Ο Αβραάμ Λίνκολν (Abraham Lincoln) γεννήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου του 1809 στο Κεντάκι, στην κωμόπολη Χότζβιλ. Ο πατέρας του Τόμας ήταν φτωχός αγρότης και η μητέρα του Νάνση Χανκς ήταν αναλφάβητη. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του Λίνκολν κάθε άλλο παρά ρόδινα ήταν. Η οικογένειά του περιπλανιόταν στις Βορειοδυτικές περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών σε αναζήτηση δουλειάς και καλύτερης τύχης. Ο πατέρας του, πιονέρος αγρότης, ζούσε από το κυνήγι και τα προϊόντα των χωραφιών που καλλιεργούσε ο ίδιος.
Σε ηλικία μόλις 9 ετών ο Λίνκολν έχασε τη μητέρα του και ο πατέρας του νυμφεύτηκε για δεύτερη φορά, το 1819, τη χήρα Σάρα Μπους Τζόνσον και εγκαταστάθηκαν στην Ελίζαμπεθταουν. Η μητριά του ήταν καλή γυναίκα και στοργική σαν μητέρα, που επηρέασε πολύ τον ασκητικό χαρακτήρα του Λίνκολν με έναν ιδεαλιστικό ουμανισμό. Τον ανέθρεψε με πολλή αγάπη και φρόντισε ώστε ο μικρός Αβραάμ να πάει στο σχολείο, όπου έμαθε ανάγνωση και αριθμητική. Ωστόσο η κοινωνική τάξη των Λίνκολν δεν επέτρεπε περισσότερες σπουδές, αλλά ο νεαρός Αβραάμ ήταν φιλομαθέστατος. Αναγκάστηκε να παραμελήσει τις σπουδές του, υποχρεωμένος να εργάζεται ως γεωργός με τον πατέρα του. Αισθανόταν όμως κλίση προς τα γράμματα και δεν παρέλειπε να επωφελείται κάθε ευκαιρίας για να συμπληρώσει την ελλιπή μόρφωσή του. Διάβαζε μόνος του και γρήγορα απέκτησε γνώσεις που εντυπωσίαζαν τους γύρω του και τον βοήθησαν να βρει τις πρώτες του δουλειές στο εμπόριο. Εξασφαλίζοντας αρκετό καλό μισθό, ο Λίνκολν μπόρεσε να συνεχίζει τη μελέτη.
Προικισμένος με παρατηρητικότητα παρακολούθησε κατά τις περιοδείες του ως εμπορικός υπάλληλος τη σκληρή εργασία των μαύρων δούλων, τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν και αισθάνθηκε ιδιαίτερη συμπάθεια προς αυτούς. Αργότερα εργάστηκε σε εμπορική επιχείρηση του Νέου Σάλεμ και μετά την πτώχευσή της κατατάχθηκε, το 1832, ως εθελοντής στο στρατό σε μια εκστρατεία κατά των αυτοχθόνων του Μπλακ Χοκ (Μαύρο Γεράκι), και έφτασε στο βαθμό του λοχαγού. Μετά τη λήξη της εκστρατείας, επιδόθηκε σε εμπορικές επιχειρήσεις, οι οποίες κατέληξαν σε αποτυχία.
ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Στο μεταξύ ο Λίνκολν, χάρις στην ευγλωττία και το χαρακτήρα του, είχε γίνει πολύ αγαπητός στους συμπολίτες του και όταν εκδήλωσε ενδιαφέρον για την πολιτική βρήκε μεγάλη συμπαράσταση από φίλους και γνωστούς. Το 1832 το κόμμα των Ουίγων (φιλελεύθεροι) της κομητείας του τον ανέδειξε υποψήφιο του νομοθετικού σώματος του Ιλινόις και, παρότι τελικά δεν εκλέχθηκε, απέκτησε προσωπική αίγλη.
Έθεσε ξανά υποψηφιότητα στις εκλογές του 1833, και κέρδισε την εκλογή λόγω της καλής του φήμης και της ευφράδειάς που διέθετε, παραμένοντας μέλος της Βουλής του Ιλινόις από το 1834, δηλαδή σε ηλικία μόλις 25 ετών, θέση στην οποία εκλεγόταν ως το 1840. Όταν πείσθηκε ότι δεν επρόκειτο να ευδοκιμήσει στο εμπόριο, αφιερώθηκε στις νομικές σπουδές και πέτυχε να πάρει το 1836 το πτυχίο νομικής και την άδεια εξάσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. Το 1837 διορίστηκε δικηγόρος στο Σπρίνγκφηλντ του Ιλινόις, όπου και εγκαταστάθηκε και εξελίχτηκε σε επιτυχημένο δικηγόρο. Μέσα σε λίγα χρόνια απέκτησε μεγάλη φήμη και πολιτική επιρροή. Στα 35 του χρόνια νυμφεύθηκε τη Μαίρη Τοντ με την οποία απέκτησε 4 παιδιά.
Παράλληλα με τη δικηγορία ο Λίνκολν συνέχιζε να ασχολείται με την πολιτική. Το 1844 έγινε αρχηγός του κόμματος των Ουίγων. Δύο χρόνια αργότερα, το 1846, εξελέγη για μια μόνο νομοθετική περίοδο μέλος της ομοσπονδιακής Βουλής των Αντιπροσώπων, χωρίς ωστόσο να διακριθεί ιδιαίτερα, και έως το 1854 δεν αναφέρεται στις εκατοντάδες των επαρχιακών πολιτευόμενων δικηγόρων παρά μόνο για την ειλικρίνεια και την εντιμότητά του. Άλλωστε, μέχρι τότε δεν είχε πάρει σαφή θέση για το ζήτημα της δουλείας, το οποίο για μεγάλο χρονικό διάστημα βρισκόταν στον πυρήνα των πολιτικών αγώνων της χώρας. Το 1849 απογοητευμένος εγκατέλειψε το Κογκρέσο και την πολιτική, αφού αρνήθηκε τη θέση του κυβερνήτη του Όρεγκον, και αποφάσισε να ασχοληθεί με τη δικηγορία.
Μετά όμως τη μεγάλη πολιτική κρίση του 1854 επέστρεψε στην πολιτική μ’ έναν ρωμαλέο λόγο που εκφώνησε στην Πεόρια, με τον οποίο εναντιωνόταν στην Kansas-Nebraska Act (ένα νομοσχέδιο που επέτρεπε την εξάπλωση της δουλείας στη Νεμπράσκα και στο Κάνσας). Αντίθετος με την υιοθέτηση του θεσμού της δουλείας από τις νεοσυσταθείσες Πολιτείες ή από εκείνες που ο θεσμός δεν ίσχυε μέχρι τότε, ο Λίνκολν πίστευε ότι η Δύση έπρεπε να μείνει ελεύθερη, προκειμένου να προσφέρεται η δυνατότητα ανέλιξης στους φτωχούς της Ανατολής και του Νότου. Γνωστός πολέμιος της δουλείας, χωρίς να φτάνει μέχρι την πλήρη κατάργησή της, ο Λίνκολν πρωτοστάτησε στη διάσπαση των Ουίγων που είχε ως επακόλουθο τη δημιουργία του ρεπουμπλικανικού κόμματος. Συντάσσεται με αυτούς που θεωρούσαν ότι η δουλεία έπρεπε να καταπολεμηθεί με συνταγματικά μέτρα και παρότι οι διάφορες Πολιτείες διατηρούσαν συνταγματική αυτοτέλεια, ήταν της γνώμης ότι η δουλεία μπορούσε να καταργηθεί εκεί όπου έφτανε η δικαιοδοσία της κεντρικής κυβέρνησης.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΩΝ ΗΠΑ
Το 1858 ο Λίνκολν έβαλε υποψηφιότητα για γερουσιαστής, αλλά τη θέση κέρδισε ο Στίβεν Ντάγκλας, ηγέτης του δημοκρατικού κόμματος. Ωστόσο κατά την προεκλογική εκστρατεία είχε μια μνημειώδη ρητορική αντιπαράθεση για το ζήτημα της δουλείας με τον Ντάγκλας, όπου οι απόψεις του Λίνκολν εναντίον της δουλείας έγιναν ευρέως γνωστές κι η απλότητά του και η εντυπωσιακή κατανοητή ρητορεία του τον έκαναν να κερδίσει την εμπιστοσύνη όλων εκείνων που επιθυμούσαν την κατάργηση της δουλείας και να γίνουν ουσιαστικές βελτιώσεις στη δημόσια διοίκηση και την κοινωνική ζωή. Με πύρινους λόγους κατά της δουλείας κατάφερε να προσελκύσει την προσοχή του κόσμου και να αναδειχθεί σε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής.
Η διατήρηση της δουλείας στις Ηνωμένες Πολιτείες εξέγειρε τις μορφωμένες τάξεις των πολιτών, οι οποίοι είχαν χριστιανικές αρχές και ανθρωπιστικά αισθήματα. Επακολούθησαν θορυβώδεις εκδηλώσεις υπέρ της κατάργησης του θεσμού αυτού που στιγμάτιζε τον πολιτισμό. Ονομαστοί συγγραφείς άρχισαν να περιγράφουν με τα μελανότερα χρώματα την οικτρή θέση των μαύρων και εταιρείες που ασκούσαν ευρύτατη πολιτική και κοινωνική επιρροή, συστήθηκαν για να προπαγανδίσουν την κατάργηση του βάρβαρου θεσμού. Στην κίνηση αυτή αντιστέκονταν πεισματικά οι Νότιοι, οι οποίοι ήταν υπέρ της διατήρησης της δουλείας, και απειλούσαν ότι θα χωριστούν από τους Βόρειους.
Έπειτα από δύο χρόνια, το 1860, το συνέδριο του ρεπουμπλικανικού κόμματος στο Σικάγο όρισε τον Λίνκολν υποψήφιό του, κυρίως για λόγους τακτικής, καθώς η επιρροή του ήταν περιορισμένη. Ήταν όμως ταπεινής καταγωγής, απλός, προικισμένος με ρητορική δεινότητα, προερχόταν από τη Δύση, γεγονός που σήμαινε ότι θα συγκέντρωνε τις ψήφους αυτού του τμήματος της χώρας καθώς και των Βορείων, ενώ ο δημοκρατικός υποψήφιος θα συγκέντρωνε τις ψήφους των Νοτίων. Επίσης ο Λίνκολν δεν ήταν ακραίος. Στο μετριοπαθές πρόγραμμά του, που στηριζόταν στο πνεύμα συμφιλίωσης, πρότεινε να μη τεθεί σε ισχύ το καθεστώς της δουλείας, εκεί όπου μέχρι τότε δεν ίσχυε, συγχρόνως όμως δεν ζητούσε την κατάργησή του στις περιοχές όπου ίσχυε. Υποσχόταν τη δωρεάν παροχή τμήματος της γης σε κάθε άποικο, καθώς και τη βελτίωση της εσωτερικής πολιτικής. Επιπρόσθετα, τα γεγονός ότι ήταν νέος αποτελούσε θετικό στοιχείο για τον ίδιο, κυρίως σε σύγκριση με τον άλλο υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων, Σιούαρντ, η μακρόχρονη πολιτική του οποίου τον καθιστούσε ευάλωτο στην κριτική. Από την άλλη πλευρά, οι Δημοκρατικοί διασπάστηκαν, και αυτό (αν και όχι αποφασιστικό) ευνόησε τον Λίνκολν, ο οποίος εξελέγη με απόλυτη πλειοψηφία, 16ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, παρόλο που δεν πήρε ούτε μια ψήφο από τις Νότιες Πολιτείες.
Η νίκη του Λίνκολν, παρά τις συμφιλιωτικές του προθέσεις, σήμανε την αρχή της κρίσης αμέσως μόλις έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα των εκλογών. Μετά την εκλογή του στο προεδρικό αξίωμα και πριν ακόμα την ορκωμοσία του, στις 20 Δεκεμβρίου 1860, η Πολιτεία της Νότιας Καρολίνας δήλωσε ότι αποχωρεί από την Ένωση των Πολιτειών προβάλλοντας ως αιτία το ζήτημα της δουλείας. Για να αποτραπούν παρόμοιες ενέργειες και από άλλες Νότιες Πολιτείες υπεβλήθηκαν στο Κογκρέσο διάφορες συμβιβαστικές προτάσεις, όπως να διατηρηθεί η δουλεία στις Πολιτείες όπου προϋπήρχε, αλλά να μην επιτραπεί η επέκτασή της σε άλλες ή να διαχωριστούν οι περιοχές σε δουλοκτητικές και σε μη δουλοκτητικές. Ο Λίνκολν διαφώνησε κυρίως με τον διαχωρισμό των Πολιτειών. Σε μήνυμα προς τον αμερικανικό λαό, τον Μάρτιο του 1861, διακήρυξε ότι προσωρινά η δουλεία θα συνεχιζόταν αλλά δεν θα επεκτεινόταν. Οι νότιες Πολιτείες όμως είχαν ήδη αποφασίσει για τις επόμενες κινήσεις τους. Ενώ το Κογκρέσο προσπαθούσε να βρει λύση, οι Πολιτείες Μισισίπι, Φλόριντα, Αλαμπάμα, Τζόρτζια, Λουιζιάνα και Τέξας αποσχίστηκαν από την Ένωση και συγκρότησαν τις Συνομόσπονδες Πολιτείες της Αμερικής, μια χωριστή ομοσπονδία με νέο Σύνταγμα, με πρωτεύουσα το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια και πρόεδρο τον Τζέφερσον Ντέιβις, που εκλέχθηκε τον Φεβρουάριο του 1861.
ΔΟΥΛΟΚΤΗΣΙΑ ΚΑΙ ΕΜΦΥΛΙΟΣ
Παρά την απόσχιση, ο Λίνκολν ανέλαβε κανονικά τα καθήκοντά του τον Μάρτιο του 1861 και προσπάθησε να βρει συμβιβαστική λύση ώστε να αποκατασταθεί η ενότητα του κράτους. Αποδοκίμαζε βέβαια τον θεσμό της δουλείας, αλλά διαφωνούσε με τις προτάσεις των ριζοσπαστών οι οποίοι απαιτούσαν την άμεση και ολοκληρωτική κατάργησή της. Άλλωστε ο Λίνκολν, αν και πολέμιος της δουλείας, που τη θεωρούσε ανήθικη, πίστευε, όπως και πλήθος άλλων Βορειοαμερικανών, ότι οι μαύροι δεν θα μπορούσαν ποτέ να φθάσουν στο ίδιο επίπεδο εξέλιξης με τους λευκούς.
Παρά τις προσπάθειες του Λίνκολν να κερδίσει χρόνο, τελικά οι Πολιτείες της Συνομοσπονδίας (Νότιοι) ξεκίνησαν τις εχθροπραξίες εξαπολύοντας επίθεση στο οχυρό Σάμτερ που κατείχαν οι Ομοσπονδιακοί (Βόρειοι). Κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε τον Απρίλιο του 1861 ανάμεσα στις Βόρειες και στις Νότιες Πολιτείες, ο πρόεδρος Λίνκολν ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με τη διεξαγωγή αυτής της πολυαίμακτης σύρραξης επιδιώκοντας τη νίκη των Βορείων, ώστε ο αποσχισθείς Νότος να εξαναγκαστεί να επιστρέψει στην ομοσπονδία των Ηνωμένων Πολιτειών. Το πρόβλημα της απελευθέρωσης των δούλων ήταν, όπως φάνηκε, δευτερεύον για τον Λίνκολν: «Υπέρτατος σκοπός μου στον αγώνα αυτόν είναι να διασώσω την Ένωση και όχι να διασώσω ή να εξαλείψω τη δουλεία. Αν μπορούσα να διασώσω την Ένωση χωρίς να ελευθερώσω τους δούλους, θα το έκανα. Αν πάλι τη διέσωζα ελευθερώνοντας όλους τους δούλους, θα το έκανα. Αν μπορούσα να τη διασώσω ελευθερώνοντας μόνο μερικούς και αφήνοντας τους άλλους να παραμένουν δούλοι, και αυτό θα το έκανα».
Η σύγκρουση υποχρέωσε τον πρόεδρο να τηρήσει αδιάλλακτη στάση στο θέμα της δουλείας και στις 22 Σεπτεμβρίου 1861 δημοσίευσε μια περίληψη της διακήρυξης της απελευθέρωσης των σκλάβων και την κατάργηση της δουλείας στις Ηνωμένες Πολιτείες, με την υπόσχεση καταβολής αποζημίωσης προς τους δουλοκτήτες. Την Πρωτοχρονιά του 1863 υπέγραψε το περίφημο διάταγμα για τη χειραφέτηση των μαύρων, που μπήκε ως τροπολογία στο σύνταγμα του 1865.
Αρχικά οι Νότιοι είχαν επιτυχίες με τον ικανό αρχιστράτηγο Ρόμπερτ Λη. Ο Λίνκολν όμως ανέπτυξε αξιοθαύμαστη δραστηριότητα, η οποία έστρεψε την πλάστιγγα υπέρ των Βορείων. Αφού ανέλαβε δικτατορικά τη διεύθυνση του αγώνα, κήρυξε γενική επιστράτευση στις 23 πιστές πολιτείες και με το σχηματισμό εθελοντικών σωμάτων από τους μαύρους, που είχαν διαφύγει, κατόρθωσε να παρατάξει στρατό από 150.000 άνδρες. Ο πόλεμος διήρκεσε επί 4 χρόνια με μοναδικό πείσμα. Οι απώλειες και από τις δύο πλευρές έφτασαν τις 400.000 άνδρες και δαπανήθηκαν γύρω στα 20 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ο ΝΟΤΟΣ ΕΚΔΙΚΕΙΤΑΙ
Κατά την πρώτη του προεδρική θητεία ο Λίνκολν αντιμετώπισε σκληρή αντιπολίτευση, όχι μόνον από τους Δημοκρατικούς, αλλά και από τους οπαδούς του δικού του κόμματος. Ωστόσο το 1864, ύστερα και από τις συνεχείς νίκες του στρατού, εκλέχθηκε για δεύτερη φορά πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών και μάλιστα με μεγάλη πλειοψηφία (ποσοστό 55%).
Στις 9 Απρίλιου του 1865 ο εμφύλιος πόλεμος έληξε και τυπικά. Ο αρχιστράτηγος των Βορείων Οδυσσέας Γκραντ νίκησε και ο στρατηγός Λη παραδόθηκε με το στρατό του στους Βορείους, ενώ οι αποσχισθείσες Πολιτείες, κατεστραμμένες και λεηλατημένες, επέστρεψαν στην Ένωση. Ο Λίνκολν απέδειξε ξανά τη μετριοπάθειά του, όταν μετά τη συνθηκολόγηση των Νοτίων στο Απομάτοξ, διακήρυξε ότι, αν ήθελαν να επιτύχουν μια ανασυγκρότηση, έστω και θεωρητικά, της Ένωσης, δεν θα έπρεπε να υποστούν οι Νότιοι κανένα αντίποινο προκειμένου να επιστρέψουν στην Ένωση.
Ο Λίνκολν όμως δεν μπόρεσε να χαρεί τη νίκη, ούτε να φέρει σε πέρας τα σχέδιά του για την ανοικοδόμηση των Πολιτειών του Νότου. Στις 14 Απριλίου του 1865 πήγε με τη σύζυγό του στο θέατρο Φορντ της Ουάσιγκτον. Καθώς ο πρόεδρος κάθισε στο θεωρείο του, ο Τζον Γουίλκς Μπουθ, ηθοποιός και φανατικός υποστηρικτής των Νοτίων, του έριξε μια και μοναδική σφαίρα στο κεφάλι κραυγάζοντας στα λατινικά: «Sic simper tyrannis!» (Έτσι πάντα στους τυράννους) ή, κατά μια άλλη εκδοχή: «Ο Νότος εκδικήθηκε!». Ύστερα ο Μπουθ πήδηξε από το θεωρεία στην πλατεία και, παρότι έσπασε το ένα του πόδι, κατάφερε να βγει από το θέατρο και να πηδήξει πάνω σ’ ένα άλογο και να απομακρυνθεί.
Ο Λίνκολν, αιμόφυρτος και σε κωματώδη κατάσταση, μεταφέρθηκε σ’ ένα σπίτι κοντά στο θέατρο όπου και εξέπνευσε νωρίς το πρωί της 15ης Απριλίου. Ο δολοφόνος του κυνηγήθηκε από τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες και πολιορκήθηκε σ’ έναν αχυρώνα στη Βιρτζίνια μετά από 12 μέρες, όπου και τραυματίστηκε από πυροβολισμό των διωκτών του. Συνελήφθηκε και απαγχονίστηκε μαζί με αρκετούς συντρόφους του, αν και, όπως αποδείχθηκε αργότερα ορισμένοι από αυτούς δεν ήταν συνένοχοι στη δολοφονία. Ο Λίνκολν κηδεύτηκε στο κοιμητήριο του Σπρίνγκφηλντ και αργότερα πάνω στον τάφο του αναγέρθηκε μεγαλοπρεπές μνημείο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πένθησαν για το χαμό του σωτήρα της ενότητάς τους, όπως υποστήριζαν οι περισσότεροι. Υπάρχουν όμως και αρκετοί που θεωρούσαν ότι ο Λίνκολν, διασώζοντας τη γεωγραφική συνοχή της χώρας, είχε καταστρέψει το πνεύμα της εθελοντικής ενότητας και σύμπνοιας, το θεμέλιο δηλαδή των Ηνωμένων Πολιτειών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου