14 Οκτ 2010

Αδόλφος Χίτλερ (1889-1945)

Ο δικτάτορας της Γερμανίας Αδόλφος Χίτλερ (Adolf Hitler) γεννήθηκε το 1889 στο Μπραουνάου επί του Ιν, στην Άνω Αυστρία. Από τις σκοτεινότερες φυσιογνωμίες της νεότερης ιστορίας, ο Χίτλερ δεν μπορεί ωστόσο να κριθεί ανεξάρτητα από την πνευματική και πολιτική ζωή της Γερμανίας, όπως αυτή είχε αρχίσει να διαμορφώνεται κυρίως από το 1860 και μετά. Τα εγκλήματα, οι καταστροφές και η καταπίεση που διέπραξε, με τις διαταγές του, ο γερμανικός στρατός σε ολόκληρη την Ευρώπη, δεν έχουν το ανάλογό τους σε καμιά άλλη περίοδο της ιστορίας, ούτε ποτέ παρουσιάστηκε τέτοια συστηματική και εγκληματική προσπάθεια για την εξολόθρευση των εβραϊκών και των σλαβικών πληθυσμών.
Ήταν νόθος γιος κατώτερου τελωνειακού υπαλλήλου ο οποίος αργότερα τον αναγνώρισε. Φιλάσθενος και ακοινώνητος ως παιδί, ο Χίτλερ από το 1900 μέχρι το 1905 φοίτησε σε σχολή μέσης εκπαίδευσης (Realschule), όπου έδειξε ενδιαφέρον στη σχεδιαστική, τη ζωγραφική, την ιστορία και τη μουσική και θαύμαζε τον Ριχάρδο Βάγκνερ. Παρόλο που επιθυμούσε να γίνει ζωγράφος ή αρχιτέκτονας δεν κατόρθωσε να γίνει δεκτός στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης, το 1907. Στην αυστριακή πρωτεύουσα ο Χίτλερ εργαζόταν ως ελαιοχρωματιστής και ως «ταπετσιέρης» για να κερδίζει τα προς το ζην, αλλά περισσότερο ζούσε με βοηθήματα φιλανθρωπικών οργανώσεων.
Τον Μάιο του 1913, λίγο πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Χίτλερ αναχώρησε από τη Βιέννη και εγκαταστάθηκε στο Μόναχο. Κατά την έναρξη του πολέμου το 1914 κατατάχθηκε εθελοντής στον βαυαρικό στρατό, πήρε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις στο Δυτικό μέτωπο και τιμήθηκε με τον Σιδηρούν Σταυρό και άλλα παράσημα. Έλαβε τον βαθμό του δεκανέα, τραυματίστηκε τον Οκτώβριο του 1918 και βρισκόταν στο νοσοκομείο όταν η Γερμανία συνθηκολόγησε. Οι ιδέες τις οποίες ήδη πρέσβευε ο Χίτλερ, ακραία αντιδραστικές, υπερεθνικιστικές και αντισημιτικές, εδραιώθηκαν ακόμα περισσότερο στη σκέψη του λόγω της ήττας της Γερμανίας στον πόλεμο. Όταν επέστρεψε στο Μόναχο, εστάλη στο κέντρο προπαγάνδας και πληροφοριών του εκεί σώματος στρατού. Το μίσος του εναντίον του Μαρξισμού και γενικά του διεθνισμού και ιδίως εναντίον του τότε δημοκρατικού καθεστώτος και η κλίση του προς την πολιτική, προξένησαν πολύ μεγάλη εντύπωση στους ανωτέρους του. Ήταν βέβαιος, όπως και άλλοι πολλοί, ότι ο γερμανικός στρατός προδόθηκε από τους πολιτικούς και ότι έπρεπε να «ξεπλύνουν με το αίμα το αίσχος αυτό».
Το 1919, στο Μόναχο, ο Χίτλερ εντάχθηκε, ως έβδομο μέλος της, σε μια ασήμαντη πολιτική ομάδα υπερεθνικιστών, που είχε ιδρύσει ο σιδηρουργός Άντον Ντρέξλερ, με την πομπώδη ονομασία «Κόμμα των Γερμανών Εργατών» και όπου ανήκαν επίσης τα κατοπινά πρωτοπαλίκαρά του Ρούντολφ Ες και Ερνστ Ρεμ. Ο Χίτλερ, πολύ ικανός ρήτορας και ο μεγαλύτερος δημαγωγός στη γερμανική ιστορία, με την ασυνάρτητη ρητορεία του, που όμως μαγνήτιζε και με την ακρότητα των θέσεών του, δεν άργησε να ηγηθεί του τότε αναδυόμενου εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος, του οποίου τις ιδεολογικές αρχές δεν τις καθόρισε αυτός, αλλά τις αποδέχθηκε με ενθουσιασμό. Οι 4 θεωρητικές αρχές του εθνικοσοσιαλισμού ήταν: αντισημιτισμός, αντιφιλελευθερισμός, αντιμαρξισμός και αντιχριστιανισμός. Από το 1920 μέχρι το 1923 ο Χίτλερ έθεσε τα θεμέλια του νέου πολιτικού κινήματος, που καταφερόταν εναντίον του ατομικισμού των δυτικών εθνών, συμπεριλαμβανομένης και της Αμερικής, και εναντίον του διεθνισμού των Μπολσεβίκων. Μετά από τους πρώτους δημόσιους λόγους του, τον Φεβρουάριο του 1920, συγκρότησε γρήγορα γύρω του σωματοφυλακή από ένοπλους Γερμανούς παλαιούς πολεμιστές που έφεραν φαιές και μαύρες στολές. Τότε δημοσίευσε τα γνωστά ως 25 σημεία του προγράμματός του και αγόρασε με χρήματα του φον Ες την εφημερίδα «Völkischer Beobachter» (Λαϊκός Παρατηρητής). Τον Αύγουστο του 1921, έπειτα από εσωτερικές συγκρούσεις, ο Χίτλερ συγκέντρωσε στα χέρια του όλες τις εξουσίες του κόμματος, που ονομάστηκε «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Γερμανών Εργατών» (NSDAP), και καθιέρωσε ως έμβλημά αυτού τον αγκυλωτό σταυρό. Το κόμμα μεταβλήθηκε σε δικτατορικό (Führer-prinzip), ενώ γύρω του, γοητευμένα από τις ρητορικές του ικανότητες, την προσωπική του ακτινοβολία και τη φανατική πίστη του στην ιδέα της Μεγάλης Γερμανίας, συγκεντρώθηκαν τα μέλη του επιτελείου του. Κατά την περίοδο εκείνη ο Χίτλερ θεωρούσε τον φασισμό του Μουσολίνι ως διαστροφή των ναζιστικών αρχών περί φυλής και οικονομικής αυτάρκειας.

ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΗΣ ΜΠΥΡΑΡΙΑΣ
Παρά τις οργανωτικές και ρητορικές ικανότητες του Χίτλερ και την εκφοβιστική δράση των ναζιστικών ταγμάτων εφόδου (SA=Sturmabteilungen), αρχικά το κόμμα δεν κατόρθωσε να προσελκύσει οπαδούς πέρα από τα στενά Βαυαρικά όρια. Στη συνέχεια όμως οι ταραγμένες μεταπολεμικές συνθήκες που επικρατούσαν στη Γερμανία συνετέλεσαν στην αύξηση της δημοτικότητας του κόμματος, το οποίο έγινε γνωστό σε όλη τη χώρα, όπως και το όνομα του Χίτλερ. Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1923 ο Χίτλερ και ο στρατηγός Λούντεντορφ, ο περίφημος επιτελάρχης του στρατάρχη Χίντενμπουργκ, κατά τις νίκες του εναντίον των Ρώσων στο Ανατολικό μέτωπο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, που είχε υιοθετήσει το κίνημα, οργάνωσαν διαδήλωση στη Νυρεμβέργη, κατά την οποία συγκεντρώθηκαν 100.000 περίπου εθνικοσοσιαλιστές και αντιπρόσωποι των παλαιών πολεμιστών. Στις 8 Νοεμβρίου του ιδίου έτους έγινε το λεγόμενο «πραξικόπημα της μπυραρίας»: με πρόσχημα τη δήθεν πρόθεση της Βαυαρικής κυβέρνησης να αποσπάσει τη Βαυαρία από το γερμανικό Ράιχ (αυτοκρατορία), ο Χίτλερ και οι οπαδοί του επιχείρησαν, με την προσωπική υποστήριξη του στρατηγού Λούντεντορφ να καταλάβουν την εξουσία στο Μόναχο. Αιχμαλώτισαν σε μπυραρία της πόλης το Βαυαρό εθνικιστή δικτάτορα φον Καρ και ομάδα υπουργών της τοπικής κυβέρνησης, τους υποχρέωσαν να συναινέσουν στην κήρυξη «εθνικής επανάστασης» και να πάρουν μέρος σε πορεία εθνικοσοσιαλιστών προς το Βερολίνο. Την επομένη όμως επενέβηκαν ο στρατός και η αστυνομία κάνοντας χρήση των όπλων κατά των εθνικοσοσιαλιστών στους δρόμους του Βερολίνου. Το πραξικόπημα κατεστάλη, αφήνοντας πίσω του καμιά εικοσαριά νεκρούς.
Ο Χίτλερ συνελήφθηκε, αλλά η δίκη για εσχάτη προδοσία που ακολούθησε, αντί να τον δυσφημήσει, σημείωσε την αρχή του θριάμβου του: από κατηγορούμενος έγινε κατήγορος. Η καταδίκη του σε πενταετή φυλάκιση μειώθηκε σε περιορισμό μόνον 9 μηνών στο φρούριο του Λάντσμπεργκ. Στη διάρκεια της κράτησής του υπαγόρευσε στο συγκρατούμενό του Ρούντολφ Ες το πολιτικοκοινωνικό μανιφέστο του εθνικοσοσιαλισμού που έγινε γνωστό με τον τίτλο «Ο αγών μου» (Mein Kampf) και εκδόθηκε τον Ιούνιο του 1925. Το βιβλίο αυτό που αρχικά έφερε τον τίτλο: «Τέσσερα και ήμισυ έτη αγώνος εναντίον ψευδών, ανοησιών και δειλίας», είναι ακατάστατο και συγκεχυμένο, αποτελεί κήρυγμα μίσους για τους Εβραίους, τη δημοκρατία, τον κομουνισμό, εξαίρει τη λατρεία της δύναμης και διατρανώνει την υπεροχή της άριας φυλής. Περιέχει τις ακριβείς ιδεολογικές βάσεις και τις συγκεκριμένες επιδιώξεις της χιτλερικής πολιτικής (αντισημιτισμό, αντικομουνισμό, παγγερμανισμό, θεωρία του λαϊκού κράτους), τις οποίες εφάρμοσε αργότερα στην πράξη. Το έργο του έγινε δεκτό με περιφρόνηση από πολιτικούς όπως ο Γκούσταβ Στρέζεμαν και άλλους. Με τον ίδιο τρόπο έγινε δεκτή και η πολιτική του ιδεολογία.
Όταν αποφυλακίστηκε, επιδόθηκε με πάθος στον πολιτικό αγώνα, αναδιοργάνωνε το κόμμα από τις βάσεις του και το προετοίμαζε για την κατάληψη και την άσκηση της εξουσίας, ενώ άρχισε νέα προπαγανδιστική εκστρατεία κατά της δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Μέχρι το 1929 η ανάπτυξη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος υπήρξε βραδεία. Τη χρονιά εκείνη η παγκόσμια οικονομική κρίση δημιούργησε τις συνθήκες για την έναρξη της ραγδαίας προόδου του. Η Γερμανία, βεβαρημένη ήδη από τις επαχθείς αποζημιώσεις που η Συνθήκη των Βερσαλλιών την υποχρέωνε να καταβάλει στους νικητές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, μαστιζόταν από υπερπληθυσμό, ανεργία και πολιτικό χάος, το οποίο η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, το καθεστώς της εκείνη την περίοδο, αδυνατούσε να βάλει σε τάξη. Ο Χίτλερ δεν ήταν μόνο ικανός ρήτορας, αλλά και αριστοτέχνης της προπαγάνδας και πρόσφερε αποδιοπομπαίους τράγους και λύσεις για όλους. Σε μια ατέλειωτη σειρά λόγων και ραδιοφωνικών εκπομπών κατάγγειλε αφενός τη συνθήκη των Βερσαλλιών και ιδιαίτερα το θέμα των επανορθώσεων και του αφοπλισμού και αφετέρου το σχέδιο Ντοζ, το σύμφωνο του Λοκάρνο, την είσοδο της Γερμανίας στην Κοινωνία των Εθνών και τη συνθήκη των Παρισίων. Καταφερόταν συνεχώς κατά της «δηλητηριώδους εβραϊκής επιρροής» και των σχεδίων της Μόσχας για μια κομουνιστική επανάσταση στη Γερμανία. Στις οικονομικά χειμαζόμενες λαϊκές μάζες υποσχόταν να τα βάλει με τους εβραίους πλουτοκράτες, στους εργαζόμενους υποσχόταν εργασία και σιγουριά. Με τη βίαιη αντικομουνιστική του προπαγάνδα και την υπόσχεσή του να περιορίσει τη δράση των εργατικών σωματείων κέρδισε την υποστήριξη των τραπεζιτών και των βιομηχάνων. Το 1926 ο Χίτλερ πέτυχε να αναλάβει την ηγεσία των ναζιστών Γερμανών της Αυστρίας, της Τσεχοσλοβακίας και της Πολωνίας.

Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Το κόμμα του όμως αύξανε συνεχώς τη δύναμή του στο Ράιχσταγκ, τη βουλή. Το 1928 οι ναζιστές είχαν 12 έδρες (ποσοστό 2,6%), οι οποίες το 1930 έγιναν 107 (ποσοστό 18,3%), με αποτέλεσμα το ναζιστικό κόμμα να αναδειχθεί στο δεύτερο ισχυρότερο κόμμα της χώρας. Ωστόσο, η αρχικά εχθρική στάση του προέδρου Χίντενμπουργκ ανέστειλε την άνοδό του. Μια πρώτη συνάντηση των δύο ανδρών, το 1931, δεν ήταν ευνοϊκή για τον Χίτλερ και ενίσχυσε τη δυσπιστία του Χίντενμπουργκ, παρόλο που ο τελευταίος δεν ήταν υπέρμαχος της δημοκρατίας. Το Φεβρουάριο του 1931 ο Χίτλερ διέταξε τους 107 εθνικοσοσιαλιστές βουλευτές του να πάψουν την πολιτική της κωλυσιεργίας την οποία ασκούσαν, και να εγκαταλείψουν το Ράιχσταγκ. Στις 11 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, στο Μπαντ Χάρτσμπουργκ ο Χίτλερ ενώθηκε με τους ηγέτες του κόμματος των Συντηρητικών φον ντερ Γκολτς, των Εθνικιστών Σαχτ, των Παγγερμανιστών Κάλκενροϊτ, και τον αρχηγό των Χαλυβδοκράνων Ζέλντε. Οι νέοι αυτοί φίλοι του Χίτλερ υποτίμησαν τον σύμμαχό τους, πιστεύοντας ότι όταν ανέρχονταν στην εξουσία θα μπορούσαν να ασκούν έλεγχο πάνω σ’ αυτόν και τους φαιοχίτωνες οπαδούς του.
Στις 6-7 Ιανουαρίου 1932, ο τότε καγκελάριος Χάινριχ Μπρίνινγκ κάλεσε τον Χίτλερ και προσπάθησε να πετύχει την παράταση της προεδρίας του στρατάρχη Χίντενμπουργκ χωρίς εκλογές. Ο Χίτλερ όμως προτίμησε να ταχθεί εναντίον του προέδρου. Με τις μεγάλες οικονομικές ενισχύσεις που του δόθηκαν και με την υποστήριξη της οικονομικής Δεξιάς, ο Χίτλερ κατά τις προεδρικές εκλογές, τον Ιούλιο του 1932, μπορεί να ηττήθηκε από τον ήρωα του πολέμου γηραιό στρατάρχη Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, αλλά σημείωσε μεγάλη νίκη καθώς το κόμμα του συγκέντρωσε πάνω από 7 εκατομμύρια ψήφους και 230 έδρες στη βουλή (ποσοστό 37,4%), αν και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου έπεσαν στις 196 (ποσοστό 31,1%). Ήταν πλέον αρχηγός του κόμματος της σχετικής πλειοψηφίας και συνεπώς ήταν αδύνατος ο σχηματισμός κυβέρνησης χωρίς τη συμμετοχή του.
Διαφωνώντας με την εξωτερική πολιτική της Γερμανικής δημοκρατίας, ο Χίτλερ είχε καθορίσει δική του εξωτερική πολιτική (για τη μελλοντική Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία) της οποίας τα κύρια σημεία ήταν εχθρότητα κατά της Γαλλίας, αντίσταση στον μπολσεβικισμό, ένωση όλων των πέρα των συνόρων του 1919 Γερμανών σ’ ένα Ράιχ και αποκατάσταση με επαναστατικές μεθόδους μιας μεγαλύτερης Γερμανίας, η οποία θα κυριαρχούσε πάνω στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ο Χίτλερ απευθυνόταν στους εθνικιστές, οι οποίοι ήθελαν μια ισχυρή Γερμανία, στους νέους οι οποίοι ήθελαν απαλλαγή από τα βάρη των επανορθώσεων και στη μεσαία τάξη που φοβόταν μια κομουνιστική επανάσταση.
Τον Μάιο του 1932 διαδέχθηκε τον καγκελάριο Μπρίνινγκ ο Φραντς φον Πάπεν και αυτόν ο στρατηγός φον Σλάιχερ τον Δεκέμβριο. Οι μηχανορραφίες του πρώην καγκελάριου φον Πάπεν, με την ένθερμη υποστήριξη του Χίτλερ, κατάφεραν να υπερνικήσουν τους ενδοιασμούς του Σλάιχερ, που τελικά έδωσε τη συγκατάθεσή του για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού ανάμεσα στον Χίτλερ, στον φον Πάπεν, στον Χούγκενμπεργκ (της εθνικιστικής Δεξιάς), στον Φριτς φον Τίσσεν και στους αγροτικούς της Λάντμπουντ. Τελικά, μέσα στη γενικευμένη πολιτική κρίση, που την εξερέθιζαν αδιάκοπα οι ναζιστές και με τις βίαιες εκδηλώσεις τους, και κάτω από την πίεση διαφόρων παραγόντων, στις 30 Ιανουαρίου του 1933 ο Χίντενμπουργκ ανέθεσε στον Χίτλερ την καγκελαρία του Ράιχ, υπογράφοντας την πράξη θανάτου της δημοκρατίας και την επικράτηση των απολυταρχικών και εθνικιστικών δυνάμεων. Από τότε η μορφή του και η σκληρή πολιτική του Χίτλερ ταυτίστηκαν με την ιστορία της ίδιας της Γερμανίας μέχρι το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος με 3 εθνικοσοσιαλιστές και 9 εθνικιστές υπουργούς, με τον όρο να μη κάνει δραστικές μεταβολές στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική. Δεν άργησε όμως να μετατρέψει το δημοκρατικό καθεστώς της χώρας σε προσωπική δικτατορία του. Όταν ανέλαβε την εξουσία ο Χίτλερ δεν θεώρησε υποχρέωσή του να τηρήσει τον λόγο του. Στις 28 Φεβρουαρίου 1933, μετά από εμπρησμό του Ράιχσταγκ, που αποδόθηκε στους κομουνιστές, ο Χίτλερ εξέδωσε διάταγμα που αφορούσε στην προστασία του λαού και του κράτους εναντίον του κομουνισμού.
Μετά τη νίκη των εθνικοσοσιαλιστών και των εθνικιστών στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933, με ποσοστό 43,9%, ο Χίτλερ και ο Χίντενμπουργκ συγκάλεσαν το Ράιχσταγκ στο Πότσνταμ και στις 23 Μαρτίου ο Χίτλερ, ως καγκελάριος του Ράιχ και ηγέτης του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, ανέλαβε επίσημα δικτατορική εξουσία. Τότε άρχισε η πολιτική, οικονομική και κοινωνική αναδιοργάνωση της Γερμανίας. Με νόμο που εγκρίθηκε σχεδόν παμψηφεί διαλύθηκε το κοινοβούλιο, τα κόμματα καταργήθηκαν και το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα αποτέλεσε το μόνο πολιτικό κόμμα στη χώρα. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε παρέλθει χωρίς επιστροφή και άρχισε η εποχή του Γ' Ράιχ και της απόλυτης κυριαρχίας του Χίτλερ.
Τα μέτρα αυτά ακολούθησαν και άλλα: απόπειρα θρησκευτικής συνένωσης των Γερμανών, ρύθμιση της εργασίας και της βιομηχανίας από το κράτος, διορισμός του Ιωσήφ Γκέμπελς ως συντονιστή της προπαγάνδας και της πνευματικής ζωής της χώρας και η εκτέλεση των αντιδρώντων μελών του κόμματος καθώς και των επικίνδυνων πολιτικών αντιπάλων κατά την εκκαθάριση με λουτρό αίματος τον Ιούνιο του 1934. «Η ανταρσία κατεστάλη» δήλωσε ο Χίτλερ, δικαιολογώντας τις πολιτικές δολοφονίες του 1934, «σύμφωνα με σιδερένιους νόμους οι οποίοι είναι αιώνια οι ίδιοι». Όταν ο Χίντεμπουργκ πέθανε το 1934, οι δύο τίτλοι, αυτοί του προέδρου και του καγκελάριου, ενώθηκαν στο πρόσωπο του Χίτλερ, ο οποίος έγινε ο Führer, ο Αρχηγός. Ο χαιρετισμός «Heil Hitler!» επιβλήθηκε ως υποχρεωτικός και η λατρεία του προσώπου του Φύρερ προσέλαβε σχεδόν θρησκευτικό χαρακτήρα.
Το 1938, εν μέσω προσεκτικά ενορχηστρωμένου σκανδάλου, ο Χίτλερ απέλυσε τα ανώτατα στελέχη του στρατεύματος και μοίρασε την εξουσία ανάμεσα στον εαυτό του και σε αφοσιωμένους υποτακτικούς του, όπως ο Βίλχελμ Κάιτελ. Καθώς ετοιμαζόταν για πόλεμο ο Χίτλερ αντικατέστησε τους επαγγελματίες διπλωμάτες με ναζιστικά στελέχη, όπως ο Γιοαχίμ φον Ρίμπεντροπ. Μετά το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς εξαπολύθηκαν απάνθρωπες διώξεις κατά των Εβραίων με δολοφονίες, φυλακίσεις και δημεύσεις των περιουσιών τους, επειδή ο Χίτλερ είχε αντιληφθεί ότι οι κεφαλαιούχοι Εβραίοι, που μέχρι την εποχή εκείνη τουλάχιστον συνεργάζονταν φανερά μαζί του, για την οικονομική ανόρθωση της Γερμανίας, είχαν αρχίσει να εξάγουν τα κεφάλαιά τους από τη Γερμανία και βοηθούσαν συστηματικά τον αποικισμό και την εγκατάσταση Εβραίων στην Παλαιστίνη.

ΜΕ ΤΙΣ ΕΥΛΟΓΙΕΣ ΤΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Κατά τη διάρκεια των ετών αυτών ο Χίτλερ κατόρθωσε να προπαγανδίσει και να οργανώσει τη γερμανική νεολαία και να μεταβάλει τη ψυχολογία των Γερμανών, έτσι ώστε από την κατάπτωση στην οποία βρίσκονταν, να αποκτήσουν απόλυτη πίστη στο ιδανικό του Γ' Ράιχ. Σ’ αυτό συνέτειναν τα δραστικά μέτρα που πήρε για τον περιορισμό της ανεργίας στη χώρα, με το τετραετές σχέδιο του Σεπτεμβρίου του 1936 και παραπλήσιου σχεδίου γενικού επανεξοπλισμού. Με την πολιτική των τετελεσμένων γεγονότων, επανέφερε την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία τον Μάρτιο του 1935. Παραβιάζοντας κατάφορα τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, εξόπλιζε τη Γερμανία οικοδομώντας μια πολεμική μηχανή που έμελλε να καταστεί τρομερή. Τρομοκρατούσε τις μικρές χώρες υποχρεώνοντάς τις να προβαίνουν σε εδαφικές παραχωρήσεις. Οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις, άτολμες και διστακτικές και τρέφοντας την αυταπάτη ότι έτσι θα διέσωζαν την ειρήνη, προσπαθούσαν να τον εξευμενίσουν, πράγμα που αυτός το εκμεταλλευόταν επιδέξια και αδίστακτα για να προωθεί τα επεκτατικά του σχέδια. Θεωρώντας τη Συνθήκη των Βερσαλλιών ως μη υφιστάμενη, πρότεινε ειρήνη στις δυτικές δυνάμεις τον Μάιο του 1935, ανακατέλαβε και οχύρωσε τη Ρηνανία και έπαυσε να αναγνωρίζει τη συνθήκη του Λοκάρνο τον Μάρτιο του 1936. Επιπλέον συνέχισε τις διπλωματικές του επιθέσεις απέναντι στους ενδεχόμενους εχθρούς του στη Δύση και την Ανατολή και κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να διατηρήσει τη διεθνή ένταση, για να πετύχει τη λύση του γερμανικού προβλήματος με συμβιβασμό.
Αμέσως από την πρώτη στιγμή της ανόδου του στην εξουσία ο Χίτλερ άρχισε να θέτει σε εφαρμογή καλά καταρτισμένο σχέδιο προετοιμασίας του πολέμου, αν υπήρχε ανάγκη για κάτι τέτοιο, για να πετύχει τους αντικειμενικούς του σκοπούς, ενώ στους δημόσιους λόγους του ισχυριζόταν ότι ήταν ειρηνόφιλος. Στις 5 Νοεμβρίου 1937 σε μυστική συνεδρίαση στην καγκελαρία του Ράιχ, ο Χίτλερ καθόρισε τις γενικές γραμμές του σχεδίου του για επίθεση κατά της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας, όπως και τη μελλοντική πολιτική του απέναντι στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία.
Κατά τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο (1936-39) ο Χίτλερ, μαζί με τον σύμμαχό του Μπενίτο Μουσολίνι, τον δικτάτορα της Ιταλίας, βοήθησε τον στασιαστή στρατηγό Φρανσίσκο Φράνκο να νικήσει τη νόμιμη δημοκρατική κυβέρνηση της χώρας και να εγκαταστήσει τη δική του δικτατορία.
Επιδιώκοντας τη γερμανική επέκταση με τη θεωρία του περί «ζωτικού χώρου», κράτησε την Ευρώπη σε αληθινή αναστάτωση. Παραβαίνοντας τον σχετικό όρο της Συνθήκης των Βερσαλλιών, ο Χίτλερ προσάρτησε την Αυστρία (Anschluss) στη Γερμανία και στις 14 Μαρτίου 1938 εισήλθε θριαμβευτικά στη Βιέννη. Ο θρίαμβος του Χίτλερ ήταν μεγαλύτερος κατά την «κρίση» του Μονάχου, όταν δηλαδή στις 29 Σεπτεμβρίου 1938 οι πρωθυπουργοί της Μεγάλης Βρετανίας Τσάμπερλεν, της Γαλλίας Νταλαντιέ και ο Ιταλός δικτάτορας Μουσολίνι συγκεντρώθηκαν στη Βαυαρική πρωτεύουσα για να συζητήσουν τις αξιώσεις του για απόσπαση της Σουδητίας (περιοχή της Τσεχοσλοβακίας όπου κατοικούσαν Γερμανόφωνοι) από την Τσεχοσλοβακία. Στις αξιώσεις αυτές υπέκυψαν, όπως είναι γνωστό, οι ηγέτες που προαναφέραμε και υπέγραψαν μαζί του μια συμφωνία. Χάρη στη συμφωνία αυτή περί τα μέσα Οκτωβρίου τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την περιοχή αυτή της Τσεχοσλοβακίας και ο Χίτλερ άρχισε να προετοιμάζει νέα πραξικοπήματα. Στις 15 Μαρτίου 1939 τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στην Πράγα και έτσι συντελέστηκε η κατάληψη και της Τσεχοσλοβακίας.
Η Σοβιετική Ένωση, αποκλεισμένη από τις συνομιλίες με τον Χίτλερ και φοβούμενη συνεργασία των δυτικών δυνάμεων μαζί του και εναντίον της, έσπευσε να τον προσεταιριστεί: τον Αύγουστο του 1939 υπεγράφη γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης. Αυτό έδωσε στον Χίτλερ την ευκαιρία να επιτεθεί κατά της Πολωνίας την 1η Σεπτεμβρίου, επειδή πίστευε ότι η Γαλλία υπονομευόταν από σοβαρή εσωτερική κρίση, και ότι η Ρωσία δεν θα αντιδρούσε, προκειμένου να μετάσχει κι αυτή στον διαμελισμό της Πολωνίας. Η επίθεση όμως αυτή οδήγησε τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Αυστραλία και την Ινδία να κηρύξουν αμέσως τον πόλεμο κατά της Γερμανίας στις 3 Σεπτεμβρίου του 1939.

ΘΕΑΜΑΤΙΚΕΣ ΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΡΙΒΗ
Ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος είχε ξεκινήσει και μάλιστα ευνοϊκά για τον Χίτλερ και τα γερμανικά στρατεύματα αποδείχθηκαν αήττητα, καταλαμβάνοντας τη μία χώρα μετά την άλλη. Η εισβολή στη Δανία, τη Νορβηγία, την Ολλανδία και το Βέλγιο και η αποχώρηση των Άγγλων από τη Γαλλία, έπεισε τον Χίτλερ ότι η τακτική του ήταν αλάνθαστη. Μετά από αυτό ήταν ασυγκράτητος πλέον. Όταν μάλιστα σχημάτισε κατά τον Νοέμβριο του 1940 την αντίληψη ότι η ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας είχε ήδη αποτύχει, ο Χίτλερ αποφάσισε την επίθεση κατά της χώρας μας. Οι επιτυχίες αυτές και η συνθηκολόγηση της Γαλλίας στην Κομπιένη, ενθάρρυνε τον Χίτλερ να επιτεθεί τον Ιούνιο του 1941 κατά της Σοβιετικής Ένωσης, παρά τη γνώμη των στρατηγών του. Άλλωστε, και όταν ακόμα οι ναύαρχοί του δήλωναν ότι δεν μπορούσαν να εγγυηθούν τη γερμανική ναυτική υπεροχή επί των Άγγλων, έστω και για μια μέρα, τα όνειρα του Χίτλερ περί εισβολής στην Αγγλία παρέμεναν ανέπαφα. Ισχυριζόταν ότι η «διαίσθησή» του θα του αποκάλυπτε την κατάλληλη στιγμή για να ενεργήσει. Ακόμα κι όταν η ροή του πολέμου στράφηκε κατά του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση και την Αφρική και η Ιαπωνία επιτέθηκε στο Περλ Χάρμπορ στις 7 Δεκεμβρίου 1941, ο Χίτλερ βεβαίωνε τους οπαδούς του ότι η Αμερική δεν θα μπορούσε να βοηθήσει την Αγγλία. Δύο από τους μεταπολεμικούς βιογράφους του Χίτλερ συμφωνούν στο ότι η δυναμική προσωπικότητά του συνδυαζόταν με ιδεώδη τρόπο με την αγάπη προς τον πόλεμο, χαρακτηριστικό των αρχαίων Γερμανών, που είχε κι αυτός κληρονομήσει από τους προγόνους του. Η ιδιωτική του άλλωστε ζωή δεν ήταν ζωή φυσιολογικού ατόμου. Συνδύαζε μια μορφή νοσηρού ασκητισμού και ένα βαθύ φόβο προς τη θρησκεία.
Τον Δεκέμβριο του 1941, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήλθαν στον πόλεμο στον οποίον ήδη μετείχαν 70 χώρες, ο Χίτλερ ανέλαβε αυτοπροσώπως τη διεύθυνση της πολεμικής προσπάθειας, πράγμα που υπήρξε η καταστροφή της Γερμανίας. Ως ανώτατος αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων μετέθεσε τους στρατηγούς που αρνήθηκαν να εκτελέσουν τα σχέδιά του, που του υποδείκνυε η «διαίσθησή» του, ενώ συγχρόνως οι δημόσιοι λόγοι του αποκάλυπταν ήδη τη σωματική και πνευματική του κατάπτωση. «Με την είσοδο κάθε νέου έτους», έγραφε εμπιστευτικά ο Γκέμπελς την 1η Ιανουαρίου, «περιμέναμε την επίτευξη της τελικής νίκης, αλλά αντιμετωπίζαμε και πάλι απογοήτευση».
Κατά τη διάρκεια του πολέμου τα γερμανικά στρατεύματα διέπραξαν ανήκουστες αγριότητες στις κατεχόμενες χώρες και όταν ο πόλεμος άρχισε να παίρνει αρνητική τροπή για τη Γερμανία, ιδίως μετά τη μάχη του Στάλινγκραντ, στις αρχές του 1943, η μαζική εξόντωση των Εβραίων επιταχύνθηκε και ο Χίτλερ παραχωρούσε όλο και μεγαλύτερες εξουσίες στον Χάινριχ Χίμλερ και στην τρομερή μυστική αστυνομία, την Γκεστάπο, και στα SS.
Έγιναν τέσσερις απόπειρες κατά της ζωής του Χίτλερ, που οργανώθηκαν από τους στρατιωτικούς, από τις οποίες η κυριότερη έγινε τον Ιούλιο του 1944. Ενώ η Γερμανία είχε περιέλθει σε απελπιστική κατάσταση στον στρατιωτικό τομέα, ομάδα ανώτατων αξιωματικών και πολιτικών στελεχών του καθεστώτος διοργάνωσε απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ. Ο συνταγματάρχης κόμης φον Στάουφενμπεργκ έκρυψε ένα χαρτοφύλακα, που περιείχε ωρολογιακό μηχανισμό, κάτω από το τραπέζι με τους χάρτες στο στρατηγείο του Χίτλερ. Ο Φύρερ τραυματίστηκε από την έκρηξη που επακολούθησε, αλλά διέφυγε τον θάνατο με ελαφρά τραύματα και οι συνωμότες εκτελέστηκαν. Διέταξε τότε νέα εκκαθάριση των ενόπλων δυνάμεων και εξαπέλυσε νέα τρομοκρατία κατά των πολιτικών του αντιπάλων.
Στο μεταξύ η τύχη των όπλων είχε μεταστραφεί. Ήδη από τις αρχές του 1945 φαινόταν ότι ο πόλεμος είχε χαθεί οριστικά για τη Γερμανία, ο Χίτλερ όμως επέμενε στη συνέχισή του μέχρι τέλους. Ενώ οι Σοβιετικοί είχαν εγκαταλείψει στο μεταξύ τη συνεργασία τους με τον Χίτλερ και αφού συμμάχησαν με τους Δυτικούς, προέλαυναν προς το Βερολίνο, ο Χίτλερ μετέφερε το στρατηγείο του στην καγκελαρία και αποφάσισε να πεθάνει εκεί παρά να πέσει, όπως έλεγε, «στα χέρια ενός εχθρού που θα διοργάνωνε ένα νέο θέαμα, υποκινούμενος από τις υστερικές μάζες των Εβραίων που ήθελαν να διασκεδάσουν». Κατέκρινε τους συνεργάτες του που ήθελαν να διαπραγματευθούν με τους προελαύνοντες συμμάχους και παρέμεινε στο Βερολίνο ενώ πλησίαζαν τα σοβιετικά στρατεύματα.
Ο Χίτλερ αποφάσισε να νυμφεύτηκε την μέχρι τότε ερωμένη του Εύα Μπράουν, η οποία «μετά πολλών ετών φιλία» είχε εισέλθει στην πολιορκημένη πρωτεύουσα για να συμμεριστεί την τύχη του φίλου της. Στην πολιτική του διαθήκη, που γράφηκε στις 29 Απριλίου 1945, ο Χίτλερ έδιωξε από το κόμμα τους Γκαίρινγκ και Χίμλερ και διόρισε τον Ναύαρχο Ντένιτς ως αρχηγό του Ράιχ και ανώτατο διοικητή των ενόπλων δυνάμεων. Το απόγευμα της 1ης Μαΐου, λίγες μέρες πριν την κατάληψη του Βερολίνου από τα σοβιετικά στρατεύματα, μέσα στο υπόγειο της καγκελαρίας, αυτοκτόνησαν και οι δύο, εκείνη με δηλητήριο και εκείνος με μια σφαίρα. Ο Χίτλερ είχε δώσει εντολή να αποτεφρωθούν τα πτώματά τους. Οι Ρώσοι βρήκαν μερικά πτώματα καμένα με βενζίνη στον περίβολο της καγκελαρίας, μεταξύ των οποίων πιθανόν να υπήρχε και αυτό του Χίτλερ. Την ίδια νύχτα ο ναύαρχος Ντένιτς ανήγγειλε από τους γερμανικούς ραδιοσταθμούς ότι «ο Φύρερ έπεσε».
Ο Χίτλερ άφησε τη Γερμανία ολοκληρωτικά κατεστραμμένη. Κανενός ανθρώπου το όνομα δεν συνδέθηκε με τόσα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας όσο το όνομα του Αδόλφου Χίτλερ. Σε όλη του τη ζωή αρνήθηκε να παραδεχθεί ότι έσφαλε στο ελάχιστο, και απέδιδε τις αποτυχίες του στο ότι οι άλλοι δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν τη μεγαλοφυΐα του. Συνεπώς, η απογοήτευση και η επιθυμία της εκδίκησης, σε συνδυασμό με τα προσόντα του ως μεγάλου δημαγωγού, που απευθυνόταν σ’ ένα έθνος που βρισκόταν σε κατάπτωση και σε οικονομική δυσπραγία, την εποχή που ανέλαβε την εξουσία, έδωσαν στον Χίτλερ την κακοποιά δύναμη να ανάψει τη μεγαλύτερη πυρκαγιά που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Η κληρονομιά του είναι η ανάμνηση της πιο αιμοσταγούς τυραννίας της παγκόσμιας ιστορίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου