Αν σκεφτούμε ότι το πρώτο χριστουγεννιάτικο δώρο αγοράστηκε το 1823, ότι το στολισμένο έλατο διαδόθηκε στην πατρίδα του το 1830 και ότι οι άγιες μέρες απέκτησαν το μαγικό τους «πνεύμα» το 1834, τότε ο 19ος αιώνας κατέχει χωρίς συζήτηση το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας της νεότερης ιστορίας των Χριστουγέννων. Και το τρίγωνο Αγγλία - Γερμανία - Αμερική, κατέχει τη γνώση της διάδοσής της στα πέρατα του κόσμου.
Ποιος στόλισε το πρώτο έλατο
Το τωρινό έμβλημα των Χριστουγέννων έχει βαθιά παγανιστικές ρίζες. Χάνονται σε εποχές που οι άνθρωποι κοσμούσαν τους τόπους λατρείας στους χειμωνιάτικους μήνες με κλαδιά από όλων των ειδών τα αειθαλή δέντρα.
Στολισμένο δέντρο εθεάθη δημόσια πρώτη φορά το Μεσαίωνα. Σ’ ένα από τα θαυματουργά μυστήρια/αναπαραστάσεις που γίνονταν την εποχή εκείνη, εμφανίστηκε ένα κλαδί από έλατο στολισμένο με μήλα. Το αειθαλές έλατο συμβόλιζε την αθανασία, τα κόκκινα μήλα το προπατορικό αμάρτημα και όλο μαζί τον κήπο της Εδέμ. Οι Ευρωπαίοι γοητεύθηκαν από το σκηνικό και το υιοθέτησαν σε διάφορες εκδοχές στα σπιτικά τους. Άζυμα ψωμάκια (πρώιμα πρόσφορα) και άλλες μορφές λιλιπούτειων αρτοσκευασμάτων άρχισαν να προστίθενται στα διακοσμητικά στοιχεία. Αυτά με το ζόρι θα μπορούσε κανείς να τα χαρακτηρίσει χριστουγεννιάτικα δέντρα. Δεν είχαν τίποτα να κάνουν με τη μυθοπλασία των Χριστουγέννων, με τις μπάλες και τα λαμπιόνια, όμως ήταν ένας προάγγελος για το διακοσμητικό τους μέλλον.
Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, ο θρύλος θέλει εμπνευστή του πρώτου χριστουγεννιάτικου δέντρου τον Martin Luther King. Ένα βράδυ παραμονής Χριστουγέννων, καθώς γύριζε - λέει - στο σπίτι του, είδε το χειμωνιάτικο ξάστερο ουρανό και το παιχνίδισμα που έκανε το ασημένιο φως των αστεριών στα νοτισμένα από την υγρασία δέντρα και μαγεύτηκε. Φτάνοντας στο σπίτι του, βάλθηκε να αναπαραστήσει τη μαγευτική εικόνα για χάρη των παιδιών του, προσθέτοντας στα κλαδιά του οικογενειακού δέντρου αναμμένα κεράκια.
Ιστορικά πάντως σαν έθιμο το χριστουγεννιάτικο δέντρο ανήκει στη λουθηριανή παράδοση. Συναντιέται για πρώτη φορά επίσημα στο Στρασβούργο, στις αρχές του 17ου αιώνα. Αργεί να επεκταθεί, γιατί οι θρησκευτικές καταβολές του έκαναν τους Καθολικούς καχύποπτους απέναντί του, αποκλείοντας έτσι την υιοθέτησή του από το μεγαλύτερο μέρος της γερμανικής περιφέρειας. Μόλις το 1830 το χριστουγεννιάτικο δέντρο μπόρεσε να γίνει επίσημο έθιμο της πραγματικής του πατρίδας, της Γερμανίας. Και από εκεί να επεκταθεί στη χριστουγεννιάτικη Ευρώπη και στην Αμερική από Γερμανούς μετανάστες.
Ένα χριστουγεννιάτικο δώρο για το 1823
Όχι! Οι ρίζες των μακροσκελών καταλόγων δώρων που φτιάχνουμε σήμερα δεν εμπνέονται από τη σμύρνα, το χρυσό και το λιβάνι που χάρισαν οι μάγοι στο βρέφος της Βηθλεέμ. Η ανθρωπότητα βέβαια πάντα αντάλλαζε δώρα με χίλιες δυο αφορμές, αλλά η διαφορά έγκειται στο ότι αντάλλαζε αυτά που ήδη είχε, δεν αγόραζε για να χαρίσει.
Η τρέλα των χριστουγεννιάτικων αγορών αντλεί την καταγωγή της από την τρέλα των gifts books, που κυριάρχησε σε Αγγλία και Ηνωμένες Πολιτείες στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Ποτέ πριν την έκδοση αυτών των επετειακών/εποχικών βιβλίων, η προσφορά δώρων τα Χριστούγεννα δεν είχε τον επιτακτικό χαρακτήρα που έχει πλέον.
Τα gifts books ήταν μικρά βιβλιαράκια που κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά για να απαντήσουν στην ανάγκη των κυρίων για ένα χριστουγεννιάτικο αναμνηστικό προς τις κυρίες, ως ένδειξη των λεπτών τους αισθημάτων. Σε ελαφρύ λογοτεχνικό ύφος, αποτελούνταν από μικρές ρομαντικές ιστορίες, κείμενα για τον έρωτα και άλλα πράγματα, ποιήματα για την αιώνια αγάπη... Το πρώτο από αυτά τα βιβλία κυκλοφόρησε στην Αγγλία ακολουθώντας το γαλλογερμανικό μοντέλο. Είχε τίτλο «Μη με ξεχνάς: Ένα χριστουγεννιάτικο και πρωτοχρονιάτικο δώρο για το 1823».
Η επιτυχία ήταν τεράστια. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησε σειρά από «Μη με ξεχνάς» βιβλιαράκια, που με τη σειρά της γέννησε την ανταγωνίστρια σειρά «Προσφορά φιλίας: Ένα χριστουγεννιάτικο ή πρωτοχρονιάτικο δώρο για το 1824».
Οι Αμερικανοί εκδότες άργησαν να πιάσουν την ιδέα, αλλά όταν τα κατάφεραν, της έδωσαν να καταλάβει. Ενώ το 1831 κυκλοφόρησαν συνολικά 69 gifts books, τα 55 στην Αγγλία και τα 14 στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1840 τα αμερικανικά βιβλιαράκια είχαν αφήσει σε ποσότητα πολύ πίσω τους Άγγλους. Ήταν δερματόδετα κι εξαιρετικά καλαίσθητα, με μια κενή πρώτη σελίδα που περίμενε το πενάκι του δωρητή να γράψει την προσωπική ευχή ή αφιέρωση. Η εικονογράφηση (κυρίως λεπτοδουλεμένες γκραβούρες) ήταν πάντα υψηλής ποιότητας και είχε την υπογραφή των πιο διάσημων ονομάτων της εποχής: Thomas Sully, Sir Thomas Lawrence, Asher Durand, William Blake. Τα βιβλιαράκια σύντομα μετατράπηκαν σε σύμβολα κοινωνικής θέσης. Έβγαιναν κάθε χρόνο όλο και περισσότερα, οι ανάγκες για υλικό ανώτερου επιπέδου αυξάνονταν, οι πωλήσεις άγγιζαν τα όρια της μαζικής τρέλας. Το αποτέλεσμα ήταν η ασύστολη κλοπή περιεχομένου των αγγλικών εκδόσεων από μέρους των Αμερικανών, μέχρι που ο Αμερικανικός Εμφύλιος έβαλε μια τελεία στην παράνοια και στην επιτυχημένη εμπορική δραστηριότητα που τη συντηρούσε.
Όμως η επιρροή των gifts books κράτησε για πάντα. Μέχρι την εμφάνισή τους η προσφορά χριστουγεννιάτικων δώρων δεν ήταν υποχρεωτική, ούτε καν προς τα παιδιά. Και ξαφνικά το να χαρίζεις χριστουγεννιάτικα δώρα, έστω και με τη μορφή βιβλίων, έγινε η απόλυτη επιταγή. Από την «Επίσκεψη του Santa Claus» του Clement Clarke Moore (άλλο ένα gift book ορόσημο) και έπειτα δεν υπήρξε παιδάκι που να μην περιμένει τέτοιες μέρες το δώρο του, αλλά ούτε και γονιός που να μην του το πάρει.
Το ορόσημο των «Christmas Carols»
Αν στους Γερμανούς και στους Αμερικανούς πιστώνονται τα παγκόσμια σύμβολα του χριστουγεννιάτικου έλατου και της αγοράς δώρων, για το «Πνεύμα των Χριστουγέννων» θα πρέπει να υποκλιθούμε στους Άγγλους. Χωρίς το ομότιτλο έργο του Charles Dickens, η πίστη μας στο θαύμα των ημερών θα ήταν θολή και ασαφής, χωρίς περίγραμμα. Επιπλέον θα είχαμε χάσει τον πιο δημοφιλή αντιήρωα των ημερών: τον Εμπενέζερ Σκρούτζ.
Πάμε πάλι πίσω, εκεί στα μισά του 19ου αιώνα, που δημιουργήθηκαν τα νεώτερα ορόσημα των Χριστουγέννων. Η Αγγλία υποφέρει από δραματικές οικονομικές αντιθέσεις, το χάσμα μεταξύ των χιλιάδων φτωχών και των ελάχιστων πλουσίων είναι τερατώδες. Ο συγγραφέας Charles Dickens, προσπαθώντας στα έργα του να απαλύνει τη σκληρή καθημερινότητα του κόσμου, καταφεύγει στο παρελθόν. Ζωντανεύει μνήμες «παλιού, καλού καιρού», πλέκει καθημερινότητες με ξεχασμένες παραδόσεις, εξυφαίνει ιστορίες γεμάτες συναισθήματα αγάπης και συμπόνιας με πρωταγωνιστές «ανθρώπους που παραμένουν άνθρωποι». Σε πείσμα της ζοφερής πραγματικότητας, ο συγγραφέας ορθώνει εποχές που ακόμη συνέβαιναν θαύματα και ζούσαν πνεύματα ικανά να κάνουν τους κακούς καλούς με μια τους επίσκεψη.
Στις 19 Νοεμβρίου του 1843 μια μικρή εφημερίδα προαναγγέλλει την επερχόμενη έκδοση μιας τέτοιας ιστορίας: το «Christmas Carols». Στις 25 του ίδιου μήνα κυκλοφορούν 10 αντίτυπα χέρι - χέρι μεταξύ γνωστών. Στις 17 Δεκεμβρίου το βιβλίο κυκλοφορεί επίσημα. Ξεπουλάει μέχρι τα Χριστούγεννα. Ο κόσμος το λατρεύει και πιέζει για επανεκτυπώσεις. Οι εκδότες, προσπαθώντας να ανταποκριθούν, τυπώνουν ό,τι βρουν χρησιμοποιώντας ακόμα και δοκιμαστικά προσχέδια. Γι’ αυτό το βιβλίο κυκλοφορεί ταυτόχρονα με δυο διαφορετικά εξώφυλλα: αλλού είναι πράσινο και κόκκινο κι αλλού κόκκινο και μπλε με κίτρινο φινίρισμα.
Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, το «Christmas Carols» (ή «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» ή «Το πνεύμα των Χριστουγέννων») θα γνωρίσει αμέτρητο αριθμό επανεκδόσεων σε εκατοντάδες γλώσσες. Ο Dickens όμως δε θα πάρει ποτέ χρήματα για τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του. Δεν είχε φροντίσει να υπογράψει συμβόλαιο... Από τη Φιλαδέλφεια στη Νέα Υόρκη και από εκεί στο Λονδίνο και στη Λειψία, η πειρατεία των «Carols» δεν είχε τελειωμό. Θεατρικές παραστάσεις ανέβαιναν με τιμές και δόξες στο Λονδίνο ακολουθώντας λαθραίες εκδόσεις, βασισμένες πάντα στην ίδια συγκινητική ιστορία. Ο κόσμος δε λέει να χορτάσει τη μαγεία της και δε βαριέται να βλέπει τον θλιβερό και μίζερο γεροτσιγκούνη Εμπενέζερ Σκρούτζ να μετατρέπεται μετά την επίσκεψη του Πνεύματος των Χριστουγέννων στον πιο γλυκό, καλοσυνάτο και γενναιόδωρο παππούλη του κόσμου.
Ακόμα και σήμερα, στην εποχή της σούπερ εμπορευματοποίησης της γιορτής, η ίδια η τηλεόραση θα στριμώξει πάντα μέσα στο πρόγραμμά της μια από τις άπειρες διασκευές του μικρού διαμαντιού του Dickens... ξοδεύοντας τον πολύτιμο διαφημιστικό της χρόνο.
Ο θρύλος του Santa Claus
Αλλού βαστάει πένα και χαρτί, αλλού γίνεται περιοδικό ο ίδιος, αλλού σκαρώνει παιχνίδια με τα ξωτικά του, σκαρφαλώνει σε καμινάδες και παραχώνει δώρα σε κάλτσες φωνάζοντας «χο, χο, χο». Ο άγιος, εμπορικό σήμα, των Χριστουγέννων έχει τη δική του μαγική ιστορία πίστης, προσφοράς και... εμπορικότητας.
Φυσικά, ο «Μέγας Βασίλειος», ο άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεν έχει καμιά σχέση με τον Santa Claus: ο ορθόδοξος άγιος υπήρξε άγιος των γραμμάτων, μέγας Πατέρας της Εκκλησίας, Επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας. Ήταν λεπτός, ασκητικός, μάλλον ασθενικός, μελαχρινός, με σκούρα μαλλιά και δεν μοίραζε δώρα στα παιδιά. Μοίραζε αγάπη και γνώση, ήταν φιλάνθρωπος και ελεήμονας. Λέγεται ότι στη μεγάλη πείνα του 368 ίδρυσε ένα ολόκληρο συγκρότημα από φιλανθρωπικά ιδρύματα, μια πραγματική νέα πόλη, προς τιμή του ονομάστηκε Βασιλειάδα. Πέθανε στις 31 Δεκεμβρίου του 378, σκορπώντας μεγάλη και αφόρητη θλίψη στο ποίμνιό του και σε ολόκληρο τον ορθόδοξο Ελληνισμό, που γιορτάζει τη μνήμη του κάθε Πρωτοχρονιά.
Ο Άγιος Νικόλαος ταξιδεύει...
Ο Santa Claus δεν είναι άλλος από τον «δικό» μας άγιο Νικόλαο, «μετεξελιγμένο» και αναμεμειγμένο με ήρωες, μύθους και θρύλους από τη βόρεια Ευρώπη. Ο άγιος Νικόλαος γεννήθηκε το 280 μ.Χ. στα Πάταρα της Λυκίας, από γονείς ευσεβείς και πλούσιους. Τους έχασε σε ηλικία 13 ετών εξαιτίας λοιμού και έγινε κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας, την οποία διέθετε για να ανακουφίζει τους φτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά. Νεότατος, έγινε επίσκοπος στη Μύρα, αφού απέκτησε ιδιαίτερη φήμη. Πέθανε το 330 ή 333 μ.Χ. (το 342 μ.Χ. σύμφωνα με την Καθολική Εκκλησία), όμως η φήμη του «θαυματουργού» άγιου εξαπλώθηκε στη Δύση, ιδιαίτερα μεταξύ των ναυτικών. Το 1087 Ιταλοί ναυτικοί έκλεψαν το λείψανο του Νικολάου από τον τάφο του στη Μύρα, για να το προστατεύσουν από τους πειρατές, και το μετέφεραν στο Μπάρι, με μεγάλες τιμές. Αργότερα, γράφτηκε πως εκείνη την ημέρα θεραπεύτηκαν 47 άνθρωποι.
Μαζί με τα λείψανα του αγίου «ταξίδεψαν» στη Δύση και οι θρύλοι που τον συνόδευαν. Σύμφωνα με έναν από αυτούς, κάποιος έμπορος από τα Πάταρα είχε χάσει την περιουσία του και δεν μπορούσε να θρέψει την οικογένειά του.
Οι τρεις κόρες του, για να βγάλουν την οικογένεια από τη δύσκολη θέση, αποφάσισαν να ρίξουν κλήρο. Όποια κληρωνόταν, θα γινόταν πόρνη για να μαζέψει χρήματα για την προίκα των άλλων. Ο κλήρος έπεσε στη μεγαλύτερη. Ο Νικόλαος μαθαίνοντας την τραγική αυτή ιστορία, θέλησε να βοηθήσει την οικογένεια. Έτσι, μια νύχτα που όλοι κοιμούνταν, σκαρφάλωσε στη στέγη και έριξε μικρά πουγκιά με χρυσό από την καμινάδα, τα οποία «προσγειώθηκαν» μέσα στις βρεγμένες κάλτσες των κοριτσιών που ήταν κρεμασμένες στο τζάκι για να στεγνώσουν. Έτσι προέκυψε το έθιμο να μπαίνουν τα δώρα των Χριστουγέννων σε κάλτσες κρεμασμένες στο τζάκι.
Με τον ίδιο τρόπο, ο θρύλος του προστάτη των ναυτικών και των παιδιών έγινε αιτία να εμφανιστεί το έθιμο προσφοράς δώρων (που ήταν πιο πολύ κεράσματα, χριστουγεννιάτικα φρούτα, μήλα, πορτοκάλια, καρύδια και γλυκά) στα παιδιά την ημέρα της μνήμης του, στις 6 Δεκεμβρίου. Από εκεί ξεπήδησε και ο «Santa Claus» (παράφραση του Saint Nicholas), ενώ το έθιμο της ανταλλαγής δώρων συνδέθηκε σιγά-σιγά με τα Χριστούγεννα. Μέχρι τότε, ο άγιος απεικονιζόταν με γκρίζα ή μαυριδερή γενειάδα, να πετάει στον ουρανό πάνω σ’ ένα λευκό άλογο.
Τα χρόνια της Μεταρρύθμισης και της Διαμαρτύρησης, η λατρεία των Καθολικών αγίων περιορίστηκε και χλευάστηκε. Στις Κάτω Χώρες όμως και ιδίως στην Ολλανδία, ο Sinter Klaas (Saint Nicholas) εξακολουθούσε να λατρεύεται από τους Διαμαρτυρομένους ως προστάτης των ναυτικών, των εμπόρων και των παιδιών. Οι Ολλανδοί μετέφεραν τη φήμη του αγίου στο Άμστερνταμ, όπου τον «συγχώνευσαν» με έναν δικό τους, παγανιστικό τοπικό ήρωα του χειμώνα, τον Wooden, γερμανικής προέλευσης. Σ’ αυτήν την εκδοχή του ο Αϊ Βασίλης έχει λευκή γενειάδα, φτάνει με πλοίο από την Ισπανία, έχει μαζί του έναν Μαυριτανό βοηθό, τον Zwart Piet (Μαύρο Πίτ) που βάζει στο σάκο του τα κακά παιδιά και γυρίζει τη χώρα, καβάλα στο άσπρο άλογό του.
Ο Irving και το «St. Nicolas Magazine»
Το 1626 Ολλανδοί Καλβινιστές, μεταναστεύοντας στην Αμερική, πήραν μαζί τους και την εικόνα του αγίου Νικολάου (Sinter Klaas). Στο Νέο Άμστερνταμ (που αργότερα θα ονομαζόταν Νέα Υόρκη) ο Sinter Klaas παρέμεινε στα αζήτητα, ώσπου το 1773 εμφανίστηκε για πρώτη φορά το όνομα Santa Claus. Το πρόσωπο που ανασκεύασε τον θρύλο ήταν ο Αμερικανός λαϊκός συγγραφέας Washington Irving. Γράφοντας την ιστορία της Νέας Υόρκης για λογαριασμό του Ιστορικού Συλλόγου της Νέας Υόρκης, που θεωρούσε τον «Saint Nicholas» προστάτη της πόλης, ο Irving δανείστηκε στοιχεία από την ολλανδική εκδοχή του αγίου Νικολάου και τον περιέγραψε σαν πολεμιστή άγιο, προστάτη των Αμερικανών επαναστατών, να έρχεται πάνω σ’ ένα άλογο (χωρίς βοηθούς) και να μοιράζει δώρα.
Το Νοέμβριο του 1873 κάνει την εμφάνισή του στην Αμερική το «St. Nicolas Magazine», με άλλα λόγια το περιοδικό του Αϊ Βασίλη. Ακολουθώντας τα εικαστικά και συγγραφικά πρότυπα της βικτωριανής παιδικής λογοτεχνίας, που ανθούσε στη Μεγάλη Βρετανία, το περιοδικό είχε ως αντικείμενο τη «διάπλαση των παίδων», αλλά σε μια λιγότερο ηθικοπλαστική βάση σε σχέση με τον... ανταγωνιστή του, το «The Youths Companion», που εκδιδόταν ήδη από το 1827. Εκδότης του ήταν ο Charles Scribner, αλά το περιοδικό εξελίχτηκε σε αληθινό «διαμαντάκι» όταν το 1881 ξανασχεδιάστηκε από την Charles Scribner’s Sons. Από τις σελίδες του παρέλασαν οι πιο διάσημοι συγγραφείς παιδικών βιβλίων και πιο φημισμένοι εικονογράφοι: από τον Ellis Parker Butler και τον Norman Rockwell μέχρι τον Livingston Hopkins, τον Norman Price και τον George T. Tobin. Πολλά από τα «κλασικά κι αγαπημένα» των παιδιών φιλοξενήθηκαν ως σειρές στο «St. Nicolas Magazine», μεταξύ των οποίων «Το βιβλίο της ζούγκλας» του Kipling. Το περιοδικό συνέχισε να βγαίνει μέχρι το 1941, σχεδόν 60 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση.
Ίσως η φαεινότερη διαφημιστική ιδέα...
Το Δεκέμβριο του 1823, όλα άλλαξαν με το χριστουγεννιάτικο ποιηματάκι που έγινε γρήγορα πολύ δημοφιλές, το «Η Επίσκεψη του αγίου Νικολάου», πιο γνωστό ως «Η νύχτα πριν από τα Χριστούγεννα» (The Night Before Christmas), του Clement Clarke Moore. Το ποίημα «λανσάρει» έναν Αϊ Βασίλη - ξωτικό, που κυκλοφορεί με έλκηθρο, που το σέρνουν ελάφια και μπαίνει στα σπίτια μας από τις καμινάδες, για να μοιράσει γλυκά και παιχνίδια στα φρόνιμα παιδιά. Η σύγχρονη αμερικανική εκδοχή του Santa Claus ήταν πια γεγονός. Τι λείπει; Η εικόνα της. Ένας συνδυασμός διαφήμισης, ταλέντου και καλού μάρκετινγκ δίνει την απόλυτη λύση: εκείνη του ροδομάγουλου γεράκου με τον κόκκινο σκούφο και την άσπρη γενειάδα.
Το 1931, ο καλλιτέχνης Haddon Sundblom, πήρε εντολή από την Coca Cola να σχεδιάσει τη χριστουγεννιάτικη διαφημιστική καμπάνια της εταιρείας με πρωταγωνιστή τον άγιο των Χριστουγέννων, τον Saint Nicholas. Ο Sundblom είχε την ιδέα να προβάλει μια πιο ανθρώπινη, ζεστή και οικεία εικόνα του αγίου. Γι’ αυτό, αντί για το λεπτοκαμωμένο και μάλλον ασκητικό πρότυπο, επέλεξε για μοντέλο έναν φίλο του συνταξιούχο έμπορο, τον Lou Prentice, και σχεδίασε έναν Santa ψηλό, κοιλαρά, γλυκό, καλοσυνάτο και ροδομάγουλο, με κόκκινο κουστούμι και σκούφο, ίσως η φαεινότερη ιδέα στην ιστορία της διαφήμισης.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’40 ο Prentice πέθανε και ο Sundblom χρησιμοποίησε πλέον τον εαυτό του και την οικογένειά του σαν μοντέλα, για να προσθέσει στη μορφή του Santa και άλλα στοιχεία. Στα επόμενα 40 πορτρέτα - παραλλαγές του αγίου που φιλοτέχνησε ως το 1964, εμφανίζεται η γυναίκα του Elizabeth ως Mrs Claus, καθώς και οι τρεις κόρες του, τα 15 εγγόνια του, οι γείτονες και οι φίλοι του, άλλοτε ως βοηθοί του Santa Claus και άλλοτε ως μέλη των οικογενειών που τον περιμένουν τη νύχτα των Χριστουγέννων. Ο Sundblom πέθανε το 1976, ζωγραφίζοντας έναν Χριστό. Σχεδόν 30 χρόνια αργότερα (και 80 χρόνια μετά το ντεμπούτο της) η εικόνα του χοντρούλη, χαμογελαστού παππού με τον κόκκινο σκούφο, που δημιούργησε ένας Αμερικανο-Σουηδός ζωγράφος για ένα αναψυκτικό, είναι πια, παγκόσμια, η ίδια η ιδέα των Χριστουγέννων...
Πηγή: Εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»
Η Γέννηση και το άστρο της Βηθλεέμ
Η χρονολογία της Γέννησης
Δεν είναι άγνωστο ότι το ισχύον ημερολόγιο είναι λανθασμένο. Ακόμα από τον 16ο αιώνα ο Laurence Suslyga επισήμανε ότι το ημερολόγιο που εισήγαγε το 534 μ.Χ. ο Έλληνας μοναχός Διονύσιος ο Μικρός και το οποίο ισχύει μέχρι και σήμερα, παρουσιάζει σφάλμα 4 τουλάχιστον ετών, έτσι ώστε, ενώ λέμε ότι σήμερα μπαίνουμε στο έτος 2009 μ.Χ., στην πραγματικότητα, αρχίζουμε να διανύουμε το 2013 μ.Χ.
Το λάθος αυτό έγινε ως εξής: Ο Διονύσιος στηρίχθηκε στην πληροφορία του Κλήμη της Αλεξάνδρειας (150-220 μ.Χ.), σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς γεννήθηκε το 28ο έτος της αυτοκρατορίας του Οκταβιανού και καθόρισε ότι το έτος αυτό ήταν το 754 από κτίσεως Ρώμης. Αυτό λοιπόν το έτος το ονόμασε 1ο μ.Χ. Το ότι περιέπεσε σε σφάλμα αποδεικνύεται από τα ακόλουθα αναμφισβήτητα ιστορικά και Ευαγγελικά δεδομένα:
1) Σύμφωνα με τις πληροφορίες των Ευαγγελιστών Ματθαίου (2:1) και Λουκά (1:5), ο Ιησούς γεννήθηκε «κατά τις ημέρες του βασιλιά Ηρώδη». Αλλά ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος μας πληροφορεί ότι ο Ηρώδης πέθανε λίγο πριν το Πάσχα του έτους 750 από κτίσεως Ρώμης (4 π.Χ.) και μάλιστα λίγο μετά την 13η Μαρτίου του έτους αυτού, οπότε συνέβη έκλειψη της Σελήνης, με την οποίαν οι Ιουδαίοι συνέδεσαν το θάνατο του Ηρώδη που συνέβη σχεδόν αμέσως μετά (Ιώσηπος, Αρχ. Βιβλίο 14-15, 18). Συνεπώς, ο Ιησούς θα πρέπει οπωσδήποτε να γεννήθηκε πριν τη 13η Μαρτίου του 4 π.Χ.
2) Εξάλλου, κατά τον Ευαγγελιστή Λουκά, ο Ιησούς βαπτίστηκε σε ηλικία περίπου 30 ετών, το 15ο έτος της ηγεμονίας του Καίσαρα Τιβέριου (Λουκ.3:1-3, 23). Επειδή, όμως, σύμφωνα με τις ιστορικές πληροφορίες, ο Καίσαρας Τιβέριος έλαβε τον τίτλο του Imperius Majus το 765 από κτίσεως Ρώμης (12 μ.Χ.), το 15ο έτος της ηγεμονίας του αντιστοιχεί από 779-780 από κτίσεως Ρώμης (26-27 μ.Χ.). Και επειδή κατά το έτος αυτό ο Ιησούς ήταν 30 ετών, συμπεραίνουμε ότι το 1ο έτος της ζωής του Ιησού αντιστοιχεί με το έτος 750-751 από κτίσεως Ρώμης (4-3 π.Χ.). Επομένως, το έτος της γέννησης θα πρέπει να είναι το 750 από κτίσεως Ρώμης, δηλαδή το 4 π.Χ.
3) Τέλος υπάρχει και τρίτη πληροφορία, που δίνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, σύμφωνα με την οποία το πρώτο Πάσχα, μετά τη βάπτιση του Ιησού, συνέπιπτε με το 46ο έτος από την έναρξη των εργασιών ανοικοδόμησης του Ναού στην Ιερουσαλήμ: «Ο ναός αυτός οικοδομήθηκε σε 46 χρόνια» (Ιωάν.2:20). Επειδή, και πάλι κατά τις πληροφορίες του ιστορικού Ιώσηπου (Αρχ. ιΕ και Ιουδ. Πολ. Α, Ι ε5), η ανέγερση του Ναού άρχισε κατά το 18ο έτος της βασιλείας του Ηρώδη, που αντιστοιχεί στο διάστημα από 734-735 από κτίσεως Ρώμης (20-19 π.Χ.) συμπεραίνουμε ότι το 46ο έτος της ανοικοδόμησης του Ναού, που συμπίπτει με το 30ο έτος της ηλικίας του Ιησού, είναι το 779-780 από κτίσεως Ρώμης (26-27 μ.Χ.). Αλλά από αυτό προκύπτει και πάλι ότι ο Ιησούς γεννήθηκε το αργότερο κατά το 750 από κτίσεως Ρώμης, δηλαδή το 4 π.Χ. ή και πριν από αυτό.
Από όλα τα παραπάνω συνάγεται το αναμφισβήτητο συμπέρασμα, ότι η Γέννηση έλαβε χώρα πριν από το Μάρτιο του έτους 4 π.Χ. τουλάχιστον μερικούς μήνες.
Κι επειδή, κατά την κοινή παραδοχή των θεολόγων όλων των δογμάτων, τα γεγονότα της ζωής του Ιησού, όσα έλαβαν χώρα από τη βάπτισή Του μέχρι το πρώτο Πάσχα του δημόσιου βίου Του (όταν είχαν συμπληρωθεί τα 46 έτη από την ανοικοδόμηση του Ναού) δεν είναι δυνατόν να αντιστοιχούν σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 6 μηνών, συνάγεται ότι η βάπτιση πραγματοποιήθηκε το πολύ μέσα στους τελευταίους μήνες του έτους 780 από κτίσεως Ρώμης (27 μ.Χ.) και συνεπώς η Γέννηση θα πρέπει να έλαβε χώρα από τον Οκτώβριο του 5 π.Χ. μέχρι τα μέσα του Μαρτίου του 4 π.Χ., το πολύ, επειδή μετά δεν υπήρχε ο Ηρώδης.
Η συμβολή της Αστρονομίας
Επειδή, εξάλλου, εκτός από τα παραπάνω Ευαγγελικά δεδομένα, δεν υπάρχει καμιά άλλη ιστορική πληροφορία για το έτος της Γέννησης, εδώ και πολλά χρόνια έγινε προσφυγή στη συμβολή της αστρονομίας για τον καθορισμό του ακριβούς χρόνου κατά τον οποίον γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός.
Η προσφυγή στην αστρονομία δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο. Πολλές φορές συμβαίνει διάφορα γεγονότα να μη χρονολογούνται στις υπάρχουσες ιστορικές πηγές. Αν όμως ένα αχρονολόγητο ιστορικό γεγονός συνδέεται με κάποιο αστρονομικό φαινόμενο, τότε, με τη βοήθεια της αστρονομίας, προσδιορίζεται ο χρόνος του φαινομένου και κατά συνέπεια και ο χρόνος του ιστορικού γεγονότος.
Αλλά και για τη Γέννηση υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Επειδή, όπως είναι γνωστό, στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου, όπως και σε ορισμένα απόκρυφα ευαγγέλια, αναφέρεται ότι κατά τη Γέννηση παρατηρήθηκε από τους Μάγους «αστέρας», που με τη βοήθειά του μπόρεσαν να προγνώσουν τη Γέννηση «του βασιλιά των Ιουδαίων». Επιπλέον ο Ματθαίος παρέχει τις πληροφορίες των Μάγων για το χρόνο κατά τον οποίον εμφανίστηκε ο αστέρας. Επειδή λέει ότι «ο Ηρώδης, αφού κάλεσε κρυφά τους μάγους, εξακρίβωσε απ’ αυτούς τον καιρό που φάνηκε το αστέρι» και στη συνέχεια «βλέποντας ότι ξεγελάστηκε από τους μάγους, θύμωσε υπερβολικά και στέλνοντας, φόνευσε όλα τα παιδιά που ήσαν στη Βηθλεέμ και σε όλα τα όριά της, από δύο ετών και κάτω, σύμφωνα με τον καιρό που εξακρίβωσε από τους μάγους» (Ματθ.2:7,16).
Συνεπώς υπάρχουν σαφείς πληροφορίες ότι το φαινόμενο του αστέρα των Μάγων έλαβε χώρα δύο περίπου έτη πριν από τη Γέννηση και μάλιστα σε διάστημα μικρότερο των δύο ετών («από δύο ετών και κάτω»). Επιπλέον, σε όλο αυτό το διετές διάστημα θα πρέπει «το φαινόμενο» του αστέρα να ήταν συνέχεια ορατό, επειδή, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ευαγγελιστή, όταν οι Μάγοι έφτασαν στην Ιερουσαλήμ και μετά στη Βηθλεέμ, ο αστέρας φαινόταν ακόμα. Συγκεκριμένα λέει ο Ευαγγελιστής ότι ο Ηρώδης εξακρίβωσε το χρόνο «του φαινομένου αστέρα», δηλαδή του αστέρα που φαίνεται ακόμα και προσθέτει ότι κατά τη μετάβαση των Μάγων από την Ιερουσαλήμ στη Βηθλεέμ «το αστέρι, που είχαν δει στην ανατολή, προπορευόταν από αυτούς, μέχρις ότου φτάνοντας, στάθηκε πάνω εκεί όπου ήταν το παιδί» (Ματθ.2:9). Άρα, δε χωράει καμιά αμφιβολία ότι αυτό το αστρονομικό φαινόμενο πρέπει να έλαβε χώρα μέσα στο έτος 6 π.Χ., εφόσον, σύμφωνα με αυτά που ειπώθηκαν παραπάνω, η Γέννηση συνέβηκε μέσα στο εξάμηνο χρονικό διάστημα πριν της 13ης Μαρτίου του 4 π.Χ.
Οι Μάγοι
Πριν όμως εξηγήσουμε ποιος είναι ο αστέρας των Μάγων και καθορίσουμε τα σχετικά με τον ακριβή χρόνο της Γέννησης και της προσκύνησης των Μάγων, θα πρέπει να ειπωθούν μερικά πράγματα για του «Μάγους» της Βηθλεέμ. Το ερώτημα που προκύπτει είναι: «Από πού ήρθαν;» Η απάντηση που δίνεται είναι: «Μάγοι από ανατολάς...». Αυτό προϋποθέτει χώρες από τη Συρία και τη Μεσοποταμία μέχρι την Αραβία και την Περσία.
Ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας υποστηρίζει ότι ήταν Άραβες. Ο Τερτυλλιανός και ο Ιερώνυμος υποστήριζαν ότι ήταν Ναβαταίοι από την Πετραία Αραβία. Ο Ιάκωβος ο Ησύχιος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος τους θεωρούν Πέρσες και αυτό διατήρησε η ελληνική παράδοση. Ο Μέγας Αθανάσιος τους αναφέρει σαν Αιγύπτιους επαοιδούς. Τέλος ο Κέπλερ υποστήριζε ότι ήταν Χαλδαίοι, από τη χώρα όπου άκμαζε η αστρολογία. Οι ορθολογιστές ερευνητές θεωρούν ότι πλάστηκε ο μύθος των Μάγων από την Ανατολή, επειδή με την παρουσίαση και το προσκύνημά τους επικύρωναν προκαταβολικά την κοσμοσωτήρια αποστολή του νέου κυρίαρχου της Γης.
Τα ονόματά τους είναι γνωστά από ένα μωσαϊκό του βόρειου μεσαίου τοίχου του Αγ. Απολλινάριου του Νέου (Ραβέννα, 560 μ.Χ.): Γκεθασπώ, Μελχιώρ και Βιθισαρέα. Ο Βέδας ο Αιδέσιμος (Venerable Bede, 672-735 μ.Χ.) τους ονομάζει: Γκεθασπά, Μελχιώρ, Βιθισαρεά.
Η παράδοση, όμως, διατήρησε τα ονόματα των συγγραφέων του 9ου μ.Χ. αιώνα:
1) Μελχιώρ, νεαρός, πρόσφερε το λιβάνι που θα έκαιγε μετά το θάνατό Του και την αναμενόμενη ανάστασή Του, γιατί ήταν θνητός και Θεός μαζί.
2) Γκάσπαρ, μεσήλικας, που πρόσφερε το χρυσάφι, που συμβολίζει τη βασιλική Του ιδιότητα και την κοσμική Του βασιλεία.
3) Βαλτάσαρ, ηλικιωμένος, πρόσφερε τη σμύρνα, που συμβόλιζε την εξιλαστήρια θυσία Του πάνω στο σταυρό. Εμφανίζεται μελαψός, απ’ τη χώρα Σαβά (Αιθιοπία): «Οι βασιλιάδες της Αραβίας και της Σεβά θα προσφέρουν δώρα» (Ψαλμ.72:10).
Η προσκύνηση των Μάγων για τους Πατέρες της Εκκλησίας έλαβε συμβολικό χαρακτήρα. Η γονυκλισία τους είναι η υπόκλιση των αρχαίων ηλιολατρικών θρησκειών στον αληθινό Ήλιο της Δικαιοσύνης και εκφράζει την εύνοιά τους προς τη νέα θρησκεία.
Δεν είναι πολλά χρόνια που οι αρχαιολόγοι έφεραν στο φως μια ολόκληρη αστρονομική «βιβλιοθήκη» στον Ασσυρο-Βαβυλωνιακό χώρο. Βρέθηκε μεγάλο πλήθος πινακίδων, στις οποίες υπάρχουν γραμμένες με σφηνοειδή γραφή αστρονομικές παρατηρήσεις, που έγιναν κυρίως στη Σιπούρ της Βαβυλώνας, από το 700 π.Χ. μέχρι και τα χρόνια του Ιησού. Ήδη οι παρατηρήσεις αυτές υπολογίστηκαν πλήρως με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών και από το 1962 υπάρχει στη διάθεσή μας το πολύτιμο αυτό υλικό των αστρονομικών παρατηρήσεων, δημοσιευμένο στον 56ο τόμο των Χρονικών της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας.
Αυτό όμως που αποτελεί αληθινά μεγάλη ανακάλυψη, σχετικά με τον αστέρα της Βηθλεέμ, είναι η εύρεση πινακίδων, όπου αναγράφονται παρατηρήσεις μερικών από τα 93 επιμέρους φαινόμενα μιας μεγάλης συγκέντρωσης των πλανητών του 6 π.Χ. και μάλιστα εκείνων των φαινομένων, που όταν ερμηνευθούν αστρολογικά, θα ήταν δυνατόν να αποτελέσουν για τους αστρονόμους - αστρολόγους των χρόνων εκείνων, το πλήρες και επαρκές στοιχείο που προμήνυε τη «γέννηση του βασιλιά», να καθορίσουν τη θεία φύση Του, αλλά και να προσδιορίσουν τον τόπο και, το σπουδαιότερο, το χρόνο της Γέννησής Του.
Επειδή, όπως προκύπτει από όλες τις ιστορικές πληροφορίες, οι Μάγοι ήταν αστρονόμοι - αστρολόγοι, που εκτελούσαν τις παρατηρήσεις τους βασικά επί των «επτά πλανητών» με αποκλειστικό σκοπό την πρόγνωση και τον καθορισμό των γήινων πραγμάτων.
Το άστρο της Βηθλεέμ
Το όλο θέμα για το άστρο της Βηθλεέμ έχει σχέση με την ιστορικότητα ή όχι του προσώπου του Ιησού Χριστού. Έτσι:
α) Αν ο Ιησούς ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο (όπως υποστηρίζουν ο μαρξισμός και οι ορθολογιστές Δυτικοί φιλόσοφοι), τότε δεν υφίσταται και άστρο της Βηθλεέμ.
Αν, όμως, ο Ιησούς Χριστός είναι ιστορικό πρόσωπο, τότε:
β) Η εμφάνιση του άστρου ίσως είναι ένας καλοστημένος μύθος για να τονιστεί η θεία φύση του Ιησού προσδίνοντας παράλληλα εξαιρετική λαμπρότητα κι ιδιαίτερο μεγαλείο κατά τη γέννησή του.
γ) Ίσως είναι ένα καθαρά υπερβατικό γεγονός, που εντάσσεται στο γενικό πλαίσιο της ενσάρκωσης επί της Γης του Υιού και Λόγου του Θεού. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης δε θεωρούν με κανένα τρόπο το άστρο σαν αστρονομικό θέμα και δεν το εξετάζουν καθόλου έτσι, αφού η μελέτη του ξεφεύγει από τα όρια της γήινης επιστήμης.
δ) Ίσως να είναι ουράνιο σημάδι, συμβολικό άστρο των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης για τον αναμενόμενο Μεσσία. Άλλωστε η γέννηση σημαντικών ατόμων συνδέεται με ουράνια ή με μεγαλειώδη φυσικά φαινόμενα και με υπερβάσεις των γνωστών φυσικών νόμων, αφού με αυτό τον τρόπο ο Θεός γνωστοποιεί στους ανθρώπους την άφιξη στη Γη των εκλεκτών του.
ε) Τέλος, ίσως να είναι πραγματικά ένα αστρονομικό γεγονός. Βέβαια το πρόβλημα αστρονομικής επίλυσης του άστρου της Βηθλεέμ άρχισε κατά τον 16ο αιώνα, όταν οι ορθολογιστές θεολόγοι της Δύσης θέλησαν με επιστημονικοφανή τρόπο να αποδείξουν την ύπαρξη του άστρου. Η σκέψη ήταν απλή: Αν η αστρονομία μπορούσε να αποδείξει με στοιχεία την ύπαρξη του άστρου της Βηθλεέμ, την περίοδο που οι ιστορικοί τοποθετούσαν τη γέννηση του Ιησού στην Ιουδαία, τότε αυτόματα αποδεικνυόταν η ιστορικότητα αυτής της ίδιας της γέννησης!
Αν κι είναι αδύνατον να περιγράψουμε τη φύση, τη θέση και τον ακριβή χρόνο εμφάνισης του άστρου, γιατί δεν υπάρχουν τα απαραίτητα ιστορικά στοιχεία, ούτε και οι κατάλληλες αστρονομικές καταγραφές, παρόλα αυτά θα αναφέρουμε όλες τις πιθανές εκδοχές και απόψεις για τη φύση του άστρου της Βηθλεέμ. Αυτό προϋποθέτει ότι αποδεχόμαστε κατ’ αρχήν την άποψη ότι το άστρο της Βηθλεέμ, που περιγράφεται μόνο από τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, είναι ένα καθαρά αστρονομικό φαινόμενο, όπως το παρατήρησαν οι Μάγοι: «Επειδή, είδαμε το αστέρι του στην ανατολή και ήρθαμε για να τον προσκυνήσουμε... εξακρίβωσε απ’ αυτούς τον καιρό που φάνηκε το αστέρι... και να, το αστέρι, που είχαν δει στην ανατολή, προπορευόταν από αυτούς, μέχρις ότου φτάνοντας στάθηκε επάνω εκεί όπου ήταν το παιδί. Και καθώς είδαν το αστέρι, χάρηκαν με χαρά υπερβολικά μεγάλη» (Ματθ.2:1-12).
Σχετικά με το άστρο, πουθενά στον Ματθαίο δεν αναφέρεται η φύση του, ούτε ότι ήταν λαμπρό. Αυτό αναφέρεται μόνο στο απόκρυφο Ευαγγέλιο του Ιακώβου: «Είδαμε αστέρι πάρα πολύ μεγάλο που έλαμψε ανάμεσα στα άστρα, που αυτά δεν φαίνονταν. Και εμείς γνωρίσαμε ότι βασιλιάς γεννήθηκε στον Ισραήλ και ήρθαμε να τον προσκυνήσουμε» (ΧΧΙ, 1-2). Εκείνο που μας κάνει εντύπωση είναι ότι το Ευαγγέλιο του Ιακώβου περιγράφει επιπλέον μια φωτεινή νεφέλη κι ένα μεγάλο φως στο σπήλαιο όπου γεννήθηκε το θείο βρέφος: «Και στάθηκαν στο μέρος όπου ήταν το σπήλαιο και να μια νεφέλη φωτεινή επισκίαζε το σπήλαιο... και αμέσως η νεφέλη απομακρύνθηκε από το σπήλαιο και φάνηκε ένα μεγάλο φως μέσα στο σπήλαιο» (ΧΙΧ, 2, σελ.35-36).
Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει για ένα νέο άστρο που προκάλεσε την προσοχή των Μάγων και που τους καθοδήγησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο ταξίδι τους. Και όμως, σαν φαινόμενο ήταν δυσδιάκριτο για τους πιο πολλούς. Πράγματι, αν ήταν λαμπρό έπρεπε όλοι να το αντιληφθούν, ο Ηρώδης και η αυλή του με τον σύμβουλό του, τον Έλληνα αστρονόμο Νικόλαο τον Δαμασκηνό, καθώς και όλος ο λαός της Ιουδαίας.
Εκείνη, όμως, η πληροφορία που δημιουργεί πλήθος ερωτήματα στους αστρονόμους είναι η φράση ότι το άστρο στάθηκε πάνω από το σπίτι, όπου έμενε η οικογένεια του Ιησού. Είναι δυνατόν; Ένα άστρο που εγκαταλείπει τελείως το αστρικό σύστημα στο οποίο ανήκει για να υποδείξει μια καθορισμένη διαδρομή σε κάποιους σοφούς ανθρώπους και τέλος να σταθεί πάνω από ένα συγκεκριμένο σημείο της Γης στα χαμηλά στρώματα της ατμόσφαιρας; Πάνω σ’ αυτό πολλοί ερευνητές υποστήριξαν ότι το άστρο πιθανώς να ήταν ένας πλανήτης, ουράνιο σώμα που εμφανίζει στάσεις στον ουρανό. Άλλοι λένε ότι ήταν μια φωτεινή νεφέλη ή ένα είδος ακτίνας φωτός που υποδείκνυε το δρόμο στους Μάγους, αλλά όχι άστρο. Σκοπός, λοιπόν, του Ευαγγελιστή Ματθαίου ήταν: «να διατηρήσει την ανάμνηση ενός αξιοσημείωτου ουράνιου φαινομένου, καθώς και την έξαρση των συνθηκών κάτω από τις οποίες έγινε η ενανθρώπιση του Σωτήρα».
Σημειώνουμε ότι τα απόκρυφα Ευαγγέλια, ίσως από τη φράση της Αποκάλυψης «τα επτά αστέρια είναι οι άγγελοι των επτά εκκλησιών», θεωρούν γενικά ότι το έκτακτό αυτό γεγονός ήταν ένας άγγελος που συμβολικά ονομάστηκε άστρο από το Ματθαίο: «Άγγελος στάλθηκε στην Περσία, ο οποίος φάνηκε με τη μορφή λαμπρού αστεριού και φώτισε όλη τη χώρα της Περσίας σαν ένας μεγάλος ήλιος κι οδήγησε τους βασιλείς της Περσίας στην Ιερουσαλήμ». Άποψη που υποστηρίζεται από τον ψευδο-Καισάριο και τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (35-1-7 μ.Χ.) είναι ο πρώτος μετά τον Ματθαίο που αναφέρει: «έλαμψε στον ουρανό ένα αστέρι που το φως του ήταν ανεκλάλητο».
Πάντως, θα αναφέρουμε όλες τις περιπτώσεις που πιθανώς θα μπορούσαν να ερμηνευτούν από τους Μάγους σαν θεϊκό σημάδι γέννησης του Μεσσία, συσχετίζοντάς τις με άλλα ουράνια φαινόμενα ή σώματα, που καταγράφηκαν σε σχετικά κοντινές χρονικές ημερομηνίες με αυτό.
Αστρονομικές ερμηνείες
Η λέξη «αστέρας» περιλάμβανε τότε όλα τα πιθανά σταθερά ουράνια σώματα: αστέρες, πλανήτες, αστεροειδείς, κομήτες, μετέωρα, μετεωρίτες.
1. Κομήτες
Έχουν αρκετή λαμπρότητα και διάρκεια στην ουράνια σφαίρα για να τραβήξουν τη προσοχή των Μάγων. Ο Ιταλός ζωγράφος Giotto (1266-1337) πίστευε ότι το άστρο της Βηθλεέμ ήταν ο κομήτης του Halley, από τον Άγγλο αστρονόμο Halley (1656-1742), κι αυτόν τον κομήτη ζωγράφισε το 1303 σαν άστρο της Βηθλεέμ σε νωπογραφία L’ Adorazione dei Magi στο Παρεκκλήσι των Σκροβένι στην Πάδοβα. Ο κομήτης του είχε παρουσιαστεί στο περιήλιό του το 1301.
Μετά τη ζωγραφική παράσταση του Giotto, ο κομήτης, σαν άστρο της Βηθλεέμ, με το λαμπρό αστρικό πυρήνα και τη μακριά ουρά ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες και έγινε η συνηθισμένη παράσταση του άστρου σε ζωγραφικές απεικονίσεις του και στις ευχετήριες χριστουγεννιάτικές κάρτες.
Πάντως οι κομήτες προαναγγέλλουν τραγικά συμβάντα και θανάτους. Έτσι, ένας κομήτης ως προάγγελος δεινών, καταστροφών και θανάτων, μάλλον απορρίπτεται. Άλλωστε, ένας κομήτης δεν εμφανίζεται δυο φορές ούτε βέβαια στέκεται πάνω από ένα σπίτι για να υποδείξει ένα ακριβές σημείο πάνω στη Γη.
Πάντως, ο μέγας Ωριγένης (185-254) θεωρούσε το άστρο της Βηθλεέμ ως κομήτη. Παρόμοια και ο αστρονόμος Α. Stenzel (1913), πιθανώς επηρεασμένος από τη φοβερή εμφάνιση του κομήτη Halley το 1910.
2. Μετέωρα: διάττοντες, βολίδες, μετεωρίτες
Διάττοντες: Είναι ουράνια σώματα με ασήμαντη μάζα, που εξατμίζονται στην ανώτερη ατμόσφαιρα (πεφταστέρια). Καίγονται σε σύντομο χρονικό διάστημα 2-3 δευτερολέπτων.
Βροχές διαττόντων: Εντυπωσιακό φαινόμενο βραχείας διάρκειας.
Βολίδες: Είναι μετέωρα με μεγαλύτερες διαστάσεις, το υλικό που απομένει στην επιφάνεια της Γης είναι οι μετεωρίτες (αερόλιθοι).
Είναι απίθανο να είδαν οι Μάγοι διάττοντες ή βολίδες, αφού όλα αυτά έχουν στιγμιαία λάμψη, ενώ το άστρο έλαμπε πολλούς μήνες στον ουρανό. Άλλωστε, είναι στιγμιαία φαινόμενα και δεν εμφανίζονται δύο φορές.
3. Μεμονωμένος απλανής
Αυτό υποστήριξε το 1911 ο Alfred Jeremias (1864-1935), που θεωρούσε ότι το άστρο της Βηθλεέμ ήταν ο αστέρας α του Λέοντα (α Leo), ο Βασιλίσκος, αφού ολόκληρος ο αστερισμός είναι έμβλημα ισχύος και μεγαλείου. Τα στοιχεία του A. Jeremias ήταν διαισθητικά και δεν δίνουν απαντήσεις ούτε στο γεγονός ότι ο αστέρας οδηγούσε τους Μάγους, ούτε στη στάση του αστέρα, ούτε γενικότερα στην όλη ευαγγελική αφήγηση.
Άλλοι αστρονόμοι, όπως ο C. Daniel (1967), θεωρούν ότι ο λαμπρός απλανής ίσως ήταν ο αστέρας Κάνωπος, α Τρίποδας, άστρο του νότιου ουρανού, που δύσκολα παρατηρείται.
4. Καινοφανείς, υπερκαινοφανείς
Οι καινοφανείς (novae) αστέρες είναι ξαφνικές απαστράπτουσες εμφανίσεις. Ένα καταστροφικό γεγονός: Ένα αμυδρό άστρο εκρήγνυται απότομα πολλαπλασιάζοντας τη φωτεινότητά του. Στο αντίστοιχο χρονικό πλαίσιο της γέννησης του Ιησού ταιριάζει η έκρηξη του καινοφανούς του Αιγόκερω (5 π.Χ.) στον αστερισμό του Αετού, δίπλα στον Αλτάιρ, το πιο λαμπρό άστρο του αστερισμού.
Ένα νέο αστέρι, που πιθανώς να εντυπωσίασε τους Μάγους. Το αδύνατο σημείο αυτής της υπόθεσης είναι ότι η ανάλαμψη του καινοφανούς θα ήταν εύκολα αντιληπτή από όλους! Οι αστρονόμοι D.H. Clark, F.R. Stephenson και J.H. Parkinson υποστηρίζουν ανεπιφύλακτα την άποψη του καινοφανούς και θεωρούν ότι ο Μεσσίας γεννήθηκε την άνοιξη του 5 μ.Χ. Το ίδιο υποστήριζε, το 1952, ο ομότιμος καθηγητής της Αστρονομίας Σταύρος Πλακίδης.
5. Πλανήτης
Ίσως η φαντασμαγορική Αφροδίτη, αν και ο ομότιμος καθηγητής της Αστρονομίας Γεώργιος Μπάνος (1981) διατύπωσε την άποψη ότι το άστρο της Βηθλεέμ πιθανώς να ήταν ο άγνωστος τότε πλανήτης Ουρανός.
7. Σύνοδοι πλανητών
I. Διπλή σύνοδος πλανητών
Την υπόθεση του A. Jeremias ανέσυρε από τη λήθη ο R.W. Sinnot με δυο εργασίες του το 1968 και το 1986. Ερεύνησε όλες τις πλανητικές συνόδους από το 12 π.Χ. μέχρι το 6 μ.Χ. και βρήκε ότι δύο σύνοδοι των πλανητών Αφροδίτης και Δία του 3 μ.Χ. και 2 μ.Χ. αντίστοιχα, στον αστερισμό του Λέοντα, κοντά στον Βασιλίσκο, πιθανώς να σχετίζονται με το άστρο της Βηθλεέμ.
Ιδιαίτερα η σύνοδος της 17ης Ιουνίου του 2 π.Χ. ήταν ένα ασύνηθες αξιοπρόσεκτο γεγονός. Όμως, η σύνοδος αυτή είναι έξω από το χρονικό μας πλαίσιο, αφού ο Ηρώδης πέθανε μάλλον το 4 π.Χ.
Τη θεωρία του Sinnot υποστηρίζουν οι J.A. DeYoung και J.L. Hilton του Naval Observatory και ο Robert Victor του Michigan State University.
Σύνοδος, στην αστρονομία, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο δύο ή περισσότεροι πλανήτες (όπως παρατηρούνται από τη Γη) πλησιάζουν και βρίσκονται στη μικρότερη δυνατή μεταξύ τους απόσταση. Τότε βρίσκονται σε σύνοδο με τη Γη.
II. Τριπλή σύνοδος πλανητών
Ο Δίας και ο Κρόνος το 7 π.Χ. βρίσκονταν για 8 μήνες σε απόσταση 3 μοιρών και τρεις φορές μεταξύ Μαΐου και Δεκεμβρίου του 7 π.Χ. σχεδόν ενώθηκαν οπτικά σε μια τριπλή σύνοδο, αφού πλησίασαν σε απόσταση 1 μοίρας.
1η σύνοδος: 28-29 Μαΐου
2η σύνοδος: 3 Οκτωβρίου
3η σύνοδος: 3-4 Δεκεμβρίου 7 π.Χ.
Ένα πραγματικά σπάνιο γεγονός, αφού οι τριπλές σύνοδοι είναι σπάνιες και ακόμα πιο σπάνιες αυτές που προβάλλονται στον αστερισμό των ιχθύων.
Την τριπλή σύνοδο πλανητών υποστηρίζουν ο R. Henniry (1936), ο Konstantin Ferrari d’ Occieppo (1978), ο I. Elliot (1978) του Dansinn Observatory στο Δουβλίνο, ο John Mosley (Los Angeles), ο David Hughes, από το πανεπιστήμιο του Σέφιλντ, οι J. και M. Seymour (1978) που θεωρούν ότι οι Μάγοι ξεκίνησαν με τη σύνοδο του 7 π.Χ., όταν ανέλαμψε ο καινοφανής του Αετού το 5 π.Χ., που σηματοδότησε τη γέννηση του Μεσσία.
Ο Johannes Kepler (1571-1630) πίστευε ότι η τριπλή σύνοδος του Δία-Κρόνου του 7 π.Χ. ή 747 από κτίσεως Ρώμης, που προβαλλόταν στον αστερισμό των ιχθύων, ήταν το άστρο της Βηθλεέμ, στην οποία στα όρια των αστερισμών Κρόνου-Ιχθύων προστέθηκε και ο Άρης το 6 π.Χ. Τότε σχηματίστηκε το τρίγωνο Άρη-Κρόνου-Δία, που προβαλλόταν στον αστερισμό των Ιχθύων. Υποστηρίζει δε ότι ο Ιησούς γεννήθηκε 1-2 χρόνια μετά από αυτό το εντυπωσιακό γεγονός και συνδυάζει την τριπλή σύνοδο του 7 π.Χ. με την ανάλαμψη του καινοφανούς το 5 π.Χ., που προανήγγειλε τη βασιλική γέννηση. Ο ίδιος αναφέρει: «Ο αστέρας των Μάγων δεν ήταν ένας της συνήθους σειράς των κομητών ή των νέων αστέρων, αφού κινείτο λόγω ειδικού θαύματος στο κατώτερο στρώμα της ατμόσφαιρας».
8. Πολλαπλή ή μεγάλη σύνοδος πλανητών
Ο Κωνσταντίνος Χασάπης (1970) προτείνει τη μεγάλη σύνοδο των πλανητών και είναι υπέρμαχος της αστρολογικής ερμηνείας με την πολλαπλή σύνοδο των 7 τότε γνωστών πλανητών (Ερμής, Αφροδίτη, Άρης, Κρόνος, Σελήνη, Ήλιος), που ήρθαν σε σύνοδο τον Απρίλιο του 6 π.Χ. στους ζωδιακούς αστερισμούς των Ιχθύων και του Κριού. Η μεγάλη συγκέντρωση των 7 πλανητών διήρκησε από 3-6 χρόνια. Ο Κ. Χασάπης αναφέρει:
«Πράγματι, τον Απρίλιο του 6 π.Χ. συνέβη ένα εντελώς έκτακτο αστρονομικό φαινόμενο, που μπορεί να εξηγήσει πλήρως όλα όσα αφηγείται ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, αναφορικά με τον αστέρα των Μάγων. Το φαινόμενο τούτο συνίστατο στη συγκέντρωση των «επτά πλανητών» μέσα στον αστερισμό των Ιχθύων και στη συνέχεια, τη διάβασή τους από την «ακμή των οίκων» Ιχθύος και Κριού. Η άρθρωση του φαινομένου αυτού άρχισε στις 13 Οκτωβρίου του 9 π.Χ. Η ακμή του σημειώθηκε από τις 13 ως τις 19 Απριλίου του 6 π.Χ. και το τέλος του φαινομένου σημειώθηκε στις 19 Δεκεμβρίου του 5 π.Χ.
Η μεγάλη συγκέντρωση των πλανητών του 6 π.Χ. στην ακμή των οίκων Ιχθύων και Κριού είναι πολύ σπάνιο φαινόμενο, που δεν έχει το όμοιό του σε όλη την έκταση των ιστορικών χρόνων. Είναι πράγματι, όταν το δούμε αστρολογικά, τελείως έκτακτο και εξαιρετικό φαινόμενο κι οι σημερινοί ακόμα αστρολόγοι θεωρούν αυτού του είδους τις συγκεντρώσεις ότι δηλώνουν την είσοδο της ανθρωπότητας σε μια Νέα Εποχή. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1962, όταν κατά το Φεβρουάριο έλαβε χώρα ανάλογο φαινόμενο, όχι όμως στον οίκο των Ιχθύων, αλλά του Υδροχόου, οι αστρολόγοι το θεώρησαν ως γεγονός που προμήνυε την είσοδο και πάλι της ανθρωπότητας σε μια Νέα Εποχή. Ειδικά, όμως, η συγκέντρωση των πλανητών του 6 π.Χ., επειδή έγινε στον αστερισμό των Ιχθύων και επειδή επιπλέον όλοι οι πλανήτες μέσα σε λίγες μέρες πέρασαν ο ένας μετά τον άλλον από την καλουμένη «εαρινή ακμή», έπρεπε να σημαίνει για τους αστρολόγους των χρόνων εκείνων, την είσοδο της ανθρωπότητας στην «Εποχή της Αγάπης». Και επειδή ο αστερισμός των Ιχθύων συνδεόταν άρρηκτα με τη χώρα των Ιουδαίων, θα έπρεπε από την Ιουδαία να εξαρτηθεί η είσοδος στη Νέα Εποχή. Ειδικότερα, επειδή ο «ηγετικός» πλανήτης της συνόδου εκείνης, ο Κρόνος, συμβόλιζε το λόγο του Θεού και επειδή οι τρεις επιμέρους συνοδοί του μαζί με τον πλανήτη Δία, που συμβόλιζε το βασιλιά, σήμαιναν τη Γέννηση του Βασιλιά, που έχει θεία προέλευση, εξηγείται γιατί οι Μάγοι προέγνωσαν τη Γέννηση «του Μεγάλου Βασιλιά» στην Ιουδαία. Επιπλέον, ο πλανήτης Κρόνος θεωρείτο ως ο αστέρας προστάτης των Ιουδαίων.
Η έξοδος του πλανήτη Δία (του βασιλιά) από τον τόπο της συνόδου των πλανητών, την 6η Μαρτίου του 5 π.Χ., αστρολογικά σήμαινε την ενσάρκωση του Βασιλιά, δηλαδή τη σύλληψή Του από την Παρθένο Μαρία, όπως λέμε σήμερα, και προσδιόριζε την μετά 9 μήνες, την 6η Δεκεμβρίου του 5 π.Χ., σαν ημέρα της Γέννησης του Βασιλιά.
Εξηγείται λοιπόν, πώς οι Μάγοι έφτασαν στην Ιερουσαλήμ αμέσως μετά τη Γέννηση και πώς πρόφτασαν έτσι τον Ιησού στη Βηθλεέμ. Επειδή, 40 μέρες μετά τη Γέννηση, όπως μας πληροφορεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς (2:39), η οικογένεια του Ιωσήφ εγκατέλειψε τη Βηθλεέμ και την Ιερουσαλήμ. Επομένως, οι Μάγοι αναχώρησαν από την πατρίδα τους λίγο χρονικό διάστημα πριν από τη Γέννηση, κατευθυνόμενοι «από ανατολάς», όπως μας πληροφορεί ο Ματθαίος (2:1), στην Ιουδαία, που βρίσκεται προς δυσμάς. Αλλά, από τις 2 Αυγούστου του 5 π.Χ. και ο «ηγετικός» πλανήτης του φαινομένου της μεγάλης συνόδου κινιόταν κι αυτός από ανατολή προς δύση. Εξηγείται, λοιπόν, γιατί λέγεται από το Ματθαίο ότι «το αστέρι προπορευόταν από αυτούς» (2:9). Το καταπληκτικό είναι ότι πράγματι στις 19 Δεκεμβρίου του 5 π.Χ., δηλαδή 13 μέρες μετά τη Γέννηση που προέβλεψαν οι Μάγοι, ο πλανήτης Κρόνος «στάθηκε», όπως λέει και ο Ματθαίος (2:9). «Στάθηκε», όταν οι Μάγοι έφτασαν στη Βηθλεέμ «όπου ήταν το παιδί» (2:9).
Η στάση αυτή του Κρόνου, που σήμαινε τη λήξη του μεγάλου φαινομένου της συνόδου των πλανητών, καθορίζει σαν ημερομηνία της προσκύνησης των μάγων τη 19η Δεκεμβρίου του 5 π.Χ. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι και ο Αθηνών Μελέτιος, χωρίς να οδηγείται από τα αστρονομικά αυτά δεδομένα, καθόρισε ότι η προσκύνηση έλαβε χώρα 13 μέρες μετά τη Γέννηση».
6. Ζωδιακό φως
Τέλος, ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Βιέννης K. Ferrari d’ Occhiepo (1978) υποστηρίζει την εμφάνιση του ζωδιακού φωτός με τη σύνοδο των πλανητών Δία και Κρόνου.
Ζωδιακό φως: είναι ένα διάχυτο συνήθως λευκό φως που παρατηρείται στο δυτικό ορίζοντα μετά το λυκόφως και στον αντίστοιχο ανατολικό πριν από το λυκαυγές.
Ο Occhiepo υποστηρίζει ότι το άστρο της Βηθλεέμ ήταν ο Δίας στη στάση του τη 12η Νοεμβρίου του 7 π.Χ. Η υπόθεση αυτή έχει πολλά αδύνατα σημεία, αλλά υποστηρίχθηκε ένθερμα από τον B.L. Van der Wärden.
Η άποψή μας
Θεωρούμε ότι οι αστρονομικές ερμηνείες για το άστρο της Βηθλεέμ, για όσους τις ασπάζονται δε βρίσκονται σε σύγκρουση με τις προσωπικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις. Το σημαντικό στην όλη υπόθεση δεν είναι αν το άστρο της Βηθλεέμ υπήρξε και τι ήταν στην πραγματικότητα. Γιατί δεν πρέπει να μας απασχολεί αυτή καθεαυτή η εμφάνιση του άστρου, αλλά ο ερχομός του Θεανθρώπου! Για μας το άστρο της Βηθλεέμ δεν αποτελεί έπαθλο μιας κάποιας αλαζονικής επιστημονικής κατάκτησης, ούτε απόδειξη οποιασδήποτε μεταφυσικής πίστης. Το πραγματικό αστέρι, το λαμπρό και πρωινό (Αποκ.22:16), είναι ο Χριστός, που το φως του αποκαλύπτεται σε όλους εκείνους που δε χάνονται στα απροσπέλαστα ορθολογιστικά μονοπάτια μιας κάποιας επιστημονικής γνώσης, αλλά αναζητούν την ύπαρξη του στα κατάβαθα της ψυχής τους. Γιατί, σε τελική ανάλυση, το αληθινό φως, που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο, είναι ο Χριστός (Ιωάν.1:9).
(Βιβλιογραφία: (1) Θεοδοσίου Στράτος (Αναπληρωτής Καθηγητής στον τομέα Αστροφυσικής του πανεπιστημίου Αθηνών) και Δανέζης Μάνος (Επίκουρος Καθηγητής), «Στα ίχνη του Ι.Χ.Θ.Υ.Σ.-Αστρονομία-Ιστορία, Φιλοσοφία», Εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2000, (2) Περιοδικό «Ο Αστέρας της Ανατολής», Αθήνα 2006, (3) Κωνσταντίνος Χασάπης, Αστρονόμος, Εφημερίδα «Η Καθημερινή», 1970)
Δεν είναι άγνωστο ότι το ισχύον ημερολόγιο είναι λανθασμένο. Ακόμα από τον 16ο αιώνα ο Laurence Suslyga επισήμανε ότι το ημερολόγιο που εισήγαγε το 534 μ.Χ. ο Έλληνας μοναχός Διονύσιος ο Μικρός και το οποίο ισχύει μέχρι και σήμερα, παρουσιάζει σφάλμα 4 τουλάχιστον ετών, έτσι ώστε, ενώ λέμε ότι σήμερα μπαίνουμε στο έτος 2009 μ.Χ., στην πραγματικότητα, αρχίζουμε να διανύουμε το 2013 μ.Χ.
Το λάθος αυτό έγινε ως εξής: Ο Διονύσιος στηρίχθηκε στην πληροφορία του Κλήμη της Αλεξάνδρειας (150-220 μ.Χ.), σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς γεννήθηκε το 28ο έτος της αυτοκρατορίας του Οκταβιανού και καθόρισε ότι το έτος αυτό ήταν το 754 από κτίσεως Ρώμης. Αυτό λοιπόν το έτος το ονόμασε 1ο μ.Χ. Το ότι περιέπεσε σε σφάλμα αποδεικνύεται από τα ακόλουθα αναμφισβήτητα ιστορικά και Ευαγγελικά δεδομένα:
1) Σύμφωνα με τις πληροφορίες των Ευαγγελιστών Ματθαίου (2:1) και Λουκά (1:5), ο Ιησούς γεννήθηκε «κατά τις ημέρες του βασιλιά Ηρώδη». Αλλά ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος μας πληροφορεί ότι ο Ηρώδης πέθανε λίγο πριν το Πάσχα του έτους 750 από κτίσεως Ρώμης (4 π.Χ.) και μάλιστα λίγο μετά την 13η Μαρτίου του έτους αυτού, οπότε συνέβη έκλειψη της Σελήνης, με την οποίαν οι Ιουδαίοι συνέδεσαν το θάνατο του Ηρώδη που συνέβη σχεδόν αμέσως μετά (Ιώσηπος, Αρχ. Βιβλίο 14-15, 18). Συνεπώς, ο Ιησούς θα πρέπει οπωσδήποτε να γεννήθηκε πριν τη 13η Μαρτίου του 4 π.Χ.
2) Εξάλλου, κατά τον Ευαγγελιστή Λουκά, ο Ιησούς βαπτίστηκε σε ηλικία περίπου 30 ετών, το 15ο έτος της ηγεμονίας του Καίσαρα Τιβέριου (Λουκ.3:1-3, 23). Επειδή, όμως, σύμφωνα με τις ιστορικές πληροφορίες, ο Καίσαρας Τιβέριος έλαβε τον τίτλο του Imperius Majus το 765 από κτίσεως Ρώμης (12 μ.Χ.), το 15ο έτος της ηγεμονίας του αντιστοιχεί από 779-780 από κτίσεως Ρώμης (26-27 μ.Χ.). Και επειδή κατά το έτος αυτό ο Ιησούς ήταν 30 ετών, συμπεραίνουμε ότι το 1ο έτος της ζωής του Ιησού αντιστοιχεί με το έτος 750-751 από κτίσεως Ρώμης (4-3 π.Χ.). Επομένως, το έτος της γέννησης θα πρέπει να είναι το 750 από κτίσεως Ρώμης, δηλαδή το 4 π.Χ.
3) Τέλος υπάρχει και τρίτη πληροφορία, που δίνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, σύμφωνα με την οποία το πρώτο Πάσχα, μετά τη βάπτιση του Ιησού, συνέπιπτε με το 46ο έτος από την έναρξη των εργασιών ανοικοδόμησης του Ναού στην Ιερουσαλήμ: «Ο ναός αυτός οικοδομήθηκε σε 46 χρόνια» (Ιωάν.2:20). Επειδή, και πάλι κατά τις πληροφορίες του ιστορικού Ιώσηπου (Αρχ. ιΕ και Ιουδ. Πολ. Α, Ι ε5), η ανέγερση του Ναού άρχισε κατά το 18ο έτος της βασιλείας του Ηρώδη, που αντιστοιχεί στο διάστημα από 734-735 από κτίσεως Ρώμης (20-19 π.Χ.) συμπεραίνουμε ότι το 46ο έτος της ανοικοδόμησης του Ναού, που συμπίπτει με το 30ο έτος της ηλικίας του Ιησού, είναι το 779-780 από κτίσεως Ρώμης (26-27 μ.Χ.). Αλλά από αυτό προκύπτει και πάλι ότι ο Ιησούς γεννήθηκε το αργότερο κατά το 750 από κτίσεως Ρώμης, δηλαδή το 4 π.Χ. ή και πριν από αυτό.
Από όλα τα παραπάνω συνάγεται το αναμφισβήτητο συμπέρασμα, ότι η Γέννηση έλαβε χώρα πριν από το Μάρτιο του έτους 4 π.Χ. τουλάχιστον μερικούς μήνες.
Κι επειδή, κατά την κοινή παραδοχή των θεολόγων όλων των δογμάτων, τα γεγονότα της ζωής του Ιησού, όσα έλαβαν χώρα από τη βάπτισή Του μέχρι το πρώτο Πάσχα του δημόσιου βίου Του (όταν είχαν συμπληρωθεί τα 46 έτη από την ανοικοδόμηση του Ναού) δεν είναι δυνατόν να αντιστοιχούν σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 6 μηνών, συνάγεται ότι η βάπτιση πραγματοποιήθηκε το πολύ μέσα στους τελευταίους μήνες του έτους 780 από κτίσεως Ρώμης (27 μ.Χ.) και συνεπώς η Γέννηση θα πρέπει να έλαβε χώρα από τον Οκτώβριο του 5 π.Χ. μέχρι τα μέσα του Μαρτίου του 4 π.Χ., το πολύ, επειδή μετά δεν υπήρχε ο Ηρώδης.
Η συμβολή της Αστρονομίας
Επειδή, εξάλλου, εκτός από τα παραπάνω Ευαγγελικά δεδομένα, δεν υπάρχει καμιά άλλη ιστορική πληροφορία για το έτος της Γέννησης, εδώ και πολλά χρόνια έγινε προσφυγή στη συμβολή της αστρονομίας για τον καθορισμό του ακριβούς χρόνου κατά τον οποίον γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός.
Η προσφυγή στην αστρονομία δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο. Πολλές φορές συμβαίνει διάφορα γεγονότα να μη χρονολογούνται στις υπάρχουσες ιστορικές πηγές. Αν όμως ένα αχρονολόγητο ιστορικό γεγονός συνδέεται με κάποιο αστρονομικό φαινόμενο, τότε, με τη βοήθεια της αστρονομίας, προσδιορίζεται ο χρόνος του φαινομένου και κατά συνέπεια και ο χρόνος του ιστορικού γεγονότος.
Αλλά και για τη Γέννηση υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Επειδή, όπως είναι γνωστό, στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου, όπως και σε ορισμένα απόκρυφα ευαγγέλια, αναφέρεται ότι κατά τη Γέννηση παρατηρήθηκε από τους Μάγους «αστέρας», που με τη βοήθειά του μπόρεσαν να προγνώσουν τη Γέννηση «του βασιλιά των Ιουδαίων». Επιπλέον ο Ματθαίος παρέχει τις πληροφορίες των Μάγων για το χρόνο κατά τον οποίον εμφανίστηκε ο αστέρας. Επειδή λέει ότι «ο Ηρώδης, αφού κάλεσε κρυφά τους μάγους, εξακρίβωσε απ’ αυτούς τον καιρό που φάνηκε το αστέρι» και στη συνέχεια «βλέποντας ότι ξεγελάστηκε από τους μάγους, θύμωσε υπερβολικά και στέλνοντας, φόνευσε όλα τα παιδιά που ήσαν στη Βηθλεέμ και σε όλα τα όριά της, από δύο ετών και κάτω, σύμφωνα με τον καιρό που εξακρίβωσε από τους μάγους» (Ματθ.2:7,16).
Συνεπώς υπάρχουν σαφείς πληροφορίες ότι το φαινόμενο του αστέρα των Μάγων έλαβε χώρα δύο περίπου έτη πριν από τη Γέννηση και μάλιστα σε διάστημα μικρότερο των δύο ετών («από δύο ετών και κάτω»). Επιπλέον, σε όλο αυτό το διετές διάστημα θα πρέπει «το φαινόμενο» του αστέρα να ήταν συνέχεια ορατό, επειδή, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ευαγγελιστή, όταν οι Μάγοι έφτασαν στην Ιερουσαλήμ και μετά στη Βηθλεέμ, ο αστέρας φαινόταν ακόμα. Συγκεκριμένα λέει ο Ευαγγελιστής ότι ο Ηρώδης εξακρίβωσε το χρόνο «του φαινομένου αστέρα», δηλαδή του αστέρα που φαίνεται ακόμα και προσθέτει ότι κατά τη μετάβαση των Μάγων από την Ιερουσαλήμ στη Βηθλεέμ «το αστέρι, που είχαν δει στην ανατολή, προπορευόταν από αυτούς, μέχρις ότου φτάνοντας, στάθηκε πάνω εκεί όπου ήταν το παιδί» (Ματθ.2:9). Άρα, δε χωράει καμιά αμφιβολία ότι αυτό το αστρονομικό φαινόμενο πρέπει να έλαβε χώρα μέσα στο έτος 6 π.Χ., εφόσον, σύμφωνα με αυτά που ειπώθηκαν παραπάνω, η Γέννηση συνέβηκε μέσα στο εξάμηνο χρονικό διάστημα πριν της 13ης Μαρτίου του 4 π.Χ.
Οι Μάγοι
Πριν όμως εξηγήσουμε ποιος είναι ο αστέρας των Μάγων και καθορίσουμε τα σχετικά με τον ακριβή χρόνο της Γέννησης και της προσκύνησης των Μάγων, θα πρέπει να ειπωθούν μερικά πράγματα για του «Μάγους» της Βηθλεέμ. Το ερώτημα που προκύπτει είναι: «Από πού ήρθαν;» Η απάντηση που δίνεται είναι: «Μάγοι από ανατολάς...». Αυτό προϋποθέτει χώρες από τη Συρία και τη Μεσοποταμία μέχρι την Αραβία και την Περσία.
Ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας υποστηρίζει ότι ήταν Άραβες. Ο Τερτυλλιανός και ο Ιερώνυμος υποστήριζαν ότι ήταν Ναβαταίοι από την Πετραία Αραβία. Ο Ιάκωβος ο Ησύχιος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος τους θεωρούν Πέρσες και αυτό διατήρησε η ελληνική παράδοση. Ο Μέγας Αθανάσιος τους αναφέρει σαν Αιγύπτιους επαοιδούς. Τέλος ο Κέπλερ υποστήριζε ότι ήταν Χαλδαίοι, από τη χώρα όπου άκμαζε η αστρολογία. Οι ορθολογιστές ερευνητές θεωρούν ότι πλάστηκε ο μύθος των Μάγων από την Ανατολή, επειδή με την παρουσίαση και το προσκύνημά τους επικύρωναν προκαταβολικά την κοσμοσωτήρια αποστολή του νέου κυρίαρχου της Γης.
Τα ονόματά τους είναι γνωστά από ένα μωσαϊκό του βόρειου μεσαίου τοίχου του Αγ. Απολλινάριου του Νέου (Ραβέννα, 560 μ.Χ.): Γκεθασπώ, Μελχιώρ και Βιθισαρέα. Ο Βέδας ο Αιδέσιμος (Venerable Bede, 672-735 μ.Χ.) τους ονομάζει: Γκεθασπά, Μελχιώρ, Βιθισαρεά.
Η παράδοση, όμως, διατήρησε τα ονόματα των συγγραφέων του 9ου μ.Χ. αιώνα:
1) Μελχιώρ, νεαρός, πρόσφερε το λιβάνι που θα έκαιγε μετά το θάνατό Του και την αναμενόμενη ανάστασή Του, γιατί ήταν θνητός και Θεός μαζί.
2) Γκάσπαρ, μεσήλικας, που πρόσφερε το χρυσάφι, που συμβολίζει τη βασιλική Του ιδιότητα και την κοσμική Του βασιλεία.
3) Βαλτάσαρ, ηλικιωμένος, πρόσφερε τη σμύρνα, που συμβόλιζε την εξιλαστήρια θυσία Του πάνω στο σταυρό. Εμφανίζεται μελαψός, απ’ τη χώρα Σαβά (Αιθιοπία): «Οι βασιλιάδες της Αραβίας και της Σεβά θα προσφέρουν δώρα» (Ψαλμ.72:10).
Η προσκύνηση των Μάγων για τους Πατέρες της Εκκλησίας έλαβε συμβολικό χαρακτήρα. Η γονυκλισία τους είναι η υπόκλιση των αρχαίων ηλιολατρικών θρησκειών στον αληθινό Ήλιο της Δικαιοσύνης και εκφράζει την εύνοιά τους προς τη νέα θρησκεία.
Δεν είναι πολλά χρόνια που οι αρχαιολόγοι έφεραν στο φως μια ολόκληρη αστρονομική «βιβλιοθήκη» στον Ασσυρο-Βαβυλωνιακό χώρο. Βρέθηκε μεγάλο πλήθος πινακίδων, στις οποίες υπάρχουν γραμμένες με σφηνοειδή γραφή αστρονομικές παρατηρήσεις, που έγιναν κυρίως στη Σιπούρ της Βαβυλώνας, από το 700 π.Χ. μέχρι και τα χρόνια του Ιησού. Ήδη οι παρατηρήσεις αυτές υπολογίστηκαν πλήρως με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών και από το 1962 υπάρχει στη διάθεσή μας το πολύτιμο αυτό υλικό των αστρονομικών παρατηρήσεων, δημοσιευμένο στον 56ο τόμο των Χρονικών της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας.
Αυτό όμως που αποτελεί αληθινά μεγάλη ανακάλυψη, σχετικά με τον αστέρα της Βηθλεέμ, είναι η εύρεση πινακίδων, όπου αναγράφονται παρατηρήσεις μερικών από τα 93 επιμέρους φαινόμενα μιας μεγάλης συγκέντρωσης των πλανητών του 6 π.Χ. και μάλιστα εκείνων των φαινομένων, που όταν ερμηνευθούν αστρολογικά, θα ήταν δυνατόν να αποτελέσουν για τους αστρονόμους - αστρολόγους των χρόνων εκείνων, το πλήρες και επαρκές στοιχείο που προμήνυε τη «γέννηση του βασιλιά», να καθορίσουν τη θεία φύση Του, αλλά και να προσδιορίσουν τον τόπο και, το σπουδαιότερο, το χρόνο της Γέννησής Του.
Επειδή, όπως προκύπτει από όλες τις ιστορικές πληροφορίες, οι Μάγοι ήταν αστρονόμοι - αστρολόγοι, που εκτελούσαν τις παρατηρήσεις τους βασικά επί των «επτά πλανητών» με αποκλειστικό σκοπό την πρόγνωση και τον καθορισμό των γήινων πραγμάτων.
Το άστρο της Βηθλεέμ
Το όλο θέμα για το άστρο της Βηθλεέμ έχει σχέση με την ιστορικότητα ή όχι του προσώπου του Ιησού Χριστού. Έτσι:
α) Αν ο Ιησούς ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο (όπως υποστηρίζουν ο μαρξισμός και οι ορθολογιστές Δυτικοί φιλόσοφοι), τότε δεν υφίσταται και άστρο της Βηθλεέμ.
Αν, όμως, ο Ιησούς Χριστός είναι ιστορικό πρόσωπο, τότε:
β) Η εμφάνιση του άστρου ίσως είναι ένας καλοστημένος μύθος για να τονιστεί η θεία φύση του Ιησού προσδίνοντας παράλληλα εξαιρετική λαμπρότητα κι ιδιαίτερο μεγαλείο κατά τη γέννησή του.
γ) Ίσως είναι ένα καθαρά υπερβατικό γεγονός, που εντάσσεται στο γενικό πλαίσιο της ενσάρκωσης επί της Γης του Υιού και Λόγου του Θεού. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης δε θεωρούν με κανένα τρόπο το άστρο σαν αστρονομικό θέμα και δεν το εξετάζουν καθόλου έτσι, αφού η μελέτη του ξεφεύγει από τα όρια της γήινης επιστήμης.
δ) Ίσως να είναι ουράνιο σημάδι, συμβολικό άστρο των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης για τον αναμενόμενο Μεσσία. Άλλωστε η γέννηση σημαντικών ατόμων συνδέεται με ουράνια ή με μεγαλειώδη φυσικά φαινόμενα και με υπερβάσεις των γνωστών φυσικών νόμων, αφού με αυτό τον τρόπο ο Θεός γνωστοποιεί στους ανθρώπους την άφιξη στη Γη των εκλεκτών του.
ε) Τέλος, ίσως να είναι πραγματικά ένα αστρονομικό γεγονός. Βέβαια το πρόβλημα αστρονομικής επίλυσης του άστρου της Βηθλεέμ άρχισε κατά τον 16ο αιώνα, όταν οι ορθολογιστές θεολόγοι της Δύσης θέλησαν με επιστημονικοφανή τρόπο να αποδείξουν την ύπαρξη του άστρου. Η σκέψη ήταν απλή: Αν η αστρονομία μπορούσε να αποδείξει με στοιχεία την ύπαρξη του άστρου της Βηθλεέμ, την περίοδο που οι ιστορικοί τοποθετούσαν τη γέννηση του Ιησού στην Ιουδαία, τότε αυτόματα αποδεικνυόταν η ιστορικότητα αυτής της ίδιας της γέννησης!
Αν κι είναι αδύνατον να περιγράψουμε τη φύση, τη θέση και τον ακριβή χρόνο εμφάνισης του άστρου, γιατί δεν υπάρχουν τα απαραίτητα ιστορικά στοιχεία, ούτε και οι κατάλληλες αστρονομικές καταγραφές, παρόλα αυτά θα αναφέρουμε όλες τις πιθανές εκδοχές και απόψεις για τη φύση του άστρου της Βηθλεέμ. Αυτό προϋποθέτει ότι αποδεχόμαστε κατ’ αρχήν την άποψη ότι το άστρο της Βηθλεέμ, που περιγράφεται μόνο από τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, είναι ένα καθαρά αστρονομικό φαινόμενο, όπως το παρατήρησαν οι Μάγοι: «Επειδή, είδαμε το αστέρι του στην ανατολή και ήρθαμε για να τον προσκυνήσουμε... εξακρίβωσε απ’ αυτούς τον καιρό που φάνηκε το αστέρι... και να, το αστέρι, που είχαν δει στην ανατολή, προπορευόταν από αυτούς, μέχρις ότου φτάνοντας στάθηκε επάνω εκεί όπου ήταν το παιδί. Και καθώς είδαν το αστέρι, χάρηκαν με χαρά υπερβολικά μεγάλη» (Ματθ.2:1-12).
Σχετικά με το άστρο, πουθενά στον Ματθαίο δεν αναφέρεται η φύση του, ούτε ότι ήταν λαμπρό. Αυτό αναφέρεται μόνο στο απόκρυφο Ευαγγέλιο του Ιακώβου: «Είδαμε αστέρι πάρα πολύ μεγάλο που έλαμψε ανάμεσα στα άστρα, που αυτά δεν φαίνονταν. Και εμείς γνωρίσαμε ότι βασιλιάς γεννήθηκε στον Ισραήλ και ήρθαμε να τον προσκυνήσουμε» (ΧΧΙ, 1-2). Εκείνο που μας κάνει εντύπωση είναι ότι το Ευαγγέλιο του Ιακώβου περιγράφει επιπλέον μια φωτεινή νεφέλη κι ένα μεγάλο φως στο σπήλαιο όπου γεννήθηκε το θείο βρέφος: «Και στάθηκαν στο μέρος όπου ήταν το σπήλαιο και να μια νεφέλη φωτεινή επισκίαζε το σπήλαιο... και αμέσως η νεφέλη απομακρύνθηκε από το σπήλαιο και φάνηκε ένα μεγάλο φως μέσα στο σπήλαιο» (ΧΙΧ, 2, σελ.35-36).
Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος αναφέρει για ένα νέο άστρο που προκάλεσε την προσοχή των Μάγων και που τους καθοδήγησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο ταξίδι τους. Και όμως, σαν φαινόμενο ήταν δυσδιάκριτο για τους πιο πολλούς. Πράγματι, αν ήταν λαμπρό έπρεπε όλοι να το αντιληφθούν, ο Ηρώδης και η αυλή του με τον σύμβουλό του, τον Έλληνα αστρονόμο Νικόλαο τον Δαμασκηνό, καθώς και όλος ο λαός της Ιουδαίας.
Εκείνη, όμως, η πληροφορία που δημιουργεί πλήθος ερωτήματα στους αστρονόμους είναι η φράση ότι το άστρο στάθηκε πάνω από το σπίτι, όπου έμενε η οικογένεια του Ιησού. Είναι δυνατόν; Ένα άστρο που εγκαταλείπει τελείως το αστρικό σύστημα στο οποίο ανήκει για να υποδείξει μια καθορισμένη διαδρομή σε κάποιους σοφούς ανθρώπους και τέλος να σταθεί πάνω από ένα συγκεκριμένο σημείο της Γης στα χαμηλά στρώματα της ατμόσφαιρας; Πάνω σ’ αυτό πολλοί ερευνητές υποστήριξαν ότι το άστρο πιθανώς να ήταν ένας πλανήτης, ουράνιο σώμα που εμφανίζει στάσεις στον ουρανό. Άλλοι λένε ότι ήταν μια φωτεινή νεφέλη ή ένα είδος ακτίνας φωτός που υποδείκνυε το δρόμο στους Μάγους, αλλά όχι άστρο. Σκοπός, λοιπόν, του Ευαγγελιστή Ματθαίου ήταν: «να διατηρήσει την ανάμνηση ενός αξιοσημείωτου ουράνιου φαινομένου, καθώς και την έξαρση των συνθηκών κάτω από τις οποίες έγινε η ενανθρώπιση του Σωτήρα».
Σημειώνουμε ότι τα απόκρυφα Ευαγγέλια, ίσως από τη φράση της Αποκάλυψης «τα επτά αστέρια είναι οι άγγελοι των επτά εκκλησιών», θεωρούν γενικά ότι το έκτακτό αυτό γεγονός ήταν ένας άγγελος που συμβολικά ονομάστηκε άστρο από το Ματθαίο: «Άγγελος στάλθηκε στην Περσία, ο οποίος φάνηκε με τη μορφή λαμπρού αστεριού και φώτισε όλη τη χώρα της Περσίας σαν ένας μεγάλος ήλιος κι οδήγησε τους βασιλείς της Περσίας στην Ιερουσαλήμ». Άποψη που υποστηρίζεται από τον ψευδο-Καισάριο και τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (35-1-7 μ.Χ.) είναι ο πρώτος μετά τον Ματθαίο που αναφέρει: «έλαμψε στον ουρανό ένα αστέρι που το φως του ήταν ανεκλάλητο».
Πάντως, θα αναφέρουμε όλες τις περιπτώσεις που πιθανώς θα μπορούσαν να ερμηνευτούν από τους Μάγους σαν θεϊκό σημάδι γέννησης του Μεσσία, συσχετίζοντάς τις με άλλα ουράνια φαινόμενα ή σώματα, που καταγράφηκαν σε σχετικά κοντινές χρονικές ημερομηνίες με αυτό.
Αστρονομικές ερμηνείες
Η λέξη «αστέρας» περιλάμβανε τότε όλα τα πιθανά σταθερά ουράνια σώματα: αστέρες, πλανήτες, αστεροειδείς, κομήτες, μετέωρα, μετεωρίτες.
1. Κομήτες
Έχουν αρκετή λαμπρότητα και διάρκεια στην ουράνια σφαίρα για να τραβήξουν τη προσοχή των Μάγων. Ο Ιταλός ζωγράφος Giotto (1266-1337) πίστευε ότι το άστρο της Βηθλεέμ ήταν ο κομήτης του Halley, από τον Άγγλο αστρονόμο Halley (1656-1742), κι αυτόν τον κομήτη ζωγράφισε το 1303 σαν άστρο της Βηθλεέμ σε νωπογραφία L’ Adorazione dei Magi στο Παρεκκλήσι των Σκροβένι στην Πάδοβα. Ο κομήτης του είχε παρουσιαστεί στο περιήλιό του το 1301.
Μετά τη ζωγραφική παράσταση του Giotto, ο κομήτης, σαν άστρο της Βηθλεέμ, με το λαμπρό αστρικό πυρήνα και τη μακριά ουρά ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες και έγινε η συνηθισμένη παράσταση του άστρου σε ζωγραφικές απεικονίσεις του και στις ευχετήριες χριστουγεννιάτικές κάρτες.
Πάντως οι κομήτες προαναγγέλλουν τραγικά συμβάντα και θανάτους. Έτσι, ένας κομήτης ως προάγγελος δεινών, καταστροφών και θανάτων, μάλλον απορρίπτεται. Άλλωστε, ένας κομήτης δεν εμφανίζεται δυο φορές ούτε βέβαια στέκεται πάνω από ένα σπίτι για να υποδείξει ένα ακριβές σημείο πάνω στη Γη.
Πάντως, ο μέγας Ωριγένης (185-254) θεωρούσε το άστρο της Βηθλεέμ ως κομήτη. Παρόμοια και ο αστρονόμος Α. Stenzel (1913), πιθανώς επηρεασμένος από τη φοβερή εμφάνιση του κομήτη Halley το 1910.
2. Μετέωρα: διάττοντες, βολίδες, μετεωρίτες
Διάττοντες: Είναι ουράνια σώματα με ασήμαντη μάζα, που εξατμίζονται στην ανώτερη ατμόσφαιρα (πεφταστέρια). Καίγονται σε σύντομο χρονικό διάστημα 2-3 δευτερολέπτων.
Βροχές διαττόντων: Εντυπωσιακό φαινόμενο βραχείας διάρκειας.
Βολίδες: Είναι μετέωρα με μεγαλύτερες διαστάσεις, το υλικό που απομένει στην επιφάνεια της Γης είναι οι μετεωρίτες (αερόλιθοι).
Είναι απίθανο να είδαν οι Μάγοι διάττοντες ή βολίδες, αφού όλα αυτά έχουν στιγμιαία λάμψη, ενώ το άστρο έλαμπε πολλούς μήνες στον ουρανό. Άλλωστε, είναι στιγμιαία φαινόμενα και δεν εμφανίζονται δύο φορές.
3. Μεμονωμένος απλανής
Αυτό υποστήριξε το 1911 ο Alfred Jeremias (1864-1935), που θεωρούσε ότι το άστρο της Βηθλεέμ ήταν ο αστέρας α του Λέοντα (α Leo), ο Βασιλίσκος, αφού ολόκληρος ο αστερισμός είναι έμβλημα ισχύος και μεγαλείου. Τα στοιχεία του A. Jeremias ήταν διαισθητικά και δεν δίνουν απαντήσεις ούτε στο γεγονός ότι ο αστέρας οδηγούσε τους Μάγους, ούτε στη στάση του αστέρα, ούτε γενικότερα στην όλη ευαγγελική αφήγηση.
Άλλοι αστρονόμοι, όπως ο C. Daniel (1967), θεωρούν ότι ο λαμπρός απλανής ίσως ήταν ο αστέρας Κάνωπος, α Τρίποδας, άστρο του νότιου ουρανού, που δύσκολα παρατηρείται.
4. Καινοφανείς, υπερκαινοφανείς
Οι καινοφανείς (novae) αστέρες είναι ξαφνικές απαστράπτουσες εμφανίσεις. Ένα καταστροφικό γεγονός: Ένα αμυδρό άστρο εκρήγνυται απότομα πολλαπλασιάζοντας τη φωτεινότητά του. Στο αντίστοιχο χρονικό πλαίσιο της γέννησης του Ιησού ταιριάζει η έκρηξη του καινοφανούς του Αιγόκερω (5 π.Χ.) στον αστερισμό του Αετού, δίπλα στον Αλτάιρ, το πιο λαμπρό άστρο του αστερισμού.
Ένα νέο αστέρι, που πιθανώς να εντυπωσίασε τους Μάγους. Το αδύνατο σημείο αυτής της υπόθεσης είναι ότι η ανάλαμψη του καινοφανούς θα ήταν εύκολα αντιληπτή από όλους! Οι αστρονόμοι D.H. Clark, F.R. Stephenson και J.H. Parkinson υποστηρίζουν ανεπιφύλακτα την άποψη του καινοφανούς και θεωρούν ότι ο Μεσσίας γεννήθηκε την άνοιξη του 5 μ.Χ. Το ίδιο υποστήριζε, το 1952, ο ομότιμος καθηγητής της Αστρονομίας Σταύρος Πλακίδης.
5. Πλανήτης
Ίσως η φαντασμαγορική Αφροδίτη, αν και ο ομότιμος καθηγητής της Αστρονομίας Γεώργιος Μπάνος (1981) διατύπωσε την άποψη ότι το άστρο της Βηθλεέμ πιθανώς να ήταν ο άγνωστος τότε πλανήτης Ουρανός.
7. Σύνοδοι πλανητών
I. Διπλή σύνοδος πλανητών
Την υπόθεση του A. Jeremias ανέσυρε από τη λήθη ο R.W. Sinnot με δυο εργασίες του το 1968 και το 1986. Ερεύνησε όλες τις πλανητικές συνόδους από το 12 π.Χ. μέχρι το 6 μ.Χ. και βρήκε ότι δύο σύνοδοι των πλανητών Αφροδίτης και Δία του 3 μ.Χ. και 2 μ.Χ. αντίστοιχα, στον αστερισμό του Λέοντα, κοντά στον Βασιλίσκο, πιθανώς να σχετίζονται με το άστρο της Βηθλεέμ.
Ιδιαίτερα η σύνοδος της 17ης Ιουνίου του 2 π.Χ. ήταν ένα ασύνηθες αξιοπρόσεκτο γεγονός. Όμως, η σύνοδος αυτή είναι έξω από το χρονικό μας πλαίσιο, αφού ο Ηρώδης πέθανε μάλλον το 4 π.Χ.
Τη θεωρία του Sinnot υποστηρίζουν οι J.A. DeYoung και J.L. Hilton του Naval Observatory και ο Robert Victor του Michigan State University.
Σύνοδος, στην αστρονομία, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο δύο ή περισσότεροι πλανήτες (όπως παρατηρούνται από τη Γη) πλησιάζουν και βρίσκονται στη μικρότερη δυνατή μεταξύ τους απόσταση. Τότε βρίσκονται σε σύνοδο με τη Γη.
II. Τριπλή σύνοδος πλανητών
Ο Δίας και ο Κρόνος το 7 π.Χ. βρίσκονταν για 8 μήνες σε απόσταση 3 μοιρών και τρεις φορές μεταξύ Μαΐου και Δεκεμβρίου του 7 π.Χ. σχεδόν ενώθηκαν οπτικά σε μια τριπλή σύνοδο, αφού πλησίασαν σε απόσταση 1 μοίρας.
1η σύνοδος: 28-29 Μαΐου
2η σύνοδος: 3 Οκτωβρίου
3η σύνοδος: 3-4 Δεκεμβρίου 7 π.Χ.
Ένα πραγματικά σπάνιο γεγονός, αφού οι τριπλές σύνοδοι είναι σπάνιες και ακόμα πιο σπάνιες αυτές που προβάλλονται στον αστερισμό των ιχθύων.
Την τριπλή σύνοδο πλανητών υποστηρίζουν ο R. Henniry (1936), ο Konstantin Ferrari d’ Occieppo (1978), ο I. Elliot (1978) του Dansinn Observatory στο Δουβλίνο, ο John Mosley (Los Angeles), ο David Hughes, από το πανεπιστήμιο του Σέφιλντ, οι J. και M. Seymour (1978) που θεωρούν ότι οι Μάγοι ξεκίνησαν με τη σύνοδο του 7 π.Χ., όταν ανέλαμψε ο καινοφανής του Αετού το 5 π.Χ., που σηματοδότησε τη γέννηση του Μεσσία.
Ο Johannes Kepler (1571-1630) πίστευε ότι η τριπλή σύνοδος του Δία-Κρόνου του 7 π.Χ. ή 747 από κτίσεως Ρώμης, που προβαλλόταν στον αστερισμό των ιχθύων, ήταν το άστρο της Βηθλεέμ, στην οποία στα όρια των αστερισμών Κρόνου-Ιχθύων προστέθηκε και ο Άρης το 6 π.Χ. Τότε σχηματίστηκε το τρίγωνο Άρη-Κρόνου-Δία, που προβαλλόταν στον αστερισμό των Ιχθύων. Υποστηρίζει δε ότι ο Ιησούς γεννήθηκε 1-2 χρόνια μετά από αυτό το εντυπωσιακό γεγονός και συνδυάζει την τριπλή σύνοδο του 7 π.Χ. με την ανάλαμψη του καινοφανούς το 5 π.Χ., που προανήγγειλε τη βασιλική γέννηση. Ο ίδιος αναφέρει: «Ο αστέρας των Μάγων δεν ήταν ένας της συνήθους σειράς των κομητών ή των νέων αστέρων, αφού κινείτο λόγω ειδικού θαύματος στο κατώτερο στρώμα της ατμόσφαιρας».
8. Πολλαπλή ή μεγάλη σύνοδος πλανητών
Ο Κωνσταντίνος Χασάπης (1970) προτείνει τη μεγάλη σύνοδο των πλανητών και είναι υπέρμαχος της αστρολογικής ερμηνείας με την πολλαπλή σύνοδο των 7 τότε γνωστών πλανητών (Ερμής, Αφροδίτη, Άρης, Κρόνος, Σελήνη, Ήλιος), που ήρθαν σε σύνοδο τον Απρίλιο του 6 π.Χ. στους ζωδιακούς αστερισμούς των Ιχθύων και του Κριού. Η μεγάλη συγκέντρωση των 7 πλανητών διήρκησε από 3-6 χρόνια. Ο Κ. Χασάπης αναφέρει:
«Πράγματι, τον Απρίλιο του 6 π.Χ. συνέβη ένα εντελώς έκτακτο αστρονομικό φαινόμενο, που μπορεί να εξηγήσει πλήρως όλα όσα αφηγείται ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, αναφορικά με τον αστέρα των Μάγων. Το φαινόμενο τούτο συνίστατο στη συγκέντρωση των «επτά πλανητών» μέσα στον αστερισμό των Ιχθύων και στη συνέχεια, τη διάβασή τους από την «ακμή των οίκων» Ιχθύος και Κριού. Η άρθρωση του φαινομένου αυτού άρχισε στις 13 Οκτωβρίου του 9 π.Χ. Η ακμή του σημειώθηκε από τις 13 ως τις 19 Απριλίου του 6 π.Χ. και το τέλος του φαινομένου σημειώθηκε στις 19 Δεκεμβρίου του 5 π.Χ.
Η μεγάλη συγκέντρωση των πλανητών του 6 π.Χ. στην ακμή των οίκων Ιχθύων και Κριού είναι πολύ σπάνιο φαινόμενο, που δεν έχει το όμοιό του σε όλη την έκταση των ιστορικών χρόνων. Είναι πράγματι, όταν το δούμε αστρολογικά, τελείως έκτακτο και εξαιρετικό φαινόμενο κι οι σημερινοί ακόμα αστρολόγοι θεωρούν αυτού του είδους τις συγκεντρώσεις ότι δηλώνουν την είσοδο της ανθρωπότητας σε μια Νέα Εποχή. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1962, όταν κατά το Φεβρουάριο έλαβε χώρα ανάλογο φαινόμενο, όχι όμως στον οίκο των Ιχθύων, αλλά του Υδροχόου, οι αστρολόγοι το θεώρησαν ως γεγονός που προμήνυε την είσοδο και πάλι της ανθρωπότητας σε μια Νέα Εποχή. Ειδικά, όμως, η συγκέντρωση των πλανητών του 6 π.Χ., επειδή έγινε στον αστερισμό των Ιχθύων και επειδή επιπλέον όλοι οι πλανήτες μέσα σε λίγες μέρες πέρασαν ο ένας μετά τον άλλον από την καλουμένη «εαρινή ακμή», έπρεπε να σημαίνει για τους αστρολόγους των χρόνων εκείνων, την είσοδο της ανθρωπότητας στην «Εποχή της Αγάπης». Και επειδή ο αστερισμός των Ιχθύων συνδεόταν άρρηκτα με τη χώρα των Ιουδαίων, θα έπρεπε από την Ιουδαία να εξαρτηθεί η είσοδος στη Νέα Εποχή. Ειδικότερα, επειδή ο «ηγετικός» πλανήτης της συνόδου εκείνης, ο Κρόνος, συμβόλιζε το λόγο του Θεού και επειδή οι τρεις επιμέρους συνοδοί του μαζί με τον πλανήτη Δία, που συμβόλιζε το βασιλιά, σήμαιναν τη Γέννηση του Βασιλιά, που έχει θεία προέλευση, εξηγείται γιατί οι Μάγοι προέγνωσαν τη Γέννηση «του Μεγάλου Βασιλιά» στην Ιουδαία. Επιπλέον, ο πλανήτης Κρόνος θεωρείτο ως ο αστέρας προστάτης των Ιουδαίων.
Η έξοδος του πλανήτη Δία (του βασιλιά) από τον τόπο της συνόδου των πλανητών, την 6η Μαρτίου του 5 π.Χ., αστρολογικά σήμαινε την ενσάρκωση του Βασιλιά, δηλαδή τη σύλληψή Του από την Παρθένο Μαρία, όπως λέμε σήμερα, και προσδιόριζε την μετά 9 μήνες, την 6η Δεκεμβρίου του 5 π.Χ., σαν ημέρα της Γέννησης του Βασιλιά.
Εξηγείται λοιπόν, πώς οι Μάγοι έφτασαν στην Ιερουσαλήμ αμέσως μετά τη Γέννηση και πώς πρόφτασαν έτσι τον Ιησού στη Βηθλεέμ. Επειδή, 40 μέρες μετά τη Γέννηση, όπως μας πληροφορεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς (2:39), η οικογένεια του Ιωσήφ εγκατέλειψε τη Βηθλεέμ και την Ιερουσαλήμ. Επομένως, οι Μάγοι αναχώρησαν από την πατρίδα τους λίγο χρονικό διάστημα πριν από τη Γέννηση, κατευθυνόμενοι «από ανατολάς», όπως μας πληροφορεί ο Ματθαίος (2:1), στην Ιουδαία, που βρίσκεται προς δυσμάς. Αλλά, από τις 2 Αυγούστου του 5 π.Χ. και ο «ηγετικός» πλανήτης του φαινομένου της μεγάλης συνόδου κινιόταν κι αυτός από ανατολή προς δύση. Εξηγείται, λοιπόν, γιατί λέγεται από το Ματθαίο ότι «το αστέρι προπορευόταν από αυτούς» (2:9). Το καταπληκτικό είναι ότι πράγματι στις 19 Δεκεμβρίου του 5 π.Χ., δηλαδή 13 μέρες μετά τη Γέννηση που προέβλεψαν οι Μάγοι, ο πλανήτης Κρόνος «στάθηκε», όπως λέει και ο Ματθαίος (2:9). «Στάθηκε», όταν οι Μάγοι έφτασαν στη Βηθλεέμ «όπου ήταν το παιδί» (2:9).
Η στάση αυτή του Κρόνου, που σήμαινε τη λήξη του μεγάλου φαινομένου της συνόδου των πλανητών, καθορίζει σαν ημερομηνία της προσκύνησης των μάγων τη 19η Δεκεμβρίου του 5 π.Χ. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι και ο Αθηνών Μελέτιος, χωρίς να οδηγείται από τα αστρονομικά αυτά δεδομένα, καθόρισε ότι η προσκύνηση έλαβε χώρα 13 μέρες μετά τη Γέννηση».
6. Ζωδιακό φως
Τέλος, ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Βιέννης K. Ferrari d’ Occhiepo (1978) υποστηρίζει την εμφάνιση του ζωδιακού φωτός με τη σύνοδο των πλανητών Δία και Κρόνου.
Ζωδιακό φως: είναι ένα διάχυτο συνήθως λευκό φως που παρατηρείται στο δυτικό ορίζοντα μετά το λυκόφως και στον αντίστοιχο ανατολικό πριν από το λυκαυγές.
Ο Occhiepo υποστηρίζει ότι το άστρο της Βηθλεέμ ήταν ο Δίας στη στάση του τη 12η Νοεμβρίου του 7 π.Χ. Η υπόθεση αυτή έχει πολλά αδύνατα σημεία, αλλά υποστηρίχθηκε ένθερμα από τον B.L. Van der Wärden.
Η άποψή μας
Θεωρούμε ότι οι αστρονομικές ερμηνείες για το άστρο της Βηθλεέμ, για όσους τις ασπάζονται δε βρίσκονται σε σύγκρουση με τις προσωπικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις. Το σημαντικό στην όλη υπόθεση δεν είναι αν το άστρο της Βηθλεέμ υπήρξε και τι ήταν στην πραγματικότητα. Γιατί δεν πρέπει να μας απασχολεί αυτή καθεαυτή η εμφάνιση του άστρου, αλλά ο ερχομός του Θεανθρώπου! Για μας το άστρο της Βηθλεέμ δεν αποτελεί έπαθλο μιας κάποιας αλαζονικής επιστημονικής κατάκτησης, ούτε απόδειξη οποιασδήποτε μεταφυσικής πίστης. Το πραγματικό αστέρι, το λαμπρό και πρωινό (Αποκ.22:16), είναι ο Χριστός, που το φως του αποκαλύπτεται σε όλους εκείνους που δε χάνονται στα απροσπέλαστα ορθολογιστικά μονοπάτια μιας κάποιας επιστημονικής γνώσης, αλλά αναζητούν την ύπαρξη του στα κατάβαθα της ψυχής τους. Γιατί, σε τελική ανάλυση, το αληθινό φως, που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο, είναι ο Χριστός (Ιωάν.1:9).
(Βιβλιογραφία: (1) Θεοδοσίου Στράτος (Αναπληρωτής Καθηγητής στον τομέα Αστροφυσικής του πανεπιστημίου Αθηνών) και Δανέζης Μάνος (Επίκουρος Καθηγητής), «Στα ίχνη του Ι.Χ.Θ.Υ.Σ.-Αστρονομία-Ιστορία, Φιλοσοφία», Εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2000, (2) Περιοδικό «Ο Αστέρας της Ανατολής», Αθήνα 2006, (3) Κωνσταντίνος Χασάπης, Αστρονόμος, Εφημερίδα «Η Καθημερινή», 1970)
15 Δεκ 2008
Η δυναστεία του Ηρώδη
Το όνομα Ηρώδης ανήκει σε μια οικογένεια από την Ιδουμαία, που βασίλευσε στην Ιουδαία κι εμφανίστηκε μετά τους Μακκαβαίους και λίγο πριν τη πλήρη αφομοίωση της χώρας σε ρωμαϊκή επαρχία. Ο γενάρχης της οικογένειας ήταν ο Αντίπατρος, ο πατέρας του οποίου, Αντίπας Α' (πλούσιος κι ευγενής Ιδουμαίος), διορίστηκε από τον Αλέξανδρο Ιαννό στρατηγός των Ιδουμαίων (104-78 π.Χ). Τα κυριότερα μέλη της οικογένειας αυτής ήταν τα εξής:
Αντίπατρος Β': Στρατηγός των Ιδουμαίων, πατέρας του Ηρώδη του Μεγάλου. Εμφανίζεται στην αρχή της βασιλείας του Αριστόβουλου Β' (69-63 π.Χ.), σαν ένας πλούσιος ιδιώτης με πολλές και πολύτιμες διασυνδέσεις. Παντρεύτηκε την Κύπρο, κοπέλα από την Αραβία, και απέκτησε από αυτήν τέσσερις γιους (Φασαήλ, Ηρώδης ο Μεγάλος, Ιωσήφ, Φερώρας) και μια κόρη τη Σαλώμη. Ο Αντίπατρος δεν κατείχε επίσημη θέση, ήταν όμως φίλος του Υρκανού Β', ο οποίος υπέστη την επίδρασή του τόσο, ώστε έγινε απλό όργανό του. Ασφαλώς, αυτός ήταν ο σύμβουλός του, όταν άνοιξε τις πύλες της Ιερουσαλήμ στον Ρωμαίο Πομπήιο. Γι’ αυτό και η δύναμή του αυξήθηκε όταν ο Υρκανός ονομάστηκε μέγας Αρχιερέας και διορίστηκε από τον Πομπήιο κυβερνήτης της Γαλιλαίας, Σαμάρειας, Ιουδαίας και Περαίας.
Επιτήδειος όπως ήταν, ο Αντίπατρος στρεφόταν πάντα προς τη μεριά που έγερνε η πλάστιγγα. Έτσι, ενώ στις μεταξύ Καίσαρα και Πομπήιου εμφύλιες διαμάχες πήρε αρχικά το μέρος του Πομπήιου, όπως άλλωστε και όλη η Ανατολή, όταν νίκησε ο Καίσαρας δε δίστασε να βρεθεί στο πλευρό του και να τον υπηρετήσει πιστά. Είχε σημαντική συμμετοχή στη νίκη του στο Πηλούσιο, δείχνοντας μάλιστα γενναιότητα κατά τη μάχη. Το αποτέλεσμα ήταν ο Καίσαρας να του παραχωρήσει δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη, προσωπική ατέλεια και να τον διορίσει επίτροπο (47 π.Χ). Στην ουσία, λοιπόν, επί Υρκανού ο Αντίπατρος ασκούσε βασιλική εξουσία, κατόρθωσε να ανοικοδομήσει τα τείχη της Ιερουσαλήμ, να αποκαταστήσει στην πατρίδα του τη γαλήνη και να εξασφαλίσει στο πρώτο γιο του (Φασαήλ) το αξίωμα του στρατηγού της Ιερουσαλήμ, ενώ στο δεύτερο, τον Ηρώδη, (τον οποίον οι Ρωμαίοι ονόμασαν βασιλιά της Ιουδαίας, ενόσω ζούσε ακόμα ο Αντίπατρος) το αξίωμα του στρατηγού της Γαλιλαίας. Ο Αντίπατρος πέθανε το 43 π.Χ., δηλητηριασμένος από τον εχθρό του Μαλίχο.
Ηρώδης ο Μέγας (73-4 π.Χ.): Βασιλιάς της Ιουδαίας (40-4 π.Χ.), ήταν γιος του Αντίπατρου, που είχε εξιουδαϊστεί, και της Κύπρου και γεννήθηκε στην Ιδουμαία το 73 π.Χ. Έγινε στρατηγός διοικητής της Γαλιλαίας σε ηλικία μόλις 25 ετών. Στη Γαλιλαία έδειξε ισχυρή πυγμή, την απάλλαξε από τη ληστοκρατία, αλλά σκότωσε το λαϊκό ήρωα Εζεκία και μόλις απέφυγε τη θανατική καταδίκη του από το Μεγάλο Συνέδριο (Σανχεντρίν) με την επέμβαση του Σίξτου, διοικητή της Συρίας, ο οποίος τόσο πολύ εντυπωσιάστηκε από τη δράση του, που τον διόρισε διοικητή της Κοίλης Συρίας. Απέκτησε τη φιλία του Κάσιου και ανέλαβε από αυτόν και άλλες εξουσίες, ιδίως στρατιωτικές, πάνω σε ολόκληρη την Ιουδαία, που μέχρι τότε μόνο Ρωμαίοι στρατηγοί δικαιούνταν να ασκούν. Έχοντας ισχυρή στρατιωτική ισχύ, αποκρούει το 1ο κίνημα του Αντίγονου του Ασμοναίου κατά του βασιλιά Υρκανού. Σε ανταμοιβή της εκδούλευσης αυτής, ο Υρκανός τον πάντρεψε με την όμορφη εγγονή του, τη Μυριάμ ή Μαριάμνη.
Μετά τη δολοφονία του Καίσαρα και τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, ο Ηρώδης κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοια του Αντωνίου. Όταν επέστρεψε στην Ιουδαία βρέθηκε μπροστά σε μια νέα ισχυρή εισβολή του Ασμοναίου Αντίγονου, ο οποίος βοηθούμενος από τους συμμάχους του Πάρθους, κατόρθωσε να καταλάβει την Ιερουσαλήμ και να αιχμαλωτίσει τον αδελφό του Ηρώδη (Φασαήλ), ο οποίος αυτοκτόνησε στη φυλακή. Ο Αντίγονος βασίλεψε για τέσσερα χρόνια (40-37 π.Χ.), ως ανεξάρτητος βασιλιάς της Ιουδαίας και μετά την εκδίωξη των Πάρθων από τους Ρωμαίους κατόρθωσε να παραμείνει στη θέση του. Μετά από λίγο, όμως, ο Ηρώδης πήγε στη Ρώμη, όπου έπεισε τον Αντώνιο και τον Οκταβιανό, που με τη σειρά τους έπεισαν τη ρωμαϊκή Σύγκλητο να τον αναγορεύσει βασιλιά της Ιουδαίας (40 π.Χ). Παρά την αντίδραση του ιερατείου και του ιουδαϊκού λαού, ο νέος βασιλιάς, με τη βοήθεια ισχυρών ρωμαϊκών λεγεώνων που κατέφθασαν από την Αίγυπτο, εισβάλει στην Ιουδαία και ύστερα από πολύμηνη πολιορκία της Ιερουσαλήμ, εισέρχεται θριαμβευτικά στην πόλη, όπου ανακηρύσσεται βασιλιάς (τέλη 37 π.Χ.). Κυβέρνησε την Ιουδαία επί 34 χρόνια σαν πιστός φίλος και σύμμαχος της Ρώμης.
Στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Αντωνίου και του Οκταβιανού επέδειξε πολιτικό ένστικτο κι αποσπάστηκε έγκαιρα από τον Αντώνιο. Μέχρι το 31 π.Χ., παρά την εύνοια του Αντωνίου, η θέση του Ηρώδη ήταν επισφαλής λόγω των μηχανουργιών της Κλεοπάτρας που έλπιζε να δει την Ιουδαία και την Κοίλη Συρία να επιστρέφουν και πάλι στο βασίλειο των Πτολεμαίων. Ο κίνδυνος αυτός έφυγε με τη ναυμαχία του Ακτίου, μετά από την οποία κατόρθωσε να αποκτήσει την εύνοια του νεαρού Οκταβιανού (Αύγουστου), του νέου κυρίαρχου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και να πετύχει απ’ αυτόν να διατηρήσει το βασίλειό του, αλλά και να το διευρύνει. Είχε επίσης την υποστήριξή του απέναντι στη σφοδρή αντίσταση στο εσωτερικό της χώρας του, λόγω της απολυταρχικής κι ωμής διακυβέρνησής του. Ευγνωμονώντας τον, ο Ηρώδης ανοικοδόμησε στα ερείπια της Σαμάρειας μια πόλη που την ονόμασε Σεβάστεια (Augusta), απ’ το όνομα του αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου (ελλ. Σεβαστός, λατιν. Augustus). Έκτισε την Καισάρεια στις ακτές της Μεσογείου, νότια του όρους Κάρμηλος, προς τιμή του Αυγούστου, την εφοδίασε με έξοχο τεχνητό λιμάνι και οργάνωσε αγώνες προς τιμή του. Το 25 π.Χ. έλαβε μέρος σε εκστρατεία των Ρωμαίων στην Αραβία, κερδίζοντας έτσι κι άλλα εδάφη.
Μια άλλη πηγή άγχους του Ηρώδη ήταν η οικογένεια των Ασμοναίων, που ήταν δυσαρεστημένη που εκτοπίστηκε από τον θρόνο από κάποιον που τον θεωρούσαν τυχάρπαστο. Αν και συνδέθηκε με την οικογένεια αυτή παίρνοντας σαν σύζυγο τη Μαριάμνη, εγγονή του πρώην αρχιερέα Υρκανού Β', οι καχυποψίες του Ηρώδη τον οδήγησαν να ξεφορτωθεί έναν - έναν τους ηγέτες των Ασμοναίων που επέζησαν. Κατέβαλε, λοιπόν, με κάθε μέσο την εσωτερική αντίδραση που εκδηλώθηκε και δε λυπήθηκε ούτε τη ζωή της ίδιας της Μαριάμνης, που ανήκε στους αντίπαλούς του Ασμοναίους (29 π.Χ.). Εκτός από αυτήν, ο Ηρώδης σκότωσε την μητέρα της (που ραδιουργούσε μαζί με την Κλεοπάτρα της Αιγύπτου εναντίον του) και τον παππού της, Υρκανό Β', σε ηλικία 80 ετών.
Προικισμένος με εξαιρετική ευφυΐα και τόλμη, μολονότι καχύποπτος και βίαιος, ο Ηρώδης κατατροπώνει την εσωτερική αντίδραση κι εγκαινιάζει πολιτική εσωτερικής ειρήνευσης, προσδίνοντας στο βασίλειό του εξαιρετική λαμπρότητα. Ειρηνεύει τις περιοχές στα ΒΑ σύνορά του για χάρη της Ρώμης και ο Αύγουστος τις προσθέτει στο βασίλειό του. Επεκτείνει την πολιτιστική πολιτική του αυτοκράτορα με λαμπρά οικιστικά έργα, όχι μόνο μέσα στο δικό του βασίλειο αλλά και σε ξένες πόλεις (π.χ. στην Αθήνα). Κτίζει οικισμούς και φρούρια σε όλη τη χώρα, αλλά και θέατρα, γυμναστήρια και ιπποδρόμια. Στην Ιερουσαλήμ κτίζει ένα παλάτι για τον ίδιο, στο δυτικό τείχος, ενώ είχε ήδη ανοικοδομήσει το φρούριο Αντωνία (προς χάρη του Αντωνίου), στη ΒΔ πλευρά του Ναού. Το μεγαλύτερο από όλα τα έργα του ήταν η ανοικοδόμηση του Ναού της Ιερουσαλήμ, που άρχισε το 19 π.Χ.
Τίποτα από αυτά που μπορούσε να κάνει ο Ηρώδης, ούτε κι η γενναιόδωρη δαπάνη για το ναό δεν τον κάνουν αγαπητό στους Ιουδαίους υπηκόους του. Η καταγωγή του από την Ιδουμαία ποτέ δεν ξεχάστηκε. Αν κι ήταν Ιουδαίος κατά το θρήσκευμα και ανοικοδομούσε το Ναό του Θεού του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, αυτό δεν τον εμπόδιζε να αναγείρει ναούς σε ειδωλολατρικές θεότητες σε άλλα μέρη (όπως στη Σαμάρεια προς τιμή του Καίσαρα Αυγούστου). Πάνω απ’ όλα όμως δεν μπορούσαν να του συγχωρέσουν την εξόντωση της οικογένειας των Ασμοναίων.
Στην πραγματικότητα, αυτή η ενέργεια του δεν έδωσε τέλος στα οικογενειακά του προβλήματα. Δημιουργήθηκε προστριβή μεταξύ των θηλέων συγγενών του και των συζύγων του, και μεταξύ των παιδιών των γυναικών του.[1] Οι δυο γιοι του από τη Μαριάμνη, ο Αλέξανδρος και ο Αριστόβουλος, ανατράφηκαν στη Ρώμη και ήταν οι διορισμένοι κληρονόμοι του. Η καταγωγή τους από τους Ασμοναίους (μέσω της μητέρας τους) τους έκανε αποδεκτούς από τον ιουδαϊκό λαό. Αλλά η προνομιακή τους θέση προκάλεσε το φθόνο των ετεροθαλών αδελφών τους, ιδιαίτερα του μεγαλύτερου γιου του Ηρώδη, Αντίπατρου, που τους συκοφάντησε στον πατέρα του και τον έστρεψε εναντίον τους. Τελικά (7 π.Χ.) βρέθηκαν ένοχοι συνωμοσίας κατά του πατέρα τους και εκτελέστηκαν. Ο Αντίπατρος δεν κέρδισε τίποτε από το θάνατό τους, επειδή 3 χρόνια αργότερα έπεσε κι αυτός θύμα της καχυποψίας του Ηρώδη και εκτελέστηκε λίγες μόνο μέρες πριν πεθάνει ο πατέρας του (4 π.Χ.).
Παρά την αγριότητα του χαρακτήρα του υπήρξε ένθερμος φίλος του ελληνικού πολιτισμού, ευνοώντας τη διείσδυσή του στην Παλαιστίνη. Περιστοιχιζόταν από Έλληνες φιλοσόφους και ρήτορες, μεταξύ των οποίων διακρινόταν ο Νικόλαος ο Δαμασκηνός, που τον εισήγαγε στην ελληνική φιλοσοφία, την ιστοριογραφία και τη ρητορική.
Στα Ευαγγέλια χαρακτηρίζεται αρχομανής, πονηρός, καχύποπτος και αιμοχαρής τύραννος. Η καχύποπτη φύση του Ηρώδη απεικονίζεται πολύ καλά στην ιστορία της επίσκεψης των μάγων και τη σφαγή των νηπίων στη Βηθλεέμ (Ματθ.2:1-18). Παρόλο που η ιστορία αυτή δεν αναφέρεται κάπου αλλού, κάθε φήμη για αντίπαλο βασιλιά των Ιουδαίων τού ξυπνούσε τους χειρότερους φόβους του. Η καχυποψία αυτή αργότερα πήρε διαστάσεις παραφροσύνης με συνέπεια να θυμόμαστε τον Ηρώδη πιο πολύ για τα εγκληματικά του ξεσπάσματα παρά για τις διοικητικές του ικανότητες.
Άρρωστος πήγε στα θερμά λουτρά της Καλλιρόης, στις ανατολικές ακτές της Νεκράς Θάλασσας, χωρίς αποτέλεσμα. Έμεινε στην Ιεριχώ, όπου αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Πέθανε γύρω στο 4 π.Χ., σε ηλικία 70 ετών, αφού 5 μόλις μέρες πριν το θάνατό του διέπραξε και το τελευταίο του έγκλημα: Διέταξε το φόνο του γιου και διαδόχου του Αντίπατρου. Βλέποντας να πλησιάζει το τέλος του, έδωσε εντολή τη μέρα τού θανάτου του να εκτελεστούν οι πιο σπουδαίες προσωπικότητες του βασιλείου του, για να συνοδευτεί ο θάνατός του από το θρήνο των υπηκόων του και να βυθιστεί η χώρα σε γενικό πένθος.
Σύμφωνα με τη διαθήκη του κληροδότησε το βασίλειό του σε τρεις από τους γιους του: Την Ιουδαία και τη Σαμάρεια στον Αρχέλαο (Ματθ.2:22), τη Γαλιλαία και την Περαία στον Αντύπα και τις ΒΑ περιοχές στο Φίλιππο (Λουκ.3:1). Αυτά τα κληροδοτήματα επικυρώθηκαν από τον Αύγουστο.
Αντίπατρος: Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ηρώδη του Μεγάλου και της Δωρίδας (τέλη 1ου αιώνα π.Χ.). Δολοφονήθηκε απ’ τον πατέρα του, σε ηλικία 18 ετών, όταν ανακάλυψε ότι, αφού με συκοφαντίες πέτυχε τη θανάτωση των δύο ετεροθαλών αδελφών του (Αλέξανδρου και Αριστόβουλου), άρχισε τέλος να συνωμοτεί για να δολοφονήσει και τον ίδιο.
Ηρώδης Φίλιππος: Γιος του Ηρώδη του Μεγάλου και της Μαριάμνης (κόρης του αρχιερέα Σίμωνα). Για ένα διάστημα ήταν ο επόμενος στη διαδοχή του Αντίπατρου (Ιώσηπος Αρχ. 17. 53), αλλά αυτή η ρύθμιση ανακλήθηκε από μεταγενέστερες διαθήκες και ζει σαν ιδιώτης. Η γυναίκα του, Ηρωδιάδα, μητέρα της Σαλώμης, τον εγκατέλειψε για να συζήσει με τον ετεροθαλή αδελφό του, τον Ηρώδη Αντύπα, (Ματθ.14:3, Μάρκ.6:17, Λουκ.3:19).
Ηρώδης Αρχέλαος (ο ονομαζόμενος «Εθνάρχης»): Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ηρώδη του Μεγάλου και της Σαμαρείτισσας Μαλθάκης, και είχε τη χειρότερη φήμη από όλα τα παιδιά του. Κληρονόμησε τα ελαττώματα του πατέρα του, χωρίς όμως την ικανότητά του. Βασίλευσε στην Ιουδαία (4 π.Χ.-6 μ.Χ.) «αντί για τον πατέρα του, τον Ηρώδη» (Ματθ.2:22). Σ’ αυτόν άφησε με διαθήκη ο Ηρώδης την Ιουδαία, την Ιδουμαία και τη Σαμάρεια. Υποσχέθηκε μείωση των φορολογικών βαρών του λαού κι έγινε αναντίρρητα δεκτός ως βασιλιάς. Ήταν, όμως, το ίδιο αυστηρός σαν τον πατέρα του. Πρόσβαλε τις θρησκευτικές ευαισθησίες των Ιουδαίων όταν πήρε σαν γυναίκα του τη Γλαφύρα, την άτεκνη χήρα του ετεροθαλή αδελφού του, Αλέξανδρου, όπως απαιτούσε ο Μωσαϊκός νόμος. Τελικά κίνησε την αγανάκτησή του λαού, που κορυφώθηκε σε ευρεία επανάσταση, όταν αρνήθηκε να καθαιρέσει τον αρχιερέα Ιάσαφ, κατά την αξίωσή τους. Χρειάστηκε η δυναμική παρέμβαση του Βάρου, κυβερνήτη της Συρίας για να σταματήσει η εξέγερση. Παρόλα αυτά όμως η διαθήκη του Ηρώδη στις γενικές της αρχές κυρώθηκε. Αφαιρέθηκε μόνον από το διάδοχό του ο τίτλος του βασιλιά και αντικαταστάθηκε με το «εθνάρχης», και αυτό με την επιφύλαξη να του αποδοθεί και πάλι αν φανεί άξιος αυτού του τίτλου. Αλλά η απόδοση αυτή ποτέ δεν έγινε. Ο Αρχέλαος αναφέρεται «εθνάρχης» σε νομίσματα. Συνέχισε την οικιστική πολιτική του πατέρα του, η καταπιεστική του όμως διακυβέρνηση έγινε ανυπόφορη. Τελικά, μια αντιπροσωπία των Ιουδαίων και Σαμαρειτών αριστοκρατών πήγε στη Ρώμη και προειδοποίησε τον Αύγουστο ότι, αν δεν έφευγε ο Αρχέλαος, θα υπήρχε πλήρης ανταρσία. Εξαιτίας των συνεχιζόμενων ταραχών στην Ιουδαία, αποτέλεσμα της σκληρής συμπεριφοράς του, ο Αρχέλαος κλήθηκε στη Ρώμη να απολογηθεί. Επειδή η απολογία του κρίθηκε ανεπαρκής, εξορίστηκε στη Γαλατία το 10 μ.Χ., όπου και πέθανε. Η Ιουδαία γίνεται Ρωμαϊκή επαρχία, υπό τη διοίκηση ενός επιτρόπου (δηλαδή ενός κυβερνήτη διορισμένου απ’ τον αυτοκράτορα, που ήταν υπεύθυνος στις ρωμαϊκές αρχές).
Ηρώδης Αντύπας (20 π.Χ.-40 μ.Χ.): Ήταν ο νεώτερος γιος του βασιλιά Ηρώδη του Μεγάλου απ’ τη Μαλθάκη, που αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη σαν «Ηρώδης ο τετράρχης» (Λουκ.3:19). Μετά το θάνατο του πατέρα του διορίστηκε από τον Αύγουστο τετράρχης της Γαλιλαίας και της Περαίας, γιατί το βασίλειο της Ιουδαίας είχε διαιρεθεί σε διάφορες επαρχίες και είχε καταργηθεί ο βασιλικός τίτλος. Αρχικά είχε σαν έδρα του την πόλη Ζεφύρι, την οποία μετονόμασε σε Καισάρεια του Δία, αργότερα, όμως, ίδρυσε στις όχθες της λίμνης Γεννησαρέτ μια νέα μεγαλοπρεπή πρωτεύουσα που την ονόμασε Τιβεριάδα (22 μ.Χ.), προς τιμήν του αυτοκράτορα Τιβερίου, του οποίου ήταν ευνοούμενος. Στα Ευαγγέλια αναφέρεται κυρίως για τη συμμετοχή του στη φυλάκιση και εκτέλεση του Ιωάννη του Βαπτιστή (Μάρκ.6:14-28) και για τη σύντομη συνάντησή του με τον Ιησού, όταν ο Πιλάτος τον έστειλε σ’ αυτόν για να δικαστεί. Ο Ηρώδης, που πολλές φορές είχε εκφράσει την επιθυμία να δει τον Ιησού, του υπέβαλε ένα σωρό ερωτήσεις στις οποίες όμως ο Χριστός δεν απάντησε. Τότε ο Ηρώδης εξοργίστηκε και τον έδιωξε, αφού προηγουμένως τον χλεύασε και τον ειρωνεύτηκε και διέταξε να παραδοθεί στον Πιλάτο για να τον δικάσει (Λουκάς 23:6-12). Αναφέρεται ότι ο Ιησούς κάποτε τον περιέγραψε σαν «αυτή την αλεπού» (Λουκ.13:31).
Ήταν ο πιο ικανός από τους γιους του Ηρώδη και συνέχισε την οικιστική πολιτική του πατέρα του. Ήταν όμως άνθρωπος ανήθικος, εγωιστής, ωμός, με τάση προς την ηδυπάθεια και την πολυτέλεια κι ικανός να διαπράξει κάθε ανομία προκειμένου να ικανοποιήσει τις επιδιώξεις ή τα πάθη του. Αρχικά παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά των Ναβαταίων, Αρέτα Δ’, αλλά αργότερα την χώρισε για να παντρευτεί την ανεψιά του, την Ηρωδιάδα, γυναίκα του ετεροθαλή αδελφού του, Φιλίππου. Ο γάμος του με τη πονηρή και φιλόδοξη Ηρωδιάδα συμπλήρωσε, κατά κάποιο τρόπο, τα ελαττώματα και τα πάθη του και τελικά απέβη ολέθριος για τον ίδιο. Σύμφωνα με τα συνοπτικά Ευαγγέλια, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής υπέστη την οργή του Αντύπα, γιατί κατάγγειλε τον δεύτερο γάμο του ως παράνομο.Ο Ιώσηπος (Αρχ. 18. 118) λέει ότι ο Αντύπας φοβήθηκε ότι το μεγάλο πλήθος που ακολουθούσε τον Ιωάννη θα προκαλούσε ανταρσία. Ο Αρέτας, όπως ήταν φυσικό, δυσανασχέτησε για την προσβολή που έγινε στην κόρη του κι άρπαξε την ευκαιρία μερικά χρόνια αργότερα για να διεξάγει πόλεμο εναντίον του Αντύπα (36 μ.Χ.). Οι δυνάμεις του Αντύπα κατανικήθηκαν κι ο Ιώσηπος αναφέρει ότι πολλοί άνθρωποι θεώρησαν την ήττα αυτή ως θεία τιμωρία για το θάνατο του Ιωάννη του Βαπτιστή. Αργότερα, όταν ο αδελφός της Ηρωδιάδας, Ηρώδης Αγρίππας, ονομάστηκε από τη Ρώμη βασιλιάς, εξανάγκασε τον άντρα της να πάει στη Ρώμη και να επιδιώξει να πάρει κι αυτός τον ίδιο τίτλο. Το 39 μ.Χ., ο τότε αυτοκράτορας Καλιγούλας, όμως, που είχε προηγουμένως δεχτεί πρεσβείες, διατύπωσε κατηγορητήριο εναντίον του Αντύπα, τον συνέλαβε και τον εξόρισε αρχικά στο Λούγδουνο (τη σημερινή Λυών) της νότιας Γαλατίας, όπου πήγε να τον συναντήσει και η Ηρωδιάδα. Αργότερα, τους έστειλε και τους δυο εξόριστους στην Ισπανία, όπου και πέθανε ο Ηρώδης.
Φίλιππος: Τετράρχης της Ιουδαίας, γιος του Ηρώδη του Μεγάλου από την 5η του γυναίκα, την Κλεοπάτρα της Ιερουσαλήμ. Ο Ιώσηπος (Αρχ. 17. 21) δηλώνει ότι μεγάλωσε στη Ρώμη. Κληρονόμησε την τετραρχία που περιλάμβανε τη Βαταναία, τη Γαυλωνίτιδα, την Τραχωνίτιδα, την Αυρανίτιδα, την Πανεάδα (Ιώσηπος) και την Ιτουρία (Λουκ.3:1). Κυβέρνησε επί 37 χρόνια μέχρι το θάνατό του, το χειμώνα του 34 μ.Χ. και διακρινόταν από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του Ηρώδη για τη μετριοπάθεια και τη δίκαιη διοίκησή του (Ιώσηπος, Αρχ. 18.106). Μετά το θάνατό του η περιφέρειά του ενσωματώθηκε στην επαρχία της Συρίας μέχρι το 37 μ.Χ., όταν ο αυτοκράτορας Καλιγούλας την πρόσφερε στον Ηρώδη Αγρίππα (Πράξ.12:1, 19-23), γιο του Αριστόβουλου, εγγονό του Ηρώδη του Μεγάλου από τη Μαριάμνη. Ο Φίλιππος ανοικοδόμησε την Πανεάδα, τη γνωστή σαν Καισάρεια του Φιλίππου (Ματθ.16:13, Μάρκ.8:27) και τη Βηθσαϊδά Ιουλιάδα (Ιώσηπος, Αρχ. 18. 28), δυο ονόματα που αντανακλούν τη συμπάθειά του υπέρ των Ρωμαίων. Ήταν ο πρώτος Ιουδαίος ηγεμόνας που τύπωσε τα κεφάλια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων πάνω στα νομίσματά του. Παντρεύτηκε τη Σαλώμη, την κόρη της Ηρωδιάδας, αλλά πέθανε άτεκνος (34 μ.Χ.) (Ιώσηπος, Αρχ. 18. 137).
Ηρώδης Αγρίππας Α' (10 π.Χ.-44 μ.Χ.): Βασιλιάς της Ιουδαίας (41-44 μ.Χ.), εγγονός του Ηρώδη του Μεγάλου και της Μαριάμ, γιος του Αριστόβουλου και της Βερενίκης κι αδελφός της Ηρωδιάδας. Μετά την εκτέλεση του πατέρα του (7 π.Χ.), ανατράφηκε στη Ρώμη, όπου συνδέθηκε με τον Καλιγούλα και τον Κλαύδιο. Το 23 μ.Χ. απέκτησε τόσα πολλά χρέη που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Ρώμη. Για ένα διάστημα βρήκε καταφύγιο κι έζησε στην Τιβεριάδα στο θείο του Αντίπα, χάρη στην αδελφή του την Ηρωδιάδα, που ο Αντίπας είχε πρόσφατα παντρευτεί. Αλλά λογομάχησε με τον Αντίπα και το 36 μ.Χ. επέστρεψε στη Ρώμη. Εκεί, πρόσβαλε τον αυτοκράτορα Τιβέριο και φυλακίστηκε, αλλά ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Τιβέριου αποφυλακίστηκε από τον νέο αυτοκράτορα, Καλιγούλα, που το 38 μ.Χ. τον ανακήρυξε βασιλιά της τετραρχίας του Φιλίππου, που είχε πεθάνει. Το 39 μ.Χ., με την εξορία του Αντίπα, στο βασίλειό του προστέθηκαν η Γαλιλαία και η Περαία. Όταν ο Κλαύδιος έγινε αυτοκράτορας (41 μ.Χ.), αύξησε και άλλο το βασίλειο του Αγρίππα δίνοντάς του την Ιουδαία και τη Σαμάρεια, έτσι ώστε ο Αγρίππας βασίλευε σε ένα βασίλειο που ήταν σχεδόν ίσο σε έκταση με αυτό του παππού του. Επιδίωξε να κερδίσει την εύνοια των Ιουδαίων υπηκόων του, που τον θεωρούσαν απόγονο των Ασμοναίων (μέσω της γιαγιάς του Μαριάμνης) και τον επιδοκίμασαν ανάλογα.
Η συμπεριφορά του προς τους χριστιανούς ήταν σκληρή. Σαν φανατικός Ιουδαίος, και θέλοντας να εξασφαλίσει την εύνοια και υποστήριξη των Φαρισαίων, καταδίωξε με κάθε τρόπο την νεοσύστατη χριστιανική εκκλησία της Ιερουσαλήμ. Με διαταγή του θανάτωσαν τον Απόστολο Ιάκωβο, αδελφό του Ιωάννη, και φυλάκισαν τον Απόστολο Πέτρο (Πράξ.12:1-3). Η επίθεσή του κατά των αποστόλων ήταν ίσως πιο λαοφιλής από ό,τι πριν, λόγω της πρόσφατης συναδέλφωσής τους με τα έθνη (Πράξ.10:1-11:18). Ο ξαφνικός του θάνατος (44 μ.Χ.) αναφέρεται από τον Λουκά (Πράξ.12:20-23) και τον Ιώσηπο (Αρχ. 19. 343 κ.ε.) με τέτοιο τρόπο που οι δυο αφηγήσεις αλληλοσυμπληρώνονται. Άφησε ένα γιο, τον Αγρίππα Β' της Χαλκίδας και δυο κόρες: τη Βερενίκη (γεννήθηκε το 28 μ.Χ.), που αναφέρεται στις Πράξεις (25:13) και τη Δρουσίλλα (γεννήθηκε το 38 μ.Χ.), που έγινε η 3η γυναίκα του επιτρόπου Φίληκα (Πράξ.24:24). Μετά το θάνατό του όλη η Παλαιστίνη περιήλθε κάτω από τη διακυβέρνηση της Ρώμης.
Ηρωδιάδα: Ήταν κόρη του Αριστόβουλου (γιου του Ηρώδη του Μεγάλου από τη Μαριάμνη) και αδελφή του Ηρώδη Αγρίππα Α'. Παντρεύτηκε, πρώτα, το θείο της Ηρώδη Φίλιππο (γιο του Ηρώδη του Μεγάλου από μια δεύτερη Μαριάμνη, που δεν πρέπει να συγχέεται με τον Φίλιππο τον τετράρχη) κι αργότερα το θείο της Ηρώδη Αντύπα, τετράρχη της Ιουδαίας. Από τον πρώτο της γάμο απέκτησε μια κόρη, τη Σαλώμη, η οποία παντρεύτηκε το Φίλιππο τον τετράρχη. Η Ηρωδιάδα παρακίνησε τον Ηρώδη Αντύπα να αποκεφαλίσει τον Ιωάννη τον Πρόδρομο (που καταφερόταν αρνητικά εναντίον της), όταν στη διάρκεια ενός δείπνου η κόρη της Σαλώμη χόρεψε τόσο προκλητικά που έπεισε τον Ηρώδη Αντύπα να της υποσχεθεί πως θα εκπλήρωνε κάθε επιθυμία της. Αργότερα, με τις ενέργειες του Αγρίππα (αδελφού της Ηρωδιάδας), ο Ηρώδης εξορίστηκε στο Λούγδουνο (τη σημερινή Λυών) μαζί με την Ηρωδιάδα, παρότι ο Γάιος (Καλιγούλας) προσωπικός φίλος του αδελφού της, Αγρίππα, την άφησε να μείνει στην Παλαιστίνη και να διατηρήσει την προσωπική της περιουσία. Τον ακολούθησε πρώτα στη Γαλλία και έπειτα στην Ισπανία, όπου μετά το θάνατό του (39 μ.Χ.) χάθηκαν τα ίχνη της. Πέθανε πιθανόν ένα χρόνο αργότερα, το 40 μ.Χ.
Ηρώδης ο Χαλκίδας: Εγγονός του Ηρώδη του Μεγάλου και αδελφός του Ηρώδη Αγρίππα Α'. Ο αυτοκράτορας Κλαύδιος τον ονόμασε βασιλιά της Χαλκίδας της Συρίας. Παντρεύτηκε αρχικά την ανεψιά του Μαριάμνη, κόρη του Ηρώδη Αγρίππα Α', και αργότερα τη Βερενίκη, η οποία όμως τον εγκατέλειψε για να ακολουθήσει τον αδελφό της Ηρώδη Αγρίππα Β', με τον οποίον συνδέθηκε ερωτικά. Από τον πρώτο του γάμο απέκτησε τον Αριστόβουλο και από το δεύτερο τους Βερνικιανό και Υρκανό.
Ηρώδης Αγρίππας Β' (27-100 μ.Χ.): Βασιλιάς της Ιουδαίας (48-93 μ.Χ.), γιος του Ηρώδη Αγρίππα Α', ανακηρύχθηκε σε νεαρή ηλικία διάδοχος του βασιλείου του πατέρα του. Αργότερα όμως πήρε τον τίτλο του βασιλιά από τον Κλαύδιο, έχοντας τις περιοχές Β και ΒΑ της Παλαιστίνης, που αυξήθηκαν από τον Νέρωνα το 56 μ.Χ. Άλλαξε το όνομα της πρωτεύουσάς του από Καισάρεια Φιλίππου σε Νερωνιάδα σαν φιλοφρόνηση στον αυτοκράτορα. Από το 48-66 μ.Χ. είχε το δικαίωμα να διορίζει τους Ιουδαίους αρχιερείς. Έζησε άσωτο βίο (συνδέθηκε ερωτικά και με την αδελφή του Βερενίκη) και διοίκησε τυραννικά. Έκανε ό,τι μπορούσε για να εμποδίσει το ξέσπασμα του Ιουδαϊκού πολέμου κατά της Ρώμης το 66 μ.Χ. Όταν οι προσπάθειές του απέτυχαν, έμεινε πιστός στη Ρώμη και ανταμείφθηκε με επιπλέον αύξηση του βασιλείου του. Διατήρησε τη θέση του και μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τη Ρώμη (70 μ.Χ.), καθώς στην ιουδαϊκή εξέγερση εναντίον των Ρωμαίων ακολούθησε σαφή φιλορωμαϊκή πολιτική. Πέθανε άτεκνος γύρω στο 100 μ.Χ. Είναι πολύ γνωστός στους αναγνώστες της Καινής Διαθήκης για τη συνάντησή του με τον Παύλο στην Καισάρεια, όπου σαν φιλοξενούμενος του Φήστου άκουσε την απολογία του (Πράξ.25:13-26:32) κι αστειευόμενος τον κατηγόρησε ότι προσπάθησε να τον κάνει Χριστιανό (Πράξ.26:28).
[1] Ο Ηρώδης παντρεύτηκε 5 γυναίκες από τις οποίες απέκτησε πολλά παιδιά: Από τη Δωρίδα απέκτησε τον Αντίπατρο, από τη Μαριάμνη (εγγονή του βασιλιά Υρκανού) τον Αλέξανδρο και τον Αριστόβουλο, από τη Μαριάμνη (κόρη του Αρχιερέα Σίμωνα) τον Ηρώδη Φίλιππο (σύζυγο της Ηρωδιάδας), από την Μαλθάκη τον Αρχέλαο (τον Ηρώδη τον Εθνάρχη) και τον Αντίπα (τον Τετράρχη), από την Κλεοπάτρα της Ιερουσαλήμ τον Φίλιππο (τον Τετράρχη).
Αντίπατρος Β': Στρατηγός των Ιδουμαίων, πατέρας του Ηρώδη του Μεγάλου. Εμφανίζεται στην αρχή της βασιλείας του Αριστόβουλου Β' (69-63 π.Χ.), σαν ένας πλούσιος ιδιώτης με πολλές και πολύτιμες διασυνδέσεις. Παντρεύτηκε την Κύπρο, κοπέλα από την Αραβία, και απέκτησε από αυτήν τέσσερις γιους (Φασαήλ, Ηρώδης ο Μεγάλος, Ιωσήφ, Φερώρας) και μια κόρη τη Σαλώμη. Ο Αντίπατρος δεν κατείχε επίσημη θέση, ήταν όμως φίλος του Υρκανού Β', ο οποίος υπέστη την επίδρασή του τόσο, ώστε έγινε απλό όργανό του. Ασφαλώς, αυτός ήταν ο σύμβουλός του, όταν άνοιξε τις πύλες της Ιερουσαλήμ στον Ρωμαίο Πομπήιο. Γι’ αυτό και η δύναμή του αυξήθηκε όταν ο Υρκανός ονομάστηκε μέγας Αρχιερέας και διορίστηκε από τον Πομπήιο κυβερνήτης της Γαλιλαίας, Σαμάρειας, Ιουδαίας και Περαίας.
Επιτήδειος όπως ήταν, ο Αντίπατρος στρεφόταν πάντα προς τη μεριά που έγερνε η πλάστιγγα. Έτσι, ενώ στις μεταξύ Καίσαρα και Πομπήιου εμφύλιες διαμάχες πήρε αρχικά το μέρος του Πομπήιου, όπως άλλωστε και όλη η Ανατολή, όταν νίκησε ο Καίσαρας δε δίστασε να βρεθεί στο πλευρό του και να τον υπηρετήσει πιστά. Είχε σημαντική συμμετοχή στη νίκη του στο Πηλούσιο, δείχνοντας μάλιστα γενναιότητα κατά τη μάχη. Το αποτέλεσμα ήταν ο Καίσαρας να του παραχωρήσει δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη, προσωπική ατέλεια και να τον διορίσει επίτροπο (47 π.Χ). Στην ουσία, λοιπόν, επί Υρκανού ο Αντίπατρος ασκούσε βασιλική εξουσία, κατόρθωσε να ανοικοδομήσει τα τείχη της Ιερουσαλήμ, να αποκαταστήσει στην πατρίδα του τη γαλήνη και να εξασφαλίσει στο πρώτο γιο του (Φασαήλ) το αξίωμα του στρατηγού της Ιερουσαλήμ, ενώ στο δεύτερο, τον Ηρώδη, (τον οποίον οι Ρωμαίοι ονόμασαν βασιλιά της Ιουδαίας, ενόσω ζούσε ακόμα ο Αντίπατρος) το αξίωμα του στρατηγού της Γαλιλαίας. Ο Αντίπατρος πέθανε το 43 π.Χ., δηλητηριασμένος από τον εχθρό του Μαλίχο.
Ηρώδης ο Μέγας (73-4 π.Χ.): Βασιλιάς της Ιουδαίας (40-4 π.Χ.), ήταν γιος του Αντίπατρου, που είχε εξιουδαϊστεί, και της Κύπρου και γεννήθηκε στην Ιδουμαία το 73 π.Χ. Έγινε στρατηγός διοικητής της Γαλιλαίας σε ηλικία μόλις 25 ετών. Στη Γαλιλαία έδειξε ισχυρή πυγμή, την απάλλαξε από τη ληστοκρατία, αλλά σκότωσε το λαϊκό ήρωα Εζεκία και μόλις απέφυγε τη θανατική καταδίκη του από το Μεγάλο Συνέδριο (Σανχεντρίν) με την επέμβαση του Σίξτου, διοικητή της Συρίας, ο οποίος τόσο πολύ εντυπωσιάστηκε από τη δράση του, που τον διόρισε διοικητή της Κοίλης Συρίας. Απέκτησε τη φιλία του Κάσιου και ανέλαβε από αυτόν και άλλες εξουσίες, ιδίως στρατιωτικές, πάνω σε ολόκληρη την Ιουδαία, που μέχρι τότε μόνο Ρωμαίοι στρατηγοί δικαιούνταν να ασκούν. Έχοντας ισχυρή στρατιωτική ισχύ, αποκρούει το 1ο κίνημα του Αντίγονου του Ασμοναίου κατά του βασιλιά Υρκανού. Σε ανταμοιβή της εκδούλευσης αυτής, ο Υρκανός τον πάντρεψε με την όμορφη εγγονή του, τη Μυριάμ ή Μαριάμνη.
Μετά τη δολοφονία του Καίσαρα και τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, ο Ηρώδης κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοια του Αντωνίου. Όταν επέστρεψε στην Ιουδαία βρέθηκε μπροστά σε μια νέα ισχυρή εισβολή του Ασμοναίου Αντίγονου, ο οποίος βοηθούμενος από τους συμμάχους του Πάρθους, κατόρθωσε να καταλάβει την Ιερουσαλήμ και να αιχμαλωτίσει τον αδελφό του Ηρώδη (Φασαήλ), ο οποίος αυτοκτόνησε στη φυλακή. Ο Αντίγονος βασίλεψε για τέσσερα χρόνια (40-37 π.Χ.), ως ανεξάρτητος βασιλιάς της Ιουδαίας και μετά την εκδίωξη των Πάρθων από τους Ρωμαίους κατόρθωσε να παραμείνει στη θέση του. Μετά από λίγο, όμως, ο Ηρώδης πήγε στη Ρώμη, όπου έπεισε τον Αντώνιο και τον Οκταβιανό, που με τη σειρά τους έπεισαν τη ρωμαϊκή Σύγκλητο να τον αναγορεύσει βασιλιά της Ιουδαίας (40 π.Χ). Παρά την αντίδραση του ιερατείου και του ιουδαϊκού λαού, ο νέος βασιλιάς, με τη βοήθεια ισχυρών ρωμαϊκών λεγεώνων που κατέφθασαν από την Αίγυπτο, εισβάλει στην Ιουδαία και ύστερα από πολύμηνη πολιορκία της Ιερουσαλήμ, εισέρχεται θριαμβευτικά στην πόλη, όπου ανακηρύσσεται βασιλιάς (τέλη 37 π.Χ.). Κυβέρνησε την Ιουδαία επί 34 χρόνια σαν πιστός φίλος και σύμμαχος της Ρώμης.
Στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Αντωνίου και του Οκταβιανού επέδειξε πολιτικό ένστικτο κι αποσπάστηκε έγκαιρα από τον Αντώνιο. Μέχρι το 31 π.Χ., παρά την εύνοια του Αντωνίου, η θέση του Ηρώδη ήταν επισφαλής λόγω των μηχανουργιών της Κλεοπάτρας που έλπιζε να δει την Ιουδαία και την Κοίλη Συρία να επιστρέφουν και πάλι στο βασίλειο των Πτολεμαίων. Ο κίνδυνος αυτός έφυγε με τη ναυμαχία του Ακτίου, μετά από την οποία κατόρθωσε να αποκτήσει την εύνοια του νεαρού Οκταβιανού (Αύγουστου), του νέου κυρίαρχου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και να πετύχει απ’ αυτόν να διατηρήσει το βασίλειό του, αλλά και να το διευρύνει. Είχε επίσης την υποστήριξή του απέναντι στη σφοδρή αντίσταση στο εσωτερικό της χώρας του, λόγω της απολυταρχικής κι ωμής διακυβέρνησής του. Ευγνωμονώντας τον, ο Ηρώδης ανοικοδόμησε στα ερείπια της Σαμάρειας μια πόλη που την ονόμασε Σεβάστεια (Augusta), απ’ το όνομα του αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου (ελλ. Σεβαστός, λατιν. Augustus). Έκτισε την Καισάρεια στις ακτές της Μεσογείου, νότια του όρους Κάρμηλος, προς τιμή του Αυγούστου, την εφοδίασε με έξοχο τεχνητό λιμάνι και οργάνωσε αγώνες προς τιμή του. Το 25 π.Χ. έλαβε μέρος σε εκστρατεία των Ρωμαίων στην Αραβία, κερδίζοντας έτσι κι άλλα εδάφη.
Μια άλλη πηγή άγχους του Ηρώδη ήταν η οικογένεια των Ασμοναίων, που ήταν δυσαρεστημένη που εκτοπίστηκε από τον θρόνο από κάποιον που τον θεωρούσαν τυχάρπαστο. Αν και συνδέθηκε με την οικογένεια αυτή παίρνοντας σαν σύζυγο τη Μαριάμνη, εγγονή του πρώην αρχιερέα Υρκανού Β', οι καχυποψίες του Ηρώδη τον οδήγησαν να ξεφορτωθεί έναν - έναν τους ηγέτες των Ασμοναίων που επέζησαν. Κατέβαλε, λοιπόν, με κάθε μέσο την εσωτερική αντίδραση που εκδηλώθηκε και δε λυπήθηκε ούτε τη ζωή της ίδιας της Μαριάμνης, που ανήκε στους αντίπαλούς του Ασμοναίους (29 π.Χ.). Εκτός από αυτήν, ο Ηρώδης σκότωσε την μητέρα της (που ραδιουργούσε μαζί με την Κλεοπάτρα της Αιγύπτου εναντίον του) και τον παππού της, Υρκανό Β', σε ηλικία 80 ετών.
Προικισμένος με εξαιρετική ευφυΐα και τόλμη, μολονότι καχύποπτος και βίαιος, ο Ηρώδης κατατροπώνει την εσωτερική αντίδραση κι εγκαινιάζει πολιτική εσωτερικής ειρήνευσης, προσδίνοντας στο βασίλειό του εξαιρετική λαμπρότητα. Ειρηνεύει τις περιοχές στα ΒΑ σύνορά του για χάρη της Ρώμης και ο Αύγουστος τις προσθέτει στο βασίλειό του. Επεκτείνει την πολιτιστική πολιτική του αυτοκράτορα με λαμπρά οικιστικά έργα, όχι μόνο μέσα στο δικό του βασίλειο αλλά και σε ξένες πόλεις (π.χ. στην Αθήνα). Κτίζει οικισμούς και φρούρια σε όλη τη χώρα, αλλά και θέατρα, γυμναστήρια και ιπποδρόμια. Στην Ιερουσαλήμ κτίζει ένα παλάτι για τον ίδιο, στο δυτικό τείχος, ενώ είχε ήδη ανοικοδομήσει το φρούριο Αντωνία (προς χάρη του Αντωνίου), στη ΒΔ πλευρά του Ναού. Το μεγαλύτερο από όλα τα έργα του ήταν η ανοικοδόμηση του Ναού της Ιερουσαλήμ, που άρχισε το 19 π.Χ.
Τίποτα από αυτά που μπορούσε να κάνει ο Ηρώδης, ούτε κι η γενναιόδωρη δαπάνη για το ναό δεν τον κάνουν αγαπητό στους Ιουδαίους υπηκόους του. Η καταγωγή του από την Ιδουμαία ποτέ δεν ξεχάστηκε. Αν κι ήταν Ιουδαίος κατά το θρήσκευμα και ανοικοδομούσε το Ναό του Θεού του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, αυτό δεν τον εμπόδιζε να αναγείρει ναούς σε ειδωλολατρικές θεότητες σε άλλα μέρη (όπως στη Σαμάρεια προς τιμή του Καίσαρα Αυγούστου). Πάνω απ’ όλα όμως δεν μπορούσαν να του συγχωρέσουν την εξόντωση της οικογένειας των Ασμοναίων.
Στην πραγματικότητα, αυτή η ενέργεια του δεν έδωσε τέλος στα οικογενειακά του προβλήματα. Δημιουργήθηκε προστριβή μεταξύ των θηλέων συγγενών του και των συζύγων του, και μεταξύ των παιδιών των γυναικών του.[1] Οι δυο γιοι του από τη Μαριάμνη, ο Αλέξανδρος και ο Αριστόβουλος, ανατράφηκαν στη Ρώμη και ήταν οι διορισμένοι κληρονόμοι του. Η καταγωγή τους από τους Ασμοναίους (μέσω της μητέρας τους) τους έκανε αποδεκτούς από τον ιουδαϊκό λαό. Αλλά η προνομιακή τους θέση προκάλεσε το φθόνο των ετεροθαλών αδελφών τους, ιδιαίτερα του μεγαλύτερου γιου του Ηρώδη, Αντίπατρου, που τους συκοφάντησε στον πατέρα του και τον έστρεψε εναντίον τους. Τελικά (7 π.Χ.) βρέθηκαν ένοχοι συνωμοσίας κατά του πατέρα τους και εκτελέστηκαν. Ο Αντίπατρος δεν κέρδισε τίποτε από το θάνατό τους, επειδή 3 χρόνια αργότερα έπεσε κι αυτός θύμα της καχυποψίας του Ηρώδη και εκτελέστηκε λίγες μόνο μέρες πριν πεθάνει ο πατέρας του (4 π.Χ.).
Παρά την αγριότητα του χαρακτήρα του υπήρξε ένθερμος φίλος του ελληνικού πολιτισμού, ευνοώντας τη διείσδυσή του στην Παλαιστίνη. Περιστοιχιζόταν από Έλληνες φιλοσόφους και ρήτορες, μεταξύ των οποίων διακρινόταν ο Νικόλαος ο Δαμασκηνός, που τον εισήγαγε στην ελληνική φιλοσοφία, την ιστοριογραφία και τη ρητορική.
Στα Ευαγγέλια χαρακτηρίζεται αρχομανής, πονηρός, καχύποπτος και αιμοχαρής τύραννος. Η καχύποπτη φύση του Ηρώδη απεικονίζεται πολύ καλά στην ιστορία της επίσκεψης των μάγων και τη σφαγή των νηπίων στη Βηθλεέμ (Ματθ.2:1-18). Παρόλο που η ιστορία αυτή δεν αναφέρεται κάπου αλλού, κάθε φήμη για αντίπαλο βασιλιά των Ιουδαίων τού ξυπνούσε τους χειρότερους φόβους του. Η καχυποψία αυτή αργότερα πήρε διαστάσεις παραφροσύνης με συνέπεια να θυμόμαστε τον Ηρώδη πιο πολύ για τα εγκληματικά του ξεσπάσματα παρά για τις διοικητικές του ικανότητες.
Άρρωστος πήγε στα θερμά λουτρά της Καλλιρόης, στις ανατολικές ακτές της Νεκράς Θάλασσας, χωρίς αποτέλεσμα. Έμεινε στην Ιεριχώ, όπου αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Πέθανε γύρω στο 4 π.Χ., σε ηλικία 70 ετών, αφού 5 μόλις μέρες πριν το θάνατό του διέπραξε και το τελευταίο του έγκλημα: Διέταξε το φόνο του γιου και διαδόχου του Αντίπατρου. Βλέποντας να πλησιάζει το τέλος του, έδωσε εντολή τη μέρα τού θανάτου του να εκτελεστούν οι πιο σπουδαίες προσωπικότητες του βασιλείου του, για να συνοδευτεί ο θάνατός του από το θρήνο των υπηκόων του και να βυθιστεί η χώρα σε γενικό πένθος.
Σύμφωνα με τη διαθήκη του κληροδότησε το βασίλειό του σε τρεις από τους γιους του: Την Ιουδαία και τη Σαμάρεια στον Αρχέλαο (Ματθ.2:22), τη Γαλιλαία και την Περαία στον Αντύπα και τις ΒΑ περιοχές στο Φίλιππο (Λουκ.3:1). Αυτά τα κληροδοτήματα επικυρώθηκαν από τον Αύγουστο.
Αντίπατρος: Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ηρώδη του Μεγάλου και της Δωρίδας (τέλη 1ου αιώνα π.Χ.). Δολοφονήθηκε απ’ τον πατέρα του, σε ηλικία 18 ετών, όταν ανακάλυψε ότι, αφού με συκοφαντίες πέτυχε τη θανάτωση των δύο ετεροθαλών αδελφών του (Αλέξανδρου και Αριστόβουλου), άρχισε τέλος να συνωμοτεί για να δολοφονήσει και τον ίδιο.
Ηρώδης Φίλιππος: Γιος του Ηρώδη του Μεγάλου και της Μαριάμνης (κόρης του αρχιερέα Σίμωνα). Για ένα διάστημα ήταν ο επόμενος στη διαδοχή του Αντίπατρου (Ιώσηπος Αρχ. 17. 53), αλλά αυτή η ρύθμιση ανακλήθηκε από μεταγενέστερες διαθήκες και ζει σαν ιδιώτης. Η γυναίκα του, Ηρωδιάδα, μητέρα της Σαλώμης, τον εγκατέλειψε για να συζήσει με τον ετεροθαλή αδελφό του, τον Ηρώδη Αντύπα, (Ματθ.14:3, Μάρκ.6:17, Λουκ.3:19).
Ηρώδης Αρχέλαος (ο ονομαζόμενος «Εθνάρχης»): Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ηρώδη του Μεγάλου και της Σαμαρείτισσας Μαλθάκης, και είχε τη χειρότερη φήμη από όλα τα παιδιά του. Κληρονόμησε τα ελαττώματα του πατέρα του, χωρίς όμως την ικανότητά του. Βασίλευσε στην Ιουδαία (4 π.Χ.-6 μ.Χ.) «αντί για τον πατέρα του, τον Ηρώδη» (Ματθ.2:22). Σ’ αυτόν άφησε με διαθήκη ο Ηρώδης την Ιουδαία, την Ιδουμαία και τη Σαμάρεια. Υποσχέθηκε μείωση των φορολογικών βαρών του λαού κι έγινε αναντίρρητα δεκτός ως βασιλιάς. Ήταν, όμως, το ίδιο αυστηρός σαν τον πατέρα του. Πρόσβαλε τις θρησκευτικές ευαισθησίες των Ιουδαίων όταν πήρε σαν γυναίκα του τη Γλαφύρα, την άτεκνη χήρα του ετεροθαλή αδελφού του, Αλέξανδρου, όπως απαιτούσε ο Μωσαϊκός νόμος. Τελικά κίνησε την αγανάκτησή του λαού, που κορυφώθηκε σε ευρεία επανάσταση, όταν αρνήθηκε να καθαιρέσει τον αρχιερέα Ιάσαφ, κατά την αξίωσή τους. Χρειάστηκε η δυναμική παρέμβαση του Βάρου, κυβερνήτη της Συρίας για να σταματήσει η εξέγερση. Παρόλα αυτά όμως η διαθήκη του Ηρώδη στις γενικές της αρχές κυρώθηκε. Αφαιρέθηκε μόνον από το διάδοχό του ο τίτλος του βασιλιά και αντικαταστάθηκε με το «εθνάρχης», και αυτό με την επιφύλαξη να του αποδοθεί και πάλι αν φανεί άξιος αυτού του τίτλου. Αλλά η απόδοση αυτή ποτέ δεν έγινε. Ο Αρχέλαος αναφέρεται «εθνάρχης» σε νομίσματα. Συνέχισε την οικιστική πολιτική του πατέρα του, η καταπιεστική του όμως διακυβέρνηση έγινε ανυπόφορη. Τελικά, μια αντιπροσωπία των Ιουδαίων και Σαμαρειτών αριστοκρατών πήγε στη Ρώμη και προειδοποίησε τον Αύγουστο ότι, αν δεν έφευγε ο Αρχέλαος, θα υπήρχε πλήρης ανταρσία. Εξαιτίας των συνεχιζόμενων ταραχών στην Ιουδαία, αποτέλεσμα της σκληρής συμπεριφοράς του, ο Αρχέλαος κλήθηκε στη Ρώμη να απολογηθεί. Επειδή η απολογία του κρίθηκε ανεπαρκής, εξορίστηκε στη Γαλατία το 10 μ.Χ., όπου και πέθανε. Η Ιουδαία γίνεται Ρωμαϊκή επαρχία, υπό τη διοίκηση ενός επιτρόπου (δηλαδή ενός κυβερνήτη διορισμένου απ’ τον αυτοκράτορα, που ήταν υπεύθυνος στις ρωμαϊκές αρχές).
Ηρώδης Αντύπας (20 π.Χ.-40 μ.Χ.): Ήταν ο νεώτερος γιος του βασιλιά Ηρώδη του Μεγάλου απ’ τη Μαλθάκη, που αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη σαν «Ηρώδης ο τετράρχης» (Λουκ.3:19). Μετά το θάνατο του πατέρα του διορίστηκε από τον Αύγουστο τετράρχης της Γαλιλαίας και της Περαίας, γιατί το βασίλειο της Ιουδαίας είχε διαιρεθεί σε διάφορες επαρχίες και είχε καταργηθεί ο βασιλικός τίτλος. Αρχικά είχε σαν έδρα του την πόλη Ζεφύρι, την οποία μετονόμασε σε Καισάρεια του Δία, αργότερα, όμως, ίδρυσε στις όχθες της λίμνης Γεννησαρέτ μια νέα μεγαλοπρεπή πρωτεύουσα που την ονόμασε Τιβεριάδα (22 μ.Χ.), προς τιμήν του αυτοκράτορα Τιβερίου, του οποίου ήταν ευνοούμενος. Στα Ευαγγέλια αναφέρεται κυρίως για τη συμμετοχή του στη φυλάκιση και εκτέλεση του Ιωάννη του Βαπτιστή (Μάρκ.6:14-28) και για τη σύντομη συνάντησή του με τον Ιησού, όταν ο Πιλάτος τον έστειλε σ’ αυτόν για να δικαστεί. Ο Ηρώδης, που πολλές φορές είχε εκφράσει την επιθυμία να δει τον Ιησού, του υπέβαλε ένα σωρό ερωτήσεις στις οποίες όμως ο Χριστός δεν απάντησε. Τότε ο Ηρώδης εξοργίστηκε και τον έδιωξε, αφού προηγουμένως τον χλεύασε και τον ειρωνεύτηκε και διέταξε να παραδοθεί στον Πιλάτο για να τον δικάσει (Λουκάς 23:6-12). Αναφέρεται ότι ο Ιησούς κάποτε τον περιέγραψε σαν «αυτή την αλεπού» (Λουκ.13:31).
Ήταν ο πιο ικανός από τους γιους του Ηρώδη και συνέχισε την οικιστική πολιτική του πατέρα του. Ήταν όμως άνθρωπος ανήθικος, εγωιστής, ωμός, με τάση προς την ηδυπάθεια και την πολυτέλεια κι ικανός να διαπράξει κάθε ανομία προκειμένου να ικανοποιήσει τις επιδιώξεις ή τα πάθη του. Αρχικά παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά των Ναβαταίων, Αρέτα Δ’, αλλά αργότερα την χώρισε για να παντρευτεί την ανεψιά του, την Ηρωδιάδα, γυναίκα του ετεροθαλή αδελφού του, Φιλίππου. Ο γάμος του με τη πονηρή και φιλόδοξη Ηρωδιάδα συμπλήρωσε, κατά κάποιο τρόπο, τα ελαττώματα και τα πάθη του και τελικά απέβη ολέθριος για τον ίδιο. Σύμφωνα με τα συνοπτικά Ευαγγέλια, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής υπέστη την οργή του Αντύπα, γιατί κατάγγειλε τον δεύτερο γάμο του ως παράνομο.Ο Ιώσηπος (Αρχ. 18. 118) λέει ότι ο Αντύπας φοβήθηκε ότι το μεγάλο πλήθος που ακολουθούσε τον Ιωάννη θα προκαλούσε ανταρσία. Ο Αρέτας, όπως ήταν φυσικό, δυσανασχέτησε για την προσβολή που έγινε στην κόρη του κι άρπαξε την ευκαιρία μερικά χρόνια αργότερα για να διεξάγει πόλεμο εναντίον του Αντύπα (36 μ.Χ.). Οι δυνάμεις του Αντύπα κατανικήθηκαν κι ο Ιώσηπος αναφέρει ότι πολλοί άνθρωποι θεώρησαν την ήττα αυτή ως θεία τιμωρία για το θάνατο του Ιωάννη του Βαπτιστή. Αργότερα, όταν ο αδελφός της Ηρωδιάδας, Ηρώδης Αγρίππας, ονομάστηκε από τη Ρώμη βασιλιάς, εξανάγκασε τον άντρα της να πάει στη Ρώμη και να επιδιώξει να πάρει κι αυτός τον ίδιο τίτλο. Το 39 μ.Χ., ο τότε αυτοκράτορας Καλιγούλας, όμως, που είχε προηγουμένως δεχτεί πρεσβείες, διατύπωσε κατηγορητήριο εναντίον του Αντύπα, τον συνέλαβε και τον εξόρισε αρχικά στο Λούγδουνο (τη σημερινή Λυών) της νότιας Γαλατίας, όπου πήγε να τον συναντήσει και η Ηρωδιάδα. Αργότερα, τους έστειλε και τους δυο εξόριστους στην Ισπανία, όπου και πέθανε ο Ηρώδης.
Φίλιππος: Τετράρχης της Ιουδαίας, γιος του Ηρώδη του Μεγάλου από την 5η του γυναίκα, την Κλεοπάτρα της Ιερουσαλήμ. Ο Ιώσηπος (Αρχ. 17. 21) δηλώνει ότι μεγάλωσε στη Ρώμη. Κληρονόμησε την τετραρχία που περιλάμβανε τη Βαταναία, τη Γαυλωνίτιδα, την Τραχωνίτιδα, την Αυρανίτιδα, την Πανεάδα (Ιώσηπος) και την Ιτουρία (Λουκ.3:1). Κυβέρνησε επί 37 χρόνια μέχρι το θάνατό του, το χειμώνα του 34 μ.Χ. και διακρινόταν από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του Ηρώδη για τη μετριοπάθεια και τη δίκαιη διοίκησή του (Ιώσηπος, Αρχ. 18.106). Μετά το θάνατό του η περιφέρειά του ενσωματώθηκε στην επαρχία της Συρίας μέχρι το 37 μ.Χ., όταν ο αυτοκράτορας Καλιγούλας την πρόσφερε στον Ηρώδη Αγρίππα (Πράξ.12:1, 19-23), γιο του Αριστόβουλου, εγγονό του Ηρώδη του Μεγάλου από τη Μαριάμνη. Ο Φίλιππος ανοικοδόμησε την Πανεάδα, τη γνωστή σαν Καισάρεια του Φιλίππου (Ματθ.16:13, Μάρκ.8:27) και τη Βηθσαϊδά Ιουλιάδα (Ιώσηπος, Αρχ. 18. 28), δυο ονόματα που αντανακλούν τη συμπάθειά του υπέρ των Ρωμαίων. Ήταν ο πρώτος Ιουδαίος ηγεμόνας που τύπωσε τα κεφάλια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων πάνω στα νομίσματά του. Παντρεύτηκε τη Σαλώμη, την κόρη της Ηρωδιάδας, αλλά πέθανε άτεκνος (34 μ.Χ.) (Ιώσηπος, Αρχ. 18. 137).
Ηρώδης Αγρίππας Α' (10 π.Χ.-44 μ.Χ.): Βασιλιάς της Ιουδαίας (41-44 μ.Χ.), εγγονός του Ηρώδη του Μεγάλου και της Μαριάμ, γιος του Αριστόβουλου και της Βερενίκης κι αδελφός της Ηρωδιάδας. Μετά την εκτέλεση του πατέρα του (7 π.Χ.), ανατράφηκε στη Ρώμη, όπου συνδέθηκε με τον Καλιγούλα και τον Κλαύδιο. Το 23 μ.Χ. απέκτησε τόσα πολλά χρέη που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Ρώμη. Για ένα διάστημα βρήκε καταφύγιο κι έζησε στην Τιβεριάδα στο θείο του Αντίπα, χάρη στην αδελφή του την Ηρωδιάδα, που ο Αντίπας είχε πρόσφατα παντρευτεί. Αλλά λογομάχησε με τον Αντίπα και το 36 μ.Χ. επέστρεψε στη Ρώμη. Εκεί, πρόσβαλε τον αυτοκράτορα Τιβέριο και φυλακίστηκε, αλλά ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Τιβέριου αποφυλακίστηκε από τον νέο αυτοκράτορα, Καλιγούλα, που το 38 μ.Χ. τον ανακήρυξε βασιλιά της τετραρχίας του Φιλίππου, που είχε πεθάνει. Το 39 μ.Χ., με την εξορία του Αντίπα, στο βασίλειό του προστέθηκαν η Γαλιλαία και η Περαία. Όταν ο Κλαύδιος έγινε αυτοκράτορας (41 μ.Χ.), αύξησε και άλλο το βασίλειο του Αγρίππα δίνοντάς του την Ιουδαία και τη Σαμάρεια, έτσι ώστε ο Αγρίππας βασίλευε σε ένα βασίλειο που ήταν σχεδόν ίσο σε έκταση με αυτό του παππού του. Επιδίωξε να κερδίσει την εύνοια των Ιουδαίων υπηκόων του, που τον θεωρούσαν απόγονο των Ασμοναίων (μέσω της γιαγιάς του Μαριάμνης) και τον επιδοκίμασαν ανάλογα.
Η συμπεριφορά του προς τους χριστιανούς ήταν σκληρή. Σαν φανατικός Ιουδαίος, και θέλοντας να εξασφαλίσει την εύνοια και υποστήριξη των Φαρισαίων, καταδίωξε με κάθε τρόπο την νεοσύστατη χριστιανική εκκλησία της Ιερουσαλήμ. Με διαταγή του θανάτωσαν τον Απόστολο Ιάκωβο, αδελφό του Ιωάννη, και φυλάκισαν τον Απόστολο Πέτρο (Πράξ.12:1-3). Η επίθεσή του κατά των αποστόλων ήταν ίσως πιο λαοφιλής από ό,τι πριν, λόγω της πρόσφατης συναδέλφωσής τους με τα έθνη (Πράξ.10:1-11:18). Ο ξαφνικός του θάνατος (44 μ.Χ.) αναφέρεται από τον Λουκά (Πράξ.12:20-23) και τον Ιώσηπο (Αρχ. 19. 343 κ.ε.) με τέτοιο τρόπο που οι δυο αφηγήσεις αλληλοσυμπληρώνονται. Άφησε ένα γιο, τον Αγρίππα Β' της Χαλκίδας και δυο κόρες: τη Βερενίκη (γεννήθηκε το 28 μ.Χ.), που αναφέρεται στις Πράξεις (25:13) και τη Δρουσίλλα (γεννήθηκε το 38 μ.Χ.), που έγινε η 3η γυναίκα του επιτρόπου Φίληκα (Πράξ.24:24). Μετά το θάνατό του όλη η Παλαιστίνη περιήλθε κάτω από τη διακυβέρνηση της Ρώμης.
Ηρωδιάδα: Ήταν κόρη του Αριστόβουλου (γιου του Ηρώδη του Μεγάλου από τη Μαριάμνη) και αδελφή του Ηρώδη Αγρίππα Α'. Παντρεύτηκε, πρώτα, το θείο της Ηρώδη Φίλιππο (γιο του Ηρώδη του Μεγάλου από μια δεύτερη Μαριάμνη, που δεν πρέπει να συγχέεται με τον Φίλιππο τον τετράρχη) κι αργότερα το θείο της Ηρώδη Αντύπα, τετράρχη της Ιουδαίας. Από τον πρώτο της γάμο απέκτησε μια κόρη, τη Σαλώμη, η οποία παντρεύτηκε το Φίλιππο τον τετράρχη. Η Ηρωδιάδα παρακίνησε τον Ηρώδη Αντύπα να αποκεφαλίσει τον Ιωάννη τον Πρόδρομο (που καταφερόταν αρνητικά εναντίον της), όταν στη διάρκεια ενός δείπνου η κόρη της Σαλώμη χόρεψε τόσο προκλητικά που έπεισε τον Ηρώδη Αντύπα να της υποσχεθεί πως θα εκπλήρωνε κάθε επιθυμία της. Αργότερα, με τις ενέργειες του Αγρίππα (αδελφού της Ηρωδιάδας), ο Ηρώδης εξορίστηκε στο Λούγδουνο (τη σημερινή Λυών) μαζί με την Ηρωδιάδα, παρότι ο Γάιος (Καλιγούλας) προσωπικός φίλος του αδελφού της, Αγρίππα, την άφησε να μείνει στην Παλαιστίνη και να διατηρήσει την προσωπική της περιουσία. Τον ακολούθησε πρώτα στη Γαλλία και έπειτα στην Ισπανία, όπου μετά το θάνατό του (39 μ.Χ.) χάθηκαν τα ίχνη της. Πέθανε πιθανόν ένα χρόνο αργότερα, το 40 μ.Χ.
Ηρώδης ο Χαλκίδας: Εγγονός του Ηρώδη του Μεγάλου και αδελφός του Ηρώδη Αγρίππα Α'. Ο αυτοκράτορας Κλαύδιος τον ονόμασε βασιλιά της Χαλκίδας της Συρίας. Παντρεύτηκε αρχικά την ανεψιά του Μαριάμνη, κόρη του Ηρώδη Αγρίππα Α', και αργότερα τη Βερενίκη, η οποία όμως τον εγκατέλειψε για να ακολουθήσει τον αδελφό της Ηρώδη Αγρίππα Β', με τον οποίον συνδέθηκε ερωτικά. Από τον πρώτο του γάμο απέκτησε τον Αριστόβουλο και από το δεύτερο τους Βερνικιανό και Υρκανό.
Ηρώδης Αγρίππας Β' (27-100 μ.Χ.): Βασιλιάς της Ιουδαίας (48-93 μ.Χ.), γιος του Ηρώδη Αγρίππα Α', ανακηρύχθηκε σε νεαρή ηλικία διάδοχος του βασιλείου του πατέρα του. Αργότερα όμως πήρε τον τίτλο του βασιλιά από τον Κλαύδιο, έχοντας τις περιοχές Β και ΒΑ της Παλαιστίνης, που αυξήθηκαν από τον Νέρωνα το 56 μ.Χ. Άλλαξε το όνομα της πρωτεύουσάς του από Καισάρεια Φιλίππου σε Νερωνιάδα σαν φιλοφρόνηση στον αυτοκράτορα. Από το 48-66 μ.Χ. είχε το δικαίωμα να διορίζει τους Ιουδαίους αρχιερείς. Έζησε άσωτο βίο (συνδέθηκε ερωτικά και με την αδελφή του Βερενίκη) και διοίκησε τυραννικά. Έκανε ό,τι μπορούσε για να εμποδίσει το ξέσπασμα του Ιουδαϊκού πολέμου κατά της Ρώμης το 66 μ.Χ. Όταν οι προσπάθειές του απέτυχαν, έμεινε πιστός στη Ρώμη και ανταμείφθηκε με επιπλέον αύξηση του βασιλείου του. Διατήρησε τη θέση του και μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τη Ρώμη (70 μ.Χ.), καθώς στην ιουδαϊκή εξέγερση εναντίον των Ρωμαίων ακολούθησε σαφή φιλορωμαϊκή πολιτική. Πέθανε άτεκνος γύρω στο 100 μ.Χ. Είναι πολύ γνωστός στους αναγνώστες της Καινής Διαθήκης για τη συνάντησή του με τον Παύλο στην Καισάρεια, όπου σαν φιλοξενούμενος του Φήστου άκουσε την απολογία του (Πράξ.25:13-26:32) κι αστειευόμενος τον κατηγόρησε ότι προσπάθησε να τον κάνει Χριστιανό (Πράξ.26:28).
[1] Ο Ηρώδης παντρεύτηκε 5 γυναίκες από τις οποίες απέκτησε πολλά παιδιά: Από τη Δωρίδα απέκτησε τον Αντίπατρο, από τη Μαριάμνη (εγγονή του βασιλιά Υρκανού) τον Αλέξανδρο και τον Αριστόβουλο, από τη Μαριάμνη (κόρη του Αρχιερέα Σίμωνα) τον Ηρώδη Φίλιππο (σύζυγο της Ηρωδιάδας), από την Μαλθάκη τον Αρχέλαο (τον Ηρώδη τον Εθνάρχη) και τον Αντίπα (τον Τετράρχη), από την Κλεοπάτρα της Ιερουσαλήμ τον Φίλιππο (τον Τετράρχη).
19 Νοε 2008
Ο υπολογισμός του εορτασμού του Πάσχα
Η ημερομηνία που έχει καθιερωθεί να γιορτάζουμε το Πάσχα είναι λανθασμένη. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τους αστρονομικούς υπολογισμούς, θα έπρεπε φέτος να το γιορτάσουμε την Κυριακή 23 Μαρτίου, δηλαδή την πρώτη Κυριακή μετά την εαρινή ισημερία. Όμως το γιορτάσαμε την Κυριακή 27 Απριλίου, περίπου ένα μήνα αργότερα.
Το Ιουλιανό Ημερολόγιο και ο Κύκλος του Μέτωνα για τις πανσέληνους ευθύνονται για τη λανθασμένη ημερομηνία που εορτάζουν οι Ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες το Πάσχα. Το θέμα του προσδιορισμού του Πάσχα είναι ένα απλό αστρονομικό και μαθηματικό πρόβλημα.
Στους πρώτους τρεις αιώνες του Χριστιανισμού οι διάφορες εκκλησίες γιόρταζαν το Πάσχα σε διαφορετικές ημερομηνίες. Άλλες κατά το παράδειγμα των αποστόλων Παύλου και Ιωάννη, το γιόρταζαν σύμφωνα με την ημέρα του θανάτου του Χριστού, τη 14η ημέρα του εβραϊκού μήνα Νισάν και άλλες την Κυριακή μετά την πρώτη εαρινή πανσέληνο.
Η Α' Οικουμενική Σύνοδος
Το χάσμα αυτό ήρθε να γεφυρώσει η Α’ Οικουμενική Σύνοδος, που συγκλήθηκε το 325 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας από τον Αυτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνο και όριζε: «Το Πάσχα θα πρέπει να εορτάζεται την Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης, και αν η πανσέληνος συμβεί Κυριακή, τότε να εορτάζεται την επόμενη Κυριακή, για να μην συμπέσει με τον εορτασμό του Εβραϊκού Πάσχα».
Ο εορτασμός λοιπόν του Πάσχα συνδέθηκε άμεσα με την εαρινή ισημερία και την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης. Για να βρούμε συνεπώς ποια είναι η ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα αρκεί να υπολογίσουμε ποια είναι η ημερομηνία της πρώτης εαρινής πανσέληνου.
Το Ιουλιανό Ημερολόγιο
Πρώτος υπαίτιος για τη σύγχυση που επικρατεί είναι ο Ιούλιος Καίσαρας, ο οποίος το 46 π.Χ. εισήγαγε, με τη βοήθεια του Έλληνα αστρονόμου Σωσιγένη, το ημερολόγιο που έφερε το όνομά του, δηλαδή το Ιουλιανό. Το ημερολόγιο αυτό απέκλεισε κάθε σχέση με τα σεληνιακά φαινόμενα και δέχτηκε ως μέση διάρκεια του έτους μια περίοδο 365 και 1/4 ημερών. Το πρόβλημα, που προέκυπτε από το κλάσμα μιας ημέρας που περίσσευε κάθε χρόνο, λύθηκε με την υιοθέτηση ενός κύκλου 4 ετών, από τα οποία 3 είχαν από 365 ημέρες και το 4ο (δίσεκτο έτος) 366 (1/4 ημέρεςΧ4=1 ημέρα).
Το Γρηγοριανό ημερολόγιο
Σε σχέση με το τροπικό έτος (του οποίου η διάρκεια είναι 365 ημέρες, 5 ώρες, 48 λεπτά και 46 δευτερόλεπτα), το συμβατικό έτος των 365 ημερών και 1/4, που είχε υιοθετήσει το Ιουλιανό ημερολόγιο, ήταν μεγαλύτερο κατά 11 λεπτά και 13 περίπου δευτερόλεπτα. Το μικρό αυτό λάθος κάθε τέσσερα χρόνια γίνεται περίπου 45 λεπτά και κάθε 129 χρόνια φτάνει τη μια ολόκληρη ημέρα. Η διαφορά αυτή, αλλά και λόγοι θρησκευτικοί (καθορισμός της ημέρας που έπρεπε να εορταστεί το Πάσχα), ανάγκασαν τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ' να επιχειρήσει μεταρρύθμιση του ημερολογίου, που έγινε το 1582 με βάση μαθηματικούς υπολογισμούς.
Για να εξαλειφθεί η διαφορά ανάμεσα στο τροπικό και το πολιτικό έτος, αφαιρέθηκαν 10 ημέρες (πέρασαν από τις 4 Οκτωβρίου στις 15 Οκτωβρίου 1582) και καθορίστηκε ότι από εκεί και πέρα δεν θα ήταν δίσεκτα έτη αυτά που διαιρούνται με το 100, εκτός από εκείνα που διαιρούνται με το 400. Πρέπει να σημειωθεί ότι και με το Γρηγοριανό Ημερολόγιο υπάρχει σφάλμα μιας ημέρας κάθε 3.000 χρόνια.
Το Γρηγοριανό ημερολόγιο εισήχθη αμέσως στις Ρωμαιοκαθολικές χώρες, αλλά αντιμετώπισε εχθρότητα από τα Προτεσταντικά κι Ορθόδοξα έθνη. Τα κρατίδια της Γερμανίας το υιοθέτησαν μόλις το 1700, η Μεγάλη Βρετανία το 1751, η Βουλγαρία το 1917, η Σοβιετική Ένωση το 1918 και η Ρουμανία το 1919. Η ελληνική πολιτεία το 1923 αντικατέστησε το Ιουλιανό Ημερολόγιο με το Γρηγοριανό, αφαιρώντας 13 ημέρες. Στην καθυστερημένη αυτή αποδοχή οφείλεται η ύπαρξη δυο ημερομηνιών (στα ελληνικά ιστορικά βιβλία) σε περιπτώσεις ιστορικών αναφορών πριν το 1923. Η Εκκλησία της Ελλάδας αντίστοιχα ταύτισε το εκκλησιαστικό ημερολόγιο με το πολιτικό, υπολογίζοντας όμως το Πάσχα, ακόμα και σήμερα, με βάση το Ιουλιανό Ημερολόγιο.
Το λάθος του Μέτωνα
Δεύτερος υπαίτιος είναι ο Έλληνας αστρονόμος Μέτωνας του 5ου π.Χ. αιώνα και ο Μετωνικός κύκλος, με τον οποίον η Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί να υπολογίζει τις ημερομηνίες των εαρινών πανσέληνων. Ο Μέτωνας ήταν Αθηναίος αστρονόμος, γεωμέτρης και μηχανικός. Ήταν αυτός που εισηγήθηκε τη περίφημη μεταρρύθμιση του ελληνικού ημερολογίου (433 π.Χ.), που βασιζόταν σε ένα σεληνοηλιακό κύκλο 19 ετών (εννέακαιδεκαετηρίδα). Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι 19 ηλιακά έτη αποτελούνται από 6.940 ημέρες και ότι 235 σεληνιακοί μήνες περιλαμβάνουν επίσης 6.940 ημέρες, ο Μέτωνας καθόρισε έναν κύκλο 19 ετών, μετά την πάροδο του οποίου τα ουράνια φαινόμενα επαναλαμβάνονταν με την ίδια διαδοχή. Στη βάση αυτή λειτουργούσε το αρχαίο αθηναϊκό ημερολόγιο με 110 ελλιπείς σεληνιακούς μήνες (των 29 ημερών) και 125 πλήρεις (των 30 ημερών). Μέσα σ’ αυτούς περιλαμβάνονταν και 7 εμβόλιμοι, οι οποίοι εισάγονταν σε ορισμένα έτη του κύκλου ως 13οι μήνες του έτους.
Σύμφωνα λοιπόν με τον κύκλο του Μέτωνα, κάθε 19 χρόνια οι ημερομηνίες των πανσέληνων επαναλαμβάνονται. Ο υπολογισμός, όμως, δεν είναι ακριβής, αφού με την πάροδο του χρόνου η έναρξη των ισημερινών μεταβαλλόταν προοδευτικά, γιατί ο υπολογισμός του Μέτωνα ήταν ανώτερος κατά 6 ώρες σε σχέση με το τροπικό έτος και μικρότερος κατά 7 ώρες σε σχέση με τα 19 σεληνιακά έτη. Έτσι σε 19ετή κύκλο υπάρχει μια διαφορά 2 ωρών, 4 λεπτών και 24,9 δευτερολέπτων. Διαδοχικές τροποποιήσεις προσπάθησαν να επιφέρουν ο Κάλλιππος ο Κυζικηνός (το 330 π.Χ.) κι ο Ίππαρχος ο Νικαεύς (κατά τον 2ο αιώνα π.Χ.), χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Με την πάροδο των ετών, τα λάθη συσσωρεύτηκαν και έτσι στις 13 ημέρες της λανθασμένης Ιουλιανής εαρινής ισημερίας, έπρεπε να προστεθούν ακόμα 5 ημέρες.
Οι Δυτικές Εκκλησίες, αν μεταξύ της 21ης Μαρτίου και της 3ης Απριλίου τύχει να συμβεί πανσέληνος, την αποδέχονται κανονικά σαν την πρώτη εαρινή πανσέληνο του «όρου της Νίκαιας». Η Ορθόδοξη Εκκλησία, όμως, δεν τη θεωρεί σαν πρώτη εαρινή πανσέληνο, παρόλο που στην πραγματικότητα είναι, και περιμένει την επόμενη. Αν πάλι δεν σημειωθεί πανσέληνος, τότε είτε το Πάσχα των Ορθοδόξων συμπίπτει με το Πάσχα των Δυτικών, είτε λόγω του λάθους των 5 ημερών του Μετωνικού κύκλου, το Ορθόδοξο Πάσχα γιορτάζεται μια εβδομάδα αργότερα. Το αποτέλεσμα των λαθών στους υπολογισμούς είναι ότι το Δυτικό Πάσχα εορτάζεται μεταξύ 22 Μαρτίου και 25 Απριλίου, ενώ το Ορθόδοξο μεταξύ 4 Απριλίου και 8 Μαΐου.
Προσδιορισμός του Ορθόδοξου Πάσχα
Ο τρόπος με τον οποίον προσδιορίζεται το Ορθόδοξο Πάσχα μιας συγκεκριμένης χρονιάς είναι αρκετά πολύπλοκος και θα απαιτούσε αρκετέ σελίδες και πολλούς πίνακες για να τον εξηγήσουμε. Το Ευγενίδειο Πλανητάριο και ο διευθυντής του κ. Διονύσιος Σιμόπουλος έχουν επινοήσει έναν εμπειρικό τρόπο, ο οποίος επιτρέπει σε οποιονδήποτε να προσδιορίσει εύκολα την ημερομηνία του Ορθόδοξου Πάσχα για οποιοδήποτε έτος.
Παράδειγμα για φέτος (2008):
1) Από τον αριθμό του έτους, για το οποίο γίνεται ο προσδιορισμός, αφαιρούμε τον αριθμό 2. Δηλαδή, 2008-2=2006
2) Το υπόλοιπο το διαιρούμε με τον αριθμό 19. Δηλαδή, 2006:19=105 (Υπόλοιπο 11).
3) Το υπόλοιπο της διαίρεσης το πολλαπλασιάζουμε με τον αριθμό 11. Δηλαδή, 11Χ11=121
4) Το γινόμενο του πολλαπλασιασμού το διαιρούμε με τον αριθμό 30. 121:30=4 (Υπόλοιπο 1). Το υπόλοιπο της διαίρεσης λέγεται «επακτή» και συμβολίζεται με το γράμμα «ε». Άρα «ε»=1.
5) Τέλος αφαιρούμε το «ε» από τον αριθμό 44 (44-ε). Δηλαδή, 44-1=43
6) Αν το «ε» είναι μεγαλύτερο από 23, το αποτέλεσμα μας δίνει την ημερομηνία της πασχαλινής πανσέληνου (όχι της πραγματικής) το μήνα Απρίλιο του Ιουλιανού Ημερολογίου.
Αν το «ε» είναι μικρότερο ή ίσο με το 23, τότε το υπόλοιπο της αφαίρεσης (44-ε) μας δίνει την ημερομηνία της πασχαλινής πανσέληνου (όχι της πραγματικής) τον μήνα Μάρτιο του Ιουλιανού Ημερολογίου.
Επειδή το «ε» είναι μικρότερο από το 23, τότε 44-1=43 Μαρτίου ή 12 Απριλίου στο Ιουλιανό Ημερολόγιο.
7) Στην προηγούμενη ημερομηνία, που βρήκαμε, προσθέτουμε 13 ημέρες και βρίσκουμε έτσι την ημερομηνία της πασχαλινής πανσέληνου (όχι της πραγματικής) στο Γρηγοριανό Ημερολόγιο, που χρησιμοποιούμε σήμερα. 12+13=25 Απριλίου (Παρασκευή).
8) Την αμέσως επόμενη Κυριακή, από την ημερομηνία που βρήκαμε, γιορτάζεται το Ορθόδοξα Πάσχα, δηλαδή 27 Απριλίου.
Το Ιουλιανό Ημερολόγιο και ο Κύκλος του Μέτωνα για τις πανσέληνους ευθύνονται για τη λανθασμένη ημερομηνία που εορτάζουν οι Ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες το Πάσχα. Το θέμα του προσδιορισμού του Πάσχα είναι ένα απλό αστρονομικό και μαθηματικό πρόβλημα.
Στους πρώτους τρεις αιώνες του Χριστιανισμού οι διάφορες εκκλησίες γιόρταζαν το Πάσχα σε διαφορετικές ημερομηνίες. Άλλες κατά το παράδειγμα των αποστόλων Παύλου και Ιωάννη, το γιόρταζαν σύμφωνα με την ημέρα του θανάτου του Χριστού, τη 14η ημέρα του εβραϊκού μήνα Νισάν και άλλες την Κυριακή μετά την πρώτη εαρινή πανσέληνο.
Η Α' Οικουμενική Σύνοδος
Το χάσμα αυτό ήρθε να γεφυρώσει η Α’ Οικουμενική Σύνοδος, που συγκλήθηκε το 325 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας από τον Αυτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνο και όριζε: «Το Πάσχα θα πρέπει να εορτάζεται την Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης, και αν η πανσέληνος συμβεί Κυριακή, τότε να εορτάζεται την επόμενη Κυριακή, για να μην συμπέσει με τον εορτασμό του Εβραϊκού Πάσχα».
Ο εορτασμός λοιπόν του Πάσχα συνδέθηκε άμεσα με την εαρινή ισημερία και την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης. Για να βρούμε συνεπώς ποια είναι η ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα αρκεί να υπολογίσουμε ποια είναι η ημερομηνία της πρώτης εαρινής πανσέληνου.
Το Ιουλιανό Ημερολόγιο
Πρώτος υπαίτιος για τη σύγχυση που επικρατεί είναι ο Ιούλιος Καίσαρας, ο οποίος το 46 π.Χ. εισήγαγε, με τη βοήθεια του Έλληνα αστρονόμου Σωσιγένη, το ημερολόγιο που έφερε το όνομά του, δηλαδή το Ιουλιανό. Το ημερολόγιο αυτό απέκλεισε κάθε σχέση με τα σεληνιακά φαινόμενα και δέχτηκε ως μέση διάρκεια του έτους μια περίοδο 365 και 1/4 ημερών. Το πρόβλημα, που προέκυπτε από το κλάσμα μιας ημέρας που περίσσευε κάθε χρόνο, λύθηκε με την υιοθέτηση ενός κύκλου 4 ετών, από τα οποία 3 είχαν από 365 ημέρες και το 4ο (δίσεκτο έτος) 366 (1/4 ημέρεςΧ4=1 ημέρα).
Το Γρηγοριανό ημερολόγιο
Σε σχέση με το τροπικό έτος (του οποίου η διάρκεια είναι 365 ημέρες, 5 ώρες, 48 λεπτά και 46 δευτερόλεπτα), το συμβατικό έτος των 365 ημερών και 1/4, που είχε υιοθετήσει το Ιουλιανό ημερολόγιο, ήταν μεγαλύτερο κατά 11 λεπτά και 13 περίπου δευτερόλεπτα. Το μικρό αυτό λάθος κάθε τέσσερα χρόνια γίνεται περίπου 45 λεπτά και κάθε 129 χρόνια φτάνει τη μια ολόκληρη ημέρα. Η διαφορά αυτή, αλλά και λόγοι θρησκευτικοί (καθορισμός της ημέρας που έπρεπε να εορταστεί το Πάσχα), ανάγκασαν τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ' να επιχειρήσει μεταρρύθμιση του ημερολογίου, που έγινε το 1582 με βάση μαθηματικούς υπολογισμούς.
Για να εξαλειφθεί η διαφορά ανάμεσα στο τροπικό και το πολιτικό έτος, αφαιρέθηκαν 10 ημέρες (πέρασαν από τις 4 Οκτωβρίου στις 15 Οκτωβρίου 1582) και καθορίστηκε ότι από εκεί και πέρα δεν θα ήταν δίσεκτα έτη αυτά που διαιρούνται με το 100, εκτός από εκείνα που διαιρούνται με το 400. Πρέπει να σημειωθεί ότι και με το Γρηγοριανό Ημερολόγιο υπάρχει σφάλμα μιας ημέρας κάθε 3.000 χρόνια.
Το Γρηγοριανό ημερολόγιο εισήχθη αμέσως στις Ρωμαιοκαθολικές χώρες, αλλά αντιμετώπισε εχθρότητα από τα Προτεσταντικά κι Ορθόδοξα έθνη. Τα κρατίδια της Γερμανίας το υιοθέτησαν μόλις το 1700, η Μεγάλη Βρετανία το 1751, η Βουλγαρία το 1917, η Σοβιετική Ένωση το 1918 και η Ρουμανία το 1919. Η ελληνική πολιτεία το 1923 αντικατέστησε το Ιουλιανό Ημερολόγιο με το Γρηγοριανό, αφαιρώντας 13 ημέρες. Στην καθυστερημένη αυτή αποδοχή οφείλεται η ύπαρξη δυο ημερομηνιών (στα ελληνικά ιστορικά βιβλία) σε περιπτώσεις ιστορικών αναφορών πριν το 1923. Η Εκκλησία της Ελλάδας αντίστοιχα ταύτισε το εκκλησιαστικό ημερολόγιο με το πολιτικό, υπολογίζοντας όμως το Πάσχα, ακόμα και σήμερα, με βάση το Ιουλιανό Ημερολόγιο.
Το λάθος του Μέτωνα
Δεύτερος υπαίτιος είναι ο Έλληνας αστρονόμος Μέτωνας του 5ου π.Χ. αιώνα και ο Μετωνικός κύκλος, με τον οποίον η Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί να υπολογίζει τις ημερομηνίες των εαρινών πανσέληνων. Ο Μέτωνας ήταν Αθηναίος αστρονόμος, γεωμέτρης και μηχανικός. Ήταν αυτός που εισηγήθηκε τη περίφημη μεταρρύθμιση του ελληνικού ημερολογίου (433 π.Χ.), που βασιζόταν σε ένα σεληνοηλιακό κύκλο 19 ετών (εννέακαιδεκαετηρίδα). Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι 19 ηλιακά έτη αποτελούνται από 6.940 ημέρες και ότι 235 σεληνιακοί μήνες περιλαμβάνουν επίσης 6.940 ημέρες, ο Μέτωνας καθόρισε έναν κύκλο 19 ετών, μετά την πάροδο του οποίου τα ουράνια φαινόμενα επαναλαμβάνονταν με την ίδια διαδοχή. Στη βάση αυτή λειτουργούσε το αρχαίο αθηναϊκό ημερολόγιο με 110 ελλιπείς σεληνιακούς μήνες (των 29 ημερών) και 125 πλήρεις (των 30 ημερών). Μέσα σ’ αυτούς περιλαμβάνονταν και 7 εμβόλιμοι, οι οποίοι εισάγονταν σε ορισμένα έτη του κύκλου ως 13οι μήνες του έτους.
Σύμφωνα λοιπόν με τον κύκλο του Μέτωνα, κάθε 19 χρόνια οι ημερομηνίες των πανσέληνων επαναλαμβάνονται. Ο υπολογισμός, όμως, δεν είναι ακριβής, αφού με την πάροδο του χρόνου η έναρξη των ισημερινών μεταβαλλόταν προοδευτικά, γιατί ο υπολογισμός του Μέτωνα ήταν ανώτερος κατά 6 ώρες σε σχέση με το τροπικό έτος και μικρότερος κατά 7 ώρες σε σχέση με τα 19 σεληνιακά έτη. Έτσι σε 19ετή κύκλο υπάρχει μια διαφορά 2 ωρών, 4 λεπτών και 24,9 δευτερολέπτων. Διαδοχικές τροποποιήσεις προσπάθησαν να επιφέρουν ο Κάλλιππος ο Κυζικηνός (το 330 π.Χ.) κι ο Ίππαρχος ο Νικαεύς (κατά τον 2ο αιώνα π.Χ.), χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Με την πάροδο των ετών, τα λάθη συσσωρεύτηκαν και έτσι στις 13 ημέρες της λανθασμένης Ιουλιανής εαρινής ισημερίας, έπρεπε να προστεθούν ακόμα 5 ημέρες.
Οι Δυτικές Εκκλησίες, αν μεταξύ της 21ης Μαρτίου και της 3ης Απριλίου τύχει να συμβεί πανσέληνος, την αποδέχονται κανονικά σαν την πρώτη εαρινή πανσέληνο του «όρου της Νίκαιας». Η Ορθόδοξη Εκκλησία, όμως, δεν τη θεωρεί σαν πρώτη εαρινή πανσέληνο, παρόλο που στην πραγματικότητα είναι, και περιμένει την επόμενη. Αν πάλι δεν σημειωθεί πανσέληνος, τότε είτε το Πάσχα των Ορθοδόξων συμπίπτει με το Πάσχα των Δυτικών, είτε λόγω του λάθους των 5 ημερών του Μετωνικού κύκλου, το Ορθόδοξο Πάσχα γιορτάζεται μια εβδομάδα αργότερα. Το αποτέλεσμα των λαθών στους υπολογισμούς είναι ότι το Δυτικό Πάσχα εορτάζεται μεταξύ 22 Μαρτίου και 25 Απριλίου, ενώ το Ορθόδοξο μεταξύ 4 Απριλίου και 8 Μαΐου.
Προσδιορισμός του Ορθόδοξου Πάσχα
Ο τρόπος με τον οποίον προσδιορίζεται το Ορθόδοξο Πάσχα μιας συγκεκριμένης χρονιάς είναι αρκετά πολύπλοκος και θα απαιτούσε αρκετέ σελίδες και πολλούς πίνακες για να τον εξηγήσουμε. Το Ευγενίδειο Πλανητάριο και ο διευθυντής του κ. Διονύσιος Σιμόπουλος έχουν επινοήσει έναν εμπειρικό τρόπο, ο οποίος επιτρέπει σε οποιονδήποτε να προσδιορίσει εύκολα την ημερομηνία του Ορθόδοξου Πάσχα για οποιοδήποτε έτος.
Παράδειγμα για φέτος (2008):
1) Από τον αριθμό του έτους, για το οποίο γίνεται ο προσδιορισμός, αφαιρούμε τον αριθμό 2. Δηλαδή, 2008-2=2006
2) Το υπόλοιπο το διαιρούμε με τον αριθμό 19. Δηλαδή, 2006:19=105 (Υπόλοιπο 11).
3) Το υπόλοιπο της διαίρεσης το πολλαπλασιάζουμε με τον αριθμό 11. Δηλαδή, 11Χ11=121
4) Το γινόμενο του πολλαπλασιασμού το διαιρούμε με τον αριθμό 30. 121:30=4 (Υπόλοιπο 1). Το υπόλοιπο της διαίρεσης λέγεται «επακτή» και συμβολίζεται με το γράμμα «ε». Άρα «ε»=1.
5) Τέλος αφαιρούμε το «ε» από τον αριθμό 44 (44-ε). Δηλαδή, 44-1=43
6) Αν το «ε» είναι μεγαλύτερο από 23, το αποτέλεσμα μας δίνει την ημερομηνία της πασχαλινής πανσέληνου (όχι της πραγματικής) το μήνα Απρίλιο του Ιουλιανού Ημερολογίου.
Αν το «ε» είναι μικρότερο ή ίσο με το 23, τότε το υπόλοιπο της αφαίρεσης (44-ε) μας δίνει την ημερομηνία της πασχαλινής πανσέληνου (όχι της πραγματικής) τον μήνα Μάρτιο του Ιουλιανού Ημερολογίου.
Επειδή το «ε» είναι μικρότερο από το 23, τότε 44-1=43 Μαρτίου ή 12 Απριλίου στο Ιουλιανό Ημερολόγιο.
7) Στην προηγούμενη ημερομηνία, που βρήκαμε, προσθέτουμε 13 ημέρες και βρίσκουμε έτσι την ημερομηνία της πασχαλινής πανσέληνου (όχι της πραγματικής) στο Γρηγοριανό Ημερολόγιο, που χρησιμοποιούμε σήμερα. 12+13=25 Απριλίου (Παρασκευή).
8) Την αμέσως επόμενη Κυριακή, από την ημερομηνία που βρήκαμε, γιορτάζεται το Ορθόδοξα Πάσχα, δηλαδή 27 Απριλίου.
17 Νοε 2008
Βλάσιος Πασκάλ (Blaise Pascal)
Υπάρχει μια πλατιά διαδεδομένη αντίληψη πως ο Χριστός και το Ευαγγέλιό Του είναι μονάχα για τους απλούς ανθρώπους, τους ταπεινούς, γι’ αυτούς που έχουν περιορισμένη σκέψη, για τους καημενούληδες, τους φτωχούληδες, για τους παρακατιανούς. Αλλά για τους δυνατούς, για τους μεγάλους, για τους αετούς είναι άχρηστα. Καλός είναι για τους κάτω, όχι όμως και για τους επάνω, για τα ισχυρά πνεύματα. Τι να τον κάνουν αυτοί το Χριστό, το Ευαγγέλιό Του, τη σωτηρία Του; Θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει σ’ αυτό το ψεύτικο και συκοφαντικό πνεύμα έναν τεράστιο κατάλογο πολλών ονομάτων δυνατών στο πνεύμα, που προσέφεραν πάρα πολλά στον κόσμο μας, στη σφαίρα της έρευνας, της διανόησης και των επιστημών, ονόματα σαν του Νεύτωνα, του Παστέρ, του Σβάιτσερ, του Φάρερ και τόσων άλλων. Βέβαια υπάρχουν πολλά διακεκριμένα πρόσωπα που αναγνώριζαν το Θεό και τη δράση Του μα δεν προχώρησαν μες στην περιοχή των αποκαλύψεών Του μέσω της Γραφής και δεν επεδίωξαν να συνάψουν μια ζωντανή σχέση πίστης μαζί Του. Τα πρόσωπα αυτά δεν μας ενδιαφέρουν και τόσο.
Ο Πασκάλ υπήρξε μια μορφή που γκρεμίζει όλα αυτά τα ψεύδη και τις συκοφαντίες αυτών των ανθρώπων κατά του Χριστού και του Ευαγγελίου Του. Ήταν άνθρωπος που από πολύ νωρίς κατέλαβε μια εντελώς ξεχωριστή θέση μέσα στον κλάδο των επιστημών, δηλαδή στα Μαθηματικά και στη Φυσική. Μα ταυτόχρονα υπήρξε μια μορφή που δε σταμάτησε σε μια εξωτερική παραδοχή και ομολογία του Θεού και των θαυμαστών Του πράξεων, μα προχώρησε πολύ περισσότερο, καθώς δεν αρκέστηκε στην αναγνώριση των θαυμαστών ενεργειών του Θεού μες στη φύση, αλλά προχώρησε και συνδέθηκε στενά με το Θεό της Βίβλου, στον Οποίον και αφιέρωσε ολόκληρη τη δύναμη και τη ζωή του. Είναι ένας άνθρωπος που έζησε μια ζωή πίστης, έζησε το Χριστό και το Ευαγγέλιό Του. Κάποτε στη ζωή του, όπως και ο απόστολος Παύλος, συνάντησε το Χριστό και δε δίστασε να θυσιάσει σ’ Αυτόν τα πάντα, ακόμα και την επιστημονική του καριέρα, στην οποία από μικρό παιδί είχε με επιτυχία επιδοθεί, μπροστά στην αγάπη και στην υπηρεσία του στο Ευαγγέλιο. Και αντί να ασχολείται με μαθηματικούς τύπους και με νόμους της φυσικής έκρινε πιο σπουδαίο να ζήσει και να φανερώσει το Χριστό στην εποχή του.
Ο Πασκάλ διακρίνεται σαν ένας άνθρωπος πίστης, αλλά κυρίως σαν ένας δυνατός απολογητής. Το βιβλίο του που λέγεται «Στοχασμοί», θεωρείται το σπουδαιότερο βιβλίο χριστιανικής απολογητικής αν και δεν πρόκειται για βιβλίο, αλλά για μια συλλογή σκόρπιων σημειώσεων και συλλογισμών που βρέθηκαν μετά το θάνατό του, και που η αδελφή του, η κ. Περιέ, ανέλαβε να συγκεντρώσει και να εκδώσει σε βιβλίο.
Πάρα πολλοί άνθρωποι και ανάμεσά τους δυνατά πνεύματα, έφτασαν στον Ιησού Χριστό περνώντας από το δρόμο του Πασκάλ, μέσω της δικής του διακονίας, της δικής του δυνατής μαρτυρίας.
Ο Πασκάλ ήταν Καθολικός, από γονείς Καθολικούς και μάλιστα μια αδελφή του ήταν μοναχή σε κάποιο μοναστήρι. Πλην όμως εδώ είναι το θαύμα που αξίζει μιας ιδιαίτερης έρευνας. Ο άνθρωπος αυτός ήταν πέρα για πέρα Βιβλικός. Έτσι μέσω της πίστης του και της μελέτης του στη Βίβλο, κατόρθωσε να βρεθεί έξω και πάνω από δόγματα, προσφέροντας σε ευρύτατες περιοχές τις αδογμάτιστες αλήθειές του για τη χάρη και τη σοφία του Θεού. Η μελέτη του στη Βίβλο τον οδήγησε να ασπαστεί τις απόψεις των Ιανσενιστών, που είχαν διωχτεί από την Καθολική Εκκλησία και ο ιδρυτής τους Κορνήλιος Ιάνσεν, επίσκοπος της Υπρ, είχε αφοριστεί. Οι Ιανσενιστές έδιναν μεγάλη σημασία στη Βίβλο, κατηγορούνταν ότι έγερναν προς τους Προτεστάντες κι είχαν επηρεαστεί από τις απόψεις του Αυγουστίνου, που κι αυτός είχε σαν βάση της πίστης του την Αγία Γραφή και τη θεία χάρη σαν βάση της σωτηρίας. Μάλιστα ο ιδρυτής του Ιανσενισμού είχε κάνει μια συλλογή από αποσπάσματα από το έργο του Αυγουστίνου, που δεν μπορούσε να την εκδώσει. Τα εξέδωσαν αργότερα οι διώκτες του οι Ιησουίτες καλόγεροι.
Στη ζωή του Πασκάλ διακρίνουμε τρεις περιόδους: Την περίοδο της ευσέβειάς του. Την περίοδο της επιστροφής του και την περίοδο της πλήρους αφιέρωσης.
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ
Ο Βλάσιος Πασκάλ γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1623 στο Κλερμόν-Φεράν της Γαλλίας. Οι γονείς του ήταν μικρο-ευγενείς, αλλά κάπως εύποροι. Ο πατέρας του, Ετιέν, ήταν εφοριακός, που τότε ήταν μια δουλειά πάρα πολύ αποδοτική. Η μητέρα του πέθανε πολύ νωρίς κι ο Βλάσιος Πασκάλ έμεινε υπό το άγρυπνο ενδιαφέρον του πατέρα του, που ήταν άνθρωπος ευσεβής και είχε τον πόθο να δώσει στο γιο του επιστημονική μόρφωση. Στον πόθο αυτόν του πατέρα ο γιος ανταποκρίθηκε πλήρως και μπορούμε να πούμε ότι ο Πασκάλ στη νεανική του ηλικία ήταν ένα από τα παιδιά εκείνα που σήμερα τα χαρακτηρίζουμε σαν παιδιά θαύματα. Δηλαδή ήταν ένα παιδί που παρουσίαζε πρώιμα ικανότητες ασυνήθιστες στη μελέτη της φυσικής και των μαθηματικών και ξεχώριζε αμέσως. Για το λόγο αυτό έγινε δεκτός στις επιστημονικές συγκεντρώσεις που οργάνωνε ο αβάς Μερσέν, ο οποίος είχε επικοινωνία με τους μεγαλύτερους ερευνητές της εποχής, όπως ήταν ο Γαλιλαίος, ο Εβαντζελίστα Τορικέλι, ο Πιερ ντε Φερμά και ο Ντεκάρ (Καρτέσιος). Σε ηλικία 11 μόλις ετών έγραψε μια μελέτη πάνω στα θέματα και στα προβλήματα του ήχου, που όμως χάθηκε. Σε ηλικία 13 ετών μόνος του έφτασε μέχρι το 32ο θεώρημα του Ευκλείδη. Σε ηλικία 17 ετών κατάρτισε την πρώτη του επιστημονική εργασία, ένα δοκίμιο, πάνω στις τομές των κώνων, με τίτλο «Δοκίμιο για τις κωνικές» (Essai sur les coniques, 1640) μια καθαρά μαθηματική μελέτη, που έδινε ένα τύπο με τον οποίον μπορούμε να προσδιορίζουμε τις διάφορες τομές των κώνων. Μέχρι και σήμερα ο τύπος αυτός εξακολουθεί να φέρει το όνομα του Πασκάλ και λέγεται «το μυστικό εξάγραμμο». Η εργασία αυτή προκάλεσε την προσοχή ακόμα και του ίδιου του Ντεκάρ (Καρτέσιου), που όταν του παρουσίασαν τον τύπο αυτόν και του είπαν ότι τον έβγαλε ένα παιδί 17 ετών, δε το αναγνώρισε ούτε το παραδέχτηκε ποτέ. Αρνήθηκε να δεχτεί κάτι τέτοιο.
Από το 1639 μέχρι το 1647 ο Πασκάλ έμεινε στη Ρουέν, όπου ο πατέρας του είχε διοριστεί σε σημαίνουσα θέση απ’ τον καρδινάλιο Ρισελιέ. Απ’ την περίοδο αυτή χρονολογούνται οι πιο σημαντικοί σταθμοί της επιστημονικής δραστηριότητας του Πασκάλ, την οποία εγκατέλειψε ολοκληρωτικά αργότερα: από τις έρευνες για το κενό, που απέβλεπαν στο να επαληθεύσουν και να αναπτύξουν τα πειράματα του Τορικέλι, μέχρι τις έρευνες για την ισορροπία των υγρών, την ατμοσφαιρική πίεση, τον υπολογισμό των πιθανοτήτων (1648-1653). Χρησιμοποίησε πορίσματα του Ιταλού φυσικού Τορικέλι, που αυτός προχώρησε και παρουσίασε ολοκληρωμένα. Για την προγραμματισμένη και ημιτελή «Πραγματεία για το κενό» έγραψε μια εισαγωγή (1647) που αποτελεί μια ρωμαλέα εξύμνηση της ελεύθερης πειραματικής έρευνας εναντίον της αρχής της αυθεντίας.
Δεν ήταν μόνο μαθηματικός και φυσικός. Ήταν ένα πολύπλευρο, πλούσιο, και ανήσυχο πνεύμα. Όταν το 1642 γύρισε από το Παρίσι στο πατρικό του σπίτι κι είδε τον πατέρα του να παιδεύεται πάνω σε μαθηματικούς υπολογισμούς, στρώθηκε να τον βοηθήσει και κατασκεύασε την πρώτη υπολογιστική μηχανή. Η κατασκευή της όμως θα κόστιζε πάρα πολύ για μπορεί να υλοποιηθεί. Αργότερα την τελειοποίησε και τη χάρισε στη Βασίλισσα της Σουηδίας. Από πολύ νωρίς φάνηκε η ιδιοφυία του Πασκάλ στη φυσική και στα μαθηματικά και αν ο πολύς ο κόσμος γνωρίζει το όνομά του αυτό οφείλεται στις μελέτες του και στα πορίσματά του, τα οποία έκανε μέχρις ηλικίας 22 ή το πολύ 25 ετών. Όλη του η φήμη ανάγεται μέσα σ’ αυτήν τη χρονική περίοδο.
Κληρονομημένη από τον πατέρα του είχε μια εσωτερική διάθεση ευσέβειας προς το Θεό. Αν και αυτή είναι ένα θαυμαστό στοιχείο, δεν είναι όμως το πλήρες αλλά το πρώτο σκαλοπάτι. Είναι αναντίρρητα ένα καλό ξεκίνημα. Υπάρχουν όμως τόσα άλλα, που ο Θεός χαρίζει και ο άνθρωπος με ταπείνωση θα πρέπει να δεχθεί. Παρά την ευσέβειά του ήταν γεμάτος αδυναμίες. Κάποτε ήρθε σε θέματα θεολογούμενα για τη χάρη του Θεού, σε διαφωνία με κάποιον και με μια επιθετικότητα απαράδεκτη και ανάρμοστη για άνθρωπο του Θεού τον πολέμησε και με μέσα όχι πάντοτε καθαρά. Διακρινόταν μάλλον για τον φανατισμό του στις πεποιθήσεις του και είχε μια αδυναμία που τον άφηνε να γλιστρά σε πονηριές.
Σταθμός στην περίοδο αυτή της ζωής του στάθηκε ένα περιστατικό, που του άνοιξε καινούργιους δρόμους. Το 1646 ο πατέρας του, που είχε τραυματιστεί στο πόδι από μια πτώση, νοσηλεύτηκε μέχρι την αποθεραπεία του από δυο ευγενείς που είχαν ασπαστεί τον Ιανσενισμό, τη μεταρρυθμιστική διδασκαλία του Φλαμανδού θεολόγου Κορνέλις Γιάνσεν. Οι Ιανσενιστές έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στην εσωτερική τους ζωή και όχι στους εξωτερικούς τύπους. Δυο μήνες κάθισαν στο σπίτι. Οι άνθρωποι αυτοί του έκαναν πολύ μεγάλη εντύπωση. Η αγάπη τους, το ενδιαφέρον τους, και η θυσία τους! Πόση δύναμη δεν έχει η ζωή της αγάπης και της υπηρεσίας! Καθηλώνει τον άνθρωπο και τον αναγκάζει να μελετήσει και να ερευνήσει και να πάρει θέση απέναντι στη δύναμη του Θεού που αποκαλύπτεται στη ζωή των ανθρώπων. Πολύ σύντομα ο Ετιέν Πασκάλ και τα παιδιά του ασπάστηκαν τις θρησκευτικές και ηθικές ιδέες του αβαείου Πορ Ρουαγιάλ, που υπήρξε το κέντρο των οπαδών του Ιανσενισμού. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η μικρότερη αδελφή του Βλασίου, Ζακλίν, μπήκε αργότερα σε μοναστήρι. Αν και η επαφή του με τους ανθρώπους αυτούς του άνοιξε νέους ορίζοντες και του φανέρωσε πρωτόφαντες αλήθειες και καταστάσεις, ακόμα δεν είχε φτάσει στο σημείο που χρειαζόταν να στραφεί με αποφασιστική πίστη στο Θεό.
Όταν μεγάλωσε, ο πατέρας του τον έστειλε στο Παρίσι να προχωρήσει στις μελέτες του και στις έρευνές του κοντά στους καθηγητές της πόλης αυτής. Μα δυστυχώς στο σημείο αυτό τα πράγματα έμπλεξαν πολύ. Στο Παρίσι έπιασε σχέσεις με διάφορους ευγενείς και μικρο-ευγενείς και το αποτέλεσμα ήταν αυτός που μελετούσε τη Γραφή κι είχε θρησκευτικές συγκρούσεις και διαμάχες, το έριξε στην ασωτία, στη διαφθορά και στην ακολασία. Γρήγορα ξόδεψε όλα τα χρήματα που είχε και φορτώθηκε στενοχώριες και χρέη. Και δεν είναι μόνο αυτό. Έφθειρε άσχημα την υγεία του, που ποτέ δεν ήταν καλή. Μεγάλο μέρος της ζωής του ο Πασκάλ το πέρασε μέσα σε ασθένειες. Εκτός από αυτήν τη διαγωγή του υπάρχουν και άλλα περιστατικά που δείχνουν πως άλλο πράγμα είναι η ευσέβεια κι άλλο η επίσκεψη της χάρης του Θεού.
Το 1651 πέθανε οι πατέρας του, κι αυτός, ο άλλοτε ζηλωτής πάνω στα πνευματικά, δε δυσκολεύτηκε σε κληρονομικά θέματα να αδικήσει τις δυο αδελφές του, τη Ζακελίν, που ήταν κλεισμένη σε μοναστήρι, και την Περιέ. Πριν τον επισκεφτεί η σωτήρια χάρη του Θεού, έπρεπε να περάσει από καταστάσεις τέτοιες που θα του φανέρωναν την αθλιότητα του εαυτού του και την ανάγκη ταπείνωσης μπροστά στη χάρη του Θεού. Μεταξύ 1652 και 1654 ο Πασκάλ περνάει μια πιο κοσμική περίοδο και αναζητάει περισσότερο τις κοινωνικές επαφές. Το βέβαιο είναι ότι ο χειμώνας του 1653-1654 υπήρξε περίοδος σκληρής επιστημονικής εργασίας, της οποίας τα προϊόντα είναι μερικές από τις σπουδαιότερες επιστημονικές του εργασίες. Κατά την περίοδο αυτή εγκαταλείπει τελείως το Χριστιανισμό και επιδιώκει να βρει διαφορετική λύση του προβλήματος της ύπαρξης από αυτήν που δίνει ο Χριστιανισμός. Για το λόγο αυτόν επιδίδεται σε μια συστηματική μελέτη του Επίκτητου και του Μονταίν, αλλά δεν μένει ικανοποιημένος ούτε με τον ένα ούτε με τον άλλο. Όμως, άφησαν πάνω του πολλά ίχνη με τη δυνατή επιρροή που άσκησαν. Μέσα στα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί υπέρ του Χριστιανισμού, αργότερα, διακρίνουμε το πνεύμα και τη μεθοδολογία αυτών των σοφών. Στο σημείο αυτό τελειώνει η πρώτη περίοδος που ονομάσαμε «περίοδο της ευσέβειας». Αργότερα ο ίδιος, μιλώντας για τις κοσμικές απολαύσεις, σ’ έναν από τους στοχασμούς του, θα πει πως είναι αδύνατον οι απολαύσεις αυτές να συνταιριάξουν με την αλήθεια του Θεού.
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
Η περίοδος αυτή αρχίζει με κάποιο περίεργο ξαφνικό γεγονός, που δεν έχει απόλυτα διασαφηνιστεί, αλλά εύκολα μπορεί να μαντεύσει κανείς. Μετά από δυο μήνες επίμονης αναζήτησης της ύπαρξης του Θεού, δοκιμάζει μια θρησκευτική έκσταση. Είναι κάτι που συνέβη τελείως ξαφνικά, καθώς ήταν μόνος στο δωμάτιό του, τη νύχτα της 23ης προς την 24η Νοεμβρίου 1654. Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία που να σφραγίζουν πέρα από κάθε αμφιβολία τι έγινε ακριβώς αυτή τη νύχτα. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι βίωσε μια απρόοπτη έκσταση, μια κεραυνοβόλα μυστικιστική κρίση. Σαν άτομα με χριστιανική εμπειρία μπορούμε να προσδιορίσουμε το περιεχόμενο της μεταστροφής αυτής. Απλά, τον επισκέφτηκε η χάρη και το έλεος του Θεού και ο Πασκάλ παραδόθηκε στον Ιησού Χριστό. Την εμπειρία της βραδιάς εκείνης την έφερε μαζί του σ’ όλη του τη ζωή. Ο ίδιος την περιγράφει μ’ ενθουσιώδη λυρισμό σ’ ένα κείμενο λίγων γραμμών, το Memorial, που βρέθηκε όταν πέθανε, ραμμένο στη φόδρα του κουστουμιού που φορούσε. Βέβαια δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποια ιδιαίτερα γεγονότα μεσολάβησαν και κάτω από ποιες συνθήκες έλαβε χώρα το σπουδαίο αυτό γεγονός στη ζωή του. Οι βιογράφοι του απορούν και δεν μπορούν να ερμηνεύσουν πώς ο άνθρωπος αυτός εγκατέλειψε τα πάντα, ακόμα και την επιστημονική του καριέρα για να στραφεί στον Χριστό. Πάρα πολλά είπανε και άλλα τόσα γράφτηκαν για να ερμηνεύσουν την αλλαγή του Πασκάλ, όπως έγινε και με τον Παύλο, που για να ερμηνεύσουν τη μεταστροφή του κατά την πορεία του προς τη Δαμασκό είπαν τα πιο αλλόκοτα πράγματα. Ο Ρενάν υποστηρίζει ότι έπαθε ηλίαση και πως μέσα στον πυρετό του τού φάνηκε ότι είδε το Χριστό. Το ίδιο επαναλήφθηκε και με τον Πασκάλ. Υποστήριξαν πως από τη μικρή του ηλικία ήταν τρομερά ευαίσθητος και το νευρικό του σύστημα ήταν πολύ αδύνατο. Κάποτε λοιπόν τα νεύρα του τεντώθηκαν, σπάσανε και αναγκάστηκε να το ρίξει στη θρησκεία και στα πράγματα του Θεού.
Άλλοι πάλι επικαλούνται κάποιο δυστύχημα ή παραλίγο δυστύχημα που συνέβηκε στον Πασκάλ. Περνούσε μια γέφυρα του Νεϊγύ και τότε κινδύνεψε η ζωή του. Ένοιωσε τότε κάποιο σοκ και αυτό στάθηκε το σημείο της μεταστροφής του. Δεν αποκλείεται σε κάποιο περιστατικό σαν αυτό που αναφέρουν οι βιογράφοι του να συνέβηκε κάτι και να είδε το παντοδύναμο χέρι της αγάπης του Θεού.
Άλλοι πάλι, αν και δεν είχε γεννηθεί ακόμα ο Φρόιντ, αποδίδουν τη μεταστροφή του στην ερωτική του ζωή. Ήταν, λένε, ανέραστος. Και όμως πώς είναι δυνατόν να ευσταθεί κάτι τέτοιο, τη στιγμή που ανάμεσα στα τόσα πολλά που έγραψε αυτός ο άνθρωπος, έγραψε και ένα βιβλίο περί έρωτα: «Διατριβή περί των ερωτικών παθών». Άλλοι πάλι ότι ήταν κυκλοθυμικός, νευρασθενικός.
Η εμπειρία αυτή σήμανε και την οριστική μεταστροφή του. Έτσι άρχισε η περίοδος της επιστροφής του Πασκάλ. Στις 7 Ιανουαρίου του 1655 παίρνει την απόφαση να αποσυρθεί και να απομονωθεί για ένα χρονικό διάστημα στο αβαείο του Πορ Ρουαγιάλ. Ήταν τότε ηλικίας 32 ετών μόνον, αλλά τα βάσανα τον είχαν γεράσει πρόωρα. Τα εγκαταλείπει πλέον όλα και όπως γράφει στους «Στοχασμούς» του, αναφερόμενος στο σημείο αυτό: «δεν είναι σωστό στον άνθρωπο να ασχολείται με έρευνες και μελέτες, όταν σοβαρότερες αποστολές και καθήκοντα των καλούν». Άρχισε να επισκέπτεται συχνά το αβαείο του Πορ Ρουαγιάλ, κέντρο περισυλλογής και στοχασμού για τους οπαδούς των νέων ιδεών, που ίδρυσε ο αβάς Σεν-Σιράν κοντά στις Βερσαλλίες, και να βρίσκεται ανάμεσα στους λαϊκούς (του ερημίτες) που περνούσαν περιόδους απομόνωσης, μελέτης και προσευχής. Η ανήσυχη και πολύ οξεία διάνοια του Πασκάλ, η υπερήφανη και ασυμβίβαστη προσωπικότητά του, η ουμανιστική πνευματική του συγκρότηση, εξηγούν τον τρόπο (άλλοτε εριστικό, άλλοτε ενθουσιώδη κι άλλοτε διαλλακτικό) με τον οποίον υποτάχθηκε στην πειθαρχία της ταπεινοφροσύνης, ακόμα και της πνευματικής, που διακήρυσσαν οι πνευματικοί του δάσκαλοι. Υποβλητική μαρτυρία του γεγονότος αυτού αποτελεί η «Συζήτηση με τον κύριο ντε Σάσι για τον Επίκτητο και τον Μονταίν», δηλαδή η έκθεση μιας συζήτησης στην οποία ο Πασκάλ προσπαθεί με μεγαλοφυή τρόπο να ενσωματώσει στη χριστιανική διδασκαλία το ηθικό δίδαγμα δύο διανοητών ξένων προς τη θρησκεία. Της ίδιας περιόδου είναι οι δύο σύντομες πραγματείες: «Το γεωμετρικό πνεύμα και η τέχνη του πείθειν» και «Προσευχή για να ζητήσουμε από τον Θεό την καλή χρήση των ασθενειών».
Η θρησκεία αντιπροσωπεύει πλέον για τον Πασκάλ την υπέρτατη εμπειρία. Μέλος του ιανσενικού κινήματος, στις τάξεις του οποίου υπήρχαν πολλοί μορφωμένοι άνθρωποι, ο Πασκάλ ένιωσε με δραματικό τρόπο τα προβλήματα αγώνα και συνείδησης που έθετε η κατάσταση αυτή. Ο διωγμός όμως εναντίον τους είχε ξεσπάσει δυνατός κι ανέλαβε την υπεράσπισή τους. Η διαμάχη οξύνεται κατά τα τέλη του 1655, όταν οι Ιησουίτες αναλαμβάνουν σταυροφορία κατά του ηγέτη των Ιανσενιστών Αντουάν Αρνό και αξιώνουν να εκδιωχθεί από τη Σορβόννη. Ο Πασκάλ τελείως αυθόρμητα, αναλαμβάνει την υπεράσπιση του Αρνό εναντίον των Ιησουιτών. Έτσι του δίνεται η ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τη διαλεκτική του δεινότητα και τη δύναμη μιας βαθιάς πεποίθησης στις «Επαρχιακές επιστολές». Από τις επιστολές αυτές, σε συμφωνία με την ομάδα του Πορ Ρουαγιάλ, εξέδωσε, μεταξύ 23ης Ιανουαρίου 1656 κι 24ης Μαρτίου 1657, δεκαοκτώ επιστολές, πολλές φορές μάλιστα με ψευδώνυμο, γιατί δεν είχε το θάρρος. Οι επιστολές του αυτές, που θεωρούνται αριστουργήματα της γαλλικής πεζογραφίας, αποτέλεσαν το πρώτο του χρονικά βιβλίο. Με το προκάλυμμα μιας ανταλλαγής διευκρινήσεων πάνω στις συζητήσεις που διεξάγονταν μεταξύ των θεολόγων, ο Πασκάλ τολμούσε να διασαφηνίσει τις συγκεχυμένες εκφράσεις κατά τρόπο προσιτό στους μη μυημένους, υπό το φως της απλής λογικής και της υπόμνησης των Γραφών. Έδειχνε έτσι ότι η αντίθεση αφορούσε τον ηθικό τομέα περισσότερο παρά τον δογματικό. Περνούσε στην αντεπίθεση καταγγέλλοντας και γελοιοποιώντας τη χαλαρή ηθική που διακήρυτταν οι Ιησουίτες, οι κυριότεροι αντίπαλοι των Ιανσενιστών, σκιαγραφώντας έναν τρόπο άμυνας των θέσεων του Πορ Ρουαγιάλ. Με το πολεμικό πάθος του, την καθαρότητα της επιχειρηματολογίας του, τη διαύγεια της πρόζας του, που τη ζωντανεύουν διάλογοι ζωηρότητας σατιρικής διάθεσης, οι «Επαρχιακές επιστολές», ή αλλιώς «Επαρχιακά» (Les provinciales), επέσυραν την καταδίκη του παπικού Index. Ωστόσο, συνάντησαν την άμεση επιδοκιμασία του καλλιεργημένου κοινού, που ενδιαφερόταν περισσότερο ή λιγότερο για τη θρησκευτική διαμάχη, ενώ αποτελούν επίσης ένα από τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά έργα του αιώνα.
Το 1657 ο Πασκάλ άρχισε να εργάζεται στην «Απολογία της χριστιανικής θρησκείας» (Apologie de la religion chrétienne) και τον επόμενο χρόνο εξέθεσε το σχέδιο της στον κύκλο του. Επρόκειτο για μια μεγάλη λογική προσπάθεια για να αποδείξει (ξεκινώντας από τα επιχειρήματα στα οποία μπορούσε να είναι ευαίσθητος κάποιος που δεν είχε εγκολπωθεί τη θρησκευτική πίστη) την αλήθεια της θρησκείας και ιδιαίτερα της χριστιανικής. Συγχρόνως ήταν μια ένθερμη έκκληση στην πίστη, στην ασκητική ζωή και στην αποκάλυψη.
Η περίοδος αυτή της ζωής του συνεχίζεται κυρίως με πολέμους υπερασπιζόμενος τους Ιανσενιστές μέχρι το 1660. Και τότε αρχίζει η τρίτη περίοδος.
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΦΙΕΡΩΣΗΣ
Στην τρίτη και τελευταία αυτή περίοδο της ζωής του βλέπουμε έναν Πασκάλ τόσο διαφορετικό. Είναι πλέον ολοκληρωμένος. Εγκαταλείπει τελείως κάθε επιστημονική ενασχόληση και κάθε οικογενειακή σχέση. Εγκαταλείπει τελείως τα εγκόσμια. Θεωρεί όλους τους ανθρώπους αδελφούς του και δεν αναγνωρίζει δεσμούς σάρκας κι αίματος. Τα 4 τελευταία έτη της ζωής του λέγεται ότι τα διέθεσε αποκλειστικά σε έργα φιλανθρωπίας και σε ένα αυστηρό ασκητισμό. Όλη του την περιουσία τη διανέμει στους πτωχούς. Έτσι έμεινε χωρίς χρήματα και πόρους. Η υγεία του είναι πεσμένη πολύ. Είναι γνωστό, ότι η τελευταία του ασθένεια χρονολογείτο από το 1658, και όσο προχωρούσε τόσο αυξάνονταν και οι πόνοι, ιδίως του κεφαλιού. Ο ίδιος είχε αδυνατίσει σε μεγάλο βαθμό, είχε εξαϋλωθεί πριν ακόμα πεθάνει. Τον Ιούνιο του 1662 παραχωρεί το σπίτι του σε μια φτωχή οικογένεια που πάσχει από ευλογιά, ενώ ο ίδιος μεταφέρεται στο σπίτι της αδελφής του, από το οποίο και δεν βγήκε παρά μόνον νεκρός. Περνάει όλο το χρόνο μελετώντας και μιλώντας για την αγάπη του Θεού και συγκεντρώνοντας τους περίφημους «Στοχασμούς» για τον εκδότη του. Αυτός ήταν ο μεγάλος πόθος της καρδιάς του, που όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει. Η επιδείνωση της αρρώστιας του (που τον οδήγησε στον πρόωρο θάνατό του) τον εμπόδισε να ολοκληρώσει το έργο του. Κατά το τελευταίο έτος της ζωής του είχε εγκαταλείψει τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα και είχε επιδοθεί στο να ετοιμάσει τον εαυτό του για το θάνατο. Τώρα πια είναι πράος, γλυκός, ανεκτικός κι όχι μαχητικός όπως ήταν. Δε δείχνει κανένα ενδιαφέρον για το σώμα του και για την υγεία του. Στις 19 Αυγούστου του 1662 καταλήφθηκε από σπασμούς, εν μέσω των οποίων και εξέπνευσε, αμέσως μόλις κοινώνησε. Η μεταθανάτια νεκροψία αποκάλυψε όχι μόνο σοβαρές διαταραχές του στομάχου κι άλλων οργάνων του σώματος, αλλά και σοβαρή βλάβη του εγκεφάλου.
Στα πολυάριθμα αποσπάσματα, γνωστά με τον τίτλο «Στοχασμοί» (Pensées), η θρησκεία εμφανίζεται ως η πιο συνεπής λύση στο ανθρώπινο πρόβλημα: όχι μόνο στη βάση του περίφημου επιχειρήματος του στοιχήματος, προσαρμοσμένου στον υπολογισμό των πιθανοτήτων («αξίζει να παραμελούμε τα επίγεια αγαθά, που είναι σίγουρα αλλά περιορισμένα, για την επιδίωξη του υπεργήινου αγαθού, που είναι αντικείμενο πίστης και ελπίδας, αλλά άπειρο»), αλλά ξεκινώντας από τις πολύπλοκες αντιφάσεις της ανθρώπινης υπόστασης («αθλιότητα και μεγαλείο του ανθρώπου») τόσο σαν ύπαρξη όσο και σαν γνώση. Αντιφάσεις που μόνο τα δόγματα του χριστιανισμού (ιδιαίτερα για το προπατορικό αμάρτημα) θα κατόρθωναν να εξηγήσουν και να συμβιβάσουν. Αν παραβλέψει κανείς τον απολογητικό τόνο, η περιγραφή του αδυσώπητα συμπτωματικού χαρακτήρα της ανθρώπινης εμπειρίας είναι αναμφίβολα η πιο μοντέρνα και υποβλητική πλευρά της φιλοσοφικής σκέψης του Πασκάλ, που εκφράζεται σε αγωνιώδη παράδοξα, σε αποσπάσματα πολύ τολμηρού στιλιζαρίσματος.
Η εκστρατεία κατά του Ιανσενισμού έλαβε χαρακτήρα αληθινού διωγμού. Απέναντι στις επιβουλές της Εκκλησίας, ο Πασκάλ, βαθιά τραυματισμένος στη θρησκευτική του συνείδηση, κράτησε μια στάση ακόμα πιο αδιάλλακτη από αυτήν του κύκλου του Πορ Ρουαγιάλ. Και για λόγους σκοπιμότητας, η έκδοση των «Στοχασμών», που επιμελήθηκαν εκείνοι, 8 χρόνια μετά το θάνατό του (1669-1670), παρουσίαζε ένα κείμενο ευρύτατα εκκαθαρισμένο από τα μέρη που μπορούσαν να προσφερθούν σε μια νέα όξυνση της διαμάχης. Το κείμενο αυτό το ακολούθησαν διαδοχικές εκδόσεις ώσπου (1844), με υπόδειξη του Βικτόρ Κουζέν, έγινε μια πλήρης έκδοση.
Το έργο του Πασκάλ, εκτός του ότι περιλαμβάνει δυο κείμενα θεμελιώδη στη ιστορία της γαλλικής φιλολογίας και της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, αποτελεί μια πνευματική εμπειρία εξαιρετικά πλούσια και δραματική. Η σκέψη του τροφοδότησε ένα ρεύμα της νεότερης θρησκευτικής ευαισθησίας και (κοντά στη σκέψη του Κίρκεργκορ, του Ντοστογιέφσκι και του Νίτσε) βρήκε την κατάλληλη απήχηση στους υπαρξιστές φιλοσόφους.
Τον Πασκάλ τον γνωρίζουμε κυρίως απ’ το συγγραφικό του έργο, ιδιαίτερα από τις «Επιστολές» του και πιο πολύ από τους «Στοχασμούς» του, που γνώρισαν αμέτρητες εκδόσεις σε όλο τον κόσμο. Από αυτούς τους «Στοχασμούς» θα μεταφέρουμε μερικά σημεία σε ελεύθερη απόδοση.
ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ «ΣΤΟΧΑΣΜΟΥΣ»
- Ο άνθρωπος είναι ένα σύνολο από αντιθέσεις, που οφείλονται από τη μια μεριά στη θεία καταγωγή του κι από την άλλη στη κατάπτωσή του εξαιτίας της αμαρτίας. Είναι γεμάτος μικρότητα, αλλά και μεγαλείο. Γεμάτος δυστυχία, μα και ευτυχία. Δεσπότης των πάντων, και σκουλήκι της γης. Φορέας αληθειών και οχετός αβεβαιοτήτων. Είναι η δόξα, μα και η ατιμία του Σύμπαντος. Είναι χιμαιρικός και χαοτικός. Όλες αυτές οι αντιθέσεις αίρονται δια του Ιησού Χριστού.
- Τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης εξηγούνται μόνο δια του υπερφυσικού χαρακτήρα του ανθρώπου.
- Το μεγαλείο του ανθρώπου οφείλεται στο Θεό. Η κατάπτωσή του στον Αδάμ. Η σωτηρία του στον Χριστό.
- Ο άνθρωπος είναι ένα δράμα σε τρεις πράξεις. Δημιουργία, πτώση, απολύτρωση.
- Η ανθρώπινη φύση θέτει προβλήματα που μόνον η αποκάλυψη του Θεού μπορεί να τα διαφωτίσει. Χωρίς την αποκάλυψη του Θεού, ο άνθρωπος παραμένει ανεξήγητος και για τον ίδιο τον εαυτό του.
- Υπάρχει γνώση του νου και γνώση της καρδιάς. Μονάχα η γνώση της καρδιάς μπορεί να μας φέρει στο θεό. Ο νους του ανθρώπου δε μπορεί να γνωρίσει το Θεό.
- Είναι δυνατόν ο άνθρωπος υπό την επήρεια ορισμένων επιχειρημάτων να πειστεί περί του Θεού. Μα μόλις ξεφύγει από αυτήν την επήρεια ξαναγυρίζει πάλι στην αμφιβολία.
- Μόνο δια της καρδιάς ο άνθρωπος φτάνει στην πίστη και δια της πίστης στο Θεό.
- Η καρδιά του ανθρώπου έχει καταπληκτική ικανότητα των θείων πραγμάτων.
- Σκοπός της ανθρώπινης εκζήτησης δεν πρέπει να είναι η γνώση, αλλά η σωτηρία.
- Μόνον ο Θεός μπορεί να κάνει κατανοητό τον άνθρωπο στον εαυτό του.
- Στους λόγους και στα επιχειρήματα των σοφών που αγωνίζονται να αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού, προτιμά ο Πασκάλ να αντιτάξει την πίστη των απλών ανθρώπων.
- Η χριστιανική θρησκεία ανταποκρίνεται πλήρως στο δράμα του ανθρώπου.
- Ο άνθρωπος μέσα του συναντά το εγώ του, που θέλει να γίνει το κέντρο του κόσμου. Αυτό τον φέρνει σε σύγκρουση με τους άλλους ανθρώπους που το εγώ τους επιδιώκει τον ίδιο σκοπό.
- Απ’ αυτό το εγώ, που τόσο θαυμάζει ο άνθρωπος και στο οποίο θυσιάζει τα πάντα, θέλει να ξεφύγει. Δεν τολμά να μείνει μόνος μαζί του. Όταν ο άνθρωπος βρίσκεται μόνος του με το εγώ του, καταλαμβάνεται από ανία. Η φυγή από αυτή γίνεται με την ψυχαγωγία, που μπορεί να είναι συζήτηση, ανάγνωση, κυνήγι και οτιδήποτε άλλο. Η ψυχαγωγία είναι χειρότερη από την ανία. Και τούτο γιατί απομακρύνει τον άνθρωπο από το Θεό.
- Έτσι ο άνθρωπος πέφτει από τον εαυτό του στα πράγματα και από τα πράγματα στον εαυτό του, χωρίς να μπορεί να συναντήσει την ευτυχία που βρίσκεται μόνο στο Θεό και όχι στον εαυτό του ή στα πράγματα του κόσμου.
Ο Πασκάλ υπήρξε μια μορφή που γκρεμίζει όλα αυτά τα ψεύδη και τις συκοφαντίες αυτών των ανθρώπων κατά του Χριστού και του Ευαγγελίου Του. Ήταν άνθρωπος που από πολύ νωρίς κατέλαβε μια εντελώς ξεχωριστή θέση μέσα στον κλάδο των επιστημών, δηλαδή στα Μαθηματικά και στη Φυσική. Μα ταυτόχρονα υπήρξε μια μορφή που δε σταμάτησε σε μια εξωτερική παραδοχή και ομολογία του Θεού και των θαυμαστών Του πράξεων, μα προχώρησε πολύ περισσότερο, καθώς δεν αρκέστηκε στην αναγνώριση των θαυμαστών ενεργειών του Θεού μες στη φύση, αλλά προχώρησε και συνδέθηκε στενά με το Θεό της Βίβλου, στον Οποίον και αφιέρωσε ολόκληρη τη δύναμη και τη ζωή του. Είναι ένας άνθρωπος που έζησε μια ζωή πίστης, έζησε το Χριστό και το Ευαγγέλιό Του. Κάποτε στη ζωή του, όπως και ο απόστολος Παύλος, συνάντησε το Χριστό και δε δίστασε να θυσιάσει σ’ Αυτόν τα πάντα, ακόμα και την επιστημονική του καριέρα, στην οποία από μικρό παιδί είχε με επιτυχία επιδοθεί, μπροστά στην αγάπη και στην υπηρεσία του στο Ευαγγέλιο. Και αντί να ασχολείται με μαθηματικούς τύπους και με νόμους της φυσικής έκρινε πιο σπουδαίο να ζήσει και να φανερώσει το Χριστό στην εποχή του.
Ο Πασκάλ διακρίνεται σαν ένας άνθρωπος πίστης, αλλά κυρίως σαν ένας δυνατός απολογητής. Το βιβλίο του που λέγεται «Στοχασμοί», θεωρείται το σπουδαιότερο βιβλίο χριστιανικής απολογητικής αν και δεν πρόκειται για βιβλίο, αλλά για μια συλλογή σκόρπιων σημειώσεων και συλλογισμών που βρέθηκαν μετά το θάνατό του, και που η αδελφή του, η κ. Περιέ, ανέλαβε να συγκεντρώσει και να εκδώσει σε βιβλίο.
Πάρα πολλοί άνθρωποι και ανάμεσά τους δυνατά πνεύματα, έφτασαν στον Ιησού Χριστό περνώντας από το δρόμο του Πασκάλ, μέσω της δικής του διακονίας, της δικής του δυνατής μαρτυρίας.
Ο Πασκάλ ήταν Καθολικός, από γονείς Καθολικούς και μάλιστα μια αδελφή του ήταν μοναχή σε κάποιο μοναστήρι. Πλην όμως εδώ είναι το θαύμα που αξίζει μιας ιδιαίτερης έρευνας. Ο άνθρωπος αυτός ήταν πέρα για πέρα Βιβλικός. Έτσι μέσω της πίστης του και της μελέτης του στη Βίβλο, κατόρθωσε να βρεθεί έξω και πάνω από δόγματα, προσφέροντας σε ευρύτατες περιοχές τις αδογμάτιστες αλήθειές του για τη χάρη και τη σοφία του Θεού. Η μελέτη του στη Βίβλο τον οδήγησε να ασπαστεί τις απόψεις των Ιανσενιστών, που είχαν διωχτεί από την Καθολική Εκκλησία και ο ιδρυτής τους Κορνήλιος Ιάνσεν, επίσκοπος της Υπρ, είχε αφοριστεί. Οι Ιανσενιστές έδιναν μεγάλη σημασία στη Βίβλο, κατηγορούνταν ότι έγερναν προς τους Προτεστάντες κι είχαν επηρεαστεί από τις απόψεις του Αυγουστίνου, που κι αυτός είχε σαν βάση της πίστης του την Αγία Γραφή και τη θεία χάρη σαν βάση της σωτηρίας. Μάλιστα ο ιδρυτής του Ιανσενισμού είχε κάνει μια συλλογή από αποσπάσματα από το έργο του Αυγουστίνου, που δεν μπορούσε να την εκδώσει. Τα εξέδωσαν αργότερα οι διώκτες του οι Ιησουίτες καλόγεροι.
Στη ζωή του Πασκάλ διακρίνουμε τρεις περιόδους: Την περίοδο της ευσέβειάς του. Την περίοδο της επιστροφής του και την περίοδο της πλήρους αφιέρωσης.
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ
Ο Βλάσιος Πασκάλ γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1623 στο Κλερμόν-Φεράν της Γαλλίας. Οι γονείς του ήταν μικρο-ευγενείς, αλλά κάπως εύποροι. Ο πατέρας του, Ετιέν, ήταν εφοριακός, που τότε ήταν μια δουλειά πάρα πολύ αποδοτική. Η μητέρα του πέθανε πολύ νωρίς κι ο Βλάσιος Πασκάλ έμεινε υπό το άγρυπνο ενδιαφέρον του πατέρα του, που ήταν άνθρωπος ευσεβής και είχε τον πόθο να δώσει στο γιο του επιστημονική μόρφωση. Στον πόθο αυτόν του πατέρα ο γιος ανταποκρίθηκε πλήρως και μπορούμε να πούμε ότι ο Πασκάλ στη νεανική του ηλικία ήταν ένα από τα παιδιά εκείνα που σήμερα τα χαρακτηρίζουμε σαν παιδιά θαύματα. Δηλαδή ήταν ένα παιδί που παρουσίαζε πρώιμα ικανότητες ασυνήθιστες στη μελέτη της φυσικής και των μαθηματικών και ξεχώριζε αμέσως. Για το λόγο αυτό έγινε δεκτός στις επιστημονικές συγκεντρώσεις που οργάνωνε ο αβάς Μερσέν, ο οποίος είχε επικοινωνία με τους μεγαλύτερους ερευνητές της εποχής, όπως ήταν ο Γαλιλαίος, ο Εβαντζελίστα Τορικέλι, ο Πιερ ντε Φερμά και ο Ντεκάρ (Καρτέσιος). Σε ηλικία 11 μόλις ετών έγραψε μια μελέτη πάνω στα θέματα και στα προβλήματα του ήχου, που όμως χάθηκε. Σε ηλικία 13 ετών μόνος του έφτασε μέχρι το 32ο θεώρημα του Ευκλείδη. Σε ηλικία 17 ετών κατάρτισε την πρώτη του επιστημονική εργασία, ένα δοκίμιο, πάνω στις τομές των κώνων, με τίτλο «Δοκίμιο για τις κωνικές» (Essai sur les coniques, 1640) μια καθαρά μαθηματική μελέτη, που έδινε ένα τύπο με τον οποίον μπορούμε να προσδιορίζουμε τις διάφορες τομές των κώνων. Μέχρι και σήμερα ο τύπος αυτός εξακολουθεί να φέρει το όνομα του Πασκάλ και λέγεται «το μυστικό εξάγραμμο». Η εργασία αυτή προκάλεσε την προσοχή ακόμα και του ίδιου του Ντεκάρ (Καρτέσιου), που όταν του παρουσίασαν τον τύπο αυτόν και του είπαν ότι τον έβγαλε ένα παιδί 17 ετών, δε το αναγνώρισε ούτε το παραδέχτηκε ποτέ. Αρνήθηκε να δεχτεί κάτι τέτοιο.
Από το 1639 μέχρι το 1647 ο Πασκάλ έμεινε στη Ρουέν, όπου ο πατέρας του είχε διοριστεί σε σημαίνουσα θέση απ’ τον καρδινάλιο Ρισελιέ. Απ’ την περίοδο αυτή χρονολογούνται οι πιο σημαντικοί σταθμοί της επιστημονικής δραστηριότητας του Πασκάλ, την οποία εγκατέλειψε ολοκληρωτικά αργότερα: από τις έρευνες για το κενό, που απέβλεπαν στο να επαληθεύσουν και να αναπτύξουν τα πειράματα του Τορικέλι, μέχρι τις έρευνες για την ισορροπία των υγρών, την ατμοσφαιρική πίεση, τον υπολογισμό των πιθανοτήτων (1648-1653). Χρησιμοποίησε πορίσματα του Ιταλού φυσικού Τορικέλι, που αυτός προχώρησε και παρουσίασε ολοκληρωμένα. Για την προγραμματισμένη και ημιτελή «Πραγματεία για το κενό» έγραψε μια εισαγωγή (1647) που αποτελεί μια ρωμαλέα εξύμνηση της ελεύθερης πειραματικής έρευνας εναντίον της αρχής της αυθεντίας.
Δεν ήταν μόνο μαθηματικός και φυσικός. Ήταν ένα πολύπλευρο, πλούσιο, και ανήσυχο πνεύμα. Όταν το 1642 γύρισε από το Παρίσι στο πατρικό του σπίτι κι είδε τον πατέρα του να παιδεύεται πάνω σε μαθηματικούς υπολογισμούς, στρώθηκε να τον βοηθήσει και κατασκεύασε την πρώτη υπολογιστική μηχανή. Η κατασκευή της όμως θα κόστιζε πάρα πολύ για μπορεί να υλοποιηθεί. Αργότερα την τελειοποίησε και τη χάρισε στη Βασίλισσα της Σουηδίας. Από πολύ νωρίς φάνηκε η ιδιοφυία του Πασκάλ στη φυσική και στα μαθηματικά και αν ο πολύς ο κόσμος γνωρίζει το όνομά του αυτό οφείλεται στις μελέτες του και στα πορίσματά του, τα οποία έκανε μέχρις ηλικίας 22 ή το πολύ 25 ετών. Όλη του η φήμη ανάγεται μέσα σ’ αυτήν τη χρονική περίοδο.
Κληρονομημένη από τον πατέρα του είχε μια εσωτερική διάθεση ευσέβειας προς το Θεό. Αν και αυτή είναι ένα θαυμαστό στοιχείο, δεν είναι όμως το πλήρες αλλά το πρώτο σκαλοπάτι. Είναι αναντίρρητα ένα καλό ξεκίνημα. Υπάρχουν όμως τόσα άλλα, που ο Θεός χαρίζει και ο άνθρωπος με ταπείνωση θα πρέπει να δεχθεί. Παρά την ευσέβειά του ήταν γεμάτος αδυναμίες. Κάποτε ήρθε σε θέματα θεολογούμενα για τη χάρη του Θεού, σε διαφωνία με κάποιον και με μια επιθετικότητα απαράδεκτη και ανάρμοστη για άνθρωπο του Θεού τον πολέμησε και με μέσα όχι πάντοτε καθαρά. Διακρινόταν μάλλον για τον φανατισμό του στις πεποιθήσεις του και είχε μια αδυναμία που τον άφηνε να γλιστρά σε πονηριές.
Σταθμός στην περίοδο αυτή της ζωής του στάθηκε ένα περιστατικό, που του άνοιξε καινούργιους δρόμους. Το 1646 ο πατέρας του, που είχε τραυματιστεί στο πόδι από μια πτώση, νοσηλεύτηκε μέχρι την αποθεραπεία του από δυο ευγενείς που είχαν ασπαστεί τον Ιανσενισμό, τη μεταρρυθμιστική διδασκαλία του Φλαμανδού θεολόγου Κορνέλις Γιάνσεν. Οι Ιανσενιστές έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στην εσωτερική τους ζωή και όχι στους εξωτερικούς τύπους. Δυο μήνες κάθισαν στο σπίτι. Οι άνθρωποι αυτοί του έκαναν πολύ μεγάλη εντύπωση. Η αγάπη τους, το ενδιαφέρον τους, και η θυσία τους! Πόση δύναμη δεν έχει η ζωή της αγάπης και της υπηρεσίας! Καθηλώνει τον άνθρωπο και τον αναγκάζει να μελετήσει και να ερευνήσει και να πάρει θέση απέναντι στη δύναμη του Θεού που αποκαλύπτεται στη ζωή των ανθρώπων. Πολύ σύντομα ο Ετιέν Πασκάλ και τα παιδιά του ασπάστηκαν τις θρησκευτικές και ηθικές ιδέες του αβαείου Πορ Ρουαγιάλ, που υπήρξε το κέντρο των οπαδών του Ιανσενισμού. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η μικρότερη αδελφή του Βλασίου, Ζακλίν, μπήκε αργότερα σε μοναστήρι. Αν και η επαφή του με τους ανθρώπους αυτούς του άνοιξε νέους ορίζοντες και του φανέρωσε πρωτόφαντες αλήθειες και καταστάσεις, ακόμα δεν είχε φτάσει στο σημείο που χρειαζόταν να στραφεί με αποφασιστική πίστη στο Θεό.
Όταν μεγάλωσε, ο πατέρας του τον έστειλε στο Παρίσι να προχωρήσει στις μελέτες του και στις έρευνές του κοντά στους καθηγητές της πόλης αυτής. Μα δυστυχώς στο σημείο αυτό τα πράγματα έμπλεξαν πολύ. Στο Παρίσι έπιασε σχέσεις με διάφορους ευγενείς και μικρο-ευγενείς και το αποτέλεσμα ήταν αυτός που μελετούσε τη Γραφή κι είχε θρησκευτικές συγκρούσεις και διαμάχες, το έριξε στην ασωτία, στη διαφθορά και στην ακολασία. Γρήγορα ξόδεψε όλα τα χρήματα που είχε και φορτώθηκε στενοχώριες και χρέη. Και δεν είναι μόνο αυτό. Έφθειρε άσχημα την υγεία του, που ποτέ δεν ήταν καλή. Μεγάλο μέρος της ζωής του ο Πασκάλ το πέρασε μέσα σε ασθένειες. Εκτός από αυτήν τη διαγωγή του υπάρχουν και άλλα περιστατικά που δείχνουν πως άλλο πράγμα είναι η ευσέβεια κι άλλο η επίσκεψη της χάρης του Θεού.
Το 1651 πέθανε οι πατέρας του, κι αυτός, ο άλλοτε ζηλωτής πάνω στα πνευματικά, δε δυσκολεύτηκε σε κληρονομικά θέματα να αδικήσει τις δυο αδελφές του, τη Ζακελίν, που ήταν κλεισμένη σε μοναστήρι, και την Περιέ. Πριν τον επισκεφτεί η σωτήρια χάρη του Θεού, έπρεπε να περάσει από καταστάσεις τέτοιες που θα του φανέρωναν την αθλιότητα του εαυτού του και την ανάγκη ταπείνωσης μπροστά στη χάρη του Θεού. Μεταξύ 1652 και 1654 ο Πασκάλ περνάει μια πιο κοσμική περίοδο και αναζητάει περισσότερο τις κοινωνικές επαφές. Το βέβαιο είναι ότι ο χειμώνας του 1653-1654 υπήρξε περίοδος σκληρής επιστημονικής εργασίας, της οποίας τα προϊόντα είναι μερικές από τις σπουδαιότερες επιστημονικές του εργασίες. Κατά την περίοδο αυτή εγκαταλείπει τελείως το Χριστιανισμό και επιδιώκει να βρει διαφορετική λύση του προβλήματος της ύπαρξης από αυτήν που δίνει ο Χριστιανισμός. Για το λόγο αυτόν επιδίδεται σε μια συστηματική μελέτη του Επίκτητου και του Μονταίν, αλλά δεν μένει ικανοποιημένος ούτε με τον ένα ούτε με τον άλλο. Όμως, άφησαν πάνω του πολλά ίχνη με τη δυνατή επιρροή που άσκησαν. Μέσα στα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί υπέρ του Χριστιανισμού, αργότερα, διακρίνουμε το πνεύμα και τη μεθοδολογία αυτών των σοφών. Στο σημείο αυτό τελειώνει η πρώτη περίοδος που ονομάσαμε «περίοδο της ευσέβειας». Αργότερα ο ίδιος, μιλώντας για τις κοσμικές απολαύσεις, σ’ έναν από τους στοχασμούς του, θα πει πως είναι αδύνατον οι απολαύσεις αυτές να συνταιριάξουν με την αλήθεια του Θεού.
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
Η περίοδος αυτή αρχίζει με κάποιο περίεργο ξαφνικό γεγονός, που δεν έχει απόλυτα διασαφηνιστεί, αλλά εύκολα μπορεί να μαντεύσει κανείς. Μετά από δυο μήνες επίμονης αναζήτησης της ύπαρξης του Θεού, δοκιμάζει μια θρησκευτική έκσταση. Είναι κάτι που συνέβη τελείως ξαφνικά, καθώς ήταν μόνος στο δωμάτιό του, τη νύχτα της 23ης προς την 24η Νοεμβρίου 1654. Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία που να σφραγίζουν πέρα από κάθε αμφιβολία τι έγινε ακριβώς αυτή τη νύχτα. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι βίωσε μια απρόοπτη έκσταση, μια κεραυνοβόλα μυστικιστική κρίση. Σαν άτομα με χριστιανική εμπειρία μπορούμε να προσδιορίσουμε το περιεχόμενο της μεταστροφής αυτής. Απλά, τον επισκέφτηκε η χάρη και το έλεος του Θεού και ο Πασκάλ παραδόθηκε στον Ιησού Χριστό. Την εμπειρία της βραδιάς εκείνης την έφερε μαζί του σ’ όλη του τη ζωή. Ο ίδιος την περιγράφει μ’ ενθουσιώδη λυρισμό σ’ ένα κείμενο λίγων γραμμών, το Memorial, που βρέθηκε όταν πέθανε, ραμμένο στη φόδρα του κουστουμιού που φορούσε. Βέβαια δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποια ιδιαίτερα γεγονότα μεσολάβησαν και κάτω από ποιες συνθήκες έλαβε χώρα το σπουδαίο αυτό γεγονός στη ζωή του. Οι βιογράφοι του απορούν και δεν μπορούν να ερμηνεύσουν πώς ο άνθρωπος αυτός εγκατέλειψε τα πάντα, ακόμα και την επιστημονική του καριέρα για να στραφεί στον Χριστό. Πάρα πολλά είπανε και άλλα τόσα γράφτηκαν για να ερμηνεύσουν την αλλαγή του Πασκάλ, όπως έγινε και με τον Παύλο, που για να ερμηνεύσουν τη μεταστροφή του κατά την πορεία του προς τη Δαμασκό είπαν τα πιο αλλόκοτα πράγματα. Ο Ρενάν υποστηρίζει ότι έπαθε ηλίαση και πως μέσα στον πυρετό του τού φάνηκε ότι είδε το Χριστό. Το ίδιο επαναλήφθηκε και με τον Πασκάλ. Υποστήριξαν πως από τη μικρή του ηλικία ήταν τρομερά ευαίσθητος και το νευρικό του σύστημα ήταν πολύ αδύνατο. Κάποτε λοιπόν τα νεύρα του τεντώθηκαν, σπάσανε και αναγκάστηκε να το ρίξει στη θρησκεία και στα πράγματα του Θεού.
Άλλοι πάλι επικαλούνται κάποιο δυστύχημα ή παραλίγο δυστύχημα που συνέβηκε στον Πασκάλ. Περνούσε μια γέφυρα του Νεϊγύ και τότε κινδύνεψε η ζωή του. Ένοιωσε τότε κάποιο σοκ και αυτό στάθηκε το σημείο της μεταστροφής του. Δεν αποκλείεται σε κάποιο περιστατικό σαν αυτό που αναφέρουν οι βιογράφοι του να συνέβηκε κάτι και να είδε το παντοδύναμο χέρι της αγάπης του Θεού.
Άλλοι πάλι, αν και δεν είχε γεννηθεί ακόμα ο Φρόιντ, αποδίδουν τη μεταστροφή του στην ερωτική του ζωή. Ήταν, λένε, ανέραστος. Και όμως πώς είναι δυνατόν να ευσταθεί κάτι τέτοιο, τη στιγμή που ανάμεσα στα τόσα πολλά που έγραψε αυτός ο άνθρωπος, έγραψε και ένα βιβλίο περί έρωτα: «Διατριβή περί των ερωτικών παθών». Άλλοι πάλι ότι ήταν κυκλοθυμικός, νευρασθενικός.
Η εμπειρία αυτή σήμανε και την οριστική μεταστροφή του. Έτσι άρχισε η περίοδος της επιστροφής του Πασκάλ. Στις 7 Ιανουαρίου του 1655 παίρνει την απόφαση να αποσυρθεί και να απομονωθεί για ένα χρονικό διάστημα στο αβαείο του Πορ Ρουαγιάλ. Ήταν τότε ηλικίας 32 ετών μόνον, αλλά τα βάσανα τον είχαν γεράσει πρόωρα. Τα εγκαταλείπει πλέον όλα και όπως γράφει στους «Στοχασμούς» του, αναφερόμενος στο σημείο αυτό: «δεν είναι σωστό στον άνθρωπο να ασχολείται με έρευνες και μελέτες, όταν σοβαρότερες αποστολές και καθήκοντα των καλούν». Άρχισε να επισκέπτεται συχνά το αβαείο του Πορ Ρουαγιάλ, κέντρο περισυλλογής και στοχασμού για τους οπαδούς των νέων ιδεών, που ίδρυσε ο αβάς Σεν-Σιράν κοντά στις Βερσαλλίες, και να βρίσκεται ανάμεσα στους λαϊκούς (του ερημίτες) που περνούσαν περιόδους απομόνωσης, μελέτης και προσευχής. Η ανήσυχη και πολύ οξεία διάνοια του Πασκάλ, η υπερήφανη και ασυμβίβαστη προσωπικότητά του, η ουμανιστική πνευματική του συγκρότηση, εξηγούν τον τρόπο (άλλοτε εριστικό, άλλοτε ενθουσιώδη κι άλλοτε διαλλακτικό) με τον οποίον υποτάχθηκε στην πειθαρχία της ταπεινοφροσύνης, ακόμα και της πνευματικής, που διακήρυσσαν οι πνευματικοί του δάσκαλοι. Υποβλητική μαρτυρία του γεγονότος αυτού αποτελεί η «Συζήτηση με τον κύριο ντε Σάσι για τον Επίκτητο και τον Μονταίν», δηλαδή η έκθεση μιας συζήτησης στην οποία ο Πασκάλ προσπαθεί με μεγαλοφυή τρόπο να ενσωματώσει στη χριστιανική διδασκαλία το ηθικό δίδαγμα δύο διανοητών ξένων προς τη θρησκεία. Της ίδιας περιόδου είναι οι δύο σύντομες πραγματείες: «Το γεωμετρικό πνεύμα και η τέχνη του πείθειν» και «Προσευχή για να ζητήσουμε από τον Θεό την καλή χρήση των ασθενειών».
Η θρησκεία αντιπροσωπεύει πλέον για τον Πασκάλ την υπέρτατη εμπειρία. Μέλος του ιανσενικού κινήματος, στις τάξεις του οποίου υπήρχαν πολλοί μορφωμένοι άνθρωποι, ο Πασκάλ ένιωσε με δραματικό τρόπο τα προβλήματα αγώνα και συνείδησης που έθετε η κατάσταση αυτή. Ο διωγμός όμως εναντίον τους είχε ξεσπάσει δυνατός κι ανέλαβε την υπεράσπισή τους. Η διαμάχη οξύνεται κατά τα τέλη του 1655, όταν οι Ιησουίτες αναλαμβάνουν σταυροφορία κατά του ηγέτη των Ιανσενιστών Αντουάν Αρνό και αξιώνουν να εκδιωχθεί από τη Σορβόννη. Ο Πασκάλ τελείως αυθόρμητα, αναλαμβάνει την υπεράσπιση του Αρνό εναντίον των Ιησουιτών. Έτσι του δίνεται η ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τη διαλεκτική του δεινότητα και τη δύναμη μιας βαθιάς πεποίθησης στις «Επαρχιακές επιστολές». Από τις επιστολές αυτές, σε συμφωνία με την ομάδα του Πορ Ρουαγιάλ, εξέδωσε, μεταξύ 23ης Ιανουαρίου 1656 κι 24ης Μαρτίου 1657, δεκαοκτώ επιστολές, πολλές φορές μάλιστα με ψευδώνυμο, γιατί δεν είχε το θάρρος. Οι επιστολές του αυτές, που θεωρούνται αριστουργήματα της γαλλικής πεζογραφίας, αποτέλεσαν το πρώτο του χρονικά βιβλίο. Με το προκάλυμμα μιας ανταλλαγής διευκρινήσεων πάνω στις συζητήσεις που διεξάγονταν μεταξύ των θεολόγων, ο Πασκάλ τολμούσε να διασαφηνίσει τις συγκεχυμένες εκφράσεις κατά τρόπο προσιτό στους μη μυημένους, υπό το φως της απλής λογικής και της υπόμνησης των Γραφών. Έδειχνε έτσι ότι η αντίθεση αφορούσε τον ηθικό τομέα περισσότερο παρά τον δογματικό. Περνούσε στην αντεπίθεση καταγγέλλοντας και γελοιοποιώντας τη χαλαρή ηθική που διακήρυτταν οι Ιησουίτες, οι κυριότεροι αντίπαλοι των Ιανσενιστών, σκιαγραφώντας έναν τρόπο άμυνας των θέσεων του Πορ Ρουαγιάλ. Με το πολεμικό πάθος του, την καθαρότητα της επιχειρηματολογίας του, τη διαύγεια της πρόζας του, που τη ζωντανεύουν διάλογοι ζωηρότητας σατιρικής διάθεσης, οι «Επαρχιακές επιστολές», ή αλλιώς «Επαρχιακά» (Les provinciales), επέσυραν την καταδίκη του παπικού Index. Ωστόσο, συνάντησαν την άμεση επιδοκιμασία του καλλιεργημένου κοινού, που ενδιαφερόταν περισσότερο ή λιγότερο για τη θρησκευτική διαμάχη, ενώ αποτελούν επίσης ένα από τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά έργα του αιώνα.
Το 1657 ο Πασκάλ άρχισε να εργάζεται στην «Απολογία της χριστιανικής θρησκείας» (Apologie de la religion chrétienne) και τον επόμενο χρόνο εξέθεσε το σχέδιο της στον κύκλο του. Επρόκειτο για μια μεγάλη λογική προσπάθεια για να αποδείξει (ξεκινώντας από τα επιχειρήματα στα οποία μπορούσε να είναι ευαίσθητος κάποιος που δεν είχε εγκολπωθεί τη θρησκευτική πίστη) την αλήθεια της θρησκείας και ιδιαίτερα της χριστιανικής. Συγχρόνως ήταν μια ένθερμη έκκληση στην πίστη, στην ασκητική ζωή και στην αποκάλυψη.
Η περίοδος αυτή της ζωής του συνεχίζεται κυρίως με πολέμους υπερασπιζόμενος τους Ιανσενιστές μέχρι το 1660. Και τότε αρχίζει η τρίτη περίοδος.
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΦΙΕΡΩΣΗΣ
Στην τρίτη και τελευταία αυτή περίοδο της ζωής του βλέπουμε έναν Πασκάλ τόσο διαφορετικό. Είναι πλέον ολοκληρωμένος. Εγκαταλείπει τελείως κάθε επιστημονική ενασχόληση και κάθε οικογενειακή σχέση. Εγκαταλείπει τελείως τα εγκόσμια. Θεωρεί όλους τους ανθρώπους αδελφούς του και δεν αναγνωρίζει δεσμούς σάρκας κι αίματος. Τα 4 τελευταία έτη της ζωής του λέγεται ότι τα διέθεσε αποκλειστικά σε έργα φιλανθρωπίας και σε ένα αυστηρό ασκητισμό. Όλη του την περιουσία τη διανέμει στους πτωχούς. Έτσι έμεινε χωρίς χρήματα και πόρους. Η υγεία του είναι πεσμένη πολύ. Είναι γνωστό, ότι η τελευταία του ασθένεια χρονολογείτο από το 1658, και όσο προχωρούσε τόσο αυξάνονταν και οι πόνοι, ιδίως του κεφαλιού. Ο ίδιος είχε αδυνατίσει σε μεγάλο βαθμό, είχε εξαϋλωθεί πριν ακόμα πεθάνει. Τον Ιούνιο του 1662 παραχωρεί το σπίτι του σε μια φτωχή οικογένεια που πάσχει από ευλογιά, ενώ ο ίδιος μεταφέρεται στο σπίτι της αδελφής του, από το οποίο και δεν βγήκε παρά μόνον νεκρός. Περνάει όλο το χρόνο μελετώντας και μιλώντας για την αγάπη του Θεού και συγκεντρώνοντας τους περίφημους «Στοχασμούς» για τον εκδότη του. Αυτός ήταν ο μεγάλος πόθος της καρδιάς του, που όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει. Η επιδείνωση της αρρώστιας του (που τον οδήγησε στον πρόωρο θάνατό του) τον εμπόδισε να ολοκληρώσει το έργο του. Κατά το τελευταίο έτος της ζωής του είχε εγκαταλείψει τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα και είχε επιδοθεί στο να ετοιμάσει τον εαυτό του για το θάνατο. Τώρα πια είναι πράος, γλυκός, ανεκτικός κι όχι μαχητικός όπως ήταν. Δε δείχνει κανένα ενδιαφέρον για το σώμα του και για την υγεία του. Στις 19 Αυγούστου του 1662 καταλήφθηκε από σπασμούς, εν μέσω των οποίων και εξέπνευσε, αμέσως μόλις κοινώνησε. Η μεταθανάτια νεκροψία αποκάλυψε όχι μόνο σοβαρές διαταραχές του στομάχου κι άλλων οργάνων του σώματος, αλλά και σοβαρή βλάβη του εγκεφάλου.
Στα πολυάριθμα αποσπάσματα, γνωστά με τον τίτλο «Στοχασμοί» (Pensées), η θρησκεία εμφανίζεται ως η πιο συνεπής λύση στο ανθρώπινο πρόβλημα: όχι μόνο στη βάση του περίφημου επιχειρήματος του στοιχήματος, προσαρμοσμένου στον υπολογισμό των πιθανοτήτων («αξίζει να παραμελούμε τα επίγεια αγαθά, που είναι σίγουρα αλλά περιορισμένα, για την επιδίωξη του υπεργήινου αγαθού, που είναι αντικείμενο πίστης και ελπίδας, αλλά άπειρο»), αλλά ξεκινώντας από τις πολύπλοκες αντιφάσεις της ανθρώπινης υπόστασης («αθλιότητα και μεγαλείο του ανθρώπου») τόσο σαν ύπαρξη όσο και σαν γνώση. Αντιφάσεις που μόνο τα δόγματα του χριστιανισμού (ιδιαίτερα για το προπατορικό αμάρτημα) θα κατόρθωναν να εξηγήσουν και να συμβιβάσουν. Αν παραβλέψει κανείς τον απολογητικό τόνο, η περιγραφή του αδυσώπητα συμπτωματικού χαρακτήρα της ανθρώπινης εμπειρίας είναι αναμφίβολα η πιο μοντέρνα και υποβλητική πλευρά της φιλοσοφικής σκέψης του Πασκάλ, που εκφράζεται σε αγωνιώδη παράδοξα, σε αποσπάσματα πολύ τολμηρού στιλιζαρίσματος.
Η εκστρατεία κατά του Ιανσενισμού έλαβε χαρακτήρα αληθινού διωγμού. Απέναντι στις επιβουλές της Εκκλησίας, ο Πασκάλ, βαθιά τραυματισμένος στη θρησκευτική του συνείδηση, κράτησε μια στάση ακόμα πιο αδιάλλακτη από αυτήν του κύκλου του Πορ Ρουαγιάλ. Και για λόγους σκοπιμότητας, η έκδοση των «Στοχασμών», που επιμελήθηκαν εκείνοι, 8 χρόνια μετά το θάνατό του (1669-1670), παρουσίαζε ένα κείμενο ευρύτατα εκκαθαρισμένο από τα μέρη που μπορούσαν να προσφερθούν σε μια νέα όξυνση της διαμάχης. Το κείμενο αυτό το ακολούθησαν διαδοχικές εκδόσεις ώσπου (1844), με υπόδειξη του Βικτόρ Κουζέν, έγινε μια πλήρης έκδοση.
Το έργο του Πασκάλ, εκτός του ότι περιλαμβάνει δυο κείμενα θεμελιώδη στη ιστορία της γαλλικής φιλολογίας και της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, αποτελεί μια πνευματική εμπειρία εξαιρετικά πλούσια και δραματική. Η σκέψη του τροφοδότησε ένα ρεύμα της νεότερης θρησκευτικής ευαισθησίας και (κοντά στη σκέψη του Κίρκεργκορ, του Ντοστογιέφσκι και του Νίτσε) βρήκε την κατάλληλη απήχηση στους υπαρξιστές φιλοσόφους.
Τον Πασκάλ τον γνωρίζουμε κυρίως απ’ το συγγραφικό του έργο, ιδιαίτερα από τις «Επιστολές» του και πιο πολύ από τους «Στοχασμούς» του, που γνώρισαν αμέτρητες εκδόσεις σε όλο τον κόσμο. Από αυτούς τους «Στοχασμούς» θα μεταφέρουμε μερικά σημεία σε ελεύθερη απόδοση.
ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ «ΣΤΟΧΑΣΜΟΥΣ»
- Ο άνθρωπος είναι ένα σύνολο από αντιθέσεις, που οφείλονται από τη μια μεριά στη θεία καταγωγή του κι από την άλλη στη κατάπτωσή του εξαιτίας της αμαρτίας. Είναι γεμάτος μικρότητα, αλλά και μεγαλείο. Γεμάτος δυστυχία, μα και ευτυχία. Δεσπότης των πάντων, και σκουλήκι της γης. Φορέας αληθειών και οχετός αβεβαιοτήτων. Είναι η δόξα, μα και η ατιμία του Σύμπαντος. Είναι χιμαιρικός και χαοτικός. Όλες αυτές οι αντιθέσεις αίρονται δια του Ιησού Χριστού.
- Τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης εξηγούνται μόνο δια του υπερφυσικού χαρακτήρα του ανθρώπου.
- Το μεγαλείο του ανθρώπου οφείλεται στο Θεό. Η κατάπτωσή του στον Αδάμ. Η σωτηρία του στον Χριστό.
- Ο άνθρωπος είναι ένα δράμα σε τρεις πράξεις. Δημιουργία, πτώση, απολύτρωση.
- Η ανθρώπινη φύση θέτει προβλήματα που μόνον η αποκάλυψη του Θεού μπορεί να τα διαφωτίσει. Χωρίς την αποκάλυψη του Θεού, ο άνθρωπος παραμένει ανεξήγητος και για τον ίδιο τον εαυτό του.
- Υπάρχει γνώση του νου και γνώση της καρδιάς. Μονάχα η γνώση της καρδιάς μπορεί να μας φέρει στο θεό. Ο νους του ανθρώπου δε μπορεί να γνωρίσει το Θεό.
- Είναι δυνατόν ο άνθρωπος υπό την επήρεια ορισμένων επιχειρημάτων να πειστεί περί του Θεού. Μα μόλις ξεφύγει από αυτήν την επήρεια ξαναγυρίζει πάλι στην αμφιβολία.
- Μόνο δια της καρδιάς ο άνθρωπος φτάνει στην πίστη και δια της πίστης στο Θεό.
- Η καρδιά του ανθρώπου έχει καταπληκτική ικανότητα των θείων πραγμάτων.
- Σκοπός της ανθρώπινης εκζήτησης δεν πρέπει να είναι η γνώση, αλλά η σωτηρία.
- Μόνον ο Θεός μπορεί να κάνει κατανοητό τον άνθρωπο στον εαυτό του.
- Στους λόγους και στα επιχειρήματα των σοφών που αγωνίζονται να αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού, προτιμά ο Πασκάλ να αντιτάξει την πίστη των απλών ανθρώπων.
- Η χριστιανική θρησκεία ανταποκρίνεται πλήρως στο δράμα του ανθρώπου.
- Ο άνθρωπος μέσα του συναντά το εγώ του, που θέλει να γίνει το κέντρο του κόσμου. Αυτό τον φέρνει σε σύγκρουση με τους άλλους ανθρώπους που το εγώ τους επιδιώκει τον ίδιο σκοπό.
- Απ’ αυτό το εγώ, που τόσο θαυμάζει ο άνθρωπος και στο οποίο θυσιάζει τα πάντα, θέλει να ξεφύγει. Δεν τολμά να μείνει μόνος μαζί του. Όταν ο άνθρωπος βρίσκεται μόνος του με το εγώ του, καταλαμβάνεται από ανία. Η φυγή από αυτή γίνεται με την ψυχαγωγία, που μπορεί να είναι συζήτηση, ανάγνωση, κυνήγι και οτιδήποτε άλλο. Η ψυχαγωγία είναι χειρότερη από την ανία. Και τούτο γιατί απομακρύνει τον άνθρωπο από το Θεό.
- Έτσι ο άνθρωπος πέφτει από τον εαυτό του στα πράγματα και από τα πράγματα στον εαυτό του, χωρίς να μπορεί να συναντήσει την ευτυχία που βρίσκεται μόνο στο Θεό και όχι στον εαυτό του ή στα πράγματα του κόσμου.