ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Γκάντι υπήρξε μια μεγάλη πολιτική προσωπικότητα της Ινδίας, επαναστάτης ακτιβιστής και στοχαστής, που εκδήλωνε τις βαθιές φιλοσοφικές του πεποιθήσεις στην πολιτική του δράση. Αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στην ανεξαρτησία της πατρίδας του, στην ισότητα δικαιωμάτων των παριών και στην ειρήνη μεταξύ των Ινδουιστών και των Μουσουλμάνων. Υπήρξε η ηγετική μορφή του εθνικού κινήματος για την ινδική ανεξαρτησία και εμπνευστής της μεθόδου παθητικής αντίστασης χωρίς τη χρήση βίας, έναντι των καταπιεστών. Η διδασκαλία του επηρέασε το διεθνές κίνημα για την ειρήνη και μαζί με την ασκητική του ζωή συνέτειναν στο να καταστεί παγκόσμιο σύμβολο και ορόσημο της φιλοσοφικής και κοινωνικοπολιτικής διανόησης του 20ού αιώνα. Έγινε ευρύτερα γνωστός με την προσωνυμία Mahatma, που φέρεται να του απέδωσε το 1915 ο Ινδός νομπελίστας ποιητής και φιλόσοφος Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ (Maha Atma: «Μεγάλο πνεύμα, μεγάλη ψυχή»).
Το πραγματικό του όνομα ήταν Mohandas Karamchand Gandhi. Γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1869, στο Πορμπαντάρ, μια μικρή πόλη στη δυτική ακτή της Ινδίας, στην επαρχία Γκουτζάρατ.
Το σπίτι που γεννήθηκε ο Γκάντι |
Ο Γκάντι σε ηλικία 7 ετών (1876) |
Το 1876, η οικογένειά του μετακόμισε στην πόλη Rajkot και ο Γκάντι γράφτηκε στο σχολείο. Την ίδια χρονιά, πιστοί στην παράδοση, οι γονείς του αποφάσισαν να τον αρραβωνιάσουν με τη 10χρονη Καστουρμπάι, κόρη του εμπόρου Gokuldas Makanji.
Το 1881 μπήκε στο Γυμνάσιο Alfred High School και δύο χρόνια μετά, σε ηλικία 13 ετών, παντρεύτηκε την Καστουρμπάι. Μαζί απέκτησαν 4 παιδιά: το Χαριλάλ (1888), το Μανιλάλ (1892), το Ραμντάς (1897) και τον Ντεμντάς (1900).
ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ
Στις 16 Νοεμβρίου 1885 πέθανε ο πατέρας του, σε ηλικία 63 ετών. Το 1887, επέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις και εισήλθε στο Κολλέγιο Samaldas, αλλά οι σπουδές εκεί του φάνηκαν δύσκολες και η ατμόσφαιρα δυσάρεστη, ώστε παρακολούθησε μόνο ένα ακαδημαϊκό έτος.
Ο Γκάντι στα 1886 φορώντας παραδοσιακό ινδικό τουρμπάνι |
Η παραμονή του εκεί επηρεάστηκε από την υπόσχεση, που είχε δώσει στη μητέρα του, μπροστά στο μοναχό Becharji της ομάδας Τζαΐν, να απέχει απ’ την κρεοφαγία, την οινοποσία και την ερωτική ελευθεριότητα. Αν και δοκίμασε την υιοθέτηση ορισμένων αγγλικών συνηθειών, παρ’ όλα αυτά παρέμεινε χορτοφάγος συμμετέχοντας στην Ένωση Χορτοφάγων του Λονδίνου, όπου ανήκε και ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, εκλεγόμενος μάλιστα και μέλος της εκτελεστικής της επιτροπής.
Ο Γκάντι το 1890 με μέλη της Ένωσης Χορτοφάγων Λονδίνου |
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ
Αφού πέρασε με επιτυχία τις εξετάσεις του τελευταίου έτους και πήρε το πτυχίο του, απέπλευσε για την Ινδία στις 10 Ιουνίου του 1891. Φτάνοντας στη Βομβάη πληροφορήθηκε ότι η μητέρα του είχε πεθάνει. Οι συγγενείς του σκόπιμα είχαν αποκρύψει την είδηση ώστε να αποφύγει τον συναισθηματικό κλονισμό, ενώ βρισκόταν τόσο μακριά από την πατρίδα. Αρχικά, έμεινε για λίγο στο Rajkot αναλαμβάνοντας την εκπαίδευση του μικρού γιου του και των παιδιών του αδελφού του, ενώ λίγο αργότερα αποφάσισε να ανοίξει δικηγορικό γραφείο στη Βομβάη. Εκεί έμεινε μερικούς μήνες αναλαμβάνοντας μόνο μια μικρή υπόθεση. Όταν όμως προσήλθε στο δικαστήριο για να αγορεύσει έχασε το θάρρος του και δεν κατάφερε να αρθρώσει ούτε μία λέξη.
Η αποτυχία στη Βομβάη τον έφερε πίσω στο Rajkot, όπου προσπάθησε να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά. Και εκεί όμως δεν κατάφερε να προοδεύσει και επιπλέον ένιωθε άβολα μέσα σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο ασήμαντες δολοπλοκίες και μικροπρέπειες. Τότε του προτάθηκε από την εταιρεία Dada Abdulla & Co. να την αντιπροσωπεύσει σε μία δικαστική υπόθεση στη Ν. Αφρική. Ο Γκάντι ενθουσιάστηκε από την προσφορά και ξεκίνησε για την Αφρική τον Απρίλιο του 1893.
Οι πρώτες εμπειρίες του Γκάντι στη Ν. Αφρική δεν ήταν καθόλου θετικές και σημάδευσαν σε μεγάλο βαθμό τη μετέπειτα πορεία του. Φτάνοντας εκεί βρέθηκε αντιμέτωπος με τον φυλετικό διαχωρισμό του απαρτχάιντ, που εκδηλωνόταν από τους λευκούς εποίκους σε βάρος των ντόπιων έγχρωμων και των Ινδών μεταναστών. Αρχικά, εκδιώχθηκε από την αίθουσα του δικαστηρίου, επειδή αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τις οδηγίες των εκεί δικαστών να βγάλει το παραδοσιακό ινδικό τουρμπάνι που είχε στο κεφάλι του, όταν έμπαινε στην αίθουσα του δικαστηρίου, ενώ αργότερα δέχθηκε βία από τον οδηγό τρένου και αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει, επειδή αρνήθηκε, όταν του ζητήθηκε, να μεταφερθεί από το βαγόνι της πρώτης θέσης, για το οποίο είχε αγοράσει εισιτήριο, στο τελευταίο βαγόνι του τρένου λόγω της καταγωγής του. Επηρεασμένος από τα γεγονότα αυτά, τα οποία είχαν άμεση σχέση με την εφαρμογή της πολιτικής των διακρίσεων, που προκαλούσε σοβαρά προβλήματα και σε σημαντικό αριθμό Ινδών που ζούσαν και εργάζονταν στη χώρα, ο Γκάντι αποφάσισε να δραστηριοποιηθεί πολιτικά, υπερασπιζόμενος τα ανθρώπινα δικαιώματα των συμπατριωτών του.
Κατά την παραμονή του στη Ν. Αφρική φυλακίστηκε πολλές φορές για τους αγώνες του. Επρόκειτο για την περίοδο κατά την οποία ο Ινδός πολιτικός θα αναφερθεί για πρώτη φορά στην τακτική της παθητικής αντίστασης, μιας μεθόδου με σαφείς αναφορές στη σκέψη του κορυφαίου Ρώσου συγγραφέα Λέοντα Τολστόι. Υποστηρίζοντας αυτή τη μορφή του αγώνα, ο Γκάντι δήλωνε ότι «η χρήση βίας μπορεί να φαίνεται καμιά φορά ότι κάνει καλό, το καλό αυτό όμως είναι προσωρινό, ενώ το κακό που προξενεί είναι μόνιμο». Στην άρνησή για τη χρήση βίας έναντι των καταπιεστών επηρεάστηκε, όπως ο ίδιος είχε παραδεχθεί, ανάμεσα σε άλλα, τόσο από τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού όσο και από τον Αμερικανό συγγραφέα Χένρι Θορό, που είχε γράψει ένα δοκίμιο για την πολιτική ανυπακοή. Όπως είχε αναφέρει χαρακτηριστικά σε μια περίπτωση, η μη βία προϋποθέτει πίστη στο Θεό και πίστη στον άνθρωπο.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος των Μπόερς ο Γκάντι οργάνωσε σώμα τραυματιοφορέων για το βρετανικό στρατό και διηύθυνε μία μονάδα του Ερυθρού Σταυρού.
Μετά τη λήξη του πολέμου επέστρεψε στον αγώνα για τα δικαιώματα των Ινδών μεταναστών και το 1910 ίδρυσε το αγρόκτημα Τολστόι, κοντά στο Ντάρμπαν, μια συνεταιριστική παροικία για Ινδούς.
Οι αγώνες του στη Ν. Αφρική, ειδικά με στόχο την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των συμπατριωτών του, τους οποίους μάλιστα πέτυχε να οργανώσει, είχαν θετικά αποτελέσματα, αφού το 1914 η κυβέρνηση της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης αναγκάστηκε να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις στις απαιτήσεις του Γκάντι, και να αναγνωρίσει αρκετά δικαιώματα για τους Ινδούς που ζούσαν στη χώρα, όπως τους ινδικούς γάμους και την κατάργηση του κεφαλικού φόρου. Έτσι, αφού κατάφερε την απόδοση ουσιωδών δικαιωμάτων στους συμπατριώτες του, αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Ο Γκάντι με τους ηγέτες της κίνησης παθητικής αντίστασης στη Ν.Αφρική |
ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΝΔΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ
Στις αρχές του 1915, ο Γκάντι θα επιστρέψει στην Ινδία, σε μια εποχή που το κίνημα για ανεξαρτησία από τη βρετανική αποικιοκρατική δύναμη, το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο, είχε εντείνει τον αγώνα του. Επί δύο περίπου χρόνια ταξίδεψε σε πολλές περιοχές της Ινδίας για να έρθει σε επαφή με τις απόψεις της σύγχρονης ινδικής κοινωνίας. Το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε στο πρόβλημα της επαγγελματικής μαθητείας, σύστημα στα πλαίσια του οποίου φτωχοί και αγράμματοι εργάτες δελεάζονταν ώστε να εγκαταλείψουν την Ινδία εργαζόμενοι σε άλλες βρετανικές αποικίες.Με την εμπειρία που απέκτησε και τη σαφή αναγνώριση των αγώνων του στη Ν. Αφρική, ο ώριμος, πλέον, πολιτικά Γκάντι θα γίνει σταδιακά ο ηγέτης του Εθνικού Κογκρέσου και κατ’ επέκταση του αντιαποικιακού αγώνα εναντίον των Βρετανών, πρεσβεύοντας το δόγμα της παθητικής αντίστασης. Ήταν αυτή την περίοδο που του δόθηκε το προσωνύμιο Μαχάτμα, που σημαίνει «μεγάλη ψυχή».
Ο Γκάντι με τον διάσημο ποιητή Rabindranath Tagore (1940) |
Ο Γκάντι, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της παθητικής αντίστασης, κατάφερε να προκαλέσει μεγάλη κινητοποίηση γι’ αυτό το θέμα. Στη Βομβάη έλαβε χώρα συνέλευση όλων των Ινδών ηγετών και καθορίστηκε η 31η Μαΐου 1917 ως η τελευταία ημερομηνία για την κατάργηση της επαγγελματικής μαθητείας. Στη συνέχεια ταξίδεψε σ’ όλη τη χώρα για να λάβει υποστήριξη του αγώνα του.
Οι συγκεντρώσεις σε κάθε σταθμό της περιοδείας του ήταν τέτοιες, ώστε ανάγκασαν την κυβέρνηση να αναγγείλει ότι το συγκεκριμένο σύστημα εργασίας θα έπαυε πριν την 31η Μαΐου.
Την περίοδο του Μεσοπολέμου αναδείχθηκε σε κεντρική μορφή του εθνικού αγώνα των Ινδών για ανεξαρτησία. Ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα μέσα στο κόμμα του Εθνικού Ινδικού Κογκρέσου υποστηρίζοντας ότι η Ινδία ήταν ώριμη για να αυτοκυβερνηθεί. Οργάνωσε ομάδες οπαδών για να αγωνιστούν κατά της πολιτικής και κοινωνική αδικίας. Το κίνημα της ανεξαρτησίας άρχισε σύντομα να εξαπλώνεται και όταν στα 1919 το Βρετανικό Κοινοβούλιο μέσω της πράξης του Rowlatt παρεχώρησε στις αποικιακές δυνάμεις έκτακτες εξουσίες για την αντιμετώπισή του, η τακτική της παθητικής αντίστασης απέκτησε εκατομμύρια θιασώτες σε όλη τη χώρα.
Μία διαδήλωση εναντίον της πράξης του Rowlatt στην πόλη Αμριτσάρ κατέληξε σε λουτρό αίματος από τις βρετανικές δυνάμεις (Σφαγή του Αμριτσάρ). Ως αντίδραση στην απάνθρωπη αποικιοκρατική αυτή πράξη ο Γκάντι όρισε την 16η Απριλίου ημέρα νηστείας και προσευχής για τα θύματα της σφαγής.
Το 1920 μετά την αποτυχία των Βρετανών να επανορθώσουν, ο Γκάντι προώθησε μία οργανωμένη εκστρατεία μη συνεργασίας. Παραιτήθηκαν οι Ινδοί κρατικοί αξιωματούχοι, οι πολίτες αρνούνταν τη συμμετοχή σε κρατικούς οργανισμούς και τα παιδιά αποχώρησαν από τα κρατικά σχολεία.
Ο Γκάντι με ηγέτες του Εθνικού Κογκρέσου από όλη την Ινδία, Αύγουστος 1942 |
Ινδοί εργάτες σε απεργία σε συμπαράσταση του Γκάντι (1930) |
Το 1922 συνελήφθη από τους Βρετανούς και φυλακίστηκε (για πρώτη φορά). Δύο χρόνια μετά αποφυλακίστηκε και επικεντρώθηκε, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, στο να συμφιλιώσει τους Ινδουιστές με τους Μουσουλμάνους της χώρας, που σταδιακά και με την κατάλληλη «ενθάρρυνση» από τους Βρετανούς, άρχισαν να βλέπουν ο ένας τον άλλον με καχυποψία. Αφού αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική ζωή, περιηγήθηκε σε ολόκληρη την Ινδία προσπαθώντας να αλλάξει αρκετές από τις κοινωνικές συνήθειες των συμπατριωτών του που τις θεωρούσε αναχρονιστικές, όπως για παράδειγμα ο γάμος σε μικρή ηλικία και να τους πείσει να καταργήσουν τις κάστες.
Ο Γκάντι με τον Nehru (1942) |
Ο ρόλος του στο συγκεκριμένο περιστατικό οδήγησε και πάλι στη σύλληψη και φυλάκισή του από τους Βρετανούς που ευελπιστούσαν ότι έτσι θα κατέστελλαν το κύμα διαμαρτυρίας που είχε προκληθεί από την πρωτοβουλία του Γκάντι. Αντίθετα, όμως, η φυλάκισή του θα οδηγήσει σε περαιτέρω αντιδράσεις προς τους Βρετανούς, οι οποίοι τελικά αναγκάστηκαν να τον ελευθερώσουν και, έπειτα από σχετικές συνομιλίες μαζί του, να χαλαρώσουν σε κάποιο βαθμό τους σχετικούς κανονισμούς που αφορούσαν την παραγωγή αλατιού.
Η ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ
Το 1931, εκπροσωπώντας το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο, ο Γκάντι συμμετείχε στη Διάσκεψη Στρογγυλής Τραπέζης (Round Table Conference), που έλαβε χώρα στο Λονδίνο, με θέμα την ενδεχόμενη παραχώρηση συνταγματικών ελευθεριών στους κατοίκους της Ινδίας. Το συνέδριο όχι μόνο δεν κατέληξε σε θετικά αποτελέσματα, αλλά ενίσχυσε την καχυποψία ανάμεσα στους Ινδουιστές και τους Μουσουλμάνους της Ινδίας. Την ίδια στιγμή η κατάσταση στη χώρα θα γίνει ακόμη πιο δύσκολη, με τους Βρετανούς να σκληραίνουν τη συμπεριφορά τους προς τους κατοίκους της χώρας και τον Γκάντι να συλλαμβάνεται και να φυλακίζεται για ακόμη μια φορά.
Ο Γκάντι έξω από την πρωθυπουργική κατοικία στο Λονδίνο (1930) |
Ο Γκάντι με το ζεύγος Mountbatten (1940) |
Μετά το τέλος του πολέμου και εφόσον πια η ανεξαρτησία προέβαλλε ως πολύ πιο εφικτός στόχος, με δεδομένη την υποχρεωτική αναδίπλωση της Μ. Βρετανίας και τη συνεπαγόμενη απόφαση να δοθεί ανεξαρτησία στην Ινδία, ο Γκάντι, έχοντας επίγνωση των δυσκολιών και των προβλημάτων μιας τέτοιας εξέλιξης, αποφάσισε να επικεντρωθεί στις προσπάθειες τερματισμού των εχθροπραξιών στη χώρα, για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη ανάμεσα σε Ινδουιστές και Μουσουλμάνους. Οι προσπάθειές του δεν έφεραν θετικό αποτέλεσμα και έτσι (και σε μια προσπάθεια αποφυγής περισσότερων εχθροπραξιών) την ώρα της κρίσης, της αποχώρησης δηλαδή των Βρετανών από τη χώρα, το καλοκαίρι του 1947, ο Γκάντι, που ήταν από τους μεγαλύτερους πολέμιους της διαίρεσης της Ινδίας, αναγκάστηκε να συμφωνήσει σε μια τέτοια εξέλιξη που προέβλεπε την ίδρυση δύο ξεχωριστών κρατών, της σημερινής Ινδίας και ενός ακόμα κράτους που θα αποτελείτο από το σημερινό Πακιστάν και το Μπαγκλαντές. Στην απόφαση του Γκάντι να συμβιβαστεί με την ιδέα της διαίρεσης της χώρας του συνέβαλε καθοριστικά η κλιμάκωση της βίας, η οποία, πέρα από την έντονη ιδεολογική του εναντίωση στο συγκεκριμένο μέσο, θα αποτελούσε μια ανοιχτή πληγή, που σύμφωνα με την πολιτική του φιλοσοφία ήταν πιθανό να φέρει μεγαλύτερα δεινά στον ινδικό λαό.
Ο Γκάντι με τον Muhammad Ali Jinnah, που θεωρείται ιδρυτής του Πακιστάν (Βομβάη, 1944) |
Στις 30 Ιανουαρίου 1948, σε ηλικία 78 ετών, ο Γκάντι θα δολοφονηθεί στο Νέο Δελχί, ενώ πήγαινε για την απογευματινή του προσευχή. Δεν ήταν η πρώτη φορά που επιχείρησαν να τον δολοφονήσουν. Δολοφόνος του ήταν ο Ναθουράμ Γκόντσε (Godse), ένας φανατικός νεαρός εθνικιστής, που θεωρούσε την πολιτική Γκάντι, πολιτική κατευνασμού, κατά την αντίληψή του, ως προς τους Μουσουλμάνους της χώρας, υπεύθυνη για τη δημιουργία μουσουλμανικού κράτους σε ινδουιστικό έδαφος. Όλη του η δράση είχε τη σφραγίδα της ιερότητας και όταν η σφαίρα του τον έπληξε θανάσιμα, πρόλαβε να φωνάξει «Rama, Rama», το όνομα υπό το οποίο ένοιωθε το Θεό. Ο θάνατός του βύθισε στο πένθος όλη την Ινδία και προκάλεσε τη συγκίνηση και την αγανάκτηση της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Ήταν η ζωντανή συνείδηση της Ινδίας. Έπεσε θύμα «βίας», της οποίας υπήρξε πάντοτε πολέμιος.
Ο Γκάντι καθώς πηγαίνει προς την προσευχή, λίγο πριν δολοφονηθεί |
Άτομα που σχετίζονται με τη δολοφονία (ο Nathuram, πρώτη σειρά καθιστός) |
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο Γκάντι αποτέλεσε μια από τις κορυφαίες προσωπικότητες, παγκοσμίας εμβέλειας, τον 20ό αιώνα. Αγωνίστηκε σε όλη τη ζωή του για την ανεξαρτησία της χώρας του με μόνο του όπλο το ηθικό του ανάστημα και την πραγματική λατρεία που του είχε ολόκληρη η Ινδία. Για την Ινδία, η ιστορία του Μαχάτμα Γκάντι είναι σε μεγάλο βαθμό η ιστορία της χώρας πριν από την ανεξαρτησία. Για τον κόσμο γενικότερα, οι παρακαταθήκες του στοχαστή Γκάντι αποτελούν μέχρι σήμερα αντικείμενο μελέτης και διδασκαλίας, καθιστώντας τον Ινδό ηγέτη παγκόσμιο σύμβολο. Οι πολιτικές του παρακαταθήκες αποτελούν μάλιστα μέχρι σήμερα πρότυπο για ακτιβιστές, ειδικά στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε όλο τον κόσμο. Όπως χαρακτηριστικά είχε αναφέρει ο Γκάντι: «Πρώτα σε αγνοούν, μετά σε κοροϊδεύουν, μετά σε πολεμούν, μετά τους νικάς». Η δράση και η πολιτική του φιλοσοφία ξεπερνούν τα ινδικά όρια, και συνεχίζουν να εμπνέουν, συνιστώντας πορεία πλεύσης, πολλούς λαούς ή κοινωνικές ομάδες που διεκδικούν ακόμη τα δίκαιά τους.
Η κηδεία του Γκάντι στο Ν. Δελχί (6 Φεβρουαρίου 1948) |
Ο Θεός, για το Γκάντι, δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά μια ζωντανή παρουσία, της οποίας η φωνή είναι μέσα στον άνθρωπο. Στην παρουσία αυτή έδινε την ονομασία Sat (ύπαρξη, απόλυτο ον, Θεός, αλήθεια). Η θυσία για την αλήθεια αυτή είναι ο μόνος τρόπος διάδοσής της. Κι έτσι φτάνουμε στη 2η βασική ιδέα της φιλοσοφίας του Γκάντι, στην ιδέα της ahimsa της «μη βίας», της αποχής απ’ τη βία, που έπαιξε τόσο μεγάλο ρόλο στην απελευθέρωση της Ινδίας. Γι’ αυτόν η ahimsa εκτείνεται σε κάθε ενέργεια που προκαλεί σωματικό ή ψυχικό πόνο και έχει 2 βασικές πηγές: την αγάπη σε κάθε πλάσμα και την ανάγκη αυτοελέγχου για την πραγμάτωσή μας στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο.
Ο Θεός είναι αλήθεια. Η οδός προς την αλήθεια είναι μέσω της ahimsa (μη-βία) 13-03-1927 |
Μη βία δε σημαίνει υποταγή στον κακοποιό, αλλά αντίθεση μ’ όλες τις δυνάμεις της ψυχής στη δύναμη του τυράννου. Η αναζήτηση της αλήθειας, ως σκοπός της ζωής του, και η μη βία, ως μέσο για να φτάσει στο σκοπό αυτό, ήταν οι δυο του πνεύμονες. Χωρίς αυτές δε θα μπορούσε να ζήσει, όπως ο ίδιος έλεγε. Η αναζήτηση της αλήθειας αποκλείει τη χρήση βίας, γιατί ο άνθρωπος, καθώς δεν έχει τη ικανότητα να γνωρίζει την απόλυτη αλήθεια, δεν μπορεί να έχει το θάρρος και να τιμωρεί. Χρειάζεται η Δικαιοσύνη που ανοίγει το δρόμο της αγάπης.
Τάχθηκε κατά της κληρονομικής κάστας και υπέρ της κάστας που ορίζεται ως θεία επιταγή καταμερισμού των έργων και συντελεί στην αρμονική συμβίωση, γιατί έτσι αποτρεπόταν η κοινωνική διαμάχη. Την κοινωνική τάξη που ήθελε να εγκαθιδρύσει, την αποκαλούσε sarvodaya, που σημαίνει το κοινό καλό, το μεγαλύτερο δυνατό καλό για το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων, ενώ με τον όρο svarajya εννοούσε την πολιτική ανεξαρτησία. Αυτό συνδυασμένο με την svadeshi , τον ινδικό τρόπο ζωής, ήταν το ιδεώδες της πολιτείας του Γκάντι. Πίστευε ότι κάθε εργασία έχει αξιοπρέπεια, ειδικά η χειρωνακτική, γι’ αυτό και ο ίδιος, κλώθοντας νήμα, έδινε το παράδειγμα. Το έκανε επίσης και για πρακτικούς οικονομικούς λόγους, δηλαδή για την καταπολέμηση της ανεργίας το χειμώνα και για τον αγώνα κατά της επιβολής των βρετανικών βιομηχανικών προϊόντων, αλλά και για επιστροφή στον ινδικό τρόπο σε όλες τις φάσεις της ζωής. Στα πλαίσια της ανάγκης μας για αυτοέλεγχο, με σκοπό τη λύτρωση, ο Γκάντι πίστευε στην αποτελεσματικότητα της σεξουαλικής εγκράτειας, την οποία ο ίδιος εφάρμοζε σε συμφωνία με τη γυναίκα του. Η αυτοκυριαρχία εξυψώνει το πνεύμα. Έλεγε «ζούμε όχι για να τρώμε, να ντύνουμε και να καλοπιάνουμε το σώμα μας. Φροντίζουμε το σώμα μας για να ζούμε». Η ζωή αρχίζει αφού ικανοποιηθούν οι σωματικές ανάγκες. Όταν όλες οι προσπάθειες αποσκοπούν στο σώμα, το πνεύμα μαραίνεται. Την έννοια αυτή του ελέγχου των παθών την μετέφερε και στον κοινωνικό τομέα, με την εφαρμογή της ahimsa, της αποχής από τα πολιτικά πάθη. Μετέφερε την ιδέα αυτή από το πεδίο της ατομικής συμπεριφοράς στα πλαίσια της κοινωνίας και του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Πίστευε ότι ο αγώνας είναι καλύτερος, όχι όταν φέρουμε πλήγματα στον εχθρό, αλλά όταν υπομένουμε, πράγμα που προϋποθέτει πίστη στο θεό και πνεύμα αυτοθυσίας. Θεωρούσε ότι τα εκατομμύρια των Ινδών δεν ελέγχονται χωρίς την ψυχική ανωτερότητα των ηγετών τους, κάτι που αυτός το πέτυχε. Και θυσιάστηκε για το ιδεώδες της συναδελφοσύνης Ινδουιστών-Μουσουλμάνων. Η αγάπη του Γκάντι για την αλήθεια ήταν τέτοια, ώστε πολλές φορές έβαζε σε δύσκολη θέση τους πολιτικούς οπαδούς του. Έλεγε πάντα την αλήθεια, γιατί πίστευε βαθιά ότι μακροπρόθεσμα η αλήθεια δεν είναι δυνατόν παρά να υπηρετήσει την Ινδία στον αγώνα της εναντίον των Βρετανών, να υπηρετήσει κάθε δίκαιη υπόθεση.
Στον τομέα της μεταφυσικής, ο Γκάντι πίστευε ότι τα πάντα είναι διαπερασμένα από την υπέρτατη ουσία, το θεό. Κι εκτός από τη Μπακαβάτ Γκίτα που του άρεσε, θαύμαζε περισσότερο τους πρώτους στίχους του Isa Upanishad «Έφθασα στο συμπέρασμα ότι, αν όλα τα Upanishad και οι άλλες γραφές ξαφνικά γίνονταν στάχτη και σώζονταν στις μνήμες των Ινδών μόνο ο στίχος. Όλα αυτά και ό,τι κινείται στη γη διαπερνώνται από το Βράχμα, ο Ινδουισμός θα ζούσε αιώνια». Δεν περιφρονούσε το λογισμό, δεν του απέδιδε όμως την αποκλειστική αξία σαν όργανο της γνώσης, που του δίνουμε στη Δύση. Γι’ αυτό και ήταν υπέρ μιας ολοκληρωμένης μόρφωσης του ανθρώπου που περιελάμβανε οτιδήποτε, μια φιλοσοφική και θρησκευτική θεώρηση των πραγμάτων. Επειδή πίστευε στην ενότητα που πραγματώνεται δια του θεού που διαπερνά τα πάντα, η υπηρεσία στους συνανθρώπους ήταν γι’ αυτόν η καλύτερη μορφή λατρείας.
Ο Γκάντι επηρεάστηκε, εκτός από τη Μπακαβάτ Γκίτα, και από τη Ραμαγιάνα (θεία επίκληση), την «Επί του Όρους ομιλία», καθώς επίσης από τον Θορό, τον Τολστόι και τον Ράσκιν, τους οποίους θαύμαζε πολύ.
Ο Γκάντι ήταν βαθιά δημοκρατικός, γιατί πίστευε στην αξία του ατόμου. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να κυβερνά χωρίς τη συγκατάθεση του λαού. Αλλά η δημοκρατία γι’ αυτόν συνδυάζεται με την πειθαρχία. Ένας εκ φύσεως δημοκράτης είναι και εκ φύσεως πειθαρχημένος. Η δημοκρατία έρχεται με φυσικό τρόπο σ’ εκείνον που είναι συνηθισμένος να υπακούει πρόθυμα σε όλους τους θεϊκούς και ανθρώπινους νόμους. Οι αρετές που συνοδεύουν την πολιτική του δράση είναι η απέραντη μετριοπάθεια, η λογική συγκεκριμένων αιτημάτων και η αδαμάντινη αδιαλλαξία των ηθικών αρχών του αγώνα του. Αυτός ήταν ο Γκάντι. Ένας πραγματικός επαναστάτης με διαφορετική θεώρηση για το σύμπαν και τη ζωή. Ένας ρήτορας που έμοιαζε περισσότερο με δάσκαλο.
Το Raj Ghat, στο Ν. Δελχί, ένα μνημείο στο μέρος όπου κάηκε η σωρός του Γκάντι |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου