Ο Ιταλός πολιτικός Ενρίκο Μπερλινγκουέρ (Enrico Berlinguer) γεννήθηκε στο Σάσσαρι της Σαρδηνίας το 1922 και ανήκε σε αριστοκρατική και εύπορη οικογένεια (ο ίδιος έφερε τον τίτλο του Μαρκησίου), καλλιεργημένη και πολιτικοποιημένη, με προοδευτικές και αντιφασιστικές ιδέες και δράση. Από νεαρή ηλικία ενστερνίστηκε τις αντιφασιστικές ιδέες του πατέρα του, βουλευτή και αργότερα γερουσιαστή του σοσιαλιστικού κόμματος, και το 1937, σε ηλικία 15 ετών, εντάχθηκε στο αντιφασιστικό κίνημα. Αργότερα, το 1943, ενώ φοιτούσε στη νομική, έγινε μέλος του παράνομου τότε Ιταλικού Κουμουνιστικού Κόμματος (PCI) για να αναδειχθεί γρήγορα γραμματέας της κομματικής οργάνωσης νέων της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος έμπαινε τότε στην αποφασιστική φάση του. Ο Μουσολίνι είχε ανατραπεί και η Ιταλία είχε συνθηκολογήσει τον Σεπτέμβριο του 1943. Τον Ιανουάριο του επόμενου χρόνου, ενώ διαρκούσε ακόμα ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Μπερλινγκουέρ πρωτοστάτησε στην οργάνωση μεγάλης λαϊκής αντιφασιστικής εξέγερσης στο Σάσσαρι κατά της νέας κυβέρνησης του στρατάρχη Πιέτρο Μπαντόλιο, συνελήφθη από τις αρχές και φυλακίστηκε για τρεις μήνες. Παρά τη νεαρή του ηλικία, στη διάρκεια της κράτησής του ο Μπερλινγκουέρ ωρίμασε ιδεολογικά και πολιτικά και μετά την αποφυλάκισή του αποφάσισε να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην κομουνιστική δράση εγκαταλείποντας τις νομικές του σπουδές.
Το 1944 ο Μπερλινγκουέρ κλήθηκε στη Ρώμη ως μέλος της Γραμματείας της Κομουνιστικής Νεολαίας, όπου και γνωρίστηκε με τον γενικό γραμματέα του ΙΚΚ Παλμίρο Τολιάτι και άρχισε να ανεβαίνει γρήγορα τις βαθμίδες της κομουνιστικής ιεραρχίας, πορεία που τη συνέχισε και μετά το τέλος του πολέμου το 1945, για να γίνει, τον ίδιο χρόνο, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΙΚΚ. Το 1948 ο Μπερλινγκουέρ εξελέγη στην Εκτελεστική Επιτροπή και ανήκε πλέον στην ηγετική ομάδα του κόμματος. Το 1949 ανέλαβε Γενικός Γραμματέας της Κομουνιστικής Νεολαίας και το 1950 έγινε Πρόεδρος της Παγκόσμιας Οργάνωσης Δημοκρατικής Νεολαίας, θέση που την κράτησε μέχρι το 1953.
ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΤΟΥ ΙΚΚ
Τα χρόνια που ακολούθησαν ο Μπερλινγκουέρ ανέλαβε διάφορες ανώτερες και υπεύθυνες θέσεις και μετείχε στη διακομματική Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, εδραιώνοντας έτσι τη δική του θέση όχι μόνο στο ιταλικό αλλά και στο διεθνές κομουνιστικό κίνημα. Το 1968 εξελέγη πρώτη φορά βουλευτής.
Κατά το 12ο Συνέδριο του κόμματος στη Ρώμη το 1969, όταν Γενικός Γραμματέας του ήταν ο Λουίτζι Λόνγκο, ο Μπερλινγκουέρ εξελέγη αναπληρωτής γραμματέας του ΙΚΚ. Με αυτή την ιδιότητά του ανέπτυξε πολύπλευρη δραστηριότητα και επέδειξε σπουδαία πολιτικά χαρίσματα. Το ίδιο χρόνο έλαβε μέρος στη διάσκεψη των κομουνιστικών κομμάτων στη Μόσχα, όπου η ιταλική αντιπροσωπεία διαφώνησε με την επίσημη πολιτική γραμμή που χαράχθηκε και αρνήθηκε να ψηφίσει το τελικό έγγραφο της διάσκεψης.
Ο Μπερλινγκουέρ αρνήθηκε επίσης να συναινέσει στην καταδίκη των Κινέζων κομμουνιστών την οποία επεδίωκε η Μόσχα λόγω των διαφορών της μαζί τους, και επέκρινε απερίφραστα τον σοβιετικό ηγέτη Λεονίντ Μπρέζνιεφ για την επέμβαση των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία το 1968.
Κατά το 13ο Συνέδριο του κόμματος στο Μιλάνο το 1972, λόγω των προβλημάτων του με την υγεία του, ο Λόνγκο περιορίστηκε στον τιμητικό τίτλο του προέδρου του ΙΚΚ, και ο Μπερλινγκουέρ ανέλαβε την ουσιαστική αρχηγία του όταν εξελέγη Γενικός Γραμματέας. Τα επόμενα 12 χρόνια, όσο έζησε ο Μπερλινγκουέρ, το ΙΚΚ γνώρισε ριζική μεταμόρφωση υιοθετώντας υψηλές φιλοδοξίες και διακεκριμένους στόχους και πετυχαίνοντας τεράστια ανταπόκριση στις λαϊκές μάζες.
Από την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Μπερλινγκουέρ επιδόθηκε στη χάραξη ρεαλιστικής πολιτικής, απαλλαγμένης από κάθε μίμηση ξένων προτύπων, επέδειξε μετριοπάθεια, σύνεση και κυρίως βαθειά γνώση της ιταλικής πραγματικότητας. Το ΙΚΚ αναδείχθηκε το ισχυρότερο κομουνιστικό κόμμα της Δυτικής Ευρώπης κερδίζοντας στις εκλογές του 1972 το 27,2% των ψήφων και στις εκλογές του 1976 το 34,4%. Οι επιτυχίες του στην τοπική αυτοδιοίκηση υπήρξαν σαρωτικές. Σε ορισμένες περιπτώσεις έφτασε να ελέγχει περισσότερη από τη μισή χώρα επιδεικνύοντας εξαιρετικές διοικητικές ικανότητες. Προσέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στις διακηρύξεις του, ότι χωρίς τη συμμετοχή των κομουνιστών στην άσκηση της εξουσίας δεν ήταν δυνατή η επίλυση των πολλών και σύνθετων προβλημάτων της ιταλικής κοινωνίας. Υποστήριζε δηλαδή την ανάγκη διακυβέρνησης της χώρας από κυβερνήσεις συνεργασίας κομουνιστών, σοσιαλιστών και χριστιανοδημοκρατικών. Ως ηγέτης αυτού του ουσιαστικά νέου κόμματος, ο Μπερλινγκουέρ πρότεινε την περίφημη πολιτική γραμμή του που έγινε γνωστή ως «ιστορικός συμβιβασμός» (δηλαδή ο συμβιβασμός της εργατικής με την αστική τάξη) και που εξασφάλισε στον εισηγητή της παγκόσμια φήμη.
Η πρόταση του Μπερλινγκουέρ, πρωτοφανής για την κομουνιστική θεωρία και πρακτική, υιοθετούσε τη διεξαγωγή της πολιτικής πάλης με δημοκρατικές και συναινετικές μεθόδους όπου περιλαμβάνονταν όχι μόνο η λειτουργία του κόμματος στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού συστήματος, με απόλυτο σεβασμό στους θεσμούς του, αλλά και η συνεργασία του με τα αστικά κόμματα. Στις δεδομένες ιστορικές συνθήκες, πίστευε ο Μπερλινγκουέρ, η γραμμή αυτή ήταν η μόνη που μπορούσε να ακολουθήσει το κομουνιστικό κόμμα για την κατάκτηση της εξουσίας ή τουλάχιστον για την αποφασιστική συμμετοχή του στον έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων σε κυβερνητικό επίπεδο.
Ο «ιστορικός συμβιβασμός» προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, σφοδρές αντιδράσεις στις τάξεις του κομουνιστικού κινήματος, του ιταλικού αλλά και του διεθνούς, που τελούσε υπό την κηδεμονία του σοβιετικού ΚΚ. Ο Μπερλινγκουέρ κατηγορήθηκε ότι εγκαταλείπει την επαναστατική μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία.
Στις διεθνείς του σχέσεις ο Μπερλινγκουέρ ακολούθησε μετριοπαθή αδέσμευτη πολιτική, και υπεραμύνθηκε την πλήρη αυτοτέλεια των κομουνιστικών κομμάτων της Ευρώπης από την καθοδηγητική γραμμή της Μόσχας. Ήταν αποφασισμένος να πετύχει την αυτονόμηση του ΙΚΚ από τη σοβιετική δεσποτεία και να μην επιτρέψει ξένες επεμβάσεις στα εσωτερικά του. Η πρόταση του Μπερλινγκουέρ ήταν η εμβάθυνση στο ένα σκέλος της διττής κληρονομιάς του Τολιάτι, ο οποίος από τη μια έμενε πιστός στο σοβιετικό πρότυπο, από την άλλη όμως πρώτος έκανε λόγο για τον «ιταλικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό».
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΚΟΜΟΥΝΙΣΜΟΥ
Το 1976, στη Μόσχα, ο Μπερλινγκουέρ επιβεβαίωσε την αυτόνομη στάση του ΙΚΚ. Ενώπιον 5.000 αντιπροσώπων κομουνιστικών κομμάτων, ο Μπερλινγκουέρ μίλησε για ένα «πλουραλιστικό σύστημα» (στα ρωσικά μεταφράστηκε «πολυμορφικό») και αναφέρθηκε στην πρόθεση του ΙΚΚ να οικοδομήσει «έναν σοσιαλισμό που είναι απαραίτητος και κατορθωτός μόνο στην Ιταλία».
Παρά τις αντιδράσεις του σοβιετικού ΚΚ και των ελεγχόμενων από αυτό κομμάτων, οι απόψεις του Μπερλινγκουέρ βρήκαν ανταπόκριση σε άλλα κομουνιστικά κόμματα που τα απασχολούσαν παρόμοιες αναζητήσεις. Καρπός των σχετικών ζυμώσεων υπήρξε το κίνημα που έγινε γνωστό ως «ευρωκομουνισμός» και που πρέσβευε την πιο ελεύθερη εσωτερική λειτουργία των κομμάτων, την απαλλαγή τους από εξωτερικές επεμβάσεις και την προσαρμογή της πολιτικής κάθε κόμματος στις ιδιαίτερες συνθήκες της κοινωνίας όπου αυτό δρούσε.
Οι αρχές του ευρωκομουνισμού αποκρυσταλλώθηκαν στη διάσκεψη της Μαδρίτης τον Μάρτιο του 1977 όπου πήραν μέρος τα κομουνιστικά κόμματα της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας με τους ηγέτες τους, αντίστοιχα, Ζωρζ Μαρσαί, Σαντιάγο Καρίγιο και Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Εκεί διακηρύχθηκε ότι κάθε κόμμα οφείλει να εκτιμήσει τις ειδικές κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα του και να χαράξει τον δικό του δρόμο προς τον σοσιαλισμό.
Τα κηρύγματα του ευρωκομουνισμού προκάλεσαν κι αυτά ζωηρές αντιδράσεις που προέρχονταν από το σοβιετικό ΚΚ και από τα προσκείμενα σε αυτό κόμματα άλλων χωρών, αλλά και αναταραχή στο εσωτερικό των κομμάτων που υιοθέτησαν αυτές τις αρχές.
Παρότι τελικά ο «ιστορικός συμβιβασμός», δηλαδή ο σχηματισμός κυβέρνησης συνασπισμού μεταξύ χριστιανοδημοκρατών και κομουνιστών, που επιδίωκε ο Μπερλινγκουέρ, δεν πραγματοποιήθηκε, βρήκε όμως ανταπόκριση στο κόμμα των χριστιανοδημοκρατών, κυρίαρχο στην Ιταλία από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, στο οποίο κυρίως απευθυνόταν. Η επιρροή του κομουνιστικού κόμματος στην κυβέρνηση μειοψηφίας των χριστιανοδημοκρατών αυξήθηκε αισθητά και απόδειξη αυτού ήταν και η εκλογή του κομουνιστή Πιέτρο Ινγκράο στο αξίωμα του Προέδρου της Βουλής με την ανοχή των χριστιανοδημοκρατών. Αλλά η απαγωγή και η δολοφονία του προέδρου των χριστιανοδημοκρατών Άλντο Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες το 1978 έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη ματαίωση της προσέγγισης.
Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΣΤΟ ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ
Οι ιταλοί κομουνιστές στήριξαν κατόπιν τις ελπίδες τους στον νέο πρόεδρο, τον παλαίμαχο σοσιαλιστή Σάντρο Περτίνι, την εκλογή του οποίου υποστήριξαν. Ο Περτίνι, όμως, επηρεαζόμενος από ελάσσονες πολιτικούς ηγέτες, όπως ο Τζιοβάνι Σπαντολίνι του ριζοσπαστικού κόμματος και ο Μπετίνο Κράξι του σοσιαλιστικού, δεν έκανε αυτό που προσδοκούσαν οι κομουνιστές και το ΙΚΚ έμεινε εκτός κυβέρνησης.
Τα λίγα χρόνια που του απέμειναν ο Μπερλινγκουέρ συνέχισε τον ανεξάρτητο δρόμο του απομακρυνόμενος ολοένα και περισσότερο από τη σοβιετική γραμμή. Το 1980 καταδίκασε απερίφραστα τη σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν και το 1981 δήλωσε ότι «η προοδευτική δύναμη της οκτωβριανής επανάστασης έχει εξαντληθεί».
Ο ξαφνικός θάνατος του Μπερλινγκουέρ στην Πάντοβα το 1984 στέρησε το ΙΚΚ από έναν φωτισμένο ηγέτη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, υπό την πίεση των κοσμογονικών εξελίξεων στην ΕΣΣΔ και στα κομουνιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, το κόμμα του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ μετέβαλε τον τίτλο του και ονομάστηκε Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου