29 Σεπ 2011

Μνημεία της πόλης της Αθήνας (1ο Μέρος)

Η Αθήνα βρίσκεται περίπου στη μέση του λεκανοπεδίου της Αττικής, στο ΝΑ άκρο της Στερεάς Ελλάδας, και σε κοντινή απόσταση από τη θάλασσα, αναπτύχθηκε από πολύ νωρίς και βαθμιαία εξελίχθηκε σε σπουδαίο πολιτισμικό κέντρο του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Στην πορεία αυτή σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν, εκτός από τις κοινωνικοπολιτικές δυναμικές που έλαβαν χώρα στο πέρασμα των αιώνων, η καίρια γεωγραφική της θέση, η ποικιλομορφία του φυσικού της περιβάλλοντος, καθώς και το εξαιρετικό εύκρατο κλίμα της περιοχής. Τόσο η σταδιακή διαμόρφωση του πολεοδομικού ιστού και οι αναπλάσεις του αρχιτεκτονικού τοπίου της πόλης, όσο και οι μεταβολές που υπέστη γενικά η φυσιογνωμία της, αποτελούν γεννήματα μιας σειράς μακρόχρονων διεργασιών και ζυμώσεων σε επίπεδο κοινωνικής σύνθεσης, πολιτικής δραστηριότητας, οικονομικής οργάνωσης και καλλιτεχνικής δημιουργίας.


Α. ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ (1.150/1.100 - 900)
Όπως και στον υπόλοιπο ελλαδικό κόσμο, έτσι και στην Αττική, η κατάρρευση του Μυκηναϊκού καθεστώτος σήμανε την απαρχή μιας μακράς περιόδου κοινωνικής αναστάτωσης και ποικίλων ζυμώσεων. Η ανασύσταση της εικόνας της οικιστικής και κοινωνικής οργάνωσης στην Αθήνα κατά τη μετα-μυκηναϊκή φάση (13ος αιώνας) δεν είναι εύκολη, καθώς η γνώση μας για την περίοδο περιορίζεται σε λιγοστά ευρήματα που προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από υλικά κατάλοιπα περιορισμένου αριθμού και έκτασης (απομεινάρια ταφικών κτισμάτων και πηγάδια, χάλκινα αντικείμενα, εργαλεία και όπλα από σίδηρο και, κυρίως, αγγεία). Παράλληλα, παρατηρούνται οι πρώτες ενδείξεις συστηματικής κατοίκησης βόρεια της Ακρόπολης, σε χώρο που κατέλαβε η μετέπειτα Αγορά, ο οποίος συνέχισε να χρησιμοποιείται και για τον ενταφιασμό νεκρών. Στους μετα-μυκηναϊκούς (1.100 - 1.025) και πρωτογεωμετρικούς χρόνους (1.025 - 900) το συγκροτημένο αυτό νεκροταφείο επεκτάθηκε μέχρι το Δίπυλο και κατά τους γεωμετρικούς χρόνους (900 - 700) κάλυπτε όλη σχεδόν την έκταση της Αγοράς και του Διπύλου. Πέρα από αυτό, μετα-μυκηναϊκοί και γεωμετρικοί τάφοι εντοπίστηκαν και σε άλλα σημεία της Αθήνας, στη συντριπτική τους πλειοψηφία κοντά σε δρόμους, ανακάλυψη που συνέβαλε στον καθορισμό του οδικού δικτύου της πόλης. Αλλά και οι ιστορικές πηγές, που όμως υπήρξαν αντικείμενο προπαγάνδας των αυτοκρατορικών χρόνων, δεν αναφέρονται στην περίοδο αυτή παρά μόνο στο πλαίσιο μιας μυθικής αφήγησης, όπως συμβαίνει π.χ. με τον (τόσο οικιστικού όσο και πολιτικού χαρακτήρα) «συνοικισμό» των αττικών κωμών του Θησέα ή της καλλιέργειας της ιδέας ότι οι Αθηναίοι ήταν αυτόχθονες και δεν γνώρισαν τη λεγόμενη «κάθοδο των Δωριέων». Ειδικότερα σε ό,τι αφορά στο πρώτο στοιχείο, τα νεότερα ευρήματα των ανασκαφών τοποθετούν τον συνοικισμό στις αρχές του 9ου αιώνα και αφού έχει ολοκληρωθεί η εγκατάσταση μερίδας του αθηναϊκού πληθυσμού στην Ιωνία μετά τα μέσα του 10ου αιώνα. Η ανοδική τάση που παρουσιάζει ο αριθμός των τάφων και των πηγαδιών από τον 10ο έως τον 8ο αιώνα είναι πιθανότατα ενδεικτική της διαρκούς αύξησης του πληθυσμού της Αθήνας κατά την περίοδο αυτή, ενώ το περιεχόμενο των τάφων φαίνεται να υποδηλώνει μια κοινωνική διαστρωμάτωση ανάλογη με εκείνη των αρχαϊκών χρόνων, οπότε η αριστοκρατική τάξη είχε τα ηνία της πόλης. Φαίνεται ότι ήδη από την εποχή αυτή άρχισαν να γίνινται θεμελιώδεις πολιτικές και πολιτειακές αλλαγές, οι οποίες θα επηρεάσουν ριζικά την πορεία της Αθήνας στους αιώνες που ακολουθούν.

Β. ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (900 - 750/700)
Ο 8ος αιώνας σηματοδοτείται από την ανάδυση και παγίωση ενός νέου πολιτειακού μορφώματος, της πόλης-κράτους, ενώ ταυτόχρονα εντείνονται οι επαφές του ελληνικού κόσμου με την Ανατολή. Η γραφή επανέρχεται στην Ελλάδα έπειτα από σιωπή πέντε περίπου αιώνων, και στην ίδια περίοδο τοποθετούνται οι απαρχές της ελληνικής λογοτεχνίας (Όμηρος, Ησίοδος). Το ιερό του Όμβριου Διός στον Υμηττό και μια γεωμετρική οινοχόη από τάφο του Κεραμεικού μάς προσφέρουν μερικά από τα πιο πρώιμα δείγματα γραφής στην Κυρίως Ελλάδα. Στη διαδρομή του 8ου αιώνα χτίζεται στην Ακρόπολη ένας μικρός ναός αφιερωμένος στην Αθηνά, στη θέση του παλαιού μυκηναϊκού ανακτόρου, που ήταν πια τελείως ερειπωμένο. Κοντά στο ναό, οι Αθηναίοι έδειχναν και τηρούσαν ευλαβικά αρχέγονα «ιερά σημεία» θεϊκών παρουσιών, όπως την ελιά που είχε φυτέψει η Αθηνά, τα σημάδια που είχε αφήσει στο βράχο η τρίαινα του Ποσειδώνα, το Κεκρόπιο (ταφικό ιερό του Κέκροπα), την «Ερεχθηίδα θάλασσα» και άλλα.
Στον 8ο και στον 7ο αιώνα ανάγονται οι παλαιότερες ενδείξεις λατρείας σε πολλά από τα ιερά της Αττικής (ιερό της Δήμητρας και της Κόρης στην Ελευσίνα, ιερό της Αρτέμιδας στη Βραυρώνα, ιερό της Αθηνάς στο Σούνιο), τα οποία στις επόμενες περιόδους εμπλουτίσθηκαν με την ανέγερση ναών και άλλων κτισμάτων και διακοσμήθηκαν με πλήθος γλυπτών και άλλων αναθημάτων. Ίχνη κατοίκησης έχουν ανακαλυφθεί στα όρια της μετέπειτα Αγοράς, ενώ οι ταφές εξακολουθούν βόρεια του λόφου του Αρείου Πάγου.
Η αυλαία του 8ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την απότομη και ξαφνική διακοπή της έντονης δραστηριότητας των χρόνων που προηγήθηκαν στην Αθήνα. Το αρχαιολογικό μητρώο του 7ου αιώνα είναι εξαιρετικά ισχνό σε σύγκριση με αυτό του 8ου αιώνα Ο αριθμός των ταφικών κτισμάτων της Αθήνας και, γενικότερα, της Αττικής είναι πολύ μικρότερος σε σχέση με πριν. Ανάλογη εικόνα έχουμε και σε ό,τι αφορά στα πηγάδια, τα περισσότερα από τα οποία στην περιοχή της μετέπειτα Αγοράς έπεσαν σε αχρησία, παρόλο που την ίδια ώρα σημάδια έντονης χρήσης του χώρου παρουσιάζονται στα ιερά του Όμβριου Διός στον Υμηττό και της Αρτέμιδας στη Βραυρώνα. Τα στοιχεία συγκλίνουν προς την υπόθεση ότι γύρω στα τέλη του 8ου αιώνα η Αθήνα ταλανίστηκε σοβαρά, ίσως από ξηρασία που συνοδεύτηκε από λιμό και επιδημικές ασθένειες. Αναμφίβολο πάντως είναι ότι η πόλη πέρασε από μια φάση αναταραχών και μεγάλης παρακμής κατά τα χρόνια γύρω και αμέσως μετά το 700. Είναι τότε που το πλήθος των εισηγμένων αγγείων στην Αθήνα ξεπερνά κατά πολύ την παραγωγή της εξαγόμενης ντόπιας κεραμικής, φαινόμενο μοναδικό στην αθηναϊκή ιστορία πολλών αιώνων.

Γ. ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (750/700 - 480/79)
Οι γραπτές μαρτυρίες που υπάρχουν για την Αθήνα της Γεωμετρικής περιόδου είναι ελάχιστες και παραμένουν λίγες και για την επόμενη περίοδο. Μαζί με τις προφορικές παραδόσεις που κληροδοτήθηκαν στις επόμενες γενιές, φανερώνουν ωστόσο σημαντικές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο διακυβέρνησης της πόλης. Μέσα στην ώριμη φάση της γεωμετρικής περιόδου (8ος αιώνας), αλλά κυρίως στις αρχές του 7ου αιώνα, οι κάτοικοι της Αθήνας δεν συμμετείχαν ενεργά στον αποικισμό που είχαν εγκαινιάσει άλλες ελληνικές πόλεις. Δεν θα ήταν ωστόσο άτοπο να υποστηρίξει κανείς ότι η Αθήνα γνώρισε έναν εσωτερικό «αποικισμό», καθώς με τη λήψη σημαντικών πρώτων υλών και την ανάπτυξη του τοπικού βιοτεχνικού κλάδου, σταδιακά άρχισαν να διαμορφώνονται οι πρώτες οργανωμένες συνοικίες της πόλης. Ο θάνατος του τελευταίου πατριαρχικού βασιλιά της Αθήνας Κόδρου στα 684/3 σήμανε την οριστική κατάργηση του θεσμού της βασιλείας. Από τον επόμενο χρόνο η άσκηση της εξουσίας πέρασε στα χέρια αιρετών αρχόντων αριστοκρατικής καταγωγής, με κυρίαρχο διοικητικό σχήμα αυτό των Εννέα Αρχόντων, ενώ το σώμα της Βουλής του Αρείου Πάγου ασκούσε δικαστικά καθήκοντα.
Ο πληθυσμός της Αττικής εκείνη την περίοδο διαιρείτο σε τρία κοινωνικά και επαγγελματικά μεγέθη ή «έθνη»: τους «ευπατρίδες» αριστοκράτες, τους «γεωμόρους» γεωργούς και τους τεχνίτες «δημιουργούς». Από τους τελευταίους θα προκύψει μια εύρωστη οικονομικά κατηγορία εμποροβιοτεχνών, που δυσανασχετεί για τις απαιτήσεις των μελών της αριστοκρατικής τάξης, και θέλει να διεκδικήσει πολιτικά δικαιώματα. Δεν είναι τυχαίο ότι από αυτή την περίοδο και μετά οι πηγές αναφέρονται στους Αθηναίους ως ένα ενιαίο πολιτικό σώμα. Από τη διαφαινόμενη σύγκρουση θέλησε να επωφεληθεί ο Κύλων και να εγκαθιδρύσει τυραννίδα, τη χρονιά που Επώνυμος Άρχων ήταν ο Μεγακλής, από το γένος των Αλκμεωνιδών (636). Οι οπαδοί του όμως σφαγιάστηκαν τη στιγμή που απομακρύνονταν από το βωμό της Αθηνάς Πολιάδος. Το περιστατικό πέρασε στην ιστορία ως «Κυλώνειο άγος» και στιγμάτισε τον Μεγακλή και τους Αλκμεωνίδες απογόνους του, ανάμεσά τους και τον Περικλή.
Σύντομα, μέρος μόνο από τις υπάρχουσες κοινωνικές αδικίες αποκαταστάθηκε χάρη στο νομοθέτη Δράκοντα, που επί άρχοντα Αρίσταιχμου (621/0) έλαβε την εντολή να καταγράψει τα παλαιά έθιμα και να καταρτίσει μια γραπτή νομοθεσία, που περιελάμβανε διατάξεις μεταρρυθμιστικού χαρακτήρα για το πολίτευμα, καθώς και ποινικού-ιδιωτικού δικαίου. Τις στρεβλώσεις της νομοθεσίας του κλήθηκε να ρυθμίσει ο Σόλων, με καταγωγή από το αριστοκρατικό γένος των Μεδοντιδών, αλλά έμπορος στο επάγγελμα (όπως επίσης και δεινός ποιητής), που στα 594/3 εγκαινίασε μια σειρά από μέτρα κοινωνικοοικονομικού και διοικητικού χαρακτήρα. Μια από τις σημαντικότερες νομοθετικές πρωτοβουλίες του Σόλωνα ήταν η εισαγωγή της «από τιμημάτων πολιτείας», ενός τιμοκρατικού συστήματος φορολογίας με αποκλειστικό κριτήριο τον περιουσιακό πλούτο. Οι Αθηναίοι χωρίστηκαν σε τέσσερις τάξεις ανάλογα με το ύψος του ετήσιου εισοδήματός τους, τους «πεντακοσιομέδιμνους», τους «τριακοσιομέδιμνους» ή «ιππείς», τους «διακοσιομέδιμνους» ή «ζευγίτες» και τους «θήτες». Παράλληλα, μέχρι τις αρχές του 6ου αιώνα ο δήμος της Ελευσίνας, ένας από τους μεγαλύτερους και ισχυρότερους της Αττικής, και η ευρύτερη περιοχή του είχαν περιέλθει ολοκληρωτικά στην αθηναϊκή επικράτεια, ενώ και ο έλεγχος του ελευσινιακού ιερού από τους Αθηναίους στάθηκε καθοριστικός παράγοντας για την εφεξής εδραίωση της δύναμης της Αθήνας.
Στις προσπάθειες εντάσσεται και το οικοδομικό πρόγραμμα που εφάρμοσε ο Σόλων με τη μετάθεση της Αγοράς και συνέχισε ο Πεισίστρατος. Η νέα Αγορά, γνωστή στην αρχαιότητα ως Αγορά ή Κεραμεικός (από τον ομωνύμο δήμο, στον οποίον ιδρύθηκε), ξεκίνησε την πορεία της ως επίκεντρο της πολιτικής ζωής της Αθήνας, κάπου στην αυγή του 6ου αιώνα (σύμφωνα με τα όσα έχουν βρεθεί στους τάφους και τα πηγάδια της περιοχής). Για την ίδρυσή της επελέγη ο εκτεταμένος προς ανατολάς του Αγοραίου Κολωνού ομαλός χώρος, ανάμεσα στον Άρειο Πάγο και στον Ηριδανό, κοντά στην παλιά αγορά του Θησέα, όπου εκτεινόταν το πολύ αρχαίο νεκροταφείο της πόλης. Δεν αποκλείεται ο χώρος αυτός να χρησιμοποιείτο ακόμα και από τους προϊστορικούς χρόνους ως τόπος συνάθροισης και διευθέτησης κοινών ζητημάτων μεταξύ των πολιτών. Την περιοχή διέσχιζε η κεντρική οδική αρτηρία της πόλης, που ένωνε την Αθήνα με τους γύρω δήμους και με την υπόλοιπη Ελλάδα. Στο ίδιο μέρος, κοντά στο Ελευσίνιο, ή στη ΝΑ πλευρά της Αθήνας, βρισκόταν η πιο σημαντική πηγή της πόλης, η κρήνη Καλλιρρόη.
Παραδόξως, οι αρχαιολογικές μαρτυρίες για τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα είναι περιορισμένες. Τα μόνα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, που μπορούν με σιγουριά να αποδοθούν στην εποχή του Σόλωνα ανήκουν σε τάφους, πηγάδια και σπίτια, ενώ αξιοσημείωτη είναι η έλλειψη υπολειμμάτων ναών, οικοδομών δημόσιου χαρακτήρα ή άλλων μνημειακών κατασκευών. Ένα από τα πιο πρώιμα κτίρια της περιόδου, που μνημονεύεται σε γραπτές πηγές κατοπινών χρόνων, θα πρέπει να θεωρείται το Πρυτανείο, το οποίο οι περιγραφές τοποθετούν κάπου στις βόρειες υπώρειες της Ακρόπολης, κάτω από τη μετέπειτα Θόλο στη βόρεια πλευρά της Αγοράς, και πιθανότατα στέγαζε αντίγραφα των νόμων του Σόλωνα. Τα παλαιότερα παραδείγματα κτισμάτων δημόσιου χαρακτήρα στην Αγορά εικάζεται ότι απαντώνται στα Κτίρια C και D (αρχές 6ου αιώνα και λίγο μετά τα μέσα του 6ου αιώνα αντίστοιχα), των οποίων τις θέσεις κατέλαβαν μελλοντικά βεβαιωμένα δημόσια κτίρια. Τότε, όπως πιστεύουν μερικοί ερευνητές, θα πρέπει να ιδρύθηκε και το ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδας στην Ακρόπολη. Η πιθανότητα ανέγερσης νέου οχυρωματικού περίβολου για την προστασία της πόλης κατά την ίδια περίοδο παραμένει ανοιχτή, αν και καμία ένδειξη δεν μας έχει σωθεί για την ύπαρξή του, ούτε είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την ακριβή του οριοθέτηση. Σε γενικές γραμμές η πόλη θα πρέπει να είχε μεγαλώσει σημαντικά γύρω από την Ακρόπολη και ιδίως προς τη βόρεια πλευρά της, συμπέρασμα στο οποίο συναινεί και η προέκταση της Αγοράς προς την κατεύθυνση αυτή.
Στο γειτονικό ιερό της Ελευσίνας χτίζεται στις αρχές του 6ου αιώνα ένα από τα παλαιότερα θρησκευτικά κτίρια της Αττικής. Πρόκειται για τον κεντρικό θάλαμο που αφιερώθηκε στη λατρεία της Δήμητρας, που ανθούσε τουλάχιστον για έναν αιώνα, και αργότερα ενσωματώθηκε στο τεραστίων διαστάσεων Τελεστήριο των κλασσικών χρόνων. Τέλος, στο ιερό του Ποσειδώνα στο Σούνιο παρατηρούνται τα πιο πρώιμα δείγματα μνημειακής πλαστικής από την Αθήνα και την Αττική, πολύ νωρίτερα από την εμφάνιση των πρώτων ναών.
Οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα, λόγω του μετριοπαθούς και εξισορροπητικού χαρακτήρα τους, δεν κατάφεραν να ανακόψουν πλήρως το κλίμα αναταραχής που είχε παγιωθεί τον προηγούμενο αιώνα στην Αττική. Στα επόμενα χρόνια η κοινωνική διαίρεση των κατοίκων της Αττικής έλαβε μια πιο οργανωμένη μορφή. Συγκεκριμένα, οι «πεδιείς», δηλαδή αυτοί που κατοικούσαν στους αγρούς, οι «παράλιοι», οι κάτοικοι των ΝΑ ακτών της Αττικής, και οι «διάκριοι», οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών είχαν ενταχθεί στις αντίστοιχες παρατάξεις, την αρχηγία των οποίων είχαν οι Λυκούργος, Μεγακλής, γιος του Αλκμέωνος και της Αγαρίστης, και Πεισίστρατος, αντίστοιχα.
Ο Πεισίστρατος καταγόταν από το γένος των Φιλαϊδών κι αποπειράθηκε συνολικά τρεις φορές (561/0, 559, 545) να εγκαθιδρύσει καθεστώς τυραννίδας στην Αθήνα. Στην τρίτη του απόπειρα πέτυχε τελικά τον σκοπό του στα 545 και κυβέρνησε την Αθήνα για τα επόμενα δεκαοκτώ χρόνια.
Μετά το θάνατο του Πεισίστρατου στα 527 οι Αθηναίοι, έχοντας εκτιμήσει το έργο του, ανέθεσαν την εντολή συνέχισης της διακυβέρνησης στους γιους του, Ιππία, Ίππαρχο, Ηγησίστρατο (γνωστότερος με το προσωνύμιο «Θεσσαλός») και Ιοφώντα. Οι απόγονοί του έγιναν γνωστοί ως «Πεισιστρατίδες». Ο Ιππίας ήταν επικεφαλής του πολιτικού σχεδιασμού, ο Ίππαρχος έγινε γνωστός για τις πνευματικές του ανησυχίες, ενώ ο Ηγησίστρατος διέθετε πολεμικές αρετές. Το γεγονός που κλόνισε την τυραννίδα τους ήταν η δολοφονία του Ίππαρχου στο Λεωκόρειο της Αγοράς από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα το 514. Τα κίνητρα της δολοφονίας ήταν προσωπικά, καθώς ο Ιππίας είχε απαγορεύσει στην αδελφή του Αρμοδίου να συμμετάσχει ως «κανηφόρος» στην πομπή των Παναθηναίων του ίδιου έτους. Ωστόσο, το γεγονός ότι μετά την οριστική ανατροπή της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών οι Αθηναίοι ανακήρυξαν τους δύο νέους ένδοξους φορείς της δημοκρατικής ιδέας («Τυραννοκτόνοι») και τους έστησαν ανδριάντα στην Αγορά (490) υποδηλώνει ότι και πολιτικοί λόγοι έπαιξαν ρόλο σε αυτή τη βίαιη πράξη. Ο Ιππίας εξακολούθησε να κυβερνά για τα τρία επόμενα χρόνια, χρησιμοποιώντας συχνότατα βία αλλά και ωθούμενος σε αύξηση της φορολογίας, μιας και περσική εντολή του στέρησε την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων του Παγγαίου όρους. Το 511 οι Αλκμεωνίδες, με την καίρια συνδρομή του Σπαρτιάτη βασιλιά Κλεομένη Α', ώθησαν τον Ιππία στην εξορία.
Όλη αυτήν την περίοδο, η εικόνα της πόλης εμπλουτίζεται. Δίνεται μεγάλη βαρύτητα στην εκτέλεση δημόσιων έργων, τα οποία πλέον αποκτούν μνημειακές αναλογίες.
Στο ιερό της Ακροπόλεως παρατηρείται, όπως και σε άλλα ιερά της περιόδου αυτής, ζωηρή οικοδομική δραστηριότητα. Ανάμεσα στα διασωθέντα λείψανα μπορούμε να διακρίνουμε αυτά δύο ναών μεγάλων διαστάσεων: του «αρχαίου νεώ» της Αθηνάς (529 - 520, σύμφωνα με μερικούς μελετητές αυτή ήταν η δεύτερη φάση που γνώρισε ο ναός μετά από μια προηγούμενη περί το 570), του Εκατόμπεδου (570 - 566), που χτίστηκε στα νότια του βράχου, δίπλα στον παλαιό ναό της Αθηνάς του 8ου αιώνα, και γνώρισε επίσης ανακατασκευές με λαμπρή κατάληξη τον Παρθενώνα. Στο β' τέταρτο αυτού του αιώνα θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί μια αναδιάρθρωση της εισόδου της Ακροπόλεως προς τα δυτικά και η ίδρυση βωμού για τη λατρεία της Αθηνάς Νίκης σε σημείο κοντά σε αυτήν. Παράλληλα με τους ναούς αυτούς, βρέθηκαν στην Ακρόπολη δομικά μέλη και αρχιτεκτονικά γλυπτά των μέσων του 6ου αιώνα που ανήκουν σε μικρότερα κτίσματα αδιευκρίνιστης θέσης και λειτουργικότητας, τα «οικήματα», τα οποία μορφολογικά παραπέμπουν στους θησαυρούς των πανελλήνιων ιερών και ίσως να εξυπηρετούσαν τη φύλαξη προσφορών και πολύτιμων αντικειμένων. Άλλωστε, κατά τον 6ο αιώνα ο χώρος της Ακρόπολης άρχισε να πλημμυρίζει από αναθήματα (π.χ. «Κόρες») που ξεπερνούσαν σε πλούτο, μέγεθος και καλλιτεχνικές αξιώσεις εκείνα των περασμένων χρόνων και διατράνωναν την πολιτική ισχύ και την οικονομική ευμάρεια της πόλης. Κάπου στα τέλη του 6ου αιώνα, επί Πεισιστρατιδών ή λίγο αργότερα, τοποθετείται επίσης η ίδρυση του ιερού του Διονύσου Ελευθερέως και η ανέγερση μικρού ναού προς τιμήν του θεού στη Νότια Κλιτύ της Ακρόπολης.
Κατά το β' και γ' τέταρτο του 6ου αιώνα η Αγορά επεκτείνεται βαθμιαία προς ανατολάς και προς νότο. Προηγούμενα πηγάδια σκεπάστηκαν και παλαιότερα σπίτια κατεδαφίστηκαν προκειμένου στον μέχρι τότε οικιστικό και ταφικό χώρο να ανεγερθούν νέες οικοδομές και άλλα μνημεία. Ο Βωμός των Δώδεκα Θεών (522/1) στη ΒΔ είσοδο της Αγοράς, που τοποθετήθηκε σε σημείο όπου επικοινωνούσαν οι κυριότερες συγκοινωνιακές αρτηρίες της πόλης, λειτουργούσε ως ορόσημο - αφετηρία για τη μέτρηση των οδικών αποστάσεων. Σε πολύ κοντινή απόσταση από τον Βωμό εντοπίστηκαν ίχνη του Λεωκόρειου. Στο νότιο άκρο της δυτικής πλευράς το Κτίριο F (550 - 525), που καταστράφηκε από τους Πέρσες το 480, ίσως να χρησιμοποιήθηκε ως παλάτι ή αρχηγείο του Πεισίστρατου και των διαδόχων του. Στη ΝΔ γωνία του τετραγώνου της Αγοράς βρισκόταν το δικαστήριο της Ηλιαίας (μέσα 6ου αιώνα), ενώ στη ΝΑ γωνία, όπου κάποια σπίτια παρέμειναν σε χρήση κατά το γ' τέταρτο του 6ου αιώνα, χτίστηκε η ΝΑ Κρήνη (530 - 520). Στο κέντρο της Αγοράς, που στο σύνολό της φιλοξενούσε διάφορα θεατρικά - χορευτικά δρώμενα και εκθέσεις, χτίστηκε η κυκλική Ορχήστρα (6ος αιώνας), στην οποία λάμβαναν χώρα δραματικοί και μουσικοί αγώνες. Κοντά σε αυτήν, στο χώρο που κατέλαβε πολύ αργότερα το Ωδείο του Αγρίππα, ενδέχεται να υπήρχε το ιερό του Διονύσου Ληναίου. Η Οδός Παναθηναίων διέσχιζε διαγώνια την Αγορά, συνδέοντας τη βορειοδυτική πλευρά της πόλης με την Ακρόπολη. Δυο επιγραφές από την Ακρόπολη κάνουν μνεία για μια επισκευή του «Δρόμου» της Αγοράς,  λίγο πριν το 550, απ’ όπου περνούσε η μεγάλη πομπή κατά την εορτή των Παναθηναίων. Η αρχή του δρόμου πρέπει να βρισκόταν λίγο βορειότερα του Βωμού των Δώδεκα Θεών, μπροστά από τις «Ερμές» που βρίσκονταν εκεί, και το τέρμα του κοντά στο Ελευσίνιο. Μαζί με την ανέγερση νέων οικοδομημάτων, επιχειρήθηκε εξωραϊσμός ολόκληρου του χώρου της Αγοράς. Κατά το τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα, κατασκευάστηκε στη δυτική πλευρά της Αγοράς για την αποχέτευση των όμβριων υδάτων μεγάλος υπόνομος, που κατέληγε στον Ηριδανό ποταμό. Έτσι, κατά το β' ήμισυ του 6ου αιώνα η Αγορά απέκτησε τη βασική μορφή της, πάνω στο σχέδιο της οποίας θα εξελιχθεί στους επόμενους αιώνες.
ΝΑ της Ακρόπολης, στην περιοχή του Ολυμπείου, οι Πεισιστρατίδες ξεκίνησαν την οικοδόμηση του πελώριου ναού του Ολυμπίου Διός, ανταγωνιζόμενοι τα τεράστια οικοδομήματα ναών της Σάμου, της Εφέσου και της Μιλήτου. Ο ναός έμεινε ημιτελής και πρακτικά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους (επί αυτοκράτορα Αδριανού, 2ος αιώνας μ.Χ.). Σε κοντινή απόσταση από το Ολυμπείο, κοντά στην κοίτη του Ιλισού, κατασκευάστηκε ένα πολύ μεγάλης σημασίας για την Αθήνα αρδευτικό έργο, η περίφημη Εννεάκρουνος (κρήνη με εννέα κρουνούς), στην οποία διοχετεύθηκαν τα νερά της κρήνης Καλλιρρόης. Στην ίδια πλευρά της πόλης αφιερώθηκε από τον Πεισίστρατο τον Νεώτερο μνημειακός βωμός στον Πύθιο Απόλλωνα (522/1 π.Χ.). Στα ΝΔ του μεταγενέστερου ναού του Δελφινίου Απόλλωνα και σε επαφή με αυτόν βρισκόταν το «Δικαστήριον επί Δελφινίω», υστερο-αρχαϊκό κτίσμα (περί το 500), το οποίο δέχθηκε επισκευές κάπου στα τέλη 4ου - αρχές 3ου αιώνα.
Η διεύρυνση της αθηναϊκής επιρροής στην ελληνική πολιτική σκηνή κατά το β' ήμισυ του 6ου αιώνα καθρεφτίζεται με ανάγλυφο τρόπο και στους Δελφούς. Η αριστοκρατική οικογένεια των Αλκμεωνιδών, ανταγωνιστική των τυράννων, επιζητώντας να αποκομίσει πολιτικά οφέλη από την ενεργό ανάμειξή της στα αθηναϊκά πράγματα και στις εξωτερικές υποθέσεις, ανέλαβε τη χρηματοδότηση μεγάλου μέρους των εργασιών για την οικοδόμηση του πέμπτου ναού του Απόλλωνα (του επονομαζόμενου «ναού των Αλκμεωνιδών») μεταξύ των ετών 525-505, μετά την καταστροφή του προηγούμενου ναού από πυρκαγιά το 548.
Σε αντίθεση με τη δημόσια αρχιτεκτονική, ο αριθμός και η μορφή των ιδιωτικών σπιτιών της περιόδου δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί παρά μόνο κατά προσέγγιση. Με εξαίρεση λίγα και σποραδικά ερείπια σε όλη την έκταση της βόρειας πλευράς του Αρείου Πάγου, δεν έχουν έρθει στο φως άλλα ίχνη σπιτιών στην άμεση γειτονειά της Αγοράς. Το ίδιο περιορισμένες είναι και οι γνώσεις μας για τη ρυμοτομία της αρχαϊκής Αθήνας. Συγκεκριμένο πολεοδομικό σχέδιο δεν φαίνεται να υπήρχε. Οι δρόμοι της πόλης ήταν ως επί το πλείστον στενοί και ακανόνιστοι, ενώ οι κάτοικοι έκτιζαν τα σπίτια τους αυθαίρετα (συμπέρασμα που προκύπτει κι από τις πολύ αυστηρές οικοδομικές διατάξεις που εξέδωσε ο Ιππίας).
Φαίνεται ότι από τις αρχές του 6ου αιώνα, τα περισσότερα σημεία ταφής είχαν μετατοπιστεί έξω από τα τείχη της πόλης. Το μοναδικό οργανωμένο (οικογενειακό) νεκροταφείο των χρόνων αυτών έχει εντοπιστεί στα δυτικά του Αρείου Πάγου. Από τα μέσα του αιώνα κι έπειτα εμφανίζεται συγκροτημένο νεκροταφείο στον έξω Κεραμεικό, κοντά στο Δίπυλο.
Η περιφέρεια της υπόλοιπης Αττικής έτυχε ιδιαίτερης προσοχής από τους τυράννους. Το παλαιό ιερό της Δήμητρας στην Ελευσίνα περιβλήθηκε από μεγάλο περιμετρικό τείχος, ενώ στο ιερό της Αρτέμιδας στη Βραυρώνα χτίστηκε ένας πρώιμος ναός για τη λατρεία της θεάς και τον δήμο του Θορικού κόσμησε το παλαιότερο γνωστό θέατρο της Αττικής (ύστερος 6ος αιώνας). Τον 6ο αιώνα ιδρύθηκαν από την πολιτεία και τα τρία πιο ονομαστά Γυμνάσια της αρχαίας Αθήνας (της Ακαδημίας, του Λυκείου και του Κυνοσάργους), σε αρκετή απόσταση έξω από την πόλη.
Με όλες αυτές τις επεμβάσεις και τις μετατροπές, η Αθήνα αρχίζει κατά τον 6ο αιώνα να παίρνει πλέον συγκεκριμένη μορφή ως πόλη. Με το τέλος της τυραννίδας και με την εμπειρία που είχε αποκτήσει από κάθε μορφή πολιτειακής μεταβολής, την πορεία μετάβασης προς τη σταθερότητα και, τελικά, τη δημοκρατία επρόκειτο να αναλάβει να πραγματοποιήσει ο γιος του Μεγακλή και εγγονός του Αλκμέωνος Κλεισθένης.
Αφού εξουδετέρωσε τον κύριο πολιτικό του αντίπαλο Ισαγόρα, ο Κλεισθένης στα 508/7 εγκαινίασε μια σειρά από ριζοσπαστικά μέτρα: συγκεκριμένα, κατέταξε τους Αθηναίους σε δέκα φυλές από τα ονόματα ηρώων της Αττικής και διαίρεσε τη χώρα σε τρεις ζώνες (άστυ, παραλία, μεσογαία) και επιμέρους τριάντα «τριττύες» ή δήμους, με τρεις δήμους να αναλογούν σε κάθε φυλή, ενώ διεύρυνε και τον αριθμό των Αθηναίων πολιτών παραχωρώντας πολιτικά δικαιώματα σε σημαντικό αριθμό μετοίκων. Με αυτόν τον τρόπο ο Κλεισθένης πέτυχε ώστε οι ελεύθεροι πολίτες της Αθήνας να συνενωθούν σε φυλές και δήμους χωρίς κοινωνικές διακρίσεις και να συντονιστούν στην κοινή προσπάθεια για πρόοδο της πόλης τους.
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από το σχέδιο της κοινωνικής και πολιτικής αναδιοργάνωσης της Αττικής. Σε ό,τι αφορά στον ίδιο τον αστικό χώρο, όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα συντελείται μία ραγδαία πληθυσμιακή και οικιστική ανάπτυξη που δυστυχώς με την εκκένωση της πόλης και τη μεταφορά του πληθυσμού στην Τροιζήνα, τη Σαλαμίνα και την Αίγινα και την επακόλουθη περσική καταστροφή του 480/479 δεν μπορεί να αποτυπωθεί στο σύνολό της. Γνωρίζουμε από τα δεδομένα των ανασκαφών ότι στην κάτω πόλη χτίστηκαν καινούριες δημόσιες οικοδομές για να στεγάσουν τους διάφορους κλάδους του νέου πολιτεύματος, με αποτέλεσμα η Αγορά να καταστεί μόνιμα πλέον πολιτικό κέντρο της Αθήνας. Τα όρια της Αγοράς καθορίστηκαν επίσημα από μαρμάρινες ενεπίγραφες στήλες, τους «όρους» (περί το 500), που τοποθετήθηκαν στα σημεία εισόδου του χώρου και εξυπηρετούσαν πρακτικές και θρησκευτικές σκοπιμότητες. Το Παλαιό Βουλευτήριο (περί το 500), κατά μήκος της δυτικής πλευράς, προοριζόταν για τη στέγαση των μελών της αθηναϊκής Βουλής των Πεντακοσίων. Στη ΒΔ γωνία της Αγοράς, η Βασίλειος Στοά (περί το 500 – κατ’ άλλους στα μέσα του 6ου αιώνα ή ακόμη και μετά το 480) αποτέλεσε την έδρα του άρχοντα-βασιλιά, του δεύτερου στην ιεραρχία αξιωματούχου της πόλης. Κοντά της χτίστηκε και ο περίτεχνος Βωμός της Αφροδίτης Ουρανίας (περί το 500), δεν ξέρουμε όμως αν συνοδευόταν από κάποιο κτίσμα ναού. Ένας νέος τόπος σύναξης των πολιτών ιδρύθηκε στο λόφο της Πνύκας, όπου στο εξής θα συνεδρίαζε η Εκκλησία του δήμου σε τακτά χρονικά διαστήματα. Τέλος, εκτός από τον «αρχαίο νεώ» της Αθηνάς στα νότια του μεταγενέστερου Ερεχθείου, που κατά πολλούς τοποθετείται σε αυτά τα χρόνια, πληθώρα αναθημάτων κόσμησαν την Ακρόπολη.
Μετά τα γεγονότα της Ιωνικής Επανάστασης (499-493), όπου η Αθήνα μαζί με την Ερέτρια είχαν περιορισμένη συμβολή (αλλά σε διπλωματικό επίπεδο άριστη διαχείριση), και την άλωση της Μιλήτου, διαφάνηκε ότι η ελληνοπερσική σύγκρουση βρισκόταν προ των πυλών. Ωστόσο, μετά τη μάχη των Θερμοπυλών και το πέρας των Μηδικών πολέμων και την τελική νίκη επί των Περσών με επικεφαλής επιφανείς άνδρες όπως ο Μιλτιάδης στον Μαραθώνα και ο Θεμιστοκλής στο Αρτεμίσιο και ιδιαίτερα τη Σαλαμίνα και ο Ξάνθιππος στη Μυκάλη, οι Αθηναίοι έδειξαν ότι αποτελούσαν την πιο υπολογίσιμη δύναμη στον ελλαδικό χώρο και καλούνταν τώρα να εφαρμόσουν μια νέα συνεργασία σε πανελλήνιο επίπεδο για την οριστική απώθηση του Περσικού κινδύνου αλλά και να προωθήσουν τη δημοκρατία, δεδομένου ότι προ των Μηδικών τα τυραννικά πολιτεύματα αποτελούσαν το πλειοψηφικό ρεύμα ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις. Με την ανακάλυψη ήδη στα 483/2 νέας φλέβας αργύρου στα μεταλλεία του Λαυρίου, που τους επέτρεψε να δημιουργήσουν ένα πανίσχυρο στόλο, οι Αθηναίοι ήταν πια σε θέση να αποκτήσουν την κυριαρχία στον ελλαδικό χώρο με όχημα την οικονομική ισχύ και να θέσουν τις βάσεις δημιουργίας της Α' Αθηναϊκής ή Δηλιακής Συμμαχίας (478). Όμως, πραγματικό κλίμα δημοκρατίας θα κυριαρχήσει στην αθηναϊκή πολιτική σκηνή μόνο στη δεκαετία του 460, με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη (462) και του Περικλή.
Στον απόηχο της αποφασιστικής σημασίας νίκης των Ελλήνων επί των Περσών στο Μαραθώνα (490), χτίστηκαν στην Αθήνα μία σειρά από οικοδομήματα σε ανάμνηση της σπουδαίας νίκης.
Στο πεδίο του Μαραθώνα, όπου διεξήχθη η μεγάλη σύγκρουση, οι νεκροί Αθηναίοι αποτεφρώθηκαν και θάφτηκαν στο σημείο όπου έπεσαν. Ένας ογκώδης σωρός επικάλυψε σαν τύμβος τα απομεινάρια τους (Τύμβος των Μαραθωνομάχων), ενώ παράλληλα στήθηκε τρόπαιο νίκης στην ίδια περιοχή. Ένα δεύτερο ταφικό σύνολο, το οποίο βρέθηκε στην παρακείμενη τοποθεσία Βρανά, έχει ταυτιστεί με επιφύλαξη με τον Τύμβο των Πλαταιέων, συμμάχων των Αθηναίων στο Μαραθώνα. Ο Μιλτιάδης, ηγέτης του ελληνικού στρατού κατά την αναμέτρηση, που ενδέχεται να θάφτηκε επίσης στο πεδίο της μάχης, αφιέρωσε στο ιερό του Διός στην Ολυμπία ένα χάλκινο κράνος ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς το θεό.
Έξαρση γνωρίζει μετά το 490 η λατρεία διαφόρων μικρότερων θεοτήτων, ημιθέων και ηρώων (π.χ. Θησέας, Πάνας, Νέμεση), που θεωρήθηκαν από τους Αθηναίους ότι στάθηκαν βοηθοί των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της μάχης του Μαραθώνα. Ένας από αυτούς ήταν και ο Πάνας, στη λατρεία του οποίου αφιερώθηκε μικρό σπήλαιο στη βόρεια κλιτύ της Ακρόπολης. Ο Ηρακλής, που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στην Αθήνα ήδη από τα χρόνια του Πεισίστρατου και των διαδόχων του, απέκτησε επιπλέον σύνδεσμο με τον Μαραθώνα. Όχι μόνον οι Αθηναίοι είχαν στρατοπεδεύσει στο ιερό του Ηρακλή πριν από τη μάχη, αλλά και η πηγή της περιοχής βαφτίστηκε Μακαρία από το όνομα της κόρης του Ηρακλή.
Στην Ακρόπολη ανεγείρεται σύντομα μετά το 490 προς τιμήν της θεάς Αθηνάς ο Προ-Παρθενώνας, προκάτοχος του Παρθενώνα. Το ιερό του Διός Πολιέως πάνω στο βράχο θα πρέπει να ιδρύθηκε κάπου μέσα στα χρόνια αυτά. Αντίθετα, μειωμένη κινητικότητα παρατηρείται στην Αγορά.
Εκτός από τον Μαραθώνα, σημαντικά αθηναϊκά έργα συναντάμε και στην υπόλοιπη Αττική αλλά και έξω από αυτήν. Στο Σούνιο εγκαινιάζεται η οικοδόμηση του ναού του Ποσειδώνα, το δε ιερό της Νέμεσης στον Ραμνούντα κοσμείται με έναν μικρό δωρικό ναό, μέσα στον οποίο μάλλον φυλασσόταν το μαρμάρινο άγαλμα της Νέμεσης του Αγορακρίτου. Στο ιερό των Δελφών αφιερώνεται την εποχή αυτή ο Θησαυρός των Αθηναίων (κατ’ άλλους ήδη από το 507), καθώς και χάλκινα αγάλματα που απεικόνιζαν τον Απόλλωνα, την Αθηνά, παλιούς βασιλείς της Αθήνας και τον στρατηγό Μιλτιάδη κατά μήκος της Ιεράς Οδού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: