ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Kανείς στη Μασαχουσέτη των αρχών του 19ου αιώνα δεν θα πίστευε ότι ο ερημίτης της Κομητείας Κόνκορντ, ονόματι Χένρι Ντέιβιντ Θορό, θα γινόταν κάποτε επαναστάτης. Όπως και κανείς, πριν από τον Μαχάτμα Γκάντι, δεν έδωσε σημασία σε ένα μακροσκελές άρθρο με τον τίτλο «Αντίσταση στην πολιτική του
κράτους» («Resistance to Civil Government»), που δημοσιεύτηκε το 1849 στην εντελώς άγνωστη επιθεώρηση «Εsthetic Papers».
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ο Αμερικανός συγγραφέας και νατουραλιστής φιλόσοφος Χένρι Ντέιβιντ Θορό (Henry David Thoreau) γεννήθηκε στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης το 1817. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους οραματιστές της Αμερικής του 19ου αιώνα και θεωρείται ο πατέρας των περιβαλλοντικών κινημάτων. Ο Thoreau αποτελεί μοναδικό παράδειγμα πρώιμου οικολόγου και λογίου. Υπήρξε θαυμαστής και μαθητής του Ρalph Waldo Emerson και μετείχε στους κύκλους των στοχαστών του «υπερβατισμού» (transcendentalism), ένα ρεύμα ιδεών που αναπτύχθηκε στην Νέα Αγγλία τον 19ο αιώνα, πατριάρχης του οποίου ήταν ο Emerson. Η συγγραφή βιβλίων ήταν το τρίτο και το τελευταίο επάγγελμα που διάλεξε. Το δεύτερο ήταν αγρότης και το πρώτο δάσκαλος. Ως φέρελπις νέος της εποχής σπούδασε κλασική φιλολογία, φυσική ιστορία και μαθηματικά στο Harvard (1833-1837), απ’ όπου έφυγε με πολύ καλές συστατικές επιστολές. Με αυτές εξασφάλισε γρήγορα, μετά τις σπουδές του, μια θέση δασκάλου και δίδαξε σε διάφορα σχολεία, για να έρθει σύντομα σε σύγκρουση με το αυταρχικό παιδαγωγικό σύστημα της εποχής του, επειδή έκρινε ότι οι παιδαγωγικές μέθοδοι της εποχής δεν του άφηναν περιθώρια για δημιουργία. Ως επακόλουθο, λίγες εβδομάδες μετά την πρώτη του πρόσληψη παραιτήθηκε, μη μπορώντας να ασκήσει βία στους μαθητές. Δεν είχε τελειώσει όμως με την εκπαίδευση. Το 1838, ίδρυσε με τον αδελφό του ένα πρωτοποριακό για την εποχή σχολείο, όπου, εκτός από την αντιαυταρχική εκπαίδευση, εισήγαγαν τον θεσμό των διαλειμμάτων και τις εκδρομές στη φύση. Το όλο εγχείρημα σταμάτησε με τον αιφνίδιο θάνατο του αδελφού του, το 1841. Για δυο χρόνια, από το 1841 έως το 1843, ο Thoreau συνεργάστηκε με το περιοδικό «Dial» που εξέδιδε ο Emerson, ο οποίος άσκησε τεράστια επίδραση στη διαμόρφωση του καλλιτεχνικού ψυχισμού του.
O Thoreau ήταν ένας ένθερμος φυσιολάτρης και λάτρης της αρμονίας που διέπει τους κανόνες της φύσης, οι οποίοι και τον οδηγούσαν στις αντιλήψεις του για την ζωή, όσο και στις πολιτικές του πεποιθήσεις, που για αυτόν ήταν αλληλένδετα. Ήταν ένας άνθρωπος που απλά ήθελε να τον αφήνουν ήσυχο. Αποτελούσε κάτι αξιοπερίεργο στην μικρή κοινότητα του Κόνκορντ, διότι «γυρνούσε στα δάση, χωρίς καν να έχει όπλο». Σύμφωνα με τον μέντορά του, τον συγγραφέα και φιλόσοφο Emerson, ο Thoreau «δεν άσκησε ποτέ κανένα επάγγελμα. Ζούσε μόνος του και δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν ψήφισε ποτέ, δεν πήγε στην εκκλησία ποτέ, δεν πλήρωσε φόρους ποτέ. Δεν έφαγε ποτέ κρέας. Δεν ήπιε ποτέ κρασί και αρνιόταν τη χρήση καπνού. Παρόλο που ζούσε στη φύση δε χρησιμοποιούσε όπλο ή παγίδες ζώων. Δεν είχε το ταλέντο να γίνει πλούσιος, αλλά ήξερε πώς να είναι φτωχός, χωρίς να επιτρέπει ούτε ένα σημάδι κακομοιριάς ή έλλειψης καλαισθησίας... Επέλεξε να γίνει ο εργένης της σκέψης και της φύσης». Ύστερα από ένα διάστημα παραμονής στο σπίτι του Emerson (1841-43), δεν έμεινε απλά στις θεωρίες του περί ζωής, αλλά αποφάσισε να τις εφαρμόσει και στην πράξη.
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΗ
Ελεύθερο πνεύμα και βαθύς γνώστης της φιλοσοφίας της ζωής, ο νεαρός άντρας, απόφοιτος του Harvard, που ακόμη δεν είχε συμπληρώσει το εικοστό όγδοο έτος της ηλικίας του, αποφάσισε ν’ αφήσει τη ζωή στην πολιτισμένη κοινωνία και να ζήσει μέσα στο δάσος, στην περιοχή Walden Po, δίπλα στις όχθες της μικρής λίμνης Walden, κοντά στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης. Εκεί επισκευάζει μια παλιά μικρή καλύβα, μόλις 3,5 επί 4,5 μέτρα, με ξυλεία της περιοχής και άχρηστα σανίδια, πάνω σε δανεική γη, χρησιμοποιώντας ένα δανεικό τσεκούρι. Σκάβει ένα κελάρι στο μαλακό χώμα γεμίζοντάς το με τα απολύτως απαραίτητα και μένει εκεί για πάνω από δύο χρόνια (1845-1847), θέλοντας να αποδείξει ότι ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να ζήσει μόνο με τα μέσα που του προσφέρει η φύση. Φυτεύει ένα χωράφι με φασολιές και διάφορα λαχανικά, που φροντίζει ο ίδιος, ψαρεύει στη λίμνη και ελαχιστοποιεί στο έπακρο τις ανάγκες του. Μόνος του, μακριά από τον πολιτισμό βυθίζεται στον εαυτό του και αφήνεται στην αγκαλιά της φύσης. «Πήγα στα δάση, γιατί ήθελα να ζήσω λεύτερος, γιατί ήθελα ν’ αντικρίζω μόνο την ουσία της ζωής, και ήθελα να δοκιμάσω, αν μπορώ να μάθω εκείνο που είχα χρέος να διδάξω. Και τότε ένοιωσα πως, ενώ πήγα να πεθάνω κοντά τους δεν είχα ακόμη ζήσει», έγραψε αργότερα στο βιβλίο του «Walden», όπου περιγράφει τη ζωή και τις σκέψεις του τα δύο χρόνια και τους δύο μήνες που έζησε εκεί. «O σκοπός για τον οποίο πήγα στη λίμνη Walden», γράφει ο Thoreau, «δεν ήταν για να βρω έναν τόπο στον οποίο θα μπορούσα να ζήσω είτε φθηνά είτε πλουσιοπάροχα, αλλά για να καταπιαστώ με κάποιες προσωπικές εργασίες μου έχοντας να αντιμετωπίσω τα λιγότερα δυνατά εμπόδια».
Χτίζει μόνος του την καμινάδα, φτιάχνει ασβέστη, σοβαντίζει ο ίδιος το σπίτι του. Τρέφεται κατά κύριο λόγο με φρούτα και λαχανικά. Tο κελάρι του περιέχει κυρίως ρύζι, μελάσα, κριθάλευρο και καλαμποκάλευρο, το λεγόμενο «ινδιάνικο αλεύρι». Δεν έχει επαγγελματικές υποχρεώσεις, ή τουλάχιστον υποχρεώσεις τέτοιες που οι γείτονές του θα αναγνώριζαν ως επαγγελματικές. Διαβάζει, γράφει, στοχάζεται, συζητά σχεδόν με όποιον συναντά. Κρατάει ημερολόγιο. Η εργασία του, σύμφωνα με τα λόγια του, είναι η εργασία του «αυτόκλητου επιθεωρητή της χιονοθύελλας και της καταιγίδας... ενός τοπογράφου, όχι των δημόσιων δρόμων, αλλά των μονοπατιών του δάσους και όλων εκείνων των μονοπατιών που διασχίζουν τα χωράφια». Οι κυνηγοί ή οι ταξιδιώτες, που περνούσαν από την καλύβα του, τον αντιμετώπιζαν με δυσπιστία, καχύποπτα ή πολλές φορές ως τρελό. Κάθε φορά, όμως, που κάποιος έφευγε από το μικρό καταφύγιο του Thoreau, ένιωθε πλήρης, αληθινός και βρισκόταν ενώπιον των αληθινών αναγκών του. Δεν τον ξεχνούσε, όμως οι περισσότερες επισκέπτες προτιμούσαν να βυθίζονται στη ψευδαίσθηση της ανθρώπινης πολυτέλειας παρά να βρεθούν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα. Ο Thoreau στεκόταν έξω από την ευνομούμενη πολιτεία, για να μπορεί να παρατηρεί, αλλά και να κρίνει ορθότερα τις ανθρώπινες σχέσεις, τους θεσμούς, την εξέλιξη και την πορεία του ανθρώπινου είδους.
Το αποτέλεσμα αυτής της «σχέσης» με τον φυσικό κόσμο ήταν η δημιουργία μιας ολιστικής αντίληψης για τα πράγματα. Για τον μεγάλο στοχαστή, η φροντίδα για το περιβάλλον και την οικονομία είναι έννοιες αλληλένδετες και αλληλοεξαρτώμενες. «Αν παραμελήσουμε το ένα σε βάρος του άλλου βάζουμε σε κίνδυνο τις κοινωνίες και επομένως την ποιότητα ζωής και την ελευθερία μας», υποστήριζε. Ήταν μια ζωή εξαιρετικά λιτή. Κι όμως, ένα μεγάλο ποσοστό των συμπατριωτών του Thoreau ζούσε σε συνθήκες ακόμη πιο ταπεινές και φτωχικές, με πολύ λιγότερες ανέσεις. Όμως ο Thoreau δε φιλοδοξούσε απλά να ζήσει μια ζωή όσο το δυνατόν πιο λιτή, αλλά μια ζωή που να συνδυάζει στο μέγιστο δυνατό βαθμό τη λιτότητα με τη συνέπεια απέναντι σε μια αίσθηση οικιακής ζωής που να επιτρέπει την πνευματική εργασία, στα μέτρα της κοινωνίας της Νέας Αγγλίας, αλλά και της ίδιας του της ανατροφής. Προσπαθεί «να συνδυάσει την ευρωστία των αγρίων με την πνευματικότητα του πολιτισμένου ανθρώπου», πράξη με συμβολική αξία για το συλλογικό αμερικανικό φαντασιακό, αφού ανανεώνει την παράδοση της απόβασης σ’ έναν άγριο τόπο και της εκεί δημιουργίας ενός «θύλακα» ζωής. Αυτό που κάνει τον Thoreau τόσο οξυδερκή κριτικό της ζωής των πιο συνηθισμένων ανθρώπων δεν είναι η απομόνωσή του στη λίμνη και η απομάκρυνσή του από τον τρόπο ζωής των υπολοίπων, αλλά η συνεχής επαφή του με αυτόν: η απόφασή του να χτίσει το συνηθισμένο, αν και μικροσκοπικό του, σπίτι, αντί να περιπλανηθεί, οι συχνές του συναναστροφές με τους κατοίκους της μικρής πόλης του Κόνκορντ. O Thoreau δεν ξεκίνησε για ένα ταξίδι γεμάτο περιπέτειες, όπως ο Χακ Φιν, ο ήρωας του Μαρκ Τουαίν, ούτε μπάρκαρε σε φαλαινοθηρικό, όπως ο Ισμαήλ, ο ήρωας του Μέλβιλ. Η απλότητα του βίου του τα δύο εκείνα χρόνια στην τοποθεσία αυτή, δε μοιάζει τόσο με αντίδοτο προς κάποιο δηλητήριο που προσιδιάζει στην αμερικανική ζωή, όσο με ένα είδος μεγεθυντικού φακού που του επιτρέπει να διακρίνει καλύτερα τη χώρα στην οποία ζει και στην οποία επέλεξε να παραμείνει.
WALDEN
Εκεί έγραψε το κορυφαίο του έργο «Walden ή η ζωή στα δάση», το οποίο εξέδωσε το 1854. Στο «Walden», ένα από τα εμβληματικά έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας, ο συγγραφέας περιγράφει τις εμπειρίες του από τα δύο χρόνια της παραμονής του εκεί. Το έργο αυτό αποτελεί μια πραγματεία για τον άνθρωπο, τη φύση, τη μοναχικότητα. Ένα βιβλίο που κάποιος μπορεί να αντικρίσει στις σελίδες του την ιστορία του ανθρώπου, την ανάγκη ή τη λύση για το παρόν και την ελπίδα ή το όνειρο για το μέλλον. O λόγος που το «Walden» ηχεί τόσο αρμονικά στη φαντασία των Αμερικανών είναι η απλότητα των εργασιών εκείνων που περιγράφει ο Thoreau. Δεν είναι τυχαίο ότι, έπειτα από σχεδόν ενάμιση αιώνα, το έργο συνεχίζει να συγκινεί και να διατηρεί έναν επίκαιρο προβληματισμό, αφού επισημαίνει, σχεδόν προφητικά, τις αρνητικές συνέπειες της απομάκρυνσης του ανθρώπου από το περιβάλλον. Στο έργο αυτό, το δοκίμιο εναλλάσσεται με την περιγραφή, την αφήγηση και την επική καταγραφή γεγονότων (σε τόνο δραματικά ηθικολογικό, σύμφωνα με την πουριτανική συνήθεια) ή αναλυτικά κοινωνιολογικό. Το πρώτο μέρος του Walden, που έχει τον τίτλο Economy, βασίζεται σε δύο σημεία-κλειδιά: το ένα είναι η περιγραφή του κτισίματος της καλύβας του στις όχθες της ομώνυμης λίμνης, όπου διέμεινε πάνω από δύο χρόνια, θέλοντας να αποδείξει ότι ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να ζήσει μόνο με τα μέσα που διαθέτει ο ίδιος κοντά στη φύση. Το άλλο είναι μια καταγγελία των περιορισμών που επιβάλλει στον άνθρωπο η βιομηχανική κοινωνία, μια τρομερή διάγνωση της αλλοτρίωσης του ανθρώπου που προέρχεται από την υποταγή του στη μηχανή. Η αντίληψή του για την πρόοδο ήταν τελείως αντίθετη με το πνεύμα της εποχής του. Την περίοδο που η Αμερική στρωνόταν με σιδηροδρόμους και η βιομηχανία φάνταζε σαν ο από μηχανής θεός, που θα σώσει τον άνθρωπο από την «τυραννία» της φύσης, ο Thoreau δήλωνε ότι δεν πρέπει να καταστρέφουμε τη φύση χάρη της οικονομίας, γιατί «και η μεγαλύτερη λίμνη στον κόσμο είναι τόσο ευαίσθητη στις ατμοσφαιρικές αλλαγές όσο και ο υδράργυρος στον σωλήνα του θερμομέτρου», και «όταν καταστραφεί το περιβάλλον μας δεν θα έχει καμία αξία οποιοδήποτε τεχνολογικό επίτευγμα». Θεωρίες που ακούγονται όλο και συχνότερα σήμερα από τους θιασώτες της οικολογίας. Συμπτωματικά, ο Thoreau είναι συνεπαρμένος από το θέαμα του τρένου που περνά από την άλλη πλευρά της λίμνης Walden. Στην ουσία, όμως, δε δέχεται συμβιβασμούς με τα είδωλα ενός κόσμου που πιστεύει ότι είναι διεφθαρμένος.
Διαβάζουμε από το βιβλίο του «Walden, ή Η ζωή στο δάσος»:
«Κάθε πρωί αποτελούσε για μένα μια ενθουσιώδη πρόσκληση να δώσω στη ζωή μου τόση απλότητα και αθωότητα θα μπορούσα να πω, όσο έχει και η ίδια η φύση. Πάντα λάτρευα τη ροδοδάχτυλη Ηώ με τον τρόπο που το έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες. Ξυπνούσα νωρίς και έκανα το μπάνιο μου στη λίμνη: αυτό ήταν κάτι σαν θρησκευτική τελετή, ένα από τα καλύτερα πράγματα που έκανα. O Κομφούκιος λέει πως στην μπανιέρα του βασιλιά Τσινγκ Τανγκ υπήρχαν χαραγμένα σύμβολα που έλεγαν το εξής: ‘Να ανανεώνεις εντελώς τον εαυτό σου κάθε μέρα. Να το κάνεις ξανά και ξανά, αιώνια’. Αυτό είναι κάτι που μπορώ να καταλάβω πολύ καλά. Το πρωί μας φέρνει πίσω στους ηρωικούς χρόνους. Το ανεπαίσθητο μουρμουρητό ενός κουνουπιού που έκανε την αόρατη και μυστηριώδη περιοδεία του στο σπίτι μου νωρίς την αυγή, όταν καθόμουν με την πόρτα και τα παράθυρα ανοιχτά, είχε πάνω μου την ίδια επίδραση που θα ασκούσε μια σάλπιγγα που τραγουδούσε τη δόξα κάποιου επιφανούς προσώπου. Ήταν το ρέκβιεμ του Oμήρου, Ιλιάδα και Oδύσσεια μαζί αντηχούσαν ολόγυρα, τραγούδια για τη μήνι και τις περιπλανήσεις. O ήχος αυτός είχε κάτι το συμπαντικό πάνω του, έμοιαζε με μόνιμη διαφήμιση της αιώνιας ζωντάνιας και γονιμότητας του κόσμου. Το πρωί, η ώρα της ημέρας που μένει περισσότερο απ’ όλες τις άλλες χαραγμένη στη μνήμη μας, είναι η στιγμή της αφύπνισης. Τότε είναι που νιώθουμε τη λιγότερη νύστα. Και για μία ώρα τουλάχιστον ξυπνάει ένα κομμάτι του εαυτού μας που μένει κοιμισμένο όλη την υπόλοιπη ημέρα και νύχτα. Ελάχιστα μπορούμε να περιμένουμε από την ημέρα εκείνη - αν δηλαδή μπορούμε να την αποκαλέσουμε ημέρα - κατά την οποία δε μας ξυπνά το πνεύμα μας, αλλά τα μηχανικά τσιγκλίσματα κάποιου υπηρέτη. Αν δε μας ξυπνά η ίδια μας η ανανεωμένη δύναμη και οι εσωτερικές μας προσδοκίες, συνοδευόμενες από τους ήχους κάποιας ουράνιας μουσικής στη θέση της καμπάνας του εργοστασίου, και μια ευωδιά που γεμίζει τον αέρα - αν, με λίγα λόγια, η ζωή μας όταν ξυπνάμε δε βρίσκεται πιο ψηλά από εκεί που την είχαμε αφήσει πριν πέσουμε για ύπνο. Κι έτσι το σκοτάδι αποδίδει κι αυτό τους δικούς του καρπούς και αποδεικνύεται ωφέλιμο και καθόλου κατώτερο από το φως. O άνθρωπος που δεν πιστεύει ότι η κάθε ημέρα περιέχει μια ώρα πιο αρχαία, πιο ιερή και πιο εωθινή, που ακόμα ο ίδιος δεν την έχει βεβηλώσει, έχει απελπιστεί από τη ζωή και ο δρόμος του είναι κατηφορικός και σκοτεινός. Ύστερα από την προσωρινή σιωπή της ζωής των αισθήσεων, η ψυχή του ανθρώπου, ή μάλλον τα όργανά του, αναζωογονούνται κάθε μέρα και το πνεύμα του προσπαθεί πάλι να ξεκινήσει μια όσο πιο ευγενή ζωή μπορεί. Θα έλεγα ότι όλα τα αξιομνημόνευτα γεγονότα λαμβάνουν χώρα τις πρωινές ώρες και σε μια πρωινή ατμόσφαιρα. Oι Βέδες λένε: ‘Όλη η νοημοσύνη ξυπνά το πρωί’. Η ποίηση, η τέχνη, οι πιο λαμπρές και αξιομνημόνευτες πράξεις των ανθρώπων προέρχονται από τις ώρες αυτές. Όλοι οι ποιητές και οι ήρωες, όπως ο Μέμνων, είναι παιδιά της Ηούς και παίζουν τη μουσική τους με το πρώτο φως της αυγής. Για εκείνον που η ευστροφία και η οξύτητα της σκέψης συμβαδίζουν με το ρυθμό του ήλιου, όλη η μέρα αποτελεί ένα διαρκές πρωινό. Δεν έχει σημασία τι λένε τα ρολόγια ή η στάση και τα έργα των ανθρώπων. Πρωί είναι όταν είμαι ξύπνιος και μέσα μου ροδίζει η αυγή. Η ηθική αναμόρφωση είναι μια προσπάθεια να αποτινάξεις τον ύπνο. Για ποιον άλλο λόγο οι άνθρωποι δίνουν μια τόσο φτωχή αναφορά για τη μέρα τους, αν όχι επειδή κοιμούνται όλη μέρα; Απ’ ό,τι φαίνεται από άλλες δραστηριότητές τους, δεν τα πάνε και τόσο άσχημα με τους υπολογισμούς. Αν δεν τους κατέβαλλε η υπνηλία, κάτι θα είχαν να παρουσιάσουν. Εκατομμύρια είναι αρκετά ξύπνιοι ώστε να εκτελούν χειρωνακτικές εργασίες. Όμως, μονάχα ένας στο εκατομμύριο είναι αρκετά ξύπνιος ώστε να εργαστεί αποτελεσματικά με το πνεύμα του και μονάχα ένας στα εκατό εκατομμύρια τόσο ώστε να ζήσει μια ζωή ποιητική ή θεϊκή. Το να είσαι ξύπνιος σημαίνει να είσαι ζωντανός. Ποτέ ως τώρα δε συνάντησα κάποιον που να είναι εντελώς ξύπνιος. Πώς θα μπορούσα να τον κοιτάξω ποτέ καταπρόσωπο;» (μτφρ. Βασίλης Αθανασιάδης, Κέδρος, 2007).
ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΦΥΛΑΚΙΣΗ
Οι σύγχρονες οικολογικές οργανώσεις θεωρούν ότι το πείραμα της επιστροφής στη φύση ήταν η μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής του Thoreau, αλλά αυτό «αδικεί» την υπόλοιπη δράση του. Ο ίδιος δεν ξεχώριζε την ελευθερία που έχει ο άνθρωπος στη φύση από την ελευθερία που πρέπει να έχει σε μια δομημένη κοινωνία. Μπορεί να έγραφε πολύ, κυρίως πράγματα που είχαν σχέση με τη φύση, αλλά δεν ήταν ξεκομμένος από τα πολιτικά και φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής του. Ήταν ένθερμος υποστηρικτής του ελάχιστου κράτους και σφοδρός πολέμιος του θεσμού της δουλείας, βοήθησε μάλιστα πολλούς σκλάβους να δραπετεύσουν. Τα έργα του, όμως (ακόμη και το κορυφαίο «Walden»), θα ήταν μια υποσημείωση της ιστορίας, αν ένα πρωί δεν χτύπαγε την πόρτα της καλύβας του ο έφορος της Μασαχουσέτης. Ήταν η εποχή που οι ΗΠΑ είχαν ξεκινήσει έναν κατακτητικό πόλεμο κατά του Μεξικού (που κατέληξε στην προσάρτηση του Τέξας και άλλων εδαφών μέχρι την Καλιφόρνια), πόλεμο στον οποίο εναντιώνονταν όλα τα φιλελεύθερα πνεύματα των ΗΠΑ και, φυσικά, ο Thoreau. Ήταν, επίσης, η εποχή που ανθούσε η δουλεία. Ο Thoreau, όπως και πολλοί άλλοι (κυρίως «Κουάκεροι»), αρνούνταν να πληρώνουν φόρους με τη λογική ότι δεν ήθελαν να ενισχύσουν ένα κράτος που χρηματοδοτούσε την εκπαίδευση στρατιωτών, συμβάλλοντας έτσι σε έναν άδικο πόλεμο που θα ενίσχυε τον θεσμό της δουλείας.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Thoreau αρνήθηκε να πληρώσει άδικο φόρο. Όπως διηγήθηκε ο ίδιος, στα 1835 «το Κράτος με συνάντησε εκ μέρους της Εκκλησίας και με διέταξε να πληρώσω ένα συγκεκριμένο ποσό για έναν κληρικό, τη λειτουργία του οποίου ο πατέρας μου παρακολουθούσε, αλλά όχι εγώ. ‘Πλήρωσε’, μου είπαν, ‘ή θα πας φυλακή’. Αρνήθηκα, αλλά δυστυχώς κάποιος άλλος πλήρωσε εκ μέρους μου. Δεν έβλεπα τον λόγο γιατί ο δάσκαλος έπρεπε να πληρώσει τον παπά και όχι ο παπάς τον δάσκαλο, αφού δεν ήμουν δάσκαλος της Πολιτείας, αλλά στηριζόμουν σε μη υποχρεωτικές συνδρομές (των μαθητών). Πάντως, έπειτα από απαίτηση των αρχών, συμφώνησα να κάνω μια γραπτή δήλωση που έλεγε περίπου τα εξής: ‘Εγώ, ο Henry David Thoreau δηλώνω σε όλους ότι δεν επιθυμώ να είμαι μέλος οποιασδήποτε κοινότητας στην οποία δεν έχω κάνει αίτηση να ενταχθώ’». Μετά από αυτό, κανείς δεν του ζήτησε ξανά εκκλησιαστικό φόρο, αλλά ούτε φόρο εισοδήματος (επειδή δεν είχε εισόδημα) ούτε φόρο ακίνητης περιουσίας (επειδή δεν είχε ακίνητη περιουσία).
Όμως, τον Ιούλιο του 1846 εκλήθη να πληρώσει αναδρομικά «εκλογικό φόρο» έξι ετών, που στην ουσία είναι «κεφαλικός φόρος». Φυσικά αρνήθηκε (δεν ψήφιζε καν) και καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Οι λόγοι γι’ αυτή τη θέση ήταν καθαρά πολιτικοί. Ο πρώτος αφορούσε την έμπρακτη αντίθεσή του στην πολιτική της δουλείας, που δεν είχε καταργηθεί ακόμα, και ο δεύτερος την άρνησή του να συμβάλλει στον πόλεμο που είχε κηρύξει η Αμερική στο Μεξικό, γιατί, όπως υποστήριζε, τα χρήματα από τους φόρους θα κατέληγαν να ενισχύσουν το μέτωπο. Αρνήθηκε να εξαγοράσει την ποινή του και οργίστηκε όταν (πιθανότατα) η αδελφή του πλήρωσε για να βγει από τη φυλακή. Η μία νύχτα όμως που πέρασε στο κελί ήταν για τον ίδιο μια τρομαχτική εμπειρία. Τότε κατάλαβε, όπως έγραψε στο ημερολόγιό του, την τρομαχτική δύναμη του κράτους να παραβιάζει τη συνείδηση και τα πιστεύω των πολιτών.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΥΠΑΚΟΗΣ
Αυτή η εμπειρία έγινε διάλεξη και η διάλεξη άρθρο για να καταλήξει σε μια κλασική πολιτική πραγματεία με το όνομα «Πολιτική ανυπακοή», ένα από τα πολύ σημαντικά κείμενα της αμερικανικής πολιτικής σκέψης, που αναφέρεται στους τρόπους αντίδρασης των πολιτών απέναντι σε ένα άδικο κράτος. Το έργο εξετάζει πώς και κάτω από ποιες προϋποθέσεις οι άνθρωποι υπακούουν στους νόμους, ακόμη κι αν πιστεύουν ότι οι νόμοι είναι άδικοι. «Όταν ο νόμος είναι τέτοιος, ώστε να σε εξαναγκάζει να γίνεις όργανο αδικίας σε βάρος άλλου, τότε σου λέω: γίνε παραβάτης του νόμου. Υπάρχει ένας νόμος ανώτερος από τον νόμο του κράτους και πρέπει να υπακούει κανείς σε αυτόν τον ανώτερο νόμο, ακόμα και αν υπάρχουν ποινικές συνέπειες».
Στη «Πολιτική Ανυπακοή» έλεγε: «Υπάρχουν χιλιάδες που είναι στη γνώμη αντίθετοι στη δουλεία και στον πόλεμο, που όμως στην πράξη δεν κάνουν τίποτε για να τα σταματήσουν και οι οποίοι, θεωρώντας τον εαυτό τους παιδιά του Ουάσιγκτον και του Φραγκλίνου, κάθονται µε τα χέρια στις τσέπες και διατείνονται ότι δεν ξέρουν τι να κάνουν και τίποτε δεν κάνουν, που ακόμα αναγάγουν το ζήτημα της ελευθερίας σε ζήτημα ελεύθερου εμπορίου και διαβάζουν ήσυχα τις διακυμάνσεις των τιμών μαζί µε τις τελευταίες ειδήσεις από το Μεξικό, ίσως πριν αποκοιμηθούν, επάνω και στα δύο, µμετά το δείπνο. Ποια είναι η διακύμανση της τιμής ενός έντιμου ανθρώπου και ενός πατριώτη σήμερα; Διστάζουν και λυπούνται και κάποτε αιτούνται, µα τίποτε δεν κάνουν µε ζήλο και αποτελεσματικότητα. Θα περιμένουν καλοπροαίρετα, άλλους να θεραπεύσουν το κακό, και ίσως να µην χρειαστεί να στεναχωριούνται πλέον. Εν τέλει, δίνουν μονάχα µία φθηνή ψήφο, µία ανεπαρκή έγκριση και ένα αδύναμο κατευόδιο στο δίκαιο, για εκεί που πηγαίνει µε τη συνδρομή τους. Υπάρχουν εννιακόσιοι ενενήντα εννέα προστάτες της αρετής για κάθε ενάρετο άνδρα. Μα είναι πιο εύκολο να έρθεις σε επικοινωνία µε τον πραγματικό ιδιοκτήτη ενός πράγματος απ’ ότι µε τον προσωρινό του φύλακα».
Μετά από μια δεύτερη περίοδο παραμονής στο σπίτι του Emerson (1847), επέστρεψε στην οικογένειά του και έζησε δουλεύοντας στη βιομηχανία του πατέρα του (εργοστάσιο μολυβιών). Στο διάστημα αυτό έκανε μακρινούς περιπάτους στα δάση, κατά τους οποίους παρατηρούσε και κατέγραφε με μεγάλη ακρίβεια στο ημερολόγιό του (το οποίο είχε ξεκινήσει να γράφει νωρίτερα) κάθε λεπτομέρεια της ζωής των φυτών και των ζώων.
Στις 26 Ιανουαρίου 1848, o Thoreau παρέδωσε στον εκδότη του τα χειρόγραφα τού δοκιμίου του «Αντίσταση σε μια πολιτική κυβέρνηση» (Resistance to civil government), το οποίο εκδόθηκε τον επόμενο χρόνο στην οριστική του μορφή με τον τίτλο «Πολιτική ανυπακοή» (Civil disobedience, 1849), έργο στο οποίο κηρύσσει την ήπια παθητική αντίσταση απέναντι σε μια άδικη μορφή εξουσίας, και το οποίο έμελλε να επηρεάσει βαθύτητα τη φιλοσοφία και τη θεωρία της μη βίαιης αντίστασης. Η ιδεολογία του βιβλίου θυμίζει αφενός τον ριζοσπαστικό πουριτανισμό του Ρότζερ Γουίλιαμς και αφετέρου τη «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου».
ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του περιορίστηκε στη συγγραφή των «Ημερολογίων» (Journals), που εκδόθηκαν το 1906, μετά το θάνατό του, σε 14 τόμους. Τα «Ημερολόγια» αυτά, μαζί με το «Walden», το αριστούργημά του, αποτελούν τον σημαντικότερο πυρήνα του έργου του και διακρίνονται για μια σαφήνεια που ήταν άγνωστη στον Emerson.
Μάλιστα ο Γκάντι μετέφρασε την «Πολιτική Ανυπακοή» και την διένειμε σαν προκήρυξη, την εποχή που αγωνιζόταν υπέρ των δικαιωμάτων των ασιατικής καταγωγής κατοίκων της Νότιας Αφρικής. Το 1914, όταν ο Γκάντι επέστρεψε στην Ινδία, υιοθέτησε την πρακτική που εισηγείται ο Thoreau παροτρύνοντας τους Ινδούς να εφαρμόσουν τη λογική της παθητικής αντίστασης στον αγώνα τους κατά των Άγγλων κατακτητών.
Αν και έζησε σε μια «παρθένα», για τα σημερινά δεδομένα, εποχή, είχε προβλέψει την επερχόμενη απαξίωση του φυσικού περιβάλλοντος. «Πιθανώς να έρθει η μέρα όπου ο τόπος θα κατακερματιστεί σε αποκαλούμενους χώρους αναψυχής... το να περπατάμε πάνω στη γη του Θεού θα θεωρείται ηθελημένη παραβίαση ιδιοκτησίας», δήλωνε προφητικά. Όταν η γη άρχισε να γίνεται εμπορεύσιμο είδος, ο Thoreau μιλούσε για τη χαμένη αθωότητα και την απώλεια της ομορφιάς και της εσωτερικής ηρεμίας που συνεπάγεται η απομάκρυνση του ανθρώπου από το περιβάλλον. Και όταν όλοι γύρω του είχαν καταβληθεί από τον πυρετό του χρυσού, εκείνος αντέτεινε ότι «αυτό είναι η μεγαλύτερη ντροπή του ανθρώπινου γένους... η φύση είναι αυτή που προστατεύει τον κόσμο, όχι το κυνήγι για χρυσό». Η διπλή ταυτότητα του κοινωνικού επαναστάτη και του πρώιμου οικολόγου είναι ίσως το βασικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του που το υπερασπίστηκε τόσο μέσα από τα θεωρητικά του κείμενα όσο και με τις πράξεις του σε όλη την διάρκεια της ζωής του. Όπως άλλωστε έλεγε, «ποτέ δεν είναι πολύ αργά για να απαρνηθούμε τις προκαταλήψεις μας».
ΕΓΡΑΨΕ
• Χαίρομαι διαπιστώνοντας πόσο λίγο χώρο καταλαμβάνουν στο τοπίο οι άνθρωποι και οι υποθέσεις τους, η Εκκλησία, το κράτος, το σχολείο, οι συναλλαγές και το εμπόριο, οι βιοτεχνίες και η γεωργία και ακόμα περισσότερο, το πιο ανησυχητικό, η πολιτική.
• Στις ημέρες μας, όλα σχεδόν τα ανθρώπινα επιτεύγματα, όπως αποκαλούνται, η οικοδόμηση των σπιτιών, η αποψίλωση του δάσους και το κόψιμο των μεγάλων δέντρων δεν κάνουν άλλο, παρά να παραμορφώνουν το τοπίο, να το τιθασεύουν και να το ευτελίζουν.
• Τελικά, δεν ξέρουμε τι θα πει να ζει κανείς στην ύπαιθρο και έχουμε γίνει οικιακά ζώα περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε. Θα ήταν ίσως καλύτερα αν μπορούσαμε να περνάμε περισσότερες ώρες την ημέρα και τη νύχτα χωρίς κανένα εμπόδιο ανάμεσα στο σώμα μας και στα ουράνια σώματα.
• Δεν στήνουμε πια το βράδυ τις σκηνές μας παρά ριζώνουμε στη γη και ξεχνάμε τον ουρανό. Υιοθετήσαμε τον Χριστιανισμό σαν ένα τρόπο αγροκαλλιέργειας. Χτίσαμε για ετούτο τον κόσμο ένα οικογενειακό σπίτι και για τον άλλον έναν οικογενειακό τάφο.
• Νομίζω ότι η πτώση του ανθρώπου από αγρότη σε εργάτη υπήρξε τρομερή και αξιομνημόνευτη, όσο και η πτώση του, από άνθρωπο σε αγρότη.
• Το πρώτο καλοκαίρι δεν διάβασα βιβλία. Καλλιέργησα φασόλια. Συχνά είχα και καλύτερες ασχολίες. Υπήρχαν φορές που δεν μπορούσα να δεχθώ να θυσιάσω την ομορφιά της στιγμής εκείνης σε οποιαδήποτε δουλειά, πνευματική ή χειρωνακτική.
• Πιστεύω ότι δεν μπορώ να διατηρήσω την υγεία και το πνεύμα μου χωρίς να περιπλανηθώ τουλάχιστον τέσσερις ώρες την ημέρα στα δάση, στους λόφους, στους αγρούς, τελείως απαλλαγμένος από κάθε εγκόσμια υποχρέωση.
• Τώρα, ξέρουμε μονάχα λίγους απ' τους φυσικούς νόμους και το αποτέλεσμα που φτάνουμε δεν είναι το σωστό, όχι γιατί η Φύση έχει ανωμαλίες παρά γιατί αγνοούμε ουσιαστικά στοιχεία για τον υπολογισμό.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Η πολιτική ανυπακοή απαντάται για πρώτη φορά στον Σοφοκλή. Μόνο που το αίτημα της Αντιγόνης δεν είναι πολιτικό, είναι ηθικό. Η ηρωίδα της τραγωδίας παραβαίνει τον άδικο για τους Θεούς νόμο και θάβει τον αδελφό της. O Thoreau - αν και περιέργως πως δεν αναφέρει πουθενά την Αντιγόνη στην πραγματεία του - ξεκινάει μεν από την ηθική των ατόμων που είναι πιο ιερή από τους νόμους του κράτους, αλλά κάνει το αίτημα πολιτικό. Για την ακρίβεια, η μεγαλύτερη συμβολή του Thoreau δεν είναι ότι ενέπνευσε ειρηνικές επαναστάσεις, οι οποίες άλλαξαν τον κόσμο. Η μεγαλύτερη συμβολή του είναι ότι έκανε επαναστατική την ιδέα της επανάστασης. Μέχρι το «Civil Disobedience» η ιδέα της επανάστασης ήταν συνυφασμένη με τη βία και το αίμα. Ο Thoreau αντέτεινε ότι ένας πολίτης, στηρίζοντας έναν άδικο νόμο μέσω της υπακοής ή της χρηματοδότησης, στην ουσία τροφοδοτεί την αδικία. Οι άνθρωποι με συνείδηση μπορούν να πολεμήσουν την αδικία χωρίς να καταφύγουν στη βία. Μπορούν να επιβραδύνουν και τελικά να σταματήσουν την μηχανή της αδικίας χρησιμοποιώντας την τριβή της «μη-συνεργασίας».
2. Να γίνεται δημόσια (δηλαδή χωρίς κουκούλες).
3. Οι παραβάτες να πληρώνουν το τίμημα της παράβασης.
Το τελευταίο είναι κρίσιμο. Πρώτον, πιστοποιεί ότι οι παραβάτες δεν εξυπηρετούν ίδιον όφελος παραβαίνοντας το νόμο και δεύτερον μεγιστοποιείται το αποτέλεσμα της πολιτικής ανυπακοής. Είτε επικοινωνιακά είτε με τη νομολογία που εκδίδει κάποιο δικαστήριο.
Μετά απ’ όλα αυτά, πρέπει να αναλογιστούμε κάτι σε σχέση με τα ελληνικά πράγματα: πόση «πολιτική ανυπακοή» και πόσο απολιτικό μπάχαλο ζήσαμε αυτόν τον καιρό; Όχι μόνο στη διάρκεια της εξέγερσης της νεολαίας, αλλά γενικώς.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Henry David Thoreau, «Πολιτική ανυπακοή - Ζωή χωρίς αρχές - Περπατώντας», τρία δοκίμια, εκδ. «Διεθνής Βιβλιοθήκη»
- John Rols, «Θεωρία της Δικαιοσύνης», εκδ. Πόλις
- John Rols, «Η δίκαιη κοινωνία», εκδ. Πόλις
- Πάσχος Μανδραβέλης, «Καθημερινή» (21/12/2008)
- Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ
Kανείς στη Μασαχουσέτη των αρχών του 19ου αιώνα δεν θα πίστευε ότι ο ερημίτης της Κομητείας Κόνκορντ, ονόματι Χένρι Ντέιβιντ Θορό, θα γινόταν κάποτε επαναστάτης. Όπως και κανείς, πριν από τον Μαχάτμα Γκάντι, δεν έδωσε σημασία σε ένα μακροσκελές άρθρο με τον τίτλο «Αντίσταση στην πολιτική του
κράτους» («Resistance to Civil Government»), που δημοσιεύτηκε το 1849 στην εντελώς άγνωστη επιθεώρηση «Εsthetic Papers».
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ο Αμερικανός συγγραφέας και νατουραλιστής φιλόσοφος Χένρι Ντέιβιντ Θορό (Henry David Thoreau) γεννήθηκε στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης το 1817. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους οραματιστές της Αμερικής του 19ου αιώνα και θεωρείται ο πατέρας των περιβαλλοντικών κινημάτων. Ο Thoreau αποτελεί μοναδικό παράδειγμα πρώιμου οικολόγου και λογίου. Υπήρξε θαυμαστής και μαθητής του Ρalph Waldo Emerson και μετείχε στους κύκλους των στοχαστών του «υπερβατισμού» (transcendentalism), ένα ρεύμα ιδεών που αναπτύχθηκε στην Νέα Αγγλία τον 19ο αιώνα, πατριάρχης του οποίου ήταν ο Emerson. Η συγγραφή βιβλίων ήταν το τρίτο και το τελευταίο επάγγελμα που διάλεξε. Το δεύτερο ήταν αγρότης και το πρώτο δάσκαλος. Ως φέρελπις νέος της εποχής σπούδασε κλασική φιλολογία, φυσική ιστορία και μαθηματικά στο Harvard (1833-1837), απ’ όπου έφυγε με πολύ καλές συστατικές επιστολές. Με αυτές εξασφάλισε γρήγορα, μετά τις σπουδές του, μια θέση δασκάλου και δίδαξε σε διάφορα σχολεία, για να έρθει σύντομα σε σύγκρουση με το αυταρχικό παιδαγωγικό σύστημα της εποχής του, επειδή έκρινε ότι οι παιδαγωγικές μέθοδοι της εποχής δεν του άφηναν περιθώρια για δημιουργία. Ως επακόλουθο, λίγες εβδομάδες μετά την πρώτη του πρόσληψη παραιτήθηκε, μη μπορώντας να ασκήσει βία στους μαθητές. Δεν είχε τελειώσει όμως με την εκπαίδευση. Το 1838, ίδρυσε με τον αδελφό του ένα πρωτοποριακό για την εποχή σχολείο, όπου, εκτός από την αντιαυταρχική εκπαίδευση, εισήγαγαν τον θεσμό των διαλειμμάτων και τις εκδρομές στη φύση. Το όλο εγχείρημα σταμάτησε με τον αιφνίδιο θάνατο του αδελφού του, το 1841. Για δυο χρόνια, από το 1841 έως το 1843, ο Thoreau συνεργάστηκε με το περιοδικό «Dial» που εξέδιδε ο Emerson, ο οποίος άσκησε τεράστια επίδραση στη διαμόρφωση του καλλιτεχνικού ψυχισμού του.
Ralph Waldo Emerson |
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΗ
Ελεύθερο πνεύμα και βαθύς γνώστης της φιλοσοφίας της ζωής, ο νεαρός άντρας, απόφοιτος του Harvard, που ακόμη δεν είχε συμπληρώσει το εικοστό όγδοο έτος της ηλικίας του, αποφάσισε ν’ αφήσει τη ζωή στην πολιτισμένη κοινωνία και να ζήσει μέσα στο δάσος, στην περιοχή Walden Po, δίπλα στις όχθες της μικρής λίμνης Walden, κοντά στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης. Εκεί επισκευάζει μια παλιά μικρή καλύβα, μόλις 3,5 επί 4,5 μέτρα, με ξυλεία της περιοχής και άχρηστα σανίδια, πάνω σε δανεική γη, χρησιμοποιώντας ένα δανεικό τσεκούρι. Σκάβει ένα κελάρι στο μαλακό χώμα γεμίζοντάς το με τα απολύτως απαραίτητα και μένει εκεί για πάνω από δύο χρόνια (1845-1847), θέλοντας να αποδείξει ότι ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να ζήσει μόνο με τα μέσα που του προσφέρει η φύση. Φυτεύει ένα χωράφι με φασολιές και διάφορα λαχανικά, που φροντίζει ο ίδιος, ψαρεύει στη λίμνη και ελαχιστοποιεί στο έπακρο τις ανάγκες του. Μόνος του, μακριά από τον πολιτισμό βυθίζεται στον εαυτό του και αφήνεται στην αγκαλιά της φύσης. «Πήγα στα δάση, γιατί ήθελα να ζήσω λεύτερος, γιατί ήθελα ν’ αντικρίζω μόνο την ουσία της ζωής, και ήθελα να δοκιμάσω, αν μπορώ να μάθω εκείνο που είχα χρέος να διδάξω. Και τότε ένοιωσα πως, ενώ πήγα να πεθάνω κοντά τους δεν είχα ακόμη ζήσει», έγραψε αργότερα στο βιβλίο του «Walden», όπου περιγράφει τη ζωή και τις σκέψεις του τα δύο χρόνια και τους δύο μήνες που έζησε εκεί. «O σκοπός για τον οποίο πήγα στη λίμνη Walden», γράφει ο Thoreau, «δεν ήταν για να βρω έναν τόπο στον οποίο θα μπορούσα να ζήσω είτε φθηνά είτε πλουσιοπάροχα, αλλά για να καταπιαστώ με κάποιες προσωπικές εργασίες μου έχοντας να αντιμετωπίσω τα λιγότερα δυνατά εμπόδια».
Η καλύβα του Thoreau στο δάσος |
Το αποτέλεσμα αυτής της «σχέσης» με τον φυσικό κόσμο ήταν η δημιουργία μιας ολιστικής αντίληψης για τα πράγματα. Για τον μεγάλο στοχαστή, η φροντίδα για το περιβάλλον και την οικονομία είναι έννοιες αλληλένδετες και αλληλοεξαρτώμενες. «Αν παραμελήσουμε το ένα σε βάρος του άλλου βάζουμε σε κίνδυνο τις κοινωνίες και επομένως την ποιότητα ζωής και την ελευθερία μας», υποστήριζε. Ήταν μια ζωή εξαιρετικά λιτή. Κι όμως, ένα μεγάλο ποσοστό των συμπατριωτών του Thoreau ζούσε σε συνθήκες ακόμη πιο ταπεινές και φτωχικές, με πολύ λιγότερες ανέσεις. Όμως ο Thoreau δε φιλοδοξούσε απλά να ζήσει μια ζωή όσο το δυνατόν πιο λιτή, αλλά μια ζωή που να συνδυάζει στο μέγιστο δυνατό βαθμό τη λιτότητα με τη συνέπεια απέναντι σε μια αίσθηση οικιακής ζωής που να επιτρέπει την πνευματική εργασία, στα μέτρα της κοινωνίας της Νέας Αγγλίας, αλλά και της ίδιας του της ανατροφής. Προσπαθεί «να συνδυάσει την ευρωστία των αγρίων με την πνευματικότητα του πολιτισμένου ανθρώπου», πράξη με συμβολική αξία για το συλλογικό αμερικανικό φαντασιακό, αφού ανανεώνει την παράδοση της απόβασης σ’ έναν άγριο τόπο και της εκεί δημιουργίας ενός «θύλακα» ζωής. Αυτό που κάνει τον Thoreau τόσο οξυδερκή κριτικό της ζωής των πιο συνηθισμένων ανθρώπων δεν είναι η απομόνωσή του στη λίμνη και η απομάκρυνσή του από τον τρόπο ζωής των υπολοίπων, αλλά η συνεχής επαφή του με αυτόν: η απόφασή του να χτίσει το συνηθισμένο, αν και μικροσκοπικό του, σπίτι, αντί να περιπλανηθεί, οι συχνές του συναναστροφές με τους κατοίκους της μικρής πόλης του Κόνκορντ. O Thoreau δεν ξεκίνησε για ένα ταξίδι γεμάτο περιπέτειες, όπως ο Χακ Φιν, ο ήρωας του Μαρκ Τουαίν, ούτε μπάρκαρε σε φαλαινοθηρικό, όπως ο Ισμαήλ, ο ήρωας του Μέλβιλ. Η απλότητα του βίου του τα δύο εκείνα χρόνια στην τοποθεσία αυτή, δε μοιάζει τόσο με αντίδοτο προς κάποιο δηλητήριο που προσιδιάζει στην αμερικανική ζωή, όσο με ένα είδος μεγεθυντικού φακού που του επιτρέπει να διακρίνει καλύτερα τη χώρα στην οποία ζει και στην οποία επέλεξε να παραμείνει.
WALDEN
Εκεί έγραψε το κορυφαίο του έργο «Walden ή η ζωή στα δάση», το οποίο εξέδωσε το 1854. Στο «Walden», ένα από τα εμβληματικά έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας, ο συγγραφέας περιγράφει τις εμπειρίες του από τα δύο χρόνια της παραμονής του εκεί. Το έργο αυτό αποτελεί μια πραγματεία για τον άνθρωπο, τη φύση, τη μοναχικότητα. Ένα βιβλίο που κάποιος μπορεί να αντικρίσει στις σελίδες του την ιστορία του ανθρώπου, την ανάγκη ή τη λύση για το παρόν και την ελπίδα ή το όνειρο για το μέλλον. O λόγος που το «Walden» ηχεί τόσο αρμονικά στη φαντασία των Αμερικανών είναι η απλότητα των εργασιών εκείνων που περιγράφει ο Thoreau. Δεν είναι τυχαίο ότι, έπειτα από σχεδόν ενάμιση αιώνα, το έργο συνεχίζει να συγκινεί και να διατηρεί έναν επίκαιρο προβληματισμό, αφού επισημαίνει, σχεδόν προφητικά, τις αρνητικές συνέπειες της απομάκρυνσης του ανθρώπου από το περιβάλλον. Στο έργο αυτό, το δοκίμιο εναλλάσσεται με την περιγραφή, την αφήγηση και την επική καταγραφή γεγονότων (σε τόνο δραματικά ηθικολογικό, σύμφωνα με την πουριτανική συνήθεια) ή αναλυτικά κοινωνιολογικό. Το πρώτο μέρος του Walden, που έχει τον τίτλο Economy, βασίζεται σε δύο σημεία-κλειδιά: το ένα είναι η περιγραφή του κτισίματος της καλύβας του στις όχθες της ομώνυμης λίμνης, όπου διέμεινε πάνω από δύο χρόνια, θέλοντας να αποδείξει ότι ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να ζήσει μόνο με τα μέσα που διαθέτει ο ίδιος κοντά στη φύση. Το άλλο είναι μια καταγγελία των περιορισμών που επιβάλλει στον άνθρωπο η βιομηχανική κοινωνία, μια τρομερή διάγνωση της αλλοτρίωσης του ανθρώπου που προέρχεται από την υποταγή του στη μηχανή. Η αντίληψή του για την πρόοδο ήταν τελείως αντίθετη με το πνεύμα της εποχής του. Την περίοδο που η Αμερική στρωνόταν με σιδηροδρόμους και η βιομηχανία φάνταζε σαν ο από μηχανής θεός, που θα σώσει τον άνθρωπο από την «τυραννία» της φύσης, ο Thoreau δήλωνε ότι δεν πρέπει να καταστρέφουμε τη φύση χάρη της οικονομίας, γιατί «και η μεγαλύτερη λίμνη στον κόσμο είναι τόσο ευαίσθητη στις ατμοσφαιρικές αλλαγές όσο και ο υδράργυρος στον σωλήνα του θερμομέτρου», και «όταν καταστραφεί το περιβάλλον μας δεν θα έχει καμία αξία οποιοδήποτε τεχνολογικό επίτευγμα». Θεωρίες που ακούγονται όλο και συχνότερα σήμερα από τους θιασώτες της οικολογίας. Συμπτωματικά, ο Thoreau είναι συνεπαρμένος από το θέαμα του τρένου που περνά από την άλλη πλευρά της λίμνης Walden. Στην ουσία, όμως, δε δέχεται συμβιβασμούς με τα είδωλα ενός κόσμου που πιστεύει ότι είναι διεφθαρμένος.
Διαβάζουμε από το βιβλίο του «Walden, ή Η ζωή στο δάσος»:
«Κάθε πρωί αποτελούσε για μένα μια ενθουσιώδη πρόσκληση να δώσω στη ζωή μου τόση απλότητα και αθωότητα θα μπορούσα να πω, όσο έχει και η ίδια η φύση. Πάντα λάτρευα τη ροδοδάχτυλη Ηώ με τον τρόπο που το έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες. Ξυπνούσα νωρίς και έκανα το μπάνιο μου στη λίμνη: αυτό ήταν κάτι σαν θρησκευτική τελετή, ένα από τα καλύτερα πράγματα που έκανα. O Κομφούκιος λέει πως στην μπανιέρα του βασιλιά Τσινγκ Τανγκ υπήρχαν χαραγμένα σύμβολα που έλεγαν το εξής: ‘Να ανανεώνεις εντελώς τον εαυτό σου κάθε μέρα. Να το κάνεις ξανά και ξανά, αιώνια’. Αυτό είναι κάτι που μπορώ να καταλάβω πολύ καλά. Το πρωί μας φέρνει πίσω στους ηρωικούς χρόνους. Το ανεπαίσθητο μουρμουρητό ενός κουνουπιού που έκανε την αόρατη και μυστηριώδη περιοδεία του στο σπίτι μου νωρίς την αυγή, όταν καθόμουν με την πόρτα και τα παράθυρα ανοιχτά, είχε πάνω μου την ίδια επίδραση που θα ασκούσε μια σάλπιγγα που τραγουδούσε τη δόξα κάποιου επιφανούς προσώπου. Ήταν το ρέκβιεμ του Oμήρου, Ιλιάδα και Oδύσσεια μαζί αντηχούσαν ολόγυρα, τραγούδια για τη μήνι και τις περιπλανήσεις. O ήχος αυτός είχε κάτι το συμπαντικό πάνω του, έμοιαζε με μόνιμη διαφήμιση της αιώνιας ζωντάνιας και γονιμότητας του κόσμου. Το πρωί, η ώρα της ημέρας που μένει περισσότερο απ’ όλες τις άλλες χαραγμένη στη μνήμη μας, είναι η στιγμή της αφύπνισης. Τότε είναι που νιώθουμε τη λιγότερη νύστα. Και για μία ώρα τουλάχιστον ξυπνάει ένα κομμάτι του εαυτού μας που μένει κοιμισμένο όλη την υπόλοιπη ημέρα και νύχτα. Ελάχιστα μπορούμε να περιμένουμε από την ημέρα εκείνη - αν δηλαδή μπορούμε να την αποκαλέσουμε ημέρα - κατά την οποία δε μας ξυπνά το πνεύμα μας, αλλά τα μηχανικά τσιγκλίσματα κάποιου υπηρέτη. Αν δε μας ξυπνά η ίδια μας η ανανεωμένη δύναμη και οι εσωτερικές μας προσδοκίες, συνοδευόμενες από τους ήχους κάποιας ουράνιας μουσικής στη θέση της καμπάνας του εργοστασίου, και μια ευωδιά που γεμίζει τον αέρα - αν, με λίγα λόγια, η ζωή μας όταν ξυπνάμε δε βρίσκεται πιο ψηλά από εκεί που την είχαμε αφήσει πριν πέσουμε για ύπνο. Κι έτσι το σκοτάδι αποδίδει κι αυτό τους δικούς του καρπούς και αποδεικνύεται ωφέλιμο και καθόλου κατώτερο από το φως. O άνθρωπος που δεν πιστεύει ότι η κάθε ημέρα περιέχει μια ώρα πιο αρχαία, πιο ιερή και πιο εωθινή, που ακόμα ο ίδιος δεν την έχει βεβηλώσει, έχει απελπιστεί από τη ζωή και ο δρόμος του είναι κατηφορικός και σκοτεινός. Ύστερα από την προσωρινή σιωπή της ζωής των αισθήσεων, η ψυχή του ανθρώπου, ή μάλλον τα όργανά του, αναζωογονούνται κάθε μέρα και το πνεύμα του προσπαθεί πάλι να ξεκινήσει μια όσο πιο ευγενή ζωή μπορεί. Θα έλεγα ότι όλα τα αξιομνημόνευτα γεγονότα λαμβάνουν χώρα τις πρωινές ώρες και σε μια πρωινή ατμόσφαιρα. Oι Βέδες λένε: ‘Όλη η νοημοσύνη ξυπνά το πρωί’. Η ποίηση, η τέχνη, οι πιο λαμπρές και αξιομνημόνευτες πράξεις των ανθρώπων προέρχονται από τις ώρες αυτές. Όλοι οι ποιητές και οι ήρωες, όπως ο Μέμνων, είναι παιδιά της Ηούς και παίζουν τη μουσική τους με το πρώτο φως της αυγής. Για εκείνον που η ευστροφία και η οξύτητα της σκέψης συμβαδίζουν με το ρυθμό του ήλιου, όλη η μέρα αποτελεί ένα διαρκές πρωινό. Δεν έχει σημασία τι λένε τα ρολόγια ή η στάση και τα έργα των ανθρώπων. Πρωί είναι όταν είμαι ξύπνιος και μέσα μου ροδίζει η αυγή. Η ηθική αναμόρφωση είναι μια προσπάθεια να αποτινάξεις τον ύπνο. Για ποιον άλλο λόγο οι άνθρωποι δίνουν μια τόσο φτωχή αναφορά για τη μέρα τους, αν όχι επειδή κοιμούνται όλη μέρα; Απ’ ό,τι φαίνεται από άλλες δραστηριότητές τους, δεν τα πάνε και τόσο άσχημα με τους υπολογισμούς. Αν δεν τους κατέβαλλε η υπνηλία, κάτι θα είχαν να παρουσιάσουν. Εκατομμύρια είναι αρκετά ξύπνιοι ώστε να εκτελούν χειρωνακτικές εργασίες. Όμως, μονάχα ένας στο εκατομμύριο είναι αρκετά ξύπνιος ώστε να εργαστεί αποτελεσματικά με το πνεύμα του και μονάχα ένας στα εκατό εκατομμύρια τόσο ώστε να ζήσει μια ζωή ποιητική ή θεϊκή. Το να είσαι ξύπνιος σημαίνει να είσαι ζωντανός. Ποτέ ως τώρα δε συνάντησα κάποιον που να είναι εντελώς ξύπνιος. Πώς θα μπορούσα να τον κοιτάξω ποτέ καταπρόσωπο;» (μτφρ. Βασίλης Αθανασιάδης, Κέδρος, 2007).
ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΦΥΛΑΚΙΣΗ
Οι σύγχρονες οικολογικές οργανώσεις θεωρούν ότι το πείραμα της επιστροφής στη φύση ήταν η μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής του Thoreau, αλλά αυτό «αδικεί» την υπόλοιπη δράση του. Ο ίδιος δεν ξεχώριζε την ελευθερία που έχει ο άνθρωπος στη φύση από την ελευθερία που πρέπει να έχει σε μια δομημένη κοινωνία. Μπορεί να έγραφε πολύ, κυρίως πράγματα που είχαν σχέση με τη φύση, αλλά δεν ήταν ξεκομμένος από τα πολιτικά και φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής του. Ήταν ένθερμος υποστηρικτής του ελάχιστου κράτους και σφοδρός πολέμιος του θεσμού της δουλείας, βοήθησε μάλιστα πολλούς σκλάβους να δραπετεύσουν. Τα έργα του, όμως (ακόμη και το κορυφαίο «Walden»), θα ήταν μια υποσημείωση της ιστορίας, αν ένα πρωί δεν χτύπαγε την πόρτα της καλύβας του ο έφορος της Μασαχουσέτης. Ήταν η εποχή που οι ΗΠΑ είχαν ξεκινήσει έναν κατακτητικό πόλεμο κατά του Μεξικού (που κατέληξε στην προσάρτηση του Τέξας και άλλων εδαφών μέχρι την Καλιφόρνια), πόλεμο στον οποίο εναντιώνονταν όλα τα φιλελεύθερα πνεύματα των ΗΠΑ και, φυσικά, ο Thoreau. Ήταν, επίσης, η εποχή που ανθούσε η δουλεία. Ο Thoreau, όπως και πολλοί άλλοι (κυρίως «Κουάκεροι»), αρνούνταν να πληρώνουν φόρους με τη λογική ότι δεν ήθελαν να ενισχύσουν ένα κράτος που χρηματοδοτούσε την εκπαίδευση στρατιωτών, συμβάλλοντας έτσι σε έναν άδικο πόλεμο που θα ενίσχυε τον θεσμό της δουλείας.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Thoreau αρνήθηκε να πληρώσει άδικο φόρο. Όπως διηγήθηκε ο ίδιος, στα 1835 «το Κράτος με συνάντησε εκ μέρους της Εκκλησίας και με διέταξε να πληρώσω ένα συγκεκριμένο ποσό για έναν κληρικό, τη λειτουργία του οποίου ο πατέρας μου παρακολουθούσε, αλλά όχι εγώ. ‘Πλήρωσε’, μου είπαν, ‘ή θα πας φυλακή’. Αρνήθηκα, αλλά δυστυχώς κάποιος άλλος πλήρωσε εκ μέρους μου. Δεν έβλεπα τον λόγο γιατί ο δάσκαλος έπρεπε να πληρώσει τον παπά και όχι ο παπάς τον δάσκαλο, αφού δεν ήμουν δάσκαλος της Πολιτείας, αλλά στηριζόμουν σε μη υποχρεωτικές συνδρομές (των μαθητών). Πάντως, έπειτα από απαίτηση των αρχών, συμφώνησα να κάνω μια γραπτή δήλωση που έλεγε περίπου τα εξής: ‘Εγώ, ο Henry David Thoreau δηλώνω σε όλους ότι δεν επιθυμώ να είμαι μέλος οποιασδήποτε κοινότητας στην οποία δεν έχω κάνει αίτηση να ενταχθώ’». Μετά από αυτό, κανείς δεν του ζήτησε ξανά εκκλησιαστικό φόρο, αλλά ούτε φόρο εισοδήματος (επειδή δεν είχε εισόδημα) ούτε φόρο ακίνητης περιουσίας (επειδή δεν είχε ακίνητη περιουσία).
Όμως, τον Ιούλιο του 1846 εκλήθη να πληρώσει αναδρομικά «εκλογικό φόρο» έξι ετών, που στην ουσία είναι «κεφαλικός φόρος». Φυσικά αρνήθηκε (δεν ψήφιζε καν) και καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Οι λόγοι γι’ αυτή τη θέση ήταν καθαρά πολιτικοί. Ο πρώτος αφορούσε την έμπρακτη αντίθεσή του στην πολιτική της δουλείας, που δεν είχε καταργηθεί ακόμα, και ο δεύτερος την άρνησή του να συμβάλλει στον πόλεμο που είχε κηρύξει η Αμερική στο Μεξικό, γιατί, όπως υποστήριζε, τα χρήματα από τους φόρους θα κατέληγαν να ενισχύσουν το μέτωπο. Αρνήθηκε να εξαγοράσει την ποινή του και οργίστηκε όταν (πιθανότατα) η αδελφή του πλήρωσε για να βγει από τη φυλακή. Η μία νύχτα όμως που πέρασε στο κελί ήταν για τον ίδιο μια τρομαχτική εμπειρία. Τότε κατάλαβε, όπως έγραψε στο ημερολόγιό του, την τρομαχτική δύναμη του κράτους να παραβιάζει τη συνείδηση και τα πιστεύω των πολιτών.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΥΠΑΚΟΗΣ
Αυτή η εμπειρία έγινε διάλεξη και η διάλεξη άρθρο για να καταλήξει σε μια κλασική πολιτική πραγματεία με το όνομα «Πολιτική ανυπακοή», ένα από τα πολύ σημαντικά κείμενα της αμερικανικής πολιτικής σκέψης, που αναφέρεται στους τρόπους αντίδρασης των πολιτών απέναντι σε ένα άδικο κράτος. Το έργο εξετάζει πώς και κάτω από ποιες προϋποθέσεις οι άνθρωποι υπακούουν στους νόμους, ακόμη κι αν πιστεύουν ότι οι νόμοι είναι άδικοι. «Όταν ο νόμος είναι τέτοιος, ώστε να σε εξαναγκάζει να γίνεις όργανο αδικίας σε βάρος άλλου, τότε σου λέω: γίνε παραβάτης του νόμου. Υπάρχει ένας νόμος ανώτερος από τον νόμο του κράτους και πρέπει να υπακούει κανείς σε αυτόν τον ανώτερο νόμο, ακόμα και αν υπάρχουν ποινικές συνέπειες».
Στη «Πολιτική Ανυπακοή» έλεγε: «Υπάρχουν χιλιάδες που είναι στη γνώμη αντίθετοι στη δουλεία και στον πόλεμο, που όμως στην πράξη δεν κάνουν τίποτε για να τα σταματήσουν και οι οποίοι, θεωρώντας τον εαυτό τους παιδιά του Ουάσιγκτον και του Φραγκλίνου, κάθονται µε τα χέρια στις τσέπες και διατείνονται ότι δεν ξέρουν τι να κάνουν και τίποτε δεν κάνουν, που ακόμα αναγάγουν το ζήτημα της ελευθερίας σε ζήτημα ελεύθερου εμπορίου και διαβάζουν ήσυχα τις διακυμάνσεις των τιμών μαζί µε τις τελευταίες ειδήσεις από το Μεξικό, ίσως πριν αποκοιμηθούν, επάνω και στα δύο, µμετά το δείπνο. Ποια είναι η διακύμανση της τιμής ενός έντιμου ανθρώπου και ενός πατριώτη σήμερα; Διστάζουν και λυπούνται και κάποτε αιτούνται, µα τίποτε δεν κάνουν µε ζήλο και αποτελεσματικότητα. Θα περιμένουν καλοπροαίρετα, άλλους να θεραπεύσουν το κακό, και ίσως να µην χρειαστεί να στεναχωριούνται πλέον. Εν τέλει, δίνουν μονάχα µία φθηνή ψήφο, µία ανεπαρκή έγκριση και ένα αδύναμο κατευόδιο στο δίκαιο, για εκεί που πηγαίνει µε τη συνδρομή τους. Υπάρχουν εννιακόσιοι ενενήντα εννέα προστάτες της αρετής για κάθε ενάρετο άνδρα. Μα είναι πιο εύκολο να έρθεις σε επικοινωνία µε τον πραγματικό ιδιοκτήτη ενός πράγματος απ’ ότι µε τον προσωρινό του φύλακα».
Μετά από μια δεύτερη περίοδο παραμονής στο σπίτι του Emerson (1847), επέστρεψε στην οικογένειά του και έζησε δουλεύοντας στη βιομηχανία του πατέρα του (εργοστάσιο μολυβιών). Στο διάστημα αυτό έκανε μακρινούς περιπάτους στα δάση, κατά τους οποίους παρατηρούσε και κατέγραφε με μεγάλη ακρίβεια στο ημερολόγιό του (το οποίο είχε ξεκινήσει να γράφει νωρίτερα) κάθε λεπτομέρεια της ζωής των φυτών και των ζώων.
Στις 26 Ιανουαρίου 1848, o Thoreau παρέδωσε στον εκδότη του τα χειρόγραφα τού δοκιμίου του «Αντίσταση σε μια πολιτική κυβέρνηση» (Resistance to civil government), το οποίο εκδόθηκε τον επόμενο χρόνο στην οριστική του μορφή με τον τίτλο «Πολιτική ανυπακοή» (Civil disobedience, 1849), έργο στο οποίο κηρύσσει την ήπια παθητική αντίσταση απέναντι σε μια άδικη μορφή εξουσίας, και το οποίο έμελλε να επηρεάσει βαθύτητα τη φιλοσοφία και τη θεωρία της μη βίαιης αντίστασης. Η ιδεολογία του βιβλίου θυμίζει αφενός τον ριζοσπαστικό πουριτανισμό του Ρότζερ Γουίλιαμς και αφετέρου τη «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου».
ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του περιορίστηκε στη συγγραφή των «Ημερολογίων» (Journals), που εκδόθηκαν το 1906, μετά το θάνατό του, σε 14 τόμους. Τα «Ημερολόγια» αυτά, μαζί με το «Walden», το αριστούργημά του, αποτελούν τον σημαντικότερο πυρήνα του έργου του και διακρίνονται για μια σαφήνεια που ήταν άγνωστη στον Emerson.
Από τα άλλα βιβλία του, τα πιο αξιόλογα είναι: «Μια εβδομάδα στα ποτάμια Κόνκορντ και Μέριμακ» (A Week on the Concord and Merrimack Rivers, 1849), «Ζωή χωρίς αρχές» (1850), «Περπατώντας» (1862), «Εκδρομές» (1863), «Τα δάση του Μέιν» (The Maine Woods, 1864) και «Ένας Γιάνκης στον Καναδά», αν και εν ζωή πολύ λίγα από αυτά έγιναν γνωστά. Η διττή φύση του ποιητή και του επιστήμονα, του υπερβατικού μυστικιστή και του παρατηρητή της φύσης, ανέδειξε τον Θορό σ’ ένα από τους πιο ζωντανούς και πρωτότυπους Αμερικανούς στοχαστές και πεζογράφους της εποχής του. Το έργο του θεωρείται, μάλιστα, από τις πρώτες ανεξάρτητες εκδηλώσεις της αμερικανικής σκέψης. Η ποίησή του, τέλος, που είναι επηρεασμένη από τους Άγγλους μεταφυσικούς, θεωρείται συγγενική της ποίησης του Hopkins και περισσότερο του Dikinson. Πέθανε από φυματίωση το 1862. Το έργο του Thoreau αποτέλεσε σταθμό για την αμερικανική λογοτεχνία.
Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥ
Το έργο πέρασε απαρατήρητο τα επόμενα 50 χρόνια, ώσπου ένας Ινδός δικηγόρος στη Νότια Αφρική το έκανε ευαγγέλιο του κινήματος της «μη-συνεργασίας με τις αρχές». Το όνομά του ήταν Μαχάτμα Γκάντι και ήταν ο πρώτος που έκανε πράξη τις ιδέες του Thoreau.
Το έργο του Thoreau «ανακαλύφθηκε» και πάλι το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, με την άνθηση των περιβαλλοντικών κινημάτων και τη συνακόλουθη αναζήτησή τους για θεωρητικές βάσεις. Το «Walden» λειτουργεί σαν μανιφέστο ενάντια στον υλισμό και ένας ύμνος για τη Φύση. Γι’ αυτό και έγινε η βίβλος των σύγχρονων οικολόγων όπως και πολλών «αναχωρητών» που προσπαθούν, ακόμα και σήμερα, να μιμηθούν τον τρόπο ζωής του. Με τα φλογερά του γραπτά, όπως η «Πολιτική Ανυπακοή», αλλά και το «Ζωή Χωρίς Αρχές», που γράφτηκε αργότερα, επηρέασε, και συνεχίζει να το κάνει, μερικές επαναστατικές φυσιογνωμίες σε όλο τον κόσμο με διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις, όπως τον Λέοντα Τολστόι, τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τον υποδιοικητή των Ζαπατίστας.
ΕΠΙΛΟΓΟΣΑν και έζησε σε μια «παρθένα», για τα σημερινά δεδομένα, εποχή, είχε προβλέψει την επερχόμενη απαξίωση του φυσικού περιβάλλοντος. «Πιθανώς να έρθει η μέρα όπου ο τόπος θα κατακερματιστεί σε αποκαλούμενους χώρους αναψυχής... το να περπατάμε πάνω στη γη του Θεού θα θεωρείται ηθελημένη παραβίαση ιδιοκτησίας», δήλωνε προφητικά. Όταν η γη άρχισε να γίνεται εμπορεύσιμο είδος, ο Thoreau μιλούσε για τη χαμένη αθωότητα και την απώλεια της ομορφιάς και της εσωτερικής ηρεμίας που συνεπάγεται η απομάκρυνση του ανθρώπου από το περιβάλλον. Και όταν όλοι γύρω του είχαν καταβληθεί από τον πυρετό του χρυσού, εκείνος αντέτεινε ότι «αυτό είναι η μεγαλύτερη ντροπή του ανθρώπινου γένους... η φύση είναι αυτή που προστατεύει τον κόσμο, όχι το κυνήγι για χρυσό». Η διπλή ταυτότητα του κοινωνικού επαναστάτη και του πρώιμου οικολόγου είναι ίσως το βασικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του που το υπερασπίστηκε τόσο μέσα από τα θεωρητικά του κείμενα όσο και με τις πράξεις του σε όλη την διάρκεια της ζωής του. Όπως άλλωστε έλεγε, «ποτέ δεν είναι πολύ αργά για να απαρνηθούμε τις προκαταλήψεις μας».
ΕΓΡΑΨΕ
• Χαίρομαι διαπιστώνοντας πόσο λίγο χώρο καταλαμβάνουν στο τοπίο οι άνθρωποι και οι υποθέσεις τους, η Εκκλησία, το κράτος, το σχολείο, οι συναλλαγές και το εμπόριο, οι βιοτεχνίες και η γεωργία και ακόμα περισσότερο, το πιο ανησυχητικό, η πολιτική.
• Στις ημέρες μας, όλα σχεδόν τα ανθρώπινα επιτεύγματα, όπως αποκαλούνται, η οικοδόμηση των σπιτιών, η αποψίλωση του δάσους και το κόψιμο των μεγάλων δέντρων δεν κάνουν άλλο, παρά να παραμορφώνουν το τοπίο, να το τιθασεύουν και να το ευτελίζουν.
• Τελικά, δεν ξέρουμε τι θα πει να ζει κανείς στην ύπαιθρο και έχουμε γίνει οικιακά ζώα περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε. Θα ήταν ίσως καλύτερα αν μπορούσαμε να περνάμε περισσότερες ώρες την ημέρα και τη νύχτα χωρίς κανένα εμπόδιο ανάμεσα στο σώμα μας και στα ουράνια σώματα.
• Δεν στήνουμε πια το βράδυ τις σκηνές μας παρά ριζώνουμε στη γη και ξεχνάμε τον ουρανό. Υιοθετήσαμε τον Χριστιανισμό σαν ένα τρόπο αγροκαλλιέργειας. Χτίσαμε για ετούτο τον κόσμο ένα οικογενειακό σπίτι και για τον άλλον έναν οικογενειακό τάφο.
• Νομίζω ότι η πτώση του ανθρώπου από αγρότη σε εργάτη υπήρξε τρομερή και αξιομνημόνευτη, όσο και η πτώση του, από άνθρωπο σε αγρότη.
• Το πρώτο καλοκαίρι δεν διάβασα βιβλία. Καλλιέργησα φασόλια. Συχνά είχα και καλύτερες ασχολίες. Υπήρχαν φορές που δεν μπορούσα να δεχθώ να θυσιάσω την ομορφιά της στιγμής εκείνης σε οποιαδήποτε δουλειά, πνευματική ή χειρωνακτική.
• Πιστεύω ότι δεν μπορώ να διατηρήσω την υγεία και το πνεύμα μου χωρίς να περιπλανηθώ τουλάχιστον τέσσερις ώρες την ημέρα στα δάση, στους λόφους, στους αγρούς, τελείως απαλλαγμένος από κάθε εγκόσμια υποχρέωση.
• Τώρα, ξέρουμε μονάχα λίγους απ' τους φυσικούς νόμους και το αποτέλεσμα που φτάνουμε δεν είναι το σωστό, όχι γιατί η Φύση έχει ανωμαλίες παρά γιατί αγνοούμε ουσιαστικά στοιχεία για τον υπολογισμό.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Η πολιτική ανυπακοή απαντάται για πρώτη φορά στον Σοφοκλή. Μόνο που το αίτημα της Αντιγόνης δεν είναι πολιτικό, είναι ηθικό. Η ηρωίδα της τραγωδίας παραβαίνει τον άδικο για τους Θεούς νόμο και θάβει τον αδελφό της. O Thoreau - αν και περιέργως πως δεν αναφέρει πουθενά την Αντιγόνη στην πραγματεία του - ξεκινάει μεν από την ηθική των ατόμων που είναι πιο ιερή από τους νόμους του κράτους, αλλά κάνει το αίτημα πολιτικό. Για την ακρίβεια, η μεγαλύτερη συμβολή του Thoreau δεν είναι ότι ενέπνευσε ειρηνικές επαναστάσεις, οι οποίες άλλαξαν τον κόσμο. Η μεγαλύτερη συμβολή του είναι ότι έκανε επαναστατική την ιδέα της επανάστασης. Μέχρι το «Civil Disobedience» η ιδέα της επανάστασης ήταν συνυφασμένη με τη βία και το αίμα. Ο Thoreau αντέτεινε ότι ένας πολίτης, στηρίζοντας έναν άδικο νόμο μέσω της υπακοής ή της χρηματοδότησης, στην ουσία τροφοδοτεί την αδικία. Οι άνθρωποι με συνείδηση μπορούν να πολεμήσουν την αδικία χωρίς να καταφύγουν στη βία. Μπορούν να επιβραδύνουν και τελικά να σταματήσουν την μηχανή της αδικίας χρησιμοποιώντας την τριβή της «μη-συνεργασίας».
Ο μεγάλος φιλόσοφος του Δικαίου John Rols πήγε την πολιτική ανυπακοή ένα βήμα παραπέρα. Έθεσε τους κανόνες της. Όταν κάποιοι πολίτες νιώθουν ότι ο νόμος προσβάλλει τα δικαιώματά τους, οφείλουν να τον παραβούν τηρώντας όμως τρεις προϋποθέσεις:
1. Η παραβίαση του νόμου να μην εμπεριέχει βία.2. Να γίνεται δημόσια (δηλαδή χωρίς κουκούλες).
3. Οι παραβάτες να πληρώνουν το τίμημα της παράβασης.
Το τελευταίο είναι κρίσιμο. Πρώτον, πιστοποιεί ότι οι παραβάτες δεν εξυπηρετούν ίδιον όφελος παραβαίνοντας το νόμο και δεύτερον μεγιστοποιείται το αποτέλεσμα της πολιτικής ανυπακοής. Είτε επικοινωνιακά είτε με τη νομολογία που εκδίδει κάποιο δικαστήριο.
Μετά απ’ όλα αυτά, πρέπει να αναλογιστούμε κάτι σε σχέση με τα ελληνικά πράγματα: πόση «πολιτική ανυπακοή» και πόσο απολιτικό μπάχαλο ζήσαμε αυτόν τον καιρό; Όχι μόνο στη διάρκεια της εξέγερσης της νεολαίας, αλλά γενικώς.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Henry David Thoreau, «Πολιτική ανυπακοή - Ζωή χωρίς αρχές - Περπατώντας», τρία δοκίμια, εκδ. «Διεθνής Βιβλιοθήκη»
- John Rols, «Θεωρία της Δικαιοσύνης», εκδ. Πόλις
- John Rols, «Η δίκαιη κοινωνία», εκδ. Πόλις
- Πάσχος Μανδραβέλης, «Καθημερινή» (21/12/2008)
- Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου