανία.
Στοιβάκτηκαν μέσα σ’ ένα δύσοσμο και αποπνικτικό καμιόνι και μετά από τέσσερες ολόκληρες μέρες, οι κρατούμενοι έφτασαν στο Ravensbrück, το περιβόητο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το Ravensbrück ήταν το χειρότερο απ’ όλες τις φυλακές και τα στρατόπεδα στα οποία είχαν βρεθεί η Corrie και η Betsie. Τουλάχιστον στο Vught και στο Scheveningen, τους κρατούμενους τους φώναζαν με το όνομά τους. Στο Ravensbrück, το μόνο που είχες ήταν ένας αριθμός. Ήταν σ’ αυτό το στρατόπεδο, όπου ιδιαίτερα άρχισε να λάμπει η πίστη της Betsie.
Τη στιγμή που οι κουρασμένοι κρατούμενοι έφτασαν στο Ravensbrück, οι φρουροί της φυλακής όρμησαν προς το μέρος τους κουνώντας τις λαβές των μαστιγίων τους προς αυτούς. Το στρατόπεδο ήταν γεμάτο με συνεχή πόνο. Κάθε φορά που χρειάζονταν να πάνε στο γιατρό, έπρεπε να βγάλουν όλα τα ρούχα τους – μπροστά σε άνδρες. Το ονομαστικό προσκλητήριο ήταν στις 4:30 π.μ., και όποιος έφτανε αργοπορημένος τον χτυπούσαν.
Η Corrie μερικές φορές έμπαινε στον πειρασμό να μισήσει όλους τους άσπλαχνους ανθρώπους γύρω της, ιδιαίτερα το φρουρό που τους έκανε τη ζωή πολύ δύσκολη. Η Betsy συνέχεια της έλεγε, «Όχι μίσος, Corrie. Μη το προσέχεις. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να το δώσεις στον Ιησού». Η ζωή στο στρατόπεδο ήταν σχεδόν ανυπόφορη και καθώς περνούσαν οι μέρες, τα πράγματα γίνονταν όλο και πιο σκληρά για τις αδελφές. Αλλά αυτές συνέχιζαν να εμπιστεύονται τον Ιησού, που με τη σειρά Του τους έδινε τη δύναμη που χρειάζονταν για να επιζήσουν απίστευτες συνθήκες. Περνούσαν τον καιρό τους συμμεριζόμενες την αγάπη του Ιησού με τις συγκρατούμενές τους. Πολλές γυναίκες έγιναν Χριστιανές εξαιτίας της ομολογίας της Corrie και της Betsie σ’ αυτές.
Στο Ravensbrück, η Betsie αρρώστησε πολύ. Η Corrie ικέτευσε μια από τις εργάτριες της φυλακής να τη μεταφέρει στο αναρρωτήριο, αλλά αυτή αρνήθηκε να το κάνει. Αντίθετα, την ανάγκασε να πάει στην αναφορά των αρρώστων, κάτι που δεν την βοηθούσε. Στη διάρκεια της αρρώστιάς της, η Betsie είδε ένα όραμα και το περιέγραψε στην Corrie. Στο όραμα αυτό υπήρχε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης – όχι αυτό στο οποίο βρίσκονταν, αλλά ένα άλλο – που γίνεται τόπος καταφυγίου για όλους όσους είχαν υποφέρει όπως αυτές, για να μπορέσουν να ελευθερωθούν. Περιέγραψε επίσης ένα περίπλοκο σπίτι, πολύ μεγαλύτερο από αυτό στο οποίο αυτή και η Corrie μεγάλωσαν, που θα χρησιμοποιόταν για τον ίδιο σκοπό. Και είδε στο όραμα ότι και οι δυο τους θα απελευθερώνονταν πριν το Νέο Έτος. Η Betsie είπε στην Corrie για τα σχέδιά της να ξεκινήσει μια κατασκήνωση για άτομα, για να βρουν θεραπεία από τις πληγές που προκλήθηκαν από το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η Corrie άκουγε και σχεδίαζε να πραγματοποιήσει το όνειρο αυτό... ξέροντας ότι η Betsie θα της συμπαραστεκόταν.
Αλλά, λίγες μέρες αργότερα, αφού τελικά τη μετέφεραν στο αναρρωτήριο, η Betsie πέθανε, σε ηλικία 59 ετών, πριν το Νέο Έτος. Η Corrie πήγε κρυφά στην πίσω μεριά του αναρρωτηρίου όπου κείτονταν μερικά νεκρά σώματα... ανάμεσα στα οποία ήταν και αυτό της Betsie. Η Corrie αναρωτήθηκε μέσα της γιατί ο Θεός επέτρεψε να συμβεί αυτό, αλλά έφυγε από το αναρρωτήριο με τη βεβαιότητα ότι η αδελφή της ήταν ασφαλής στην αγκαλιά του Ιησού.

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Τρεις μέρες μετά το θάνατο της Betsie, η Corrie άκουσε να φωνάζουν το όνομά της από το μεγάφωνο! Ήταν τόσο συνηθισμένη στο «Κρατούμενη 66730». Της είπαν να σταθεί σε μια μεριά. Δεν ήξερε καθόλου ότι επρόκειτο να απελευθερωθεί! Τώρα μπορούσε να πάει και πραγματοποιήσει το όνειρο της αδελφής της! Πρώτα, έπρεπε να μείνει για λίγο στο αναρρωτήριο. Το Ravensbrück απελευθέρωνε κρατούμενους μόνο όταν αυτοί ήταν υγιείς.
Η Corrie απελευθερώθηκε τη μέρα των Χριστουγέννων, τον Δεκέμβριο του 1944. Στην ταινία «Η κρυψώνα», η Corrie αφηγείται το κομμάτι της απελευθέρωσής της από το στρατόπεδο και λέει ότι έμαθε αργότερα ότι η απελευθέρωσή της οφειλόταν σε γραφικό λάθος. Ανακάλυψε ότι ακριβώς μια εβδομάδα μετά την απελευθέρωσή της, όλες τις γυναίκες κρατούμενες της ηλικίας της στο στρατόπεδο, τις πήγαν στους θαλάμους αερίων. Συνήθιζε να λέει, «ο Θεός δεν έχει προβλήματα. Μόνο σχέδια».
Τέσσερα μέλη της οικογένειας Ten Boom έχασαν τη ζωή τους λόγω της αφοσίωσής τους, αλλά η Corrie γύρισε στο σπίτι της από το στρατόπεδο του θανάτου. Σπίτι! Ένιωθε τόσο καλά που βρισκόταν και πάλι στο σπίτι της! Μπορούσε επιτέλους να δει την οικογένειά της και τους φίλους της μετά από μια αιωνιότητα χωρισμού! Αλλά κάτι καλύτερο και από αυτό, ήταν επιτέλους ελεύθερη να φέρει γιατρειά σ’ αυτούς που υπέφεραν για την προθυμία τους στο να φέρουν ελπίδα σε μια καταδιωκώμενη φυλή.

Η ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, η Corrie ten Boom οργάνωσε στην Ολλανδία κέντρα αποκατάστασης αναπήρων. Επέστρεψε στη Γερμανία το 1946, για να βοηθήσει τον γερμανικό λαό.
Η Corrie κατάλαβε ότι η ζωή της ήταν ένα δώρο από τον Θεό, και έπρεπε να συμμεριστεί με άλλους αυτό που αυτή και η Betsy είχαν μάθει στο Ravensbrück: «Δεν υπάρχει λάκκος τόσο βαθύς που η αγάπη του Θεού να μην είναι ακόμα πιο βαθιά» και «Ο Θεός θα μας δώσει την αγάπη για να μπορούμε να συγχωρούμε τους εχθρούς μας».
Έγινε ιεραπόστολος έχοντας ένα κάλεσμα, ταξίδεψε σε διάφορα μέρη του κόσμου ως ομιλήτρια και έζησε όλη της τη ζωή με μια βαλίτσα στο χέρι, μέχρι που έγινε 85 ετών. Μέσα σε 32 χρόνια, επισκέφτηκε 64 χώρες για να μαρτυρήσει για την αγάπη και τη συγχώρεση του Θεού. Η Corrie ενθάρρυνε όλους όσους συναντούσε με το μήνυμα, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Νικητής πάνω σε όλους και σε όλα, ακόμα και μέσα στη δυστυχία ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης.
Στο χρονικό αυτό διάστημα έγραψε πολλά βιβλία. Η Corrie αφηγείται την ιστορία της οικογένειάς της και το έργο τους στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στο πιο διάσημο βιβλίο της, «Η κρυψώνα» (1971), που γυρίστηκε σε ταινία από την World Wide Pictures το 1975. Γενικά, πάνω από 200 βιβλία έχουν γραφτεί από την Corrie και από άλλους, σχετικά με τη ζωή και το έργο της οικογένειας Ten Boom.
Το 1977, η Corrie, σε ηλικία 85 ετών, μετακόμισε στο Orange της Καλιφόρνια. Αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια το 1978 της αφαίρεσαν την ικανότητα ομιλίας και επικοινωνίας και την άφησαν ανάπηρη τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής της.
Πέθανε στις 15 Απριλίου, του 1983, την ημέρα των γενεθλίων της, σε ηλικία 91 ετών. Ειπώθηκε ότι ήταν ευτυχισμένη που θα πέθαινε την ημέρα των γενεθλίων της, επειδή θα μπορούσε «να τα γιορτάσει με τον Κύριο».

ΤΙΜΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Το κράτος του Ισραήλ τίμησε την Corrie ονομάζοντάς την «Δίκαιη μεταξύ των Εθνικών». Η Corrie έλαβε τον τίτλο του ιππότη από τη βασίλισσα της Ολλανδίας σε αναγνώριση του έργου της στη διάρκεια του πολέμου.

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ
Η διδασκαλία της επικεντρωνόταν στο χριστιανικό Ευαγγέλιο, με έμφαση στη συγχώρεση. Στο βιβλίο της «Περιπλανώμενη για τον Κύριο» (1974), αναφέρει το περιστατικό που, ενώ δίδασκε στη Γερμανία το 1947, την πλησίασε ένας από τους πιο απάνθρωπους πρώην φρουρούς του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Ravensbrück. Δίστασε να τον συγχωρήσει, αλλά προσευχήθηκε για να μπορέσει να το κάνει. Γράφει ότι, «Για ένα ολόκληρο λεπτό κρατούσαμε σφικτά ο ένας το χέρι του άλλου, ο πρώην φρουρό και η πρώην κρατούμενη. Ποτέ δεν είχα γνωρίσει την αγάπη του Θεού τόσο έντονα, όπως τότε».
Γράφει επίσης ότι, στη μεταπολεμική της εμπειρία με άλλα θύματα της κτηνωδίας των Ναζί, αυτοί που μπόρεσαν να συγχωρήσουν, ήταν και αυτοί που μπόρεσαν καλύτερα και να ξαναχτίσουν τη ζωή τους.
Ήταν γνωστή η απόρριψή της για τη διδασκαλία της «Αρπαγής πριν τη Θλίψη». Στα γραπτά της ισχυρίζεται ότι η διδασκαλία αυτή δεν έχει Βιβλική βάση και ότι αφήνει τη Χριστιανική Εκκλησία απροετοίμαστη σε καιρούς μεγάλου διωγμού, όπως στην Κίνα υπό τον Μάο Τσε Τουνγκ. Εμφανίστηκε σε πολλά χριστιανικά τηλεοπτικά προγράμματα, συζητώντας τη δοκιμασία της στη διάρκεια του Ολοκαυτώματος και τις έννοιες της συγχώρεσης και της αγάπης του Θεού.

ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
Η ιστορία της οικογένειας Ten Boom είναι μια μαρτυρία της αγάπης τους και της πιστότητάς τους προς τον εβραϊκό λαό. Το σπίτι τους έχει γίνει ένα σύμβολο, που ξεπερνά τα όρια της Ολλανδίας. Οι Εβραίοι και οι Χριστιανοί είναι ευγνώμονες που το σπίτι αυτό άνοιξε και πάλι και έχει γίνει ένα ζωντανό μνημείο για την οικογένεια Ten Boom, που έζησαν σαν Χριστιανοί με χάρη και υπακοή στον Κύριο. Σήμερα, το σπίτι έχει γίνει μουσείο αφιερωμένο στην Corrie και την οικογένειά της. Το μουσείο το διαχειρίζεται ένα μη κερδοσκοπικό, φιλανθρωπικό ίδρυμα. Στόχος αυτού του ιδρύματος είναι να κρατήσει ζωντανή την πνευματική κληρονομιά της οικογένειας Ten Boom, σαν ένα σημάδι και μια έμπνευση για πολλούς. Το μουσείο, όμως, δεν είναι απλά και μόνον ένα μνημείο, είναι περισσότερο από αυτό... Αντανακλά την πνευματική δύναμη και τη δραστήρια ζωή της πίστης, με τα να εκθέτει έγγραφα, φωτογραφίες και άλλα ενθύμια. Το σπίτι έχει εν μέρει αναστηλωθεί στο στυλ της περιόδου εκείνης και μεταφέρει ένα μήνυμα για το σήμερα. Πιστεύεται ότι πολλοί επισκέπτες θα βρουν έμπνευση από το παράδειγμα της οικογένειας Ten Boom. Το ρολογάδικο των Ten Boom, που βρίσκεται στο ισόγειο του σπιτιού, έχει επιπλωθεί ξανά. Για να κρατήσει την ιστορία του, ένας ωρολογοποιός εξακολουθεί και σήμερα να εκτελεί αυτό το σχολαστικό έργο της επισκευής ρολογιών, ακριβώς μέσα στο ίδιο μαγαζί.

Βιβλιογραφία
• Corrie ten Boom with John and Elizabeth Sherrill, The Hiding Place, Guideposts Associates, 1971.
• Corrie ten Boom with Jamie Buckingham, Tramp for the Lord, 1974, Hodder and Stoughton, London.
• Corrie ten Boom, Not Good If Detached, Christian Literature Crusade, 1980.
• Corrie ten Boom, Amazing Love, Christian Literature Crusade, 1982.
• Corrie ten Boom, Defeated Enemies, Christian Literature Crusade, 1983.
• Corrie ten Boom, Common Sense Not Needed-Revised, Christian Literature Crusade, 1994.
• Corrie ten Boom, Marching Orders for End Battle, Christian Literature Crusade.
• Corrie ten Boom, Plenty for Everyone, Christian Literature Crusade, 1980.
• Corrie ten Boom, In my Father's House, 1976.
• Corrie ten Boom, Each New Day, 1981.