Η διαδρομή από την ιταλική χερσόνησο με πλοίο ως τις ακτές της Ηπείρου κι από εκεί μέσω ξηράς προς όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο, ως τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, συμπίπτει με μια από τις πιο αρχαίες αλλά και πιο πολυσύχναστες οδούς στην ιστορία της ΝΑ Ευρώπης. Και όχι μόνο την αρχαία ιστορία. Ακόμα και ως τις αρχές του 20ου αιώνα, άνθρωποι κι εμπορεύματα ακολουθούσαν πολύ συχνά την Εγνατία Οδό, που το μεγαλύτερο μέρος της βρισκόταν τότε μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ακολούθησε ένα διάλειμμα, όταν οι εθνικιστικές εξεγέρσεις των λαών της Βαλκανικής, οι παγκόσμιοι πόλεμοι, οι εμφύλιες συρράξεις και ο ψυχρός πόλεμος την έκλεισαν με πολλαπλά εμπόδια. Η ιστορία ξεχάστηκε, τα αρχαία οδοστρώματα σκεπάστηκαν με δάση και κτίρια ή καταστράφηκαν για χάρη κάποιου σύγχρονου έργου.
Σήμερα όμως οι νέες γεωπολιτικές συνθήκες φέρνουν στο προσκήνιο γι’ άλλη μια φορά την αρχαία διαδρομή. Οι πολιτικές αντιθέσεις ανάμεσα στις δυτικές και τις ανατολικές χώρες έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σ’ ένα πνεύμα οικονομικής συνεργασίας. Η Ελλάδα είναι κομμάτι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ συγχρόνως η Τουρκία επιδιώκει με κάθε μέσο να ενώσει κι αυτή την τύχη της με την Ευρώπη. Και σαν συνέπεια αυτής της νέας, αλλά συγχρόνως τόσο παλιάς κατάστασης, η Εγνατία Οδός γίνεται ξανά πραγματικότητα.
Η Νέα Εγνατία θα αρχίζει από το λιμάνι της Ηγουμενίτσας και περνώντας κοντά στα Ιωάννινα, τα Γρεβενά, την Κοζάνη, τη Βέροια, τη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα και την Αλεξανδρούπολη, θα καταλήγει στα ελληνοτουρκικά σύνορα στη θέση Κήποι, αφού θα έχει καλύψει μια απόσταση 660 χλμ.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Η αρχαία Εγνατία είχε δυο κλάδους που βρίσκονταν στην Epirus Nova (σημερινή Αλβανία), που τα χρόνια εκείνα ήταν επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η Εγνατία ήταν από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς και εμπορικούς δρόμους της αρχαιότητας, ο άξονας που συνέδεε τη Ρώμη με τις κτήσεις της στην Ανατολή. Οι δυο κλάδοι της ξεκινούσαν από διαφορετικά λιμάνια της Αδριατικής, ο ένας από το Δυρράχιο και ο άλλος από την Απολλωνία στη σημερινή Αλβανία. Οι δυο κλάδοι ενώνονταν κοντά στο Mutatio Claudiana (σημερινό Ρογκότζινε) κι από εκεί, ακολουθώντας την ίδια περίπου πορεία με το σημερινό δρόμο μέσω της κοιλάδας του Γενούσου ποταμού, έφταναν στην πόλη Σκάμπα (σημερινό Ελβασάν). Στη συνέχεια η Εγνατία διέσχιζε τα Καντάβια όρη και κατέβαινε στην περιοχή του Πόγραδετς. Μετά ακολουθούσε τη δυτική όχθη της λίμνης Οχρίδας κι ανέβαινε στο Μέλανα Δρίνο (Δρίλωνα) τον οποίο περνούσε στη θέση Στρούγκα (σήμερα στη FYROM). Από εκεί έφτανε στη Λυχνιδό (σημερινή Οχρίδα), μια σημαντική πόλη της ρωμαϊκής και βυζαντινής εποχής. Από τη Λυχνιδό ο δρόμος κατευθυνόταν βόρεια προς το όρος Διαβατό, το οποίο περνούσε σε υψόμετρο 1.169 μέτρα και έφτανε στην Ηράκλεια Λιγκιστίδα, το γνωστό Μοναστήρι, που σήμερα ονομάζεται Μπίτολα. Από εκεί διέσχιζε την πεδιάδα της Πελαγονίας, έμπαινε στο χώρο της σημερινής Ελλάδας και ακολουθώντας διαδρομή δυτικότερα της σύγχρονης εθνικής οδού Κοζάνης-Φλώρινας, παρέκαμπτε από το νότο τη λίμνη Βεγορίτιδα, οδεύοντας μέσω της Άρνισσας προς το σταθμό Ad Duodecimum (σημερινή Άγρα) και την Έδεσσα. Στην περιοχή Φαράγγι έχουν βρεθεί πέτρες από το υπόστρωμα της αρχαίας Εγνατίας που πιστοποιούν αυτήν την πορεία.
Η Εγνατία δεν περνούσε μέσα από την Έδεσσα, αλλά υπήρχε ένας μικρότερος δρόμος που οδηγούσε ως τη νότια πύλη της αρχαίας πόλης. Ένα μιλιάριο που βρέθηκε κοντά στο χωριό Ριζάρι, καθώς και τα λείψανα μιας ρωμαϊκής γέφυρας στο χωριό Άσπρη Πέτρα, μας δείχνουν ότι ο δρόμος ακολουθούσε τις πλαγιές του όρους Βαρνούντα, διέσχιζε την Πέλλα και κατευθυνόταν προς τη γέφυρα του ποταμού Αξιού. Στη συνέχεια, περνούσε τον ποταμό Εχέδωρο (σημερινό Γαλλικό) κοντά στη σημερινή γέφυρά του[1] και ακολουθώντας την κατεύθυνση του σύγχρονου δρόμου, έφτανε στη Χρυσή Πύλη της Θεσσαλονίκης.
Η αρχαία Εγνατία συνέχιζε την ανατολική διαδρομή της έξω από τα τείχη της πόλης, ακολουθώντας την ίδια σχεδόν πορεία με το σημερινό δρόμο προς το Λαγκαδά, διέσχιζε τους λόφους που αποτελούν συνέχεια του Χορτιάτη (αρχαίου όρους Κισσού), περνούσε στα νότια των λιμνών Αγίου Βασιλείου και Βόλβης, μέσα από τα στενά της Ρεντίνας, ως την Αμφίπολη, σημαντική πόλη της αρχαιότητας, κτισμένη στις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα
Συνεχίζοντας από την Αμφίπολη κατευθυνόταν βόρεια στην κοιλάδα της σημερινής Δράμας, απ’ όπου διασχίζοντας την απότομη οροσειρά κατέβαινε στους Φιλίππους και τη Νεάπολη. Περνούσε το Νέστο ποταμό στο ύψος που αρχίζει να σχηματίζεται το δέλτα (για να αποφύγει τα έλη στις εκβολές του ποταμού) και έφτανε στο μυχό της λίμνης Βιστωνίδας. Από εκεί κατευθυνόταν προς τις πόλεις Μαξιμιανούπολη και Τραϊανούπολη (κοντά στη σημερινή Αλεξανδρούπολη) και κατέληγε στα Κύψελα, πόλη της Θράκης που σήμερα βρίσκεται στην ευρωπαϊκή Τουρκία. Αργότερα, όταν ο Μ. Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, η Εγνατία επεκτάθηκε από τα Κύψελα μέχρι τη νέα πρωτεύουσα. Γι’ αυτό επικράτησε να ονομάζεται από τους μεταγενέστερους «Εγνατία οδός» ο δρόμος που οδηγεί από την Παλαιά στη Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη).
Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ
Ο μεγάλος αυτός δρόμος αποτελούσε προέκταση της Αππίας οδού, που κατέληγε στην πόλη Εγνατία ή Γναθία κοντά στο αρχαίο Βρινδήσιο. Κατά την επικρατέστερη όμως εκδοχή, η Εγνατία οφείλει το όνομά της στον ανθύπατο Γναίο Εγνάτιο, ο οποίος υπήρξε πιθανόν ο κατασκευαστής ή ο εμπνευστής της.
Η Εγνατία κατασκευάστηκε αρχικά για να εξυπηρετήσει τις στρατιωτικές ανάγκες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στις επαρχίες της βαλκανικής χερσονήσου. Παράλληλα όμως χρησίμευε και για τη διακίνηση εμπορευμάτων καθώς και τη μετακίνηση ταξιδιωτών και βοήθησε στην ειρηνική διείσδυση αντιλήψεων και ιδεών. Την Εγνατία οδό ακολούθησε ο Απόστολος Παύλος, κηρύσσοντας καθοδόν το Χριστιανισμό από την Παλαιστίνη ως τη Ιλλυρία.
Για 2.000 περίπου χρόνια υπήρξε ο μοναδικός δρόμος με αυτή τη διαδρομή κι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τύχη της Ρώμης και των Βυζαντινών, των Σέρβων και των Τούρκων. Ρωμαίοι στρατηγοί, όπως ο Πομπήιος, ο Οκταβιανός, ο Κάσιος και ο Βρούτος προσπάθησαν να την καταλάβουν για να κυριαρχήσουν στα παλιά αστικά κέντρα της Μεσογείου.
Οι Ρωμαίοι είχαν τελειοποιήσει πολύ την τέχνη της οδοποιίας. Κατασκεύαζαν δρόμους πάνω σε αναχώματα κι έχτιζαν γέφυρες για να περάσει ο δρόμος, χωρίς να εμποδίζεται η απορροή των νερών της βροχής. Αρχικά έσκαβαν μια τάφρο και στερέωναν τις πλευρές της με μεγάλες πέτρες. Ισοπέδωναν τη βάση του χαντακιού κι έστρωναν άμμο με ασβέστη. Πάνω σ’ αυτό τοποθετούσαν το Statumen, πέτρες δεμένες με κονίαμα ή πηλό. Το δεύτερο στρώμα ήταν το Rudus, μικρές πέτρες και σπασμένα κεραμίδια για να αποστραγγίζουν το νερό. Ακολουθούσε το Nucleus, από άμμο και χαλίκι. Η τελική επίστρωση ήταν πλάκες ή πέτρες τοποθετημένες ώστε να σχηματίζουν μια σχεδόν συνεχή επιφάνεια, πιο γνωστή σε μας ως καλντερίμι. Οι σημερινοί αυτοκινητόδρομοι ακολουθούν την ίδια περίπου διαστρωμάτωση.
Σύμφωνα με τον ίδιο ιστορικό, το συνολικό μήκος της οδού από το Δυρράχιο μέχρι τον ποταμό Έβρο, ήταν 4.458 στάδια ή 535 ρωμαϊκά μίλια, ενώ η απόσταση από την Απολλωνία ήταν λίγο μικρότερη, 4.280 στάδια. Με άλλα λόγια, η Εγνατία κάλυπτε μια απόσταση 800 περίπου χλμ.
Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ
Η παλιά Εγνατία αναφέρεται στις αρχαίες πηγές ως Via Militaris, δηλαδή στρατιωτικός δρόμος, γιατί εξυπηρετούσε πρώτιστα τις ανάγκες του στρατού, το κρατικό ταχυδρομείο, τους αξιωματούχους του κράτους και μόνο περιστασιακά τους απλούς πολίτες.
Για να ταξιδέψει ένας πολίτης στην Εγνατία έπρεπε προηγουμένως να έχει εξασφαλίσει άδεια μετακίνησης (Diploma) από την κρατική διοίκηση δημοσίων έργων (Cursus Publicus) που ήταν υπεύθυνη για την επιτήρηση των δημόσιων δρόμων. Η διοίκηση περιλάμβανε δύο επιμελητείες: το σώμα αγγελιαφόρων Cursus Veloci (ή Rapidi) και την Cursus Angariae (ή Clabularis), επιφορτισμένη να μεταφέρει τους αξιωματούχους του κράτους. Το Cursus Angariae μετέφερε επίσης αυτοκρατορικά αγαθά, όπως χρυσό και ασήμι από τα ορυχεία της Μακεδονίας.
Εκτός από τα Diplomata, δηλαδή τις άδειες μετακίνησης, μπορούσε κάποιος να προμηθευτεί και τα Litterae Evectionis, συστατικές επιστολές που επέτρεπαν στους ταξιδιώτες να χρησιμοποιούν τα δημόσια άλογα και οχήματα. Αυτό βέβαια ίσχυε επίσημα μόνο για τους κρατικούς υπαλλήλους και τους στρατιωτικούς, αλλά και οι απλοί πολίτες μπορούσαν να έχουν μια τέτοια άδεια, αν είχαν γνωριμίες με τον επαρχιακό διοικητή. Συχνά οι άδειες αυτές γίνονταν πηγή πλούτου γι’ αυτούς που τις εξέδιδαν, ιδιαίτερα στις επαρχίες από όπου περνούσε η μεγάλη αυτή οδική αρτηρία.
Το Cursus Publicus εκτός από το κυρίως έργο του, που ήταν να επιτηρεί το οδικό δίκτυο, έπαιζε συχνά και το ρόλο της μυστικής αστυνομίας, καθώς είχε τη δυνατότητα να ελέγχει τις μετακινήσεις των πολιτών. Όμως, παρά τους συχνούς και αυστηρούς ελέγχους, τους μυστικούς πράκτορες του κράτους και τους καταδότες που υπήρχαν παντού, γίνονταν αρκετές παρατυπίες. Πολλοί ιδιώτες κατάφερναν, δωροδοκώντας τους κρατικούς υπαλλήλους, να χρησιμοποιούν τα κρατικά άλογα και οχήματα για να ταξιδέψουν από μυστικά μονοπάτια και δευτερεύοντες δρόμους, παρακάμπτοντας έτσι τα σημεία όπου έπρεπε να πληρώσουν φόρο. Ποιος είπε ότι αυτά τα φαινόμενα αποτελούν σημεία των δικών μας καιρών και μόνο; Η διακίνηση του ταχυδρομείου γινόταν αυστηρά και μόνο από το κράτος. Ήταν μεγάλο προνόμιο να μπορεί κανείς να στέλνει επιστολές με το κρατικό ταχυδρομείο, ενώ οι απλοί πολίτες έπρεπε να βρουν κάποιο ταξιδιώτη και να εμπιστευτούν σ’ αυτόν την αλληλογραφία τους.
Κατά μήκος της Εγνατίας οδού (όπως άλλωστε και σε άλλους ρωμαϊκούς δρόμους) υπήρχαν διάφοροι σταθμοί για ξεκούραση και ανεφοδιασμό. Οι Mutationes ήταν μικροί σταθμοί κυρίως για ανεφοδιασμό και βρίσκονταν σε απόσταση 7 ή 14 ρωμαϊκών μιλίων ο ένας από τον άλλο. Ένα άλλο είδος σταθμού ήταν οι Mansiones, πανδοχεία που υπήρχαν κάθε 30 με 40 μίλια, δηλαδή μιας μέρας δρόμο. Παράλληλα υπήρχαν και σταθμοί σε πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις, οι Stationes, που ήταν κωμοπόλεις ή πόλεις, στις οποίες μπορούσε κάποιος να μείνει περισσότερες μέρες.
Οι σταθμοί των δρόμων είχαν οργανωθεί κυρίως για την εξυπηρέτηση του αυτοκρατορικού ταχυδρομείου και τις μετακινήσεις των κρατικών αξιωματούχων. Για τους απλούς πολίτες υπήρχαν καταλύματα σε σπίτια και πανδοχεία κοντά στους δρόμους, τα οποία ονομάζονταν Deversoria και Cauponae.
Κατά μήκος των σημαντικότερων δρόμων και στα κυριότερα σημεία, υπήρχαν διάφορες στρατιωτικές εγκαταστάσεις, όπως Castra και Castella, καθώς και σταθμοί ελέγχου, φυλακές κλπ.
Ένας ρωμαϊκός σταθμός της Εγνατίας οδού βρέθηκε στις ανασκαφές που έγιναν κοντά στην πόλη Σελκ της Αλβανίας. Ο σταθμός ονομαζόταν Ad Quintum, και αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα ρωμαϊκού σταθμού, από τους ελάχιστους που σώζονται σήμερα.
Οι μετακινήσεις στο ρωμαϊκό οδικό δίκτυο γίνονταν με άλογο ή μουλάρια. Κάθε σταθμός ανεφοδιασμού διέθετε 20 άλογα για το ταχυδρομείο, ενώ περισσότερα υπήρχαν στους μεγαλύτερους σταθμούς. Υπήρχαν επίσης βόδια για τα κάρα και άλογα για τις μεταφορές.
Το κράτος προμηθευόταν τα άλογα επιβάλλοντας στους πολίτες έναν ειδικό «φόρο αλόγων» (collatio equorum). Ειδικά στις επαρχίες, οι πολίτες ήταν υποχρεωμένοι από το νόμο να διατηρούν ένα σταθερό αριθμό αλόγων που το κράτος χρησιμοποιούσε όποτε ήθελε για τις ανάγκες των δρόμων και του στρατού. Τα άλογα έπρεπε μάλιστα να ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες προδιαγραφές. Οι περιοχές της Ηπείρου και της σημερινής Αλβανίας ήταν από τις πιο βαριά φορολογούμενες επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους, αφού είχαν στο έδαφός τους δύο από τις αρτηρίες της Εγνατίας.
Εκτός από τα άλογα υπήρχαν και διάφοροι τύποι άμαξας. Από αυτές το Cisium είχε δύο τροχούς και ήταν ελαφρύ και γρήγορο. Η Rhaeda ήταν ένας πιο βαρύς και αργός τύπος άμαξας με 4 τροχούς, που την έσερναν 8 μουλάρια το καλοκαίρι και 10 το χειμώνα. Υπήρχαν επίσης οι τύποι Carro με 4 τροχούς και Birota με δύο. Μετακινήσεις γίνονταν επίσης με Lectica (φορεία) που τα σήκωναν δούλοι. Με ένα τέτοιο φορείο μεταφέρθηκε ο Κικέρωνας εξόριστος από το Δυρράχιο στη Θεσσαλονίκη.
Στις μετακινήσεις τους οι ρωμαϊκές λεγεώνες περπατούσαν 20-24.000 βήματα την ημέρα. Στο θεολογικό του σύγγραμμα Expositio in Psalmum, που περιέχεται στην Patrologiae Latinae, ο Αμβρόσιος, επίσκοπος Μεδιολάνων στα τέλη του 4ου αιώνα, περιγράφει το ταξίδι του πάνω στην Εγνατία οδό: «Όταν ένας στρατιώτης ξεκινάει να μπει στην οδό, δεν ακολουθεί δική του πορεία κόβοντας δρόμο, αλλά τηρεί το δρομολόγιο που έχουν καθορίσει οι αξιωματικοί του. Περπατάει με τα όπλα του στη δεξιά πλευρά του δρόμου, ώστε να μπορεί να πάρει προμήθειες στα καθορισμένα σημεία. Εάν ακολουθήσει άλλη πορεία δε θα βρει κατάλυμα, ούτε τρόφιμα».
Ο στρατός περπατούσε 3 μέρες και την 4η ξεκουραζόταν σε πόλεις με απόσταση 3-4 μέρες μεταξύ τους ή και παραπάνω όταν υπήρχαν άφθονες προμήθειες και νερό. Έτσι οι στρατιώτες έφταναν σχετικά ξεκούραστοι στις μεγάλες πόλεις, όπου είχαν την ευκαιρία να αναπαυθούν περισσότερες μέρες. Μπορούσαν να καλύψουν την απόσταση από το Δυρράχιο ως τη Θεσσαλονίκη σε 50 περίπου ημέρες και από εκεί ως την Κωνσταντινούπολη σε 25. Πιο εύκολο ήταν βέβαια γι’ αυτούς που διέθεταν άλογο. Με κανονικές συνθήκες, ένας έφιππος μπορούσε να καλύψει την απόσταση από το Δυρράχιο ως τη Θεσσαλονίκη, 267 ρωμαϊκά μίλια, μέσα σε 8 μέρες. Από το Δυρράχιο ως την Κωνσταντινούπολη χρειαζόταν 21 μέρες, αν και οι αγγελιαφόροι και το κρατικό ταχυδρομείο μπορούσαν να καλύψουν στο ίδιο χρονικό διάστημα την απόσταση από τη Ρώμη ως την Κωνσταντινούπολη. Η διαδρομή με πλοίο από την ιταλική χερσόνησο ως την Κωνσταντινούπολη απαιτούσε 2 ως 3 μήνες.
Αλλά βέβαια, σε έκτακτες περιπτώσεις ένα ταξίδι 10 ημερών μπορούσε να γίνει σε μια μόνο μέρα, αλλάζοντας άλογο σε κάθε σταθμό, όπως μας περιγράφει ο ιστορικός Προκόπιος στην Απόκρυφη Ιστορία του.
ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ
Η Εγνατία οδός συνέχισε να είναι ένας σημαντικός δρόμος και τη βυζαντινή εποχή, παρά το γεγονός ότι η διοικητική έδρα της Δ. Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε τον 4ο αιώνα από τη Ρώμη στο Μιλάνο, οπότε η Εγνατία εξυπηρετούσε κυρίως την επικοινωνία άλλων πόλεων της βαλκανικής με τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη. Στον οριζόντιο άξονα της Εγνατίας προστέθηκε μια κάθετη διαβαλκανική αρτηρία, με σημείο συνάντησης τη Θεσσαλονίκη, στο λιμάνι της οποίας συνέκλιναν επίσης οι ναυτικοί δρόμοι από τα λιμάνια της Ανατολής και του Πόντου.
Από το Βελιγράδι και τη Σαρδική (Σόφια), οι αρτηρίες αυτές οδηγούσαν στη Θεσσαλονίκη εμπορεύματα, ταξιδιώτες και προσκυνητές, οι οποίοι μέσω της Εγνατίας κατευθύνονταν στη συνέχεια προς την Κωνσταντινούπολη, αλλά και στην αντίθετη κατεύθυνση, προς τις πόλεις της Αδριατικής.
Τη σημασία της παλιάς Εγνατίας στη βυζαντινή εποχή μαρτυρούν επίσης οι τελωνειακοί σταθμοί που λειτουργούσαν κατά μήκος της. Στη Θεσσαλονίκη, την Οχρίδα, την Έδεσσα, την Αμφίπολη, τους Φιλίππους και τη Χρυσούπολη, οι φοροεισπράκτορες επέβαλλαν στα καραβάνια έναν ειδικό εμπορικό φόρο που ονομαζόταν «κομέρκιον».
Τον 8ο μ.Χ. αιώνα η εξουσία του Βυζαντίου άρχισε να εξασθενεί. Τα σλαβικά φύλα επικράτησαν γύρω από την Οχρίδα και το ταξίδι στην Ήπειρο έπαψε να είναι ασφαλές. Για να παρακάμψουν την επικίνδυνη περιοχή, οι ταξιδιώτες από την Ιταλία κατευθύνονταν με πλοίο στα λιμάνια του Κορινθιακού, ανέβαιναν από στεριά στη Θεσσαλονίκη και μετά ακολουθούσαν το ασφαλές τμήμα της Εγνατίας μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Τη διαδρομή αυτή ακολούθησε κι ο Λιουτπράνδος, επίσκοπος της ιταλικής πόλης Κρεμόνα, όταν επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη.
Μετά τις νικηφόρες εκστρατείες του Βασιλείου Βουλγαροκτόνου εναντίον του Σαμουήλ, τον 11ο αιώνα, η μετακίνηση πάνω στην Εγνατία οδό έγινε για άλλη μια φορά ασφαλής. Παρόλα αυτά οι ταξιδιώτες εξακολούθησαν να προτιμούν την προηγούμενη διαδρομή.
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ
Μερικούς αιώνες αργότερα, όταν εδραιώθηκε η Οθωμανική εξουσία, ο δρόμος άρχισε πάλι να χρησιμοποιείται σε όλο του το μήκος. Η Εγνατία βοήθησε τους Τούρκους να εξαπλωθούν και να καταλάβουν τη Βαλκανική. Το δρόμο αυτό ακολούθησαν οι γαζήδες, οι πολεμιστές της πίστης του Ισλάμ, προς τη Θράκη, τη Μακεδονία και από εκεί προς την Αλβανία, τη Σερβία και τη Βοσνία. Οι Οθωμανοί φρόντισαν για τη συντήρηση και φύλαξη του δρόμου και έκτισαν κατά μήκος του χάνια, καραβάν σεράια και μπεζεστένια (σκεπαστές αγορές για τη φύλαξη των προϊόντων). Όπως στο Μέτσοβο, έτσι και σε πολλά άλλα σημαντικά περάσματα οι Οθωμανοί έδωσαν ειδικά προνόμια στους κατοίκους των γύρω χωριών, για να συντηρούν και να φρουρούν το δρόμο.
Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η Εγνατία ήταν ο κυριότερος χερσαίος δρόμος μετακίνησης εμπορευμάτων. Δέρματα, καπνά, πρώτες ύλες και μαλλί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ταξίδευαν προς τις παραδουνάβιες χώρες και την Κεντρική Ευρώπη με καραβάνια, που στην επιστροφή τους μετέφεραν διάφορα ευρωπαϊκά είδη πολυτελείας.
Ακόμα και στις αρχές του 20ου αιώνα, η Εγνατία ήταν η μόνη αμαξιτή οδός που οδηγούσε από την Κωνσταντινούπολη στις μουσουλμανικές περιοχές της Βοσνίας. Στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, το δρόμο εποφθαλμιούσαν και οι δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις (η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Ιταλία εναντίον της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Βουλγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) γιατί τους εξασφάλιζε διέξοδο προς τα λιμάνια της Μεσογείου.
Με την κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δημιουργήθηκαν νέα σύνορα που διέκοπταν τη ροή των ταξιδιωτών και του εμπορίου. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και η διεθνής πολιτική διαίρεση που ακολούθησε, επιδείνωσε ακόμα περισσότερο τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη της Βαλκανικής και η Εγνατία Οδός ξεχάστηκε τελείως. Σήμερα τμήματά της βρίσκονται στην Αλβανία, στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και στην Ανατολική Θράκη, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της παραμένει σε ελληνικό έδαφος.
Η ΝΕΑ ΕΓΝΑΤΙΑ
Από τις ακτές της Αδριατικής ως την Κωνσταντινούπολη, ο δρόμος σήμερα είναι αργός και γεμάτος ταλαιπωρίες. Δε φαίνεται να έχουν αλλάξει πολλά πράγματα από τη ρωμαϊκή εποχή, τότε που ένας έφιππος ταξιδιώτης μπορούσε να κάνει τη διαδρομή σε 20 περίπου μέρες.
Τα πλεονεκτήματα μιας οδικής αρτηρίας που θα συνδέει τις ακτές του Ιονίου με τον Εύξεινο Πόντο ήταν ανέκαθεν γνωστά. Η κατασκευή ενός τέτοιου οδικού άξονα εξασφαλίζει τη σύντομη και ασφαλή σύνδεση της Δ. Ευρώπης με την Ανατολή, ακολουθώντας τη χάραξη μιας ιστορικής οδού που έχει παίξει ακριβώς τον ίδιο ρόλο στην αρχαιότητα.
Η Νέα Εγνατία θα συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με την αρχαία. Ο νέος αυτός αυτοκινητόδρομος θα έχει περιορισμένες προσβάσεις, με διαχωριστική νησίδα και δυο λωρίδες κυκλοφορίας σε κάθε κατεύθυνση.
Θα περιλαμβάνει 23 σήραγγες με συνολικό μήκος 18 χλμ,
Ο νέος αυτός αυτοκινητόδρομος υπόσχεται να μας οδηγεί μέσα σε 5 ώρες από το ένα άκρο της Β. Ελλάδας στο άλλο, με ασυνήθιστη άνεση και ασφάλεια και, στο βαθμό που είναι δυνατόν, χωρίς να καταστρέφει το φυσικό μεγαλείο του τόπου μας.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
[1] Κοντά στο Γαλλικό ποταμό βρέθηκε το μιλιάριο του Γναίου Εγνάτιου που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Η ελληνική και λατινική του επιγραφή αναφέρει το όνομα του ανθύπατου Γναίου Εγνάτιου (2ος π.Χ. αιώνας), από τον οποίο πήρε το όνομά της η Εγνατία οδός και πιστοποιεί ότι η απόσταση μεταξύ Δυρραχίου και Θεσσαλονίκης ήταν 267 ρωμαϊκά μίλια, όπως είναι επίσης γνωστή από τον ιστορικό Πολύβιο.
Σήμερα όμως οι νέες γεωπολιτικές συνθήκες φέρνουν στο προσκήνιο γι’ άλλη μια φορά την αρχαία διαδρομή. Οι πολιτικές αντιθέσεις ανάμεσα στις δυτικές και τις ανατολικές χώρες έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σ’ ένα πνεύμα οικονομικής συνεργασίας. Η Ελλάδα είναι κομμάτι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ συγχρόνως η Τουρκία επιδιώκει με κάθε μέσο να ενώσει κι αυτή την τύχη της με την Ευρώπη. Και σαν συνέπεια αυτής της νέας, αλλά συγχρόνως τόσο παλιάς κατάστασης, η Εγνατία Οδός γίνεται ξανά πραγματικότητα.
Η Νέα Εγνατία θα αρχίζει από το λιμάνι της Ηγουμενίτσας και περνώντας κοντά στα Ιωάννινα, τα Γρεβενά, την Κοζάνη, τη Βέροια, τη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα και την Αλεξανδρούπολη, θα καταλήγει στα ελληνοτουρκικά σύνορα στη θέση Κήποι, αφού θα έχει καλύψει μια απόσταση 660 χλμ.
Η αρχαία Εγνατία είχε δυο κλάδους που βρίσκονταν στην Epirus Nova (σημερινή Αλβανία), που τα χρόνια εκείνα ήταν επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η Εγνατία ήταν από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς και εμπορικούς δρόμους της αρχαιότητας, ο άξονας που συνέδεε τη Ρώμη με τις κτήσεις της στην Ανατολή. Οι δυο κλάδοι της ξεκινούσαν από διαφορετικά λιμάνια της Αδριατικής, ο ένας από το Δυρράχιο και ο άλλος από την Απολλωνία στη σημερινή Αλβανία. Οι δυο κλάδοι ενώνονταν κοντά στο Mutatio Claudiana (σημερινό Ρογκότζινε) κι από εκεί, ακολουθώντας την ίδια περίπου πορεία με το σημερινό δρόμο μέσω της κοιλάδας του Γενούσου ποταμού, έφταναν στην πόλη Σκάμπα (σημερινό Ελβασάν). Στη συνέχεια η Εγνατία διέσχιζε τα Καντάβια όρη και κατέβαινε στην περιοχή του Πόγραδετς. Μετά ακολουθούσε τη δυτική όχθη της λίμνης Οχρίδας κι ανέβαινε στο Μέλανα Δρίνο (Δρίλωνα) τον οποίο περνούσε στη θέση Στρούγκα (σήμερα στη FYROM). Από εκεί έφτανε στη Λυχνιδό (σημερινή Οχρίδα), μια σημαντική πόλη της ρωμαϊκής και βυζαντινής εποχής. Από τη Λυχνιδό ο δρόμος κατευθυνόταν βόρεια προς το όρος Διαβατό, το οποίο περνούσε σε υψόμετρο 1.169 μέτρα και έφτανε στην Ηράκλεια Λιγκιστίδα, το γνωστό Μοναστήρι, που σήμερα ονομάζεται Μπίτολα. Από εκεί διέσχιζε την πεδιάδα της Πελαγονίας, έμπαινε στο χώρο της σημερινής Ελλάδας και ακολουθώντας διαδρομή δυτικότερα της σύγχρονης εθνικής οδού Κοζάνης-Φλώρινας, παρέκαμπτε από το νότο τη λίμνη Βεγορίτιδα, οδεύοντας μέσω της Άρνισσας προς το σταθμό Ad Duodecimum (σημερινή Άγρα) και την Έδεσσα. Στην περιοχή Φαράγγι έχουν βρεθεί πέτρες από το υπόστρωμα της αρχαίας Εγνατίας που πιστοποιούν αυτήν την πορεία.
Η Εγνατία δεν περνούσε μέσα από την Έδεσσα, αλλά υπήρχε ένας μικρότερος δρόμος που οδηγούσε ως τη νότια πύλη της αρχαίας πόλης. Ένα μιλιάριο που βρέθηκε κοντά στο χωριό Ριζάρι, καθώς και τα λείψανα μιας ρωμαϊκής γέφυρας στο χωριό Άσπρη Πέτρα, μας δείχνουν ότι ο δρόμος ακολουθούσε τις πλαγιές του όρους Βαρνούντα, διέσχιζε την Πέλλα και κατευθυνόταν προς τη γέφυρα του ποταμού Αξιού. Στη συνέχεια, περνούσε τον ποταμό Εχέδωρο (σημερινό Γαλλικό) κοντά στη σημερινή γέφυρά του[1] και ακολουθώντας την κατεύθυνση του σύγχρονου δρόμου, έφτανε στη Χρυσή Πύλη της Θεσσαλονίκης.
Η αρχαία Εγνατία συνέχιζε την ανατολική διαδρομή της έξω από τα τείχη της πόλης, ακολουθώντας την ίδια σχεδόν πορεία με το σημερινό δρόμο προς το Λαγκαδά, διέσχιζε τους λόφους που αποτελούν συνέχεια του Χορτιάτη (αρχαίου όρους Κισσού), περνούσε στα νότια των λιμνών Αγίου Βασιλείου και Βόλβης, μέσα από τα στενά της Ρεντίνας, ως την Αμφίπολη, σημαντική πόλη της αρχαιότητας, κτισμένη στις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα
Συνεχίζοντας από την Αμφίπολη κατευθυνόταν βόρεια στην κοιλάδα της σημερινής Δράμας, απ’ όπου διασχίζοντας την απότομη οροσειρά κατέβαινε στους Φιλίππους και τη Νεάπολη. Περνούσε το Νέστο ποταμό στο ύψος που αρχίζει να σχηματίζεται το δέλτα (για να αποφύγει τα έλη στις εκβολές του ποταμού) και έφτανε στο μυχό της λίμνης Βιστωνίδας. Από εκεί κατευθυνόταν προς τις πόλεις Μαξιμιανούπολη και Τραϊανούπολη (κοντά στη σημερινή Αλεξανδρούπολη) και κατέληγε στα Κύψελα, πόλη της Θράκης που σήμερα βρίσκεται στην ευρωπαϊκή Τουρκία. Αργότερα, όταν ο Μ. Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, η Εγνατία επεκτάθηκε από τα Κύψελα μέχρι τη νέα πρωτεύουσα. Γι’ αυτό επικράτησε να ονομάζεται από τους μεταγενέστερους «Εγνατία οδός» ο δρόμος που οδηγεί από την Παλαιά στη Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη).
Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ
Ο μεγάλος αυτός δρόμος αποτελούσε προέκταση της Αππίας οδού, που κατέληγε στην πόλη Εγνατία ή Γναθία κοντά στο αρχαίο Βρινδήσιο. Κατά την επικρατέστερη όμως εκδοχή, η Εγνατία οφείλει το όνομά της στον ανθύπατο Γναίο Εγνάτιο, ο οποίος υπήρξε πιθανόν ο κατασκευαστής ή ο εμπνευστής της.
Η Εγνατία κατασκευάστηκε αρχικά για να εξυπηρετήσει τις στρατιωτικές ανάγκες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στις επαρχίες της βαλκανικής χερσονήσου. Παράλληλα όμως χρησίμευε και για τη διακίνηση εμπορευμάτων καθώς και τη μετακίνηση ταξιδιωτών και βοήθησε στην ειρηνική διείσδυση αντιλήψεων και ιδεών. Την Εγνατία οδό ακολούθησε ο Απόστολος Παύλος, κηρύσσοντας καθοδόν το Χριστιανισμό από την Παλαιστίνη ως τη Ιλλυρία.
Για 2.000 περίπου χρόνια υπήρξε ο μοναδικός δρόμος με αυτή τη διαδρομή κι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τύχη της Ρώμης και των Βυζαντινών, των Σέρβων και των Τούρκων. Ρωμαίοι στρατηγοί, όπως ο Πομπήιος, ο Οκταβιανός, ο Κάσιος και ο Βρούτος προσπάθησαν να την καταλάβουν για να κυριαρχήσουν στα παλιά αστικά κέντρα της Μεσογείου.
Οι Ρωμαίοι είχαν τελειοποιήσει πολύ την τέχνη της οδοποιίας. Κατασκεύαζαν δρόμους πάνω σε αναχώματα κι έχτιζαν γέφυρες για να περάσει ο δρόμος, χωρίς να εμποδίζεται η απορροή των νερών της βροχής. Αρχικά έσκαβαν μια τάφρο και στερέωναν τις πλευρές της με μεγάλες πέτρες. Ισοπέδωναν τη βάση του χαντακιού κι έστρωναν άμμο με ασβέστη. Πάνω σ’ αυτό τοποθετούσαν το Statumen, πέτρες δεμένες με κονίαμα ή πηλό. Το δεύτερο στρώμα ήταν το Rudus, μικρές πέτρες και σπασμένα κεραμίδια για να αποστραγγίζουν το νερό. Ακολουθούσε το Nucleus, από άμμο και χαλίκι. Η τελική επίστρωση ήταν πλάκες ή πέτρες τοποθετημένες ώστε να σχηματίζουν μια σχεδόν συνεχή επιφάνεια, πιο γνωστή σε μας ως καλντερίμι. Οι σημερινοί αυτοκινητόδρομοι ακολουθούν την ίδια περίπου διαστρωμάτωση.
Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς κατασκευάστηκε η αρχαία Εγνατία. Ο δρόμος πρέπει να έγινε τμηματικά και να ολοκληρώθηκε μεταξύ του 146 π.Χ, όταν η Μακεδονία προσαρτήθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και του 118 π.Χ., όταν πέθανε ο ιστορικός Πολύβιος που μας έχει αφήσει τις πρώτες πληροφορίες για την Εγνατία.
Η αρχαία οδός μάς είναι επίσης γνωστή από τις περιγραφές του Ρωμαίου ιστορικού Στράβωνα, που έζησε μέχρι το 23 μ.Χ. Σ’ αυτόν οφείλουμε και μια εθνολογική περιγραφή των περιοχών από τις οποίες περνούσε ο δρόμος: «Ταύτην δη την οδόν εκ των περί την Επίδαμνον (Δυρράχιο) και την Απολλωνίαν τόπων ιούσιν εν δεξιά μεν εστί τα Ηπειρωτικά έθνη, κλυζόμενα τω Σικελικώ πελάγει, μέχρι του Αμβρακικού κόλπου, εν αριστερά δε τα όρη των Ιλλιριών, α προδιήλθομεν, και τα έθνη τα παροικούντα μέχρι Μακεδονίας και Παιόνων». Ο Στράβων αναφέρει επίσης ότι η Εγνατία ήταν σε όλο το μήκος της «βεβηματισμένη κατά μίλιον και κατεστηλωμένη μέχρι Κυψέλων και Έβρου ποταμού», δηλαδή είχε μετρηθεί με βάση το μίλι (χίλια βήματα, από τη λατινική λέξη millia που σημαίνει χίλια) και είχε εφοδιαστεί με μιλιάρια, δηλαδή μεγάλες λίθινες στήλες που σημείωναν κάθε νέο μίλι, με αφετηρία την Απολλωνία ή το Δυρράχιο στην Αδριατική και τέρμα τα Κύψελα κοντά στον Έβρο ποταμό.Σύμφωνα με τον ίδιο ιστορικό, το συνολικό μήκος της οδού από το Δυρράχιο μέχρι τον ποταμό Έβρο, ήταν 4.458 στάδια ή 535 ρωμαϊκά μίλια, ενώ η απόσταση από την Απολλωνία ήταν λίγο μικρότερη, 4.280 στάδια. Με άλλα λόγια, η Εγνατία κάλυπτε μια απόσταση 800 περίπου χλμ.
Αρχαία Εγνατία (έξω από την Καβάλα) |
Η παλιά Εγνατία αναφέρεται στις αρχαίες πηγές ως Via Militaris, δηλαδή στρατιωτικός δρόμος, γιατί εξυπηρετούσε πρώτιστα τις ανάγκες του στρατού, το κρατικό ταχυδρομείο, τους αξιωματούχους του κράτους και μόνο περιστασιακά τους απλούς πολίτες.
Για να ταξιδέψει ένας πολίτης στην Εγνατία έπρεπε προηγουμένως να έχει εξασφαλίσει άδεια μετακίνησης (Diploma) από την κρατική διοίκηση δημοσίων έργων (Cursus Publicus) που ήταν υπεύθυνη για την επιτήρηση των δημόσιων δρόμων. Η διοίκηση περιλάμβανε δύο επιμελητείες: το σώμα αγγελιαφόρων Cursus Veloci (ή Rapidi) και την Cursus Angariae (ή Clabularis), επιφορτισμένη να μεταφέρει τους αξιωματούχους του κράτους. Το Cursus Angariae μετέφερε επίσης αυτοκρατορικά αγαθά, όπως χρυσό και ασήμι από τα ορυχεία της Μακεδονίας.
Εκτός από τα Diplomata, δηλαδή τις άδειες μετακίνησης, μπορούσε κάποιος να προμηθευτεί και τα Litterae Evectionis, συστατικές επιστολές που επέτρεπαν στους ταξιδιώτες να χρησιμοποιούν τα δημόσια άλογα και οχήματα. Αυτό βέβαια ίσχυε επίσημα μόνο για τους κρατικούς υπαλλήλους και τους στρατιωτικούς, αλλά και οι απλοί πολίτες μπορούσαν να έχουν μια τέτοια άδεια, αν είχαν γνωριμίες με τον επαρχιακό διοικητή. Συχνά οι άδειες αυτές γίνονταν πηγή πλούτου γι’ αυτούς που τις εξέδιδαν, ιδιαίτερα στις επαρχίες από όπου περνούσε η μεγάλη αυτή οδική αρτηρία.
Το Cursus Publicus εκτός από το κυρίως έργο του, που ήταν να επιτηρεί το οδικό δίκτυο, έπαιζε συχνά και το ρόλο της μυστικής αστυνομίας, καθώς είχε τη δυνατότητα να ελέγχει τις μετακινήσεις των πολιτών. Όμως, παρά τους συχνούς και αυστηρούς ελέγχους, τους μυστικούς πράκτορες του κράτους και τους καταδότες που υπήρχαν παντού, γίνονταν αρκετές παρατυπίες. Πολλοί ιδιώτες κατάφερναν, δωροδοκώντας τους κρατικούς υπαλλήλους, να χρησιμοποιούν τα κρατικά άλογα και οχήματα για να ταξιδέψουν από μυστικά μονοπάτια και δευτερεύοντες δρόμους, παρακάμπτοντας έτσι τα σημεία όπου έπρεπε να πληρώσουν φόρο. Ποιος είπε ότι αυτά τα φαινόμενα αποτελούν σημεία των δικών μας καιρών και μόνο; Η διακίνηση του ταχυδρομείου γινόταν αυστηρά και μόνο από το κράτος. Ήταν μεγάλο προνόμιο να μπορεί κανείς να στέλνει επιστολές με το κρατικό ταχυδρομείο, ενώ οι απλοί πολίτες έπρεπε να βρουν κάποιο ταξιδιώτη και να εμπιστευτούν σ’ αυτόν την αλληλογραφία τους.
Κατά μήκος της Εγνατίας οδού (όπως άλλωστε και σε άλλους ρωμαϊκούς δρόμους) υπήρχαν διάφοροι σταθμοί για ξεκούραση και ανεφοδιασμό. Οι Mutationes ήταν μικροί σταθμοί κυρίως για ανεφοδιασμό και βρίσκονταν σε απόσταση 7 ή 14 ρωμαϊκών μιλίων ο ένας από τον άλλο. Ένα άλλο είδος σταθμού ήταν οι Mansiones, πανδοχεία που υπήρχαν κάθε 30 με 40 μίλια, δηλαδή μιας μέρας δρόμο. Παράλληλα υπήρχαν και σταθμοί σε πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις, οι Stationes, που ήταν κωμοπόλεις ή πόλεις, στις οποίες μπορούσε κάποιος να μείνει περισσότερες μέρες.
Οι σταθμοί των δρόμων είχαν οργανωθεί κυρίως για την εξυπηρέτηση του αυτοκρατορικού ταχυδρομείου και τις μετακινήσεις των κρατικών αξιωματούχων. Για τους απλούς πολίτες υπήρχαν καταλύματα σε σπίτια και πανδοχεία κοντά στους δρόμους, τα οποία ονομάζονταν Deversoria και Cauponae.
Κατά μήκος των σημαντικότερων δρόμων και στα κυριότερα σημεία, υπήρχαν διάφορες στρατιωτικές εγκαταστάσεις, όπως Castra και Castella, καθώς και σταθμοί ελέγχου, φυλακές κλπ.
Ένας ρωμαϊκός σταθμός της Εγνατίας οδού βρέθηκε στις ανασκαφές που έγιναν κοντά στην πόλη Σελκ της Αλβανίας. Ο σταθμός ονομαζόταν Ad Quintum, και αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα ρωμαϊκού σταθμού, από τους ελάχιστους που σώζονται σήμερα.
Αρχαία Εγνατία (δίπλα στη Ρωμαϊκή αγορά στους Φιλίππους) |
Το κράτος προμηθευόταν τα άλογα επιβάλλοντας στους πολίτες έναν ειδικό «φόρο αλόγων» (collatio equorum). Ειδικά στις επαρχίες, οι πολίτες ήταν υποχρεωμένοι από το νόμο να διατηρούν ένα σταθερό αριθμό αλόγων που το κράτος χρησιμοποιούσε όποτε ήθελε για τις ανάγκες των δρόμων και του στρατού. Τα άλογα έπρεπε μάλιστα να ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες προδιαγραφές. Οι περιοχές της Ηπείρου και της σημερινής Αλβανίας ήταν από τις πιο βαριά φορολογούμενες επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους, αφού είχαν στο έδαφός τους δύο από τις αρτηρίες της Εγνατίας.
Εκτός από τα άλογα υπήρχαν και διάφοροι τύποι άμαξας. Από αυτές το Cisium είχε δύο τροχούς και ήταν ελαφρύ και γρήγορο. Η Rhaeda ήταν ένας πιο βαρύς και αργός τύπος άμαξας με 4 τροχούς, που την έσερναν 8 μουλάρια το καλοκαίρι και 10 το χειμώνα. Υπήρχαν επίσης οι τύποι Carro με 4 τροχούς και Birota με δύο. Μετακινήσεις γίνονταν επίσης με Lectica (φορεία) που τα σήκωναν δούλοι. Με ένα τέτοιο φορείο μεταφέρθηκε ο Κικέρωνας εξόριστος από το Δυρράχιο στη Θεσσαλονίκη.
Στις μετακινήσεις τους οι ρωμαϊκές λεγεώνες περπατούσαν 20-24.000 βήματα την ημέρα. Στο θεολογικό του σύγγραμμα Expositio in Psalmum, που περιέχεται στην Patrologiae Latinae, ο Αμβρόσιος, επίσκοπος Μεδιολάνων στα τέλη του 4ου αιώνα, περιγράφει το ταξίδι του πάνω στην Εγνατία οδό: «Όταν ένας στρατιώτης ξεκινάει να μπει στην οδό, δεν ακολουθεί δική του πορεία κόβοντας δρόμο, αλλά τηρεί το δρομολόγιο που έχουν καθορίσει οι αξιωματικοί του. Περπατάει με τα όπλα του στη δεξιά πλευρά του δρόμου, ώστε να μπορεί να πάρει προμήθειες στα καθορισμένα σημεία. Εάν ακολουθήσει άλλη πορεία δε θα βρει κατάλυμα, ούτε τρόφιμα».
Ο στρατός περπατούσε 3 μέρες και την 4η ξεκουραζόταν σε πόλεις με απόσταση 3-4 μέρες μεταξύ τους ή και παραπάνω όταν υπήρχαν άφθονες προμήθειες και νερό. Έτσι οι στρατιώτες έφταναν σχετικά ξεκούραστοι στις μεγάλες πόλεις, όπου είχαν την ευκαιρία να αναπαυθούν περισσότερες μέρες. Μπορούσαν να καλύψουν την απόσταση από το Δυρράχιο ως τη Θεσσαλονίκη σε 50 περίπου ημέρες και από εκεί ως την Κωνσταντινούπολη σε 25. Πιο εύκολο ήταν βέβαια γι’ αυτούς που διέθεταν άλογο. Με κανονικές συνθήκες, ένας έφιππος μπορούσε να καλύψει την απόσταση από το Δυρράχιο ως τη Θεσσαλονίκη, 267 ρωμαϊκά μίλια, μέσα σε 8 μέρες. Από το Δυρράχιο ως την Κωνσταντινούπολη χρειαζόταν 21 μέρες, αν και οι αγγελιαφόροι και το κρατικό ταχυδρομείο μπορούσαν να καλύψουν στο ίδιο χρονικό διάστημα την απόσταση από τη Ρώμη ως την Κωνσταντινούπολη. Η διαδρομή με πλοίο από την ιταλική χερσόνησο ως την Κωνσταντινούπολη απαιτούσε 2 ως 3 μήνες.
Αλλά βέβαια, σε έκτακτες περιπτώσεις ένα ταξίδι 10 ημερών μπορούσε να γίνει σε μια μόνο μέρα, αλλάζοντας άλογο σε κάθε σταθμό, όπως μας περιγράφει ο ιστορικός Προκόπιος στην Απόκρυφη Ιστορία του.
Αρχαία Εγνατία (στους Φιλίππους) |
Η Εγνατία οδός συνέχισε να είναι ένας σημαντικός δρόμος και τη βυζαντινή εποχή, παρά το γεγονός ότι η διοικητική έδρα της Δ. Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε τον 4ο αιώνα από τη Ρώμη στο Μιλάνο, οπότε η Εγνατία εξυπηρετούσε κυρίως την επικοινωνία άλλων πόλεων της βαλκανικής με τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη. Στον οριζόντιο άξονα της Εγνατίας προστέθηκε μια κάθετη διαβαλκανική αρτηρία, με σημείο συνάντησης τη Θεσσαλονίκη, στο λιμάνι της οποίας συνέκλιναν επίσης οι ναυτικοί δρόμοι από τα λιμάνια της Ανατολής και του Πόντου.
Από το Βελιγράδι και τη Σαρδική (Σόφια), οι αρτηρίες αυτές οδηγούσαν στη Θεσσαλονίκη εμπορεύματα, ταξιδιώτες και προσκυνητές, οι οποίοι μέσω της Εγνατίας κατευθύνονταν στη συνέχεια προς την Κωνσταντινούπολη, αλλά και στην αντίθετη κατεύθυνση, προς τις πόλεις της Αδριατικής.
Τη σημασία της παλιάς Εγνατίας στη βυζαντινή εποχή μαρτυρούν επίσης οι τελωνειακοί σταθμοί που λειτουργούσαν κατά μήκος της. Στη Θεσσαλονίκη, την Οχρίδα, την Έδεσσα, την Αμφίπολη, τους Φιλίππους και τη Χρυσούπολη, οι φοροεισπράκτορες επέβαλλαν στα καραβάνια έναν ειδικό εμπορικό φόρο που ονομαζόταν «κομέρκιον».
Τον 8ο μ.Χ. αιώνα η εξουσία του Βυζαντίου άρχισε να εξασθενεί. Τα σλαβικά φύλα επικράτησαν γύρω από την Οχρίδα και το ταξίδι στην Ήπειρο έπαψε να είναι ασφαλές. Για να παρακάμψουν την επικίνδυνη περιοχή, οι ταξιδιώτες από την Ιταλία κατευθύνονταν με πλοίο στα λιμάνια του Κορινθιακού, ανέβαιναν από στεριά στη Θεσσαλονίκη και μετά ακολουθούσαν το ασφαλές τμήμα της Εγνατίας μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Τη διαδρομή αυτή ακολούθησε κι ο Λιουτπράνδος, επίσκοπος της ιταλικής πόλης Κρεμόνα, όταν επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη.
Μετά τις νικηφόρες εκστρατείες του Βασιλείου Βουλγαροκτόνου εναντίον του Σαμουήλ, τον 11ο αιώνα, η μετακίνηση πάνω στην Εγνατία οδό έγινε για άλλη μια φορά ασφαλής. Παρόλα αυτά οι ταξιδιώτες εξακολούθησαν να προτιμούν την προηγούμενη διαδρομή.
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ
Μερικούς αιώνες αργότερα, όταν εδραιώθηκε η Οθωμανική εξουσία, ο δρόμος άρχισε πάλι να χρησιμοποιείται σε όλο του το μήκος. Η Εγνατία βοήθησε τους Τούρκους να εξαπλωθούν και να καταλάβουν τη Βαλκανική. Το δρόμο αυτό ακολούθησαν οι γαζήδες, οι πολεμιστές της πίστης του Ισλάμ, προς τη Θράκη, τη Μακεδονία και από εκεί προς την Αλβανία, τη Σερβία και τη Βοσνία. Οι Οθωμανοί φρόντισαν για τη συντήρηση και φύλαξη του δρόμου και έκτισαν κατά μήκος του χάνια, καραβάν σεράια και μπεζεστένια (σκεπαστές αγορές για τη φύλαξη των προϊόντων). Όπως στο Μέτσοβο, έτσι και σε πολλά άλλα σημαντικά περάσματα οι Οθωμανοί έδωσαν ειδικά προνόμια στους κατοίκους των γύρω χωριών, για να συντηρούν και να φρουρούν το δρόμο.
Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η Εγνατία ήταν ο κυριότερος χερσαίος δρόμος μετακίνησης εμπορευμάτων. Δέρματα, καπνά, πρώτες ύλες και μαλλί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ταξίδευαν προς τις παραδουνάβιες χώρες και την Κεντρική Ευρώπη με καραβάνια, που στην επιστροφή τους μετέφεραν διάφορα ευρωπαϊκά είδη πολυτελείας.
Ακόμα και στις αρχές του 20ου αιώνα, η Εγνατία ήταν η μόνη αμαξιτή οδός που οδηγούσε από την Κωνσταντινούπολη στις μουσουλμανικές περιοχές της Βοσνίας. Στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, το δρόμο εποφθαλμιούσαν και οι δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις (η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Ιταλία εναντίον της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Βουλγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) γιατί τους εξασφάλιζε διέξοδο προς τα λιμάνια της Μεσογείου.
Με την κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δημιουργήθηκαν νέα σύνορα που διέκοπταν τη ροή των ταξιδιωτών και του εμπορίου. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και η διεθνής πολιτική διαίρεση που ακολούθησε, επιδείνωσε ακόμα περισσότερο τις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη της Βαλκανικής και η Εγνατία Οδός ξεχάστηκε τελείως. Σήμερα τμήματά της βρίσκονται στην Αλβανία, στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και στην Ανατολική Θράκη, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της παραμένει σε ελληνικό έδαφος.
Η ΝΕΑ ΕΓΝΑΤΙΑ
Από τις ακτές της Αδριατικής ως την Κωνσταντινούπολη, ο δρόμος σήμερα είναι αργός και γεμάτος ταλαιπωρίες. Δε φαίνεται να έχουν αλλάξει πολλά πράγματα από τη ρωμαϊκή εποχή, τότε που ένας έφιππος ταξιδιώτης μπορούσε να κάνει τη διαδρομή σε 20 περίπου μέρες.
Εγνατία (λιμάνι Ηγουμενίτσας) |
Εγνατία (στην περιοχή των Ιωαννίνων) |
Εγνατία (Σήραγγες Ταξιάρχη) |
25 ανισόπεδους κόμβους
Η επίδραση που θα ασκήσει ο καινούργιος αυτοκινητόδρομος στην οικονομική ζωή των περιοχών από τις οποίες θα περάσει, θα είναι πολύ σημαντική. Ένας τόσο σημαντικός άξονας μεταφοράς θα προσδώσει νέα βαρύτητα στην ελληνική Μακεδονία και θα υποστηρίξει με τον πιο ισχυρό τρόπο τη Θεσσαλονίκη ως το κυριότερο εμπορικό και οικονομικό κέντρο των Βαλκανίων.
Η Νέα Εγνατία πρόκειται να συνδεθεί επίσης με δυο μεγάλους διεθνείς οδικούς άξονες που προγραμματίζονται για να ενώνουν το Βορρά με το Νότο. Ο ένας θα κατεβαίνει από την πόλη Λιουμπλιάνκα της Σλοβενίας μέχρι την Αθήνα, τέμνοντας εγκάρσια την Εγνατία. Ο άλλος θα συνδέει τα λιμάνια της Βαλτικής με τον Εύξεινο Πόντο και θα καταλήγει στην Αλεξανδρούπολη. Η Ελλάδα μαζί με τη Φιλανδία, τη Ρωσία, τη Λιθουανία, τη Λευκορωσία, την Ουκρανία, τη Μολδαβία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, έχουν υπογράψει συμφωνία για την κατασκευή αυτού του άξονα από το Ελσίνκι μέχρι το Ορμένιο, μέσω Πετρούπολης, Μόσχας, Κιέβου, Οδησσού και Κίτσινεβ. Η σημασία της Εγνατίας οδού, συνδεδεμένης με τους κάθετους διευρωπαϊκούς οδικούς άξονες, θα πολλαπλασιαστεί.
Ο νέος αυτοκινητόδρομος θα εξυπηρετεί σε μεγάλο βαθμό τους στόχους της ανάπτυξης και της συνοχής μέσα στη μεγάλη ενιαία αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά συγχρόνως θα παρέχει σοβαρά πλεονεκτήματα στη χώρα μας. Αν η Ελλάδα κατορθώσει να ολοκληρώσει έγκαιρα το έργο, πολύ σύντομα ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής ζωής των Βαλκανίων θα περνάει από την Εγνατία οδό και συνεπώς από την Ελλάδα.
Εγνατία (Χαραδρογέφυρα Μετσόβου) |
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
[1] Κοντά στο Γαλλικό ποταμό βρέθηκε το μιλιάριο του Γναίου Εγνάτιου που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Η ελληνική και λατινική του επιγραφή αναφέρει το όνομα του ανθύπατου Γναίου Εγνάτιου (2ος π.Χ. αιώνας), από τον οποίο πήρε το όνομά της η Εγνατία οδός και πιστοποιεί ότι η απόσταση μεταξύ Δυρραχίου και Θεσσαλονίκης ήταν 267 ρωμαϊκά μίλια, όπως είναι επίσης γνωστή από τον ιστορικό Πολύβιο.
Πολύ ενδιαφέρον και περιεκτικό άρθρο. Θα μπορουσατε να παραθέσετε με κάποιο τρόπο τη σχετική βιβλιογραφία. Με ενδιαφέρει κυρίως η χρήση της Εγνατίας κατά τη Βυζανινή Μεταβυζαντινή εποχή και συγκεκριμένα στην περιοχή της Θράκης
ΑπάντησηΔιαγραφή