15 Μαρ 2009

Σαντορίνη - Το στολίδι του Αιγαίου

Η ΕΚΡΗΞΗ
«Η όμορφη ανοιξιάτικη μέρα είχε στοιχειώσει με τη μυρουδιά του φόβου. Ο ήλιος ήταν λαμπρός στο μεσουράνημα και μια θαλασσινή αύρα χάιδευε τις ακρογιαλιές. Και ενώ η μεστωμένη φύση γιόρταζε στα λιβάδια, η ατμόσφαιρα ήταν παράξενα ηλεκτρισμένη. Εδώ και λίγες μέρες καθημερινοί σεισμοί τάραζαν την πολυάσχολη κοινωνία του Ακρωτηρίου. Αν κι οι Θηραίοι είχαν συμφιλιωθεί με τους σεισμούς, αυτοί οι τελευταίοι τους είχαν τρομάξει. Δυνατοί κι ύπουλοι, ήταν διαφορετικοί από τους προηγούμενους. Το ηφαίστειο έστελνε απειλητικά προμηνύματα της οργής του, που δε θα αργούσε να ξεσπάσει. Καπνός έβγαινε συνέχεια από τον κρατήρα και μικρές εκρήξεις εκσφενδόνιζαν καυτή ελαφρόπετρα. Οι γυναίκες ύφαιναν ανήσυχες στον αργαλειό και τα μωρά ξυπνούσαν κλαίγοντας, τρομοκρατημένα από τους υπόκωφους κρότους. Τα ζωντανά τριγύριζαν αλαφιασμένα στα μαντριά, τα σκυλιά αλυχτούσαν την αυγή, τα πουλιά πετούσαν χαμηλά. Οι κάτοικοι του νησιού αισθάνονταν το γήινο φλοιό λεπτό κι εύθραυστο, έτοιμο να υποχωρήσει κάτω από τα πόδια τους. Η μήνις των θεών ήταν ανεξήγητη, αλλά δε χωρούσε αμφιβολία ότι κινδύνευαν. Έπρεπε να φύγουν. Βιαστικά, οι οικογένειες κατηφόρισαν το λιμάνι κουβαλώντας λίγα πολύτιμα αντικείμενα και επιβιβάστηκαν στα πλοία. Μια διάχυτη ησυχία βάραινε πάνω στο έρημο πια νησί σαν να προφήτευε το κακό που πλησίαζε. Τα σπίτια ήταν ερμητικά κλεισμένα, οι προμήθειες είχαν ασφαλιστεί σε πιθάρια και σε αμφορείς. Σιωπηλοί οι κωπηλάτες πλατάγιζαν τα κουπιά τους πάνω στα νερά. Τα πανιά άνοιξαν στους αέρηδες του Αιγαίου. Τα πρόσωπα όλων ήταν στραμμένα στη γη τους, που ολοένα ξεμάκραινε.
Το ηφαίστειο βρυχήθηκε με οργή. Η έκρηξή του ήταν τρομακτική και συγκλόνισε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Πυκνό σκοτάδι έκρυψε τον Ήλιο και η μέρα έγινε νύχτα. Δέσμες καυτής λάβας εκσφενδονίζονταν στον αέρα. Το πέλαγος ορθώθηκε φτιάχνοντας γκρεμούς από πανύψηλα κύματα. Έβρεχε φωτιά, λάσπη και στάχτη. Από τη θάλασσα που κόχλαζε, ακουγόταν ένα αγκομαχητό σαν να ψυχορραγούσαν μανιασμένα τέρατα. Η γη βυθίστηκε στην άβυσσο. Τα μαύρα νερά του Αιγαίου κατάπιαν όλο το κεντρικό κομμάτι του νησιού. Στο νησί τα ταβάνια των σπιτιών υποχώρησαν και οι τοίχοι έγειραν σαν μαραμένα λουλούδια. Τα απομεινάρια της πόλης εγκλωβίστηκαν κάτω από τα ηφαιστειακά υλικά που πλημμύρισαν τα πάντα. Κι όταν ξεθύμανε η οργή των θεών, απόμειναν 3 ξέχωρα κομμάτια καμένης γης
».
Αυτή θα μπορούσε να είναι η περιγραφή κάποιου από τους αυτόπτες μάρτυρες του νησιού, που διασώθηκαν από τη μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Τα κομμάτια γης που απόμειναν είναι η σημερινή Θήρα, το Ασπρονήσι και η Θηρασιά, που σχηματίζουν ένα δακτύλιο που περιβάλλει τη μεγαλύτερη καλδέρα στο κόσμο. Έναν κρατήρα με έκταση 83 τετραγωνικά χιλιόμετρα και διάμετρο 10 χλμ., μια άβυσσο με βάθος 400 μέτρων. Για πολλούς μήνες στην περιοχή δεν επικρατούσε παρά μόνο ο ήχος της απόλυτης σιωπής. Σύννεφο γκριζοκίτρινης στάχτης αιωρείτο στη δηλητηριώδη ατμόσφαιρα πάνω από το Αιγαίο, βάφοντας υπέροχα τα ηλιοβασιλέματα. Ένας λαμπρός πολιτισμός είχε θαφτεί κάτω από δεκάδες μέτρα ελαφρόπετρας και τέφρας.

ΤΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ
Η ομάδα των ηφαιστειογενών νησιών είναι γνωστή ως ηφαίστειο της Σαντορίνης. Πιστεύεται ότι αρχικά υπήρχε ένα μικρό νησί στα νότια της σημερινής Σαντορίνης, που αποτελείτο από ημικρυσταλλικούς ασβεστόλιθους μεσοζωικής ηλικίας και από άλλους σχιστόλιθους. Κατά το πλειστόκαινο φαίνεται ότι μέσα από τα ρήγματα των ασβεστόλιθων αυτών βρήκε διέξοδο το μάγμα κάποιας υπόγειας εστίας, που προκάλεσε την έκρηξη του πρώτου ηφαιστείου. Ακολούθησαν κι άλλες υποθαλάσσιες εκχύσεις ηφαιστειακής λάβας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα νησί σε σχήμα κώνου με κυκλική βάση, η Στρογγύλη, που αποτελείτο από μεγάλους ηφαιστειακούς όγκους, που ξεχύθηκαν κατά τις εκρήξεις. Μεγάλες νέες ηφαιστειακές εκδηλώσεις επαναλήφθηκαν την περίοδο 1500-1300 π.Χ., μέχρις ότου η οροφή του ηφαιστείου κατέπεσε και απέμειναν μόνο τα εξωτερικά τμήματα του νησιού, που αποτέλεσαν τη Θήρα, τη Θηρασιά και το Ασπρονήσι, ενώ την κεντρική κοιλότητα (καλδέρα) την κατέλαβε η θάλασσα. Για ένα διάστημα 1.500 ετών από τότε το ηφαίστειο ήταν αδρανές, μέχρις ότου μια νέα υποθαλάσσια ηφαιστειακή δραστηριότητα δημιούργησε ένα νέο νησί, την Παλαιά Καμένη (157 μ.Χ.). Γύρω στο 1570 αναδύθηκε και νέο νησί, η Μικρή Καμένη, ενώ 150 χρόνια αργότερα δημιουργήθηκε η Νέα Καμένη, που με τις εκρήξεις του 1866 ενώθηκε με τη Μικρή Καμένη. Νέα φάση παροξυσμών του ηφαιστείου την περίοδο από 1925 έως και 1950 είχε αποτέλεσμα να αναδυθούν μικρά νησιά, που τελικά ενώθηκαν σε ένα, τις Νέες Καμένες. Το ηφαίστειο της Σαντορίνης, που ανήκει στο τόξο των ηφαιστείων του Ν. Αιγαίου, είναι ενεργό. Η περιοχή πλήττεται συχνά από σεισμούς ηφαιστειακής προέλευσης. Ο τελευταίος έγινε το 1956 και είχε 53 νεκρούς.
Από τα ηφαιστειακά πετρώματα της Σαντορίνης και από τα ορυκτά της, πολλά είναι εκμεταλλεύσιμα, όπως η θηραϊκή γη, που την καλύπτει σχεδόν ολόκληρη, η κίσσηρις (ελαφρόπετρα), η σανδαράχη, το αυτοφυές θείο, ο γαληνίτης, ο ανυδρίτις, η βαρυτίνη κ.α. Στη Σαντορίνη υπάρχουν επίσης ατμίδες από θειούχα αέρια και ηφαιστειογενείς θερμές πηγές.
Το 1967 Αμερικανοί ωκεανογράφοι διατύπωσαν την άποψη ότι στο χώρο αυτό είχε καταποντιστεί η μυθική Ατλαντίδα, βασισμένοι σε περιγραφές από τους διαλόγους «Τιμαίος» και «Κριτίας» του Πλάτωνα. Οι αφηγήσεις των Αιγυπτίων ιερέων στο Σόλωνα, το 590 π.Χ., μιλούσαν για μια χώρα μεγαλύτερη από την Αφρική και την Ασία μαζί, που βρισκόταν πέρα από τις Ηράκλειες στήλες (σημερινό Γιβραλτάρ), μια χώρα παντοδύναμη που κυριαρχούσε μέχρι την Ιταλική χερσόνησο και τη Β. Αφρική και που ο ολοσχερής καταποντισμός της συνέβη 9.000 χρόνια πριν την εποχή του Σόλωνα. Μερικοί επιστήμονες θεώρησαν ότι είχε γίνει λάθος στη χρονολόγηση, τοποθετώντας τον καταποντισμό της Ατλαντίδος 900 (και όχι 9000) χρόνια πριν την εποχή του Σόλωνα, δηλαδή γύρω στα 1500 π.Χ. Ο Μαρινάτος συμπλήρωσε τη θεωρία αυτή, ταυτίζοντας το μεγάλο πολιτισμό των Ατλάντων με το μινωικό. Οι ολοφάνερες χρονολογικές και γεωγραφικές ασυνέπειες της θεωρίας μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ένας τέτοιος συσχετισμός είναι αστήρικτος. Άλλωστε, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ο Πλάτων καταφεύγει συχνά στη χρήση του μύθου για να διατυπώσει πιο γλαφυρά τις φιλοσοφικές του απόψεις και όχι για να αναβιώσει ιστορικά γεγονότα.
Το 1939, με αφορμή τη θεωρία του Έβανς περί βίαιης καταστροφής των μινωικών ανακτόρων από σεισμούς, ο καθηγητής Μαρινάτος διατύπωσε την άποψη ότι η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης ήταν η αιτία που κατέστρεψε το μινωικό πολιτισμό. Σύμφωνα με τους σεισμολόγους, είναι τυπικό φαινόμενο για τη Θήρα μια σειρά μεγάλων σεισμών σε ευρύ κύκλο γύρω από το ηφαίστειο, πριν ή μετά την έκρηξη. Έτσι δικαιολογήθηκε και η απουσία ανθρώπινης ζωής την ώρα της καταστροφής, καθώς οι κάτοικοι προειδοποιημένοι εγκατέλειψαν τους οικισμούς τους. Ωστόσο ούτε και η δεύτερη αυτή θεωρία θα μπορούσε να γίνει δεκτή, αφού η έκρηξη του ηφαιστείου τοποθετείται το αργότερο μέχρι το 1500 π.Χ., ενώ η καταστροφή του μινωικού πολιτισμού περί το 1450 π.Χ. Άλλωστε έχει διαπιστωθεί η παρουσία ελαφρόπετρας από το ηφαίστειο της Θήρας σε επίπεδο κατώτερο του στρώματος καταστροφής των μινωικών ανακτόρων.
Από τότε όμως η πρόοδος της σύγχρονης έρευνας έχει αλλάξει τα δεδομένα και τοποθετεί την έκρηξη στις τελευταίες δεκαετίες του 17ου αιώνα π.Χ. Μελετώντας με τη μέθοδο της δενδροχρονολόγησης τα υπεραιωνόβια κωνοφόρα της Καλιφόρνιας και τις δρυς της Β. Ιρλανδίας, οι επιστήμονες παρατήρησαν διαφορές στο πάχος των ετήσιων αυξητικών δακτυλίων στους κορμούς των δέντρων και τις θεώρησαν ενδείξεις καταστροφής από παγετό, αποδίδοντάς τις σε πτώση της θερμοκρασίας της γης που ακολούθησε την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Τοποθέτησαν μάλιστα το γεγονός αυτό γύρω στο 1628 π.Χ. Περαιτέρω επιβεβαίωση μάς έρχεται από τους παγετώνες της Γροιλανδίας, όπου εντοπίστηκαν ίχνη από θειάφι μέσα σε στρώμα πάγου που χρονολογείται την ίδια περίοδο.
Η προγενέστερη χρονολόγηση μεταθέτει τη δημιουργία των τοιχογραφιών στις αρχές του 17ου αιώνα π.Χ. και τα πιο πρώιμα δείγματά τους ακόμα παλαιότερα, το αργότερο στα 1759 π.Χ., σύμφωνα με συσχετισμούς που έχουν γίνει με τοιχογραφίες ανάλογου περιεχομένου από τη Μεσοποταμία.

ΙΣΤΟΡΙΑ
Τη γένεση του νησιού περιγράφει ο Απολλώνιος ο Ρόδιος στα Αργοναυτικά (Δ' 17-31 κ.ε.): Οι Αργαναύτες επιστρέφοντας από την Κολχίδα, πέρασαν από τη Λιβυή, όπου ο βασιλιάς της χώρας Ευρύπολος, γιος του Ποσειδώνα, τους φιλοξένησε και φεύγοντας τους χάρισε ένα βώλο γης, τον οποίο ο Εύφημος άφησε από απροσεξία να πέσει στη θάλασσα όταν η Αργώ έφτασε κοντά στην Ανάφη. Έτσι δημιουργήθηκε ένα νησί, η Καλλίστη (λόγω της φυσικής του ομορφιάς). Ανάλογη παραλλαγή του μύθου αναφέρει και ο Πίνδαρος (Πυθιονικός Δ' 457 κ.ε.). Είναι φανερό ότι ο μύθος έχει τη ρίζα του στην ιδιόρρυθμη γεωλογική ιστορία του νησιού και παράλληλα αιτιολογεί την ίδρυση της Κυρήνης από Θηραίους αποίκους στη Λιβύη.
Μετά την τρομερή έκρηξη στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. και τον κατακερματισμό της Στρογγύλης, το νησί κατοικήθηκε πάλι μόλις στα τέλη του 13ου π.Χ. αιώνα. Όπως μας αφηγείται ο Ηρόδοτος, στο νησί εγκαταστάθηκαν πρώτα οι Φοίνικες με αρχηγό τον Κάδμο. Φαίνεται όμως ότι από το 2000 π.Χ. ήταν γνωστή στο νησί η καλλιέργεια του σίτου και της ελιάς, η αλιεία με δίχτυα κ.α. Αυτό απέδειξαν οι ανασκαφές, που έφεραν στο φως δείγματα προηγμένου πολιτισμού των κατοίκων της προμινωικής εποχής. Τα χρυσά κοσμήματα υποδηλώνουν ότι η Θήρα είχε τότε συναλλαγές με τις μικρασιατικές ακτές, όπου υπήρχαν χρυσοφόρα ποτάμια, ενώ τα παράξενα αγγεία της μαρτυρούν σχέσεις και επαφή με τα άλλα νησιά τους Αιγαίου, ιδίως με τη Μήλο, τη Ρόδο και την Κύπρο, όπου βρέθηκαν ανάλογα αγγεία. Από την ιστορική εποχή, οι κάτοικοι φορούσαν ένα είδος χιτώνα ή εσθήτα, που λεγόταν θηραίον, από το όνομα του νησιού. Οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Θήρας ήταν Κάρες (πελασγικός κλάδος), που εκδιώχθηκαν από τους Κρήτες που κατέλαβαν το νησί, που λεγόταν ακόμα Καλλίστη.
Στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. εγκαταστάθηκαν στο νησί Δωριείς με επικεφαλής τον Θήρα τον Αυτεσίωνα, συγγενή του βασιλικού οίκου της Σπάρτης, που χάρισε στο νησί το όνομά του. Αυτός ξεκίνησε με 3 τριακοντόρους από το Γύθειο, ίδρυσε την πόλη Θήρα, από την οποία πήρε την ονομασία όλο το νησί, έγινε ο πρώτος βασιλιάς του και μετά το θάνατό του λατρεύτηκε ως ήρωας οικιστής. Από τον 9ο π.Χ. αιώνα η Θήρα, καθαρά δωρική αποικία, θα παίξει μαζί με τη Μήλο, την Κρήτη, τη Ρόδο και την Κύπρο το ρόλο του προγεφυρώματος μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Στο τέλος του αιώνα αυτού η Θήρα υιοθετεί το φοινικικό αλφάβητο για τη γραφή της ελληνικής γλώσσας. Από τα χρόνια αυτά η μόνη αξιόλογη προσφορά της Θήρας είναι μια μεγάλη ποικιλία γεωμετρικών αγγείων που μπορεί να θαυμάσει κανείς σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Φυρών. Οι Θηραίοι, γνήσια παιδιά της συντηρητικής Σπάρτης, παραμένουν κλειστοί στα πολιτιστικά ρεύματα της εποχής τους. Περιορίζονται σε όσα τους προσφέρει το γόνιμο έδαφος του νησιού τους και αποφεύγουν τις θαλασσινές περιπέτειες. Σύμφωνα με τη παράδοση, το Θήρα είχαν ακολουθήσει και Μινύες, κάτοικοι της Λακωνίας, που προέρχονταν από τη Λήμνο. Η πληροφορία, ότι στο νησί μαζί με τους Δωριείς εγκαταστάθηκαν και Μινύες, είναι σημαντική, γιατί η σύνθεση αυτή του πληθυσμού οδήγησε αργότερα σε εσωτερικές διαμάχες με αποτέλεσμα την ίδρυση της Κυρήνης (630 π.Χ.), αποικίας στα παράλια της Β. Αφρικής, από Θηραίους αποίκους: όταν στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. τελικά επικράτησαν οι Δωριείς σε βάρος των άλλων κατοίκων, αυτοί αναγκάστηκαν να φύγουν στη Λιβύη, με αρχηγό τον Αριστοτέλη, που έφερε το παρατσούκλι Βάττος, όπου ίδρυσε την Κυρήνη. Οι σχέσεις της με την μητρόπολη δεν ήταν ωστόσο καθόλου καλές στα πρώτα χρόνια, φαινόμενο όχι πολύ συχνό στην ιστορία του ελληνικού αποικισμού. Αργότερα οι σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν και στο μεγάλο λιμό του 330 π.Χ. οι Κυρηναίοι έστειλαν στη Θήρα σιτάρι πολύ περισσότερο από όσο έστειλαν σε άλλες μεγαλύτερες περιοχές.
Στους Περσικούς πολέμους, η Θήρα δεν έλαβε μέρος, αλλά ήταν από τα νησιά που πρόσφεραν «γη και ύδωρ» στους Πέρσες. Ύστερα, όταν συγκροτήθηκε η Αθηναϊκή συμμαχία με τη Μήλο, την Ανάφη και τη Φολέγανδρο, η Θήρα απέφυγε να μετάσχει, ίσως επειδή στο νησί επικρατούσε το δωρικό στοιχείο. Στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου πήραν το μέρος της Σπάρτης, αργότερα όμως (425 π.Χ.) η Θήρα αναφέρεται στους φορολογικούς καταλόγους της Α' Αθηναϊκής συμμαχίας, που σημαίνει ότι υπέκυψαν στους θαλασσοκράτορες Αθηναίους. Μετά την αθηναϊκή ήττα στους Αιγός ποταμούς (404 π.Χ.) η Θήρα ανέκτησε την ανεξαρτησία της και μάλλον δεν συμμετείχε στη Β' Αθηναϊκή συμμαχία.
Στους Ελληνιστικούς χρόνους, με το Χρεμωνίδειο πόλεμο (267-261 π.Χ.), άρχισε η κατοχή του νησιού από τους Πτολεμαίους, η στρατηγική θέση του οποίου τράβηξε το ενδιαφέρον τους. Αυτοί οχύρωσαν το νησί και το μετέτρεψαν σε ναυτική βάση για τις πολεμικές τους επιχειρήσεις, έως την ήττα του Πτολεμαίου του Φιλομήτορα στη μάχη της Αντιόχειας (146 π.Χ.) από τον Αλέξανδρο τον Βάλα. Στα ρωμαϊκά χρόνια η Θήρα ήταν ένα ασήμαντο νησί και υπαγόταν στην επαρχία της Ασίας, με μια σχετική αυτονομία για τα τοπικά ζητήματα.
Ο Χριστιανισμός έφτασε σχετικά νωρίς στη Θήρα, ίσως μέσω κάποιας εβραϊκής κοινότητας, που θεωρείται ότι υπήρχε εκεί, όπως μαρτυρούν επιτύμβιες επιγραφές. Στην Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325) έλαβε μέρος και Θηραίος επίσκοπος. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), ο Ενετός ηγεμόνος της Νάξου, Μάρκος Σανούδας, έδωσε τη Θήρα στον Τζάκομο Μπαρότσι, οι απόγονοι του οποίου κράτησαν το νησί έως το 1336, οπότε συμπεριλήφθηκε στο ενετικό Δουκάτο της Νάξου.
Η ονομασία Σαντορίνη εμφανίστηκε πρώτη φορά στο έργο ενός Άραβα γεωγράφου τον 11ο αιώνα μ.Χ., αλλά καθιερώθηκε το 14ο αιώνα, μάλλον από τους ιταλικούς πορτολάνους της εποχής. Οφείλεται σε παραφθορά της ιταλικής ονομασίας Santa Irene (Αγία Ειρήνη), από το ομώνυμο εκκλησάκι της Περίσσας, που επικράτησε να χρησιμοποιείται για όλο το νησί κατά την περίοδο της ενετοκρατίας. Το 1579, το νησί πέρασε στην άμεση οθωμανική κατοχή κι οι Τούρκοι το ονόμασαν Δεϊρμετζίκ, δηλαδή Μικρό Μύλο, λόγω των πολλών ανεμόμυλων που υπήρχαν εκεί. Οι νησιώτες έστειλαν πρεσβεία στο Σουλτάνο για να ζητήσουν ειδική μεταχείριση και αυτός εξέδωσε διάταγμα που εκχωρούσε στους Κυκλαδίτες σημαντικά προνόμια, γεγονός που συνέβαλε στην ανάπτυξη συστήματος αυτοδιοίκησης και σημαντικής εμπορικής δραστηριότητας. Ιδιαίτερα, η συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) που σφράγισε το ρωσοτουρκικό πόλεμο, έδωσε μεγάλη ώθηση στη ναυτιλία και στο εμπόριο των νησιών του Αιγαίου, μεταξύ των οποίων και της Σαντορίνης, καθώς τα ελληνικά καράβια μπορούσαν πλέον, με τη ρωσική σημαία στον ιστό τους, να ταξιδεύουν ανενόχλητα, στα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου, ακόμα και στον Εύξεινο Πόντο. Οι χριστιανοί κάτοικοι του νησιού έλαβαν μέρος στην Επανάσταση του 1821 προσφέροντας πλοία, πληρώματα και κρασί για το στόλο.

ΟΙ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ
Το 1859, άρχισε η κατασκευή της Διώρυγας του Σουέζ. Οι μηχανικοί βρήκαν στην κοντινή Σαντορίνη μια πλούσια πηγή θηραϊκής γης, υλικό απαραίτητο για την κατασκευή της διώρυγας. Η εξόρυξη στη Θηρασιά έφερε στο φως τα πρώτα δείγματα ζωής από την προϊστορική περίοδο. Σποραδικά ευρήματα (μαρμάρινα αγγεία, ειδώλια κ.α.) μαρτυρούν ότι το νησί κατοικήθηκε στην πρωτοκυκλαδική εποχή (3η-2η χιλιετία π.Χ.). Από την περίοδο 2000-1550 π.Χ. δεν υπάρχουν ευρήματα. Το μεγάλο πάχος της ηφαιστειακής τέφρας και της ελαφρόπετρας, που σκέπασε το νησί κατά τη μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου, δεν επιτρέπει παντού την αρχαιολογική έρευνα.

Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ
Το 1866 έγιναν οι πρώτες ανασκαφές στη Θηρασιά, που τις συνέχισε το 1867 ο Γάλλος γεωλόγος Φουκέ. Το 1870 πήρε τη σκυτάλη η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή που επέκτεινε τις έρευνές της στους προϊστορικούς οικισμούς της ευρύτερης περιοχής του Ακρωτηρίου, στο νότιο άκρο της Θήρας. Τις έρευνες αυτές συνέχισε το 1898 ο Γερμανός αρχαιολόγος Χόλλερ φον Γκέρτριγκεν που ανακάλυψε ολόκληρη την αρχαία πόλη.
Το 1967 άρχισε ανασκαφές στην περιοχή του Ακρωτηρίου ο καθηγητής Μαρινάτος, που φώτισαν την υστερομινωική περίοδο της Θήρας (1500-1470). Η καυτή τέφρα, που κατέστρεψε τον πολιτισμό του νησιού, ήταν αυτή που διατήρησε ανέπαφα τα ίχνη του κάτω από το προστατευτικό της κάλυμμα. Αυτό που έφερε στο φως δεν ήταν απλά ένας προϊστορικός οικισμός, αλλά ένας ολόκληρος πολιτισμός, ιδιαίτερα εκλεπτυσμένος. Ο μινωικός οικισμός του Ακρωτηρίου βρίσκεται στο ΝΑ άκρο του νησιού, κοντά στην παραλία που είναι στραμμένη προς την Κρήτη, τοποθεσία εξαιρετική για τη ναυσιπλοΐα της εποχής εκείνης, γιατί προστατεύεται από τα μελτέμια που επικρατούν στο Αιγαίο σχεδόν το μισό χρόνο. Η ξαφνική καταστροφή που προξένησε η μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου βρήκε την πόλη σε περίοδο ακμής.
Η αποκάλυψη των δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων μαρτυρούσε έναν άρτιο οικισμό μ’ έντονα χαρακτηριστικά αστικής οργάνωσης και δρόμους στρωμένους με πλάκες. Δε βρέθηκε πουθενά στάβλος ή χώρος για κατοικίδια ζώα. Το θηραϊκό σπίτι ήταν καλοφτιαγμένο, αυτόνομο και άνετο. Οι μινωικοί κάτοικοι της Θήρας ήταν άριστοι οικοδόμοι: έχτιζαν με βάση ένα λειτουργικό πολεοδομικό σχέδιο που εξασφάλιζε αέρα και φως από όλες τις πλευρές. Οι οικοδομές είναι τριώροφες με πελεκητά αγκωνάρια στις γωνίες, ενώ τα άλλα μέρη των τοίχων αποτελούνται από μικρές αδούλευτες πέτρες, που συνδέονταν με λάσπη και ξυλοδεσιές. Στους ορόφους των σπιτιών οδηγούσαν πέτρινες ή ξύλινες σκάλες, στηριγμένες με ξυλοδεσιές, όπως οι αντίστοιχες της Κρήτης. Οι μαραγκοί της εποχής, έμπειροι και άξιοι τεχνίτες, χρησιμοποιούσαν ξύλινα δοκάρια για να στηρίζουν τους τοίχους, τα πατώματα και τις στέγες και πλαισίωναν τις εσωτερικές πόρτες με ξύλινες κάσες, αντισεισμικό σύστημα που επινοήθηκε από τους Μινωίτες και υιοθέτησαν οι κάτοικοι της Θήρας, που συνεχώς αντιμετώπιζαν την απειλή σεισμού. Στους πάνω ορόφους άνοιγαν μεγάλα παράθυρα. Έστρωναν τα δάπεδα με πατημένο χώμα, που συχνά κάλυπταν με πλάκες από ντόπιο σχιστόλιθο[1] ή τα έστρωναν με ένα περίτεχνο είδος μωσαϊκού φτιαγμένου από πατημένο χώμα, βότσαλα και θρυμματισμένα κοχύλια. Το σπίτι είχε λουτρό κι οι πήλινοι σωλήνες αποχέτευσης ενσωματωμένοι στους εξωτερικούς τοίχους, κατέληγαν σε κεντρικό υπόνομο που περνούσε κάτω από το λιθόστρωτο του δρόμου. Το Ακρωτήρι αποτελεί σημαντική μαρτυρία για τη πολιτιστική στάθμη της εποχής του χαλκού. Το στρώμα λάβας που σκέπασε το νησί διατήρησε σχεδόν ανέπαφο τον μινωικό οικισμό, άμεση και αναντικατάστατη πηγή πληροφοριών για την αρχαιολογική έρευνα.

Η ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΤΙΚΗ
Η αγγειοπλαστική ήταν σημαντική όσο και η υφαντουργία. Η ποικιλία στα κεραμικά ξαφνιάζει ακόμα και σήμερα. Τα αγγεία του μαγειρειού, για παράδειγμα, ήταν τόσο περίτεχνα και ασυνήθιστα, που εύγλωττα μαρτυρούν ότι οι Θηραίοι κατείχαν τα μυστικά μιας εκλεπτυσμένης μαγειρικής τέχνης. Το θηραϊκό σπίτι ήταν γεμάτο με αγγεία, πολλά από τα οποία ήταν εισαγόμενα, κυρίως από την Κρήτη και λιγότερο από την ηπειρωτική Ελλάδα. Τα εργαστήρια του νησιού είχαν μεγάλη παραγωγή αγγείων, τόσο καθημερινής χρήσης, όσο και πολυτελείας. Τα περισσότερα ντόπια αγγεία είχαν το φυσικό υπόλευκο χρώμα του πηλού, ενώ λίγα ήταν από κιτρινωπό πηλό γυαλισμένο με ώχρα. Άλλο χαρακτηριστικό των ντόπιων αγγείων είναι ότι η διακόσμησή τους δεν ήταν βαλμένη σε ζώνες, όπως τα κρητικά, αλλά απλώνεται ελευθέρα σε όλη την επιφάνεια του αγγείου. Και ενώ στην κρητική κεραμική τα μοτίβα είναι πιο αφηρημένα και γραμμικά, στη Θήρα τα αφηρημένα και εικονιστικά θέματα τα συναντάμε σε ίσες αναλογίες και μάλιστα τα δεύτερα προέρχονται από το φυτικό και το ζωικό βασίλειο. Οι αγγειοπλάστες είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στο λουλούδι του κρόκου και στα κρίνα, στα στάχυα κριθαριού και στα σταφύλια, στις μυρτιές, στα καλαμοειδή και στο λινάρι. Από το ζωικό θεματολόγιο, τα πουλιά θεωρούνται το κύριο χαρακτηριστικό της κυκλαδικής κεραμικής. Δεν έλειπαν και τα δελφίνια, ζωγραφισμένα με γαλάζιο χρώμα, αλλά και οι αίγαγροι.

ΟΙ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ
Η συνεχής επαφή τους με τους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου τους έκανε να εκτιμήσουν το ωραίο και να το ενσωματώσουν στη καθημερινή τους ζωή. Στη Θήρα η ανασκαφή έφερε στο φως μια σειρά από τοιχογραφίες μοναδικής τέχνης, που δείχνουν το υψηλό βιοτικό επίπεδο και το σημαντικό δεσμό της τέχνης με την καθημερινή ζωή στο νησί.
Οι καλλιτέχνες άρχιζαν καλύπτοντας με ασβεστοκονίαμα το στρωμένο με άχυρο και λάσπη τοίχο και μετά το λείαναν με πλατιές πέτρες. Συνέχιζαν τεντώνοντας νήμα πάνω στο νωπό κονίαμα για να χαράξουν τα περιγράμματα ή τα σχεδίαζαν με μια ωχρή γραμμή. Ακολουθούσαν τα βασικά χρώματα, μαύρο, γαλάζιο, κίτρινο και κόκκινο κι οι λεπτομέρειες συμπληρώνονταν όταν το έργο είχε στεγνώσει.
Οι Θηραίοι ζούσαν σε άμεση επαφή με τη φύση, που έπαιζε πρωταρχικό ρόλο στη ζωή τους. Διακοσμούσαν τους εσωτερικούς τοίχους με υπέροχες τοιχογραφίες, που τα θέματά τους ήταν παρμένα από τη φύση και ζωγραφισμένα με έντονα χρώματα: πίθηκοι σκαρφαλωμένοι σε βράχους όπου φύτρωναν κρόκοι, τοπία με ανθισμένα κρίνα και χελιδόνια, αντιλόπες κα. Άλλη ομάδα τοιχογραφιών παρουσιάζει σκηνές θρησκευτικών τελετών και επεισόδια της καθημερινής ζωής. Οι καλλιτέχνες όχι μόνο αντλούσαν τη έμπνευσή τους από τον πλούσιο κόσμο του φυτικού και ζωικού βασιλείου, αλλά μπόρεσαν να δώσουν κίνηση στα διακοσμητικά θέματα, ζωντάνια στις μορφές και απίθανες εναλλαγές στα χρώματα. Πουθενά αλλού το χρώμα δε γέννησε ένα τέτοιο αίσθημα ευφορίας.
Πέρα από την καλλιτεχνική τους αξία, οι τοιχογραφίες αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την εποχή τους. Μέσα από αυτές αναδύεται ένας μικρόκοσμος που έσφυζε από ζωή. Κυπαρίσσια, χαρουπιές και πεύκα έριχναν παντού τη σκιά τους. Στους κάμπους, ανάμεσα στις ελιές και τις χουρμαδιές, άνθιζαν κρόκοι και κρίνα και ολόγυρα φτεροκοπούσαν χελιδόνια. Στην εύφορη ηφαιστειογενή γη τους καλλιεργούσαν κριθάρι, σιτάρι, αρακά, φακές, φάβα και λινάρι. Στους κήπους, κάτω από τις συκιές, τις αμυγδαλιές και τις φιστικιές, βλάσταιναν σέλινα, μπιζέλια και κρεμμύδια. Απλωμένα παντού στο νησί, τα αμπέλια ωρίμαζαν τα τσαμπιά τους στο μεσογειακό ήλιο. Οι ακρογιαλιές αλλού ήταν φιλόξενες με ωραίες αμμουδιές, αλλού απροσπέλαστες, ζωσμένες με βράχια. Στους μικρούς όρμους οι νεαροί μάζευαν στα καλάθια τους θαλασσινούς μεζέδες, πεταλίδες, σαλιγκάρια, τρίτωνες και πίνες, ενώ στα νερά του πελάγους, ανάμεσα σε παιχνιδιάρικα δελφίνια, οι ψαράδες μάζευαν τα δίχτυα τους με την ψαριά της μέρας.
Οι καλλιτέχνες εμφανίζουν τις Θηραίες γυναίκες να αναπτύσσουν ελεύθερες την προσωπικότητά τους. Δυναμικές και φιλάρεσκες, έπαιρναν μέρος σε κάθε είδους εξωσπιτικές ασχολίες. Φορούσαν κοσμήματα, έκαναν τα μαλλιά τους μπούκλες, τα στόλιζαν με κορδέλες και διάλεγαν κομψά φορέματα με ανοιχτό μπούστο, περίτεχνες ζώνες και καμπανωτές φούστες. Οι ναυτικοί και οι νέοι προτιμούσαν το μινωικό περίζωμα ή ένα είδος κοντής φούστας που άφηνε ελευθερία στις κινήσεις, ενώ οι βοσκοί φορούσαν ριχτές προβιές. Οι καπετάνιοι διακρίνονταν από το ριχτό μανδύα χωρίς μανίκια. Οι στρατιώτες φορούσαν κράνη από χαυλιόδοντες κάπρου, κρατούσαν μεγάλες ορθογώνιες ασπίδες από δέρματα ζώων, δόρατα και μικρά σπαθιά. Η εξάρτηση αυτή θυμίζει έντονα τη μυκηναϊκή αρματωσιά. Έκφραση μιας ελεύθερης κοινωνίας, η θηραϊκή ενδυμασία ήταν ανάλογη με το επάγγελμα και όχι με την κοινωνική θέση. Σημαντικές είναι κι οι πληροφορίες που αποκομίζουμε από τις τοιχογραφίες για τη ναυπηγική, τη ναυσιπλοΐα, την υφαντουργία και την αρχιτεκτονική. Η θαλασσοκράτειρα Κρήτη επηρέασε σημαντικά τους Θηραίους καλλιτέχνες, που αφομοίωσαν πολλά από τα πολιτιστικά στοιχεία της, που δεν τα υιοθέτησαν αυτούσια, αλλά τα προσάρμοσαν στη δική τους πραγματικότητα, φτιάχνοντας τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τη ζωντάνια του κυκλαδίτικου πολιτισμού. Παρά τη σαφή ομοιότητά τους, η θηραϊκή τέχνη έχει μεγαλύτερο αυθορμητισμό, φαντασία και ελευθερία στη σύλληψη, έκφραση και κίνηση.

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ
Οι κάτοικοι ξεχώριζαν για τις επιδόσεις τους στη ναυτιλία και το διαμετακομιστικό εμπόριο. Όργωναν την ανατολική Μεσόγειο για να βρουν καινούργιες αγορές για τα προϊόντα τους και να φέρουν στο νησί τους πρώτες ύλες που τους έλειπαν. Στα ταξίδια τους αυτά χρησιμοποιούσαν ελαφριά ιστιοφόρα, μήκους μέχρι 40 μέτρα, 20 κωπηλάτες και πηδαλιούχο. Έφερναν οψιδιανό από τη Μήλο, γύψο και πορφύρα από τις ακτές της Παλαιστίνης, χαλκό και κρασί από την Κύπρο, αλάβαστρο και πηλό από την Κρήτη. Σε μεγάλα πιθάρια στις αποθήκες βρέθηκαν απανθρακωμένα σταφύλια, φάβα, κεχρί και σουσάμι. Αλλού βρέθηκαν θαλασσινά όστρακα, κόκαλα ψαριών και αχινοί μέσα σε ένα καλάθι από λυγαριά, που προφανώς θα χρησίμευε στο ψάρεμα, όπως ο κύρτος των σημερινών ψαράδων. Εκτός από τα πήλινα, βρέθηκαν λίθινα και χάλκινα αγγεία και εργαλεία. Πολύτιμα μέταλλα βρέθηκαν σε ελάχιστα ίχνη. Όσοι έμεναν πίσω ασχολούνταν με την αλιεία, τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Άλλοι ύφαιναν και έραβαν πανιά και ρούχα, έφτιαχναν πιθάρια, εργαλεία και όπλα, στις οικοδομές, τα ναυπηγεία και τα εργαστήρια και εμπορεύονταν τα ντόπια και εισαγόμενα προϊόντα.
Τα νοικοκυριά ήταν πλούσια κι αυτάρκη. Οι οικογένειες αποθήκευαν τα απαραίτητα τρόφιμα για το χειμώνα σε πιθάρια με πήλινα πώματα. Τα πιθάρια με στενό στόμιο ήταν για κρασί και λάδι, ενώ με φαρδύ στόμιο για δημητριακά και όσπρια. Πολύ χαρακτηριστικοί είναι οι ψευδόστομοι αμφορείς για μεταφορά λαδιού, με ετικέτες που έδιναν στοιχεία ποιότητας και προέλευσης. Είχαν δεκάδες αντικείμενα, αγγεία για καθημερινές χρήσεις, τριβεία για τα χρώματα, καλάθια από άχυρο και πολύτιμα τελετουργικά αντικείμενα από χρωματιστό μάρμαρο και αλάβαστρο της Κρήτης. Επίπλωναν τα σπίτια τους με τραπέζια, κρεβάτια, καρέκλες, σκαμνιά και τρίποδα με καμπυλωτά πόδια. Ο αργαλειός, αναπόσπαστο κομμάτι του νοικοκυριού, ήταν στον πάνω όροφο, όπου βρίσκονταν τα διαμερίσματα κατοικίας της κάθε οικογένειας. Με διαφορετικές αγνύθες (βαρίδια του όρθιου αρχαίου αργαλειού) ύφαιναν πανιά από μαλλί και λινάρι για διάφορες χρήσεις. Στην οργανωμένη τους αγορά χρησιμοποιούσαν ζυγαριές με μεταλλικά ή πέτρινα σταθμά.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Αντίθετα με τους μινωικούς κατοίκους της Θήρας, οι Δωριείς, που εγκαταστάθηκαν στο νησί στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ., έχτισαν την πόλη τους, τη Θήρα, στο απόκρημνο οροπέδιο του Μέσου Βουνού, στο ΝΑ άκρο του νησιού. Η περιοχή αυτή είναι προσιτή μόνο από τη ΒΔ πλευρά της, όπου ένας αυχένας, η Σελλάδα, συνδέει το Μέσο Βουνό με τις παραλίες Καμάρι και Περίσσα στους βόρειους και νότιους πρόποδες του Μέσου Βουνού αντίστοιχα. Η φυσική οχυρή αυτή περιοχή πρόσφερε ασφαλή προστασία στους κατοίκους της στην ταραγμένη εκείνη εποχή, γι’ αυτό και η πόλη δεν είχε τείχος. Μοναδικό οχυρωματικό έργο ήταν ένα μικρό τείχος, που έκλεινε τη ΒΔ πλευρά του Μέσου Βουνού. Οι ανασκαφές που πραγματοποίησε ο Γερμανός αρχαιολόγος Χόλλερ φον Γκέρτρινγκεν (1895-1900) αποκάλυψαν την ελληνιστική και κυρίως τη ρωμαϊκή φάση της πόλης, ενώ σε μερικά σημεία, όπου η επιχωμάτωση ήταν μικρή, βρέθηκαν και κτίρια παλαιότερων εποχών. Η πόλη ήταν χτισμένη αμφιθεατρικά σε αλλεπάλληλα πεζούλια και ένας κεντρικός δρόμος τη διέσχιζε ολόκληρη, με τον οποίον διασταυρώνονταν και άλλοι μικρότεροι, που με τις πολλές και ακανόνιστες διακλαδώσεις τους θυμίζουν τους σύγχρονους κυκλαδίτικους οικισμούς.
Στο κέντρο της πόλης βρισκόταν η Αγορά. Το σπουδαιότερο κτίριο της, που συγκέντρωνε το δημόσιο βίο της πόλης, είναι η λεγόμενη Βασίλειος Στοά, μεγάλο ορθογώνιο κτίσμα με εσωτερική κιονοστοιχία, που δεν χρονολογείται παλαιότερα από την ύστερη ελληνιστική εποχή. Στην εποχή του Τραϊανού επισκευάστηκε και τροποποιήθηκε σε μεγάλη έκταση. Λίγο πιο βόρεια από τη στοά βρισκόταν ο τοίχος του ναού του Διονύσου, που στη ρωμαϊκή εποχή έγινε ναός των αυτοκρατόρων. Στην ανατολική πλευρά του δρόμου βρισκόταν το θέατρο, που χτίστηκε την ελληνιστική εποχή και τροποποιήθηκε τους αυτοκρατορικούς χρόνους. Στο ΝΑ άκρο της πόλης, στην ιερή περιοχή όπου τέλειωνε ο δρόμος, βρισκόταν το πιο σπουδαίο ιερό της πόλης, ο αρχαϊκός ναός του Καρνείου Απόλλωνα, στην πλατεία του οποίου οι κάτοικοι γιόρταζαν κάθε Σεπτέμβριο τα Κάρνεια. Στα ανατολικά του βρισκόταν το γυμνάσιο των εφήβων, σχεδόν τελείως κατεστραμμένο. Άμεση σχέση με το γυμνάσιο έχει ένα μικρό φυσικό σπήλαιο, κοντά στην αυλή του γυμνασίου, αφιερωμένο στον Ηρακλή και στον Ερμή. Η περιοχή αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία της ελληνικής γραφής, γιατί διασώθηκαν πολλές επιγραφές που χρονολογούνται στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. Οι επιγραφές αυτές είναι πρόχειρα χαράγματα στους λείους βράχους και αναφέρουν ονόματα εφήβων και φράσεις συχνά τολμηρές, ενώ άλλες πάλι αναφέρουν ονόματα θεών και ηρώων. Το αλφάβητο των επιγραφών αυτών, σε σύγκριση με αλφάβητα άλλων περιοχών, παρουσιάζει πολλές ιδιορρυθμίες: φαίνεται ότι οι Θηραίοι το παρέλαβαν κατευθείαν από την Ανατολή, χωρίς να μεσολαβήσουν άλλες ελληνικές πόλεις.
Άλλα ιερά της αρχαίας Θήρας ήταν ο ναός του Πυθίου Απόλλωνα, που αργότερα μετασκευάστηκε σε χριστιανικό και το ιερό των Αιγυπτίων θεών, που συνδεόταν με τη λατρεία των Πτολεμαίων την οποία ασκούσε ένας σύλλογος πολιτών, οι Βασιλιστές. Αξιοπρόσεκτο είναι επίσης το μικρό τέμενος που ίδρυσε το 3ο αιώνα π.Χ. στην είσοδο της πόλης ο Αρτεμίδωρος από την Πέργη της Μ. Ασίας, γνήσιο τέκνο της κοσμοπολίτικης ελληνιστικής σκέψης, όπως συνάγεται από το πλήθος των σχετικών επιγραμμάτων που άφησε κι ο οποίος φαίνεται ότι πήγε στη Θήρα ως εκπρόσωπος των Πτολεμαίων και έμεινε εκεί έως το τέλος της ζωής του.

ΣΗΜΕΡΑ
Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του, το ηφαίστειο συνέχισε να συνταράζει το νησί, ενώ νέες εκρήξεις συγκλόνισαν το νησί τον 20ο αιώνα. Το 1956 η Θήρα για μια ακόμα φορά συναντήθηκε με την ιστορία της. Τα 7,5 ρίχτερ της καταστρεπτικής μανίας του σεισμού την ισοπέδωσαν, αφάνισαν οικισμούς, χωριά και μια δραστήρια ρωμαιοκαθολική κοινότητα (που επιβίωσε από την Ενετοκρατία). Οι κάτοικοι, που είχαν ήδη αρχίσει να εγκαταλείπουν το νησί τους πριν το σεισμό, αναζητώντας καλύτερη τύχη, έφυγαν μαζικά και οι περισσότεροι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά. Το νησί άδειασε και από ένα πληθυσμό 12.000 περίπου κατοίκων πριν το σεισμό, έμειναν σχεδόν οι μισοί. Η ανάπτυξη άρχισε από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και συνεχίστηκε με τέτοιο ρυθμό, ώστε σήμερα η Σαντορίνη να είναι ένα από τα πιο πολυσύχναστα τουριστικά κέντρα στην Ελλάδα και οι φυσικές της ομορφιές, καθώς κι οι πολιτιστικοί της θησαυροί, ξακουστοί σε όλο τον κόσμο.
Η Σαντορίνη είναι ένα επικίνδυνο νησί, που οφείλει τη γοητεία του σε μια απειλή που πλανιέται στον αέρα. Αυτοί που τη νιώθουν επιστρέφουν. Τους τραβάει σαν μαγνήτης η καταστροφική της μοίρα που δεν την εγκατέλειψε ποτέ, αλλά και η πίστη ότι εδώ η ζωή είναι πάντα πιο δυνατή από το θάνατο.

[1] Ιδιαίτερα στον προθάλαμο του σπιτιού και στους ορόφους, όπου η διακόσμηση ήταν πολυτελέστερη.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου