12 Οκτ 2009

Ποντιακός Ελληνισμός


ΠόντοςΠόντος ονομάζεται μια ιστορική περιοχή της Μικράς Ασίας, στα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου (Μαύρης Θάλασσας), στο σημερινό Βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Βόρεια βρεχόταν από τον Εύξεινο Πόντο (απ’ όπου πήρε και το όνομά της), ενώ στα Ανατολικά οριζόταν από την Κολχίδα, στα Δυτικά από την Παφλαγονία και στα Νότια από την Καππαδοκία.
Ο Πόντος αναφέρεται με αυτήν την ονομασία κατά τους ελληνιστικούς χρονους, οπότε απέκτησε και σημαντική αυτόνομη ιστορία. Προηγουμένως αποτελούσε μέρος της Καππαδοκίας και ονομαζόταν Καππαδοκία η προς Πόντω. Ο Πόντος, όμως, ήταν μάλλον πολιτική παρά γεωγραφική έκφραση. Έτσι ονομάστηκε το βασίλειο που έγινε γνωστό με τον Μιθριδάτη ΣΤ' τον Ευπάτορα (120-68 π.Χ.), και από τότε Πόντος ονομάστηκε η παραλιακή χώρα προς τον Εύξεινο Πόντο, ανάμεσα στην Παφλαγονία και την Κολχίδα. Το δυτικό τμήμα του το έλαβε ο ηγεμόνας της Γαλατίας Δηιόταρος από το γνωστό Ρωμαίο πολιτικό και στρατιωτικό ηγέτη Πομπήιο (63 ή 62 π.Χ.) και ονομάστηκε Πόντος Γαλατικός, ενώ το τμήμα από τον ποταμό Ίρι (Γιεσίλ - Ιρμάκ) έως τη Φαρνακία (τη σημερινή Κερασούντα), το έδωσε ο Ρωμαίος στρατηγός Αντώνιος στον εγγονό του Μιθριδάτη, Πολέμωνα Α', γι’ αυτό ονομάστηκε Πόντος Πολεμωνιακός. Τέλος, το ανατολικό μέρος μέχρι τον ποταμό Ύσσο (Καρά - ντερέ) το κατέλαβε ο Αρχέλαος, ο ηγεμόνας της Καππαδοκίας και ονομάστηκε Πόντος Καππαδοκικός.
Υπό τον Μιθριδάτη τον Ευπάτορα, που ονομάστηκε «Μέγας», το βασίλειο του Πόντου περιλάμβανε όχι μόνο την Ποντική Καππαδοκία, αλλά και ολόκληρη την παραλία από τα σύνορα της Βιθυνίας μέχρι την Κολχίδα, όπως και μέρος της Παφλαγονίας και τη Μικρή λεγόμενη Αρμενία. Όταν ο Πομπήιος κατέστρεψε αυτό το βασίλειο του Πόντου (64 π.Χ.), ένας μέρος του προσαρτήθηκε στο ρωμαϊκό κράτος και ενώθηκε με τη Βιθυνία σε διπλή επαρχία που ονομαζόταν «Πόντος και Βιθυνία». Αυτή περιλάμβανε (κυρίως από το 40 π.Χ.) μόνο την παραλία μεταξύ της Ηράκλειας (Βιθυνίας) ή Ποντοηράκλειας (στα τουρκικά Ερέγλι) και της Αμισσού (Σαμψούντα) κι ονομαζόταν Ποντική περιφέρεια. Μετά από αυτά το απλό όνομα Πόντος το χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι για να υποδηλώσουν το μισό της επαρχίας αυτής. Έτσι χρησιμοποιείται και στην Καινή Διαθήκη.
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα
Χώρα ορεινή, ο Πόντος, διατέμνεται κατά μήκος από την οροσειρά του Παριάνδρου (στα τουρκικά Μπαρχάλ νταγ), που είναι συνέχεια της οροσειράς του Καυκάσου και αποτελεί διαχωριστική γραμμή του Παραλιακού από τον Μεσογειακό Πόντο. Η χώρα διαρρέεται από πολλούς ποταμούς, μικρούς και μεγάλους, όπως ο Άλυς (στα τουρκικά Κιζίλ-ιρμάκ), ο Ίρις (τουρκικά Γεσίλ-ιρμάκ, δηλαδή πράσινος ποταμός), ο Δαφνοπόταμος (τουρκικά Ντεγιρμέν ντερεσί, ο Πυξίτης των αρχαίων Ελλήνων), ο Λύκος (τουρκικά Κελκίτ-ιρμάκ) και οι παραπόταμοί τους, όπως κι άλλοι μικρότεροι ποταμοί, από τους οποίους οι πιο γνωστοί είναι ο Φάσις, ΒΑ παραμεθόριος ποταμός της Μικράς Ασίας προς την Κολχίδα και ο γνωστός από το μύθο των Αμαζόνων ποταμός Θερμώδων (τουρκικά Τέρμε τσάι).
Το κλίμα των παραλίων με την πλουσιότατη βλάστηση είναι υγρό και ομιχλώδες, ενώ αντίθετα των μεσογείων, Νότια του Παριάνδρου, είναι ηπειρωτικό. Τα προϊόντα της χώρας είναι: κρασί, δημητριακά, σιτάρι, κριθάρι, αραβοσίτι, οπωρικά (μήλα, αχλάδια, κεράσια, ροδάκινα, βερίκοκκα, δαμάσκηνα, βύσσινα, λεπτοκάρυα), όσπρια, καπνά, ψάρια, αλίπαστα και κυρίως ξυλεία, λόγω των απέραντων δασών που υπάρχουν στην περιοχή. Αξιόλογος είναι και ο πλούτος του υπεδάφους, που εγκλείει κοιτάσματα άνθρακα, χαλκού, σιδήρου, μαγγανίου και αργύρου. Από τους αρχαίους χρόνους τα μεταλλεία αποτελούσαν τον κυριότερο πλουτοπαραγωγικό πόρο των κατοίκων της περιοχής.
Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν τον Πόντο, χρησιμοποίησαν τους Έλληνες για την εξόρυξη της μεταλλοφόρας γης, γιατί οι ίδιοι δεν είχαν την ειδικότητα αυτή, και έτσι εξηγείται η παροχή προνομίων στους μεταλλουργούς. Ονομαστά ήταν τα ορυχεία αργύρου της Χαλδίας, η οποία από τον 16ο αιώνα και εξής έγινε το καταφύγιο των διωκομένων Χριστιανών. Από όλα τα μέρη του Πόντου κατέφευγαν εκεί για να αποφύγουν τις πιέσεις των Τούρκων. Κέντρο των μεταλλευτικών εργασιών ήταν το σαντζάκιο (διοίκηση) Γκιουμουσχανέ (=οίκος αργύρου, αργυρείο), που και σήμερα ακόμα αποτελεί τον ομώνυμο νομό (βιλαγέτ) της σύγχρονης Τουρκίας. Το Γκιουμουσχανέ (Αργυρούπολη) είναι πόλη βρίσκεται 122 χιλιόμετρα Νότια της Τραπεζούντας.
Από τον 18ο αιώνα, όταν εξαντλούνταν τα μεταλλεία στην περιοχή της Αργυρούπολης, οι κάτοικοι άρχισαν να μεταναστεύουν και να αναζητούν άλλες μεταλλοφόρες περιοχές του Πόντου ή έξω από αυτόν. Έτσι εξελληνίστηκαν όχι μόνο οι παραλιακές περιοχές των Κοτυώρων (Ορντού) και της Σαμψούντας, αλλά και περιφέρειες έξω από τον Πόντο, όπως αυτές του Ικονίου, της Άγκυρας, Ακ-νταγκ-μαντενί, του Μπουλγκάρ-μαντενί, ακόμα και μέχρι το Ντιαρμπεκίρ προς τα Ανατολικά και της Νικομήδειας και της Προύσας προς τα Δυτικά. Τον 19ο αιώνα οι μεταλλουργικές εργασίες του Πόντου παραμελήθηκαν από την τότε τουρκική κυβέρνηση, τα προνόμια των μεταλλουργών καταργήθηκαν και άρχισε ο διωγμός των κρυπτοχριστιανών του Ακ-νταγκ. Τα τελευταία όμως χρόνια η εκμετάλευση των μεταλλείων αναπτύχθηκε σημαντικά και μετά την ανταλλαγή των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών, κατά την οποία όλοι οι Έλληνες του Πόντου κατέφυγαν στην Ελλάδα.
Στον Πόντο ζούσε ο πιο συμπαγής και πιο πυκνός ελληνισμός της Μικράς Ασίας. Υπολογίζεται ότι από τον πληθυσμό των 2.000.000 κατοίκων περίπου του Πόντου (1912-13), οι 450.000 ήταν Έλληνες. Κυριότερα αστικά κέντρα των περιφερειών του παραλιακού Πόντου, από τα Δυτικά προς τα Ανατολικά, με έντονη παρουσία του ελληνικού στοιχείου, ήταν τα εξής: η Σινώπη, η Πάφρα, η Σαμψούντα, η Οινόη, τα Κοτύωρα, η Κερασούντα, η Τρίπολη, η Τραπεζούντα, η Ριζούντα. Στον μεσογειακό Πόντο, η Αμάσια, η Τοκάτη,το Άκνταγ Μαντέν, η Σεβάστεια, η Νεοκαισάρεια, το Σεμπίν Καραχισάρ και η Αργυρούπολη. Σήμερα, μετά από την εξολόθρευση των Αρμενίων και τη φυγή των Ελλήνων στην Ελλάδα, έμεινα μόνον οι Μουσουλμάνοι, που όμως δεν είναι ομοιογενείς (Τούρκοι, Λαζοί, Κιρκάσιοι, Κούρδοι, Τάταροι, Κιζιλμπάρηδες κπλ.). Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι Δυτικά και Ανατολικά της Τραπεζούντας, στις περιοχές Τόνιας (Θοανίας) και Οφ (Όφεως), υπάρχουν μέχρι σήμερα οικισμοί με ελληνικά ονόματα στους οποίους κατοικούν ελληνόφωνοι Τούρκοι που μιλούν πολύ καθαρά την ποντιακή διάλεκτο. Όπως ομολογούν και οι ίδιοι, οι πρόγονοί τους εξισλαμίστηκαν στα τέλη του 17ου αιώνα.
Εκκλησιαστικά, ο Πόντος ανήκε στις εξής 6 μητροπόλεις: Αμάσιας, Κολωνίας και Νικόπολης, Νεοκαισάρειας, Ροδόπολης, Τραπεζούντας, Χαλδίας και Χεριάνων.




Ιστορία
Οι ελληνικές αποικίες

Πολύ νωρίς, και πριν τους ιστορικούς χρόνους ακόμα (Αργοναυτική εκστρατεία στην Κολχίδα), ο μεταλλευτικός πλούτος της περιοχής προσέλκυσε Έλληνες αποίκους τόσο από την κυρίως Ελλάδα, όσο και από τις ελληνικές αποικίες στα παράλια της Μικράς Ασίας. Ο συστηματικός αποικισμός του Πόντου όμως άρχισε από τους Έλληνες τον 8ο αιώνα π.Χ. Οι Μιλήσιοι, από τη Μίλητο της Ιωνίας, ίδρυσαν την πρώτη αποικία στη Σινώπη, στην παραλία της Παφλαγονίας. Ύστερα από δεκαετίες, η Σινώπη αποίκισε στις ανατολικές ακτές του Εύξεινου Πόντου τα Κοτύωρα, την Κερασούντα και την Τραπεζούντα, ενώ η Μίλητος ίδρυσε μια νέα αποικία, την Αμισό (Σαμψούντα). Οι ελληνικές πόλεις του Πόντου αρχικά ήταν ανεξάρτητες. Η καθεμία είχε δικό της πολίτευμα, κατά το πρότυπο της μητρόπολης. Κατά την ακμή της περσικής δυναστείας των Αχαιμενιδών, οι αποικίες αυτές είχαν υποταχθεί τυπικά στην Περσία, διατηρούσαν όμως την εσωτερική τους αυτονομία.




Ο Πόντος επί των Μιθριδρατών και ΡωμαίωνΜέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Έλληνες κατείχαν μόνο τα παράλια. Στους μετέπειτα όμως χρόνους, άρχισαν να εξαπλώνονται στην ενδοχώρα. Οι λαοί που κατοικούσαν εκεί υπέκυψαν στην υπέρτερη δύναμη του ελληνικού στοιχείου κι εξελληνίστηκαν. Κατά την περίοδο των πολέμων μεταξύ των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, ο Μιθριδάτης που καταγόταν από Πέρσες ευγενείς, κατόρθωσε να ιδρύσει βασίλειο στην περιοχή του Πόντου, γι’ αυτό κι ονομάστηκε «Κτίστης» (301 π.Χ.), με αλληλοδιάδοχες πρωτεύουσες στην Αμάσια, τη Σινώπη και την Αμισό. Μετά από αυτόν βασίλευσαν οι ομώνυμοι διάδοχοί του (δυναστεία Μιθριδατών). Το βασίλειο έφτασε σε μεγάλη ακμή κατά την εποχή του Μιθριδάτη ΣΤ' του Ευπάτορα. Το κράτος του Πόντου εκτεινόταν από τη Βιθυνία μέχρι τον Κιμμέριο Βόσπορα (Κερτς) και είχε πληθυσμό κατά μεγάλο μέρος βαρβαρικό, που αποτελείτο από διάφορα φύλα που μιλούσαν 22 γλώσσες. Οι Ρωμαίοι όμως κατέλυσαν το κράτος του, το 65 π.Χ., μετά από μακρούς αγώνες (Μιθριδατικοί πόλεμοι), και κατέστησαν τον Πόντο ρωμαϊκή επαρχία, από την οποία παραχώρησαν μερικά τμήματα σε ντόπιους ηγεμόνες. Σιγά-σιγά όμως όλα τα τμήματα του Πόντου προσαρτήθηκαν στο ρωμαϊκό κράτος, και αποτέλεσαν μέρος της Γαλατίας.
Οι Ρωμαίοι σεβάστηκαν την αυτονομία των ελληνικών πόλεων, και ο χριστιανισμός που απλώθηκε γρήγορα στον Πόντο, με τη βοήθεια των ελληνικών γραμμάτων, συνέβαλε στον πλήρη εξελληνισμό των διαφόρων λαών που κατοικούσαν στο εσωτερικό της χώρας. Διοικητής της όλης επαρχίας, κατά την εποχή εκείνη ήταν ο διάσημος Ρωμαίος συγγραφέας και πολιτικός Πλίνιος ο Νεώτερος.




Βυζαντινή περίοδοςΣτη βυζαντινή εποχή, κατά τη διοικητική διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (8ος αιώνας), ο Πόντος υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες επαρχίες του ανατολικού τμήματος του κράτους, με πρωτεύουσα τη Νεοκαισάρεια (εκεί γεννήθηκε ο Μέγας Βασίλειος). Άλλη σπουδαία πόλη ήταν η Ευδοκιάς (Τοκάτη). Ο Πόντος αποτελείτο από τα θέματα της Κολωνίας με έδρα τη Νικόπολη, του Αρμενιακού που περιλάμβανε μέρος του Πόντου και της Μικρής Αρμενίας, όπως και της Χαλδίας, με έδρα την Τραπεζούντα, που επί Ιουστινιανού είχε οριστεί πρωτεύουσα του Πόντου. Αυτή, κατά τους μετέπειτα πολέμους του Βυζαντίου κατά των Περσών, ήταν η βάση των πολεμικών επιχειρήσεων. Πιο ανατολικά από αυτήν, η Ροιζούς (σήμερα τουρκικά Ριζέ), ήταν ο δεύτερος σταθμός εξόρμησης, που είχε οχυρωθεί με όλους τους κανόνες της πολεμικής τέχνης. Ως ο κύριος λαός της περιοχής εμφανίζονται οι Λαζοί, που ανήκουν στη λεγόμενη ιβηρική ομοφυλία του Καυκάσου. Οι Λαζοί ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό επί Ιουστινιανού (6ο αιών). Λόγω της σπουδαιότητας των περιοχών του Πόντου, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες παραχώρησαν σ’ αυτές μεγάλη διοικητική αυτονομία. Οι διοικητές του έφεραν τον τίτλο του Δούκα.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, το 1204, όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διαμελιζόταν, ο Αλέξιος Α' ο Μέγας Κομνηνός κατέλαβε με λίγους οπαδούς του την Τραπεζούντα. Ο λαός, βλέποντας τις πολιτικές μεταβολές που δημιουργήθηκαν σε ολόκληρη την αυτοκρατορία και επειδή φοβήθηκε νέους κινδύνους, χαιρέτησε τον Αλέξιο ως νόμιμο κληρονόμο του βυζαντινού κράτους. Έτσι ιδρύθηκε η «αυτοκρατορία» της Τραπεζούντας. Αυτό το τελευταίο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, που επέζησε 257 χρόνια, καταλύθηκε το 1461 από τον Μωάμεθ τον Πορθητή.




Ο Πόντος επί Τουρκοκρατίας
Πρώτο αποτέλεσμα της άλωσης της Τραπεζούντας και της κατάκτησης του Πόντου από τους Τούρκους ήταν να ακολουθήσουν βίαιοι εξισλαμισμοί και διώξεις του ελληνικού στοιχείου. Έτσι, άρχισε η φυγή των κατοίκων από τα παράλια. Οι τόποι που έσφυζαν από ζωή ερημώθηκαν. Για να σωθούν οι Χριστιανοί κατέφυγαν στα δάση και στα βουνά. Οι περισσότεροι μετανάστευσαν στις παραλιακές πόλεις της Νότιας Ρωσίας, όπου σιγά-σιγά αφομοιώθηκαν με τον ντόπιο ομόθρησκο πληθυσμό. Άλλοι εγκαταστάθηκαν μετά από λίγο καιρό στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετά από τις πρώτες σφαγές και λεηλασίες, ο σουλτάνος Μωάμεθ ζητούσε να προσελκύσει εποίκους από τις επαρχίες για να αυξήσει τον πληθυσμό της τότε πρωτεύουσας της Τουρκίας. Ο χριστιανικός όμως πληθυσμός του Πόντου μειώθηκε και από τους χριστιανούς εκείνους που ασπάστηκαν τον ισλαμισμό, θέλοντας να σώσουν τη ζωή τους και τις περιουσίες τους ή για να αποφύγουν τα δεινά της σκλαβιάς. Ακολούθησαν αιώνες θεληματικής αφάνειας, για να μη προκαλέσουν την προσοχή του κατακτητή. Με το πέρασμα του χρόνου όμως οι Τούρκοι κατακτητές αντιλήφθηκαν ότι είχαν συμφέρον να ανέχονται τους Έλληνες, κυρίως για να έχουν φορολογικό υλικό και δεύτερον επειδή είχαν ανάγκη από επαγγελματίες και τεχνίτες.
Έτσι άρχισε να παρατηρείται κάποια πρόοδος στο εμπόριο, στα επαγγέλματα και τις τέχνες. Αλλά αυτή η σχετική ευημερία των Χριστιανών είχε σαν συνέπεια διωγμούς εκ μέρους των Τούρκων, λόγω πλεονεξίας και αρπακτικών διαθέσεων. Η κατάσταση αυτή έφτασε στο αποκορύφωμά της τον 17ο αιώνα, όταν εμφανίστηκαν οι λεγόμενοι ντερεμπέηδες, ανυπότακτοι τιμαριούχοι, που εξεγείρονταν όχι μόνο κατά της σουλτανικής εξουσίας, αλλά καταδυνάστευαν και τους Χριστιανούς. Γι’ αυτό και άρχισε πάλι η μετανάστευση τους στη Ρωσία και Μολδοβλαχία και ο εξισλαμισμός. Τέτοιοι αρνησίθρησκοι ήταν οι Έλληνες της περιοχής του Όφι, οι Οφίτες, που μέχρι και τον περασμένο αιώνα διατηρούσαν την ελληνική γλώσσα, ακόμα και τα ελληνικά ονόματα των χωριών, τα πατροπαράδοτα έθιμα και μερικές συνήθειες της χριστιανικής θρησκείας. Παρατηρήθηκε επίσης ότι, στις περιφέρειες όπου υπήρχαν μοναστήρια, οι Έλληνες έμειναν πιστοί στη θρησκεία των προγόνων τους, παρά τα δεινά της δουλείας. Οι κατακτητές σεβάστηκαν τα θρησκευτικά ιδρύματα όπου έβρισκαν άσυλο οι Χριστιανοί. Τέτοια μοναστήρια ήταν: Παναγίας Σουμελά, Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα, Αγίου Γεωργίου Περιστεριώτη, Αγίου Ιωάννη Γουντουρά, Αγίου Γεωργίου Χαλιναρά και Παναγίας Γουμερά.
Εκτός από τους Έλληνες που έμειναν πιστοί στη θρησκεία τους, υπήρχαν και αυτοί που φαινομενικά ασπάστηκαν τον ισλαμισμό, για να αποφύγουν τους διωγμούς, στην πραγματικότητα όμως διατηρούσαν τη χριστιανική πίστη. Ήταν οι λεγόμενοι κρυπτοχριστιανοί, οι οποίοι ποντιακά λέγονταν κλωστοί ή γυριστοί. Αυτοί στα μεν χωριά με μικτό ή αμιγή πληθυσμό ήταν γνωστοί στους κατοίκους ομόθρησκούς τους, ενώ στις πόλεις έκρυβαν τη χριστιανική τους θρησκεία και από τους Χριστιανούς. Μόνο ο αρχιερέας τους γνώριζε και μέσω αυτού και μερικοί έμπιστοι ιερείς, δια των οποίων οι κρυφοί αυτοί Χριστιανοί ασκούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Όταν η τουρκική κυβέρνηση αναγνώρισε ότι, για να συνεχίσει να υπάρχει ανάμεσα στις χριστιανικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, έπρεπε να διακηρύξει μερικές απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και κυρίως ανεξιθρησκεία, οι πιο πολλοί κρυπτοχριστιανοί βρήκαν την ευκαιρία να διακηρύξουν την αληθινή τους θρησκεία. Αυτό όμως ξεσήκωσε τον τουρκικό φανατισμό. Επειδή ούτε οι σκοτωμοί ούτε οι παραπειστικές ενέργειες είχαν αποτέλεσμα, οι τουρκικές αρχές άρχισαν διωγμούς και αντεκδικήσεις. Από το 1856, η τουρκική κυβέρνηση επιχείρησε να ξεχάσει τις υποσχέσεις της για ανεξιθρησκεία. Δεν αναγνώρισε τους κρυπτοχριστιανούς ως Έλληνες, αλλά τους δεχόταν ως Χριστιανούς στο θρήσκευμα, αλλά Τούρκους στην εθνικότητα, και τους ονόμαζε «τενεσούρ», δηλαδή αρνησίθρησκους μουσουλμάνους και τους κατέγραψε με δύο ονόματα, ένα τούρκικο και ένα χριστιανικό, θέλοντας έτσι να τους υποχρεώνει στη στρατιωτική θητεία, από την οποία απαλλάσσονταν γενικά οι Χριστιανοί έναντι χρηματικού ποσού. Το ζήτημα αυτό απασχόλησε κατά καιρούς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μέχρις ότου, όταν αποκαταστάθηκε το Σύνταγμα στην Τουρκία και επακτάθηκε η στρατιωτική θητεία και στους Χριστιανούς, έπαψε να υπάρχει ζήτημα κρυπτοχριστιανών.
Ανεξάρτητα όμως απ’ το ζήτημα αυτό, οι ελληνικοί πληθυσμοί του Πόντου άρχισαν κάπως να προοδεύουν μετά την έστω και ατελή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων της Υψηλής Πύλης επί Αβδούλ Μετζίτ Α', όπως το Χάττι-σερίφ (1839) και το Χάττι-χουμαγιούν (1856) που αναγνώρισαν ισοπολιτεία στους υπηκόους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και διασφάλιζαν τη θρησκευτική ελευθερία, την περιουσία και την τιμή, εγκαινιάστηκε μια νέα περίοδος ακμής και για τους Έλληνες του Πόντου. Δραστήριοι, φιλοπρόοδοι και εργατικοί όπως ήταν, κατόρθωσαν να καταλάβουν την πρώτη θέση στην εμπορική και οικονομική κίνηση του τόπου τους. Και όταν μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1854-56) αναπτύχθηκε η ατμοπλοΐα στον Εύξεινο πόντο, η Τραπεζούντα έγινε και πάλι κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου προς τη Μεσοποταμία (Ιράκ) και την Περσία. Δεύτερη ερχόταν η Αμισός (Σαμψούντα) ως επίνειο της Καππαδοκίας και τρίτη η Κερασούντα, λιμάνι της επαρχίας της Κολωνίας. Στη Σαμψούντα προσελκύστηκαν πολλοί Έλληνες από την Καισάρεια κι άλλες πόλεις και χωριά της Καππαδοκίας, ακόμα και από την Κωνσταντινούπολη.
Και η πνευματική ανάπτυξη των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου ήταν αυτήν την εποχή αξιοσημείωτη. Ήδη από τον 18ο αιώνα άκμαζε στην Τραπεζούντα το ομώνυμο «Φροντιστήριο», που εξελίχθηκε σε τέλειο γυμνάσιο. Όμοιο με 3 τάξεις γυμνασίου (τετρατάξιο) ιδρύθηκε τον 19ο αιώνα στην Αργυρούπολη της Χαλδίας, και πλήρες γυμνάσιο στην Αμισό και ημιγυμνάσιο στην Κερασούντα, τα Κοτύωρα και τη Σινώπη. Η πρόοδος συνεχίστηκε και την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, μέχρι το 1909, όταν παγιώθηκε το νεοτουρκικό καθεστώς κι άρχισε τους διωγμούς και τον πόλεμο κατά του ελληνικού στοιχείου σε ολόκληρη την Τουρκία, και ειδικά στον Πόντο.




Οι διωγμοί κατά των Ελλήνων
Τελευταίος σταθμός της προόδου υπήρξε η πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα: οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-13) και ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος (1914) αποτέλεσαν ορόσημο των δεινών του ελληνισμού του Πόντου. Η συστηματικά επιδιωκόμενη εξόντωση των Ελλήνων εντάθηκε ιδίως στις παραμονές και στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου. Ήδη απ’ τις αρχές του 1914 άρχισε με εντολή του Κεντρικού Κομιτάτου των Νεότουρκων, που είχε έδρα στην Κωνσταντινούπολη, ο εμπορικός αποκλεισμός κατά του ελληνικού εμπορίου, τον οποίον όμως ματαίωσαν οι ντόπιοι Τούρκοι έμποροι της Τραπεζούντας, επειδή φοβήθηκαν αντίποινα των ελληνικών εμπορικών και τραπεζικών οίκων σε περίπτωση αλλαγής καθεστώτος. Όταν όμως άρχισε ο πόλεμος, οι Τούρκοι, με υποκίνηση των Γερμανών και με το πρόσχημα της ασφάλειας των παραλίων, οι Τούρκοι άρχισαν να εφαρμόζουν τους ομαδικούς εκτοπισμούς των Ελλήνων προς το εσωτερικό της χώρας.
Τότε συνέβηκαν και οι εκτεταμένες σφαγές των Αρμενίων σ’ όλη τη Μικρά Ασία και στον Πόντο - στη διάρκεια των οποίων ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος καθώς και πολλοί πρόκριτοι Έλληνες έκαναν πολλές ενέργειες για να σώσουν όσουν Αρμένιους μπορούσαν. Όταν δε πλησίαζε η 16η Απριλίου 1916 για την κατάληψη της πόλης από το ρωσικό στρατό, ο Τούρκος γενικός διοικητής (βαλής) αναχώρησε και άφησε τη διοίκηση της περιοχής σε μια προσωρινή μικτή κυβέρνηση υπό την προεδρία του μητροπολίτη. Στις 18 Απριλίου οι Ρώσοι προέλασαν από ανατολικά μέσω ξηράς έως την Αργυρούπολη και εισήλθαν στην Τραπεζούντα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της επαρχίας αυτής μερίμνησε, να μη μείνει η χώρα ακυβέρνητη, αλλά να σχηματιστεί σιγά-σιγά ένα αυτόνομο κράτος, που να διοικείται από Έλληνες και Μουσουλμάνους.
Μετά τη Ρωσική επανάσταση, οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν ότι ο ρωσικός στρατός δεν επρόκειτο να πολεμήσει και εξαπέλυσαν κατά της Τραπεζούντας στίφη άτακτων «Τσέτηδων», τους οποίους αντιμετώπισαν με επιτυχία τα ελληνικά χωριά της Τραπεζούντας. Πολλοί ακολούθησαν τα ρωσικά στρατεύματα που εγκατέλειπαν τον Πόντο το 1917 και μετανάστευσαν στη Ρωσία. Μετά την αποχώρηση των Ρώσων, οι τουρκικές αρχές εγκαταστάθηκαν και πάλι. Όταν, τέλος, τον Οκτώβριο του 1918 έγινε ανακωχή μεταξύ των συμμάχων και της Τουρκίας, η Εκκλησία του Πόντου, που πίστεψε στις υποσχέσεις που δόθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου από την Αγγλία και την Αμερική, άρχισε να ελπίζει για μια καλύτερη τύχη του ελληνικού λαού του Πόντου. Στις αρχές του 1919 ο μητροπολίτης Χρύσανθος κλήθηκε στο Παρίσι για να εργαστεί μαζί με μια επιτροπή από αντιπροσώπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την ευόδωση των πόθων του Ελληνισμού. Η επιτροπή δεν απέκλειε τη συνδιοίκηση του Πόντου από Έλληνες και Μουσουλμάνους της χώρας, όπως και συνεργασία του Πόντου με την τότε Αρμενία (σχέδιο που τελικά απέτυχε) υπό μορφή ομοσπονδίας. Κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, το Σεπτέμβριο του 1919, δεν αρνήθηκε να διαπραγμματευθεί με Τούρκους γνώριμούς του, την αυτονομία του Πόντου με ισοτιμία Ελλήνων και Μουσουλμάνων, υπό την εντολή της Κοινωνίας των Εθνών. Οι όροι της συνεννόησης αυτής, που γινόταν με την έγκριση και του τότε πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου προέβλεπαν ότι: 1) Στην Τουρκία, που θα απέμενε μετά την ειρήνη, θα γινόταν δεκτή η «εντολή» της Κοινωνίας των Εθνών, 2) θα δινόταν ελευθερία στην ανάπτυξη των κοινοτήτων, 3) οι δίκες για προσωπικές υποθέσεις θα υπάγονταν στο αρμόδιο δικαστήριο κάθε κοινότητας, 4) τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια θα απαρτίζονταν κατά το ήμισυ από Μουσουλμάνους και κατά το ήμισυ από Έλληνες, 5) η εκλογή των βουλευτών θα γινόταν αναλογικά κλπ.
Τον Δεκέμβριο του 1919 ο Χρύσανθος, αφού επέστρεψε στην Τραπεζούντα, πήγε στην Τιφλίδα, πρωτεύουσα της δημοκρατίας της Γεωργίας κι από εκεί στο Ερεβάν, πρωτεύουσα της Αρμενικής Δημοκρατίας, κι ύστερα από μακρές διαπραγματεύσεις συνήψε, τον Ιανουάριο του 1920, με την κυβέρνηση της Αρμενίας συμφωνία για Ποντο-Αρμενική Ομοσπονδία που ακολούθησε η σύναψη στρατιωτικής συμφωνίας, κατά την οποία ελληνικά στρατεύματα, που θα αποβιβάζονταν στην Τραπεζούντα, θα προέλευναν μέχρι το Ερζιντζάν και Ερζερούμ, για την προστασία των Έλληνων του Πόντου και για να αντιμετωπίσουν κάθε κινδύνο που θα προερχόταν από τα τουρκικά στρατεύματα, ενώ ο αρμενικός στρατός θα βοηθούσε στα σύνορα του Καυκάσου και στο Ερζερούμ.
Όλα αυτά τα ματαίωσε η στάση των Μεγάλων Συμμαχικών Δυνάμεων, που άφησαν καθηλωμένο για μήνες τον ελληνικό στρατό, που αποβιβάστηκε στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου του 1919, και ενίσχυσαν με κάθε τρόπο τον Μουσταφά Κεμάλ να οργανώσει το στρατό του, για να μη πραγματοποιηθεί ο διαμελισμός της Τουρκίας που είχαν υπογράψει με τη συνθήκη των Σεβρών, εξαπατώντας έτσι τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τους Αρμένιους και τους Κούρδους. Στο μεταξύ ο αρμενικός στρατός προσπάθησε να δράσει μόνος του προελαύνοντας προς το Ερζερούμ, αλλά συντρίφτηκε από τη στρατιά του Κιαζίμ Καρά Μπεκίρ πασά, κατά τις μάχες που διεξήχθηκαν από τον Ιούνιο μέχρι το Νοέμβριο του 1920. Οι Αρμένιοι, που έμειναν μόνοι τους, τη νύχτα της 2 Δεκεμβρίου αναγκάστηκαν να υπογράψουν με την κυβέρνηση του Κεμάλ τη συνθήκη του Γκιουμρού, κατά την οποία η Αρμενία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στους Τούρκους τις περιοχές του Καρς και του Αρνταχάν, που είχαν κατακτήσει οι Ρώσοι κατά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878, την εκχώρηση των οποίων στην Τουρκία δήλωσε ότι αναγνωρίζει και η Σοβιετική κυβέρνηση τον Μάιο του 1953.
Ενώ αυτά συνέβαιναν, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ουίλσον είχε αποστείλει ήδη από τις 2 Αυγούστου 1919 στον Καύκασο και την Τουρκία επιτροπή για τη μελέτη της όλης κατάστασης και της δυνατότητας να αναλάβει η Αμερική την «εντολή» για την Αρμενία και τον Πόντο. Η επιτροπή περιόδευσε τον Καύκασο, τον Πόντο και άλλες ανατολικές επαρχίες της Τουρκίας και αργότερα πήγε στο Σιβάζ (Σεβάστεια), όπου συνομίλησε με τον Κεμάλ, ο οποίος σε σχετική έκθεσή του ανέπτυξε στον πρόεδρο της επιτροπής στρατηγό Τζέιμς Χάρμπορντ τους σκοπούς και την οργάνωση του κινήματός του. Σχεδόν ταυτόχρονα οι Άγγλοι απέσυραν τα στρατεύματά τους από το Μερζιφούν (του Πόντου), και μετά από λίγο εκκένωναν και τη Σαμψούντα και εκδήλωναν φιλία προς τον Κεμάλ.
Συνέπεια αυτής της εξέλιξης της κατάστασης στη Μικρά Ασία ήταν οι εξοντωτικοί διωγμοί των ελληνικών πληθυσμών στις πόλεις του Πόντου και ο αγώνας για την εξόντωση των Ποντίων που είχαν καταφύγει στα βουνά. Οι κακουχίες από τους διωγμούς και τις ομαδικές σφαγές αποδεκάτισαν τον ελληνισμό του Πόντου: περίπου 200.000 υπολογίστηκε ότι ήταν τα θύματα. Οι Πόντιοι που απέμειναν μετά από τους διωγμούς εκείνους, εγκαταλείποντας τις πατρογονικές εστίες, κατέφυγαν στην Ελλάδα σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάνης της 30ης Ιανουαρίου του 1923 περί αμοιβαίας ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών. Από τους Πρόσφυγες του Πόντου οι μεν αστικοί πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα, τη Δράμα, την Ξάνθη και σε μερικές άλλες πόλεις, ενώ οι γεωργικοί κυρίως στη Θράκη και τη Μακεδονία, διατηρώντας αλησμόνητη την ανάμνηση των ιστορικών αυτών εστιών.




Ποντιακή διάλεκτος
Η ποντιακή διάλεκτος είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες της ελληνικής γλώσσας, που διασώζει και διατηρεί μερικά λείψανα και γραμματικούς τύπους της αρχαίας Ιωνικής διαλέκτου, καθώς και πολλά αρχαϊκά και μεσαιωνικά (βυζαντινά) στοιχεία, και μπορεί από την άποψη αυτή να συγκριθεί με την Τσακωνική διάλεκτο που την μιλούν στην Κυνουρία της Αρκαδίας. Η διατήρηση αρχαίων τύπων και λέξεων, από τις οποίες πολλές δεν βρίσκονται σε καμιά άλλη ελληνική διάλεκτο, οφείλεται στο γεγονός ότι λόγω της απόκεντρης γεωγραφικής θέσης του Πόντου, η λαλιά του, που αποχωρίσθηκε από τη γλώσσα του υπόλοιπου ελληνικού κόσμου, τράπηκε σε ξεχωριστή εξέλιξη, χωρίς να υποστεί πολύ τις αλλοιώσεις και παραλαγές, που μετέβαλαν τόσο πολύ την ελληνική γλώσσα. Την εποχή της τουρκοκρατίας, ήταν διαδεδομένη περίπου σε 800 χωριά, στα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου (Μαύρης Θάλασσας), μεταξύ Σινώπης στα Δυτικά και της Ριζούντας στα Ανατολικά. Τη μιλούσαν ακόμα οι Έλληνες της νότιας και ΝΑ Ρωσίας. Η ποντιακή μιλιέται από τους Πόντιους που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα μετά το 1923, όσους Πόντιους έμειναν στην Τουρκία, τους ελληνόφωνους Τούρκους και από τους Πόντιους της Ρωσίας. Μπορεί να χωριστεί σε 3 ομάδες: τα οινουντιακά (ποντιακά της Δύσης), τα τραπεζουντιακά (ποντιακά της Ανατολής) και τα χαλδιώτικα (των ΝΑ περιοχών). Η λεπτομερής ανάλυση της φωνητικής καθώς και των γλωσσικών στοιχείων της Ποντιακής, που απασχόλησαν ειδικά τόσο τους δικούς μας όσο και τους ξένους γλωσσολόγους, φεύγει από τα όρια αυτού του άρθρου.
Στη φωνηεντική, τα κύρια γνωρίσματα της διαλέκτου είναι: (α) Διατήρηση της αρχαίας προφοράς του η ως e: νύφε < νύφη, άκλερος < άκληρος, ανόετος < ανόητος, ανοεσία < ανοησία. (β) Τα συμπλέγματα ία και eo με άτονο ι συναιρέθηκαν σε ä, ö: κορίτζä < κορίτσι, σπέλöν < σπήλαιο. Αν τονίζονται τα ι, e, τα συμπλέγματα ία, κλπ. μένουν ασυνίζητα: καρδία, παντρεία, βασιλέας. (γ) Διατηρείται το τελικό ν (όπως και στα Κυπριακά) στα δευτερόκλιτα ουδέτερα: άλογον, ξύλον, δένδρον, βούδιν, εγγόνιν, παιδίν, από τα οποία το ν επεκτάθηκε και στα τριτόκλιτα ουδέτερα: χώμαν, στόμαν, γάλαν, γράμμαν, πείσμαν. (δ) Το χ προφέρται σαν παχύ σ πριν από ε, ζ: έσει < έχει, βέσετε < βήχετε. (ε) Τροπή του σφ σε σπ: σπίγγω < σφίγγω, σπιντόνα < σφεντόνα. (στ) Αποβολή του τ στα εμπρόθετα άρθρα στα, στον κλπ.: ση μάναν, σα κλαδία. (ζ) Η δίφθογγος «αυ» προφέρεται αναλυμένη «αου». Λένε π.χ. οι Πόντιοι: ατός < αυτός, άλλοτε όμως το «αυτός» το προφέρουν αούτος (που ίσως να είναι το ούτος).
Στη μορφολογία, τα κύρια γνωρίσματα της διαλέκτου είναι: (1) Η χρήση των άρθρων, επιθέτων και αντωνυμιών ουδέτερου γένους με ονόματα αρσενικά και θηλυκά: τα ημέρας. (2) Τα έναρθρα αρσενικά σε -ος λήγουν, ως υποκείμενα, σε -ον: ο λύκον, ο διάβολον. (3) Η κατάληξη του παρατατικού -(ι)να: εχτίζ(ι)να < έχτιζα, και του παθητικού αορίστου σε –θα (στην αρχαία -θην), αντί του κοινού -κα: εκοιμήθα < κοιμήθηκα, εγεννέθα < γεννήθηκα, εφέρθα < φέρθηκα. (4) Η κατάληξη των παθητικών ρημάτων σε -κούμαι, -ίσκουμαι, -ίουμαι, και των σε -ώνω σε -ούμαι: γράφκουμαι < γράφομαι, ανακατούμαι < ανακατώνομαι. (5) Τα θηλυκά επίθετα σε -εσσα, -ισσα, -ιαινα: ασπρέσσα < άσπρη, αγριέσσα < άγρια, ασκεμέσσα < άσχημη, μεγάλισσα < μεγάλη, ανοιχτομάταινα < ανοιχτομάτα, αλλά και μετοχές: χτυπημένεσσα < χτυπημένη. (6) Η κατάληξη της γενικής των δευτερόκλιτων σε -ονος: τι κόσμονος < του κόσμου. (7) Η διάσωση της κατάληξης -ας, της αιτιατικής πληθυντικού των πρωτοκλίτων και τριτοκλίτων, αντί της κατάληξης -ες, που χρησιμοποιείται σήμερα: αυλάς < αυλές, ημέρας < ημέρες, γυναίκας < γυναίκες, μήνας< μήνες, φοράς < φορές. (8) Το μόριο κι (= δεν), από το ιωνικό ουκί. (9) Διασώζονται οι κτητικές αντωνυμίες τ’ εμόν, τ’ εσόν, τ’ εμέτερον, όπως άλλωστε σε διαλέκτους της Καππαδοκίας λένε τ’ ομό, το σο, το κείνου. (10) Διατηρούνται αρχαΐζοντες τύποι ρημάτων: πενητιώ < στερούμαι, σκωληκιώ < σκουληκιάζω, φτεριώ < φθείρω, και των μέσων ρημάτων σε –όομαι, -ούμαι, αντί του – ώνομαι: απλούμαι < απλώνομαι, πλερούμαι < πληρώνομαι, στεφανούμαι < στεφανώνομαι. (11) Η προστακτική του αορίστου σε –σον και –θετε (αρχαίο -θητι): βλάψον < βλάψε, κράξον < κράξε, ποίσον (ποίησον) < ποίησε, ευρέθετε < ευρεθείτε, φο(β)έθετε < φοβηθείτε. (12) Τα ενεργητικά και παθητικά απαρέμφατα: ανασκάψαι, ανασκαφτήναι, αναστέσναι (αναστηθήναι).

Ποντιακή λύρα
Η λύρα των Ποντίων (κεμεντζές) έχει μακρόστενο ηχείο (μήκος περίπου 50-60 cm και πλάτος στο μέσο περίπου 6-8 cm), διαθέτει τρεις χορδές (παλαιότερα μετάξινες ή εντέρινες, σήμερα από μέταλλο ή πλαστική ύλη), κουρδίζεται κατά τέταρτες καθαρές και παίζεται με καμπυλωτά δοξάρια. Κατασκευάζεται από διάφορα ξύλα (μουριά, αχλαδιά, καρυδιά κ.α.). Είναι επίσης διαδεδομένη στους Τούρκους της περιοχής του Πόντου, στους Γεωργιανούς (Καύκασος) και σε ορισμένες περιοχές της Μικράς Ασίας (Καππαδοκία). Ο κεμεντζετζής πατάει με τα ίδια δάκτυλα συγχρόνως και τη διπλανή χορδή όταν παίζει μια μελωδία. Έτσι αυτή συνοδεύεται από μια τέταρτη χαμηλότερα. Η πρωτόγονη αυτή αντιστικτική συνοδεία δεν αλλοιώνει το μονοφωνικό χαρακτήρα της ποντιακής λύρας και, γενικότερα, της ποντιακής μουσικής. Η ποντιακή λύρα παίζεται μόνη της, χωρίς συνοδεία άλλου οργάνου. Για λόγους ακουστικής, παίζουν δύο ή και τρεις λύρες μαζί, όταν συνοδεύουν χορούς σε πολυάριθμα γλέντια ή πανηγύρια.
Στην οικογένεια της λύρας του Πόντου ανήκουν δύο άλλοι τύποι: η λύρα της Καππαδοκίας (μεσαίου μεγέθους - περίπου 10-12 cm - και μεγαλύτερη από τη λύρα του Πόντου) και ο κεμανές, που παιζόταν επίσης στην Καππαδοκία και είναι κατά πολύ μεγαλύτερος (έχει μήκος 98 cm, πλάτος 12 cm και βάθος του ηχείου 9 cm). Ο κεμανές έχει 6 χορδές κουρδισμένες κατά πέμπτες και τέταρτες καθαρές. Κάτω από την ταστιέρα (τη γλώσσα) υπάρχουν άλλες 6 συμπαθητικές χορδές, οι οποίες δονούνται όταν παίζονται οι επάνω χορδές. Το κεφάλι είναι όπως αυτό του βιολιού και όχι τριγωνικό. Το ίδιο και τα κλειδιά.




Ποντιακοί χοροί
Είναι είδη χορών που έχουν την καταγωγή τους στις περιοχές του Πόντου. Οι ποντιακοί χοροί χορεύονται σε κύκλο από άντρες και γυναίκες, που κρατούν το σώμα στητό, τα πόδια λίγο ανοιχτά, πιάνονται από τους καρπούς και έχουν τα χέρια άλλοτε υψωμένα και άλλοτε με λυγισμένους τους αγκώνες προς τα κάτω. Τα μικρά βήματα των χορευτών τα ακολουθούν πιστά ρυθμικές και συγχρονισμένες κινήσεις των μελών του σώματος, ιδίως των γλουτών. Οι χοροί συνοδεύονται με την ποντιακή λύρα (κεμεντζέ), την οποίαν συνήθως παίζει ένας από τον όμιλο χορεύοντας και τραγουδώντας δίστιχα, αλλά μερικές φορές στέκεται και στη μέση του κύκλου. Στις υπαίθριες γιορτές μεταχειρίζονται το τουλούμ ή ασκί (ασκομαντούρα) και τον ζουρνά-νταούλι ή κεμεντζέ-ντέφι.
Ο πιο αντιπροσωπευτικός χορός είναι η αέρα - από το όνομα ενός ποταμού κοντά στην Τραπεζούντα - που πολλοί τον ταυτίζουν με τον αρχαίο πυρρίχιο. Πρόκειται για πολεμικό ανδρικό χορό, που τον χορεύουν με την παραδοσιακή μαύρη στολή τους, με το κεφάλι σκεπασμένο με ένα μαύρο μαντήλι χαρακτηριστικά δεμένο, και με όπλα. Στην πρώτη στροφή οι χορευτές, πιασμένοι με τα χέρια υψωμένα, χορεύουν ομαλά. Στη δεύτερη στροφή, εκτελούν ρυθμικές κινήσεις μπροστά-πίσω με τα χέρια, ενώ σκύβουν κάνοντας μικρά κοφτά βήματα. Στην τρίτη στροφή ορθώνονται και αναπηδούν. Κατά τη διάρκεια της στροφής αυτής ένας χορευτής, συνήθως ο πρωοχορευτής, βγάζει κάθε τόσο μια πολεμική ιαχή. Η αέρα ονομάζεται και λάζικος χορός. Μικρές παραλλαγές της αποτελούν τα οφίτικο, σαρακοστιανό, αρδασσινό, της Κώστερες κ.α.Πολύ διαδεδομένος είναι και ο ομάλ, επίσης κυκλικός χορός, που χορεύεται από άντρες και γυναίκες. Παραλλαγές του είναι οι ομάλ κερασουντέικος, ομάλ σαμψουντέικος ή κοτσιχτόν ομάλ και τραπεζουντέικος (με το τραγούδι Λεμόνα). Άλλος χορός είναι το τίκ, μονό (λαγκεφτόν) ή διπλό. Χορεύεται σε γραμμή ή σε κύκλο από γυναίκες και άντρες, κοντά ο ένας στον άλλον, με τους αγκώνες λυγισμένους προς τους ώμους. Άλλοι χοροί είναι οι τρυγόνα, είκοσι ένα, σερανίτσα ή ψευτοσέρα, κότσαρι, παϊπούτ, λετσίνα κ.α.

3 Οκτ 2009

Σούλι και Σουλιώτες

Το Σούλι (ο τόπος από όπου κατάγεται η οικογένεια του πατέρα μου), είναι μια ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ηπείρου, ανατολικά του Θεσπρωτικού κόλπου, που απέχει 7 περίπου ώρες από τη θάλασσα και βρίσκεται σε υψόμετρο 600 μέτρων περίπου, ανάμεσα στα βουνά Μούργκα (1.340 μ.), Ζαβρούχο (1.137 μ.) και Τρούλια (1.082 μ.). Εκτείνεται στις δυτικές απόκρημνες πλαγιές των βουνών αυτών και περιβάλλεται από φυσικά οχυρώματα. Στους πρόποδες των βουνών αυτών υψώνονται δύο λόφοι, ο ένας απέναντι από τον άλλον: το Κούγκι, πάνω στο ποίο είναι κτισμένο το μικρό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και η Κιάφα, όπου βρίσκεται φρούριο. Απέναντι από το Κούγκι υψώνεται άλλος λόφος, πάνω στον οποίο είναι χτισμένος ο ναός του Αγίου Δονάτου, όπου συγκεντρώνονταν στην προεπαναστατική περίοδο οι Σουλιώτες όταν πραγματοποιούσαν γενικά συνέδρια. Πάνω από το χωριό Κιάφα υψώνεται ο βράχος της Μπίρας (Τρύπας), το ΒΔ μέρος του οποίου ονομάζεται Μπρέκε Βετερίμε (Ράχη της Αστραπής). Η όλη περιοχή είναι άγρια και ορεινή και μοιάζει με γιγαντιαίο φρούριο, του οποίου πύργοι και επάλξεις μπορούν να θεωρηθούν οι βουνοκορφές.

Ιστορία
Σύμφωνα με πληροφορίες του Χριστόφορου Περραιβού, το Σούλι και τα χωριά του συνοικίστηκαν μεταξύ του 16ου και των αρχών του 17ου αιώνα, από κατοίκους των γύρω χριστιανικών χωριών της Θεσπρωτίας, που ήθελαν να αποφύγουν την καταπίεση των Οθωμανών. Οι φυγάδες αυτοί έχτισαν 4 μεγάλα χωριά: αρχικά το Σούλι και το Αβαρίκο (από όπου και η οικογένεια του πατέρα μου) και αργότερα την Κιάφα και τη Σαμονίβα, τα οποία αποτελούσαν το λεγόμενο Τετραχώρι.
Οι πρώτοι κάτοικοι των χωριών αυτών ήταν αλβανόφωνοι Χριστιανοί. Εξαιτίας όμως της διαμάχης τους με τους εξισλαμισμένους Αλβανούς (Τουρκαλβανούς), η ιστορική πορεία τους συνδέθηκε γρήγορα με την αντίστοιχη των Ελλήνων. Επειδή το φτωχό, βραχώδες έδαφος των χωριών του Σουλίου δεν ήταν δυνατόν να θρέψει τους κατοίκους, οι Σουλιώτες γρήγορα εγκατέλειψαν την ειρηνική, κτηνοτροφική του ενασχόληση και επιδόθηκαν σε ληστρικές επιδρομές εναντίον γειτονικών χωριών, μουσουλμανικών, αλβανικών και ελληνικών, χωρίς διάκριση. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών αναγκάστηκαν να δεχτούν μια μορφή υποταγής στους σκληροτράχηλους Σουλιώτες, στους οποίους χορηγούσαν τακτικά ένα είδος φόρου σε χρήματα ή σε είδος. Αλλά και οι κάτοικοι του Σουλίου ήταν υπόχρεοι ενός, μικρού έστω, φόρου προς την τουρκική διοίκηση, τουλάχιστον κατά τις ειρηνικές περιόδους.
Τα χωριά του Σουλίου οργανώθηκαν, με βάση αυτό το καθεστώς, σε μια ομοσπονδία, το Τετραχώρι, στην οποία οι Σουλιώτες ανέλαβαν τα καθήκοντα του πολέμου και της προστασίας από τις επιδρομές και οι περίοικοι τη φροντίδα του επισιτισμού τους. Στην αυτόνομη αυτή ομοσπονδία καθιερώθηκαν σύντομα νόμοι και θεσμοί, νομοθετικά και εκτελεστικά σώματα, επίσημες στρατιωτικές δυνάμεις κ.α. Από τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα, οι κάτοικοι του Τετραχωρίου άρχισαν να αυξάνονται λόγω της συρροής φυγάδων από τα γειτονικά χωριά, όπου οι εξισλαμισμοί είχαν δυσχεράνει την ζωή των Χριστιανών. Γύρω στο 1720, οι κάτοικοι της σουλιώτικης ομοσπονδίας έφτασαν τους 2.500. από τους οποίους περίπου οι πεντακόσιοι είχαν αναλάβει τη φροντίδα της στρατιωτικής άμυνας του Σουλίου. Από τα μέσα του 18ου αιώνα, οι πολεμικές επιχειρήσεις των Σουλιωτών μετατράπηκαν από αμυντικές σε επιθετικές, γεγονός που επιτάθηκε εξαιτίας των σοβαρών προβλημάτων επισιτισμού της ομοσπονδίας, τα οποία είχε δημιουργήσει η αύξηση του αριθμού των χωριών και η ανάλογη αύξηση του πληθυσμού. Έτσι το Τετραχώρι επεκτάθηκε με τη μετοίκηση των κατοίκων του, που στο μεταξύ είχαν αυξηθεί, στους πρόποδες των βουνών και σε άλλα χωριά.
Το 1741 οι Σουλιώτες κατέλυσαν την τουρκική εξουσία στα γειτονικά χωριά Αλποχώρι, Παλαιοχώρι, Σκιαδά και Ρουσιάτσα, και το 1744 στα χωριά Τσεκούρι, Περχάτι, Γκιόναλα, Κουτάτες, Βίλλια, Ζαβρούχο, Αγόρανα και Σεριζιανά. Κατά την περίοδο 1746-60, πολλά χωριά της πεδιάδας του Φαναριού περιήλθαν στη φορολογική δικαιοδοσία των Σουλιωτών. Τα χωριά αυτά χρησίμευαν ως προπύργιο εναντίον κάθε εχθρικής εισβολής και έδιναν το χρόνο για τη μετακίνηση των οικογενειών τους και της περιουσίας τους στο Τετραχώρι, το οποίο οργανωνόταν και χρησίμευε ως η κύρια γραμμή άμυνας. Στα χωριά αυτά επεκτάθηκε το όνομα Σούλι, οι κάτοικοι των οποίων ήταν χωρισμένοι σε 47 συνολικά φάρες, από τις οποίες οι σπουδαιότερες ήταν αυτές που δοξάστηκαν στους πολέμους των Σουλιωτών κατά του Αλή πασά και στην Επανάσταση του 1821 (Τζαβέλα, Μπότσαρη, Κουτσονίκα, Δαγκλή κ.α.). Το Σούλι, εξαιτίας του ελεύθερου πνεύματος που είχαν οι κάτοικοί του, κηρύχθηκε ανεξάρτητο.
Το 1760 με νέες επιχειρήσεις κατέλαβαν 66 χωριά τα οποία ήταν φόρου υποτελή και γνωστά με το όνομα Παρασούλι ή Παρασούλια, του οποίου ο πληθυσμός έφτανε τις 7.000. Έτσι, δημιουργήθηκε μια σουλιώτική επικυριαρχία σε όλη σχεδόν τη ΝΑ Ήπειρο, όπου, εκτός από τους Σουλιώτες, κατοικούσαν 12.000 σύμμαχοί τους, οι λεγόμενοι Παρασουλιώτες. Όλη η Συμπολιτεία συντηρούσε ένα στρατό από 2.000-2.500 άντρες και οι σχέσεις των αρχικών χωριών και αυτών που κυριεύθηκαν αργότερα ήταν όμοιες με τις σχέσεις που είχαν οι Σπαρτιάτες με τους περίοικους. Διοικείτο από Συμβούλιο, το οποίο καλείτο «Κριτήριο της Πατρίδος» και στο οποίο προήδρευε ο πιο ανδρείος και συνετός αρχηγός μιας φάρας. Αυτοί οι πρόεδροι προέρχονταν κυρίως από τη φάρα των Τζαβελαίων και Μποτσαραίων. Το «Κριτήριο της Πατρίδος» αποτελούσε την ανώτατη νομοθετική και δικαστική εξουσία της Συμπολιτείας.
Η ηθική των γυναικών ήταν υπερβολικά αυστηρή και τους απέδιδαν ιδιαίτερη τιμή. Ο φόνος γυναίκας τιμωρούταν πολύ αυστηρά, επειδή, με το θάνατό της, η Συμπολιτεία έχανε τα παιδιά που θα προέρχονταν από αυτήν. Οι γυναίκες έφεραν όπλα και ακολουθούσαν τους άντρες στις μάχες. Οι Σουλιώτες ήταν εξαιρετικά φιλοπάτριδες, αφοσιωμένοι στο καθήκον τους, μεγαλόψυχοι απέναντι στους ηττημένους, ριψοκίνδυνοι, φιλελεύθεροι και υπερήφανοι. Από μικρή ηλικία ασκούνταν στη σκληραγωγία και τον πόλεμο. Η κύρια απασχόλησή τους ήταν, όπως λέει ο Περραιβός τα άρματα. «Με αυτά τρώνε, με αυτά κοιμούνται και με αυτά ξυπνούν». Την ανδρεία τη θεωρούσαν την καλλίτερη αρετή.
Η κατάσταση που επικρατούσε στη Συμπολιτεία διευκόλυνε αρχικά τα τουρκικά συμφέροντα (εφόσον οι Παρασουλιώτες ήταν συνεπείς στις φορολογικές τους υποχρεώσεις) και τα βενετικά, επειδή η σουλιώτικη επικράτεια αποτελούσε ένα είδος ασπίδας ανάμεσα στα βενετικά εδάφη (Πάργα, Πρέβεζα) και στα οθωμανικά. Για τον ίδιο λόγο οι Σουλιώτες ευνοήθηκαν κι από τους Γάλλους, που διαδέχτηκαν τους Βενετούς στις ηπειρωτικές και επτανησιακές τους κτήσεις. Οι στενές, ωστόσο, σχέσεις μεταξύ του Σουλίου και των εχθρών της Υψηλής Πύλης (Βενετών και Γάλλων) σύντομα ενόχλησαν τους Τούρκους, που δεν αντέδρασαν στις προσπάθειες του Αλή πασά να υποτάξει το Τετραχώρι.
Από την άλλη μεριά, η αυτονομία του Σουλίου ήταν φυσικό να προκαλέσει την αντίδραση και των τοπικών μουσουλμάνων ηγετών, ιδίως των πασάδων των Ιωαννίνων[1] και των μπέηδων και αγάδων του Δελβίνου, του Γαρδικιού και κυρίως του Μαργαριτιού. Για το λόγο αυτόν πολλοί πόλεμοι διεξήχθηκαν από τους μπέηδες και τους διοικητές της Παραμυθιάς, Μαργαριτιού, Ιωαννίνων, Άρτας και Δελβίνου εναντίον του Σουλίου. Από όλες αυτές τις κρίσεις οι Σουλιώτες βγήκαν αλώβητοι, εκτός από τους περιβόητους πολέμους τους εναντίον του Αλή πασά Τεπελενλή, που ήταν και οι σοβαρότεροι αγώνες κατά του Σουλίου.

Οι αγώνες με τον Αλή πασά
Η πρώτη μεγάλη εκστρατεία του πασά των Ιωαννίνων κατά του Σουλίου έγινε χωρίς επιτυχία το 1789.
Την ίδια τύχη είχε και η δεύτερη απόπειρα του Αλή πασά το 1792. Τη φορά αυτή ο Αλή ετοίμασε στρατό από 10.000 άνδρες και διέδωσε ότι θα εκστρατεύσει κατά του Δελβίνου και του Αργυροκάστρου. Ζήτησε μάλιστα τη βοήθεια των Σουλιωτών, οι οποίοι έστειλαν ένα σώμα από 70 μαχητές με τον Λάμπρο Τζαβέλα και το γιο του Φώτο. Όταν αυτοί έφτασαν στα στρατόπεδο του Αλή συνελήφθηκαν με δόλο. Οι Σουλιώτες ειδοποιήθηκαν για το γεγονός αυτό από κάποιο Νάσο που κατόρθωσε να διαφύγει, και εκκένωσαν το Σούλι τη Σαμονίβα και το Αβαρίκο και οχυρώθηκαν στην Κιάφα. Ο Αλή, βλέποντας τους Σουλιώτες έτοιμους για μάχη, έστειλε τον Λάμπρο Τζαβέλα να τους πείσει να παραδοθούν, απειλώντας τον ότι αν δεν το πετύχει θα ψήσει ζωντανό το γιο του Φώτο. Ο Λάμπρος πήγε στο Σούλι και προέτρεψε τους Σουλιώτες να αγωνιστούν με λύσσα εναντίον του Αλή, στον οποίον έστειλε την ιστορική επιστολή, στην οποία μεταξύ άλλων γράφει ότι: «αν ο γιος μου Φώτος δεν είναι ευχαριστημένος να θυσιαστεί για την πατρίδα του, δεν είναι άξιος να αναγνωρίζεται σαν γιος μου». Ο Αλή εξοργίστηκε και επιτέθηκε με 8.000 Αλβανούς κατά των Σουλιωτών, που διέθεταν μόλις 1.300 ένοπλους. Η μάχη διεξήχθη και από τις δυο μεριές με εξαιρετικό πείσμα. Στο πιο κρίσιμο σημείο της μάχης η Μόσχω Τζαβέλα, γυναίκα του Λάμπρου και μητέρα του Φώτου, μπήκε επικεφαλής 400 γυναικών κι επιτέθηκε εναντίον των Αλβανών, οι οποίοι στο τέλος υποχώρησαν πανικόβλητοι.
Από τους 8.000 Αλβανούς μόνο 1.000 επέστρεψαν στα Ιωάννινα. Από τους Σουλιώτες σκοτώθηκαν 74 και τραυματίστηκαν 97, μεταξύ των οποίων δύο γυναίκες και ο αρχηγός Λάμπρος Τζαβέλας. Ο Αλή Πασάς δεν πραγματοποίησε την απειλή του να σκοτώσει το Φώτο Τζαβέλα, αλλά τον αντάλλαξε με επιφανείς Τούρκους αιχμαλώτους.
Τον Ιούνιο του 1800 ο Αλή πασάς συγκέντρωσε πολυάριθμο στρατό και ξεκίνησε την τρίτη εκστρατεία του. Περικύκλωσε τα βουνά του Σουλίου και κυρίευσε μερικά χωριά. Οι υπερασπιστές του Σουλίου ήταν μόλις 1.500. Στον πόλεμο αυτόν, που ήταν ο πιο ένδοξος απ’ όλους τους προηγούμενους, οι Σουλιώτες, αν και ήταν ασύγκριτα πιο ολιγάριθμοι από τους Τουρκαλβανούς, νικούσαν και καταδίωκαν παντού τους εχθρούς τους. Οι Αλβανοί τρομοκρατήθηκαν κι άρχισαν να διαμαρτύρονται «γιατί δε μπορούν πια να υποφέρουν τους πολέμους των Σουλιωτών, επειδή αυτοί οι άνθρωποι ούτε τρώνε ούτε κοιμούνται, αλλά γεννήθηκαν μόνο για να σκοτώνουν ανθρώπους». Ο Αλή διέταξε κι έκτισαν πύργους γύρω από το Σούλι στα χωριά Γλυκύ, Περχάτι, Τσεκουράτι, Γόραν, Σιρτζιανά, Ζυρμή, Κουτάτες, Βίλλα, Ρωμανάτι, Σεστρούνι και Λυβίκιστα, για να μην αφήνει τους Σουλιώτες να βγαίνουν για να προμηθεύονται τρόφιμα και πολεμοφόδια. Οι Σουλιώτες όμως, παρόλο τον αποκλεισμό, σχημάτιζαν τμήματα από 40-50 τολμηρούς άνδρες και πήγαιναν τη νύχτα στα κοντινά χωριά και άρπαζαν ό,τι τους χρειαζόταν. Όσες φορές ήθελαν πολεμοφόδια πήγαιναν στην Πάργα. Τότε τους ακολουθούσαν και γυναίκες οπλισμένες με μεγάλες μάχαιρες και συνοδευόμενες από άνδρες, μετέφεραν τα πυρομαχικά. Παρά τις επιδρομές τους αυτές οι Σουλιώτες βρέθηκαν σε απελπιστική κατάσταση από άποψη τροφών. Τα πάντα είχαν εξαντληθεί, και πολλοί πέθαιναν από την πείνα. Όμως δεν ακουγόταν τίποτε άλλο, παρά οι λέξεις: Ελευθερία ή θάνατος!
Την κατάσταση επιδείνωσε η προδοσία του Πήλιου Γούση, που οδήγησε τους Αλβανούς, με αρχηγό τον Βελή, μέσα από δύσβατα μονοπάτια, και διευκόλυνε την κατάληψη του Σουλίου και των χωριών Αβαρίκου, Σαμονίβας και Κιάφας. Οι Σουλιώτες αναγκάστηκαν τελικά να αποσυρθούν στο Κούγκι, όπου και το μικρό φρούριο της Αγίας Παρασκευής, και στο λόφο της Μπίρας δίπλα στην Κιάφα. Μετά από τρίμηνη στενή πολιορκία, δέχθηκαν τις προτάσεις του Αλή να φύγουν από εκεί ελεύθεροι, όπου ήθελαν.
Έτσι στις 12 Δεκεμβρίου 1803 οι Σουλιώτες συνθηκολόγησαν και σύμφωνα με τη συνθήκη που υπογράφηκε δε θα παραδίνονταν, αλλά θα εγκατέλειπαν τα χωριά τους ανενόχλητοι και ελεύθεροι και θα πήγαιναν όπου ήθελαν, παίρνοντας μαζί τους τα σκεύη και τον οπλισμό τους. Ξεκίνησαν χωρισμένοι σε τρία σώματα. Στο Κούγκι έμεινε μόνον ο καλόγερος Σαμουήλ με 5 άνδρες, για να παραδώσει το χώρο και να παραλάβει το αντίτιμο για τα πολεμοφόδια που διατηρήθηκαν. Όταν μπήκαν οι Τουρκαλβανοί, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη του μοναστηριού και ανατινάχθηκε μαζί τους στον αέρα. Ο Αλή προφασίστηκε ότι η πράξη του Σαμουήλ αποτελούσε παραβίαση της συνθήκης και διέταξε την καταδίωξη των Σουλιωτών που έφευγαν. Το πρώτο σώμα κατευθύνθηκε προς την Πάργα, την οποία κατείχαν οι Ρώσοι, με αρχηγούς τους Κίτσο Τζαβέλα, Δράκο και Ζέρβα, και έφτασε εκεί σώο.

Η θυσία στο Ζάλογγο
Το δεύτερο σώμα, υπό τον Κουτσονίκα, από 800 άντρες, προχώρησε προς το Λούρο κι έφτασε ακέραιο μέχρι το Ζάλογγο, ένα χωριό με 10 περίπου σπίτια, πάνω στο ομώνυμο βουνό, και για περισσότερη ασφάλεια ανέβηκε στο μοναστήρι που ήταν στην κορυφή του. Το όνομα αυτού του βουνού της Ηπείρου έγινε σύμβολο της αγάπης για την ελευθερία, σαν ο τόπος όπου πραγματοποιήθηκε μια από τις άπειρες σκηνές αυτοθυσίας και ηρωισμού της δραματικής ιστορίας του θρυλικού Σουλίου. Στις 16 Δεκεμβρίου φάνηκε πολυάριθμο σώμα Αλβανών του Αλή πασά και οι Σουλιώτες τότε, οχυρωμένοι στο μοναστήρι με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, τους αντιστάθηκαν επί δύο μέρες. Στις 18 Δεκεμβρίου, μια ομάδα υπό τον Κίτσο Μπότσαρη κατόρθωσε να διασπάσει τον κλοιό και 147 άντρες έφτασαν στην Πάργα. Όσοι απέμειναν στο μοναστήρι αιχμαλωτίστηκαν, ενώ οι 57 γυναίκες που βρίσκονταν εκεί, πήραν τα παιδιά τους και κατέφυγαν σ’ έναν ψηλό και απρόσιτο βράχο, στην κορυφή του βουνού που λέγεται Στεφάνι. Για να μη πέσουν στα χέρια των Αλβανών, αφού έριξαν τα παιδιά τους στο βάραθρο του ποταμού Αχέροντα, πήδηξαν, κατά την παράδοση, χορεύοντας η μια μετά την άλλη μόλις έφταναν στο χείλος του γκρεμού.

Στη μονή του Σέλτσου
Το τρίτο σώμα κατευθύνθηκε προς τα βουνά Τζουμέρκα. Από εκεί οι Σουλιώτες στράφηκαν προς το μοναστήρι του Σέλτσου, στα όρια των νομών Καρδίτσας και Άρτας, όπου το 1804 έγινε ο λεγόμενος «χαλασμός» των Μποτσαραίων από τα στρατεύματα του Αλή πασά και επαναλήφθηκε το δράμα του Ζαλόγγου. Τον Ιανουάριο, οι Μποτσαραίοι που είχαν οχυρωθεί στο μοναστήρι, κατόρθωσαν να αποκρούσουν τις δυνάμεις του Αλή πασά. Όμως, τον Απρίλιο του ίδιου έτους, σε νέα εκστρατεία, το μοναστήρι εκπορθήθηκε ύστερα από πολιορκία. Συγκεκριμένα, στις 20 Απριλίου οι πολιορκημένοι επιχείρησαν έξοδο, κατά την οποία μόνο 50 άτομα κατόρθωσαν να διαφύγουν. Πολλοί σκοτώθηκαν, όπως ο Γούσης και ο Γιαννάκης Μπότσαρης, και η κόρη του Νότη, Ελένη Μπότσαρη, ενώ μεταξύ άλλων αιχμαλωτίστηκαν ο Νότης και ο Μάρκος Μπότσαρης. Στην πλατεία μπροστά από το μοναστήρι, πολλά γυναικόπαιδα, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν την ατίμωση, χόρεψαν το μακάβριο χορό και έπεσαν από τα βράχια στον ποταμό Αχελώο, από ύψος 400 μέτρων, όπου και πνίγηκαν. Ο χώρος της πλατείας αυτής ονομάζεται από τότε η «Πλατεία του Χορού». Έτσι και τα δύο σώματα εκμηδενίστηκαν σχεδόν τελείως και όσοι σώθηκαν, κατέφυγαν στο Αγρίνιο, στη Ναύπακτο, στο Μεσολόγγι και στα Επτάνησα. Οι Σουλιώτες που έμεναν στην Πάργα, κατά την εποχή της διαμάχης μεταξύ Αλή πασά και της Υψηλής Πύλης, αποβλέποντας να ξανακερδίσουν την πατρίδα τους, πήραν πότε το μέρος του ενός και πότε του άλλου αντιπάλου. Αρχικά, οι Τούρκοι τους υποσχέθηκαν ότι θα τους έδιναν ξανά την πατρίδα τους και την ελευθερία τους, γι’ αυτό και τους βοήθησαν κατά του Αλή πασά. Επειδή όμως οι Τούρκοι δεν τήρησαν τις υποσχέσεις τους, συντάχθηκαν με τον Αλή, ξαναγύρισαν στο Τετραχώρι στις 12 Δεκεμβρίου 1820 και πολεμούσαν κατά των Τούρκων. Μετά την καταστολή της ανταρσίας του Αλή, η Υψηλή Πύλη όμως στράφηκε εναντίον τους, καθώς είχαν συμμαχήσει με τον Αλή πασά, και την εκστρατεία ανέλαβε ο Χουρσίτ πασάς, που αντικατέστησε τον ανίκανο Τούρκο στρατηγό Πασόμπεη.
Το χειμώνα του 1822 κατά του Σουλίου στάλθηκε ισχυρή δύναμη Τουρκαλβανών (14.000 άνδρες) με αρχηγό τον Χουρσίτ πασά που πολιόρκησε τους Σουλιώτες (1.000 άνδρες) στην Κιάφα και επακολούθησαν οι μάχες του Ναβαρίκου και των Χωνίων, όπου έλαβαν μέρος και Σουλιώτισσες. Στο μεταξύ ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση και οι Σουλιώτες ζήτησαν βοήθεια από τα ελληνικά στρατεύματα. Η επιχείρηση όμως αυτή των Ελλήνων απέτυχε, ιδίως μετά την ατυχή μάχη στο Πέτα που διεξήχθη στον ομώνυμο οικισμό του νομού Άρτας, στις 4 Ιουλίου 1822, μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων.

Η μάχη του Πέτα
Στα τέλη Ιουνίου του 1822, για να βοηθήσει τους πολιορκημένους Σουλιώτες, έσπευσε αυτοπροσώπως ο τότε πρόεδρος του Εκτελεστικού, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που τέθηκε επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος, αλλά οι δυνάμεις του ήταν δυσανάλογα μικρές αριθμητικά σε σύγκριση μ’ αυτές του Χουρσίτ. Επρόκειτο για δύναμη που απαρτιζόταν από 1.000 Πελοποννήσιους, 500 Μανιάτες με αρχηγό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, 300 Επτανήσιους, 350 άνδρες του τακτικού ελληνικού στρατού και ένα τάγμα Φιλελλήνων. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Μαυροκορδάτος δεν είχε στρατιωτική εμπειρία με αποτέλεσμα να διαπράξει το λάθος να διασπάσει και να διασπείρει τις ολιγάριθμες δυνάμεις του. Πριν ακόμα περάσει από την Πελοπόννησο απέναντι στο Μεσολόγγι, έστειλε πριν απ’ αυτόν το Μαυρομιχάλη με τους 500 Μανιάτες στο Φανάρι της Ηπείρου (στο βόρειο τμήμα του Αμβρακικού κόλπου), όπου, όμως, μόλις αποβιβάστηκε, περικυκλώθηκε από 4.000 Τουρκαλβανούς και σκοτώθηκε πολεμώντας γενναία.
Αρχικά ο Μαυροκορδάτος στρατοπέδευσε στο Κομπότι της Άρτας, όπου μάλιστα και κατατρόπωσε σύνταγμα τουρκικού ιππικού, αλλά αντί να βαδίσει με το σύνολο των δυνάμεών του κατά της Άρτας, άλλους τους έστειλε στα «Πέντε Πηγάδια» για να βοηθήσουν το Σούλι, ο ίδιος με άλλους έφυγε στο Λαγκαδά, άφησε μερικούς στο Κομπότι και το κύριο σώμα το διέταξε να βαδίσει προς το χωριό Πέτα. Γενικός πάντως αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων στο σύνολό τους ήταν ο ίδιος, αλλά πήγε στο Λαγκαδά με τον Γρίβα για να εξασφαλίσει τον επισιτισμό, και ως γενικό επιτελάρχη του, κατά κάποιο τρόπο, είχε το Γερμανό στρατηγό κόμη Έρενφελς.
Ο κορμός λοιπόν του στρατού του Μαυροκορδάτου στάλθηκε προς την περιοχή του Πέτα, και αποτελείτο από 2.000 περίπου άνδρες και περιλάμβανε το τάγμα των Φιλελλήνων υπό τον Ιταλό Δάνια,[2] από το πρώτο πεζικό σύνταγμα (την πρώτη μονάδα τακτικού στρατού που συγκροτήθηκε) υπό τον Ιταλό Ταρέλλα, από τη «Φάλαγγα των Επτανησίων» υπό τον Πανά, από δύναμη πυροβολικού από δύο κανόνια υπό τον Ελβετό Μπράντλι, και από μικρότερες ομάδες διαφόρων Ελλήνων οπλαρχηγών. Η τοποθεσία δίπλα στο χωριό Πέτα, όπου βρίσκονταν οι ελληνικές δυνάμεις, ήταν κατάλληλη, επειδή προστατευόταν από πολλές σειρές υψωμάτων. Η ελληνική παράταξη είχε την εξής διάταξη: Στην πρώτη γραμμή άμυνας, το δεξιό πλάγιο κατείχαν οι Επτανήσιοι, το κέντρο οι δυνάμεις του τακτικού στρατού και το αριστερό πλάγιο οι Φιλέλληνες. Στη δεύτερη γραμμή άμυνας (στη δεύτερη σειρά υψωμάτων) το δεξιό πλάγιο κατείχε ο περίφημος για την ανδρεία του, αλλά που λίγο τον εμπιστεύονταν, εξαιτίας των δεσμών του με τους Τούρκους, Γώγος Μπακόλας, μαζί με Έλληνες οπλαρχηγούς, το κέντρο ο Βαρνακιώτης και το αριστερό πλάγιο ο Μάρκος Μπότσαρης. Εφεδρεία ήταν οι οπλαρχηγοί Ίσκος και Γάτσος.
Στις 4 Ιουλίου η ελληνική δύναμη συγκρούστηκε με αριθμητικά ανώτερες δυνάμεις Τουρκαλβανών (8.000 άνδρες), που εξόρμησαν από την Άρτα υπό τον πασά της Άρτας Ισμαήλ Πλιάσα και τον Ρεσίτ πασά ή Κιουταχή. Τις πρώτες κατά μέτωπο επιθέσεις των Τούρκων οι Έλληνες και οι Φιλέλληνες της πρώτης γραμμής άμυνας τις απέκρουσαν όλες αν και ήταν ολιγάριθμοι και πολεμούσαν ακάλυπτοι (δηλαδή όχι ταμπουρωμένοι). Οι Τούρκοι όμως, που διέθεταν πολύ περισσότερες δυνάμεις, έκαναν κυκλωτική κίνηση κι από τις δυο πλευρές των ελληνικών παρατάξεων, που πέτυχε, ιδίως στο δεξί πλάγιο, εξαιτίας άστοχης ενέργειας του Μπακόλα, ο οποίος άφησε την τουρκική εμπροσθοφυλακή να περάσει με σκοπό να την κυκλώσει. Η εμφάνισή της όμως μπρος στους Έλληνες, οι οποίοι αγνοούσαν ότι επρόκειτο για ολιγάριθμο τμήμα, προκάλεσε ταραχή και σύγχυση, που την αύξησε η κραυγή: «Προδοσία! Προδοσία!». Βλέποντας την κατάσταση αυτή πήραν θάρρος και οι Τούρκοι που επιτίθονταν κατά μέτωπο, και ενώ είχαν ήδη αρχίσει να υποχωρούν, επανέλαβαν τις επιθέσεις τους με μεγαλύτερη τώρα λύσσα. Αυτό που ακολούθησε ήταν πραγματική πανωλεθρία.
Πρέπει να τονιστεί όμως η γενναιότητα των Φιλελλήνων και του τακτικού στρατού των Ελλήνων. Αυτοί σχημάτισαν τελικά το περίφημο «τετράγωνο» της τακτικής του Ναπολέοντα («μπαταγιόν καρέ») και έπεσαν μέχρι ενός. Σκοτώθηκαν οι Ιταλοί Δάνια και Ταρέλλα, ο Πολωνός Μιρζέφσκι, ο Γάλλος Μινιάκ κ.α. Ο Γερμανός Νόρμαν τραυματίστηκε και ανάγγειλε τη μεγάλη συμφορά στο Μαυροκορδάτο με την περίφημη φράση: «Πρίγκιπα, χάσαμε τα πάντα εκτός από την τιμή!».
Συνολικά κατά τη μάχη του Πέτα σκοτώθηκαν τα 2/3 των Φιλελλήνων, οι μισοί Επτανήσιοι και το 1/3 των δυνάμεων του τακτικού στρατού. Επίσης, μετά τη μάχη, σκοτώθηκαν κι οι αιχμάλωτοι, κατά τη συνήθεια των Τούρκων. Η συμφορά υπήρξε πολύ αισθητή. Μετά την καταστροφή στο Πέτα, ο Μαυροκορδάτος με τα λείψανα του στρατού αποσύρθηκε στο Μεσολόγγι, του οποίου άρχισε η πρώτη πολιορκία και η Στερεά Ελλάδα πέρασε σχεδόν ολόκληρη στην εξουσία των Τούρκων.Το γεγονός αυτό ανάγκασε τους Σουλιώτες, που ήταν πολιορκημένοι στην Κιάφα και στερούνταν τα τρόφιμα και τα πυρομαχικά, να συνθηκολογήσουν με τον Ομέρ Βρυώνη και να υπογράψουν στο αγγλικό προξενείο στην Πρέβεζα, στις 28 Ιουλίου 1822, συνθήκη παράδοσης της Κιάφας. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1822, επιβιβάστηκαν σε 27 πλοία με τη συνοδεία 2 αγγλικών πολεμικών και εγκαταλείψουν, αυτή τη φορά οριστικά οι περισσότεροι, τα εδάφη τους. Κατέπλευσαν στο λιμάνι της Άσσου στην Κεφαλληνιά, όπου αποβιβάστηκαν. Πολλοί έπειτα πήγαν από εκεί στην Κέρκυρα με τις οικογένειές τους, ενώ αρκετές από τις σπουδαιότερες φάρες των Σουλιωτών κατέφυγαν στο Μεσολόγγι, όπου βρισκόταν ο Μάρκος Μπότσαρης και αγωνίστηκαν στο πλευρό των άλλων Ελλήνων κατά την πολιορκία, και, μετά την Έξοδο, και σε άλλες πολεμικές συγκρούσεις, έως το τέλος της Επανάστασης. Το Σούλι εγκαταλείφτηκε οριστικά.

Υποσημειώσεις:
[1] Πολλές φορές οι τοπάρχες των Ιωαννίνων αναγκάζονταν να πληρώνουν φόρο σε διάφορες φάρες των Σουλιωτών για να διαφυλάξουν τις επαύλεις και τα χωράφια τους. Σοβαρές υπήρξαν οι συγκρούσεις των Σουλιωτών με τον Χατζή Αχμέτ το 1721, με τον Μουσταφά πασά το 1754 κ.α.
[2] Το τάγμα αυτό συνίστατο από δύο λόχους, από τους οποίους ο ένας αποτελείτο από Γερμανούς και Πολωνούς υπό τον Πολωνό Μιρζέφσκι, και ο άλλος από Γάλλους και Ιταλούς υπό τον Ελβετό Σεβαλιέ.

1 Οκτ 2009

Γεώργιος Παπανικολάου

Διάσημος Έλληνας γιατρός, παθολογοανατόμος, βιολόγος και ερευνητής, που γεννήθηκε στην Κύμη της Εύβοιας το 1883 και πάθανε στο Μαϊάμι των ΗΠΑ το 1962. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε το 1904 και το 1907 πήγε στη Γερμανία, όπου παρακολούθησε μαθήματα βιολογίας στο πανεπιστήμια της Ιένας (του καθηγητή Χαίκκελ) και του Φράιμπουργκ (του καθηγητή Βάισμαν). Στη συνέχεια γράφτηκε στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, όπου παρακολούθησε τα μαθήματα του καθηγητή Ρίχαρντ Έρτβιχ, στο εργαστήριο του οποίου άρχισε την πρώτη βιολογική του έρευνα «επί του καθορισμού του φύλου εις τα οστρακόδερμα της οικογενείας των δαφνιδών». Αφού αναγορεύτηκε διδάκτορας των φυσικών επιστημών στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, επέστρεψε το 1910 στην Αθήνα. Στη συνέχεια πήγε στη Γαλλία, όπου εργάστηκε ως βιολόγος στο ωκεανογραφικό Ινστιτούτο του Μονακό, συμμετέχοντας και σε ωκεανογραφική εξερεύνηση του πρίγκιπα του Μονακό το 1911. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, υπηρέτησε ως ανθυπίατρος στους Βαλκανικούς πολέμους και το 1913 αναχώρησε για τις ΗΠΑ, όπου (έπειτα από μια σύντομη θητεία βοηθού στο παθολογοανατομικό τμήμα του Νοσοκομείου της Νέας Υόρκης) εργάστηκε ως βοηθός στον κλάδο της ανατομίας στο πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης. Στη συνέχεια εκλέχθηκε υφηγητής, έκτακτος καθηγητής και τέλος τακτικός καθηγητής της ανατομίας και ιστολογίας στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου αυτού, όπου παρέμεινε 47 χρόνια.
Μετά από σειρά εργασιών πάνω στην εκφυλιστική κληρονομική επίδραση του οινοπνεύματος στα ινδικά χοιρίδια, ο Παπανικολάου στράφηκε προς την έρευνα προβλημάτων που σχετίζονται με την αναπαραγωγή και τη λειτουργία των γεννητικών οργάνων, τον καθορισμό του φύλου, τη λειτουργία των ενδοκρινών αδένων και των φυλετικών ορμονών. Κατά τη διάρκεια των επιστημονικών του ερευνών εφάρμοσε μια πρωτότυπη μέθοδο, που ο ίδιος επινόησε, τη μέθοδο των επιχρισμάτων με διάφορα υγρά του οργανισμού, ειδικά παρασκευασμένα και χρωματισμένα αρχικά στα ινδικά χοιρίδια και μετά σε άλλα θηλαστικά. Με τη χρήση της μεθόδου αυτής, που την τελειοποίησε τεχνικά, απέδειξε την ύπαρξη τακτικής περιοδικότητας στο γεννητικό σύστημα των θηλέων στα τρωκτικά και σε άλλα κατώτερα θηλαστικά. Η εφαρμογή της μεθόδου αυτής σε ευρύτερη κλίμακα άνοιξε νέα περίοδο μεγάλης δραστηριότητας στην ενδοκρινολογία και τη μελέτη και απομόνωση των φυλετικών ορμονών.
Το 1923 εφάρμοσε τη μέθοδό του σε γυναίκες, αρχικά για μελέτη των φυσιολογικών γεννητικών λειτουργιών και στη συνέχεια για τη διάγνωση του καρκίνου της μήτρας και η οποία συνίσταται στην κυτταρολογική μελέτη των προϊόντων της αποφολίδωσης των επιθηλίων. Η μέθοδος αυτή, γνωστή διεθνώς ως μέθοδος Παπανικολάου (Pap test) εφαρμόζεται σήμερα σε όλο τον κόσμο για την έγκαιρη διάγνωση των νεοπλασιών, ιδιαίτερα του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.
Η πρώτη του ανακοίνωση για τη χρησιμότητα της κυτταρολογικής μεθόδου για τη διάγνωση του καρκίνου του αυχένα της μήτρας, που έγινε το 1928, έγινε δεκτή με πολύ σκεπτικισμό, επειδή η γνώμη που επικρατούσε τότε ήταν ότι η διάγνωση του καρκίνου με τη μελέτη των αποφολιδούμενων κυττάρων ήταν πρακτικά ανεφάρμοστη. Τέτοια διάγνωση θεωρείτο δυνατή μόνο με την τομή του πάσχοντος οργάνου.
Η εργασία του, που βοηθήθηκε από το «Commonwealth Fund», επεκτάθηκε σε ευρύτερη μελέτη των κυτταρολογικών αλλοιώσεων σε περιπτώσεις καρκίνου του αυχένα της μήτρας και του ενδομητρίου, και τα πορίσματά της δημοσιεύθηκαν το 1943 μαζί με αυτά του καθηγητή της γυναικολογίας Έρμπερτ Τράουτ σε ειδική μονογραφία με τον τίτλο «Διάγνωση του καρκίνου της μήτρας μέσω των κολπικών επιχρισμάτων». Η δημοσίευση της εργασίας αυτής δημιούργησε έντονο ενδιαφέρον και προκάλεσε τη δοκιμαστική χρησιμοποίηση της μεθόδου σε διάφορα νοσοκομεία. Το 1944 έγινε η πρώτη εφαρμογή της μεθόδου στη διάγνωση του καρκίνου των οργάνων του ουροποιητικού συστήματος και στη συνέχεια του αναπνευστικού, πεπτικού και άλλων συστημάτων του οργανισμού.
Ο Παπανικολάου με τις εργασίες τους αυτές θεωρείται ότι έγινε θεμελιωτής ενός νέου επιστημονικού κλάδου της «αποφολιδωτικής κυτταρολογίας», που βασίζεται στη μελέτη των αποφολιδούμενων κυττάρων του οργανισμού στις διάφορες κοιλότητες του σώματος. Η εφαρμογή της μεθόδου, που χρησιμοποίησε στις έρευνές του, και η οποία προς τιμή του ονομάστηκε «Μέθοδος Παπανικολάου», άνοιξε νέους ευρείς ορίζοντες στη γενετήσια φυσιολογία και ενδοκρινολογία, όπως και στη μελέτη και διάγνωση του καρκίνου.
Οι επιστημονικές εργασίες του Παπανικολάου που δημοσιεύθηκαν υπερβαίνουν τις 100, μεταξύ των οποίων τρεις ειδικές μονογραφίες.
Ο Παπανικολάου τιμήθηκε με πλήθος διακρίσεων και επιστημονικών βραβείων, μεταξύ των οποίων σημαντικότερες είναι: το μετάλλιο τιμής της Αμερικανικής Εταιρείας Καρκινολογίας, το 1952 και το βραβείο Λάσκαρ, η μεγαλύτερη επιστημονική διάκριση των Ηνωμένων Πολιτειών. Υπήρξε επίσης μέλος της Ιατρικής Ακαδημίας Νέας Υόρκης, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών Νέας Υόρκης, αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Κυτταρολογικής Εταιρείας Νέας Υόρκης, επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών και άλλων ξένων πανεπιστημίων και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Το 1960 η Ακαδημία Αθηνών, μαζί με άλλα επιστημονικά Αμερικανικά ιδρύματα, υπέβαλε γι’ αυτόν υποψηφιότητα για το βραβείο Νόμπελ ιατρικής. Τελικά όμως δεν του απονεμήθηκε με την αιτιολογία ότι ο Παπανικολάου υπήρξε επινοητής της μεθόδου και όχι εφευρέτης φαρμάκου. Στα τελευταία χρόνια πριν από τον θάνατό του ανέλαβε την οργάνωση και τη διεύθυνση του Ινστιτούτου Ερευνών «Παπανικολάου», που ιδρύθηκε προς τιμή του στο Μαϊάμι της Φλόριντα. Στενός συνεργάτης στις επιστημονικές του δραστηριότητες υπήρξε η γυναίκα του Μάχη Μαυρογένη, η οποία προσπάθησε να συνεχίσει το έργο του, μετά τον θάνατό του.
Στη μνήμη του διάσημου Έλληνα ιατρού κυκλοφόρησαν γραμματόσημα στην Ελλάδα (1973) και στις ΗΠΑ (1977).

Χρώση κατά Παπανικολάου
Είναι μια κυτταρολογική εργαστηριακή μέθοδος χρώσης διαφόρων εκκριμάτων του σώματος προς αναζήτηση κυττάρων κακοήθων εξεργασιών, ιδιαίτερα των νεοπλασματικών. Με τη μέθοδο αυτή λαμβάνονται τα εκκρίματα από το αναπνευστικό, το πεπτικό, το ουρογεννητικό κλπ. Συστήματα, τα οποία πάντοτε περιέχουν ελεύθερα κύτταρα που αποσπάστηκαν από τα παραπάνω συστήματα, τα οποία ,ε διάφορες ειδικές χρωστικές ουσίες χρωματίζονται και έτσι γίνονται ευδιάκριτα για να μελετηθούν με το μικροσκόπιο. Μεταξύ των κυττάρων αυτών βρίσκονται μερικές φορές και κύτταρα που αποχωρίστηκαν από κάποια νεοπλασματική εστία. Ιδιαίτερη αξιοπιστία παρουσιάζει η μέθοδος στην εξακρίβωση ύπαρξης καρκίνου της μήτρας και μάλιστα στο στάδιο πριν την εξάπλωσή του, οπότε και η εγχείρηση απαλλάσσει την άρρωστη από τον θανάσιμο κίνδυνο. Το έκκριμα λαμβάνεται με αναρρόφηση και με επιπόλαια απόξεση του τραχήλου της μήτρας, όπου συνηθέστερα αναπτύσσεται αρχικά ο καρκίνος της μήτρας. Και αφενός μεν το υλικό που λαμβάνεται με απόξεση δίνει υψηλού βαθμού ακρίβεια διάγνωσης του καρκίνου του τραχήλου, αφετέρου δε με αναρρόφηση, μικρότερης ακρίβειας διάγνωση από την προηγούμενη, αποκαλύπτει καρκίνο όχι μόνον του τραχήλου, αλλά και του ενδομητρίου, των σαλπίγγων και της ωοθήκης. Σύμφωνα με τον Παπανικολάου, τα εξεταζόμενα κύτταρα διαιρούνται σε 4 κατηγορίες από πλευράς κακοήθειας. Από αυτές οι δυο πρώτες στερούνται κακοήθειας, η δε τρίτη και τέταρτη αντιπροσωπεύουν κύτταρα αυξανόμενου βαθμού κακοήθειας.
Ευνόητη είναι η τεράστια σημασία της μεθόδου για την αποκάλυψη νεοπλασματικών αλλοιώσεων στα αρχικά τους στάδια, οπότε και η χειρουργική θεραπεία είναι αποτελεσματική. Κάθε εξέλκωση του τραχήλου της μήτρας πρέπει να θεωρείται ύποπτη κακοήθειας, να ελέγχεται εγκαίρως και ο έλεγχος αυτός να επαναλαμβάνεται κατά διαστήματα μέχρι πλήρους ίασης της εξέλκωσης. Επίσης, ασυνήθιστη εκροή από τη θηλή των μαστών πρέπει αμέσως να υποβάλλεται στην κατά Παπανικολάου εξέταση, το Pap test, όπως εν συντομία λέγεται στο εξωτερικό. Η εξέταση αυτή γίνεται από εξειδικευμένους στην κυτταρολογία ιατρούς.

Pap test
Κυτταρολογική εργαστηριακή μέθοδος που επινοήθηκε από τον Έλληνα ιατρό Γεώργιο Παπανικολάου (στον οποίον οφείλει και τη διεθνή της ονομασία) για την έγκαιρη διάγνωση των νεοπλασιών του τραχήλου της μήτρας. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή αφαιρούνται κύτταρα από την επιφάνεια του τραχήλου της μήτρας, επιστρώνονται σε αντικειμενοφόρο πλάκα, μονιμοποιούνται, χρωματίζονται με κατάλληλες χρωστικές για την ανάδειξη των πυρήνων και του κυτταροπλάσματος και εξετάζονται στο μικροσκόπιο, για να ανιχνευθούν ανώμαλα κύτταρα τα οποία είναι ή μπορούν να γίνουν καρκινικά.
Εδώ και πολλά χρόνια, είναι παγκοσμίως παραδεκτό ότι χάρη στις κυτταρολογικές εξετάσεις οι θάνατοι από καρκίνο της μήτρας έχουν υποδιπλασιαστεί, ενώ η αναλογία των καρκίνων που ανιχνεύονται στα αρχικά στάδια διπλασιάστηκε. Χάρη στο τεστ, ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας, ο οποίος αποτελούσε άλλοτε το συχνότερο είδος καρκίνου στις γυναίκες, σήμερα βρίσκεται στη 13η θέση. Κάτω από άριστες συνθήκες λήψης και μονιμοποίησης του υλικού, όσον αφορά τη διάγνωση του πρώιμου καρκίνου, δηλαδή της ενδοεπιθηλιακής βλάβης, η αξιοπιστία του τεστ κυμαίνεται διεθνώς από 70% έως 80%.
Σύμφωνα με τις οδηγίες της Αμερικανικής Κυτταρολογικής Εταιρείας, οι οποίες εκπονήθηκαν ύστερα από μακροχρόνιες πληθυσμιακές μελέτες, το πρώτο τεστ πρέπει να γίνεται τρία χρόνια μετά την πρώτη πλήρη σεξουαλική επαφή και πάντως όχι αργότερα από το 21ο έτος. Επίσης, θα πρέπει να επαναλαμβάνεται ετησίως, εφόσον τα ευρήματα δεν υπαγορεύουν συντομότερα την επανεκτίμηση. Μετά το 30ο έτος της ηλικίας, γυναίκες οι οποίες είχαν τρία συνεχή αρνητικά τεστ (δηλαδή χωρίς ιδιαίτερα παθολογικά ευρήματα) μπορούν να ελέγχονται ανά διετία, εκτός αν υπάρχει διαφορετική ιατρική οδηγία. Γυναίκες άνω των 70 ετών μπορούν να σταματήσουν να κάνουν τεστ όταν έχουν επισκοπικά άψογο τράχηλο, έχουν προηγηθεί τουλάχιστον τρία αρνητικά τεστ και δεν έχει διαπιστωθεί κατά τα τελευταία 10 χρόνια οποιαδήποτε κυτταρολογική ανωμαλία που συνηγορεί για ενδοεπιθηλιακή βλάβη.Τελευταία, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις νέες τεχνολογίες, οι οποίες αυξάνουν την αξιοπιστία της συγκεκριμένης εξέτασης, όπως η κυτταρολογία υγρής φάσης, που διαφέρει από το συμβατικό τεστ ως προς τη μέθοδο παρασκευής του υλικού.