23 Μαΐ 2012

Σύντομη ιστορία της Μακεδονίας (Β' Μέρος)


ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Η εξέχουσα σημασία της Μακεδονίας κατά τη βυζαντινή περίοδο οφείλεται στη στρατηγική της θέση μεταξύ των παραδουνάβιων περιοχών και της νοτιότερης Βαλκανικής, της Κωνσταντινούπολης και της Αδριατικής θάλασσας. Μετά την κατάκτηση των ανατολικών βυζαντινών επαρχιών από τους Άραβες και παρά τις σλαβικές και βουλγαρικές επιδρομές που δυσχέραιναν τη διακίνηση μέσω των χερσαίων οδών, η σημασία της περιοχής της Μακεδονίας αυξήθηκε. Η Θεσσσαλονίκη, σε κομβική θέση, αναδείχθηκε ανάμεσα στις άλλες πόλεις σε διοικητικό, οικονομικό, θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο. Μετά τη φραγκική κατάκτηση, ως εδαφικός πυρήνας της ύστερης Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η περιοχή της Μακεδονίας εξελίχθηκε και σε πολιτιστικό κέντρο με επιρροή σε όλα τα Βαλκάνια. Οι καταστροφές όμως, οι λεηλασίες και η τουρκική προέλαση στα τέλη του 14ου αιώνα περιόρισαν τη βυζαντινή κυριαρχία σε μικρά τμήματα της περιοχής. Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον Μουράτ Β' το 1430 σηματοδότησε τη μετατροπή της Μακεδονίας σε οθωμανική κτήση.
Χάρτης Βυζαντινής Μακεδονίας

ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ (324-565)
Στο πέρασμα από τον αρχαίο στο χριστινιανικό κόσμο, η επαρχία της Μακεδονίας έπαιξε σημαντικό ρόλο, καθώς αποτελούσε τα άμεσα μετόπισθεν του ρωμαϊκού συνόρου του Δούναβη απέναντι στο βαρβαρικό κόσμο. Τα διαδοχικά βαρβαρικά φύλα που πέρασαν το Δούναβη (Αλαμανοί, Σαρμάτες, Βησιγότθοι, Οστρογότθοι,[1] Ούννοι [2]) προκάλεσαν εκτεταμένες καταστροφές και λεηλασίες κατά τον 4ο και 5ο αιώνα. Οι αλλαγές της διοίκησης που πραγματοποιήθηκαν από τον Μ. Κωνσταντίνο και τον Ιουστινιανό αποσκοπούσαν στην καλύτερη οργάνωση του κράτους και την πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των επιδρομέων με τη βοήθεια μιας σειράς νέων φρουρίων και οχυρωματικών έργων. Την ίδια περίοδο, η εξάπλωση, η επικράτηση και η ανάδειξη του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους (380) έδωσαν τη νέα μορφή στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που από το 395 διαιρείται σε δύο τμήματα, από τα οποία το Δυτικό είχε μικρή διάρκεια ζωής (καταλύθηκε το 476). Παράλληλα πραγματοποιήθηκε η πλήρης οργάνωση της Εκκλησίας με την αποκρυστάλλωση του ορθόδοξου δόγματος μέσω των Οικουμενικών Συνόδων και την καταστολή των αιρέσεων.
Ο αρχαιολογικός χώρος των Φιλίππων

ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Με τις διαδοχικές διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Μ. Κωνσταντίνου, η επαρχία της Μακεδονίας (provincia Macedonia) αποτέλεσε τον 4ο αιώνα μέρος της ομώνυμης διοίκησης, που υπαγόταν στην επαρχότητα [3] του Ιλλυρικού (praefectura praetorio per Illyricum). Στις αρχές του 5ου αιώνα, η περιοχή του Ιλλυρικού διασπάστηκε σε δύο τμήματα, από τα οποία το ανατολικό (διοικήσεις Μακεδονίας και Δακίας) κυρώθηκε στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος. Η «διοίκηση Μακεδονίας», στην οποία βρισκόταν και η Θεσσαλονίκη, έδρα της επαρχίας του Ιλλυρικού, είχε μεγάλη πολιτική σημασία λόγω της στρατηγικής της θέσης. Για αυτό και ενισχύθηκε κατά τον 6ο αιώνα με την οικοδόμηση φρουρίων σε καίρια σημεία.
Το ρωμαϊκό κράτος το 337

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ
Με το κήρυγμα του αποστόλου Παύλου η Μακεδονία υπήρξε η πρώτη ευρωπαϊκή περιοχή που γνώρισε το Χριστιανισμό. Στους Φιλίππους, τη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια ιδρύθηκαν οι πρώτες χριστιανικές κοινότητες και οργανώθηκαν τοπικές εκκλησίες. Οι γρήγορα αναπτυσσόμενες εκκλησίες ακολούθησαν το διοικητικό σύστημα της Ρώμης. Η μητρόπολη της Θεσσαλονίκης, πόλης που αποτελούσε συγχρόνως και έδρα της επαρχίας Ιλλυρικού, κατείχε ιδιαίτερη θέση ανάμεσά τους. Η σημαντική γεωγραφική θέση της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης πάνω στον άξονα Ρώμης-Κωνσταντινούπολης κατέστησε τη μητρόπολή της αντικείμενο έριδας μεταξύ των δύο πατριαρχείων (έως το 732 μ.Χ. μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ήταν «έξαρχος» του Πάπα). Η εκκλησία της Μακεδονίας γνώρισε ιδιαίτερη αυτονομία και απέκτησε κύρος (κατοχυρωμένο από τις Οικουμενικές Συνόδους), ενώ δεν επηρεάστηκε από τις αιρέσεις των πρωτοχριστιανικών χρόνων (Αρειανισμός, Μοντανισμός κ.ά.).
Το όραμα του προφήτη Ιεζεκιήλ (μονή οσίου Δαβίδ, Θεσσαλονίκη)
ΒΑΡΒΑΡΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΟΜΕΣ
Μεταξύ του 3ου και του 5ου αιώνα ομάδες γερμανικών κυρίως, αλλά και άλλων φύλων μετακινήθηκαν από τη βόρεια και ανατολική Ευρώπη προς τα εδάφη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ακολουθώντας τις φυσικές οδούς κατά μήκος των ποταμών Έβρου, Στρυμόνα και Αξιού ή τις ορεινές στρατιωτικές διαβάσεις ομάδες Ούννων λεηλάτησαν επανειλημμένα τη Θράκη και τη Μακεδονία. Τον 5ο αιώνα οι Οστρογότθοι διέσχισαν τη Μακεδονία (όπου πολιόρκησαν τη Θεσσαλονίκη) και αναχαιτίστηκαν μόλις στις Θερμοπύλες, όπως και οι Ούννοι. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία για να αντιμετωπίσει τις βαρβαρικές αυτές εισβολές χρησιμοποίησε εκτός από τις στρατιωτικές της δυνάμεις και διοικητικούς μηχανισμούς. Χαρακτηριστική είναι η σύναψη ειδικών συμφωνιών (foedus), που προέβλεπαν τη συμμαχία των βαρβαρικών ομάδων με αντάλλαγμα οικονομικές παροχές και άδεια εγκατάστασής τους σε αυτοκρατορικά εδάφη.
Η επιγραφή του Ορμίσδα (τμήμα ανατολικού τείχους Θεσσαλονίκη, 4ος-5ος αιών)
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Οι βαρβαρικές επιδρομές και οι εμφύλιοι πόλεμοι προκάλεσαν τον 3ο αιώνα οικονομική κρίση. Μετά τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Μ. Κωνσταντίνου, η περιοχή της Μακεδονίας γνώρισε από τον 5ο αιώνα μία περίοδο οικονομικής ανάκαμψης. Οι εύφορες πεδιάδες της, καλλιεργούμενες από ελεύθερους καλλιεργητές και καλλιεργητές-ενοικιαστές [4] των μεγαλογαιοκτημόνων, παρήγαν κυρίως δημητριακά και κρασί. Το χερσαίο οδικό δίκτυο με κύριους άξονες την Εγνατία οδό και μία δεύτερη οδό που διέσχιζε την κοιλάδα του Αξιού, από τις παραδουνάβιες περιοχές μέχρι τη Θεσσαλονίκη, εξυπηρετούσε την κίνηση των γεωργοκτηνοτροφικών και βιοτεχνικών προϊόντων των σημαντικών αστικών κέντρων της Βαλκανικής (Θεσσαλονίκη, Στόβοι, Ηράκλεια, Λυγκηστίς, Αμφίπολη, Νεάπολη) και διευκόλυνε την οργάνωση εμποροπανηγύρεων (π.χ. Δημήτρια).[5] Από τα λιμάνια της Νεάπολης (σημερινή Καβάλα) και κυρίως της Θεσσαλονίκης διεξαγόταν το θαλάσσιο εμπόριο με τη δυτική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, απ’ όπου έρχονταν και οι εγκατεστημένοι στη Θεσσαλονίκη έμποροι. Η εκμετάλλευση των δημόσιων αλυκών, των δασών, καθώς και των μεταλλωρυχείων και των λατομείων (Θάσος) κατείχε σημαντική θέση στην οικονομία της περιοχής. Παρά την προοδευτική συγκέντρωση πλούτου στους γαιοκτήμονες το βιοτικό επίπεδο της μεσαίας αστικής τάξης ήταν υψηλό (γιατροί, τέκτονες, δάσκαλοι, πραγματευτές, μάγειροι και επαγγελματίες οργανωμένοι σε συντεχνίες). Οι κρατικά ελεγχόμενες συντεχνίες κατεργάζονταν μάρμαρα, κατασκεύαζαν μεταλλικά είδη καθημερινής χρήσης (συνοικία χαλκέων στη Θεσσαλονίκη), όπλα, πλίνθους, κεραμίδια και ψηφίδες, και εμπορεύονταν κατεργασμένα δέρματα και υφάσματα (κυρίως πορφυρά).

ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (565-867)
Στα τέλη του 6ου αιώνα το Βυζαντινό κράτος δέχεται τις καταστρεπτικές επιδρομές των πρωτοεμφανιζόμενων σλαβικών φύλων [6] και των Αβάρων, που είχαν ως αποτέλεσμα, εκτός από την εγκατάσταση των σλαβικών φύλων στη Μακεδονία τον 7ο αιώνα (και τη διείσδυσή τους μέχρι τη νότια Ελλάδα), την εγκατάλειψη των πόλεων και την οικονομική ύφεση, κοινά χαρακτηριστικά άλλωστε ολόκληρης της αυτοκρατορίας των πρώτων χρόνων της μεσοβυζαντινής εποχής. Οι νέες αυτές συνθήκες επιτάχυναν τις μακροχρόνιες εσωτερικές διεργασίες που κατέληξαν στην εισαγωγή του στρατιωτικό-διοικητικού θεσμού των θεμάτων.[7] Έτσι, η εδαφική συρρίκνωση (πρώτο κράτος Βουλγάρων 681,[8] επέκταση Αράβων [9] β' μισό 7ου αιώνα), και η πολύπλευρη κρίση που προκάλεσε η Εικονομαχία,[10] επέφεραν τελικά μεγαλύτερη ομοιογένεια γλώσσας, δόγματος και πολιτισμού στο βυζαντινό πληθυσμό. Αν και η ίδρυση του κράτους του Καρλομάγνου (800) ανέκοψε την επιρροή του Βυζαντίου στα παλαιά εδάφη του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους, η αυτοκρατορία μπόρεσε τον 9ο αιώνα να αναλάβει με επιτυχία δράση εκχριστιανισμού και πολιτιστικής επίδρασης σε γειτονικούς λαούς, εντάσσοντάς τους έτσι στην σφαίρα της πολιτικής της επιρροής αλλά και στην πολιτιστική της κοινότητα, τη «Βυζαντινή Κοινοπολιτεία».
Ο Ιουστινιανός Β' (μετά τη νίκη κατά των Σλάβων)

ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Διαδοχικές διοικητικές αναμορφώσεις στα πρωτοβυζαντινά χρόνια κατέληξαν στη διαμόρφωση του συστήματος των θεμάτων που δημιουργήθηκαν αρχικά στη Μικρά Ασία τον 7ο αιώνα και ως τις αρχές του 9ου αιώνα επεκτάθηκαν στις υπόλοιπες επαρχίες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στα τέλη του 7ου αιώνα στο χώρο της επαρχίας Ιλλυρικού διαμορφώθηκε το θέμα Ελλάδος. Σ’ αυτό περιλήφθηκαν η δυτική και κεντρική Μακεδονία, ενώ η ανατολική Μακεδονία (τμήμα της επαρχίας Ανατολής) εντάχθηκε στο θέμα Θράκης. Στις αρχές του 9ου αιώνα το θέμα Ελλάδος κατατμήθηκε σε μικρότερα θέματα, ανάμεσα στα οποία και στο θέμα Θεσσαλονίκης με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, που περιέλαβε τη δυτική και κεντρική Μακεδονία και τμήμα της Θεσσαλίας. Την ίδια εποχή το δυτικό τμήμα του θέματος Θράκης (περιοχή μεταξύ των ποταμών Στρυμόνα και Έβρου) αποτέλεσε το θέμα Μακεδονίας από το οποίο αποσπάστηκε στα τέλη του 9ου αιώνα το θέμα Στρυμόνος (περιοχή μεταξύ των ποταμών Στρυμόνα και Νέστου).
Τμήμα του ανατολικού τείχους της Θεσσαλονίκης
ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Η κοινωνική και θρησκευτική αναταραχή που προκάλεσε η Εικονομαχία στο Βυζάντιο δεν είχε σημαντικές επιπτώσεις στην εκκλησία της Μακεδονίας. Οι πηγές δεν αναφέρουν διώξεις μοναχών. Η ύπαρξη, εξάλλου, στον Άθω εγκαταστάσεων αναχωρητών του 9ου αιώνα υποδηλώνει ότι η περιοχή δεν επηρεάστηκε άμεσα από την αντιμοναστική πολιτική των εικονομάχων αυτοκρατόρων. Αντίθετα, στην εικονομαχική πολιτική του Λέοντα Γ' και την όξυνση των σχέσεων με τον Πάπα οφείλεται η απόσπαση του Ιλλυρικού και των ελληνόφωνων επαρχιών της Κάτω Ιταλίας (Καλαβρίας και Σικελίας) από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία και η υπαγωγή τους στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης (732), που θα προκαλέσει μακροχρόνιες διαμάχες ανάμεσα στις Εκκλησίες. Με το τέλος της Εικονομαχίας η ανανεωμένη Ανατολική Εκκλησία, υπό τον πατριάρχη Φώτιο, ανέλαβε την προσπάθεια εκχριστιανισμού των γειτονικών Σλάβων και των Βουλγάρων. Πρωτεργάτες υπήρξαν οι Θεσσαλονικείς αδελφοί Κωνσταντίνος-Κύριλλος και Μεθόδιος [11] που διαμόρφωσαν το «γλαγολιτικό» αλφάβητο για τη σλαβική γλώσσα, στην οποία μεταφράστηκαν τα λειτουργικά κείμενα και η Αγία Γραφή. Τέλος, στα μέσα του 9ου αιώνα το λεγόμενο Σχίσμα του Φωτίου προκάλεσε τη ρήξη ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες, ιδιαίτερα όταν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης εντάχθηκε η νέα Εκκλησία της Βουλγαρίας.
Κύριλλος και Μεθόδιος (11ος αιώνας, Ρώμη, κρύπτη S. Clemente)
ΣΛΑΒΙΚΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
Στα μέσα του 6ου αιώνα ομάδες Σλάβων νομάδων, ακολουθώντας τους Αβάρους,[12] εμφανίστηκαν στα βυζαντινά εδάφη. Στα τέλη του αιώνα έφτασαν στη Μακεδονία και αφού απέτυχαν να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη, πραγματοποίησαν επιδρομές στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Από τα μέσα του 7ου αιώνα, σλαβικές ομάδες εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία, τη Θράκη και την Πελοπόννησο δημιουργώντας αυτόνομες αλλοεθνείς και αλλόγλωσσες νησίδες, τις «σλαβηνίες»,[13] που αρχικά παρεμπόδιζαν την άσκηση της βυζαντινής διοίκησης. Στο β' μισό του 7ου αιώνα, οι κάτοικοι των «σλαβηνιών» εξεγέρθηκαν κατά του Βυζαντίου. Οι εξεγέρσεις αυτές στο χώρο της Μακεδονίας αντιμετωπίστηκαν με βυζαντινές στρατιωτικές επιχειρήσεις (κυρίως για τη διασφάλιση του οδικού δικτύου Κωνσταντινούπολης-Θεσσαλονίκης) στις οποίες συνελήφθηκαν πολλοί Σλάβοι, ενώ άλλοι υποχρεώθηκαν να μετεγκατασταθούν στη Μικρά Ασία. Οι εναπομείναντες Σλάβοι προοδευτικά εντάχθηκαν στο βυζαντινό κράτος και αφομοιώθηκαν από τον ισχυρότερο αυτόχθονα ελληνικό πληθυσμό.
Οι Βούλγαροι (από το Χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτζη, μέσα 12ου-μέσα 13ου αιώνα, Μαδρίτη, Biblioteca Nacional)

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Οι εξωτερικοί εχθροί και η εσωτερική πολύπλευρη κρίση της Εικονομαχίας επηρέασαν την οικονομική ζωή της περιοχής της Μακεδονίας. Τόσο οι αβαρο-σλαβικές επιδρομές του 6ου-7ου αιώνα, όσο και οι σεισμοί (β’ δεκαετία του 7ου αιώνα) κατέστρεψαν πολλές πόλεις (π.χ. Φίλιπποι, Θάσος κ.ά.). Πολλές από αυτές, λόγω των νέων συνθηκών, μετατοπίστηκαν σε φυσικά οχυρές θέσεις και ενισχύθηκαν με τείχη (Βέροια, Έδεσσα, Σέρβια, Στόβοι, Βάργαλα, Καισάρεια (αρχαία Αιανή), Αμφίπολη, Σέρρες, Στρώμνιτσα). Παράλληλα, οι κάτοικοι της υπαίθρου βρήκαν καταφύγιο στα ορεινά και σε σπηλιές, όπου φύλαγαν τα ποίμνιά τους. Η σταδιακή όμως αφομοίωση των Σλάβων κι η ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων με τους ντόπιους Έλληνες βοήθησαν στην ανάπτυξη των πόλεων και ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης. Η Θεσσαλονίκη εξακολουθεί να κατέχει σημαντική θέση στην οικονομική και εμπορική δραστηριότητα της περιοχής που υποδηλώνεται από την ύπαρξη «κομμερκιαρίων» και «γενικών κομμερκιαρίων αποθήκης» καθώς και «αβυρικών», υπαλλήλων δηλαδή που ρύθμιζαν την οικονομική ζωή και έλεγχαν τη ναυσιπλοΐα και την κίνηση των πλοίων αντίστοιχα. Από το λιμάνι της διακινούνταν, ακόμη και σε περιόδους πολιορκίας, καράβια με ξυλεία, δημητριακά και όσπρια για τις μεγάλες κρατικές αποθήκες της πόλης. Το δεύτερο σε σπουδαιότητα λιμάνι της Μακεδονίας ήταν η Χριστούπολη (σημερινή Καβάλα), που διέθετε κι αυτή υπηρεσία κομμερκιαρίου, που εισέπραττε φόρο 10% επί των διακινουμένων εμπορευμάτων («κομμέρκιο»).
Δούλοι (από το Χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτζη, μέσα 12ου - μέσα 13ου αι., Μαδρίτη, Biblioteca Nacional)
ΠΡΩΤΟ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
Το 681 το Βυζάντιο υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει την ύπαρξη Βουλγαρικού κράτους σε εδάφη της αυτοκρατορίας, υπό τον χαγάνο Ασπαρούχ. Η αναγνώριση του κράτους αυτού, που είχε δημιουργηθεί στο χώρο μεταξύ του Δούναβη και της οροσειράς του Αίμου με πρωτεύουσα την Πλίσκα συνεπαγόταν συμμαχικές δεσμεύσεις από την πλευρά των Βουλγάρων, οι οποίοι όμως δεν τις τήρησαν. Οι επανειλημμένες επιθέσεις των Βουλγάρων ηγεμόνων (κυρίως επί Κρούμμου) τον 8ο αιώνα παρενοχλούσαν τις βόρειες επαρχίες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μετά τον εκχριστιανισμό τους [14] τον 9ο αιώνα, οι Βούλγαροι εντάχθηκαν στην πολιτική και πολιτιστική επιρροή του Βυζαντίου, όμως διαμόρφωσαν τάσεις επέκτασης ή και υποκατάστασης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από μια μεγάλη Βουλγαρική αυτοκρατορία.
Η βάπτιση των Ρως (από τη χρονογραφία του Κ. Μανασσή, 1344-1345, Ρώμη, Biblioteca Apostolica Vaticana)
ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (867-1204)
Με τον Βασίλειο Α' αρχίζει η εποχή της στρατιωτικής ισχύος και της πολιτισμικής αναγέννησης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η ομαλή λειτουργία των θεσμών, η εκκλησιαστική ειρήνη και οι ικανοί αυτοκράτορες της μακεδονικής δυναστείας [15] επέτρεψαν την αποτελεσματική άμυνα της αυτοκρατορίας κατά της βουλγαρικής απειλής. Μετά το θάνατο του Βασιλείου Β’ η αυτοκρατορία εισήλθε σε μια περίοδο ειρήνης, αλλά και σταδιακής αποδιοργάνωσης. Παράλληλα, η πνευματική άνθηση, ο εκχριστιανισμός των γειτονικών λαών και η μοναστική οργάνωση, καθώς και η εξέλιξη των εσωτερικών οικονομικών δομών διαμόρφωσαν το μεσοβυζαντινό πολιτισμό. Από τον 11ο αιώνα οι βαρβαρικές επιδρομές, οι στάσεις βυζαντινών αξιωματούχων, οι βουλγαρικές επαναστάσεις και η ίδρυση του δεύτερου Βουλγαρικού κράτους (τέλη 12ου αιώνα), καθώς και οι Νορμανδικοί πόλεμοι (1081-1185),[16] σε συνδυασμό με τους αναποτελεσματικούς αυτοκράτορες και τη σταδιακή οικονομικο-διοικητική κατάρρευση, οδήγησαν στην κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους (1204).
Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος (από Ψαλτήρι, αρχές 11ου αι., Βενετία, Biblioteca Nationale Marciana)
ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Οι πολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην αυτοκρατορία κατά τον 9ο αιώνα επέβαλαν την αναμόρφωση του διοικητικού συστήματος. Έτσι, οι μεγάλες περιφέρειες, τα θέματα, διαιρέθηκαν σε μικρότερες ενότητες που διασφάλιζαν πιο αποτελεσματικά την άμυνα των συνόρων. Η κατάτμηση των θεμάτων αποδυνάμωσε τους θεματικούς στρατηγούς, που ασκώντας ταυτόχρονα την πολιτική και τη στρατιωτική εξουσία στις περιοχές δικαιοδοσίας τους είχαν ισχυροποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε απειλούσαν με στάσεις τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Κατά τον 11ο αιώνα, πιθανότατα μετά την κατάλυση το 1018 του Βουλγαρικού κράτους από τον Βασίλειο Β’ τον Βουλγαροκτόνο, τα θέματα Θεσσαλονίκης και Στρυμόνος, που κάλυπταν το μακεδονικό έδαφος, διαιρέθηκαν σε μικρότερες διοικητικές περιφέρειες, που ονομάζονταν κατεπανίκια. Παράλληλα δημιουργήθηκε το νέο ευρύτατο θέμα Βουλγαρίας με έδρα την Αχρίδα.
Τα θέματα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά τον 10ο αιώνα
ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Με την ευρεία δράση του ιεραποστολικού έργου (Σλάβοι, Ούγγροι, Ρως) και την υπαγωγή της εκκλησίας της Βουλγαρίας στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, η εκκλησία της Μακεδονίας απέκτησε εξέχουσα θέση και γνώρισε μεγάλη ακμή, παρά τη συνεχή κατάτμηση των μητροπόλεών της. Ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, αν και είχε χάσει τα προνόμια που είχε παλαιότερα ως «έξαρχος» της παπικής εκκλησίας (565-732), δεν έχασε το κύρος του. Διατήρησε την ευρεία δικαιοδοσία του στην κεντρική Μακεδονία και τον περίγυρό της. Τον 10ο αιώνα, η οργάνωση του μοναχισμού στον Άθω και η συνεχώς διευρυνόμενη πνευματική του επιρροή μαζί με τη δημιουργία της αρχιεπισκοπής Αχρίδας και πάσης Βουλγαρίας ενίσχυσε την πνευματική ακτινοβολία της Θεσσαλονίκης και πέραν των ορίων της αυτοκρατορίας. Όμως, από τον 12ο αιώνα, η εμφάνιση παλαιών και νέων εχθρών (Βούλγαροι, Πατσινάκοι, Νορμανδοί, ναυτικές πόλεις Ιταλίας) και η επέκταση των Τούρκων στη Μικρά Ασία, κατέστησε αναγκαία την ενίσχυση της πολιτικά και πνευματικά σημαντικής περιοχής της Μακεδονίας που δεχόταν ποικιλόμορφες δοκιμασίες.
Η προσευχή του Χριστού (Περίβλεπτος)

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ-ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ
Με την άνοδο του Συμεών (893-927) στην εξουσία του χριστιανικού πλέον κράτους αρχίζει ο «χρυσός αιώνας» της Βουλγαρίας. Η επέκταση της επικράτειας προς νότο, μέσω των συνεχών επιδρομών στα αυτοκρατορικά εδάφη, αλλά και η απόκτηση του τίτλου του «βασιλέως και αυτοκράτορα Βουλγάρων και Ρωμαίων» ήταν οι κύριες αιτίες αντιπαράθεσης με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ύστερα από βραχύβια ειρήνη (τσάροι Πέτρος και Βόρις Β’) η εξασθενημένη Βουλγαρία δέχτηκε την επίθεση των Ρως και μετατράπηκε σε βυζαντινή επαρχία (971). Όμως, η εξέγερση των Κομητόπουλων (Δαβίδ, Σαμουήλ, Μωυσή, Ααρών) το 976 και η ίδρυση νέου κράτους στα εδάφη της δυτικής Μακεδονίας και του πρώτου Βουλγαρικού κράτους, προκάλεσε μακροχρόνιους αιματηρούς αγώνες που κατέληξαν, μετά τη μάχη στο Κλειδί (1014),[17] στη μετατροπή της Βουλγαρίας από τον Βασίλειο Β’ τον Βουλγαροκτόνο σε βυζαντινό «θέμα» (1018). Στα μέσα του 11ου αιώνα, οι βουλγαρικές εξεγέρσεις (Δελεάνου και Βοϊτάχου) αντιμετωπίστηκαν με δυσκολία από το Βυζάντιο, ενώ το 1185 οι αδελφοί Πέτρος και Ασάν ίδρυσαν το Δεύτερο Βουλγαρικό Κράτος,[18] που επί τσάρου Ιωάννη του «Ρωμαιοκτόνου» (1197-1207) περιλάμβανε και τη Μακεδονία και τη Θράκη.
Η βουλγαρική ήττα στο Σπερχειό από το Νικηφόρο Ουρανό (από το Χρονικό του Ιωάννη Σκυλίτζη, μέσα 12ου-μέσα 13ου αιώνα, Μαδρίτη, Biblioteca Nacional)

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Μετά την εξομάλυνση των βυζαντινο-βουλγαρικών σχέσεων, το εμπόριο από τον 9ο αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται, ενώ διευρύνθηκε η κυκλοφορία του νομίσματος. Οι συνθήκες ειρήνης και η σταθεροποίηση των συνόρων μετά τον 10ο αιώνα, καθώς και ο εκχριστιανισμός των σλάβικων φύλων, βοήθησαν στην ανάπτυξη και νέων αγορών (Χαζάροι, Ρως). Οι εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες οργανώθηκαν μέσα από τις εξειδικευμένες επαγγελματικές συντεχνίες. Από τη Βουλγαρία εισάγονται προϊόντα (μέλι, λινάρι, λινά υφάσματα) μέσω Κωνσταντινούπολης, ενώ η Θεσσαλονίκη αναπτύσσεται σε μεγάλο κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου της Βαλκανικής (εμποροπανήγυρη Δημητρίων), που φτάνει σε ακμή τον 12ο αιώνα. Τα μοναστήρια δημιουργούν στα κτήματά τους βιοτεχνίες εμπορεύσιμων προϊόντων, ενώ απολαμβάνουν φορολογικών προνομίων (π.χ. μονή Μεγίστης Λαύρας). Από τον 11ο αιώνα, το εξωτερικό εμπόριο περνάει σταδιακά στα χέρια των εμπόρων των δυτικών πόλεων (Βενετία, Πίζα, Γένουα) που ευνοούνται από τους αυτοκράτορες, ενώ επιδρομές και λιμοί καθώς και η εγκατάλειψη της αυτοκρατορικής πολιτικής εναντίον της επέκτασης της μεγάλης ιδιοκτησίας σε βάρος των ελεύθερων μικροκαλλιεργητών οδήγησε στην εγκατάλειψη των γαιών. Οι αυξημένες ανάγκες του κράτους σε χρήμα (μισθοφορικός στρατός, δώρα και χρηματικές χορηγίες για εξασφάλιση μη επίθεσης) σε συνδυασμό με κακή διαχείριση οδήγησαν στη βαθμιαία υποτίμηση του νομίσματος.
Είσπραξη φόρων (1136-1155, Σινά, μονή Αγίας Αικατερίνης)

ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΥΠΑΙΘΡΟΣ
Οι συνθήκες ειρήνης του 9ου αιώνα και η σταθεροποίηση των συνόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας με τα κατορθώματα της μακεδονικής δυναστείας επέτρεψαν την ανάκαμψη της οικονομικής ζωής της αυτοκρατορίας μετά τον 10ο αιώνα. Η δημογραφική και οικονομική ανάπτυξη των πόλεων που ακολουθεί την ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών πιστοποιείται και από την οικοδομική δραστηριότητα της εποχής. Στα ισχυροποιημένα αστικά κέντρα επισκευάζονται τα τείχη, οικοδομούνται νέα αμυντικά κάστρα, ανεγείρονται εκκλησίες.[19] Ιδιαίτερη κατηγορία συνιστούν οι ιδρύσεις των μοναστικών συγκροτημάτων στον Άθω και άλλου, που προικοδοτούνται με σημαντική κτηματική περιουσία, ακόμη και από τους αυτοκράτορες. Για την εκμετάλλευση των γαιών τους οι μονές χρησιμοποιούν μισθωτούς καλλιεργητές και παροίκους δημιουργώντας έτσι σημαντικές μονάδες που συνέβαλλαν στην οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη της περιοχής της Μακεδονίας. Τα νομοθετικά μέτρα των αυτοκρατόρων για την ενίσχυση των μικροκαλλιεργητών συντέλεσαν στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των αγροτικών πληθυσμών. Όμως, από τον 11ο αιώνα, η εγκατάλειψη των προσπαθειών αυτών, η ισχυροποίηση των μεγαλογαιοκτημόνων που επηρεάζουν πλέον την εξουσία, η διοικητική αποδιοργάνωση και η δυσανάλογη αύξηση της φορολογίας οδήγησαν τους αγροτικούς πληθυσμούς στην εξαθλίωση, κατάσταση που επιβαρυνόταν από λιμούς και βαρβαρικές επιδρομές.
Θεριστές (13ος αι., μονή Βατοπεδίου)
ΜΟΝΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΘΩ
Στο γενικότερο πνεύμα της επικράτησης της λατρείας των εικόνων, οι κύριοι υπερασπιστές της λατρείας τους, τα μοναστήρια, που δεινοπάθησαν κατά την Εικονομαχία, γνωρίζουν μια νέα περίοδο ακμής από το β’ μισό του 9ου αιώνα. Την εποχή αυτή οι συνθήκες (αντιμετώπιση βαρβαρικών επιδρομών, επέλαση Αράβων στην Ανατολή) ευνόησαν τη συστηματοποίηση του μοναχικού βίου στον Άθω. Το πατριαρχικό και αυτοκρατορικό ενδιαφέρον για τα Βαλκάνια (εκχριστιανισμός των σλαβικών φύλων) ενίσχυσε την κίνηση αυτή. Με την ίδρυση της μονής της Μεγίστης Λαύρας (963) σηματοδοτείται το πέρασμα στον οργανωμένο μοναχισμό. Οι ξύλινες καλύβες αντικαταστάθηκαν από μεγάλα πέτρινα κτίσματα και ο βίος του ερημίτη από μια ομαδική, οργανωμένη ζωή σύμφωνα με τον εμπνευστή της Αθανάσιο Αθωνίτη. Με το Τυπικό της μονής, τον «τράγο», που υπογράφτηκε από τον Ιωάννη Τσιμισκή, ο Άθως απέκτησε τον πρώτο καταστατικό του χάρτη (το 1045, ο Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος εξέδωσε δεύτερο πληρέστερο). Έως τα μέσα του 11ου αιώνα, η «μοναστική δημοκρατία» στον Άθω, υπό τη διοίκηση του «πρώτου» στις Καρυές, απέκτησε πολλά κοινοβιακά μοναστήρια, όπου συγκεντρώθηκαν Έλληνες, Ίβηρες, Αμαλφηνοί, Σέρβοι, Ρώσοι. Λειτουργώντας ως πόλος έλξης της ορθόδοξης Ανατολής, το πνευματικό κέντρο στον Άθω απέκτησε και ένα κοσμοπολίτικο χαρακτήρα που έγινε εντονότερος στους επόμενους αιώνες.
Μονή Αγ. Παντελεήμονος

ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1204-1430)
Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204), ιδρύθηκε στην περιοχή της Μακεδονίας το Φραγκικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης υπό τον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό. Το 1224, ο Θεόδωρος Δούκας, ηγεμόνας του Δεσποτάτου της Ηπείρου, κατέλυσε το Φραγκικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης και ενσωμάτωσε την περιοχή στο κράτος του. Η στέψη του ως «βασιλέως και αυτοκράτορα Ρωμαίων» προκάλεσε ρήξη με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Οι μακροχρόνιες συγκρούσεις ανάμεσα στα δύο κράτη σχετικά με τον έλεγχο της Μακεδονίας έληξαν με την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261 από τα στρατεύματα της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και την υπαγωγή της Μακεδονίας και της Θράκης στην ανασυγκροτημένη, αλλά εξαιρετικά περιορισμένη εδαφικά, Βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι περιοχές αυτές υπέστησαν μεγάλες καταστροφές λόγω των πολύ σφοδρών συγκρούσεων που προκάλεσαν οι εμφύλιοι πόλεμοι (1321-1354), ενώ η οθωμανική προέλαση στα τέλη του 14ου αιώνα περιόρισε τη βυζαντινή κυριαρχία σε μικρά τμήματά τους. Η Θεσσαλονίκη καταλήφθηκε από τους Τούρκους αρχικά το 1387, μετά από τετράχρονη πολιορκία, αλλά δόθηκε πίσω στους Βυζαντινούς το 1403. Το 1423, ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Ανδρόνικος παραχώρησε την πόλη στους Βενετούς, επειδή αδυνατούσε να την υπερασπίσει αποτελεσματικά εναντίον της νέας τουρκικής απειλής. Παρά τις προσπάθειες αντίστασης των Βενετών, ο ίδιος ο σουλτάνος Μουράτ Β’ κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη το 1430.
Η Σαμαρείτιδα (1310-1320, Θεσσαλονίκη, Άγιος Νικόλαος «των Ορφανών»)
ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, το θεματικό σύστημα κατέρρευσε ολοκληρωτικά. Όταν ανασυστήθηκε η Βυζαντινή αυτοκρατορία το 1261, η Μακεδονία οργανώθηκε σύμφωνα με το διοικητικό σύστημα των κατεπανικίων. Κατά τον 14ο αιώνα, εσωτερικές αδυναμίες του συγκεντρωτικού κράτους οδήγησαν στη δημιουργία ηγεμονιών.[20] Επρόκειτο για περιοχές που παραχωρήθηκαν σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας και είχαν οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια. Τον ίδιο αιώνα, οι σερβικές και τουρκικές εισβολές στα εδάφη της αυτοκρατορίας αποσπούν ολοένα και μεγαλύτερες περιοχές του Βυζαντίου. Οι βυζαντινές περιοχές που ενσωματώνονται στην Οθωμανική αυτοκρατορία εντάσσονται βέβαια στο διοικητικό σύστημα των Οθωμανών.
Η Ανάσταση του Χριστού (1315, Βέροια, Ναός του Χριστού)
ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 άνοιξε μια νέα περίοδο για την εκκλησιαστική ζωή της περιοχής της Μακεδονίας. Στη Θεσσαλονίκη, ως πρωτεύουσα του φραγκικού κράτους του Βονιφάτιου του Μομφερατικού, εγκαταστάθηκε Λατίνος αρχιεπίσκοπος, ενώ η ορθόδοξη ιεραρχία εκδιώχθηκε. Ο ορθόδοξος ενοριακός κλήρος και οι μοναχοί, στην ταραγμένη αυτή περίοδο, συνέχισαν τις προσπάθειές τους για την ενίσχυση του ορθόδοξου φρονήματος έως την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (1224) από τον Θεόδωρο Άγγελο της Ηπείρου. Μετά την παλινόρθωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (1261) από τους Παλαιολόγους, ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης αναβαθμίστηκε λαμβάνοντας τον τίτλο του «παναγιότατου», ενώ οι μητροπόλεις της περιοχής κατατμήθηκαν και πάλι. Την περίοδο αυτή και έως την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους (1430), η εκκλησία της Μακεδονίας γνώρισε τη σημαντικότερη ίσως περίοδο πνευματικής ακμής και ακτινοβολίας που επηρέασε όλους τους ορθόδοξους λαούς της Βαλκανικής. Η Παλαιολόγεια «αναγέννηση» με κέντρο τη Θεσσαλονίκη, τον Άθω και τις άλλες μεγάλες πόλεις (Βέροια, Καστοριά, Αχρίδα κ.ά.) ανέδειξε σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους (Νικηφόρος Χούμνος, Γρηγόριος Παλαμάς, Βαρλαάμ ο Καλαβρός, Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος κ.ά.) που βοήθησαν και στην ανανέωση της ορθόδοξης θεολογίας (κίνημα Ησυχαστών) και την τόνωση του «εθνικού» φρονήματος του λαού που βαλλόταν από την επέκταση των Σέρβων [21] και την τουρκική προέλαση.
Ο Γρηγόριος Παλαμάς (14ος αιώνας, Μόσχα, Pushkin Museum of Fine Arts)
ΕΜΦΥΛΙΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
O 14ος αιώνας σημαδεύτηκε από δύο πολύ σφοδρούς εμφύλιους πολέμους που εκτυλίχτηκαν στην περιοχή της Μακεδονίας και της Θράκης. Αφορμή και για τους δύο υπήρξαν δυναστικά προβλήματα, αλλά τα βαθύτερα αίτια ανιχνεύονται στις κοινωνικές ανακατατάξεις. Και στις δύο περιπτώσεις συγκρούστηκε η αριστοκρατία με τη νεότερη γενεά στρατιωτικών που υποστηριζόταν από τους αγρότες και κυρίως από την ανερχόμενη τάξη των αστών-εμπόρων. Οι εμφύλιοι πόλεμοι προκάλεσαν μεγάλες αναστατώσεις στα αστικά κέντρα και επιτάχυναν την ερήμωση της υπαίθρου και τη μείωση των κρατικών εσόδων. Το γεγονός ότι οι αντιμαχόμενες δυνάμεις είχαν συχνά καλέσει σε βοήθεια Σέρβους και Τούρκους επέτρεψε την ανάμειξη των λαών αυτών στα εσωτερικά ζητήματα του ήδη εξασθενημένου Βυζαντινού κράτους και ακόμη ευνόησε την εγκατάσταση ομάδων των λαών αυτών στην ελληνική χερσόνησο. Κατά τον Α’ εμφύλιο (1321-1329) αντιπαρατέθηκαν ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β', ως εκπρόσωπος των αριστοκρατών της Βασιλεύουσας, και ο εγγονός του Ανδρόνικος Γ',[22] που στηρίχτηκε στη νεότερη γενιά στρατιωτικών και στους κατοίκους της υπαίθρου και των επαρχιακών πόλεων. Ο Β’ εμφύλιος (1341-1354) διεξήχθη μεταξύ της ομάδας πολιτικών αξιωματούχων, που στήριζε τον ανήλικο αυτοκράτορα Ιωάννη Ε', και του Ιωάννη Καντακουζηνού, γύρω από τον οποίο είχαν συσπειρωθεί οι ανώτεροι στρατιωτικοί και οι αριστοκράτες, που έβλεπαν να κινδυνεύει η προνομιακή τους θέση. Στα φαινόμενα που προκάλεσε η γενικότερη κοινωνική αναταραχή κατά τον Β' εμφύλιο πόλεμο (1341-1354) περιλαμβάνεται η εξέγερση των Ζηλωτών που κατέλαβαν για σύντομο χρονικό διάστημα την εξουσία στη Θεσσαλονίκη.
Ο Ιωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός (β' μισό 14ου αι., Παρίσι, Bibliotheque Nationale)
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Μετά την ανασύσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Παλαιολόγους (1261) γενικεύτηκε η παραχώρηση οικονομικών προνομίων (συνήθεια που είχε αρχίσει από την προηγούμενη περίοδο) στους μεγάλους γαιοκτήμονες, τους αξιωματούχους ή τα μοναστήρια.[23] Οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες προκάλεσαν τη μετατροπή του ελεύθερου αγροτικού πληθυσμού σε παροίκους και την αυξημένη εξάρτησή τους από τους κατόχους της γης, χαρακτηριστικά των αγροτικών σχέσεων κατά την περίοδο αυτή. Παράλληλα, οι συνεχείς εμφύλιες συρράξεις (1321-1354) και οι επιδρομές (Σέρβοι, Τούρκοι) προκάλεσαν την εγκατάλειψη της υπαίθρου από τους αγρότες που κατέφυγαν στις οχυρωμένες πόλεις. Στα διογκωμένα οικονομικά προβλήματα, εξαιτίας της εγκατάλειψης της γης, προστέθηκε στα μέσα του 14ου αιώνα και οξύτατη δημογραφική κάμψη, αποτέλεσμα της μεγάλης επιδημίας πανούκλας.[24]
Όργωμα (12ος αιώνας, Άθως, μονή Παντελεήμονος)
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ
Period
THE BYZANTINE EMPERORS
324-337
Constantine I the Great
337-361
Constantine II
337-340
Constantine II (co-emperor)
337-350
Constas (co-emperor)
361-363
Julian
363-364
Jovian
364-378
Valens
379-395
Theodosios I the Great
395-408
Arcadios
408-450
Theodosios II, Mikros (the Lesser)
450-453
Pulcheria
450-457
Marcian
457-474
Leo I, the Thracian
474
Leo II
474-475
Zeno (first reign)
475-476
Basiliskos
476-491
Zeno (second reign)
491-518
Anastasios I, Dikoros
518-527
Justin I
527-565
Justinian I
565-578
Justin II
578-582
Tiberius II
582-602
Maurice
602-610
Phokas
610-641
Herakleios
641
Constantine III
641
Heraklonas (Herakeleios II)
641-668
Constas II (Herakleios III Constantine)
668-685
Constantine IV, Pogonatos
685-695
Justinian II, Rhinotmetos (first reign)
695-698
Leontios
698-705
Tiberius III
705-711
Justinian II, Rhinotmetos (second reign)
711-713
Philippikos (Bardanes)
713-715
Anastasios II (Artemios)
715-717
Theodosios III
717-741
Leo III (Konon) Isauros
741-775
Constantine V, Copronymus
775-780
Leo IV, the Chazar
780-797
Constantine VI
797-802
Irene, the Athenian
802-811
Nikephoros I
811
Stavrakios
811-813
Michael I, Rangaves
813-820
Leo V, the Armenian
820-829
Michael II, Travlos (the Stammerer)
829-842
Theophilos
842-867
Michael III, Methysos (the Drunkard)
867-886
Basil I, the Macedonian
886-912
Leo VI, Sophos (the Wise)
912-913
Alexander
913-959
Constantine VII, Porphyrogenitus
920-944
Romanos I, Lekapenos (co-emperor)
959-963
Romanos II
963-969
Nikephoros II Phokas
969-976
John I Tzimiskes
976-1025
Basil II, Bulgaroktonos (the Bulgar Slayer)
1025-1028
Constantine VIII
1028-1034
Romanos III, Argyros
1034-1041
Michael IV, the Paphlagonian
1041-1042
Michael V, Kalaphates
1042
Zoe and Theodora (first reign)
1042-1055
Constantine IX, Monomachos
1055-1056
Theodora (second reign)
1056-1057
Michael VI, Stratiotikos
1057-1059
Isaac I Komnenos
1059-1067
Constantine X Doukas
1067-1068
Eudokia, Makrembolitissa
1068-1071
Romanos IV, Diogenes
1071-1078
Michael VII Doukas
1078-1081
Nikephoros III Botaneiates
1081-1118
Alexios I Komnenos
1118-1143
John II Komnenos
1143-1180
Manuel I Komnenos
1180-1183
Alexios II Komnenos
1183-1185
Andronikos I Komnenos
1185-1195
Isaac II Angelos (first reign)
1195-1203
Alexios III Angelos
1203-1204
Isaac II (second reign) and Alexios IV Angelos
1204
Alexios V Doukas, Mourtzouphlos
1204
Constantine XI Laskares (in Nicaea)
1204-1222
Theodore I Laskares (in Nicaea)
1222-1254
John III Doukas Vatatzes Laskares (in Nicaea)
1254-1258
Theodore II Laskares (in Nicaea)
1258-1261
John IV Laskares (in Nicaea)
1259-1261
Michael VIII Palaeologos (co-emperor in Nicaea)
1261-1282
Michael VIII Palaeologos (in Constantinople)
1282-1328
Andronikos II Palaeologos
1294-1320
Michael IX Palaeologos (co-emperor)
1328-1341
Andronikos III Palaeologos
1341-1391
John V Palaeologos
1347-1354
John I Kantakouzenos (co-emperor)
1376-1379
Andronikos IV Palaeologos (co-emperor)
1390
John VII Palaeologos (co-emperor)
1391-1425
Manuel II Palaeologos
1425-1448
John VIII Palaeologos
1449-1453
Constantine XI (XII), Dragasis

ΝΕΟΤΕΡΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (1430-1913)
Με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης το 1430 από τον Μουράτ Β’ αρχίζει τυπικά η νεότερη περίοδος της ιστορίας της Μακεδονίας, που συμπίπτει με την εποχή της Τουρκοκρατίας. Οι πρώτοι αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας (1430-1821) χαρακτηρίζονται από δραστικές δημογραφικές μεταβολές, αργές οικονομικές εξελίξεις αλλά και χαλαρά επαναστατικά σχέδια που μετά το 1700 ενεργοποιήθηκαν και έλαβαν μεγαλύτερη έκταση. Μετά την επανάσταση του 1821 και την απελευθέρωση της νότιας Ελλάδας, η κατάσταση στη Μακεδονία επηρεάζεται από τα αλλεπάλληλα επαναστατικά κινήματα, τις διοικητικές και νομικές μεταρρυθμίσεις που προέβλεπε το Χαττ-ι-Χουμαγιούν [25] του 1856 και την ένταξη της οικονομικής δραστηριότητας της περιοχής στη διεθνή οικονομία. Τέλος, από το 1870, οι εθνικοί και οικονομικοί ανταγωνισμοί των νεότευκτων βαλκανικών κρατών, καθώς και η επιδίωξη εξασφάλισης πολιτικο-οικονομικής επιρροής των Μεγάλων Δυνάμεων στις τελευταίες ευρωπαϊκές επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, διαμόρφωσαν το Μακεδονικό Ζήτημα, που πέρασε σε μια νέα φάση μετά τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913), και τον τερματισμό της οθωμανικής κατοχής στο βορειοελλαδικό χώρο.
Χάρτης Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου (1774, Θεσσαλονίκη, συλλογές Σ. Δεμερτζή - Γ. Ευτυχιάδη)

ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1430-1821
Η πρώιμη περίοδος της οθωμανικής κυριαρχίας στη Μακεδονία (1430-1700), όπως και στις άλλες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν χαρακτηρίζεται από γρήγορες μεταβολές. Το γαιοκτητικό καθεστώς τροποποιήθηκε με το πέρασμα των αιώνων προς όφελος των μεγάλων ιδιοκτητών. Η πολλά υποσχόμενη κατά τον 16ο αιώνα μακεδονική βιοτεχνία και μεταλλουργία συνθλίφτηκε σταδιακά (17ος-18ος αιώνας) κάτω από το βάρος της εισαγωγής των δυτικοευρωπαϊκών βιομηχανικών προϊόντων. Το πληθυσμιακό κενό που δημιούργησε η οθωμανική κατάκτηση άρχισε να καλύπτεται από ξένους διάφορων θρησκειών και προελεύσεων. Παράλληλα, πολλοί Χριστιανοί συνέχισαν να μεταναστεύουν, καθώς οι οικονομικές περιστάσεις ευνοούσαν περισσότερο το μεταπρατικό εμπόριο παρά τις επενδύσεις. Τα κέρδη τους συντέλεσαν στη δημιουργία κατά τον 18ο αιώνα μιας εύπορης και μορφωμένης τάξης που ζυμώθηκε με την ελληνική παιδεία και πόθησε την εθνική αποκατάσταση των Ελλήνων. Στα βουνά της Μακεδονίας γενιές αρματολών και περιστασιακών κλεφτών, αν και χωρίς ξεκαθαρισμένους πάντα πολιτικούς προσανατολισμούς, δημιούργησαν τη δική τους αγωνιστική παράδοση εναντίον των Μουσουλμάνων κατακτητών.
Η Θεσσαλονίκη από τη θάλασσα (Χαλκογραφία του Ol. Dapper, 1688, συλλογές Σ. Δεμερτζή - Γ. Ευτυχιάδη)

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ
Τα πρώτα επαναστατικά σχέδια και κινήματα που εκδηλώθηκαν στη Μακεδονία και τη Ν. Ελλάδα τον 16ο και 17ο αιώνα συνδέονταν κυρίως με τους πολέμους των Ευρωπαίων (Ιταλών, Ισπανών και Αυστριακών) κατά των Τούρκων και τις πρωτοβουλίες των αρχιερέων των μακεδονικών μητροπόλεων. Παράλληλα όμως σημειώθηκαν τόσο σποραδικές αγροτικές εξεγέρσεις, όσο και κινήματα Κλεφτών και Αρματολών (1564-1565, περίπου 1610). Τον 18ο αιώνα η παρακμή της κεντρικής εξουσίας, οι ληστρικές δραστηριότητες των Τουρκαλβανών, οι αυξανόμενες φορολογικές επιβαρύνσεις, αλλά κυρίως οι Ρωσοτουρκικοί Πόλεμοι (1768-1774, 1787-1792), επέτειναν τη δυσφορία, τις δυναμικές αντιδράσεις αλλά και τις προσδοκίες των Χριστιανών.
Στα κινήματα διακρίθηκαν οι Κλέφτες και οι Αρματολοί του Ολύμπου γερο-Ζιάκας, Πάνος Ζήνδρος, γερο-Βλαχάβας και γερο-Λάζος. Αργότερα (1806-1808), οι οπλαρχηγοί Θύμιος Βλαχάβας [26] και Νικοτσάρας [27] πρωτοστάτησαν στα τελευταία δυναμικά προεπαναστατικά κινήματα που αποτυπώθηκαν και στη δημοτική ποίηση.
Ο θάνατος του Θύμιου Βλαχάβα (1808, Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Στην προεπαναστατική περίοδο η Μακεδονία άλλοτε αποτέλεσε μέρος ευρύτερων διοικητικών περιφερειών (15ος-16ος αιώνας) και άλλοτε ήταν κατατετμημένη σε περισσότερες της μιας περιφέρειες (17ος-18ος αιώνας), χωρίς ωστόσο ποτέ η έκτασή της να ταυτιστεί με μία μόνο διοικητική ενότητα. Για δημοσιονομικούς λόγους οι διοικητικές περιφέρειες ήταν χωρισμένες σε ποικίλες επαρχίες που ενίσχυαν τον τοπικισμό και την πολιτισμική πολυδιάσπαση της αγροτικής τάξης. Εξάλλου οι θεσμοί της αυτοδιοίκησης, των ομοσπονδιών κοινοτήτων (όπως τα Μαδεμοχώρια και τα Χασικοχώρια) και των συντεχνιών, επέτειναν την εσωστρέφεια των διαφόρων κοινωνικών και γλωσσικών ομάδων, αμφισβητώντας μερικές φορές και αυτήν την ενοποιητική εξουσία της Εκκλησίας. Το άτυπο αριστοκρατικό καθεστώς των κοινοτήτων και κυρίως ο βαθύς διαχωρισμός σε πιστούς και απίστους αναδείκνυαν τελικά το είδος των οφειλόμενων στο δημόσιο φόρων ως βασικό ενοποιητικό παράγοντα.
Το καταστατικό του «Κοινού» Μελενίκου (1813)
ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ
Η δομή της κοινοτικής οργάνωσης στη Μακεδονία, όπως και στον υπόλοιπο ελληνικό χώρο, δεν ήταν ενιαία έως τα μέσα του 19ου αιώνα Από τα στοιχεία που υπάρχουν για ορισμένες πόλεις (Σέρρες, Βέροια, Σιάτιστα, Αχρίδα) φαίνεται ότι από τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας παραχωρήθηκαν στη Μακεδονία προνόμια αυτοδιοίκησης. Η εκλογή των προυχόντων γινόταν είτε κατά συνοικίες, είτε μέσω των συντεχνιών, ή με άλλους τρόπους, κατά κανόνα όμως η διαδικασία ευνοούσε την εκλογή των επιφανέστερων και πλουσιότερων πολιτών. Οι προύχοντες, μαζί με τους κληρικούς, είχαν δικαστική δικαιοδοσία, που την ασκούσαν με τη χρήση συλλογών βυζαντινού δικαίου ή εκκλησιαστικών διατάξεων. Μοναδική συντεχνία λαϊκής βάσης με διευρυμένες δικαιοδοσίες ήταν τα Μαδεμοχώρια της Χαλκιδικής, όπου τη θέση των μελών επείχαν τα 12 χωριά και οι εκατοντάδες μικρότεροι οικισμοί της περιοχής. Το κοινό αυτό λειτουργούσε κατά τον 18ο αιώνα ταυτόχρονα ως ανώτατη διακοινοτική και συντεχνιακή αρχή.
Προύχοντες της Θεσσαλονίκης (1790-1810)
ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Ο πρώτος αιώνας της Τουρκοκρατίας σημαδεύεται από τη μείωση του χριστιανικού πληθυσμού και από την άφιξη νέων κατοίκων. Ενώ οι Χριστιανοί αποσύρθηκαν προς τα δυτικά και νότια ορεινά συγκροτήματα και προς τη Χαλκιδική, Οθωμανοί και Γιουρούκοι Τούρκοι κάλυψαν μέρος του πληθυσμιακού κενού στην κεντρική και βορειοδυτική πεδινή Μακεδονία. Στα τέλη του 15ου αιώνα γερμανικής, ουγγρικής, ισπανικής και πορτογαλικής προέλευσης Εβραίοι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Τον 16ο αιώνα ιδρύθηκαν εβραϊκές κοινότητες στα Σκόπια, το Μοναστήρι, τις Σέρρες, την Καβάλα, τη Δράμα κ.α. Την ίδια περίοδο άρχισε η κάθοδος προς τα πεδινά των ελληνόφωνων χριστιανικών πληθυσμών και κυρίως των Βλάχων της Πίνδου, που επέφερε και την αστικοποίησή τους. Τον 17ο αιώνα μαζικοί εξισλαμισμοί Χριστιανών (κυρίως στη δυτική Μακεδονία) αλλά και Εβραίων στη Θεσσαλονίκη [28] ενίσχυσαν αισθητά το μουσουλμανικό στοιχείο. Στο σύνολό της η προεπαναστατική περίοδος χαρακτηρίζεται από το βραδύ ρυθμό πληθυσμιακής αύξησης με εξαίρεση ίσως τις δυτικές περιοχές και τα αστικά κέντρα. Εξάλλου εκπληκτική ήταν η ανάμιξη των γλωσσικών ομάδων, που δεν απείλησε όμως την κυριαρχία της ελληνικής στις νότιες περιοχές της Μακεδονίας.
Η Αψίδα Γαλερίου στην Τουρκοκρατία (19ος αιώνας)

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Η οικονομία της Μακεδονίας κατά την προεπαναστατική περίοδο γνωρίζει δύο διαφορετικές φάσεις. Τους πρώτους αιώνες (15ος-16ος αιώνα) η ένταξη ολόκληρης της ελληνικής χερσονήσου στην Οθωμανική αυτοκρατορία, οι παρεπόμενες δημογραφικές μεταβολές και οι συνεχιζόμενες πολεμικές επιχειρήσεις στην κεντρική Ευρώπη και τη Μεσόγειο δεν επέτρεψαν στην οικονομία της Μακεδονίας να επωφεληθεί από την ακμή του ιταλικού εμπορίου. Η αγροτική οικονομία κατά την πρώτη αυτή περίοδο παρέμεινε απαράλλακτη με τη βυζαντινή, με εξαίρεση την άνθηση της υλοτομίας και της κτηνοτροφίας (απόρροια της μετακίνησης των πληθυσμών προς τα ορεινά). Τον 17ο αιώνα η εισαγωγή νέων καλλιεργειών οδήγησε στην ανάπτυξη της αστικής και ημιαστικής βιοτεχνίας. Από τον επόμενο αιώνα η άνθηση των τομέων αυτών καθώς και της μεταλλουργίας ανακόπηκε, ενώ αντίθετα εντατικοποιήθηκαν ορισμένες γεωργικές καλλιέργειες. Ήταν η εποχή της επέκτασης των «Διομολογήσεων» και της βιομηχανικής επανάστασης που συντελείτο στη δυτική Ευρώπη, οπότε η μακεδονική οικονομία απώλεσε οριστικά την ευκαιρία της αυτόνομης ανάπτυξης και στράφηκε οριστικά προς το μεταπρατικό εμπόριο και την παραγωγή πρώτων υλών.
Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης (17ος αιώνας)

ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ
Η κατοχή του συνόλου της μακεδονικής γης από τον Σουλτάνο διατηρήθηκε ως τον 17ο αιώνα, οπότε το καθεστώς ανατράπηκε βαθμιαία προς όφελος των μουσουλμάνων μεγαλογαιοκτημόνων. Οι τελευταίοι σταδιακά εξελίχθηκαν σε τσιφλικάδες, ουσιαστικούς δηλαδή κατόχους της γης. Παράλληλα τα άθλια χωριά των κολίγων στους κάμπους πολλαπλασιάστηκαν, ιδιαίτερα στην περιοχή των Σερρών. Στις βασικές καλλιέργειες των δημητριακών, λαχανικών, ελαιόδεντρων και οπωροφόρων προστέθηκαν (17ος αιώνας) νέες: ο καπνός, το βαμβάκι, το καλαμπόκι και το ρύζι. Ο καπνός καλλιεργούνταν (τέλη του 18ου αιώνα) κυρίως από Μουσουλμάνους στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Λουδία και Αξιού. Γνωστή για τα καπνά της έγινε η νέα και ιερή πόλη των Οθωμανών, τα Γιαννιτσά. Ιδιαίτερα κατά τον 18ο αιώνα, λόγω των ευνοϊκών εμπορικών συνθηκών, το βαμβάκι κυριάρχησε στις πεδιάδες των Σερρών και της Θεσσαλονίκης και πρόσφερε άφθονη πρώτη ύλη στη βιοτεχνία της τελευταίας που έως τότε ήταν συναρτημένη περισσότερο με την αξιόλογη κτηνοτροφία. Επίσης αναπτύχθηκε η σηροτροφία που τροφοδοτούσε τα μεταξουργεία της Θεσσαλονίκης.
Άποψη Γιανιτσών (19ος αιώνας)

ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ
Η ανάπτυξη της βιοτεχνίας και της μεταλλοτεχνίας στη Μακεδονία συνδέεται με την άφιξη των Εβραίων από την Ισπανία και τη βόρεια Ευρώπη (16ος αιώνας). Η παρουσία των Εβραίων έδωσε ώθηση στη βιοτεχνία της Θεσσαλονίκης, καθώς διέθεταν την τεχνογνωσία, τα κεφάλαια και τις απαραίτητες επαφές με τα μεσογειακά λιμάνια. Ο βιοτεχνικός κλάδος που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον των Εβραίων εποίκων ήταν η υφαντουργία. Η κατασκευή μάλλινων υφασμάτων (αμπάδων) στη Θεσσαλονίκη γνώρισε άνθηση στις αρχές του 16ου αι., καθώς ο στρατός και οι αγρότες απορροφούσαν μεγάλες ποσότητες. Η εριουργία διήλθε σοβαρή κρίση κατά τον 17ο αιώνα, οπότε και υποβαθμίστηκε η ποιότητα των αμπάδων. Τον επόμενο αιώνα ο ευρωπαϊκός ανταγωνισμός περιόρισε σημαντικά τη Χαλκιδικιώτικη μεταλλουργία και την εριουργία, ενώ σημειώθηκε αύξηση της παραγωγής λινών, μεταξωτών και βαμβακερών υφασμάτων, με τις ανάλογες μεταβολές των καλλιεργειών και την οικονομική ανέλιξη χριστιανών επιχειρηματιών. Η Κοζάνη, η Καστοριά, η Σιάτιστα, οι Σέρρες, η Δράμα καθιερώθηκαν ως κέντρα υφαντουργίας, βυρσοδεψίας, κηροπλαστικής και οινοποιίας. Η ανοδική τους πορεία ανακόπηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε η μαζική εισβολή των ευρωπαϊκών προϊόντων συνέπεσε με τις καταστροφές των αστικών κέντρων στα χρόνια της Ελληνικής επανάστασης.
Εβραία της Θεσσαλονίκης (19ος αιώνας)
ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ
Το εμπόριο στη Μακεδονία γνώρισε μεγάλη κρίση εξαιτίας της οθωμανικής κατάκτησης. Γρήγορα όμως αποκαταστάθηκε χάρη στην έλευση των Εβραίων (16ος αιώνας), οι οποίοι κάλυψαν το κενό που άφησε η εξαφάνιση της βυζαντινής εμπορικής τάξης. Στο εξής η πορεία του εξωτερικού εμπορίου της Μακεδονίας ακολούθησε τις συνεχείς ανακατατάξεις των οικονομικών δυνάμεων στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Η παρακμή των εμπορικών σχέσεων των Εβραίων της Θεσσαλονίκης με τη Βενετία στις αρχές του 17ου αι. δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την είσοδο των Γάλλων και λίγο αργότερα των Αυστριακών που ενδιαφέρονταν σοβαρά για τα βαμβακερά νήματα, το μαλλί και τα καπνά της Μακεδονίας. Τον ίδιο αιώνα, ιδίως μετά τη διεύρυνση των «Διομολογήσεων», Ευρωπαίοι έμποροι (Βρετανοί, Ολλανδοί, Σκανδιναβοί, Γερμανοί, Ελβετοί), που εισήγαν γυαλικά, σιδερικά και υφάσματα και εξήγαν πρώτες ύλες, έκαναν την εμφάνισή τους στη Θεσσαλονίκη και τις εμποροπανηγύρεις.[29] Παράλληλα το ελληνικό στοιχείο διεκδικούσε ήδη σημαντική, αν όχι τη μεγαλύτερη, μερίδα της εμπορικής κίνησης. Την ίδια εποχή Έλληνες δυτικομακεδόνες απόδημοι [30] ίδρυαν εμπορικά κέντρα στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη.


Γυναίκα της Μακεδονίας (18ος αιώνας)
Πηγή
Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Γερμανικό φύλο, τμήμα των Γότθων, οι Οστρογότθοι εμφανίστηκαν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία στα μέσα του 5ου αιώνα. Μολονότι είχαν συνάψει συνθήκες με τους Βυζαντινούς, οι Οστρογότθοι επιτέθηκαν στην αυτοκρατορία (πολιόρκησαν τη Θεσσαλονίκη) κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του Θεοδώριχου του Αμαλού και έφτασαν μέχρι τις Θερμοπύλες. Μετά την αναχαίτιση τους στα βυζαντινά εδάφη στράφηκαν με παρότρυνση του βυζαντινού αυτοκράτορα στην Ιταλία, όπου εγκαταστάθηκαν και οργάνωσαν κράτος (493) με πρωτεύουσα τη Ραβέννα, το οποίο καταλύθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό (553).
[2] Φύλο τουρκικής καταγωγής, οι Ούννοι εμφανίστηκαν στην ανατολική Ευρώπη γύρω στο 375. Η ακμή τους τοποθετείται κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αττίλα (434-453), οπότε στην κυριαρχία της ουννικής αυτοκρατορίας είχε περιέλθει η κεντρική Ευρώπη μέχρι τη Γαλατία. Αρχικά, ο Αττίλας λεηλάτησε τη Βαλκανική Χερσόνησο μέχρι τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Στα τελευταία όμως χρόνια της βασιλείας του η δραστηριότητά του στράφηκε εναντίον του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους. Μετά το θάνατο του Αττίλα, οι Ούννοι διασπάστηκαν σε μικρές ομάδες και αφομοιώθηκαν από άλλα ισχυρότερα φύλα.
[3] Επαρχότητα ή υπαρχία (praefectura praetorio) ονομάζεται, σύμφωνα με τη διοικητική μεταρρύθμιση του Μ. Κωνσταντίνου, η μείζων διοικητική περιφέρεια που αποτελείται από διοικήσεις (dioeceses). Η ενιαία ρωμαϊκή αυτοκρατορία περιλάμβανε τρεις επαρχότητες: της Ανατολής, των Γαλατιών και της Ιταλίας-Ιλλυρικού-Αφρικής (η τελευταία κατατμήθηκε αργότερα στις επαρχότητες Ιλλυρικού και Ιταλίας-Αφρικής). Η διαίρεση του Θεοδοσίου Α’ το 395 υπήγαγε στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος την επαρχότητα Ανατολής (Θράκη, Μικρά Ασία, Μέση Ανατολή, Αίγυπτος και Λιβύη). Η επαρχότητα Ιλλυρικού που περιλάμβανε τα Βαλκάνια από το Δούναβη μέχρι την Κρήτη διεκδικήθηκε και από τα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας. Στις αρχές του 5ου αιώνα η περιοχή του Ιλλυρικού διαιρέθηκε σε δύο μέρη, το ανατολικό Ιλλυρικό (διοικήσεις Μακεδονίας και Δακίας), που ως «επαρχότητα Ιλλυρικού» ενσωματώθηκε στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, και το δυτικό Ιλλυρικό, που περιλήφθηκε στην επαρχότητα Ιταλίας-Αφρικής του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους.
[4] Οι πάροικοι αποτελούσαν μία ιδιαίτερη κατηγορία καλλιεργητών που ανήκαν στη γη. Στην πρωτοβυζαντινή περίοδο ήταν ελεύθεροι καλλιεργητές που είχαν πτωχεύσει ή περιπλανώμενοι, την συντήρηση των οποίων ανελάμβανε ο γαιοκτήμονας για τον οποίον εργάζονταν. Ο γαιοκτήμονας τους επέτρεπε κατ’ ανοχή να «παροικήσουν», δηλαδή να εγκατασταθούν ως καλλιεργητές στην ιδιοκτησία του. Οι πάροικοι όφειλαν να καταβάλουν εφάπαξ ποσό για τη γη που εκμίσθωναν, ενώ ο γαιοκτήμονας αρχικά αναλάμβανε να συντηρεί, αργότερα όμως τους παραχωρούσε ένα «πεκούλιο» από το οποίο κάλυπταν τις ανάγκες τους. Στη μεσοβυζαντινή περίοδο οι πάροικοι υποχρεούνταν να παρέχουν στον ιδιοκτήτη και φόρο (σε χρήμα ή σε είδος) και τη «μορτή», δηλαδή το ένα δέκατο της παραγωγής. Επιπλέον, στις υποχρεώσεις του παροίκου περιλαμβανόταν και το «κανίσκιο», είδος συμβολικού δώρου, και οι αγγαρείες, δηλαδή ορισμένες ημέρες δωρεάν εργασίας στα άλλα κτήματα του γαιοκτήμονα. Μετά την παρέλευση 30 χρόνων η σχέση του μισθωτή της γης από προσωρινή μετατρεπόταν σε μόνιμη και ο μισθωτής καταγραφόταν ως πάροικος στους δημόσιους κώδικες. Στην περίοδο αυτή η παροικία (που αποτελούσε την πιο διαδεδομένη μορφή εγγειοκαλλιέργειας) απέκτησε και χαρακτηριστικά άλλων τρόπων εκμίσθωσης γης με αποτέλεσμα ο όρος «πάροικος» να σημαίνει τελικά τόσο το μισθωτή, όσο και το μικροϊδιοκτήτη-καλλιεργητή γης. Στην υστεροβυζαντινή περίοδο κατηγορία παροίκων, οι υποστατικοί πάροικοι, είχε εκτός από την εκμισθωμένη και ιδιόκτητη γη.
[5] Παράλληλα με το θρησκευτικό εορτασμό του αγίου Δημητρίου διεξάγονταν και τα «Δημήτρια», η ετήσια δηλαδή αγορά που διαρκούσε δέκα μέρες. Η περιγραφή της εμποροπανήγυρης αυτής από τον ανώνυμο συγγραφέα του διαλόγου «Τιμαρίωνα» μας δίνει μια σαφή εικόνα για μια περίοδο οικονομικής ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης (12ος αιώνας). Έξω από τα δυτικά τείχη της πόλης συνέρχονταν σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους έμποροι απ’ όλα τα μέρη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (Έλληνες, Βούλγαροι και άλλοι Βαλκάνιοι) ακόμη και Ρώσοι, Ούγγροι και Τούρκοι καθώς και Δυτικοί (από την Καμπανία, Ιταλία, Ιβηρική χερσόνησο και Γαλλία). Τα εμπορεύματα έφταναν είτε δια θαλάσσης στη Θεσσαλονίκη, είτε δια μέσου του Εύξεινου Πόντου στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί μεταφέρονταν με καραβάνια. Παράλληλα παρουσιάζονταν θεάματα σε χώρους αναψυχής ενώ έντονη ήταν και η παρουσία εκκλησιαστικών και διοικητικών αρχών.
[6] Σλάβοι, ινδοευρωπαϊκή ομοφυλία λαών με κοιτίδα την περιοχή μεταξύ των ποταμών Βιστούλα και Δνείπερου. Με κοινή εθνική και γλωσσική παράδοση τα σλαβικά φύλα άρχισαν να διεκδικούν τον ανατολικό ευρωπαϊκό χώρο την εποχή των Μεγάλων Μεταναστεύσεων (5ος-6ος αιώνας). Στο α’ μισό του 5ου αιώνα οι κτηνοτρόφοι Σλάβοι υποτάχθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από τους Ούννους που προέλασαν πέρα από τον Δνείπερο μέχρι τον Εύξεινο Πόντο. Έγιναν αποδεκτοί ως «υπόσπονδοι» (σύμμαχοι, foederati) από το Βυζάντιο στα εδάφη πάνω από τον Δούναβη και συγκρότησαν τη μάζα των Νότιων Σλάβων. Στα μέσα του 6ου αιώνα, κατά την προέλαση των Αβάρων πέρα από τον Δούναβη, οι υποταγμένοι σ’ αυτούς Σλάβοι εξωθήθηκαν νοτιότερα και διενήργησαν παράλληλες επιθέσεις εναντίον των Βυζαντινών. Σε αντίθεση με τους Αβάρους, οι Σλάβοι κατόρθωσαν να καταλάβουν τις περιοχές που είχαν ερημωθεί από τις επιδρομές στη βορειότερη Βαλκανική και μικρές ομάδες τους έφτασαν μέχρι την Πελοπόννησο και την Κρήτη. Δημιούργησαν μόνιμους αγροτοκτηνοτροφικούς οικισμούς κυρίως στις ορεινές περιοχές, τις «σλαβηνίες» των πηγών, οι οποίοι αρχικά παρεμπόδιζαν την άσκηση της αυτοκρατορικής διοίκησης. Βαθμιαία όμως ορισμένοι αφομοιώθηκαν με τον αυτόχθονα πληθυσμό, ενώ οι υπόλοιποι υποτάχθηκαν ή μετατοπίστηκαν βίαια μετά από συντονισμένες αυτοκρατορικές προσπάθειες (Κώνστας Β’, Νικηφόρος Α’). Εξάλλου, τα σλαβικά φύλα των Σέρβων και των Κροατών (Χρωβάτες) μετά από παράκληση του Ηράκλειου πέρασαν τον 7ο αιώνα τα Καρπάθια όρη και κατοίκησαν στα δυτικά Βαλκάνια ως υπήκοοι του Βυζαντίου.
[7] Οι πολύμορφες εσωτερικές διεργασίες που συντελέστηκαν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία κατά τον 7ο και 8ο αιώνα προκάλεσαν διοικητικές μεταβολές και οδήγησαν στην καθιέρωση του συστήματος των θεμάτων. Ο όρος «θέμα» σήμαινε αρχικά τον κατάλογο των στρατιωτών ενός τοπικού σώματος. Αργότερα ταυτίστηκε με το ίδιο το στρατιωτικό σώμα και τέλος συνδέθηκε με τον τόπο εγκατάστασης της συγκεκριμένης στρατιωτικής μονάδας. Το θέμα αποτελούσε δηλαδή μία στρατιωτική, διοικητική και γεωγραφική ενότητα με επικεφαλής τον στρατηγό. Ο στρατηγός διοριζόταν από τον αυτοκράτορα και ασκούσε την ανώτατη στρατιωτική και πολιτική εξουσία στην περιοχή δικαιοδοσίας του. Κάθε θέμα διαιρούνταν σε μικρότερες διοικητικές περιφέρειες και τα στρατεύματά του αποτελούνταν κυρίως από ντόπιους χωρικούς. Τα πρώτα θέματα πρέπει να δημιουργήθηκαν στις ανατολικές επαρχίες στο β’ μισό του 7ου αιώνα για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικότερα τα ποικίλα προβλήματα άμυνας των περιοχών αυτών, καθώς με το νέο σύστημα ο επικεφαλής στρατηγός ασκούσε τόσο τη στρατιωτική, όσο και την πολιτική εξουσία. Ως τον 9ο αιώνα το σύστημα των θεμάτων επεκτάθηκε και στο υπόλοιπο κράτος σε μία προσπάθεια των αυτοκρατόρων να αποδυναμώσουν τους πανίσχυρους διοικητές των παλιότερων «διοικήσεων». Η συνένωση όμως των δύο εξουσιών στο πρόσωπο ενός στρατηγού δημιούργησε πάλι ισχυρότατους τοπικούς διοικητές που απειλούσαν την κεντρική εξουσία. Από το β’ μισό του 11ου αιώνα οι αυτοκράτορες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο με το χωρισμό πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας και με τις συνεχείς κατατμήσεις των μεγάλων θεμάτων σε μικρότερες διοικητικές περιφέρειες (κατεπανίκια). Οι στρατηγοί μετατρέπονται σε απλούς διοικητές στρατιωτικών σωμάτων και ο όρος θέμα δηλώνει πλέον μόνο γεωγραφικές περιοχές ή μικρά διοικητικά φορολογικά διαμερίσματα. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204) η θεματική οργάνωση κατέρρευσε.
[8] Βούλγαροι, αρχικά νομαδικό φύλο με παλαιοτουρκικής προέλευσης όνομα (μπούλγκα = μείγμα, κράμα). Οι Πρωτοβούλγαροι ήταν άθροισμα φυλών διαφορετικής καταγωγής (Αλανοί, Σαρμάτες, Μογγόλοι, τουρκικά φύλα) τα οποία προερχόμενα από τον Καύκασο, άρχισαν τον 7ο αιώνα να εισβάλλουν στις βυζαντινές παραδουνάβιες περιοχές. Επιβλήθηκαν και ενώθηκαν με τους εκεί εγκατεστημένους Σλάβους και συγκρότησαν μια νέα ισχυρή εθνότητα, τους Βούλγαρους. Το 680 αναγνωρίστηκε από το Βυζάντιο η εγκατάστασή τους στη νότια όχθη του Δούναβη. Το πρώτο Βουλγαρικό κράτος, που ιδρύθηκε το 681, εκτεινόταν από τον Δνείπερο μέχρι τον Αίμο και είχε πρωτεύουσα την Πλίσκα. Ο χαγάνος και οι βογιάροι ασκούσαν την εξουσία τους και επί των Σλάβων της περιοχής από τους οποίους σταδιακά έως τον 9ο αιώνα αφομοιώθηκαν γλωσσικά. Η πρόσκληση σε βοήθεια από τον έκπτωτο αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β’ αποτέλεσε την αρχή των βουλγαρικών βλέψεων για τα υπόλοιπα βυζαντινά εδάφη και την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Οι εικοσαετείς συγκρούσεις (756-775) με τον Κωνσταντίνο Ε’ δεν κατόρθωσαν να κάμψουν το δυναμικό βουλγαρικό στοιχείο. Μετά την εξουδετέρωση των Αβάρων από τους Φράγκους ο χαγάνος Κρούμος επεξέτεινε την ηγεμονία του από τη βόρεια Θράκη μέχρι τα βόρεια Καρπάθια και από τον Σάβο μέχρι τον Δνείπερο. Ατελέσφορες υπήρξαν οι αμυντικές προσπάθειες του Νικηφόρου Α’ έναντι του Κρούμου. Η αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Κρούμου από τον Λέοντα Ε’ προκάλεσε νέες βουλγαρικές επιδρομές στη Θράκη. Ο αιφνίδιος θάνατος του Κρούμου το 814 άνοιξε μια καινούργια περίοδο στις σχέσεις των δύο κρατών με την υπογραφή συνθήκης τριακονταετούς ειρήνης (815/16) και την επαναφορά των συνόρων στην πρότερή τους θέση. Τον 9ο αιώνα η βυζαντινή εξωτερική πολιτική έναντι των Βουλγάρων στηρίχθηκε στον εκχριστιανισμό τους (Κλήμης και Ναούμ) και την υπαγωγή τους στην βυζαντινή πολιτιστική σφαίρα επιρροής μέσω του εξελληνισμού τους. Η χρήση της «κυριλλικής γραφής» επέβαλλε ως επίσημη γλώσσα του Βουλγαρικού κράτους τα σλαβικά το 893, έτος κατά το οποίο η Πρεσθλάβα έγινε πρωτεύουσα του νέου, χριστιανικού πια κράτους.
[9] Άραβες, νομαδικές σημιτικές φυλές που κατοικούσαν στη χερσόνησο της Αραβίας. Η εδαφική ανομοιομορφία και οι σκληρές κλιματικές συνθήκες διαμόρφωσαν τον τρόπο ζωής των Αράβων. Χωρισμένοι σε φυλές με ισχυρούς δεσμούς αίματος και ιδιαίτερες εκδηλώσεις (λατρεία πηγών, μετεωριτών, δέντρων) αντιμετώπιζαν αέναες συγκρούσεις που καλλιεργούσαν τη μαχητική τους ικανότητα. Στις περιοχές της ερήμου ήταν κτηνοτρόφοι, ενώ στις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας, όπου η περιοχή ήταν πιο εύφορη, είχε αναπτυχθεί η γεωργία και το εμπόριο με τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Την έλλειψη πολιτικής και θρησκευτικής ενότητας ήρθε να καλύψει ο Ισλαμισμός. Οι Άραβες, μετά τον εξισλαμισμό τους οργανωμένοι σε «χαλιφάτα», άρχισαν ήδη από το 634 επιδρομές στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και την εξασθενημένη Περσία, παρά τις όποιες εσωτερικές δογματικές διαφορές (σουνίτες, σιίτες) που αντιμετώπιζαν. Κατέλαβαν τις βυζαντινές επαρχίες της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας, όπου οι Ιουδαίοι και οι μονοφυσίτες Χριστιανοί τους δέχτηκαν ως ελευθερωτές. Μετά την κατάληψη της περσικής αυτοκρατορίας, προέλασαν στη Βόρεια Αφρική, όπου κυρίεψαν την Κυρηναϊκή, την Τριπολίτιδα και την Τύνιδα (περιοχές της βυζαντινής επικράτειας). Έχοντας δημιουργήσει και ναυτική δύναμη απείλησαν την Κωνσταντινούπολη (678, 717) που τους αντέταξε το «υγρόν πυρ», ενώ παράλληλα συνέχιζαν την προέλασή τους στην Ισπανία (Γιβραλτάρ, Κόρδοβα, Τολέδο) καταλύοντας το Βησιγοτθικό κράτος και φτάνοντας το 719 στα Πυρηναία. Το τέλος της αραβικής προέλασης στην Ευρώπη οριοθετείται από τις φραγκικές νίκες του Πουατιέ (732) και της Ναρμπόν (737).
[10] Εικονομαχία, πνευματικό και θρησκευτικό κίνημα που ταλαιπώρησε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία από τις αρχές του 8ου έως τα μέσα του 9ου αιώνα. Οι συνεχείς πολεμικές συρράξεις, η αναποτελεσματικότητα των παραδοσιακών δομών και η επακόλουθη οικονομική δυσχέρεια οδήγησαν την αυτοκρατορία σε μακρόχρονη πολύπλευρη κρίση, μέρος της οποίας αποτέλεσε και το κίνημα για την προσκύνηση των εικόνων. Οι διαφορετικές πνευματικές ανησυχίες των ποικίλης ιστορικής και πολιτισμικής προέλευσης λαών, ιδιαίτερα στον τρόπο αντίληψης της Θεότητας (περισσότερο αφηρημένης και άυλης στη μικρασιατική Ανατολή, επηρεασμένης από την ελληνορωμαϊκή παράδοση στα ευρωπαϊκά τμήματα), οι υπερβολές και οι δεισιδαίμονες προλήψεις των λαϊκών στρωμάτων και των απαίδευτων μοναχών σχετικά με τη λατρεία των εικόνων και των λειψάνων, καθώς και η οπισθοδρόμηση των κλασικών γραμμάτων διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις για την εκδήλωση της Εικονομαχίας. Στην πρώτη φάση (726-787) η έριδα για τη φύση και τη λατρεία των εικόνων προσέλαβε στοιχεία από το χριστολογικό πρόβλημα και η προσκύνηση των εικόνων απαγορεύτηκε ως τάση που έκλινε προς την ειδωλολατρία. Διαπομπεύσεις μοναχών (κατεξοχήν εικονόφιλων) και καταστροφές μοναστηριών ήταν οι ενέργειες της αδιάλλακτης εικονομαχικής αυτοκρατορικής ηγεσίας (Λέων Γ’, Κωνσταντίνος Ε’) που έλεγχε την Εκκλησία. Μετά την εφήμερη αποκατάσταση των εικόνων (Ζ’ Οικουμενική 787) το εικονομαχικό ζήτημα αναζωπυρώθηκε στη δεύτερη φάση (815-843) για πολιτικούς λόγους με πενιχρό θεολογικό υπόβαθρο (Λέων Ε’ σύνοδος Αγίας Σοφίας, 815). Η διατήρηση, όμως, της Εικονομαχίας (Μιχαήλ Β’, Θεόφιλος) δεν ανταποκρινόταν πλέον στις θρησκευτικές ή πνευματικές ροπές της κοινής γνώμης. Έτσι η αποκατάσταση της λατρείας των εικόνων από τη Θεοδώρα το 843 έγινε απρόσκοπτα. Με αυτό τον τρόπο τερματίστηκαν οι δογματικοί αγώνες (ομοούσιο, χριστολογικές έριδες) και επικράτησε το θρησκευτικό πνεύμα που ενσάρκωνε την ελληνική πνευματικότητα. Επιπλέον, η Εκκλησία ξέφυγε από την απεριόριστη υποταγή της στην κρατική εξουσία και μπόρεσε με τη βοήθεια της τελευταίας να επιδοθεί στον εκχριστιανισμό των γειτονικών λαών.
[11] Κύριλλος (Θεσσαλονίκη 827-Ρώμη 869) και Μεθόδιος (Θεσσαλονίκη 815-Βέλεχραντ Μοραβίας 885), γιοι του δρουγγάριου του θέματος της Θεσσαλονίκης Λέοντα, λόγιοι, ιεραπόστολοι των Σλάβων και άγιοι, από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Κύριλλος (βαπτιστικό του όνομα Κωνσταντίνος) σπούδασε στη γενέτειρά του Θεσσαλονίκη και στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Ανήκε στον κύκλο του Λέοντα του Μαθηματικού και του Φωτίου και ίσως δίδαξε και «τη Φιλοσοφία στους ντόπιους και ξένους». Αντίθετα ο μεγαλύτερος αδελφός του Μεθόδιος, αφού σπούδασε στη Θεσσαλονίκη, διορίστηκε «διοικητής σλαβικής τινός ηγεμονίας». Η γλωσσομάθεια των δύο αδελφών καθώς και η βαθιά γνώση του Κυρίλλου για τα θρησκευτικά ζητήματα, ήταν οι λόγοι για τους οποίους οι βυζαντινές αρχές τους επέλεξαν για θρησκευτικές αποστολές σε ξένους λαούς (851 αποστολή στους Άραβες, αποστολή στη χώρα των Χαζάρων). Ύστερα από πρόσκληση του ηγεμόνα των Σλάβων της Μεγάλης Μοραβίας (σημερινή Τσεχία και Σλοβακία) Ραστισλάβου, οι πολιτικές και εκκλησιαστικές αρχές της Κωνσταντινούπολης, διαβλέποντας τα ποικίλα οφέλη μιας τέτοιας αποστολής, έστειλαν τους δύο αδελφούς με σκοπό τη διάδοση του Χριστιανισμού και την οργάνωση της νέας Εκκλησίας. Ο Κύριλλος δημιούργησε το πρώτο σλαβικό αλφάβητο (γλαγονικό) και με τη βοήθεια του Μεθοδίου μεταφράστηκαν στη σλαβική γλώσσα, εκτός από τη λειτουργία, η Αγία Γραφή και άλλα λειτουργικά βιβλία που αποτέλεσαν τον πυρήνα της σλαβικής φιλολογίας. Παρά τις δυσκολίες που προκαλούσε η αντίδραση του δυτικού κλήρου και η φραγκική επικυριαρχία στη Μοραβία, οι δύο ιεραπόστολοι εδραίωσαν τη χριστιανική πίστη και εκπαίδευσαν μαθητές και εκκλησιαστικά στελέχη από τους ντόπιους. Κατά την επιστροφή τους από τη Μοραβία δέχτηκαν πρόσκληση από τον υποτελή στους Φράγκους ηγεμόνα της Παννονίας (σημερινή Ουγγαρία) Κότσελ. Επισκέφτηκαν τη Ρώμη όπου ο νέος πάπας Αδριανός Β’ επικύρωσε το έργο τους. Το 869 ο νεότερος αδελφός Κωνσταντίνος πέθανε στη Ρώμη, αφού είχε καρεί μοναχός Κύριλλος, ενώ ο Μεθόδιος χειροτονήθηκε από τον πάπα επίσκοπος Παννονίας με έδρα το Σίρμιο. Οι εντεινόμενες αντιδράσεις του δυτικού κλήρου καθώς και η αλλαγή πολιτικής από τον ανιψιό του Ραστισλάβου Σβιάτοπολκ οδήγησαν στη σύλληψη και μεταφορά του Μεθοδίου στο Ανατολικό Φραγκικό Κράτος (σημερινή Γερμανία) όπου καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά. Μετά από δύο χρόνια ο Μεθόδιος απελευθερώθηκε και, παρά τις δυσκολίες, χειροτονήθηκε το 880 επίσκοπος Μοραβίας. Έως το 885, έτος θανάτου του, ο Μεθόδιος ασχολήθηκε με τη συγγραφή και τις μεταφράσεις. Παρόλο που είχε ορίσει διάδοχο, ο φραγκικός κλήρος κατόρθωσε να εκδιώξει τους μαθητές του που κατέφυγαν στη Βουλγαρία, όπου συνέχισαν το έργο των διδασκάλων τους με επικεφαλής τους αγίους Κλήμη και Ναούμ.
[12] Άβαροι, νομαδικός, ειδωλολατρικός λαός μογγολικής καταγωγής που δημιούργησε ισχυρό κράτος στην Κεντρική Ευρώπη (μέσα 6ου-τέλη 8ου αιώνα) κι απείλησε τις ευρωπαϊκές κτήσεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αφού υπέταξαν ουννοβουλγαρικά φύλα (5ος αιώνας), απωθήθηκαν από τουρανικές φυλές και έφτασαν στη στέππα βόρεια του Καυκάσου. Το 558 με πρεσβεία τους ζήτησαν να γίνουν «υπόσπονδοι» (σύμμαχοι, foederati), όμως ο Ιουστινιανός τους πρόσφερε «πάκτα» (χρήματα για συμμαχία) για να πολεμήσουν τους σλαβικούς και ουννικούς λαούς που απειλούσαν τα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας. Οι Άβαροι αφού τους νίκησαν έλαβαν το δικαίωμα από τον Ιουστινιανό να κατοικήσουν ως «φοιδεράτοι» στην ανατολική Παννονία ανάμεσα στα ισχυρά γερμανικά φύλα των Λογγοβάρδων και των Γεπιδών, αλλά αυτοί αρνήθηκαν. Μετά την αποτυχημένη επίθεσή τους εναντίον των Φράγκων, οι Άβαροι κατέλαβαν τη χώρα των Γέπιδων αναγκάζοντας έτσι τους Λογγοβάρδους να μετακινηθούν προς τη βόρεια Ιταλία. Στα τέλη του 6ου αιώνα, ελέγχοντας πια την ανατολική Παννονία, διεκδίκησαν αύξηση των «πάκτων» τους και κατέλαβαν το στρατηγικής σημασίας Σίρμιο και το κατέστησαν έδρα του χαγάνου τους. Με επιδρομές και λεηλασίες στην περιοχή του Ιλλυρικού και της Θράκης (με υποκίνηση και των ασθενέστερών τους Σλάβων της περιοχής) αύξησαν τα «πάκτα» τους και αποτέλεσαν μεγάλο κίνδυνο για τα ευρωπαϊκά βυζαντινά εδάφη. Ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος κατόρθωσε να τους συγκρατήσει πάνω από τον Δούναβη. Στις αρχές του 7ου αιώνα όμως, παρά τις βυζαντινές νίκες επί των Σλάβων, οι Άβαροι σε συμμαχία με τους Σλάβους και τους Βούλγαρους εισέβαλαν στη Δαλματία και έφτασαν μέχρι την Πελοπόννησο. Το 626 σε συνεννόηση με τους Πέρσες, που πολεμούσε ο αυτοκράτορας Ηράκλειος, πολιόρκησαν από ξηρά και θάλασσα την Κωνσταντινούπολη. Μετά την αποτυχία τους δεν ξαναεπιτέθηκαν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ενώ οι δύο εκστρατείες του Καρλομάγνου (795, 796) προκάλεσαν την κατάρρευση της δύναμης των Αβάρων που εξασθενημένοι υποτάχθηκαν τον 9ο αιώνα στους Βούλγαρους, τους Σλάβους και σε άλλους ισχυρούς λαούς της περιοχής.
[13] Σλαβηνίες ονομάζονται οι εγκαταστάσεις συμπαγών ομάδων Σλάβων στα βυζαντινά εδάφη. Ο όρος δηλώνει το γεωγραφικό χώρο (π.χ. Σλαβηνίαι Στρυμόνος), τη φυλή (π.χ. Σλαβηνίαι Δρουγουβιτών) καθώς και τον τρόπο κοινωνικής και διοικητικής οργάνωσης των εποικιστών. Οι σλαβηνίες σχηματίστηκαν από «γένη», που απαρτίζονταν από ομάδες οικογενειών με κοινό συνεκτικό κρίκο την αναγωγή σε κοινούς προγόνους. Αρχικά οργανώθηκαν από τους «ρήγες» των διαφόρων σλαβικών φύλων κι αργότερα, μετά από συνεννόηση με το Βυζάντιο, υπό την ηγεσία άρχοντα συνήθως σλαβικής καταγωγής. Η ιδιομορφία τους συνίστατο στο ό,τι αποτελούσαν γεωγραφικές αυτόνομες διοικητικές μονάδες που ήταν υποχρεωμένες να πληρώνουν «πάκτο» (ήταν δηλαδή «υπόφοροι») στις βυζαντινές αρχές αλλά οι άρχοντές τους λογοδοτούσαν απευθείας στον αυτοκράτορα χωρίς να περνούν από την τοπική επαρχιακή διοίκηση. Ύστερα από την υποχρεωτική μετεγκατάσταση μερικών Σλάβων από τη Μακεδονία στη Μ. Ασία και με το πέρασμα του χρόνου οι κάτοικοι των σλαβηνιών αφομοιώθηκαν από τον ελληνικό πληθυσμό, εκχριστιανίστηκαν, μετατράπηκαν σε αγρότες από κτηνοτρόφους και συνεργάστηκαν με τη βυζαντινή διοίκηση (τους ανατέθηκε η φύλαξη κλεισουρών και περασμάτων) στην αντιμετώπιση του βουλγαρικού κινδύνου. Τελικά οι περισσότεροι αφομοιώθηκαν από το αυτόχθονο ελληνικό στοιχείο.
[14] Στα πλαίσια του μεγάλου ιεραποστολικού προγράμματος στους λαούς της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, που συνέλαβαν στα μέσα του 9ου αιώνα ο πατριάρχης Φώτιος και ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ’, πραγματοποιήθηκε και ο εκχριστιανισμός των Βουλγάρων. Η προσχώρησή τους στο Χριστιανισμό, παρά τις αντιδράσεις του χαγάνου Ομουρτάγ και των βογιάρων του, συντελέστηκε γρήγορα. Η βάπτιση του τσάρου Βόρη-Μιχαήλ το 864/5 από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ και η υπαγωγή της νέας Βουλγαρικής Εκκλησίας στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης επισφράγισαν την όλη προσπάθεια. Η εδραίωση του χριστιανισμού και η βυζαντινή πολιτιστική επιρροή (μέθοδοι ελληνικής παιδείας, άρτια οργανωμένος και εκπαιδευμένος σλαβόφωνος κλήρος) που πραγματοποιήθηκε μετά τις συντονισμένες προσπάθειες του Κλήμη και των συνεργατών του, βοήθησαν στην εξέλιξη των Βουλγάρων που έως τότε συνιστούσαν δύο χωριστές κλειστές κοινωνίες (Βούλγαροι κατακτητές και πολυπληθέστεροι υποτελείς Σλάβοι) με διαφορετικές γλώσσες. Η χρήση του κυριλλικού αλφαβήτου μέσω των «σχολών» της Αχρίδας και της Πρεσθλάβας επέβαλε (ήδη από το 893) ως επίσημη γλώσσα του Βουλγαρικού κράτους τη σλαβική στην οποία μεταφράστηκαν τα ιερά κείμενα της εκκλησίας και γράφτηκαν από τον Κλήμη τα πρώτα φιλολογικά έργα.
[15] Με τους διαδόχους του Βασιλείου Β’ το βυζαντινό κράτος μπήκε σε μια φάση βαθμιαίας υπονόμευσης. Η κόπωση από τους μακροχρόνιους πολέμους προκάλεσε απροθυμία για νέες πολεμικές εκστρατείες και συνακόλουθα την επικράτηση των πολιτικών αξιωματούχων, των οποίων η τάξη βρέθηκε να διοικεί τις κρατικές υποθέσεις, παρά την ηθική κρίση που διερχόταν. Οι μέτριοι ή και ανίκανοι ηγεμόνες που ανέλαβαν το βυζαντινό θρόνο αποδυνάμωσαν σε μικρό χρονικό διάστημα το στρατό, αποδιοργάνωσαν τη διοίκηση (Ρωμανός Γ' Αργυροπώλης), αύξησαν υπερβολικά τη φορολογία (Μιχαήλ Δ’, Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος) και ενίσχυσαν την υπαλληλική παράταξη της πρωτεύουσας (Κωνσταντίνος Ι’ Δούκας) έναντι της στρατιωτικής αριστοκρατίας. Παράλληλα, η έγερση διεκδικήσεων υποταγμένων στο κράτος λαών (Σέρβοι), η ενδυνάμωση των εξωτερικών εχθρών (Βούλγαροι, Νορμανδοί, Τούρκοι) και η αδυναμία αντιμετώπισής τους στέρησε από το βυζαντινό κράτος όχι μόνο τις εδαφικές του κτήσεις αλλά και το απαραίτητο πολιτικό κύρος για να αντιμετωπίσει τις βλέψεις της οργανωμένης πια Δύσης. Παρά τις προσπάθειες μερικών αυτοκρατόρων (Αλέξιος Α’ Κομνηνός, Ιωάννης Β’ Κομνηνός, Μανουήλ Α’ Κομνηνός) για την αντιμετώπιση των ποικιλώνυμων εχθρών, η αποσάθρωση των εσωτερικών δομών και η δημοσιονομική κρίση σε συνδυασμό με την ισχυροποίηση της μεγαλοϊδιοκτησίας έφεραν στο βυζαντινό θρόνο τη δυναστεία των Αγγέλων, που απλώς επιτάχυνε τις εξελίξεις και έφερε τους Σταυροφόρους στην Κωνσταντινούπολη.
[16] Οι Νορμανδοί του Ροβέρτου Γισκάρδου, αφού κατέλαβαν τις βυζαντινές επαρχίες στη νότια Ιταλία, επιτέθηκαν στις ανατολικές ακτές της Αδριατικής με απώτερο σκοπό την κατάκτηση του βυζαντινού θρόνου. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ παρά τη βοήθεια που εξασφάλισε από τους Βενετούς δεν κατόρθωσε να σώσει το Δυρράχιο που το 1081 καταλήφθηκε από τους Νορμανδούς. Στη συνέχεια τα στίφη τους εισχώρησαν στη Μακεδονία και κυρίεψαν την Καστοριά, τα Σκόπια και τα Μογλενά. Επανάσταση που ξέσπασε στη νότια Ιταλία ανάγκασε τον Ροβέρτο να επιστρέψει αφήνοντας αρχηγό του στρατού το γιο του Βοημούνδο. Όμως, η αντίσταση των Βυζαντινών σταδιακά ενισχύθηκε και το 1083 ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός ανακατέλαβε τις περιοχές που είχαν κατακτήσει οι Νορμανδοί, ενω οι Βενετοί ανακατέλαβαν το Δυρράχιο. Το 1085 ο θάνατος του Ροβέρτου Γισκάρδου έδωσε τέρμα στο νορμανδικό πόλεμο. Μετά το τέλος της Α’ Σταυροφορίας, επί των διαδόχων του Μανουήλ Α’, το εξασθενημένο βυζαντινό κράτος δέχτηκε τις επιθέσεις Ούγγρων και Σέρβων.Την κατάσταση επωφελήθηκαν οι Νορμανδοί που αποβιβάστηκαν και κυρίεψαν εκ νέου το Δυρράχιο (1185). Έφτασαν στη Θεσσαλονίκη, όπου μετά από σύντομη αλλά σφοδρή πολιορκία από ξηρά και θάλασσα κυρίευσαν και λεηλάτησαν την πόλη. Μετά τη Θεσσαλονίκη ένα τμήμα του στρατού κατευθύνθηκε προς τις Σέρρες, ενώ το άλλο προχώρησε προς την Κωνσταντινούπολη. Μετά τη βυζαντινή νίκη κοντά στη Μοσυνόπολη, ο βυζαντινός στρατός προήλασε στην περιοχή της Αμφίπολης, όπου στην τοποθεσία «ο τόπος του Δημητρίτζη» νίκησε κατά κράτος τους Νορμανδούς (Νοέμβριος 1185), συνέλαβε τον ναύαρχό τους Ριχάρδο και το στρατηγό τους Αλδουίνο. Η καταστροφή ήταν τόσο μεγάλη που οι Νορμανδοί αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τις Σέρρες, τη Θεσσαλονίκη και τέλος και από το Δυρράχιο.
[17] Ο Βασίλειος Β’ έχοντας από το 1001 εκπονήσει ένα σύνθετο επιτελικό πρόγραμμα αντεπίθεσης έναντι της βουλγαρικής απειλής, άνοιξε τρία μέτωπα επίθεσης. Με απώτερο σκοπό τον εγκλωβισμό και τη φυσική εξόντωση του Σαμουήλ, εισέβαλε στην περιοχή της Σερδικής (Σόφιας), στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία καταλαμβάνοντας τις πόλεις-οχυρά (Βέροια, Βοδενά) και κατευθυνόμενος προς βορράν. Το καλοκαίρι του 1014, παρά την ισχυρή αντίσταση των Βουλγάρων στα ορεινά δύσβατα περάσματα του Κλειδίου (κοντά στην πεδιάδα του Στρυμόνα), οι βυζαντινές δυνάμεις υπό το στρατηγό Νικηφόρο Ξιφία χάρη σε άρτια οργανωμένο στρατιωτικό χειρισμό εγκλώβισαν όλες σχεδόν τις δυνάμεις του Σαμουήλ που βρίσκονταν στον Πρίλαπο. Η μάχη υπήρξε πολύνεκρη και καθοριστική για το βουλγαρικό κράτος. Στις 14.000 των Βούλγαρων αιχμαλώτων επιβλήθηκε η ποινή της τύφλωσης, ποινή που προβλεπόταν για όσους υπηκόους της βυζαντινής αυτοκρατορίας συμμετείχαν σε εξεγέρσεις εναντίον της αυτοκρατορικής αρχής (ο Σαμουήλ ήταν γιος βυζαντινού αξιωματούχου που στασίασε και διεκδίκησε το θρόνο) και όχι σε «Κουραβάρες» (μη Βυζαντινούς) επιδρομείς. Οι χιλιάδες τυφλωμένοι Βούλγαροι περιπλανήθηκαν και διασκορπίστηκαν στον Αίμο, προκαλώντας άμεσα το θάνατο του Σαμουήλ και έμμεσα την επιβολή της βυζαντινής ισχύος στη Βουλγαρία, που μετά την πτώση του Δυρραχίου (1018) μετατράπηκε σε «θέμα Βουλγαρίας».
[18] Η ευμάρεια της βουλγαρικής άρχουσας τάξης σε συνδυασμό με τη συνείδηση της συνέχειας του «εθνικού» κράτους και τη βίαιη αντίδραση του Βυζαντίου σε οικονομικά αιτήματα των Βουλγάρων αδελφών Πέτρου και Ασέν, οδήγησαν στην ίδρυση του Δεύτερου Βουλγαρικού Κράτους το 1185. Ο Πέτρος και ο Ασέν επικαλούμενοι την παράδοση των Συμεών και Σαμουήλ αποκλήθηκαν ηγεμόνες «Βουλγάρων και Γραικών» και διεκδίκησαν όχι απλώς την αυτονόμησή τους αλλά την καταστροφή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στην ακμή του επί του τσάρου Ιωάννη ή Καλογιάννη (1197-1207) το βουλγαρικό κράτος περιλάμβανε τη Μακεδονία και τη Θράκη. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ’ (1198-1216) αναγνώρισε το βουλγαρικό στέμμα και την αυτονομία της βουλγαρικής Εκκλησίας (η οποία το 1235 αναγνωρίστηκε ως πατριαρχείο από τις ανατολικές εκκλησίες). Οι Βούλγαροι στηριζόμενοι στην οικονομική τους ευμάρεια και εκμεταλλευόμενοι την ιστορική συγκυρία προσπάθησαν να διαδεχτούν τη Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. 'Ομως, το βουλγαρικό κράτος παρήκμασε γρήγορα και οι Βούλγαροι ηγεμόνες υποχρεώθηκαν να συνάπτουν επιγαμίες και να εξαρτώνται από τους Ούγγρους ή να συγκρούονται με άλλους Βαλκάνιους λαούς. Έτσι, τον 14ο αιώνα η αποδυναμωμένη πολιτικά και οικονομικά Βουλγαρία (λεηλασίες Τατάρων, ξένες επεμβάσεις, εσωτερικές αντιφάσεις, θρησκευτικές έριδες) διασπάστηκε σε ευάλωτα ημιαυτόνομα ή πλήρως εξαρτημένα κρατίδια, που, αφού αναγνώρισαν την επικυριαρχία του Λουδοβίκου Α’ της Ουγγαρίας, προσαρτήθηκαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία (κρατίδιο Τυρνόβου 1393, κρατίδιο Βιδύνης 1396).
[19] Οι χορηγοί που αναλάμβαναν τη χρηματοδότηση ενός έργου κατά την παλαιοχριστιανική εποχή προέρχονταν κυρίως από την εκκλησιαστική ιεραρχία (π.χ. επίσκοπος Φιλίππων Πορφύριος, επίσκοπος Θεσσαλονίκης Ανδρέας) και συνήθως προτιμούσαν να παραμείνουν ανώνυμοι στις σχετικές επιγραφές. Αντίθετα, από τον 10ο αιώνα χρηματοδοτούσαν την ανέγερση οικοδομικών έργων και τη φιλοτέχνηση χειρογράφων, εικόνων, έργων μικροτεχνίας κ.ά., κυρίως στρατιωτικοί και πολιτικοί αξιωματούχοι του κράτους (π.χ. πρωτοσπαθάριος Χριστόφορος ιδρυτής της Παναγίας «των Χαλκέων», Ανδρόνικος Λαπαρδάς χορηγός κατασκευής ενός πύργου στα τείχη της Θεσσαλονίκης) ή μέλη της τοπικής αριστοκρατίας μιας πόλης (π.χ. κτήτορες ναών της Καστοριάς). Αυτή η νέα ανερχόμενη τάξη της αριστοκρατίας που επιβλήθηκε την εποχή των Κομνηνών (1061-1204) φρόντιζε όχι μόνο να δηλώσει το κτητορικό της έργο με εκτενείς επιγραφές αλλά και να απεικονιστεί σ’ αυτό.
[20] Παράλληλα προς τη διατήρηση του συγκεντρωτικού κράτους η δυναστεία των Παλαιολόγων προχώρησε στην παραχώρηση μεγάλων περιοχών σε νεότερα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, τάση που ανάγεται στην εποχή των Κομνηνών. Οι παραχωρήσεις αυτές δημιούργησαν ηγεμονίες τυπικά εξαρτημένες από την Κωνσταντινούπολη αλλά με οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια καθώς και δυνατότητα χάραξης ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Το 1321 παραχωρήθηκε στον Ανδρόνικο Γ’ μέρος της Θράκης και της ανατολικής Μακεδονίας και ακολούθησε η παραχώρηση της Θεσσαλονίκης στον Ιωάννη Ε’. Το 1371 ο Μανουήλ Β’ έγινε ηγεμόνας («δεσπότης») της Θεσσαλονίκης και της ευρύτερης περιοχής που περιλάμβανε τις Σέρρες και την ανατολική Μακεδονία.
[21] Σέρβοι, νοτιοσλαβική εθνότητα, εγκατεστημένη αρχικά δυτικά της σημερινής Σερβίας. Οι Σέρβοι, που είχαν εκχριστιανιστεί τον 9ο αιώνα, ζούσαν εγκλωβισμένοι ανάμεσα στους Κροάτες, τους Ούγγρους και τους Βούλγαρους και ήταν αρχικά εξαρτημένοι από το Βυζάντιο. Οι αυξανόμενες διεκδικήσεις της σερβικής αριστοκρατίας για αυτονομία συνάντησαν την αντίδραση των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Όμως η οικονομική ευμάρεια και η ανάπτυξη εθνικής συνείδησης της σερβικής άρχουσας τάξης καθώς και η δημιουργία «εθνικών» κρατών στη Δυτική Ευρώπη ενίσχυσαν τις κινήσεις για ανεξαρτητοποίηση των Σέρβων. Το ανεξάρτητο Σερβικό κράτος δημιουργήθηκε από τον Στέφανο Νεμάνια (1166/7-1196) τον 12ο αιώνα και το 1219 ανεξαρτητοποιήθηκε και η σερβική εκκλησία με πρώτο αρχιεπίσκοπο τον γιο του Νεμάνια μοναχό Σάββα, που δέχτηκε το χρίσμα από τον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Η ακμή του Σερβικού κράτους τοποθετείται στον 14ο αιώνα, οπότε ο Στέφανος Η’ Ούρεσης Δ’ Δουσάν επεξέτεινε τα όρια του κράτους του με την προσάρτηση της Μακεδονίας, της Ηπείρου και μέρους της Θεσσαλίας. Μετά το θάνατο του Δουσάν το 1355 η Σερβία κατατμήθηκε σε προσωποπαγείς και αντιμαχόμενες μεταξύ τους ηγεμονίες. Από το 1389 οι Σέρβοι ήταν υποτελείς στον σουλτάνο διατηρώντας μία τυπική ανεξαρτησία που καταλύθηκε οριστικά το 1459. Παρά την επιθετική πολιτική που επέδειξαν οι Σέρβοι ηγεμόνες, οι σχέσεις του κράτους τους με το Βυζάντιο υπήρξαν πάντοτε πολύ στενές. Με τη σύναψη δυναστικών γάμων ενισχύθηκε η διείσδυση του βυζαντινού πολιτισμού στη Σερβία σε πολλά επίπεδα, π.χ. στην εκκλησιαστική ιεραρχία και την αυλική τελετουργία, στη νομοθεσία και κυρίως στη διαμόρφωση της τέχνης και της πρώιμης σερβικής φιλολογίας.
[22] Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος (1296-1341), αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1328-1341), γιος του Μιχαήλ Θ’ Παλαιολόγου. Υπήρξε συμβασιλέας (1316-1325) και συναυτοκράτορας (1325-1328) του παππού του Ανδρονίκου Β’ Παλαιολόγου, με τον οποίο ενεπλάκη σε καταστρεπτικό για την αυτοκρατορία εμφύλιο πόλεμο. Ο Ανδρόνικος Γ’ προσπάθησε να αναδιοργανώσει την αυτοκρατορία με τη βοήθεια του στενού του συνεργάτη Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνού. Οι δύο γάμοι που έκανε με την Αγνή τη Γερμανική αρχικά και, μετά το θάνατό της, με την Άννα της Σαβοΐας, αποσκοπούσαν στη σύσφιγξη των σχέσεων με τους Δυτικούς. Η ανασυγκρότηση του στόλου που είχε διαλυθεί από τον παππού του επέτρεψε την ανακατάληψη της Χίου, της Λέσβου και της Φώκαιας. Στο χώρο της Βαλκανικής οι βυζαντινές στρατιωτικές δυνάμεις αντιμετώπισαν με επιτυχία τους Βούλγαρους, τους Σέρβους και τους Αλβανούς. Ηττήθηκαν όμως από τους Οθωμανούς στη μάχη του Πελεκάνου (1329) στη Μ. Ασία. Στο εσωτερικό του κράτους ο Ανδρόνικος Γ’ επιχείρησε να εξυγιάνει το δικαστικό σώμα. Αντιδράσεις στους κόλπους της βυζαντινής κοινωνίας προκάλεσε η εισαγωγή στην αυλή δυτικών εθίμων (π.χ. κονταρομαχίες) που οφειλόταν σε επιρροή της αυτοκράτειρας Άννας.
[23] Από τον 13ο αιώνα και εξής γενικεύονται οι παραχωρήσεις γαιών σε εκείνους που ήταν υποχρεωμένοι να παρέχουν στρατιωτική υπηρεσία είτε προσωπικά είτε μέσω των παροίκων τους. Κατά τις παραχωρήσεις αυτές, τις πρόνοιες, το κράτος διατηρούσε την κυριότητα των γαιών και έλεγχε τον αριθμό των εξαρτημένων χωρικών. Παράλληλα εισάγεται ένας νέος τύπος παραχωρήσεων, που περιλαμβάνουν ολόκληρα χωριά και ασαφή αριθμό καλλιεργητών. Στην περίπτωση αυτή το κράτος αποποιείται την κυριότητα των γαιών και παραχωρεί τους φόρους και τη γαιοπρόσοδο στους γαιοκτήμονες. Με τον τύπο αυτό παραχωρήσεων αποδυναμώθηκε ο σύνδεσμος μεταξύ κράτους και καλλιεργητών. Διαμορφώθηκε έτσι ένα πλαίσιο αγροτικών σχέσεων με πολλές ομοιότητες προς τις φεουδαρχικές δομές που την ίδια εποχή κυριαρχούσαν στη Δύση.
[24] Η μεγάλη επιδημία της πανούκλας εκδηλώθηκε στη Βαλκανική και την ανατολική Μεσόγειο στα τέλη της δεκαετίας του 1340-1350. Τα κείμενα των Βυζαντινών συγγραφέων παρέχουν πολλές πληροφορίες για τη συμπτωματολογία και τους τρόπους αντιμετώπισης της επιδημίας, που αποδεκάτισε τον πληθυσμό της Ευρώπης και έγινε γνωστή ως «μαύρος θάνατος».
[25] Η έκδοση του Χαττ-ι-Χουμαγιούν (διάταγμα του Σουλτάνου) στις 18.2.1856 και η ανακοίνωσή του στο Συνέδριο του Παρισίου εγκαινίασε περίοδο μεταρρυθμίσεων για την Οθωμανική αυτοκρατορία, γνωστή ως «Τανζιμάτ». Στις μεταρρυθμίσεις αυτές περιλαμβάνονταν η σύνταξη ποινικού κώδικα, η θεσμοθέτηση Συμβουλίου Επικρατείας και Αρείου Πάγου, η ίδρυση της Αυτοκρατορικής Οθωμανικής Τράπεζας και ο νόμος περί Βιλαετίων (διοικήσεων), που καθόριζε το πλαίσιο διοίκησης της αυτοκρατορίας. Οι μεταρρυθμίσεις συνέβαλαν στη μετάλλαξη των μιλλέτ (θρησκευτικών ομάδων) σε εθνικές ομάδες, αλλά λόγω των εξόδων που συνεπάγονταν υπονόμευσαν τη δημοσιονομική κατάσταση της αυτοκρατορίας.
[26] Θύμιος (Ευθύμιος) Βλαχάβας (Ισμόλια Τρικάλων ; - Ιωάννινα 1808), ιερέας, γιος και διάδοχος στο αρματολίκι των Χασίων του γερο-Βλαχάβα, γενάρχη της ομώνυμης αρματολικής οικογένειας. To 1807 o Θύμιος Βλαχάβας προσπάθησε να πραγματοποιήσει εξέγερση εναντίον των Τουρκαλβανών του Αλή-πασά, πιθανότατα σε συνεργασία με τους Σέρβους επαναστάτες και τους Ρώσους που δρούσαν στο βόρειο Αιγαίο. Μετά την αποτυχία του κινήματος και την ήττα του στο Καστράκι των Μετεώρων κατέφυγε στις Σποράδες, όπου συνελήφθη από το τουρκικό ναυτικό και, αφού παραδόθηκε στον Αλή-πασά, υπέστη μαρτυρικό θάνατο στα Ιωάννινα το 1808.
[27] Νικοτσάρας ή Νίκος Τσάρας (Γιαννωτά Ελασσώνας περίπου 1771-Λιτόχωρο 1807), κλεφταρματολός του Ολύμπου, γιος του Πάνου Τσάρα, πρωτοπαλίκαρου του Πάνου Ζήνδρου, αρματολού της Ελασσόνας. Ο Νικοτσάρας μορφώθηκε στο μοναστήρι της Ολυμπιώτισσας και έδρασε ως αρματολός, πειρατής στο βόρειο Αιγαίο και αγωνιστής του Γένους. Έλαβε μέρος στην επανάσταση του Θύμιου Βλαχάβα εναντίον του Αλή-πασά και στη Σερβική επανάσταση του 1802. Τον Ιούνιο του 1807, ενώ βρισκόταν στην Τένεδο, κλήθηκε από τον Ρώσο ναύαρχο Σενιάβιν να διασχίσει τα Βαλκάνια με τους ενόπλους του και να ενωθεί με το ρωσικό στρατό. Ο Νικοτσάρας ξεκίνησε την παράτολμη εκστρατεία του προς βορρά για να οπισθοχωρήσει μετά από μια φονική, όσο και επική, συμπλοκή μεταξύ Ελευθερούπολης και Ζίχνας, όπου με 300 συντρόφους αντιμετώπισε τουρκικό στρατό 8000 ανδρών. Κατάφερε να γλιτώσει και να καταφύγει στο Άγιον Όρος, αλλά βρήκε το θάνατο λίγες μέρες αργότερα σε συμπλοκή με τους Τούρκους κοντά στο Λιτόχωρο.
[28] Στα μέσα του 17ου αιώνα η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης διχάστηκε από το κήρυγμα του ψευδομεσία Σαβατάι Σεβί. Το 1666, μετά από δεκαετή δράση, ο Σεβί συνελήφθη και πιεζόμενος ασπάστηκε τον Ισλαμισμό. Την επιλογή του μιμήθηκαν τα επόμενα χρόνια πολλοί οπαδοί του, που αποτελούσαν το πλουσιότερο μέρος της εβραϊκής κοινότητας. Οι εξισλαμισμένοι αυτοί Εβραίοι, που αποκαλούνταν Ντονμέδες από τους Τούρκους, δεν εγκατέλειψαν τα εβραϊκά τους έθιμα. Η ομάδα τους διατήρησε την ιδιορρυθμία της, αποκομμένη τόσο από Εβραίους, όσο και από Τούρκους, ως την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1922, οπότε και εγκατέλειψε τη Θεσσαλονίκη.
[29] Οι εμποροπανηγύρεις κάλυπταν την ανάγκη ύπαρξης ενδιάμεσων κέντρων συγκέντρωσης και διανομής των εμπορευμάτων που διακινούνταν από τα λιμάνια της Μακεδονίας, ιδιαίτερα από αυτό της Θεσσαλονίκης. Χαρακτηριστικό τους ήταν ότι άκμαζαν σε μη αστικές περιοχές, όπου η εμπορική τάξη δεν μπορούσε να αναπτυχθεί. Στις μικρές τοπικές, μηνιαίες ή εβδομαδιαίες, εμποροπανηγύρεις διακινούνταν βασικά καταναλωτικά είδη (τρόφιμα, ρούχα κ.ά.) για τους κατοίκους των γύρω περιοχών. Στις ετήσιες όμως, που οργανώνονταν υπό την προστασία οθωμανών αξιωματούχων με την ευκαιρία κάποιας γιορτής, οι παραγωγοί και οι έμποροι από την ευρύτερη περιφέρεια αντάλλασσαν ή πωλούσαν διάφορα προϊόντα, που παραδίδονταν αμέσως. Οι πιο περίφημες εμποροπανηγύρεις της εποχής αυτής (16ος-18ος αιώνας) ήταν της Κατερίνης, της Βέροιας, της Στρούγγας, του Άργους Ορεστικού, του Γυναικόκαστρου (Αβρέτ Χισάρ), της Ντόλιανης και της Ζίχνας. Η τροφοδοσία των εμποροπανηγύρεων με εντόπια και ξένα εμπορεύματα καθώς και η εξαγωγή των προϊόντων τους προς την κεντρική Ευρώπη βασιζόταν στην απρόσκοπτη διακίνηση των καραβανιών. Τα καραβάνια αλόγων που ξεκινούσαν σχεδόν κάθε βδομάδα από τη Θεσσαλονίκη κάλυπταν την απόσταση μέχρι τη Βιέννη σε 35 περίπου μέρες.
[30] Η αποδημία ήταν παλαιότατη συνήθεια των ορεσείβιων δυτικομακεδόνων. Από τον 15ο αιώνα εγκαταστάθηκαν στην Τρανσυλβανία και τη Βλαχία (περιοχές στη σημερινή Ρουμανία) και σύντομα έκαναν αισθητή την παρουσία τους στην οικονομική δραστηριότητα της περιοχής. Κατά τον 16ο και 17ο αιώνα επιτάθηκε το ρεύμα της αποδημίας και κατευθύνθηκε προς τις γιουγκοσλαβικές χώρες, την Αυστροουγγαρία, τη Σαξωνία και τη Βοημία εξαιτίας των διπλωματικών-οικονομικών εξελίξεων στην κεντρική Ευρώπη και των πολεμικών αναστατώσεων στη Μακεδονία. Οι απόδημοι, που ήταν αρχικά εποχιακοί εργάτες και πραγματευτάδες, εξελίχθηκαν με το πέρασμα των αιώνων σε εμπορικούς πράκτορες και προμηθευτές και συγκρότησαν οικονομικά πανίσχυρες και πολιτιστικά ανθηρές παροικίες. Κέντρα της δυτικομακεδονικής διασποράς ήταν τα Βελεσσά (Τίτο-Βέλες), τα Σκόπια, το Βελιγράδι, το Σεμλίνο (Ζέμουν), το Κάρλοβιτς (Κάρλοβατς), το Μπούκοβαρ, η Μητροβίτσα, το Νόβισαντ, η Κράινα αλλά και η Βιέννη, η Βουδαπέστη και το Σιμπιού, όπου σε μεγάλο βαθμό κυοφορήθηκε ο ελληνικός διαφωτισμός (18ος αιώνας).

Δεν υπάρχουν σχόλια: